Σάββατο 26 Φεβρουαρίου 2011

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΤΟΥ ΒΛΑΔΙΜΗΡΟΥ (+ 1016)


Καθηγητοῦ Ἀντ. Μάρκου

Γιά τόν ἅγ. Ἰωάννη τοῦ Βλαδιμήρου, Ἅγιο πού συνδέει τούς Ὀρθοδόξους λαούς τῆς Βουλγαρίας, τῆς Σερβίας καί τῆς Ἀλβανίας, κοινό στό Σερβικό καί τό Βουλγαρικό Ἁγιολόγιο, ἐπικρατοῦν δύο Συναξαριστικές παραδόσεις, Βουλγαρικῆς καί Σερβικῆς προελεύσεως ἀντιστοίχως.
Σύμφωνα μέ τίς ἀναγνώσεις πού περιλαμβάνονται στά Ὑμνογραφικά του (ἐκδόσεως 1774) καί ἀποτελοῦν μετάφραση παλαιοτέρου Βουλγαρικοῦ κειμένου, ὁ Ἰωάννης Βλαδίμηρος ἦταν Βουλγαρικῆς καταγωγῆς. «Ἡ ἐπίγειος αὐτοῦ πατρίς - γράφει ὁ ἀνώνυμος βιογράφος - ἦτον ἡ προκαθεζομένη ποτέ τῶν Μυσῶν ἡ ὀνομαστή, ἡ ὁποία ὡς εὐθαλές καί κατάκοσμον φυτόν ἔδωκεν εἰς τόν κόσμον τόν Ἰωάννην». Γεννήθηκε, δηλαδή, ὁ Ἅγιος στήν τότε Βουλγαρική πρωτεύουσα, στίς Πρέσπες, καταγόμενος «ἀπό Βασιλικήν φυλήν». Ὁ πατέρας του ὀνομάζοταν Νεεμάν καί ἦταν «Βασιλεύς Τριβαλλῶν» καί ἡ μητέρα του Ἄννα, «τῶ γένει Ρωμαΐς», δηλαδή Ἑλληνίδα. Μάλιστα τό Βουλγαρικό συναξάριο δέχεται, ὅτι ὁ πατέρας του ἦταν γιός τοῦ Τσάρου τῶν Βουλγάρων Συμεών. Αὐτό εἶχε σάν συνέπεια νά λάβει ὁ Ἰωάννης τήν καλύτερη δυνατή γιά τήν ἐποχή του παιδεία (στούς διδασκάλους του μνημονεύεται ὁ λόγιος Ἀρχιεπίσκοπος Ἀχρίδος Νικόλαος, μαθητής τοῦ ἁγ. Κλήμεντος).
Ὁ Ἅγιος ἐπωνομάσθηκε «τοῦ Βλαδιμήρου» ἀπό τόν τόπο γεννήσεώς του, ἕνα χωριό στή σημερινή Δημοκρατία τῶν Σκοπίων, στήν περιοχή τῆς Στρώμνιτσας, τό ὁποῖο ἀπό αἰῶνες ὀνομάζεται Βλαδιμίροβο.
Ὁ Σέρβος Ἁγιολόγος Νικόλαος Βελιμίροβιτς, Ἀρχιεπίσκοπος Ἀχρίδος (+ 1956), στόν Συναξαριστή του («Ὁ Πρόλογος τῆς Ἀχρίδος»), δέχεται ὅτι ὁ ἅγ. Ἰωάννης ἦταν Σερβικῆς καταγωγῆς καί κατάγοταν ἀπό τήν Ἡγεμονική Οἰκογένεια τῆς Ζαχουμίας. Ὁ παππούς του ὀνομάζοταν Χβαλιμίρ καί ὁ πατέρας του Πετρισλάβ. Ἡ ἡγεμονία τοῦ ἁγ. Ἰωάννη ἦταν ἐκείνη τῆς Διοκλείας (Duκlia) καί βρισκόταν στίς ἀκτές τῆς Ἀδριατικῆς (περιλάμβανε τό σημερινό Μαυροβούνιο καί τό μεγαλυτέρο μέρος τῆς Ἀλβανίας).
Καί οἱ δύο συναξαριστικές παραδόσεις δέχοντα τόν Ἅγιο σάν σοφό, ἐλεήμονα καί γενναῖο Ἡγεμόνα, ὁ ὁποῖος ὅμως ἀντιμετώπισε πολλά προβλήματα, ἐσωτερικά (κυρίως ἀπό τήν δραστηριότητα τῶν αἱρετικῶν Βογομίλων καί τῶν Μασσαλιανῶν, τούς ὁποίους καί ἀντιμετώπισε) καί ἐξωτερικά (τόσο ἀπό τούς Βουλγάρους τοῦ Τσάρου Σαμουήλ, ὅσο καί ἀπό τούς Βυζαντινούς τοῦ Αὐτοκράτορα Βασιλείου Β’ τοῦ Βουλγαροκτόνου). {Ἦταν ἡ περίοδος κατά τήν ὁποία ἡ Σερβία ἦταν διηρημένη σέ πολλές μικρές ἡγεμονίες, τίς ζουπανίες. Μετά τόν ἅγ. Βλαδίμηρο, κατά τόν 12ο αἰ. οἱ ζουπανίες ἑνώθηκαν σέ ἕνα κράτος ἀπό τόν Μεγάλο Ζουπάνο Στέφανο Νεμάνια - ὁσ. Συμεών τόν Μυροβλύτη}. Τελικά στήν ἡγεμονία τοῦ ἁγ. Ἰωάννου ἐπικράτησαν οἱ Βούλγαροι καί ὁ ἴδιος συνελήφθη καί φυλακίσθηκε. Κατά τήν συναξαριστική παράδοση ἐνῶ ἦταν στή φυλακή, δέχθηκε τήν ἐπίσκεψη οὐρανίου Ἀγγέλου ὁ ὁποῖος τόν πληροφόρησε γιά τήν ἀπελευθέρωσή του, ἀλλά καί γιά τόν μαρτυρικό του θάνατο. Ὁ Ἅγιος πράγματι ἀπελευθερώθηκε ὅταν ὁ Τσάρος Σαμουήλ τόν νύμφευσε μέ τήν κόρη του Κασάρα, γιά νά ἐξασφαλίσει τήν νομιμοφροσύνη του ἀπέναντί του.
Ὁ ἅγ. Ἰωάννης ἦταν ἄνθρωπος τῆς προσευχῆς καί ἀφιέρωσε στόν Θεό πολλούς ναούς. Μάλιστα τήρησε καί τόν γάμο του ἁγνό καί ζοῦσε μέ ἐγκράτεια καί σωφροσύνη! Ἡ συναξαριστική παράδοσις διασώζει καί γι’ αὐτόν ἕνα περιστατικό θεοφανείας ἀντίστοιχο μέ ἐκεῖνο τοῦ ἁγ. Εὐσταθίου Πλακίδα. Κάποτε κατά τήν διάρκεια κυνηγίου, ὁ Ἡγεμόνας Ἰωάννης καί οἱ μεγιστάνες πού τόν συνόδευαν εἶδαν «ὡσάν ἕναν ἀετόν καί ἐπάνω τῆς κεφαλῆς του ἔλαμπεν ἡλιοειδής καί ὑπέρλαμπρος Σταυρός. Ἀκολουθήσαντες, λοιπόν, μέσα εἰς τό δάσος, ἐσταμάτησεν ὁ Τίμιος Σταυρός εἰς τόν τόπον τοῦτον. Καί ξεκαβαλικεύωντας μετά τῶν μεγιστάνων αὐτοῦ, τῶν ὁμοτρόπων καί εὐσεβεστάτων ἀνδρῶν καί ἀρχόντων, ἔπεσον πρηνεῖς μετά πόθου δακρυρροοῦντες καί προεσκύνησαν τόν πανσεβάσμιον καί Τίμιον Σταυρόν, ὅπου ὡς ἄλλου Κωνσταντίνου σκῆπτρον δυνάμεως τοῦ ἐφάνη παρά Θεοῦ, ἀρραβῶνας τῆς μακαρίας καί ἀθανάτου Βασιλείας, ὅπου ἔμελλε νά κληρονομήση». Στόν τόπο αὐτό τῆς θεοσημείας ὁ μακάριος Ἰωάννης ἔκτισε ναό καί κελλί γιά τόν ἑαυτό του καί πήγαινε καθημερινά νά προσευχηθεῖ.
Ὁ ἅγ. Ἰωάννης τελειώθηκε μαρτυρικά τό 1016, μετά τήν καταστροφή τῶν Βουλγάρων ἀπό τούς Βυζαντινούς στή Μάχη τοῦ Κλειδίου (1014) καί τόν θάνατο τοῦ Τσάρου Σαμουήλ. Τότε τόν Βουλγαρικό Θρόνο διεκδίκησαν οἱ γιοί τοῦ Σαμουήλ Ραδομίρ καί Ἰωάννης Βλαδισλάβ. Ὅταν τελικά ὁ Βλαδισλάβ ἔγινε Τσάρος τῶν Βουλγάρων, μεταξύ ἄλλων θανάτωσε καί τόν ἅγ. Ἰωάννη, διότι τόν θεωροῦσε φίλο καί σύμμαχο τῶν Βυζαντινῶν. Αὐτή, ἐνδεχομένως, εἶναι ἡ πολιτική αἰτία τῆς δολοφονίας, ἀπό τά ὑμνογραφικά τοῦ Ἁγίου ὅμως προκύπτει, ὅτι εἶχε ἀνάμιξη καί ἡ σύζυγος τοῦ Ἰωάννη, ἡ ὁποία πιθανῶς θεωροῦσε τήν ἐγκράτεια τοῦ συζύγου της ὡς ἀπόδειξη συζυγικῆς ἀπιστίας!
Ἡ σφαγή τοῦ ἁγ. Ἰωάννη σύμφωνα μέ μία πηγή, ἔγινε στίς Πρέσπες, στήν εἴσοδο τοῦ Ναοῦ τοῦ ἁγ. Ἀχιλλείου. Τόν ἀποκεφάλισε ὁ ἴδιος προσωπικά ὁ Βλαδισλάβ, μάλιστα τόν κτύπησε μία φορά μέ τό σπαθί του καί ἀπέτυχε καί τότε ὁ Ἅγιος τοῦ ἔδωσε τό δικό του σπαθί γιά νά τόν ἀποκεφαλίσει!
Σχετικά μέ τόν ἐνταφιασμό καί τό Λείψανο τοῦ ἁγ. Ἰωάννη Βλαδιμήρου ἐπικρατοῦν δύο παραδόσεις. Σύμφωνα μέ τήν πρώτη (τήν λεγόμενη Βουλγαρική), τό σκήνωμα τοῦ δολοφονημένου Ἡγεμόνα ἐνταφιάστηκε στίς Πρέσπες, μέσα στό Ναό τοῦ ἁγ. Ἀχιλλείου, ὅπου δολοφονήθηκε. Ἀργότερα ἡ σύζυγός του Κοσάρα ἀνακόμισε τό Λείψανό του (τό ὁποῖο βρέθηκε ἀδιάφθορο) καί τό μετέφερε στήν γεννέτειρά του Κράϊνα (Krajina), κοντά στήν λίμνη τῆς Σκόδρας. Μάλιστα ὅταν ἀπεβίωσε, ἐνταφιάσθηκε κατά τήν ἐπιθυμία της στά πόδια τοῦ Μάρτυρα συζύγου της. Τό Λείψανο μεταφέρθηκε στό Δυρράχιο τό 1215, ἀπό τόν Βυζαντινό Δεσπότη τῆς Ἠπείρου Μιχαήλ Α’. Ἀπό ἐκεῖ τό 1368 ὁ Ἀλβανός Ἡγεμόνας Κάρολος Θεωπίας τό μετέφερε στό σημερινό μοναστήρι τοῦ Ἁγίου, ἔξω ἀπό τό Ἐλβασάν. (Στό Βουλγαρικό συναξαριστικό κείμενο ὁ Κάρολος Θεωπίας ἀναφέρεται σάν ἀνηψιός τοῦ «τότε Βασιλέως Φραγκίας», ὁ ὁποῖος καί ἀνακάινισε τήν μονή, 309 χρόνια μετά τήν ἵδρυσή της).
Σύμφωνα μέ τήν δεύτερη παράδοση (τήν Σερβική, τήν ὁποία Βουλγαρικοί ἐθνικιστικοί κύκλοι τήν θεωροῦν Σερβική προπαγάνδα κατά τῆς Βουλγαρίας), ὁ ἀκέφαλος Ἅγιος Ἡγεμόνας δέν ἔπεσε ἀπό τόν ἠμίονό του, ἀλλά κάλπασε ἀκέφαλος πρός τήν πατρίδα του καί ἀπεβίωσε στό ναό πού ὁ ἴδιος εἶχε κτίσει στό δάσος πού τοῦ φανερώθηκε ὁ ἀετός μέ τόν Τίμιο Σταυρό! Ἡ ἴδια παράδοση δέχεται, ὅτι δύο χρόνια ἀργότερα (τό 1018), ὁ ἅγ. Ἰωάννης ἐκδικήθηκε τόν ἄδικο θάνατό του, φονεύοντας τόν δολοφόνο του ἔξω ἀπό τά τείχη τοῦ Δυρραχίου. Κατά τήν διάρκεια τῆς πολιορκείας τῆς πόλεως ἀπό τούς Βουλγάρους, ὁ ἅγ. Ἰωάννης ἐμφανίσθηκε ἔφιππος ἀνάμεσα στά σύννεφα καί λόγχισε τόν Βλαδισλάβ!
Τό κοινό σημεῖο καί στίς δύο παραδόσεις εἶναι ἡ ἀφθαρσία, ἡ μυροβλυσία καί τό θαυματουργικό χάρισμα τοῦ Λειψάνου τοῦ Βασιλομάρτυρος Ἰωάννου Βλαδιμήρου. Οἱ παραδόσεις μάλιστα ἐπιβεβαιώνονται ἀπό τό ἴδιο τό Λείψανο ( τό ὁποῖο διασώθηκε, παρά τήν πάροδο καί τίς περιπέτειες χιλίων σχεδόν ἐτῶν) καί τό 1995, μετά τήν πτώση τοῦ κομμουνιστικοῦ καθεστώτος τοῦ Ἐμβέρ Χότζα, μεταφέρθηκε στόν Καθεδρικό Ναό τῶν Τιράνων, ὅπου καί σήμερα φυλάσσεται.
Ἡ μνήμη τοῦ ἁγ. Ἰωάννου Βλαδιμήρου τιμᾶται τήν 22α Μαΐου, θεωρεῖται δέ ὁ Ἅγιος «τῆς Βουλγαρίας καύχημα, Ἰλλυρικοῦ καί Μυσίας προστάτης καί Ἀλβανίας φρουρός» (ἀπό τό Δοξαστικό τοῦ Μικροῦ Ἑσπερινοῦ). Μία προσεκτική μελέτη τῶν ὑμνογραφικῶν του ἀποδεικνύει, ὅτι στή συνείδηση τοῦ Ὀρθοδόξου λαοῦ - τόσο τοῦ Σερβικοῦ, ὅσο καί τοῦ Βουλγαρικοῦ - ἡ σφαγή του θεωρήθηκε μαρτύριο ὑπέρ τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως καί τῆς ἐν Χριστῶ ζωῆς, θέση πού ἐνίσχυσε ἡ ἀφθαρσία τοῦ Λειψάνου του, ἡ μυροβλυσία του καί τά θαύματα πού ἐπιτελέστηκαν διά πρεσβειῶν του, κατά τήν πάροδο τῶν αἰώνων.
Μεταξύ τῶν θαυμάτων τοῦ ἁγ. Ἰωάννου χαρακτηριστική εἶναι ἡ ἀποτροπή τῆς ἀρπαγῆς τοῦ ἀδιαφθόρου Λειψάνου του ἀπό τούς Φράγκους. «Μίαν φοράν οἱ Φράγκοι τό ἐπῆραν – γράφει ὁ Βίος του – καί ἔσκασαν τότε ἐκεῖ - ὅσον νά τό κατεβάσουν εἰς τόν τόπον ὅπου ὀνομάζεται Σκουμβί – δεκαέξι μουλάρια, ὥστε ὅπου ῥίχνοντάς το μέσα εἰς τόν ποταμόν τόν λεγόμενον Σκούμβιον, διά νά κατέβῃ εἰς τήν θάλασσαν, ὦ τοῦ θαύματος, ἐγύρισεν ὀπίσω, πλημμυρήσαντος τοῦ ποταμοῦ. Καί γυρίζοντας ἐφάνη εἰς τήν Κούσσιαν, τόν παραπόταμον οὕτω λεγόμενον, ἡ θήκη μέ τό ἅγιόν του Λείψανον, ὅπου πολλάκις ἐφάνη καί ἅγιον φῶς εἰς τούς ἐγχωρίους»!
Ὁ Βίος τοῦ ἁγ. Ἰωάννη Βλαδιμήρου ἐγράφη γιά πρώτη φορά τόν 12ο αἰ. ἀπό τόν Ἀλβανό Ρωμαιοκαθολικό Κληρικό Γρηγόριο Grisobulj (1172 – 1196). Πρόκειται γιά τό λεγόμενο "Χρονικό τοῦ Ἱερέα τῆς Ντούκλιας - Chronicle of the Priest of Duklja").
Τά Ὑμνογραφικά πρός τιμήν τοῦ ἁγ. Ἰωάννου Βλαδιμήρου (διαφόρων ποιητῶν), τυπώθηκαν στή Βενετία τό 1774, «δαπάνῃ τοῦ τιμιωτάτου Κυρίου Ἰωάννου Παπᾶ, τοῦ ἐκ τῆς πόλεως Νεοκάστρου» τῆς Ἀλβανίας, ἐπανεκδόθηκαν δέ τό 1858, «ἐν Βενετίᾳ, ἐκ τοῦ Ἑλληνικοῦ Τυπογραφείου τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, ἀναλώμασι τῶν εὐσεβῶν Κυρίων Ἰωαννικίου Ἀρχιερέως, Γρηγορίου Ἡγουμένου, Ἰωάννου Τζούφκα, Κωνσταντίνου Συμεώνος, Ἀθανασίου Ἰακώβου, Γεωργίου καί υἱοῦ Ἰωάννου Κρούνιτς, τῶν λεγομένων Κορώνα». Στήν ἐπανέκδοση τοῦ 1858 δημοσιεύεται καί ὁ Πρόλογος τῆς ἐκδόσεως τοῦ 1774 (τοῦ Ἰωάννου Παπᾶ), ἀπό τόν ὁποῖο προκύπτει ὅτι τότε τήν Μονή τοῦ Ἁγίου στό Ἐλβασάν διηύθυνε ὁ «Πανιερώτατος καί σοφώτατος πρώην Μητροπολίτης τῆς κατά Κύπρον ἐπαρχίας Κιτιαίων Κύριος Κοσμᾶς».
Σήμερα, ἡ πρός τιμήν τοῦ ἁγ. Ἰωάννη Βλαδιμήρου Μονή στό Ἐλβασάν, ὑπάγεται στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Ἀλβανίας καί εἶναι ἐπανδρωμένη μέ μοναστική ἀδελφότητα. Ἡ Μονή ὑπήχθηκε στήν δικαιοδοσία τῆς Ἐκκλησίας μετά τήν πτώση τοῦ καθεστώτος Χότζα καί ἀπό τότε βρίσκεται ὑπό ἀνακαίνιση, κάτω ἀπό τήν προσωπική ἐπίβλεψη τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀναστασίου. Στή Μονή φιλοξενοῦνται οἱ θερινές νεανικές κατασκηνώσεις τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς Τιράνων.
Ὁ ἅγ. Ἰωάννης τοῦ Βλαδιμήρου θεωρεῖται προστάτης καί βοηθός ὅσον ἀγωνίζονται κατά τῆς πορνείας καί τῆς ἀσελγείας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου