Δευτέρα 31 Οκτωβρίου 2011

H ΑΓΙΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΠΑΠΙΣΜΟ

 Α. Ι. ΟΣΙΠΩΦ,
Καθηγητοῦ τῆς Θεολογικῆς Ἀκαδημίας τῆς Μόσχας.

Πηγή: ftdathanasiou.wordpress.com

Τό κείμενο πού ἀκολουθεῖ εἶμαι μέρος μιᾶς διαλέξεως τοῦ Καθηγητοῦ 'Α. 'Ι. Ὀσίπωφ, ἡ ὁποία δόθηκε τήν 13η Σεπτεμβρίου 2000 στήν Σύναξη τῆς Σχολῆς τοῦ Κυρίου τῆς Σρετένσκαγια (Μόσχα). Ὅπως δήλωσε χαρακτηριστικά ὁ ἴδιος, «μερικές φορές κάνω δημόσιες ὁμιλίες, στίς ὁποίες προσέρχεται μία μεγάλη γκάμα ἀνθρώπων. Συχνότατα ἀκούω τό ἐξῆς ἐρώτημα: «Λοιπόν, τί εἶναι αὐτό πού ξεχωρίζει τόν Καθολικισμό ἀπό τήν Ὀρθοδοξία; Πού κάνουν λάθος; Δέν ἀποτελοῦν ἁπλῶς ἕνα ἄλλο μονοπάτι πρός τόν Χριστό;» Πολλές φορές διαπίστωσα πώς τό μόνο πού χρειαζόταν νά κάνω, ἦταν νά τούς προβάλλω παραδείγματα ὀλίγων Καθολικῶν μυστῶν καί ὁ ἐρωτήσας νά μοῦ πεῖ: «Σᾶς εὐχαριστῶ, τώρα ὅλα εἶναι ξεκάθαρα. Δέν χρειάζομαι τίποτε ἄλλο».
Γιά τόν Καθηγητή Ὀσίπωφ τό θέμα τῶν Ἁγίων δέν εἶναι ἁπλῶς σημαντικοῦ ἱστορικοῦ ἤ λατρευτικοῦ ἐνδιαφέροντος. Εἶναι θέμα ὁμολογιακῆς ταυτότητος τῆς Ἐκκλησίας στήν ὁποία ἀνῆκει ὁ κάθε Ἅγιος. (Σημ. ἡμ. Ἐδῶ οἱ  ὅροι "Ἐκκλησία" καί "Ἅγιος" στήν εὑρύτερη ἔνοιά τους καί ὄχι ὀρθοδόξως νοούμενοι). «Εἶναι ἀλήθεια - γράφει – πώς μία ὁποιαδήποτε Ἐκκλησία - Ὀρθόδοξη ἤ ἑτερόδοξη - ἀναγνωρίζεται ἀπό τούς Ἁγίους της. «Δεῖξε μου τούς Ἁγίους σου καί θά σοῦ πῶ τό σόϊ Ἐκκλησία εἶσαι». Ἡ κάθε Ἐκκλησία ἁγιοποιεῖ (σημ. ἡμ. Ὁ ὅρος ὑπό τήν ἔννοια τῆς διακηρύξεως ἁγιότητος), μόνον ἐκείνους πού ἐκπροσωποῦν τό Χριστιανικό ἰδεῶδες, ὅπως αὐτό κατανοεῖται ἀπό τήν κάθε Ἐκκλησία. Γιά τόν λόγο αὐτό ἡ δοξολογία (σημ. ἡμ. ἐννοεῖ τήν τιμή), δέν εἶναι ἁπλῶς μία ἐπιβεβαίωση τῆς Ἐκκλησίας, ὅτι κρίθηκε κάποιος Χριστιανός ἄξιος τιμῆς καί κατάλληλο παράδειγμα πρός μίμηση, ἀλλά ἐπίσης καί μία κατ’ ἐξοχήν μαρτυρία τῆς ἴδιας τῆς Ἐκκλησίας περί τοῦ ἑαυτοῦ της. Μέσω τῶν Ἁγίων, μποροῦμε νά ἀποφανθοῦμε πιό καλά ὡς πρός τήν πραγματικότητα ἤ τήν φαινομενικότητα τῆς ἴδιας τῆς Ἐκκλησίας ἐκείνης».
Στήν ὁμιλία του ὁ Καθηγητής Ὀσίπωφ ξεκίνησε ἀπό τόν Ἀθεϊσμό γιά νά καταλήξει στήν μοναδικότητα τῆς Χριστιανικῆς Θρησκείας. Ἄς τόν παρακολουθήσουμε στήν συνέχεια:

…Καταλήξαμε, λοιπόν, στόν Χριστιανισμό. «Δόξα σέ Σένα, Κύριέ μου, βρῆκα ἐπί τέλους τήν ἀληθηνή Πίστη». (Ὅμως, ὅλοι οἱ Χριστιανοί φωνάζουν), «ἡ δική μου Χριστιανική Πίστη εἶναι ἡ πιο καλή ἀπ’ ὅλες». Οἱ Παπικοί διατυμπανίζουν: «Κυττάξτε πόσους ὀπαδούς ἔχουμε - ἕνα δισεκατομμύριο»! Οἱ Προταστάντες, πού ἀπαρτίζονται ἀπό μία εὑρεῖα γκάμα ὁμολογιῶν – λένε πώς ἀριθμοῦν 350 ἑκατομμύρια. Οἱ Ὀρθόδοξοι εἶναι οἱ λιγώτεροι, μόλις 170 ἑκατομμάρια.
Ὅπως ἤδη ἔχει σωστά ἐπισημανθεῖ, ἡ ἀλήθεια δέν καθορίζεται ἀπό τήν ποσότητα, ἀλλά ἀπό τήν ποιότητα. Καί ὅμως παραμένει τό ἐρώτημα: «Πού βρίσκεται ἡ ἀληθινή Χριστιανοσύνη
Ὑπάρχουν πολλοί τρόποι προσέγγισης στό ἐρώτημα αὐτό. Στήν Ἱερατική Σχολή πάντα μᾶς δίδασκαν νά συγκρίνουμε τά Παπικά καί τά Προτεσταντικά δογματικά συστήματα, μέ ἐκεῖνα τῆς Ὀρθοδοξίας. (Σημ. ἡμ. Τό κείμενο συνεχίζεται σε μονοτονικό σύστημα, γιά λόγους τεχνικούς). Αυτό είναι μια μέθοδος που αξίζει την προσοχή και τον σεβασμό μας, αλλά μου φαίνεται πως δεν είναι αρκετά κατανοητή ή επαρκής, διότι κάποιος που δεν έτυχε καλών σπουδών, κάποιος που δεν είναι αρκετά διαβασμένος, μάλλον δεν θα του φανεί εύκολο να βγάλει άκρη μέσα στην ζούγκλα των δογματικών επιχειρημάτων και να αποφασίσει ποιος έχει δίκιο και ποιος σφάλλει. Πέραν αυτού, ορισμένες φορές εφαρμόζονται τόσο ισχυρές ψυχολογικές μέθοδοι, που εύκολα αποπροσανατολίζεται κανείς από την ουσία του ζητήματος…
Υπάρχει όμως και ένα άλλο μονοπάτι που δείχνει καθαρά τι ακριβώς είναι ο Ρωμαιο-Καθολικισμός και πού οδηγεί τον άνθρωπο. Το μονοπάτι είναι εκείνο της συγκριτικής έρευνας και μελέτης, αλλά που ήδη υπάρχει μέσα στην σφαίρα της πνευματικής ζωής, όπως φανερώνεται στις ζωές των Αγίων. Εκεί, για να χρησιμοποιήσουμε την γλώσσα των ασκητών, φωτίζεται άπλετα και δυναμικά η «αλαζονεία» της Ρωμαιοκαθολικής πνευματικότητας. Είναι μια αλαζονεία που βρίθει από σοβαρότατες συνέπειες για τον ασκητή που θα πατήσει πόδι στον δικό της τρόπο ζωής. Θα σας δώσω μερικά παραδείγματα του πώς η Καθολική Εκκλησία βλέπει την αγιότητα.
Ο Φραγκίσκος της Ασσίζης (13ος αι.), είναι ένα πρόσωπο που ο Καθολικισμός θεωρεί «μεγάλο Άγιο». Όσα ακολουθούν μας δίνουν μια εικόνα της πνευματικής του συνείδησης, του προφίλ του. Κάποτε, έτυχε ο Φραγκίσκος να έχει επιδοθεί σε μια πολύωρη προσευχή «για δύο δώρα». Το θέμα της προσευχής είναι αποκαλυπτικότατο: «Πρώτα, ζητώ να… βιώσω όλο τον πόνο που Εσύ, γλυκύτατε Ιησού, εβίωσες κατά τα βασανιστικά Σου Πάθη. Δεύτερο, ζητώ να… νοιώσω εκείνη την απέραντη αγάπη με την οποία φλεγόσουν, ω Υιέ του Θεού…». Όπως μπορούμε να δούμε εδώ, τον Φραγκίσκο τον απασχολούσε όχι η δική του αμαρτωλότητα, αλλά η γεμάτη υπερηφάνεια τάση εξίσωσης του με τον Χριστό!
Κατά την διάρκεια της προσευχής αυτής, ο Φραγκίσκος «ένοιωσε τον εαυτό του εντελώς μεταμορφωμένο σε Ιησού», τον οποίο αναγνώρισε αμέσως, καθώς ένα εξαπτέρυγο Σεραφείμ τον τόξευε με φλεγόμενα βέλη στα χέρια, στα πόδια και στην δεξιά πλευρά, δηλαδή στα μέρη που είχε λαβωθεί ο Χριστός και όπου –μετά το πέρας του οράματος αυτού– άνοιξαν πληγές που αιμορραγούσαν (τα λεγόμενα «stigmata», ενδείξεις των βασανισμών του Ιησού). (M.V. Lodyzhensky, σελ. 109, «The Unseen Light - Το Αθέατο Φως» Πετρούπολις 1915.)
Εξ ίσου αποκαλυπτικός είναι και ο στόχος ζωής που είχε βάλει για τον εαυτό του ο Φραγκίσκος: «Έχω κοπιάσει, και θέλω να κοπιάζω, διότι αυτό επιφέρει την τιμή» («St. Francis of Assisi; Works - Αγ. Φραγκίσκος της Ασίζης – Άπαντα», Μόσχα 1995, σελ. 145). Ο Φραγκίσκος ποθεί να υποφέρει για τους άλλους και να γίνει ο ίδιος εξιλασμός για τις αμαρτίες των άλλων (σελ. 20). Μήπως αυτός δεν ήταν και ο λόγος που δήλωσε ευθαρσώς στο τέλος της ζωής του: «Δεν γνωρίζω να υπάρχουν παραβάσεις που να μην έχω εξιλεώσει, μέσω εξομολόγησης και μετάνοιας» (Lodyzhensky, σελ. 129). Όλα αυτά μαρτυρούν την αδυναμία του να δει τις δικές του αμαρτίες, την πτώση του, την τελεία πνευματική του τύφλωση.
Το φαινόμενο τέτοιων στιγμάτων είναι ένας τομέας πολύ γνώριμος στον χώρο της Ψυχιατρικής. Ένας αδιάκοπος διαλογισμός πάνω στα Πάθη του Χριστού επί του Σταυρού, διεγείρει σημαντικά την διανοητική κατάσταση του ανθρώπου και με παρατεταμένη εξάσκηση μιας τέτοιας αυτοσυγκέντρωσης, τέτοια φαινόμενα μπορούν να προκύψουν. Δεν είναι όμως φαινόμενο «πλήρης χάριτος» αυτό, εφ’ όσον με το να συμπάσχει κανείς κατ’ αυτόν τον τρόπο με τον Χριστό, δεν υπάρχει εκείνη η πραγματική αγάπη, την ουσία της οποίας μας είχε δηλώσει με πολλή σαφήνεια ο Κύριος: «Ο έχων τας εντολάς μου και τηρών αυτάς, εκείνος εστιν ο αγαπών με…» (Ιω. 14:21). Έτσι, λοιπόν, η υποκατάσταση του αγώνα μας να υπερνικήσουμε τον «παλαιό άνθρωπο», την προγενέστερη φύση μας, με τον «διαλογισμό επί το συμπάσχειν», είναι ένα από τα μεγαλύτερα σφάλματα της πνευματικής ζωής. Σφάλμα που έχει οδηγήσει – και συνεχίζει να οδηγεί – πολλούς πνευματικούς αγωνιστές στον εγωισμό, στην έπαρση, στην σίγουρη πνευματική αυταπάτη που συχνά συνδέεται με την διανοητική ασθένεια. (Για παράδειγμα, δείτε τις «ομιλίες» του Φραγκίσκου, που απευθύνονται σε πτηνά, σε λύκο, σε περιστέρια, σε φίδια και στα λουλούδια, και την ευλάβειά του ενώπιον της φωτιάς, των βράχων και των σκουληκιών.)
Χάριν συγκρίσεως (ανάμεσα στην Ορθόδοξη και Καθολική αντίληψη περί αγιότητος), ας παρατηρήσουμε ένα περιστατικό από τις τελευταίες στιγμές ενός σεβάσμιου Αγίου, του Μεγάλου Σισώη (5ος αι.). «Στα λίγα τελευταία λεπτά πριν από τον θάνατό του και ενώ ο Σισώης έμοιαζε να συνομιλεί με πρόσωπα αόρατα στους παριστάμενους αδελφούς, ανταποκρίθηκε στο αίτημά τους, «Πάτερ, πες μας με ποιόν συνομιλείς», λέγοντάς τους: «Είναι οι Άγγελοι, που έχουν έρθει να με πάρουν, και τους ικετεύω να με αφήσουν (εδώ) λιγάκι ακόμα, για να μετανοήσω». Όταν οι αδελφοί, που γνώριζαν πως ο Σισώης ήταν κοσμημένος με πολλές αρετές, διαμαρτυρήθηκαν, παρατηρώντας, «μα, Πάτερ, εσύ δεν έχεις ανάγκη την μετάνοια», εκείνος τους είπε: «Στ’ αλήθεια, δεν γνωρίζω αν έχω αρχίσει καν να μετανοώ». (Lodyzhensky, σελ. 133.) Εκείνη η βαθύτατη κατανόηση, εκείνη η αναγνώριση της ατέλειάς μας, είναι το κύριο διακριτικό σημείο όλων των πραγματικών Αγίων.
Τώρα ένα απόσπασμα από την «Ευλογημένη Αγγελική»(?1309), στο έργο «The Revelations to Blessed Angela - Αποκαλύψεις στην Ευλογημένη Αγγελική», που εκδόθηκε στη Μόσχα, το 1918. Γράφει η ίδια πως το Άγιο Πνεύμα της μίλησε, λέγοντας: «Κόρη μου, η τόσο γλυκειά και γοητευτική…. Σε αγαπώ πάρα πολύ.» (σελ. 95) «Ήμουν με τους Αποστόλους και με έβλεπαν με ανθρώπινα μάτια, όμως δεν με ένοιωθαν, όπως με νοιώθεις εσύ» (σελ. 96). Η Αγγελική αποκάλυψε τα ακόλουθα για τον εαυτό της: «Μέσα στο σκοτάδι, βλέπω την Αγία Τριάδα και μου φαίνεται πως είμαι εκεί, στο κέντρο της Τριάδας, την οποία βλέπω μέσα στο σκοτάδι.» (σελ. 117) Μας παρέχει παραδείγματα του πώς η ίδια βλέπει την σχέση της με τον Ιησού Χριστό: «Μπόρεσα να βάλω τον εαυτό μου εντελώς μέσα στον Ιησού Χριστό» (σελ. 176). Και: «Εξ αιτίας της γλυκύτητάς Του και από την πολλή θλίψη μου για την αναχώρησή Του, ούρλιαζα και ήθελα να πεθάνω.» (σελ. 101). Στις φρενήρεις στιγμές της, άρχιζε να δέρνει τον εαυτόν της τόσο σκληρά, που οι καλόγριες ήσαν αναγκασμένες να την βγάλουν σηκωτή από τον ναό (σελ. 83)!
Ο A. F. Lossev, ένας από τους πιο επιφανείς Ρώσους θρησκευτικούς συγγραφείς του 20ου αιώνα, έδωσε την ακόλουθη σκληρή, αλλά ακριβή κριτική του, σχετικά με τις «αποκαλύψεις» της Αγγελικής. Έγραψε εν μέρει: «(Η Αγγελική) είναι σε μια τέτοια κατάσταση πειρασμού και ξελογιάσματος, που μέχρι και το Άγιο Πνεύμα το παρουσιάζει πως εμφανίζεται (σ’ αυτήν) και της ψιθυρίζει λατρευτικά λόγια, όπως «κόρη μου, γλυκειά και γοητευτική μου, ναέ μου, χαρά μου, αγάπα με, διότι εγώ σ’ αγαπώ τόσο πολύ, πολύ περισσότερο απ’ ότι μ’ αγαπάς εσύ.» Η «αγία» λιώνει από την γλύκα και αποπροσανατολίζεται από την γλυκειά εξουθένωση της αγάπης. Και ο εραστής της εμφανίζεται όλο και πιο συχνά, για να την φλέγει ακόμα περισσότερο – το σώμα της, την καρδιά της, το αίμα της. Ο Σταυρός του Χριστού της φαίνεται σαν νυφικό κρεβάτι… Υπάρχει κάτι πιο αντίθετο στον σοβαρό και νηφάλιο Βυζαντινό-Μοσχοβίτικο ασκητισμό, από την ακόλουθη, βλάσφημη αναγγελία: «Η ψυχή μου αρπάχτηκε από το άκτιστο φως, και ανέβηκε». Τόσες παθιασμένες αναπολήσεις πάνω στον Σταυρό του Χριστού, στα τραύματα του Χριστού και στα μεμονωμένα μέρη του Σώματός Του, τόσο βεβιασμένη επίκληση αιμορραγούντων στιγμάτων στο ίδιο το σώμα… Στο ζενίθ, ο Χριστός τυλίγει το χέρι - που ήταν καρφωμένο πάνω στον Σταυρό - γύρω από την Αγγελική και εκείνη, εντελώς εξουθενωμένη από την αποχαύνωσή της, την αγωνία της και την ευτυχία, λέει: «Μερικές φορές, μέσα στην κοντινότητα εκείνης της αγκαλιάς, στην ψυχή μου – που εισήλθε μέσα στην πλευρά του Χριστού – η χαρά και ο φωτισμός που έλαβε εκεί ήταν ανέκφραστη. Διότι ήσαν τόσο μεγάλες, που μερικές φορές ήταν αδύνατον να σταθώ στα πόδια μου και ξάπλωνα, αδυνατώντας να μιλήσω… και έμεινα ξαπλωμένη, έχοντας αφαιρεθεί από μένα η γλώσσα και τα μέλη μου…» (A. F. Lossev, «Essays on Ancient Symbolism and Mythology - Εκθέσεις επί Αρχαίων Συμβολισμών και Μυθολογίας», Μόσχα 1930, τ. 1, σελ. 867 - 868).
Η Αικατερίνα της Sienna (+1380), που είχε υψωθεί από τον Πάπα Παύλο ΣΤ’ στον υψηλότερο βαθμό αγιωσύνης (στόν Παπισμό), εκείνο του Διδασκάλου της Εκκλησίας, είναι ένα έντονο παράδειγμα Καθολικής αντίληψης περί αγιότητος. Θα παραθέσω μερικά αποσπάσματα από το Καθολικό βιβλίο «Πορτραίτα των Αγίων» του Antonio Siccari, αποσπάσματα που δεν νομίζω να χρειάζονται οποιαδήποτε εξήγηση.
«Κάποτε η Αικατερίνα είδε το εξής όραμα: Ο θείος Νυμφίος της, αφού την αγκάλιασε, την τράβηξε κοντά του, αλλά αμέσως της αφαίρεσε την καρδιά από το στήθος της, για να της δώσει μια καινούργια καρδιά, που να μοιάζει περισσότερο στην δική Του». (σελ. 12).Η Αικατερίνα ήταν περίπου 20 ετών. «Διαισθάνθηκε πως η ζωή της θα έφτανε σε μια κρίσιμη καμπή και προσευχόταν συνεχώς για αυτό, στον Ίδιο τον Κύριο Ιησού Χριστό, επαναλαμβάνοντάς Του την θαυμάσια και πολύ τρυφερή έκφραση που θα γινόταν και το λάϊτμοτιφ της: «Ενώσου μαζί μου, σε ένα γάμο πίστεως(AntonioSiccari, «Portraits of the Saints - Πορτραίτα των Αγίων», τ Β’, Μιλάνο 1991, σελ. 11.)
Κάποια φόρα, είχε λεχθεί πως είχε πεθάνει. «Η ίδια είχε πει αργότερα πως η καρδιά της είχε διαρραγεί από την δύναμη της αγάπης του Θεού και πως βίωσε τον θάνατο, «αγναντεύοντας τις ουράνιες πύλες». Όμως ο Κύριος της είπε «Γύρνα πίσω παιδί μου. Πρέπει να γυρίσεις πίσω…. Θα φέρω ενώπιόν σου τους Πρίγκηπες και τους Ηγέτες της Εκκλησίας». Και το ταπεινό αυτό κορίτσι άρχισε να αποστέλλει επιστολές της σε όλο τον κόσμο. Επιστολές μακροσκελείς που συχνά τις υπαγόρευε 3 - 4 ταυτόχρονα, επί διαφόρων θεμάτων και χωρίς να χάνει τον ειρμό της, με καταπληκτική ταχύτητα, κάνοντας τους γραμματείς της να μην προφταίνουν τον ρυθμό της. Όλες οι επιστολές αυτές έκλειναν με την παθιάρικη συνταγή: «Γλυκύτατε Ιησού, Ιησού αγάπη μου». Πολλές φορές άρχιζαν οι επιστολές με τα λόγια: «Εγώ, η Αικατερίνα, υπηρέτρια και δούλη των δούλων του Ιησού, σας γράφω εν τω πολυτιμότατω Του αίματι» (σελ. 12).
Στις επιστολές της Αικατερίνης, αμέσως γίνεται αντιληπτή η συχνή και επίμονη εμφάνιση των επαναλαμβανόμενων λέξεων «εγώ θέλω» (σελ. 12). Μερικοί λένε πως, πάνω στην έκστασή της, απηύθυνε τα απαιτητικά λόγια «εγώ θέλω» και στον Χριστό (σελ. 13).
Από την αλληλογραφία της με τον Γρηγόριο ΙΑ’, τον οποίον προσπαθούσε να πείσει να επιστρέψει από την Αβινιόν στη Ρώμη: «Σας ομιλώ εκ μέρους του Χριστού…. Σας ομιλώ, Πάτερ, εν Ιησού Χριστώ… Απαντήστε στο κάλεσμα του Αγίου Πνεύματος, που απευθύνεται σε σας» (σελ. 13). Και στον Βασιλέα της Γαλλίας είχε πει: «Κάνε το θέλημα του Θεού και το δικό μου» (σελ. 14).
Όχι λιγότερο αποκαλυπτικές είναι και οι «αποκαλύψεις» της Τερέζας της Αβίλας (16ος αι.), η οποία είχε παρομοίως υψωθεί από τον Πάπα Παύλο ΣΤ’ στον βαθμό του Διδασκάλου της Εκκλησίας. Πριν τον θάνατό της, φώναξε: «Ω, Θεέ μου, σύζυγέ μου, επί τέλους θα Σε δω!» Αυτή η παραδοξώτατη κραυγή δεν ήταν τυχαία. Ήταν η φυσική κατάληξη όλων των «πνευματικών παλαισμάτων» της Τερέζας, η ουσία των οποίων φανερώθηκε στα ακόλουθα:
Μετά από τις πολλές τις αποκαλύψεις, ο «Χριστός» είπε στην Τερέζα: «Από σήμερα και στο εξής, εσύ θα είσαι η σύζυγός μου. Στο εξής, δεν είμαι μόνο ο Δημιουργός σου, αλλά ο σύζυγός σου» (D. S. Merezhkovsky, Spanish Mystics - Ισπανοί Μύστες», Βρυξέλλες 1988, σελ. 88). Ο D. Merezhkovsky έγραψε πως η Τερέζα καθώς έλεγε, «Κύριε, ή να υποφέρω μαζί Σου, ή να πεθάνω για Σένα!» έπεσε εξαντλημένη από τις χάρες αυτές. Έτσι, δεν προξενεί καμμία έκπληξη που η Τερέζα ομολογεί πως «ο Αγαπημένος μου καλεί την ψυχή μου με ένα τόσο διαπεραστικό σφύριγμα, που δεν μπορώ παρά να το ακούσω. Αυτό το κάλεσμα δρα τόσο πολύ πάνω στην ψυχή μου, που εξαντλείται από την επιθυμία».
Δεν είναι τυχαίο, που κατά την εκτίμηση των μυστικών της εμπειριών, ο διάσημος Αμερικανός Ψυχολόγος William James είχε γράψει πως «η δική της κατανόηση περί θρησκείας κατέληξε – αν μπορεί κανείς να το πει έτσι – σε μια ατελείωτη σειρά ερωτικών φλερτ ανάμεσα στον λάτρη και τον Θεό του» (William James, «The Variety of Religious Experience - Η Ποικιλία της Θρησκευτικής Εμπειρίας», μετάφραση από την Αγγλική, Μόσχα 1910, σελ. 337).
Ακόμα ένα παράδειγμα Καθολικής αντίληψης περί αγιότητος είναι η Τερέζα της Λισιέ (Saint Therese of Lisieux - Μικρή Τερέζα ή Τερέζα, το Παιδί του Ιησού), η οποία έζησε έως τα 23 της χρόνια και την οποία το 1997 – στα 100 χρόνια από την κοίμησή της – ο Πάπας Ιωάννης Παύλος Β’ «αλάθητα» ανακήρυξε ως άλλη μία «Διδάσκαλο της Παγκοσμίου Εκκλησίας». Τα ακόλουθα αποσπάσματα από την πνευματική αυτοβιογραφία της Τερέζας «Η Ιστορία μιας Ψυχής» (Εκδόσεις Symbol, 1996, No. 36, Παρίσι, σελ. 151), είναι μια εύγλωττη μαρτυρία της πνευματικής της κατάστασης.
Κατά την διάρκεια της συζήτησης που προηγήθηκε της κουράς μου, είδα τα γεγονότα που επρόκειτο να λάβουν χώρα στο Καρμήλιο. Ήρθα για να σώσω ψυχές και πρώτα απ’ όλα, να προσεύχομαι για τους Ιερείς…» (να μην σώσει τον εαυτό της, αλλά τους άλλους!). Αναφερόμενη στην ευτέλειά της, έγραψε:, «Διατηρώ την σταθερή, τολμηρή ελπίδα πως θα γίνω μεγάλη Αγία…. Είχα την πεποίθηση πως γεννήθηκα για την δόξα και αναζήτησα τους τρόπους που θα μπορούσα να το επιτύχω. Και να που Κύριος ο Θεός….μου αποκάλυψε πως η δόξα μου δεν θα αντικρύσει τον θάνατο και η ουσία είναι πως θα γίνω μεγάλη Αγία!» (Συγκρίνετε αυτό με τον Μέγα Μακάριο, ο οποίος ήταν γνωστός στους συναγωνιστές του για τον εξαιρετικά υψηλό χαρακτήρα της βιοτής του και που τον αποκαλούσαν «Θεό επί της γης». Όταν προσευχόταν, έλεγε μονάχα: «Ω, Κύριε, καθάρισέ με τον αμαρτωλό, διότι δεν έπραξα τίποτε αγαθό ενώπιόν Σου»). Αργότερα, η Τερέζα έγραφε ακόμα πιο ορθά-κοφτά: «Μέσα στην καρδιά της Μητέρας Εκκλησίας μου, εγώ θα είμαι η αγάπη… τότε θα είμαι για όλους….. και μέσω αυτού, θα έχει γίνει αληθινό το όνειρό μου!»
Οι διδαχές της Τερέζας περί πνευματικής αγάπης ήταν ομολογουμένως «αξιοσημείωτες». Δήλωνε: «Αυτό ήταν το φιλί της αγάπης. ‘Ενοιωθα πως είχα αγαπηθεί και είπα: «Σε αγαπώ και εμπιστεύομαι τον εαυτό μου σε Σένα για πάντα.» Ίχνος από παρακλήσεις, αγώνες ή θυσίες. Ο Ιησούς και η καημενούλα η Τερέζα από καιρό αλληλοκοιτάζονταν και καταλάβαιναν τα πάντα. Η ημέρα εκείνη δεν έφερε κάποια ανταλλαγή βλεμμάτων, αλλά μια συγχώνευση. Δεν υπήρχαν πλέον δύο και η Τερέζα εξαφανίστηκε σαν μια σταγόνα νερού που χάνεται στα βάθη της θάλασσας. Τα σχόλια στην φανταστική αυτή νουβέλα της καημένης κόρης, της Διδασκάλου της Καθολικής Εκκλησίας, μάλλον περιττεύουν …
Η μυστική εμπειρία του Ιγνατίου Loyola (16ος αι.), ιδρυτού του Τάγματος των Ιησουιτών και ενός από τους στύλους του Καθολικού Μυστικισμού, βασίζεται πάνω στην συστηματική καλλιέργεια της φαντασίας. Το βιβλίο του «Spiritual Exercise - Πνευματική Άσκηση», αναγνωρισμένο μέσα στον Καθολικισμό σαν αρκετά έγκυρο, αδιαλείπτως καλεί τον Χριστιανό να φαντάζεται και να μελετά την Αγία Τριάδα, την Μητέρα του Θεού, τους Αγγέλους, κ.λ.π. Από πλευράς αρχής, έρχεται σε δριμύτατη αντίθεση με την βάση των πνευματικών παλαισμάτων των Αγίων της Ορθοδόξου Εκκλησίας, διότι οδηγεί τον πιστό σε τελεία πνευματική και συναισθηματική αταξία.
Η Φιλοκαλία, μια έγκυρη ανθολογία των ασκητικών κειμένων της πρώιμης Εκκλησίας, απαγορεύει αυστηρώς την συμμετοχή σε τέτοιου είδους «πνευματικές ασκήσεις». Ορίστε μερικά αποσπάσματα από αυτή την ανθολογία:
Ο Άγιος Νείλος ο Σιναΐτης (5ος αι.) προειδοποιεί: «Να μην επιθυμείτε οπτασίες των Αγγέλων ή των Δυνάμεων ή του Χριστού, μην τυχόν χάσετε τα λογικά σας, μπερδέψετε τον λύκο για πνευματικό και προσκυνήσετε τους δαιμονικούς εχθρούς σας» (Αγ. Νείλος ο Σιναΐτης, 153ο κεφάλαιο Περί Προσευχής. Φιλοκαλία, Κεφάλαιο 115, Τόμος 2 της 5τομης Β’ έκδοσης, Μόσχα 1884, σελ. 237).
Συζητώντας για εκείνους που κατά την προσευχή «φαντάζονται τις απολαύσεις του ουρανού, τις τάξεις των Αγγέλων και τις κατοικίες των Αγίων», ο Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος (11ος αι.) λέει καθαρά πως «αυτό είναι σημείο πνευματικής αυταπάτης» «Έχοντας αρχίσει να βαδίζουν σε τέτοιο μονοπάτι, εκείνοι που βλέπουν ένα φως με τους φυσικούς τους οφθαλμούς, που αντιλαμβάνονται γλυκειές ευωδίες με το αισθητήριο της όσφρησης και που ακούνε φωνές με τα αυτιά τους κλπ., έχουν πλέον παρασυρθεί» (Αγ. Συμεών ο Νέος Θεολόγος. «Περί των τριών τρόπων Προσευχής», Φιλοκαλία, Τόμος 5, σελ. 463-464, Μόσχα 1900).
Ο Αγ. Γρηγόριος ο Σιναϊτης (14ος αι.) μας υπενθυμίζει: «Ποτέ να μην καλοδέχεσθε ό,τι αντιλαμβάνεστε με τις αισθήσεις ή το πνεύμα, εντός ή εκτός, είτε είναι η εικόνα του Χριστού ή ενός Αγγέλου ή κάποιου Αγίου…… Εκείνοι που αποδέχονται τέτοια πράγματα… εύκολα ξεγελιώνται…Ο Θεός δεν αγανακτεί με κάποιον που, προσέχοντας και φοβούμενος μήπως ξεγελαστεί, δεν αποδέχεται κάποιον που είναι όντως από Αυτόν,… τουναντίον, τον επαινεί ως σώφρονα» (Αγ. Γρηγόριος Σιναϊτης, «Οδηγίες εις τους τηρούντας την σιωπήν», σελ. 224).
Υπό το φως των ανωτέρω παραδειγμάτων, δεν μπορεί να αμφισβητήσει κανείς την ορθότητα των λόγων αυτών. Είναι πολύ ατυχές που η Καθολική Εκκλησία, έχει μάλλον πάψει πλέον να διακρίνει ανάμεσα στο πνευματικό και το συναισθηματικό, ανάμεσα στην αγιότητα και την φαντασιοπληξία και - κατά συνέπεια - ανάμεσα στον Χριστιανισμό και τον Παγανισμό…