Σάββατο 24 Μαΐου 2014

ΟΜΟΦΥΛΟΦΙΛΙΑ ΚΑΙ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

Του Μητροπολίτη Λεμεσού κ. Αθανασίου
         Ποια είναι η στάση της Εκκλησίας απέναντι στην ομοφυλοφιλία και τον ομοφυλόφιλο;
         Κατ’ αρχάς, πρέπει να ξεκαθαρίσουμε κάτι: Ο ομοφυλόφιλος άνθρωπος είναι απόλυτα αποδεκτός από την Ορθόδοξη Εκκλησία, όσο και κάθε άλλος άνθρωπος.
          Δεν υπάρχει άνθρωπος, που κάποια ιδιότητά του ή προτίμηση ή πράξη του να κάνει την Εκκλησία να τον απορρίψει· υπάρχουν μόνο άνθρωποι που οι ίδιοι έχουν απορρίψει την Εκκλησία και πορεύονται προς το Θεό απ’ το δρόμο που νομίζουν αυτοί, ο οποίος όμως συνήθως είναι λάθος δρόμος.
          Αν ένας δολοφόνος είναι αποδεκτός από την Εκκλησία, γιατί δεν είναι ένας ομοφυλόφιλος;
         Αν εγώ, με τη χλιαρή και συχνά υποκριτική πίστη και αγάπη, είμαι αποδεκτός από την Εκκλησία, γιατί δεν είναι ένας ομοφυλόφιλος; Εκείνος μάλιστα μπορεί να έχει πολύ πιο θερμή πίστη και αγάπη από τη δική μου. Καμιά ρατσιστική διάθεση δεν υπάρχει στην Εκκλησία απέναντι σε κανένα άνθρωπο ή ομάδα ανθρώπων. Ρατσιστές γίνονται οι άνθρωποι που δεν έχουν καταλάβει καθόλου τι είναι ο Ορθόδοξος Χριστιανισμός ή που δε μπορούν να κάνουν έστω ένα βήμα για ν’ απομακρυνθούν από τις φοβίες και τα πάθη τους. Κι αυτούς ακόμη τους ανθρώπους [τους ρατσιστές], η Εκκλησία τους αποδέχεται, γιατί η Εκκλησία υπάρχει για να θεραπεύει τον κόσμο από τα πάθη και τις φοβίες (με τη βοήθεια του Ιατρού Ιησού Χριστού φυσικά), όχι για να κρίνει τους ανθρώπους.
          Από την άλλη, η ομοφυλοφιλία δε μπορεί να γίνει αποδεκτή από την Εκκλησία ως σωστός δρόμος που οδηγεί τον άνθρωπο στο Θεό. Ακριβώς από αγάπη προς τον ομοφυλόφιλο και ανησυχία για τη σωτηρία του στην αιωνιότητα, η Εκκλησία δε μπορεί να αποκρύψει ότι ο γάμος άντρα και γυναίκας είναι ένας δρόμος που οδηγεί στο Θεό, ενώ η ομοφυλοφιλία δεν είναι τέτοιος δρόμος.
          Στη ζωή μας τις πιο πολλές φορές διαπράττουμε αμαρτίες, υπακούοντας στα πάθη μας κι όχι στο Θεό – η Εκκλησία όμως, ακριβώς επειδή νοιάζεται για μας, δεν πρέπει να μας ξεγελάσει λέγοντάς μας ότι είναι εντάξει να κάνουμε ό,τι μας υπαγορεύουν τα πάθη μας (για τους μη Ορθόδοξους Χριστιανούς που ίσως διαβάσουν αυτό το κείμενο, εξηγούμε απλά ότι «πάθη» ονομάζονται οι σωματικές και ψυχικές εξαρτήσεις που παρεμποδίζουν τον άνθρωπο από την ενότητά του με το Θεό, στρέφοντάς τον προς άλλες κατευθύνσεις· ολόκληρη η ηθική και ασκητική προσπάθεια του χριστιανού αποσκοπεί στην κάθαρση της καρδιάς του από τα πάθη).Έχουμε τη δυνατότητα να κάνουμε ό,τι θέλουμε. Απλά, δεν οδηγούν όλοι οι δρόμοι στο Θεό. Αυτό δεν είπε κι ο απόστολος Παύλος (Α ́ Κορινθ. 6, 12); Αν μιλάμε με έναν άθεο, δεν έχει νόημα ν’ αναφερθούμε σε Θεό, αμαρτία και σωτηρία. Εκείνος τοποθετεί υποκειμενικά, όπου ο ίδιος θέλει, το όριο ανάμεσα στο «καλό» και το «κακό» και το κρίνει με τα δικά του κριτήρια. Αν όμως συζητάμε με Χριστιανούς, και μάλιστα της αρχαίας παράδοσης, της Ορθοδοξίας, πρέπει με αγάπη να μοιραστούμε μαζί τους τα παρακάτω:
         Ο Χριστός, στα καταγεγραμμένα λόγια Του, δεν καταδικάζει ρητά την ομοφυλοφιλία, όμως ούτε για την πολυγαμία ή την αιμομιξία κάνει κάτι τέτοιο. Κι όμως οι Χριστιανοί, από την αρχή και μέχρι σήμερα, θεωρούμε αυτονόητο πως αυτές οι δύο πρακτικές δεν υπάρχουν στο Χριστιανισμό (εκτός ίσως από ακραίες παρανοήσεις του, τέτοιες που έχουν ξεφυτρώσει σα μανιτάρια μετά την Προτεσταντική Μεταρρύθμιση).
         Είναι σαφές στα λόγια του Χριστού ότι, όποτε μιλάει για γάμο, αναφέρεται σε ζεύγος άντρα και γυναίκας (π.χ. Ματθ. 19, 3-12). Πώς θα μπορούσε να είναι αλλιώς, αφού ο Θεός δημιούργησε ως πρωταρχικό ζεύγος έναν άντρα και μια γυναίκα (Ματθ. 19, 4-5)· σ’ αυτούς έδωσε την ευλογία Του γάμου και δεν υπάρχει άλλος γάμος. Οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί όμως βασιζόμαστε όχι μόνο σ’ αυτά που είπε ο Χριστός, αλλά και σ’ αυτά που είπε το Άγιο Πνεύμα μέσω των μαθητών του Χριστού και των αγίων Πατέρων και διδασκάλων του χριστιανικού αγώνα σε όλες τις εποχές.
        Ο απόστολος Παύλος ήταν ένας απ’ αυτούς, τα λόγια του είναι για μας Ιερές Γραφές, και ο άγιος αυτός άνδρας γράφει πως η ομοφυλοφιλία είναι συνέπεια της διαστροφής που υπέστη το ανθρώπινο γένος με το προπατορικό αμάρτημα· προέρχεται από την απομάκρυνση της θείας χάρης απ’ την καρδιά του ανθρώπου, αφού οι άνθρωποι την έχει διώξει ξεμακραίνοντας από το Θεό (Ρωμ. 1, 27, και γενικώς 1, 18-32). Βεβαίως, και για τους ανθρώπους που ακόμα ταλαντεύονται στην πίστη τους, το γεγονός ότι «είπε κάτι ο Θεός» ως προς το ζήτημα της ομοφυλοφιλίας, ίσως θα μπορούσαν να το αναγνωρίζουν και μέσα από το έργο της φύσης.
          Συχνά μιλάμε για τη σοφία της φύσης. Το ακούμε ακόμη και από άθεους ή αγνωστικιστές αυτό. Στα πλαίσια μιας τέτοιας σκέψης θα μπορούσαμε να αναγνωρίσουμε την καταλυτική μαρτυρία της ανατομίας. Ως βιολογικά όντα οφείλουμε τίμια να αναγνωρίσουμε την μορφολογία των γεννητικών μας οργάνων. Η θέση και η μορφή των ανδρικών γεννητικών οργάνων, και η αντίστοιχη θέση και μορφή των γεννητικών οργάνων της γυναίκας, μπορούν να μας βεβαιώσουν ως προς την επιλογή της ετεροφυλοφιλίας. Οι εξαιρέσεις ομοφυλοφιλικών επαφών στη φύση, που κάποιοι επικαλούνται, εκτός του ότι είναι ελάχιστες και απλά επιβεβαιώνουν τον κανόνα, ταυτόχρονα δεν αλλάζουν τίποτα σχετικά με τη μαρτυρία της ανατομίας. Και πάλι, ως βιολογικά όντα μπορούμε να διακρίνουμε έναν βασικό σκοπό στην ύπαρξη των γεννητικών οργάνων που είναι η δημιουργία νέων ανθρώπων.
          Ακόμα και αν λόγω ασθενείας η γέννηση δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί, εντούτοις, αυτό δεν αλλάζει σε τίποτα τη βιολογική μαρτυρία. Και εύκολα ίσως θα μπορούσαμε να αντιστρέψουμε τον ισχυρισμό ότι τα γεννητικά όργανα φτιάχτηκαν αποκλειστικά για την ηδονή, διακρίνοντας πως η φύση ως λειτουργικό σώμα έχει σκοπούς υπέρτερους του μεμονωμένου συμφέροντος του κάθε όντος.
       Κάθε τι που έχει σχέση με την ηδονή των γεννητικών οργάνων εξηγείται λογικά ως ένα μέσο με το οποίο θα επιθυμώ να συνευρεθώ με το άλλο φύλο ώστε να δημιουργήσω νέους ανθρώπους. Αν η συνεύρεση ήταν κάτι αποκρουστικό, φριχτό και επίπονο, οι άνθρωποι θα το απέφευγαν.
          Η αναμενόμενη ερώτηση από εκεί και πέρα, θα αφορά το ζήτημα του «δικαιώματος» στην συνεύρεση με όποιον άνθρωπο επιθυμούμε. Ακόμα όμως και το ζήτημα του δικαιώματος, δεν αντιστρέφει την λογική που προαναφέραμε. Για παράδειγμα, αν κάποιος το θέλει και έτσι ευχαριστιέται, μπορεί να περπατά στον δρόμο με τα χέρια και όχι με τα πόδια. Τότε όμως, είμαστε υποχρεωμένοι να αναγνωρίσουμε ότι η ανατομική μαρτυρία υποδεικνύει ότι πρόκειται για παρέκκλιση, με την οποία δεν είμαστε αναγκασμένοι να συμφωνήσουμε.
         Η μαρτυρία της ζωής μας υποδεικνύει ότι περπατάμε με τα πόδια και όχι με τα χέρια. Αντίστοιχα ισχύουν και για την επιλογή της ομοφυλοφιλίας. Αν πάλι τίθεται ζήτημα λειτουργικότητας, με την έννοια ότι ο ομοφυλόφιλος βλέπει ότι τα γεννητικά του όργανά του δεν είναι λειτουργικά με τον τρόπο που μαρτυρά ο κανόνας στη φύση, τότε θα μπορούσαμε με τιμιότητα να αποδεχτούμε ότι υπάρχει ζήτημα οργανικής διαταραχής όπου το σώμα ασθενεί σε κάτι. Ίσως να πρόκειται για εκ γενετής διαταραχή, όμως, όπως στην περίπτωση που κάποιος ζει χωρίς χέρια ή πόδια, οφείλουμε να αποδεχτούμε την καταλυτική μαρτυρία της ανατομίας γύρω μας. Ασφαλώς, η εξέταση του έργου της φύσης, για τον πιστό άνθρωπο παραμένει πάντα επικουρική για την πίστη του.
          Μια ολόκληρη κοινωνία, όπου η πλειοψηφία των ανθρώπων δεν έχει μπει σε θεραπευτικό δρόμο προς το Θεό, μπορεί να καλλιεργήσει την ομοφυλοφιλία στα νέα μέλη της που δεν ευθύνονται, φυσικά, γι’ αυτό, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι είναι όλα εντάξει. Ιστορικά, έχουν υπάρξει και υπάρχουν ακόμη πάρα πολλές κοινωνίες που το θρησκευτικό και αξιακό τους σύστημα απομακρύνει τους ανθρώπους από το Θεό και τη σωτηρία, όπως τα δίδαξε ο Χριστός και τα γνώρισαν οι άγιοι όλων των εποχών στην ενότητά τους με το Θεό εν Χριστώ. Για την ακρίβεια, κάθε κοινωνία έχει ανάγκη να κεντριστεί στην ήμερη ελιά, τον Ιησού Χριστό, για να θεραπευτεί το θρησκευτικό και αξιακό της σύστημα από τα στοιχεία που της φόρτωσε η πτωτική κατάσταση του ανθρώπου.
          Το ίδιο και κάθε άνθρωπος, ακόμη και ο Ορθόδοξος Χριστιανός. Αλλιώς στην καρδιά των ανθρώπων κυριαρχούν τα πάθη και αποδιώχνεται η θεία χάρη. Σε σχέση με την ομοφυλοφιλία, ίσως είναι χρήσιμο να θυμηθούμε ότι αυτή ήταν η αμαρτία των Σοδόμων.
         Επειδή η ομοφυλοφιλία, κατά την ορθόδοξη πνευματική κληρονομιά, όπως εκφράζεται στην Καινή Διαθήκη (Παύλος) και στη διδασκαλία των Αγίων, συνιστά πάθος, ο άνθρωπος που άρχισε τη ζωή του ως ομοφυλόφιλος ή στράφηκε στην ομοφυλοφιλία κάποια στιγμή, όταν προοδεύει στην αγιότητα καθαρίζοντας την καρδιά του από τα πάθη, παύει να είναι ομοφυλόφιλος.
          Δεν έχουμε ομοφυλόφιλους Αγίους. Αν υπήρχαν άγιοι ομοφυλόφιλοι που αγίασαν μέσω της ομοφυλοφιλίας (όπως οι έγγαμοι άγιοι αγιάζονται μέσω του γάμου), οι άγιοι Πατέρες δε θα το έκρυβαν, ούτε θα θεωρούσαν –μαζί με τον απόστολο Παύλο– την ομοφυλοφιλία πάθος που χωρίζει τον άνθρωπο από το Θεό, γιατί η Εκκλησία δεν ενδιαφέρεται να συντηρήσει τον κοινωνικό ηθικισμό, αλλά αντίθετα γκρεμίζει τα ηθικά στερεότυπα (ταμπού) για να θεραπεύσει τον άνθρωπο.
          Ασφαλώς έχουμε Αγίους που υπήρξαν κάποτε ομοφυλόφιλοι (όπως και αγίους που υπήρξαν πόρνοι, έκφυλοι ή δέσμιοι διαφόρων άλλων παθών, μη σαρκικών), αλλά ανέλαβαν τιτάνιο αγώνα ενάντια στα πάθη τους και με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος τα νίκησαν, γι’ αυτό και είναι Άγιοι.
          Οι άγιοι Πρωτάς και Υάκινθος, ευνούχοι της αγίας Ευγενίας που την ακολούθησαν στο μοναχικό βίο και στο μαρτύριο, ο άγιος Αζάτ, ευνούχος του Πέρση βασιλιά Σαπώρ, που το μαρτύριό του προκάλεσε τόση θλίψη στο βασιλιά, ώστε σταμάτησε τους διωγμούς, ίσως είναι μερικά παραδείγματα.
          Από το Γεροντικό ξέρουμε την περίπτωση ενός ασκητή που εξομολογήθηκε τον έρωτά του στον όσιο Αχιλλά· στη συνέχεια όμως έφυγε αμέσως, προφασιζόμενος ότι ντράπηκε ένα γέρο ασκητή, τυφλό και παράλυτο, που ζούσε εκεί. Τότε ο άγιος, εγκρίνοντας τη φυγή του μακριά από το πάθος, τον επαίνεσε ως αγωνιστή, λέγοντας: «Αυτό δεν είναι πορνεία, αλλά πόλεμος με τους δαίμονες».
          Από τη σύγχρονη εποχή, ξέρουμε την περίπτωση του αγίου Αμερικανού ιερομόναχου π. Σεραφείμ Ρόουζ, που πριν μεταστραφεί στην Ορθοδοξία ήταν ομοφυλόφιλος, έπαψε όμως να ασκεί την ομοφυλοφιλία και την απέρριψε ως πάθος όταν έγινε Ορθόδοξος Χριστιανός.
          Ξέρουμε επίσης την ανάλογη περίπτωση του μοναχού Κοσμά από το Ρέθυμνο της Κρήτης, που εγκατέλειψε την ομοφυλοφιλία και ασκήτεψε κοντά σ’ ένα εκκλησάκι νότια της πόλης, όπου και κοιμήθηκε γύρω στο 1990. Ασφαλώς υπάρχουν πολλές ακόμη παρόμοιες περιπτώσεις.
          Είναι άνθρωποι που «ευνούχισαν τον εαυτό τους για τη βασιλεία των ουρανών» (Ματθ. 19, 12). Ένα αμαρτωλό πάθος δε συνδέεται οπωσδήποτε με την κακία ενάντια στο συνάνθρωπο. Η λαγνεία και η πορνεία, είναι οπωσδήποτε αμαρτωλά πάθη, χωρίς να έχει σημασία αν ο άνθρωπος, που είναι αιχμάλωτός τους, είναι καλός ή κακός.
          Η αυτοκτονία, συνέπεια του πάθους της απελπισίας, αποκόπτει τον άνθρωπο απ’ το Θεό, άσχετα αν ο αυτόχειρας είναι καλός ή κακός άνθρωπος.
          Συχνά, επηρεασμένοι από μια βιαστική ανθρωπιστική ηθική, θεωρούμε αμαρτία μόνο κάτι που στρέφεται ενάντια στους ανθρώπους· όμως οι άγιοι Πατέρες δε διδάσκουν αυτό· αμαρτία είναι κάτι που με δεσμεύει και εμποδίζει τη θεία χάρη να με μεταμορφώσει σε αυτό που θέλει ο Θεός για μένα (σε άγιο).
          Αμαρτωλός δεν είναι ο «κακός» άνθρωπος, αλλά ο παγιδευμένος και ανελεύθερος άνθρωπος. Ο «κακός» ή ο άπληστος, ο εγωιστής κ.τ.λ. είναι απλά ένας τέτοιος παγιδευμένος και ανελεύθερος αδελφός μας. Έτσι ο Χριστιανός είναι καλεσμένος να αναλάβει αγώνα ενάντια στα πάθη του και, όπως η λαγνεία, η σκληρότητα, η απληστία, ο εγωισμός κ.λ.π., αλλά και ο αλκοολισμός, ο τζόγος κ.π.ά. (και ο σαδισμός, ο μαζοχισμός, η κτηνοβασία, η νεκροφιλία κ.λ.π. – για ν’ αναφερθούμε σε πάθη σχετικά με το σεξ).
         Αν η ομοφυλοφιλία προέρχεται από βιολογικές αιτίες και δε γεννιέται από την κοινωνία είναι συζητήσιμο. Ακόμη κι αν συμβαίνει αυτό όμως, δεν μετατρέπεται σε μια μη εμπαθή κατάσταση. Κάποιος μπορεί να είναι βίαιος από βιολογική αιτία (π.χ. επειδή το σώμα του παράγει περισσότερη αδρεναλίνη), αλλά αυτό δε σημαίνει πως γι’ αυτόν «είναι εντάξει» η επιθετικότητά του και πως δεν πρέπει ν’ αγωνιστεί για να θεραπευτεί από το πάθος του.
          Φυσικά, δεν αγωνίζεται μόνος του. Έχει βοηθό στον ουρανό τις πρεσβείες των Αγίων και στη γη τον πνευματικό του πατέρα και την εκκλησιαστική ζωή· μ’ αυτά θα προσελκύσει τη θεία χάρη και εκείνη είναι που θα τον θεραπεύσει (συγχωρέστε μου τη λέξη) από το πάθος του – αυτό ισχύει για όλα τα πάθη, για τον εγωισμό, την απληστία, τη λαγνεία, το θυμό, το μίσος κ.τ.λ. και για την ομοφυλοφιλία.
            Ένας ομοφυλόφιλος μπορεί να σωθεί, παραμένοντας ομοφυλόφιλος; Δε μπορούμε, ούτε και είναι δουλειά μας, να κρίνουμε ποιος θα σωθεί και ποιος όχι, πράγμα που είναι δουλειά του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Επιθυμία κάθε Χριστιανού είναι να σωθούν όλοι οι άνθρωποι και δεν κρίνει τους άλλους – απλώς επισημαίνει ότι μία επιλογή, ή μία άλλη, βλάπτει τη σωτηρία σύμφωνα με την Αγία Γραφή και τους αγίους Πατέρες, τους γνώστες όλων των δρόμων της σωτηρίας. Όλοι ελπίζουμε στη σωτηρία μας, αν και η συντριπτική πλειοψηφία των Χριστιανών είμαστε ακόμη δέσμιοι σε κάποια πάθη, όπως αυτά που κατονομάσαμε πριν (την απληστία, το θυμό, τη λαγνεία κ.τ.λ.).
         Ελπίζουμε να σωθούμε όχι λόγω της «αρετής» μας, αλλά λόγω της αγάπης και του ελέους του Θεού, το οποίο αποζητάμε κάθε μέρα στις προσευχές μας, μετανοώντας και αγωνιζόμενοι με τη βοήθειά Του ενάντια στα πάθη μας. Αν όμως, αντί γι’ αυτό, προσπαθούμε να πείσουμε τους άλλους (και τον εαυτό μας) ότι τα πάθη μας «είναι εντάξει» και δεν αποτελούν αμαρτωλά πάθη, τότε μάλλον είμαστε υποκριτές και η σωτηρία μας κινδυνεύει ακόμη περισσότερο.
          Πώς μπορεί κάποιος να δώσει το δύσκολο αγώνα για την αποδέσμευσή του από τα πάθη του; Αυτό δε μπορούμε να το διδάξουμε σε κανέναν εμείς. Γνώστες και αρμόδιοι για κάτι τέτοιο είναι οι άγιοι Πατέρες όλων των εποχών (που η ζωή και η διδασκαλία τους είναι καταγεγραμμένες σε βιβλία εξαιρετικής σπουδαιότητας) και οι θεοφόροι Γέροντες της εποχής μας, άντρες και γυναίκες. Σ’ αυτούς πρέπει να καταφύγει όποιος νοιάζεται ειλικρινά να βεβαιωθεί αν ο δρόμος που βαδίζει τον οδηγεί πράγματι στην πνευματική πρόοδο, δηλαδή στην ενότητα με τον Τριαδικό Θεό εν Χριστώ.
          Πρέπει βέβαια να προσέξει, γιατί συχνά πέφτουμε στην παγίδα να απορρίψουμε τις συμβουλές ενός θεοφόρου ορθόδοξου πνευματικού διδασκάλου, επειδή τραυματίζει τον εγωισμό και την πνευματική μας οκνηρία και μας προκαλεί συνειδησιακούς κραδασμούς. Είναι εντελώς διαφορετικό να παραδεχτούμε ταπεινά πως είμαστε αδύναμοι ή απρόθυμοι να εφαρμόσουμε τις δύσκολες συμβουλές ενός Γέροντα από το να υψώσουμε εγωιστικά τον εαυτό μας πάνω από τη δική του πείρα, σοφία και αγιότητα και να ισχυριζόμαστε στη συνείδησή μας και στους άλλους πως εκείνος έχει άδικο ή βρίσκεται σε λάθος δρόμο, ή ακόμη πως οι Άγιοι των αρχαίων χρόνων έχουν πια σκουριάσει και οι θεραπευτικές τους οδηγίες είναι «ξεπερασμένες» για την εποχή μας.
          Η παγίδα αυτή είναι καλοστημένη μπροστά στον καθένα, πολλοί έχουμε πέσει μέσα περισσότερες από μια φορές κι αυτό προκαλεί πρόσθετα εμπόδια στην ηθική και πνευματική μας καλλιέργεια. Διευκρινίζουμε ότι όλοι έχουμε ανάγκη από μετάνοια, ο καθένας για διαφορετικούς λόγους· ο καθένας έχει να αντιμετωπίσει τα δικά του πάθη, όχι να τ’ αποδεχτεί, αλλά να τα πολεμήσει σκληρά.
          Ένας ετεροφυλόφιλος ενδεχομένως έχει να αντιμετωπίσει πολλά πάθη που σχετίζονται με το σεξ – και ο γάμος δε μπορεί πάντα να τον θεραπεύσει, γιατί μπορεί να αισθάνεται την ανάγκη της μοιχείας, ή ακόμη και συνεύρεσης με πολλούς ερωτικούς συντρόφους ή της παιδεραστίας, της αιμομιξίας, της κτηνοβασίας και άλλα πολλά, που «αισχρόν εστί και λέγειν» (Εφεσίους 5, 12).
          Όλα αυτά τα πάθη δεν είναι «εντάξει» και ο ετεροφυλόφιλος δεν είναι οπωσδήποτε πιο ενάρετος ή πιο κοντά στο Θεό από τον ομοφυλόφιλο. Και οι δύο μπορούν να σωθούν λόγω της αγάπης του Χριστού, με τον αγώνα που θα δώσουν με τη βοήθεια της θείας χάριτος.
          Κλείνοντας με αγάπη αυτό το άρθρο θα θέλαμε να μεταφέρουμε το διάλογο του αγίου Γέροντα Παΐσιου (1924-1994) με ένα νεαρό ομοφυλόφιλο, που αγωνιζόταν ενάντια στην ομοφυλοφιλία αλλά ένιωθε αδύναμος γι’ αυτό τον αγώνα (φυσικά ένας άθεος θα θεωρήσει πως ένας τέτοιος αγώνας ισοδυναμεί με ακρωτηριασμό του εαυτού μας, αλλά τώρα δεν απευθυνόμαστε σε άθεους, αλλά σε Ορθόδοξους Χριστιανούς αδελφούς μας).
           Ο νέος είπε στο Γέροντα ότι δε μπορούσε να σταματήσει να ζει ως ομοφυλόφιλος. Και ο Γέροντας, αφού του είπε να εξομολογηθεί, τον ρώτησε: «Μπορείς να διαβάζεις ένα κεφάλαιο από την Αγ. Γραφή;». «Μπορώ». «Μπορείς να πηγαίνεις κάθε Κυριακή στήν Εκκλησία;».« Μπορώ». «Μπορείς να νηστεύεις Τετάρτη και Παρασκευή;». «Μπορώ». «Μπορείς ένα μικρό ποσό να το δίνεις ελεημοσύνη;». «Μπορώ». «Μπορείς...». «Μπορώ...» (πολλά ακόμα). Στο τέλος του λέει: «Βλέπεις ότι μπορείς να κάνεις χίλια πράγματα και δε μπορείς ένα. Κάνε εσύ τα χίλια και άφησε στο Θεό το ένα!!!».
           Με εκτίμηση και θερμές προσευχές για κάθε «συναθλητή» αγωνιζόμενο Χριστιανό.

Παρασκευή 16 Μαΐου 2014

ΕΝΩΤΙΚΕΣ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΕΣ ΕΛΛΗΝΩΝ ΚΑΙ ΛΑΤΙΝΩΝ

κ. Ιω. Καρδάση, Χημικού - Οικονομολόγου
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ
            Αν παρουσιασθούν οι δοξασίες του Παπισμού, καθώς και οι αντίστοιχες Ορθόδοξες θέσεις, που αποτελούν και θέσεις της καθόλου Εκκλησίας, θα φανεί ξεκάθαρα η διαστρέβλωση, που έχει επιφέρει ο Παπισμός στην Πίστη, στα Δόγματα, στους Κανόνες, στη Λατρεία και στην Παράδοση της Εκκλησίας. Η αλλοίωση είναι τέτοια, που στον Παπισμό δεν αναγνωρίζει κανείς πλέον κανένα στοιχείο, που να αποτελεί συνέχεια της αρχαίας Εκκλησίας. Τα πάντα έχουν διαστραφεί, τα πάντα έχουν αλλοτριωθεί, τα πάντα έχουν αποκτήσει ένα καινούργιο νόημα, άγνωστον εν πολλοίς στη ζωή της Εκκλησίας. Νεωτερισμοί έχουν εισβάλλει, η αλαζονεία της εξουσίας του Πάπα έχει διαστρέψει και το πρωτείο τιμής της αρχαίας Εκκλησίας, αλλά και την έννοια του Επισκόπου, ως «εις τύπον και τόπον Χριστού» ευρισκόμενον  σε αντιστροφή του ρόλου του τέτοια, που να εμφαίνεται ο Χριστός, ως «εις τύπον και τόπον» του Επισκόπου Ρώμης, μιας και ο Ρώμης έχει καταστεί «η κεφαλή της Εκκλησίας», ο δε Χριστός έχει περιορισθεί να είναι «ο αντιπρόσωπος του Ρώμης» στους Ουρανούς!
            Από την άλλη πλευρά έχουμε την ισχυρή επίδραση που άσκησε ο Παπισμός στην Ορθοδοξία, ανά τους αιώνες, αφ’ ενός μεν λόγω της κατάκτησης της Ανατολής από τις ποικίλες Σταυροφορίες και της εγκατάστασης παντού Λατίνων Επισκόπων, αφ’ ετέρου δε του ιδιαίτερου σεβασμού, που έτρεφε ανέκαθεν η Ανατολή προς την «προκαθημένην της αγάπης» Επισκοπή της Ρώμης, της οποίας ο ιδρυτής της απόστολος Πέτρος έχαιρε μιας ιδιαίτερης τιμής από τον ίδιο τον Χριστό και τους Αποστόλους. Αυτή την ιδιαίτερη θέση του Πέτρου μέσα στην ενωμένη Εκκλησία εκμεταλλεύτηκε η Ρώμη, από της ιδρύσεως της Επισκοπής της και από του πρώτου Επισκόπου αυτής Λίνου, αλλά και από το πλείστον των μετέπειτα Επισκόπων αυτής, οι οποίοι δεν έχαναν την ευκαιρία σε κάθε εκδήλωση να το διατρανώνουν. Η κατάσταση αυτή έλαβε εντονότερη μορφή με την μεταφορά της πρωτεύουσας της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας στην ΚΠολη το 330, πράγμα που η Ρώμη δεν συγχώρησε ποτέ και προσπαθούσε έκτοτε να εκδηλώνει την υπεροχή της, εκμεταλλευόμενη τη θέση της ως της πρώτης Αποστολικής καθέδρας, της οποίας ο πρώτος απόστολος Πέτρος δεν είχε μόνον αυτήν ιδρύσει, αλλά προηγουμένως και τις άλλες τρεις Αρχιεπισκοπές της Ανατολής: των Ιεροσολύμων, εγκαθιστώντας πρώτον Επίσκοπο τον Ιάκωβο τον Αδελφόθεο, της Αντιόχειας, εγκαθιστώντας πρώτον Επίσκοπο αυτής τον Εύοδο και της Αλεξάνδρειας, εγκαθιστώντας, ως πρώτον Επίσκοπο τον Μάρκο. Η «εφεύρεση» της ίδρυσης της Εκκλησίας της ΚΠολης από τον απόστολο Ανδρέα (αδελφό του Πέτρου) είναι μεταγενέστερη και έγινε, για ευνόητους λόγους και ως αντιστάθμισμα στην διαπάλη των θρόνων, η οποία είναι μια άλλη μελανή σελίδα της Εκκλησιαστικής μας Ιστορίας.
            Την αλαζονεία της Ρώμης υποβοήθησαν κορυφαίοι θεσμοί της Εκκλησίας, αλλά και όλοι σχεδόν οι Ρωμαίοι Αυτοκράτορες. Έτσι, με τις πράξεις ή τις παραλείψεις τους βοήθησαν την καθέδρα της Ρώμης και τον Ρωμαίο Ποντίφηκα στη διεκδίκηση του πρωτείου, του κύριου στοιχείου στη διεκδίκηση του Ρώμης, ως κεφαλής της Εκκλησίας! Έτσι, σ’ αυτό βοήθησαν οι παραδοχές των Πατέρων της Γ΄, Δ΄, ΣΤ΄, Ζ΄ και Η΄ Οικουμενικών Συνόδων, των Τοπικών Συνόδων Σαρδικής, Καρθαγένης, Ιγνατιανής, του Ιουστινιανού, με την καθιέρωση του πρωτείου εξουσίας με νόμο (131 νεαρά), καθώς και πληθώρας Αυτοκρατόρων Παπόφιλων, Παπόδουλων ή ΡΚαθολικών και Ουνιτών (μετά το Σχίσμα). Η Παποφιλία και Παποδουλεία,  δυστυχώς, συνεχίζεται και στις μέρες μας με τις συμπροσευχές, συνεστιάσεις, συνέδρια, συνομιλίες για επικείμενη ένωση, κάτι, που δεν σταμάτησε ποτέ να γίνεται ήδη από την επομένη του Σχίσματος του 1054. Όλα αυτά θα παρουσιασθούν διεξοδικά στις επόμενες σελίδες, όπου θα καταγραφούν οι διάφορες προσπάθειες προσέγγισης Ορθοδόξων και Λατίνων, οι οποίες ακόμη συνεχίζονται, αλλά και οι επιδράσεις που δέχτηκε η Ορθοδοξία από τις διάφορες καινοτομίες του Παπισμού.
            ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΠΡΟ ΤΟΥ ΣΧΙΣΜΑΤΟΣ
            Πριν να παρουσιασθούν οι συμπεριφορές των Ορθοδόξων προς τους Λατίνους μετά το Σχίσμα, αλλά και οι Λατινικές επιδράσεις στην Ορθόδοξη Πίστη και Παράδοση, θεωρείται αναγκαίο να παρουσιασθεί η κατάσταση της καθ’ όλου Εκκλησίας πριν το Σχίσμα, γιατί η κατάσταση αυτή είχε συνέπειες στις συμπεριφορές, αλλά και τις επιδράσεις μετά το Σχίσμα.
            Ο σοφός μελετητής των αιτίων του σχίσματος Ορθοδοξίας–Παπισμού, ο άγιος Νεκτάριος έχει γράψει τα κάτωθι: «Η ενότης της Εκκλησίας….. εν τω προσώπω του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού….. Μόνη η Ρωμαϊκή Εκκλησία άλλως αντελάβετο το πνεύμα της ενότητος και δι' άλλων επεζήτησε και επεδίωξε μέσων (στο πρόσωπο δηλ. των Παπών της Ρώμης, ως διαδόχων, δήθεν, του Αποστόλου Πέτρου). Η διάφορος αύτη αντίληψις του τρόπου της ενότητος προυκάλεσε το σχίσμα….. ένεκα της απαιτήσεως των Παπών της υποταγής της οικουμενικής Εκκλησίας….. εις την επισκοπή της Ρώμης». Αυτός «αληθώς είναι….. ο σπουδαιότερος δογματικός λόγος (του σχίσματος), διότι είναι άρνησις των αρχών του Ευαγγελίου. Οι λοιποί δογματικοί λόγοι, καίτοι σπουδαιότατοι, δύνανται να θεωρηθώσιν ως δευτερεύοντες και απόρροια του πρώτου τούτου λόγου» (Μελέτη ιστορική περί των αιτίων του Σχίσματος, τ. Α΄, σελ. 94).
            Θεμέλιο λοιπόν του Παπισμού είναι η αξίωση αποδοχής ή ανοχής της ηγεμονίας της Ρώμης εφ’ όλης της Χριστιανοσύνης. Από την αξίωση αυτή πηγάζει και κάθε έκπτωση στην  πίστη και στο ήθος. Ίσως, δεν είναι ισχυρισμός αβάσιμος, αν πούμε ότι οι εκτροπές της Ρώμης στο δόγμα και οι νεωτερισμοί χαλκεύτηκαν με σκοπό να θεμελιώσει θεολογικά τις αξιώσεις της ή να κατοχυρωθεί ως υπεράνω των Οικουμενικών Συνόδων η αλάθητη, δήθεν, αυθεντία της. Όταν δε κάποιος ή κάποιοι επαρθούν σε ύψος δοτής εκ Θεού (!) αλάθητης αυθεντίας, κανείς ηθικός φραγμός δεν τους δεσμεύει. Ψεύδονται, εξαπατούν και αμαρτάνουν χωρίς αναστολές. Μόνη τους έγνοια έχουν το πώς θα τρυγήσουν την τρυφή της εξουσίας, αντίθετα από την ευαγγελική ρήση: «οίδατε ότι οι άρχοντες των εθνών κατακυριεύουσιν αυτών….. ουχ ούτως έσται εν υμίν…..» (Ματθ. 20. 25-27).
            Η Παπική άρα εκτροπή θα μπορούσε να ανιχνευθεί στους εξής άξονες:
1.- Η έπαρση, που αθετεί το Κυριακό πρότυπα για τον ποιμένα, το «πάντων έσχατος και πάντων διάκονος» και μεταβάλλει το ιερατείο σε σύστημα δομημένης εξουσίας επί του πιστού λαού, με κέντρο ένα πρόσωπο.
2.- Η στρέβλωση του πνεύματος του Ευαγγελίου και των Ι. Κανόνων προς εμπέδωση αυτής της αξίωσης.
3.- Η αναγκαία συνέπεια αυτών, η ηθική απαθλίωση του ιερατείου και όχι μόνο.
4.- Η διάβρωση της λαϊκής ευσέβειας, έτσι ώστε ο λαός να μη κρίνει, να μην ελέγχει, να μην αντιδρά.
            Στο χώρο της Ανατολής Παπικές νοοτροπίες και πρακτικές έχουν καθιερωθεί ως «κανονική τάξις», που απορρέει, τάχα, από ηθικά, κανονικά ή ιστορικά δεδομένα της Ι. Παράδοσης. Άλλα, όμως, λένε η ηθική, οι Κανόνες και η Ιστορία και άλλα εφαρμόζονται στην πράξη. Από τη μια έχουμε «τα όμορφα τα λόγια, τα μεγάλα» και από την άλλη τη σκληρή πραγματικότητα. Και πάλι ο άγιος Νεκτάριος παρατηρεί: «Σήμερον άπασα η επί της Συνόδου επιρροή ευρίσκεται εις τας χείρας των Εξάρχων, αυτής της Συνόδου στερουμένης ισχύος και βουλήσεως. Προ 1800 ετών η Εκκλησία διακηρύττει ότι τα την πίστιν και την διδασκαλίαν αφορώντα ψηφίσματα πρέπει να έχωσιν υπέρ εαυτών την ηθικήν ομοθυμίαν. Δεν υπάρχει παράδειγμα παροχής δόγματος τινός (ή άλλου θεσπίσματος) αποδεκτού γενομένου επί απλή πλειοψηφία» (έ.α. σελ. 102). Και όμως, η Εκκλησία μας διοικείται από πλαστές Συνοδικές ευκαιριακές πλειοψηφίες, κάτω από την εξουσιαστική χειραγώγηση του εκάστοτε Προέδρου της και των περί αυτόν. Και αυτό με την επίκληση του ς΄ κανόνα της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, επειδή επισφραγίζεται με τη φράση: «κρατείτω η των πλειόνων ψήφος». Βέβαια, όχι μόνο δεν τηρείται ο Κανόνας αυτός, αλλά και διαστρέφεται. Μια απλή ανάγνωση του πείθει, ότι επιβάλλει την ουσιαστική ομοφωνία των συνέδρων, των «πλειόνων», μετά την απομόνωση ολίγων, που μειοψηφούν κακοπροαίρετα («δι’ οικείαν φιλονεικίαν»). Έτσι, η διοικητική αυθαιρεσία του ενός οδηγεί σε ηθική καταρράκωση μεγάλου μέρους του κλήρου και του λαού.
            Από την πρώτη στιγμή της δημιουργίας της Εκκλησίας και του συστήματος της Πενταρχίας, ως διοικητικής αρμοδιότητας, εμφανίστηκε το περιβόητο πρωτείο τιμής (de jure), που εξελίχθηκε (de facto) σε πρωτείο εξουσίας και δόθηκε στον Πάπα της Ρώμης με καταστατικό τρόπο, με τις Συνόδους: 1/ Σαρδικής, 2/ Καρθαγένης, 3/ Γ΄ Οικουμενικής, 4/ Δ΄ Οικουμενικής, 5/ Ιγνατιανής καθώς και 6/ με νομοθετική κατοχύρωση του πρωτείου, με την 131 Νεαρά, από τον Ιουστινιανό Α΄. Έτσι, ο Πάπας της Ρώμης, από primus inter pares, μετεβλήθη σε primus sine paribus  
            Η αναγνώριση αυτή του πρωτείου εξουσίας (de facto), έγινε και από Αγίους της Εκκλησίας μας, τους: Πάπα Κλήμη Α΄, Αντιοχείας Ιγνάτιο, Λουγδούνου Ειρηναίο, Πάπα Ανίκητο, Πάπα Στέφανο Α΄, Ιερώνυμο, Ιππώνος Αυγουστίνο, Πάπα Κελεστίνο Α΄, ΚΠόλεως Φλαβιανό, Αλεξανδρείας Κύριλλο, Πάπα Λέοντα Α΄, ΚΠόλεως Ανατόλιο, Πάπα Αγαπητό Α΄, Πάπα Γρηγόριο Α΄, Πάπα Μαρτίνο Α΄, Πάπα Αγάθωνα, Θεόδωρο Στουδίτη, ΚΠόλεως Ιγνάτιο, ΚΠόλεως Φώτιο, Γεώργιο Αθωνίτη, Θεοφύλακτο Βουλγαρίας, Συμεών Θεσ/νίκης.
            Επίσης το πρωτείο εξουσίας αναγνωρίσθηκε από τους Αυτοκράτορες: άγιο Μαρκιανό, Ιουστίνο Α΄, άγιο Ιουστινιανό Α΄, Κων/νο Δ΄ Πωγωνάτο, Ιουστινιανό Β΄ Ρινότμητο, Αναστάσιο Β΄, Βασίλειο Α΄ Μακεδόνα, Λέοντα ΣΤ΄ Σοφό, Κων/νο Θ΄ Μονομάχο, Ισαάκιο Α΄ Κομνηνό, Αλέξιο Α΄ Κομνηνό, Ιωάννη Β΄ Κομνηνό, Μανουήλ Α΄ Κομνηνό, Αλέξιο Β΄ Κομνηνό, Ανδρόνικο Α΄ Κομνηνό, Ισαάκιο Β΄ Άγγελο, Αλέξιο Γ΄ Άγγελο, Αλέξιο Δ΄ Άγγελο, άγιο Ιωάννη Γ΄ Δούκα Βατάτζη, Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγο, Ανδρόνικο Γ΄ Παλαιολόγο, Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγο, Ιωάννη ΣΤ΄ Καντακουζηνό, Ανδρόνικο Δ΄ Παλαιολόγο, Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγο, Ιωάννη Η΄ Παλαιολόγο, Κων/νο ΙΑ΄ Δραγάτση. Σημειώνεται, ότι από τους 88 αυτοκράτορες της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, οι 44 (50%) δεν ήσαν Ορθόδοξοι. Αναλυτικά: 3 Αρειανοί, 1 Ειδωλολάτρης, 4 Μονοφυσίτες, 4 Μονοθελήτες, 5 Εικονομάχοι, 12 Παπόφιλοι, 10 Παπόδουλοι, 3 ΡΚαθολικοί, 2 Ουνίτες. Αξίζει να αναφερθούν τρεις ακραίες περιπτώσεις Παποδουλείας, στο μεγάλο πλήθος τέτοιων εκδηλώσεων: α/ Όταν ο Πάπας Κων/νος Α΄ επισκέφθηκε την ΚΠολη, ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός Β΄ τον υποδέχτηκε γονατίζοντας μπροστά του, προκειμένου να υπογράψει τους Κανόνες της Πενθέκτης Οικουμενικής. Πράγματι, ο Πάπας υπέγραψε τους μισούς Κανόνες, όσους συνέφεραν βέβαια την Αγία Έδρα (Ράνσιμαν). β/ Ο Μανουήλ Α΄ Κομνηνός (1143-1180), το 1169, πρόσφερε στον Πάπα Αλέξανδρο Γ΄ (1159-1181) την ένωση των Εκκλησιών και τη θέση του Πατριάρχη ΚΠόλεως (που χήρευε, λόγω θανάτου του Λουκά Χρυσοβέργη), με αντάλλαγμα τη στέψη του στη Ρώμη, ως Αυτοκράτορα της Δύσης! (Ράνσιμαν, Δύση και Ανατολή σε Σχίσμα, σελ. 170, 174). γ/ Αλλά και ο αντίπαλος του Ιωάννη Ε΄, Ιωάννης ΣΤ΄ Καντακουζηνός απέστειλε πρεσβεία στον Πάπα Κλήμη ΣΤ΄ με δήλωση αφοσίωσης (φθάνοντας στο σημείο να φιλήσει ακόμη το πόδι του ή το πόδι του αλόγου του ή ακόμη τη σκόνη κάτω από αυτό!), χωρίς όμως να τον πείσει για τις ειλικρινείς του διαθέσεις. Στην αυλή του Καντακουζηνού επικρατούσαν οι φιλολατίνοι εκκλησιαστικοί παράγοντες και λόγω της Βασιλομήτορας Άννας, που ήταν η ίδια Καθολική, αλλά και διότι οι μεικτοί γάμοι δημιουργούσαν ένα παράξενο κλίμα.
            Αλλά ακόμη και η δημιουργία του Παπικού κράτους συνέβη με τον Επίσκοπο Ρώμης, ο οποίος απέκτησε de facto, την διπλή αυτή ιδιότητα κοσμικού και εκκλησιαστικού άρχοντα ήδη από το 600, με τον Ρώμης άγιο Γρηγόριο Α΄ Διάλογο, που θεωρείται ο ηθικός ιδρυτής της κοσμικής εξουσίας των Παπών, κάτι που κατέστη επίσημα δεκτό από τον Ρώμης Στέφανο Γ΄, το 754, με την αναγνώριση Παπικού κράτους από τη συμφωνία με τον βασιλέα των Φράγκων Πεπίνο Γ΄. Σημειώνεται, ότι δεν υπήρξε αντίδραση από την Εκκλησία, η οποία δέχτηκε τον Ρώμης Αδριανό Α΄, στη Ζ΄ Οικουμενική του 787 και τον Ιωάννη Η΄ στην Η΄ Οικουμενική του 880, με την διπλή αυτή ιδιότητα. Βέβαια, η ανωτέρω αναγνώριση αντιβαίνει στους Ι. Κανόνες της Εκκλησίας (ζ΄ της Δ΄), αλλά δεν είναι η μοναδική, αφού και στον Ορθόδοξο χώρο υπάρχουν τέτοιες περιπτώσεις.
            Παράδειγμα, η θέση του Αρχιεπισκόπου Κύπρου και ως θεσμικού παράγοντος της Πολιτείας. Έτσι, και παρά την απαγόρευση από την Δ΄ Οικουμενική (ζ΄ κανόνας) της ταυτόχρονης ύπαρξης κοσμικής και εκκλησιαστικής εξουσίας στο αυτό πρόσωπο, όμως με το διάταγμα του Αυτοκράτορα Ζήνωνα, του 488, ο Κύπρου αποκτούσε de jure και κοσμική εξουσία και ο εκάστοτε Αρχιεπίσκοπος ήταν και ο τοποτηρητής του Αυτοκράτορα στην Κύπρο και τούτο διήρκεσε επί 8 αιώνες! Σε επίρρωση αυτού, ο Κύπρου απέκτησε το προνόμιο να φέρει πορφυρό αυτοκρατορικό μανδύα, να κρατεί αυτοκρατορικό σκήπτρο αντί ποιμαντορικής ράβδου και να υπογράφει με κόκκινο μελάνη, προνόμια τα οποία διατηρούνται μέχρι και σήμερα. Η Πενθέκτη Οικουμενική δεν επικύρωσε το διάταγμα, καθότι αυτοκρατορικό, αλλά και δεν απαγόρευσε την διπλή αυτή ιδιότητα του Κύπρου, παρά τη σαφή παράβαση του ζ΄ κανόνα της Δ΄ Οικουμενικής (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. Η΄, σελ. 358). Το 1204 οι Φράγκοι κατέλυσαν την αυτοκεφαλία της Κύπρου, η οποία εδόθη πάλι το 1572, επί Σελίμ Β΄, στον Αρχιεπίσκοπο Τιμόθεο, το δε 1660 εδόθη στον Κύπρου και πάλιν η κοσμική εξουσία, επί Μεχμέτ Δ΄, στον Αρχιεπίσκοπο Νικηφόρο. Επίσης, ο πατριάρχης Νικόλαος Μυστικός (925) έγινε αντιβασιλέας, ο Ιωάννης ΙΔ΄ Καλέκας (1347) έγινε επίτροπος στην αντιβασιλεία. Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας οι Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως υπήρξαν ταυτόχρονα εθνάρχες των Ορθοδόξων και κατ’ αναλογία και όλοι οι τοπικοί Επίσκοποι. Πρόσφατα η Ιστορία αναφέρει την ύπαρξη της ιδιότητας του Αντιβασιλέα στον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Δαμασκηνό, καθώς και την διπλή ιδιότητα του Αρχιεπισκόπου Κύπρου Μακαρίου Γ΄ που ήταν ταυτόχρονα και Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας.
            Εκτός όμως της συμμετοχής κληρικών, ως μελών της Εκτελεστικής εξουσίας, έχουμε και διορισμούς κληρικών, ως μελών της Δικαστικής εξουσίας, παρά τις σαφείς απαγορεύσεις των σχετικών Ι. Κανόνων. Συγκεκριμένα: Η σχετική αναδιοργάνωση του κράτους που παρατηρείται στην εποχή του Ανδρόνικου Γ΄ Παλαιολόγου (1328-1341) επεκτάθηκε και στον τομέα της δικαιοσύνης. Η διαφθορά των δικαστών ήταν γνωστή και δημιουργούσε σοβαρά κοινωνικά προβλήματα. Ήδη από το 1296 ο Ανδρόνικος Β΄ Παλαιολόγος (1282-1328) προσπάθησε να την πατάξει, οργανώνοντας στην ΚΠολη ένα ανώτατο δικαστήριο από 12 δικαστές. Ο Ανδρόνικος Γ΄ θεώρησε την ήττα του στον Πελεκάνο εν μέρει ως θεία τιμωρία για την διαφθορά των δικαστών και αποφάσισε να προβεί σε σοβαρές μεταρρυθμίσεις. Το ανώτατο δικαστήριο αποτελέσθηκε από 4 δικαστές, 2 εκκλησιαστικούς και 2 κοσμικούς, διορισμένους από τον αυτοκράτορα. Οι «καθολικοί κριταί των Ρωμαίων", όπως τους αποκάλεσαν, έδωσαν όρκο ότι θα ήταν αδέκαστοι και θα δίκαζαν χωρίς προκαταλήψεις. Στη δικαιοδοσία τους συμπεριλαμβάνονταν όλες οι υποθέσεις, και οι αποφάσεις τους ήταν τελεσίδικες. Πολύ γρήγορα όμως έγινε φανερό ότι και αυτοί οι δικαστές ήταν ευάλωτοι στη γενικότερη διαφθορά του δικαστικού συστήματος. Επίσης, η αποκέντρωση που χαρακτήριζε τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία των ύστερων χρόνων επεκτάθηκε και στο ανώτατο αυτό δικαστήριο, έτσι ώστε στο τέλος του 14ου αι. η δικαιοδοσία του περιορίσθηκε στην ΚΠολη. Ωστόσο, η μεταρρύθμιση επέζησε ως το τέλος της Αυτοκρατορίας. Ο τελευταίος καθολικός κριτής των Ρωμαίων ήταν ο Γεννάδιος Σχολάριος (μετέπειτα Οικ. Πατριάρχης). Χαρακτηριστικό της δυνάμεως και του κύρους της Εκκλησίας στην εποχή των Παλαιολόγων, είναι ότι στο ανώτατο αυτοκρατορικό δικαστήριο, κατά τα τελευταία 130 χρόνια της βυζαντινής αυτοκρατορίας, μετείχαν και κληρικοί ( Ιστορία του Ελληνικού έθνους, τ. Θ΄, σελ. 150).
            Αξίζει να σημειωθεί, ότι η δουλικότητα των Πατριαρχών ΚΠόλεως, ως προς τον Πάπα Ρώμης, καταγράφεται στις επιστολές τους προς αυτόν, όπου η προσαγόρευση ήταν, ως «πατέρας», αναγνωρίζοντας την ανωτερότητά του και όχι ως «αδελφός», όπως έπραττε εκείνος. Ο πρώτος, που τόλμησε να προσαγορεύσει τον Πάπα, ως «αδελφό», ήταν ο ΚΠόλεως Μιχαήλ Α΄ Κηρουλάριος, με τα γνωστά αποτελέσματα (Ράνσιμαν, Τα αίτια του Σχίσματος, σελ. 69). Κατάλοιπο αυτού βλέπουμε 500 χρόνια αργότερα, στην επιστολή του Ιερεμία Β΄, προς τον Πάπα: Ο Ρώμης Γρηγόριος ΙΓ΄, το 1583, έστειλε επιστολή προς τον ΚΠόλεως Ιερεμία Β΄ Τρανό, περί εισαγωγής του Γρηγοριανού ημερολογίου στην Ανατολή με την προσαγόρευση: «Ιερεμίαν Β΄, σεβάσμιον αδελφόν Πατριάρχην ΚΠόλεως.....». Η απάντηση του Ιερεμία Β΄ προς τον Γρηγόριο ΙΓ΄: «Τω μακαριωτάτω πατρί και δεσπότη, τω Πάπα κυρίω Γρηγορίω δεκάτω τρίτω, άκρω αρχιερεί αξιωτάτω.....».
            ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΠΡΟΣ ΑΙΡΕΤΙΚΟΥΣ
            Οι Λατίνοι δεν έχουν εισέτι καταδικαστεί για αίρεση από Οικουμενική Σύνοδο, πλην όμως έχουν καταδικαστεί από τις Πανορθοδόξους Συνόδους του 1716, 1722, 1727, 1838, 1848, 1895 και αρκετούς Πατέρες μετά το Σχίσμα, όπως των αγίων Γρηγορίου Παλαμά, Θεσ/νίκης Συμεών, Εφέσου Μάρκο, ΚΠόλεως Γεννάδιο, Μάξιμο Γραικό, Ευγένιο Αιτωλό, Μακάριο τον Πάτμιο, Κοσμά Αιτωλό, Νικόδημο Αγιορείτη, Αθανάσιο τον Πάριο, Πενταπόλεως Νεκτάριο και Ιουστίνο Πόποβιτς.
Την συμπεριφορά προς τους αιρετικούς μας προσδιορίζει επακριβώς ο απόστολος Παύλος: «αιρετικόν άνθρωπον μετά μιαν και δευτέραν νουθεσίαν παραιτού, ειδώς ότι εξέστραπται ο τοιούτος και αμαρτάνει ων αυτοκατάκριτος» (Τιτ. 3. 10-11), καθώς και πληθώρα Ι. Κανόνων της Εκκλησίας. Η ρήση αυτή του Αποστόλου, όπως και οι σχετικοί Κανόνες δεν είναι απόλυτοι, αλλά προσδιορίζουν τις ασφαλιστικές δικλείδες που πρέπει να υπάρχουν με τους διάφορους αιρετικούς. Έτσι, έχουμε τις κατωτέρω περιπτώσεις:
Ο Ι. Χρυσόστομος προσκαλεί τους αιρετικούς στο Ναό, όπου ομιλούσε με την ελπίδα της επιστροφής τους στην αλήθεια της Εκκλησίας: «ενταύθα μοι τον αιρετικόν κάλει. Εάν τε παρή, εάν τε μη παρή. Εάν τε γαρ παρή παρά της ημετέρας φωνής παιδευέσθω. Εάν μη παρή, δια της υμετέρας ακροάσεως μανθανέτω» (ομιλία στον ιερομάρτυρα Φωκά, PG 50, 702).
Δεν απαγορεύεται «η παρακολούθησις της λατρείας των ετεροδόξων εκ μέρους απλών μελών της Ορθοδόξου Εκκλησίας, η οποία θα ηδύνατο να ερμηνευθή και ως πράξις φιλοφροσύνης» (Ιερ. Κοτσώνη, Intercommunio, σελ. 255) ή για εθιμοτυπικούς ή κοινωνικούς λόγους. Έτσι επιτρέπεται η είσοδος σε κοιμητήρια αγίων, ήτοι εις τα Μαρτύρια, έστω και αν αυτά κατέχονται υπό αιρετικών, για την προσκύνηση των ι. λειψάνων: «ει μη τι αν εξ ανάγκης, κατά μόνον το ασπάσασθαι το του Αγίου λείψανον η είσοδος γένοιτο» (αγ. Νικηφόρου Ομολογητή, απόκριση ε΄, Ρ-Π, Σύνταγμα, Δ΄, σελ. 431ε). Επεκτείνοντας την πρόταση του αγίου, μπορούμε να δεχτούμε την είσοδο ετεροδόξων σε Ορθόδοξους Ναούς, για προσκύνηση ι. λειψάνων. Και ασφαλώς, όταν ετερόδοξοι επιστρέφουν ι. λείψανα, λόγοι φιλοξενίας και ευχαριστίας επιβάλλουν την κατ’ οικονομίαν παρουσία τους στις σχετικές εκκλησιαστικές εκδηλώσεις, χωρίς βέβαια ενεργό συμμετοχή στην Ορθόδοξη λατρεία.
Ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος προτρέπει τους Χριστιανούς που είναι δυνατοί στην πίστη και προσκαλούνται από αιρετικούς που τους σέβονται και τους ευλαβούνται, κατ’ οικονομία να διατηρούν επικοινωνία μαζί τους ακόμα και να συντρώγουν με απώτερο σκοπό να τους ωφελήσουν: «Οι αδύνατοι ας μη συντρώγουν με αιρετικούς, όπως έχει ορισθή από τους ιερούς κανόνας. Όσοι όμως με την χάριν του Κυρίου είναι δυνατοί, εάν προσκαλούνται με εμπιστοσύνη και καλή προαίρεση από αυτούς, και θέλουν να υπάγουν, ας πηγαίνουν προς δόξαν Κυρίου» (Λόγος προς ποιμένα, παρ. 65).
Οι Πατέρες της Εκκλησίας ανέχθηκαν την δημιουργηθείσα κατάσταση στην Εκκλησία της Ρώμης κατά τον 10ο αιώνα, κατά τον οποίον διήρχετο αυτή, την εποχή της «πορνοκρατίας» (Διδυμοτείχου Φιλάρετου Βαφείδη, Εκκλησιαστική Ιστορία). Κάθε ηγεμόνας εκμεταλλευόταν την Εκκλησία «αδιαφορών δια την ηθικήν και θρησκευτικήν κατάστασιν αυτής (σιμωνία και παραμέλησις της αγαμίας). Ο κλήρος και οι μοναχοί διεφθάρησαν….. (οι ευγενείς) ανεβίβαζον εις τον παπικόν θρόνον άνδρας συνήθως ανικάνους, πολλάκις διεφθαρμένους….. την εποχήν αυτήν (διαπρεπής διαμαρτυρόμενος θεολόγος του 18ου αιώνα) ωνόμασεν πορνοκρατίαν (Β. Στεφανίδης, Εκκλησιαστική Ιστορία, σελ. 481-482).
Όσοι εκ των αιρετικών έρχονται με σεβασμό να παρακολουθήσουν την Ορθόδοξη λατρεία και ζητούν την ευλογία, δεν τους αποπέμπουμε, αλλ’ αντιθέτως τους προσφέρουμε αντίδωρο και αγιασμό (Πατριάρχη Γεννάδιου, Άπαντα, τ. 5, σελ. 201-202. Επίσης, Καλ. Δελικάνη, Έγγραφα, τ. Γ΄, σελ. 684. Επίσης, Συναξαριστής, Νεομάρτυρας Αχμέτ, επίσκεψη της Χάριτος δια του αντιδώρου, σελ. 509. Επίσης, Αχρίδος Δημήτριος, Ρ-Π, Σύνταγμα, Ε΄, σελ. 435).
Επιτρέπεται κατ’ οικονομίαν οι αιρετικοί να συμμετέχουν σε Ορθόδοξη Εξόδιο Ακολουθία και ταφή ετεροδόξου από Ορθόδοξο Ιερέα, όταν δεν υπάρχουν ποιμένες του δόγματος του κεκοιμημένου (Εγκύκλιος ΔΙΣ 1621/343/15.3.1891) καθώς και κατά την τέλεση του μυστηρίου του Γάμου, όταν το ένα μέλος τυγχάνει ετερόδοξο (μικτός Γάμος) (Ι. Καρμίρη, τα Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τ. Β΄, σελ. 1003).
Ο π. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος αναφέρει για την προσέλευση ετεροδόξων στην Ορθόδοξη λατρεία: «αν….. θελήση αιρετικός τις να εισέλθη, τότε βεβαίως δεν θα διακόψωμεν την λατρείαν, ούτε θα καλέσωμεν την Αστυνομίαν. Θα συνεχίσωμεν την λατρείαν και μετά το πέρας αυτής θα πλησιάσωμεν τον ετερόδοξον και μετ’ ευγενείας θα είπωμεν εις αυτόν τι λέγουσιν εν προκειμένω οι ιεροί κανόνες της Ορθοδόξου Εκκλησίας και θα υποδείξωμεν ότι άλλοτε οφείλει να φέρηται προς αυτούς μετά σεβασμού. Ημείς ουδέποτε θα εισέλθωμεν εις ετερόδοξον Ναόν εν ώρα λατρείας, τηρούντες εν απολύτω ακριβεία τους Ι. Κανόνες. Περί την είσοδον όμως ετεροδόξων εις τους ημετέρους Ναούς μικρά τις ελαστικότης, εν τω πνεύματι της εκκλησιαστικής οικονομίας, δεν βλάπτει» (Ε. Θεοδωρόπουλου, Άρθρα-Μελέται-Επιστολαί, Α΄, σελ. 215).
            ΕΝΩΤΙΚΕΣ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΕΣ ΤΟΝ 11ο- 12ο ΑΙΩΝΑ
            Κατά το 1054, η Ενδημούσα Σύνοδος ΚΠόλεως υπό τον Μιχαήλ Α΄ Κηρουλάριο αναθεμάτισε τους Λατίνους και «απέτεμε τούτους της Εκκλησίας» εξ αιτίας της εμμονής τους στην προσθήκη του filioque στο Σύμβολο της πίστεως και στην πλάνη του Παπικού πρωτείου. Στην συνέχεια, όπως αναφέρει ο διαπρεπής κανονολόγος Ματθαίος Βλάσταρης (ιδ΄ αι.), οι υπόλοιποι Ορθόδοξοι πατριάρχες «τα πραχθέντα δ' όμως (της Ενδημούσης Συνόδου) και προσεπήνεσαν και επεψηφίσαντο, και της σφων αυτών κοινωνίας και αυτόν τον πάπαν απώσαντο, ως αυτά δήπου μαρτυρεί τα πράγματα, μηδεμιάς των τεσσάρων Εκκλησιών εις κοινωνίαν εις έτι και νυν τον πάπαν προσιεμένης, το νόθον και εξάγιστον των λατινικών μυσαττόμεναι δογμάτων» (Δοσιθέου, Τόμος Καταλλαγής).
            Δεν υπήρξε όμως πλήρης ομοφωνία στις αποφάσεις του Μιχαήλ Κηρουλάριου από τους άλλους Πατριάρχες. Παράδειγμα η αντίδραση του Αντιοχείας Πέτρου Β΄ στις ενέργειες του Μιχαήλ σε επιστολή του προς αυτόν. Η επιστολή αυτή (1054) αποτελεί απάντηση επιστολής του δευτέρου προς τον πρώτο, σχετικά με τον αφορισμό του Ρώμης Λέοντα Θ΄. Η σπουδαιότητα της επιστολής του Πέτρου έγκειται στο ότι σ’ αυτήν επικρατεί πνεύμα μετριοπαθείας και μετριοφροσύνης, χάριν του συνδέσμου της αγάπης των Εκκλησιών Ανατολής και Δύσης. Ο Πέτρος θεωρεί ως κάκιστη την προσθήκη στο Σύμβολο, αλλά φρονεί, ότι εάν δεν κινδυνεύει η Πίστη, τότε πρέπει να τείνουμε προς το ειρηνικό και το φιλάδελφο. Έτσι ο Πέτρος θεωρεί, ότι το μόνο σοβαρό ζήτημα είναι η προσθήκη στο Σύμβολο, οι δε υπόλοιπες παρεκκλίσεις είναι δευτερεύουσες και ως ένα βαθμό επιτρεπτές, καθότι και εμείς έχουμε τέτοιες παρεκκλίσεις. Γράφει σχετικά και παροτρύνει τον ΚΠόλεως να επιδείξει διαλλακτικότητα, να θεωρήσει αδελφή Εκκλησία τη Ρώμη, ότι έχει «ελαφρυντικό» λόγω «αγροικίας και αμαθείας» και πως αρκετές διαφορές στα έθιμα δεν πρέπει να τον ξενίζουν, ούτε να τις μεγαλοποιεί, αφού και η Ανατολική Εκκλησία έχει αρκετές τέτοιες εθιμικές ιδιαιτερότητες. Σε ένα μόνο να παραμείνει αμετακίνητος, στην απάλειψη του Filioque από το Σύμβολο, χωρίς να προβάλει τίποτε άλλο σ’ αυτή τη διαμάχη: «ότι των παρά τοις ημετέροις πεπλημμελημένων περιφρονούντες, εμμελέστερον σπερμολογούμεν και πολυπραγμονούμεν τα αλλότρια», τον καλεί δε να μην επιμείνει στις καταγγελίες του εφαρμόζοντας την άκραν ακρίβειαν, «αλλά συνέλθη τοις πράγμασι». Ο δε άγιος Νεκτάριος σημειώνει: Πόσο δίκιο είχε πράγματι ο Πέτρος, πόσο αληθινός παραμένει ο λόγος του μέχρι σήμερα! (αγ. Νεκταρίου, τα αίτια του Σχίσματος, τ. Β΄, σελ. 78).
            Αξιοσημείωτη είναι και η θέση του αγίου Γεωργίου αγιορείτη (Γεωργιανού), κατά την βασιλεία του Κων/νου Ι΄ Δούκα (1059-1087). Σε σύναξη Ορθοδόξων και Λατίνων υποστήριξε την ορθότητα χρήσης άζυμου άρτου από τους Λατίνους, ως μη υποπέσαντας σε αίρεση, ενώ οι Ορθόδοξοι χρησιμοποιούν ένζυμο άρτο, σύμβολο κατά του Απολλιναρισμού. Οι Λατίνοι ενθουσιάστηκαν, που βρήκαν τέτοια υποστήριξη, που και οι ίδιοι δεν είχαν φανταστεί (Ράνσιμαν, σελ. 102-103)!
            Επίσης, στην επιστολή του Θεσσαλονίκης Βασιλείου προς τον Ρώμης Αδριανό Δ΄ περί της ενώσεως των δυο Εκκλησιών (1154), 100 χρόνια μετά το Σχίσμα, ο Ρώμης αποκαλείται «αγιώτατος Πάπας» (αγ. Νεκταρίου, τα αίτια του Σχίσματος, τ. Β΄, σελ. 93).
            Και επίσης, σε επιστολή του Πατριάρχου ΚΠόλεως Γερμανού Β΄ προς τον Πάπα Ρώμης Γρηγόριο Θ΄ (1227) περί της ενώσεως των δυο Εκκλησιών, 173 χρόνια μετά το Σχίσμα, ο Ρώμης αποκαλείται «αγιώτατος Πάπας» (αγ. Νεκταρίου, ως ανωτέρω, σελ. 111).
            Αλλά και οι σχέσεις των Πατριαρχείων Αλεξανδρείας και Αντιοχείας δεν ακολούθησαν την διακοπή των σχέσεων Ρώμης–ΚΠολης, παρά πολύ αργότερα, τον 13ο αι. από την Αντιόχεια και τον 14ο αι. από την Αλεξάνδρεια και κυρίως μετά την κατάληψη της ΚΠολης από τους Λατίνους, το 1204. Παράδειγμα: Ο Αλεξανδρείας Νικόλαος Α΄ (1200-1230) χειροτόνησε Λατίνους Ιερείς και απέστειλε αντιπρόσωπό του στη σύνοδο του Λατερανού, το 1215 (Ράνσιμαν, σελ. 146).
Παρά τον αναθεματισμό και την αποκοπή των Λατίνων από το σώμα της Εκκλησίας και την εκκλησιαστική κοινωνία το 1054, ορισμένοι Ορθόδοξοι κατά τους επομένους αιώνας παραβίαζαν την κανονική τάξη και κοινωνούσαν εκκλησιαστικά μαζί τους με διαφόρους τρόπους. Άλλοι πάλι επεδείκνυαν υπέρμετρη μετριοπάθεια και χαλαρότητα και εξέφραζαν απαράδεκτες και πάρα πολύ συγκαταβατικές απόψεις για τους Λατίνους και τις σχέσεις τους με τους Ορθοδόξους. Έτσι:
Ορθόδοξοι Αρχιερείς της επαρχίας Δυρραχίου, κατά το τέλος του ιβ΄ αι.  χειροτονούσαν «αζυμίτας ιερείς» και επιπλέον «θάπτονται ορθόδοξοι Ρωμαίοι εν Λατινικαίς Εκκλησίαις ψαλλόμενοι παρά τε Ρωμαίων και Λατίνων εν ταυτώ˙ και Λατίνοι δε αποθνήσκοντες, ωσαύτως ψάλλονται ομού παρά Ρωμαίων και Λατίνων αδιακρίτως» (Γ. Ράλλη-Μ. Ποτλή). Τις ενέργειες αυτές επαινούσε  ο κανονολόγος Κίτρους Ιωάννης «ουκ απάδον τοίνυν, ουδέ τη ευσεβεία οπωσούν λυμαινόμενον, το θάπτεσθαι Λατίνους εν Ρωμαϊκοίς ναοίς, και ψάλλεσθαι ομοθυμαδόν παρά τε Ρωμαίων και Λατίνων ιερουργών νεκριμαία Λατίνων και Ρωμαίων» (ως ανωτέρω).
Απαράδεκτες, ως προς την Ορθόδοξο εκκλησιολογία, ήταν επίσης και οι απόψεις του αρχιεπισκόπου Βουλγαρίας κανονολόγου Δημητρίου Χωματιανού σχετικά με τους Λατίνους και τις σχέσεις τους με τους Ορθοδόξους. «Η στάσις του Δημητρίου έναντι των Λατίνων υπήρξε επιεικής και ανεκτική» (Ρ-Π, ως ανωτέρω). Πράγματι, σε ερώτηση κατά την ίδια περίπου περίοδο (ιβ΄ αι.) του αρχιεπισκόπου Δυρραχίου Κωνσταντίνου σχετικά με το «πώς λογίζονται τα παρά των Λατίνων ιερουργούμενα άζυμα» (δηλαδή η Θεία Ευχαριστία τους), ο Δημήτριος απάντησε τα εξής: Εφόσον έχει προηγηθή «η του Δεσποτικού ονόματος επίκλησις επισφραγίζουσα ταύτα.......... ημείς ούτω τα παρ εκείνων (ιερουργούμενα άζυμα), άγια λογιζόμεθα˙ και ου σφαλλόμεθα» (ως ανωτέρω). Ο Δημήτριος δεν εκφραζόταν ανορθόδοξα μόνο για το «κύρος της υπό των ετεροδόξων τελεσθείσης θ. Ευχαριστίας», αλλά ακόμη και για την ιερωσύνη και τις χειροτονίες τους. Συγκεκριμένα υποστήριζε ότι «και αιρετικών γαρ χειροτονίαι τοις ορθοδόξοις δεκταί εισί, κατά την των Πατέρων παράδοσιν, ορθοδόξων ή όντων, ή γινομένων των υπ' αυτών χειροτονουμένων» (ως ανωτέρω). Ο Δημήτριος δηλαδή δεν αποδεχόταν μόνο την οικονομία των αγίων Πατέρων, σύμφωνα με την οποία οι Πατέρες σε ορισμένες περιπτώσεις δέχονταν κατά συγκατάβαση (δηλαδή δεν επαναλάμβαναν) την χειροτονία προσερχομένου στην Ορθοδοξία κληρικού, ο οποίος είχε χειροτονηθεί από τους αιρετικούς. Αντιθέτως, δια των τριών πρώτων λέξεων της φράσεως «ορθοδόξων ή όντων, ή γινομένων των υπ' αυτών χειροτονουμένων» γίνεται φανερό, ότι ο Δημήτριος αποδεχόταν «ως εγκύρους τας χειροτονίας Ορθοδόξων, αι οποίαι τυχόν εγένοντο υπό ετεροδόξων επισκόπων». Αποδεχόταν δηλαδή «την Ιερωσύνην των αιρετικών ως έγκυρον τόσον απολύτως και καθ' εαυτήν, όσον και εν περιπτώσει επιστροφής αυτών εις την Ορθοδοξίαν, ήτοι δέχεται την πλήρη μετά των ετεροδόξων εν τη Ιερωσύνη μυστηριακήν επικοινωνίαν». Ο Δημήτριος υποστήριζε επίσης, ότι η άποψη να μη παρέχεται η Θεία Ευχαριστία στους Λατίνους, δεν γινόταν αποδεκτή από αρκετούς Ορθοδόξους της εποχής του, ως «πολύ εχούση το απηνές (σκληρό) τε και ιταμόν (απερίσκεπτο)». Αντιθέτως, ορισμένοι Ορθόδοξοι ήταν πρόθυμοι να μεταδώσουν την Θεία Ευχαριστία στους Λατίνους με το αιτιολογικό, ότι οι Λατίνοι δεν είχαν (δήθεν) έως τότε (τέλη ιβ΄ αι.) αποκηρυχθεί από Οικουμενική Σύνοδο και συνεπώς δεν βρίσκονταν εκτός Εκκλησίας: «Φασίν, ου διεγνώσθησαν ταύτα συνοδικώς˙ και ουδ αυτοί (οι Λατίνοι), ως αιρεσιώται, απόβλητοι δημοσία γεγόνασιν˙ αλλά και συνεσθίουσιν ημίν, και συνεύχονται» (ως ανωτέρω). Ο Δημήτριος είχε επίσης θετική άποψη για τον λειτουργικό συγχρωτισμό μεταξύ Ορθοδόξων και Λατίνων. Συγκεκριμένα ισχυριζόταν, ότι πρέπει να παρέχουμε αντίδωρο στους Λατίνους, όταν αυτοί «εις την Αγίαν και Καθολικήν Εκκλησίαν εν τη Λειτουργία παραγίνωνται». Υποστήριζε ακόμη ότι, όταν κάποιος Ορθόδοξος επίσκοπος προσκληθεί από τους Λατίνους «εις τας Εκκλησίας αυτών..........ανενδοιάστως αφίξεται» (Ράλλη-Ποτλή). Από τα ανωτέρω συνάγεται «ότι και Ορθόδοξοι Αρχιερείς προσεκαλούντο να παρευρεθούν εις ναούς της Δυτικής «εκκλησίας» και μέλη αυτής εσύχναζον εις ναούς Ορθοδόξους».
Την ύπαρξη του ανωτέρω εσφαλμένου φρονήματος σε ορισμένους Ορθοδόξους κατά τον ιβ΄ αι. επιβεβαιώνει και ο πατριάρχης Αντιοχείας και επιφανής κανονολόγος Θεόδωρος Δ΄  Βαλσαμών. Πράγματι, ο ιερός Βαλσαμών αναφέρει ότι στην εποχή του ορισμένοι υποστήριζαν, πως οι Ορθόδοξοι δεν έπραξαν «καλώς» (ερμηνεία του ιε΄ της ΑΒ΄), που αποσχίσθηκαν από τους Λατίνους προ της καταδίκης τους από Οικουμενική Σύνοδο.
Δυστυχώς ο λειτουργικός συγχρωτισμός Ορθοδόξων – ετεροδόξων σε ορισμένες περιοχές ήταν σύνηθες φαινόμενο εκείνη την εποχή. Σε κείμενο της Πατριαρχικής Συνόδου του «Αγιωτάτου Πατριάρχου (Γεωργίου Β΄) του Ξυφιλίνου» (1191-1199) αναφέρεται, ότι σε μερικές περιοχές «των λατίνων ενίους ορώμεν επί τους θείους εισιόντας ναούς, συν ημίν τε ισταμένους ευχομένοις έσθ' ότε και ψάλλουσιν, ή και την ιεράν τελούσι μυσταγωγίαν» (Δοσιθέου, ως ανωτέρω). .
Παρόμοιες καταστάσεις αποκαλύπτουν κατά το τέλος του ιβ΄ αι. και οι ερωτήσεις του Αλεξανδρείας Μάρκου προς τον ιερό Θεόδωρο Βαλσαμώνα: «Ακινδύνως ιερουργήσει τις η συνεύξεται μετά αιρετικών, Ιακωβιτών δηλαδή και Νεστοριανών, εις εκκλησίαν αυτών, είτε μην και ημετέραν ή κοινής μετ’ αυτών μετάσχη τραπέζης ή ποιήσει ανάδοχον εκ του αγίου βαπτίσματος˙ ή κατηχουμένων ποιήσει μνημόσυνα ή μεταδώσει των θείων αγιασμάτων αυτοίς; Η στενοχωρία γαρ του τόπου πολλά τοιαύτα ποιεί». «Ορθόδοξοι γυναίκες» επίσης «συνάπτονται τάχα γαμικώς μετά Σαρακηνών ή και αιρεσιωτών».
Παρά τις μεμονωμένες περιπτώσεις εκκλησιαστικής κοινωνίας με τους ετεροδόξους και την διακήρυξη των ανωτέρω απαραδέκτων φρονημάτων από Ορθοδόξους Αρχιερείς καμμία διακοπή εκκλησιαστικής κοινωνίας ή αποτείχισης δεν συνέβη από τους αγίους Πατέρας κατά τον ιβ΄ αιώνα.
            Έπειτα από το οριστικό σχίσμα Ορθοδόξων - Λατίνων (1054) υπήρχε πάντοτε ο πόθος για την επανένωση των δύο πλευρών. Πράγματι, κατά καιρούς αντηλλάγησαν πολλές επιστολές και πραγματοποιήθηκαν αρκετοί Θεολογικοί Διάλογοι (1098, 1113, 1136, 1154, 1169, 1175, 1206, 1214, 1232, 1234, 1250, 1253, 1254, 1272, 1333, 1339, 1366, 1422, 1438). Κατά την περίοδο εκείνη, δηλαδή κατά τους πρώτους αιώνας της β΄ χιλιετίας, συναντώνται διαρκώς και οι Λατινόφρονες ή Ενωτικοί, οι οποίοι αγωνίζονταν «πάση θυσία» να επιτύχουν την ένωση με τους Λατίνους.
Κατά την διάρκεια των Θεολογικών Διαλόγων ορισμένοι Ορθόδοξοι ήταν σε γενικές γραμμές μετριοπαθείς, άλλοι έκαναν διάφορες υποχωρήσεις προς τους Λατίνους, ενώ άλλοι υποστήριζαν ακόμη και τις λατινικές απόψεις. Στον Διάλογο μεταξύ του παπικού Ανσέλμου και του Νικομηδείας Νικήτα το 1136, ο τελευταίος «περί των αζύμων εξεφράσθη μετά τινος μετριότητος ειπών, ότι το επ' αυτώ δεν σκανδαλίζεται αν η ευχαριστία τελήται δι' ενζύμου ή αζύμου άρτου» (Φιλάρετου Βαφείδη Εκκλ. Ιστορία). Ο ίδιος Νικήτας θεωρούσε «ορθότερη την «δι’  Υιού» διδασκαλία» (Β. Φειδά, Εκκλ. Ιστορία) στο θεολογικό πρόβλημα του filioque.
Σύγχρονος του ανωτέρω Νικήτα ήταν και ο Μαρωνείας Νικήτας, αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης. Ο Νικήτας κατά τους Θεολογικούς Διαλόγους του με τους Λατίνους «εδείχθη συμβιβαστικός, υποστηρίξας την πολιτικήν του αυτοκράτορος (Μανουήλ Α΄ του Κομνηνού) και άκρως μετριοπαθής» (Θ.Η.Ε.). Συγκεκριμένα πρότεινε τον εξής συμβιβασμό: «Η μεν Εκκλησία να αναγνωρίσει ως ορθήν την λατινικήν κακοδοξίαν, οι δε Λατίνοι να αφαιρέσουν την προσθήκην του Filioque εκ του Συμβόλου της πίστεως» PG 141). Στα συγγράμματα του Νικήτα στηρίχθηκαν αργότερα οι Λατινόφρονες: Ιωάννης ΙΑ΄ Βέκκος (Γ. Παχυμέρης) και Κωνσταντίνος Μελιτηνιώτης. Κατά τον Θεσσαλονίκης Νείλο Καβάσιλα, ο Νικήτας ήταν «τη δόξη τη περί του Πνεύματος Λατίνοις μεν και σφόδρα οικείος, ημίν δε πολέμιος» (Α. Δημητρακόπουλου, Ορθόδοξος Ελλάς). .
ΕΝΩΤΙΚΕΣ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΕΣ ΚΑΤΑ ΤΟΝ 13ο – 15ο ΑΙΩΝΑ
Κατά τον επόμενο αιώνα (1232) σε Θεολογικό Διάλογο με τους Λατίνους ο περίφημος θεολόγος Νικηφόρος Βλεμμύδης «ακολουθών τον Νικήτα Μαρωνείας επρότεινε μίαν νέαν συμβιβαστικήν φράσιν δια την εκπόρευσιν του αγ. Πνεύματος «εκ τού Πατρός δι' Υιού» (Β. Φειδά, εκκλ. ιστορία). Παρά την συμβιβαστική του τακτική, ο Βλεμμύδης θεωρείται ακραιφνώς Ορθόδοξος από πολλούς Πατέρας της Εκκλησίας (Α. Κυριακού, εκκλ. ιστορία).
            Πρόταση ένωσης των Εκκλησιών έγινε και από τον αυτοκράτορα άγιο Ιωάννη Γ΄ Δούκα Βατάτζη: «Η εμφανής αποδυνάμωση της λατινικής αυτοκρατορίας οδήγησε τον Ιωάννη Γ΄ στο να ελπίσει, όπως και ο Θεόδωρος Α΄ Λάσκαρις πριν από αυτόν, ότι θα μπορούσε να έλθει σε συμφωνία με τον πάπα να επιστραφεί στους Έλληνες η ΚΠολη με αντάλλαγμα την υπόσχεση μελλοντικής ενώσεως των Εκκλησιών. Σχετική πρότασή του διαβιβάσθηκε στον πάπα (Γρηγόριο Θ΄) το 1233 μέσω μερικών Δυτικών μοναχών που είχαν περάσει από τη Νίκαια. Το 1234 ο πάπας έστειλε μια αντιπροσωπεία από δυο φραγκισκανούς και δυο δομινικανούς μοναχούς για να συζητήσει την πρόταση με τον αυτοκράτορα και τον πατριάρχη (Γερμανό Β΄)» (Ιστ. Ελλ. Έθνους, τ. Θ΄ σελ. 86). Κατά το 1253 επίσης, ο ίδιος αυτοκράτορας άγιος Ιωάννης Γ΄ Δούκας Βατάτζης απέστειλε στην Ρώμη τους μητροπολίτας Κυζίκου Γεώργιο και Σάρδεων Ανδρόνικο για να συζητήσουν με τον πάπα Ιννοκέντιο Δ΄ περί της ενώσεως Ορθοδόξων - Λατίνων. Η βυζαντινή αντιπροσωπεία αναγνώρισε δυστυχώς «το παπικό πρωτείο,  το μνημόσυνον του πάπα και το έκκλητον» (Β. Φειδά. Εκκλ. ιστορία). Τις πολύ σοβαρές αυτές υποχωρήσεις αποδοκίμασε τελικά ο νέος αυτοκράτορας Θεόδωρος Β΄ ο Λάσκαρις. Ο ανωτέρω άγιος Ιωάννης είχε επιτρέψει μαζί με τον Πατριάρχη Μανουήλ Β΄ συλλείτουργα μεταξύ Ορθοδόξων και Λατίνων (άγιος Νεκτάριος, τα αίτια του Σχίσματος). «Στο μεταξύ ο Φρειδερίκος, που είχε παλαιότερα δεχθεί πρεσβείες του Θεόδωρου Δούκα, του αδελφού του Μανουήλ και, το 1239, του δεσπότη της Ηπείρου Μιχαήλ Β΄, στράφηκε προς τη Νίκαια και το 1244 πάντρεψε την εξώγαμη κόρη Κωνσταντία με τον άγιο Ιωάννη Βατάτζη, ενώ την ίδια εποχή φρόντισε να παραταθεί η ανακωχή στη Νίκαια και στη λατινική αυτοκρατορία για έναν ακόμη χρόνο. Η Άννα, όπως ονόμασαν οι Έλληνες την Κωνσταντία, δεν έζησε ευτυχισμένη στη Νίκαια. Την εποχή του γάμου της ήταν 12 ετών και ο σύζυγός της 52! Ο πάπας (Ιννοκέντιος Δ΄) αισθάνθηκε φρίκη για το γάμο αυτό, όχι λόγω διαφοράς ηλικίας μεταξύ των δυο συζύγων, αλλά επειδή θεωρούσε τον Βατάτζη σχισματικό και αιρετικό. Ο πατριάρχη πάλι (Μανουήλ Β΄), εκτιμώντας τα διπλωματικά κέρδη, που θα αντλούσε από τον γάμο αυτό, δεν πρόβαλε δογματικές αντιρρήσεις για την τέλεσή του» (ως ανωτέρω, σελ. 89).         Αργότερα ο Πάπας προσπάθησε να υποτάξει πνευματικά τον άγιο Ιωάννη Γ΄ Δούκα Βατάτζη. «Σχετική πρόταση προήλθε από τον πάπα Ιννοκέντιο Δ΄, που, αφού άκουσε τις απόψεις του Βαλδουίνου Β΄ και έκρινε ότι η λατινική κατάκτηση απέτυχε στον τομέα της ενώσεως των Εκκλησιών, ήταν έτοιμος να θέσει τέρμα στο πείραμα της λατινικής αυτοκρατορίας και να αναγνωρίσει το δικαίωμα στους Έλληνες να διαθέσουν δικό τους πατριάρχη και δικό τους αυτοκράτορα στην ΚΠολη, εφόσον θα υποτάσσονταν πνευματικά στους πάπες. Η πρόταση αυτή ήταν δελεαστική για τον Ιωάννη Γ΄ αλλά προσέκρουσε στις αντιδράσεις της ορθοδόξου Εκκλησίας» (ως ανωτέρω, σελ. 90).
 Κατά την ίδια εποχή ο ΚΠόλεως Γερμανός Β΄ ο νέος και η Σύνοδός του επέτρεψαν κατ' οικονομία στους Κυπρίους Επισκόπους να αποδεχθούν «τις δι' αισχροκέρδειαν» απαιτήσεις των Λατίνων, που είχαν καταλάβει την νήσο (επιστολή του ιδίου στους Κυπρίους). Συγκεκριμένα «να διορίζωνται οι διάδοχοι αυτών (των Κυπρίων Επισκόπων) υπό του λατίνου αρχιεπισκόπου, έχοντος και το δικαίωμα να επιδικάζη (έκκλητον) και πάσαν εφεσιβαλλομένην αυτώ υπό ενός των διαδίκων επισκοπικήν απόφασιν» (Κ. Σάθα, Μεσαιωνική βιβλιοθήκη). Ο ίδιος, ενώ στο πλήρωμα της Εκκλησίας της ΚΠολης έλεγε: «Εξορκίζω όλους τους λαϊκούς, όσοι είστε γνήσια τέκνα της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, να φεύγετε όλους τους ιερείς που υπέπεσαν στην υποταγή στους Λατίνους, και μήτε σε εκκλησία, να συγκεντρώνεστε μαζί τους, μήτε να παίρνετε οποιαδήποτε ευλογία από τα χέρια τους. Είναι καλύτερα να προσεύχεσθε στο Θεό στα σπίτια σας μόνοι, παρά να συγκεντρώνεσθε στην εκκλησία μαζί με τους Λατινόφρονες. Ει δ’ άλλως θα υποστήτε την ίδια κόλαση μ’ αυτούς», στο ίδιο τον Πάπα της Ρώμης Γρηγόριο Θ΄ (1232) έγραφε: «ήδη δε και προς σε τον αγιώτατον Πάπαν τον του υψηλοτάτου θρόνου την προεδρίαν λαχόντα, το του λόγου μετατρέπομεν πρόσωπον», «ούτοι τοίνυν οι κατά Θεόν ευτελείς αδελφοί, ούτως ηνωμένοι ομοφροσύνη και ομονοία και αναπληρούντες τον πενταδικόν αριθμόν, εις αγαθόν σημείον ημίν ανεφάνησαν, και εις ελπίδας χρηστάς παρεβάλλοντο, της των πέντε πατριαρχείων συν Θεώ φάναι φιλοχρήστου ενώσεως και ομονοίας», «Καλά γε ταύτα, αγιώτατε και του αποστόλου Πέτρου διάδοχε», «Αλλά σύγνωθι, άγιε δέσποτα και των προτέρων της πρεσβυτέρας Ρώμης αρχιερέων συμπαθέστατε και πραότατε, και ανάσχου ρημάτων δριμύτητος μετεχόντων», «Ουκ αγνοούμεν, ω θειότατε δέσποτα, ότι καθάπερ ημείς οι Γραικοί διισχυριζόμεθα κατά πάντα ορθοδοξείν του και ευσεβείν, και εις μηδέν παρασφάλλεσθαι των αποστολικών δογμάτων και πατρικών. Τον αυτόν δη τρόπον και η της πρεσβυτέρας Ρώμης Εκκλησία περί εαυτής διενίσταται, ως δια το μη οίεσθαι κατά τι σφάλλειν ουδέ θεραπείας χρήζειν λέγειν και διορθώσεως τούτο και παρά της Γραικών Εκκλησίας, και παρά της των Λατίνων λεγόμενον οίδαμεν», «και εν αγίω φιλήματι αλλήλους ασπάσασθαι». (άγιος Νεκτάριος, Τα αίτια του Σχίσματος, τ. Β΄, σελ. 110-117).Παρατηρούμε, ότι ο Γερμανός ομιλεί για την Εκκλησία της πρεσβυτέρας Ρώμης, για την ανάγκη ενώσεως των Εκκλησιών (και όχι επιστροφής της Ρώμης εις την Εκκλησίαν) και οι προσφωνήσεις του προς τον Πάπα, ως «αγιώτατο Πάπα», «διάδοχο του αποστόλου Πέτρου», «άγιο δέσποτα, συμπαθέστατο και πραότατο», «θειότατο δέσποτα», δεν συνάδουν προς τον αντιπρόσωπο του αρχαικάκου όφεως. Άλλη λοιπόν η γλώσσα του Γερμανού στο εσωτερικόν και άλλη στο εξωτερικόν. Θα ισχυρισθεί κάποιος, ότι οι περιστάσεις επέβαλαν την χρήση της διπλωματίας στις σχέσεις των «αδελφών Εκκλησιών». Μήπως όμως οι ίδιες ή άλλες περιστάσεις επιβάλουν και σήμερα τη χρήση της διπλωματικής γλώσσας;
            Το 1253 έγιναν και υποχωρήσεις, ενώ το 1136 και 1234 προτάθηκαν συμβιβαστικές λύσεις από τους Ορθοδόξους, όπως η ρήτρα «το πνεύμα εκπορεύεται εκ πατρός δι’ υιού». Σχίσματα όμως και αποτειχίσεις ένεκα των διαλόγων δεν έγιναν, εκτός κατά τις ψευδοενώσεις του 1274 (Λυών) και του 1439 (Φλωρεντία).
Παρά την ύπαρξη των Ενωτικών, τους πολλούς Θεολογικούς Διαλόγους και τις διάφορες συμβιβαστικές ενέργειες και απόψεις ορισμένων Ορθοδόξων καμμία διακοπή εκκλησιαστικής κοινωνίας δεν συνέβη ούτε έως τα μέσα του ιγ΄ αιώνος από τους αγίους Πατέρας.
Ειδικότερα, ο διδάσκαλος και μεγάλος πολέμιος των Λατίνων, ιερός Ιωσήφ Βρυέννιος, είχε διαλεχθεί με τους Λατίνους για την ένωση. Στο διάλογο μαζί τους κατέκρινε, όσους ήθελαν να ενωθούν με τον Πάπα, παρ’ όλον ότι υπήρχε το πρόβλημα του Φιλιόκβε. Προέτρεπε να γίνει η ένωση με τον σωστό τρόπο, χωρίς να «εκπέσωμεν της προθέσεως» (Τα ευρεθέντα, Θεσ/νίκη 1991, σ. 400). Στον «συμβουλευτικόν λόγον περί της ενώσεως των Εκκλησιών» καταγράφει τρεις τρόπους χειρισμού του θέματος του Filioque: 1/ Θα πρέπει να γίνει αποδεκτή η διδασκαλία των επτά οικουμενικών Συνόδων και να απαλειφθεί από το Σύμβολο της Πίστης η φράση «και εκ του Υιού», κατ’ απόλυτη ακρίβεια. 2/ Θα πρέπει να αντικατασταθεί από το Σύμβολο των Λατίνων η συλλαβή «εκ» δια της συλλαβής «διά», οπότε η επίμαχη φράση γίνεται «εκ του Πατρός διά του Υιού» και τούτο κατ’ οικονομίαν. 3/ Θα μπορεί να παραμείνει στο Λατινικό Σύμβολο η φράση «και εκ του Υιού» με παράλληλη αποδοχή της ορθόδοξης ερμηνείας, γραφομένου Τόμου, στον οποίον θα υπάρχει όρος που θα υπογραφεί από τους Λατίνους, ότι το άγιο Πνεύμα εκπορεύεται υποστατικώς εκ μόνου του Πατρός, ότι δοξάζουμε το άγιο Πνεύμα «ουσιωδώς εκ του Πατρός και του Υιού», ότι το άγιο Πνεύμα υπάρχει από την ουσία των άλλων προσώπων και ότι στη κτίση χορηγείται «εκ του Πατρός δι’ Υιού κατ’ ενέργειαν». Και τούτο «κατά συγχώρησιν άλλως, επ’ ελπίδι τελείας ενώσεως πραττομένη» (Συμβουλευτικός λόγος περί της ενώσεως των Εκκλησιών).
Εκτός αυτών έχουμε και τις ανορθόδοξες, συμβιβαστικές τακτικές των Επισκόπων Κυζίκου και Σάρδεων είκοσι έτη προ της Συνόδου της Λυών. Οι δύο αυτοί Επίσκοποι δεν ήταν φυσικά οι μοναδικοί Λατινόφρονες της εποχής τους. Πράγματι, υπήρχαν και τότε Επίσκοποι, οι οποίοι υποστήριζαν -όπως ακριβώς και οι σημερινοί Φιλενωτικοί- ότι οι δογματικές μας διαφορές με τους Λατίνους είναι ολίγες και επουσιώδεις ή ακόμη και ανύπαρκτες. Στην πραγματικότητα δηλαδή δεν πρόκειται καν περί διαφορών, αλλά περί παρεξηγήσεων που οφείλονται στο διαφορετικό, θεολογικό λεξιλόγιο, περί ποικιλίας θεολογικών εκφράσεων και περί νομίμων προσεγγίσεων στο ένα και μοναδικό, απύθμενο μυστήριο της θείας Αποκαλύψεως.
Το γεγονός αυτό το γνώριζε πολύ καλά ο αυτοκράτωρ Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγος (1259-1282), ο οποίος αγωνίσθηκε με πείσμα για την ένωση Ορθοδόξων - Λατίνων. Σε επιστολή που απέστειλε με ειδική πρεσβεία στον πάπα Ουρβανό Δ΄ το 1263 ο Μιχαήλ «γνωρίζοντας τις  θεολογικές τάσεις ορισμένων «φιλολατίνων ορθοδόξων», δεχόταν την πλήρη συμφωνία των δύο εκκλησιών. Οι διαφορές, ισχυριζόταν, που χωρίζουν τις δύο πλευρές, είναι φαινομενικές. Αποδίδονται δε στην ασυνεννοησία και στα ποικίλα γλωσσικά και μεταφραστικά εμπόδια, τα οποία υπεισέρχονταν κάθε φορά που Έλληνες και Λατίνοι χρειάζονταν να διαλεχθούν πάνω σε θέματα δόγματος. Μ' αυτό τον τρόπο υπερφαλάγγιζε το θεολογικό πρόβλημα του Filioque και αποσιωπούσε στην εκκλησιολογική του ουσία το παπικό πρωτείο. Η ανακάλυψή του, συνέχιζε, οφειλόταν στις διαφωτιστικές διευκρινίσεις, που του παρέσχε ο κομίζων την επιστολή Κοτρώνης Νικόλαος».
Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι ο ίδιος ο λατινόφρονας Επίσκοπος και αρχηγός της Ορθοδόξου πρεσβείας «Νικόλαος μάλλον έλαβε ενεργά μέρος στην σύνταξη» της θεολογικά απαράδεκτης αυτής επιστολής.
Στην εν λόγω επιστολή αναγνωριζόταν επίσης το πρωτείο του πάπα και εκφραζόταν η επιθυμία για υποταγή όλων των Ορθοδόξων πατριαρχείων στην «Μητέρα Εκκλησία της Ρώμης».
Οι θεολογικές θέσεις του Λατινόφρονος Νικολάου «είχαν ως βάση τους την συμφωνία Ελλήνων και Λατίνων στο δόγμα περί της εκπορεύσεως του αγίου Πνεύματος». Μία μάλιστα πραγματεία του περί της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος έγινε πλήρως αποδεκτή από τον πλέον επιφανή λατίνο θεολόγο της εποχής, τον Θωμά Ακινάτη. Αξίζει τέλος να σημειωθεί ότι ο Νικόλαος είχε έλθει προ δεκαετίας σε αντιπαράθεση λόγω των ανορθοδόξων αυτών θέσεών του με τον αυτοκράτορα Θεόδωρο Α΄ Λάσκαρη (1254-1258).
            Αλλά και ο ίδιος ο Εφέσου Μάρκος χαρακτηρίζει τις Εκκλησίες Ανατολής και Δύσης ως «Αδελφές Εκκλησίες», οι οποίες πρέπει με τη βοήθεια του Θεού να συμφιλιωθούν και αποκαταστήσουν την ειρήνη μεταξύ των. Έτσι λέγει: «Επειδή τοίνυν δια της εκφωνήσεως ταύτης (ήτοι του filioque) η αγάπη λυθείσα συνδιέλυσε την ειρήνην και από τούτου το σχίσμα παρηκολούθησε, νυν δε ευδοκία Θεού βουληθείσα η ρωμαϊκή εκκλησία την ειρήνην ανακαλέσασθαι δια της αγάπης ήρξατο τούτο ποιείν, και αύθις η ημετέρα εκκλησία μετά της αυτής αγάπης προσέδραμε προς την αδελφήν αυτής, μάλλον δε προς αδελφάς. ελπίς έστι άχρι τέλους, του Θεού συνεργούντος, επακολουθήσειν και την ειρήνην και τα σκάνδαλα εκ μέσου γενήσεσθαι, και καθάπερ επί των νοσημάτων, επενεχθήσεσθαι την διόρθωσιν» (Acta Graecorum, σ. 52). Επίσης διαλεγόμενος με την προοπτική της αληθινής επανένωσης με τους Λατίνους, τους ωνόμαζε όχι απλά αδελφούς, αλλά φίλους, πατέρες και αγίους (AG σ. 216, Συρόπουλου, Απομνημονεύματα, VIII, 6, σ. 394, IV, 31, σ. 230, επίσης και Φιλάρετος Βαφείδης, Μητροπολίτης Διδυμοτείχου). Την ίδια αναφορά για αδελφούς έκανε και ο Πατριάρχης Ιωσήφ Β΄, όταν έμαθε, ότι ο Πάπας ζήτησε να του φιλήσει τον πόδα: «Ουκ οφείλω εγώ τοιούτον ασπασμόν, αλλ’ επειδή αδελφοί εσμέν, δει περιπτύξασθαι και ασπάσασθαι αλλήλους αδελφικώς» (AG σ. 53) (Γ. Λαρεντζάκη, ο άγιος Μάρκος Ευγενικός και η ενότητα των Εκκλησιών Ανατολής και Δύσεως, σ. 59-61). Επίσης, ο ίδιος ο άγιος συμμετείχε στην εναρκτήρια τελετή-προσευχή στη Φεράρα, αλλά όχι στο συλλείτουργο με τον Πάπα με το τέλος της Συνόδου Φλωρεντίας (πρακτικά συνόδου Φεράρας-Φλωρεντίας, στήλες 475-478), η δε κηδεία και η ταφή του Πατριάρχη Ιωσήφ Β΄ έγινε τον Ιούνιο του 1439 στον ΡΚαθολικό ναό της Santa Maria Novella στη Φλωρεντία παρόντος βέβαια και του αγίου Μάρκου: «Και τη εννάτη ώρα ελάβομεν τον νεκρόν του πατριάρχου και απήλθομεν φορούντες πάντες τας αρχιερατικάς στολάς εν τω ναώ της αγίας Μαρίας της Νοβέλλας και επληρώσαμεν εντός του ναού, πάντα τα της ταφής, και ασπασθέντες κατά το έθος, εθάψαμεν αυτόν εντός του ναού, προς το μέρος του σκευοφυλακίου προς μεσημβρίαν, εποίησαν δε πολλήν τιμήν εις την προπομπήν αυτού οι τε καρδινάλιοι, αρχιεπίσκοποι, και συν αυτοίς οι αυθένται και οι άρχοντες της Φλωρεντίας (…..). Και ετάφη λαμπρώς εν τω μοναστηρίω των μοναχών του σχήματος του αγίου Δομενίκου, εν τω ναώ αυτών, ένθα και ο πάπας ην κατοικών» (Πρακτικά ….. Vol. V, fasc II, σελ. 445 (21-35). Ο ίδιος ο Σύλβεστρος Συρόπουλος (Μέγας Εκκλησιάρχης) αναφέρει, ότι στη λειτουργία που έγινε από τον Πάπα στο ναό του αγίου Γεωργίου Φερράρας, μετά την έναρξη των εργασιών της συνόδου, συμμετείχαν και οι της Ανατολής εκπρόσωποι, καθώς και στις λοιπές λατρευτικές εκδηλώσεις που γίνονταν τόσο στη Φερράρα, όσο και στη Φλωρεντία, όταν μετατέθηκε εκεί η σύνοδος. Ο ίδιος ιστορικός αναφέρει την παρουσία του Ιωσήφ Β΄ σε εσπερινό Λατίνων μοναχών σε δικό τους ναό, τον οποίον μάλιστα ο Ιωσήφ «ερραντίσατο και αυτός δια του ραντιστηρίου εκείνων το δοκείν αγιάσματος». Ας θυμηθούμε επίσης, την προσφώνηση του Εφέσου αγίου Μάρκου στον αιρετικό Πάπα Ρώμης Ευγένιο Δ΄: «Άκουσε σεβάσμιε Πάπα της Ρώμης και διδάσκαλε της Λατινοσύνης…..» και σε άλλη περίπτωση: «Τω Μακαριωτάτω πάπα της πρεσβυτέρας Ρώμης», αλλά και τις προσφωνήσεις του προς τον αυτοκράτορα Ιωάννη Η΄ Παλαιολόγο και τον Πατριάρχη Ιωσήφ Β΄: «Ακούσατε, άγιε αυτοκράτορ κύριε Ιωάννη και άγιε πατριάρχα Ιωσήφ…..» (Ν. Βασιλειάδη, ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός και η Ένωσις των Εκκλησιών, σελ. 91, 93, 245). Είναι απολύτως χαρακτηριστικές οι σχετικές φράσεις του αγίου Μάρκου του Ευγενικού κατά την έναρξη του Θεολογικού Διαλόγου με τους Λατίνους στην Φερράρα το 1438: «Σήμερον τα του Δεσποτικού σώματος μέλη, πολλοίς πρότερον χρόνοις διεσπαρμένα τε και ερρηγμένα προς την ένωσιν αλλήλων επείγεται. Ου γαρ ανέχεται η κεφαλή πάντων Χριστός ο Θεός εφιστάναι διηρημένω τω σώματι... Δια τούτο εξήγειρέ σε τον των Ιερέων αυτού πρωτεύοντα (δηλ. τον πάπα), προς την ημετέραν κλήσιν... Δεύρο δη ουν, αγιώτατε πάτερ, υπόδεξαι τα σα τέκνα... Μέχρι τίνος οι του αυτού Χριστού, και της αυτής πίστεως βάλλομεν αλλήλους και κατατέμνομεν; μέχρι τίνος οι της αυτής Τριάδος προσκυνηταί δάκνομεν αλλήλους;...» (Μοναχού Κάλλιστου Βλαστού, Δοκίμιον ιστορικόν περί του Σχίσματος….., σελ. 135-136). Οι ανωτέρω φράσεις ευγενείας του μεγάλου Ομολογητού δεν ανταποκρίνονται φυσικά με ακρίβεια στις αυστηρές, εκκλησιολογικές του απόψεις, σύμφωνα με τις οποίες οι Λατίνοι ήταν απερίφραστα «αιρετικοί» (Mansi 31A, 885D), και μάλιστα «εκ πολλών χρόνων αποκεκομμένοι (εκ της Εκκλησίας) και σεσηπομένοι και μυρίοις αναθέμασιν υποκείμενοι» (Ανδρόνικου Δημητρακόπουλου, Ορθόδοξος Ελλάς, σελ. 106)). Η παρουσία του αγίου Μάρκου στις συνεδριάσεις της συνόδου Φερράρας-Φλωρεντίας ήταν πλήρης και καθολική σε όλες τις συνεδριάσεις, πλην δυο, όπου του απαγορεύθηκε η συμμετοχή. Έτσι: α/ Στη σύνοδο Φερράρας: Πραγματοποιήθηκαν 14 συνεδριάσεις από 9.4.- 13.12.1438, στις οποίες ΟΛΕΣ συμμετείχε ο άγιος Μάρκος. β/ Στη σύνοδο Φλωρεντίας: Πραγματοποιήθηκαν πολλές συνεδριάσεις από 26.2.- 6.7.1439, στις οποίες όλες παρέστη ο άγιος Μάρκος, εκτός από ΔΥΟ συνεδριάσεις (21.3 και 24.3.1439), στις οποίες του απαγορεύθηκε η συμμετοχή από τον αυτοκράτορα, ο οποίος τον έκλεισε στο κελί του με φρουρά (Ν. Βασιλειάδη, ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός και η ένωσις των Εκκλησιών, σελ. 124). Συμπέρασμα: ο άγιος Μάρκος συμμετείχε σε όλες τις συνεδριάσεις, εκτός από δυο και όχι με δική του υπαιτιότητα. Σε όλες τις άλλες συμμετείχε και από καμία δεν απουσίασε αυτοβούλως. Μπορεί να θρηνούσε και να αλγούσε, για το κατάντημα των ορθοδόξων αρχιερέων, αλλά ήταν υπάκουος στα κελεύσματα του αυτοκράτορα. Επί πλέον Παραδέχτηκε το βάπτισμα των Λατίνων, ως έγκυρο, μετά τη σύνοδο: Στο πρόβλημα του βαπτίσματος των Λατίνων, ο Εφέσου Μάρκος προτιμά την οικονομία, παρότι ακραιφνέστατος Ορθόδοξος στην πίστη, μαρτυρώντας «περί της καθολικής πράξεως της Ορθοδόξου Εκκλησίας», ομολογεί ότι: «χρίομεν τους εξ αυτών (δηλ. των Λατίνων) ημίν προσιόντας….. ως αιρετικούς όντας» (Καρμίρη Ι. Τα Δογματικά….. σ. 981), δηλ. εντάσσει τους Λατίνους ως αιρετικούς στην ομάδα των Αρειανών κ.λπ. της Β΄ Οικουμενικής, παρ’ όλον ότι γνωρίζει τον τύπον του ραντισμού, τον οποίον αποκηρύσσει. Έτσι, ο Ιεροσολύμων Δοσίθεος εμφανίζεται αντίθετος προς τον Εφέσου Μάρκο, καθότι ο τελευταίος δέχεται το βάπτισμα των Λατίνων (δηλ. το ράντισμα). Ο Δοσίθεος λοιπόν το κατ’ ακρίβειαν και ο Μάρκος το κατ’ οικονομίαν.
                Η ύπαρξη και η δράσις των Ενωτικών και Λατινοφρόνων (σημερινών «Οικουμενιστών») επιβεβαιώνεται και κατά την περίοδο προ της ενώσεως με τους αμετανόητους Λατίνους στην Λυών το 1274.
Οι Αποτειχισθέντες. εκμεταλλεύονται την συμβιβαστική αυτή ένωση προβάλλοντας ιδιαίτερα την διακοπή της εκκλησιαστικής κοινωνίας πολλών Ορθοδόξων και κυρίως των Αγιορειτών Οσιομαρτύρων, με όσους την αποδέχθηκαν. Κατακρίνουν μάλιστα τους σημερινούς Αγιορείτες, επειδή δεν μιμούνται (δήθεν) το παράδειγμα των Οσιομαρτύρων και δεν διακόπτουν την εκκλησιαστική κοινωνία με τους σημερινούς Ενωτικούς, Λατινόφρονες και «Οικουμενιστές».
Δυστυχώς για τους Αποτειχισθέντες, το παράδειγμα των αγίων Πατέρων και η Εκκλησιαστική Ιστορία δικαιώνουν πλήρως την στάση των μη Αποτειχισθέντων καταδικάζοντας ταυτόχρονα την δική τους απόσχιση και διασπαστική τακτική. Και τούτο διότι τόσο οι Αγιορείτες Οσιομάρτυρες όσο και οι υπόλοιποι Πατέρες και Ομολογητές εκείνης της εποχής (ΚΠόλεως Ιωσήφ, Ιώβ Ιασίτης, ΚΠόλεως Αθανάσιος, Μελέτιος Γαλησιώτης) διέκοψαν την εκκλησιαστική κοινωνία με τους Λατινόφρονες, μόνο όταν αποφασίσθηκε η ένωση με τους Λατίνους και όχι νωρίτερα. Αντιθέτως, έως τότε (1274) κοινωνούσαν πλήρως μαζί τους επί δεκαετίες, παρά το ότι φυσικά εναντιώνονταν στην τακτική και την θεολογία τους, και προσπαθούσαν να τους οδηγήσουν σε μετάνοια.
Αυτό ακριβώς πράττουν και οι σύγχρονοι Αγιορείτες, οι οποίοι έχουν δηλώσει, ότι «εις περίπτωσιν όμως, καθ ην -ό μη γένοιτο- η ένωσις (με τους Αντιχαλκηδονίους ή τους Παπικούς) θα συντελεσθή παρά την μόνην Αλήθειαν... Το Άγιον Όρος δεν θα αποδεχθή τοιαύτην ψευδή ένωσιν».
Κατά συνέπειαν, όπως μας διδάσκει το παράδειγμα των ανωτέρω αγίων Πατέρων, η απλή ύπαρξη και δράσις των Λατινοφρόνων δεν αποτελεί επαρκή λόγο διακοπής της εκκλησιαστικής κοινωνίας μαζί τους, αλλά μόνο η ένωσή τους με τους εκτός Εκκλησίας αιρετικούς.
Είναι χαρακτηριστικοί οι λόγοι των Αγιορειτών Οσιομαρτύρων προς τον αυτοκράτορα Μιχαήλ Παλαιολόγο ολίγον προ της ενώσεως της Λυών: «Και πώς θα τα ανεχθεί αυτά η ψυχή του Ορθοδόξου και δεν θα απομακρυνθεί αμέσως από την εκκλησιαστική κοινωνία αυτών που μνημόνευσαν τον πάπα», δηλαδή ενώθηκαν μαζί του.
            ΕΝΩΤΙΚΗ ΣΥΝΟΔΟΣ ΛΥΩΝ (1274)
            Στη Σύνοδο αυτή αναγνώσθηκε το σύμβολο Πίστεως ελληνικά και λατινικά με την προσθήκη, οι δε αντιπρόσωποι του αυτοκράτορα του Βυζαντίου Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου έψαλλαν εγκώμια στον Πάπα Γρηγόριο Ι΄, ο οποίος δήλωσε ότι: «….. ο άναξ ούτος, αποβαλών πάσαν φιλονεικίαν, παρεδέχθη εκουσίως τα πρωτεία και την ομολογίαν ημών, οι δε πρέσβεις αυτού παρουσιάσθησαν ενώπιον ημών, ίνα δηλώσωσι την συναίνεσιν του αποστείλαντος αυτούς». Κατόπιν αναγνώσθηκαν τα βασιλικά γράμματα, στα οποία ο αυτοκράτορας ωνόμαζε τον Πάπα, πατέρα πάντων των Χριστιανών και οικουμενικό πρωθιεράρχη και παρακαλούσε σε αντάλλαγμα της αναγνώρισης του πρωτείου, να επιτραπεί στην Εκκλησία της Ανατολής να φυλάττει το Σύμβολο χωρίς την προσθήκη και όλες τις παραδόσεις των Πατέρων μέχρι τώρα.
            Τον όρο της Συνόδου, εκτός από τους παπικούς και τον πάπα Γρηγόριο I΄ υπέγραψαν από την Εκκλησία της ΚΠολης οι: Ανδρόνικος, υιός του αυτοκράτορα Μιχαήλ Η΄, ως εκπρόσωπός του, ο Μ. Λογοθέτης Γεώργιος Ακροπολίτης, ο Νικαίας Θεοφάνης και ο πρώην Πατριάρχης Γερμανός Γ΄, ως εκπρόσωποι του κλήρου της Εκκλησίας της ΚΠολης, σύνολον 35 πρόσωπα, οι υπογράψαντες δε ανέφεραν τους τίτλους τους παραβλέποντας το όνομά τους. Τα υπόλοιπα Πατριαρχεία δεν μετείχαν. Ο όρος της ενώσεως περιλάμβανε: 1/ την αναγνώριση του πρωτείου, 2/ την προσθήκη του Φιλιόκβε, 3/ την αποδοχή των αζύμων και 4/ την αποδοχή του καθαρτηρίου. Ο Πατριάρχης Ιωσήφ Α΄ αρνήθηκε να υπογράψει. Ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Η΄ κατεδίωξε, όσους αντετάχθησαν στην ένωση με φόνους, τυφλώσεις, αποτομές γλώσσας και εξορίες, ο δε Πατριάρχης κλίσθηκε σε μοναστήρι. Ο νέος Πατριάρχης Ιωάννης ΙΑ΄ Βέκκος (1275-1282) συγκάλεσε σύνοδο στις Βλαχέρνες το 1277, με την παρουσία αντιπροσώπων του Πάπα, η οποία επικύρωσε τις αποφάσεις της Λυώνος. Η σύνοδος της Λυώνος μετέτρεψε το Βυζάντιο σε παπικό προτεκτοράτο (αγ. Νεκταρίου, τα αίτια του Σχίσματος, τ. Β΄, σελ. 137-140).
            ΕΝΩΤΙΚΗ ΣΥΝΟΔΟΣ ΦΛΩΡΕΝΤΙΑΣ (1439)
            Η Σύνοδος ξεκίνησε στη Φερράρα στις 9.4.1438 και ολοκληρώθηκε στη Φλωρεντία στις 6.7.1439 με την υπογραφή του Όρου, όπου αναγνωρίσθηκε το πρωτείο του Πάπα και η προσθήκη στο Σύμβολο. Όταν υπέγραψε ο πάπας Ευγένιος Δ΄ τον όρο της Συνόδου, ήταν ήδη καθαιρεμένος από τους Λατίνους Επισκόπους της Συνόδου της Βασιλείας (25.6.1439)!
            Μέσα στον «Όρο» της τελευταίας αποτυχημένης «ενωτικής» Συνόδου του 1439 επισημαίνεται το πρωτείο εξουσίας του Πάπα: «Έτι ορίζομεν την αγίαν αποστολικήν καθέδραν και τον ρωμαϊκόν αρχιερέα εις πάσαν την οικουμένην το πρωτείον κατέχειν, αυτόν τε τον ρωμαϊκόν αρχιερέα διάδοχον είναι του μακαρίου Πέτρου του κορυφαίου των αποστόλων, και αληθή τοποτηρητήν του Χριστού, και πάσης της Εκκλησίας κεφαλήν, και πάντων των χριστιανών πατέρα και διδάσκαλον υπάρχειν, και αυτώ εν τω μακαρίω Πέτρω του ποιμαίνειν και διευθύνειν και κυβερνάν την Καθολικήν Εκκλησίαν υπό του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού πλήρη εξουσίαν παραδεδόσθαι, καθ’ όν τρόπον και εν τοις πρακτικοίς των οικουμενικών συνόδων και τοις ιεροίς κανόσι διαλαμβάνεται».
            Τον όρο της Συνόδου υπέγραψαν:
            Από τον Παπισμό.
           Ο επίσκοπος Ρώμης Ευγένιος Δ΄, οκτώ Καρδινάλιοι, δύο Πατριάρχες, δύο Επίσκοποι αντιπρόσωποι της Βουργουνδίας, οκτώ Αρχιεπίσκοποι, πενήντα Επίσκοποι, τέσσερις προϊστάμενοι θρησκευτικών ταγμάτων, Σαράντα ένας Ηγούμενοι μονών, Ένας Αρχιδιάκονος, Σύνολο υπογραψάντων 117.
            Από την Ορθόδοξη Εκκλησία
            Ο βασιλεύς και αυτοκράτωρ Ρωμαίων Ιωάννης Η΄ Παλαιολόγος, 20 Επίσκοποι, 5   τιτλούχοι της Εκκλησίας, 3 Ι. Μονές του αγίου Όρους, 3 άλλες Ι. Μονές, διάφοροι επιτηρητές, σύνολο υπογραψάντων (μετά των τόπον εχόντων) 38:
Ο Ηρακλείας και τόπον επέχων του πατριάρχου Αλεξανδρείας Αντώνιος
Ο Μ. Πρωτοσύγκελλος και τόπον επέχων του πατριάρχου Αλεξανδρείας Γρηγόριος
Ο Κιέβου και πάσης Ρωσίας και τόπον επέχων του πατριάρχου Αντιοχείας Ισίδωρος
Ο Μονεμβασίας και τόπον επέχων του πατριάρχου Ιεροσολύμων Δοσίθεος
Ο Τραπεζούντος Δωρόθεος
Ο Κυζίκου Μητροφάνης
Ο Νικαίας Βησσαρίων
Ο Νικομηδείας Μακάριος
Ο Λακεδαίμονος Μεθόδιος
Ο Τυρνάβου Ιγνάτιος
Ο Μυτιλήνης και τόπον επέχων του Σίδης Δωρόθεος
Ο Μολδοβλαχίας και τόπον επέχων του Σεβαστείας Δαμιανός
Ο Αμασείας Ιωάσαφ
Ο Ρόδου Ναθαναήλ
Ο Δρίστρας Κάλλιστος
Ο Μελενίκου Ματθαίος
Ο Γάνου Γεννάδιος
Ο Δράμας Δοσίθεος
Ο Αγχιάλου Σωφρόνιος
Ο μέγας σακελλάριος και διάκονος Χρυσοκκόκου Μανουήλ δια χειρός του Νικαίας Βησσαρίωνος
Ο Μ. Σκευοφύλαξ Διάκονος Θεόδωρος Ξανθόπουλος
Ο Μ. Χαρτοφύλαξ και Αρχιδιάκονος Μιχαήλ Βαλσαμών
Ο Μ. Εκκλησιάρχης και Δικαιοφύλαξ Διάκονος Σίλβεστρος Συρόπουλος
Ο Πρωτέκδικος Διάκονος Γεώργιος ο Καππάδοκας
Ο Επίσκοπος Smireny Avraamio sondajaloky podmisoniou
Ο τοποτηρητής Μολδοβλαχίας π. Κωνσταντίνος
Ο εκκλησιάρχης Ι. Μονής Μ. Λαύρας Μωυσής
Ο τοποτηρητής της Ι. Μονής Βατοπαιδίου Δωρόθεος
Ο καθηγούμενος της Ι. Μονής Χριστού του Παντοκράτορος Γερόντιος
Ο προηγούμενος της Ι. Μονής Περιβλέπτου Αθανάσιος
Ο καθηγούμενος της Ι. Μονής Μ. Βασιλείου Γερμανός
Ο ηγούμενος της Ι. Μ. Αγίου Παύλου Παχώμιος
            Τον όρο της Συνόδου δεν υπέγραψαν:
            Ο μετέχων Εφέσου Μάρκος, ο Σταυρουπόλεως Ησαΐας, καθότι έφυγε κρυφά για Βενετία, ο Ιβηρίας (δεν αναφέρεται το όνομα), ο οποίος είχε σχεδόν παραφρονήσει από την όλη κατάσταση και έφυγε κρυφά και ο Ιωάννης Ευγενικός (αδελφός του Εφέσσου). Σύνολο μη υπογραψάντων 4.
                Τον όρο της Συνόδου δεν δέχθηκαν τελικά οι Εκκλησίες της Ανατολής, όπως της Ρωσίας (1441), των Ιεροσολύμων (1443) και της ΚΠολης (1450 και 1482) ((ΠΗΓΗ: Μητροπολίτη Πισιδίας Μεθόδιου: «ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ ΛΑΤΙΝΟΙ» σελ. 359-372 και Ν. Βασιλειάδη. «Ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός και η ένωσις των Εκκλησιών», σελ. 140-150 και 183-185).
            ΑΝΟΧΗ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΕΝΑΝΤΙ ΤΩΝ ΛΑΤΙΝΩΝ
Η εκκλησιαστική ιστορία καταγράφει συμμετοχές Ορθοδόξων και ΡΚαθολικών σε λειτουργίες, έτσι: Στη Σύνοδο της Φλωρεντίας, ΡΚαθολικοί Βενετοί (δηλ. αιρετικοί) παρακολούθησαν Ορθόδοξη λειτουργία σε ΡΚαθολικό ναό στη Βενετία τον Φεβρουάριο του 1438, η δε κηδεία και η ταφή του Πατριάρχη Ιωσήφ Β΄ έγινε τον Ιούνιο του 1439 στον ΡΚαθολικό ναό της Santa Maria Novella στη Φλωρεντία παρόντος βέβαια και του αγίου Μάρκου. Μετά την υπογραφή (πλην του Εφέσου) του «Όρου» της Συνόδου Φλωρεντίας, τελέσθηκε πανηγυρική θ. λειτουργία στον παπικό ναό της Φλωρεντίας Santa Maria dei Fiore  στις 6.7.1439, όπου χοροστάτησε ο Πάπας Ευγένιος Δ΄ και ανεγνώσθη το σύμβολο με την προσθήκη. Μετά το πέρας όλοι οι υπογράψαντες, μαζί με τον Ιωάννη Η΄ Παλαιολόγο παρέλασαν εμπρός από τον θρόνο του Πάπα και έκλιναν εμπρός του το γόνυ σε ένδειξη σεβασμού και υποταγής. Αλλά και στις 17.9.1439 έχουμε Ορθόδοξη λειτουργία στον παπικό ναό του αγίου Μάρκου της Βενετίας με την παρουσία παπικών αρχόντων και πλήθους Λατίνων. Στη λειτουργία αυτή, ευτυχώς, διαβάστηκε το Σύμβολο χωρίς την προσθήκη και δεν μνημονεύθηκε ο Πάπας. Αλλά και ο άγιος Μάρκος Ευγενικός συμμετείχε στην εναρκτήρια τελετή-προσευχή στη Φεράρα, αλλά όχι στο συλλείτουργο με τον Πάπα με το τέλος της Συνόδου Φλωρεντίας (πρακτικά συνόδου Φεράρας-Φλωρεντίας, στήλες 475-478). Έκτοτε, οι συλλειτουργίες ανά τους αιώνες είναι πάρα πολλές, χωρίς βέβαια αυτό να καταργεί τους σχετικούς κανόνες ή να αποτελεί παράδοση για τις σημερινές συλλειτουργίες.
Εκτός των ανωτέρω κανονικών παρεκκλίσεων από τους Ι. Κανόνες της Εκκλησίας, χάριν της οικονομίας, υπάρχουν και άλλες παρεκκλίσεις, που δεν μπορούν να δικαιολογηθούν ούτε και με την παραχώρηση αυτή. Έτσι, έχουμε περιπτώσεις υπερβάσεων Κανόνων από τον Αχρίδος Δημήτριο Χωματιανό και τον κανονολόγο Κίτρους Ιωάννη:
α/ κατά τον Αχρίδος Δημήτριο (τέλος του 12ου αιώνα):
- Είναι αποδεκτή η χειροτονία Ορθοδόξου κληρικού από αιρετικό Επίσκοπο (Ρ-Π Σύνταγμα, Ε΄, σελ. 433-434).
- Ορθόδοξοι κληρικοί και λαϊκοί μπορούν να προσεύχονται σε Ναό Λατίνων (ως ανωτέρω, σελ. 435)
- Επιτρέπεται η μετάδοση της Θ. Κοινωνίας σε Λατίνους (ως ανωτέρω, σελ. 435).
- Δεν προτείνεται το κοινό ποτήριο, ένεκα παράβασης εθίμου! (ως ανωτέρω, σελ. 433). 
- Η μόνη σοβαρή διαφορά με τους Λατίνους είναι η προσθήκη. Οι λοιπές διαφορές, που αφορούν έθιμα δεν μπορούν να μας διασπάσουν (ως ανωτέρω, σελ. 433).
- Οι Λατίνοι δεν θεωρούνται αιρετικοί (ως ανωτέρω, σελ. 431).
β/ κατά τον Κίτρους Ιωάννη, κανονολόγο (12ος αιώνας):
- Μπορούν να ενταφιάζονται Ορθόδοξοι σε Ναούς Λατίνων και να ψάλλεται η εξώδιος ακολουθία από Ορθόδοξους και Λατίνους κληρικούς μαζί (ως ανωτέρω, σελ. 403-404, PG 119, 961).
- Δεν θεωρεί τους Λατίνους αιρετικούς, ούτε καν σχισματικούς!
            Προσθήκη στο Σύμβολο
            Οι παπικοί πρόσθεσαν το filioque επίσημα στο Σύμβολο Πίστης το 1009, αλλά οι Πατριάρχες της Ανατολής δεν έκοψαν κοινωνία, ούτε διέγραψαν το όνομα του Πάπα από τα Δίπτυχα μέχρι το 1054. «Οι Ανατολικοί οικονομικώς, σεσιγήκασιν επί πολύν καιρόν, οιόμενοι τους Ιταλούς προς τα κρείττω μετακινήσαι τας καινοτομίας αυτών, μείναντας δε εν τη οικεία πεισμονή, απέβαλον αυτούς της εκκλησιαστικής ενώσεως» (Δωδεκάβιβλος, βιβλ. Στ΄, κεφ. ζ΄, παρ. θ΄). Βέβαια, η προσθήκη είχε ξεκινήσει με τη Σύνοδο του Τολέδο το 589 επί Πάπα Πελάγιου Β΄ σε μια περιοχή της καθόλου Εκκλησίας, την Ισπανία, η δε Εκκλησία το ανέχθηκε επί 4 και πλέον αιώνες!
            Αποδοχή απαιτήσεων Λατίνων στην Κύπρο
            Η Κυπριακή Εκκλησία, κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας, βρέθηκε σε οικτρή θέση. Την περίοδο αυτή, ο ΚΠόλεως Γερμανός Β΄ (1222-1240) και η Σύνοδος του Πατριαρχείου επέτρεψαν κατ’ οικονομίαν στους Κυπρίους επισκόπους να αποδεχθούν τις απαιτήσεις των Λατίνων, δηλ. «να διορίζωνται οι διάδοχοι αυτών υπό του Λατίνου αρχιεπισκόπου, έχοντος και το δικαίωμα να επιδικάζη (έκκλητo) και πάσαν εφεσιβαλλομένην αυτώ υπό ενός των διαδίκων επισκοπικήν απόφασιν» (Σάθα, Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη, Βενετία 1873, τομ. Β΄, σ. πε΄). Το πλήρωμα της Εκκλησίας εξηγέρθηκε για την απόφαση της Συνόδου, εισέβαλε στην αίθουσα και ανάγκασε τη Σύνοδο να ανακαλέσει την απόφαση αυτή. Η συμπεριφορά των Κυπρίων Ιεραρχών ανάγκασε το Πατριαρχείο να διακόψει τις κανονικές σχέσεις με την Κυπριακή Εκκλησία. Το 1405 στάλθηκε στην Κύπρο από το Πατριαρχείο ο Ιωσήφ Βρυέννιος, μετά από αίτημα των Κυπρίων Ιεραρχών, οι οποίοι ζητούσαν την επανάληψη των κανονικών σχέσεων. Η κατάσταση στην Εκκλησία της Κύπρου ήταν τέτοια, που ο Βρυέννιος πρότεινε, στη Σύνοδο του Πατριαρχείου το 1412, την μη αποκατάσταση της κοινωνίας με την Εκκλησία αυτή, καθότι διαπίστωσε, ότι η Κύπρος είχε υποδουλωθεί εκκλησιαστικά στους Φράγκους Επισκόπους ήδη από το 1280 με τη «Βούλα» του πάπα Αλέξανδρου Δ΄, με την οποίαν εγκαθίσταντο Λατίνοι Επίσκοποι, ως οι πραγματικοί ποιμένες της Κύπρου, οι δε Ορθόδοξοι Επίσκοποι μόλις και μετά βίας γινόντουσαν ανεκτοί! Οι Ορθόδοξοι Κύπριοι αναγνώρισαν τον Πάπα «εγγράφως και μεθ’ όρκου» ως αγιώτατον «και μόνον διάδοχον αληθή» του αποστόλου Πέτρου και έδιναν υπόσχεση, ότι θα έχουν υπακοή «παρά πάσαν αυτών την ζωήν» εις αυτόν και τους Επισκόπους του. Όταν δε οι Λατίνοι Επίσκοποι ωδηγούσαν τον Ορθόδοξον Επίσκοπο στην Επισκοπή του, του έλεγαν: «Λάβε την Εκκλησίαν ταύτην, ην εγχειρίζεται σοι δι’ ημών ο δείνα των Λατίνων Επίσκοπος, υποψήφιε»! Μετά από όλα αυτά, ο Βρυέννιος υποστηρίζει με σταθερότητα, ότι η των Κυπρίων Εκκλησία δεν είναι πλέον αυτόνομος, «αλλ’ υποτεταγμένη ετέρα κατά πολλά» και εισηγείται το «αδύνατον» της αποκατάστασης της κοινωνίας μεταξύ των δυο Εκκλησιών.
            ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΧΩΡΟΣ ΚΑΙ ΛΑΤΙΝΟΙ
            Γενική θεώρηση
            Ο Ελλαδικός χώρος παρέμεινε, κατά την δισχιλιετή εκκλησιαστική ιστορία, άμεσα ή έμμεσα επί 1300 χρόνια υπό παπική κυριαρχία. Ειδικά κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας, ο ελλαδικός χώρος, καίτοι ανήκε τυπικά στο Πατριαρχείο της ΚΠολης, ουσιαστικά τελούσε υπό παπική κατοχή, οι δε Ορθόδοξοι Επίσκοποι, είτε εκδιώχθηκαν, είτε υπετάγησαν, το δε Ορθόδοξο ποίμνιο ακολούθησε τη μοίρα των Επισκόπων του. Ο χώρος αυτός διαιρέθηκε σε Αρχιεπισκοπές και Επισκοπές, υπόλογες στον Πάπα της Ρώμης. Τη μοίρα αυτή ακολούθησε και ο νησιώτικος χώρος και πιο επιτακτικά ο Κυπριακός χώρος, όπου συνέβησαν και τραγικά γεγονότα βίαιου προσηλυτισμού. 
            Η κατοχή ακόμη και της ίδιας της ΚΠολης επέτρεψε στους Παπικούς να πλημμυρήσουν την πρωτεύουσα και τις περιοχές που αυτοί ήλεγχαν και εφάρμοσαν ευρείας κλίμακας προσηλυτισμό εξαναγκαστικά ή δελεαστικά. Αυτή η κατάσταση ώθησε πολλούς να υποκύψουν στον πειρασμό και να θελήσουν να εκμεταλλευτούν από τα οφέλη, που πρόσφερε ο Παπισμός (θέσεις, σπουδές, χρήματα, κ.ά.), τα οποία στερούντο οι πληθυσμοί, τόσο στην περίοδο της Φραγκοκρατίας, όσο και στην περίοδο της Τουρκοκρατίας, όπου για να γλιτώσουν από το νέο δυνάστη συχνά κατέφευγαν στην αγκαλιά του Παπισμού και στα προνόμια, που είχε αποκτήσει και την ελευθερία κινήσεων που διέθετε. Ορισμένοι, για να αποφύγουν και τους δυο δυνάστες έριξαν το βλέμμα τους στον Ορθόδοξο ρωσικό χώρο, ο οποίος από την πλευρά του φρόντισε να καλύψει το κενό και πολλές φορές προσπάθησε και αυτός να επιβληθεί στον Πατριαρχικό χώρο, ως μια νέα πραγματικότητα, που δεν υπαγόταν σε ξένους δυνάστες και να παίξει το ρόλο της 3ης Ρώμης (μετά την Παλαιά και την υπόδουλη Νέα).
Ο προσανατολισμός των Ελλήνων προς το ομόδοξο κράτος του βορρά (Ρωσία)  επιταχύνεται ασφαλώς από την ένταση του ανταγωνισμού των Καθολικών και Διαμαρτυρομένων στην Ανατολή, ιδίως ύστερ’ από την σύνοδο του Trento. Με την άνοδο του Γρηγορίου ΙΓ’ (1572-1585) στον παπικό θρόνο, οι αγώνες των Χριστιανών εναντίον των Τούρκων μπαίνουν σε δεύτερη μοίρα. Ο δραστήριος ποντίφηκας ενδιαφέρεται προ πάντων ν’ αναχαιτίσει την εξάπλωση του λουθηρανισμού.
Η προπαγανδιστική εργασία των Ιησουιτών στην Εγγύς Ανατολή και προ πάντων στις ελληνικές χώρες, που αποτελούσαν την κύρια εστία της Ορθοδοξίας, δεν αποτελούσε παρά μέρος ενός γενικότερου σχεδίου, μέσα στο οποίο σημειωνόταν ως στόχος όλη σχεδόν η Ανατολική Ευρώπη, η Πολωνία, η Τσεχία, η Σλοβακία κ.λπ., η Ρωσία, Τρανσυλβανία, Βλαχία και Μολδαβία, καθώς και οι άλλες βαλκανικές χώρες. Σε όλες αυτές εργάζονταν δραστήρια οι ΡΚαθολικοί, για την επιτυχία των σκοπών τους, για την επιβολή δηλαδή των αποφάσεων της συνόδου της Φλωρεντίας και του πρωτείου του Πάπα. Πολλοί τότε λαϊκοί και κληρικοί δέχθηκαν την Ουνία και υπέγραψαν την σχετική ομολογία πίστης.
Οι δυτικοί λοιπόν μοναχοί στην Εγγύς Ανατολή βρίσκονται εμπρός σε μεγάλα προβλήματα της χριστιανοσύνης. Το σπουδαιότερο όμως είναι το πρόβλημα των Ορθοδόξων, των «αιρετικών», όπως τους ονομάζουν. Οι μισσιονάριοι δεν ανέχονται την ύπαρξη διαφορετικού δόγματος από εκείνο, στο οποίο πιστεύουν οι ίδιοι, και γι’ αυτό θέλουν να συνεγείρουν τους πιστούς σε μια νέου είδους σταυροφορία. Πρέπει να καταστείλουν τις αιρέσεις και να σώσουν τις ψυχές των «σχισματικών». Τα αμαρτήματά τους είναι πολλά, ανάμεσα στα οποία και η σιμωνία, η αχίλλεια φτέρνα της ορθόδοξης Εκκλησίας, φαινόμενο που παίρνει μεγάλη έκταση στα χρόνια της τουρκοκρατίας.
Κυπριακή Εκκλησία και Λατίνοι
Η Κυπριακ Εκκλησία υπέστη τον βαρύ ζυγό του Παπισμού επί σχεδόν 380 χρόνια, από της εποχής των Λουζινιανών βασιλέων κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας μέχρι την περίοδο της Τουρκοκρατίας (1191-1571). Σχεδόν όλο αυτό το διάστημα, ο Παπισμός θα την υποχρεώσει διά της βίας σε τελεία αποκοπή της από την κοινωνία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας και θα της επιβάλλει ταπεινώσεις, εξευτελισμούς, διωγμούς, εξορίες,  ακόμη δε και μαρτυρικούς θανάτους. Από τις πρώτες κιόλας ημέρες των Λουζινιανών βασιλέων της Κύπρου, χρονολογείται η εγκατάσταση των πολυωνύμων παπικών ταγμάτων, όπως των Καρμελητών, Βενεδικτίνων, Δομινικανών, Φραγκισκανών και άλλων, τα οποία θα εργασθούν πυρετωδώς, για τον εκλατινισμό της Νήσου.
Την εποχή εκείνη η Ορθόδοξη Κυπριακή Εκκλησία αριθμούσε τουλάχιστον 14 επισκοπές, κατ’ άλλους δε ιστορικος περισσότερες. Το 1215 όμως περιορίσθηκε ο αριθμός των ελληνικών επισκοπών μόνον σε 4, όσες δηλαδή και των Λατίνων στη Λευκωσία, Πάφο, Λεμεσό και Αμμόχωστο και παραχωρήθηκε στο Λατίνο επίσκοπο Λευκωσίας ο τίτλος του Αρχιεπισκόπου, ώστε να μεταφερθούν όλα τα πνευματικά σκήπτρα, που μέχρι στιγμής κατείχε ο ελληνικός κλήρος, στους παπικούς. Ο ακρωτηριασμός αυτός της Ορθοδόξου Ιεραρχίας θα έχει επιπτώσεις στην υπόλοιπη ζωή της Κυπριακής Εκκλησίας και μετά τη λήξη της Λατινοκρατίας και μέχρι σήμερα. Η Σύνοδος μη ούσα πλέον «υπερτελής», το Αυτοκέφαλο της Κυπριακής Εκκλησίας δεν θα μπορέσει πλέον να εφαρμοσθεί αυτοδύναμα, αλλά σε κάθε σοβαρό πρόβλημα θα γίνεται αίτηση παρεμβάσεως και συμμετοχής άλλων Ορθοδόξων Εκκλησιών. Ολίγον κατ’ ολίγον οι εναπομείναντες 4 Ορθόδοξοι Επίσκοποι, καθίστανται απλώς βικάριοι και χωροεπίσκοποι των Λατίνων επισκόπων. Οι Επισκοπές τους βρίσκονται σε άσημα χωριά και κανείς Επίσκοπος, Ιερέας ή Ηγούμενος δεν δικαιούται να αναλάβει τα καθήκοντά του, χωρίς τη ρητή άδεια του Λατίνου επισκόπου. Οι Έλληνες Ιεράρχες έπρεπε να λάβουν το ωμοφόριο από τα χέρια του Λατίνου Αρχιεπισκόπου, αφού προηγουμένως γονυπετούσαν μπροστά του, του φιλούσαν το χέρι και έδιναν όρκο πίστεως και υποταγής σε αυτόν και στον Πάπα. Ο Ορθόδοξος κλήρος ήταν απλά ανεκτός, χωρίς όμως καμία ουσιαστική εκκλησιαστική εξουσία.  Έτσι, όχι καν Αυτοκέφαλο δεν υπήρχε αλλά προέκυψε και θέμα αποκοπής της Κυπριακής Εκκλησίας από τις υπόλοιπες Ορθόδοξες Εκκλησίες, για τις οποίες μία τέτοια πρακτική ήταν αδιανόητη.
Μπροστά σε αυτό το αδιέξοδο, ο Επίσκοπος Σολέας Λεόντιος και ο Ηγούμενος Λεόντιος της Μονής των Αψινθίων, που σήμερα δεν υπάρχει πλέον, απευθύνθηκαν στον Πατριάρχη ΚΠόλεως Γερμανό Β’ (1222-40), εδρεύοντος στη Νίκαια, ζητούντες συνοδική οδηγία του τρόπου με τον οποίον όφειλαν ν᾿ αντιμετωπίσουν την παπική λαίλαπα.  Η Σύνοδος έλαβε υπ᾿ όψη την κρίσιμη των πραγμάτων περίσταση και ο Πατριάρχης απέστειλε την Α΄ προς Κυπρίους επιστολή του, που έκρινε προσφορότερο να οικονομήσουν το πράγμα, δι᾿ υπομονής άχρι καιρού: «συγγνωστέον της τοιαύτης οικονομίας ή μάλλον ειπείν υποκρίσεως και ακαταιτίατον λογισθήσονται». Δημιουργήθηκε όμως μεγάλος θόρυβος και ταραχή, διότι και από άλλες ελληνικές χώρες άρχισαν να καταφθάνουν και να καταγγέλλουν τις αγριότητες, τους εξευτελισμούς και τους διωγμούς των Λατίνων. Έτσι, η Σύνοδος του 1223 αποστέλλει προς τους Κυπρίους άλλη επιστολή, όπου εντέλλεται, ότι οφείλουν να υπερασπισθούν του πατρίου δόγματος μέχρι θανάτου και να αποπτύσουν την δια χειραψίας υποταγή, επειδή ουδεμία οικονομία συγχωρεί το «κοινωνείν ακοινωνήτοις», έθετε δε ορισμένα όρια, μέχρι που μπορεί να φθάσει η οικονομία αυτή «εν εσχάτη ανάγκη». Το 1229, ο Πατριάρχης Γερμανός Β’ αποστέλλει και δευτέρα επιστολή προς τους Κυπρίους, όπου επεξηγεί αυτό που παραπάνω αναφέρουμε, ότι μόνος Αρχηγός της Εκκλησίας είναι ο Χριστός και κανένας Πάπας Πατριάρχης, «ο δε γε ιταλικός τύφος τούτο ου βούλεται, ουδ᾿ ανέχεται τον Χριστόν κεφαλήν και είναι και ονομάζεσθαι» και κολαφίζει τους παπιστές για τις διάφορες πλάνες τους. Προσθέτει δε, ότι οι πιστοί δεν μπορούν να πάρουν ευλογία από ιερείς που κοινώνησαν με τους παπικούς, ένας δε τέτοιος ιερέας, για να συγχωρεθεί, πρέπει να πάει ενώπιον του Λατίνου Αρχιεπισκόπου και παρουσία του να αποπτύσει την λατινική πλάνη. Καθησυχάζει δε τους πιστούς λέγοντας, ότι οι αφορισμοί που θα εξέφραζαν εναντίον τους οι Λατίνοι κληρικοί, είναι τελείως άκυροι και γυρίζουν πάνω στα δικά τους κεφάλια. Τραγικό παράδειγμα της παπικής αλαζονείας, αδιαλλαξίας και μισαλλοδοξίας των παπικών ιεροεξεταστών, την περίοδο αυτή που οικοδομούσαν ογκώδεις και μεγαλοπρεπείς επιβλητικούς καθεδρικούς ναούς, προς εντυπωσιασμό των απλουστέρων, είναι και το μαρτύριο των δεκατριών Οσιομαρτύρων της Παναγίας της Καντάρας του Δωδεκαδακτύλου της Κύπρου, από τον Φράγκο Αρχιεπίσκοπο Ευστόργιο και τον μετέπειτα επίσκοπο της Άβιλα της Ισπανίας, Ανδρέα. Οι περιπέτειες με τους Λατίνους δεν σταμάτησαν παρά μόνο με την κατάληψη της Κύπρου από τους Τούρκους.
Προσηλυτισμός μετά την Άλωση
Ο προσηλυτισμός των Ορθοδόξων από τους Λατίνους μετά την Άλωση υπήρξε έντονη. Έτσι έχουμε και κάποιες αντιδράσεις: 1.- Αντίδραση των Κρητικών στην αποδοχή του Φλωρεντινού όρου της ένωσης και γενικά στην προπαγάνδα της ΡΚαθολικής «εκκλησίας». 2.- Η θέση των Ορθοδόξων στα Επτάνησα, Βενετία και στην Κάτω Ιταλία  και Σικελία. Έτσι έχουμε:
          1/ Λατίνοι στα Επτάνησα
          Οξύτητα στις σχέσεις Ορθοδόξων-ΡΚαθολικών συναντούμε συχνά στην βενετοκρατούμενη Επτάνησο, όπου ο ΡΚαθολικός κλήρος καταπιέζοντας την θρησκευτική συνείδηση των Ορθοδόξων προκαλούσε την αγανάκτησή τους και γεννούσε «immortale odium copta Latinos». Στα Επτάνησα, όπου δεν υφίσταται ή έχει καταργηθεί η θέση του Ορθοδόξου Επισκόπου, παρουσιάζεται ο πρωτοπαπάς, όπως και στην Κρήτη. Στα χωριά της Ζακύνθου υπήρχαν 200 περίπου εκκλησίες και 7 μοναστήρια με 200 μοναχούς. Οι παπάδες σε όλο το νησί ήταν 150, με επικεφαλής τον πρωτοπαπά, πού έδρευε στην πόλη ως αντιπρόσωπος του Eπισκόπου, πού συνήθως έμενε στην Κεφαλληνία. Και στην Κεφαλληνία βρίσκονται ελάχιστοι δυτικοί. Το κυρίαρχο στοιχειό ήταν οι ορθόδοξοι, 90.000 περίπου κάτοικοι, μοιρασμένοι σε 200 κωμοπόλεις και χωριά. Η υπερέχουσα θέση της δυτικής «εκκλησίας» και η επιβολή του ξένου καθολικού κυριάρχου είχαν επιδράσεις στην αρχιτεκτονική των ναών, στην εσωτερική τους διακόσμηση, καθώς επίσης και στην αποδοχή από τούς Ορθοδόξους ορισμένων δυτικών τύπων κατά τις θρησκευτικές λειτουργίες και τελετές. Έτσι π.χ. τα μικρά αλτάρια (βωμοί), οι επιτάφιοι, ο ημίγλυφος Εσταυρωμένος, τα ικρία (palchi-πάρκα) και άλλα πολλά αποτελούν νεωτερισμούς πού εισάγονται κατά την εποχή της βενετοκρατίας. Ακόμη, σε ορισμένα νησιά, ο Ορθόδοξος κλήρος έπαιρνε μέρος στην λαμπρή λιτανεία της Αγ. Δωρεάς (festum corporis Domini), στις εκκλησίες πολλών ορθοδόξων υπήρχαν ιερά βήματα των δυτικών (αλτάρια), όπου λειτουργούσαν συγχρόνως οι ιερείς και των δύο δογμάτων. Οι Έλληνες, αν δεν είχαν ιερέα στον τόπο τους, προσεύχονταν στις ΡΚαθολικές εκκλησίες, εξομολογούνταν στους πνευματικούς των και έπαιρναν απ' αυτούς τη Θεία μετάληψη. Τα μεικτά συνοικέσια ευλογούνταν άλλοτε από τούς Ορθοδόξους και άλλοτε από τούς Λατίνους κ.ά. Ενδιαφέροντα από την άποψη αυτή είναι τα διάφορα τελετουργικά (ceremoniali), κυρίως των επίσημων γιορτών (π.χ. του Αγ. Μάρκου, των πολιούχων κ.λπ.), Οι ποικίλες αυτές επιδράσεις έκαναν μεγάλη εντύπωση στους Έλληνες των αμιγών Ορθοδόξων περιοχών και ιδίως στους αυστηρούς μοναχούς του Αγ. Όρους. Μολαταύτα, οι επιδράσεις των δυτικών δεν έθιξαν την ουσία της ορθοδοξίας. Και είναι κατ' αρχήν αξιοπερίεργο, πώς οι απαίδευτοι στην πλειονότητά τους Ορθόδοξοι ιερείς που προκαλούσαν τα ειρωνικά και περιφρονητικά σχόλια των ξένων (πρβλ. και την παροιμία ignorante come un papa greco), κατόρθωσαν να συγκρατήσουν το ποίμνιό τους μέσα στους κόλπους της Ορθοδοξίας. Η μόνη εξήγηση είναι ότι στάθηκαν ταπεινοί, καρτερικοί και χρήσιμοι κοντά στους απλούς ανθρώπους του λαού, δεν περιόριζαν τη δράση τους μόνο στα εφημεριακά τους καθήκοντα, αλλά τη δίπλωναν και μέσα στα ευρύτερα πλαίσια της χριστιανικής κοινότητας: πολλοί έκαναν τον δάσκαλο, τον συμβιβαστή στις διαφορές, τους προξενητές γάμων, τον συμβολαιογράφο, τον ληξίαρχο, τον κήρυκα, το χρονογράφο, τον αγιογράφο. Άλλωστε, δεν έλλειπαν και οι ονομαστοί και ευπαίδευτοι ανώτεροι κληρικοί, διδάσκαλοι του Γένους, ρήτορες κ.λπ., τα πρότυπα αρετής, ήθους και Παιδείας.
          2/ Λατίνοι στην κοινότητα της Βενετίας
          Σκληρά δοκιμάζεται, κατά τις αρχές και τα μέσα του 16 αι., η μεγάλη ελληνική κοινότητα της Βενετίας, από διάφορες αναταραχές, που προκαλούνται μέσα στους κόλπους της, ιδίως από λατινόφρονες Ορθόδοξους. Tην εποχή αυτή έχει αρχίσει πλέον να γίνεται αρκούντως αισθητό το κίνημα της Αντιμεταρρυθμίσεως, η αντίδραση δηλαδή της ΡΚαθολικής εκκλησίας κατά της Μεταρρυθμίσεως, οπότε τα πράγματα περιπλέκονται ακόμη περισσότερο.
          3/ Λατίνοι στη νότια Ιταλία
Ενδιαφέρουσες επίσης και πολύ συγκινητικές πληροφορίες, για τις άλλες Ορθόδοξες ελληνικές και αλβανικές Εκκλησίες και κοινότητες μας δίνονται από έγκριτους ιστορικούς. Αξιοσημείωτες επίσης είναι οι ειδήσεις, για την θέση του Ορθόδοξου δόγματος στην περιοχή της Καλαβρίας, Reggio, Oppido, Nikastro, Gerase καί Bova, για τις Ορθόδοξες εκκλησίες της Μεσσήνης, για τους Ορθόδοξους μοναχούς και τα μοναστήρια της Ιταλίας και Σικελίας, καθώς και για την σύνθεση και οργάνωση των Ορθοδόξων κοινοτήτων τους, για την βαθμιαία εξασθένησή τους, για την διείσδυση του ΡΚαθολικισμού, για την μακροχρόνια αντίσταση πολλών Ορθοδόξων, καθώς και για την πνευματική τους κατάσταση. Οι Ορθόδοξες κοινότητες της Δαλματίας, της Βενετίας, της Νότιας Ιταλίας (Κυρίως Απουλίας, Αμπρούτζας, Βασιλικάτων, Καλαβρίας) και της Σικελίας, οι οποίες είχαν δημιουργηθεί ύστερ' από την Άλωση από την συρροή των προσφυγικών ελληνικών ή και αλβανικών πληθυσμών συγκροτούν μια ξεχωριστή Μητρόπολη, της Ιταλίας, πού υπάγεται στην Αρχιεπισκοπή Αχρίδας, αλλά η οποία γρήγορα καταργείται από τις αντιδράσεις του λατινικού κλήρου (Βακαλόπουλου Απ. Ιστορία του νέου Ελληνισμού, τ. Γ΄).
4/ Λατίνοι στην ΚΠολη:
Την εξόρμηση του Καθολικισμού προς την καρδιά της Ορθοδοξίας την κατευθύνει με ευστοχία ο πάπας Γρηγόριος ΙΓ’ παίρνοντας αφορμή από παράκληση των Καθολικών κατοίκων του Γαλατά. Στέλνει λοιπόν στα 1583 στην Κωνσταντινούπολη Ιησουίτες, οι οποίοι με την υποστήριξη του Γάλλου και Βενετού πρέσβη, εγκαθίστανται σε μια από τις δυτικές εκκλησίες του Γαλατά, του Saint Benoit. Οι Ιησουίτες, με την αφοσίωση στα θρησκευτικά τους καθήκοντα, με τα κηρύγματά τους στην γαλλική και στην ελληνική (δημοτική) γλώσσα και προ πάντων με την οργάνωση σχολείου, όπου φοιτούν Ιερωμένοι και 50 λαϊκοί, Φράγκοι και Έλληνες, κατορθώνουν γρήγορα να δημιουργήσουν μια ζωηρή εστία ΡΚαθολικής προπαγάνδας. Το σχολείο ιδίως είναι ένα μεγάλο και δραστικό όπλο στα χέρια των Ιησουιτών. Ο πιο μεγάλος όμως σύμμαχος των Ιησουιτών στις προσπάθειές τους αυτές (1611-1613) ήταν ο Νικηφόρος Μελισσηνός, ανεψιός του Μονεμβασίας Μακαρίου Μελισσηνού. Ο Νικηφόρος, μαθητής του ελληνικού κολλεγίου της Ρώμης και αργότερα εφημέριος της ορθόδοξης Εκκλησίας της Νεάπολης, ενίσχυσε το έργο των ιεραποστόλων θετικά με τα φιλοκαθολικά του κηρύγματα και με την προσηλυτιστική του προπαγάνδα.
            5/ Λατίνοι στη Χίο
Ένας στόχος των Ιησουϊτών ήταν η Χίος, όπου ζωντανή ήταν ακόμη η φράγκικη ανάμνηση με την ΡΚαθολική επισκοπή και έτσι η Χίος παρουσίαζε ευνοϊκές συνθήκες, για την εγκατάσταση των Ιησουϊτών. Το έδαφός της, αιώνες τώρα το είχε γονιμοποιήσει η Φραγκοκρατία, που μόλις πρόσφατα είχε καταλυθεί (1566). Άλλωστε οι Φραγκισκανοί (είχαν έλθει στα 1360) και οι Δομινικανοί (μεταξύ 1400-1410) εξακολουθούσαν να εξυπηρετούν ακόμη τις ανάγκες ενός ποιμνίου 6.000 πιστών, παρά τα δύσκολα χρόνια που περνούσαν. Αναγκαία λοιπόν ήταν η ενίσχυση της ακρόπολης αυτής του ΡΚαθολικισμού. Το σχολείο της Χίου φαίνεται πως ήταν σχετικά καλά οργανωμένο και τα μαθήματα που παραδίδονταν εκεί ξεπερνούσαν την χαμηλή βαθμίδα των κοινών σχολείων της εποχής. Ο κύριος λόγος, για τον οποίον οι Ιησουίτες προτιμούσαν να στρατολογήσουν νέους μέσα στην Χίο, ήταν ο εξής: οι Χιώτες μιλούσαν από μικροί τις δύο απαραίτητες γλώσσες, για το έργο της προπαγάνδας στην Ανατολή, τα ελληνικά και τα ιταλικά. Παράλληλα δρουν και μοναχές, Δομηνικανές, Φραγκισκανές κ.λπ. οι οποίες διοικούνται κατά τις οδηγίες των πατέρων των αντίστοιχων ταγμάτων. Οι μισσιονάριοι της Χίου, με τον ζήλο της πρώτης ορμής, είχαν τόσο μεγάλες επιτυχίες στο νησί, ώστε να θεωρούν ότι ζήτημα χρόνου ήταν η επιβολή του ΡΚαθολικισμού εκεί, καθώς και στις άλλες ελληνικές χώρες. Ο Ορθόδοξος Επίσκοπος του νησιού, καθώς και της Σκύρου, δείχνονται ευνοϊκοί απέναντι των Λατίνων πατέρων. Φραγκισκανοί λοιπόν, Δομηνικανοί, Ιησουίτες και Καπουκίνοι, όλοι σχεδόν Χιώτες, αναπτύσσουν αξιοθαύμαστη δραστηριότητα: λειτουργούν τακτικά στις εκκλησίες τους, κάνουν κηρύγματα στα ιταλικά και στα ελληνικά (στην δημοτική), διδάσκουν κατήχηση κάθε μέρα στα σχολεία και στο κοινό τις Κυριακές, που δεν κάνουν κήρυγμα κ.λπ. Το εκκλησιαστικό στάδιο συγκινεί αρκετούς νέους ως την καταστροφή του νησιού στα 1822.  Οι σχέσεις των πιστών των δύο δογμάτων ήταν αρμονικές. Σπάνιες οι διαταραχές. Πάμπολλοι Ορθόδοξοι (ακόμη και Ιερείς) εμπιστεύονταν τα παιδιά τους στα σχολεία των Ιησουϊτών ή εξομολογούνταν σ’ αυτούς.
            6/ Λατίνοι στο άγιον Όρος
Επιφανής στόχος των Ιησουϊτών είναι επίσης η ίδια η εστία της Ορθοδοξίας, το Άγιον Όρος. Οι σχέσεις Ιησουϊτών και Αγ. Όρους υποστηρίζεται ότι χρονολογούνται από τον 16 αι, αλλά οι ιστορικές γραπτές μαρτυρίες αρχίζουν μόνον από το 1611. Τότε μνημονεύεται μοναχός του Άθω να φοιτά στο σχολείο των Ιησουϊτών στην ΚΠολη και δεύτερος στα 1620-1622. Πολλοί επίσης Αθωνίτες επισκέπτονται κατά διάφορες εποχές την μονή των Ιησουϊτών Θεσσαλονίκης, όπου τους αποδέχονται φιλόξενα. Τότε η Congregatio ενδιαφέρθηκε ζωηρά να επεκτείνει την δραστηριότητά της και προς το Άγιον Όρος με την μεσολάβηση Ελλήνων ενωτικών, μαθητών του κολλεγίου του Αγίου Αθανασίου. Ίσως επειγόταν μάλιστα, γιατί οι ιδέες του Λουθήρου και του Καλβίνου είχαν πιάσει εκεί κάποιες ρίζες. Η Congregatio θεωρεί απαραίτητη την ανάγκη να ιδρυθεί εκεί ένα σχολείο της ελληνικής και λατινικής γλώσσας. Το ζήτημα αυτό, το συζητεί στα 1628 με τον πρόεδρο της Congregatio καρδινάλιο Bandini ο ηγούμενος της μονής Βατοπαιδίου Ιγνάτιος, που επισκέπτεται τη Ρώμη και τα θρησκευτικά της ιδρύματα. Έτσι, την οργάνωση του σχολείου την αναλαμβάνει ο αποστολικός μισσιονάριος και ιερέας Νικόλαος Ρώσης από το Ναύπλιο, που είχε φοιτήσει στο κολλέγιο του Αγίου Αθανασίου (από τις 6 Δεκεμβρίου 1624 κ.ε.) Είχε σπουδάσει γραμματική, ρητορική, φιλοσοφία και κατόπιν δυο χρόνια θεολογία. Πραγματικά, ο Ρώσης από το φθινόπωρο του 1635 παραδίδει μαθήματα στο Πρωτάτο (στα 1638 οι μαθητές ανεβαίνουν στους 21), μέσα σε ανεκτική ατμόσφαιρα, στρέφεται εναντίον του Καλβινισμού, συζητεί με εξέχοντες φιλενωτικούς ηγουμένους και πρώην Πατριάρχες για διάφορα θρησκευτικά θέματα, και ιδίως για την ένωση των εκκλησιών. Μάλιστα, ο πρώην Πατριάρχης Αθανάσιος Πατελλάρος, πικραμένος του πετά τα λόγια, ότι θα προχωρήσει στην ένωση των εκκλησιών, αν ξανανεβεί στο θρόνο. Σε λίγο όμως, στα 1641, η κατάσταση μέσα στον Άθω γίνεται πολύ δύσκολη. Οι Τούρκοι που μέσα σε μια ατμόσφαιρα τρομοκρατίας έκαναν απογραφή των μοναχών και είχαν διατάξει την αναχώρηση των ξένων, αναγκάζουν και τον Ρώση ν’ αποσυρθεί στην Θεσσαλονίκη. Ίσως, εκτός από τους Τούρκους, τον στενοχωρούσαν και εκείνοι οι μοναχοί, που έκλιναν προς την Μεταρρύθμιση και οι οποίοι βρίσκονταν υπό την επίδραση ενός φιλομεταρρυθμιστή μοναχού, που είχε μείνει περισσότερο από 30 χρόνια στην Αγγλία· υπήρχαν βέβαια και οι φιλενωτικοί, ιδίως ο Έλληνας ηγούμενος της μονής Παντελεήμονος. Έπειτα παρατηρούνταν ένα πνεύμα δυσμενές προς την μόρφωση των μοναχών. Η παιδεία δεν αποτελούσε αναγκαίο εφόδιο γι’ αυτούς που ακολουθούσαν τον δρόμο του Θεού. Στην Θεσσαλονίκη ο Ρώσης διδάσκει, σε Αθωνίτες Μοναχούς και κοσμικούς, ελληνική γλώσσα, κλασσικούς συγγραφείς, λογική, καθώς και τα μυστήρια, για ν’ αντικρούσει τις σχετικές ιδέες του Λουθήρου και του Καλβίνου. Τα σχέδια όμως των Ιησουϊτών για την εγκατάστασή τους στον Άθω δεν παύουν. Φαίνεται ότι οι σχέσεις ορισμένων μοναχών από το Άγ. Όρος με τους Ιησουίτες ευνοούσαν τις ιδέες αυτές. Ήδη ένα χρόνο νωρίτερα, στα 1644, η μονή της Μ. Λαύρας χαρίζει στον πατέρα d’ Autry μια μικρή ερειπωμένη εκκλησία μέσα στο κέντρο της Θεσσαλονίκης. Ο d’ Autry, θέλοντας να φανεί ωφέλιμος στους Λαυριώτες, κατά την επιστροφή του στην Γαλλία στα 1650, σταμάτησε στην Μάλτα και απέσπασε από τον μεγάλο μάγιστρο των ιπποτών της έγγραφό του, που έθετε τη μονή υπό την προστασία του και την ασφάλιζε από τις πειρατικές ενοχλήσεις.
            7/ Λατίνοι στον ελλαδικό χώρο
Εκτός από τους Ιησουίτες, εγκαθίστανται και Καπουκίνοι, στην ΚΠολη (1627), στα νησιά του Αιγαίου και στα μικρασιατικά παράλια, Κύπρο (Λευκωσία, Πάφος και Λάρνακας στα 1637), στη Χίο (1627), Νάξο (1627), Σμύρνη (1628), Σύρο (1636), Άνδρο (1638), Κουσάντασι (1641), στο Ναύπλιο (1643, 1656), Αθήνα (1656), Μήλο (1661), Χανιά (1675), Πάρο (1676), Πάτμο (1684), Κίμωλο (1710) κ.λπ. όπου ιδρύουν μοναστήρια. Οι Καπουκίνοι, που ας σημειωθεί ήταν όλοι Γάλλοι, ανοίγουν σχολεία σε όλους αυτούς τους τόπους, καθώς και σε διάφορα μέρη του εσωτερικού της Μικράς Ασίας και της Συρίας, αλλά οι μαθητές σχετικά ήταν λίγοι, γιατί η φτώχεια, η έλλειψη τροφής, ρούχων και βιβλίων, εμπόδιζε τους περισσότερους να φοιτούν. Ειδικά στα νησιά Σύρο, Νάξο, Χίο και Τήνο επί δύο αιώνες, σε χωριστά σεμινάρια, Καπουκίνοι και Ιησουίτες μόρφωναν στελέχη για τον ΡΚαθολικό κλήρο του Αιγαίου, τα διδασκόμενα μαθήματα ήταν συνήθως τα στοιχειώδη, ανάγνωση, γραφή, αριθμητική, και στους προχωρημένους ξένη γλώσσα, στοιχεία φιλοσοφίας, δογματική και ηθική. Οι Καπουκίνοι είναι οι πρώτοι που εγκαινίασαν στην Ανατολή, Κωνσταντινούπολη και Χίο, τη διδασκαλία θηλέων. Η μόρφωση στα σχολεία αυτά απέβλεπε βέβαια να εκπληρώσει σκοπούς πολιτιστικούς και πνευματικούς, αλλά προ πάντων να διαπλάσει την ψυχή των νέων, σύμφωνα με το πνεύμα της ΡΚαθολικής Εκκλησίας.
Αν εξαιρέσουμε τους Μοναχούς, ο εντόπιοι Ορθόδοξοι κληρικοί ήταν ανεκτικοί και οι σχέσεις τους με τους μισσιοναρίους μάλλον αγαθές: τους επέτρεπαν να λειτουργούν στις εκκλησίες τους και έρχονταν ελεύθερα να τους ακούσουν ή τους άφηναν, αλλά συχνά τους καλούσαν να κηρύττουν τον θείο λόγο κατά την μέθοδο του ιδρυτή του τάγματος Ιγνατίου Loyola (1495-1556) (τα κηρύγματά τους τα παρακολουθούσαν και οι ίδιοι ακόμη οι Ορθόδοξοι Επίσκοποι) και να εξομολογούν. Έτσι μέσα στους ορθόδοξους ναούς υπήρχαν και Ιερά βήματα κατά τον λατινικό λειτουργικό τύπο, τα οποία σώζονταν ως τις αρχές ακόμη του 19ου αι. Η ελευθερία των μισσιοναρίων έφθανε κάποτε ως την πρόκληση. «Όταν θαρρετά κηρύσσουμε τον λόγο του Θεού, ομολογεί ο Pere Richard, μέσα στις εκκλησίες των Ελλήνων, καταδικάζουμε τα σφάλματά τους με ελευθερία και προσπαθούμε με όλα τα δυνατά μέσα να τους επαναφέρουμε στην υποταγή της Αγίας Έδρας». Οι Ιεραπόστολοι νόμιζαν ότι, αν διέθεταν χρήματα, θα μπορούσαν, επωφελούμενοι και από την ανέχεια των νησιωτών, να προσελκύσουν πολλούς στο δυτικό δόγμα. Θα κατόρθωναν να εξαγοράσουν τις συνειδήσεις των επισκόπων, ώστε να τους δώσουν «κάθε άδεια να δράσουν μαζί με τους κατώτερους κληρικούς, να τους εξομολογούν, να τους κάνουν κηρύγματα και να τους διδάσκουν ό,τι θα ήθελαν».
            8/ Λατίνοι στις Κυκλάδες
Οι Κυκλαδίτες, επηρεασμένοι από το μακροχρόνιο φραγκικό περιβάλλον, που είχε συνυφάνει Καθολικούς και Ορθοδόξους μέσα στην ίδια θρησκευτική και πολιτική ατμόσφαιρα, ζουν μέσα σε ειρηνική συμβίωση τις θρησκευτικές ιδέες και τα λειτουργικά ήθη και έθιμα της ΡΚαθολικής εκκλησίας, δεν αντιδρούν ή δείχνουν μικρές αντιδράσεις σε ορισμένα ζητήματα διαφορών με την Ορθόδοξη Εκκλησία ή και δεν συνειδητοποιούν τις διαφορές αυτές. Έτσι π.χ. Έλληνες της Χίου και των Κυκλάδων παρακολουθούν με μεγάλο ενδιαφέρον, συμμετέχουν ψυχικά, θα έλεγε κανείς, στη γιορτή της Αγίας Δωρεάς (S. Sacrement), όταν η υποβλητική λιτανεία περνά μέσα από τους δρόμους. Κανείς Ορθόδοξος δεν εργάζεται ή δεν τολμά να εργαστεί την ημέρα εκείνη. Πολλοί ξαπλώνονται κατά γης για να περάσει το αρτοφόριο από πάνω τους, οι άρρωστοι πιάνουν θέσεις στους δρόμους, απ’ όπου θα περάσει η πομπή και παρακαλούν μεγαλόφωνα το Χριστό να τους θεραπεύσει. Όλοι φιλούν με σεβασμό το σκεύος και το εγγίζουν με λουλούδια και κλαδιά μυρτιάς, που τα φέρνουν έπειτα στα σπίτια τους και τα σκορπίζουν στα κτήματά τους. Επίσης σε στιγμές κρίσιμες δεν παραλείπουν οι Ορθόδοξοι και οι Καθολικοί Ιερείς να ενώσουν τις δεήσεις τους στον Θεό, για να πετύχουν το ποθούμενο, όπως π. χ. με κοινή λιτανεία στην Σαντορίνη για να παρακαλέσουν τον Θεό να βρέξει.
            9/ Λατίνοι στη Μ. Ασία
Στα 1627 εγκαθίστανται και Καπουκίνοι στην Σμύρνη, οι οποίοι εξομολογούν τους Ορθοδόξους και ελεύθερα κηρύττουν τον θείο λόγο στις εκκλησίες τους. Ορισμένοι μάλιστα, εφοδιασμένοι με ειδικές άδειες του Οικουμενικού Πατριαρχείου, εισδύουν στο εσωτερικό και διατρέχουν ολόκληρη τη Μ. Ασία. Ιησουίτες αποπειράθηκαν να εγκατασταθούν το 1627 και στην Κύπρο, με την συμπαράσταση του ευγενούς Κυπρίου Ματθαίου Κιγάλα, αλλ’ απέτυχαν, γιατί κατηγορήθηκαν ως Ισπανοί κατάσκοποι. Παραλίγο μάλιστα να βρουν το θάνατο επάνω στην φωτιά. Κατά τα μέσα του 17 αι. παρατηρείται ζωηρή κίνηση για την ίδρυση, αποκατάσταση ή ενίσχυση των Ιησουϊτικών αποστολών και ιδίως για την ίδρυση σχολείων στις διάφορες μεγάλες πόλεις, Ρόδο, Πάτρα, Θεσσαλονίκη, Ναύπλιο
            10/ Λατίνοι στις μεγάλες πόλεις
Τον Δεκέμβριο του 1641 εμφανίζονται στην Αθήνα, στην πόλη εκείνη που το όνομα και τα αρχαία λείψανά της, συνυφασμένα με τόσες αναμνήσεις κλασσικού μεγαλείου, δεν είχαν πάψει ν’ ασκούν γοητεία στην φαντασία όχι μόνον των λογίων, αλλά και του απλού λαού. Οι Ιησουίτες δεν έμειναν πολύ καιρό στην Αθήνα. Διάφοροι λόγοι, όπως η έλλειψη μοναχών και μέσων για μόνιμη εγκατάσταση, η απουσία πολλών ΡΚαθολικών και τα εμπόδια των τουρκικών αρχών τους αναγκάσαν να φύγουν. Ύστερα όμως από αρκετά χρόνια, στα 1658, ήλθαν στην Αθήνα οι Καπουκίνοι, οι οποίοι στα 1669 αγόρασαν ένα σπίτι κοντά στο μνημείο του Λυσικράτη, στο Φανάρι του Διογένη, όπως ονομαζόταν τότε. Αυτή ήταν η αρχή της ιστορίας της μονής των Καπουκίνων, «των Φραγκοπατέρων», που έπαιξε ένα σημαντικό ρόλο στην ζωή του τόπου, ως την επανάσταση του 1821. Αργότερα, στα 1650 και 1653, οι Ιησουίτες ανεβαίνουν στην Θεσσαλονίκη. Οριστικά εγκαθίστανται εκεί, στα 1706. Επισκέπτονταιι το Αγ. Όρος, την Καβάλα, τη Θάσο, τη Σκόπελο και την Εύβοια. Στην Θεσσαλονίκη, οι Ιησουίτες νοικιάζουν ένα σπίτι στην συνοικία του Αγ. Αθανασίου, στήνουν την έδρα τους και μέσα στο θρησκευτικό αυτό περιβάλλον διδάσκουν τα ελληνόπουλα, που πρόθυμα έτρεχαν να ικανοποιήσουν την δίψα της φιλομάθειάς τους.
            11/ Λατινόφρονες  και Προτεσταντίζοντες Επίσκοποι
            Ο προϊστάμενος της ελληνικής κοινότητας Βενετίας Μητροπολίτης Φιλαδελφείας Γαβριήλ Σεβήρος (1541-1616), μολονότι φανατικός πρόμαχος της Ορθοδοξίας και των παραδεδομένων, νομίζει ότι θα έπρεπε ν’ αποφεύγεται η χρήση ορισμένων εκκλησιαστικών βιβλίων της Ανατολικής Εκκλησίας, που έθιγαν τους ΡΚαθολικούς, προ πάντων η ακολουθία του Γρηγορίου του Παλαμά, και τα άλλα ν’ αποκαθαρθούν από ορισμένες δυσφημιστικές εκφράσεις. Επίσης, έχοντας υπ’ όψη του την ορθότητα των μεταρρυθμίσεων του Γρηγοριανού ημερολογίου και επηρεαζόμενος ασφαλώς από το ορθολογιστικό περιβάλλον της βενετικής πολιτείας και από τους ανώτατους εκπροσώπους της Καθολικής Εκκλησίας, προτείνει επανειλημμένα στον Πατριάρχη Ιερεμία Β’ τον Τρανό, την εισαγωγή του και στις χώρες των Ορθόδοξων εκκλησιών.
Τολμηρότερα ήταν τα βήματα του επίσης εγκαταστημένου στην Βενετία Κρητικού Μαξίμου Μαργουνίου (1549-1602), επιφανούς θεολόγου της εποχής, Επισκόπου Κυθήρων. Ο Μαργούνιος είναι γνωστός επίσης ως εκδότης πολλών φιλολογικών και θεολογικών κειμένων, τα οποία έκαναν εντύπωση στους δυτικούς λογίους και έδωσαν κάποια αίγλη στο αμαυρωμένο ελληνικό όνομα. Ο Μαργούνιος είχε την γνώμη, ότι θα ήταν δυνατόν να πραγματοποιηθεί η ένωση των εκκλησιών, αν γινόταν «η του δόγματος θεραπεία», αν δηλαδή τα δύο μέρη συμβιβάζονταν ως προς το ζήτημα της διδασκαλίας για την εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος. Η αντίληψή του όμως αυτή παρεξηγήθηκε και προκάλεσε, στα 1583, την αντίδραση του ευερέθιστου Γαβριήλ Σεβήρου, του οποίου το πάθος τον σκοτίζει τόσο, ώστε να κατηγορήσει τον Μάξιμο, ότι λατινοφρονεί. Έτσι, ξέσπασε μεταξύ τους μια οξεία διένεξη, την οποία με πολύ κόπο και παρακλήσεις κατόρθωσαν να κατασιγάσουν, οι Ιερεμίας Β’ και προ πάντων ο Μελέτιος Πηγάς. Ο Πηγάς καταλαβαίνει καλά πόσα δεινά μπορεί να προκύψουν από την έριδα των δύο αυτών επιφανών θεολόγων, οι οποίοι κατά την έκφρασή του αποτελούν τας «ιεράς και ζώσας πλάκας της του Χριστού Εκκλησίας» και τον «δίδυμον οφθαλμόν της Ορθοδόξου πίστεως».
            Στις αρχές του 1588 ο Μελέτιος Πηγάς καλείται ν’ αναλάβει την διοίκηση του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας, με τον τίτλο του πατριαρχικού εξάρχου και μετά τον θάνατο του Σιλβέστρου εκλέγεται «Πάπας και Πατριάρχης Αλεξανδρείας» (5 Αυγούστου 1590). Τον Λούκαρι, τον στέλνει επίσης ο Μελέτιος, το 1593 στην Πολωνία, για ν’ ανταπεξέλθει στην προπαγάνδα των Ιησουιτών, που κλόνιζαν εκεί τα θεμέλια της Ορθοδοξίας. Τον Μελέτιο Πηγά διαδέχεται στον πατριαρχικό θρόνο της Αλεξάνδρειας ο ανιψιός του Κύριλλος Λούκαρις σε ηλικία 29 ετών. Ο Λούκαρις είναι η πιο σημαντική εκκλησιαστική προσωπικότητα του 17ου αιώνα.
Οι μελέτες και οι σκέψεις του Λούκαρι τον έφεραν αντιμέτωπο με τους Καθολικούς και ιδίως με τους Ιησουίτες. Η Λατινοφροσύνη είχε αρχίσει να επεκτείνεται και σ’ αυτούς ακόμη τους κύκλους του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Σ’ αυτό συνετέλεσαν και οι ίδιοι οι λατινόφρονες Έλληνες, ιδίως ο ζήλος ορισμένων αποφοίτων του ελληνικού κολλεγίου του Αγ. Αθανασίου της Ρώμης. Συγκεκριμένα, ο Φραγκίσκος Κόκκος είχε τόσο επηρεάσει τον Πατριάρχη Ραφαήλ Β΄ (1603 - 1608), ώστε να δεχθεί να τον διορίσει καθηγητή της πατριαρχικής σχολής και τελικά να δεχθεί το πρωτείο του Πάπα, ενώ ο Νικηφόρος Μελισσηνός, με την προπαγάνδα και των Ιησουιτών, είχε επιβληθεί τόσο στο πνεύμα του Νεοφύτου Β΄ (1608-1612), ώστε ν’ αποστείλει στις 6 Αυγούστου 1608 στον Πάπα Παύλο Ε΄ (1605-1621) και ομολογία πίστεως, με την οποίαν αναγνώριζε όχι μόνο το πρωτείο του Πάπα, αλλά και την διδασκαλία της Δυτικής εκκλησίας. Την εποχή εκείνη βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη ο Λούκαρις, για ζητήματα που αφορούσαν τον ταραχοποιό και παράνομο Αρχιεπίσκοπο Σιναίου Λαυρέντιο, καθώς και για άλλα που σχετίζονταν με τους Ορθοδόξους της Ρωσίας. Είναι λοιπόν πολύ πιθανόν, ότι στην ανατροπή του Νεοφύτου Β΄, πρωτοστάτησε ο Λούκαρις, αν λάβουμε υπ’ όψη την εχθρότητά του προς τους Ιησουίτες και γενικά προς τους ΡΚαθολικούς, την εκτίμηση, που του είχε το ορθόδοξο πλήρωμα, καθώς και τις σαφείς καταγγελίες των ΡΚαθολικών. Ίσως, έτσι εξηγείται και η εκλογή του αμέσως κατόπιν ως «επιτηρητού», δηλαδή τοποτηρητή, του πατριαρχικού θρόνου, ως την εκλογή του νέου Πατριάρχη. Ακολουθεί όμως η αντεπίθεση. Τότε, όπως ειρωνεύεται ο ίδιος ο Λούκαρις, οι «άξιοι» ανώτατοι κληρικοί, ο Παλαιών Πατρών Τιμόθεος, ο Παϊσος, ο Θεσσαλονίκης, ο Λαρίσης Τιμόθεος και ο πρώην Μονεμβασίας Γερμανός επέβαλαν τον λατινόφρονα Τιμόθεο Β΄ ως Πατριάρχη ανεβάζοντας το πεσκέσι προς τον σουλτάνο σε 8.000 χρυσά νομίσματα και αυξάνοντας το χαράτσι από 3.000 σε 4.000. Ο Λούκαρις αποσύρεται στο Αγ. Όρος και απ’ εκεί στην Βλαχία, απ’ όπου εξαπολύει σφοδρότατες επιθέσεις εναντίον της προπαγάνδας των ΡΚαθολικών, οι οποίοι έχουν πια κυριαρχήσει μέσα στα Πατριαρχεία. Πραγματικά ο νέος Πατριάρχης Τιμόθεος στις 13 Μαΐου 1615 πληροφορεί τον πάπα Παύλο Ε΄, ότι τον αναγνωρίζει ως κεφαλή της Εκκλησίας και τον παρακαλεί να ιδρύσει στην Κωνσταντινούπολη ένα θεολογικό σεμινάριο, για την θρησκευτική μόρφωση των νέων και ν’ ανατεθεί η λειτουργία του σε Ιησουίτες! Στον αγώνα αυτό κατά των Λατινοφρόνων ζητεί ο Λούκαρις και έχει την συμπαράσταση των Προτεσταντών, με τους οποίους αλληλογραφεί και συζητεί διάφορα θέματα. Ακριβώς, η ιδεολογική αυτή επικοινωνία και οι υποχωρήσεις του σε ορισμένες απόψεις των Διαμαρτυρομένων υπήρξαν οι αιτίες να κατηγορηθεί πολύ νωρίς, ως οπαδός του Λουθήρου ή του Καλβίνου. Η επιθυμία του μάλιστα να κάνει στενότερους τους δεσμούς του με τους Διαμαρτυρομένους και να γνωρίσει καλύτερα την εκκλησία τους, τον έκανε να στείλει στα 1617 (ανταποκρινόμενος σε παράκληση του αρχιεπισκόπου του Canterbury George Abbot) στην Αγγλία, τον ευφυή και φιλομαθή πρεσβύτερο Μητροφάνη Κριτόπουλο (1589-1639) από την Βέροια, που τον είχε γνωρίσει ως μοναχό στο Άγιον Όρος. Η ώρα όμως του Λούκαρι, για τους μεγάλους και σκληρούς αγώνες του εσήμανε, όταν στις 4 Νοεμβρίου 1620 η σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου τιμώντας την αρετή και την σοφία του τον εξέλεξε Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Αμέσως, φαίνεται, ύστερ’ από την εκλογή, φεύγει από την έδρα του ο φιλοκαθολικός Μητροπολίτης Ίμβρου Αθανάσιος, ο οποίος επί χρόνια τριγυρίζει, μηχανορραφεί εναντίον του και ζητεί την επέμβαση του Γερμανού αυτοκράτορα. Έντονη είναι η αντίδραση εναντίον του Λούκαρι, εφόσον μάλιστα οι Ιησουίτες, η Αγία Έδρα και πίσω απ’ αυτούς οι ενδιαφερόμενες καθολικές δυνάμεις Αυστρία και Γαλλία τον υποπτεύονταν, ως Καλβινιστή. Πραγματικά, τον Απρίλιο κιόλας του 1623 απομακρύνεται ο Λούκαρις από τον θρόνο, με την επέμβαση του πρεσβευτή της Γαλλίας  Στη θέση του εκλέγεται στις 28 Μαΐου ο Αμασείας Γρηγόριος Δ΄, «λατινόφρων», ο επονομαζόμενος «Στραβοαμασείας» και ύστερ’ από ένα μήνα, 25 Ιουνίου, ο Μητροπολίτης Άνθιμος Β΄, αλλά στις 2 Οκτωβρίου ανεβαίνει και πάλι στον θρόνο ο Λούκαρις, χάρη στην υποστήριξη των πρεσβευτών Ολλανδίας και της Αγγλίας. Τον Μάρτιο κιόλας του 1629, ο μοναχός Μάξιμος Καλλιουπολίτης, με την επίβλεψη του Λούκαρι, έχει αναλάβει να μεταφράσει την Καινή Διαθήκη στα νεοελληνικά· επίσης ο Πατριάρχης είχε ετοιμάσει και παραδώσει την περίφημη «Ομολογία» του, που είναι περισσότερο Καλβινική παρά Ορθόδοξη. Η δημοσίευση της «Ομολογίας» προκαλεί κατάπληξη στους κύκλους των Ορθοδόξων και την αντίδραση των Καθολικών. Οι συκοφαντίες εναντίον του Λούκαρι ήταν τέτοιες, ώστε δεν ήταν δυνατόν ν’ αποφύγει τη θανάτωση. Κύριο όργανο των Καθολικών και πρωταγωνιστής στην τραγωδία αυτή ήταν ο διάδοχός του Κύριλλος  Β΄ Κονταρής από την Βέροια, γνωστός για τις σχέσεις του με τη ρωμαϊκή αυλή. Τα 4.000 τάλληρα που είχαν υποσχεθεί στον Κονταρή τα έδωσαν αργότερα σε εμπορεύματα μέσω εμπόρων της Ραγούζας. Μετά τον τραγικό θάνατο του Λούκαρι, ο Κονταρής συγκαλεί στις 24 Σεπτεμβρίου /4 Οκτωβρίου 1638 σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη, η οποία καταδικάζει τον Καλβινισμό του Λούκαρι και αναθεματίζει τον ίδιο. Οδυνηρή ήταν ο θέση του Μητροφάνη Κριτοπούλου, πατριάρχη Αλεξανδρείας, που βρέθηκε στην ανάγκη να υπογράψει την καταδίκη του άλλοτε προστάτη του. Ο Κονταρής ως Πατριάρχης υπογράφει στις 25 Δεκεμβρίου 1638 εμπρός στον πρεσβευτή της Αυστρίας και στον τοποτηρητή του Λατίνου Πατριάρχη την ΡΚαθολική ομολογία πίστεως, σύμφωνα με υπόδειγμα του Ουρβανού Η΄, η οποία σώζεται ακόμη στα αρχεία το Βατικανού. Τον Ιούνιο όμως του 1639 απομακρύνεται από τον θρόνο και εξορίζεται στην Αλγερία, όπου και απαγχονίζεται ύστερ’ από ένα χρόνο ακριβώς. Ο θάνατός του ακούστηκε στις ελληνικές χώρες, σαν δίκαιη τιμωρία για όσα είχε κάνει. Στην θέση του Κονταρή ανεβαίνει ο Παρθένιος Α’, ο οποίος εκδηλώνεται σαφώς κατά του Καλβινισμού και επιβεβαιώνει την απόφαση της συνόδου της Κωνσταντινουπόλεως (1638) με την σύνοδο του Ιασίου του 1642 (όπου πρωτοστατεί ο Μητροπολίτης Κιέβου Πέτρος Μογίλας), αλλά δεν προσχωρεί, όπως ο προκάτοχός του, στην υπογραφή ομολογίας πίστεως προς τον ΡΚαθολικισμό και προς την ένωση των Εκκλησιών. Το έντονο αυτό αντικαλβινικό πνεύμα της Ορθόδοξης Εκκλησίας εκφράζουν και τα πρακτικά της συνόδου της Λευκωσίας στα 1668, στην οποία έγινε συζήτηση για τα μυστήρια γενικά, για την αρχιερωσύνη κ.λπ. Τα πρακτικά της τα συνέταξε ο γνωστός ιερομόναχος και αργότερα Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Ιλαρίων Κιγάλας. Την καταδίκη του Καλβινισμού του Λούκαρι την επιβεβαίωσαν και οι σύνοδοι Ιεροσολύμων και Κωνσταντινουπόλεως στα 1672.
Στους προτεσταντίζοντες κληρικούς, ενδιαφέρουσα αναφορά γίνεται στους Μητροφάνη Κριτόπουλο και Ιωάννη Καρυοφύλλη: α/ Ο Αλεξανδρείας Μητροφάνης Κριτόπουλος: Οι συμπάθειές του προς τους «εκλαμπροτάτους και μεγαλοπρεπεστάτους Γερμανούς», τους «ανέκαθεν» φίλους του ελληνικού γένους και της Ορθοδοξίας, και η απόκλισή του προς τις μεταρρυθμιστικές τους ιδέες τον κάνουν να νομίζει, ότι οι διαφορές Ορθοδόξων και Διαμαρτυρομένων είναι λίγες και «ιάσιμοι» και να πιστεύει ότι η ένωσή τους δεν θ’ αργήσει να πραγματοποιηθεί. Έτσι του «προμηνύει το πνεύμα το άγιον». Πραγματικά πρέπει να θεωρηθεί βέβαιο, ότι οι επαφές και οι συζητήσεις του Κριτόπουλου με διαπρεπείς Γερμανούς θεολόγους τον είχαν πείσει, ότι η ένωση είναι δυνατή. Στις συζητήσεις αυτές ο Κριτόπουλος —παρά την σταθερή έμμονή του στα δόγματα της Ορθοδοξίας— φαίνεται ότι, επηρεασμένος από το περιβάλλον και κουρασμένος ίσως από την συνεχή προβολή των ιδεών των Διαμαρτυρομένων, δείχθηκε διαλλακτικός και υποχωρητικός εμπρός σε μερικές απόψεις τους. Με το πνεύμα αυτό έχει γραφεί και η «Ομολογία» του. β/ Ιωάννης Καρυοφύλλης. Ανάμεσα στους Έλληνες κληρικούς και λογίους, που καταγγέλλονται για Καλβινισμό, πρέπει να μνημονευθεί και ο Ιωάννης Καρυοφύλλης, που ακολουθούσε προφανώς τον δάσκαλό του Θεόφ. Κορυδαλλέα. Συγκεκριμένα, ο Καρυοφύλλης δεν δέχεται τον λατινικό όρο transubstantio (μετουσίωσις), δηλαδή το μυστήριο του μετασχηματισμού του άρτου και οίνου σε γνήσιο σώμα και αίμα του Χριστού, ζήτημα που είχε προκαλέσει στην Γαλλία νέες έριδες μεταξύ των Καθολικών.
                ΛΑΤΙΝΟΦΡΟΝΕΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΕΣ ΚΑΤΑ ΤΟΝ 16ο - 20ο ΑΙΩΝΑ
            1.- Συμπροσευχές και συλλείτουργα
            Καταγράφονται κατωτέρω ορισμένες λατινόφρονες συμπεριφορές, κυρίως τους τελευταίους 5 αιώνες:
            Κατά τους 16ο και 17ο αιώνες συνέβησαν πάμπολλες παρεκκλίσεις από το Ορθόδοξο φρόνημα, ειδικά σε περιοχές όπου πλεόναζαν οι Λατίνοι. Υπάρχει πλήθος μαρτυριών για τέτοιες παρεκκλίσεις, ορισμένες των οποίων καταγράφονται (Στεφανίδης Β. και Ευαγγελική Σάλπιγξ, Αθήνα 1867, σ. 327):
            - λήψη θ. κοινωνίας από τους Λατίνους και το αντίστροφο (κάτι που συμβαίνει σήμερα στη Σύρο, αλλά και μεταξύ Μονοφυσιτών και Ορθοδόξων).
            - μνημόνευση και αναγνώριση Λατίνων επισκόπων.
            - μεμονωμένα συλλείτουργα.
            - μικτά μυστήρια (π.χ. Λατίνος ανάδοχος στη βάπτιση, κάτι που συμβαίνει και σήμερα).
            - μικτοί γάμοι (κάτι που συμβαίνει και σήμερα σε Λατίνους και Ορθοδόξους ή Μονοφυσίτες και Ορθοδόξους).
            - παροχή μυστηρίων σε αιρετικούς (κάτι που συμβαίνει και σήμερα).
            - κηδείες αιρετικών.
            - σπουδές σε σχολές αιρετικών (κάτι που συμβαίνει και σήμερα).
            - χορήγηση άδειας εξομολόγησης και διδασκαλίας ορθοδόξων, σε παπικούς Καπουτσίνους.
            - εξομολόγηση ορθοδόξων Επισκόπων και μοναχών σε Λατίνους (λόγω δυσχερών περιστάσεων, πράγμα όμως που κατέκρινε με σφοδρότητα ο άγιος Μακάριος ο Πάτμιος).
            - Τον 17ο αιώνα «εις πολλούς τόπους, εις Ιεροσόλυμα, εις Αλεξάνδρειαν και άλλους τόπους, εις μίαν εκκλησίαν ψάλλουσιν εις εν μέρος ανατολικοί και εις άλλο δυτικοί»! (Θεοδώρητος).
            - Στον Ι.Ναό αγίου Ιωάννη Θεολόγου στα Φηρά της νήσου Θήρας, μετόχι της Ι.Μ. αγίου Ιωάννη Πάτμου, χρησιμοποιείτο ο Ναός συγχρόνως από τους Ορθοδόξους και τους Λατίνους και τούτο μέχρι των ημερών μας!
            Κατά τους επόμενους 3 αιώνες καταγράφονται συμπροσευχές και συλλείτουργα Ορθοδόξων και Λατίνων ή και Προτεσταντών:
            - Στις αρχές του 18ου αιώνα στην Άρτα, τα Άχραντα Μυστήρια μετεδίδοντο και στους δυτικούς, από Ορθόδοξους κληρικούς, αν και αυτό προκαλούσε σκανδαλισμό στους πιστούς.
            - Το 1863, Αγγλικανός κληρικός έγινε δεκτός στο μυστήριο της Θ. Ευχαριστίας στη Σερβία, με έγκριση της Ι. Συνόδου της Σερβικής Εκκλησίας.
            - Το 1869, κατά την κηδεία του Σμύρνης Χρυσάνθου μετέσχον ενεργώς ο Αρχιεπίσκοπος των Αρμενίων, καθώς και Αγγλικανός ιερέας.
            - Το 1875, ο Αρχιεπίσκοπος Πατρών συνιερούργησε μετά του εκεί Αγγλικανού κληρικού σε μυστήριο Βαπτίσεως.
            - Το 1879, η Ιερά Σύνοδος του Πατριαρχείου ΚΠόλεως απεφάσισε, όπως εν ανάγκη, επιτρέπεται η μυστηριακή κοινωνία, δηλ. η υπό Ορθόδοξου ιερέα τέλεση σε Αρμενίους των μυστηρίων Βαπτίσματος, Γάμου και Θ. Ευχαριστίας.
            - Το 1898, ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Γεράσιμος επέτρεψε σε Σύρους Ορθοδόξους στη Μελβούρνη να λαμβάνουν τη Θ. Ευχαριστία από Αγγλικανούς κληρικούς.
            - Το 1907 τελέσθηκε στο Πόρτσμουθ κοινή δοξολογία μεταξύ Ρώσων Ορθοδόξων και Αγγλικανών κληρικών.
            - Προ του 1910, ο εν Αλάσκα Ρώσος Ορθόδοξος Επίσκοπος Ιννοκέντιος συνήψε συμφωνία μετά του Επισκοπελιανού Επισκόπου Row, όπως οι ιερείς τους παρέχουν αμοιβαίως τα μυστήρια εκατέρου δόγματος, δηλ. οι Ορθόδοξοι στους Επισκοπελιανούς και οι Επισκοπελιανοί στους Ορθοδόξους.
            - Το 1910, ο Σύρος Επίσκοπος Ραφαήλ στην Αμερική, επέτρεψε στους πιστούς να δέχονται τα μυστήρια Βαπτίσματος, Εξομολογήσεως, Θ. Ευχαριστίας και Γάμου από Επισκοπελιανούς κληρικούς. Ο ίδιος μετέσχε σε εσπερινούς Αγγλικανών, φέροντας μανδύα και ιστάμενος επί του θρόνου.
            - Το 1917, ο Ροδοστόλου Αλέξανδρος μετέσχε σε εσπερινό Αγγλικανών στην Αμερική. Ο ίδιος μετέσχεν ενεργώς σε χειροτονία Αγγλικανού κληρικού στην Πενσυλβάνια.
            - Το 1918, ο Κύπρου Άνθιμος και ο Αθηνών Μελέτιος συμμετέσχον επανειλημμένα στην ακολουθία των Αγγλικανών στον άγιο Παύλο στο Λονδίνο.
            - Το 1919, οι ηγέτες των Ορθοδόξων Εκκλησιών Αμερικής συμμετέσχον σε ακολουθία τελούμενη από Αγγλικανούς κληρικούς, με την ευκαιρία της Γενικής Συνέλευσης των Αγγλικανικών Εκκλησιών Αμερικής.
            - Το 1920, ο Διδυμοτείχου Φιλάρετος, ως εκπρόσωπος του Οικουμενικού Πατριαρχείου στο συνέδριο του Λάμπεθ, συμμετέσχε σε ακολουθία σε Αγγλικανικό ναό.
            - Το 1920, ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Δαμιανός παρέστη σε λειτουργία σε Αγγλικανικό ναό των Ιεροσολύμων εν πλήρη στολή και ανέγνωσε το Ευαγγέλιο.
            - Το 1920, ο τοποτηρητής του Οικουμενικού θρόνου, Προύσσης Δωρόθεος και η Ι. Σύνοδος του Πατριαρχείου ΚΠόλεως υποδέχτηκαν τον Επίσκοπο των Επισκοπελιανών Ιάκωβο Ντάρλιγκτον. Στη θ. λειτουργία παρέστη ο ανωτέρω επίσκοπος με πλήρη αρχιερατική στολή και διένειμε το αντίδωρο.
            - Το 1921, κατά τη κηδεία του Προύσσης Δωροθέου στο Λονδίνο, μετέσχε στη νεκρώσιμη ακολουθία ο Αρχιεπίσκοπος του Καρτέρμπουρυ, ο οποίος ανέγνωσε το Ευαγγέλιο.
            - Το 1922, ο Θυατείρων Γερμανός παρέστη στον εσπερινό στο Αββαείο του Ουεστμίνστερ, με πλήρη αρχιερατική στολή.
            - Το 1980 το Πατριαρχείο Αντιοχείας επέτρεψε σε Μονοφυσίτες, που υπερτερούν σε μια πόλη να τελούν μυστήρια για Ορθοδόξους και τανάπαλιν.
            - Στο χωριό Γαλανάδο στη Νάξο υπάρχει και λειτουργεί ο ιερός ναός του αγίου Ιωάννη Θεολόγου, ο οποίος έχει δυο άγιες Τράπεζες. Αριστερά ευρίσκεται η ΡΚαθολική και κολλητά δεξιά η Ορθόδοξη.
            2.- Συμπροσευχές στα Ιεροσόλυμα
            Αν και οι συμπροσευχές στα Ιεροσόλυμα δεν αφορούν Ορθοδόξους και Λατίνους, αλλά Ορθοδόξους και Μονοφυσίτες, θεωρούμε καλό να παρουσιαστούν, καθότι φαίνεται καθαρά, στο πόσο μπορεί να αμβλυνθεί το ορθόδοξο αισθητήριο από μια μακροχρόνια πρακτική, που τελικά καταλήγει στο να θεωρηθεί ακόμη και παράδοση! Καταγράφονται οι από 13 αιώνων συμπροσευχές Ορθοδόξων και Μονοφυσιτών, που διενεργούνται στον Ι. Ναό της Αναστάσεως στα Ιεροσόλυμα, κατά την αφή του αγίου Φωτός, χωρίς τούτο να προξενεί εντύπωση, καθότι βασίζεται σε αρχαιόταtον έθος: « θιμοτυπία ατη βασίζεται π ρητν διατάξεων τν παρ’ μν Σουλτανικν ρισμν, ες νδειξιν τν πρωτείων μν ν τ Πανιέρ Να κατ τ π το μρ Χαττπ κα τν διαδόχων ατο χορηγηθέντα προνόμια τ Γένει τν  ρθοδόξων Ρωμαίων (Umar ibn al-Khattab, 640 μ.Χ.)»:
            «……….Τς τρίτης στροφς συμπληρουμένης, μν κλρος μετ τν λαβάρων πιστρέφει ες τ γιον Βμα κα κδύεται τς ερατικς στολάς, δ Πατριάρχης παραλαμβάνων τν π τν ρμενίων τεταγμένον κληρικόν, να εσέλθ ες τ γιον Κουβούκλιον, κα μετ’ ατο βαίνων ρχεται νώπιον το γίου Κουβουκλίου. Στς δ πέναντι τς θύρας ατο κδύεται τν μίτραν, τ γκόλπια, τ μέγα  μοφόριον, τν ρχιερατικν σάκκον κα τ πιγονάτιον, βοηθούμενος π τν διακόνων, οτινες ετα περιδένουσιν π τν πιμανίκων, τινα φέρει Πατριάρχης, λευκ μανδήλια. Τότε μέτερος  Δραγουμάνος φαιρε τν ταινίαν κα  νοίγει τν θύραν το γίου Κουβουκλίου.   δ Πατριάρχης παραλαβν παρ τν  διακόνων τος δυ πυρσος κα τρες δεσμίδας κηρίων εσέρχεται ες τ Κουβούκλιον, κολουθούμενος π μόνου το ρμενίου κληρικο φέροντος κα  τούτου μόνον τν σωτερικν ερατικν στολν κα κρατοντος δυ μεταλλίνους πυρσούς. θύρα αθις το γίου Κουβουκλίου κλείεται κα μν Πατριάρχης  εσέρχεται ες τν Τάφον ατόν, δ ρμένιος μένει ν τ προθαλάμ ατο. Πατριάρχης, κλίνας τ γόνατα μετ  φόβου κα κατανύξεως, ναγινώσκει τν κόλουθον εχήν………. Μετ τ τέλος τς εχς Πατριάρχης μετ πάσης ελαβείας σπάζεται τν γιον Τάφον κα λαμβάνει τ γιον Φς, περ ξερχόμενος ξ ατο ες τν προθάλαμον ατο μεταδίδει πρτον ες τν ρμένιον κληρικν τν κε στάμενον, συγχρόνως δ μν Πατριάρχης δι τς βορείου πς το Κουβουκλίου, δ ρμένιος δι τς νοτίου τοιαύτης παραδίδουσι τος πυρσος νημμένους πλέον ες τος π τούτ πρότερον τεταγμένους κα ξωθεν τν πν ναμένοντας ερες κα λαϊκος ατν………. νοίγεται δ’ ετα θύρα το γίου Κουβουκλίου π το ρηθέντος μετέρου ρχιερέως, ταν Πατριάρχης σωθεν κρούσ ατήν. Εθς δ εσέρχονται ες τ Κουβούκλιον ες Κόπτης κα ες Σύριος κ τν λαβόντων πρότερον καιρν κα λαμβάνουσι τ γιον Φς παρ το Πατριάρχου. Το θορύβου μικρν κοπάσαντος, Πατριάρχης ξέρχεται πρτος κ το ερο Κουβουκλίου κρατν τρες δεσμίδας κηρίων, ν τν μίαν παραδίδει ες τν παρ τν θύραν το Κουβουκλίου στάμενον Διοικητν τς Πόλεως (Εβραίον προφανώς)  κα ποβασταζόμενος π τν κυβερνητικν παλλήλων κα το Δραγουμάνου διασχίζει ταχέως τ ν τ Καθολικ συνωστιζόμενον πλθος κα φθάνει ες τ γιον Βμα, νθα μεταδίδει τ γιον Φς. Μετ τν ξοδον το Πατριάρχου κ το γίου Κουβουκλίου, ξέρχονται ατο ρμένιος κληρικός, Κόπτης κα Σύριος κα μεταδίδουσι τ φς ες τος μοεθνες ατν, εσέρχονται δ ο κανδηλάπται τν τριν θνν κα νάπτουσι τς κανδήλας ατν ντς κα κτς το γίου Τάφου. Ταυτοχρόνως αρεται κα π το Παναγίου Τάφου νημμένη ερ λυχνία π το μετέρου ρχιερέως κα μετακομίζεται κατ’ εθείαν π το γίου Κουβουκλίου ες τ γιον Βμα το μετέρου Καθολικο. φίεται δ’ λεύθερον τ γιον Κουβούκλιον τος ρμενίοις, Κόπταις κα Συρίοις δι τν λιτανείαν ατν, ν πάντες μο ποιοσι περ τν Τάφον το Κυρίου, μεγαλύνοντες κα ατο τν νικητν το θανάτου………..» (www.jerusalem-patriarchate.info/gr/agion_fos.htm, επίσημη ιστοσελίδα του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων).
            Ορισμένοι δικαιολογούν τις συμπροσευχές με τους αιρετικούς Μονοφυσίτες, ως αναγκαίες για την διαφύλαξη των προσκυνημάτων. Αν πράγματι συμβαίνει ούτως, τότε στους αντίστοιχους Ι. Κανόνες, που απαγορεύουν τις συμπροσευχές με αιρετικούς, θα πρέπει να προστεθεί» «εκτός αν πρόκειται δια διαφύλαξιν προσκυνημάτων».
            ΛΑΤΙΝΟΦΡΟΝΕΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ
            Καταγράφονται οι λατινόφρονες πρακτικές, που πέρασαν στον Ορθόδοξο χώρο και υιοθετήθηκαν από αυτόν:
            1.- Ενδημούσα Σύνοδος. Λαθεμένη αντίληψη της συνοδικότητας μαρτυρεί και η θεσμοποίηση, από τον 17ο αιώνα, της «ενδημούσης», όπως ονομάστηκε, στα Πατριαρχεία συνόδου – συνόδου που την συγκροτούσαν «ενδημούντες» στην έδρα του Πατριαρχείου επίσκοποι. Δεν επρόκειτο πια για επισκόπους, που εκκαλούντο σε σύνοδο προκειμένου να καταθέσουν την εμπειρία-μαρτυρία του ευχαριστιακού σώματος, στο οποίοn ο καθένας «προήδρευε». Επρόκειτο για κληρικούς που είχαν μεν δεχθεί τον επισκοπικό βαθμό εκκλησιαστικής διακονίας, αλλά για ποικίλους λόγους (κυρίως λόγους αντίξοων συνθηκών που δημιουργούσε η τουρκική κατοχή) είχαν υποχρεωθεί να εγκαταλείψουν την επισκοπή τους. Ενδημούσαν στην έδρα του Πατριαρχείου ΚΠόλεως αναλαμβάνοντας διοικητικές και συμβουλευτικές ευθύνες, δηλ. ρόλο επιτελών, αξιωματούχων μιας θεσμικής υπαλληλίας. Αυτή η μάλλον ανεπίγνωστη αλλοτρίωση τόσο του συνοδικού θεσμού, όσο και του επισκοπικού λειτουργήματος συνιστούσε στην πραγματικότητα υιοθέτηση ρωμαιοκαθολικής εκκλησιολογίας από την Ορθόδοξη Ανατολή. Στην παπική «εκκλησία» πρέπει να λειτούργησε ευθύς εξ αρχής, γιατί το περίφημο πρωτείο, ήδη εξασκήθηκε από τον Πάπα Κλήμη Α΄ το 97, στην επέμβασή του, στα της Εκκλησίας της Κορίνθου. Στην Ανατολή μεταπήδησε τον 4ο αιώνα, στην Εκκλησία της ΚΠόλεως. Η εξέλιξή της είναι δύσκολο να ερμηνευθεί, γιατί η θεσμική λειτουργία της παρουσιάζει ποικιλία μορφών και σύνθεσης, ιδιαίτερα μετά τον 11ο αιώνα, ενώ η εμφάνιση του συνοδικού αυτού θεσμού παραμένει δυσερμήνευτη στην ιστορική έρευνα. Πάντως οι Ι. Κανόνες αγνοούν την ύπαρξη τέτοιου θεσμού. Αρχικά, ο θεσμός αυτός κάλυπτε την ανάγκη χειροτονίας του Αρχιεπισκόπου ΚΠόλεως, ο οποίος εκλεγόταν μέχρι την Δ΄ Οικουμενική από τον κλήρο και το λαό της πρωτεύουσας, μαζί με τους γείτονες Επισκόπους της Ηράκλειας της Θράκης, της Νικομήδειας της Βιθυνίας και όσων Επισκόπων ευρίσκοντο εκεί. Αργότερα προστέθηκαν και άλλοι Επίσκοποι της Ανατολής. Μετά την Δ΄ Οικουμενική, όταν κατέστη Πατριαρχικός ο θρόνος, που ποίμαινε Ασία, Πόντο και Θράκη, η ενδημούσα Σύνοδος μετεξελίχθηκε σε Πατριαρχική και λάμβαναν μέρος στην εκλογή του Πατριάρχη, οι Μητροπολίτες και Αρχιεπίσκοποι της δικαιοδοσίας του θρόνου, αλλά και παρεπιδημούντες Επίσκοποι άλλων θρόνων, όχι όμως ο λαός και αυτό μέχρι το 1000. Από το 1000-1800 περίπου παρίσταντο στην Πατριαρχική Σύνοδο και εμπερίστατοι Πατριάρχες Αντιοχείας και Ιεροσολύμων, οι οποίοι παρέμεναν εκεί μονίμως, λόγω της Αραβικής κατοχής. Και έτσι, η Ενδημούσα, αφού έγινε Πατριαρχική, μετεξελίχθηκε σε Πανορθόδοξη. Μετά το 1800 έπαυσε να είναι Πανορθόδοξη και κατέστη πάλιν Πατριαρχική, τόσο στο Πατριαρχείο ΚΠόλεως, όσο και στα άλλα Πατριαρχεία, που άρχισαν να λειτουργούν κανονικά. Έτσι, ο θεσμός της ενδημούσας παγιώθηκε θεσμικά, χωρίς τούτο να αναφέρεται σε Κανόνες και κατέστη εθιμική πλέον. Άλλο λοιπόν Σύνοδος της Ιεραρχίας, όπου παρευρίσκονται υποχρεωτικά, δυο φορές το χρόνο, οι Επίσκοποι της εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας (και προβλέπεται από τους Κανόνες) και άλλο η Ενδημούσα, όπου δύναται να παραστεί και Επίσκοπος άλλης δικαιοδοσίας.
            2.- Τιτουλάριοι Επίσκοποι. Τους αποδίδεται ο τίτλος του επισκόπου (πατρός και κεφαλής) ανύπαρκτης τοπικής εκκλησίας «πάλαι ποτέ διαλαμψάσης» και στην πραγματικότητα είναι επίσκοποι χωρίς επισκοπή (δηλ. νομάρχες χωρίς νομαρχία). Το επισκοπικό τους λειτούργημα είναι μόνο διοικητικό-υπαλληλικό αξίωμα στα πλαίσια των ευθυνών και των αναγκών της Εκκλησίας. Η εξέλιξη αυτή στη συνέχεια πέρασε στο στάδιο της διαστροφής και έτσι τον 19ο αιώνα εμφανίζονται και ιεραρχικές διαβαθμίσεις των τιτουλαρίων. Δημιουργείται ο θεσμός του τιτουλαρίου «Μητροπολίτη» και του ακόμα ανώτερου ιεραρχικά «εν ενεργεία» (τιτουλάριου πάντοτε, χωρίς Μητρόπολη) Μητροπολίτη! Έτσι, με απόλυτη πιστότητα στη βατικάνεια εκκλησιολογία, παγιώνονται και στον ορθόδοξο χώρο οι Episcopi titulares, με τις προϋποθέσεις που ακριβώς ορίζει το παπικό Δίκαιο.
            3.- Εθνοφυλετισμός. Η πρώτη επιτυχής απόσχιση από την Εκκλησία της ΚΠολης και δημιουργία φυλετικής Εκκλησίας υπήρξε το Πατριαρχείο Μόσχας το 1589 και ολοκληρώνεται με τη δημιουργία των φυλετικών Εκκλησιών: Ελλάδος το 1850, Ρουμανίας το 1855, Σερβίας το 1879, της Πολωνίας το 1924, της Αλβανίας το 1937, της Βουλγαρίας το 1945, της Γεωργίας το 1990 και της Τσεχίας και Σλοβακίας το 1998. Έτσι η Ορθοδοξία, άλλοτε ταυτόσημη με την εκκλησιαστική καθολικότητα, έφτασε να κατανοείται πρωτίστως ως εθνική θρησκεία και να ταυτίζεται με την ιστορική ιδιοπροσωπία κάθε έθνους, τις πολιτικές περιπέτειες και φιλοδοξίες του και γίνεται ουσιώδης συνάρτηση της επίσημης κρατικής ιδεολογίας. Η ίδια η λέξη «Oρθοδοξία» καταντάει να παραπέμπει σε εργαλείο εθνοφυλετισμού για την κατοχύρωση μιας κρατικής υπόστασης και ισχύος, παρά το ότι τούτο αντιβαίνει προς την ισότητα των πάντων που διακηρύσσει ο Παύλος (Κολοσ. 3, 11-12) και έχει επίσης καταδικαστεί στη Σύνοδο της ΚΠολης του 1872 με ειδικό όρο κατά του εθνοφυλετισμού. Ο εθνοφυλετισμός λοιπόν αυτός είναι απότοκος της θρησκειοποίησης του εκκλησιαστικού γεγονότος και στην Ανατολή, όπως τούτο είχε ήδη πραγματοποιηθεί στη Δύση και έγινε εισαγωγή του στην Ορθόδοξη Εκκλησία, η οποία δεν μπόρεσε να αντισταθεί σ’ αυτή την εισβολή.
4.- Εορτή του Πάσχα. Με βάση την απόφαση της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, η Εκκλησία της Αλεξάνδρειας έστελνε κάθε χρόνο επιστολή στην Εκκλησία της Ρώμης γνωστοποιώντας την ημερομηνία εορτασμού του Πάσχα και αυτή με την σειρά της όφειλε να το δηλώσει στις απομεμακρυσμένες Εκκλησίες (Ισπανίας, Γαλλίας, Βρετανίας, Γερμανίας). Πλην όμως, η Εκκλησία της Ρώμης ουδέποτε το έπραξε αυτό, καθότι ο πάπας Ρώμης άγιος Ιππόλυτος είχε καθορίσει (πριν από την Σύνοδο της Νικαίας) την εαρινή ισημερία στις 18 Μαρτίου. Οπότε, όταν η πανσέληνος συνέπιπτε στις 19 Μαρτίου, οι Εκκλησίες της Δύσης εόρταζαν με αυτήν το Πάσχα, ενώ οι Εκκλησίες της Ανατολής την θεωρούσαν ως πανσέληνο προ της εαρινής ισημερίας (προ της 21ης  Μαρτίου) και ανέμεναν την επόμενη με συνέπεια να υπάρχει διαφορά 30-35 ημερών στην εορτή του Πάσχα. (Κάτι τέτοιο γίνεται σήμερα στην διαφορά εορτασμού του Ορθόδοξου με το λατινικό Πάσχα). Η Σύνοδος της Σαρδικής (Σόφια, 344-345) όμως ενέκρινε περί του Πάσχα, όπως αναγγέλλουν απανταχού την ημέρα της εορτής του Πάσχα, ο μεν επίσκοπος Ρώμης στις Εκκλησίες της Δύσης, ο δε επίσκοπος Αλεξανδρείας στις Εκκλησίες της Ανατολής. Με την απόφαση αυτή ανετρέπετο η ουσία αυτής, δηλ. «να εορτάζεται εν μιά και τη αυτή ημέρα απανταχού η εορτή του Πάσχα». Η Σύνοδος της Νικαίας όρισε να τελείται η εορτή μετά την εαρινή ισημερία και προς τήρηση της ενότητας ανατέθηκε ο καθορισμός της ημέρας της εορτής στην Εκκλησία Αλεξανδρείας, της οποίας οι αστρονόμοι όριζαν την εαρινή ισημερία στις 21 Μαρτίου και όχι στις 18, όπως εφρόνουν στη Ρώμη. Αναθέτοντας η Σύνοδος της Σαρδικής στην Εκκλησία της Ρώμης τον ορισμό της ημέρας εορτασμού σ’ ολόκληρη τη Δύση, μοιραίως ανέκυπτε διαφωνία μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Όλα αυτά συνέβαιναν βέβαια στην ενιαία Μια, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία (στην οποία παρουσιάζετο πάντοτε «η αιώνια Δυτική οφρύς»). Βέβαια, σύμφωνα με τα παραπάνω εκτεθέντα, για την διαφορετική εορτή του Πάσχα μεταξύ Ανατολής και Δύσης από το 50-800 μ.Χ. περίπου, ανακύπτει ένα εύλογο ερώτημα. Γιατί οι Πατέρες των Ανατολικών Εκκλησιών εδέχοντο να παρακάθηνται και να συναποφασίζουν μαζί με τους Πατέρες της Δυτικής Εκκλησίας και στις επτά άγιες Οικουμενικές Συνόδους, κατά τη στιγμή κατά την οποία όλη αυτή την περίοδο η Δυτική Εκκλησία ακολουθούσε αλλότρια ημερομηνία εορτής του Πάσχα από εκείνη των Εκκλησιών της Ανατολής και παρέβαινε επί 475 έτη την απόφαση της Συνόδου, την οποία παράβαση ανέχονταν οι Πατέρες της Ανατολής;
            5.- Θεία κοινωνία. Η λήψη της θ. κοινωνίας από τους πιστούς στην πρώτη Εκκλησία γινόταν σε κάθε λειτουργική σύναξη. Αργότερα, με την επίδραση του Παπισμού, αυτή η πρακτική της Παράδοσης αλλοιώθηκε και διαστράφηκε πλήρως, ώστε επί αιώνες πολλούς να μην υπάρχει προσέλευση στη θ. κοινωνία σε σημείο τέτοιο, που να επικρατήσει μια στρεβλή παράδοση της άπαξ του έτους λήψης της θ. κοινωνίας ή το πολύ τρεις φορές το χρόνο. Συνέβη στην Ορθοδοξία κάτι ανάλογο με εκείνο που συμβαίνει στον Παπισμό. Στον Παπισμό άξιοι του σώματος και του αίματος είναι μόνον οι ιερείς, ενώ οι λαϊκοί μόνο του σώματος. Στην Ορθοδοξία, άξιοι στη λήψη της θ. κοινωνίας κάθε Κυριακή είναι μόνον οι ιερείς, ενώ οι λαϊκοί 1-3 φορές το χρόνο. Παρ’ όλον ότι πουθενά οι Πατέρες δεν υποστήριξαν αυτή την απαράδεκτη κατάσταση και μάλιστα το αντίθετο, ότι η θ. κοινωνία δίδεται για την άφεση των αμαρτιών και όχι σε ήδη αναμάρτητους, όμως κατάντησε να επισύρει κατατρεγμό σε όσους ήθελαν να προσέρχονται συχνά στη θ. κοινωνία και σε κάποιες ακραίες περιπτώσεις, ως ένδειξη παρέκκλισης από την Ορθοδοξία! (π. Αλεξ. Σμέμαν: Εξομολόγηση και θ. κοινωνία). Παρ’ όλη δε την κίνηση που επιχειρήθηκε από τους «κολλυβάδες» κατά τον 18ο αιώνα, αγίους Νικόδημο αγιορείτη, Αθανάσιο Πάριο και Μακάριο Νοταρά για τη συχνή θ. κοινωνία, ακόμη και σήμερα υπάρχει σε πολλούς πιστούς αντίσταση στη συχνή προσέλευση.    Αναφέρεται   ότι σε κάποια νησιά του Αιγαίου και Ιονίου Πελάγους υπήρξε πάγια τακτική κατά την Ενετοκρατία και Τουρκοκρατία λήψης της θ. κοινωνίας από τους Λατίνους. Τούτο επιζεί σήμερα στη Σύρο και όχι μόνο.
            6.- Εξομολόγηση και θ. κοινωνία. Επίδραση της Δυτικής, Σχολαστικής και δικανικής κατανόησης της μετανοίας: Έχουν πολλά γραφεί, για την «δυτική υποδούλωση» της Ορθόδοξης θεολογίας, αλλά φοβούμαστε, πώς λίγοι άνθρωποι συνειδητοποιούν το βάθος και το αληθινό νόημα της στρέβλωσης, στην οποίαν η Δυτική επιρροή οδήγησε την ίδια τη ζωή της Εκκλησίας και πάνω απ’ όλα την κατανόηση των Μυστηρίων. Αυτό γίνεται φανερό στο μυστήριο της μετανοίας. Η σοβαρή παραμόρφωση εδώ συνίσταται στην μετατόπιση του νοήματος του μυστηρίου από την μετάνοια και την εξομολόγηση στην στιγμή της «άφεσης» που προσλαμβάνεται δικανικά. Η Δυτική Σχολαστική θεολογία διαχώρισε σε δικανικές κατηγορίες την ίδια την ουσία της αμαρτίας και, αντίστοιχα, την έννοια της άφεσης. Η τελευταία πηγάζει εδώ όχι από την αλήθεια, δηλαδή την αυθεντική φύση της μετανοίας, αλλά από την εξουσία του ιερέως. Εάν, για την αρχική ορθόδοξη κατανόηση του μυστηρίου της εξομολόγησης, ο ιερέας είναι ο παρευρισκόμενος μάρτυρας της μετανοίας, και ως εκ τούτου μάρτυρας της πλήρους «καταλλαγής με την Εκκλησία εν Χριστώ Ιησού.....», ο Λατινικός νομικισμός υπερτονίζει την εξουσία του ίδιου του ιερέα να δίνει άφεση αμαρτιών. Έτσι προκύπτει η ολότελα καινοφανής για το Ορθόδοξο δόγμα, αλλά αρκετά δημοφιλής σύγχρονη πρακτική της «άφεσης-απαλλαγής» χωρίς εξομολόγηση. Η αρχική διάκριση ανάμεσα σε αμαρτίεςαφορισμούς από την Εκκλησία (από τους οποίους προέκυπτε η ανάγκη της μυστηριακής συμφιλίωσης με το Εκκλησιαστικό Σώμα) και της αμαρτωλότητας, που δεν εξέβαλε τον πιστό εκτός Εκκλησίας, εκλογικεύθηκε από τον Δυτικό Σχολαστικισμό σε διαχωρισμό ανάμεσα στις λεγόμενες θανάσιμες και εξαγοράσιμες (συγγνωστές) αμαρτίες. Οι πρώτες, έχοντας απομακρύνει τον άνθρωπο από την «κατάσταση της χάριτος» απαιτούν μυστηριακή εξομολόγηση και άφεση, ενώ οι υπόλοιπες χρήζουν μόνο εσωτερικής μεταμέλειας. Στην Ορθόδοξη Ανατολή, ωστόσο, και ιδιαίτερα στη Ρωσία (κάτω από την επίδραση της Λατινόφρονας θεολογίας του Πέτρου Μογίλα και των μαθητών του), η θεωρία αυτή κατέληξε στην υποχρεωτική και δικανική σύνδεση ανάμεσα στην εξομολόγηση-άφεση και την Ευχαριστία. Κατά έναν ειρωνικό τρόπο, η πιο ολοφάνερη «διείσδυση» των Λατίνων αντιμετωπίζεται από μεγάλο αριθμό πιστών ως ορθόδοξη νόρμα, ενώ η πιο απλή απόπειρα για επαναξιολόγηση της πρακτικής κάτω από το φως του αυθεντικού ορθοδόξου δόγματος της Εκκλησίας και των μυστηρίων καταγγέλλεται ως «ΡΚαθολική»! ....
            7.- Εξομολόγηση από αιρετικούς.  Η Ι. Μονή αγίου Νικολάου Θήρας είχε Ιησουίτες ως εξομολόγους. Ο Παροναξίας Ιωσήφ (1651) προτρέπει τους αιρετικούς Καπουτσίνους να διδάσκουν και να εξομολογούν το ορθόδοξο ποίμνιο. Ο Σμύρνης δίνει άδεια σε Ιησουίτες να εξομολογούν τους κληρικούς της επαρχίας του και οι κληρικοί με τη σειρά τους εγκαθιστούν Ιησουίτες μέσα στους ορθόδοξους ναούς, ώστε να εξομολογούν. Παρομοίως και ο Αιγίνης Δαμασκηνός (1680), ενώ άλλος Επίσκοπος εξομολογείτο σε Γάλλο Καπουτσίνο.
            8.- Οικουμενιστική ενότητα. Ο Ταλαντίου Νεόφυτος (19ος αιώνας) και άλλοι ορθόδοξοι απολαμβάνουν τακτικά τη διδασκαλία του προτεστάντη Άρτλεϋ σε ορθόδοξο ναό. Ο ίδιος Αρχιερέας είχε στενές σχέσεις με Δυτικούς ιεραποστόλους και παρευρίσκετο σε κηδείες προτεσταντών, μέσα σε ορθόδοξους ναούς. Με πλήρη στολή μαζί με προτεστάντες πάστορες υποδέχθηκε το βασιλιά Όθωνα, οπότε προτεσταντική ακολουθία, ορθόδοξος Ιεράρχης και παπικός μονάρχης αποτελούσαν σύνθεση, που υπενθύμιζε την εξωτερική οικουμενιστική ενότητα.
            9.- Γάμος με ετερόδοξο. Το 1834, η Εκκλησία του Βασιλείου της Ελλάδος επέτρεψε το γάμο με ετεροδόξους, κατά παράβαση του ιδ΄ της Δ΄ και οβ΄ της Πενθέκτης, πράξη που ισχύει μέχρι σήμερα.
            10.- Σωτηρία αιρετικών. Στην «Ιερά Ανθολογία» της Ι. Συνόδου του Βασιλείου της Ελλάδος, το 1833,  αναγράφεται, ότι και οι ετερόθρησκοι σώζονται, ο δε Ύδρας κήρυττε, ότι «όλα τα έθνη όσα εγεννήθησαν, εις το οποίον ακολουθούσι θρήσκευμα, προσδοκώσι σωτηρίαν»! Βέβαια, εκτός Εκκλησίας δεν υπάρχει σωτηρία, πλην όμως ουδείς δύναται να αποκλείσει το δικαίωμα της σωτηρίας αιρετικού από τον ίδιο το Χριστό.
            11.- Συγχωροχάρτια και Ψυχοχάρτια. Συγχωροχάρτια είναι χαρτιά αφέσεως αμαρτιών ζώντων και τεθνεώτων, τα οποία χορηγεί ο Πάπας στους πιστούς, έναντι αμοιβής. Αυτό εδράζεται στη θέση του Παπισμού, για την εξαγορά του περισσεύματος των αξιόμισθων έργων των Αγίων της Εκκλησίας. Στην Ανατολή τέτοιου είδους συγχωροχάρτια δεν υπάρχουν, καθότι δεν υπάρχει επίσημη διδασκαλία της Εκκλησίας. Πλην όμως, η Σύνοδος ΚΠόλεως του 1722 ομιλεί για τη δυνατότητα της Εκκλησίας «να συγχωρεί αμαρτίες», χωρίς να αναφέρει τον όρο «Συγχωροχάρτι». Από τότε άρχισαν να κυκλοφορούν τέτοιου είδους κείμενα, που δεν αποκαλούνται «Συγχωροχάρτια», αλλά «Ψυχοχάρτια». Δίνεις δηλ. το πρόσφορο, δίνεις το όνομα, δίνεις και τα χρήματα, για να γίνει Τρισάγιο. Αυτά τα λεγόμενα «Ψυχοχάρτια», δεν είναι «Συγχωροχάρτια», αλλά «οιωνεί συγχωροχάρτια», δεν είναι επίσημη διδασκαλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, αλλά απόφαση κάποιας Συνόδου. Η πρακτική βέβαια αντιμετώπιση και η ουσία του θέματος ομοιάζει με την αντίστοιχη θέση του Παπισμού, χωρίς την εμπλοκή της αξιομισθίας των Αγίων. 
            12.- Παπικός, αρχηγός Ορθόδοξης Εκκλησίας. Οι ιδρυθείσες κατά τους τρεις πρώτους αιώνες τοπικές Εκκλησίες στην Ελλάδα υπάγονταν διοικητικά στον πάπα Ρώμης μέχρι το 732. Μέχρι τότε, ο ελλαδικός χώρος ήταν οργανωμένος εκκλησιαστικά σε έξη μεγάλες Μητροπολιτικές περιφέρειες: 1/ Μητρόπολη Αχαΐας με έδρα την Κόρινθο, 2/ Μητρόπολη Μακεδονίας με έδρα τη Θεσσαλονίκη, 3/ Μητρόπολη Θεσσαλίας με έδρα τη Λάρισα, 4/ Μητρόπολη Κρήτης με έδρα τη Γόρτυνα, 5/ Μητρόπολη παλαιάς Ηπείρου με έδρα τη Νικόπολη, 6/ Μητρόπολη Νέας Ηπείρου με έδρα το Δυρράχιο. Η Θράκη υπαγόταν ανέκαθεν διοικητικά στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Το 732 όμως ο αυτοκράτορας Λέων Γ΄ ο Ίσαυρος απέσπασε τις ανωτέρω έξη Μητροπόλεις από τη διοίκηση της Ρώμης και την υπήγαγε στη διοίκηση της ΚΠολης. Το 1833 δημιουργήθηκε η Αυτοκέφαλος Εκκλησία του Βασιλείου της Ελλάδος, η οποία διοικείται υπό διαρκούς πενταμελούς Ιεράς Συνόδου του Βασιλείου της Ελλάδος (!!!), τα μέλη της οποίας διορίζονται από την Κυβέρνηση και ορκίζονται πίστη στον Βασιλέα. Διαβάζουμε στο σχετικό νόμο: «Άρθρον 1. ….. Η Ορθόδοξος Ανατολική Αποστολική Εκκλησία του Βασιλείου της Ελλάδος, εν πνεύματι μη αναγνωρίζουσα άλλην κεφαλήν, παρά τον θεμελιωτήν της Χριστιανικής Πίστεως, τον Κύριον και Σωτήρα ημών Ιησούν Χριστόν, κατά δε το διοικητικόν μέρος έχουσα αρχηγόν τον (παπικό βέβαια) Βασιλέα της Ελλάδος, είναι αυτοκέφαλος και ανεξάρτητος από πάσης άλλης εξουσίας, φυλαττομένης απαραχαράκτου της δογματικής ενότητος, κατά τα παρά πασών των Ορθοδόξων Ανατολικών Εκκλησιών ανέκαθεν πρεσβευόμενα. Άρθρον 2. Η υπερτάτη Εκκλησιαστική εξουσία εναπόκειται, υπό την του Βασιλέως κυριαρχίαν, εις χείρας Συνόδου διαρκούς, φερούσης το όνομα «Ιερά Σύνοδος του Βασιλείου της Ελλάδος». Ο Βασιλεύς προσδιορίζει, δι’ οργανικού διατάγματος, την Γραμματείαν της Επικρατείας, ήτις θέλει ενεργεί τα της κυριαρχίας ταύτης και υπό την οποίαν θέλει διατελεί κατά τούτο η Σύνοδος…..». Στη Σύνοδο παρεδρεύει ο Βασιλικός Επίτροπος, κάθε πράξη δε εν απουσία του είναι άκυρη, καμία δε πράξη της δεν ισχύει άνευ εγκρίσεως της Κυβερνήσεως. Οι Αρχιερείς διορίζονται από την Κυβέρνηση κατά πρόταση της Συνόδου και με τον ίδιο τρόπο μετατίθενται, παύονται ή εκπίπτουν της θέσης τους. Αλληλογραφία της Συνόδου με άλλες Εκκλησίες επιτρέπεται μέσω της Γραμματείας της Επικρατείας. Αυτή η κατάσταση διήρκεσε 17 χρόνια, μέχρις ότου αναγνωρίσθηκε η Εκκλησία αυτή με άλλους όρους από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Συμπέρασμα: Υπήρξε Ορθόδοξη Εκκλησία της οποίας αρχηγός ήταν ένας αιρετικός παπικός!!! Υπάρχει χειρότερο κατάντημα;
            13.- Διάφορες Λατινικές επιρροές στον Ορθόδοξο χώρο. Οι δυτικές επιρροές είναι πάρα πολλές. Επιγραμματικά αναφέρονται:
- ο προτεσταντικός αντιθεοτοκισμός και αντιμοναχισμός, που καλλιεργείται από εκκλησιαστικές οργανώσεις (Μοναχού Θεοκλ. Διονυσιάτη: «Αγαπητοί, νυν τέκνα Θεού εσμέν και ούπω εφανερώθη τι εσόμεθα», Άγ. Όρος, 1994).
- Μαριολατρία, κατά τα παπικά πρότυπα (Ζωλοτισμός κλπ.). Επίσης αναμαρτησία της Υπεραγίας Θεοτόκου (π. Αλ. Σμέμαν: Εξομολόγηση και θ. κοινωνία).
 - διάκριση της Εκκλησίας σε στρατευομένη και θριαμβεύουσα, χωρίς αναφορά σε αγιογραφικό ή αγιοπατερικό κείμενο (Ναυπάκτου Ιεροθέου).
- στην ψαλτική, πάρα πολλές δυτικές επιρροές, όπως τα προτεσταντικού τύπου τραγούδια: («τα χριστανόπουλα θα πάμε με χαρά.....»), καθώς και οι παπικού τύπου πολυφωνικές χορωδίες, που γίνονται κυριολεκτικά κλαιούμενες, κατά τις κηδείες, αντί της βυζαντινής μουσικής. Επίσης ευχές επηρεασμένες από τη δυτική θεώρηση, ότι ο αμαρτωλός είναι κατηγορούμενος, εκτός του ότι είναι και ασθενής: «Κύριε και τον φόβον σου πτοούμαι και το πονηρόν ποιείν ου παύομαι. Τις εν δικαστηρίω τον δικαστήν ου πτοείται; ή τις ιαθήναι βουλόμενος τον ιατρόν παροργίζει ως καγώ;…..» (απόστιχο του εσπερινού). Αλλά και ευχές του Μυστικού Δείπνου με παπικές επιρροές, όπως του αγίου Συμεών του Μεταφραστή: «Ιδού βαδίζω προς θείαν κοινωνίαν, Πλαστουργέ μη φλέξης με τη μετουσία…..». Επίσης ύμνοι που επιβραβεύουν την ψευδοκωνσταντίνεια δωρεά: «….. υπό  Σιλβέστρου ιερέως δια του βαπτίσματος…..», για την βάπτιση του Μ. Κωνσταντίνου από τον πάπα Σίλβεστρο, ψευδώς βέβαια, καθότι ο αυτοκράτορας βαπτίσθηκε από τον Νικομηδείας Ευσέβιο, κ.ά.
- στην εικονογραφία παπικές επιρροές: 1/ εικόνιση της Αγ. Τριάδας με τα πρόσωπα του Θεού Πατρός, του Υιού και του Αγ. Πνεύματος, η απεικόνιση της οποίας απαγορεύτηκε από τη σύνοδο της ΚΠολης του 1776 ως λατινικής προέλευσης, καθώς αναφέρει ο N. Ζήσης στο περιοδικό ΘΕΟΔΡΟΜΙΑ τ. 2 και 3. Η απεικόνιση αυτή είναι αρειανοπαπική, καθότι παρουσιάζει τον Υιόν νεώτερο του Πατέρα και έτσι δικαιολογεί το «ην ποτέ, ότε ουκ ην» του Αρείου, καθώς και το περιστέρι που ισαπέχει του Πατρός και του Υιού, κατά το παπικό Φιλιόκβε. Εξ άλλου, για τη παράσταση του Πατέρα, ο Ι. Δαμασκηνός καταγράφει: «ο Θεός, ως πάντη ασχημάτιστος και ανείδεος» είναι «έξω από κάθε φαντασίαν» και επομένως «παραφροσύνης τοίνυν άκρας και ασεβείας το σχηματίζειν το Θείον» (PG τ. 94, στλ. 1169C-1172A). 2/ του κρίνου στα χέρια του αγγέλου στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου, 3/ της λατινικής παράστασης της Ανάστασης (όχι την εις Άδου κάθοδο) σε εξαπτέρυγα και εικόνες, με τον Χριστό να εξέρχεται του τάφου θριαμβευτής, σαν ελατήριο, κρατώντας ένα σημαιάκι (ακόμη και στην είσοδο του Πανάγιου Τάφου στα Ιεροσόλυμα), αντίθετα με την Πατερική Θεολογία (αγίου Επιφανίου: Η κάθοδος του Κυρίου στον Άδη). 4/ της παράστασης της αγίας καρδίας του Ιησού (σύντομα μπορεί να δούμε και αγία καρδία της Θεοτόκου κατά τα παπικά πρότυπα) κ.ά. 5/ της παράστασης της Παναγίας, ως στρουμπουλής φραγκοπαναγιάς, με τον ροδαλό Χριστό να την κοιτάει, αλλά και όλων των αγίων, ως καλοθρεμμένων αστών. 6/ της εικονογραφίας του Μυστικού Δείπνου με το Χριστό στο κέντρο, κατά το πρότυπο της εικόνας του L. Davinci, αντί του Χριστού στο άκρο αριστερά σε ημικυκλικό τραπέζι, ως το τιμώμενο πρόσωπο, 7/ της εικόνας της γέννησης με τη Μαρία και τον Ιωσήφ πάνω από το θείο βρέφος. 8/ της εικονογραφίας του Ιούδα Ισκαριώτη με φωτοστέφανο κλπ. 9/ εισαγωγή αγαλμάτων του Χριστού και της Παναγίας σε εκκλησιαστικούς χώρους. Ήδη υπάρχουν τέτοια αγάλματα σε τάφους, όπου ορθόδοξοι ιερείς τελούν τρισάγια, χωρίς να ενοχλούνται από τη κατάσταση αυτή. Αλλά και ο Ναός του Σωτήρος στη Μόσχα είναι γεμάτος αγάλματα αγίων.
- στις δυτικόφερτες απόψεις για «τα καζάνια της Κολάσεως», και τα «τελώνια», αντί της διδασκαλίας του αγίου Μάρκου Εφέσου για τη «φωτιστική» και «καυστική» φύση του Ακτίστου φωτός.
- στη συγγραφική με προτεσταντικά παραμυθάκια του τύπου: «η κόρη του γαλακτοπόλη», «Περπέτουα», «Φαβιόλα» κ.ά. για τα κατηχητόπουλα, αντί των βίων των Αγίων  (π. Γ. Μεταλληνός).
- στην ναοδομία (με την τάση του δυτικού εκμοντερνισμού στη κατασκευή των ναών).
- παρεμβάσεων στη λατρεία (το «σαράντισμα» των εικόνων στο Άγιο Βήμα, με ειδική ευχή της παπικής «εκκλησίας», που παρεισέφρησε σε ορθόδοξα ευχολόγια, όπως αναφέρει ο  N. Ζήσης στο ΘΕΟΔΡΟΜΙΑ) ή συγχωρητική ευχή «εγώ δε συγχωρώ πάσας τας αμαρτίας σου…..», δυτικής προέλευσης (Ι. Φουντούλη, Τελετουργικά, τ. Γ΄, σελ. 78, 82).
- παρεμβολές στην Ορθόδοξη Θεολογία μας με παπικές παραδοχές, που αυτούσιες διδάσκονται στους πιστούς μας και αντιστρατεύονται  τον πλούτο της Πατερικής Θεολογίας (π.χ. περί της ικανοποιήσεως της θ. δικαιοσύνης, π. Κ. Καλλίνικου «Ιερά Κατήχησις», έκδοση Αποστολικής Διακονίας 1997, σελ. 56) ή τη διδασκαλία περί του προπατορικού αμαρτήματος (που είναι παπικής προέλευσης, όπως μαρτυρεί ο π. Ι. Ρωμανίδης: «Το προπατορικόν αμάρτημα», Αθήνα, 1992), καθώς και η διδασκαλία περί του εμφυσήματος του Θεού προς τον Αδάμ, ως της ψυχής, αντί του Αγίου Πνεύματος.
- τη συμπροσευχή με αιρετικό, κατά την ακολουθία του γάμου με ετερόδοξο σε παπικό ναό, αλλά  και της αντίστοιχης ακολουθίας σε ορθόδοξο Ναό.
- το ράντισμα ή την επίχυση νερού σε βαπτιζόμενο νήπιο από αρκετούς ορθόδοξους ιερείς, αντί της εμβάπτισης σε κολυμπήθρα.
- τις διάφορες περιφορές εκτός Ναού αγίων λειψάνων, εικόνων και επιταφίων.
- την τοποθέτηση του Σταυρού όπισθεν της αγίας Τραπέζης (του τάφου του Χριστού), αντί της εικόνος της Αναστάσεως, όπως αυτό τηρείται σε πολλές Μονές.
- το μαυροφόρεμα των ιερέων και το στόλισμα των Ναών με μαύρες κορδέλες και καλύμματα, κατά την Μ. Εβδομάδα, αντί των Ορθόδοξων πορφυρών. 
- την παραδοχή της βάπτισης του Μ. Κων/νου από τον πάπα Σίλβεστρο Α΄:
- τη Χριστολατρεία του Παπισμού, αντί της Ορθόδοξης Τριαδολατρείας. Παραδείγματα: η ευχή «ευχαριστήσωμεν τω Κυρίω» μετά το «άνω σχώμεν τας καρδίας», όπου ο ιερέας απευθύνεται λανθασμένα προς τον Χριστό και όχι προς τον Πατέρα. Το ίδιο γίνεται με την οπισθάμβωνο ευχή: «Ο ευλογών τους ευλογούντας σε, Κύριε,….. εκ σου του Πατρός των φώτων…..», η οποία διαβάζεται μπροστά στην εικόνα του Χριστού, λανθασμένα, ενώ απευθύνεται προς την Αγία Τριάδα. Όλα αυτά και άλλα πολλά είναι δογματικά ατοπήματα, προερχόμενα από τον Παπισμό.
            14.- Το Βάπτισμα των Λατίνων. Είναι γνωστόν, ότι οι Λατίνοι έχουν χαρακτηρισθεί (εμμέσως) αιρετικοί από τη Σύνοδο του 879 (Η΄ Οικουμενική), μετά δε τη σύνοδο του Τριδέντου (1545-1563) έχει χαθεί πλέον εξ ολοκλήρου το κανονικό βάπτισμα στη Δύση και έχει αντικατασταθεί με ράντισμα ή επίχυση. Αυτό είχε ξεκινήσει με τον Πάπα Στέφανο Α΄ (253-257), ολοκληρώθηκε δε με την ανωτέρω Σύνοδο. Οι Αποστολικοί κανόνες (μς΄, μζ΄, ν΄, ξη΄), α΄ της Καρχηδόνος, ζ΄, η΄ της Λαοδίκειας, α΄, ε΄, κ΄, μζ΄ του Μ. Βασιλείου ενεργώντας «κατ’ ακρίβειαν» επιβάλουν τη βάπτιση κάθε αιρετικού αδιακρίτως. Αντίθετα, αργότερα, ο ζ΄ της Β΄ Οικουμενικής και ο ψε΄ της Πενθέκτης, εφαρμόζοντας «την οικονομίαν», άλλων αιρετικών επιβάλουν την βάπτιση και άλλων όχι, όταν αυτοί επιστρέφουν στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Η οικονομία, καθώς είναι καρπός της ποιμαντικής και θεραπευτικής διακονίας της Εκκλησίας, εφαρμόστηκε για λόγους καιρικούς-ιστορικούς. Οι αιρετικοί ήταν τότε πολλοί στο πλήθος και πολιτικά ισχυροί (Πηδάλιο, σ. 53). Βέβαια, η οικονομία η οποία είναι πρόσκαιρη, ποτέ δεν μπορεί να καταστεί νόμος, ούτε να θεωρηθεί ως παράδειγμα. Τι γίνεται όμως με τους Λατίνους; Ο άγιος Νικόδημος τους αναφέρει ως αιρετικούς, οι οποίοι πρέπει να βαπτίζονται, όταν προσέρχονται στην Ορθοδοξία, επικαλείται δε τη μαρτυρία του Εφέσου Μάρκου, Ιεροσολύμων Δοσιθέου, Κερνίτσης και Καλαβρύτων Ηλία Μηνιάτη και άλλων. Αλλά και ο Αθανάσιος Πάριος και ο Κ. Οικονόμος τους αποκαλούν αιρετικούς και όχι μόνο σχισματικούς, διότι αρκεί μόνο το Φιλιόκβε για να χαρακτηρισθούν αιρετικοί (Ιακ. 2. 10), αλλά και η Η΄ Οικουμενική έχει χαρακτηρίσει το Φιλιόκβε αίρεση. Ανακύπτει λοιπόν το ερώτημα: παρότι είναι αιρετικοί οι Λατίνοι, είναι δυνατόν να εφαρμοσθεί και σ’ αυτούς η περί Αρειανών κ.λπ. κατ’ οικονομίαν διάκριση της Β΄ και της Πενθέκτης Οικουμενικών Συνόδων και να γίνουν δεκτοί δίχως βάπτισμα και μόνο με λίβελο και χρίσμα; Οι Σύνοδοι αυτές δέχτηκαν τους αιρετικούς αυτούς χωρίς βάπτισμα, διότι η αίρεσή τους διέσωζε τη μορφή του αποστολικού βαπτίσματος, δηλ. των τριών καταδύσεων, το οποίον είναι κατά κυριολεξία βάπτισμα (βούτηγμα). Είναι όμως το βάπτισμα των Λατίνων αποστολικό βάπτισμα; Οι Δυτικοί ισχυρίζονται ότι είναι. Ο Κ. Οικονόμος όμως απαντά, ότι ούτε η επίχυση είναι ποτέ δυνατόν να θεωρηθεί βάπτισμα, ούτε πολύ περισσότερο ο ραντισμός. Η μεν πρώτη είναι «νεωτερισμός ακανόνιστος», ο δε δεύτερος «άγραφος», στερούμενος του χαρακτήρος του «κυρίου και αληθινού βαπτίσματος». Κατά τον άγιο Νικόδημο το βάπτισμα των Λατίνων είναι «ψευδώνυμο» (Πηδάλιο, σ. 55-56), κατέκρινε δε τους «λατινόφρονες» ή «αμίσθους δεφένσορες του Λατινικού ψευδοβαπτίσματος», ως τους ωνόμαζε. Οι Λατίνοι, αθετώντας με την καινοτομία τους αυτή την παράδοση της Εκκλησίας είναι, κατά την η΄ πράξη της Ζ΄ Οικουμενικής, «αναθεματιστέοι». Παρ’ όλα αυτά, η Ορθόδοξη Εκκλησία στην τοπική Σύνοδο της ΚΠολης του 1484, με τη συμμετοχή όλων των Πατριαρχών της Ανατολής και παρ’ όλον ότι υπήρχε ακόμη η ένταση στις σχέσεις Ορθοδόξων και Λατίνων μετά τη Σύνοδο Φλωρεντίας (1439), αποφάσισε να εφαρμόσει στους Λατίνους τους κανόνες της Β΄ και Πενθέκτης Οικουμενικών Συνόδων και να τους δέχεται με λίβελλο και Χρίσμα, συνέταξε δε και ειδική ακολουθία (Καρμίρη Ι. Τα Δογματικά….. σ. 981-989), οπότε οι περιπτώσεις βαπτίσματος ήταν εξαιρέσεις, που οφείλονταν «εις ατομική πρωτοβουλίαν» και «ουχί εις αυθεντικήν απόφασιν της Εκκλησίας». Η απόφαση αυτή όμως της Συνόδου του 1484 ανετράπη επί Πατριάρχου Κυρίλλου Ε΄ το 1755 στη Σύνοδο της ΚΠολης, με τη συμμετοχή και των Πατριαρχών Αλεξανδρείας και Ιεροσολύμων, που την προσυπέγραψαν. Η απόφαση αυτή, η οποία είναι η τελευταία «επίσημη» απόφαση της Ορθόδοξης Εκκλησίας, επέβαλε το βάπτισμα των Λατίνων που επανέρχονται στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Η Σύνοδος της Ρωσικής Εκκλησίας του 1621 στη Μόσχα αποφάσισε το βάπτισμα των Λατίνων, η Σύνοδος όμως του 1667 πάλι στη Μόσχα, όπου έλαβαν μέρος και οι Πατριάρχες Αλεξανδρείας και Αντιοχείας, επικύρωσε την απόφαση του 1484 και δεχόταν τους Λατίνους με λίβελο και Χρίσμα. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Ιερεμίας Γ΄ σε ερώτημα του τσάρου Μ. Πέτρου το 1718 απαντά, ότι οι Λατίνοι γίνονται δεκτοί «δια μόνου χρίσματος». Στο πρόβλημα του βαπτίσματος των Λατίνων, ο Εφέσου Μάρκος προτιμά την οικονομία, παρότι ακραιφνέστατος Ορθόδοξος στην πίστη, μαρτυρώντας «περί της καθολικής πράξεως της Ορθοδόξου Εκκλησίας», ομολογεί ότι «χρίομεν τους εξ αυτών (δηλ. των Λατίνων) ημίν προσιόντας….. ως αιρετικούς όντας» (Καρμίρη Ι. Τα Δογματικά….. σ. 981), δηλ. εντάσσει τους Λατίνους ως αιρετικούς στην ομάδα των Αρειανών κ.λπ. της Β΄ Οικουμενικής, παρ’ όλον ότι γνωρίζει τον τύπον του ραντισμού, τον οποίον αποκηρύσσει. Έτσι, ο Ιεροσολύμων Δοσίθεος εμφανίζεται αντίθετος προς τον Εφέσου Μάρκο, καθότι δέχεται το βάπτισμα των Λατίνων. Ο Δοσίθεος λοιπόν το κατ’ ακρίβειαν και ο Μάρκος το κατ’ οικονομίαν. Μήπως, η πολιτική απειλή από τη Δύση είχε σαν συνέπεια την εφαρμογή της οικονομίας στην Ανατολή κα μήπως η χρήση της οικονομίας στην Ανατολή είχε ως αναγκαία δογματοκανονική προϋπόθεση την μέχρι και τον 18ο αιώνα ύπαρξη στη λειτουργική πράξη και του κανονικού βαπτίσματος στη Δύση, δηλ. το φόβο «δευτερώσεώς» του; Η όλη λοιπόν ιστορία του βαπτίσματος των Λατίνων περνάει από πολλές φάσεις. Από τη φάση της ακρίβειας των Αποστολικών κανόνων, μετά την εφαρμογή των οποίων φαίνεται ότι εγίνοντο δεκτοί χωρίς βάπτισμα οι Λατίνοι, στο κατ’ οικονομίαν των Β΄ και Πενθέκτης Οικουμενικής, μετά την εφαρμογή των οποίων φαίνεται ότι γίνοντο Ορθόδοξοι σε πολλές περιπτώσεις Λατίνοι χωρίς βάπτισμα, στο κατ’ οικονομίαν της Συνόδου του 1484, μετά την οποίαν φαίνεται ότι γίνονταν σε πολλές περιπτώσεις δεκτοί Λατίνοι με βάπτισμα, στην ακρίβεια τελικά της Συνόδου του 1755. Ποια όμως είναι η πρακτική σήμερα; Τηρείται η απόφαση αυτή από τις Εκκλησίες; Δεν υπάρχει γενική γραμμή. Άλλες, όπως η Ρωσική Εκκλησία και η ΚΠολη δεν εφαρμόζουν την απόφαση αυτή. Άλλες, όπως η Ελλαδική Εκκλησία την εφαρμόζουν. Αυτή η διαφορετική στάση των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών ανάγκασε το 1875 το Οικουμενικό Πατριαρχείο να εκφράσει την ευχή «όπως δυνηθώσιν αι κατά τόπους Ορθόδοξοι Εκκλησίαι συνελθείν επί το αυτό, (ίνα) τότε γενήσεται η ποθητή επίσημος συνεννόησις περί του ζητήματος τούτου». (Καρμίρη Ι. Τα Δογματικά….., σ. 978). Το σπουδαίο όμως στην υπόθεση αυτή είναι, ότι σ’ όλες αυτές τις παλινωδίες δεν δημιουργήθηκαν σχίσματα ή αποτειχίσεις στην Ορθόδοξη Εκκλησία εκ του γεγονότος αυτού.
            15.- Άγιο Φως Παναγίου Τάφου. Το θέμα αφορά την κάθοδο αγίου φωτός εξ Ουρανού μέσα στον Πανάγιο Τάφο στα Ιεροσόλυμα, κατά την παραμονή εκεί του Πατριάρχη, όπου χωρίς να υπάρχει τίποτε αναμμένο ή οποιαδήποτε καύσιμη ύλη, ανάπτονται τα κεριά από την πλάκα του Πανάγιου Τάφου, που παρουσιάζει μια κυανή φλόγα. Ο Πατριάρχης αναπέμπει μια δεητική ευχή για τον καθαγιασμό του φωτός. Στη δεητική αυτή ευχή, ουδαμού γίνεται λόγος περί «άνωθεν κατερχομένου αϋλου φωτός». Εάν συνέβαινε ουρανόθεν πέμψη φωτός, τότε η ευχή θα ήτανε ευχαριστιακή. Ο Πατριάρχης ανάβει τις λαμπάδες που κρατάει, από το φως της ακοίμητης κανδήλας, της οποίας το φως είναι ήδη άγιο και δέεται, όπως το άγιο αυτό φως ευλογηθεί και (ως αναστάσιμο) καταστεί ιδιαίτερα άγιο, καθώς δηλώνει η φράση της ευχής «να αναδειχθή» το φως όχι μόνο «αγιασμού δώρον» αλλά «και πάσης θεϊκής χάριτος πεπληρωμένον». Αλλά ποιο φως εύχεται ο Πατριάρχης να γίνει τέτοιο; Βεβαίως το «εις ανάμνησιν» (όπως αναφέρει η ευχή) φυσικό φως από την ακοίμητη κανδήλα. Αν το φως ήταν θεόσταλτο, τότε θα ήταν «αφ’ εαυτού» αναδεδειγμένο άγιο και δεν θα παρακαλούσε ο Πατριάρχης, όπως το αναδείξει ο Θεός. Και πως θα γίνει αυτή η ανάδειξη; «δια της χάριτος του Παναγίου Τάφου». Επισημαίνεται, ότι ουδεμία αναφορά Πατέρων της Εκκλησίας υπάρχει, περί θεοστάλτου Φωτός στον Πανάγιο Τάφο, τόσο σε όλη την 1η μ.Χ. χιλιετία κατά την οποία δεν υπήρχαν σχετικές αναφορές, αλλά ούτε και κατά τη δεύτερη, όπου υπάρχουν σχετικές αναφορές, δεν υπάρχει δε σχετική υμνολογία ή εικονογραφία, πράγμα που συμβαίνει σε κάθε μεγάλο γεγονός θαύματος. Ο πρώτος, που παραλαμβάνει το άγιον Φως από τον Πατριάρχη είναι ένας αιρετικός, κατά την Εκκλησία, ο εκπρόσωπος των Αρμενίων μονοφυσιτών, πράγμα που θεωρείται αντορθόδοξο, καθότι το «Δεύτε, Λάβετε Φως», τους Ορθοδόξους πιστούς αφορά. Λέγεται, ότι οι ετερόδοξοι ασπάζονται το χέρι του Πατριάρχη, όταν παραλαμβάνουν από αυτόν το άγιο Φως. Ως εκ του γεγονότος αυτού φαίνεται, ότι και αυτοί θα πρέπει να θεωρούν, ότι το Φως δεν είναι θεόσταλτο, γιατί σε αντίθετη περίπτωση θα άλλαζαν το δόγμα τους, με το σωστό, που, υποτίθεται ότι, έχει και την εκ του Ουρανού σφραγίδα. Ιστορικές μαρτυρίες αναφέρουν, ότι τα περί του αγίου Φωτός εμφανίσθηκαν αρχικά στη Δύση, κατά την 1η χιλιετία και αργότερα μεταφυτεύθηκαν μετά το Σχίσμα στην Ανατολή και ειδικά στην Εκκλησία των Ιεροσολύμων κατά τις εκεί Σταυροφορίες των Λατίνων, οι οποίοι το θεώρησαν ως τρόπο πορισμού χρημάτων, στα λαϊκά στρώματα, που ιδιαίτερα τότε υπόκειντο σε ενθουσιαστικές τάσεις και στην υποβλητική ατμόσφαιρα του Μ. Σαββάτου, καθώς και στη μυστικοπάθεια των πρώτων Ρώσων προσκυνητών. Συγκεκριμένα, η «παράδοση» περί του αγίου φωτός δημιουργήθηκε από τους Λατίνους κληρικούς, που βρίσκονταν στα Ιεροσόλυμα ήδη από τον καιρό του Καρλομάγνου, το δε θαύμα της εξ ουρανού καθόδου του αγίου φωτός επικαλέστηκε ο πάπας Ουρβανός Β΄ (1088-1099) στην προσπάθειά του να πείσει βασιλείς και πρίγκιπες της Ευρώπης, για την απελευθέρωση των Αγίων Τόπων. Πράγματι, η απελευθέρωση αυτή έγινε με την Α΄ Σταυροφορία το 1099 και διήρκεσε μέχρι το 1187. Το ιστορικό του αγίου φωτός καταγράφει το 1711 ο ΡΚαθολικός Ιησουίτης ιεραπόστολος Ντε Μπερμάντ στον ΡΚαθολικό επίσκοπο της Τουλούζης: «ο εξομολόγος του δεύτερου βασιλιά της Ιερουσαλήμ Βαλδουίνου Α΄ αναφέρει σ’ αυτόν, ότι το Μ. Σάββατο, παραμονή του Πάσχα, ο Θεός θέλοντας να τιμήσει τον τάφο του Ιησού και να αναθερμάνει την πίστη των χριστιανών έστειλε από τον ουρανό μια φλόγα που κατέβηκε στον Άγιο Τάφο και άναψε όλα τα καντήλια, που σύμφωνα με τα εκκλησιαστικά έθιμα, ήταν σβηστά από τη Μ. Παρασκευή». Σύμφωνα πάντα με τον Ντε Μπερμάντ, κατά τη διάρκεια της κυριαρχίας των σταυροφόρων στην Ιερουσαλήμ «ο ζήλος των πριγκίπων της χριστιανοσύνης είχε υποχωρήσει και η ευλάβεια των καθολικών είχε εκφυλισθεί. Και ενώ οι καθολικοί παραδέχονται, ότι το θαύμα δεν γίνεται πια, οι σχισματικοί (δηλ. οι Ορθόδοξοι) βρήκαν την ευκαιρία να το διαιωνίσουν». Έτσι «παπάδες και Πατριάρχες εκμεταλλεύονται την ευπιστία του ποιμνίου, που προσμένει την άγια ουράνια φλόγα τη νύχτα του Μεγάλου Σαββάτου. Εφτά – οκτώ χιλιάδες πιστοί, ερεθισμένοι από την περιέργεια, συρρέουν στην Ιερουσαλήμ, για να παρακολουθήσουν το θέαμα. Αυτό το πλήθος αποτελεί σημαντική πηγή πόρων για τους σχισματικούς Έλληνες που εξασφαλίζουν την επιβίωσή τους και την κανονική καταβολή των φόρων στους Τούρκους». Είναι γνωστό, ότι το θαύμα δεν είναι ένα εξαναγκαστικό γεγονός για τη Θεότητα. Είναι όμως παγκόσμια πρωτοτυπία να επισυμβαίνει θαύμα ορισμένη ημέρα και ώρα, κάθε χρόνο και μάλιστα να διαφημίζεται εκ των προτέρων στους πάμπολλους τουρίστες, οι οποίοι τρέχουν να δουν το «‘Άκτιστο Φως», αποτελεί δε τουλάχιστον βλασφημία ο ισχυρισμός, ότι μπορεί να αποτυπωθεί Αυτό ακόμη και σε φωτογραφία!
            16.- Εύρεση του Τιμίου Σταυρού. Είναι γεγονός, ότι κάτω από την παλαιά βασιλική, όπου βρίσκεται ο Πανάγιος Τάφος, υπάρχει παρεκκλήσιο της εύρεσης του Τιμίου Σταυρού (κρύπτη της αγίας Ελένης), κατασκευασμένο από τον Κων/νο Μονομάχο. Στον υπόγειο αυτό χώρο βρέθηκε τμήμα ξύλου, το οποίον οι πιστοί του 4ου αιώνα ταύτισαν με τον Τίμιο Σταυρό του Χριστού. Δεν υπάρχει Ορθόδοξη μελέτη, η οποία με καθαρώς επιστημονικά, ιστορικά και αρχαιολογικά κριτήρια να εξετάζει ολοκληρωτικά το θέμα. Η παράδοση αναφέρει, ότι η αγία Ελένη βρήκε τον Τ. Σταυρό με τις ανασκαφικές έρευνες, που διέταξε και έγιναν. Όμως, από τα μέσα του 4ου αιώνα, όπου τοποθετείται η εύρεση, καμιά ιστορική πηγή δεν αναφέρει, ότι αυτή οφείλεται στην αγία Ελένη. Δεν μαρτυρούνται δε ανασκαφικές έρευνες από αυτήν από σύγχρονές της πηγές, εκκλησιαστικές ή άλλες, ούτε γίνεται λόγος για την εύρεση του Τ. Σταυρού στις ανασκαφικές εργασίες, που έγιναν με εντολή του Μ. Κων/νου, για την αποκάλυψη του Παναγίου Τάφου και την ίδρυση της πλησίον του βασιλικής. Ούτε ο πατέρας της Εκκλησιαστικής Ιστορίας, Ευσέβιος Καισαρείας, γράφοντας το 335 και εγκωμιάζοντας υπερβολικά τον Μ. Κωνσταντίνο και την μητέρα του, ως ο επίσημος βιογράφος των, δεν αναφέρει πουθενά ότι εκείνη βρήκε τον Σταυρό, ενώ κάνει λόγο για τους ναούς που ίδρυσε (της Γέννησης στη Βηθλεέμ, της Ανάληψης στο όρος των Ελαιών) και για τα άλλα έργα ευποιίας της και μάλιστα όταν, γηραλέα πλέον (το 332) «ήκεν σπεύδουσα νεανικώς η πρέσβυς» στα Ιεροσόλυμα (Ευσεβίου Καισαρείας: Εις τον βίον Κωνσταντίνου, ΒΕΠΕΣ, τ. 24, XLI, σελ. 160). Επομένως, ο πλέον ενήμερος Ευσέβιος αγνοεί τα περί ανασκαφών της βασιλομήτορας. Ήταν όμως ποτέ δυνατόν, εάν συνέβη ένα τέτοιο γεγονός, τόσο τιμητικό για την Αυγούστα, να μην το αναφέρει και μάλιστα εγκωμιαστικά; Είναι περίεργο, ότι οι μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας που έζησαν τον 4ο αιώνα και κοιμήθηκαν περί το τέλος του, δηλ: ο Μ. Αθανάσιος (+373), ο Μ. Βασίλειος (+379), ο Γρηγόριος Θεολόγος (+390), ο Γρηγόριος Νύσσης (+394) και ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος (+407), ενώ έγραψαν ομιλίες και εγκώμια για τον Τ. Σταυρό, όμως δεν αναφέρουν, ότι η εύρεση οφείλεται στην αγία Ελένη, ενώ τότε, ως φαίνεται, είχε αρχίσει να διαδίδεται το πράγμα. Ο Χρυσόστομος πιστεύει ότι ο αληθινός Σταυρός του Ιησού δεν υπάρχει επί της γης, επειδή τον πήρε στον ουρανό ο Χριστός, ως το τρόπαιό του κατά του διαβόλου και του θανάτου και, μαζί με αυτόν θα έλθει κατά τη δευτέρα Παρουσία: «ουκ’ αφήκεν αυτόν (σταυρόν) είναι επί της γης, αλλά ανέσπασεν αυτόν και εις τον ουρανόν ανήγαγεν. Πόθεν δήλον τούτο; Μετ΄ αυτού μέλλει έρχεσθαι εν τη δευτέρα παρουσία» (Ιω. Χρυσοστόμου, ομιλία «εις τον Σταυρόν και εις τον ληστήν» PG τόμ. 49, Α΄ ομιλία, στ. 404 και Β΄ ομιλία, στ. 413). Κάπως ανάλογο χωρίο υπάρχει στην 13η κατήχηση του αγίου Κυρίλλου Ιεροσολύμων: Ο άγιος Κύριλλος (350-386) καλεί τους δυσπιστούντες για τη σταύρωση του Ιησού να ελέγξουν όλα τα σχετικά με την σταύρωση, όπως είναι ο Γολγοθάς: «…..ο Γολγοθάς ούτος ο άγιος ο υπερανεστώς και μέχρι σήμερον φαινόμενος και δεικνύων μέχρι νυν όπως δια Χριστόν αι πέτραι τότε ερράγησαν, το μνήμα το πλησίον, όπου ετέθη, και ο επιτεθείς τη θύρα λίθος ο μέχρι σήμερον παρά τω μνημείω κείμενος….. τούτο (ο σταυρός) μετά του Ιησού φαίνεσθαι μέλλει πάλιν εξ ουρανού…..» (PG. κατήχ. 13. 39-41). Εδώ, παρατηρούμε, ότι ο άγιος Κύριλλος δεν αναφέρει καν την ύπαρξη σταυρού επί της γης και τούτο 25 χρόνια μετά την –-υποτιθέμενη- εύρεση  του Σταυρού από την αγία Ελένη (6.3.326). Κάτι ανάλογο αναφέρεται και στο λόγο: «Εις τον Σταυρόν και την δευτέραν Παρουσίαν» του αγίου Εφραίμ του Σύρου (306-373): «….. Ο ίδιος ο Τίμιος Σταυρός πρόκειται να εμφανισθεί ξανά πρώτος στη Δευτέρα Παρουσία του Χριστού, ως τίμιο και ζωοποιό και σεβαστό και άγιο σκήπτρο του μεγάλου βασιλιά Χριστού, σύμφωνα με το λόγο του Κυρίου που είπε ότι «θα φανεί στον ουρανό το σημείο του Υιού του ανθρώπου» (Ματθ. 24. 30)…..». Πάντως, αν ο σταυρός ευρίσκετο επί της γης και μάλιστα στα Ιεροσόλυμα, πρώτος ο άγιος Κύριλλος θα το διατυμπάνιζε και θα καλούσε κάθε δύσπιστο να προσέλθει να τον προσκυνήσει. Η παράδοση για την εύρεση του Σταυρού από την αγία Ελένη, δημιουργήθηκε από το 395, όπου την γνωρίζουν: οι ιστορικοί Σωκράτης, Σωζόμενος και Θεοδώρητος, στη Δύση δε στις αρχές του 5ου αιώνα, οι: Ιερώνυμος, Ρουφίνος, Παυλίνος της Νόλα και Αμβρόσιος Μεδιολάνων, ο οποίος αναφέρει ότι ο Σταυρός βεβαιώθηκε από την επ’ αυτού επιγραφή του Πιλάτου. 
            Όπως λοιπόν συμβαίνει σε όλες τις περιπτώσεις, μήπως ισχύει και εδώ το «ex occidente lux»;
            ΕΠΙΛΟΓΟΣ
            Από τις ανωτέρω αναφερθείσες καταγραφές εξάγονται ορισμένα συμπεράσματα. Οι παπικές ιδιορρυθμίες, ιδιαιτερότητες και αποκλίσεις δεν είναι πρόσφατες, αλλά ενυπάρχουν με την εγκαθίδρυση των Παπών στη Ρώμη από τους πρώτους ήδη χριστιανικούς αιώνες και όλες εδράζονται κυρίως στο πρωτείο.
            Το πρωτείο, η γενεσιουργός αιτία όλων των παπικών παρεκτροπών, είναι μια καινοτομία και κακοδοξία της ΡΚαθολικής «εκκλησίας», όπου ο επίσκοπος Ρώμης κατέχει την ύψιστη και καθολική εξουσία σ’ όλη την Εκκλησία, υπερέχει όλων των άλλων επισκόπων, τους οποίους εγκρίνει, εκλέγει, ελέγχει και διοικεί. Θεωρεί εαυτόν κεφαλή της Εκκλησίας, ακρογωνιαίο λίθο και άμεσο διάδοχο του Αποστόλου Πέτρου, πρωτεύοντα μεταξύ των Αποστόλων, όχι ως προς την τιμή μόνο, αλλά και ως προς την εξουσία σ’ όλη την Εκκλησία.
            Τούτο το δόγμα υποστηρίχθηκε κατά καιρούς από τον εκάστοτε επίσκοπο Ρώμης, έλαβε δε επίσημο χαρακτήρα στην Α΄ Βατικανή Σύνοδο του 1870. Η κακοδοξία στηρίζεται σε χωρία της Κ. Διαθήκης και σε Κανόνες Συνόδων, οι οποίοι αναγνωρίζουν πρωτείο τιμής μεταξύ ίσων επισκόπων και όχι πρωτείο εξουσίας με κακοποίηση των νοημάτων. Εξ άλλου, η Εκκλησία από την ίδρυσή της λειτουργεί με το συνοδικό σύστημα διοίκησης, όπου πάντα κρατεί η γνώμη των πολλών, στην οποία πρέπει να πειθαρχούν όλοι, πιστοί, κληρικοί, Επίσκοποι, Πατριάρχες και Πάπες. Πάνω από όλους βρίσκεται η Εκκλησία, το σώμα του Χριστού, το σώμα των αγίων, στην οποία οφείλουν υπακοή οι πάντες.
            Η γενεσιουργός λοιπόν αιτία όλων των κακών, το πρωτείο, εξέθρεψε όλες τις μέχρι σήμερα δογματικές πλάνες και αντικανονικές ενέργειες της Εκκλησίας της Ρώμης. Υπενθυμίζονται ορισμένα: το ράντισμα της βάπτισης υπάρχει από το 254, το Filioque από το 589, ο μη συνεορτασμός του Πάσχα ως το 800 κ.ά. Και όλα αυτά στη Μια, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία.
            Σήμερα, οι δυτικές επιδράσεις στην Ορθοδοξία, τόσο σε δόγματα, όσο και στη λατρεία, την κατήχηση, την ψαλτική, την εικονολογία, τη ναοδομία, τη στροφή στη Χριστολατρεία, αντί της Τριαδολατρείας, την υποκρυπτόμενη Μαριολατρεία, τη συναισθηματική φόρτιση κατά τη λατρεία, αντί της εσχατολογικής προοπτικής σύμφωνα με την ευχή της μεταβολής: «Μεμνημένοι τοίνυν της σωτηρίου ταύτης εντολής και πάντων των υπέρ ημών γεγενημένων……….της δευτέρας και ενδόξου πάλιν παρουσίας». Σε καμία δυτική δογματική δεν μπορεί να κατανοηθεί η ανάμνηση μελλοντικών συμβάντων!!! Δυστυχώς, δε ζούμε τα έσχατα κατά τη θεία λατρεία, αλλά τα παρελθόντα και τα παρόντα και σταματάμε στο Σταυρό και τον Τάφο, όπως ακριβώς οι παπικοί, χωρίς να γευόμαστε τα μέλλοντα, χωρίς να γευόμαστε τη Βασιλεία.
            Μα μπορεί να είναι τόσο τραγική η κατάσταση; Αν ρίξει κάποιος μια προσεκτική ματιά σε όλα όσα συμβαίνουν γύρω μας θα διαπιστώσει, ότι η Ένωση με τους Λατίνους, στη πράξη έχει επιτευχθεί και το μόνο που απομένει είναι η επίσημη επικύρωσή της Ένωσης με Όρο Πίστης. Με δυο φράσεις η κατάσταση μπορεί να εκφραστεί ως ότι: «Η εκδυτικοποίηση της Ορθοδοξίας είναι σχεδόν συντελεσμένη».
            Η διακοπή του μνημοσύνου των λατινοφρόνων επισκόπων μπορεί να αποτρέψει την τυπική ένωση, αλλά και ποια μπορεί να είναι αυτή η ένωση; Ένωση Εκκλησιών δεν γίνεται με συναντήσεις, συνεργασίες, συγκεντρώσεις, ευχολόγια, αναφορές, επιθυμίες, συναγελασμούς, εκφωνήσεις, φιλοφρονήσεις, εναγκαλισμούς, ασπασμούς, συμπροσευχές, ακόμη και συμμετοχές σε μυστήρια. Σε τέτοιες περιπτώσεις, ποιος ή ποιοί, χωρίς συνοδική διαγνώμη, θα αναλάβουν το τεράστιο ρίσκο, να προχωρήσουν μονομερώς σε διακοπή μνημοσύνου, όταν ο ίδιος ο ιερός Χρυσόστομος τρέμει μπροστά σε μια τέτοια προοπτική; «Ει γαρ και εσφάλλετο η Εκκλησία, ου τοσούτον κατόρθωμα από της των χρόνων ακριβείας ην, όσον έγκλημα από της διαιρέσεως και του σχίσματος τούτου» (Κατά Ιουδαίων Γ΄ 5: PG 48, 870). Ποιος ή ποιοι θα αναδειχθούν τόσο άξιοι, ώστε να αναλάβουν ένα τόσο μεγάλο βάρος, να σχίσουν δηλαδή τον άρραφο χιτώνα του Χριστού;
            Σαν Χριστιανοί βέβαια επιθυμούμε αυτή την επανένωση ή καλύτερα την επάνοδο του Παπισμού στην Ορθόδοξη Πίστη και Παράδοση, όμως υπάρχουν κάποιες εκκλησιολογικές προϋποθέσεις, που άπτονται του ρόλου και της ίδιας της υπόστασης της Εκκλησίας.
            Ακούγονται συχνά φωνές, ότι η ένωση πρέπει να επιτευχθεί πάση θυσία, γιατί και ο ίδιος ο Χριστός προσευχήθηκε προς τον Πατέρα, για την επίτευξή της: «πάτερ άγιε, τήρησον αυτούς εν τω ονόματί σου ώ δέδωκάς μοι, ίνα ώσιν εν καθώς ημείς» (Ιω. 17. 11). Η διατήρηση των Δώδεκα στην ενότητα της πίστεως «ίνα ώσιν εν», σημαίνει ουσιαστικά τη διατήρηση της Εκκλησίας. Ορισμένοι μπορεί να φύγουν, όπως τότε ο Ιούδας και τώρα οι Λατίνοι, πλην όμως οι εναπομείναντες δεν πρέπει να πάψουν να «ώσιν», να αποτελούν «εν». Βέβαια, η Εκκλησία εύχεται και προσεύχεται στη θ. λειτουργία: «υπέρ……….και της των πάντων ενώσεως» και στην ουσία καλεί και όσους έφυγαν να επιστρέψουν. Η επιστροφή όμως γίνεται με ορισμένες προϋποθέσεις: Η Εκκλησία αγαπά όλους τους ανθρώπους, πιστούς και μη πιστούς, πλην όμως η αγάπη αυτή δεν είναι η μόνη προϋπόθεση για την ένωση. Δεν μπορούμε απλώς να ενωθούμε «εν τω συνδέσμω της αγάπης». Υπάρχει και ένας άλλος κρίκος: «η αλήθεια», όπου σύμφωνα με την Κ.Δ.: α/ «αγαπώ εν αληθεία» (Ιω. Β΄ 1) και β/ «αληθεύοντες εν αγάπη» (Εφ. 4. 16). Αγάπη και αλήθεια πάνε πάντα μαζί, ποτέ χώρια, προκειμένου να «είμαστε εν». Αγαπώ τον αιρετικό, πλην όμως δεν αγαπώ την πλάνη της αίρεσής του. Με τον αιρετικό δεν έχουμε την ίδια αλήθεια. Εγώ έχω την αλήθεια του Ευαγγελίου, αυτός έχει την αλήθεια της πλάνης, την αλήθεια του ψεύδους. Μπορεί ποτέ να ενωθεί η αλήθεια με το ψεύδος; Αδύνατον. Αν λοιπόν ο αιρετικός δεν αποδεχθεί την αλήθεια του Ευαγγελίου και την εξ αυτής αλήθεια των Πατέρων και των Συνόδων, ένωση δεν μπορεί να γίνει. Ούτε μπορεί να γίνει συμβιβασμός με την «ένωση» των μισών αληθειών των δικών μου και των μισών «αληθειών» των δικών σου και όλα καλώς καμωμένα! Η αλήθεια είναι ΜΙΑ και απεκαλύφθη άπαξ στο υπερώον της Πεντηκοστής και αυτή είναι η μοναδική και δεν επιδέχεται αλλοίωση η μετατροπή.
            Η Εκκλησία, το Σώμα του Χριστού, το Σώμα των Αγίων είναι ένα απέραντο νοσοκομείο, στο οποίον οι Άγιοι είναι οι πλέον θεραπευμένοι. Όπως δε σε κάθε νοσοκομείο, δεν αρκεί κανείς να ονομαστεί γιατρός, αλλά οφείλει να εκπληρώνει και τις προϋποθέσεις άσκησης του λειτουργήματός του. Οφείλει να κατέχει την θεραπευτική επιστήμη. Αν λοιπόν ο Παπισμός θέλει να επανέλθει στην μοναδική Αγία Εκκλησία, οφείλει να διδαχθεί από την Ορθόδοξη Εκκλησία, την προ του Σχίσματος του 1054 την Χριστιανική Πίστη, την οποίαν άλλαξε με την προσθήκη δογματικών, καινοτομιών και καινοφανών κανόνων. Πρέπει να επαναδιδαχθεί τα δόγματα της Εκκλησίας, δηλ. την αποκεκαλυμμένη αλήθεια, η οποία δόθηκε άπαξ στους Αποστόλους στο υπερώο της Πεντηκοστής και την οποίαν η Εκκλησία ανά τους αιώνες φρόντισε, άνευ πλάνης, να διατυπώσει. Δεν μπορούμε όμως να κάνουμε λόγο για σύνδεση της ιατρικής κοινότητας με όρους κοσμικής επανασύνδεσης. Δεν μπορούμε να παίζουμε με τη σωτηρία των πιστών, συμβιβασμοί δε στη συνταγή της σωτηρίας δεν είναι δυνατόν να γίνουν.

            ΠΗΓΕΣ ΚΑΙ ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ
ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ Μητροπολίτη Πενταπόλεως, Μελέτη ιστορική περί των αιτίων του Σχίσματος.
ΑΥΤΟΚΕΦΑΛΟΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΓΟΧ ΚΥΠΡΟΥ, «Ο Πάπας η αιτία των κακών».
AUXENTIOS OF PHOTIKI, The Paschal fire in Jerusalem.
ΒΑΚΑΛΟΠΟΥΛΟΥ Απ. Καθηγητή ΑΠΘ, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τ. Γ΄.
ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗ Ν. Θεολόγου, Ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός και η Ένωσις των Εκκλησιών.
ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΑΤΗ αγιορείτη Αρχιμανδρίτη, Οι εκκλησιολογικές κακοδοξίες του ζηλωτικού παλαιοημερολογιτισμού.
ΒΙΔΑΛΗ Ν. Παπικού πρεσβύτερου,Οι Ρωμαίοι Ποντίφηκες και το έργο τους.
ΓΙΑΝΝΑΡΑ Χρ. Καθηγητή Παντείου Πανεπιστημίου, Ενάντια στη θρησκεία.
ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΥ ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΥ πρεσβυτέρου θεολόγου, Ιστορία του Σχίσματος της Λατινικής Εκκλησίας από της Ορθοδόξου  
ΔΟΣΙΘΕΟΥ, Πατριάρχη Ιεροσολύμων, Τόμος Χαράς. 
ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΥ Ν. Καθηγητή ΑΠΘ, Η Εκκλησία στην Ελλάδα κατά τη Φραγκοκρατία.
GILL JOSEPH Ιησουίτη μοναχού, Πρακτικά της αγίας και οικουμενικής εν Φλωρεντία Συνόδου («Acta Graecorum…..»).
ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ ΩΡΩΠΟΥ ΑΤΤΙΚΗΣ, Ο Παπισμός χθες και σήμερα.
ΙΕΡΕΜΙΑ Μητροπολίτη Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως, Σύγκρουση Ορθ. Πατ. Θεολογίας και Φραγκο-λατινικής Παραδόσεως
ΙΕΡΟΘΕΟΥ Μητροπολίτη Ναυπάκτου, Ο άληπτος λόγος και πνευματικός. Η οντολογία του Παπισμού. Η «Ιεροσύνη» του Πάπα. Ο χαρακτήρας της παπικής εξουσίας. Η αίρεση του Φιλιόκβε. Βασικές διαφορές Ορθοδοξίας και Παπισμού
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ, Εκδοτική Αθηνών, τ. Η΄, Θ΄.  
ΙΩΑΝΝΗ Μητροπολίτη Περγάμου, Σημειώσεις Δογματικής.
ΚΑΘΟΛΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ, Σύνοψη Κατήχησης της Καθολικής Εκκλησίας.
ΚΑΛΛΙΣΤΟΥ ΒΛΑΣΤΟΥ αγιορείτη μοναχού, Δοκίμιον ιστορικόν περί του Σχίσματος.
ΚΑΛΟΚΥΡΗ Κ. Καθ. Αρχαιολογίας ΑΠΘ, Το αρχιτεκτονικό συγκρότημα του Ναού της Αναστάσεως Ιεροσολύμων και το θέμα του αγίου φωτός
ΚΑΡΔΑΣΗ Ι. Χημικού, Ορθοδοξία και Παπισμός.
ΚΑΡΜΙΡΗ ΙΩ. Καθηγητή Θεολογικής ΕΚΠΑ, Τα Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας.
ΚΑΨΑΝΗ Γ. Αρχιμανδρίτη. Ηγουμένου Ι. Μ. Γρηγορίου Αγίου Όρους, Ορθοδοξία και Παπισμός.
ΚΟΚΟΡΗ Δ. Συγγραφέα, Παπικές πλάνες. Σύντομος έλεγχος και ανασκευή.
ΚΟΥΡΟΥΠΕΤΡΟΓΛΟΥ Ν. Αρχιμανδρίτη, Ουκ εστιν απόλυτος προορισμός.
ΚΥΡΙΑΚΟΥ Αναστ. Εκκλησιαστική Ιστορία.
ΛΑΡΕΝΤΖΑΚΗ Γρ. Καθ. Πανεπιστημίου GRAZ, Ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός και η ενότητα των Εκκλησιών Ανατολής και Δύσεως.
ΜΑΡΤΖΕΛΟΥ Δ. Καθ. Θεολογίας ΑΠΘ. Γένεση και πηγές του όρου της Χαλκηδόνας.
ΜΕΘΟΔΙΟΥ Μητροπολίτη Πισιδίας, Έλληνες και Λατίνοι. Ορθοδοξία, Ρωμαιοκαθολικισμός, Αγγλικανισμός.
ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ Γ. Πρωτοπρεσβύτερου, Φωτομαχικά - Αντιφωτομαχικά.
ΜΗΛΙΔΩΝΗ Μ. Ιστορικού. Syra Sacra.
ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟΥ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ, Επίσημη ιστοσελίδα- www.jerusalem-patriarchate.info/gr/agion_fos.htm
ΡΑΝΣΙΜΑΝ Στ. Καθηγητή Βυζαντινολογίας, Δύση και Ανατολή σε Σχίσμα.
ΡΩΜΑΝΙΔΗ Ι. Πρεσβύτερου. Καθηγητή Θεολ. ΑΠΘ, Το Προπατορικόν αμάρτημα. Δογματική και Συμβολική Θεολογία 
ΣΗΜΑΤΗ Π. Θεολόγου, Είναι αίρεση ο Παπισμός;
ΣΥΛΒΕΣΤΡΟΥ ΣΥΡΟΠΟΥΛΟΥ Διακόνου, Εκκλησιάρχη, Απομνημονεύματα.
ΣΜΕΜΑΝ Αλ. Πρεσβύτερου, Εξομολόγηση και θεία κοινωνία.
ΤΟΜΠΡΟΥ Ε. Πρεσβυτέρου. Στόμα θανάτου.           
ΤΡΕΜΠΕΛΑ Π. Καθηγητή ΕΚΠΑ.  Αι μετά το έργον της Βατικανείου Συνόδου υποχρεώσεις μας.
ΦΙΛΑΡΕΤΟΥ ΒΑΦΕΙΔΗ Μητροπολίτη Διδυμοτείχου, Εκκλησιαστική Ιστορία.
ΦΟΥΝΤΟΥΛΗ Ι. Καθηγητή ΑΠΘ. Λειτουργικά Θέματα. Τόμοι Α΄, Β΄, Γ΄.
ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ Αρχιεπισκοπής Αυστραλίας, «Παπισμός» - Το ανυπέρβλητο εμπόδιο της Χριστιανικής ενότητας.