Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2011

ΙΕΡΟΜ. ΑΓ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΕΠ. ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ (+ 251)

Καθηγητοῦ  Ἀντ. Μάρκου

Ὁ ἅγ. Ἀλέξανδρος Ἀρχιεπίσκοπος Ἱεροσολύμων ἦταν Ἑλληνικῆς καταγωγῆς. Γεννήθηκε στήν Καππαδοκία. Ἔτυχε λαμπρῆς θύραθεν καί ἐκκλησιαστικῆς παιδείας στήν Ἀλεξάνδρεια, ὅπου ὑπῆρξε μαθητής τοῦ Πανταίνου καί τοῦ Κλήμεντος καί συμμαθητής τοῦ Ὠριγένη, στήν περίφημη Κατηχητική Σχολή τῆς πόλεως.
Κλήμης ὁ Ἀλεξανδρεύς (150 – 215/217), ὑπῆρξε ἕνας τῶν πρώτων Χριστιανῶν συγγραφέων. Ἑλληνικῆς καταγωγῆς καί γόνος πλουσίας ἐθνικῆς οἰκογενείας τῶν Ἀθηνῶν (ὅπως δέχεται Ἐπιφάνιος ὁ Σχολαστικός), ἔτυχε λαμπρῆς θύραθεν παιδείας, χάριν τῆς ὁποίας ἐπισκέφθηκε τήν Ἰταλία, τήν Παλαιστίνη καί τελικά τήν Αἴγυπτο, ὅπου ἐγκαταστάθηκε στήν Ἀλεξάνδρεια. Ἐκεῖ συνδέθηκε μέ τόν Στωϊκό Φιλόσοφο ἀπό τήν Σικελία Πάνταινο, πρώτο διευθυντή τῆς Κατηχητικῆς Σχολῆς, τόν ὁποῖο διαδέχθηκε στή διεύθυνσή της. Κατά τόν διωγμό τοῦ Αὐτοκράτορα Σεπτιμίου Σεβήρου (202/203), ὁ Κλήμης, ἤδη Πρεσβύτερος, διέφυγε στήν Καππαδοκία, πατρίδα τοῦ μαθητή του Ἀλεξάνδρου, ἤδη τότε Ἐπισκόπου Φλαβίας (ἤ Φλανιάδος).
Γιά τήν περίοδο αὐτή εἶναι γνωστό, ὅτι ὁ Ἀλέξανδρος φυλακίσθηκε γιά τήν Χριστιανική Πίστη. Ἀπό τήν φυλακή μάλιστα ἔστειλε μία συγχαρητήρια ἐπιστολή στήν Ἐκκλησία τῆς Ἀντιοχείας, γιά νά ἐκφράσει τήν χαρά του γιά τήν ἐκλογή στόν Ἐπισκοπικό Θρόνο τοῦ ἁγ. Ἀσκληπιοῦ. (Τήν ἐπιστολή αὐτή διασώζει ὁ ἱστορικός Εὐσέβειος). «Τό γεγονός αὐτό - γράφει - ἀνακουφίζει τό βάρος τῶν δεσμῶν μου». Τήν ἐπιστολή ἔστειλε στήν Ἀντιόχεια μέ τόν δάσκαλό του Κλήμεντα, ὁ ὁποῖος στήν συνέχεια κατέφυγε στά Ἱεροσόλυμα.
Ἴσως γιά τόν λόγο αὐτό καί ὁ Ἀλέξανδρος μετά τήν ἀπελευθέρωσή του (μετά ἀπό φυλάκιση τριῶν ἐτῶν, άπελευθερώθηκε κατά τήν ἔναρξη τῆς βασιλείας τοῦ Καρακάλα, τό 211), νά κατέφυγε καί αὐτός στά Ἱεροσόλυμα, συναξαριστικές πηγές πάντως ἀποδίδουν τήν κίνησή του αὐτή σέ θεία ἀποκαλυψη. Οἱ ἴδιες πηγές μιλοῦν γιά θεία ἀποκάλυψη καί στόν τότε Ἐπίσκοπο Ἱεροσολύμων ἅγ. Νάρκισσο (ἡ μνήμη του τήν 7η Αὐγούστου) «καί ἄλλους Ἁγίους αὐτῆς τῆς Ἐκκλησίας». Τό βράδυ πρίν τήν ἄφιξη τοῦ Ἀλεξάνδρου στήν ἱερή πόλη, μία ὑπεροκόσμια φωνή κάλεσε τόν Νάρκισσο καί πολλούς ἐναρέτους πιστούς, «νά βγοῦν καί νά προϋπαντήσουν τόν Ἐπίσκοπο πού τούς στέλνει ὁ Θεός»!
Πάντως, ἐκτός ἀπό τήν θεία ἀποκάλυψη, φαίνεται πώς ἡ φήμη τοῦ Ἀλεξάνδρου ὡς κατόχου μεγάλης παιδείας καί ὁμολογητοῦ τῆς Πίστεως, εἶχε φθάσει νωρίτερα ἀπό αὐτόν (ἐνδεχομένως ὁ δάσκαλός του Κλήμης, νά εἶχε προετοιμάσει τήν ἄφιξή του). Γεγονός πάντως εἶναι, ὅτι ὁ Νάρκισσος συγκάλεσε Σύνοδο τῶν Ἐπισκόπων τῆς Παλαιστίνης καί προσέλαβε τόν Ἀλέξανδρο σάν βοηθό καί διάδοχό του (γεγονός μέχρι τότε μοναδικό στήν Ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας). Τό γεγονός αὐτό μνημονεύει ὁ ἴδιος ὁ Ἀλέξανδρος σέ ἐπιστολή του πρός τούς Ἀντινοΐτες (τήν ὁποία ἐπίσης διασώζει ὁ Εὐσέβειος). «Σᾶς χαιρετῶ - γράφει - στό ὄνομα τοῦ Ναρκίσσου, ὁ ὁποῖος εἶχε τόν Ἐπισκοπικό Θρόνο πρίν ἀπό μένα καί εἶναι σήμερα 116 ἐτῶν. Αὐτός σᾶς συμβουλεύει μέσῳ ἐμοῦ, νά ζῆτε μέ εἰρήνη καί ἑνότητα».
Ὁ Ἀλέξανδρος διαποίμανε μέ σύνεση καί διάκριση τήν Ἐκκλησία τῶν Ἱεροσολύμων, μετά τόν μαρτυρικό θάνατο τοῦ ἁγ. Ναρκίσσου (212) καί μέχρι τήν δική του μαρτυρική τελείωση (251), γιά 39 χρόνια. (Στούς Ἐπισκοπικούς Καταλόγους τῶν Ἱεροσολύμων παρεμβάλλονται τό ἔτος 213 οἱ Ἐπίσκοποι Δίος, Γερμανίων καί Γόρδιος, γιά τούς ὁποίους δέν εἶναι γνωστό κάποιο ἄλλο στοιχεῖο).
Στόν Ἀλέξανδρο ὡφείλεται ἡ ἵδρυση τῆς Πατριαρχικῆς Βιβλιοθήκης τῶν Ἱεροσολύμων, στήν ὁποία κατέθεσε τήν πλούσια προσω πική του βιβλιοθήκη καί ἔργα τῆς τότε ἐκκλησιαστικῆς γραμματείας καί τῆς θύραθεν παιδείας. Κατά τό Ρωμαϊκό Μαρτυρολόγιο ἵδρυσε τήν βιβλιοθήκη γιά νά δώσει τήν δυνατότητα στόν φίλο καί συμμαθητή του Ὠριγένη, τότε ἐξόριστο, νά συνεχίσει τό ἔργο του. Αὐτό ἐνισχύεται ἀπό τό γεγονός, ὅτι ἐπέτρεψε στόν Ὠριγένη νά κηρύττῃ «ἐπ’ ἐκκλησίαις» καί τόν χειροτόνησε Πρεσβύτερο, τό 230. (Σημειώνεται, ὅτι οἱ ἑτεροδοξίες τοῦ Ὠριγένη ἐπεσημάνθηκαν ἀργότερα, μέ ἀποτέλεσμα νά καταδικασθῇ ἀπό τήν Ἐκκλησία μέ τήν Ἁγία Ε’ Οἰκουμενική Σύνοδο, μέ ἐπέμβαση τοῦ Αὐτοκράτορος Ἰουστινιανοῦ).
Κατά τόν διωγμό τοῦ Αὐτοκράτορα Δέκιου (249 – 251), ὁ Ἀλέξανδρος, σέ μεγάλη πλέον ἡλικία, συνελήφθη μαζί μέ ἄλλους Ἐπισκόπους καί κληρικούς καί ὁδηγήθηκε στήν Καισάρεια τῆς Παλαιστίνης, ὅπου βασανίσθηκε ἀπό τόν Ρωμαῖο διοικητή τῆς πόλεως καί μή δεχόμενος νά ἀρνηθεῖ τόν Χριστό, καταδικάστηκε νά θηριομαχήσει στήν ἀρρένα. Ὅταν ἐξαπέλυσαν ἐνταντίον του πεινασμένα λιοντάρια, ὁ Ἅγιος ὕψωσε τά χέρια του στόν οὐρανό καί εἶπε προσευχόμενος στόν Θεό: «Κύριε, ἄν εἶναι νά βρῶ τόν θάνατο σήμερα καί μέ αὐτό τό τρόπο, ἄς γίνει τό θέλημά Σου». Καί τότε τά θηρία τόν σεβάσθηκαν καί τοῦ ἔγλυψαν τά πόδια! Τελικά ὁ Ἅγιος ἀπεβίωσε στήν φυλακή τό ἔτος 251, συνεπείᾳ τῶν πληγῶν του καί τῶν κακουχιῶν.
Ὁ ἐκκλησιαστικός Ἱστορικός Εὐσέβειος διασώζει ἐκτός ἀπό τίς προηγουμένως μνημονευόμενες ἐπιστολές του (πρός τούς Ἀντινοΐτες καί τούς Ἀντιοχεῖς) καί ἐπιστολή του πρός τόν Ὠριγένη.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τήν 16η Μαΐου καί τήν 12η Δεκεμβρίου καί ἀπό τήν Ρωμαιοκαθολική (κατά τό Ρωμαϊκό Μαρτυρολόγιο), τήν 18η Μαρτίου.
Ἡ Κάρα πού σώζεται στήν Ἱερά Μητρόπολη Ἰωαννίνων καί ἀποδίδεται σέ κάποιο ἅγ. Ἀλέξανδρο, χωρίς ἄλλο προσδιορισμό, πιθανῶς νά ἀνῆκει στόν ἅγ. Ἀλέξανδρο Ἱεροσολύμων.
Ἀκολουθία, Παρακλητικό Κανόνα καί Χαιρετισμούς στόν ἅγ. Ἀλέξανδρο Ἱεροσολύμων φιλοπόνησε ὁ γράφων (2011), μετά ἀπό αἴτημα τοῦ Ἱερομομάχου π. Ἀλεξάνδρου Σωρώτου.