Πέμπτη 30 Ιουνίου 2011

ΠΑΙΔΟΜΑΡΤΥΣ ΔΟΚΙΜΟΣ  ΜΟΝΑΧΟΣ  ΣΠΥΡΙΔΩΝ Ο  ΦΟΙΝΙΩΤΗΣ
ΚΑΙ  ΟΙ  ΣΥΝ  ΑΥΤΩ  ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΕΣ ΜΟΝΑΧΟΙ ΖΩΣΙΜΑΣ  ΚΑΙ  ΜΑΚΑΡΙΟΣ
45 ἔτη ἀπὸ τὸ μαρτύριόν των (1964-2009)

Τοῦ  κ. Μάριου  Πηλαβάκη

                     «Αἴνους καὶ ᾠδάς, οἱ φίλαθλοι σύν πόθῳ. Ἄδῳμεν ἀεί, τοῖς νέοις τῶν Μαρτύρων.
Ὁ γάρ γεραίρων Μάρτυρας, Χριστοῦ φίλιους, Χριστόν γεραίρει, τὸν φίλον τῶν Μαρτύρων»
(Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης)

Προφήτης τοῦ Γένους ἀναδεικνύεται περίτρανα ὁ Ἅγιος Μάρκος Μητροπολίτης Ἐφέσου ὁ Εὐγενικὸς ἀποκαλύπτοντας, τὰ καταχθόνια σχέδια τῶν ἀθέων Τούρκων, οἱ ὁποῖοι εἶχαν σκοπὸν ὄχι μόνον νὰ κατακτήσουν τὴν Πόλιν μας, ἀλλὰ καὶ νὰ καταστρέψουν ὁλοκληρωτικῶς τὸ Γένος τῶν Ἑλλήνων. Γράφει θρηνῶντας τὴν Ἅλωσιν τῆς Θεσσαλονίκης μας, ὑπὸ τῶν βαρβάρων Τούρκων, τὸ 1431:
«Οὐκέτι κατέχειν ἑαυτοὺς οἱ φόνιοι θῆρες, ἀλλὰ ἐξᾶραι ἅπαν τὸ γένος διανοοῦνται, καὶ μόνοι τῶν ἐπῖ γῆς ἁπάντων ἐγκρατεῖς καταστῆναι». Δηλαδὴ: «Δὲν θέλουν νὰ συγκρατήσουν τοὺς ἑαυτοὺς των τὰ αἱμοβόρα θηρία, ἀλλὰ διανοοῦνται νὰ ἐξαφανίσουν ὅλον τὸ γένος καὶ νὰ καταστοῦν οἱ μόνοι παντοδύναμοι ὅλης τῆς γῆς». ("Ἑάλῳ Θεσσαλονίκη, Θρῆνος γιὰ τὴν Ἅλωση τοὺ 1430", Ἀθῆναι, Ἐκδόσεις Παπαδημητρίου, 1997, σ. 52).
Βαρύ φορτίον φυσικοῦ καὶ πνευματικοῦ αἵματος ἐπλήρωσεν ἡ ταλαίπωρος Κύπρος ἐπὶ τέσσαρες σχεδὸν αἰῶνας ποὺ τὴν κατῆχαν οἱ ἐπάρατοι Τοῦρκοι. Καὶ διὰ νὰ δανεισθοῦμεν μίαν πρότασιν τοῦ Ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ: «Ἔρρευσαν ποταμοὶ μορμύραντες (θορυβώδεις) ἐξ αἱμάτων» ("Ἑάλω...", σ. 38).
Ὅλην τὴν λυσσώδην μανίαν των ἔδειξαν περιτράνως τὴν 9ην Ἰουλίου 1821, ὅταν ἀπηγχόνισαν τὸν ἅγιον Νεομάρτυρα Ἀρχιεπίσκοπον Κύπρου Κυπριανόν καὶ ἔσφαξαν, μεταξὺ πολλῶν ἄλλων καὶ τοὺς τρεῖς Συνοδικοὺς του Μητροπολίτας. (Διατί ἆραγε ἡ Ἐκκλησία τῆς Κύπρου δὲν τοὺς τιμᾷ; Φοβᾶται μήπως δυσαρεστήση τοὺς «συμπατριῶτας» Τούρκους καὶ τὸν Πατριάρχην Μασσῶνον Βαρθολομαῖον, ἐπειδὴ ὁ Νεομάρτυς Κυπριανὸς ἐξαπέλυσεν τὴν πρώτην Ὀρθόδοξον καταδικαστικὴν Ἐγκύκλιον κατὰ τῆς Μασσωνίας (2/2/1815). (Ἴδε www.markoseugenikos.gr). Οἱ λόγοι τοῦ ἁγίου νέου Ἱερομάρτυρος Κυπριανοῦ πρὸς τοὺς δημίους του Τούρκους, ἠχοῦν μέσῳ τῶν αἰώνων καὶ θὰ ἠχοῦν μέχρι τῆς συντελείας τῶν αἰώνων, ἐνώπιον τοῦ θρόνου τοῦ Παμβασιλέως Ἰησοῦ:
«Ὁποῖοι εἶσθε σεῖς καὶ τί ζητεῖτε ἀπὸ τεσσάρων ἤδη αἰώνων εἰς τὰς Ἑλληνικὰς ἡμῶν χώρας, ὡς βδέλλαι ἐκμυζῶντες τὸ αἷμά μας καὶ ὡς δαίμονες τῆς κολάσεως, κατατυραννοῦντες τὰ πτωχὰ σώματά μας; Ὁποῖοι εἶσθε σεῖς, οἱ δίκην τίγρεων εἰσβαλόντες εἰς τὸ ποίμνιον τοῦ Κυρίου καὶ κατασπαράσσοντες τὰς σάρκας τῶν ἀθώων προβάτων Του;».
Συνεχίζοντας, λοιπὸν, καὶ οἱ σημερινοὶ Τοῦρκοι τῆς Κύπρου τὴν παράδοσιν τῶν βαρβάρων προγόνων των, προσέθεσαν ἐπὶ τὰς κεφαλὰς αὐτῶν νέα ἀνουσιουργήματα καὶ φρικτὰ ἐγκλήματα.
Καὶ συγκεκριμένως, τὴν Τετάρτην 1ην Ἰανουαρίου 1964 καὶ περὶ ὥραν 10ην πρωϊνὴν, τέσσαρες Τοῦρκοι, μέλη τῆς τρομοκρατικῆς ὀργανώσεως ΤΜΤ τοῦ ἀρχιτρομοκράτου Ντεκτάς (σημειωτέον ὅτι ὁ Ντεκτάς συνελήφθη εἰσελθών λαθραίως ἐκ Τουρκίας εἰς τὴν Κύπρον, ἀλλὰ αἱ Κυπριακαὶ ἀρχαὶ ἀσφαλείας δὲν τὸν ἐξετέλεσαν, ἐπειδὴ ἀκριβῶς δὲν διεκατέχοντο ἀπὸ βαρβαρικὰ ἔνστικτα), εἰσέβαλαν μὲ ὅπλα κυνηγετικά εἰς τὴν παρὰ τὸ χωρίον Κόρνον εὑρισκομένην Ἱερὰν Μονὴν τῆς Παναγίας τῆς Γαλακτοτροφούσης καὶ ἐφόνευσαν ἐν ψυχρῷ τὸν δωδεκαετὴν δόκιμον Μοναχὸν Σπυρίδωνα, ἐκ Φοινίου Λεμεσοῦ (ὅστις ἐτύγχανε συγχωριανὸς καὶ συμμαθητὴς τοῦ γράφοντος τὸ παρὸν κείμενον), τὸν Μοναχὸν Μακάριον, 61 ἐτῶν, ἐκ Σαλαμιοῦς Πάφου καὶ τὸν Μοναχὸν Ζωσιμὰν, 59 ἐτῶν, ἐκ Βάσης Κοιλανίου. Ὁ Ἡγούμενος Χρυσόστομος ἀνεγνώρισε δύο ἐξ αὐτῶν, τὸν Χασάνην καὶ τὸν Χαλήλην. Ἰδοὺ πῶς περιγράφει μὲ ποιητικὸν τρόπον τὴν σκηνὴν τοῦ μαρτυρίου:
«Ἦτο Τετάρτη τὸ πρωΐ, 10 πρὸ μεσημβρίαν, ποὺ μόλις ἐξεβήκαμεν ἀπὸ τὴν ἐκκλησίαν. Καθ' ἕνας μας τὸ ἔργον του ἐπῆγεν γιὰ νὰ ἀρχίσῃ, τὸ κτίσιμον τῆς ἐκκλησίας νὰ μὴ καθυστέρησῃ. Ἐγὼ ἐπῆγα στὸ κελλὶ καὶ ἄρχισα νὰ ράβω, οὔτε στὸν νοῦν μου εἶχα τι, οὔτε νὰ καταλάβω. Πὼς τοῦ Χαλήλη ἔφθασεν ἐκεῖ ἡ συμμορία καὶ πὼς περιεκύκλωσαν ὅλην τὴν ἐκκλησία.
Αὐτοὶ ὅλα τὰ σχέδια τὰ εἶχαν ἐβγαλμένα, ὅλους νὰ μᾶς φονεύσουσιν, νὰ μὴν ἀφήσουν ἕναν. Οἱ σκύλλοι ὅταν εἴδασιν, ἀρχίσαν νὰ γαυγίζουν κι' ἀμέσως τοὺς ἐφόνευσαν, νὰ μὴν τοὺς ἐμποδίζουν. Καὶ ὅταν ἐμαζεύθησαν καὶ μᾶς περικυκλῶσαν, τότε ὅσα προείπασιν, ὅλα τά φανέρωσαν. Καὶ ὁ Χαλήλης φώναξεν εὐθὺς νὰ ἑτοιμασθοῦσιν καὶ ἀρχίσασιν τές τουφεκιὲς, δίχως νὰ λυπηθοῦσιν. Τοῦ Μακαρίου ἔβαλον τὸ ὅπλον ἐπὶ στήθου, τὰ σωτικά του ἔφαγεν, ἐβγῆκεν ἡ ψυχὴ του. Χαλήλης εἶναι ὁ φονιᾶς καὶ Πανολευκαρίτης, ποὺ φόνευσεν τὸν Μοναχὸν αὐτὸς ὁ λωποδύτης. Καὶ ὁ Χασάνης ὁ φονιὰς τὸ ὅπλον του γεμίζει, τὸν Μοναχὸν τὸν Ζωσιμᾶν εὐθύς τὸν ἀντικρύζει. Καὶ εὐθὺς μὲ μίαν τουφεκιὰν αἷμα τὴν γῆν ποτίζει καὶ εἰς τοὺς κόλπους τοῦ Ἀβραάμ ἐκεῖθεν κατοικίζει. Ἐκεῖ κοντά στὸν Ζωσιμᾶν ἦτο καὶ ὁ Σπυρίδων, ἐβγάλλασιν τοὺς θεμελιοὺς κάτω τῶν ὑπογείων. Κι' ὁ αἱμοβόρος ὁ Χασάν πάλιν κτυπᾷ τοῦ ὅπλου καὶ τὸν μικρὸν Σπυρίδωναν ἀφῆκεν ἐπὶ τόπου. Ἀπὸ μικρός ἐμόνασεν, ὁ δόκιμος Σπυρίδων καὶ ἔλαβεν μαρτύριον καὶ χαίρει μέτ' Ἁγίων! Οἱ Τοῦρκοι αὐτοὶ οἱ ἄπιστοι δὲν ἔχουν εὐσπλαχνίαν, εἶναι ὡς δένδρα ἄκαρπα καὶ ὡς ἄγρια θηρία. Κανέναν δὲν χωρίζουνε μικροὺς μήτε μεγάλους καὶ τοὺς γονεῖς τους τρώγουνε, ὅταν δὲν ἔβρουν ἄλλους». Ἡ κατὰ πλάτος ἱστορία τῶν φονευθέντων μοναχῶν καὶ θαύματα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Γαλακτοτροφοούσης στιχουργικῶς», Ἐκδίδεται ὑπὸ τοῦ Πανοσολογιωτάτου Καθηγουμένου κ.κ. Χρυσοστόμου τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Παναγίας Γαλακτοτροφούσης. Ἔκδοσις πρώτη, Λευκωσία 1976, σ. 31,33).
Ἀκολούθως τὰ αἱμοβόρα θηρία (οἱ φόνιοι θῆρες), ἐτραυμάτισαν σοβαρῶς τὸν Ἡγούμενον Χρυσόστομον καὶ τοὺς Μοναχοὺς Χρύσανθον, Σάββαν καὶ Γαλακτίωνα. Ὁ συγγραφεύς καὶ δημοσιογράφος Φωκᾶς Ν. Φωκαΐδης περιγράφει ὡς ἑξῆς τὴν σκηνήν:
«Ἐπὶ πολλήν ὧραν ἐσφάδαζον ἐπὶ γῆς τά πτώματα των τριῶν ἀθώων Μοναχῶν. Τὸ σεπτὸν σκήνωμα τοΰ Μακαρίου διὰ τῶν χειρῶν του ἐκάλει τὴν στιγμὴν ἐκείνην τοὺς Ἀγγέλους πρὸς βοήθειαν. Ὁ συμπαθὴς Ζωσιμᾶς, καίτοι νεκρὸς - τὸ σῶμά του ἀκουμπημένο ἐπὶ τοῦ τοίχου - παρέμεινεν ὄρθιος μὲ τὴν κεφαλὴν κεκλιμένην πρὸς τὸ στῆθός του. Τὸ σκήνωμα τοῦ δοκίμου Σπυρίδωνος παρέμεινε διπλωμένον κατά γῆς. Παραπλεύρως τοῦ μοναχοῦ Μακαρίου ὁ πιστὸς κύων καὶ νεκρὸς ἀκόμη φρουρεῖ τὸν προΐστάμενόν του, φύλαξ καὶ μάρτυς τοῦ φρικτοῦ ἐγκλήματος. Καὶ ἐντὸς τοῦ νεκροτομείου ἔνθα μετεφέρθησαν μετέπειτα τὰ σκηνώματα τῶν τόσον οικτρὸν τέλος εὑρόντων Μοναχῶν, διετήρουν καὶ μετὰ διήμερον τὴν ζωτικότητα των, καὶ ἡ μορφὴ τῶν ἄνευ πνοῆς ἐφαίνετο ὡς ζωντανὴ καὶ μειδιῶσα πρὸς τον Θεὸν τοῦ ἐλέους πρὸς ἐξιλέωσιν τῶν κακούργων.
Οἱ κακοῦργοι σαδδιστικῷ τρόπῳ ἀπετελείωσαν τελείως τοὺς τρεῖς ἀθώους Μοναχοὺς. Μὲ λυσσῶδες πάθος ἐστήριξαν ἐπὶ τὰ στήθη τῶν ἤδη νεκρῶν Μοναχῶν τὰ ὅπλα των και ἔδωσαν τὴν χαριστικὴν βολὴν. Ἐκμανέντες οἱ αἱμοδιψεῖς δολοφόνοι ἀπὸ τὴν θηριώδη ἐπιτυχίαν των, μετὰ τὴν ἀποτελείωσιν τῶν τριῶν ἀθώων Μοναχῶν εἰσήλασαν ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Μονῆς Γαλακτοτροφούσης. Ἀφοῦ ἐλεηλάτησαν τὴν Μονὴν, ἐβεβήλωσαν οἱ ἄπιστοι τὴν Ἐκκλησίαν. Ἡ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ ἐδέχθη τὸ ἐκ πελέκεως βέβηλον πλῆγμα ἐπὶ τοῦ προσώπου καὶ τοῦ στήθους αὐτῆς». (Φωκίων Ν. Φωκαΐδη, "Αἷμα Ἀθώων", Ἔκδοσις πρώτη, Λευκωσία-Κύπρος, Αὔγουστος 1968, σ. 29, 32).
Ὁ διασωθεὶς Ἱερομόναχος Ἀγάπιος περιγράφει ποιητικῶς τὴν βεβήλωσιν τῆς εἰκόνος τοῦ Σωτῆρος Ἰησοῦ (τὸν ὁποῖον οἱ Τοῦρκοι ὑποτίθεται «σέβονται» ὡς Προφήτην!!!):
«Ἔθραυσαν τὴν εἰκόνα Σου οἱ Τοῦρκοι μὲ μανίαν, ἀλλ' ὅμως θὰ κερδίσωσι, κόλασιν αἰωνίαν.
Τον Ἰησοῦν μου τὸν Χριστόν, τὸν Ἕνα τῇ Τριάδι, ἔξαλλοι Τοῦρκοι τῆν πλευρὰν διήνοιξαν καὶ πάλιν.
Σὲ λόγχευσαν εἰς τὴν πλευρὰν Ἀγαρηνοὶ ἀθέοι, ὡς ἔπραξαν οἱ ἄσπλαγχνοι καὶ φθονεροὶ Ἑβραῖοι».
Δῶσε κατὰ τὰ ἔργα των Χριστέ μου νά γνωρίσουν, ὅτι Ἐσὺ εἶσαι ὁ Κριτὴς, νὰ μὴν τὸ λησμονήσουν.
Ὅτι ὑπάρχει κόλασις κι' ἐκεῖ θὰ καταντήσουν, τὸ σῶμά των καὶ τὴν ψυχὴν δαιμόνων νὰ τ' ἀφήσουν».
Δὲν ἀποδίδεις εὔσπλαγχνε εὐθὺς μετὰ τὴν πρᾶξιν, ἀλλ' ὅταν ἔλθῃς ὡς Κριτὴς θὰ κρίνῃς μὲ τὴν τάξιν». ("Αἷμα Ἀθώων", σ. 28).
Μετὰ ἀπ’ ὅλα αὐτά οἱ αἱμοβόροι κῦνες, κορέσαντες τὴν αἱμοδιψῆ λύσσαν των, ἐγκατέλειψαν ἐνθουσιωδῶς τὴν σκηνὴν τοῦ μαρτυρίου. Ἐν συνεχείᾳ κατέφθασαν Ἄγγλοι «εἰρηνευταὶ» (δηλαδὴ, οἱ ήθικοὶ αὐτουργοὶ τοῦ ἐγκλήματος), μὲ δύο Τούρκους «ἀστυνομικοὺς» ἀπὸ τὴν Κοφίνου καὶ «ἔκλεισαν τὴν ὑπόθεσιν». Τὴν ἑπομένην ἡμέραν ὁ παράνομος Τουρκικὸς σταθμὸς «Μπαϋράκ» μετέδωσε θριαμβευτικῶς ὅτι: «Κατόπιν συμπλοκῆς μεταξὺ μοναχῶν τῆς Μονῆς Σταυροβουνίου μὲ Παλαιοημερολογίτας Μοναχοὺς τῆς Γαλακτοτροφούσης, ἐφονεύθησαν τρεῖς μοναχοὶ τῆς δευτέρας μονῆς»!!!
Τὴν Πέμπτην 2 Ἰανουαρίου ἔγινε πάνδημος ἡ κηδεία τῶν Νεομαρτύρων ἐκ τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ τοῦ ἁγίου καὶ θαυματουργοῦ Σπυρίδωνος εἰς Κόρνον. Τὸ πρόσωπον τοῦ δοκίμου - συνονόματου τοῦ μεγάλου Σπυρίδωνος - Μοναχοῦ ἔλαμπε καὶ μία οὐράνια γαλήνη ἦτο διάχυτος εἰς αὐτόν. Ὁ μικρὸς Σπυρίδων ἐφαίνετο μέσα εἰς τὰ χέρια τοῦ πατρός του Χαραλάμπους ὡς νὰ ἐκοιμᾶτο. Δὲν ὑπῆρχε εἰς τὸ πρόσωπόν του ἶχνος κακίας ἤ μίσους κατὰ τῶν ἀσπλάχνων δημίων του. Ἄς ἐπιτραπῇ εἰς τὸν γράφοντα νὰ ἀναφερθῇ συντόμως εἰς τὸν Μάρτυρα συμμαθητὴν του, ὡς ἐπιβεβλημένον χρέος, ἀφοῦ ἐπὶ 45 ἔτη ἠγνόησεν παντελῶς τὴν θυσίαν του.
Δανειζόμενος ἀπὸ τὸ "Νέον Μαρτυρολόγιον" τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τὰ σχετικὰ μὲ τὸν Ἅγιον Νεομάρτυρα Γεώργιον τὸν Κύπριον, μαρτυρήσαντα ἐν πόλει τῆς Πτολεμαΐδος τὴν 23ην Ἀπριλίου 1752, γράφομεν:
"Σπυρίδων νῦν τῷ Σπυρίδωνι ἅμα, νέος παλαιῷ συνετάχθῃ ἐνθάδε".
«Οὗτος ὁ Μάρτυς τοῦ Χριστοῦ Σπυρίδων, ἦταν Κύπριος τὴν πατρίδα, νεώτατος εἰς τὴν ἡλικίαν, ὡραῖος εἰς τὴν ὄψιν, φρόνιμος εἰς τὸν νοῦν καὶ σώφρων εἰς τὰ ἤθη». ("Συναξαριστής Νεομαρτύρων", Ἐκδόσεις «Ὀρθόδοξος Κυψέλη», Θεσσαλονίκη 1989, σ. 478).
Οἱ Τοῦρκοι ἐφόνευσαν τὸν Νεομάρτυρα Γεώργιον, ὅπως ἀκριβῶς τὸν Νεομάρτυρα Σπυρίδωνα μὲ ὅπλα.
Ὁ μικρός Σπυρίδων φωνάζει εἰς τοὺς δημίους του (καὶ τοὺς σημερινοὺς συμπατριῶτας των, ποὺ ἐπὶ τριανταπέντε ἔτη βεβηλώνουν τοὺς κατεχομένους ναοὺς τῆς πατρίδος του, μὲ τὴν εὐλογίαν τῶν «ἱσχυρῶν» Ἄγγλων καὶ Ἀμερικανῶν καὶ τοὺς ἀφήνουν ἀλειτούργητους), τοὺς λόγους ἑνός ἄλλου συμπατριώτου του (του ἁγίου Νεομάρτυρος Πολυδώρου τοῦ ἐν Νέᾳ Ἐφέσῳ μαρτυρήσαντος, τὴν 3ην Σεπτεμβρίου 1794):
«Ἔχω τὴν ἐλπίδαν μου εἰς τὸν Ἰησοῦν μου Χριστόν, τὸν Ἐσταυρωμένον, ὅτι θέλει μὲ βοηθήσει καὶ θέλει μὲ βάλει εἰς τὸν Παράδεισον…. Ἐσεῖς ἔχετε νὰ κολασθῆτε, ἀνίσως καὶ δὲν ἐπιστρέψετε ἀπὸ τὸ σκότος καὶ ἀπὸ τὴν πλάνην σας…. Ἡ θρησκεία σας δὲν ἔχει κανέναν καλόν. Εἶναι ἕνα σκότος, ὅλα παραμύθια, ἄξια γέλωτος. εἶσθε ἄνθρωποι σαρκικοί, ὅλως διόλου δοσμένοι εἰς ταῖς κακίαις. Ἄνθρωποι πεπλανημένοι, ἀπολεσμένοι». ("Συναξαριστής...", σ. 55).
«Ἄς εἶσαι εὐλογητὸς καὶ δεδοξασμένος εἰς τοὺς αἰῶνας Κύριε ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστέ, ὁ μαρτυρήσας ἐπὶ Ποντίου Πιλάτου, τὴν καλὴν ὁμολογίαν, (πρβλ. Α’ Τιμ. 6,12) καὶ διὰ τοῦτο Πρωτομάρτυς ἀληθῶς καὶ τῶν Ἀθλητῶν ἁπάντων πρωταθλητής καὶ ὢν καὶ ὀνομαζόμενος, ὅτι καὶ εἰς τοὺς ὑστέρους τούτους καιροὺς εὐδόκησας ὑπὲρ τοῦ ὀνόματός Σου, νὰ γίνωνται νέοι Μάρτυρες». (Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἀγιορείτου, "Προοίμιον ἐκ τοῦ Νέου Μαρτυρολογίου", "Συναξαριστής...", σ. 16).



 


Τετάρτη 29 Ιουνίου 2011

Η ΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΑΓ. ΙΩΑΝΝΗ ΤΗΣ ΚΡΟΣΤΑΝΔΗΣ ΕΝΑΝΤΙ ΤΩΝ ΜΗ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΟΜΟΛΟΓΙΩΝ

Αποσπάσματα από το άρθρο του A. VLADIMIROV, στο Περιοδικό "Τσερκόβναγια Ζϊζν", τ. 1-2, 1994. ("Υπερασπισταί της Ορθοδόξου Πίστεως", Εκδόσεις “Ορθόδοξος Κυψέλη”, Θεσσαλονίκη).


Σύμφωνα με τους λόγους του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, «μόνο όποιος μετέχει του Σώματος και του Αίματος του Χριστού κατανοεί την αληθινή φύσι της Εκκλησίας». Ποιός άλλος, λοιπόν, κατενόησε καλύτερα τι είναι η Εκκλησία του Χριστού από τον άγιο Ιωάννη της Κρονστάνδης, του οποίου την αγιότητα χαρακτήριζε η ευλαβεστάτη, συχνή και μάλιστα καθημερινή τέλεσις της Θείας Λειτουργίας; Από αυτήν ενεπνέετο για την μεγάλη ποιμαντική του διακονία. Αυτή ήταν η πηγή της υψηλής, εμπειρικής του θεολογίας. Μεταδίδοντας καθημερινώς το Σώμα του Χριστού στον λαό, με τον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος έβλεπε τα όρια της Εκκλησίας και αγωνιζόταν σ’ όλη του την ζωή εναντίων των αιρετικών και σχισματικών, οι οποίοι σοβαρώτατα αμάρτησαν παραβαίνοντας την εντολή του Χριστού «ίνα πάντες εν ώσιν» ( Ιω. Ιζ’ 21).
Ο άγιος Ιωάννης δεν εδημιούργησε συστήματα Ορθοδόξου δογματικής, όπως και ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, ο οποίος επίσης δεν συστηματοποίησε την διδασκαλία του. Ωστόσο, οι σύγχρονοί του εύρισκαν σ’ αυτόν μία υψηλότατη και αλάθητη λύση των θεμάτων της Πίστεως.
Ο σκοπός της ζωής για τον άγιο Ιωάννη είναι να εισέλθωμε στο πλήρωμα της Χριστιανικής τελειότητος, της θεώσεως, προς την οποία οδηγούμεθα με τον αγώνα προς τους «αοράτους εχθρούς», με την μετάνοια, με την απόκτησι της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος. Από την εμπειρία ολοκλήρου της ασκητικής του ζωής, ο άγιος Ιωάννης απεκόμισε την σκέψι ότι δια των ανθρωπίνων δυνάμεων είναι αδύνατο να φθάσωμε τούτο το πλήρωμα: «Είναι απαραίτητο να ανήκωμε στην Εκκλησία του Χριστού, της οποίας Κεφαλή είναι ο Παντοδύναμος Βασιλεύς, ο Νικητής του Άδου, ο Ιησούς Χριστός. Η Βασιλεία Του είναι η Εκκλησία, η οποία νοείται ως κοινωνία των Αγίων, οι οποίοι μετετέθησαν στον ουρανό και όλων των Ορθοδόξων Χριστιανών, οι οποίοι αγωνίζονται επί της γης, μαχόμενοι προς τας αρχάς και εξουσίας και κοσμοκράτορας του σκότους του αιώνος τούτου, προς τα πνευματικά της πονηρίας… Ο μη Ορθόδοξος, ακόμη και μια μεγάλη μη Ορθόδοξη κοινότης, δεν μπορεί να στρατευθή στον πόλεμο αυτόν. Χωρίς τον Χριστό ως κεφαλή του, δεν μπορεί να κάνη τίποτε με τέτοιους πανούργους, οξυδερκείς εχθρούς, οι οποίοι είναι συνεχώς άγρυπνοι και έχουν μάθει τέλεια την επιστήμη του πολέμου τους.
Ο Ορθόδοξος Χριστιανός έχει δυνατή υποστήριξι στον αγώνα αυτόν: Πρώτα από τον Θεό και από τους αγίους Αθλητάς Του, οι οποίοι ενίκησαν τους εχθρούς με την δύναμι της Χάριτος του Χριστού και έπειτα από την επί γης Ορθόδοξο Εκκλησία, από τους ποιμένας και διδασκάλους Της και από την κοινή προσευχή και τα Μυστήρια. Η Εκκλησία του Χριστού, στην Οποία ελέει Θεού ανήκουμε κι’ εμείς, είναι ένας τέτοιος βοηθός στον αγώνα του Χριστιανού εναντίον των αοράτων και ορατών εχθρών» (1, σελ. 52).
Η σκέψις του Αγίου Ιωάννου της Κρονστάνδης όσον αφορά την Εκκλησία είναι πρώτα απ’ όλα σωτηριολογική. Το να ανήκει κανείς στην Εκκλησία είναι γι’ αυτόν η πηγή της σωτηρίας: «Η Εκκλησία είναι το μοναδικό Σώμα, του οποίου Κεφαλή είναι ο ίδιος ο Κύριος Ιησούς Χριστός, ενώ ψυχή είναι το ίδιο το Άγιο Πνεύμα, το Οποίο ζωογονεί, φωτίζει, καθαρίζει και ενδυναμώνει όλα τα μέλη αυτού του μεγάλου σώματος που αγωνίζονται επί της γης» (1, σελ. 6, 14, 26).
«Τότε τι αναγκάζει μερικούς να φεύγουν από τον μοναδικό αυτόν οίκο του Θεού» (1, σελ. 6), στον οποίο – επειδή κεφαλή είναι η Ενυπόστατος Σοφία – υπάρχει «μια τέτοια άβυσσος σοφίας, ώστε θα επαρκούσε με αφθονία σε όλους τους σοφούς του κόσμου για μελέτη, θαυμασμό και δοξολογία. Αλλά ο Κύριος απέκρυψε αυτήν από σοφών και συνετών και απεκάλυψεν αυτήν νηπίοις κατά το φρόνημα».
"Το πρόβλημα με αυτούς τους αξιολύπητους σοφούς είναι ότι προσπαθούν να συμβιβάσουν την αλήθεια με την υπερήφανη λογική που δεν έχει καθαρθή από τα πάθη, με αποτέλεσμα να διαστρεβλώνουν την αλήθεια και τελικά να εκπίπτουν από την ορθή Πίστι " (3, σελ. 58).
"Η μοναδικότης και το αλάνθαστον της Πίστεως είναι τελείως ουσιώδη, άλλωστε η Πίστις μας, η νικήσασα τον κόσμον (Α’ Ιω. ε’ 4), δεν είναι το σύνολον υποκειμενικών ψυχολογικών εμπειριών, αλλά η αποκάλυψις υπό της Παναγίας Τριάδος της οδού προς την σωτηρία" (1, σελ. 14).
Η ενότης των Χριστιανών στην Εκκλησία δεν γεννάται εκ θελήματος σαρκός (Ιω. α’ 13). Είναι η πραγματοποίησις της προσευχής του Χριστού προς το Πατέρα σχετικά με τους μαθητάς, ίνα ώσιν εν, όπως ακριβώς η Παναγία Τριάς είναι έν. (Ιω. ιζ’ 11, 21 – 22). Είναι ο καρπός του Αγίου Πνεύματος, το Οποίον εξεχύθη επί των Αποστόλων κατά την Πεντηκοστή. Κατά τους Αγίους Πατέρας, στον χορό των οποίων ίσταται τώρα ενώπιον του Θεού ο άγιος Ιωάννης της Κρονστάνδης, η ενότης της Πίστεως και η μοναδικότης της Εκκλησίας είναι τόσο σπουδαία, ώστε στο Σύμβολο της Πίστεως η μοναδικότης να είναι η πρώτη ιδιότης της Εκκλησίας. Κάθε ένας που θέτει τέρμα στις σχέσεις του με την Μία Εκκλησία, δεν μπορεί να βασίζεται ούτε στην Αποστολική Διαδοχή, ούτε στην Αγιότητα, ούτε στην Καθολικότητα, διότι «η Εκκλησία δεν είναι μόνον μία, αλλά και η μοναδική» κατά τον άγιο Κυπριανό Καρθαγένης. «Η αληθινή Εκκλησία παραμένει μία και αδιαίρετος και η μόνη που σώζει. Αυτή είναι η Ανατολική Ορθόδοξος Εκκλησία».
«Ουδεμία άλλη Χριστιανική Ομολογία εκτός από την Ορθοδοξία» γράφει ο άγιος Ιωάννης της Κρονστάνδης, «μπορεί να φέρει ένα Χριστιανό στην τελειότητα της Χριστιανικής ζωής ή αγιότητος και να ολοκληρώση την κάθαρσι από τις αμαρτίες και να οδηγήση στην αφθαρσία, διότι οι άλλες ομολογίες κατέχουν την αλήθεια εν αδικία (Ρωμ. α’, 18), ανέμιξαν την δεισιδαιμονία και το ψεύδος με την αλήθεια και δεν κατέχουν εκείνα τα θεόσδοτα μέσα για την κάθαρσι, τον αγιασμό, την αναγέννησι και ανανέωσι τα οποία κατέχει η Ορθόδοξος Εκκλησία».
Κάθε προσβολή εναντίον της ενότητος της Εκκλησίας είναι τόσο μεγάλη, ώστε «αυτοί που αυθαιρέτως χωρίζονται από την Εκκλησία, χάνουν την κοινωνία με τους Αγίους, διότι ως νεκρά μέλη με την αντίθετη τοποθέτησί τους επισύρουν πάνω τους την αιώνια απώλεια» (1, σελ. 14). «Θλίβομαι βαθειά», γράφει ο άγιος Ιωάννης, «που η αγία ενότης της Εκκλησίας του Χριστού διερράγη στην Δύσι και από την Δύσι, από τον περιβόητο Ρωμαιοκαθολικισμό και μαζί μ’ αυτόν από τον Λουθηρανισμό και την Μεταρρύθμισι, καθώς επίσης σε μας από σχίσματα και κομματισμούς».
Κάθε πτώσις, σύμφωνα με την διδασκαλία των Αγίων Πατέρων, αρχίζει από την υπερηφάνεια: Περιφρονεί κάποιος μία εντολή και τότε αμαρτάνει στην πράξι. Έτσι έγινε και με το αποσκίρτημα της Δύσεως: «Πριν απ’ αυτό, ο Πάπας και οι Παπικοί έγιναν υπερήφανοι και εξύψωσαν τους εαυτούς των τόσο, ώστε εσκέφθηκαν να κρίνουν τον ίδιο τον Χριστό, την ίδια την Ενυπόστατο Σοφία του Θεού» (1, σελ 59), τον ουράνιο Διδάσκαλο, χωρίς τον Οποίο «ουδέ τον Πατέρα τις επιγινώσκει, ει μη ο Υιός» (2, σελ. 38). Η υπερηφάνειά τους έφθασε στο σημείο να διαστρέψουν μερικούς από τους λόγους, εντολές και θεσπίσματά Του (1, σελ. 59). Ο Χριστός λέγει ότι το Πνεύμα εκπορεύεται από τον Πατέρα, ενώ οι Ρωμαιοκαθολικοί και οι Λουθηρανοί μαζί με τους Αγγλικανούς λέγουν, ότι εκπορεύεται από τον Πατέρα και τον Υιό (2, σελ. 38 – 39).
Έχοντας αποκοπή από την Παράδοσι του Αγίου Πνεύματος, έχοντας χάσει το εσωτερικό κριτήριο της αληθείας και την Συνοδική αρχή εν τη Εκκλησία, οι Λατίνοι, επειδή έχουν ανάγκη από κάποιο είδος εξουσίας, ήγειραν μια νέα εξουσία για να διδάσκεται η Πίστις: Τον «αλάθητο Πάπα της Ρώμης, τον αντιπρόσωπο του Χριστού».
«Εγώ μεθ’ υμών ειμί… έως της συντελείας του αιώνος» (Ματθ. κη’ 20). Ο ίδιος ο Κύριος είναι πάντοτε παρών στην Εκκλησία Του. Τι χρειάζεται τότε ένας αντιπρόσωπος – Πάπας;», γράφει ο άγιος Ιωάννης της Κρονστάνδης, καταγγέλοντας την αίρεσι του Παπισμού.
Ως μια κεφαλαιώδης αίρεσις, ο Λατινισμός προσπαθεί να εντάξη κάτω από το θεολογικό του σύστημα κείμενα από την Αγία Γραφή, κατανοούμενα φυσικά έξω από την Ιερά Παράδοσι την οποία στερείται: «Το κεντρικό σημείο της Ρωμαιοκαθολικής υπερηφάνειας και των Ρωμαιοκαθολικών ψευδών στα δόγματα, στην διοίκησι και στην ηθική διδασκαλία είναι το πρωτείον του Πάπα, η φανταστική και εσφαλμένη κατανόησις του λόγου του Σωτήρος: "Συ ει Πέτρος, και επί ταύτη τη πέτρα οικοδομήσω μου την Εκκλησίαν, και πύλαι άδου ου κατισχύσουσιν αυτής" (Ματθ. ιστ’ 18). Ανεγνωρίσθη από όλους τους Αγίους Πατέρας των πρώτων και μεταγενεστέρων αιώνων, ως επίσης και από τους πολύ πρώτους Ορθόδοξους Πάπας, ότι πρέπει κανείς να εννοή ως πέτρα θεμελιώσεως τον ίδιο τον Ιησού Χριστό – η δε πέτρα ην ο Χριστός» (Α’ Κορινθ. ι’ 4).
«Ο Πάπας και οι Παπικοί, – κάλαμος υπό ανέμου σαλευόμενος – έχοντας υποδουλώσει όλον τον Καθολικισμό στην αίρεσι, τον κατέστησαν αδιόρθωτο, διότι ο Πάπας παρ’ όλες τις αιρέσεις του αναγνωρίζεται ως αλάθητος από την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία και έτσι δεν είναι δυνατόν να διορθωθή από κάποιον που σκέπτεται αντίθετα».
Η Μεταρρύθμισις, η οποία προήλθε από τον Λατινισμό, ήταν μια αντίδρασις εναντίον των διαστροφών του Λατινισμού. Αντί να επανέλθη στην Συνοδική βάσι της Ορθοδοξίας, από αντίθεσι στον Παπισμό απέρριψε την ιεραρχία, δίδοντας στον κάθε πιστό το δικαίωμα να σκέπτεται «αλάνθαστα» περί της Πίστεως. Ο νομικισμός της Ρώμης και τα ξένα προς τον Πατερικό ασκητισμό συστήματα πνευματικής ζωής, που οδηγούν στην πλάνη, παρεχώρησαν την θέσι τους στον ηθικό σχετικισμό και την ακολασία. «Οι Ρωμαιοκαθολικοί, με το να αναγνωρίζουν τον Πάπα ως κεφαλή της Εκκλησίας, έχασαν την πραγματική Κεφαλή της Εκκλησίας – τον Χριστό – και παρέμειναν χωρίς κεφαλή…» (2, σελ. 37). «Οι Λουθηρανοί απεκόπησαν και παρέμειναν χωρίς την κεφαλή, οι Αγγλικανοί επίσης. Δεν έχουν την Εκκλησία…και ο Βελίαλ τους πολεμά με την δύναμι και τις μηχανορραφίες του και τους κρατά στην πλάνη του και την απώλεια. Ένα πλήθος ανθρώπων χάνονται στην αθεΐα και την φαυλότητα». (1, σελ.52).
«Ο Λουθηρανισμός, καλυπτόμενος υπό το όνομα της Χριστιανικής Πίστεως, είναι στην πραγματικότητα άρνησις της Πίστεως. Απορρίπτοντας τις νηστείες και τον μοναχισμό ή την εν παρθενία ζωή την αφιερωμένη αποκλειστικά στην υπηρεσία του Θεού, παραδίδεται στην φιληδονία. Είναι παράδοσις στην ψευδώνυμο ανθρωπίνη λογική με τις φιλοσοφικές της ασυναρτησίες και την θεοποίησή της, άρνησις της θείας αυθεντίας των Οικουμενικών Συνόδων και των Αγίων Πατέρων, αυθαίρετη συνάθροισις υπό το όνομα της κεκαθαρμένης, μεταρρυθμισμένης Εκκλησίας».
Ο άγιος Ιωάννης θρηνούσε εν πνεύματι «τις μεγάλες κοινότητες που αστόχησαν στην Πίστι». Δεν έβλεπε να λύνεται η τραγική αυτή κατάστασις με συμβιβασμούς, με την αναζήτησι κοινών στοιχείων στην Πίστι της αδιαιρέτου Εκκλησίας. Κατενόησε ότι μια τεχνητή ένωσις, με θεμέλια γήινα, είναι ένας πύργος της Βαβέλ. «Είναι πράγματι δυνατόν να ενώση κανείς κάτι που δεν μπορεί να ενωθή, το ψεύδος με την αλήθεια;», αναρρωτιόταν (2, σελ. 31).
«Εμείς οφείλουμε να προσκολληθούμε σταθερά στην μία αληθινή Πίστι και Εκκλησία» (1, σελ. 32). «Ποιός από τους Ορθοδόξους δεν θα επιθυμούσε να ενωθή με τους Ρωμαιοκαθολικούς και τους Λουθηρανούς και να είναι ένα με αυτούς εν Χριστώ, μία Εκκλησία, μία κοινότητα πιστών! Ας πετάξουν το ψεύδος, ας δεχθούν την αλήθεια και ας ενωθούν μαζί μας εις ενότητα πνεύματος, φθάνουν οι διαφωνίες και επιχειρηματολογίες των. Ο ερχομός του Χριστού είναι εγγύς, επί θύραις», έγραφε ο άγιος Ιωάννης, «αλλά ποιος από τα μέλη αυτών που ονομάζονται εκκλησίες, κυρίως οι ηγέτες…θα συμφωνήση να αποκηρύξη τα λάθη του; Κανείς. Και εμείς δεν μπορούμε να συμφωνήσωμε με την αιρετική τους διδασκαλία χωρίς να ζημιωθή η σωτηρία των ιδίων των ψυχών μας…» (2, σελ. 31,39).
Απαράδεκτη επίσης για τον άγιο Ιωάννη ήταν η σχετικοποίησις της Πίστεως, (του δόγματος), η παραδοχή κάθε ερμηνείας του Χριστιανισμού (πόσο μάλλον μιας μη χριστιανικής θρησκείας) ως σωστικής. «Οι διάφορες Ομολογίες διατηρούν γνώμες και διδασκαλίες συνήθως αντίθετες προς την θεία αλήθεια του Ευαγγελίου και την διδασκαλία των Αγίων Αποστόλων, των Οικουμενικών και Τοπικών Συνόδων και των Αγίων Πατέρων…Η σχετικοποίησις της Πίστεως (του δόγματος) οδηγεί σε απιστία η σε ψυχρότητα πίστεως, σε αμέλεια όσον αφορά στην τήρησι των αρχών της Πίστεως, σε ψυχρότητα μεταξύ των Χριστιανών» (1, σελ. 31).
Ο άγιος Ιωάννης της Κρονστάνδης έθετε την μοναδική του ελπίδα στην παμφωτιστική δύναμι του Παναγίου Πνεύματος και έλεγε, ότι «πρέπει κανείς να προσεύχεται με πολύ επιμέλεια… στον Πηδαλιούχο της Αγίας Εκκλησίας, τον Χριστό, ώστε Αυτός να εμφυσήση πνεύμα αγάπης στις καρδιές όλων των Χριστιανών και να τους φωτίση με το Φως Του, για να γνωρίσουν την αλήθεια του Θεού, για να απορρίψουν όλες τις αιρέσεις και τα σχίσματα προς αμοιβαία ενότητα» (1, σελ. 30). Ο ίδιος ο άγιος Ιωάννης έντονα προσευχόταν στον Θεό μπροστά στην Αγία Τράπεζα, προσθέτοντας ήρεμα το εξής στην ανάγνωσι του Συμβόλου της Πίστεως: «Ένωσε σ’ αυτήν την πίστι όλες τις μεγάλες κοινότητες που καλούνται Χριστιανικές, αλλά κατ’ ουσίαν είναι αποστάται: Τους Ρωμαιοκαθολικούς, τους Λουθηρανούς, Αγγλικανούς και άλλους, οι οποίοι απεκόπησαν από την ενότητα της αγίας Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, η οποία είναι το Σώμα Σου και της οποίας Συ είσαι Κεφαλή και Σωτήρ. Κατάρριψε την υπερηφάνεια και την αντίθεσι των διδασκάλων τους και αυτών που τους ακολουθούν, δώσε τους να καταλάβουν με την καρδιά τους την αλήθεια και την σωστικότητα της Εκκλησίας Σου και να ενωθούν αδόλως μ’ αυτήν. Με τη δύναμι της Χάριτος του Πνεύματός Σου, ένωσε στην αγία Σου Εκκλησία και αυτούς που είναι ασθενείς από αμάθεια και από την πλάνη του σχίσματος. Ανάκοψε την ισχυρογνωμοσύνη τους και την αντίθεσί τους στην αλήθειά Σου, για να μη χαθούν αθλίως με την αντίθεσί τους, όπως ο Κορέ, ο Δαθάν και ο Αβειρών, οι οποίοι αντετίθεντο στους δούλους Σου Μωϋσή και Ααρών (Ψαλμ. ρε’ 16 – 18). Τράβηξε προς αυτή την Πίστι όλα τα έθνη που κατοικούν την γη…» (1,σελ. 59, 169). Ο Κύριος άκουγε τις προσευχές του, όπως μαρτυρεί ο ίδιος ο άγιος Ιωάννης της Κρονστάνδης.
Εν κατακλείδι θα ήθελα να εκφράσω την σκέψι ότι ο άγιος Ιωάννης απηύθυνε αυτούς τους απειλητικούς λόγους, οι οποίοι είναι ωστόσο λόγοι αγάπης, όχι μόνο στους αιρετικούς και σχισματικούς, διότι τις επίστευσε τη ακοή ημών; (Ησ. νγ’ 1), αλλά και στους ομοδόξους αδελφούς του καλώντας τους «να προσκολληθούν στην Ορθόδοξο Εκκλησία με ειλικρινή καρδιά" (2, σελ. 14).
Κάθε μέλος της Εκκλησίας, οποιοσδήποτε και αν είναι αυτός, Ιεράρχης, Ιερεύς η λαϊκός, οφείλει να ενθυμήται τους λόγους που ειπώθηκαν από τον άγιο Ιωάννη της Κρονστάνδης: «Ελάβαμε το τάλαντον της οικουμενικής Ορθοδοξίας από τον Θεό προς δόξαν Θεού και για την σωτηρία μας. Πως χρησιμοποιούμε και αυξάνουμε αυτό το τάλαντο; Ευχαριστούμε τον Κύριο; Ποια είναι η φύσις της μετανοίας μας; Τι καλά έργα κάνομε; Πάντες εξέκλιναν, άμα ηχρειώθησαν, ουκ έστι ποιών χρηστότητα, ουκ έστι έως ενός (Ψαλμ. ιγ’ 3)» (2, σελ. 40). Δεν ταιριάζουν άρα γε και σε μας αυτά τα λόγια της Γραφής;



Ο άγιος Ιωάννης της Κρονστάνδης, Ρώσος ιερεύς, Πνευματικός και θερμουργός κήρυξ του Ευαγγελίου, ήκμασε στα τέλη του 19ου  και στις αρχές του 20ου αιώνος. Προορατικός και θαυματουργός. Aναλώθηκε στην καθημερινή διακονία του πάσχοντος λαού. Χριστομίμητος η αγάπη του. Αυτή η αγία αγάπη τον αναγκάζει να πη την αλήθεια για την Ορθοδοξία που σώζει και για την αίρεση και ετεροδοξία που δεν εξασφαλίζουν την σωτηρία.
ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΕΣ ΚΑΙ Ο ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ

 Πρωτοπρεσβύτερου π. Θεoδώρου Ζήση, Ομ. Καθηγητή του Α.Π.Θ.

Πηγή: www.fdathanasiou.wordpress.com
"Διαθρησκειακές συναντήσεις: Άρνηση του Ευαγγελίου και προσβολή των Αγίων Μαρτύρων".


Όλοι σχεδόν οι Νεομάρτυρες κατά την προσαγωγή τους μπροστά στους Τούρκους άρχοντες και δικαστές, έπρεπε να απαντήσουν σε ερωτήσεις που τους υπέβαλλαν για το Κοράνιο και τον Μωάμεθ, να δικαιολογήσουν γιατί δεν γίνονται ή γιατί δεν παραμένουν Μουσουλμάνοι, όταν επρόκειτο περί αρνησιχρίστων, οι οποίοι μετανοούσαν για την αποστασία τους. Πρόκειται για αληθινούς διαθρησκειακούς διαλόγους, για διαλόγους που αναβίωσαν το παράδειγμα του Πρωτομάρτυρος Χριστού, του μαρτυρήσαντος επί Ποντίου Πιλάτου, του εν ανθρώποις Πρωτομάρτυρος Διακόνου Στεφάνου, των Αγίων Αποστόλων, των αρχαίων Μαρτύρων και των Αγίων Πατέρων και Ομολογητών.
Δεν υπολογίζουν τιμές, αξιώματα, πλούτη και απολαύσεις, που τους υπόσχονται, όπως ουσιαστικώς γίνεται σήμερα στους διαθρησκειακούς διαλόγους, όπου βέβαια δεν έχουμε άρνηση της Πίστεως, έχουμε όμως απόκρυψη της αληθείας και εξίσωση με την πλάνη που είναι σχεδόν το ίδιο. Αν όμως η πλάνη και η αλήθεια, το σκότος και το φως, ο Χριστός και τα είδωλα ή ο Μωάμεθ είναι το ίδιο, τότε γιατί σταυρώθηκε ο Χριστός, γιατί εμαρτύρησαν οι Απόστολοι και οι Μάρτυρες, οι παλαιοί και οι νέοι; Δεν αποτελούν οι διαθρησκειακοί διάλογοι, όπου δεν μαρτυρείται η αλήθεια, όπου εξισώνεται ο Χριστός με τους ψευδοπροφήτες, όπου δεν υπάρχει παρρησία και μαρτυρικό φρόνημα, δεν αποτελούν λοιπόν προσβολή και απόρριψη της στάσεως των Αγίων Μαρτύρων, ως ανόητης και φονταμενταλιστικής, αφού τα ανοιχτά μυαλά των σημερινών προοδευτικών κληρικών και θεολόγων δεν θα δικαιολογούσαν ποτέ τέτοια στάση, ούτε θα ομολογούσαν ποτέ αυτά που ομολόγησαν οι Νεομάρτυρες για το Ισλάμ, όπως ενδεικτικά θα δούμε;
Ο Άγιος Νικόδημος στο μνημονευθέν προοίμιο αναπτύσσει πέντε λόγους για τους οποίους «ευδόκησεν ο Θεός να γίνονται ούτοι οι νέοι Μάρτυρες εις τους τωρινούς καιρούς: α) Διά να είναι ανακαινισμός όλης της Ορθοδόξου Πίστεως. β) Διά να μένουν αναπολόγητοι εν τη ημέρα της Κρίσεως οι αλλόπιστοι. γ) Διά να είναι δόξα μεν και καύχημα της Ανατολικής Εκκλησίας, έλεγχος δε και καταισχύνη των ετεροδόξων. δ) Διά να είναι παράδειγμα υπομονής εις όλους τους Ορθοδόξους Χριστιανούς, οπού τυραννούνται υποκάτω εις τον βαρύν ζυγόν της αιχμαλωσίας. ε) Και τελευταίον διά να είναι θάρρος και παρακίνησις εις το να μιμηθούν διά του έργου το μαρτυρικόν τους τέλος».
Απέναντι αυτής της εικόνος των αληθινών διαθρησκειακών διαλόγων των Νεομαρτύρων, οι σύγχρονοι διαθρησκειακοί διάλογοι είναι παγωνιά μέσα στον χειμώνα, σκοτάδι μέσα στο σκοτάδι, αιχμαλωσία σε καιρό ελευθερίας, ασθένεια και αδυναμία σε κατάσταση δυνάμεως. Δεν οδηγούν σε ανακαινισμό, αλλά σε φθορά της Ορθοδόξου Πίστεως• δεν καθιστούν αναπολογήτους τους αλλοπίστους• δεν δοξάζουν την Ορθόδοξη Εκκλησία, αφού την εξισώνουν με τους ετεροδόξους και αλλοπίστους, ούτε ενισχύουν στην υπομονή και εμμονή στην πίστη τους Ορθοδόξους Χριστιανούς, πολύ περισσότερο δεν παρακινούν στη μίμηση του μαρτυρικού τέλους των Αγίων. Είναι γι’ αυτό ψευτοδιάλογοι αποστασίας και δειλίας.
Από το σύνολο των όσων είπαν πολλοί Νεομάρτυρες, διαλεγόμενοι με τους Μουσουλμάνους δικαστές, ενδεικτικώς θα παρουσιάσουμε μερικά, για να φανεί η άρρηκτη ενότητα, συνέπεια και συνέχεια στην ομολογία και στην μαρτυρία της Αληθείας με οποιοδήποτε κόστος, ακόμη και με την θυσία της ζωής, η αδιάκοπη αλυσίδα της Πίστεως από του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, των Αποστόλων, των Μαρτύρων, των Αγίων Πατέρων, μέχρι των Νεομαρτύρων. Οι σημερινοί διαθρησκειακοί διάλογοι είναι ξένοι και αλλότριοι, δεν έχουν καμμία σχέση με αυτήν την πίστη και το μαρτυρικό αυτό φρόνημα.
Ο Νεομάρτυρας Κωνσταντίνος ο Υδραίος (14 Νοεμβρίου 1800), στην πρόταση του Μουσουλμάνου άρχοντος να αρνηθεί τον Χριστό και να πιστεύσει στον Μωάμεθ απήντησε:
«Έλα και εσύ, Αυθέντα, να πιστεύσης και να ομολογήσης τον Χριστόν πως είναι Θεός αληθινός, διά να σε φωτίση να ιδής το αληθινόν φως, επειδή και τώρα είσαι τυφλός και εσκοτισμένος από την ασέβειαν». Στην επιμονή του Μουσουλμάνου μετά από τρεις ημέρες ο άγιος Κωνσταντίνος απήντησε με περισσότερο θάρρος: «Εγώ σε είπα να πιστεύσης εις τον Χριστόν ότι είναι Θεός αληθινός, διατί η εδική σας πίστις είναι βδελυρά, μιαρά και ψεύτικη, επειδή πιστεύετε ένα ψεύστην, οπού εις τον κόσμον δεν έδειξε κανένα θαύμα, ούτε σας εδίδαξε καμμίαν αλήθειαν και κανένα καλόν, αλλά μόνον σας εδίδαξε μυθολογίας, και σας παραγγέλλει να κάμνετε πορνείας, αρσενοκοιτίας, και άλλας κακίας, και εσείς ως τυφλοί τον πιστεύετε ως προφήτην. Διά τούτο έχετε να υπάγετε με αυτόν εις την αιώνιον κόλασιν και εις το πυρ το εξώτερον, διά να κατακαίεσθε παντοτεινά μαζί με τους αδελφούς σας δαίμονας, μόνον έλα να γένης Χριστιανός, διά να χαίρεσαι αιώνια με τον Χριστόν εις τον Παράδεισον» (100).
Ο οσιομάρτυρας Νικόδημος, που ασκήθηκε στη Σκήτη της Αγίας Άννης, στο Άγιο Όρος, και μαρτύρησε στο Βελιγράδι (11 Ιουλίου 1722), αρνηθείς τον Χριστό και μετανοήσας κατόπιν απορεί λέγων: «Οίμοι τω αθλίω και ταλαιπωρώ, διά ποίαν αιτίαν άρα γε ετυφλώθην τόσον κατά νουν ο ασύνετος; Πώς εσκοτίσθην τη διανοία; Πώς προετίμησα το σκότος μάλλον ή το φως; Πώς εχωρίσθην της δόξης του Χριστού; Πώς εκουσίως απέρριψα εαυτόν από της συναυλίας της χριστωνύμου κλήσεως των ευσεβών, γενόμενος δούλος και αιχμάλωτος του παμπονήρου διαβόλου;». Παρακαλών και δεόμενος προς την Υπεραγία Θεοτόκο να τον αξιώσει να έχει μαρτυρικό τέλος αξιώθηκε να ιδεί την εξής οπτασία: «Κοιμώμενος γαρ έτι ο μακάριος Νικόδημος, ηρπάγη εις οπτασίαν υπό θείου Αγγέλου, όστις έδειξεν εις αυτόν όλους τους βασανιζομένους εν τω Άδη, εξαιρέτως δε τον αρχηγόν της πλάνης των Αγαρηνών, ος εστιν ο ψευδοπροφήτης Μωάμεθ. Υπήρχε γαρ ούτος δεμένος εν πυρίναις αλύσεσιν, εν τη φλογί της γεέννης, δεινώς βασανιζόμενος. Ωσαύτως και άπασα η πληθύς των ασεβών, οι οπαδοί δηλονότι αυτού και των λοιπών πρωταρχηγών πάσης ασεβείας και αιρέσεως, άπαντες εκεί βασανιζόμενοι» (101).
Θαυμάζει ο Άγιος Νικόδημος το θάρρος της νεαρής κοπέλλας, της Αγίας Νεομάρτυρος Ακυλίνας από το Ζαγκλιβέρι (27 Σεπτεμβρίου 1764), η οποία στην προτροπή του Τούρκου κριτή να αλλαξοπιστήσει απάντησε: «Και τί ωρέχθηκα από την πίστιν σας, να αρνηθώ εγώ τον Χριστόν μου, ή από ποία θαύματα της πίστεώς σας να πιστεύσω, οι οποίοι βρωμείτε ακόμη ζωντανοί; Ω τόλμη μαρτυρική! Ω μεγαλοψυχία ουρανίων επαίνων αξία! Ω απόκρισις, όχι ενός απλού κορασίου, αλλ ‘ ενός γίγαντος ανδρειωμένου!» (102).
Παρόμοιο θαυμασμό και έπαινο εκφράζει και ο συντάκτης του βίου του προμνημονευθέντος Νεομάρτυρος Κωνσταντίνου του Υδραίου: «Εύγε της ελευθεροστομίας σου, γενναίε του Κυρίου αγωνιστά! Εύγε της σης μεγαλοψυχίας, της ούσης ουρανίων επαίνων αξίας! Κατά αλήθειαν, αδελφοί, επληρώθη εις τούτον τον Άγιον, εκείνο οπού γράφει ο σοφός Σολομών εις τας Παροιμίας του• δίκαιος ως λέων πέποιθε (κη’ ι) και το του προφήτου Δαβίδ• ελάλουν εν τοις μαρτυρίοις σου εναντίον βασιλέων και ουκ ησχυνόμην (Ψαλμ. ριη’)» (103).
Παρόμοιους επαίνους προς τους Νεομάρτυρες διατυπώνει η λατρεύουσα τον αληθινό Θεό Εκκλησία, όταν κατά τις πανηγύρεις επί τη μνήμη αυτών ψάλλει τους ύμνους των Ακολουθιών τους. Θαυμάζουν και οι πιστοί και ευχαριστούν τον Θεό για τους Νεομάρτυρες, την νέα αυτή δόξα και το καύχημα της Εκκλησίας, και λυπούνται για τους νέους αποστάτες και αρνησιχρίστους των διαθρησκειακών διαλόγων, ευχόμενοι να τους φωτίσει ο Θεός να συνέλθουν, να επανέλθουν και να μαρτυρήσουν, να κηρύξουν υπέρ του Χριστού ως της μοναδικής οδού σωτηρίας.



…Ερχόμαστε στους Αγίους Νεομάρτυρες της περιόδου της Τουρκοκρατίας, οι οποίοι αποτελούν την νέα δόξα την νέα καύχηση της Ορθοδόξου Εκκλησίας, την οποία έτσι επανασυνδέουν με την Εκκλησία των παλαιών Μαρτύρων και την παρουσιάζουν ως την μόνη αληθή Εκκλησία του Χριστού, εντός της οποίας γεννώνται νέοι Άγιοι που ευαρέστησαν το Θεό με την ομολογία και το μαρτύριο τους και δοξάσθηκαν με τα θαύματα που επιτελεί δι’ αυτών η Θεία Χάρη. Δεν υπάρχει εδώ πολύς χώρος για να παραθέσουμε όσα αναπτύσσει ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης στο προοίμιο του «Νέου Μαρτυρολογίου», όπου παρουσιάζει αυτό το νέο θαύμα, το να βλέπει κανείς μέσα στην καρδιά του χειμώνος της απιστίας τους Νεομάρτυρες, ως εαρινά άνθη και τριαντάφυλλα, μέσα στην βαθύτατη νύκτα ημέρα και ήλιο, μέσα στο ψηλαφητό σκοτάδι φώτα λαμπρότατα, στον καιρό της αιχμαλωσίας ελευθερία, της ασθένειας και της αδυναμίας υπερφυσική δύναμη.
(Απόσπασμα από ομιλία του)
 ΟΙ ΑΝΤΒΕΝΤΙΣΤΕΣ ΤΗΣ ΕΒΔΟΜΗΣ ΗΜΕΡΑΣ

Αντ. Μ. Παπαδοπούλου

Πηγή:  Ιστοσελίδα Ι. Μ. Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου.
Αντώνιος Μ. Παπαδόπουλος "Θρησκευτικά Κινήματα - Νέα Εποχή", Εκδ. Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη 1996.

Ονομάζονται έτσι από τη λατινική λέξη αdventus που σημαίνει "έλευση", "επιστροφή", γιατί πιστεύουν στη σύντομη έλευση του Ιησού Χριστού επί των νεφελών του ουρανού. Διακρίνονται σε απλούς Αντβεντιστές και σε Αντβεντιστές της Έβδομης Ημέρας, γι' αυτό και ονομάζονται Σαββατιανοί ή Σαββατιστές, επειδή τηρούν το Σάββατο αντί για την Κυριακή. Στα Ελληνικά ο όρος adventus θα μπορούσε ν' αποδοθεί με τη φράση: «Οι τον Κύριον προσμένοντες». Ο υπότιτλος της «Έβδομης ημέρας», υποδηλώνει και υπογραμμίζει το άλλο ουσιώδες της πίστεώς τους σημείο, δηλ. αυτό που συνίσταται στην τήρηση και τον αγιασμό του Σαββάτου, της έβδομης δηλ. ημέρας, σύμφωνα, όπως ισχυρίζονται, με το νόημα της τετάρτης εντολής του Δεκάλογου, που λέγει: «Μνήσθητι την ημέραν των Σαββάτων αγιάζειν αυτήν. Εξ ημέρας εργά και ποιήσεις πάντα τα έργα σου τη δε ημέρα τη εβδόμη Σάββατα Κυρίω τω Θεώ σου· ου ποιήσεις εν αυτή παν έργον... διά τούτο ευλόγησε Κύριος την ημέραν την εβδόμην και ηγίασεν αυτήν» (Έξοδος 20, 8-11).
Ιδρυτής του Αντβεντισμού είναι ο Αμερικανός γεωκτηματίας Γουλιέλμος Μΐλλερ, που παρουσίασε τις αιρετικές του δοξασίες το 1843. Διακήρυξε ότι η Δευτέρα Παρουσία του Χριστού θα γινόταν την 21η Μαρτίου 1843. Κατόπιν μετέφερε την ημερομηνία, αφού η προφητεία του δεν εκπληρώθηκε, για την 22α Οκτωβρίου 1844.
Η Ελ. Ουάιτ, μέλος της ομάδας, για να μην υποτιμήσει τον ιδρυτή της κινήσεως Μίλλερ, διακήρυξε ότι ο Χριστός ως Αρχιερεύς ήρθε πραγματικά το 1844, όχι όμως στη γη, αλλά στο «ιερό των ουρανών», με σκοπό να το εξαγνίσει. Η ίδια μάλιστα παρακολούθησε τα συμβάντα, αφού μεταφέρθηκε εκεί με θαύμα.
Διακηρύσσουν ότι ο Χριστός δεν αμάρτησε και ότι είναι το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, Θεός αληθινός, ομοούσιος με τον Πατέρα, συνάναρχος, και αΐδιος. Το ίδιο πιστεύουν και για το Άγιο Πνεύμα. Πιστεύουν στη θριαμβεύουσα Εκκλησία και αρνούνται την κατηγορία ότι δέχονται χιλιαστικές αντιλήψεις και χιλιετή βασιλεία πάνω στη γη, όπως οι Μάρτυρες του Ιεχωβά. Αντίθετα μιλούν για ουράνια βασιλεία [1].
Οι Αντβεντιστές παραδέχονται την Αγία Γραφή σαν τον μόνο αλάθητο κανόνα πίστεως και πράξεως. Αναγνωρίζουν τα κανονικά βιβλία της Π. και της Κ. Διαθήκης και τα θεωρούν θεόπνευστα. Ομολογούν ότι τα βιβλία της Αγίας Γραφής περιέχουν την πλήρη αποκάλυψη του θελήματος του Θεού προς τους ανθρώπους. Για τους Αντβεντιστές η Αγία Γραφή είναι ο μόνος κανόνας πίστεως, σύμφωνα με το Β' Τιμ. 3, 15-17. Επίσης δέχονται το Σύμβολο της Πίστεως, επειδή όπως λέγουν, τα άρθρα του συμφωνούν με την Αγ. Γραφή. Έτσι λατρεύουν και προσκυνούν την Αγία Τριάδα που την πιστεύουν ως τρία και άναρχα και ομοούσια πρόσωπα και με τις ίδιες ιδιότητες. Οι ίδιοι διαμαρτύρονται όταν τους κατηγορούν ως αντιτριαδικούς.
Ειδικότερα για το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, τον Κύριο Ιησού Χριστό, ομολογούν ότι είναι Θεός αληθινός ομοούσιος και «ισοδύναμος» με τον Πατέρα. Ο Κύριος ενδύθηκε την ανθρώπινη φύση «εν γαστρί της Παρθένου διά Πνεύματος Αγίου». Ο Χριστός με το έργο του και το παράδειγμά του φανέρωσε τις αρχές της δικαιοσύνης. Πέθανε για τις αμαρτίες μας επάνω στο σταυρό, τάφηκε και αναστήθηκε την τρίτη μέρα εκ νεκρών, αναλήφθηκε στους ουρανούς και τώρα βρίσκεται στον Πατέρα και μεσιτεύει για μας.
Ωστόσο οι κακοδοξίες τους είναι οι εξής:
1. Δεν καθορίζουν δογματικά αν πηγή εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος είναι ο Πατήρ ή ο Πατήρ και ο Υιός. Στο θέμα αυτό δεν έχουν ξεκαθαρισμένη θέση.
2. Πιστεύουν ότι σύμφωνα με τις αποκαλύψεις της Αγίας Γραφής (Δανιήλ, Αποκάλυψη) ο καιρός της Δευτέρας Παρουσίας του Χριστού πλησιάζει και μάλιστα είναι «επί θύραις». Δεν μπορούν όμως να καθορίσουν το χρόνο της ελεύσεως του Χριστού.
3. Δέχονται ότι το θέλημα του Θεού φανερώνεται στους ανθρώπους διά του λόγου του, δηλ. της Αγίας Γραφής και ειδικότερα του Δεκάλογου, του οποίου η τήρηση πρέπει να είναι ακριβής και αυστηρή. Ιδιαίτερα από το Δεκάλογο ξεχωρίζει η τέταρτη εντολή που αναφέρεται στον αγιασμό του Σαββάτου.
Η Ουάιτ αναφέρει, πως όταν βρέθηκε η ίδια στο «ιερό των ουρανών», την υποδέχτηκε ο Χριστός και της έδειξε την Κιβωτό της Διαθήκης με τις δύο πλάκες, πάνω στις οποίες είναι γραμμένες οι δέκα εντολές και ότι απ' αυτές το κέντρο όλων κατείχε η τέταρτη.
4. Η σωτηρία δεν δίνεται στον πιστεύοντα αμαρτωλό σαν αμοιβή των καλών διαθέσεών του και της δικαιοσύνης του, αλλά σαν δώρο από το Θεό διά του Ιησού Χριστού.
5. Η ψυχή του ανθρώπου είναι όμοια με τις ψυχές των ζώων δηλ. με όλο το ζωικό βασίλειο. Με το θάνατο, όπως πεθαίνει το σώμα, καταστρέφεται και αυτή. Γι' αυτό και ο άνθρωπος δεν έχει αθάνατη και αιώνια ψυχή. Η μόνη ελπίδα του ανθρώπου είναι η ανάστασή του διά του Ιησού Χριστού. Το διακριτικό του ανθρώπου από τα ζώα είναι η λογική, η συνείδηση, η σκέψη και η διάκριση. Η λειτουργία αυτών διακόπτεται με το θάνατο.
Ως προς το θάνατο οι Αντβεντιστές πιστεύουν ότι ο άνθρωπος παύει να αισθάνεται, γιατί το πνεύμα του επιστρέφει στο Θεό, ενώ το σώμα του επιστρέφει στη γη, όπου και διαλύεται. Όλοι οι άνθρωποι, καλοί ή κακοί από τη στιγμή που πεθαίνουν και μέχρι την ανάσταση, παραμένουν στον τάφο.
Ως προς την αθανασία λέγουν τα εξής: Η φύση του ανθρώπου είναι αμαρτωλή και θνητή. Η αιώνια ζωή είναι χάρη του Θεού διαμέσου του Χριστού. Η αθανασία θα δοθεί στους δικαίους κατά τη Δευτέρα παρουσία του Χριστού, όταν οι κεκοιμημένοι δίκαιοι θα αναστηθούν εκ νεκρών, ενώ οι ζώντες θα μεταμορφωθούν για να συναντήσουν τον Κύριο. Τότε θα ενδυθούν την αθανασία.
Οι Αντβεντιστές πιστεύουν κυρίως στη Δεύτερη Παρουσία του Χριστού. Αυτή είναι η τελευταία φάση του έργου του Ευαγγελίου και του σχεδίου της σωτηρίας. Η παρουσία του Χριστού θα είναι πραγματική, προσωπική, ορατή. Πολλά σπουδαία γεγονότα θα συνδεθούν με την Παρουσία. Η ανάσταση των νεκρών, ο καθαρισμός της γης, η αμοιβή των δικαίων, η εγκαθίδρυση της αιώνιας βασιλείας εν ουρανώ επί χίλια έτη. Το ίδιο χρονικό διάστημα η γη θα ερημωθεί και θα γίνει φυλακή του Σατανά.
Κατά την πρώτη ανάσταση, που θα προηγηθεί της χιλιετούς βασιλείας του Χριστού, θα αναστηθούν οι δίκαιοι που θα εισέλθουν στη βασιλεία των ουρανών. Η χιλιετής βασιλεία του Χριστού και των Αγίων Του θ' αρχίσει με τα καταστρεπτικά γεγονότα της Δευτέρας Παρουσίας.
Μετά τα χίλια χρόνια θα γίνει η δεύτερη ανάσταση, κατά την οποία θα αμειφθούν οι ευσεβείς και πιστοί, ενώ θα καταστραφούν οριστικά στη λίμνη του πυρός οι ασεβείς και οι κακοί. Την ίδια τύχη με τους πονηρούς θα έχει και ο Σατανάς. Ο Θεός θα κάνει τα πάντα νέα. Νέος ουρανός και νέα γη. Η γη θα επανέλθει στην αρχική της κατάσταση, οι σεσωσμένοι θα κατέλθουν με το Χριστό επί της νέας αυτής γής και θα την κληρονομήσουν για να είναι παντοτεινή κατοικία των Αγίων του Κυρίου.
Οι σωσμένοι πιστοί θα ζήσουν στη γη αιώνια με υλικά σώματα, που είναι άφθαρτα και τέλεια και δε θα έχουν ανάγκη τροφής, κατοικίας και άλλων υλικών φροντίδων.
6. Πιστεύουν ότι ο Ιησούς Χριστός δεν κατήλθε στον Άδη. Μόνο έβαλε το πνεύμα του στο στόμα του Νώε, ο οποίος σαν κήρυκας της δικαιοσύνης, κήρυξε στους δέσμιους της αμαρτίας, από τους οποίους μόνο οκτώ σώθηκαν.
7. Από τα μυστήρια οι Αντβεντιστές δέχονται το Βάπτισμα, το οποίο είναι «θεία διάταξις» και ακολουθεί η μετάνοια και η άφεση αμαρτιών από τον ομολογητή της πίστεως. Με το Βάπτισμα ομολογείται πίστη στο θάνατο, την ταφή και την ανάσταση του Χριστού. Με το Βάπτισμα διακηρύσσουν ότι ο παλιός άνθρωπος της αμαρτίας πέθανε, τάφηκε και αναστήθηκε σε νέα ζωή. Το Βάπτισμα μπορεί να γίνει «διά καταδύσεως» στο όνομα του Πατρός, του Υιού, και του Αγίου Πνεύματος. Ως προς τη Θεία Ευχαριστία πιστεύουν επίσης πως είναι «θεία διάταξις», που θεσπίστηκε από τον Κύριο. Λέγουν ότι ο άρτος και ο οίνος παριστάνει το σώμα και το αίμα του Χριστού. Οι πιστοί τους κοινωνούν μια ή πολλές φορές το χρόνο «εις ανάμνησιν του σταυρικού θανάτου του Κυρίου υπέρ ημών». Σήμερα κατά το παράδειγμα του Χριστού, πριν από τη Θεία Κοινωνία, προηγείται η τελετή του νιψίματος των ποδών.
Οι Αντβεντιστές της Εβδόμης Ημέρας είναι διασκορπισμένοι σ' όλο τον κόσμο. Έχουν μια κοινή πίστη, κοινά ιδεώδη και κοινές επιδιώξεις. Είναι οργανωμένοι καλά με μία κεντρική διοίκηση και πολλές υποδιοικήσεις σε διάφορα μέρη του κόσμου. Αρχή τους είναι ν' αποδίδουν πιστά «τα Καίσαρος Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ». Οι ίδιοι υπογραμμίζουν ότι δεν παίρνουν μέρος σε αναρχικές, αντεθνικές, πολιτικές και άλλης φύσεως οργανώσεις. Η οργάνωση των Αντβεντιστών είναι καθαρά θρησκευτική, κοινωνική, πνευματική, «εκκλησιαστική» και αγαθοεργός. Λέγουν ότι δεν κάνουν διακρίσεις θρησκείας, φυλής, εθνικότητας και πολιτικής παρατάξεως.
Οι Αντβεντιστές της Εβδόμης Ημέρας διατηρούν σ' όλο τον κόσμο περισσότερα από 4.725 σχολεία στοιχειώδους εκπαιδεύσεως με ανάλογο αριθμό διδασκάλων και μαθητών. Έχουν κολλέγια Μέσης και Ανωτέρας εκπαιδεύσεως και δικά τους Πανεπιστήμια. Διαθέτουν σανατόρια, νοσοκομεία, ιατρεία, κλινικές, και άμεση βοήθεια. Κηρύττουν: Η λιτή ζωή είναι και υγιεινή.
Οι Αντβεντιστές απέχουν απ' όλα τα οινοπνευματώδη ποτά, το κάπνισμα και άλλα ναρκωτικά. Προσπαθούν να αποφεύγουν καθετί που μολύνει το σώμα και την ψυχή. Αναγνωρίζουν ότι υπάρχουν εξουσίες που είναι τεταγμένες από το Θεό και γι' αυτό δεν εναντιώνονται σ' αυτές.
Οι οπαδοί των Αντβεντιστών ξεπερνούν τα δύο εκατομμύρια σ' όλο τον κόσμο και έχουν έδρα τους την Ουάσιγκτων της Αμερικής. Υποδιαιρούνται σε δεκατρία τμήματα, τα οποία εξαρτούνται από το κέντρο τους. Αλληλογραφούν μ' αυτό και ενισχύονται οικονομικά.
Η «εκκλησία» των Αντβεντιστών στην Ελλάδα υπάγεται στο τμήμα που εδρεύει στη Βέρνη της Ελβετίας.

β) Παρατηρήσεις
Μολονότι θεωρούμε τις παρατηρήσεις άλλων μελετητών των Αντβεντιστών αναφορικά με τη μέρα του Σαββάτου και την εκτόπιση της Κυριακής από τους Ιουδαΐζοντες Αντβεντιστές αξιόλογες και σημαντικές, ωστόσο θα επιμείνουμε λίγο περισσότερο εκθεολογώντας κυρίως την ημέρα της Κυριακής.
Η Ευχαριστιακή Σύναξη πρέπει να γίνεται κατά την Κυριακή, όπως παραδίδεται από την αρχαία Εκκλησία. Ο Απόστολος Παύλος μας πληροφορεί ότι η Ευχαριστιακή Σύναξη γινόταν ημέρα Κυριακή, «η πρώτη των Σαββάτων». Αυτή ήταν η ημέρα της Αναστάσεως και ταυτόχρονα η «ημέρα του Κυρίου». «Κατά μίαν Σαββάτων έκαστος υμών παρ' εαυτώ τιθέτω θησαυρίζων ότι εάν ευοδώται...» (Α' Κορ. 16, 2). Αν ο Παύλος υπενθυμίζει τη μέρα αυτή, το κάνει γιατί αυτή ήταν η ημέρα της «τραπέζης του Κυρίου». «Εν δε τη μιά των Σαββάτων σννηγμένων ημών κλάσαι άρτον» (Πράξ. 20, 7). Ο Λουκάς με απόλυτη σαφήνεια ονομάζει την πρώτη ημέρα μετά το Σάββατο, μέρα Ευχαριστιακής Συνάξεως.
Ακολούθως ο άγιος Ιγνάτιος τονίζει ότι η Ευχαριστιακή Σύναξη πρέπει να γίνεται την Κυριακή. Ο νεωτερισμός αυτός δεν προερχόταν από τον Ιγνάτιο, αλλά από την εκκλησιαστική παράδοση, την οποία ήθελαν μερικοί Ιουδαΐζοντες να νοθεύσουν. Η ενότητα της τοπικής Εκκλησίας, της Αντιοχείας και ίσως και άλλων, αντιμετώπιζε απειλή. Πλάι στην Ευχαριστιακή Σύναξη που «παραδόθηκε» από την αρχή, άρχισαν να εμφανίζονται μερικότερες συνάξεις, που δεν ένωναν όλα τα μέλη της Εκκλησίας. Παρατηρήθηκε δηλ. το φαινόμενο ότι ορισμένα μέλη των τοπικών Εκκλησιών, κάτω από την επίδραση της Ιουδαϊκής πράξεως, επεδίωκαν την τέλεση της Ευχαριστίας όχι κατά «την πρώτην ημέραν μετά το Σάββατον», όχι δηλ. την ημέρα του Κυρίου, αλλά κατά το ίδιο το Σάββατο. «Ει ουν οι εν παλαιοίς πράγματσιν αναστραφέντες, εις κοινότητα ελπίδος ήλθον, μηκέτι σαββατίζοντες, αλλά κατά Κυριακήν ζώντες...» (Μαγν. IX, I).
Η Κυριακή σύναξη πρέπει να γίνεται κατά τον άγιο Ιγνάτιο τη μέρα που εκείνος την ονομάζει «αναστάσιμον και βασιλίδα». Η τέλεση της Ευχαριστίας κατά το Σάββατο από μικρή ομάδα Χριστιανών, έστω και αν αυτοί δεν ήταν αιρετικοί ή σχισματικοί, εμφανίζεται να διαιρεί το ένα Σώμα και το Ποτήριο του Κυρίου. «Πρέπον ουν εστίν, μη μόνον καλείσθαι Χριστιανούς, αλλά και είναι· ώσπερ και τινες Επίσκοπον μέν καλούσι, χωρίς δε αυτού πάντα πράσσουσιν, οι τοιούτοι δε ουκ ευσυνείδητοί μοι είναι φαίνονται διά το μη βεβαίως κατ' εντολήν συναθροίζεσθαι» (Μαγν. IV).
Ο άγιος Ιγνάτιος προσδιορίζει τον Χριστιανισμό με τον εορτασμό της Κυριακής. Η Κυριακή παρατηρεί ο άγιος Πατήρ, είναι μέρα που η ζωή μας ανυψώθηκε από το Χριστό και από το θάνατο. (Μαγν. VI 1). Εξάλλου ο Πλίνιος ο Νεώτερος στην επιστολή του προς τον Τραϊανό γράφει, ότι οι Χριστιανοί συγκεντρώνονται μια ορισμένη μέρα (stauto die), πριν από την αυγή και προσεύχονται στο Χριστό ως Θεό (Epist. Χ. 96). Πρόκειται σαφώς για την Κυριακή. Η συγκέντρωση αφορά στην Ευχαριστιακή Σύναξη.
Ο Ιουστίνος στο Διάλογό του προς Τρύφωνα έδειξε πως δεν είναι αναγκαία η περιτομή, τα σάββατα και ο νόμος. Ο Νόμος του Μωϋσέως αντικαταστάθηκε από άλλο νόμο, το Χριστό. «Αιώνιος τε ημίν νόμος και τελευταίος ο Χριστός εδόθη, και η διαθήκη πιστή, μεθ' ην ου νόμος, ου πρόσταγμα, ουκ εντολή» (Διάλογος, Migne PG 6, 497Β). Ο Ιουστίνος τονίζει στο Διάλογο του προς Τρύφωνα ότι ούτε η περιτομή είναι αναγκαία. Αν ήταν αναγκαία δε θα δημιουργούσε ο Θεός τον Αδάμ ακρόβυστο και δε θα ευαρεστούσαν το Θεό πρόσωπα «εν ακροβυστία σαρκός». Επίσης πριν από τον Αβραάμ δεν ήταν απαραίτητη η περιτομή, ούτε τα σάββατα και οι γιορτές πριν από τον Μωϋσή. Έτσι και τώρα «μετά τον κατά την βουλήν του Θεού δίχα αμαρτίας της από γένους του Αβραάμ παρθένου γεννηθέντα Υιόν Θεού Ιησούν Χριστόν» (ο.π., 497Β), δε χρειάζεται η περιτομή και το Σάββατο.
Η Κυριακή είναι θεσμός χριστιανικός. Η απαρχή της πρέπει να αναζητηθεί στο γεγονός της Αναστάσεως του Χριστού την επομένη του Σαββάτου.
Η ημέρα της χριστιανικής αναπαύσεως θα μπορούσε να εισαχθεί προκειμένου να μεταμορφώσει την ημέρα της κοσμικής αναπαύσεως, όπως είχε επιχειρηθεί με το Ιουδαϊκό Σάββατο. Η μέρα της αναπαύσεως παρουσιάζεται την περίοδο αυτή, ως ξέχωρη μέρα από τη λατρεία. Άλλη ήταν η μέρα της αναπαύσεως και άλλη η μέρα της λατρείας. Οι Χριστιανοί δεν μπόρεσαν να συντελέσουν ώστε να συμπίπτει η Κυριακή με την εβδομαδιαία ανάπαυση. Οι Χριστιανοί παρέμειναν πιστοί στην Κυριακή, παρόλο που ζούσαν σ' ένα περιβάλλον εχθρικό. Η καθιέρωση αργότερα της Κυριακής ως ημέρας αργίας από τον Μ. Κωνσταντίνο, έγινε το ορόσημο σημείο του θριάμβου του Χριστιανισμού.
Η θεολογία εξάλλου της αναπαύσεως του Σαββάτου συνίσταται στη μετά θάνατο ζωή, όταν η ψυχή ελευθερωμένη από τα έργα του σώματος, που εικονίζουν οι έξι ημέρες, θα εισέλθει στα νοητά και τα θεία. Το Ιουδαϊκό Σάββατο είναι η εικόνα του ουράνιου Σαββάτου και αυτής της τέλειας και μακάριας αναπαύσεως.
Η Κυριακή είναι το αντίστοιχο του Ιουδαϊκού Σαββάτου στην Κ. Διαθήκη. Το ιδεώδες είναι η διαρκής εορτή, που «άγουν οι ασπασθέντες τον θρησκευτικόν βίον». Ο Ωριγένης λέγει· «Ο μεν τέλειος, αεί εν τοις λόγοις ων και τοις έργοις και τοις διανοήμασι και τη φύσει Κυρίου Λόγου Θεού, αεί εστίν αυτού εν ταις ημέραις και αεί άγει Κυριακάς ημέρας» (Κατά Κέλσου VII, 22).
Λόγω όμως του πλήθους χρειάζεται μία ειδική μέρα για να εξαρθεί από το καθήκον της θείας λατρείας. Επειδή οι Ιουδαίοι ήσαν άπιστοι, ο Λόγος, στην Κ. Διαθήκη, μετέφερε την εορτή του Σαββάτου την ημέρα της ανατολής του ηλίου και μας έδωσε ως εικόνα της αληθινής αναπαύσεως τη σωτήρια ημέρα της Κυριακής. Κατά την πρώτη του φωτός (Κυριακή), κατά την οποία ο Σωτήρ του κόσμου, μετά απ' όλα τα έργα που πρόσφερε στους ανθρώπους και αφού νίκησε το θάνατο, διέσχισε τις πύλες του ουρανού, ξεπερνώντας έτσι το εξαήμερο της δημιουργίας και εισχωρώντας στο μακάριο Σάββατο, ο Πατήρ είπε· «Κάθου εκ δεξιών μου». 
Η Κυριακή είναι η μέρα της δευτέρας δημιουργίας. Η πρώτη μέρα είναι η γενέθλια ημέρα του κόσμου και η Κυριακή ημέρα της δημιουργίας. Η Κυριακή παρουσιάζεται ως επανάληψη της πρώτης ημέρας της δημιουργίας. Η Κυριακή θεωρείται ως «ογδόη ημέρα». Η διδασκαλία της ογδόης ημέρας προσέλαβε χαρακτήρα Χριστιανικό. Σημείο εκκινήσεως του γεγονότος της Αναστάσεως την επαύριο του Σαββάτου. Έτσι στο Χριστιανικό Εορτολόγιο πήρε ξεχωριστή θέση και αντικατέστησε το Σάββατο. Όσοι ζούσαν στην παλιά τάξη των πραγμάτων έφταναν στη νέα ελπίδα, μη τηρώντας το Σάββατο, αλλά την Κυριακή. Κυριακή είναι η πρώτη ημέρα ή η ογδόη. Ολόκληρη η θεολογία της Κυριακής οργανώνεται εδώ. Είναι η κοσμική ημέρα της δημιουργίας, η Βιβλική ημέρα της περιτομής, η Ευαγγελική ημέρα της αναστάσεως, η εκκλησιαστική ημέρα της Ευχαριστίας, η εσχατολογική ημέρα του μέλλοντος αιώνος [2].
Κατά το Μ. Βασίλειο, όπως αναλυτικά έδειξε ο καθηγητής Δ. Τσάμης [3], ο πεπερασμένος φυσικός χρόνος με την ανακύκλησή του καθώς επεκτείνεται και παρατείνεται με τις εβδομάδες, κατανοείται σαν αναβολή του ερχομού της όγδοης ημέρας, όπως την οραματίστηκαν οι Προφήτες της Π. Διαθήκης και την ονόμασαν «ημέραν του Κυρίου». Η ογδόη ημέρα είναι η ανέσπερη, αδιάδοχη, ατελεύτητη κατάσταση, μέσα στην οποία θα ζουν την αληθινή ζωή οι θεούμενοι. Ο εβδοματικός χρόνος με την ανακύκληση όχι μόνο μιμείται την τελειότητα του αιώνα, αλλά εκφράζει και την προσμονή να βρει την πλήρωσή της στην όγδοη ημέρα, που είναι η Βασιλεία του Θεού.
Ανάλογη διδασκαλία αναπτύσσει και ο Γρηγόριος ο Θεολόγος. Κατά τον Καππαδόκη Πατέρα μικρογραφία της δημιουργικής εβδομάδας είναι η σειρά των επτά ήμερων που επαναλαμβάνονται. Η επανάληψη και η συνεχής ανακύκληση μεταθέτει τον ερχομό της όγδοης ημέρας, δηλ. της αιωνιότητας. Η όγδοη ημέρα συνδέθηκε με τη Βασιλεία του Θεού. Επίσης η όγδοη ημέρα ταυτίστηκε με την Κυριακή δηλ. το Πάσχα, που ονομάστηκε «εορτή διαβατήριος». Με αυτήν οι πιστοί ελευθερώνονται από τις συνέπειες της πτώσεως και προχωρούν «προς την γην της επαγγελίας».
Τέλος πρέπει να παρατηρήσουμε ότι ο χρόνος συνδέθηκε με τη δημιουργική εβδομάδα, όπως εκφράζεται με τη διαρκή ανακύκληση των εβδομάδων. Αντίθετα ο αιώνας συνδέθηκε με την όγδοη ημέρα, η οποία δεν επαναλαμβάνεται κυκλικά, αλλά είναι «κατάστασις, διά το έξω κείσθαι του εβδοματικού τούτου χρόνου· ώστε καν ημέραν είπης, καν αιώνα, την αυτήν ερείς έννοιαν... ίνα ουν προς την μέλλουσαν ζωήν την έννοιαν απαγάγη, μίαν ωνόμασε του αιώνος την εικόνα, την απαρχήν των ημερών, την ομίλικα του φωτός, την αγίαν Κυριακήν, την τη αναστάσει του Κυρίου τετμημένην» (Μ. Βασιλείου Εξαήμ. 2,8. Migne PG 29, 52ΑΒ και περί Αγίου Πνεύματος 27,66, Migne PG 32, 192Β).
Οι Αντβεντιστές που προέρχονται από τον Προτεσταντικό κόσμο και έχουν αποσυνδεθεί από τους Πατέρες της Εκκλησίας, όχι μόνο αγνοούν τη θεολογία της ημέρας της Κυριακής, αλλά επινοούν και διδασκαλίες που μας μεταφέρουν πίσω στο Νόμο. Αλλά ο Νόμος δε σώζει τον άνθρωπο. Στον Αβραάμ δόθηκε η επαγγελία για τη σωτηρία, όχι όμως η σωτηρία. Στο Μωϋσή δόθηκε ο νόμος όχι όμως η σωτηρία. Μόνο ο Χριστός σώζει και ζωοποιεί. Αφού τέλος νόμου ο Χριστός.

[1] Έχουμε υπόψη μας έργα των Αντβεντιστών, όπως λ.χ. του Χ. Α. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΙΔΟΥ, "Τι πρεσβεύουν οι Αντβεντισταί της έβδομης ημέρας", Αθήναι 1969, του ιδίου, "Γιατί πρέπει να φυλάττω τας εντολάς του Θεού και το Σάββατόν του", Αθήναι, και άλλα.
[2] Βλ. JEAN DANIELOY, Αγία Γραφή και Λειτουργία, Αθήναι 1981, σελ. 257-281.
[3] "Εισαγωγή στην Πατερική σκέψη", Θεσσαλονίκη 1983, σελ. 66-80.





α) Εμφάνιση - διδασκαλία

Τρίτη 28 Ιουνίου 2011

 ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΡΑΣ ΕΡΜΟΓΕΝΗΣ 
ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΤΟΥ  ΤΟΜΠΟΛΣΚ (+ 1918)


Ὁ κατά κόσμον Γεώργιος Ἐφραίμοβιτς Dolganov γεννήθηκε τό 1856, σέ οἰκογένεια Ἱερέως. Σπούδασε Δίκαιο, Μαθηματικά, Ἱστορία καί Φιλολογία στό Πανεπιστήμιο τοῦ Νοβοροσίσκ καί Θεολογία στήν Ἀκαδημία τῆς Πετρουπόλεως. Τό 1890 δέχθηκε τήν Ἱερωσύνη καί τό 1898 χειροθετήθηκε Ἀρχιμανδρίτης καί διορίστηκε Διευθυντής τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τῆς Τιφλίδος. Τό 1901 χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος Βόλσκ, βοηθός τῆς Ἐπισκοπῆς Σαράτωφ. Τό 1903 μετατέθηκε στήν Ἐπισκοπή Σαράτωφ καί ἔγινε Συνοδικός.
Ἦταν ἕνας ἐξαιρετικά καλλιεργημένος καί δραστήριος Ἱεράρχης. Στήν Ἐπισκοπή του διακρίθηκε στήν ἀνέγερση καί ἀνακαίνιση ναῶν καί στή λειτουργία νέων σχολείων. Τόν ἐκτιμοῦσε ἰδιαίτερα ὁ ἅγ. Ἰωάννης τῆς Κροστάνδης, ὁ ὁποῖος τοῦ προεῖπε τόν μαρτυρικό του θάνατο! Ἦρθε σέ σύγκρουση μέ τά Ἀνάκτορα γιά τό θέμα τοῦ Ρασπουτίν καί ὁ Τσάρος Νικόλαος Β' τοῦ ἀφαίρεσε τήν ἐπισκοπική ἕδρα (ἀργότερα, τό 1918, ὅταν ὁ Τσάρος καί ἡ οἰκογένειά του κρατοῦνταν στό Τομπόλσκ, ὁ Νικόλαος κατάλαβε τό λάθος του καί ζήτησε μέ ἐδαφιαῖα μετάνοια συγγνώμη ἀπό τόν ἀδικηθέντα Ἐπίσκοπο).
Τήν 8. 3. 1917 ὀνομάσθηκε Ἀρχιεπίσκοπος Τομπόλσκ καί μ' αὐτή τήν ἰδιότητα πήρε μέρος στήν Πανρωσική Σύνοδο τοῦ 1917 - 18.
Μετά τήν Ὀκτωβριανή Ἐπανάσταση τάχθηκε ἀνοικτά κατά τοῦ διατάγματος χωρισμοῦ Ἐκκλησίας - Πολιτείας καί ἐπίσης ἐναντίον ἑνός τῶν πρώτων κατά τῆς Ἐκκλησίας μέτρων πού πῆραν οἱ Μπολσεβίκοι, τῆς ἀπαγορεύσεως τῶν δημόσιων θρησκευτικῶν ἐκδηλώσεων (ὅπως λιτανειῶν, κωδωνοκρουσιῶν, κ.λ.π.). Ἔτσι ὠργάνωσε μία λαμπρή λιτανεία τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, τήν Κυριακή τῶν Βαϊων τοῦ 1918, μέ λάβαρα, ἱερές εἰκόνες καί χιλιάδες πιστῶν, πού ἄρχιζε ἀπό τόν Μητροπολιτικό Ναό καί κατέληγε στό ἱστορικό φρούριο τῆς πόλεως τοῦ Τομπόλσκ, ἀπ' ὅπου ὁ Ἐπίσκοπος εὐλόγησε τήν πόλη καί τόν λαό.
Τό γεγονός αὐτό, ὅπως ἦταν ἀναμενόμενο, προκάλεσε τήν ὀργή τῶν Μπολσεβίκων. Ὁ ἐπ. Ἑρμογένης μίλησε γιά τελευταῖα φορά στούς πιστούς τήν Κυριακή τῶν Βαϊων. Συνελήφθη τήν Μεγ. Παρασκευή, μεταφέρθηκε ἀμέσως στό Τιούμεν καί τελικά φυλακίσθηκε στό Αἰκατερίενμπουργκ. Ὅταν ὁ λαός ἔμαθε τήν σύλληψη τοῦ Ποιμενάρχη του κινητοποιήθηκε καί ἀμέσως ἐκλέχθηκε τριμελής ἐπιτροπή (ἀπό τούς Κληρικούς Ἐφραίμωφ καί Μακάρωφ καί τόν λαϊκό Μινιάτωφ), ἡ ὁποία πῆγε στό Αἰκατερίενμπουργκ καί ζήτησε τήν ἀπελευθέρωση τοῦ Ἐπισκόπου. Ἀντί ἄλλης ἀπαντήσεως οἱ ἀθεϊστές συνέλλαβαν καί ἐκτέλεσαν τούς ἐκπροσώπους τοῦ πιστοῦ λαοῦ τοῦ Τομπόλσκ!
Τήν Τρίτη μετά τήν ἑορτή τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὁ ἐπ. Ἑρμογένης, ὁ Ἱερεύς Πέτρος Karelin, οἱ λαϊκοί Νικόλαος Knyazev, Μστισλάβ Golubin καί Ἐρρῖκος Rushinsky καί ὁ ἀξιωματικός Ershov μεταφέρθηκαν μέ τραῖνο στό Τιούμεν. Ἡ παρουσία στήν περιοχή Λευκῶν Στρατευμάτων, ἀνάγκασε τούς Μπολσεβίκους νά ἀπομακρυνθοῦν μέσῳ τοῦ ποταμοῦ Τούρα. Τήν 13. 6. 1918 οἱ κρατούμενοι ἐπιβιβάστηκαν στό ποταμόπλοιο "Yermak". Τήν ἑπομένη 14. 6. 1918 στό χωριό Ποκρόβσκογιε (ἰδιαίτερη πατρίδα τοῦ Ρασπούτιν), οἱ λαϊκοί μεταφέρθηκαν στό ποταμόπλοιο "Oka" καί ἐκτελέστηκαν. Τήν 15. 6. 1918 μεταφέρθηκαν στό "Oka" ὁ ἐπ. Ἑρμογένης καί ὁ Ἱερεύς Πέτρος. Μετά ἀπό ἕνα βασανιστικό βράδυ, ρίχτηκαν τήν ἐπομένη 16. 6. 1918 στόν ποταμό, μέ μία πέτρα στό λαιμό ὁ καθένας!
Τήν 3. 7. 1918 τά λείψανα τῶν Μαρτύρων βρέθηκαν στήν ὄχθη τοῦ ποταμοῦ, ἀπό χωρικούς τοῦ χωριοῦ Usolsk καί ἐνταφιάσθηκαν στό μέρος πού βρέθηκαν ἀπό τόν Ἀλέξιο Γεώργιεβιτς Maryanov. Τήν 21. 7. 1918 τά λείψανα μεταφέρθηκαν στό χωριό Ποκρόβσκογιε καί τήν 2. 8. 1918 κατατέθηκαν στήν κρύπτη τοῦ Ἱεροῦ Χρυσοστόμου, στόν Καθεδρικό Ναό Ἁγίας Σοφίας Τομπόλσκ. Γιά ὅλο τό διάστημα ἀπό τοῦ μαρτυρικοῦ του θανάτου (16. 6. 1918), μέχρι τήν κατάθεσή του στήν κρύπτη (2. 8. 1918), τό Λείψανο τοῦ Ἱερομάρτυρος Ἑρμογένους δέν παρουσίασε σημεῖα φθορᾶς!
Μετά τόν θάνατο τοῦ Ἐπισκόπου οἱ Μπολσεβίκοι κρεούργησαν τόν νεαρό Σέργιο Konev, ὁ ὁποῖος εἶχε παράσχει καταφύγιο καί φιλοξενία στό διωκόμενο Ἀρχιερέα. Ὁ Μάρτυς τῆς Χριστιανικῆς Ἀγάπης Σέργιος ἐνταφιάσθηκε δίπλα στόν Ἱερομάρτυρα τῆς Χριστιανικῆς Πίστεως Ἑρμογένη.




Δευτέρα 27 Ιουνίου 2011

Η ΜΝΗΜΕΙΑΚΗ  ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ 

Καθηγητού Ευθυμίου Τσιγαρίδα

Πηγή: Περιοδικό "Ιστορικά'', τεύχος 22, Απριλίου 2003.
Μεταφορά στο Διαδίκτυο: www.proskynitis.blogspot


Το Άγιο Ορος, το σημαντικότερο κέντρο μοναστικής αθλήσεως της Ανατολικής Εκκλησίας, είναι παράλληλα κιβωτός πολιτιστικών θησαυρών του Βυζαντινού και του Μεταβυζαντινού πολιτισμού. Στις μονές, τις σκήτες και τα κελιά του Αγίου Ορους διαφυλάσσεται επί αιώνες ένα πλούσιο και ποικίλο κειμηλιακό και πολιτιστικό απόθεμα, δημιούργημα της λειτουργικής ζωής και της φιλοκαλίας του Αγιορείτικου Μοναχισμού, δωρεά ευλάβειας Αυτοκρατόρων, Βασιλέων, Ηγεμόνων και φιλομονάχων προσκυνητών ή αφιέρωμα Πατριαρχών, Επισκόπων, Ηγουμένων και ταπεινών μοναχών.
Από την πνευματική και καλλιτεχνική αυτή παρακαταθήκη, που δημιουργήθηκε ή συγκεντρώθηκε στο Αγιον Ορος στο πέρασμα χιλίων χρόνων, θα παραθέσουμε σύντομο διάγραμμα της μνημειακής ζωγραφικής (ψηφιδωτά, τοιχογραφίες). Δεν θα αναφερθούμε στις φορητές εικόνες, στα εικονογραφημένα χειρόγραφα, στη μικροτεχνία, στην κεντητική, στη γλυπτική και στην ξυλογλυπτική. Τα σωζόμενα έργα μνημειακής ζωγραφικής στο Αγιον Ορος καλύπτουν την περίοδο από το 10ο έως το 19ο αιώνα. Μάλιστα, από τους 14ο, 16ο και 18ο αιώνες οι τοιχογραφίες που διακοσμούν τα καθολικά, τις τράπεζες και τα παρεκκλήσια των μονών, συνιστούν ένα ιδιαίτερα εντυπωσιακό σύνολο σε καλλιτεχνική ποιότητα και έκταση, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται και μερικά αριστουργήματα της Βυζαντινής ζωγραφικής, όπως είναι οι τοιχογραφίες του ναού του Πρωτάτου (γύρω στα 1290).
Από την περίοδο της Δυναστείας των Μακεδόνων και των Κομνηνών (867-τέλος 12ου αι.), ως το χρόνο της καταλήψεως της Κωνσταντινουπόλεως από τους Σταυροφόρους (1204), τα σωζόμενα έργα μνημειακής ζωγραφικής στο Αγιο Ορος είναι ελάχιστα και περιορίζονται στη Μονή Ιβήρων, στη Μονή Βατοπεδίου και στο κελί του Ραβδούχου στις Καρυές. Από την περίοδο του μοναχικού βίου κατά τούς 9ο και 10ο αιώνες δεν ήταν γνωστά στο Αγιον Ορος έργα μνημειακής ζωγραφικής. Πρόσφατα, στη Μονή Ιβήρων εντοπίστηκαν τοιχογραφίες πιθανότατα του 10ου αιώνα, σωζόμενες αποσπασματικά σε ναΐσκο που αποκαλύφθηκε κάτω από το ναό του Αγίου Ιωάννου Προδρόμου. Οι τοιχογραφίες αυτές εντάσσονται σε επαρχιακό καλλιτεχνικό ρεύμα, στο οποίο διακρίνονται απηχήσεις της τέχνης της Καππαδοκίας. Επίσης, στη Μονή Βατοπεδίου σώζονται δύο ψηφιδωτές παραστάσεις στο καθολικό, που χρονολογούνται στον 11ο αι., καθώς και δύο σπαράγματα τοιχογραφιών του τέλους του 12ου αι. Τα ψηφιδωτά στη Μονή Βατοπεδίου συνθέτουν την σκηνή του Ευαγγελισμού στον κυρίως ναό, το θέμα της Δεήσεως στο νάρθηκα και την παράσταση του Αγίου Νικολάου στον εξωνάρθηκα.
Η ψηφιδωτή παράσταοη του Ευαγγελισμού χρονολογείται στα μέσα του 11ου αι. και αποδίδεται σε Κωνσταντινουπολίτικο εργαστήριο, που έχει αφομοιώσει τις κατακτήσεις του εργαστηρίου των ψηφιδωτών της Νέας Μονής Χίου. Από την άλλη, η Δέηση συνεχίζει οτο δεύτερο μισό του 11ου αι. την αντικλασική τάση της μνημειακής ζωγραφικής του πρώτου μισού του 11ου αι., έτσι όπως τη γνωρίζουμε από τα ψηφιδωτά του Οσίου Λουκά Φωκίδας και τα ψηφιδωτά της Αγίας Σοφίας Κιέβου. Από την υστεροκομνήνεια περίοδο τα δείγματα της μνημειακής ζωγραφικής είναι επίσης ελάχιστα. Στη Μονή Βατοπεδίου σώζονται δύο σπαράγματα τοιχογραφιών, εξαιρετικής τέχνης, που αποδίδονται στο διάκοσμο του καθολικού, καθώς και ορισμένες μορφές Προφητών και Αγίων που εντοπίστηκαν πρόσφατα στο καθολικό. Στην ίδια περίοδο ανήκουν και οι σωζόμενες τοιχογραφίες των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου στο κελί του Ραβδούχου. Οι τοιχογραφίες αυτές αποτελούν διαφορετικές εκφράσεις της υστεροκομνήνειας ζωγραφικής στο τέλος του 12ου αιώνα.
Τελείως διαφορετική είναι η εικόνα της μνημειακής ζωγραφικής στο Αγιο Ορος κατά την περίοδο των Παλαιολόγων (1261-1453). Ειδικότερα, η περίοδος της αναγέννησης των Παλαιολόγων, που χρονικά συμπίπτει με την περίοδο της βασιλείας του Ανδρονίκου Β' Παλαιολόγου (1282-1328), αντιπροσωπεύεται στο Αγιον Ορος από τα εντυπωσιακά σε έκταση και ποιότητα σύνολα που σώθηκαν στο ναό του Πρωτάτου στις Καρυές, στο καθολικό της Μονής Βατοπεδίου, στο καθολικό, την τράπεζα και τον κοιμητηριακό ναό της Μονής Χιλανδαρίου.
Κορυφαίο έργο της περιόδου αυτής στο Αγιον Ορος είναι αναμφισβήτητα οι τοιχογραφίες του ναού του Πρωτάτου στις Καρυές, που αποδίδονται στο ζωγράφο από τη Θεσσαλονίκη Μανουήλ Πανσέληνο. Από απόψεως τέχνης, τα κύρια χαρακτηριστικά της ζωγραφικής του Πανσέληνου είναι ο αφηγηματικός χαρακτήρας του εικονογραφικού προγράμματος, η μνημειακότητα των συνθέσεων, η έμφαση στην απόδοση του αρχιτεκτονικού βάθους, η χάρη και ο λυρισμός των στάσεων και των κινήσεων, η έμφαση στην απόδοση του σωματικού όγκου, γλυπτικού χαρακτήρα, που παρατηρείται ακόμη και σε γυναικείες μορφές, η υιοθέτηση προτύπων από την αρχαία ελληνική τέχνη, καθώς και το δραματικό στοιχείο και ο εξιδανικευμένος ρεαλισμός, ταιριασμένα με την έκφραση βαθιάς πνευματικότητας, στοιχεία που καθιστούν τις τοιχογραφίες του Πρωτάτου κορυφαίο έργο της αναγεννήσεως των Παλαιολόγων.Ο Πανσεληνος με τις τοιχογραφίες του ναού του Πρωτάτου, αναδεικνύεται ως ο σπουδαιότερος εκπρόσωπος της λεγόμενης «Μακεδόνικης Σχολής» στην περίοδο της ακμής, στο τέλος δηλαδή του 13ου και στις αρχές του 14ου αιώνα και ως ένας από τούς μεγαλύτερους ζωγράφους όλων των εποχών.
Από τις τοιχογραφίες στο Αγιον Ορος, που αποδίδονται στο εργαστήριο του Πανσέληνου, θα αναφέρουμε ένα σπάραγμα τοιχο¬γραφίας μικρών διαστάσεων που σώζειαι στη Μονή Μεγίστης Λαύρας, και στο οποίο απεικονίζεται, ούμφωνα με τον Α. Ξυγγόπουλο, το κεφάλι του Αγίου Νικολάου. Από τις τοιχογραφίες του καθολικού της Μονής Βατοπεδίου, που χρονολογούνται στα 1312, ιδιαίτερο εικονογραφικό και καλλιτεχνικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι τοιχογραφίες του εξωνάρθηκα. Οι τοιχογραφίες αυτές αναφέρονται στα Πάθη και στην Ανάσταση του Χριστού και διατάσσονται στην ανωτάτη ζώνη διακοσμήσεως του εξωνάρθηκα. Ο κύκλος αυτός από τη ζωή του Χριστού αποτελείται από δεκατέσσερεις σκηνές, που ξεδιπλώνονται στους τοίχους του εξωνάρθηκα με συνεχή αφήγηση και συμπληρώνεται με μορφές ολόσωμων ή σε προτομή Προφητών και Αγίων, που εικονίζονται στο δυτικό τοίχο.
Από τεχνοτροπτκή άποψη οι τοιχογραφίες του εξωνάρθηκα είναι έργο δύο καλλιτεχνών με τελείως διαφορετική καλλιτεχνική προσωπικότητα, που συνεργάστηκαν ωστόσο στην εκτέλεση ενός ενιαίου στη σύλληψη εικονογραφικού προγράμματος μοναδικού γιά τον αφηγηματικό χαρακτήρα και την καλλιτεχνική ποιότητα συνόλου της εποχής των Παλατολόγων. Ο πρώτος καλλιτέχνης, που θα τον αποκαλούμε συμβατικά ζωγράφο της Αποκαθηλώσεως, εκφράζει οε έντονο βαθμό, μοναδικό στη Βυζαντινή τέχνη, την αίσθηση του ρεαλισμού και του δόγματος. Ο δεύτερος καλλιτέχνης, που συμβατικά τον αποκαλούμε ζωγράφο της Προσευχής στο Ορος των Ελαίων, παρουσιάζει στενή εικονογραφική και υφολογική συγγένεια με τη ζωγραφική του ναού του Πρωτάτου στο Αγιον Ορος. Την πνευματική και καλλιτεχνική αναγέννηση των Παλαιλόγων εκφράζει και η ψηφιδωτή παράσταση του Ευαγγελισμού, που σώζεται στον εξωνάρθηκα του καθολικού της Μονής Βατοπεδίου, και η οποία συνδέεται με ακαδημαϊκές καλλιτεχνικές τάσεις της πρωτεύουσας κατά την πρώτη εικοσαετία του 14ου αι.
Εκτός από τις τοιχογραφίες του ναού του Πρωτατου και του καθολικού της Μονής Βατοπεδίου, την αναγέννηση της ζωγραφικής στα χρόνια των Παλαιολόγων αντιπροσωπεύουν στο Αγιο Ορος και οι τοιχογραφίες που σώζονται στη Μονή Χιλανδαρίου και ειδικότερα στο καθολικό, την τράπεζα και τον κοιμητηριακό ναό της μονής. Ιδιαίτερα οι τοιχογραφίες του καθολικού, που χρονολογούνται στα 1318-1320, συνθέτουν ένα από τα πιο σημαντικά ούνολα της εποχής της αναγεννήσεως των Παλαιολόγων και εκφράζουν μια άλλη τάση της τέχνης των Παλαιολόγων, που αναπτύσσεται στη δεύτερη δεκαετία του 14ου αι. και αναγνωρίζεται στη ζωγραφική μνημείων της Θεσσαλονίκης και της Βέροιας, όπως είναι οι τοιχογραφίες του Αγίου Νικολάου Ορφανού, της Αγίας Αικατερίνης οτη Θεσσαλονίκη και του ναού του Χριστού Σωτήρος στη Βέροια (1315).
Από το δεύτερο μισό του 14ου αι. σώζονται τοιχογραφίες στο καθολικό της Μονής Παντοκράτορας, στο παρεκκλήσιο των Αγίων Αναργύρων, της Μονής Βατοπεδίου, στο παρεκκλήσιο των Αρχαγγέλων της Μονής Χιλανδαρίου και στο παρεκκλήσιο του Αγίου Δημητρίου της Μονής Ξενοφώντος. Από τις τοιχογραφίες της περιόδου αυτής ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την υψηλή καλλιτεχνική τους ποιότητα παρουσιάζουν οι τοιχογραφίες του καθολικού της Μονής Παντοκράτορας (1360-1370), οι οποίες χαρακτηρίζονται από επιστροφή σε εικονιστικούς τύπους και καλλιτεχνικούς τρόπους της μνημειακής ζωγραφικής της πρώτης περιόδου της τέχνης των Παλαιολόγων.
Στον Αγιον Ορος, αμέσως μετά την πτώση της Θεσσαλονίκης στους Τούρκους (1430), μαρτυρείται η διακόσμηση των καθολικών της Μονής Κωνσταμονίτου (1433), του Αγίου Παύλου (1447) και της Παλαιάς Μονής Παντελεήμονος (1451). Από τις διακοσμήσεις αυτές, που δεν σώζονται σήμερα, διατηρείται μόνο ένα απόσπασμα τοιχογραφίας στη Μονή Αγίου Παύλου με το κεφάλι του αγίου Αθανασίου του Αθωνίτη.
Ενα πολύ σημαντικό σύνολο για τη ζωγραφική του πρώτου μισού του 15ου αι. διατηρείται στο Κελί του Αγίου Προκοπίου, που βρίσκεται στην περιοχή της Μονής Βατοπεδίου. Η υψηλή ποιότητα της ζωγραφικής των τοιχογραφιών αυτών, που συνιστούν προδρομική έκφραση της Κρητικής Σχολής κατά το πρώτο μισό του 15ου αι., βεβαιώνει την Κωνσταντινουπολίτικη καταγωγή ή μαθητεία του ζωγράφου.Από το 15ο αιώνα σώζονται επίσης τοιχογραφίες σιο Αγιον Ορος στο παρεκκλήσιο της Κοιμήσεως της Θεοτόκου της Μονής Παντοκράτορας, στον Αγιο Βλάσιο της Μονής της Μεγίστης Λαύρας και στην τράπεζα της Μονής Ξενοφώντος. Ειδικότερα οι τοιχογραφίες της τράπεζας της Μονής Ξενοφώντος συνθέτουν ένα ενδιαφέρον από εικονογραφικής και καλλιτεχνικής απόψεως σύνολο, ακριβώς χρονολογημένο στα 1496/7, οι οποίες κατατάσσονται οε ένα αντικλασικό ρεύμα ζωγραφικής.
Στο δεύτερο και τρίτο τέταρτο του 16ου αιώνα σημειώνεται έκρηξη καλλιτεχνικής παραγωγής στον Αγιον Ορος. Την περίοδο αυτή διακοσμούνται το καθολικό της Μεγίστης Λαύρας (1535), η τράπεζα της Μεγίστης Λαύρας (γύρω στα 1535), το κελί της Μολυβοκλησιάς (1536), το κελί του Προκοπίου της Μονής Βατοπεδίου (1537), το καθολικό της Μονής Κουτλουμουσίου (1540), η τράπεζα της Μονής Φιλόθεου (1540), το παλαιό καθολικό της Μονής Ξενοφώντος (1544), το καθολικό και η τράπεζα της Μονής Σταυρονικήτα (1545/1546), το καθολικό της Μονής Διονυσίου (1547), το παρεκκλήσιο του Αγίου Γεωργίου της Μονής Αγίου Παύλου (1552), το παρεκκλήσιο του Αγίου Νικολάου της Μονής Μεγίστης Λαύρας (1560), το καθολικό της Μονής Δοχειαρίου(1568) και το καθολικό της Μονής Ιβήρων κ.ά.
Το μεγαλύτερο μέρος της ζωγραφικής της περιόδου αυτής είναι έργο καλλιτεχνών της Κρητικής σχολής (Θεοφάνης, Ζώρζης κ.ά.) και λιγότερο καλλιτεχνών της σχολής της Βορειοδυτικής Ελλάδος (Φράγκος Κατελάνος, Αντώνιος). Ξεχωρίζει για το έργο του στο Αγιον Ορος ο Κρητικός ζωγράφος Θεοφάνης με τα δυο του παιδιά, Συμεών και Νεόφυτο, που είναι επίσης ζωγράφοι. Η ποιότητα της ζωγραφικής του Θεοφάνη και η έκταση του έργου που άφησε στο Αγιο Ορος (τοιχογραφίες και εικόνες) σφράγισαν καθοριστικά την καλλιτεχνική παραγωγή στο Αγιο Ορος κατά το 16ο αιώνα και καθόρισαν την πορεία της μεταβυζαντινής ζωγραφικής ως το 18ο αιώνα. Ο θεματικός πλούτος του εικονογραφικού προγράμματος των διακοσμήσεων του, η καθαρότητα της δογματικής έκφρασης, το πνευματικό κάλλος και η καλλιτεχνική ποιότητα της ζωγραφικής του στάθηκαν το πρότυπο και η επίσημη έκφραση της τέχνης της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Αποτέλεσμα ήταν η φήμη του Θεοφάνη να διατηρηθεί ως το 18ο αιώνα, περίοδο κατά την οποία καταγράφεται από την παράδοση ως μαθητής του Πανσέληνου.
Η καλλιτεχνική παραγωγή του 17ου αιώνα παρουσιάζει ύφεση στο Αγιον Ορος την περίοδο αυτή. Οικονομικοί λόγοι, όπως η δήμευση της εκκλησιαστικής και μοναστηριακής περιουσίας το 1568 και η οικονομική κρίση που ακολούθησε οτην Οθωμανική Αυτοκρατορία με την υποτίμηση του Τουρκικού νομίσματος το 1586, συνέβαλαν ασφαλώς στην οικονομική εξαθλίωση των μονών και στον περιορισμό της καλλιτεχνικής δραστηριότητας, που παρουσιάστηκε στο Αγιον Ορος το 16ο αιώνα.
Αντίθετα, κατά τους 18ο-19ο αιώνες εμφανίζεται έντονα το φαινόμενο της «ανανέωσης» της ζωγραφικής των παλαιών καθολικών (Βατοπεδίου, Χιλανδαρίου κ.ά.), αλλά και η διακόσμηση νέων καθολικών και παρεκκλησίων που οικοδομούνται την περίοδο αυτή. Ειδικότερα το πρώτο μισό του 18ου αιώνα εκδηλώνεται στο Αγιο Ορος ένα λόγιο καλλιτεχνικό κίνημα επιστροφής σε εικονογραφικούς τύπους και καλλιτεχνικούς τρόπους της ζωγραφικής του Πανσέληνου οτο ναό του Πρωτάτου. Κύριοι εκφραστές του καλλιτεχνικού αυτού κινήματος στο Αγιον Ορος υπήρξαν ο Ιερομόναχος Διονύσιος από τον Φουρνά των Αγράφων, ο Κοσμάς από την Λήμνο και ο Δαβίδ από την Σελενίτζα της Αλβανίας, οι οποίοι με το έργο τους θα σφραγίσουν το ύφος και την καλλιτεχνική παραγωγή στο Αγιο Ορος τους 18ο και 19ο αιώνες.
Στο δεύτερο μιοό του 18ου και το 19ο αιώνα δραστηριοποιούνται στο Αγιο Ορος επώνυμοι ζωγράφοι, όπως οι αδελφοί Κωνσταντίνος και Αθανάσιος από την Κορυτσά, ο Δαμασκηνός από τα Γιάννενα, ο Γαβριήλ ιερομόναχος και ο Γρηγόριος από την Καστοριά κ.ά., αλλά και ανώνυμοι που κατάγονται από την Ηπειρο, τη Μακεδονία, τη Θράκη κ.ά. (καθολικό Μονής Καρακάλλου 1716, καθολικό Μονής Φιλόθεου 1752 και 1765, καθολικό ΜονήςΓρηγορίυ 1779, καθολικό Ξηροποτάμου 1783 κ.ά.), ενώ στο τέλος του 18ου αιώνα και στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα ξεχωρίζει στο Αγιο Ορος η παραγωγή, βιοτεχνικού χαρακτήρα, ενός αθωνικού εργαστηρίου του ιερομόναχου Μακαρίου από τη Γαλάτιστα Χαλκιδικής (τράπεζα Μονής Βατοπεδίου 1786 κ.ά.).
Επίσης, στα μέσα του 19ου αιώνα εντυπωσιάζει το λαϊκότροπο ύφος των τοιχογραφιών του εξωνάρθηκα του καθολικού της Μονής Μεγίστης Λαύρας(1852), έργο του ζωγράφου Ζαχαρία Χρήστου, από το Σαμόκοβο της Βουλγαρίας.