Ὑπάρχει συνήθεια καί παράδοσις τά Ἱερά Λείψανα τῶν Ἁγίων νά δίδονται καί σέ τόπους ἄλλους ἀπό αὐτούς πού ἔζησαν καί ἁγίασαν, ὥστε νά διαδίδεται ἡ μνήμη τους μεταξύ τῶν διαφόρων Ὀρθοδόξων λαῶν καί νά εὐλογοῦνται "διά τῆς ἐνηκούσης ἐν αὐτοῖς χάριτος" (Μέγας Βασίλειος) καί ἄλλοι τόποι. Ἡ συνήθεια αὐτή βασίζεται ἐκτός τῶν ἄλλων καί στή σχετική θέση τοῦ Μεγάλου Βασιλείου. Ὁ Ἱερός Πατήρ θεωρεῖ καλό τόν πόθο ἀποκτήσεως ἁγίων Λειψάνων ("καλῶς δέ ποιήσεις - γράφει - ἐάν καί Λείψανα Μαρτυρικά τῇ πατρίδι ἐκπέμψεις"· Ἐπιστολή 155, PG 32, 613 Β). Στόν πόθο αὐτό πρέπει νά προστεθεῖ καί ἡ ἀνάγκη ἐξευρέσεως Ἁγίων Λειψάνων γιά τόν καθαγιασμό τῶν Ναῶν. Αὐτά ὁδήγησαν σταδιακά - κυρίως στήν Ἀνατολή καί ἔπειτα στήν Δύση, ἀπό τόν 8ο αἰ. - στήν ἀνακομιδή, τόν διαμελισμό καί τήν διασπορά τῶν Ἁγίων Λειψάνων. Ὁ Ρωμαϊκός Νόμος θεωροῦσε ἱεροσυλία κάθε παραβίαση τάφου καί ἔτσι οἱ νεκροί - στήν ἐξεταζομένη περίπτωση οἱ Μάρτυρες - ἦσαν ἀφ' ἑνός ἐξασφαλισμένοι ἀπό μετακινήσεις καί ἀφ' ἑτέρου διασφαλιζόταν ἡ βεβαιότητα, ὅτι μέσα στόν τάφο ὑπῆρχε ὁ ἐπιγραφόμενος νεκρός.
Οἱ πρῶτες ἀνακομιδές διενεργήθηκαν ἀπό τούς ἴδιους τούς Χριστιανούς Αὐτοκράτορες, οἱ ὁποῖοι προσπάθησαν καί πέτυχαν τήν συγκέντρωση στήν ΚΠολη πολλῶν Ἀποστολικῶν Λειψάνων. Στίς ἀνακομιδές αὐτές πού διενήργησε ἡ Ἐκκλησία, ἦταν ἐξασφαλισμένη ἡ γνησιότητα καί αὐθεντικότητα τῶν ἁγίων Λειψάνων.
Ἡ ἀνακομιδή, ὁ διαμελισμός καί ἡ διασπορά ἑνός Ἁγίου Λειψάνου, εἶναι ἀσφαλῶς μεγάλης σημασίας. Διότι, κατά τόν Ἀστέριο Ἀμασείας, "πολλαχοῦ μερισθέντα τά Λείψανα, ὁλόκληρον πανταχοῦ τῷ μακαρίῳ σώζουν τήν εὐφημίαν" (PG 40, 309), ἀφοῦ "καί μικρά σύμβολα πάθους, ἵσα δρῶσι τοῖς σώμασι", κατά τόν ἅγ. Γρηγόριο τόν Θεολόγο (Λόγος 4, 69· PG 35, 589).
Ἡ κατοχή Ἁγίων Λειψάνων ἀπό πόλεις ἀποτελεῖ γιά τόν Ἱερό Χρυσόστομο ἰδιαίτερη εὐλογία. "Τῇ τοῦ Θεοῦ χάριτι - γράφει - ἐξ ἑκάστης πλευρᾶς ἡ πόλις ἡμῶν τοῖς λειψάνοις τῶν Ἁγίων τειχίζεται" (PG. 49, 393). Ἀλλά καί ἡ κατοχή Ἁγίων Λειψάνων ἀπό ἰδιώτες, ἀποτελεῖ ἰδιαίτερη τιμή. Ὁ ἅγ. Γρηγόριος ὁ Νύσσης λ.χ. καυχᾶται διότι κατέχει "κόνιν" τῶν Ἁγίων 40 Μαρτύρων, κοντά στά Λείψανα τῶν ὁποίων ἐνταφίασε τούς γονεῖς του (PG 46, 784).
Μία πρώτη ἀνακομιδή Λειψάνων εἶναι ἐκείνη τῶν Ἀποστόλων Πέτρου καί Παύλου (29. 6. 258), ἀπό τούς τάφους τους - "ἐπί τήν ὁδόν τήν Ὠστίαν" - στήν κρύπτη τοῦ ἁγ. Σεβαστιανοῦ. Στόν ἑορτολογικό κύκλο μνημονεύονται ἀνακομιδές τῶν ἁγίων Πρωτομάρτυρος Στεφάνου (2/8), Διονυσίου τῆς Ζακύνθου (24/8), Γερασίμου τῆς Κεφαλληνίας (20/8), Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου (3/11), Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου (27/1), Ἰγνατίου τοῦ Θεοφόρου (29/1), Νικηφόρου Πατρ. ΚΠόλεως (13/3), Νικολάου ἐπ. Μύρων (10/5· στήν πραγματικότητα πρόκειται γιά τήν κλοπή τῶν Λειψάνων τοῦ Ἁγίου ἀπό Βαριανούς καί τήν μεταφορά τους ἀπό τά Μύρα στό Μπάρι, τό 1087· βλ. Ἀντ. Μάρκου, "Τά Λείψανα τοῦ ἁγ. Νικολάου ἐπ. Μύρων καί οἱ ἱστορικές τους περιπέτειες", 1994), Θεοδώρου τοῦ Στρατηλάτου (8/6), κ.ἄ. Ἁγίων.
Ἡ διασπορά Ἁγίων Λειψάνων ὑπῆρξε σέ κάποιες περιπτώσεις ἀποτέλεσμα αὐτοκρατορικῶν δωρεῶν. Λ.χ. κατά τούς γάμους τῆς Πριγκίπισσας Θεοφανώς, κόρης τοῦ Βυζαντινοῦ Αὐτοκράτορα Ρωμανοῦ Β’ καί τῆς Αὐγούστας Θεοφανώς, μέ τόν γιό τοῦ Γερμανοῦ Αὐτοκράτορα Ὄθωνα Α’ τοῦ Μεγάλου, Πρίγκιπα Ὄθωνα Β’, πού ἔγιναν το 972, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Κολωνίας Γέρων ἔλαβε ἀπό τόν Αὐτοκράτορα Ἰωάννη Τσιμισκῆ, μεταξύ ἄλλων πολυτίμων δώρων, τό μεγαλύτερο μέρος τῶν Λειψάνων τοῦ Μεγαλομάρτυρος καί Ἰαματικοῦ Παντελεήμονος. Τά Λείψανα αὐτά ὁ ἀρχιεπ. Γέρων ἀποθησαύρισε στήν Κολωνία, σέ ναό πού ἔκτισε πρός τιμήν τοῦ Ἁγίου. Ἀργότερα ὁ ἴδιος δώρησε ἕναν βραχίονα τοῦ ἁγ. Παντελεήμονος σέ συγγενή του πυργοδεσπότη τοῦ Κομέντσιο. Ἀκόμη, σύμφωνα μέ μαρτυρία χρονογράφου, ὁ γιός τῆς Θεοφανώς Ὄθων Γ’ δώρησε στόν Ἐπίσκοπο Κωνσταντίας Γεβχάρτο Β’ (+ 996), ἕναν βραχίονα τοῦ Ἀποστόλου Φιλίππου και ἄλλα Ἅγια Λείψανα, τά ὁποῖα ἔφερε μαζί της ἡ μητέρα του ἀπό την ΚΠολη. (Βλ. G. Schluberge, «Ὁ Αὐτοκράτορας Ἰωάννης Τσιμισκῆς και ἡ Βυζαντινή Ἐποποιϊα», τ. 2ος, σελ. 217 - 218).
Ἄλλα Λείψανα τοῦ ἁγ. Παντελεήμονος δώρησε το 1619 στόν Δόγη τῆς Βενετίας Ἀντώνιο Priuli, ὁ Πατριάρχης ΚΠόλεως Τιμόθεος Β’ (1612 – 1620).
Προηγουμένως, τό 819, ὁ Αὐτοκράτορας Λέων Ε’ εἶχε προσφέρει σημαντικά ἐκκλησιαστικά κειμήλια στήν πόλη τῆς Βενετίας (τότε Βυζαντινή κτήση). Μεταξύ αὐτῶν περιλαμβάνονταν μέρος τοῦ Τιμίου Ξύλου, τοῦ Χιτῶνος τοῦ Κυρίου καί τοῦ Μαφορίου τῆς Παναγίας, καθώς καί τό ἀδιάφθορο Λείψανο τοῦ Προφήτη Ζαχαρία, πατέρα τοῦ Τιμίου Προδρόμου (τό τελευταῖο κατατέθηκε σέ ναό πού κτίσθηκε προς τιμήν τοῦ Προφήτη, μέ χορηγεία τοῦ ἴδιου Αὐτοκράτορα). (Βλ. Andrea Dandolo, “Chronicum Venetum”, σελ. 142).
Ἀκόμη, τό 1004, ὁ Αὐτοκράτορας Βασίλειος Β’ ὁ Βουλγαροκτόνος δώρησε στή Βυζαντινή Πριγκίπισσα Μαρία Ἀργυροπούλα, κατά τούς γάμους της μέ τόν Δόγη τῆς Βενετίας Ἰωάννη Orseolo, τό μεγαλύτερο μέρος τῶν Λειψάνων τῆς ἁγ. Μεγαλομάρτυρος Βαρβάρας.
Κατά τήν ἐπίδοσι τῶν Ἱερῶν Λειψάνων ὁ Σεβ. Μεσογαίας κ. Κήρυκος ἀπηύθυνε τήν ἀκόλουθη προσφώνηση:
"Σεβασμιώτατοι Ἅγιοι Ἀρχιερεῖς,
Ἀρχῆς γενομένης ἀπό τήν Νεομάρτυρα Αἰκατερίνην (ἡ ὁποία ἐτραυματίσθη θανασίμως τήν 8ην Νομεβρίου 1927, κατά τήν διάρκειαν ἀγρυπνίας πρός τιμήν τῶν Ἁγίων Ταξιαρχῶν εἰς Μάνδραν Ἀττικῆς) καί τήν ἐπίσης Νεομάρτυρα Βασιλικήν (ἡ ὁποία ἐπίσης ἐτραυματίσθη θανασίμως τό ἔτος 1950, εἰς τόν Ἱ. Ν. ἁγ. Ἀποστόλων Λαζαράτων Λευκάδος, κατά τήν διάρκεια ἐπεμβάσεως τῆς Χωροφυλακῆς), εἰς τήν χρυσήν ἁλυσίδα τῶν νεοφανῶν Ἁγίων τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος προσετέθη ὁ Νέος Ὁμολογητής Ἀρχιεπίσκοπος Ματθαῖος Α’ (+ 1950), ὁ μακάριος Ἱερομόναχος Ἰγνάτιος (+ 1971), ὁ ὁσιακῶς βιῶσας ἐρημίτης Μοναχός Γεννάδιος τῶν Ἀκουμίων Κρήτης (+ 1983) καί οἱ διά Χριστόν Σαλοί Χαραλάμπης τῶν Καλαμῶν (+ 1974), Ταρσώ τῆς Μονῆς Κερατέας (+ 1989) καί Λεόντιος τῆς Σάμου (+ 1994).
Κατά τόν παρελθόντα Σεπτέμβριον, διερμηνεύοντες τήν κοινήν συνείδησιν τοῦ καθ’ ἡμᾶς ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος, δι’ ἀποφάσεώς μας διεκηρύξαμεν τήν ἁγιότητα τῆς Ὁσίας Ταρσῶς τῆς διά Χριστόν Σαλῆς, τιμωμένης εἰς τό ἐξῆς τήν 24ην Σεπτεμβρίου.
Ἐπικειμένης τῆς διακηρύξεως τοῦ Ὁσίου Πατρός Γενναδίου, τόν ὁποῖον ἡ κοινή ἐκκλησιαστική συνείδησις ἤδη τιμᾶ ὡς Ἅγιον, ἤχθημεν εἰς τήν ἀπόφασιν ὅπως ἐπιδώσωμεν εἰς Ὑμᾶς, ὡς εὐλογία διά τάς τοπικάς Ὑμῶν Ἐκκλησίας, ἀντίγραφα τῆς ἀπό δεκαετίας κυκλοφορούσης εἰκόνος του, τοῦ κυκλοφοροῦντος Βίου του καί ἀποτμήματα τῶν ἱερῶν αὐτοῦ Λειψάνων, τά ὁποῖα ὡς πολύτιμον πνευματικόν καί κειμηλιακόν θησαυρόν κατέχει ἡ Ἱερά ἡμῶν Μητρόπολις ἀπό τῆς ἀνακομιδῆς του, γενομένης τό ἔτος 1989, κατόπιν εὐλογίας τοῦ τότε Προκαθημένου τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν κυροῦ Ἀνδρέου.
Εὔχεσθε, Ἅγιοι Ἀδελφοί, ὅπως διά πρεσβειῶν τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, τῆς σήμερον ἑορταζομένης Ἁγίας Μεγαλομάρτυρος Αἰκατερίνης, Πάντων τῶν Ἁγίων καί τοῦ νεοφανοῦς Ὁσίου Πατρός ἡμῶν Γενναδίου, διατηρεῖ Κύριος ὁ Θεός τήν ἑνότητα τῆς Πίστεως καί τήν κοινωνίαν τῆς ἀγάπης μεταξύ τῶν τοπικῶν ἡμῶν Ἐκκλησιῶν, πρός δόξαν τοῦ ἁγίου Του ὀνόματος καί πρός σωτηρίαν τῶν ἀθανάτων ψυχῶν τοῦ λογικοῦ ποιμνίου, τόν ὁποῖον ἡ χάρις Του μᾶς ἐνεπιστεύθη. Ἀμήν".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου