ΑΓΙΟΣ ΣΩΦΡΟΝΙΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΙΡΚΟΥΤΣΚ ΣΙΒΗΡΙΑΣ (+ 1771)
Σειρά: 'Αδιάφθοροι Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας (ἀπό τό ὁμώνυμο ἔργο τοῦ Καθηγητοῦ Ἀντ. Μάρκου).
Γεννήθηκε στήν περιοχή τοῦ Τσερνίκωφ, στήν οἰκογένεια τοῦ Ναζαρίου Κρυσταλέβσκυ, τό 1704. Φοίτησε στή Θεολογική Ἀκαδημία τοῦ Κιέβου, ὅπου εἶχε συμφοιτητές ἄλλους δύο μελλοντικούς Ἱεράρχες καί Ἁγίους, τόν ἅγ. Ἰωάσαφ Ἐπίσκοπο Μπέλγκοροντ (4η Σεπτεμβρίου καί 10η Δεκεμβρίου) καί τόν ἅγ. Παῦλο Μητροπ. Τομπόλσκ (10η Ἰουνίου καί 4η Νοεμβρίου). Ἀσπάσθηκε τόν μοναχικό βίο μετά τό τέλος τῶν σπουδῶν του στή Μονή Μεταμ. Σωτῆρος Κρασνογκόρσκ, ὅπου ἤδη μόναζε ὁ μεγαλύτερος ἀδελφός του. Τήν 23η Ἀπριλίου 1730 δέχθηκε τό Σχῆμα μέ τό ὄνομα Σοφρώνιος (πρός τιμήν τοῦ ἁγ. Σωφρονίου Πατριάρχου Ἱεροσολύμων). Τό ἴδιο βράδυ τῆς κουρᾶς του, ἄκουσε μία ὑπερκόσμια φωνή μέσα στήν ἐκκλησία τῆς Ἁγίας Σκέπης νά τοῦ λέει: «Ὅταν γίνεις Ἐπίσκοπος, νά χτίσεις μία ἐκκλησία πρός τιμήν τῶν Ἁγίων Πάντων»!
Τό 1732 δέχθηκε τήν Ἱερωσύνη στόν Καθεδρικό Ναό τῆς Ἁγίας Σοφίας Κιέβου. Ὡς Ἱερομόναχος ὑπηρέτησε κοντά στόν Ἐπίσκοπο Ἀρσένιο τοῦ Περεγιασλάβλ γιά ὀκτώ χρόνια. Τό 1742 ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας τόν μετέθεσε στή Λαύρα τοῦ ἁγ. Ἀλεξάνδρου Νέβσκι, στήν ἁγ. Πετρούπολη, ὅπου τό 1746 ἀναδείχθηκε Προϊστάμενος. Ταυτόχρονα δίδασκε στό τοπικό Ἐκκλησιαστικό Σεμινάριο καί προσπαθοῦσε νά ἐμπλουτίσει τήν βιβλιοθήκη τῆς Λαύρας. Ὡς Προϊστάμενος ἔκτισε ἐκτός ἄλλων καί δύο ναούς, ἀφιερωμένους στόν ἅγ. Θεόδωρο (ἀδελφό τοῦ ἁγ. Ἀλεξάνδρου Νέβσκι) καί στόν ἅγ. Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο.
Τό 1747 ἀπεβίωσε ὁ Ἐπίσκοπος Ἰννοκέντιος Β’ τοῦ Ἰρκούτσκ καί ἡ ἔδρα ἔμεινε κενή γιά ἕξι χρόνια, μέχρι ὅτου τό 1753 ἡ Αὐτοκράτειρα Ἐλισσάβετ (1741 – 1761), προέκρινε τήν ἀναδειξή του σέ Ἐπίσκοπο Ἰρκούττσκ. Ἡ χειροτονία του ἔγινε τήν 18η Ἀπριλίου 1753, στόν Καθεδρικό Ναό τῆς Κοιμ. Θεοτόκου.
Πρίν πάει στήν Ἐπισκοπή του ὁ ἅγ. Σωφρόνιος, δημιούργησε μία ὁμάδα ἱεραποστολικῆς ἐργασίας, βοηθούμενος ἀπό τόν Μητροπ. Μόσχας Πλάτωνα. Στήν ὁμάδα αὐτή συμπεριέλαβε καί τόν παλαιό συμμοναστή του Ἱερομ. Συνέσιο (τόν ὁποῖο προήγαγε σέ Ἡγούμενο τῆς Μονῆς τῆς Θείας Ἀναλήψεως τοῦ Ἰρκούτσκ, ὅπου κοιμήθηκε εἰρηνικά μετά ἀπό διακονία 33 ἐτῶν).
Ὡς Ἐπίσκοπος ὁ Ἅγιος ἐργάσθηκε γιά τήν καλύτερη ὀργάνωση καί λειτουργία τῆς Ἐπισκοπῆς του, τῶν Μονῶν καί τῶν Ἐνοριῶν, γιά τήν ἀνόρθωση τοῦ πνευματικοῦ βίου καί τῆς Μυστηριακῆς ζωῆς, γιά τήν ἄνοδο τοῦ μορφωτικῦ ἐπιπέδου τῶν κληρικῶν καί γιά τήν ἄσκηση σοβαροῦ καί συστηματικοῦ φιλανθρωπικοῦ καί ἐκπαιδευτικοῦ ἔργου. Παράλληλα μέ τά ἐξαιρετικά κηρύγματά του καί τό προσωπικό του παράδειγμα, συνετέλεσε στήν ἄνοδο τοῦ πνευματικοῦ ἐπιπέδου καί τοῦ κοινοῦ λαοῦ. Ὀργανωτικός μέχρι λεπτομερείας, ἀσχολήθηκε ἀκόμη καί μέ τήν ψαλτική καί τό καμπανοχτύπημα!
Σημαντικό ὑπῆρξε ἀκόμη καί τό ἱεραποστολικό του ἔργο μεταξύ τῶν παγανιστικῶν φυλῶν τῆς Σιβηρίας. Γιά τόν σκοπό αὐτό διέθετε μοναστηριακή γῆ γιά τήν ἐγκατάσταση τῶν νεοφωτίστων καί τήν ἔνταξή τους στήν τότε Ρωσική κοινωνία.
Ὅμως παρά τίς τόσες ἀσχολίες καί τά πολυποίκιλα ποιμαντικά του καθήκοντα, ὁ Ἅγιος παρέμεινε ἕνας ἀσκητής πού ἀγωνίζονταν γιά τήν προσωπική του καλλιέργεια καί σωτηρία. Ὁ διακονητής του στήν Ἐπισκοπή ἔλεγε γι’ αὐτόν, ὅτι «ἡ τροφή του ἦταν ἁπλή καί σέ μικρές ποσότητες, λειτουργοῦσε συχνά, περνοῦσε τό μεγαλύτερο μέρος τῆς νύχτας προσευχόμενος καί κοιμόταν στό πάτωμα πάνω σ’ ἕνα δέρμα, σκεπασμένος μέ τήν προβιά μιᾶς ἀρκούδας»! Μάλιστα, ὅταν βρέθηκε ἀδιάφθορο τό Λείψανο τοῦ προκατόχου του ἁγ. Ἰννοκεντίου Β’ (9η Φεβρουαρίου), ὁ Ἅγιος αὔξησε τήν προσωπική του ἄσκηση, γιά νά φανεῖ ἀντάξιος ἑνός τέτοιου ἁγίου προκατόχου!
Πρός τό τέλος τῆς ζωῆς του, καταβεβλημένος ἀπό τήν φιλότιμη ἄσκηση τῶν Ἐπισκοπικῶν του καθηκόντων πού κλόνισαν τήν ὑγεία του, ὑπέβαλε στήν παραίτησή του στήν Ἱερά Σύνοδο, ἀλλά δέν ἔγινε δεκτή, διότι δέν ἦταν δυνατόν νά βρεθεῖ ἀντάξιος ἀντικαταστάτης
Κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 1771. Τό Λείψανό του παρέμεινε ἄταφο, χωρίς ἐνδείξεις φθορᾶς, γιά διάστημα ἕξη μηνῶν, μέχρι νά ἀποφασίσει ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας τίς λεπτομέρειες τῆς κηδείας του! Ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο τό 1833. Ἡ ἀφθαρσία του διαπιστώθηκε καί κατά τίς ἐξετάσεις του τῶν ἐτῶν 1854, 1870 καί 1909. Μετά τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1917, δέν ὑπάρχουν στοιχεία γιά τήν τύχη του.
Ἡ ἁγιότητα τοῦ ἁγ. Σωφρονίου διακηρύχθηκε Συνοδικά τό 1918, ἐπί Πατριαρχείας ἁγ. Τύχωνος. Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 30ή Μαρτίου καί ἡ Ἀνακομιδή τῶν Λειψάνων του 30ή Ἰουνίου.
Τό 1732 δέχθηκε τήν Ἱερωσύνη στόν Καθεδρικό Ναό τῆς Ἁγίας Σοφίας Κιέβου. Ὡς Ἱερομόναχος ὑπηρέτησε κοντά στόν Ἐπίσκοπο Ἀρσένιο τοῦ Περεγιασλάβλ γιά ὀκτώ χρόνια. Τό 1742 ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας τόν μετέθεσε στή Λαύρα τοῦ ἁγ. Ἀλεξάνδρου Νέβσκι, στήν ἁγ. Πετρούπολη, ὅπου τό 1746 ἀναδείχθηκε Προϊστάμενος. Ταυτόχρονα δίδασκε στό τοπικό Ἐκκλησιαστικό Σεμινάριο καί προσπαθοῦσε νά ἐμπλουτίσει τήν βιβλιοθήκη τῆς Λαύρας. Ὡς Προϊστάμενος ἔκτισε ἐκτός ἄλλων καί δύο ναούς, ἀφιερωμένους στόν ἅγ. Θεόδωρο (ἀδελφό τοῦ ἁγ. Ἀλεξάνδρου Νέβσκι) καί στόν ἅγ. Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο.
Τό 1747 ἀπεβίωσε ὁ Ἐπίσκοπος Ἰννοκέντιος Β’ τοῦ Ἰρκούτσκ καί ἡ ἔδρα ἔμεινε κενή γιά ἕξι χρόνια, μέχρι ὅτου τό 1753 ἡ Αὐτοκράτειρα Ἐλισσάβετ (1741 – 1761), προέκρινε τήν ἀναδειξή του σέ Ἐπίσκοπο Ἰρκούττσκ. Ἡ χειροτονία του ἔγινε τήν 18η Ἀπριλίου 1753, στόν Καθεδρικό Ναό τῆς Κοιμ. Θεοτόκου.
Πρίν πάει στήν Ἐπισκοπή του ὁ ἅγ. Σωφρόνιος, δημιούργησε μία ὁμάδα ἱεραποστολικῆς ἐργασίας, βοηθούμενος ἀπό τόν Μητροπ. Μόσχας Πλάτωνα. Στήν ὁμάδα αὐτή συμπεριέλαβε καί τόν παλαιό συμμοναστή του Ἱερομ. Συνέσιο (τόν ὁποῖο προήγαγε σέ Ἡγούμενο τῆς Μονῆς τῆς Θείας Ἀναλήψεως τοῦ Ἰρκούτσκ, ὅπου κοιμήθηκε εἰρηνικά μετά ἀπό διακονία 33 ἐτῶν).
Ὡς Ἐπίσκοπος ὁ Ἅγιος ἐργάσθηκε γιά τήν καλύτερη ὀργάνωση καί λειτουργία τῆς Ἐπισκοπῆς του, τῶν Μονῶν καί τῶν Ἐνοριῶν, γιά τήν ἀνόρθωση τοῦ πνευματικοῦ βίου καί τῆς Μυστηριακῆς ζωῆς, γιά τήν ἄνοδο τοῦ μορφωτικῦ ἐπιπέδου τῶν κληρικῶν καί γιά τήν ἄσκηση σοβαροῦ καί συστηματικοῦ φιλανθρωπικοῦ καί ἐκπαιδευτικοῦ ἔργου. Παράλληλα μέ τά ἐξαιρετικά κηρύγματά του καί τό προσωπικό του παράδειγμα, συνετέλεσε στήν ἄνοδο τοῦ πνευματικοῦ ἐπιπέδου καί τοῦ κοινοῦ λαοῦ. Ὀργανωτικός μέχρι λεπτομερείας, ἀσχολήθηκε ἀκόμη καί μέ τήν ψαλτική καί τό καμπανοχτύπημα!
Σημαντικό ὑπῆρξε ἀκόμη καί τό ἱεραποστολικό του ἔργο μεταξύ τῶν παγανιστικῶν φυλῶν τῆς Σιβηρίας. Γιά τόν σκοπό αὐτό διέθετε μοναστηριακή γῆ γιά τήν ἐγκατάσταση τῶν νεοφωτίστων καί τήν ἔνταξή τους στήν τότε Ρωσική κοινωνία.
Ὅμως παρά τίς τόσες ἀσχολίες καί τά πολυποίκιλα ποιμαντικά του καθήκοντα, ὁ Ἅγιος παρέμεινε ἕνας ἀσκητής πού ἀγωνίζονταν γιά τήν προσωπική του καλλιέργεια καί σωτηρία. Ὁ διακονητής του στήν Ἐπισκοπή ἔλεγε γι’ αὐτόν, ὅτι «ἡ τροφή του ἦταν ἁπλή καί σέ μικρές ποσότητες, λειτουργοῦσε συχνά, περνοῦσε τό μεγαλύτερο μέρος τῆς νύχτας προσευχόμενος καί κοιμόταν στό πάτωμα πάνω σ’ ἕνα δέρμα, σκεπασμένος μέ τήν προβιά μιᾶς ἀρκούδας»! Μάλιστα, ὅταν βρέθηκε ἀδιάφθορο τό Λείψανο τοῦ προκατόχου του ἁγ. Ἰννοκεντίου Β’ (9η Φεβρουαρίου), ὁ Ἅγιος αὔξησε τήν προσωπική του ἄσκηση, γιά νά φανεῖ ἀντάξιος ἑνός τέτοιου ἁγίου προκατόχου!
Πρός τό τέλος τῆς ζωῆς του, καταβεβλημένος ἀπό τήν φιλότιμη ἄσκηση τῶν Ἐπισκοπικῶν του καθηκόντων πού κλόνισαν τήν ὑγεία του, ὑπέβαλε στήν παραίτησή του στήν Ἱερά Σύνοδο, ἀλλά δέν ἔγινε δεκτή, διότι δέν ἦταν δυνατόν νά βρεθεῖ ἀντάξιος ἀντικαταστάτης
Κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 1771. Τό Λείψανό του παρέμεινε ἄταφο, χωρίς ἐνδείξεις φθορᾶς, γιά διάστημα ἕξη μηνῶν, μέχρι νά ἀποφασίσει ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας τίς λεπτομέρειες τῆς κηδείας του! Ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο τό 1833. Ἡ ἀφθαρσία του διαπιστώθηκε καί κατά τίς ἐξετάσεις του τῶν ἐτῶν 1854, 1870 καί 1909. Μετά τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1917, δέν ὑπάρχουν στοιχεία γιά τήν τύχη του.
Ἡ ἁγιότητα τοῦ ἁγ. Σωφρονίου διακηρύχθηκε Συνοδικά τό 1918, ἐπί Πατριαρχείας ἁγ. Τύχωνος. Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 30ή Μαρτίου καί ἡ Ἀνακομιδή τῶν Λειψάνων του 30ή Ἰουνίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου