Τετάρτη 13 Απριλίου 2011

 ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΒΑΠΤΙΣΜΑΤΟΣ
ΚΑΙ Η ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ


Η ιδέα της «Βαπτισματικής Ενότητας» και η αποδοχή  της από τους Ορθοδόξους Οικουμενιστές

Πρεσβυτέρου Πέτρου Heers
ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ
Γένεση - Προσδοκίες - Διαψεύσεις
ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ
Αίθουσα Τελετών Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης,
20 -24 Σεπτεμβρίου 2004

«Η εμπειρία και η γεύση της Εκκλησίας είναι δυνατή μόνο εκ των έσω και όχι έξωθεν: χωρίς την ορθή πίστη (Ορθοδοξία) και έξω από μία ζωή σύμφωνη με την πίστη αυτή, η Εκκλησία δεν υπάρχει». Μητροπολίτης Μαυροβουνίου Αμφιλόχιος.

Το Ένα Βάπτισμα και το Βάπτισμα των Αιρετικών
Η εκ μέρους της Ορθόδοξης Εκκλησίας κατανόηση του ετερόδοξου Βαπτίσματος πηγάζει και καθορίζεται από την επίγνωση της ύπαρξής Της ως της «Μιάς, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας», που αποκλειστικά τελεί το Ένα Βάπτισμα στο θάνατο και στην Ανάσταση του Χριστού. Και αυτό επειδή «σημαίνεται η Εκκλησία υπάρχει εν τοις Μυστηρίοις» (Ερμηνεία της Θείας Λειτουργίας λη΄, PG 150,452 C. Βλ. π. Γ. Δ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ, «Εξ ύδατος και Πνεύματος», Δοκίμια Ορθόδοξης Μαρτυρίας, εκδ. Άθως, Αθήνα 2001, σσ. 67 – 87). «Η Εκκλησία υπάρχει και συνεχώς μορφούται εν τοις Μυστηρίοις και διά των Μυστηρίων. Οι διαβιούντες εκτός της μυστηριακής ζωής, είναι εκτός του σώματος του Χριστού» (π. Ιω. Ρωμανίδου, «Το Προπατερικόν Αμάρτημα», Αθήνα 1989, σ. 173).
Το Άγιο Βάπτισμα είναι η είσοδος στο Σώμα του Χριστού και ως εκ τούτου το θεμέλιο και η προϋπόθεση όλων των επακόλουθων Μυστηρίων. Όπως ο ίδιος ο Κύριος είπε, «εάν μη τις γεννηθή εξ ύδατος και πνεύματος, ου δύναται εισελθείν εις την βασιλείαν του Θεού» (Ιω. 3,5). Η αυτογνωσία της Εκκλησίας εκφράζεται πρωτίστως στο Σύμβολο της Πίστεως («Εις Μίαν, Αγίαν, Καθολικήν και Αποστολικήν Εκκλησίαν. Ομολογώ έν βάπτισμα εις άφεσιν αμαρτιών». Προφανώς αυτά τα δύο άρθρα του Συμβόλου της Πίστεως σχεδιάστηκαν για να ομολογούνται το ένα μετά το άλλο, ακριβώς επειδή το δεύτερον, «έν βάπτισμα», εννοείται ότι λαμβάνει χώρα στο πρώτο, στην «Μία Εκκλησία»), αλλά επίσης και στα αιώνια λόγια του Αποστόλου Παύλου, ότι υπάρχει «έν σώμα και έν πνεύμα, είς Κύριος, μία πίστις, έν βάπτισμα, είς Θεός και Πατήρ πάντων» (Εφ. 3, 5 – 6).
«Σ’ αυτήν την αδιάσπαστη ενότητα ανήκει το Χριστιανικό Βάπτισμα, σ’ αυτήν στηρίζεται η ενότητα της Εκκλησίας» (Χρ. Παπαθανασίου, «Το «κατ’ ακρίβειαν» Βάπτισμα και οι εξ αυτού παρεκκλίσεις», εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 2001, σ. 258).
Ο ένας Κύριος, η μία Πίστη, το ένα Βάπτισμα - και τα τρία αυτά - «συνθέτουν την έννοια της Μιάς Εκκλησίας και διασφαλίζουν την αδιάσπαστη ενότητά Της» ( Όπ.π.. σ. 293). «Εκτός Αυτής ότι λέγεται 'Εκκλησία είναι συνάθροιση αιρετικών που έχουν απολέσει τη μία πίστη στον Ένα Κύριο και κατά συνέπεια το Βάπτισμα, το οποίο τελείται από αυτούς, δεν είναι το Χριστιανικό Βάπτισμα» (Όπ.π.. σ. 258). Για το λόγο αυτό οι αιρετικοί και οι σχισματικοί εισέρχονται στους κόλπους της Εκκλησίας διά του Βαπτίσματος.

Η Εκκλησιαστική Οικονομία
Και, επιπλέον, επειδή η Εκκλησία είναι «εν πλήρει εννοία ο οικονόμος και ο απόλυτος διαχειριστής των Μυστηρίων…εμπίπτει στο σκοπό της οικονομίας Της να καθιστά έγκυρα – εάν το θεωρεί δέον - τα Μυστήρια, που τελούνται από τους μη Ορθόδοξους, αν και αυτά τα μυστήρια δεν είναι Μυστήρια, εάν θεωρούνται καθεαυτά και μακρυά από την Ορθόδοξη Εκκλησία» (Επισκόπου Καλλίστου WARE, «Ευστράτιος Αργέντης: Μία μελέτη της Ελληνικής Εκκλησίας υπό τον Τουρκικό ζυγό», Οξφόρδη, Clarendon Press, 1964, σσ. 83 – 84).
Γι αυτό το λόγο οι Ιεροί Κανόνες και η Ιερά Παράδοσις προβλέπουν την εφαρμογή της «Εκκλησιαστικής Οικονομίας». Αυτή η θεραπεία της αντικανονικότητας εφαρμόζεται σε αυτούς που ασθενούν στην πίστη και στην εκκλησιαστική κοινωνία (δηλ. αιρετικούς και σχισματικούς), οι οποίοι ωστόσο «διασώζουν την πίστη στην Τριαδικότητα του Θεού και τηρούν βασικά τον κανονικό βαπτισματικό τύπο» (Χρ. Παπαθανασίου, «Το «κατ’ ακρίβειαν» Βάπτισμα…», σσ. 296 – 297). Δηλαδή τελούν «το Βάπτισμα με τριπλή κατάδυση και ανάδυση, κατά την Αποστολική και Πατερική μορφή του» («[Η] οικονομία κατά την επιστροφή (= είσοδο) στην Ορθοδοξία Λατίνων και γενικά των Δυτικών Χριστιανών μπορεί να εφαρμοσθεί μόνο στην περίπτωση, που κάποια Χριστιανική Ομολογία τελεί το Βάπτισμα με τριπλή κατάδυση και ανάδυση, κατά την Αποστολική και Πατερική μορφή του». Βλ. π. Γεωργίου Μεταλληνοῦ, «Ομολογώ Έν Βάπτισμα», Άγιον Όρος, Ι. Μ. Αγίου Παύλου 1994, σ. 122. «Η εκκλησιαστική οικονομία δεν εφαρμόζεται δε οποιαδήποτε περίπτωση, αλλά μόνο όταν οι τυπικές προϋποθέσεις εκπληρώνονται. Εφαρμόζεται με βάση αρχές που την προβλέπουν και την προσδιορίζουν», Χρ. Παπαθανασίου, «Το «κατ’ ακρίβειαν» Βάπτισμα», σ. 296).

Ο ρόλος της Οικονομίας και τα όριά της
Η εφαρμογή της Οικονομίας, ωστόσο, με κανένα τρόπο δεν συνεπάγεται «την αναγνώριση της εγκυρότητας των Μυστηρίων καθ’ εαυτών των μη Ορθοδόξων. Αυτό είναι κάτι που αφορά μόνο τα Μυστήρια αυτών που εισέρχονται στην Ορθόδοξη Εκκλησία» (Καλλίστου WARE, «Ευστράτιος Αργέντης…», σ. 84. Πρέπει να σημειωθεί, ότι όταν η εφαρμογή της οικονομίας, που οπωσδήποτε δικαιολογείται μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, καθιστά θολή τη γραμμή μεταξύ της Ορθοδοξίας και της αιρέσεως ή διαιωνίζει τις εσφαλμένες αντιλήψεις σχετικά με τις ετερόδοξες τελετές, είναι αυτοαναιρούμενη, στο βαθμό που η Οικονομία στοχεύει στο ίδιο αποτέλεσμα με την ακρίβεια, αν και το κάνει αυτό με διαφορετικό τρόπο). Και αυτό, διότι η αίρεση και το σχίσμα επέφεραν την αποσύνδεση από τη Μία Εκκλησία και συνεπώς την απώλεια της Αποστολικής Διαδοχής και της κανονικής Ιερωσύνης (Βλ. Α΄Κανόνα του Μεγ. Βασιλείου. Εκεί ο Μέγας Πατήρ της Εκκλησίας συμφωνεί πλήρως με τον Άγιο Κυπριανό, ότι με το σχίσμα αυτοί που αποχωρούν από την Εκκλησία δεν κατέχουν πλέον τη χάρη του Αγίου Πνεύματος, αποκόπτεται τελικά το Ιερατικό χάρισμα και δεν επιτρέπεται η μεταβίβαση της Ιερωσύνης. Χωρίς τη μετάδοση της Ιερωσύνης, την Αποστολική Διαδοχή, οι βαπτιζόμενοι απ’ αυτούς θεωρούνται ως βαπτιζόμενοι από λαϊκούς. Επομένως, «ούτε του βαπτίζειν, ούτε του χειροτονείν είχον εξουσίαν»).
Η Εκκλησία, επομένως, πάντοτε καθοδηγουμένη από ποιμαντική φροντίδα, εφαρμόζει την Οικονομία σε ιδιαίτερες περιπτώσεις μόνον «όταν αυτό βοηθά στην συμφιλίωση με τους ετερόδοξους, χωρίς να συσκοτίζει τις αλήθειες της Ορθόδοξης Πίστεως» (Καλλίστου WARE, «Ευστράτιος Αργέντης…», σ. 85).
Η Οικονομία πάντοτε κινείται μέσα στο πνεύμα και στη βούληση του κανόνα της Πίστεως και σκοπεύει στον ίδιο στόχο, έχοντας την ακρίβεια ως μέτρο και τις αρχές που διατυπώνονται στο Ευαγγέλιο ως οδηγό της. «Εάν η ‘οικονομία’ υπερβαίνει τον κανόνα, δεν μπορεί όμως σε καμμία περίπτωση να τον αντιστρατευθεί… Μπορεί να είναι υπερβατική, ουδέποτε όμως ανατρεπτική» (Χρ. Παπαθανασίου, «Το «κατ’ ακρίβειαν» Βάπτισμα», σ. 298).
Είτε, λοιπόν, η Εκκλησία εφαρμόζει την «κατ’ ακρίβειαν» θεραπεία του Βαπτίσματος ή την «κατ’ οικονομίαν» θεραπεία του Χρίσματος ή της Ομολογίας της Πίστεως, αυτό δεν σημαίνει καμμία αλλαγή στην Ορθόδοξη Εκκλησιολογία ή στην Μυστηριακή Θεολογία, αλλά απλώς μία αλλαγή στην ποιμαντική πρακτική (Καλλίστου WARE, «Ευστράτιος Αργέντης», σ. 85. Ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ἱερόθεος Βλάχος γράφει: «Η Εκκλησία μπορεί να αποδεχθή κάποιον αιρετικό με την αρχή της οικονομίας, χωρίς αυτό να σημαίνη ότι αναγνωρίζει ως Εκκλησία την κοινότητα που τον είχε προηγουμένως βαπτίσει», «Εκκλησιαστική Παρέμβαση» 71/2001).

Το εκκλησιολογικό υπόβαθρο για την αναγνώριση του αιρετικού Βαπτίσματος καθ’ εαυτό.
Σε απόλυτη αντίθεση με αυτήν την αντίληψη βρίσκεται μία σειρά σχετικών με το Βάπτισμα υπογεγραμμένων εγγράφων και δηλώσεων γενομένων από τους Ορθοδόξους Οικουμενιστές στην Αυστραλία, την Αμερική, το Βατικανό, το Λίβανο και αλλού. Πράγματι, αυτές οι θέσεις είναι ουσιαστικά σύμφωνες με την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησιολογία και φαίνεται ότι απορρέουν από αυτήν. Η Εκκλησιολογία αυτή περιέχει μία διδασκαλία περί του αιρετικού Βαπτίσματος, που έχει τις ρίζες της αποκλειστικά στον θεολογικό κόσμο των Λατίνων, Συνοδικά δε υιοθετήθηκε στη Σύνοδο του Τριδέντου και εκφράστηκε καινοτομικά στη Β΄ Σύνοδο του Βατικανού.

Μιά διεστραμμένη Εκκλησιολογία
Ο μεσαιωνικός Παπισμός προϋποθέτει ένα ακόμη Μυστήριο που αναφέρεται στην παγκόσμια οργάνωση ενός σώματος του οποίου η δικαιοδοσία επεκτείνεται πέραν του σώματος του Χριστού (Βλ. π. Ιω. Ρωμανίδου, «Το Πραπατορικόν Αμάρτημα», σ. 173. Είναι ακριβώς αυτή η οριζόντια, προσανατολισμένη στο χώρο, εκκοσμικευμένη καθολικότητα που επίσης δίνει τον τόνο στο σύγχρονο Οικουμενισμό).
Έχοντας χάσει την διαχρονική ενότητα με την Παράδοση και τους Πατέρες και «αντιμετωπίζοντας την καθολικότητα της Εκκλησίας ως απλή οικουμενικότητα ή παγκοσμιότητα» (Γεωργίου Μαντζαρίδη, «Χριστιανική Ηθική», εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2002, σ. 275), με κέντρο τη Ρώμη, ο Ρωμαιοκαθολικισμός «παραμέρισε την χαρισματική διάσταση και την εσχατολογική προοπτική της» (Όπ.π.) και πραγματοποίησε «την εκκοσμίκευση ή την θρησκειοποίηση του Χριστιανισμού» (Όπ.π.).

Η Ρώμη αποδοκιμάζει την διδασκαλία του Αγίου Αυγουστίνου
Γι’ αυτό το λόγο, πιθανόν δεν είναι έκπληξη, ότι σε ένα εκκλησιολογικό σημείο αποφασιστικής σημασίας, το οποίο συνάμα αφορούσε στη χαρισματική και καθολική φύση της Εκκλησίας, ο Παπισμός ξεκάθαρα διαχωρίσθηκε από τον πιο φημισμένο Πατέρα της Δύσης. Ο Άγιος Αυγουστίνος θεωρούσε ότι ενώ τα Μυστήρια των σχισματικών μπορούν να θεωρούνται έγκυρα, δεν είναι αποτελεσματικά (π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, «Τα Όρια της Εκκλησίας», Τα Άπαντα, τομ. ΧΙΙΙ. σ. 42, στα Αγγλικά. Για τον Άγιο Αυγουστίνο αυτό υφίσταται επειδή «η διάσπαση μαραίνει την αγάπη και χωρίς αγάπη δεν υπάρχει σωτηρία»).
Σ’ αυτό πλησιάζει περισσότερο τις απόψεις του Αγίου Κυπριανού, παρά εκείνες του Αγίου Στεφάνου, Πάπα Ρώμης (Όπ.π. σ.36: «Για να κυριολεκτούμε, οι θεολογικές προϋποθέσεις της διδασκαλίας του Αγίου Κυπριανού δεν έχουν ποτέ διαψευσθεί. Ακόμα και ο Άγιος Αυγουστίνος δεν απέχει πολύ από τον Άγιο Κυπριανό. Λογομαχούσε με τους Δονατιστές, όχι με τον Άγιο Κυπριανό τον ίδιο και ούτε αντέκρουε τον Άγιο Κυπριανό. Το επιχείρημά του, μάλιστα, αφορούσε περισσότερο πρακτικά μέτρα και συμπεράσματα. Στο συλλογισμό του για την ενότητα της Εκκλησίας, για την ενότητα της αγάπης ως την αναγκαία και καθοριστική προϋπόθεση της σωτήριας δύναμης των Μυστηρίων, ο Άγιος Αυγουστίνος στην πραγματικότητα απλά επαναλαμβάνει αυτά που λέει ο Άγιος Κυπριανός με καινούργιες λέξεις»).
Η αφορμή για την απόρριψη της διδασκαλίας αυτής από την Ρώμη ήλθε τον δέκατο έβδομο αιώνα, όταν οι Ιανσενίζοντες παρέθεσαν την διδασκαλία του Αγίου Αυγουστίνου προς υποστήριξη του ισχυρισμού τους ότι «εκτός Εκκλησίας δεν υπάρχει χάρις» (extra ecclesiam nulla conceditur gratia). Η διδασκαλία τους – και μαζί εκείνη του Αγίου Αυγουστίνου - ρητά αποδοκιμάσθηκε από τον Κλήμεντα ΧΙ Πάπα Ρώμης, το 1713 (π. Ἰωάννης LAUX, «Καθολική Απολογητική», Rockford, Illinois: Tan, 1990, σ. 126).

Πάπας Άγιος Στέφανος και η απολογία για το αιρετικό Βάπτισμα
Οι σύγχρονοι Παπικοί απολογητές διακηρύττουν, ότι δεν ακολουθούν ούτε τον Άγιο Κυπριανό, ούτε τον Άγιο Αυγουστίνο στην αυστηρότητά τους, αλλά είναι παιδιά του Πάπα Αγίου Στεφάνου «ο οποίος δεν θα επέτρεπε το αιρετικό Βάπτισμα να προσβάλλεται» (Kάρλ ADAM, «Το πνεύμα του Καθολικισμού», New York: Macmillan 1943, σ. 190. «Ο ισχυρισμός ότι η Καθολική Εκκλησία των τελευταίων αιώνων έχει αναπτύξει τις ιδέες του Αγίου Κυπριανού και του Αγίου Αυγουστίνου, ότι έχει ‘συνεχώς ακονίσει την αρχή της αποκλειστικότητας και επομένως συνεχώς περιορίζει τον Καθολικισμό’ (Heiler), είναι σε αντίθεση με τα σαφή γεγονότα της Ιστορίας. Γιατί η αλήθεια είναι ότι η νεότερη Εκκλησία διόρθωσε τον αρχικό ριγορισμό των αρχαίων θεολόγων της Αφρικής και ισχυρίστηκε ότι η Χάρις του Θεού ενεργούσε ακόμα και έξω από το Καθολικό σώμα. Τα μη Καθολικά Μυστήρια έχουν την δύναμη να αγιάσουν και να σώσουν, όχι μόνο αντικειμενικά, αλλά και υποκειμενικά». σ. 192).
Αυτή η απόρριψη των θέσεων των Βορειοαφρικανών Πατέρων δεν είναι καινούργια, αλλά χρονολογείται τουλάχιστον στον 13ο αιώνα, πολύ νωρίς, από τη Σύνοδο του Λατερανού, τό 1215 (η διακήρυξη της Συνόδου του Λατερανού λέει: «Το Μυστήριο του Βαπτίσματος… χορηγούμενο κατά τον απαιτούμενο τύπο της Εκκλησίας από οποιονδήποτε, ενεργεί τη σωτηρία», Concilium Lateranense IV, cap. I, De fide catholica). "Το Βάπτισμα που τελείται από λαϊκό, αιρετικό, αβάπτιστο ή ακόμη άπιστο, είναι αποδεκτό, εάν διατηρεί τον ορθό εξωτερικό τύπο και αυτός που βαπτίζει έχει την διάθεση να τελέσει ότι η Εκκλησία τελεί"  (Χρ. Παπαθανασίου, «Το «κατ’ ακριβείαν» Βάπτισμα…», σ. 196 υποσ.).
Αυτή η θέση επαναλήφθηκε στη Σύνοδο της Φλωρεντίας (1438-1445), ενώ η Σύνοδος του Τριδέντου (1545-1563) προχωρά και αναθεματίζει «όποιον λέγει ότι δεν είναι έγκυρο το Βάπτισμα, που χορηγείται από αιρετικούς» (Βλ. Σύνοδο του Τρέντο, Περίοδος 1, Συνεδρίαση VII, Κανόνας 4, όπου δηλώνεται: «Si quis dixerit, baptismum, qui etiam datur ab haereticis in nomine Patris et Filii et Sancti, cum intentione faciendi quod facit ecclesia, non esse verum baptismum, anathema fit». Στη λατινική μυστηριακή θεολογία μία σημαντική νομικιστική διάκριση γίνεται μεταξύ «της εξουσίας της χειροτονίας» και της «εξουσίας της δικαιοδοσίας». Με βάση αυτή τη θεωρητική διάσπαση της εξουσίας οι Ρωμαιοκαθολικοί αναγνωρίζουν την εγκυρότητα των μυστηρίων των σχισματικών και αιρετικών, «καθόσον η φύση τους απαιτεί μόνο την εξουσία της χειροτονίας και όχι επίσης την εξουσία της δικαιοδοσίας», Kάρλ ADAM, «Το πνεύμα του Καθολικισμού», σ. 191).
Οι Ρωμαιοκαθολικοί Κώδικες του Κανονικού Δικαίου από το 1917 και 1983 ομοίως επιβεβαιώνουν αυτή τη θέση (Χρ. Παπαθανασίου, «Το «κατ’ ακρίβειαν» Βάπτισμα», σ. 196 υποσ.).

Το θεολογικό σχίσμα της Β΄ Συνόδου του Βατικανού
Αυτό μας οδηγεί στον σύγχρονο Ρωμαιοκαθολικισμό και στις αποφάσεις της Β΄ Βατικανείου Συνόδου. Αυτές οι αποφάσεις, όσον αφορά την θεολογία του Βαπτίσματος, είναι κατά την γνώμη των Ρωμαιοκαθολικών οι καρποί των έργων εκείνων των θεολόγων οι οποίοι «έκαναν χώρο θεολογικά για το οικουμενικό ‘άνοιγμα’». (π. JORGE SCAMPINI, A, OP, «Αναγνωρίζουμε έν Βάπτισμα εις άφεσιν αμαρτιών». Από την δήλωση πίστεως της Εκκλησίας «εις την πρόσκληση να απόδεχθούμε ο ένας τον άλλον, ακριβώς όπως ο Χριστός αποδέχθηκε εμάς» (Ρωμ. 15,7), μια διάλεξη που δόθηκε στην Επιτροπή Ολομέλειας της Επιτροπής Πίστης και Τάξης, στη συνεδρίαση που έλαβε χώρα στις 28 Ιουλίου – 6 Αυγούστου 2004 στο Kuala Lumpur της Μαλαισίας, σημείωση 15. Συγκεκριμένα παραθέτει τις «συνεισφορές» που έγιναν πριν το Βατικανό ΙΙ από θεολόγους συσχετιζόμενους με την «πνευματική οικουμενική» κίνηση, που ανέκυψαν στη Λυών υπό την έμπνευση του P. Couturier, P. MICHALON, «L’ etendue de L’ Eglise», Irenikon 20 (1947) 140- 163. L. RICHARD, «Une these fontamentale de l’ oecumenisme: le bapteme, incorporation visible a l’ Eglise», Nouvelle Revue Theologique 74 (1952) 485- 492: «Υπάρχει επίσης ευρεία αναγνώριση της συνεισφοράς του Καρδινάλιου Α. Μπέα κατά την διάρκεια της Επιτροπής…»).
Στην ανάλυση των αποφάσεων της Συνόδου, ο π. Ιωάννης Μέγιεντορφ εφιστά την προσοχή μας σε δύο όψεις των νέων διαταγμάτων της Ρώμης – διατάγματα που συνδιαζόμενα δημιουργούν θεμελιώδη θεολογική δυσαρμονία. Από τη μια μεριά, όπως αναφέρεται λεπτομερώς στο Διάταγμα της Εκκλησίας (ΙΙΙ, 22), οι Επίσκοποι που δεν έχουν κοινωνία με την έδρα της Ρώμης δεν έχουν καμία δογματική αυθεντία. Από την άλλη μεριά, υποστηρίζεται ότι, υπάρχουν «έγκυρα» Μυστήρια που τελούνται έξω από την Εκκλησία, ώστε να είναι δυνατό να γίνει δεκτή μία κατάσταση μερικής κοινωνίας και μία περιορισμένη πρακτική της μυστηριακής κοινωνίας με τους χωρισμένους Χριστιανούς. (Βλ. κεφάλαιο 1, αριθμός 3, του Διατάγματος περί Οικουμενισμού. Εκεί διαβάζουμε: «Πραγματικά, όσοι πιστεύουν στο Χριστό και έλαβαν έγκυρα το βάπτισμα βρίσκονται σε κάποια κοινωνία με την Καθολική Εκκλησία, έστω και αν αυτή η κοινωνία είναι ατελής». Παρακάτω δε διαβάζουμε: «Δεν είναι επίσης λίγες οι ιερές πράξεις της Χριστιανικής θρησκείας που τελούνται από τους χωρισμένους αδελφούς μας, οι οποίες με διάφορους τρόπους, ανάλογα με τη διαφορετική κατάσταση κάθε Εκκλησίας ή Κοινότητας, μπορούν αναμφισβήτητα να μεταδίδουν πραγματικά τη ζωή της χάρης, και πρέπει να αναγνωριστούν ικανές να ανοίγουν την είσοδο προς την κοινωνία της σωτηρίας. Επομένως, οι χωρισμένες αυτές Εκκλησίες και Κοινότητες, αν και, όπως πιστεύουμε, έχουν ελλείψεις, δεν στερούνται καθόλου από τη σημασία τους και την σπουδαιότητά τους μέσα στο μυστήριο της σωτηρίας. Πραγματικά, το Πνεύμα του Χριστού δεν αρνείται να τις χρησιμοποιήσει σαν μέσα σωτηρίας, η δύναμη των οποίων προέρχεται από το ίδιο το πλήρωμα της χάρης και της αλήθειας, που το εμπιστεύθηκε ο Χριστός στην Καθολική Εκκλησία». Πιο κάτω, το θεολογικό σχίσμα για το οποίο μιλάει ο π. Meyendorf, εκδηλώνεται πιο έντονα όταν για λόγους έκφρασης ενότητας η κοινή λατρεία απαγορεύεται, αλλά για λόγους απόκτησης χάριτος επαινείται. «Η έννοια της ενότητας κατά κανόνα απαγορεύει την ‘κοινωνία στα ιερά’. Η ανάγκη συμμετοχής στη θεία χάρη μερικές φορές την συνιστά» (βλ. κεφ. 2, αριθμ. 8). Και αυτό επειδή η ενότητα δεν εκφράζεται στη Θεία Ευχαριστία, αλλά στον υποτιθέμενο αντιπρόσωπο του Χριστού στη γή, τον Πάπα).
Συνδιάζοντας αυτές τις δύο ιδέες μαζί εμφανίζεται «μία νομικιστική έννοια περί Εκκλησίας, που την θεωρεί ένα παγκόσμιον θεσμόν ελέγχου και δογματικής ασφαλείας, ξεχωρίζοντας τον Χριστό των μυστηρίων από την δογματική Αλήθεια». Επομένως, δημιουργείται «ένας θεολογικός διχασμός μεταξύ της μυστηριακής παρουσίας του Χριστού και της αποκαλύψεώς Του ως μοναδικής Αλήθειας». Κατά συνέπειαν, «η αυθεντία εις την έκφρασιν της δογματικής διδασκαλίας χωρίζεται από την μυστηριακήν πραγματικότητα» Ορθόδοξος θεώρησις της Β΄ Συνόδου του Βατικανού», επιμ. Μαρίας Δ. Σπυροπούλου, Αθήναι 1967. Άρθρα που περιλαμβάνονται από τους εξής συγγραφείς: Σ. ΑΓΟΥΡΙΔΟΥ, Α. ΑΛΙΒΙΖΑΤΟΥ, Ο. CLEMENT, P. EVDOKIMOV, L. ZANDER, B. ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ,Ι. ΚΑΛΟΓΗΡΟΥ, Ι. ΚΑΡΜΙΡΗ, Α. KNIAZEFF, Ν. ΜΑΤΣΟΥΚΑ, J. MEYENDORF, Ν. ΝΗΣΙΩΤΗ, Π. ΡΟΔΟΠΟΥΛΟΥ, A. SCHMEMANN, A. SCRIMA, σσ. 79. Όπως ο π. Meyendorf ορθά επισημαίνει, η ιδέα ότι δεν υπάρχει ουσιαστικό εμπόδιο για την μυστηριακή κοινωνία, «εις τας περιπτώσεις κατά τας οποίας αναγνωρίζεται η ‘εγκυρότης’ του μυστηρίου εις μίαν κοινότητα άλλου δόγματος» (σ. 80), δεν είναι καινούργια. Μάλιστα, είναι η κυρίαρχη στον Προτεσταντικό κόσμο για αιώνες, η οποία απλώς επαληθεύει, αξιοσημείωτα, την περίφημη φράση του Aλεξίου Χομιάκωφ: «Ο Ρωμαϊσμός ήτο διαμαρτυρόμενος ευθύς από την γένεσιν του…»).

Η αναγνώριση του αιρετικού Βαπτίσματος καθεαυτό από τους Ορθοδόξους Οικουμενιστές.
Έχοντας λοιπόν θίξει δι’ ολίγων τα σημεία εκκλησιολογικού ενδιαφέροντος της Ρωμαιοκαθολικής θεολογίας, μπορούμε καλύτερα να κατανοήσουμε τις πρόσφατες συμφωνίες και δηλώσεις των Ορθοδόξων Οικουμενιστών. Αν και υπήρχαν ορισμένοι σκόρπιοι Ορθόδοξοι που ακόμη και πριν την έλευση της Β΄Βατικάνειας Συνόδου υποστήριζαν τη γνησιότητα του αιρετικού Βαπτίσματος αφ’ εαυτού, υπό την φανερή επιρροή της Συνόδου και το «άνοιγμα» νέων δυνατοτήτων ο αριθμός αυξήθηκε δραματικά. (Βλ. για παράδειγμα, Αντ. Καρτάσεφ (+1960), Καθηγητής της Εκκλησιαστικής Ιστορίας στη Θεολογική Σχολή του Αγ. Σεργίου στο Παρίσι, στην Χριστιανική Ένωση: «Το Οικουμενικό πρόβλημα στην Ορθόδοξη Συνείδηση» , Παρίσι: YMCA Press, χωρίς ημερομηνία, επανεκδοθέν στον Πρωτοπρεσβύτερο Μιχαήλ Πομαζάνσκι, «Επιλεγμένες Εκθέσεις», Jordanville, NY: Holy Trinity Monastery 1996, s. 228. O Καθηγητής Καρτάσεφ γράφει: «Ακόμη και οι Προντεσταντικές κοινότητες, άσπλαχνα διακόπτοντας την επαφή με την Αποστολική Ιεραρχική Διαδοχή και την ζωντανή και Αγία Παράδοση της Εκκλησίας, αλλά έχοντας διατηρήσει το Μυστήριο του Βαπτίσματος εις το Όνομα της Αγίας Τριάδος, συνεχίζουν μέσω αυτής της μυσταγωγικής πόρτας να εισάγουν τα μέλη τους στην αγκαλιά της μίας αδιοράτου Εκκλησίας του Χριστού και να τους κοινωνούν την ίδια ακριβώς χάρη του Αγίου Πνεύματος. Όλο αυτό δίνει έδαφος στην ερώτηση μίας ένωσης των Εκκλησιών επί τη βάσει των ίσων δικαιωμάτων τους στο μυστικό ρεαλισμό τους και όχι επί τη βάσει του ‘ουνιτισμού’, δηλαδή επανένωση των αιρετικών στην Ορθοδοξία. Η επανένωση των Εκκλησιών πρέπει να είναι μία φανέρωση και μία συγκεκριμένη πραγματικότητα της μίας αδιοράτως υπαρχουσας ένωσης της Εκκλησίας»).
Από νωρίς, το 1975, ο Αρχιεπίσκοπος Θυατείρων και Μ. Βρεττανίας (του Οικουμενικού Πατριαρχείου) Αθηναγόρας Κοκκινάκης στην Συνοδικά εγκεκριμένη και εξουσιοδοτημένη «Ομολογία Θυατείρων» δήλωσε ότι «όλοι οι Χριστιανοί πιστεύουν στο ίδιο Βάπτισμα, διά του οποίου όλοι έχουν γίνει μέλη του Σώματός Του, της Εκκλησίας» The Thyateira Confession», London, The Faith Press 1975, σ. 62).
Δέκα χρόνια αργότερα ο λαϊκός τότε θεολόγος Ιωάννης Ζηζιούλας (νυν Μητροπολίτης Περγάμου) πρότεινε «να ομιλούμε για τα όρια της Εκκλησίας επί τη βάσει… της βαπτιστικής ενότητας» (Ιωάννου Ζηζιούλα, «Orthodox Ecclesiology and the Ecumenical Movement», Sourozh Diocesan Magazine [Αγγλία] 21 (1985), 16. Εκεί ο Μητροπολίτης Ιωάννης δηλώνει: «Εάν λάβουμε υπ’ όψιν μας τους Κανόνες της αρχαίας Εκκλησίας, τότε μπορούμε να ομιλούμε για τα όρια της Εκκλησίας επί τη βάσει, θα πρότεινα, της βαπτιστικής ενότητας. Με αυτό εννοώ ότι το Βάπτισμα είναι ένα τόσο καθοριστικό σημείο της ζωής μας, ώστε αυτομάτως δημιουργεί διαχωριστική γραμμή ανάμεσα της προ-βαπτιστικής και μετα-βαπτιστικής κατάστασης: Αν βαπτίζεσαι, αμέσως παύεις να είσαι αυτό που ήσουν. Πεθαίνεις, όπως λέει ο Άγιος Παύλος, όσον αφορά το παρελθόν και επομένως υπάρχει μια καινούργια κατάσταση. Το Βάπτισμα δημιουργεί ένα όριο στην Εκκλησία. Τώρα με αυτό το βαπτιστικό όριο είναι κατανοητό να υπάρξει διαίρεση, αλλά οποιαδήποτε διαίρεση μέσα σε αυτά τα όρια δεν είναι το ίδιο με την διαίρεση που υπαρχει μεταξύ της Εκκλησίας και αυτών που βρίσκονται έξω από αυτό το βαπτιστικό όριο… Νομίζω ότι πρέπει να λάβουμε σοβαρά τα βαπτιστικά όρια της Εκκλησίας και να αποδεχτούμε ότι έξω από την Βάπτιση δεν υπάρχει Εκκλησία. Εντός του Βαπτίσματος, ακόμη και αν υπάρχει μία διάσπαση, μία διαίρεση, ένα σχίσμα, ακόμη μπορείς να μιλάς για Εκκλησία. Ακόμα και αν πάρετε το μοντέλο της Ευχαριστίας ως βάση σας, θα δείτε ότι αυτό αφορά όλους τους Χριστιανούς. Αν πάρουμε την Λειτουργία της αρχαίας Εκκλησίας ως ένα παράδειγμα: Μέχρι το σημείο της ανάγνωσης των Γραφών ή, όπως έχουμε ακόμα σήμερα στην Λειτουργία, μέχρι το φιλί της ειρήνης, που είναι το σημείο της ενότητας εν αγάπη, και του Συμβόλου της Πίστεως, το οποίο είναι σημάδι ενότητας εν πίστει, μέχρι αυτό το σημείο ήταν κατανοητό ότι κάποιος μπορούσε να πάρει μέρος στην Λειτουργία και μετά δεν του επιτρεπόταν για διάφορους λόγους να συνεχίζει (όπως μία εκκλησιαστική ποινή για παράδειγμα ή εάν ήταν κατηχούμενος). Έφευγε λοιπόν προτού το Μυστήριο. Αυτό τώρα υποδηλώνει ότι μπορούμε να κατανοήσουμε τις διαιρέσεις με την Εκκλησία ως λαμβάνουσες χώρα ακριβώς σ’ αυτά τα σημεία, είτε στο φιλί της ειρήνης, ή στο Σύμβολο. Εάν δεν είμαστε σε θέση να αγαπήσουμε ο ένας τον άλλον και να ομολογήσουμε την ίδια πίστη, τότε υπάρχει ένα ρήγμα στην κοινωνία. Αλλά αυτό το ρήγμα δεν σημαίνει ότι κάποιος έπεσε έξω από το βασίλειο της Εκκλησίας. Οι Ορθόδοξοι, κατά τη γνώμη μου τουλάχιστον, συμμετέχουν στην Οικουμενική κίνηση ως μία κίνηση βαπτισμένων Χριστιανών, που βρίσκονται σε κατάσταση διαίρεσης, διότι δεν μπορούν να εκφράσουν την ίδια πίστη μαζί. Στο παρελθόν αυτό συνέβαινε λόγω της έλλειψης αγάπης, η οποία τώρα, δόξα τω Θεώ, εξαφανίζεται»).
Υποστήριξε ότι το Βάπτισμα είναι αυτό που διαγράφει τα όρια της Εκκλησίας και ότι όλοι οι Χριστιανοί είναι βαπτισμένοι. Επομένως, έπεται ότι «εντός του Βαπτίσματος, ακόμη και αν υπάρχει μία διάσπαση, μία διαίρεση, ένα σχίσμα, ακόμη μπορείς να μιλάς για Εκκλησία» (Όπ.π.).
Έξι χρόνια αργότερα, στο Μπάλαμαντ του Λιβάνου, συνετάχθη η περίφημη σήμερα «Συμφωνία του Μπάλαμαντ». Μεταξύ των διακηρύξεών της ξεχώρισε η δήλωση του «κοινού Βαπτίσματος». Στο κείμενο διαβάζουμε: 13) «…Από της ενάρξεως των Πανορθοδόξων Διασκέψεων και της Β΄Συνόδου του Βατικανού, η εκ νέου ανακάλυψη και οικειοποίηση, τόσο από τους Ορθοδόξους όσο και από τους Καθολικούς, της Εκκλησίας ως κοινωνίας, άλλαξαν ριζικώς οι προυποθέσεις και, άρα, και οι θεμελιώδεις στάσεις. Από τις δύο πλευρές αναγνωρίζεται ότι αυτό που ο Χριστός ενεπιστεύθη στην Εκκλησία Του - Ομολογία της Αποστολικής Πίστεως, συμμετοχή στα ίδια Μυστήρια, προ πάντων στη μοναδική Ιερωσύνη που τελεί τη μοναδική θυσία του Χριστού, Αποστολική Διαδοχή των Επισκόπων - δεν δύναται να θεωρήται ως η ιδιοκτησία της μιας μόνον από τις Εκκλησίες μας. Στα πλαίσια αυτά είναι προφανές ότι κάθε είδους αναβαπτισμός αποκλείεται».
Κατά πόδας, ο Αρχιεπίσκοπος της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως συνεισέφερε ομοίως μία δήλωση για την «βαπτισματική ενότητα». Στο «Κοινό Ανακοινωθέν» του Πάπα Ιωάννη Παύλου του Β΄ και του Πατριάρχη Βαρθολομαίου, στις 29 Ιουνίου 1995, έγινε η εξής δήλωση: «Μία κοινή μυστηριακή αντίληψη της Εκκλησίας έχει εμφανισθεί, διατηρείται και μεταδίδεται στο χρόνο διά της Αποστολικής Διαδοχής…παρακινούμε τους πιστούς μας, Καθολικούς και Ορθοδόξους, να ενισχύσουν το πνεύμα της αδελφότητας, το οποίο προέρχεται από το ένα Βάπτισμα και από την συμμετοχή στη μυστηριακή ζωή».
Ο Μητροπολίτης Πίτσβουργκ Μάξιμος (Οικουμενικό Πατριαρχείο), ένας θερμός υποστηρικτής της Συμφωνίας του Μπάλαμαντ, πιστεύει επίσης ότι η Ορθόδοξη διδασκαλία αναγνωρίζει το ετερόδοξο Βάπτισμα αυτό καθ’ αυτό. Δήλωσε τα εξής στο Περιοδικό της Επισκοπής του: «Όταν ομολογούμε πίστη σε ένα Βάπτισμα εις άφεσιν αμαρτιών, δεν εννοούμε με αυτό το Ορθόδοξο Βάπτισμα, αλλά κάθε Χριστιανικό Βάπτισμα». «Ορθοδοξία και Ρωμαιοκαθολικισμός, οι δύο ‘αδελφές Εκκλησίες’, παλαιόθεν συνεχίζουν να αναγνωρίζουν το Βάπτισμα αλλήλων, όπως επίσης και τα άλλα Μυστήρια, τα επιτελούμενα στις Εκκλησίες αυτές». «Ο αναβαπτισμός υπό των Ορθοδόξων των ετεροδόξων βαπτισμένων Χριστιανών εμπνέεται από στενοκεφαλιά, φανατισμό και μισαλλοδοξία… είναι μια αδικία κατά του Χριστιανικού Βαπτίσματος και εν τέλει μία βλασφημία του Αγίου Πνεύματος, που επενεργεί σε κάθε Χριστιανικό Βάπτισμα» (Ο Μητροπολίτης Πιτσβούργου Η.Π.Α, κ. ΜΑΞΙΜΟΣ, στο Περιοδικό της Επισκοπής Πιτσβούργου «The Illuminator», Θέρος 1995).
Ο Μητροπολίτης Μάξιμος, ο Επίσκοπος Ξάνθου Δημήτριος, ο π. Αλέξανδρος Γκολίτζιν, ο π. Αλκιβιάδης Καλύβας, ο Καθηγητής Ιωάννης Έρικσον κ.ά. ήταν μεταξύ των Ορθοδόξων αντιπροσώπων που υπέγραψαν το «Κοινό Συμφωνιθέν» της Βορειοαμερικανικής Ορθοδοξοκαθολικής Θεολογικής Σύσκεψης για το «Βάπτισμα και τη Μυστηριακή Οικονομία». Η συμφωνία, εκδοθείσα το 1999, αποτέλεσε μία προσπάθεια για απάντηση στις κριτικές της Συμφωνίας του Μπάλαμαντ, όπως επίσης για έκδοση μίας κριτικής της μυστηριακής οικονομίας. Πέραν του χαρακτηρισμού του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου ως «νεωτεριστή» για τη συνεισφορά του στην παράδοση της Εκκλησίας σε ότι αφορά την οικονομία, η Σύσκεψη δήλωσε τα ακόλουθα: «Τα Ορθόδοξα και Καθολικά μέλη της Σύσκεψής μας παραδέχονται, στις αμφότερες παραδόσεις μας, μία κοινή διδασκαλία και μία κοινή πίστη σε ένα Βάπτισμα, παρά τις κάποιες αποκλίσεις στην πρακτική, οι οποίες, πιστεύουμε, δεν επηρεάζουν την ουσία του Μυστηρίου. Παρακινούμεθα επομένως να δηλώσουμε ότι αναγνωρίζουμε επίσης ο ένας το Βάπτισμα του άλλου ως ένα και το αυτό. Αυτή η αναγνώριση έχει πρόδηλες εκκλησιολογικές συνέπειες. Η Εκκλησία είναι η ίδια μαζί με το περιβάλλον κα το αποτέλεσμα του Βαπτίσματος και δεν είναι δικό μας δημιούργημα. Αυτή η αναγνώριση απαιτεί από την κάθε πλευρά του διαλόγου μας την αναγνώριση μιας εκκλησιαστικής πραγματικότητας στην άλλη, όσο πολύ και αν θεωρούμε, ίσως, τον δικό τους τρόπο ζωής της εκκλησιαστικής πραγματικότητας ως ελαττωματικό ή ατελή. Στην κοινή μας πραγματικότητα του Βαπτίσματος ανακαλύπτουμε την θεμελίωση του διαλόγου μας, όπως επίσης την δύναμη και το επείγον της προσευχής του Ιησού ‘ ίνα πάντες εν ώσιν’. Εδώ, τελικά, είναι η ασφαλής βάση της σύγχρονης χρήσης της φράσης, ‘αδελφές Εκκλησίες’»Βάπτισμα και Μυστηριακή Οικονομία - Μία Σύμφωνη Δήλωση της Βορειοαμερικανικής Ορθοδοξοκαθολικής Θεολογικής Σύσκεψης», Ορθόδοξη Σχολή Αγίου Βλαδίμηρου, Κρέστγουντ- Νέα Υόρκη, 3 Ιουνίου 1999).
Για τον σκοπό μας εδώ, αυτό που πρέπει να είναι ξεκάθαρο είναι ο σημαντικός ρόλος που έπαιξε η Ρωμαιοκαθολική θεωρία της «βαπτισματικής ενότητας» στη συμφωνία. Στη σύντομη ανάλυσή του επί του κειμένου, ένας σύγχρονος Ιεράρχης απόδεικνύει το ψεύδος της «βαπτισματικής ενότητας» και ορθά την αναγνωρίζει ως μία εκδοχή της «θεωρίας των κλάδων». Φαίνεται, γράφει, «ότι η αποδοχή του Βαπτίσματος των αιρετικών (Παπικών, Προτεσταντών, που αλλοίωσαν το δόγμα της Αγίας Τριάδος κ.λ.π), ερμηνεύεται ως αποδοχή της υπάρξεως Εκκλησίας στους αιρετικούς και ακόμη χειρότερο ότι οι ‘δύο Εκκλησίες’ Ορθόδοξη και Λατινική έχουν ενότητα παρά τις ‘μικρές’ διαφορές ή προερχόμαστε από την ίδια Εκκλησία και πρέπει να αναζητήσουμε να επιστρέψουμε και να αποτελέσουμε την μόνη Εκκλησία. Είναι έκδηλη εδώ η θεωρία των κλάδων» Εκκλησιαστική Παρέμβαση» 71/Δεκ. 2001. Ο Μητροπ. Ναυπάκτου Ιερόθεος συμπεριλαμβάνει το ακόλουθο απόσπασμα από την Σύνοψη και Κριτική Ανάλυση του Πρωτ. Γεωργίου Δράγα στη Συμφωνηθείσα Δήλωση, στην οποία καταλήγει, ότι «αυτή η εξέταση της μυστηριακής θεολογίας στερείται οποιασδήποτε εκκλησιολογικής βάσης και ότι ερμηνεύει μονοπλεύρως- ή καλύτερα παρερμηνεύει- τα γεγονότα της Ορθόδοξης μυστηριακής πρακτικής και ειδικά σε ότι αφορά τους ετερόδοξους στις διάφορες περιόδους της Εκκλησιαστικής Ιστορίας. Αυτές οι συστάσεις και αυτά τα συμπεράσματα, και, μάλιστα, ολόκληρη η Συμφωνηθείσα Δήλωση είναι το αποκορύφωμα του Δυτικού Σκεπτικισμού. Η αποδοχή τους από τους Ορθοδόξους θεολόγους σημαίνει την σκόπιμη προδοσία των Ορθοδόξων απόψεων και συνθηκολόγηση στην αντίληψη του Δυτικού Οικουμενι-σμού. Αυτό είναι κάτι που πρέπει να απορρίψουμε»).
Μία έκφραση της θεωρίας των κλάδων επί τη βάσει του «κοινού Βαπτίσματος», βρίσκεται καθαρά στο κείμενο που υιοθετήθηκε και υπογράφηκε από τους Ορθοδόξους Οικουμενιστές στη Δεύτερη Ευρωπαϊκή Οικουμενική Συνέλευση του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Εκκλησιών τον Ιούνιο του 1997. Εκεί διαβάζουμε: «Στο βαπτισματικό ύδωρ αναγωρίζουμε την παρουσία του Πνεύματος, η οποία είναι η πηγή όλης της ζωής και μας καθιστά μέλη του σώματος του Χριστού». Καί «Συνιστούμε στις Εκκλησίες… να αναζητήσουν την επίτευξη της αμοιβαίας αναγνωρίσεως του Βαπτίσματος μεταξύ όλων των Χριστιανικών Εκκλησιών» (Τελικό Κείμενο Νο .2, «Βασικόν Κείμενον», Λ 33 καί Τελικό Κείμενο Νο.3, «Συστάσεις για πράξη», 1,1).
Τελικά, τον Ιούλιο του έτους 2004, οι Επισκοπές της Αυστραλίας των Πατριαρχείων της Κωνσταντινουπόλεως, Αντιοχείας και της Ρουμανίας υπέγραψαν το επονομαζόμενο «Συμφωνιτικό 'Εγγραφο» του Εθνικού Συμβουλίου Εκκλησιών της Αυστραλίας, με το οποίο αναγνωρίζουν το Μυστήριο του Βαπτίσματος, που τελείται στις ετερόδοξες κοινότητες (Ρωμαιοκαθολικούς, Αντιχαλκηδονίους, Αγγλικανούς, Λουθηρανούς, Ουνίτες, Κονγκρενασιοναλιστές) και προωθούν τη χρήση ενός κοινού «Πιστοποιητικού Βαπτίσματος» (Το κείμενο του συμφωνητικού «Διαθήκη» (The «Covenanting» agreement) λέει: «Συμφωνούμε όλοι μαζί να αναγνωρίσουμε το Μυστήριο του Βαπτίσματος που τελείται στην κάθε μια Εκκλησία μας και να προωθήσουμε την χρήση ενός κοινού Πιστοποιητικού Βαπτίσματος». Οι υπογράφοντες: Η Αγγλικανική Εκκλησία της Αυστραλίας, η Ορθόδοξος Εκκλησία της Αντιοχείας, η Αρμενική Αποστολική Εκκλησία, Ομοσπονδία Κονγκρενασιοναλισμού της Αυστραλίας (The Congrenational Federation), η Ελληνική Ορθόδοξη Αρχιεπισκοπή της Αυστραλίας, η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία στην Αυστραλία, η Ρουμανική Ορθόδοξη Εκκλησία, η Ενωτική Εκκλησία στην Αυστραλία (The Uniting Church)». Για το ολόκληρο έγγραφο, βλ. www.ncca.org.au/_data/ page/2/A_National_ Covenant_July_041.doc).
Δηλαδή, οι Ορθόδοξοι Ιεράρχες στην Αυστραλία και επαγωγικώς στην Κωνσταντινούπολη, στη Δαμασκό και στο Βουκουρέστι, έχουν αναγνωρίσει το Βάπτισμα ως υπάρχον καθεαυτό στις ετερόδοξες Ομολογίες. Αν και πρωτοφανής για τους Ορθοδόξους, αυτή η συμφωνία είναι σύμφωνη με τη διακήρυξη της Β΄Συνόδου του Βατικανού, δηλαδή ότι «όσοι πιστεύουν στο Χριστό και έλαβαν έγκυρα το Βάπτισμα βρίσκονται σε κάποια κοινωνία με την Καθολική Εκκλησία, έστω και αν η κοινωνία αυτή είναι ατελής… [όσοι έχουν] λάβει το Βάπτισμα τη δικαίωση από την πίστη, είναι ενσωματωμένοι στο Χριστό, και επομένως δίκαια φέρουν το Χριστιανικό όνομα και πολύ σωστά αναγνωρίζονται από τα παιδιά της Καθολικής Εκκλησίας, σαν αδελφοί ‘εν Κυρίω’» Διάταγμα περί Οικουμενισμού», κεφ. 1, αριθμ. 3). «Το Βάπτισμα, επομένως, είναι ο μυστηριακός δεσμός της ενότητας, η θεμελίωση της κοινωνίας μεταξύ όλων των Χριστιανών» Οικουμενιστικός Κατάλογος (Directory on Ecumenism), κεφ. 2, αριθμ.11).

Συμπέρασμα: Κλήση για επιστροφή στην αυστηρότητα
Οι απόψεις που παρουσιάστηκαν από αυτούς τους Ορθοδόξους θεολόγους και Ιεράρχες είναι καθαρά εναρμονισμένες με αυτές των Ρωμαιοκαθολικών, απόψεις ιδιαίτερα εκπεφρασμένες και ανεπτυγμένες από τη Β΄Σύνοδο του Βατικανού και εντεύθεν. Πρόκειται για απόψεις που αντιτίθενται στην Πατερική ομοφωνία και στους Κανόνες της Εκκλησίας. Απόψεις που διακυβεύουν την ακεραιότητα της Εκκλησίας και παρακωλύουν την αποστολή Της. Πάνω απ’ όλα είναι απόψεις που παραβλέπουν την υπεροχή της Πίστεως σε σχέση με την ενότητα – κάθε είδους ενότητα, είτε ονομάζεται «μερική» είτε «πλήρης». Και όπως λέει ο Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος «όταν πάντες πιστεύωμεν, τότε ενότης εστί» (Ιω. Χρυσοστόμου, Ομιλία εις Εφεσίους 11, 3, PG 62, 85).
Η Πατερική μαρτυρία επί του ερωτήματος του αιρετικού Βαπτίσματος δεν ήταν ποτέ υπό συζήτηση, παρά τις πρόσφατες αντίθετες δηλώσεις. Ο Άγιος Αθανάσιος ο Μέγας, για παράδειγμα, σαφώς θεωρούσε την ορθή πίστη ως απαραίτητη για την εκπλήρωση ενός γνησίου και χαριτοδότου Βαπτίσματος. Τα λόγια του περιεκτικά εκφράζουν την Πατερική ομοφωνία: «Διά τούτο γούν και ο Σωτήρ ουκ απλώς ενετείλατο βαπτίζειν, αλλά πρώτον φησι, μαθητεύσατε είθ’ ούτω, βαπτίζετε εις όνομα Πατρός και Υιού και αγίου Πνεύματος, ίν εκ της μαθήσεως η πίστις ορθή γένηται και μετά πίστεως η του Βαπτίσματος τελείωσις προστεθή. Πολλαί γουν και άλλαι αιρέσεις λέγουσαι τα ονόματα μόνον, μη φρονούσαι δε ορθώς, ως είρηται, μηδέ την πίστιν υγιαίνουσα έχουσαι, αλυσιτελές έχουσι και το παρ’ αυτών διδόμενον ύδωρ, λειπόμενον ευσεβεία ή λυτρούσθαι» (Μ. Αθανασίου, Κατά των Αρειανών 2, 42-43, PG 26, 237B).
Δυστυχώς απουσιάζει η σαφήνεια και η ευθύτητα με την οποία ο Άγιος Αθανάσιος μιλά. Αυτό συμβαίνει, διότι στην Παπική - Οικουμενιστική θεωρία του Βαπτίσματος και της Εκκλησίας, υπάρχει απίστευτη εσωτερική σύγχυση και αντίφαση, την οποία καλούμαστε να πιστέψουμε ότι είναι απλώς μία αντινομία. (Βλ. Neville Callam, «Εισάγοντας το Ένα Βάπτισμα: Προς αμοιβαία αναγνώριση της Χριστιανικής Μυσταγωγίας». (Faverges II/Revised), μια διάλεξη που δόθηκε στην Επιτροπή Ολομέλειας της Επιτροπής Πίστης και Τάξης στις 28 Ιουλίου/6 Αυγούστου 2004, στο Kuala Lumpur. Εκεί, ο κ. Callam, ερμηνεύοντας την δήλωση περί Βαπτίσματος, Θείας Ευχαριστίας και Ιερατείου (Faith and Order Paper, n. 111, Γενεύη, Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών, 1982), δηλώνει, ότι επειδή η Βάπτιση γίνεται μέσα σε μία συγκεκριμένη κοινότητα με μια συγκεκριμένη ταυτότητα ομολογίας, «είναι η πίστη της κοινότητας, που εκφράζεται σε εκείνη την κοινότητα μέσα στην οποία βαπτίζεται κανείς, που προσδιορίζει - είτε εσκεμμένα είτε πραγματικά - την ταυτότητα Ομολογίας Πίστεως του βαπτιζομένου» (παρ. 52).
Επειδή αυτές οι κοινότητες δεν βρίσκονται σε πλήρη κοινωνία μεταξύ τους, μία αντινομία προκύπτει, δηλαδή «ενώ η Βάπτιση φέρνει τους Χριστιανούς στην ενότητα του Σώματος του Χριστού, το οποίο είναι Ένα, την ίδια στιγμή η τοποθέτηση του Βαπτίσματος μέσα σε μία συγκεκριμένη ομολογητική κοινότητα σημαίνει ότι οι βαπτιζόμενοι βιώνουν τη διχόνοια με πολλούς άλλους Χριστιανούς».
Θα ήθελε κανείς να ρωτήσει τον κ. Callam, πως γίνεται εκείνοι που βαπτίσθηκαν στον Χριστό να νιώθουν διχόνοια μεταξύ τους; Από αυτό πρέπει να φαίνεται ξεκάθαρα, ότι αυτό το «έν Βάπτισμα» δεν είναι και επίσης «όλων των (λεγόμενων) Βαπτισμάτων», επειδή εάν αυτές ήταν πραγματικές Βαπτίσεις, θα έφερναν τον πιστό σε οριζόντια και κάθετη ενότητα, με τον Χριστό και με την Εκκλησία. Βλ. επίσης Fr. JORGE SCAMPINI A, OP. «Αναγνωρίζουμε έν Βάπτισμα εις άφεσιν αμαρτιών»: «Αυτό το ‘ναι’ της Πίστεως, που λέγεται στην Βάπτιση, το οποίο μας καθιστά μέλη του Χριστού και της Μίας Εκκλησίας, είναι ένα παγκόσμιο ‘ναι’… Αυτό το ‘ναι’ μας συνενώνει με τον Χριστό… Για έναν Καθολικό, ένας βαπτιζόμενος άνθρωπος δεν σώζεται παρά το γεγονός ότι είναι Ορθόδοξος, Αγγλικανός, Λουθηρανός, Μεταρρυθμιστής ή Μεθοδιστής, αλλά εξαιτίας του ότι είναι Ορθόδοξος, Αγγλικανός, Λουθηρανός, Μεταρρυθμιστής ή Μεθοδιστής. Είναι σε εκείνη την συγκεκριμένη Χριστιανική κοινότητα που το ‘ναι’ της πίστεως έχει ειπωθεί. Τα χωρισμένα μέρη της Μίας Εκκλησίας βρίσκονται, παρά την αμαρτία των Χριστιανών, στην υπηρεσία του ενός Μυστηρίου της σωτηρίας. Έτσι, παρά τις διαιρέσεις και τις αμοιβαίες αποδοκιμασίες, όλες οι κοινότητες των βαπτιζομένων με αληθινή Βάπτιση βρίσκονται σε κοινωνία μέσα σε αυτό το ‘ναι’ της Πίστεως. Όμως, πέραν αυτού του ενωτικού, θεόπνευστου και υπερβατικού ‘ναι’ που μας φέρνει όλους σε κοινωνία με το Χριστό και το Σώμα Του, ένα άλλο ‘ναι’ επεμβαίνει προκαλώντας διαίρεση και σχίσμα. Αυτό το δεύτερο ‘ναι’ είναι μία απάντηση στις συγκεκριμένες ερμηνείες της αποκαλύψεως που δίνονται υπό την μορφή των Ομολογιών. Μέσω του Βαπτίσματος γινόμαστε Χριστιανοί, οι οποίοι είναι επίσης Καθολικοί, Ορθόδοξοι, Αγγλικανοί ή οτιδήποτε άλλο. Το πρώτο ‘ναι’ μας επιτρέπει να λάβουμε την πραγματικότητα της χάριτος, που είναι κοινή σε όλους τους Χριστιανούς, αλλά το δεύτερο ‘ναι’ οδηγεί σε διαιώνιση των σημαδιών της διαιρέσεως… Έτσι, είναι αναγκαίο οι Χριστιανικές κοινότητες να παρακινούνται περισσότερο από πόθο της αλήθειας, παρά από καμμιά κλειστή, παράφορη προσήλωση στις παραδόσεις των Ομολογιών τους».
Δεν είναι η θεωρία του π. Scampini μια ξεκάθαρη διατύπωση της αιρετικής θεωρίας των κλάδων, εκφραζόμενη με Ρωμαιοκαθολικούς όρους; Δεν μας λέει, ότι η Ορθοδοξία είναι απλά μία από τις πολλές Ομολογίες και με το να προσκολλόμαστε στο δικό μας ειδικό «ναι», δημιουργούμε εμπόδια στην ενότητα και εναντιωνόμαστε στο θέλημα του Θεού; Ισχυρίζεται ότι με το να λέμε «ναι» στις ιδιαιτερότητες της Ορθοδοξίας, λέμε όχι στην ενότητα της Εκκλησίας. Έτσι, δεν θέτει ξεκάθαρα αντιμέτωπη την αλήθεια με την Ορθόδοξη Ομολογία Πίστεως και την Ορθόδοξη Παράδοση;).
Δεν είναι μία αντινομία. Είναι καθαρά ένας νομικισμός που διαστρέφει την πραγματικότητα, προκειμένου να προσαρμόσει την θεολογία στους δυσλειτουργικούς τύπους της Δυτικής Χριστιανικής ζωής. (Βλ. π. JORGE SCAMPINI A, OP, «Αναγνωρίζουμε έν Βάπτισμα εις άφεσιν αμαρτιών»: «Φαίνεται, όμως, ξεκάθαρα σε μένα, ότι ενώ στο παρελθόν έγινε η προσπάθεια να ανταποκρίνεται σε συγκεκριμένες καταστάσεις, δεν αποδείχθηκε δυνατόν να προβλεφθούν όλες οι απαιτήσεις που οι πρωτοφανείς καταστάσεις θα επέφεραν, ίσως καθιστώντας το υποχρεωτικό να βγάλουμε και άλλες πλευρές του Βαπτίσματος που υπονοούνται»).
Και επιπλέον, η «βαπτισματική ενότητα» αντιπροσωπεύει την κυρίαρχη σκέψη στους Οικουμενιστικούς κύκλους. Εδώ βρίσκεται η μεγάλη τραγωδία και παρωδία της Ορθόδοξης «μαρτυρίας» στην Οικουμενική Κίνηση. Οι Ορθόδοξοι Οικουμενιστές έχουν αντιπαραθέσει την αγάπη στην αλήθεια και έχουν συσκοτίσει ακόμη περισσότερο τον υπάρχοντα διαχωρισμό. (Ο π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ ήταν μια αξιοσημείωτη εξαίρεση. Ο π. Γεώργιος, «επίσημα και σταθερά απέρριψε τέτοιες θεωρίες της υπάρχουσας ‘μη-ενότητας’, όπως τη θεωρίας των κλάδων πολλών Προτεσταντών και της αρχέγονης ενότητας μιας κοινής Βάπτισης που προσφάτως τονίσθηκε από τον Ρωμαιοκαθαλικισμό, γιατί και οι δύο αυτές κατευναστικές και Οικουμενικές προσπάθειες να βρούνε ένα κοινό παρονομαστή, αποκρύπτουν ή μειώνουν το σκάνδαλο της ‘μη-ενότητας’ που, για τον ίδιο, έπρεπε να αντιμετωπισθεί ευθέως και να εξηγηθεί από την άποψη της ‘αληθινής Ορθόδοξης Εκκλησίας και τις αποσχίσεις’. Και αντέκρουε οποιαδήποτε κριτική της δικής του αντίληψης - που ήταν περισσότερο Κυπριανική παρά Στεφανική - περί εκκλησιολογικής και μυστηριακής ενότητας λέγοντας: ‘Η αδιαλλαξία είναι απλώς ένα άλλο και υβριστικό όνομα για την πεποίθηση’. Και συνέχισε: ‘Η διαίρεση είναι μέρος του σταυρού μας’. Έγραψε χαρακτηριστικά κάπου αλλού: ‘Η φιλανθρωπία δεν πρέπει ποτέ να αντιτίθεται της αλήθειας’». Βλ. GEORGE H. WILLIAMSK, «The Neo-Patristic Synthesis of George Florovsky», in GEORGE FLOROVSKY, Russian Intellect, Orthodox Churchman, ed. Andrew Blane, Crestwood NY: St. Vladimir’ s Seminary Press, 1993, σ. 313).
Τι, λοιπόν, απαιτείται να γίνει ενόψει αυτής της αποχώρισης από τον κανόνα της πίστεως; Όπως σε παλαιότερους χρόνους, όταν «η επιείκια έθετε σε κίνδυνο την ευημερία του Ορθοδόξου ποιμνίου, εκθέτοντάς το στη διάβρωση και ενθαρρύνοντάς το στην αδιαφορία και στην αποστασία» (Καλλίστου Γουέαρ, «Ευστράτιος Αργέντης…» , σ. 85), η Εκκλησία θα πρέπει «να καταφεύγει στην αυστηρότητα» (Όπ.π.), όσον αφορά την επιστροφή των ετεροδόξων. Όπως και ένας σύγχρονος Ιεράρχης έχει γράψει (και με αυτό καταλήγω τις σκέψεις μου): «Όταν υπάρχει μία τέτοια σύγχυση, τότε είναι ανάγκη να υιοθετούμε την άποψη της ακριβείας, που διασώζει την αλήθεια, ότι δηλαδή όσοι περιπίπτουν στην αίρεση βρίσκονται εκτός της Εκκλησίας και δεν ενεργεί το Άγιον Πνεύμα για την θέωση» (Ο Μητροπ. Ναυπάκτου Ιερόθεος Βλάχος, «Εκκλησιαστική Παρέμβαση», 71/Δεκ. 2001).

Τμήμα Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ, ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ.



















Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου