Κυριακή 17 Απριλίου 2011

ΑΓΙΟΣ  ΜΑΚΑΡΙΟΣ  ΝΟΤΑΡΑΣ
ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ  ΚΟΡΙΝΘΟΥ  ΚΑΙ  ΓΕΝΑΡΧΗΣ  ΤΟΥ  ΦΙΛΟΚΑΛΙΣΜΟΥ

Αριστείδη Γ. Θεοδωρόπουλου


Ό άγιος Μακάριος (κατά κόσμον Μι­χαήλ Νοταράς) γεννήθηκε το 1731 στα ιστορικά Τρίκαλα Κορινθίας. Ήταν γιος του Γεωργαντά καί της Αναστασίας και καταγόταν από την επιφανή καί αριστο­κρατική οικογένεια των Νοταράδων, πού διέθετε ισχυρή πολιτική, οικονομική καί κοινωνική ισχύ. Από την ονομαστή αυτή οικογένεια προήλθαν επιφανείς εκκλησια­στικές μορφές, όπως ό θαυματουργός πολιούχος της Κεφαλονιάς άγιος Γεράσιμος ό Νοταράς (+1579), ό Εθνομάρτυρας Λουκάς Νοταράς (+1453) καί οι Πατριάρ­χες Ιεροσολύμων Δοσίθεος (+1707) καί Χρύσανθος (+1731).
Από τα παιδικά του χρόνια διακρίθηκε για την ευσέβεια, τη σε­μνότητα καί ταπεινοφροσύνη του, την αγάπη του προς τον συνάνθρωπο καί την κλίση του στη μοναχική ζωή, έχοντας ως φωτεινό πρότυπο τον συγγενή καί συντο­πίτη του άγιο Γεράσιμο Νοταρά. Μεταβαί­νει στην Ιερά Μονή του Μεγάλου Σπηλαίου στα Καλάβρυτα για να λάβει το Αγγελι­κό Σχήμα, αλλά ή έλλειψη της συγκατάθε­σης του πατέρα του τον αναγκάζει να επι­στρέψει στα Τρίκαλα. Διορίζεται από τον πατέρα του επιστάτης των γύρω χωριών, για να συγκεντρώνει τα οφειλόμενα χρή­ματα. Ό νεαρός Μιχαήλ όχι μόνο δεν ανταποκρίνεται στην επιθυμία του πατέρα του, αλλά μοιράζει τα χρήματα στους φτωχούς καί τους αδυνάτους. Έτσι ό πατέρας του του αφαιρεί την οικονομική διαχείριση καί ό Μιχαήλ παραμένει στην πατρική οίκία μελετώντας τη Γραφή καί διά­φορα ψυχωφελή βιβλία. Μετά το θάνατο του διδασκάλου του Ευσταθίου, άναλαμβάνει ό ίδιος καθήκοντα διδασκάλου για έξι χρόνια, όπου αμισθί εργάζεται άκατάπαυστα για τη μόρφωση των παιδιών της επαρχίας του.
Το 1764 εκδημεί εις Κύριον ο Μητροπολίτης Κορίνθου Παρθενίας καί σύσσωμος Κλήρος καί λαός επιθυμεί τον Μιχαήλ διάδοχο στό Θρόνο της Αποστολικής Εκκλησίας της Κορίνθου. Γι' αυτό καί ζητούν ομόφωνα από τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Σαμουήλ τον Α' τήν εκλογή του ενάρετου καί σεμνού Μι­χαήλ Νοταρά στη Μητρόπολη Κορίνθου. Ο Μιχαήλ μεταβαίνει στην Κωνσταντι­νούπολη με τίς απαραίτητες συστατικές επιστολές καί χειροτονείται Διάκονος λαμβάνοντας το όνομα Μακάριος, στη συνέ­χεια Πρεσβύτερος καί τον Ιανουάριο του 1765, σε ηλικία 34 ετών, Μητροπολίτης Κορίνθου. Επιστρέφει στην Κόρινθο, όπου ό λαός τον υποδέχεται με αγάπη, χαρά καί ένθουσιασμό καί μιμούμενος τον Αρχιποίμενα Χριστό αρχίζει ένα αξιόλογο αναγεννητικό έργο με σκοπό την ανύψωση τοΰ εκκλησιαστικού φρονήματος καί του πνευματικού επιπέδου του λαού της Κο­ρίνθου. Αφοσιώνεται με όλη του την ψυχή στήν αναμόρφωση της Αποστολικής Εκκλησίας της Κορίνθου. Κηρύττει άνελλιπώς το θείο Λόγο, τελεί δωρεάν τα Μυστήρια της Εκκλησίας, δωρίζει συγγράμ­ματα κατηχήσεων για να διδάσκονται όλοι τά νοήματα της Πίστης, μοιράζει κολυμ­πήθρες σε πόλεις καί χωριά, ιδρύει σχολεία, ανακαινίζει ιερούς ναούς καί φροντίζει ιδιαίτερα την επιμόρφωση του Κλήρου της επαρχίας του.
Το σπουδαίο άνακαινιστικό έργο του Αγίου διακόπτεται με την κήρυξη του Ρωσο-Τουρκικού Πολέμου το 1768. Το 1770 υψώνει τη σημαία της επα­νάστασης στα Τρίκαλα, αλλά ή έπαναστατική κίνηση αποτυγχάνει καί αναγκάζεται να καταφύγει στη Ζάκυνθο, όπου διδάσκει καί ιερουργεί για τρία χρόνια. Επισκέπτε­σαι την Κεφαλονιά για να προσκυνήσει το ιερό καί χαριτόβρυτο Λείψανο του αγίου Γερασίμου καί παραμένει στο μοναστήρι του Αγίου στα Ομαλά για μερικούς μήνες, οπου συλλέγει καί συγγράφει παραινέσεις καί υποδείγματα Οσίων Πατέρων. Στή συ­νέχεια μεταβαίνει στην Υδρα καί φιλοξε­νείται στο μοναστήρι της Παναγίας Φανε­ρωμένης. Ασκεί ίεροκηρυκτικά καί άγιαστικά καθήκοντα προς τον Υδραϊκό λαό. Εγκαινιάζει Ιερούς Ναούς - όπως τον Ιερό Ναό των Αγίων Πάντων πού οικοδομήθηκε το 1774 -  καί μονάζει για κάποιο χρονικό διάστημα στο άσκητήριο του Αγίου Ιωαννικίου στην περιοχή της Ζούρβας.
Στήν Υδρα συναντιέται καί συνδέεται με στενή φιλία με τον Νάξιο Νικόλαο Καλλιβούρτζη, τον μετέπειτα παριλάλητο Όσιο Νικό­δημο τον Αγιορείτη, για να αποτελέσουν μαζί με τον Άγιο Αθανάσιο τον Πάριο τους άρχηγέτες του Κινήματος των Κολλυβάδων καί τους πρωτεργάτες της Φιλοκαλικής Αναγέννησης των Πατερικών καί Χρι­στιανικών Γραμμάτων. Στο μεταξύ του ζητείται να παραιτηθεί από το Μητροπολιτι­κό Θρόνο της Κορίνθου. Ο Άγιος αρνείται και απομακρύνεται αυθαίρετα και αντικα­νονικά. Δέχεται ανεξίκακα την εκθρόνιση του, αλλά δεν έφησυχάζει καί γίνεται Σταυ­ροφόρος Χρίστου.
Αυτοεξόριστος επισκέ­πτεται διάφορα νησιά του Αιγαίου και ασκεί το ποιμαντικό και ιεροκηρυκτικό του έργο. Επισκέπτεται τη Χίο και αργότε­ρα μεταβαίνει στο ΄Αγιο Όρος, όπου συλ­λέγει πολύτιμο υλικό από χειρόγραφα και προετοιμάζει τη Φιλοκαλία. Στο Όρος δέν βρίσκει γαλήνιο λιμάνι σωτη­ρίας, αφού ξεσπούν έντονες ταραχές καί συγκρούσεις εξαιτίας της θεολογικής διένεξης γνωστής ως Έριδας των Κολλυβάδων.
Το Κίνημα των Κολλυβάδων είναι το πνευματικό εκείνο κίνημα πού εκδηλώθη­κε στο ΄Αγιο Όρος περί τα μέσα του 18ου αιώνα και αποσκοπούσε στην ανακαίνιση της λατρευτικής ζωής της Εκκλησίας και την επιστροφή στην αρχαία εκκλησιαστική παράδοση. Βασικά θέματα του κινήματος ήταν η μη τέλεση μνημοσυνών την Κυρια­κή, πού είναι η ημέρα της Αναστάσεως του Κυρίου, η ανάγκη για συχνή Θεία Με­τάληψη και η μελέτη Πατερικών, Ασκη­τικών καί Νηπτικών κειμένων, τονίζοντας την αξία του Ησυχασμού καί την ευεργετι­κή πνευματική επίδραση του ασκητικού ήθους.
Εξαιτίας των ταραχών εγκαταλεί­πει το ΄Αγιο Όρος και μεταβαίνει στη Χίο. Αργότερα φτάνει στην Πάτμο και ιδρύει στο λόφο της Κουμάνας ησυχαστή­ριο με ναύριο προς τιμήν των Αγίων Πάντων. Στην δεκαετή παραμονή του στο ιερό νησί της Αποκάλυψης ασκητεύει, αντιγράφει κώδικες, συλλέγει υλικό για τη Φιλοκαλία, μεταφράζει νηπτικο-ασκητικά κείμενα και συγγράφει το βίο του Οσίου Χριστοδούλου. Στή συνέχεια ο Άγιος Μα­κάριος μεταβαίνει στη Σάμο και άσκητεύει σε μικρό κελλί στην περιοχή του χωρίου Μύλοι, όπου μετά την κοίμηση του ανεγέρθηκε ναός προς τιμήν του, ο όποιος αποτελεί μέχρι σήμερα προσκύνημα με με­γάλη θαυματουργική παράδοση. Μετά το θάνατο του πατέρα του ο Άγιος προσκα­λείται από τα αδέλφια του, πού βρίσκο­νται στην Ύδρα, για να μεταβούν στα Τρί­καλα για τη διανομή της πατρικής περιου­σίας. Η άκρα ασκητικότητα και η τέλεια ακτημοσύνη του τον οδηγούν στο να αρνη­θεί το μερίδιο της κληρονομιάς, το οποίο παραχωρεί στα αδέλφια του, ενώ καίει όλα τα χρεώγραφα του πατέρα του καί χαρίζει τα χρέη στους οφειλέτες. Στή συνέ­χεια ταξιδεύει στη Σμύρνη, όπου αναζητεί καί βρίσκει χρηματοδότες για την έκδοση των βιβλίων του, ενώ ενισχύει πνευματικά την οικογένεια του Ιωάννη Μαυροκορδά­του, ο οποίος αναλαμβάνει τα τυπογραφι­κά έξοδα των βιβλίων του Αγίου. Στή συ­νέχεια μεταβαίνει στη Χίο, όπου εγκαθί­σταται οριστικά σε ασκητικό και ήσυχαστικό τόπο, κοντά στο ναό του Αγίου Πέ­τρου, στους βορειοανατολικούς πρόποδες του Όρους Αίπος, πάνω από την κωμόπολη του Βροντάδου. Στον ασκητικό αυτό τόπο ο Άγιος, ως Μεγαλόσχημος πλέον μοναχός, έχοντας μαζί του και τον υποτακτικό του Ιά­κωβο, βρίσκει την ποθούμενη ησυχία καί επιδίδεται στήν αυστηρή άσκηση, τη φι­λανθρωπία και την ανάγνωση νηπτικο-ασκητικών Πατερικών κειμένων.
Με τη βοή­θεια των κατοίκων της Χίου καί της Σμύρνης, βοηθά τον Νήφωνα τον Χίο στην ανέ­γερση της Ιέρας Μονής του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου στην Ικαρία, οπού καί μεταβαίνει για να άσκητεύσει μαζί του για κάποιο χρονικό διάστημα. Αργότερα στον περίβολο της μονής ανεγέρθηκε ναός προς τιμήν του αγίου Μακαρίου, όπου φυλάσ­σεται και παλαιά εικόνα του Αγίου, για να θυμίζει την άγιαστική και ασκητική του παρουσία στο νησί.
Επιστρέφοντας στή Χίο κηρύττει στους ναούς, ενισχύει οικο­νομικά τους φτωχούς, προσφέρει ανακούφιση και παρηγοριά σε όσους έχουν ανά­γκη, εντείνει τους ασκητικούς του αγώνες, επικοινωνεί αδιάλειπτα με τον Θεό. Το 1782 εκδίδεται ή πεντάτομη Φιλοκαλία, πού αποτελεί μια ανθολογία από έργα Ασκητικών καί Νηπτικών Πατέρων. Αργό­τερα εκδίδονται τα έργα «Περί συνεχούς Θείας Μεταλήψεως», ο «Εύεργετινός» και η «Ιε­ρή Κατήχηση» του Πλάτωνα Μόσχας, ενώ στο ΄Αγιο Όρος μεταφράζει έργα του αγί­ου Συμεών του Νέου Θεολόγου.
Το έργο «Περί συνεχούς Θείας Μεταλήψεως» προκαλεί σχόλια και αντιδράσεις και η Σύνοδος του Πατριαρχείου το καταδικάζει ως επικίν­δυνο καί απόβλητο. Αργότερα όμως το βι­βλίο δικαιώνεται και επαινείται από τον Πατριάρχη Νεόφυτο τον Ζ'. Στο ασκητήριό του ο Άγιος αναπτύσσει ιδιαίτερα καί το αλειπτικό χάρισμα. Αναδεικνύεται ουρανόσταλτος οδηγός, πού με την πίστη και τη διδασκαλία του συμβουλεύει, εμψυ­χώνει καί προετοιμάζει προς το μαρτύριο πολλούς Νεομάρτυρες. Χάρη στην πνευματική καθηδήγησή του οδηγήθηκαν συνειδη­τά προς το μαρτύριο ο Πολύδωρος ο Κύ­πριος (3 Σεπτεμβρίου 1794), ο πολιούχος της Μυτιλήνης Θεόδωρος ο Βυζάντιος (17 Φεβρουαρίου 1795), ο Μάρκος ο Νέος από τη Σμύρνη (5 Ιουνίου 1801), ο πολιούχος της Τριπόλεως Δημήτριος ο Πελοποννήσιος (14 Απριλίου 1803).
Ενισχύει οικο­νομικά τον Αδαμάντιο Κοραή που σπου­δάζει στο Μονπελλιέ της Γαλλίας, καί βοηθάει στην έκδοση του «Νέου Μαρτυρολογίου». Συνεργάζεται με τον επιστήθιο φίλο και βιογράφο του άγιο Αθανάσιο τον Πάριο για τη σύνταξη του «Νέου Λει­μωνάριου», το οποίο εκδίδεται το 1819 στη Βενετία από τον Νικηφόρο τον Χίο, πού έγραψε και την Ακολουθία του αγίου Μακαρίου. Στις αρχές Σεπτεμβρίου του 1804 προσβάλλεται από ημιπληγία όλο το δεξιό μέρος του σώματος του, με συνέπεια να μην μπορεί να κουνηθεί καί να γράψει για οκτώ μήνες μέχρι τίς 17 Απριλίου το 1805, ημέρα που ο γενάρχης του Φιλοκαλισμού παραδίδει το πνεύμα του στον Πα­νάγαθο Θεό. Ενταφιάστηκε δεξιά από το ναό των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου, ό όποιος από τότε μετονομάσθη­κε από τον ευσεβή Χιακό λαό σε ναό του αγίου Μακαρίου. 
Η ανακομιδή των Λει­ψάνων του Αγίου, που φυλάσσονται σε να­ούς και μοναστήρια της Χίου καί της Κο­ρινθίας, πραγματοποιήθηκε το 1808. Μετά την κοίμηση του Αγίου ό μοναχός Κων­στάντιος από τη Θεσσαλία, από αγάπη και σεβασμό στον δάσκαλο καί γέροντά του άγιο Μακάριο, που γνώρισε στην Ύδρα, ανεγείρει τους δύο πρώτους ναούς προς τι­μήν του, το 1815 στο χωριό Έλατα της Χί­ου καί γύρω στο 1820 στο χωριό Μύλοι της Σάμου, ενώ την τελευταία δεκαετία ανεγέρθηκαν περικαλλείς ναοί έπ' ονόματι του αγίου Μακαρίου στο Ξυλόκαστρο Κοριν­θίας (πού θεμελιώθηκε το 1989) καί στην Ιε­ρά Μονή Αγίων Κηρύκου καί Ίουλίττης στο Σιδηρόκαστρο Σερρών (πού θεμελιώ­θηκε το 1992).
Αναρίθμητα είναι τα θαύμα­τα που με τη χάρη του Θεού τέλεσε ο Άγιος στην πορεία των 200 ετών από την όσιακή του κοίμηση (στίς 17 Απριλίου του 1805) μέ­χρι τίς ημέρες μας, ώστε να παραμένει στη συνείδηση των Ορθοδόξων ως ο ενάρετος και φιλόστοργος Ποιμενάρχης, ο μεγάλος Διδάσκαλος του Γένους, ο ταπεινός διάκο­νος Χρίστου, ό συγγραφέας ψυχοσωτήριων βιβλίων, ο θαυματουργός Άγιος.







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου