ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΤΥΧΩΝ
Πατριάρχης Μόσχας καί πάσης Ρωσίας (+ 1925)
Καθηγητοῦ Ἀντ. Μάρκου
Ὁ Πατριάρχης Τύχων ὑπῆρξε χωρίς ἀμφιβολία ἡ μεγαλύτερη προσωπικότητα τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας κατά τόν 20ό αἰ. Ἱεράρχης μέ σημαντική θεολογική κατάρτιση, δύναμη καί παρρησία, διοικητικές ἱκανότητες καί ἀναγνωρισμένη ἀρετή καί πνευματικότητα, ἀνέλαβε τήν διοίκηση τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας στήν πλέον δύσκολη στιγμή τῆς ἱστορίας Της.
Ὁ κατά κόσμον Βασίλειος Ἰβάνοβιτς Μπελάβιν, γεννήθηκε τήν 19. 1. 1865 στό Τροπέτς τῆς περιοχῆς Πσκώφ καί ἦταν γιός Ἱερέως. Τά ἐγκύκλια γράμματα παρακολούθησε στό τοπικό ἐνοριακό σχολεῖο καί στή συνέχεια φοίτησε στήν Ἱερατική Σχολή τῆς Ἐπισκοπῆς καί στήν Θεολογική Ἀκαδημία τῆς Πετρουπόλεως, ἀπό ὅπου ἀποφοίτησε μέ ἄριστα σέ ἡλικία 23 ἐτῶν καί διορίστηκε ἀμέσως Καθηγητής στό Ἐκκλησιαστικό Σεμινάριο τοῦ Πσκώφ. Τό 1891 ἔγινε μοναχός μέ τό ὄνομα Τύχων καί τό 1897, σέ ἡλικία μόλις 33 ἐτῶν, χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος Λούμπλιν, βοηθός τῆς Ἐπισκοπῆς Βαρσοβίας. Τό 1898 μετατέθηκε στήν ἱεραποστολική ἕδρα τῆς Ἀλάσκας καί τό 1900 διορίστηκε στήν Ἐπισκοπή Βορείου Ἀμερικῆς. Τό 1905, σέ ἀναγνώριση τῶν ἱεραποστολικῶν του ὑπηρεσιῶν, ὀνομάσθηκε Ἀρχιεπίσκοπος καί τό 1907 διορίσθηκε σέ μία τῶν ἀρχαιοτέρων ἑδρῶν τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας, τήν Ἐπισκοπή Γιαροσλάβ καί Ροστώβ.
Ὁ πόλεμος τοῦ 1914 τόν βρῆκε νά ποιμαίνει τήν Ἐπισκοπή Βίλνας. Ἡ περιοχή του ὑπῆρξε θέατρο πολεμικῶν συγκρούσεων, μέ ἀποτέλεσμα τήν δεινή κακοπάθεια τοῦ λαοῦ. Κατά τήν περίοδο αὐτή ὁ ἀρχιεπ. Τύχων βρῆκε τήν εὐκαιρία νά δείξει τά φιλάνθρωπα αἰσθήματά του, χάρις στά ὁποῖα ἔγινε εὑρύτατα γνωστός, μέ ἀποτέλεσμα νά διοριστεῖ ἀπό τόν Τσάρο Νικόλαο Β' μέλος τῆς Ἱερᾶς Συνόδου. Σ' αὐτή τήν θέση τόν βρῆκε ἡ Ἐπανάσταση τοῦ 1917. Τήν 19. 6. 1917 ὀνομάσθηκε Ἀριεπίσκοπος Κρουτίτσης καί Κολόμνας. Τήν 14. 8. 1917 ἡ Πανρωσική Σύνοδος τόν ὀνόμασε Μητροπ. Μόσχας καί τήν ἑπομένη 15. 8. 1917 τόν ἀνέδειξε Πρόεδρό της, μέ ψήφους 564 ἔναντι 33.
Τίς μακρές συζητήσεις στή Σύνοδο γιά τήν ἐπανίδρυση ἤ μή τοῦ Πατριαρχείου, ἐπίσπευσαν οἱ ραδγαῖες πολιτικές ἐξελίξεις. Κατά τήν κρίσιμη ψηφοφορία τῆς 30ης Ὀκτωβρίου 1917, ἐπί 317 παρόντων μελῶν, ψήφισαν 265, ἀπό τούς ὁποίους 141 ὑπέρ καί 112 κατά τῆς ἐπανιδρύσεως τοῦ Πατριαρχείου. Στή συνέχεια ἡ Σύνοδος προχώρησε σέ ἐκλογή Πατριάρχη, μέ πρόταση τοῦ Καθηγητή Σοκόλωφ. Κατά τήν πρώτη ψηφοφορία ἐξελέγησαν 25 ὑποψήφιοι! μέ πρώτους τόν Ἀρχιεπίσκοπο Χαρκόβου Ἀντώνιο μέ 101 ψήφους, τόν Ἀρχιεπίσκοπο Νόβγκοροντ Ἀρσένιο μέ 27 καί τόν Μητροπολίτη Κρουτίτσης Τύχωνα μέ 23. Κατά τήν δεύτερη ψηφοφορία ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀντώνιος πῆρε 159 ψήφους, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀρσένιος 148 καί ὁ Μητροπολίτης Τύχων 125.
Ἡ τελική ἐκλογή ἔγινε μέ κλῆρο, ἐνώπιον τῆς Εἰκόνος τῆς Παναγίας τοῦ Βλαδιμήρ. Ἐκλεκτός τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ δέν ἦταν ὁ ἐκλεκτός τοῦ σώματος τῆς Συνόδου Ἀρχιεπίσκοπος Ἀντώνιος, ἀλλά ὁ Μητροπολίτης Τύχων, τόν ὁποῖο ἀνέδειξε Πατριάρχη Μόσχας καί πάσης Ρωσίας ὁ κλῆρος πού τράβηξε ὁ γηραιός Ἱερομόναχος Ἀλέξιος καί παρέδωσε στόν προεδρεύοντα Μητροπ. Κιέβου Βλαδίμηρο.
Ὁ Μητροπ. Τύχων ἀποδέχτηκε τήν ἐκλογή λέγοντας τά ἀκόλουθα: "Στό ἐξῆς μέσα στά καθήκοντά μου θά εἶναι καί ἡ μέριμνα γιά ὅλες τίς ἐκκλησίες τῆς Ρωσίας, γιά τίς ὁποίες θά πρέπει νά πεθαίνω καθημερινά. Βρίσκω δύναμη στό γεγονός, ὅτι δέν ἐπιδίωξα τήν ἐκλογή. Ἦρθε σέ μένα ὄχι κατά τό θέλημα τῶν ἀνθρώπων, ἀλλά κατά τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἐλπίζω, ὅτι Αὐτός πού μέ κάλεσε, θά μέ βοηθήσει μέ τήν εὐλογία Του".
Ὁ Τύχων ἐνθρονίσθηκε Πατριάρχης τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας στή Μητρόπολη τῆς Ρωσικῆς Ὀρθοδοξίας, τόν Καθεδρικό Ναό Κοιμ. Θεοτόκου Κρεμλίνου, τήν 29η Νοεμβρίου 1917. Μέχρι τήν ἐνθρόνισή του ἔμεινε στή Λαύρα τῆς Ἀγίας Τριάδος - ἁγ. Σεργίου (τῆς ὁποίας ὁ ἑκάστοτε Πατριάρχης εἶναι Ἡγούμενος), προετοιμαζόμενος γιά τήν νέα του διακονία. Γιά τήν τελετή βρέθηκαν παλαιά πατριαρχικά ἄμφια στό ἀσύλητο, ἀκόμη, πλούσιο σκευοφυλάκιο τῶν Πατριαρχείων, ὅπως ἡ ράβδος τοῦ Μητροπ. Ρωσίας ἁγ. Πέτρου καί τό χαρακτηριστικό λευκό κάλυμμα κεφαλῆς τοῦ Πατριάρχου Νίκωνος. Τήν Πατριαρχική ράβδο ἐνεχείρησε στό νέο Πατριάρχη ὁ ἔχων τά πρεσβεία τῆς Ἀρχιερωσύνης Μητροπ. Κιέβου Βλαδίμηρος. Μετά τήν ἐνθρόνιση ὁ Τύχων ἡγήθηκε μιᾶς μεγάλης λιτανείας γύρω ἀπό τό Κρεμλίνο, ραντίζοντας τά τείχη μέ ἁγιασμό.
Ἡ ἐκλογή τοῦ Τύχωνος δυσαρέστησε τόν Ἀρχιεπίσκοπο Ἀντώνιο Κραποβίτσκυ (ὁ ὁποῖος στή συνέχεια διέφυγε στή Δύση καί ἡγήθηκε τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας τῆς Διασπορᾶς) καί τήν "Ἕνωση Δημοκρατικοῦ Ὀρθοδόξου Κλήρου καί Λαοῦ", ἡ ὁποία δέν ἀναγνώρισε τόν Τύχωνα καί προχώρησε στή διοργάνωση - σχίσμα τῆς "Ζωντανῆς Ἐκκλησίας".
Πέραν τῆς ἐπανιδρύσεως τοῦ Πατριαρχείου, ἡ Πανρωσική Σύνοδος ὑπό τήν προεδρεία τοῦ Τύχωνος ἀποφάσισε:
· Τήν καθιέρωση ὡς ἀνωτάτου διοικητικοῦ ὀργάνου τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας, ἡ ὁποία ἔπρεπε νά συνέρχεται τουλάχιστον μία φορά κάθε τριετία. Γιά τήν ἐνδιάμεση περίοδο τήν διοίκηση ἀσκοῦσαν ἡ Διαρκής Ἱερά Σύνοδος καί τό Ἀνώτατο Ἐκκλησιαστικό Συμβούλιο (στό ὁποῖο συμμετεῖχαν Ἐπίσκοποι, Κληρικοί καί λαϊκοί), ὑπό τήν προεδρία τοῦ Πατριάρχη.
· Τήν αὐτονομία τῆς ἐνορίας, τό ἀμετάθετο τῶν Ἐφημερίων καί τίς ἁρμοδιότητες τῶν λαϊκῶν.
· Τήν τόνωση τοῦ Θείου Κηρύγματος. Ὄχι μόνον οἱ Ἐπίσκοποι, ἀλλά καί οἱ προσοντοῦχοι Κληρικοί καί λαϊκοί, θά ἔπρεπε νά κηρύτουν τόν θεῖο λόγο ὄχι μόνο κατά τήν Λειτουργία τῆς Κυριακῆς, ἀλλά μέ κάθε λειτουργική – λατρευτική εὐκαιρία, τό κήρυγμα δέ θά ἔπρεπε νά γίνεται στήν γλῶσσα τῶν ἐκκλησιαζομένων καί ὄχι ἀποκλειστικά στή Ρωσική.
· Τήν διακήρυξη τῆς ἁγιότητας τῶν Νεομαρτύρων τοῦ ἀθεϊστικοῦ διωγμοῦ. Ἀπό τήν ἀρχή τῆς Ἐπαναστάσεως, πολλοί Ὀρθόδοξοι - Κληρικοί καί λαϊκοί - μαρτύρησαν γιά τήν πίστη τους στό Θεό καί τήν Ἐκκλησία Του. Ὁ Πατριάρχης Τύχων καί ἡ Σύνοδος ἐκφράζοντας τήν συνείδηση τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας, διακήρυξε τήν μαρτυρική ἰδιότητα τῶν Νεομαρτύρων καί καθιέρωσε τήν 25η Ἰανουαρίου ὡς ἡμέρα μνήμης τους (ἡμέρα μαρτυρίου τοῦ Πρωτομάρτυρος τῆς Ρωσικῆς Ἱεραρχίας Μητροπ. Κιέβου Βλαδιμήρου, + 25. 1. 1918).
· Τόν Ἀφορισμό τῶν Μπολσεβίκων. Ὁ Ἀφορισμός ἐξαπολύθηκε τήν 18η Ἰανουαρίου 1918, κατά τόν Π. Ν. Τρεμπέλα, "κατά τῆς Κυβερνήσεως τῶν Σοβιέτ καί πάντων τῶν ἐπικοινωνούντων πρός αὐτήν" (Π. Ν. Τρεμπέλα, "Τό αὐτοκέφαλον τῆς ἐν Ἀμερικῇ Metropolia", σελ. 6). "Καθημερινῶς - ἔγραφε ὁ Πατριάρχης Τύχων στή σχετική Ἐγκύκλιο - ἀκούωμεν διά τά ἀνήκουστα ἐγκλήματα καί αἱματοχυσίας, θύματα τῶν ὁποίων εἶναι ἀθῶοι ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι εἰς τίποτε δέν ἔπταισαν παρά μόνον εἰς τό ὅτι ἔπραξαν τό καθῆκον των ἀπέναντι εἰς τόν Θεόν καί τήν πατρίδα. Ἐκεῖνοι ὅπου ὑπόσχονται νά ἐπαναφέρουν εἰς τήν Ρωσίαν τήν τάξιν καί τήν δικαιοσύνην, σκορπίζουν παντοῦ τό ἔγκλημα καί τήν βίαν, ἐναντίον ὅλων καί ἰδιαιτέρως τῆς Ἁγίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας... Συνέλθετε, ἀνόητοι. Παύσατε τά ἐγκλήματά σας... Συμφώνως μέ τήν ἐξουσίαν τήν ὁποίαν ἔχουμε ἀπό τόν Θεό, ἀπαγορεύουμε τήν συμμετοχήν σας εἰς τά Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας. Σᾶς ἀναθεματίζουμε, ἄν εἶστε ἀκόμη Χριστιανοί, ἄν καί ἀπό τήν γέννησίν σας εἶσθε μέλη τῆς Ἐκκλησίας..." (γιά τόν Ἀφορισμό βλ. ἐπίσης: N. Zernov, "Οἱ Ρῶσοι καί ἡ Ἐκκλησία τους", 1972· καί C. Dahm, "Ἑκατομμύρια Ρῶσοι πιστεύουν στόν Θεό", 1979).
Ὁ Ἀφορισμός σάν πνευματικό ὅπλο δέν ἀπέδωσε ἀποτελέσματα, διότι ἀπευθύνονταν σέ ἀθέους. Ἀντίθετα, ἀποτέλεσε ἀφορμή γιά κλιμάκωση τῶν διωγμῶν καί (ἀργότερα, τόν Αὔγουστο τοῦ 1922) γιά τήν σύλληψη τοῦ Τύχωνος (ἄλλες αἰτίες ἦταν ἡ ἄρνηση τοῦ Πατριάρχη νά συνεργαστεῖ μέ τήν Σοβιετική Κυβέρνηση, ἡ κριτική του γιά τήν ἀτιμωτική γιά τήν Ρωσία Συνθήκη τοῦ Μπέστ - Λίτοβσκ, ἡ ἀντίθεσή του στή δήμευση τῶν ἐκκλησιαστικῶν σκευῶν, κ.ἄ.).
Τήν ἀμέσως ἑπομένη ἡμέρα τοῦ Ἀφορισμοῦ (19. 1. 1918), ἡ Σοβιετική Κυβέρνηση ἔθεσε τό θέμα τῆς εἰσαγωγῆς τοῦ Νέου Ἡμερολογίου στή Σοβιετική Ἕνωση. Μέ ἀπόφασή της τῆς 24. 1. 1918, ἡ 31η Ἰανουαρίου ὀνομάσθηκε 14η Φεβρουαρίου. Ἡ ἀντίδραση της Ἐκκλησίας ὑπῆρξε ἄμεση. Πέντε ἡμέρες μετά τήν κυβερνητική ἀπόφαση (29. 1. 1918), συνῆλθαν σέ κοινή συνεδρίαση ὑπό τόν Πατριάρχη Τύχωνα, δύο τμήματα τῆς Πανρωσικῆς Συνόδου, τό Τμῆμα Θείας Λατρείας καί τό Τμῆμα Σχέσεων Ἐκκλησίας - Πολιτείας. Κατά τήν συνεδρίαση παρουσιάσθηκαν δύο σχετικές εἰσηγήσεις τῶν Καθηγητῶν S. S. Glagolev καί I. I. Sokolov, ἀπό τίς ὁποίες καμμία δέν ἐνθάρρυνε τήν ἀλλαγή. Τελικά ἡ Σύνοδος ἀποφάσισε ὅτι:
α. Δέν ὑπάρχει λόγος γιά τήν Ἐκκλησία νά μήν ἔχει ἕνα ξεχωριστό ἡμερολόγιο, διαφορετικό ἀπό ἐκεῖνο τῆς Πολιτείας.
β. Ἡ Ἐκκλησία, ὄχι ἁπλῶς μπορεῖ νά διατηρήσει τό Ἰουλιανό Ἡμερολόγιο, ἀλλά ἐπί τοῦ παρόντος εἶναι ἀδύνατο νά μετακινηθεῖ ἀπό αὐτό.
γ. Ἡ εἰσαγωγή τοῦ Νέου Ἡμερολογίου στή Ρωσική Ἐκκλησία, θά διασπάσει τήν ἑνότητα μέ τίς ἄλλες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες. Κάθε ἀλλαγή τοῦ ἡμερολογίου μπορεῖ νά γίνει μόνο μέ συμφωνία ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν.
δ. Δέν εἶναι δυνατόν νά συνδεθεῖ τό Ὀρθόδοξο Πάσχα μέ τό Γρηγοριανό Ἡμερολόγιο.
στ. Ἀναγνωρίζεται, ὅτι τό Ἰουλιανό Ἡμερολόγιο εἶναι ἀστρονομικά ἐσφαλμένο. Αὐτό ἐπισημάνθηκε ἤδη ἀπό τήν Σύνοδο τῆς ΚΠόλεως τοῦ 1583. Ἐν τούτοις εἶναι λανθασμένο νά πιστεύεται, ὅτι τό Γρηγοριανό Ἡμερολόγιο εἶναι καλύτερο γιά ἐκκλησιαστική χρήση. (Βλ. γενικά Πρωθιερέως Ἀλεξάνδρου Lebedev, "St. Patriarch Tikhon and the Calendar uestion").
Μετά τήν ἐξέλιξη αὐτή ἡ Σοβιετική Κυβέρνηση δέν ἐφάρμοσε τήν ἀπόφασή της περί ἀλλαγῆς τοῦ ἡμερολογίου.
Τήν πάλη μεταξύ Χριστιανισμοῦ καί Ἀθεϊας στή Ρωσία μετά τό 1917, διακρίνουν τρία στάδια. Κατά τήν διάρκεια τοῦ πρώτου οἱ Μπολσεβίκοι ἐκδήλωσαν τήν λανθασμένη γιά τήν Ἐκκλησία γνώμης τους, πού ἦταν συνέπεια τῆς ὑλιστικῆς τους τοποθετήσεως. Πίστευαν, ὅτι θά κατέστρεφαν τήν Ἐκκλησία, ἄν κατέστρεφαν τήν οἰκονομική Της βάση καί ἄν ἐξαπέλυαν τρομοκρατία καί διωγμό.
Κατά τόν Παπικό Ἱερέα καί Καθηγητή Πανεπιστημίου Γεώργιο G..., ὁ μελετητής καί μεταφραστής τοῦ Μάρξ Β. Στεπάνωφ εἶχε γράψει χαρακτηριστικά: "Χρειαζόμαστε ἕναν ἀγῶνα ἀδυσώπητο ἐναντίον ὅλων ἀνεξαιρέτως τῶν Κληρικῶν, εἴτε Πάστορες λέγονται, εἴτε Ἀββάδες, εἴτε Ραββίνοι, εἴτε Πατριάρχες, εἴτε Μουλλάδες, εἴτε Πάπες. Γιά μία ὡρισμένη περίοδο, αὐτός ὁ ἀγῶνας πρέπει νά μετατραπεῖ σέ ἀγώνα ἐναντίον τοῦ Θεοῦ, εἴτε λέγεται Ἰαχωβᾶ, εἴτε Ἰησοῦς, εἴτε Βούδας, εἴτε Ἀλλάχ"!
Ὁ διωγμός κατά τῆς Ἐκκλησίας εἶχε ἀρχίσει ἤδη ἀπό τό 1917. Μέχρι τό 1919 οἱ περίφημοι Ναοί τοῦ Κρεμλίνου εἶχαν κλεισθεῖ, ὅπως καί τά ἐκκλησιαστικά τυπογραφεία, 28 Ἱεράρχες εἶχαν φονευθεῖ (μέ πρῶτο τόν ἔχοντα τά πρεσβεία τῆς Ἀρχιερωσύνης Μητροπ. Κιέβου Βλαδίμηρο) καί χιλιάδες Κληρικοί εἶχαν φονευθεῖ, ἐξορισθεῖ ἤ φυλακισθεῖ. Ἀπό τούς χιλιάδες ναούς τῆς Ρωσίας πολλοί καταστράφηκαν ἤ ἄλλαξαν χρήση, καθώς καί οἱ περισσότερες τῶν μονῶν πού μετετράπηκαν σέ στρατόπεδα ἤ ἄσυλα.
Ἀπό τό 1919 μέχρι τό 1922 τά ἄφθαρτα Λείψανα 63 Ἁγίων ἀφαιρέθηκαν ἀπό τούς τόπους λατρείας, διακωμωδήθηκαν, ὑποβλήθηκαν σέ δῆθεν ἐπιστημονικές ἐξετάσεις, παρουσιάσθηκαν σάν μούμιες ἤ καί πλαστά, ἄλλα καταστράφηκαν (λ.χ. τοῦ ἁγ. Ἀρτεμίου τοῦ Βέρκολα) καί ἄλλα ἐκτέθηκαν σέ ἀντιθρησκευτικά μουσεῖα (λ.χ. τοῦ ἁγ. Ἀλεξάνδρου τοῦ Σβίρ, τοῦ ὁποίου τό Λείψανο σώθηκε στό Μουσεῖο Ἀνατομίας τῆς Στρατιωτικῆς Ἰατρικῆς Ἀκαδημίας τοῦ Λένινγκραντ, ἐπειδή ὁ Ἀκαδημαϊκός Πέτρος Πέτροβιτς Ποκρύσκιν εἶχε τό θάρρος νά ὁμολογήσει, ὅτι "τό Λείψανο τοῦ ἁγ. Ἀλεξάνδρου τοῦ Σβίρ ἀποτελεῖ ἀναμφισβήτητα ἱστορικό γεγονός, ἡ θέση τοῦ ὁποίου εἶναι σέ μία ἐκκλησία" καί νά ζητήσει "νά ληφθοῦν μέτρα γιά τήν διαφύλαξη αὐτοῦ τοῦ ἐθνικοῦ ἱστορικοῦ θησαυροῦ". (Βλ. Περιοδικό "The Orthodox Word", ἀφιερωματικό τεύχος 236 - 237, Μαϊου - Αὐγ. 2004).
Ἡ Σοβιετική Νομοθεσία τοῦ 1918, ὅπως προαναφέρθηκε, δέν δήμευση ἁπλῶς τήν ἐκκλησιαστική περιουσία, ἀλλά ἀπέκλεισε τήν Ἐκκλησία ἀπό τήν κοινωνική ζωή τοῦ Σοβιετικοῦ Κράτους.
Τό 1922 (23/11), ὁ Λένιν δημοσίευσε τόν νόμο "Περί χωρισμοῦ Ἐκκλησίας καί Κράτους". Ὁ νόμος αὐτός περιόριζε τήν Ἐκκλησία στά αὐστηρῶς τελετουργικά Της καθήκοντα καί ἀπαγόρευε τήν διδασκαλία τῶν Θρησκευτικῶν στά σχολεῖα (θρησκευτικά μαθήματα μποροῦσαν νά διδάσκονται μόνον ἰδιωτικῶς, σέ ὁμάδες μαθητῶν ὄχι ἄνω τῶν τριῶν!). Ἡ Ἐκκλησία στεροῦνταν τῆς περιουσίας Της, καθώς καί τοῦ δικαιώματος νά ἀποκτήσει περιουσία στό μέλλον. Οἱ θρησκευτικές ὀργανώσεις ἀπαγορεύτηκαν καί ἔπαψαν νά θεωροῦνται νομικά πρόσωπα.
Προηγουμένως, τό 1921, ἡ Σοβιετική Κυβέρνηση - μέ πρόσχημα τόν λιμό πού εἶχε ἐνσκύψει, συνεπείᾳ τῆς Ἐπαναστάσεως καί τοῦ Ἐμφυλίου Πολέμου - προχώρησε στή δήμευση τῶν ἐκκλησιαστικῶν σκευῶν (26 Φεβρουαρίου). Ἡ ἀντίδραση τοῦ Τύχωνος ὑπῆρξε σθεναρή καί ἀπείλησε μέ ἀφορισμό τούς ἀσεβεῖς λαϊκούς καί μέ καθαίρεση τούς Κληρικούς. Ἡ ἀντίδραση στή δήμευση προκάλεσε 231 δίκες 738 κατηγορουμένων, ἀπό τούς ὁποίους οἱ 44 ἐκτελέσθηκαν (μεταξύ αὐτῶν καί ὁ Ἱερομάρτυρας Μητροπ. Πετρουπόλεως Βενιαμίν). Ὁ Richard Pipes ἀριθμεῖ σέ 28 τούς Ἐπισκόπους, 1.215 τούς Κληρικούς καί περίπου 8.000 τούς λαϊκούς πού ἐκτελέστηκαν λόγῳ τῆς ἀντιδράσεως στή δήμεσυση (Richard Pipes, “Russia under the Bolshevik regime, 1919 - 1924”, 1995, σελ. 355).
Ἐνῶ τό Σοβιετικό Σύνταγμα τοῦ 1918, στό ἄρθρο 13, προέβλεπε «τήν ἐλευθερία θρησκευτικῆς καί ἀντιθρησκευτικῆς προπαγάνδας», ὅμως, παρά τά προηγούμενα - τόν διωγμό, τόν χωρισμό τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τό Κράτος, τήν δήμευση τῆς ἐκκλησιστικῆς περιουσίας καί τῶν ἱερῶν σκευῶν - ἡ Ἐκκλησία δέν κατέρρευσε. Ἀντίθετα, οἱ διωγμοί τόνωσαν τό φρόνημα τῶν πιστῶν μελῶν Της (σέ σημεῖο νά ἀναδεικνύονται καθημερινά νέοι Μάρτυρες) καί ἡ δήμευση τῆς περιουσίας Της τήν ἀπάλλαξε ἀπό τά τυχόν καιροσκοπικά μέλη Της. Ἔτσι οἱ ἀθεϊστές ἀναγκάσθηκαν τό 1922 νά προχωρήσουν στήν ὑλοποίηση τοῦ δευτέρου σταδίου τῆς κατά τοῦ Χριστιανισμοῦ καί τῆς Ἐκκλησίας πάλης τους, μέ τήν δημιουργία μιᾶς κρατικῆς "Ἐκκλησίας", πού θά ἔπλητε τήν κανονική Ἐκκλησία μέ σχίσματα καί διαιρέσεις. Γιά νά ἐπιτύχει ὅμως τό σχέδιο αὐτό, ἔπρεπε νά ἐξουδετερωθεῖ ὁ κύριος ἀντίπαλος - ἐκφραστής τῆς κανονικότητας καί τῆς ἑνότητας τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας, ὁ Πατριάρχης Τύχων.
Τό θέμα τῆς Σοβιετοποιήσεως τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας εἶχε τεθεῖ ἤδη ἀπό τό 1921 ἀπό τόν Σοβιετικό ἀξιωματοῦχο Lunacharsky. Γιά δεύτερη φορά τέθηκε ἀπό τόν Τρότσκυ, σέ κοινή συνεδρίαση μέ τούς Στάλιν, Μολότωφ καί Καμένεφ, τήν 2. 4. 1922. Σήμερα, μετά τήν πτώση τοῦ Σοβιετικοῦ καθεστῶτος, ὅλοι οἱ μελετητές τῶν πηγῶν συμφωνοῦν ὅτι τά σχέδια γιά τήν ὀργάνωση τῆς Ζωντανῆς Ἐκκλησίας ἐξυφάνθηκαν ἀπό τίς Σοβιετικές Μυστικές Ὑπηρεσίες.
Ἡ ἐφαρμογή τῆς Σοβιετοποιήσεως ἄρχισε τό 1922 στό Λένινγκραντ, ὅταν ὁ τοπικός Σοβιετικός Ἡγέτης Ζηνόβιεφ συνέστησε στόν Πρωθιερέα Ἀλέξανδρο Βεντένσκυ καί στήν ὁμάδα του (τούς Ἀνακαινιστές τῆς Παν-ρωσικῆς Συνόδου τοῦ 1917 – 18) νά ἀναλάβουν τήν διοίκηση τῆς Ρωσι κῆς Ἐκκλησίας, ὥστε νά ἐπιτευχθεῖ μία συμφωνία (κονκορδάτο) μεταξύ Αὐτῆς καί τῆς Σοβιετικῆς Κυβερνήσεως.
Τήν 24. 3. 1922 οἱ Ἀνακαινιστές Ἡγέτες Κρασνίτσκυ, Βεντένσκυ, Μπέλκωφ, Μπογιάρσκυ κ.ἄ. δημοσίευσαν στήν «Ἀλήθεια τῆς Πετρουπόλεως» («Petrogradskaia Pranda”) ἕνα κείμενο μέ τό ὁποῖο ὑποστήριζαν τήν Σοβιετική Κυβέρνηση στό θέμα τῆς δημεύσεως τῶν Ἱερῶν Σκευῶν. Τήν ἴδια χρονική στιγμή ὁ Πατριάρχης Τύχων, ὁ ὁποῖος ἦταν σέ κατ’ οἶκον περιορισμό ἀπό τήν 19. 3. 1922, κλήθηκε νά καταθέσει στήν δίκη 54 πιστῶν πού εἶχαν ἀντιδράσει στή δήμευση. Ὁ Πατριάρχης, στήν προσπαθειά του νά σώσει τούς κατηγορουμένους, ἀνέλαβε ὁ ἴδιος τήν εὐθύνη τῆς ἀντιδράσεως καί σέ ἐρώτηση τοῦ προέδρου τοῦ δικαστηρίου ἄν ἀναγνωρίζει τούς νόμους τοῦ Σοβιετικοῦ Κράτους ἀπάντησε «ναί, τούς ἀναγνωρίζω, ὑπό τήν προϋπόθεση ὅτι δέν ἀντιστρατεύονται τούς κανόνες τῆς εὐσεβείας». Πάνω σ’ αὐτό ὁ Ἀλέξανδρος Σολζενίτσιν ἔγραψε: «Ὦ, ἄν καθένας ἀπαντοῦσε ἔτσι, ὅλη ἡ Ἱστορία μας θά ἦταν διαφορετική» (Ἀλ. Σολζενίτσιν, «Ἀρχιπέλαγος Γκούλαγκ», τ. 1ος, σελ. 348).
Ἡ θέση αὐτή τοῦ Τύχωνος ἀντιμετωπίσθηκε ἀπό τίς δύο τάσεις τῆς τότε Ρωσικῆς Ἱεραρχίας διαφοροτρόπως. Ἡ συντηρητική πλευρά ὑπό τόν Ἀρχιεπ. Βολοκολάμσκ Θεόδωρο θεώρησε ὅτι μέ τήν ὁμολογία αὐτή ὁ Πατριάρχης «τό εἶχε τραβήξει πολύ». Ἀντίθετα ἡ προοδευτική πλευρά ὑπό τόν Ἀρχιεπίσκοπο Ἰλαρίωνα τοῦ Βερέϊ θεωροῦσε ὅτι ὁ Πατριάρχης «ἔπρεπε νά τό τραβήξει περισσότερο».
Τό κύριο πρόβλημα τῆς Σοβιετικῆς ἐξουσίας ἐκείνη τήν χρονική στιγμή ἦταν ἡ φιλομοναρχική δραστηριότητα τῆς ὑπό τόν Μητροπ. Ἀντώνιο Κραποβίτσκυ Ρωσικῆς Ἐκκλησίας τῆς Διασπορᾶς. Ὁ Πατριάρχης Τύχων διακρινόμενος γιά τήν μετριοπάθειά του, ἀπέφυγε ἐπιμελῶς κινήσεις πού θά ἐπέτρεπαν στούς Σοβιετικούς νά χαρακτηρίσουν τήν Ρωσική Ἐκκλησία ἀντιδραστική, Τσαρική ἤ φιλομοναρχική. Ἤδη ἀπό τό 1919 εἶχε ἀναγνωρίσει τήν Σοβιετική Κυβέρνηση σάν νόμιμη Κυβέρνηση τοῦ Ρωσικοῦ Κράτους, ὑπό τήν προϋπόθεση ὅτι ἡ Ἐκκλησία θά ἀπολάμβανε τῆς αὐτονομίας - ἐσωτερικῆς ἐλευθερίας Της.
Τήν 3. 5. 1922 τό προεδρεῖο τῆς Σοβιετικῆς Μυστικῆς Ἀστυνομίας G.P.U. ( οἱ Ustinsky, Menzitinsky, Yagoda, Samsonov καί Krasikov), ἀποφάσισε νά ζητηθεῖ ἀπό τόν Τύχωνα νά ἀποκηρύξει ἐντός 24 ὡρῶν τήν Ρωσική Ἐκκλησία τῆς Διασπορᾶς καί νά καθαιρέσει τούς ἡγέτες, ἄλλως θά συληφθεῖ (“Istochnik” ἀριθμ. 3, 1995, σελ. 116). Ἡ ἀπόφαση αὐτή διαβιβάστηκε στό Πολιτικό Γραφεῖο καί ἐξετάστηκε παρουσίᾳ τοῦ Λένιν, τήν 4. 5. 1922.
Τήν 5. 5. 1922 ὁ Τύχων συγκάλεσε τήν Ἱερά Σύνοδο καί τό Ἀνώτατο Ἐκκλησιαστικό Συμβούλιο καί τήν ὑπ’ ἀριθμ. 347 ἀπόφαση διακήρυξε, ὅτι «οὔτε ἡ ἐπιστολή τῆς Συνόδου τοῦ Κάρλοβιτς, οὔτε ἡ ἀποστολή της (Σ.Σ. στήν ὀργάνωση τῆς Γένοβας), ἐκφράζουν τήν Ρωσική Ἐκκλησία», διέταξε τήν διάλυση τῆς Ἀνωτάτης Ἐκκλησιαστικῆς Διοικήσεως τῆς «ἐν τῆ ἐξορίᾳ» Ἐκκλησίας καί ἔθεσε τούς Ρώσους πρόσφυγες τῆς Δυτ. Εὐρώπης ὑπό τήν δικαιοδοσία τοῦ Μητροπ. Παρισίων Εὐλογίου. Ἡ ἀπόφαση αὐτή δέν ἔγινε δεκτή ἀπό τήν περί τόν Μητροπ. Ἀντώνιο Σύνοδο τοῦ Κάρλοβιτς, παρά τήν ἔκδοσή της ὅμως ὁ Τύχων ἀνακρίθηκε ἀπό τήν Μυστική Ἀστυνομία τό ἴδιο βράδυ καί τήν ἑπομένη συνελήφθη.
Τήν 12. 5. 1922 οἱ Ἀνακαινιστές Πρωθιερεῖς Βεντένσκυ, Μπέλκωφ καί Καλινόφσκυ ἐπισκέφθηκαν τόν Πατριάρχη Τύχωνα, κρατούμενο στό Μετόχιο τῆς Ἁγίας Τριάδος, καί τοῦ ζήτησαν νά παραιτηθεῖ. Ὁ Τύχων ὄχι μόνο δέν δέχτηκε, ἀλλά ὅρισε ἀντιπρόσωπό του τόν Μητροπ. Ἀγαθάγγελο τοῦ Γιαροσλάβ, κάτι γιά τόν ὁποῖο ἐνημέρωσε ἐπίσημα τόν Ἐπίτροπο Μ. Ἰ. Καλίνιν, στόν ὁποῖο ὅμως οἱ Σοβιετικές Ἀρχές δέν ἐπέτρεψαν νά ἔρθει στή Μόσχα. Ἀντίθετα οἱ Ἀνακαινιστές τόν ἐπισκέφθηκαν στή Μονή τῆς Τόλγας ὅπου ζοῦσε καί τόν πίεσαν νά τούς παραδώσει τήν διοίκηση τοῦ Πατριαρχείου, ἀλλά ἀπέτυχαν στήν προσπάθειά τους. Τελικά τήν 18. 5. 1922 οἱ Ἀνακαινιστές ἡγέτες - μέ τήν ὑποστήριξη τῶν Σοβιετικῶν Ἀρχῶν - ἔπεισαν τόν Τύχωνα νά τούς παραδώσει τήν διοίκηση, μέχρι τήν ἄφιξη τοῦ Μητροπ. Ἀγαθαγγέλου. Τό σχετικό ἔγγραφο τοῦ Πατριάρχη ἦταν σαφέστατο: «Τά ὑποσημειούμενα πρόσωπα ἐντέλλονται νά ἀναλάβουν καί νά παραδώσουν στόν Σεβ. Μητροπ. Ἀγαθάγγελο, ἀμέσως μετά τήν ἄφιξή του, ὅλες τίς Συνοδικές ὑπηρεσίες, μέ τήν συμπαράσταση τοῦ Γραμματέως Νουμέρωφ» (J. S. Curtiss, “The Russian Church and the Soviet State”, 1953, σελ. 159 - 160).
Τήν ἑπομένη 19. 5. 1922 οἱ Ἀνακαινιστές πέτυχαν τήν μεταφορά τοῦ Τύχωνος στή Μονή Ντόνσκοϊ καί ἐγκαταστάθηκαν στήν Πατριαρχική Κατοικία, τό Μετόχιο τῆς Ἁγίας Τριάδος καί τήν 29. 5. 1922 δημιουργήθηκε ἐπίσημα ἡ «Ζωντανή Ἐκκλησία».
Ἕνα ἀπό τά πρῶτα προβλήματα πού εἶχαν νά ἀντιμετωπίσουν οἱ Ἀνακαινιστές ἦταν ἡ κανονική θέση τοῦ Μητροπ. Ἀγαθαγγέλου, τόν ὁποῖο ἀνέλαβε νά πείσει ὁ εἰδικός Πράκτορας E. A. Tuchkov. Μετά ἀπό ἕνα μῆνα ἄκαρπων διαπραγματεύσεων ὁ Μητροπ. Ἀγαθάγγελος δημοσίευσε τήν ὑπ’ ἀριθμ. 214/5. 6. 1922 Ἐγκύκλιό του μέ τήν ὁποία αἰφνιδίασε τήν Σοβιετική πλευρά. Στήν ἐγκύκλιό του ὁ Ἀγαθάγγελος κατηγοροῦσε τούς Ἀνακαινιστές γιά ἀνατροπή τῆς δογματικῆς καί ἠθικῆς διδασκαλίας τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, καθώς καί τῶν Ἱερῶν Κανόνων καί τοῦ Τυπικοῦ τῶν Ἱερῶν Ἀκολουθιῶν καί ἔδινε στούς Ἐπισκόπους τό δικαίωμα νά διοικοῦν τίς Ἐπισκοπές τους ἀνεξαρτήτως, μέχρι τήν ἀποκατάσταση μιᾶς κανονικῆς Ἀνωτάτης Ἐκκλησιαστικῆς Διοικήσεως (Gubonin αὐτ. σελ. 219 -221). Ἀμέσως μετά τήν κυκλοφορία τῆς ἐγκυκλίου ὁ Μητροπ. Ἀγαθάγγελος συνελήφθη καί ἐξορίστηκε στήν περιοχή τοῦ Narymsk.
Τήν 16. 6. 1922 ἀναγνώρισαν τήν «Ζωντανή Ἐκκλησία» τρεῖς Ἀρχιερεῖς: Ὁ Μητροπ. Βλαδιμήρ Σέργιος καί οἱ Ἀρχιεπίσκοποι Νιζέγκοροντ Εὐδόκιμος καί Κοστρόμας Σεραφείμ.
Ἡ Σοβιετική Κυβέρνηση ὑποστήριξε τούς Ἀνακαινιστές μέ τήν σύλληψη καί ἐξορία τῶν πλέον σημαντικῶν ἀντιπάλων τους καί μέ τήν παραχώρηση σ’ αὐτούς τῶν 2/3 τῶν ἐνοριῶν πού λειτουργοῦσαν ἀκόμη.
Ὁ Τύχων μεταφέρθηκε στίς φυλακές Ταγκάνκα τήν 5. 8. 1922, κατηγορούμενος γιά κριτική τῆς Συνθήκης τοῦ Μπρέστ - Λίτοβοσκ, ἀντίδραση στή δήμευση τῶν Ἱερῶν Σκευῶν, κ.ἄ. Ὅμως, ὁ Πατριάρχης εἶχε ἐπικρίνει τήν Συνθήκη μέ ἐπιστολή του τόν Φεβρουάριο τοῦ 1918! Οἱ Σοβιετικοί "θυμήθηκαν" αὐτή τήν δημόσια κριτική τέσσερα χρόνια ἀργότερα, διότι ἔπρεπε νά ἐξουδετερώσουν τό κύριο ἐμπόδιο τῶν σχεδίων τους.
Τήν ἴδια χρονική στιγμή ὁ σφοδρός ἀντίπαλος τῶν Ἀνακαινιστῶν στήν περιοχή τῆς Πετρουπόλεως Μητροπ. Βενιαμίν συνελήφθη γιά τό θέμα τῆς δημεύσεως τῶν Ἱερῶν Σκευῶν, δικάστηκε, καταδικάστηκε καί ἐκτελέστηκε (12. 8. 1922). Στή θέση του διορίστηκε ἀπό τούς Ἀνακαινιστές ὁ Ἐπίσκοπος Ἀλέξιος Symansky (ὁ ὁποῖος τό 1943 διαδέχτηκε τόν Σέργιο ὡς Πατριάρχης Μόσχας).
Τήν 29. 4. 1923 οἱ Ἀνακαινιστές συγκάλεσαν Σύνοδο (τήν κατ’ αὐτούς Β’ Πανρωσική) στήν ὁποία συμμετεῖχαν 560 μέλη, ἀπό τά ὁποῖα τά 73 ἦσαν Ἐπίσκοποι! Ἡ Σύνοδος αὐτή ἀπό τήν ἀρχή ἐμφανίσθηκε χωρισμένη σέ τέσσερεις ὁμάδες: Τήν «Ζωντανή Ἐκκλησία» τοῦ Πρωθιερέως Βλαδιμήρου Κρασίνσκυ, τήν «Ἀρχαία Ἀποστολική Ἐκκλησία» τοῦ Πρωθιερεώς Ἀλεξάνδρου Βεντένσκυ, τήν «Ἀναγεννημένη Ἐκκλησία» τοῦ Ἐπισκόπου Ἀντωνίνου καί τούς ὁπαδούς τοῦ Πατριάρχου Τύχωνος.
Ἡ Σύνοδος τοῦ 1923 ἀρχικά διακήρυξε ὅτι στή Σοβιετική Ἕνωση δέν ὑφίστανται θρησκευτικοί διωγμοί, διότι ἡ Σοβιετική Κυβέρνηση ἐργάζοταν γιά τήν ἐπικράτηση τοῦ ἰδεώδους τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ὑπό τήν ἡγεσία τοῦ Λένιν! οἱ Ἀνακαινιστές δέ δήλωσαν "ἕτοιμοι νά ὑποστηρίξουν τόν Κομμουνισμό, ἐπειδή ἔθετε σέ ἐφαρμογή τό κοινωνικό κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου"! (Ν. Zernov αὐτ. σελ. 179). Στή συνέχεια ἐξήγγειλε διάφορες μεταρρυθμίσεις, ὅπως τήν εἰσαγωγή τοῦ Γρηγοριανοῦ - Νέου Ἡμερολογίου, τήν εἰσαγωγή τοῦ θεσμοῦ τῶν ἐγγάμων Ἐπισκόπων καί τήν εἰσαγωγή τοῦ β' γάμου τῶν Κληρικῶν! Ἀκόμη ἀπορρίφθηκε ὁ Μοναχισμός σάν θεσμός ξένος πρός τήν Ἐκκλησία καί κατ’ οἰκονομίαν ἐπιτράπηκε ἡ λειτουργία μοναστηρίων - ἡσυχαστηρίων ἔξω ἀπό τίς πόλεις, μέ τήν μορφή ἐργατικῶν κοινοτήτων.
Ἡ «Σύνοδος» προχώρησε ἀκόμη στήν καθαίρεση τοῦ Πατριάρχου Τύχωνος - τήν ὁποία ὑπέγραψαν 46 Ἐπίσκοποι, ἀρκετοί κάτω ἀπό τήν πίεση τῆς Μυστικῆς Ἀστυνομίας - στήν καταδίκη τῆς Συνόδου τοῦ Κάρλοβιτς, καθώς καί στήν ἄρση τοῦ Ἀναθέματος τοῦ 1918, ἐνῶ τήν διοίκηση τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας ἀνέλαβε Σύνοδος ὑπό τήν προεδρεία τοῦ Μητροπ. Εὐδοκίμου καί ὁ Ἐπίσκοπος Ἀντωνῖνος ὀνομάσθηκε Μητροπολίτης Μόσχας καί πάσης Ρωσίας.
Ὁ Ἐπίσκοπος Ἀντωνῖνος Granovsky (1869 – 1927) ἐξαιρετικά νεωτεριστικῶν ἀπόψεων, ὑποχρεώθηκε σέ παραίτηση μετά τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1905, διότι δέν μνημόνευε τόν Τσάρο κατά τήν Θεία Λειτουργία, τό δέ 1907 διακήρυξε ὅτι τό Τσαρικό καθεστώς ἦταν σατανικό. Τό 1921 ὑποχρεώθηκε ἀπό τόν Πατριάρχη Τύχωνα σέ νέα παραίτηση, διότι εἰσήγαγε καινοτομίες στήν λατρεία. Τό 1922 κατέθεσε σάν μάρτυρας κατηγορίας στήν δίκη τῶν 54 πιστῶν πού δικάσθηκαν στή Μόσχα, γιά τό θέμα τῆς δημεύσεως τῶν Ἱερῶν Σκευῶν. Μετά τήν «Σύνοδο» τοῦ 1923 ἀποκόπηκε ἀπό τήν "Ζωντανή Ἐκκλησία" καί δημιούργησε δική του ἀνεξάρτητη δικαιοδοσία στήν ὁποία ἐφάρμοσε τίς καινοτομίες του: Κατάργησε τούς τίτλους τοῦ Μητροπολίτου, τοῦ Ἀρχιεπισκόπου, τοῦ Πρωθιερέως καί τοῦ Ἀρχιδιακόνου (ὁ ἴδιος ὀνομάστηκε Ἐπίσκοπος), κατάργησε ἐπίσης τόν σάκκο καί τήν μίτρα ἀπό τά ἀρχιερατικά ἄμφια (ἐπιτράπηκε μόνο τό ὠμοφόρειο, τό ἐγκόλπιο καί ἡ ράβδος), εἰσήγαγε τό Νέο Ἡμερολόγιο καί τήν καθομιλουμένη ρωσική γλῶσσα στή λατρεία, ἔγραψε δύο νέες «Λειτουργίες» πού τελοῦνταν στό κέντρο τοῦ ναοῦ καί κοινωνοῦσε τούς πιστούς χωριστά τῶν δύο εὐχαριστιακῶν εἰδῶν (ἄρτου καί οἶνου). Τό σχίσμα του διαλύθηκε μετά τόν θάνατό του τό 1927.
Παράλληλα μέ τίς δραστηριότητες τῆς «Ζωντανῆς Ἐκκλησίας» ὁ κρατούμενος Πατριάρχης Τύχων δέχονταν καθημερινά τίς πιέσεις τοῦ πράκτορος Tuchkov γιά συνεργασία μέ τό καθεστώς, ἐνῶ ἡ δίκη του εἶχε ὁριστεῖ γιά τήν 17. 6. 1923.
Τήν 11. 6. 1923 ὁ Πρόεδρος τῆς Ἀντιθρησκευτικῆς Ἐπιτροπῆς Γιαροσλάβσκυ, σέ ἐπιστολή του πρός τόν Στάλιν καί τό Πολιτικό Γραφεῖο τόνιζε ὅτι ἡ ἀνάκριση τοῦ Τύχωνος ἔπρεπε νά συνεχιστεῖ σέ καθημερινή βάση, μέχρι νά ἀντιληφθεῖ ὅτι ἡ καταδίκη μποροῦσε νά ἀποφευχθεῖ ἄν:
· Ἔκανε εἰδική δήλωση μετανοίας γιά τά ἀδικήματα πού εἶχε διαπράξει κατά τῆς Σοβιετικῆς ἐξουσίας καί τῶν μαζῶν τῶν ἐργατῶν καί ἀγροτῶν.
· Δήλωνε ὅτι στό ἐξῆς θά ἦταν νομιμόφρων πρός τήν Σοβιετική ἐξουσία.
· Διαχώριζε τόν ἐαυτό του ἀπό κάθε ἀντεπαναστατική ὀργάνωση, ὅπως τήν Λευκή Φρουρά καί τίς μοναρχικές ὀργανώσεις, θρησκευτικές καί πολιτικές.
· Ἐξέφραζε τήν ἀρνητική του θέση ἀπέναντι στή Σύνοδο τοῦ Κάρλοβιτς. Καί
· Συμφωνοῦσε σέ μερικές καινοτομίες ἐκκλησιαστικοῦ ἐνδιαφέροντος, ὅπως στήν εἰσαγωγή τοῦ Νέου Ἡμερολογίου. (N. N. Pokrovsky – S. G. Petrov, “Arkhivy Kremlia: Politburo I Tserkov, 1922 - 1925”, 1997, σελ. 282 - 284).
Ἤδη ἀπό τίς ἀρχές Ἰουνίου 1923 ὁ Τύχων ἦταν ἀσθενής καί εἶχε μεταφερθεῖ στό νοσοκομεῖο τῶν φυλακῶν. Ἐκεῖ, λόγῳ τῆς μονομερούς ἐνημερώσεως πού εἶχε ἀπό τήν Σοβιετική πλευρά, κατέλειξε στό συμπέρασμα ὅτι τό σχίσμα τῆς «Ζωντανῆς Ἐκκλησίας» εἶχε ἐπικρατήσει καί ἐπειδή ἔκρινε ὅτι μεταξύ τῶν δύο ἐχθρῶν, τοῦ Κομμουνισμοῦ καί τῶν Ἀνακαινιστῶν, κατά τήν δεδομένη στιγμή ὁ δεύτερος ἦταν περισσότερο ἐπικίνδυνος γιά τήν Ἐκκλησία, ἀποφάσισε νά δώσει στούς Σοβιετικούς αὐτά πού τοῦ ζητοῦσαν, γιά νά ἀπελευθερωθεῖ καί νά ἀντιμετωπίσει τό σχίσμα. Ἔτσι τήν 16. 6. 1923 κυκλοφόρησε τήν «Δήλωση Μετανοίας» του (Ἐφημερίδα "Ἰσβέστια", φ. 27. 6. 1923), μετά τήν ὁποία ἀπελευθερώθηκε, τήν 27. 6. 1923 (Gubonin αὐτ. σελ. 280 καί 286).
Κάποιοι ἐρευνητές ἀποδίδουν τήν ἀπελευθέρωση τοῦ Τύχωνος στό γεγονός, ὅτι τόν Ἰούνιο τοῦ 1923 τό Πολιτικό Γραφεῖο ἀναγνώρισε ὅτι ὁ Λένιν δέν μποροῦσε νά ἀσκεῖ πλέον τά καθήκοντά του καί τόν ἀντικατέστησε μέ τόν A. Pykov. Ἀπό τίς πρώτες ἐνέργειες τοῦ Pykov ἦταν νά ὑποσχεθεῖ στόν Πατριάρχη τήν χαλάρωση τῶν πιέσεων πρός τίς θρησκευτικές ὀργανώσεις, τήν μείωση τῆς φορολογίας Κλήρου καί ναῶν καί τήν ἀπελευθέρωση κάποιων Ἱεραρχῶν, ὑποσχέσεις τίς ὁποίες τήρησε. (A. Latychev, “Provyesti besposhadnij Massovij Terror Protiv Popov”, “Argumenty I Fakty” 28, 1996).
Ἀμέσως μετά τήν ἀπελευθέρωσή του ὁ Τύχων συγκάλεσε Σύνοδο τῶν παρεπιδημούντων στή Μόσχα Ἐπισκόπων, μέ σκοπό τήν ἀνανέωση τῆς ἐμπιστοσύνης πρός τό πρόσωπό του. Ἡ Σύνοδος συνεδρίασε στό Ναό τοῦ ἁγ. Μιχαήλ τῆς Μονῆς τοῦ ἁγ. Δανιήλ καί ἡ ἐμπιστοσύνη πρός τόν Πατριάρχη ἀνανεώθηκε, κυρίως χάρις στήν ὑποστήριξη τῶν λεγομένων Δανιηλιτῶν Ἐπισκόπων, τῶν περί τόν Ἡγούμενο τῆς μονῆς Ἀρχιεπίσκοπο Θεόδωρο τοῦ Βολοκολάμσκ.
Τήν περίοδο αὐτή στό πατριαρχικό περιβάλλον, σχετικά μέ τό θέμα τῶν σχέσεων μέ τό καθεστώς, ἐπικρατοῦσαν δύο τάσεις: Μία συντηρητική ὑπό τόν Ἀρχιεπ. Θεόδωρο τοῦ Βολοκολάμσκ (πού θεωροῦσε κάθε σκέψη γιά σχέσεις ἀδιανόητη) καί μία προοδευτική ὑπό τόν Ἀρχιεπ. Ἰλαρίωνα τοῦ Βερέϊ (πού θεωροῦσε ἀπαραίτητη τήν ἔναρξη διαλόγου γιά τήν συμφωνία πάνω στό εἶδος τῶν σχέσεων).
Ὁ Τύχων καταδίκασε τήν "Ζωντανή Ἐκκλησία" μέ τήν ἀπό 15. 7. 1923 Ἐγκύκλιό του καί τόν ἀπό 2. 4. 1924 Ἀφορισμό. Κατά τόν Π. Ν. Τρεμπέλα, "ὁ Ἀφορισμός του κατά τῆς "Ζώσης Ἐκκλησίας", διά τοῦ ὁποίου ἐκηρύχθησαν πᾶσαι αἱ πράξεις καί τά μυστήρια τά τελούμενα ὑπό "λειτουργῶν" της, ἄνευ χάριτος, καθίστα κατακρίτους τούς μετέχοντας αὐτῶν". (Βλ. σχετικά: Π. Ν. Τρεμπέλα, "Τό αὐτοκέφαλον τῆς ἐν Ἀμερικῇ Metropolia"· Ἐφημερίδα "Ἐκκλησιαστική Ἀλήθεια", φ. 22ας καί 29ης Σεπτ. 1923· καί V. Emhardt, "Religion in Soviet Russia", 1929).
Ἡ καταδίκη τῆς «Ζωντανῆς Ἐκκλησίας» ἀπό τόν Πατριάρχη εἶχε σάν ἀποτέλεσμα τήν μεταστροφή τῶν περισσοτέρων ἐνοριῶν καί τήν σταδιακή συρίκνωση καί τελικά διάλυση τῶν Ἀνακαινιστῶν.
Ἡ ἀπελευθέρωση τοῦ Τύχωνα ἔγινε δεκτή ἀπό τόν λαό μέ ἐνθουσιώδεις ἀντιδράσεις, σέ σημεῖο ὥστε τήν 8. 12. 1923 οἱ Ἀρχές νά ἀπαγορεύσουν τό μνημόσυνό του! Τήν ἴδια περίοδο ὁ Τύχων ἀναγνωρίζονταν σάν κανονική κεφαλή τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας ἀπό ὅλες τίς τοπικές Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, ἐκτός ἀπό τά Πατριαρχεῖα ΚΠόλεως (ὁ Πατριάρχης Γρηγόριος Ζ’ ἀναγνώριζε τούς Ἀνακαινιστές) καί Ἀλεξανδρείας.
Παρά τήν ἀπέλευθέρωσή του ὁ Πατριάρχης συνέχισε νά δέχεται ἰσχυρές πιέσεις ἀπό τήν Σοβιετική πλευρά πάνω σέ συγκεκριμένα ἐκκλησιαστικά ζητήματα, δηλαδή τήν μνημόνευση τῶν Σοβιετικῶν ἡγετῶν, τήν ἕνωση μέ τούς Ἀνακαινιστές καί τήν εἰσαγωγή τοῦ Νέου Ἡμερολογίου.
Α. Ἀρχικά ζητήθηκε ἀπό τόν Τύχωνα ἡ μημόνευση τῶν Σοβιετικῶν Ἡγετῶν στή Θεία Λειτουργία, ἀλλά ἐκεῖνος δέχτηκε τήν δέηση «ὑπέρ τῆς Ρωσικῆς χώρας καί τῶν Ἀρχῶν αὐτῆς», ἀρνούμενος ταυτόχρονα κάθε ἀνάμιξη τῆς Πολιτείας στίς ἐσωτερικές ὑποθέσεις τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως στόν διορισμό τῶν Ἐπισκόπων, συνεπικουρούμενος ἀπό τόν Ἀρχιεπ. Ἰλαρίωνα τοῦ Βερέϊ.
Β. Στή συνέχεια οἱ Σοβιετικές Ἀρχές ἐπέμεναν στήν ἕνωση τοῦ Πατριάρχη μέ τούς Ἀνακαινιστές, θέμα γιά τό ὁποῖο ὑπῆρξε διάσταση μεταξύ τῶν στενῶν συνεργατῶν τοῦ Τύχωνος, ἀφοῦ ὁ ἀρχιεπ. Θεόδωρος τοῦ Βολοκολάμσκ θεωροῦσε κάτι τέτοιο ἀδιανόητο, ἐνῶ ὁ ἀρχιεπ. Ἰλαρίων τοῦ Βερέϊ ἐπέμενε στήν ἀνάγκη ἐνάρξεως διαλόγου. Ὁ Πατριάρχης ἐνδιαφερόμενος γιά τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας υἱοθέτησε τήν δεύτερη ἄποψη καί διόρισε Ἐπιτροπή Διαλόγου ἀποτελούμενη ἀπό τούς Ἀρχιεπισκόπους Σεραφείμ Alexandrov, Τύχωνα Obolensky καί Ἰλαρίωνα Troisky.
Τόν Σεπτέμβριο τοῦ 1923 συνεδρίασαν στή Μονή Ντόνσκοϊ 27 Ἐπίσκοποι, γιά νά ἐξετάσουν τήν πρόοδο τοῦ Διαλόγου, ὁ ὁποῖος - παρά τίς Πατριαρχικές προθέσεις – εἶχε ἀποβεῖ ἄκαρπος, διότι ἡ "Ζωντανή Ἐκκλησία" συγκάλεσε τόν Αὔγουστο τοῦ 1923 μία νέα Σύνοδο, κατά τήν ὁποία ἐπίσημα ἀρνήθηκε τήν ἐπιστροφή της στούς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως εἶχε ζητήσει ὁ Πατριάρχης. Ἀρκετά πάντως στελέχη της, ὅπως ὁ Πρωθιερεύς Κρασνίτσυ, ἑνώθηκαν μέ τόν Πατριάρχη.
Μεταξύ ἐκείνων πού ἐπέστρεψαν, ἦταν καί ὁ Μητροπ. Σέργιος, ὁ ὁποῖος ζήτησε ἀπό τόν Πατριάρχη καί τήν Ἐκκλησία δημόσια συγγνώμη, σέ ἔνδειξη μάλιστα τῆς ἀποκαταστάσεώς του ὁ ἴδιος ὁ Τύχων προσωπικά τοῦ ἐπέστρεψε τό ἀρχιερατικό ἐγκόλπιο καί τά λοιπά διακριτικά τοῦ ἐπισκοπικοῦ του ἀξιώματος («Preemvstvennost Grekka”, σελ. 7 - 9) . Ὅμως ὁ πνευματοφόρος Στάρετς Νεκτάριος τῆς Ὄπτινα (+ 1928), ὅταν πληροφορήθηκε τό γεγονός, εἶπε προφητικά: "Τό δηλητήριο τοῦ νεωτερισμοῦ βρίσκεται ἀκόμη μέσα του". Τά λόγια αὐτά ἐπαληθεύθηκαν ὅταν τό 1927 ὁ Σέργιος ὑπέταξε τό Πατριαρχεῖο στό ἀθεϊστικό καθεστώς. Γιά τήν "Ζωντανή Ἐκκλησία" ὁ ἴδιος Στάρετς εἶχε πεῖ χαρακτηριστικά:
"Δέν ὑπάρχει ἡ Θεία Χάρη ἐκεῖ. Ἐπαναστατῶντας ἐναντίον τοῦ νομίμου Πατριάρχου Τύχωνος, οἱ Ἐπίσκοποι καί οἱ Ἱερεῖς τῆς "Ζωντανῆς Ἐκκλησίας" ἔχουν στερηθεῖ τήν Θεία Χάρη κι ἔχουν χάσει σύμφωνα μέ τούς Κανόνες τό Ἱερατικό τους ἀξίωμα. Γι' αὐτό ἡ Λειτουργία πού κάνουν εἶναι βλασφημία"! ("Ὅσιος Νεκτάριος..." σελ. 157. Καί I. Kontsevich, “Optina Pustin I ee vremia”, 1971, σελ. 546).
"Ἀκόμη - γράφεται στόν Βίο του - ἀπαγόρεψε στά πνευματικά του παιδιά νά εἰσέρχονται στίς ἐκκλησίες τῶν νεωτεριστῶν. Ἄν ὑπῆρχαν θαυματουργές εἰκόνες σ'αὐτές τίς ἐκκλησίες, τούς ἔλεγε πώς μπαίνοντας μέσα πρέπει νά πηγαίνουν κατευθείαν στήν εἰκόνα καί οὔτε μέ τήν σκέψη, οὔτε μέ τίς κινήσεις νά συμμετέχουν στίς ἐκεῖ τελούμενες Ἀκολουθίες. Ἀκόμη καί τά κεριά πού θ' ἄναβαν στή θαυματουργό εἰκόνα, ἔπρεπε νά τά φέρουν ἀπό τό σπίτι τους ἤ ἀπό κάποια κανονική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία" ("Ὅσιος Νεκτάριος...", σελ. 157).
Γιά τήν σθεναρή στάση κατά τῆς "Ζωντανῆς Ἐκκλησίας", τόσο τοῦ Στάρετς Νεκταρίου, ὅσο καί τῆς Μονῆς Ὄπτινα, τό περίφημο αὐτό κέντρο πνευματικῆς καθοδηγήσεως στήν προεπανασταστική καί ἐπαναστατική Ρωσία διαλύθηκε ἀπό τίς Σοβιετικές Ἀρχές, καθώς καί ἡ γυνακεία Μονή Σαμορντῖνο (τοῦ μακαρίου Στάρετς Ἀνβροσίου).
Ἤδη ἀπό τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1917, ἡ γῆ τῆς Μονῆς εἶχε ἀρχίσει σταδιακά νά δημεύεται. Ὅσοι μοναχοί μποροῦσαν νά ἐργασθοῦν δημιούργησαν ἕναν γεωργικό συνεταιρισμό. Τελικά ἡ Μονή ἔκλεισε τήν Κυριακή τῶν Βαϊων τοῦ 1923. Ὁ Ἐπίσκοπος Μιχαῖας μέ τούς διακονητές του, ὁ Ἡγούμενος Ἰσαάκιος καί ὁ Οἰκονόμος Παντελεήμων συνελήφθησαν. Τήν περίοδο ἐκείνη ἡ Μονή εἶχε περίπου 250 μοναχούς! Οἱ ἀθεϊστές ζήτησαν ἀπό τούς μοναχούς νά ἀποκηρύξουν τήν μοναχική τους ἰδιότητα, γιά νά παραμείνουν! καί ὅταν κανείς δέν δέχθηκε, τούς ἐπέτρεψαν νά πάρουν μόνο "δύο ἀλλαξιές ροῦχα, λίγα πιατικά καί τίποτα ἄλλο"! Ἡ Μονή μετατράπηκε σέ "ἀναπαυτήριο πολιτῶν"! ("Ὅσιος Νεκτάριος...", σελ. 204 - 205).
Γ. Τό θέμα τῆς εἰσαγωγῆς τοῦ Νέου Ἡμερολογίου, ὅπως ἔγραψε ὁ ἴδιος ὁ Τύχων, τέθηκε ἀπό τήν Σοβιετική Κυβέρνηση πολλές φορές καί συνδιάσθηκε μέ τήν ὑπόσχεση γιά περισσότερη ἐλευθερία τῆς Ἐκκλησίας.
Τήν ἴδια περίοδο (Ἰούνιος 1923), συγκλήθηκε στήν ΚΠολη τό ὑπό τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη Μελέτιο Δ' Μεταξάκη λεγόμενο Πανορθόδοξο Συνέδριο, στό ὁποῖο - ἐκτός τῶν ἄλλων καινοτομιῶν - ἀποφασίσθηκε καί ἡ εἰσαγωγή τοῦ Γρηγοριανοῦ - Νέου Ἡμερολογίου. Τό Συνέδριο ὁλοκλήρωσε τίς ἐργασίες του τήν 10. 6. 1923. Τήν ἑπομένη (11. 6. 1923), ὁ Ἑβραϊκῆς καταγωγῆς Πρόεδρος τῆς Ἀντιθρησκευτικῆς Ἐπιτροπῆς τῆς Σοβιετικῆς Ἑνώσεως G. Yaroslavsky, ζήτησε μέ ἀναφορά του πρός τόν Στάλιν καί τό Πολιτικό Γραφεῖο νά πιεστεῖ ὁ Πατριάρχης Τύχων "νά ἐκφράσει τήν συμφωνία του σέ ὁρισμένες μεταρρυθμίσεις ἐκκλησιαστικοῦ ἐνδιαφέροντος, π. χ. τοῦ Νέου Ἡμερολογίου". Ὁ λόγος τῆς κυβερνητικῆς ἐπιμονῆς γιά συμφωνία τοῦ Τύχωνος προκύπτει ἀπό σημείωμα τοῦ ἰδίου Σοβιετικοῦ ἀξιωματούχου, μέ ἴδια ἡμερομηνία. "Ἡ συμφωνία τοῦ Τύχωνος ἀκόμη καί σέ μία ἀπό αὐτές τίς μεταρρυθμίσεις, θά τόν κάνει "αἱρετικό", ἕναν νεωτεριστή στά μάτια τῶν Ὀρθοδόξων"! (Βλ. N. N. Pokrovsky - S. G. Petrov, "Arkhivy Kremlia: Politbyro i Tserkov, 1922 - 1925", Μόσχα 1997, τ. 1ος, σελ. 282 - 284).
Τήν 2. 10. 1923 ὁ Τύχων συγκάλεσε μία μικρή Σύνοδο Ἐπισκόπων καί ἀποδέχθηκε τήν ἀλλαγή τοῦ Ἡμερολογίου. Ἡ ἀπόφαση αὐτή προέκυψε ἀπό τήν ἐλλειπῆ καί μονομερή ἐνημέρωση τόσο τοῦ Πατριάρχη, ὅσο καί τῶν λοιπῶν Ἀρχιερέων (μποροῦσαν νά διαβάσουν μόνο Σοβιετικές ἐφημερίδες), γιά τό λεγόμενο Πανορθόδοξο Συνέδριο τῆς ΚΠόλεως. Δέν γνώριζαν, ὅτι στό Συνέδριο δέν συμμετεῖχαν τά λοιπά Πατριαρχεῖα καί οἱ Σλαυϊκές Ἐκκλησίες καί ἐπίσης ὅτι οἱ Ρῶσοι Ἀρχιερεῖς πού συμμετεῖχαν - οἱ Ἀρχιεπίσκοποι Ἀλέξανδρος καί Ἀναστάσιος (Πρωθιεράρχης τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας τῆς Διασπορᾶς ἀπό τό 1936 μέχρι τό 1965) - δέν συμφώνησαν μέ τίς ἀλλαγές. Μόλις οἱ σημαντικές αὐτές λεπτομέρειες ἔγιναν γνωστές τηλεγραφικά ἀπό τόν ἀρχιεπ. Ἀναστάσιο, ὁ Πατριάρχης Τύχων - λαμβάνοντας σοβαρῶς ὑπ' ὄψη τήν ἀντίδραση τοῦ Ρωσικοῦ λαοῦ καί τῆς Ρωσικῆς Διασπορᾶς - ἀκύρωσε τήν ἀπόφαση. (M. E. Gubonin, "Akty Sviateishago Patriarkha Tikhona", Μόσχα 1994, σελ. 299 - 300, 335).
Τό 1924, ὁ Πρωθιεράρχης τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας τῆς Διασπορᾶς Μητροπ. Ἀντώνιος (σύμφωνα μέ τόν Μοναχό Ἐπιφάνιο Τσέρνωφ, μέ ὑπόδειξη ἤ ἐνθάρρυνση τοῦ Πατριάρχου Τύχωνος), πραγματοποίησε μία περιοδεία διαρκείας ἑννέα μηνῶν κατά τῆς εἰσαγωγῆς τοῦ Νέου Ἡμερολογίου, στίς τοπικές Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες καί τό Ἅγιο Ὄρος (παρά τήν ἀπαγόρευση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου). Κατά τήν περίοδο αὐτή ἐπισκέφθηκε τούς φίλους του Πατριάρχες Ἀλεξανδρείας Φώτιο, Ἀντιοχείας Γρηγόριο, Ἱεροσολύμων Δαμιανό καί Σερβίας Δημήτριο, μέ σημαντικά ἀποτελέσματα.
Στό μόνο τμῆμα τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας στό ὁποῖο ἴσχυσε ἡ ἡμερολογιακή ἀλλαγή ἦταν ἡ Ἀρχιεπισκοπή Φιλλανδίας, ἡ ἐξέλιξη αὐτή ὅμως ἦταν συνέπεια τῆς ἐπεμβάσεως τοῦ Πατριάρχου ΚΠόλεως Μελετίου Μεταξάκη.
Τόν Φεβρουάριο τοῦ 1921 ὁ Πατριάρχης Τύχων παραχώρησε αὐτονομία στήν Ἀρχιεπισκοπή Φιλλανδίας, ἡ ὁποία πάντως παρέμενε τμῆμα τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας. Τήν 9. 6. 1922 ὁ Πατριάρχης ΚΠόλεως Μελέτιος Δ' ὁ Μεταξάκης, μέ πρόσχημα τήν σύλληψη καί φυλάκιση τοῦ Τύχωνος, ἐπενέβη στή Φιλλανδία (ἀλλά καί στήν Πολωνία καί τίς Βαλτικές Χώρες) καί τήν ὑπήγαγε στή δικαιοδοσία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Τήν 14. 11. 1923, μετά τήν ἀπελευθέρωσή του, ὁ Πατριάρχης Τύχων καί ἡ ὑπ' αὐτόν Σύνοδος, μετά ἀπό εἰσήγηση τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Φιλλανδίας Σεραφείμ, ἀνανέωσε τήν ὑπαγωγή της στό Πατριαρχεῖο Μόσχας.
Τήν ἀπόφαση αὐτή ἀμφισβήτησε ἔμπρακτα ὁ Μελέτιος Μεταξάκης, ἔτσι μέχρι σήμερα ἡ Ἀρχιεπισκοπή Φιλλανδίας ὑπάγεται στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, ὡς αὐτόνομη Ἐκκλησία, καί χρησιμοποιεῖ ὄχι μόνο τό Νέο Ἡμερολόγιο, ἀλλά καί τό Δυτικό Πασχάλιο.
Ἡ ἀλλαγή τοῦ ἡμερολογίου στή Φιλλανδία προκάλεσε - ἐκτός τῶν ἄλλων - καί τήν διάλυση τῆς περιωνύμου Μονῆς Βαλαάμ - ἡ ὁποία τότε ἀριθμοῦσε περί τούς 600 μοναχούς, ὑπό τόν Ἡγούμενο Παυλῖνο - μέ ἐξορίες καί διωγμούς τῶν ἀντιδρώντων μοναχῶν.
Ἡ "Ζωντανή Ἐκκλησία" διαλύθηκε κατά τήν διάρκεια μιᾶς θεατρικῆς Συνόδου, τόν Ὀκτώβριο τοῦ 1926.
Ὁ Τύχων ἤθελε τήν Ρωσική Ἐκκλησία ἀπολύτως ἀνεξάρτητη ἀπό τήν Σοβιετική Πολιτεία καί γι' αὐτό δέν ταυτίσθηκε ὁ ἴδιος σάν πρόσωπο καί σάν ἡγέτης τῆς Ἐκκλησίας μέ τόν Τσαρισμό καί τήρησε ἀποστάσεις ἀπό τήν φιλομοναρχική πλευρά τῆς ὁποίας ἡγεῖτο ὁ Μητροπ. Ἀντώνιος Κραποβίτσκυ.
Τήν 9. 12. 1923 ἔγινε ἡ πρώτη ἀπόπειρα κατά τῆς ζωῆς του, ὅταν δύο ἔνοπλοι μπῆκαν στήν Πατριαρχική Κατοικία καί σκότωσαν τόν στενό συνεργάτη του Μοναχό Ἰακώβ Πολοζώφ. Ἔγινε πλέον φανερό, ὅτι ἡ ζωή τοῦ Τύχωνος κινδύνευε. Ὁ στενός του φίλος Ἐπίσκοπος Μάξιμος τοῦ Σερπούχωφ (τότε λαϊκός γιατρός), διέσωσε πληροφορίες καί γιά ἄλλες ἀπόπειρες (τήν 22. 12. 1924 μία ὁπλισμένη γυναῖκα μπῆκε στό γραφεῖο τοῦ Πατριάρχη, μέ ἀποτέλεσμα νά κινδυνέψει ἡ ζωή κάποιου ἄλλου ἀτόμου· ἄλλοτε ὁ ἐπίδοξος δολοφόνος γύριζε μέσα στό δωμάτιό του χωρίς νά τόν βλέπει, ἐμποδιζόμενος ἀπό μία ἀνώτερη δύναμη! καί συνήθως τοῦ ἔστελναν δηλητηριασμένα φάρμακα).
Πρός τό τέλος τῆς ζωῆς του οἱ πιέσεις τῆς Κυβερνήσεως γιά συνεργασία ἦσαν καθημερινές. Εἶναι χαρακτηριστικά τά ἀκόλουθα λόγια του: "Θά ἦταν καλύτερα γιά μένα νά ἔμενα στήν φυλακή. Ὑποτίθεται, ὅτι εἶμαι ἐλεύθερος, ἀλλά δέν μπορῶ νά κάνω ἀπολύτως τίποτα. Διορίζω ἕναν Ἐπίσκοπο στό Νότο καί αὐτοί τόν παίρνουν στόν Βορρᾶ· στέλνω ἕναν ἄλλο στή Δύση καί αὐτοί τόν πᾶνε στήν Ἀνατολή"!
Τήν 12. 1. 1925 ὁ Πατριάρχης μπῆκε σέ μία κλινική, διότι παρουσίαζε καρδιολογικά προβλήματα καί ἔπασχε ἀπό ἄσθμα. Παρά τήν κατάσταση τῆς ὑγείας του δεχόταν καθημερινά τούς συνεργάτες του καί ἀσκοῦσε τά καθήκοντά του. Κάποτε τόν ἐπισκέφθηκε ὁ μυστικός πράκτορας Touchkov καί τοῦ παρουσίασε ἕνα σχέδιο παραιτήσεως ἀπό τόν Θρόνο. Ταυτόχρονα τοῦ πρόσφεραν ἄνετη διαμονή στόν εὔκρατο Νότο γιά ἀνάπαυση. Ὁ Τύχων ἀρνήθηκε λέγοντας: "Σύντομα θά ἔχω ἀφθονία χρόνου γιά ἀνάπαυση, τώρα πρέπει νά δουλέψω".
Ὁ Τύχων παρά τήν ἀσθένειά του, δέν ἐγκαταλείφθηκε ἀπό τίς πευματικές του δυνάμεις, ἀλλά δεχόταν καθημερινά τούς συνεργάτες του καί ἐκτελοῦσε τά πατριαρχικά του καθήκοντα. Ἦταν ἀπόλυτα προσγειωμένος στήν κατάσταση τῆς χώρας του καί πολύ νωρίς διέκρινε τάσεις συνεργασίας μέ τό καθεστώς σέ κάποια μέλη τῆς Ἱεραρχίας. Γιά τοῦτο πρῶτος καλλιέργησε τήν ἰδέα τῆς "καθόδου" τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας στίς Κατακόμβες. Ἤδη μέ ἀπόφασή του ἀπό τό 1920, εἶχε ἐπιτρέψει τήν ἀνεξάρτητη δραστηριότητα τῶν Ἐπισκόπων. Ἡ περίπτωση τοῦ Ἐπισκόπου Μαξίμου τοῦ Σερπούχωφ, καθώς καί ἡ χειροτονία μυστικῶν Ἀρχιερέων ἀπό τόν ἴδιο ἤ μέ ἐντολή του ἀπό ἄλλους Ἀρχιερεῖς (1.000 περίπου, σύμφωνα μέ τόν Μοναχό Ἐπιφάνιο), ἀποδεικνύουν τήν ἀγωνία του γιά τήν διάσωση τῆς ἀνεξαρτησίας τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς Ἀποστολικῆς Της Διαδοχῆς. Πέρα ἀπό αὐτά, ἀντιλαμβανόμενος ὅτι μετά τόν θάνατό του θά ἦταν ἀδύνατη ἡ σύγκληση Συνόδου γιά τήν ἐκλογή Πατριάρχη, ὑπέδειξε γραπτῶς τρεῖς Μητροπολίτες γιά τήν θέση τοῦ Τοποτηρητή τοῦ Πατριαρχικοῦ Θρόνου (Κύριλλο τοῦ Καζάν, Ἀγαθάγγελο τοῦ Γιαροσλάβ καί Πέτρο τοῦ Κρούτισκ).
Ὁ Πατριάρχης Τύχων κοιμήθηκε τήν 25η Μαρτίου 1925, δηλητηρισμένος ἀπό πράκτορες τῆς Μυστικῆς Ἀστυνομίας (κατά τήν ὁμολογία τοῦ Ἐπισκόπου Μαξίμου τοῦ Σερπούχωφ). Δύο ἡμέρες πρίν, τήν Κυριακή 23η Μαρτίου, τέλεσε τήν τελευταῖα του Θεία Λειτουργία καί χειροτόνησε τόν Ἐπίσκοπο Ἐφραίμωβ Σέργιο (ἔπειτα Ἐπίσκοπο Μπουζουλούκ, Ἱερομάρτυρα, ὁ ὁποῖος κατασπαράχθηκε ζωντανός ἀπό ἀρουραίους ! τό 1930). Τά τελευταῖα του λόγια ἦταν: "Ἡ νύχτα θά εἶναι βαθειά καί θά διαρκέσει πολύ" (κατά τόν διακονητή του Κωνσταντῖνο Panshkevich).
Τό γεγονός τῆς δολοφονίας του προκύπτει - ἐκτός ἀπό τήν μαρτυρία τοῦ Ἐπισκόπου Μαξίμου - καί ἀπό τήν αὐτοβιογραφία τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Πιτιρίμ Λαντίγκιν (Μεγαλοσχήμου Πέτρου, + 1957), τήν ὁποία διέσωσε ὁ Μοναχός Ἐπιφάνιος. Τίς σχετικές πληροφορίες ὁ ἀρχιεπ. Πιτιρίμ τίς εἶχε πάρει ἀπό τούς δύο διακονητές τοῦ Τύχωνος, τούς ὁποίους γνώριζε ἀπό παλιά, καί ὁ Μοναχός Ἐπιφάνιος τίς κατέγραψε ὅταν διάβασε τήν χειρόγραφη αὐτοβιογραφία τοῦ Πιτιρίμ, τήν ὁποία ἔγραψε λίγο πρίν τυφλωθεῖ.
Κατά τόν ἀρχιεπ. Πιτιρίμ ὅλα ἄρχισαν τό βράδυ τῆς παραμονῆς τῆς ἑορτῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου (24. 3. 1925), ὅταν ὁ Πατριάρχης Τύχων ξεκίνησε γιά τόν Καθεδρικό Ναό, γιά νά χοροστατήσει στόν ἑσπερινό. Τότε ἐμφανίσθηκε ὁ Μητροπ. Τβέρ Σεραφείμ (Ἀλεξάντρωφ, ἤδη μυημένος στό σχέδιο σοβιετοποιήσεως τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας, στή συνέχεια συνεργάτης τοῦ Μητροπ. Σεργίου), ὁ ὁποῖος τόν ἐμπόδισε νά βγεῖ μέ τό αἰτιολογικό, ὅτι ἦταν ἀσθενής καί ἐπέμενε νά καλέσουν ἕναν γιατρό. Παρά τίς ἀντιρρήσεις τοῦ Τύχωνος ἐμφανίσθηκε ἕνας "γιατρός", τόν ἐξέτασε, τοῦ σύστησε νά ξαπλώσει καί ζήτησε ἀπό τόν ἕναν ἀπό τούς διακονητές νά τόν συνοδεύσει στό πλησιέστερο φαρμακεῖο, ὅπου ἕνα "φάρμακο" ἑτοιμάσθηκε ἀμέσως. Μόλις ὁ Πατριάρχης πῆρε τό "φάρμακο" κατέρρευσε! Ὅταν ἔφθασε ὁ προσωπικός του γιατρός, τόν βρῆκε ἀναίσθητο καί σ' αὐτή τήν κατάσταση τόν μετέφερε μέ ἀσθενοφόρο στό νοσοκομεῖο. Ἐκεῖ, παρά τίς προσπάθειες τῶν γιατρῶν, ὁ Τύχων κατέλειξε, τήν 3η πρωϊνή τῆς 25ης Μαρτίου 1925.
Ἡ δολοφονία τοῦ Τύχωνος προκύπτει καί ἀπό τό ἰατρικό ἀνακοινωθέν τοῦ θανάτου του τό ὁποῖο ὑπογράφηκε στή Μονή Ντόνσκοϊ, ἐνῶ ὁ Πατριάρχης ἀπεβίωσε στό νοσοκομεῖο, καί σύμφωνα μ’ αὐτό ὁ θάνατός ἐπῆλθε τήν 11: 45 τῆς 25. 3. 1925.
Ἡ κηδεία του ἦταν κάτι τό πρωτοφανές γιά τήν ταραγμένη ἐκείνη ἐποχή. Παρά τίς κυβερνητικές ἀπαγορεύσεις τῶν δημοσίων λατρευτικῶν ἐκδηλώσεων, οἱ καμπάνες ὅλων τῶν ναῶν τῆς Μόσχας κτυποῦσαν πένθιμα καί ἑκατοντάδες χιλιάδες πιστῶν παρακολούθησαν τόν ἐνταφιασμό του στή Μονή Ντόνσκοϊ, συμμετεχόντων 58 Ἐπισκόπων. Τό Λείψανο τοῦ Πατριάρχου κατατέθηκε στόν χειμερινό ναό τῆς Μονῆς.
Τόν Μάϊο τοῦ 1991, μετά τήν ἐπιστροφή τῆς Μονῆς στό Πατριαρχεῖο Μόσχας, κατά τήν διάρκεια ἐργασιῶν μετά ἀπό πυρκαγιά, βρέθηκε ὁ τάφος τοῦ μαρτυρικοῦ Πατριάρχου καί τήν 19. 2. 1992 ἀνακομίσθηκε τό Λείψανό του, τό ὁποῖο βρέθηκε ἀδιάφθορο. Εἶναι χαρακτηριστικό, ὅτι ἄφθαρτα βρέθηκαν καί τά ἄμφια του, ἀκόμη καί τά φύλλα δάφνης πού ὑπῆρχαν στό φέρετρο (εἶχε κηδευθεῖ τήν Κυριακή τῶν Βαϊων τοῦ 1925). Σύμφωνα μέ αὐτόπτες μάρτυρες στό ἄφθαρτο Λείψανο τοῦ ἁγ. Τύχωνος μποροῦσε κανείς νά διακρίνει μέ εὐκολία τά χαρακτηριστικά τοῦ προσώπου του, ἐνῶ ἡ εὐωδία του ἦταν καταπληκτική.
Τήν 23. 3. 1992 περίπου 50 Πατριαρχικοί Ἐπίσκοποι - μέ προεξάρχοντα τόν Πατριάρχη Ἀλέξιο Β’ - συμμετεῖχαν στή μεταφορά τοῦ Λειψάνου στό Καθολικό τῆς Μονῆς, ὅπου καί σήμερα φυλάσσεται.
Ἡ ἁγιότητά του διακηρύχθηκε Συνοδικά πρῶτα ἀπό τήν Ρωσική Ἐκκλησία τῆς Διασπορᾶς καί ἔπειτα ἀπό τό Πατριαρχεῖο Μόσχας. (Περιοδικό "Πληροφόρηση" Μητροπ. Δημητριάδος, φ. Ἰουλίου - Αὐγού-στου 1992, σελ. 3).
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 25η Μαρτίου καί ἡ Ἀνακομιδή τοῦ Λειψάνου του τήν 19η Φεβρουαρίου.
Ἐπιλογή Βιβλιογραφίας:
A. Rohdestvensky, “His Holines Tychon, Patriarch of All Russians”, 1923.
A. I. Vedenskij, “Cerkov Patriarha Tyhona”, 1923.
B. V. Titlinov, “Novagia Cerkov”, 1924.
J. Swan, “A biography of Patriarch Tikhon”, 1964.
Μ. Ε. Gubonin, “Akty Svyateishago Tatriarkha Tikhona”, 1994.
M. I. Vostrisev, “Svjatitel Tyhon – Put Petriarha Moskov – Skogo I Byseja Rossii”, 1994.
"Ὁ ἅγ. Τύχων Πατριάρχης Μόσχας καί πάσης Ρωσίας", στή ρωσική, ἔκδοσις τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας, 1995.
π. Δημ. Serfes, “The Life and Works of St. Tikhon the Confessor, Patriarch of Moscow”, ἀχρονολόγητο.