ΒΥΖΑΝΤΙΝΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΣΤΗ ΡΩΣΙΑ
Καθηγητοῦ Ἀντωνίου Μάρκου
Ἀρχική δημοσίευση στό Περιοδικό «Ὀρθόδοξη Μαρτυρία» Λευκωσίας (φ. 51/1997, σελ. 95 - 98), μέ τόν τίτλο «Βυζαντινές Εἰκόνες πού τιμήθηκαν στή Ρωσία». Ἡ Παναγία τοῦ Σμολένσκ
Βυζαντινή εἰκόνα τῆς Ὁδηγητρίας μέ τήν ὁποία - κατά τήν παράδοση - ὁ Αὐτοκράτορας Κωνσταντίνος Θ’ ὁ Μονομάχος, εὐλόγησε τούς γάμους τῆς κόρης του Πριγκίπισσας Ἀναστασίας μέ τόν τότε Ἡγεμόνα τοῦ Τσερνίκωφ καί ἔπειτα Μεγ. Ἡγεμόνα τοῦ Κιέβου Βζέβολοντ Α’ Γιαροσλάβιτς (1078 – 1093), τό 1046. (Ὁ Βζέβολοντ ἦταν τέταρτος γιός τοῦ Μεγ. Ἡγεμόνα Γιαροσλάβου τοῦ Σοφοῦ (1019 – 1054) καί τῆς Σουηδῆς Πριγκίπισσας Εἰρήνης (ἁγ. Ἄννας, + 1050). Ἀργότερα, ὁ γιός τοῦ Βζέβολοντ καί τῆς Ἀναστασίας Βλαδίμηρος Β’ ὁ Μονομάχος, Μεγ. Ἡγεμόνας τοῦ Κιέβου, κατέθεσε τήν εἰκόνα στόν Καθεδρικό Ναό Κοιμ. Θεοτόκου στό Σμολένσκ, ἀπ’ ὅπου πῆρε τό ὄνομά της.
Ἡ Παναγία τοῦ Σμολένσκ συνδέθηκε μέ πολλές ἐθνικές περιπέτειες τῆς Ρωσίας καί σ’ αὐτήν ἀποδόθηκαν κατά καιρούς σημαντικές νίκες τῶν Ρώσων. Τό 1239, ἡ διάσωση τοῦ Σμολένσκ ἀπό τίς ὀρδές τῶν Τατάρων, ἔγινε μετά ἀπό θαυματουργική ἐπέμβαση τῆς Παναγίας. Κατά τήν παράδοση, ὅταν ἡ στρατιά τοῦ Χάν Μπατοῦ εἶχε στρατοπευδεύσει 16 μόλις μίλια ἀπό τήν πόλη καί ἑτοίμαζε τήν ἐπίθεσή της, μία ὑπερκόσμια φωνή ἀπό τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας διέταξε τόν φύλακα τοῦ ναοῦ νά καλέσει τόν εὐσεβή πολεμιστή Μερκούριο. Ἡ ἴδια φωνή ἔδωσε στή συνέχεια ἐντολή στόν Μερκούριο νά σκοτώσει τόν Τάταρο πολέμαρχο μέσα στή σκηνή του, ἀποκομίζοντας γιά τόν ἑαυτό του τόν μαρτυρικό στέφανο. Ὁ Μερκούριος πράγματι ἐκτέλεσε τήν Θεομητορική ἐντολή καί ἔτσι ὁ ἐχθρός ἀποσύρθηκε.
Στίς ἀρχές τοῦ 16ου αἰ. ἡ εἰκόνα μεταφέρθηκε στή Μόσχα, πενήντα χρόνια ὅμως ἀργότερα ὁ λαός τοῦ Σμολένσκ ζήτησε δυναμικά τήν ἐπιστροφή της. Ἡ εἰκόνα πράγματι ἐπιστράφηκε καί στή θέση της, στόν Καθεδρικό Ναό Εὐαγγ. Θεοτόκου Κρεμλίνου, τοποθετήθηκε τό πλέον γνωστό ἀντίγραφό της.
Στίς ἀρχές τοῦ 17ου αἰ. ὁ Τσάρος Βασίλειος Δ’ Σουϊσκυ (1606 – 1610), τιμῶντας τήν ἕνωση τοῦ Σμολένσκ μέ τό Ρωσικό κράτος, ἵδρυσε στή Μόσχα τήν Μονή Νοβοντεβίτσυ. Στό καθολικό τῆς μονῆς αὐτῆς πού τιμᾶται στό ὄνομα τῆς Παναγίας τοῦ Σμολένσκ, κατατέθηκε καί σώζεται μέχρι σήμερα τό ἀντίγραφο τοῦ Κρεμλίνου.
Τό πρωτότυπο μεταφέρθηκε καί πάλι στή Μόσχα τό 1812, κατά τήν εἰσβολή τῶν Γάλλων. Ἡ καταστροφή τοῦ Ναπολέοντα στή Μάχη τοῦ Μποροντῖνο ἀποδόθηκε καί πάλι στή Θεομήτορα.
Ἡ Παναγία τοῦ Σμολένσκ τιμᾶται τήν 28η Ἰουλίου. Τά πλέον γνωστά ἀντίγραφά της εἶναι ἐκεῖνα τοῦ Οὔστιουγκ (1290), τοῦ Ἰγκρίτς (1624), τοῦ Γιαροσλάβ (1642), τοῦ Σουϊσκ (1654), τῆς Κοστρόμας (1672), τῆς Λαύρας τοῦ ἁγ. Σεργίου (1730), τοῦ Σουπράζλ Πολωνίας (16ος αἰ.) καί τά λεγόμενα «τοῦ Χριστοφόρου» (16ος αἰ.) καί «τοῦ Νότου».
Ἡ Τσεστοχόβα τῆς Πολωνίας
Εἶναι ἰδιαιτέρου ἐνδιαφέροντος ἡ λεπτομέρεια, ὅτι τό πιο σημαντικό θρησκευτικό κειμήλιο τῆς Παπικῆς Πολωνίας, ἡ λεγόμενη «Μαύρη Μαντόνα» ἤ Τσεστοχόβα, εἶναι μία ἀρχαία Βυζαντινή εἰκόνα τῆς Παναγίας.
Δέν εἶναι γνωστή ἡ ἐποχή, οὔτε οἱ συνθῆκες κάτω ἀπό τίς ὁποίες ἡ εἰκόνα ἔφθασε ἀπό τό Βυζάντιο στήν Ἡγεμονία τῆς Γαλικίας, γιά μεγάλο πάντως διάστημα ἦταν κατατεθειμένη στό ναό τοῦ φρουρίου τοῦ Μπέλτζ, στήν περιοχή τοῦ Χόλμ τῆς Δυτικῆς Ρωσίας, ὅπου τήν τιμοῦσαν σάν ἰδιαίτερα θαυματουργή. Ὅταν στά μέσα τοῦ 14ου αἰ. ὁ Πολωνός Βασιλιᾶς Καζιμίρ προσάρτησε τήν Γαλικία στό κράτος του καί ἄρχισαν οἱ ἐπιγαμίες μεταξύ τῶν Ἡγεμονικῶν Οἴκων τῶν δύο χωρῶν, ἡ εἰκόνα μεταφέρθηκε στήν Πολωνία ἀπό μία Ρωσίδα Πριγκίπισσα καί κατατέθηκε στήν περίφημη Θεομητορική Μονή τοῦ Λαμπροῦ Ὄρους («Γιάσνα Γκόρα»), ὅπου καί σήμερα φυλάσσεται.
Ἡ εἰκόνα ἔγινε γνωστή στόν Ρωμαιοκαθολικό κόσμο τόν 17ο αἰ., κατά τήν εἰσβολή τῶν Σουηδῶν στήν Πολωνία. Τότε, κατά τήν πολιορκία τῆς Μονῆς τοῦ Λαμπροῦ Ὄρους ἀπό σημαντικές δυνάμεις τῶν Σουηδοῦ Βασιλιᾶ Καρόλου 10ου , ὁ Ἡγούμενος μέ τούς μοναχούς καί ἐλάχιστους στρατιώτες, κατάφερε νά ἀποκρούσει τούς εἰσβολεῖς καί νά ἀνατρέψει τήν πορεία τοῦ πολέμου. Ἡ νίκη αὐτή, τό ἔτος 1656, ἀποδόθηκε στήν προστασία τῆς Θεοτόκου καί οἱ βαθύτατα θρησκευόμενοι Πολωνοί μέ ἐπικεφαλῆς τόν Βασιλιά τους Ἰωάννη, σέ ἔνδειξη εὐγνωμοσύνης, ἀνακήρυξαν τήν Θεοτόκο Βασίλισσα τῆς Πολωνίας.
Ἡ Παναγία τῆς Τσεστοχόβας τιμᾶται τήν 6η Μαρτίου καί τήν 27η Αὐγούστου.
Ἡ Παναγία τοῦ Κόνεβιτς
Βυζαντινή εἰκόνα, μεταφέρθηκε στή Ρωσία ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος Ἄθω τό 1393, ἀπό τόν ὅσ. Ἀρσένιο τοῦ Βαλαάμ. Ὁ Ὅσιος εἶχε λάβει τήν εἰκόνα εὐλογία ἀπό τόν Γέροντά του Μοναχό Ἰωάννη, ὅταν ἀποφάσισε νά γυρίσει στήν πατρίδα του καί νά ἱδρύσει μονή πρός τιμήν τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Κατά τήν ἐπιστροφή του στή Ρωσία καί ἐνῶ ἔπλεε στή Λίμνη Λαντόγκα, ἀναζητῶντας τόπο κατάλληλο γιά ἵδρυση μονῆς, ὁ ὅσ. Ἀρσένιος ὁδηγήθηκε ἀπό θύελλα στό νησί Κόνεβιτς. Ἑρμηνεύοντας τό γεγονός σάν ἔκφραση τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ, ἐγκαταστάθηκε ἐκεῖ καί ὕψωσε ἕνα ξύλινο παρεκκλήσιο πρός τιμήν τῆς Θεοτόκου - ὅπου κατέθεσε τήν εἰκόνα – καί ἕνα κελλί γιά τόν ἑαυτό του.
Διά μέσου τῶν αἰώνων, πολλά θαύματα (κυρίως θεραπεῖες ἀσθενῶν), καταχωρήθηκαν στό Χρονικό τῆς Μονῆς πού δημιουργήθηκε γύρω ἀπό τόν ἀρχικό ναϊσκο τοῦ ὁσ. Ἀρσενίου. Ἀνάμεσα στά πρῶτα μαρτυρεῖται ἡ ἐκδίωξη ἀπό τόν Ὅσιο πονηρῶν πνευμάτων πού κατοικοῦσαν σέ μεγάλο βράχο τοῦ νησιοῦ, τόπο λατρείας τῶν παγανιστῶν Καρελίων κατοίκων τῆς περιοχῆς.
Ἡ εἰκόνα σήμερα φυλάσσεται στή Νέα Μονή Βαλαάμ στή Φινλανδία καί τιμᾶται τήν 10η Ἰουλίου.
Βιβλιογραφία:
Dr. Anne Jaasking, “The Icon of the Virgin of Konevitsa”, 1971
V. Purmongin, “Orthodoxy in Finland – past and present”, 1984.
Ἡ Παναγία τοῦ Ποτσάεφ
Βυζαντινή εἰκόνα, μεταφέρθηκε τόν 16ο αἰ. ἀπό Ἕλληνα Μητροπολίτη πού περιόδευε στή Ρωσία χάριν ἐλεημοσυνῶν καί τό 1559 τήν ἄφησε εὐλογία στήν Ἄννα Γκοϊσκαγια, τήν εὐσεβή γυναῖκα πού τόν φιλοξένησε. Ὅταν τό 1597 ὁ ἀδελφός τῆς Ἄννας Φίλιππος θεραπεύθηκε θαυματουργικά ἀπό τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο, ἡ οἰκογένεια ἔκρινε σκόπιμο νά δωρήσει τήν εἰκόνα στήν παρακείμενη Λαύρα τοῦ Ποτσάεφ.
Ἡ τρίτη κατά σειρά Λαύρα τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας (προηγοῦνται ἐκεῖνες τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου καί τῆς Ἁγίας Τριάδος - ἁγ. Σεργίου καί ἕπεται ἐκείνη τοῦ ἁγ. Ἀλεξάνδρου Νέβσκι στήν Ἁγία Πετρούπολη), βρίσκεται στή Βολυνία τῆς σημερινῆς δυτικῆς Οὐκρανίας. Στήν περιοχή αὐτή τόν 10ο αἰ. ὁ Μέγας Βλαδίμηρος ἵδρυσε τήν Ἐπισκοπή Βλαδιμήρ Βολυνίας καί ἔκτισε στήν πόλη τόν Καθεδρικό Ναό τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου. Ὁ μικρός λόφος τοῦ Ποτσάεφ ἀναδείχθηκε πολύ νωρίς μοναστικό κέντρο στήν περιοχή, ἐπειδή στά πολλά σπήλαιά του ἔζησαν κατά καιρούς πολλοί ἀσκητές. Τόν 13ο αἰ. μέ τήν εἰσβολή τῶν Τατάρων καί τήν καταστροφή τῶν μοναστικῶν κέντρων τοῦ Κιέβου, πολλοί μοναχοί τῆς Λαύρας τῶν Σπηλαίων βρῆκαν καταφύγιο στά σπήλαια τοῦ Ποτσάεβ. Τότε τοποθετεῖται χρονικά καί ἡ ἐμφάνιση τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου σέ δύο ἐρημίτες, στό βράχο ὅπου καί σήμερα σώζεται τό ἀποτύπωμα τοῦ ποδός Της! Πρόκειται γιά τό μεγαλύτερο Θεομητορικό σέβασμα τῆς Ρωσικῆς Ὀρθοδοξίας. Τό ἁγίασμα πού μέ τρόπο θαυμαστό ρέει ἀπό τήν ἄνυδρη πέτρα, ἔχει κατά καιρούς ἐπιτελέσει ἐξαίσια θαύματα. Τό 1832 μαρτυρεῖται θεραπεία τυφλοῦ κοριτσιοῦ πού ἔφθασε στή Λαύρα μετά ἀπό πορεία 100 περίπου μιλίων! Σέ παλαιότερη ἐποχή μαρτυρεῖται ἡ περίπτωση ἀδελφοῦ τῆς Λαύρας ὁ ὁποῖος εἶχε αἰχμαλωτιστεῖ ἀπό τούς Τατάρους καί βρέθηκε μέ τρόπο θαυμαστό μέσα στό Καθολικό, κατά τήν ἑορτή τῆς Κοιμήσεως.
Ἡ Λαύρα τοῦ Ποτσάεφ ἔγινε μεγάλο ἱεραποστολικό κέντρο στίς ἡμέρες τοῦ Ἡγουμένου της ὁσ. Ἰώβ (+ 1651), μετά τήν ἑνωτική «Σύνοδο» τῆς Βρέστης (1596), μέ τήν ὁποία δημιουργήθηκε ἡ Οὐνία.
Ὁ ὅσ. Ἰώβ μόνασε σέ ἡλικία 12 ἐτῶν καί τό 1597 ἀναδείχθηκε Ἡγούμενος τῆς Λαύρας. Μέ τό τεράστιο γιά τήν ἐποχή του ἱεραποστολικό καί ἐκδοτικό του ἔργο, στήριξε τήν Ὀρθοδοξία στήν Βολυνία (τήν μεγάλη γεωγραφική περιοχή τῆς δυτικῆς Οὐκρανίας, ἡ ὁποία διεκδικήθηκε τόσο ἀπό τούς Ὀρθοδόξους Ρώσους, ὅσο καί ἀπό τούς Παπικούς Πολωνούς). Κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 1651. Ἡ ἁγιότητά του διακηρύχθηκε Συνοδικά τό 1660, ὁπότε μᾶλλον ἀνακομίσθηκε τό ἀδιάφθορο Λείψανό του, τό ὁποῖο σήμερα φυλάσσεται στήν Λαύρα . (Ἀ. Μοσκώφ, "Ὅσιος Ἰώβ τοῦ Ποτσάεφ"· Περιοδικό "Orthodox Russia", τ. 1990). Ἡ μνήμη του εἶναι εὑρύτατα διαδεδομένη καί τιμᾶται τήν 6η Μαϊου, τήν 28η Αὐγούστου καί τήν 10η καί 28η Ὀκτωβρίου.
Ἡ Λαύρα παρέμεινε κέντρο ἀγωνιζομένης Ὀρθοδοξίας στήν εὐαίσθητη αὐτή περιοχή μέχρι τό 1720, ὁπότε τήν κατέλαβαν οἱ Οὐνίτες. Μετά τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1917 οἱ μοναχοί της γνώρισαν διωγμούς, ἐξορίες καί φυλακίσεις καί ἡ προσέλευση προσκυνητῶν εἶχε ἀπαγορευθεῖ. Ἔμεινε ὅμως πάντοτε ἀνοικτή, καταφύγιο τοῦ δοκιμαζόμενου Ὀρθοδόξου λαοῦ.
Μετά τήν πτώση τοῦ κομμουνιστικοῦ καθεστῶτος (1989), ἄρχισε ἡ ἀστήλωση τῆς Λαύρας (ἔχει λαμπρά καί ἐκτεταμένα κτίρια, δύο Καθεδρικούς Ναούς – τῆς Κοιμήσεως καί τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὁ πρῶτος σέ ρυθμό μπαρόκ, κατάλοιπο τῆς οὐνιτικῆς κατοχῆς – κ.ἄ.), ἐνῶ ἡ ἀδελφότητα ἐνισχύθηκε μέ τήν προσέλευση δεκάδων νέων μοναχῶν.
Ἡ εἰκόνα τοῦ Ποτσάεφ εἶναι μικρῶν διαστάσεων καί εἰκονίζει τήν Θεοτόκο βρεφοκρατοῦσα. Γύρω ἀπό τήν Θεοτόκο εἰκονίζονται ἑπτά Ἅγιοι, προσθήκη πιθανῶς τῶν προστατῶν τῆς οἰκογενείας πού πρώτη δέχθηκε τήν εὐλογία της. Ἕνα ἀπό τά περισσότερο γνωστά ἀντίγραφά της φυλάσσεται στή Ρωσική Μονή Ἁγίας Τριάδος Τζόρντανβιλ Νέας Ὑόρκης.
Τιμᾶται τήν 23η Ἰουλίου καί τήν 8η Σεπτεμβρίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου