Παρασκευή 10 Ιουλίου 2009

ΟΝΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΟΤΗΤΑΣ
Ιωάννη Καρδάση, Χημικού-Οικονομολόγου
Σειρά: Παπισμός καί Ορθοδοξία

Η Οντολογία της Θεότητας και η εντελώς διαφορετική της θεώρηση από εκείνην των Πατέρων της Ανατολής και γενικά της Ορθόδοξης Εκκλησίας, είναι η βασική κακοδοξία του Παπισμού από την οποίαν προέρχονται όλες οι άλλες δογματικές παρεκκλίσεις, ακόμη και η θεμελιώδης αίρεση του Φιλιόκβε.
Στην Ανατολική Εκκλησία ξεκινούμε από τα πρόσωπα και οδεύουμε προς την ουσία: «Τριάς η εν Μονάδι» σημαίνει, ότι τα τρία Πρόσωπα ενυπάρχουν σε μία και την αυτήν Ουσία. Από το πρόσωπο προχωρούμε προς την υπόσταση και από εκεί στην ουσία. Από την θεώρηση αυτή συμπεραίνεται, ότι όταν αποκαλύπτεται ο Θεός είναι παρόντα και τα τρία πρόσωπα, οπότε έχουμε προσωποκεντρική θεώρηση του Θεού και τελικά Τριαδική Μοναρχία. Στη Δύση, ξεκινούν από την μια Ουσία, στην οποία ενυπάρχουν τα τρία Πρόσωπα: «Μονάς η εν Τριάδι» σημαίνει, ότι σε μια και την αυτήν Ουσία ενυπάρχουν και τα τρία Πρόσωπα. Από την ουσία δηλ. προχωρούμε στην υπόσταση και από εκεί στα πρόσωπα. Από την θεώρηση αυτή συμπεραίνεται, ότι όταν αποκαλύπτεται ο Θεός δεν είναι απαραίτητο να είναι παρόντα και τα τρία Πρόσωπα, οπότε έχουμε ουσιοκεντρική θεώρηση του Θεού και τελικά Τριαδολογικό Ενωτισμό και όχι Τριαδική Μοναρχία.
Επίσης, οι Καππαδόκες Πατέρες εισήγαγαν την έννοια της αιτίας μέσα στο είναι του Θεού, δηλ. έθεσαν το ερώτημα: «Ποιός είναι ο αίτιος της ύπαρξης του Θεού, για το ότι ο Θεός υπάρχει και για το ότι είναι Θεός και υπάρχει ως Τριάδα». Η απάντηση, που έδωσαν ήταν, ότι ο αίτιος για την ύπαρξη του Θεού είναι το πρόσωπο του Πατέρα και μόνον και δεν είναι ούτε η φύση ή ουσία του, ούτε κανένα από τα άλλα δυο πρόσωπα.
Ο αίτιος λοιπόν της ύπαρξης του Θεού είναι το πρόσωπο του Πατέρα, το πρόσωπο δε του Πατέρα είναι το αίτιο της ύπαρξης του προσώπου του Υιού και του προσώπου του Αγίου Πνεύματος. Ο Πατέρας είναι Θεός με την έννοια, ότι δεν λαμβάνει την ύπαρξή του εξ αιτίας κανενός άλλου. Είναι αυτός ο αίτιος της ύπαρξής του, ενώ για τον Υιό και το Πνεύμα, ισχύει ότι έρχονται σε ύπαρξη εξ αιτίας του Πατέρα και ότι συνεπώς μέσα στο Θεό έχουμε αυτή την αναγωγή σε ένα πρόσωπο, σε μια υπόσταση και επομένως σε ένα ελεύθερο αίτιο και όχι σε μια αναγκαστική προβολή ή προέκταση της μιας ουσίας του Θεού, όπως θεωρούν οι Λατίνοι, η θεολογία των οποίων θεωρεί την ουσία του Θεού ως γενεσιουργό αιτία της ύπαρξής του και όχι το πρόσωπό του.
Στην αρχαία φιλοσοφία, τον πρωταρχικό ρόλο, τον οντολογικό, τον είχε πάντοτε η ουσία, ενώ στους Καππαδόκες πάντοτε το πρόσωπο, το οποίο κάνει την ουσία να υφίσταται ως υπόσταση και αυτό σημαίνει ότι ο Θεός υπάρχει αφ’ εαυτού του ελεύθερα και όχι υπό τη δέσμευση της ουσίας, δηλ. η ύπαρξή του δεν έχει πρώτη αιτία την ουσία, η οποία έτσι έχει δέσμια την ύπαρξή του. Έτσι, η Αγία Τριάδα είναι πρωταρχική οντολογική έννοια και δεν πρόκειται για κάτι που το προσθέτουμε στο είναι του Θεού. Αλλά είναι αυτό που κάνει το Θεό να υπάρχει. Δηλαδή, χωρίς την Τριάδα, Θεός δεν υπάρχει, διότι ο μόνος τρόπος να υπάρχει είναι αυτός: Ως Τριάδα. Και αυτό οφείλεται στον Πατέρα, σ’ ένα πρόσωπο και όχι σε μια ουσία. Αυτό λοιπόν που κάνει τον Θεό να υπάρχει, είναι το πρόσωπο του Πατέρα. Αυτή ακριβώς την αντίληψη της αρχαίας φιλοσοφίας, ότι η γενεσιουργός αιτία της ύπαρξης του Θεού είναι η ουσία του, μέσω του Νεοπλατωνισμού και του Αυγουστίνου πέρασε στη Δύση και διαχώρισε και διαφοροποίησε τη θεολογία της από εκείνη της Ανατολής.
Ο Αυγουστίνος (354-420), μη έχοντας υπόψη του τη θεολογία των Καππαδοκών, παρέλαβε την αντίληψη περί Θεού της αρχαίας φιλοσοφίας και θεώρησε, ως γενεσιουργό αιτία της ύπαρξης του Θεού, την ουσία ή φύση του. Αυτή δε είναι τελικά η γενεσιουργός αιτία της πλάνης του Φιλιόκβε και τούτο οφείλεται στο ότι στη Δύση ποτέ δεν αφομοιώθηκε η θεολογία των Καππαδοκών Πατέρων ακόμη και μέχρι σήμερα. Έτσι, στη μεν Ανατολή, η θεολογία της Αγίας Τριάδας ακολουθεί τη θεολογία των Καππαδοκών Πατέρων, ενώ στη Δύση ακολουθεί τη θεολογία του Αυγουστίνου.
Το λάθος του Αυγουστίνου στη θεώρηση της Αγίας Τριάδας είναι, ότι αναζητεί την αναλογία στον ένα και μόνο άνθρωπο, ενώ οι Καππαδόκες δεν μπορούσαν ποτέ να δουν τα της Τριάδας παρατηρώντας έναν άνθρωπο. Χρειάζονταν πάντοτε τρεις ανθρώπους για να κάνουν την αναλογία. Δηλαδή, ενώ για τους Καππαδόκες, το κάθε θείο πρόσωπο της Τριάδας ήταν μια πλήρης υπόσταση, στον Αυγουστίνο γίνεται ακριβώς το λάθος, ότι στην Τριάδα βρίσκει μόνον ένα πρόσωπο, διότι υπό την επίδραση του Νεοπλατωνισμού, το ουσιώδες στοιχείο στο πρόσωπο είναι ο νους και έχοντας νου μπορούμε να βρούμε τον εαυτό μας, χωρίς να κοιτάξουμε δίπλα μας. Αρκεί λοιπόν να έχουμε νου, να έχουμε τη δυνατότητα να σκεπτόμαστε, να έχουμε συνείδηση του εαυτού μας, για να κατανοήσουμε, ότι υπάρχουμε. Αυτό συνοψίζεται στο γνωστό ρητό «cogito ergo sum», "εννοώ, άρα υπάρχω". Επομένως, αν πούμε ότι υπάρχουμε, άρα υπάρχουμε, αυτό συμβαίνει σε κάθε έναν ατομικά. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και στην Τριάδα. Δεν χρειάζονται τρεις για να υπάρχει, ακόμη και ένας αρκεί. Στη Δύση λοιπόν, η Θεότητα στην περιοχή του ακτίστου υπάρχει ακόμη και με ένα πρόσωπο, ενώ στην Ανατολή αυτό είναι αδύνατο. Ένα πρόσωπο στη Θεότητα ίσον κανένα πρόσωπο και επομένως έχουμε ανυπαρξία της Θεότητας.
Έτσι, κατά τον Αυγουστίνο, ο Θεός είναι ο Νους και έχει μια πηγή γνώσης και η γνώση που παράγεται είναι ο Λόγος, το δεύτερο πρόσωπο της Τριάδας, οπότε ο Λόγος είναι ο τρόπος με τον οποίον ο Θεός γνωρίζει, είναι η γνώση. Αλλά γνώση τίνος; Αφού δεν υπάρχει τίποτε άλλο εκτός του Θεού. Γνωρίζει φυσικά τον εαυτό του, είναι μια αυτογνωσία. Ο Λόγος γνωρίζει τον Πατέρα, έχει ως αντικείμενο της γνώσης του τον Πατέρα και συνεπώς υπάρχει ένας κύκλος, μια αυτογνωσία του Θεού. Βέβαια, ο Πλατωνισμός θεωρεί το Θεό όχι μόνο ως Νου, αλλά και ως το απόλυτο Αγαθό, επομένως ο Νους είναι Νους Αγαθός και εφ’ όσον είναι Αγαθός έλκει πάντοτε την αγάπη, τον έρωτα, το καλό και την ωραιότητα. Όπως το κάλλος προκαλεί τον έρωτα, έτσι και το αγαθό προκαλεί τον έρωτα, την αγάπη. Αφού λοιπόν ο Θεός είναι το αγαθό και αφού δεν υπάρχει άλλο αγαθό εκτός απ’ Αυτόν, σε ποιόν προκαλεί τον έρωτα; Ο Λόγος είναι μια ετερότητα απέναντι στον Πατέρα και τον γνωρίζει, οπότε γνωρίζοντάς τον, τον γνωρίζει ως αγαθό και τότε γεννιέται ο έρωτας, η αγάπη προς το αγαθό, που είναι ο Πατέρας. Αυτή η αγάπη μεταξύ Υιού και Πατέρα είναι το Πνεύμα. Το Πνεύμα είναι ένας τρίτος τρόπος ύπαρξης, με τον οποίον ο Πατέρας αγαπάει τον Υιό και ο Υιός τον Πατέρα και είναι κατά τον Αυγουστίνο «nexus amores», δεσμός, σύνδεσμος αγάπης, μεταξύ Πατέρα και Υιού. Το Πνεύμα λοιπόν παρουσιάζεται με αυτή την υποστατική ιδιότητα της αγάπης. Αυτή η διαφοροποίηση του Πνεύματος οδηγεί νομοτελειακά στο Φιλιόκβε.
Με τη θεώρηση αυτή του Αυγουστίνου, παρουσιάζεται ένα πρόβλημα: Εάν γίνει δεκτός ο Πατέρας ως Νους, ο Υιός ως Γνώση και το Πνεύμα ως Αγάπη, τότε αμέσως παρουσιάζονται τρεις ξεχωριστοί τρόποι δήλωσης και περιγραφής του περιεχομένου του κάθε προσώπου. Ο Πατέρας έχει την υποστατική ιδιότητα του Νου, ο Υιός της Γνώσης, το Πνεύμα της Αγάπης. Όταν ο Αυγουστίνος δίνει υποστατική ιδιότητα θετική στο Λόγο και λέει ότι είναι η Γνώση του Θεού, τότε όταν μας αποκαλύπτεται ο Λόγος στην «Οικονομική» Τριάδα, στην Οικονομία, θα πρέπει να μας αποκαλύπτεται κατ’ εξοχήν με την ιδιότητά του αυτή την υποστατική, που είναι η Γνώση. Να είναι δηλαδή η αποκάλυψη ή το γνωστικό μέσο με το οποίον φθάνουμε στο Θεό. Και πράγματι, η έννοια του Λόγου στον 2ο και κυρίως στον 3ο αιώνα χρησιμοποιήθηκε κατ’ αυτόν τον τρόπο. Το ότι ο Υιός ταυτίστηκε στο κατά Ιωάννην με το Λόγο, έδωσε την αφορμή στον Ιουστίνο και σε μια σειρά άλλων συγγραφέων εκείνης της εποχής να δουν στο πρόσωπο του Χριστού, το γνωστικό μέσο με το οποίο φθάνουμε στο Θεό. Γι’ αυτό και έβαλε και τους φιλοσόφους όλους μέσα σ’ αυτό το λόγο τον «σπερματικό», όπως τον ονόμασε. Μετέχουν όλοι του Λόγου και επομένως η ιδιότητα του Υιού είναι μια ιδιότητα αποκάλυψης της Γνώσης του Θεού. Συγχρόνως το Άγιο Πνεύμα εμφανίζεται με άλλες ιδιότητες, όπως η ιδιότητα της κοινωνίας και επομένως το Άγιο Πνεύμα μας εμφανίζει το Θεό ως κοινωνία. Για τους Καππαδόκες κάτι τέτοιο είναι αδιανόητο. Αποφεύγουν με κάθε τρόπο να δώσουν θετικό περιεχόμενο στις υποστατικές ιδιότητες και θεωρούν ότι η μόνη διατύπωση είναι, ότι ο Πατέρας είναι αγέννητος, ο Υιός γεννητός και το Πνεύμα εκπορευτό, αρνούνται δε επίμονα να προσδιορίσουν τη διαφορά μεταξύ γέννησης και εκπόρευσης, οπότε γι’ αυτούς οι υποστατικές ιδιότητες είναι ακοινώνητες.
Η θεώρηση αυτή του Αυγουστίνου ως προς τις θείες υποστάσεις, δημιουργεί τον κίνδυνο του ανθρωπομορφισμού, τον οποίον οι Ανατολικοί αποφεύγουν. Αυτός ο ανθρωπομορφισμός μπαίνει στη Δυτική θεολογία, καθώς επίσης προβάλλονται ψυχολογικές ιδιότητες και ανθρώπινες εμπειρίες μέσα στη Θεότητα. Και έτσι, η Τριάδα γίνεται ένα σύμπλεγμα και σύνολο ψυχολογικών σχέσεων.
Παρατηρείται επίσης, ότι οι Kαππαδόκες ξεκινούν από την Τριάδα και ειδικά από το πρόσωπο του Πατέρα, ως αιτίας των πάντων, ενώ ο Αυγουστίνος ξεκινάει από τη φύση του Πατέρα και όχι από το πρόσωπό του. Οι Ανατολικοί ομιλούν για το Θεό και εννοούν το πρόσωπο του Πατέρα, ενώ οι Δυτικοί ομιλούν για τη Θεότητα και εννοούν τη φύση του Πατέρα. Στον Αυγουστίνο είναι σαφές, ότι η Θεότητα είναι απρόσωπη, η Θεότητα είναι η θεία φύση, η θεία ουσία. Έτσι, προηγείται ο ένας Θεός, η ουσία και έπεται λογικά η Τριάδα, ως τρόποι με τους οποίους αυτός ο ένας Θεός υφίσταται. Δηλαδή και ο Πατέρας είναι δευτερογενής έννοια εν σχέσει με τον Θεό. Εδώ είναι το τεράστιο λάθος. Ποιος είναι ο ένας Θεός; Οι Πατέρες βέβαια είναι μονοθεϊστές, αλλά ποιος είναι ο ένας Θεός, στον οποίο πιστεύουν όλοι, όταν λένε: «Πιστεύω εις ένα Θεόν…..»; Εάν πούμε, ότι ο ένας Θεός είναι η ουσία, όπως έκανε ο Αυγουστίνος, τότε οι τρεις υποστάσεις, Πατέρας, Υιός, Πνεύμα, τοποθετούνται στην ίδια μοίρα από πλευράς οντολογικής ύπαρξης. Δεν είναι πλέον η αιτία ο Πατέρας με την απόλυτη οντολογική σημασία. Είναι μια πηγή, αλλά μια πηγή με την έννοια της Ουσίας, με τη σημασία ότι η Θεότητα προηγείται, δηλ. η Ουσία προϋπάρχει. Δεν είναι Αυτός που κάνει την ουσία να υπάρχει, η ουσία είναι η αιτία της ύπαρξής του. Ο ένας Θεός λοιπόν, είναι η μία ουσία και αυτό έχει περάσει σε πολλούς Ορθόδοξους, οι οποίοι λένε, ότι ο ένας Θεός είναι η μία ουσία. Στην Ανατολή ο Θεός δεν είναι η μία ουσία, είναι το πρόσωπο του Πατέρα.
Τι συμβαίνει όμως, όταν ο Αυγουστίνος δίνει προτεραιότητα στη ουσία του Θεού και όχι στο πρόσωπό του; Χάνεται η έννοια της αιτιότητας και η έννοια της ελευθερίας στην ύπαρξη του Θεού. Η ουσία, όταν απομονωθεί και είναι απρόσωπη, δημιουργεί αναγκαστικά την ύπαρξη του Θεού, διότι η ουσία περιέχει το στοιχείο της αναγκαιότητας. Η ουσία είναι αυτό που υπάρχει και δεν ρωτάμε, γιατί και πως υπάρχει. Όταν ρωτήσουμε το γιατί και το πώς, τότε φεύγουμε από την ουσία και πηγαίνουμε στις υποστάσεις. Το πώς υπάρχει κάτι, θέτει το ερώτημα της υποστάσεως. Με την ουσία, απλώς καταθέτεις μια οντολογική θέση. Ο Θεός υπάρχει. Κι’ ακόμη εννοείται μ’ αυτό, ότι δεν είναι μια άλλη ουσία. Δεν είναι άνθρωπος, είναι Θεός. Το πώς υπάρχει αυτή η ουσία, είναι το πρόβλημα της υπόστασης. Για τους Καππαδόκες, δεν μπορεί το πώς να ακολουθήσει το ότι υπάρχει. Διότι το πώς, δεν υπάρχει ό, τι υπάρχει. Αυτό θα ειπεί, το ότι δεν υπάρχει ουσία «γυμνή».
Συμπερασματικά, οι Πατέρες της Ανατολής δεν δίνουν προτεραιότητα στην ουσία, αλλά στο πρόσωπο, ενώ αντίθετα στον Αυγουστίνο δίνεται προτεραιότητα στην ουσία και όχι στο πρόσωπο. Πρώτα λέμε, ότι ο Θεός υπάρχει και μετά ρωτάμε πώς υπάρχει. Επίσης, ο Αυγουστίνος θέτει πρώτα την ουσία του Θεού και μετά το θέμα της Τριάδας, γι’ αυτόν ένας Θεός ίσον μία ουσία και όχι ένας Θεός ίσον ο Πατέρας. Το λάθος του Αυγουστίνου, δυστυχώς, έχει περάσει σε πολλές Ορθόδοξες Δογματικές και τονίζεται από πολλούς, ότι η Χριστιανική θρησκεία είναι μια από τις τρεις μονοθεϊστικές, ενώ για την Ορθοδοξία η Αγία Τριάδα είναι ο ένας Θεός, ο ένας Θεός, αλλά όχι μόνος. Επομένως, μεταξύ Δύσης και Ανατολής υπάρχει χάσμα τεράστιο, ως προς την προτεραιότητα της ουσίας έναντι του προσώπου, με άμεσο αποτέλεσμα την τεράστια διαφορά στην εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος, του περίφημου Φιλιόκβε.
Το ερώτημα της σχέσης της «Οικονομικής Τριάδας» προς την Αιώνια Τριάδα συνδέθηκε και με το θέμα του Φιλιόκβε. Οι Πατέρες τόνισαν, ότι η ουσία του Θεού είναι εντελώς ασύλληπτη, αδιανόητη, ακατάληπτη και αμέθεκτη, δηλ. δεν μπορεί κανείς να μετάσχει στην ουσία του Θεού. Αντίθετα, στη Δύση, στους Σχολαστικούς και το Θωμά Ακινάτη, υπάρχει δυνατότητα μετοχής στην ουσία του Θεού. Απ’ αυτή την άποψη, διακρίνεται η «Θεολογία» από την «Οικονομία». Εάν η «Θεολογία» επρόκειτο ν’ ασχοληθεί μόνο με την ουσία του Θεού, τότε δεν θα είχαμε πρόβλημα, διότι η ουσία του Θεού είναι ακατάληπτη και επομένως δεν υπάρχει Θεολογία της ουσίας του Θεού.
Τόσο ο Αυγουστίνος, όσο και οι Άνσελμος του Καντέρμπερυ (1034-1109), Αβελάρδος (1079-1142) και Θωμάς Ακινάτης (1226-1274) στήριξαν το Φιλιόκβε στο επιχείρημα, ότι αφού ο Υιός και Λόγος είναι η Γνώση του Θεού και το Πνεύμα είναι η Αγάπη του Θεού, άρα το Πνεύμα πρέπει να εξαρτάται αιώνια επίσης στην προέλευσή Του και από τον Υιό, διότι (κατά τον Αυγουστίνο) η Γνώση προηγείται της Αγάπης. Δεν μπορείς να αγαπάς κάτι, που δεν γνωρίζεις, αυτό όμως είναι ένα μεγάλο λάθος. Οπότε δημιουργείται ένα λογικό επιχείρημα, μια λογική αναγκαιότητα. Εφ’ όσον δεν μπορείς να αγαπάς κάτι που δεν το γνωρίζεις, δεν μπορεί ο Θεός να αγαπά τον εαυτό Του εάν δεν προηγηθεί η Γνώση Του μέσω του Υιού και μόνο με βάση τη σχέση της μνήμης με τη γνώση που κάνει, συγκεκριμενοποιεί και πραγματοποιεί τη γνωστική ικανότητα του Νου, που είναι ο Θεός. Μόνο πάνω σ’ αυτή τη βάση μπορεί να οικοδομηθεί η Αγάπη, το Πνεύμα. Εδώ έχουμε λογικές αναγκαιότητες πλέον, όταν δώσουμε θετικές ιδιότητες στις υποστάσεις. Και όταν οι Πατέρες αποφεύγουν αυτό το θετικό περιεχόμενο, συγχρόνως εισάγουν ατμόσφαιρα ελευθερίας και όχι αναγκαιότητας (όπως ο Αυγουστίνος και οι λοιποί σχολαστικοί), σ’ όλα τα μεγάλα ερωτήματα. Π.χ. «μπορεί να σαρκωθεί άλλο πρόσωπο της Τριάδας, όπως το Πνεύμα;». Ναι, απαντούν οι σχολαστικοί, όχι λένε οι Πατέρες. Ο Πατέρας ζήτησε από τον Υιό την σάρκωση και Αυτός ελεύθερα είπε το «Ναι» και όχι από λογική ανάγκη.
Ενώ η Ανατολή ξεχώρισε τη «Θεολογία» του Θεού από την «Οικονομία», δηλ. ότι οι διαφορετικές λειτουργίες των προσώπων στην Τριάδα στην «Οικονομία», δεν μπορεί να επεκταθούν στα πρόσωπα του Θεού στη «Θεολογία», αντίθετα στη Δύση φθάσανε στο σημείο να συνδέουν τις διαφοροποιήσεις στην «Οικονομία» με αντίστοιχες διαφοροποιήσεις στη «Θεολογία», δηλ. με οντολογικές διαφοροποιήσεις. Αυτός είναι ένας επί πλέον λόγος του εγκλωβισμού της Δύσης και στο Φιλιόκβε, θεολογικά. Παράδειγμα μπερδέματος στη Δύση «Θεολογίας» και «Οικονομίας» είχε συμβεί και στην Ανατολή τον 4ο αιώνα: Η Αλεξανδρινή δοξολογία είχε τη μορφή «Δόξα τω Πατρί δι’ Υιού εν Αγίω Πνεύματι», που δείχνει τα πρόσωπα στην «Οικονομία». Ο Μ. Βασίλειος αλλάζει αυτόν τον τύπο, στη μορφή: «Δόξα τω Πατρί και τω Υιώ και τω Αγίω Πνεύματι», που δείχνει τα πρόσωπα στη «Θεολογία». Στην Αλεξανδρινή μορφή τα πρόσωπα έχουν μια σχέση μεταξύ τους, οπότε βλέπουμε να υπάρχει μια αιώνια εξάρτηση του Πνεύματος από τον Υιό, κάτι στο οποίον ενυπάρχει το Φιλιόκβε. Στη μορφή του Μ. Βασιλείου έχουμε μια ισότιμη σχέση των προσώπων στην Τριάδα, το ένα δίπλα στο άλλο, χωρίς να φαίνεται εξάρτηση του Πνεύματος από τον Υιό. Άλλες είναι λοιπόν οι σχέσεις των προσώπων στην «Θεολογία» και άλλες στην «Οικονομία». Η σύγχυση των δυο αυτών διαφορετικών αντιλήψεων των προσώπων στην Τριάδα είναι η γενεσιουργός αιτία του Φιλιόκβε.
Ως προς την Ουσία μπορούμε να πούμε, ότι είναι κάτι για το οποίο μπορεί να γίνει λόγος ατομικά με αναφορά μόνο σ’ αυτό το αυθυπόστατο και έτσι η Oυσία του Θεού μπορεί να νοηθεί μόνη της. Αυτό σημαίνει το «των καθ’ εαυτών υφεστηκότων» του Γρηγορίου Θεολόγου. Η Ουσία δεν κοινωνείται με πρόσωπα εκτός Αυτής. Από την άλλη, η Ενέργεια «είναι των εν ετέρω θεωρουμένων» και κοινωνείται με άλλα όντα και μπορεί να είναι κοινή. Όσον αφορά το πρόσωπο, δηλώνει μια ταυτότητα, ένα ον, το οποίον ενώ δεν μπορεί να υπάρξει μόνο του, συγχρόνως δεν μπορεί να βρεθεί και αλλού. Είναι δηλαδή τόσο μοναδικό, τόσο ανεπανάληπτο, τόσο το ίδιο, αυτό που είναι ο εαυτός του, ώστε κανένας άλλος δε μπορεί να είναι αυτό που είναι αυτό. Ο Πατέρας δεν μπορεί να είναι ο Υιός, ούτε το Πνεύμα. Ο Υιός δεν μπορεί να είναι ο Πατέρας, ούτε το Πνεύμα. Οι έννοιες Πατέρας, Υιός και Πνεύμα δηλώνουν υποστάσεις, πρόσωπα και είναι τόσο μοναδικές και ανεπανάληπτες, που το παράδοξο και πολύ σημαντικό είναι, ότι δεν βρίσκονται ούτε εκεί στα όντα με τα οποία, εάν δεν έχουν σχέσεις, δεν βρίσκονται σε σχέση, δεν υπάρχουν. Διότι ο Πατέρας, εάν δεν βρίσκεται σε σχέση με τον Υιό παύει να υπάρχει. Εν τούτοις δεν είναι Υιός. Αυτό είναι το πρόσωπο, η ταυτότητα που πηγάζει από σχέση, από κοινωνία και η οποία καταλήγει σε ακοινώνητα όντα με την έννοια, ότι δεν μπορεί να βρεθεί το ένα ον μέσα στο άλλο, αλλά ούτε και χωρίς σχέση με το άλλο, διότι όταν διακοπεί η σχέση, διακόπτεται η ύπαρξη του προσώπου.
Το ερώτημα είναι, αν κοινωνείται το πρόσωπο. Η απάντηση είναι και ναι και όχι. Το πρόσωπο δεν μπορεί να υπάρξει, αν δεν υπάρχει κοινωνία και σχέση, δηλ. αναφορά, προς άλλα πρόσωπα. Ένα πρόσωπο ίσον κανένα πρόσωπο. Άρα χρειάζεται κοινωνία για να έχουμε πρόσωπα. Αλλά στην κοινωνία αυτή, το κάθε πρόσωπο έχει τις λεγόμενες υποστατικές ιδιότητες, οι οποίες δεν κοινωνούνται. Δεν μπορεί ο Πατέρας να μεταδώσει την πατρότητά του στον Υιό, ούτε την ιδιότητά του. Αυτές οι υποστατικές ιδιότητες, που είναι ο Πατέρας, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα ή η αγεννησία, η γέννηση και η εκπόρευση.
Τίθεται βέβαια μετά το ερώτημα, εάν ο Υιός γεννάται εκ της ουσίας του Πατέρα ή από το πρόσωπο του Πατέρα. Η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος, με βάση τη θεολογία του αγίου Αθανασίου, δογμάτισε ότι γεννάται εκ της ουσίας του Πατέρα: «Και εις ένα Κύριον Ιησούν Χριστόν τον Υιόν του Θεού, γεννηθέντα εκ του Πατρός μονογενή, τουτέστιν εκ της ουσίας του Πατρός, Θεόν εκ Θεού, φως εκ φωτός, Θεόν αληθινόν εκ Θεού αληθινού, γεννηθέντα, ου ποιηθέντα, ομοούσιον τω Πατρί, δι’ ου τα πάντα εγένετο, τα εν τω ουρανώ και τα εν τη γη». Εάν συμβαίνει αυτό, τότε η ουσία είναι καρπογόνος, παράγει ζωή. Οι Καππαδόκες Πατέρες όμως δογματίζουν, ότι ο μόνος αίτιος της γέννησης του Υιού δεν είναι η ουσία του Πατέρα, αλλά το πρόσωπο του Πατέρα. Όταν λέμε λοιπόν, ότι η μόνη αιτία γέννησης του Υιού είναι το πρόσωπο του Πατέρα, αποκλείουμε τον Υιό ως αίτιο, γιατί αποκλείουμε την ουσία ως αίτιο και επομένως αποκλείουμε την περίπτωση του Φιλιόκβε. Αν παραδεχθούμε, όπως η Δύση, ως αίτιο της ύπαρξης του Υιού την ουσία του Πατέρα, τότε παραδεχόμαστε ως αίτιο ύπαρξης του Πνεύματος και τον Υιό, δηλ. παραδεχόμαστε το Φιλιόκβε. Και όπως αναφέρθηκε, όταν η ουσία είναι καρπογόνος, τότε ο Πατέρας κατ’ ανάγκην ήρθε σε ύπαρξη, ενώ όταν το πρόσωπο είναι καρπογόνο, τότε η ύπαρξη του Πατέρα δεν είναι κατ’ ανάγκην, αλλά σε πλήρη ελευθερία. Έτσι η φύση του Πατέρα δεν προϋπάρχει του προσώπου του. Η Β΄ Οικουμενική Σύνοδος επέφερε μια αλλαγή στο Σύμβολο σ’ αυτό το σημείο, αφαίρεσε δηλ. τη γέννηση του Υιού από την ουσία του Πατέρα: «Και εις ένα Κύριον Ιησούν Χριστόν τον Υιόν του Θεού τον μονογενή, τον εκ του Πατρός γεννηθέντα προ πάντων των αιώνων» και έτσι διόρθωσε την Α΄ Οικουμενική και στο σημείο αυτό.
Ο Αυγουστίνος, θέλοντας να μεταφράσει το δόγμα της Αγίας Τριάδας, χρησιμοποίησε την Πλατωνική αντίληψη περί Θεού και έτσι ταυτοποίησε το Θεό ως Νου, που είναι ο Πατέρας, ως Γνώση, που είναι ο Υιός και ως Αγάπη, που είναι το Άγιο Πνεύμα. Έτσι, έφυγε από τις βασικές αρχές που είχαν χαράξει οι Καππαδόκες Πατέρες, τις οποίες αρχές πιθανότατα δεν γνώριζε. Ο Αυγουστίνος θεωρούσε τα τρία πρόσωπα του Θεού, Πατέρας, Υιός, Πνεύμα, ως τρεις ενέργειες του Θεού, τις οποίες μπορούσε να μεταφέρει σ’ έναν άνθρωπο, ενώ οι Καππαδόκες τα τρία πρόσωπα του Θεού τα θεωρούσαν τρεις πλήρεις υποστάσεις, τις οποίες μετέφεραν σε τρεις ανθρώπους. Η αντίληψη αυτή του Αυγουστίνου οδηγεί στον ατομισμό και έτσι τα πρόσωπα κινδύνευαν να γίνουν προσωπεία, να γίνουν ιδιότητες (Σαβελλιανισμός), που έχει ένα και το αυτό ον και όχι τρία πλήρη και ολοκληρωμένα όντα.
Οι Καππαδόκες δεν συγχέουν και δεν χωρίζουν τα τρία πρόσωπα της αγίας Τριάδας σαν ιδιότητες και μάλιστα ψυχολογικές ιδιότητες, όπως νους, γνώση, αγάπη. Αυτά τα τελευταία τα συνδέουν με τη μία φύση του Θεού και όχι με τα τρία πρόσωπά του. Δηλαδή, ο Θεός έχει μια γνώση, μια θέληση, μια αγάπη και όχι τρεις. Ούτε ένα από τα πρόσωπα είναι η γνώση και τα άλλα δεν είναι τίποτα ή αγάπη και τα άλλα δεν είναι τίποτα. Το νου, τη γνώση και την αγάπη την εκφράζουν και τα τρία πρόσωπα και είναι κοινή σ’ αυτά, αλλά δεν είναι αυτό που λέμε υποστατικές ιδιότητες. Αντίθετα, με την παραπάνω θεώρηση του Αυγουστίνου κινδυνεύουμε να προσδώσουμε στο Θεό ψυχολογικές ιδιότητες του ανθρώπου, δηλ. έχουμε τον κίνδυνο του ανθρωπομορφισμού.
Ο Αυγουστίνος ερμηνεύοντας την αντίληψη, ότι ο Θεός είναι μια ουσία με τρία πρόσωπα, τόνισε, ότι ο ένας Θεός είναι η ουσία, τα δε πρόσωπα είναι οι ιδιότητες που έχει αυτός ο Νους. Μ’ αυτό τον τρόπο δίδεται προτεραιότητα στην ουσία, προτεραιότητα στο Θεό Νου, από τον οποίον πηγάζουν τα πρόσωπα, ως δευτερεύοντα στοιχεία. Έτσι στο ερώτημα, ποιος είναι ο ένας Θεός, ο Αυγουστίνος απαντάει: η μία ουσία. Αντίθετα, στους Καππαδόκες, στο ερώτημα, ποιος είναι ο ένας Θεός, η απάντηση είναι: ο Πατέρας. Η μοναρχία δεν έγκειται στην ουσία του Θεού, αλλά έγκειται στο πρόσωπο του Πατέρα. Όταν ο κατεξοχήν Θεός είναι ο Πατέρας, τότε οδηγούμαστε στο ότι την Αγία Τριάδα την ενσωματώνουμε μέσα στην έννοια του ενός Θεού. Επειδή ο ένας Θεός είναι ο Πατέρας και επειδή η λέξη Πατέρας είναι λέξη σχέσης, δεν υπάρχει Πατέρας, χωρίς να υπάρχει Υιός. Και δεν είναι φυσικά Πατέρας μόνο του Υιού, αλλά είναι και Πατέρας και του Πνεύματος, κατά έναν άλλο τρόπο. Άρα και ο Υιός και το Πνεύμα μπαίνουν απ’ τη πρώτη στιγμή μέσα στην έννοια του ενός Θεού.
Έτσι, το δόγμα της Αγίας Τριάδας γίνεται πρωταρχικό. Δεν γίνεται λόγος περί του ενός Θεού πρώτα και ύστερα να κάνεις λόγο για την Αγία Τριάδα. Αυτό τονίζεται ιδιαίτερα, διότι αυτό ακριβώς γίνεται στη Δύση και αυτό ακολουθούν και Ορθόδοξοι Θεολόγοι. Διαχωρίζουν τον ένα Θεό, αυτόν καθ’ εαυτόν και τον εξετάζουν ξεχωριστά από την Αγία Τριάδα, δηλ. αναφέρονται στον ένα Θεό, χωρίς να αναφερθούν ταυτόχρονα στην Αγία Τριάδα. Αλλά, για να αναφερθεί κανείς στον ένα Θεό πρωταρχικά και αποκλειστικά θα πρέπει να ταυτίσει το Θεό με την ουσία και να δώσει στην ουσία προτεραιότητα, να πει ότι πρώτα έρχεται η ουσία και μετά έρχονται τα πρόσωπα, κάτι που κάνει ακριβώς ο Αυγουστίνος. Η Δύση, αλλά και πολλοί Ορθόδοξοι, δίνει προτεραιότητα στην ουσία, ο ένας Θεός είναι η ουσία, η Ανατολή στο πρόσωπο, ο ένας Θεός είναι ο Πατέρας. Και όταν λέμε ο ένας Θεός είναι ο Πατέρας, λέμε ότι ο ένας Θεός είναι η Αγία Τριάδα, γιατί ο Πατέρας είναι έννοια που εμπεριέχει κατ’ ανάγκην την Αγία Τριάδα.
Μπορεί να γίνει λόγος για τον ένα Θεό, ανεξάρτητα από την Αγία Τριάδα; Στη Δύση μπορεί να γίνει αυτό και αυτό γίνεται και στους διαφόρους θεολογικούς διαλόγους με τις άλλες μονοθεϊστικές θρησκείες, γιατί θεωρείται, ότι όλοι αυτοί πιστεύουν σ’ ένα Θεό και έτσι η Δυτική θεολογία, ο Ιουδαϊσμός και ο Μουσουλμανισμός σ’ αυτό το θέμα ταυτίζονται. Η Ανατολή όμως δεν μπορεί να το δεχτεί αυτό, γιατί ο ένας Θεός είναι η Αγία Τριάδα, πράγμα στο οποίο οι άλλες θρησκείες δεν συμφωνούν. Με αυτή την έννοια και θεώρηση του Θεού, δεν μπορεί να υπάρξει προσέγγιση, αφ’ ενός μεν της Ορθοδόξου Εκκλησίας και αφ’ ετέρου του Παπισμού, Προτεσταντισμού, Ιουδαϊσμού και Μουσουλμανισμού.
Μια άλλη συνέπεια της διαφοροποίησης Ανατολής και Δύσης στο θέμα του Θεού είναι η προσευχή. Μπορώ να προσευχηθώ στον ένα Θεό, σαν τη μία Θεότητα ή όταν λέμε «προσεύχομαι στο Θεό», προσεύχομαι οπωσδήποτε σ’ ένα από τα τρία πρόσωπα ή και στα τρία μαζί. Δεν μπορείς να προσευχηθείς, να απευθυνθείς προσωπικά στην ουσία του Θεού. Μπορείς όμως να προσευχηθείς στον ένα Θεό. Αλλά τότε, εάν ο ένας Θεός δεν είναι η ουσία, σε ποιόν προσεύχεσαι; Στον Πατέρα προσεύχεσαι.
Στην Ορθόδοξη λατρεία υπάρχουν προσευχές που απευθύνονται μόνο στον Πατέρα, ως τον κατεξοχήν Θεό. Βεβαίως, η Αγία Τριάδα δεν μπορεί να χωρισθεί. Όπου είναι ο Πατέρας, είναι και ο Υιός, είναι και το Άγιο Πνεύμα. Εκεί τα πρόσωπα είναι μεν ενωμένα και αλληλοπεριχωρούμενα, αλλά υποστατικά είναι διάφορα και το καθένα είναι αυτό που είναι. Αυτό μας επιτρέπει να προσευχόμεθα σ’ ένα συγκεκριμένο πρόσωπο. Έτσι, ο ίδιος ο Κύριος μας διδάσκει την προσευχή προς τον Πατέρα, ο ένσαρκος Υιός αναφέρεται και προσεύχεται προς τον Πατέρα. Ενώ ήταν μέσα στον Πατέρα με την αλληλοπεριχώρηση, εντούτοις το «ότι ήταν μέσα στον Πατέρα» δεν τον εμπόδιζε από το να μιλάει προς τον Πατέρα: «Πάτερ ημών, ο εν τοις ουρανοίς…..». Αυτό είναι το χαρακτηριστικό των υποστάσεων. Όλες οι προσευχές της θ. ευχαριστίας είναι προς τον Πατέρα: «….. κατάπεμψον το Πνεύμα σου το Άγιον εφ’ ημάς και επί τα προκείμενα δώρα ταύτα». Αλλά και στην αγία αναφορά, προς τον Πατέρα απευθυνόμαστε: «Ο ων Δέσποτα, Κύριε Θεέ, Πάτερ παντοκράτωρ προσκυνητέ, άξιον και δίκαιον και πρέπον τη μεγαλοπρεπεία της αγιωσύνης σου, σε αινείν, σε υμνείν, σε ευλογείν, σε προσκυνείν, σοι ευχαριστείν, σε δοξάζειν τον μόνον όντα Θεόν…..» (Μ. Βασιλείου), αλλά και: «Άξιον και δίκαιον σε υμνείν, σε ευλογείν, σε αινείν, σοι ευχαριστείν, σε προσκυνείν εν παντί τόπω της δεσποτείας σου. Συ γαρ ει Θεός ανέκφραστος, απερινόητος, αόρατος, ακατάληπτος, αεί ων, ωσαύτως ων, συ και ο μονογενής σου Υιός και το Πνεύμα σου το Άγιον…..» (Ι. Χρυσοστόμου). Προς τον Υιό έχουμε αντίστοιχες προσευχές, όπως: «Βεβυθισμένος υπάρχων εξ απογνώσεως και πονηρίας πλήρης, λογισμών εναντίων, προς Σε μου τας ελπίδας, Λόγε Θεού, ανεθέμην ο άθλιος, από εχθρών αοράτων και ορατών, επιθέσεώς με λύτρωσαι». Στο Άγιο Πνεύμα προσευχόμεθα: «Βασιλεύ ουράνιε Παράκλητε…..». Αλλά και στην Αγία Τριάδα προσευχόμεθα: «Παναγία Τριάς, ελέησον ημάς…..». Αλλά και προς τον Χριστό επίσης, όπως: «Δέσποτα Κύριε, Ιησού Χριστέ ο Θεός ημών, ο μακροθυμήσας επί τοις ημών πλημμελήμασι…..».
Εξ άλλου, ολόκληρη η Θεία Λειτουργία και λατρεία προς τον Πατέρα προσφέρεται και προσφέρεται από τον ίδιο το Χριστό: «….. Συ γαρ ει ο προσφέρων και προσφερόμερος και προσδεχόμενος και διαδιδόμενος, Χριστέ ο Θεός ημών…..». Ο ίδιος ο Χριστός προσφέρει τη θεία λατρεία προς τον Πατέρα, ο ίδιος προσφέρεται στη Θεία Ευχαριστία και ο ίδιος τη δέχεται, ως το 2ο πρόσωπο, ως Υιός και Λόγος του Θεού. Αλλά επειδή είναι αόρατος, τη θέση του κατέχει ο Επίσκοπος και κατ’ επέκταση ο Πρεσβύτερος.
Στη Δύση, το θέμα της προσευχής προς την Αγία Τριάδα παραμερίσθηκε. Εκεί προσεύχονται γενικά και αόριστα στην ουσία του Θεού ή κυρίως στο Χριστό. Επειδή ο Χριστός είναι και άνθρωπος, υπάρχει η δυνατότητα να τον νοιώθει κανείς περισσότερο υποστατικά σαν πρόσωπο, συναισθηματικά δηλαδή. Με τον Αυγουστίνο προσευχόμαστε αόριστα στον ένα Θεό και όχι αναγκαστικά σε πρόσωπα, εκτός από το πρόσωπο του Χριστού, που είναι συναισθηματικά πιο κοντά μας. Στην Ανατολή ήμαστε Τριαδολάτρες, στη Δύση είναι Χριστολάτρες.
Σε τελική ανάλυση, η Ανατολή θεωρεί ως γενεσιουργό αιτία της ύπαρξης του Θεού, το πρόσωπο του Πατέρα, όπως και το ότι η γενεσιουργός αιτία ύπαρξης του Υιού, αλλά και του Αγίου Πνεύματος είναι πάλι το πρόσωπο του Πατέρα. Αντίθετα, η Δύση θεωρεί ως γενεσιουργό αιτία ύπαρξης του Θεού, την ουσία του Πατέρα, αλλά και ως γενεσιουργό αιτία ύπαρξης του Υιού, αλλά και του Αγίου Πνεύματος πάλι την ουσία του Πατέρα. Αυτή η βασική διαφορά ύπαρξης των προσώπων της Αγίας Τριάδας μεταξύ Ανατολής και Δύσης είναι η αφετηρία διαφοροποίησής των, ως προς το θέμα της εκπόρευσης του Αγίου Πνεύματος, το περίφημο Φιλιόκβε.
Συμπερασματικά αποδεικνύεται, ότι οι Παπικοί στην πραγματικότητα λατρεύουν ΑΛΛΟ ΘΕΟ από τους Ορθόδοξους Χριστιανούς. Ενώ για τους Ορθοδόξους ο Θεός είναι ο Πατέρας, για τους Παπικούς «θεός» είναι μια ΑΠΡΟΣΩΠΗ ΟΥΣΙΑ. Γιατί, αν ως πρώτη αιτία δεν νοείται ο Πατέρας, τότε νοείται το απρόσωπο μιας δήθεν Τριαδικής ουσίας. Αυτό με τη σειρά του, πέραν της ειδωλολατρίας, την οποία εισάγει στον Παπισμό, έχει σοβαρές προεκτάσεις στο ζήτημα των ενδοτριαδικών σχέσεων μεταξύ των Προσώπων, ακόμα και στο τι ακριβώς είναι το καθένα από Αυτά! Αλλοιώνεται πλήρως έτσι ολόκληρο το περιεχόμενο της Θεολογίας, και γίνεται αγνώριστο.
Επιπλέον, με το να θεωρηθεί ως «θεός» η Ουσία, δεν υπάρχει υποταγή της ουσίας στο πρόσωπο, αλλά αντιθέτως, του προσώπου στην ουσία. Με άλλα λόγια, ο Πατέρας τότε, ΔΕΝ είναι αυτό που είναι επειδή το θέλει, αλλά επειδή τον υποχρεώνει η ουσία Του! Γίνεται κατανοητό έτσι το μέγεθος της βλασφημίας που εισάγει η παπική θεώρηση περί Θεού. Έχουμε έναν «θεό» με εξάρτηση από την ουσία του, έναν ΔΟΥΛΟ ΘΕΟ, που λειτουργεί βάσει αναγκαιότητας και όχι βάσει ελευθερίας και βούλησης, σαν τους ενδοσυμπαντικούς «θεούς» των ειδωλολατρών, που ορίζονται από την «ειμαρμένη» και όχι από την ελευθερία βούλησης που διαθέτουν.
Δευτερεύουσες συνέπειες των ανωτέρω, (για να κατανοηθεί το βάθος και η σοβαρότητα του ζητήματος), είναι το ότι καταργείται η ελευθερία, ως απαραίτητο συστατικό της ομοίωσης με τον Θεό, και καταρρέει ολόκληρο το σωτηριολογικό δόγμα της Χριστιανικής πίστης, συμπαρασύροντας φυσικά την αγάπη, (εφόσον και τα πρόσωπα της Θεότητας ορίζονται από την ουσία τους και όχι από αυτόβουλη αγάπη). Και καταλήγουμε στον θεό - κριτή - τιμωρό της Δύσης, που μόνο να τον φοβάται και να τον μισεί μπορεί κάποιος!
Από όλα τα ανωτέρω και την αιρετική θεώρηση του θεού - ουσία του Αυγουστίνου, προκύπτει, ότι όχι μόνο δεν πρέπει να αποδεχθούν οι Ορθόδοξοι οποιαδήποτε ένωση με τους Παπικούς, που αποδέχονται το Φιλιόκβε, αλλά πρέπει να απαιτήσουν από αυτούς, να απορρίψουν και την Αυγουστίνια αντίληψη του θεού-ουσία, αν θέλουν να τους αποδεχθούμε και πάλι στην μια Εκκλησία του Χριστού.
Επακόλουθα της στρεβλής θεώρησης της Θεότητας από τους Λατίνους είναι ότι, ενώ στην Ορθοδοξία ο Θεός είναι αγάπη και κρίνει τους ανθρώπους σύμφωνα με τις ίδιες τους τις πράξεις, στον Παπισμό ο Θεός είναι τιμωρός και αίτιος του θανάτου, που είναι αποτέλεσμα της παρακοής. Επίσης, ενώ Ουσία και ενέργεια του Θεού είναι ξέχωρες καταστάσεις άκτιστες, όπου δε εμφανίζεται κτιστή ενέργεια εκεί ενυπάρχει και κτιστή φύση, ο δε κόσμος δεν είναι εικόνα της θείας ουσίας, στον Παπισμό ουσία και ενέργεια του Θεού ταυτίζονται και είναι άκτιστες, αλλά η μεταδιδόμενη στους πιστούς ενέργεια είναι κτιστή, ο δε κόσμος είναι εικόνα της θείας ουσίας. Στην Ορθοδοξία, η θεία ουσία είναι ακατάληπτη, ο δε Θεός γίνεται καταληπτός κατά τις ενέργειές του, ενώ στον Παπισμό, η θεία ουσία δύναται να γίνει καταληπτή, μέσω της οντολογικής απόδειξης. Βέβαια, η ουσία του Θεού δεν είναι γενεσιουργός, αλλά μόνο το πρόσωπο, ενώ στον Παπισμό η ουσία του Θεού είναι γενεσιουργός και όχι το πρόσωπο του. Στην Ορθοδοξία, ο Θεός αγαπά τα εκτός της θ. ουσίας πράγματα, καθώς επίσης και αυτόν τούτον τον ενυπόστατο άνθρωπο, δεν έχει ανάγκη ουδενός, όντας απολύτως ελεύθερος και ενεργεί με ελεύθερη βούληση, ενώ στον Παπισμό ο Θεός αγαπά τα άναρχα, ατελεύτητα και αναλλοίωτα εκτός της θ. ουσίας αρχέτυπα, καθώς επίσης την ανυπόστατη ιδέα περί ανθρώπου, είναι υπόδουλος εις αγέννητα αρχέτυπα και ενεργεί αναγκαστικώς και κατ’ ουσίαν, θαυματουργώντας με την εισαγωγή του υπερφυσικού στο φυσικό ή με την άρση των θεσπισθέντων αιώνιων νόμων. Οι αποδείξεις της ύπαρξης του Θεού είναι κυρίως και κατά βάση κοσμολογικές και τελολογικές, ενώ στον Παπισμό, οι αποδείξεις ύπαρξης του Θεού είναι φιλοσοφικές, οντολογικές ψυχολογικές, ιστορικές και ηθικές. Στην Ορθοδοξία υπάρχει πλήρης διάκριση ακτίστου (της θεότητας) και κτιστού (των πνευμάτων, του κόσμου και του ανθρώπου), αλλά και μετοχή του κτιστού στο άκτιστο, ενώ στον Παπισμό δεν υπάρχει διάκριση ακτίστου και κτιστού, ούτε μετοχή του κτιστού στο άκτιστο. Επίσης ένα άλλο επακόλουθο της διαφορετικής αντίληψης περί της Θεότητας είναι, ότι οι θεοφάνειες δεν είναι τίποτε άλλο παρά η φανέρωση της Αγίας Τριάδας διαμέσου του άσαρκου Λόγου. Στις θεοφάνειες ενυπάρχουν και τα τρία πρόσωπα, λόγω της ταυτότητας της ουσίας των προσώπων και ενυπάρχει τριαδολογική μοναρχία («Τριάς η εν Μονάδι»), ενώ στον Παπισμό, οι θεοφάνειες είναι η φανέρωση ενός εκ των προσώπων της Αγίας Τριάδας, λόγω της ουσιοκεντρικής θεώρησης του Θεού. Στις θεοφάνειες υπάρχει και ενεργεί μόνον ένα των προσώπων και ενυπάρχει τριαδολογικός ενωτισμός («Μονάς η εν Τριόδι»).


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου