Τετάρτη 22 Ιουλίου 2009

Ο ΑΓ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΗΤΡΟΠ. ΤΟΜΠΟΛΣΚ (+ 1715)

Καθηγητοῦ Ἀντωνίου Μάρκου

Ἀρχική δημοσίευση στό Περιοδικό «ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ» Λευκωσίας (φ. 37/1992, σελ. 47 - 51).

Ἡ σπουδαία ἐκκλησιαστική καί πνευματική προσωπικότητα τοῦ ἁγ. Ἰωάννη Μητροπ. Τομπόλσκ τῆς Σιβηρίας, καλύπτει τήν τελευταῖα περίοδο τῆς Πατριαρχικῆς (δεύτερο μισό τοῦ 17ου αἰ.) καί τήν πρώτη περίοδο τῆς Συνοδικῆς (πρῶτο μισό τοῦ 18ου αἰ.) ζωῆς τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἐκκλησιαστική, συγγραφική, ἱεροποστολική, κ. ἄ. Διακονία του τοποθετεῖται στή δύσκολη γιά τήν Ἐκκλησία περίοδο τῆς βασιλείας τοῦ Μεγάλου Πέτρου.
Ὁ Αὐτοκράτορας Πέτρος Α’ (1672 – 1725) ἐφάρμοσε εὐρύτατες ἐσωτερικές μεταρρυθμίσεις. Κατά τόν Μητροπ. Νικοπόλεως Μελέτιο, «εἶχε κάνει πρόγραμμά του νά κάνει τήν Ρωσία χώρα «εὐρωπαϊκή». Ἀνάμεσα στά ἄλλα πού ἤθελε νά ἐξευρωπαϊσει ἦταν καί ἡ Ἐκκλησία. Ἔτσι ἄρχισε νά προωθεῖ κάθε τι δυτικό στήν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία σιγά – σιγά ὑποδουλωνόνταν σέ ξένες, μή ὀρθόδοξες, ἐπιδράσεις. Ἡ Ἐκκλησία ἔγινε ὑπόθεση κρατική. Τό Πατριαρχικό σύστημα καταργήθηκε. Τήν Ἐκκλησία κυβερνοῦσαν μερικοί ἔμπιστοι τοῦ Τσάρου, ὑπό τήν ἡγεσία τοῦ «Βασιλικοῦ Ἐπιτρόπου». Γιά τόν τύπο ὑπῆρχε καί μία «Ἁγιωτάτη Διοικοῦσα Σύνοδος».Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας, ἀποκεφαλισμένη, ἁλώθηκε» (Νικοπόλεως Μελετίου, «Στάρετς Βαρσανούφιος», σελ. 7 – 8).
Ὅμως, παρά τήν κατευθυνόμενη δυτικοποίηση τῆς Ρωσικῆς Αὐτοκρατορίας καί Ἐκκλησίας μέ τίς θλιβερές συνέπειές της καί στήν ἐκκλησιαστική ζωή, ὁ Μητροπολίτης Ἰωάννης, βαθύτατα βιωματικός Ὀρθόδοξος, ἐπιτυγχάνει στή διακονία τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, ἀναδεικνύεται γόνιμος ἐκκλησιαστικός συγγραφέας καί προωθεῖ τήν ἱεραποστολή στήν τεραστίας ἐκτάσεως ἐπισκοπική του περιφέρεια.
Ὁ κατά κόσμον Ἰωάννης Μαξίμοβιτς Βαστικόβσκυ γεννήθηκε τόν Δεκέμβριο τοῦ 1651 στήν πόλη Μεζχίν τῆς περιφέρειας τοῦ Τσερνίκωφ, σέ οἰκογένεια Οὐκρανικῆς καταγωγῆς. Ὁ πατέρας του Μάξιμος ἀπέκτησε ἑπτά παιδιά, ἀπό τά ὁποῖα ὁ πρῶτος Ἰωάννης καί ὁ πέμπτος Γρηγόριος ἀκολούθησαν τό Ἱερατικό στάδιο, ἐνῶ οἱ λοιποί κατετάγησαν στό Ρωσικό Στρατό (ὁ Γρηγόριος ἀναφέρεται ἀρχιμανδρίτης τῆς Μονῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου Περεγιασλάβλ).
Τά παιδικά χρόνια τοῦ μετέπειτα Ποιμενάρχη τῆς Σιβηρίας παραμένουν ἄγνωστα. Οἱ σχετικές μέ τά νεανικά του χρόνια πληροφορίες ἀντλοῦνται ἀπό τά ἀρχεῖα τῆς Θεολογικῆς Ἀκαδημίας τοῦ Κιέβου, ὅπου σπούδασε Θεολογία καί δίδαξε Λατινικά. Ὁ νεαρός θεολόγος καί καθηγητής τῶν Λατινικῶν ἀσπάσθηκε τόν μοναχικό βίο σέ ἡλικία 25 ἐτῶν, μέ τήν ἔνταξή του στήν ἀδελφότητα τῆς Λαύρας τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου, ὑπό τόν ἀρχιμανδρίτη Ἰννοκέντιο Gizel. Ἐκεῖ χειροτονήθηκε Διάκονος καί Πρεσβύτερος ἀπό τόν Τοποτηρητή τῆς Μητροπόλεως Κιέβου Ἀρχιεπίσκοπο Τσερνίκωφ Λάζαρο Baranovich. Ὑπηρέτησε σέ ὑπεύθυνες θέσεις τῆς περίφημης Μονῆς καί τό 1677 βρέθηκε μέ εἰδική ἀποστολή στή Μόσχα.
Τό 1678 διορίστηκε Προϊστάμενος τῆς Μονῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου Σβένης, στό Μπριάνσκ. Τό 1695, μετά ἀπό πρόσκληση τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Τσερνίκωφ Θεοδοσίου Oglitsky, ἀνέλαβε ἀρχιμανδρίτης τῆς Μονῆς Κοιμ. Θεοτόκου Γελέτσκυ, ὅπου διέπρεψε. Ὁ προστάτης του Ἀρχιεπίσκοπος Θεοδόσιος κοιμήθηκε τήν 5η Φεβρουαρίου 1696. Τήν 24η Νοεμβρίου τοῦ ἰδίου ἔτους ἡ Οὐκρανική Συνέλευση (RADA) ἐξέλεξε νέο Ἀρχιεπίσκοπο Τσερνίκωφ τόν Ἀρχιμανδρίτη Ἰωάννη, παρά τό γεγονός ὅτι ὁ Μητροπολίτης Κιέβου Βαρλαάμ προωθοῦσε γιά τήν θέση τόν Ἀρχιμανδρίτη Μιχαήλ Lezhaisky. Ἡ ἐπισκοπική χειροτονία τοῦ Ἰωάννη ἔγινε τήν 10η Ἰανουαρίου 1697 ἀπό τόν Πατριάρχη Μόσχας Ἀδριανό (τελευταῖο Πατριάρχη τῆς πρώτης Πατριαρχικῆς περιόδου τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας, 1690 - 1700), στή Μητρόπολη τῆς Ρωσικῆς Ὀρθοδοξίας, τόν Καθεδρικό Ναό Κοιμήσεως Θεοτόκου Κρεμλίνου.
Ἀπό τίς πρῶτες ἐνέργειες τοῦ νέου Ἀρχιερέως ἦταν ὁ διορισμός στήν προηγούμενη θέση του, ἐκείνη τοῦ Ἀρχιμανδρίτη τῆς Μονῆς Γελέτσκυ, τοῦ λογίου κληρικοῦ Δημητρίου, ἔπειτα Ἐπισκόπου Ροστώφ (τιμᾶται ὡς Ἅγιος τήν 21ηΣεπτεμβρίου καί τήν 28ηὈκτωβρίου). Στή Μονή Γελέτσκυ ὁ Δημήτριος ἐργάστηκε πάνω στό Ἁγιολόγιο τῆς Ἐκκλησίας καί ὁλοκλήρωσε τήν σειρά τῶν Μηναίων του, ἐνισχυόμενος ἀπό τόν λόγιο Ἐπίσκοπό του Ἰωάννη.
Ἡ ἄσκηση τῶν ἐπισκοπικῶν καθηκόντων ἀπέδειξε τήν πολυτάλαντη προσωπικότητα τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἰωάννη. Ὑπῆρξε πολύ κοντά στό λαό του, ἡγήθηκε ἔργων μεγάλης φιλανθρωπίας καί ἀφιέρωσε σημαντικό μέρος τοῦ χρόνου καί τῆς δραστηριότητάς του στό ἱερό του «πάθος», τά Γράμματα, ζῶντας ἀσκητικώτατα. Ἄνθρωπος τῆς προσευχῆς, κατέφευγε συχνά στήν προστασία τῶν προκατόχων του, τοῦ ἀδιαφθόρου ἁγ. Θεοδοσίου Ἀρχιεπισκόπου Τσερνίκωφ καί τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Θεοδοσίου Baranovich, ἐπικαλούμενος τίς πρεσβείες τους.
Ἵδρυσε στό Τσερνίκωφ παρόμοια σχολή τῆς Θεολογικῆς Ἀκαδημίας τοῦ Κιέβου, τήν ἀργότερα γνωστή ὡς Θεολογικό Σεμινάριο τοῦ Τσερνίκωφ. Πρέπει νά τονισθεῖ ὅτι τόσο τό Σεμινάριο, ὅσο καί τό συγγραφικό του ἔργο, ἦταν ἐπηρεασμένα ἀπό τήν Δυτική θεολογία. Ἡ δυτικοποίηση πού βίαια ἐπιχειρήθηκε ἀπό τόν Μεγάλο Πέτρο, εἶχε σάν ἀποτέλεσμα μεταξύ ἄλλων τόν ἐπηρεασμό τῆς Ρωσικῆς Ὀρθοδοξίας ἀπό τόν Ρωμαιοκαθολικό σχολαστικισμό. Τόν Ἀρχιεπίσκοπο Ἰωάννη ὅμως διέκρινε ἕνα βαθύ Ὀρθόδοξο βίωμα. Ἔτσι ἀναζήτησε μέσα στή Λατινική γραμματεία ἔργα σύμφωνα μέ τό Ὀρθόδοξο πνεῦμα, τά μετέφρασε στά Ρωσικά, τά σχολίασε καί τά ἐξέδωσε. Τά σημαντικότερα ἀπό αὐτά εἶναι ἡ «Βασιλική Ὀδός τοῦ Σταυροῦ τοῦ Κυρίου», τό «Ἡλιοτρόπιο ἤ ἡ προσαρμογή τοῦ θελήματος τοῦ ἀνθρώπου στό θέλημα τοῦ Θεοῦ», τό «Θέατρο», τό «Ἀλφάβητο», ὁ «51ος Ψαλμός», τό «Πάτερ ἡμῶν» καί οἱ «Ὀκτώ Μακαρισμοί τοῦ Εὐαγγελίου».
Τόν Μάρτιο τοῦ 1711, μετά ἀπό 15ετῆ εὐδόκιμη ὑπηρεσία στήν ἕδρα τοῦ Τσερνίκωφ, μετατέθηκε ἀπό τόν Τοποτηρητή τοῦ Πατριαρχικοῦ Θρόνου Μητροπ. Ρυαζάν Στέφανο Ἰαβόρσκυ καί τήν Σύνοδο στήν ἕδρα τοῦ Τομπόλσκ. (Ὁ Στέφανος Ἰαβόρσκυ ἦταν διορισμένος Τοποτηρητής ἀπό τόν Μεγάλο Πέτρο. Τό 1721 εἶχε ἐκδόσει μέ τόν προτεσταντίζοντα εὐνούμενο τοῦ Αὐτοκράτορα Ἀρχιεπίσκοπο Πσκώφ Θεοφάνη Προκόποβιτς {1681 – 1738} τόν «Ἐκκλησιαστικό Κανόνα», «ἔγγραφο πού ἄλλαξε ἐντελῶς τήν θέση τῆς Ἐκκλησίας καί δημιούργησε μία κατάσταση πού δέν εἶχε προηγούμενο στήν Ἀνατολική Χριστιανοσύνη» {Ν. Ζέρνωφ, «Οἱ Ρῶσοι καί ἡ Ἐκκλησία τους», σελ. 128}. Ἀπεβίωσε τό 1722).
Ἡ νέα ἐπισκοπική περιφέρεια τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἰωάννη ἦταν ἡ ἀχανής καί πολυεθνική Σιβηρία. Ὁ ἐκχριστιανισμός τῆς τεράστιας αὐτῆς γεωγραφικῆς περιοχῆς βρίσκονταν ἤδη στίς πρῶτες δεκαετίες, ὅταν ὁ Ἰωάννης ἔφθασε στό Τομπόλσκ. Ἡ πρώτη ἀνδρική μονή, ἡ Νέα Κόζα, εἶχε ἱδρυθεῖ τό 1593 στίς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Γενεσέϋ, ἀπό μοναχούς τῆς Μονῆς Κόζα (τοῦ ἁγ. Νικοδήμου), ἐνῶ ἡ πρώτη γυναικεία τό 1664 στή Μανγκάζεα, ἀπό τήν Ἡγουμένη Στεφανίδα. Τό 1765 ὁ ὅσ. Τύχων τοῦ Γενισέϊ ἵδρυσε στό Τομπόλσκ τήν Μονή τῆς Ἁγίας Τριάδος, μέ εὐλογία τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Συμεών. Ὁ ὅσ. Ἑρμογένης τοῦ Λένα (+ 1690, 19η Δεκεμβρίου), ἔγκλειστος ἀρχικά ἀσκητής, ἵδρυσε τό 1665 τήν Μονή Κιρένσκ καί ἀργότερα - τό 1671 – αἰχμάλωτος βαρβαρικῆς φυλῆς, δύο μονές στό Ἀλμαζίν. Ὁ ὅσ. Γεράσιμος ὁ Θαυματουργός ἵδρυσε τήν Μονή τῆς Ἀναλήψεως στό Ἰρκούτσκ. Θά τόν ἀκολουθήσουν ὁ Ἱερομόναχος Μακάριος (πού ἵδρυσε τήν Μονή Μεταμορφώσεως, τό 1681) καί ὁ Ἡγούμενος Θεοδόσιος (ἱδρυτής τῆς Μονῆς Ἁγίας Τριάδος, τό 1672). Τό 1644 ἔγινε ἡ ἀρχή τῆς μετέπειτα γνωστῆς μονῆς τοῦ ἁγ. Δαλματίου τῆς Σιβηρίας (+ 1697, 15η Φεβρουαρίου).
Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Τομπόλσκ Γεράσιμος (+ 1650), «σοφός καί δραστήριος Ἐπίσκοπος», κατά τούς χρονογράφους, «ἦταν Ἱεράρχης κατά τήν διάρκεια τῆς θητείας τοῦ ὁποίου ἱδρύθηκαν ἐπίσημα τά περισσότερα μοναστήρια στή Σιβηρία» («Ἡ Θηβαϊδα τοῦ Βορρᾶ», μεταφρ. Π. Μπότση, σελ. 314), «μεγάλος πατέρας ὅμως τοῦ Μοναχισμοῦ στή Σιβηρία» ἦταν ὁ Μητροπ. Τομπόλσκ Φιλόθεος.
Ὁ Φιλόθεος Leshcinsky ἦταν κορυφαία προσωπικότητα τῆς Ρωσικῆς Ἱεραρχίας καί Ἱεραποστολῆς. Μέ τήν παραίτησή του τό 1710 ἄνοιξε τόν δρόμο γιά τήν ἀρχιερατεία τοῦ ἁγ. Ἰωάννη. Μετά ἀπό μεγάλες ἱεραποστολικές ἐπιτυχίες μεταξύ τῶν Ὀστυάκων, τῶν Βογούλων καί τῶν Τατάρων, ἐφησύχασε στή Μονή Ἁγίας Τριάδος στό Τιοῦμεν, ὅπου κοιμήθηκε τό 1727 (31η Μαρτίου) ὡς Μεγαλόσχημος Θεόδωρος. Ἡγήθηκε μιᾶς λαμπρῆς σειρᾶς Ἱεραρχῶν καί Μοναστικῶν Πατέρων, ὅπως τῶν Μητροπολιτῶν Τομπόλσκ ἁγίων Ἰωάννη (10η Ἰουνίου 1715) καί Παύλου (4η Νοεμβρίου 1768), τῶν Ἀρχιεπισκόπων Ἰρκούτσκ Ἰννοκεντίου (27η Νοεμβρίου 1731) καί Σοφρωνίου (3η Ἰουνίου 1771), τῶν ὁσίων Γερασίμου καί Συνεσίου τοῦ Ἰρκούτσκ κ.ἄ., οἱ ὁποῖοι προήγαγαν τόν Μοναχισμό καί τήν Ἱεραποστολή.
Ὁ ἅγ. Ἰωάννης ἔφθασε στή νέα του ἕδρα φέρνοντας μαζί του ἀπό τό Τσερνίκωφ μία εἰκόνα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, τήν ἔπειτα θαυματοργή εἰκόνα τῆς Παναγίας τοῦ Τομπόλσκ. Ὡς Μητροπολίτης Σιβηρίας - ἄν καί ἐργάσθηκε μόνος, χωρίς βοηθούς Ἐπισκόπους - εἶχε ἐπιτυχία στό ἔργο του, κυρίως διότι συνέχισε τό ἔργο τοῦ προκατόχου του Μητροπ. Φιλοθέου, ὁ ὁποῖος μάλιστα τόν Ἰούνιο τοῦ 1712 ἄφησε τήν ἡσυχία τῆς Μονῆς Ἁγίας Τριάδος Τιοῦμεν γιά νά ἀφιερωθεῖ στήν Ἱεραποστολή καί νά γίνει ὁ πλέον στενός συνεργάτης τοῦ διαδόχου του ἁγ. Ἰωάννη!
Κύρια κατεύθυνση στό ἔργο τοῦ λόγιου Ἱεράρχη ἦταν ἡ ἐπιμόρφωση τῶν Ἱερέων. Μέ τήν οὐσιαστική συμμετοχή του τό Σλαβολατινικό σχολεῖο πού εἶχε ἱδρύσει τό 1708 ὁ Μητροπ. Φιλόθεος ἐξελίχθηκε σέ Ἱερατικό Σεμινάριο, ὅπου γίνονταν δεκτά παιδιά ὄχι μόνο Ρώσων, ἀλλά καί ἰθαγενῶν (λειτούργησε μέχρι τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1917). Ἀκόμη προκάλεσε διάταγμα τοῦ Μεγάλου Πέτρου, μέ τό ὁποῖο τοῦ ἀνατέθηκε ἡ διοργάνωση τῆς ἱεραποστολῆς πρός τήν Κίνα. Ἡ πρώτη ἀποστολή ὑπό τόν Ἀρχιμανδρίτη Ἱλαρίωνα Lezhaisky ἀναχώρησε γιά τό Πεκῖνο τήν 16η Ἰανουαρίου 1714.
Ὁ Μητροπ. Ἰωάννης ὑπῆρξε ὑποδειγματικός στή διακονία τῶν ἀναγκῶν τοῦ λαοῦ του. Διακρίθηκε στήν πρόνοια ὑπέρ τῶν κρατουμένων καί τήν γενική φιλανθρωπία, ἐκκλησιαστική, ἀλλά καί προσωπική του. Ἀναφέρεται, ὅτι μιμούμενος τό παράδειγμα τοῦ ἁγ. νικολάου Ἐπισκόπου Μύρων καί ἄλλων Ἁγίων, ἄφηνε τήν νύκτα τήν βοήθειά του (χρήματα, τρόφιμα ἤ ἐνδύματα) ἔξω ἀπό τίς πόρτες τῶν πτωχῶν, καλύπτοντας τήν ἀγαθοεργεία του ἀπό τόν ἀνθρώπινο ἔπαινο. Ἰδιαίτεροι ἦταν ἐπίσης καί οἱ δεσμοί του μέ τό Ἅγιο Ὄρος, ὅπως ἀποδεικνύουν οἱ ποιμαντικές ἐπιστολές του πρός τήν Ρωσική Μονή τοῦ ἁγ. Παντελεήμονος. Ἀκόμη - ἐνδεικτικό αὐτό τῆς ποιμαντικῆς προσοχῆς του - ἀπέφευγε τίς ἐπαφές (ἀκόμη καί τίς κοινωνικές) μέ τά πολιτικά πρόσωπα τῆς ταραγμένης ἐποχῆς του. Παρέμεινε ἀσκητής καί προσέφερε στή Ρωσική Ἐκκλησιαστική Γραμματεία 12 σημαντικές μεταφραστικές ἐργασίες.
Ὁ ἅγ. Ἰωάννης κοιμήθηκε εἰρηνικά τήν 10η Ἰουλίου 1715, σέ ἡλικία μόλις 64 ἐτῶν. Προηγουμένως εἶχε τελέσει τήν Θεία Λειτουργία καί εἶχε ὁ ἴδιος διακονήσει στήν τράπεζα τούς κληρικούς του. Μετά εἶχε ἀποσυρθεῖ κατά τήν συνήθειά του στό κελλί του γιά μελέτη καί προσευχή. Ἐκεῖ βρέθηκε τό ἑπόμενο πρωϊ - ὅταν παραβιάσθηκε ἡ πόρτα μέ διαταγή τοῦ Κυβερνήτη τῆς πόλεως – νεκρός, γονατιστός μπροστά στήν εἰκόνα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου (τό 1833 μέ τόν ἴδιο τρόπο κοιμήθηκε ὁ ἅγ. Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ. Καί τό 1966 ἐπίσης μέ τόν ἴδιο τρόπο κοιμήθηκε ὁ ἀπόγονος τοῦ ἁγ. Ἰωάννη Ἀρχιεπίσκοπος Σαγκάης καί ἁγ. Φραγκίσκου ἅγ. Ἰωάννης Μαξίμοβιτς). Τόν κήδευσε ὁ προκάτοχός του Μητροπ. Φιλόθεος. Ἐνταφιάστηκε, σύμφωνα μέ ἐπιθυμία του, στόν Καθεδρικό Ναό τῆς Ἁγίας Σοφίας, στό Παρεκκλήσιο τῶν ἁγίων Ἀντωνίου καί Θεοδοσίου τοῦ Κιέβου.
Τό 1741, ἐπί Μητροπ. Ἀντωνίου, τό Παρεκκλήσιο κατεδαφίσθηκε καί ὁ τάφος ἔμεινε ἀκάλυπτος. Μεταξύ τῶν ἐτῶν 1751 – 1753, ἐπί Μητροπ. Σιλβέστρου, διαμορφώθηκε Παρεκκλήσιο πρός τιμήν τοῦ ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, προστάτη Ἁγίου τοῦ μακαρίου Ἱεράρχη. Τό 1826, ἐπί Ἀρχιεπισκόπου Εὐγενίου, κατά τήν διάρκεια ἀναστηλωτικῶν ἐργασιῶν, διαμορφώθηκε νέα κρύπτη κοντά στήν πρόθεση τοῦ ναοῦ. Τό 1868 νέα διαμόρφωση τοῦ χώρου, ἔφερε τήν κρύπτη πίσω ἀπό τόν ἀριστερό χορό. Τό 1900 μία λάρνακα ὑψώθηκε στό χῶρο τῆς ταφῆς καί τό 1914 τό τίμιο Λείψανο τοῦ Ἁγίου κατατέθηκε ἐκεῖ.
Ὁ Μητροπ. Ἰωάννης τιμήθηκε ὡς Ἅγιος ἀπό τό πλήρωμα τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας ἤδη ἀπό τῆς κοιμήσεώς του, λόγῳ τῶν θαυμάτων του - τά ὁποῖα μέχρι τό 1798 κατεγράφοντο στό Χρονικό τοῦ Ναοῦ - τά ὁποῖα τοῦ προσέδωσαν τήν προσωνυμία τοῦ Θαυματουργοῦ. Ὅταν ἡ Σύνοδος ἀσχολήθηκε ἐπίσημα μέ τό θέμα, ἀνατέθηκε στόν Ἀρχιεπίσκοπο Λιθουανίας Τύχωνα (τόν ἔπειτα Πατριάρχη καί Νεομάρτυρα, + 1925, 25η Μαρτίου) ἡ προκαταρκτική ἐξέταση. Κατά τήν ἀνακομιδή πού διενήργησε ὁ Τύχων, τό Λείψανο τοῦ ἁγ. Ἰωάννη βρέθηκε ἀδιάφθορο. Ἡ ἐπίσημη πράξη διακηρύξεως τῆς ἁγιότητάς του ἔγινε τήν 10η Ἰουλίου 1916, ἡμέρα μνήμης του.
Μετά τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1917 τό ἀδιάφθορο Λείψανο τοῦ ἁγ. Ἰωάννη μεταφέρθηκε στό τοπικό μουσεῖο. Ἀπό ἐκεῖ τό ἐπανέφρε ἀμέσως μετά τόν Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο καί μετά ἀπό μεγάλες προσπάθειες ὁ Ἀρχιεπίσκοπος (καί ἔπειτα Μητροπολίτης) Νοβοσιμπίρσκ Βαρθολομαῖος (Gorodtsov, + 19153). Ὁ ἴδιος ἐπανέκδωσε τήν Ἀκολουθία τοῦ Ἁγίου τό 1947. Τό 1952 ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ὄμσκ Ἰουβενάλιος (+ 1958), μετέφερε τό Λείψανο σέ νέα λάρνακα, μέ εὐλογία τοῦ Πατριάρχη Μόσχας Ἀλεξίου Α’.
Σήμερα τό τίμιο Λείψανο τοῦ ἁγ. Ἰωάννη φυλάσσεται στό κεντρικό κλίτος τοῦ Ναοῦ Ἁγίας Σκέπης Τομπόλσκ. Ἔτσι ἡ Σιβηριανή πόλη (παλαιά πρωτεύουσα τῆς Σιβηρίας), πατρίδα τοῦ Χημικοῦ D. Mendeleev, τοῦ Ζωγράφου V. Perov, τοῦ Ποιητή P. Yershov καί τοῦ Μουσουργοῦ A. Alyabiev, ἔγινε τόπος προσκυνήματος ἀπό ὅλη τήν Σιβηρία, τά Οὐράλια, ἀκόμη καί τό Καζαξτάν, ὥστε νά λέγεται ὅτι «τό μονοπάτι πρός τό Λείψανο τοῦ ἁγ. Ἰωάννη δέν θά χορταριάσει ποτέ»!

Βιβλιογραφία:
Πρωθιερέως A. Sulotsky, «Βίος Ἰωάννη Μητροπολίτη Τομπόλσκ καί πάσης Σιβηρίας», ANTHOLOGY, Ἰανουάριος 1864, 26 (στή Ρωσική).
Τοῦ ἰδίου, «Προσθήκη στή βιογραφία τοῦ Μητροπολίτη Ἰωάννη τοῦ Τομπόλσκ», ANTHOLOGY τ. 2, 1870, 326 (στή Ρωσική).
G. Nouitsky, «Σύντομη περιγραφή τῶν Ὀστυάκων», 1715 (στή Ρωσική).
Ἀπό τήν Πράξη Διακηρήξεως, «Θαύματα τοῦ Ἁγίου Λειψάνου…», RUSSKY PALOMNIK τ. 25, 1916 (στή Ρωσική).
Ἀρχιεπισκόπου Βαρθολομαίου Gorodtsov, «Σιβηριανοί Ἅγιοι», THE JURNAL OF THE MOSCOW PATRIARCHATE, φ. 3, 1948, 33 (στή Ρωσική).
Πρωθιερέως V. Semenov, «Ὁ οὐράνιος προστάτης τοῦ Τομπόλσκ», THE JURNAL OF THE MOSCOW PATRIARCHATE, φ. 11, 1990, 67 -72 (στή Ρωσική).
Ἐπισκόπου Μπέλγκοροντ Νικοδήμου, «Ρῶσοι ἀσκητές τοῦ 18ου καί 19ου αἰ.», τ. 13, 1912 (στή Ρωσική).
Περιοδικό THE ORTHODOX WORD, t. 1968, 118 (στήν Ἀγγλική).
Ἀδελφότητος Ἁγίου Γερμανοῦ τῆς Ἀλάσκας, «Ἡ Θηβαϊδα τοῦ Βορρᾶ», Ἑλληνική μετάφραση - ἔκδοση Π. Μπότση, 307 – 320, 326.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου