Η ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ
Ἰωάννη Καρδάση, Χημικού-Οικονομολόγου
Σημειώσεις από το έργο του Αγίου Νικολάου Καβάσιλα «Ερμηνεία της Θείας Λειτουργίας» (PG τ. 150 στ. 368-492)
- Στο μυστήριο της Βάπτισης γίνονται διάφοροι συμβολισμοί. Αυτοί μας διδάσκουν πόσο μεγάλο μίσος πρέπει να υπάρχει μέσα μας κατά του διαβόλου και πόσο πρέπει να τον αποστρέφεται εκείνος που μέλλει να είναι αληθινός Χριστιανός (α΄ 10). Το ερώτημα είναι αν πρέπει να μισούμε τον διάβολο, αφού ο ίδιος ο Θεός τον αγαπάει, ως δημιούργημά του. Βεβαίως πρέπει να τον αποστρεφόμεθα και να μισούμε τις διαβολές του, όχι όμως τον ίδιο.
- Σ’ εκείνους που έμελλε να δώσει ζωή αιώνια, εννοώ το ζωοποιό Του σώμα και αίμα, αυτούς διέταξε να προσφέρουν προηγουμένως εφόδια της φθαρτής ζωής, έτσι ώστε να πάρουμε ζωή αντί ζωής, αντί της πρόσκαιρης την αιώνια, και να φανεί η χάρη σαν αμοιβή και το αμέτρητο έλεος να έχει κάποιο στοιχείο δικαιοσύνης και να εκπληρωθεί εκείνο που είπε: «Θα βάλω το έλεός μου σε ζυγαριά» (Ησ. 28. 17) (δ΄ 2). Ερωτάται ποιους αφορά το προκείμενον του εσπερινού «Το έλεός σου Κύριε καταδιώξει με πάσας τας ημέρας της ζωής μου».
- Το πανάγιο Μύρο, το οποίο ο μακάριος Διονύσιος Αρεοπαγίτης λέγει ότι είναι ομοταγές (της αυτής τάξης) με τη Θεία Κοινωνία και αυτό τελείται και αγιάζεται με προσευχή και ότι το ίδιο το Μύρο είναι τελεστικό και αγιαστικό, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία στους ευσεβείς (κθ΄ 11). Εφ’ όσον λοιπόν με τη Θεία Κοινωνία αφέονται αι αμαρτίαι, το ίδιο γίνεται με την επάλειψη με Ἀγιο Μύρο. Άφεση αμαρτιών δίδεται επίσης και με το Ευχέλαιο.
- Η θυσία, ούτε πριν αγιασθεί ο άρτος τελείται, ούτε μετά που θα αγιασθεί, αλλά την ίδια τη στιγμή του αγιασμού. Έτσι ισχύουν αναγκαστικά όλα όσα πιστεύουμε γι’ αυτήν και κανένα από αυτά δεν ακυρώνεται (λβ΄ 8). Άρα η θυσία τελείται την ίδια τη στιγμή του αγιασμού, δηλ. με το τρίτο Αμήν του Ἱερέα.
- Λέγοντας «Τα άγια τοις αγίοις» είναι σαν να λέγει: «Ιδού ο άρτος της ζωής, τον βλέπετε. Ελάτε λοιπόν να μεταλάβετε. Όχι όμως όλοι, αλλά όποιος είναι άγιος. «Διότι τα άγια επιτρέπονται μόνο στους αγίους». Αγίους εδώ εννοεί εκείνους που είναι τέλειοι στην αρετή, αλλά και εκείνους που αγωνίζονται να φθάσουν σ’ αυτήν την τελειότητα, αλλά ακόμη υστερούν. Διότι και αυτούς τίποτε δεν τους εμποδίζει να αγιάζονται καθώς μετέχουν των Μυστηρίων και να είναι από αυτή την άποψη άγιοι (λς΄ 1). Άρα άγιοι εδώ δεν είναι μόνον οι δοξασμένοι, αλλά οι φωτισμένοι και οι καθαρμένοι.
- Τι είναι εκείνο που αποκόβει αυτά τα μέλη από το άγιο εκείνο Σώμα. «Τα αμαρτήματά σας, λέγει, στέκονται εμπόδιο ανάμεσα σ’ εμένα και σας» (Ησ. 59.2). Τι λοιπόν, κάθε αμαρτία νεκρώνει τον άνθρωπο; Καθόλου, αλλά μόνο η θανάσιμη αμαρτία. Γι’ αυτό και λέγεται «προς θάνατον». Διότι υπάρχει και αμαρτία «ου προς θάνατον», σύμφωνα με τον μακάριο Ιωάννη (Ιω. Α΄ 5. 17). Γι’ αυτό οι βαπτισμένοι, αν δεν πέφτουν σε θανάσιμα αμαρτήματα που τους χωρίζουν από τον Χριστό και επιφέρουν θάνατο, δεν έχουν κανένα εμπόδιο να κοινωνούν και να μετέχουν του αγιασμού, διότι και στην πραγματικότητα και στην ονομασία εξακολουθούν να είναι ζωντανά μέλη, ενωμένα με την Κεφαλή (λς΄ 2-4). Επομένως, όσοι υποπίπτουν σε συγγνωστά αμαρτήματα, που δεν χρίζουν συγχωρητικής ευχής από τον πνευματικό, πρέπει να μετέχουν της Θείας κοινωνίας.
- Αυτό το νερό (το ζέον), με το να είναι συγχρόνως νερό και να μετέχει και της φωτιάς συμβολίζει το Άγιο Πνεύμα, το οποίο και «ύδωρ» λέγεται (Ιω. 7. 38-39) και ως πυρ φάνηκε τότε που έπεσε επάνω στους μαθητές του Χριστού (Πράξ. 2. 3-4). Και η παρούσα στιγμή της Θείας Λειτουργίας συμβολίζει εκείνη τη στιγμή της Πεντηκοστής. Διότι τότε κατέβηκε το Άγιο Πνεύμα όταν ολοκληρώθηκαν όλα τα έργα του Χριστού, τώρα δε το νερό αυτό προστίθεται μετά την τελείωση των δώρων (λζ΄ 4-5). Άρα το Άγιο Πνεύμα, που φάνηκε σαν περιστέρι και σαν φωτιά, τώρα συμβολίζεται από το νερό.
- Κατόπιν εύχονται, ο αγιασμός που έλαβαν, να μείνει μαζί τους και να μην προδώσουν τη χάρη, ούτε να χάσουν τη δωρεά, με τη βοήθεια Εκείνου. «Τήρησον ημάς εν τω σω αγιασμώ». Κάνοντας τι; Διότι χρειάζεται να κάνουμε κι εμείς ό,τι εξαρτάται από εμάς. «Όλην την ημέραν μελετώντας την δικαιοσύνην σου». Δικαιοσύνη εννοούμε τη σοφία και φιλανθρωπία του Θεού που θεωρείται μέσα στα μυστήρια, όπως τα εννόησε και ο Παύλος: «Δεν ντρέπομαι για το Ευαγγέλιο του Χριστού, διότι σ’ αυτό φανερώνεται η δικαιοσύνη του Θεού σε καθένα και για καθένα που πιστεύει» (Ρωμ. 1. 16-17). Η μελέτη αυτής της δικαιοσύνης μπορεί να διατηρήσει μέσα μας τον αγιασμό. Διότι και την πίστη στον Θεό αυξάνει και την αγάπη φουντώνει και δεν αφήνει να μπει στην ψυχή τίποτε κακό. Σωστά λοιπόν λέγαμε στα προηγούμενα ότι χωρίς τους πρέποντες στο μυστήριο λογισμούς δεν μπορεί να υπάρξει και να παραμείνει σ’ εμάς ο αγιασμός (μα΄ 4). Οι λογισμοί πρέπει να αφορούν αποκλειστικά το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, για να υπάρξει αγιασμός.
- Η θεία και ιερή αυτή τελετή (της Θείας Ευχαριστίας) εμφανίζεται να αγιάζει με δυο τρόπους. Ο πρώτος είναι η μεσιτεία. Τα προσφερόμενα δώρα και μόνο με το γεγονός της προσφοράς, αγιάζουν εκείνους που τα προσφέρουν κι εκείνους για τους οποίους τα προσφέρουν και εξευμενίζουν απέναντί τους το Θεό. Ο δεύτερος τρόπος είναι η μετάληψη, διότι γίνεται σ’ εμάς αληθινή «βρώσις και πόσις», σύμφωνα με το λόγο του Κυρίου (Ιω. 6. 55). Από τους δυο αυτούς τρόπους ο πρώτος είναι κοινός και στους ζώντες και στους νεκρούς, διότι η θυσία προσφέρεται και για τις δυο κατηγορίες. Ο δεύτερος όμως είναι δυνατός μόνο στους ζώντες, διότι πλέον οι νεκροί ούτε να φάγουν ούτε να πιούν μπορούν. Τι λοιπόν, οι νεκροί δεν αγιάζονται από αυτόν τον αγιασμό μέσω της μεταλήψεως και είναι λιγότερο ωφελημένοι από τους ζώντες; Καθόλου. Διότι και σ’ αυτούς ο Χριστός μεταδίδει τον εαυτό Του με τον τρόπο που Αυτός γνωρίζει. Και για να το αποδείξουμε αυτό, ας εξετάσουμε τα αίτια του αγιασμού, για να δούμε αν οι ψυχές των νεκρών τα έχουν όπως και οι ψυχές των ζώντων. Ποια είναι λοιπόν τα αίτια του αγιασμού; Άραγε το να έχει κανείς σώμα, το να τρέξει στην τράπεζα, το να πάρει στα χέρια τα άγια, το να τα δεχθεί στο στόμα, το να φάγει, το να πιεί; Καθόλου. Διότι πολλοί από εκείνους που έκαναν όλα αυτά και έτσι προσήλθαν στα Μυστήρια, δεν ωφελήθηκαν καθόλου και έφυγαν γεμάτοι αμέτρητες αμαρτίες. Αλλά ποια είναι τα αίτια του αγιασμού στους αγιαζόμενους; Και ποια είναι εκείνα που απαιτεί από μας ο Χριστός; Κάθαρση της ψυχής, αγάπη στον Θεό, πίστη, επιθυμία του Μυστηρίου, προθυμία για την μετάληψη, ολόθερμη ορμή, το να τρέξουμε διψασμένοι. Αυτά είναι που έλκουν αυτόν τον αγιασμό και μετά αυτά είναι ανάγκη να μετέχουν του Χριστού όσοι προσέρχονται και χωρίς αυτά τούτο είναι αδύνατο. Όλα όμως αυτά δεν είναι σωματικά, αλλά εξαρτώνται μονάχα από την ψυχή. Επομένως τίποτε δεν εμποδίζει να μπορούν τα παραπάνω και οι ψυχές των νεκρών όπως και των ζώντων. Αν λοιπόν οι μεν ψυχές είναι έτοιμες και προπαρασκευασμένες για το μυστήριο, ο δε Κύριος που αγίασε και ετέλεσε τα μυστήρια θέλει πάντοτε να αγιάζει και να μεταδίδει κάθε φορά τον εαυτό Του, ποιο εμπόδιο υπάρχει για την κοινωνία; Κανένα απολύτως. Λοιπόν, θα ερωτήσει κανείς: αν κάποιος από τους ζώντες έχει στην ψυχή του όλα τα καλά που είπαμε, δεν προσέλθει όμως στα μυστήρια, θα λάβει εξίσου τον αγιασμό που προέρχεται από αυτά; Όχι ο καθένας, αλλά εκείνος που δεν μπορεί να προσέλθει σωματικώς, όπως οι ψυχές των νεκρών. Τέτοιοι υπήρξαν όσοι έζησαν περιπλανώμενοι σε ερημιές και όρη και σπηλιές και οπές της γης (Εβρ. 11. 38), για τους οποίους ήταν αδύνατον να δουν θυσιαστήριο και Ιερέα. Αυτούς ο ίδιος ο Χριστός τους αγίαζε αφανώς με αυτόν τον αγιασμό. Πως το ξέρουμε αυτό; Από το ότι είχαν μέσα τους ζωή, την οποία δε θα είχαν, αν δε μετείχαν στο μυστήριο αυτό. Διότι ο ίδιος ο Χριστός είπε: «αν δε φάγετε τη σάρκα του Υιού του ανθρώπου και δεν πιείτε το αίμα Του, δεν έχετε ζωή μέσα σας (Ιω. 6. 53). Και για να φανερώσει αυτό, σε πολλούς από αυτούς τους αγίους έστειλε Αγγέλους για να τους φέρουν τα Τίμια Δώρα. Αν όμως κανείς, ενώ έχει τη δυνατότητα, δεν προσέλθει στην Αγία Τράπεζα, αυτός είναι τελείως αδύνατο να λάβει τον αγιασμό των Μυστηρίων. Όχι δεν προσήλθε απλώς, αλλά διότι ενώ μπορούσε, δεν μπορούσε και φανερώνει με αυτό ότι η ψυχή του είναι γυμνή από τις αγαθές διαθέσεις που απαιτούνται για το μυστήριο. Πράγματι, ποια ορμή και προθυμία για την Ιερή Τράπεζα υπάρχει σ’ εκείνον που μπορεί εύκολα να τρέξει σ’ αυτήν και δεν θέλει; Ποια πίστη στον Θεό υπάρχει σ’ εκείνον που δεν φοβάται την απειλή του Κυρίου εναντίον εκείνων που κατεφρόνησαν την πρόσκληση στο δείπνο (Ματθ. 22. 7); Πως θα πιστευθεί κανείς ότι αγαπά εκείνο το οποίο, ενώ μπορεί να λάβει, δεν το λαμβάνει; Γι’ αυτό δεν είναι καθόλου παράδοξο που ο Χριστός, σε ψυχές χωρισμένες από το σώμα, οι οποίες δεν μπορούν να κατηγορηθούν για τίποτε από τα παραπάνω, μεταδίδει από την τράπεζά Του. Το παράδοξο και υπερφυσικό είναι ο άνθρωπος που ζει μέσα στη φθορά να φάγει άφθαρτο σώμα. Ενώ το να μεταλάβει το αθάνατο μια ουσία αθάνατη, η ψυχή, με τρόπο κατάλληλο σ’ αυτή, τι το παράδοξο έχει; Αν τώρα ο Χριστός, από ανέκφραστη φιλανθρωπία και άρρητη σοφία, βρήκε τρόπο να πραγματοποιήσει εκείνο το παράδοξο και υπερφυσικό (να φάγει ο φθαρτός άνθρωπος άφθαρτη τροφή), πως δε θα πιστευθεί ότι κάνει και το άλλο, που είναι εύλογο και επόμενο; (μβ΄ 2-13). Συμπέρασμα είναι ότι οι ψυχές των νεκρών, που υπήρξαν εν ζωή πιστοί και μετείχαν του μυστηρίου, αλλά είχαν καθαρή καρδιά, αγάπη στο Θεό, πίστη, επιθυμία του μυστηρίου, προθυμία για τη μετάληψη, ολόθερμη ορμή και δίψα γι’ αυτό, τότε αυτές εξακολουθούν να μετέχουν του μυστηρίου. Αλλά και οι ζώντες, που επιθυμούν να μετέχουν του μυστηρίου, αλλά λόγω εγγενών δυσκολιών (σωματικών παθήσεων, μακρινών αποστάσεων κλπ) δεν μπορούν, τότε αυτοί θεωρούνται, ότι μετέχουν του μυστηρίου. Αντίθετα εκείνοι που μετέχουν του μυστηρίου, αλλά δεν εκπληρούν τις παραπάνω προϋποθέσεις, τότε στην πραγματικότητα δεν μετέχουν του μυστηρίου.
- Εξάλλου και σ’ εκείνους που ζουν ακόμη με σώμα, η Θεία Κοινωνία δίνεται βέβαια δια μέσου του σώματος, αλλά πρώτα πηγαίνει στην ουσία της ψυχής και ύστερα μέσω της ψυχής διαβαίνει στο σώμα. Αυτό θέλοντας να φανερώσει ο μακάριος Απόστολος λέγει: «Εκείνος που ενώνεται με τον Κύριο γίνεται ένα πνεύμα μαζί Του» (Κορ. Α΄ 6. 17), διότι η ένωση και η συνάφεια αυτή πραγματοποιείται πρώτα μέσα στην ψυχή. Διότι εκεί, στην ψυχή, είναι κυρίως ο άνθρωπος, εκεί είναι και ο αγιασμός, ο οποίος αποκτάται με τις αρετές και την ανθρώπινη επιμέλεια. Εκεί είναι και το κέντρο που αμαρτάνει και που έχει ανάγκη να θεραπευθεί με τα τίμια δώρα. Στο σώμα, όλα προέρχονται από την ψυχή. Και όπως αυτό μολύνεται από τους πονηρούς λογισμούς που βγαίνουν από την καρδιά, έτσι και ο αγιασμός από εκεί προξενείται σ’ αυτό, τόσο από την αρετή, όσο και από τα μυστήρια. Σε μερικούς δε έρχονται και σωματικές ασθένειες, που έχουν την αιτία τους στην ηθική διαφθορά της ψυχής. Αυτό ήθελε να δείξει ο Σωτήρας και με το να θεραπεύσει την ψυχή του αρρώστου, δηλαδή να ελευθερώσει αυτήν από τις αμαρτίες, σήκωσε το σώμα από την αρρώστια (Ματθ. 9. 2-7). Η Θεία Κοινωνία πρώτα πηγαίνει στην ψυχή και εάν υπάρχει και σώμα μεταβιβάζεται σ’ αυτό.
- Αφού λοιπόν για να λάβει τον αγιασμό η ψυχή δεν έχει ανάγκη από το σώμα, αλλά μάλλον το σώμα έχει ανάγκη της ψυχής, τι παραπάνω από τις ψυχές των νεκρών παίρνουν από την τελετή οι ψυχές που είναι ενωμένες με σώμα, βλέποντας τον ιερέα και δεχόμενες από αυτόν τα δώρα; Αφού και εκείνες έχουν τον αιώνιο Ιερέα, που γίνεται γι’ αυτές τα πάντα και που μεταδίδει τα δώρα και σε όσους από τους ζώντες μεταλαμβάνουν αληθινά. Διότι δε μεταλαμβάνουν αληθινά όλοι αυτοί στους οποίους μεταδίδει ο Ιερεύς, αλλά εκείνοι μόνο, στους οποίους μεταδίδει ο ίδιος ο Χριστός. Διότι ο Ιερεύς μεταδίδει σε όλους γενικά τους προσερχομένους, ο Χριστός όμως μόνο στους άξιους. Από αυτό γίνεται φανερό ότι μόνο ο ίδιος ο Σωτήρας είναι που τελεί το Μυστήριο για τις ψυχές και αγιάζει ζώντες και νεκρούς. Απ’ όλα όσα είπαμε γίνεται φανερό ότι όλα τα στοιχεία της ιερής αυτής τελετής είναι κοινά και στους ζώντες και στους νεκρούς. Διότι και τα αίτια του αγιασμού, επειδή είναι ψυχικά αγαθά, υπάρχουν και στις δυο αυτές κατηγορίες και αυτό που δέχεται πρώτο τον αγιασμό και είναι οικείο με αυτόν είναι το ίδιο (η ψυχή) και ο Ιερεύς που αγιάζει είναι ο ίδιος ο Χριστός. Τούτο μόνον υπάρχει στους ζώντες, που δεν υπάρχει στους νεκρούς: το ότι δηλαδή και οι ανάξιοι νομίζουν ότι αγιάζονται με τα Μυστήρια, διότι δέχονται στο στόμα τα δώρα. Από τους νεκρούς όμως ούτε καν να πλησιάσει κανείς είναι δυνατόν, αν είναι απροετοίμαστος, αλλά μόνο στους άξιους επιτρέπεται η κοινωνία. Στους ζώντες αυτό είναι δυνατόν, όμως όχι μόνο δεν προσθέτει αγιασμό σ’ αυτούς, αλλά αντίθετα επιφέρει τη χειρότερη κόλαση. Συνεπώς τούτο απέχει πολύ από το να είναι πλεονέκτημα για τους ζώντες. Και για έναν επιπλέον λόγο είναι φανερό ότι, όχι μόνον επιτρέπεται και δεν εμποδίζεται από τίποτε, αλλά και συμβαίνει απαραιτήτως η μετάληψη των Τιμίων Δώρων από τις ψυχές των νεκρών. Διότι αν υπήρχε κάτι άλλο να ευφραίνει και να αναπαύει εκεί τις ψυχές, αυτό θα αποτελούσε το βραβείο της καθαρότητας των αξίων ψυχών και δεν θα υπήρχε η ανάγκη της τράπεζας των μυστηρίων. Τώρα όμως εκείνο που δίνει στις ψυχές κάθε απόλαυση και μακαριότητα, είτε παράδεισο το πεις, είτε κόλπους του Αβραάμ, είτε τόπους απαλλαγμένους από κάθε λύπη και οδύνη, φωτεινούς, χλοερούς, αναπαυτικούς, είτε την ίδια τη βασιλεία των ουρανών, δεν είναι τίποτε άλλο, παρά αυτό το ποτήριο και αυτός ο άρτος. Διότι αυτά είναι ο Μεσίτης (Τιμ. Α΄ 2. 5, Εβρ. 9. 15), εκείνος που μπήκε ως πρόδρομος στα ουράνια άγια των αγίων (Εβρ. 6. 20), ο μόνος οδηγός προς τον Πατέρα (Ιω. 14. 6), ο μόνος ήλιος των ψυχών, ο οποίος τώρα φαίνεται και μετέχεται έτσι, όπως ο Ἰδιος θέλησε (μέσω των Τιμίων Δώρων), από τους δεμένους στο σώμα, ενώ τότε θα φανεί και θα μεταληφθεί χωρίς καταπετάσματα, όταν θα τον δούμε όπως είναι (Ιω. Α΄ 3. 2), όταν σαν πτώμα θα συγκεντρώσει τους αετούς (τους σεσωσμένους Ματθ. 24. 28), όταν θα ζωσθεί και θα τους βάλει στο τραπέζι και θα περάσει να τους υπηρετήσει (Λουκ. 12. 37), όταν θα αστράψει στα σύννεφα (Ματθ. 24. 30) και δι Αυτού οι δίκαιοι θα λάμψουν όπως ο ήλιος (Ματθ. 13. 43). Εκείνοι που δεν θα είναι ενωμένοι μαζί Του, όπως γνωρίζει να ενώνει η αγία τράπεζα, είναι εντελώς αδύνατο να βρουν ανάπαυση εκεί ή να λάβουν κάποιο αγαθό, μικρό ή μεγάλο (μγ΄ 1-7). Ο αγιασμός δεν έχει ανάγκη το σώμα, αλλά μόνο τη ψυχή, επομένως για να αγιαστεί το σώμα πρέπει πρώτα να αγιαστεί η ψυχή. Ο Ἱερέας μεταδίδει την θ. κοινωνία σ’ όλους, αλλά ο Χριστός μόνο στους άξιους.
- Οι ψυχές οι απαλλαγμένες από το σώμα έχουν ένα πλεονέκτημα σχετικά με τον αγιασμό, απέναντι σ’ εκείνες που ζουν με σώμα. Διότι καθαρίζονται και παίρνουν άφεση αμαρτιών με τις ευχές των Ἱερέων και τη μεσιτεία των Τιμίων Δώρων όχι λιγότερο από τους ζώντες. Αυτές όμως δεν αμαρτάνουν πλέον, ούτε προσθέτουν νέες αμαρτίες στις παλιές, όπως οι περισσότεροι από τους ζώντες, αλλά ή τους συγχωρείται κάθε ενοχή ή τουλάχιστον λιγοστεύουν συνεχώς οι αμαρτίες τους. Και έτσι βρίσκονται πιο έτοιμες και σε καλύτερη κατάσταση για την κοινωνία του Σωτήρα, όχι μόνο από πολλούς ζώντες, αλλά και από τους ίδιους τους εαυτούς των, αν θα ήταν με το σώμα. Και μόνο το γεγονός ότι έχουν απαλλαγεί από το σώμα, τις κάνει πολύ πιο κατάλληλες για την κοινωνία των Μυστηρίων από ό,τι θα τους ήταν δυνατόν αν είχαν το σώμα. Διότι εκεί υπάρχουν πολλές και διάφορες «μονές» (διαμονές, κατοικίες. Ιω. 14. 2), ώστε να τιμηθούν όλοι οι βαθμοί της αρετής και να μη μείνει τίποτε χωρίς ανταμοιβή εκ μέρους του δικαίου και φιλανθρώπου Κριτή. Όπως λοιπόν εκείνοι που είναι άξιοι των μεγίστων βραβείων και τέλειοι και κληρονόμοι της τέλειας μακαριότητας, όπως ο Παύλος και οι όμοιοι με αυτόν, την απολαμβάνουν καθαρότερα μετά το θάνατο παρά τότε που ήταν στη ζωή, έτσι κι εκείνοι που κατατάχθηκαν σε μετριότερη ανάπαυση είναι εύλογο να την απολαμβάνουν καλύτερα φεύγοντας από εδώ, παρά ζώντας με το σώμα. Αποδείξαμε δε ότι κάθε ανάπαυση των ψυχών και κάθε βραβείο αρετής και μικρό και μεγάλο, δεν είναι τίποτε άλλο παρά αυτός ο άρτος και αυτό το ποτήριο που μεταλαμβάνεται με τον κατάλληλο τρόπο από τις δυο κατηγορίες, εννοώ τους ζώντες και τους νεκρούς. Γι αυτό και ο Κύριος την απόλαυση των δικαίων στον μέλλοντα αιώνα την ονομάζει δείπνο (Λουκ. 14. 16), για να δείξει ότι εκεί δεν υπάρχει περισσότερο από αυτή την τράπεζα. Έτσι η θεία ιερουργία της Ευχαριστίας είναι και για τους νεκρούς όπως είναι και για τους ζώντες. Και όπως οι ζώντες αγιάζονται κατά δυο τρόπους, όπως έχει λεχθεί, κατά δυο τρόπους αγιάζονται και οι νεκροί και σε καμία περίπτωση δεν είναι κατώτεροι από τους ζώντες, αλλ’ απεναντίας έχουν και ένα πλεονέκτημα (με΄ 1-4). Με την θ. κοινωνία στις ψυχές των νεκρών έχουμε άφεση αμαρτιών, χωρίς προσθήκη αμαρτιών, όπως στους ζώντες. Σ’ αυτή την περίπτωση έχουμε την αποκατάσταση των πάντων και τελικά αυτές οι ψυχές θα μετέχουν στη θέα του Θεού, έστω και «δι’ εσόπτρου εν αινίγματι».
- Στο μυστήριο της Βάπτισης γίνονται διάφοροι συμβολισμοί. Αυτοί μας διδάσκουν πόσο μεγάλο μίσος πρέπει να υπάρχει μέσα μας κατά του διαβόλου και πόσο πρέπει να τον αποστρέφεται εκείνος που μέλλει να είναι αληθινός Χριστιανός (α΄ 10). Το ερώτημα είναι αν πρέπει να μισούμε τον διάβολο, αφού ο ίδιος ο Θεός τον αγαπάει, ως δημιούργημά του. Βεβαίως πρέπει να τον αποστρεφόμεθα και να μισούμε τις διαβολές του, όχι όμως τον ίδιο.
- Σ’ εκείνους που έμελλε να δώσει ζωή αιώνια, εννοώ το ζωοποιό Του σώμα και αίμα, αυτούς διέταξε να προσφέρουν προηγουμένως εφόδια της φθαρτής ζωής, έτσι ώστε να πάρουμε ζωή αντί ζωής, αντί της πρόσκαιρης την αιώνια, και να φανεί η χάρη σαν αμοιβή και το αμέτρητο έλεος να έχει κάποιο στοιχείο δικαιοσύνης και να εκπληρωθεί εκείνο που είπε: «Θα βάλω το έλεός μου σε ζυγαριά» (Ησ. 28. 17) (δ΄ 2). Ερωτάται ποιους αφορά το προκείμενον του εσπερινού «Το έλεός σου Κύριε καταδιώξει με πάσας τας ημέρας της ζωής μου».
- Το πανάγιο Μύρο, το οποίο ο μακάριος Διονύσιος Αρεοπαγίτης λέγει ότι είναι ομοταγές (της αυτής τάξης) με τη Θεία Κοινωνία και αυτό τελείται και αγιάζεται με προσευχή και ότι το ίδιο το Μύρο είναι τελεστικό και αγιαστικό, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία στους ευσεβείς (κθ΄ 11). Εφ’ όσον λοιπόν με τη Θεία Κοινωνία αφέονται αι αμαρτίαι, το ίδιο γίνεται με την επάλειψη με Ἀγιο Μύρο. Άφεση αμαρτιών δίδεται επίσης και με το Ευχέλαιο.
- Η θυσία, ούτε πριν αγιασθεί ο άρτος τελείται, ούτε μετά που θα αγιασθεί, αλλά την ίδια τη στιγμή του αγιασμού. Έτσι ισχύουν αναγκαστικά όλα όσα πιστεύουμε γι’ αυτήν και κανένα από αυτά δεν ακυρώνεται (λβ΄ 8). Άρα η θυσία τελείται την ίδια τη στιγμή του αγιασμού, δηλ. με το τρίτο Αμήν του Ἱερέα.
- Λέγοντας «Τα άγια τοις αγίοις» είναι σαν να λέγει: «Ιδού ο άρτος της ζωής, τον βλέπετε. Ελάτε λοιπόν να μεταλάβετε. Όχι όμως όλοι, αλλά όποιος είναι άγιος. «Διότι τα άγια επιτρέπονται μόνο στους αγίους». Αγίους εδώ εννοεί εκείνους που είναι τέλειοι στην αρετή, αλλά και εκείνους που αγωνίζονται να φθάσουν σ’ αυτήν την τελειότητα, αλλά ακόμη υστερούν. Διότι και αυτούς τίποτε δεν τους εμποδίζει να αγιάζονται καθώς μετέχουν των Μυστηρίων και να είναι από αυτή την άποψη άγιοι (λς΄ 1). Άρα άγιοι εδώ δεν είναι μόνον οι δοξασμένοι, αλλά οι φωτισμένοι και οι καθαρμένοι.
- Τι είναι εκείνο που αποκόβει αυτά τα μέλη από το άγιο εκείνο Σώμα. «Τα αμαρτήματά σας, λέγει, στέκονται εμπόδιο ανάμεσα σ’ εμένα και σας» (Ησ. 59.2). Τι λοιπόν, κάθε αμαρτία νεκρώνει τον άνθρωπο; Καθόλου, αλλά μόνο η θανάσιμη αμαρτία. Γι’ αυτό και λέγεται «προς θάνατον». Διότι υπάρχει και αμαρτία «ου προς θάνατον», σύμφωνα με τον μακάριο Ιωάννη (Ιω. Α΄ 5. 17). Γι’ αυτό οι βαπτισμένοι, αν δεν πέφτουν σε θανάσιμα αμαρτήματα που τους χωρίζουν από τον Χριστό και επιφέρουν θάνατο, δεν έχουν κανένα εμπόδιο να κοινωνούν και να μετέχουν του αγιασμού, διότι και στην πραγματικότητα και στην ονομασία εξακολουθούν να είναι ζωντανά μέλη, ενωμένα με την Κεφαλή (λς΄ 2-4). Επομένως, όσοι υποπίπτουν σε συγγνωστά αμαρτήματα, που δεν χρίζουν συγχωρητικής ευχής από τον πνευματικό, πρέπει να μετέχουν της Θείας κοινωνίας.
- Αυτό το νερό (το ζέον), με το να είναι συγχρόνως νερό και να μετέχει και της φωτιάς συμβολίζει το Άγιο Πνεύμα, το οποίο και «ύδωρ» λέγεται (Ιω. 7. 38-39) και ως πυρ φάνηκε τότε που έπεσε επάνω στους μαθητές του Χριστού (Πράξ. 2. 3-4). Και η παρούσα στιγμή της Θείας Λειτουργίας συμβολίζει εκείνη τη στιγμή της Πεντηκοστής. Διότι τότε κατέβηκε το Άγιο Πνεύμα όταν ολοκληρώθηκαν όλα τα έργα του Χριστού, τώρα δε το νερό αυτό προστίθεται μετά την τελείωση των δώρων (λζ΄ 4-5). Άρα το Άγιο Πνεύμα, που φάνηκε σαν περιστέρι και σαν φωτιά, τώρα συμβολίζεται από το νερό.
- Κατόπιν εύχονται, ο αγιασμός που έλαβαν, να μείνει μαζί τους και να μην προδώσουν τη χάρη, ούτε να χάσουν τη δωρεά, με τη βοήθεια Εκείνου. «Τήρησον ημάς εν τω σω αγιασμώ». Κάνοντας τι; Διότι χρειάζεται να κάνουμε κι εμείς ό,τι εξαρτάται από εμάς. «Όλην την ημέραν μελετώντας την δικαιοσύνην σου». Δικαιοσύνη εννοούμε τη σοφία και φιλανθρωπία του Θεού που θεωρείται μέσα στα μυστήρια, όπως τα εννόησε και ο Παύλος: «Δεν ντρέπομαι για το Ευαγγέλιο του Χριστού, διότι σ’ αυτό φανερώνεται η δικαιοσύνη του Θεού σε καθένα και για καθένα που πιστεύει» (Ρωμ. 1. 16-17). Η μελέτη αυτής της δικαιοσύνης μπορεί να διατηρήσει μέσα μας τον αγιασμό. Διότι και την πίστη στον Θεό αυξάνει και την αγάπη φουντώνει και δεν αφήνει να μπει στην ψυχή τίποτε κακό. Σωστά λοιπόν λέγαμε στα προηγούμενα ότι χωρίς τους πρέποντες στο μυστήριο λογισμούς δεν μπορεί να υπάρξει και να παραμείνει σ’ εμάς ο αγιασμός (μα΄ 4). Οι λογισμοί πρέπει να αφορούν αποκλειστικά το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, για να υπάρξει αγιασμός.
- Η θεία και ιερή αυτή τελετή (της Θείας Ευχαριστίας) εμφανίζεται να αγιάζει με δυο τρόπους. Ο πρώτος είναι η μεσιτεία. Τα προσφερόμενα δώρα και μόνο με το γεγονός της προσφοράς, αγιάζουν εκείνους που τα προσφέρουν κι εκείνους για τους οποίους τα προσφέρουν και εξευμενίζουν απέναντί τους το Θεό. Ο δεύτερος τρόπος είναι η μετάληψη, διότι γίνεται σ’ εμάς αληθινή «βρώσις και πόσις», σύμφωνα με το λόγο του Κυρίου (Ιω. 6. 55). Από τους δυο αυτούς τρόπους ο πρώτος είναι κοινός και στους ζώντες και στους νεκρούς, διότι η θυσία προσφέρεται και για τις δυο κατηγορίες. Ο δεύτερος όμως είναι δυνατός μόνο στους ζώντες, διότι πλέον οι νεκροί ούτε να φάγουν ούτε να πιούν μπορούν. Τι λοιπόν, οι νεκροί δεν αγιάζονται από αυτόν τον αγιασμό μέσω της μεταλήψεως και είναι λιγότερο ωφελημένοι από τους ζώντες; Καθόλου. Διότι και σ’ αυτούς ο Χριστός μεταδίδει τον εαυτό Του με τον τρόπο που Αυτός γνωρίζει. Και για να το αποδείξουμε αυτό, ας εξετάσουμε τα αίτια του αγιασμού, για να δούμε αν οι ψυχές των νεκρών τα έχουν όπως και οι ψυχές των ζώντων. Ποια είναι λοιπόν τα αίτια του αγιασμού; Άραγε το να έχει κανείς σώμα, το να τρέξει στην τράπεζα, το να πάρει στα χέρια τα άγια, το να τα δεχθεί στο στόμα, το να φάγει, το να πιεί; Καθόλου. Διότι πολλοί από εκείνους που έκαναν όλα αυτά και έτσι προσήλθαν στα Μυστήρια, δεν ωφελήθηκαν καθόλου και έφυγαν γεμάτοι αμέτρητες αμαρτίες. Αλλά ποια είναι τα αίτια του αγιασμού στους αγιαζόμενους; Και ποια είναι εκείνα που απαιτεί από μας ο Χριστός; Κάθαρση της ψυχής, αγάπη στον Θεό, πίστη, επιθυμία του Μυστηρίου, προθυμία για την μετάληψη, ολόθερμη ορμή, το να τρέξουμε διψασμένοι. Αυτά είναι που έλκουν αυτόν τον αγιασμό και μετά αυτά είναι ανάγκη να μετέχουν του Χριστού όσοι προσέρχονται και χωρίς αυτά τούτο είναι αδύνατο. Όλα όμως αυτά δεν είναι σωματικά, αλλά εξαρτώνται μονάχα από την ψυχή. Επομένως τίποτε δεν εμποδίζει να μπορούν τα παραπάνω και οι ψυχές των νεκρών όπως και των ζώντων. Αν λοιπόν οι μεν ψυχές είναι έτοιμες και προπαρασκευασμένες για το μυστήριο, ο δε Κύριος που αγίασε και ετέλεσε τα μυστήρια θέλει πάντοτε να αγιάζει και να μεταδίδει κάθε φορά τον εαυτό Του, ποιο εμπόδιο υπάρχει για την κοινωνία; Κανένα απολύτως. Λοιπόν, θα ερωτήσει κανείς: αν κάποιος από τους ζώντες έχει στην ψυχή του όλα τα καλά που είπαμε, δεν προσέλθει όμως στα μυστήρια, θα λάβει εξίσου τον αγιασμό που προέρχεται από αυτά; Όχι ο καθένας, αλλά εκείνος που δεν μπορεί να προσέλθει σωματικώς, όπως οι ψυχές των νεκρών. Τέτοιοι υπήρξαν όσοι έζησαν περιπλανώμενοι σε ερημιές και όρη και σπηλιές και οπές της γης (Εβρ. 11. 38), για τους οποίους ήταν αδύνατον να δουν θυσιαστήριο και Ιερέα. Αυτούς ο ίδιος ο Χριστός τους αγίαζε αφανώς με αυτόν τον αγιασμό. Πως το ξέρουμε αυτό; Από το ότι είχαν μέσα τους ζωή, την οποία δε θα είχαν, αν δε μετείχαν στο μυστήριο αυτό. Διότι ο ίδιος ο Χριστός είπε: «αν δε φάγετε τη σάρκα του Υιού του ανθρώπου και δεν πιείτε το αίμα Του, δεν έχετε ζωή μέσα σας (Ιω. 6. 53). Και για να φανερώσει αυτό, σε πολλούς από αυτούς τους αγίους έστειλε Αγγέλους για να τους φέρουν τα Τίμια Δώρα. Αν όμως κανείς, ενώ έχει τη δυνατότητα, δεν προσέλθει στην Αγία Τράπεζα, αυτός είναι τελείως αδύνατο να λάβει τον αγιασμό των Μυστηρίων. Όχι δεν προσήλθε απλώς, αλλά διότι ενώ μπορούσε, δεν μπορούσε και φανερώνει με αυτό ότι η ψυχή του είναι γυμνή από τις αγαθές διαθέσεις που απαιτούνται για το μυστήριο. Πράγματι, ποια ορμή και προθυμία για την Ιερή Τράπεζα υπάρχει σ’ εκείνον που μπορεί εύκολα να τρέξει σ’ αυτήν και δεν θέλει; Ποια πίστη στον Θεό υπάρχει σ’ εκείνον που δεν φοβάται την απειλή του Κυρίου εναντίον εκείνων που κατεφρόνησαν την πρόσκληση στο δείπνο (Ματθ. 22. 7); Πως θα πιστευθεί κανείς ότι αγαπά εκείνο το οποίο, ενώ μπορεί να λάβει, δεν το λαμβάνει; Γι’ αυτό δεν είναι καθόλου παράδοξο που ο Χριστός, σε ψυχές χωρισμένες από το σώμα, οι οποίες δεν μπορούν να κατηγορηθούν για τίποτε από τα παραπάνω, μεταδίδει από την τράπεζά Του. Το παράδοξο και υπερφυσικό είναι ο άνθρωπος που ζει μέσα στη φθορά να φάγει άφθαρτο σώμα. Ενώ το να μεταλάβει το αθάνατο μια ουσία αθάνατη, η ψυχή, με τρόπο κατάλληλο σ’ αυτή, τι το παράδοξο έχει; Αν τώρα ο Χριστός, από ανέκφραστη φιλανθρωπία και άρρητη σοφία, βρήκε τρόπο να πραγματοποιήσει εκείνο το παράδοξο και υπερφυσικό (να φάγει ο φθαρτός άνθρωπος άφθαρτη τροφή), πως δε θα πιστευθεί ότι κάνει και το άλλο, που είναι εύλογο και επόμενο; (μβ΄ 2-13). Συμπέρασμα είναι ότι οι ψυχές των νεκρών, που υπήρξαν εν ζωή πιστοί και μετείχαν του μυστηρίου, αλλά είχαν καθαρή καρδιά, αγάπη στο Θεό, πίστη, επιθυμία του μυστηρίου, προθυμία για τη μετάληψη, ολόθερμη ορμή και δίψα γι’ αυτό, τότε αυτές εξακολουθούν να μετέχουν του μυστηρίου. Αλλά και οι ζώντες, που επιθυμούν να μετέχουν του μυστηρίου, αλλά λόγω εγγενών δυσκολιών (σωματικών παθήσεων, μακρινών αποστάσεων κλπ) δεν μπορούν, τότε αυτοί θεωρούνται, ότι μετέχουν του μυστηρίου. Αντίθετα εκείνοι που μετέχουν του μυστηρίου, αλλά δεν εκπληρούν τις παραπάνω προϋποθέσεις, τότε στην πραγματικότητα δεν μετέχουν του μυστηρίου.
- Εξάλλου και σ’ εκείνους που ζουν ακόμη με σώμα, η Θεία Κοινωνία δίνεται βέβαια δια μέσου του σώματος, αλλά πρώτα πηγαίνει στην ουσία της ψυχής και ύστερα μέσω της ψυχής διαβαίνει στο σώμα. Αυτό θέλοντας να φανερώσει ο μακάριος Απόστολος λέγει: «Εκείνος που ενώνεται με τον Κύριο γίνεται ένα πνεύμα μαζί Του» (Κορ. Α΄ 6. 17), διότι η ένωση και η συνάφεια αυτή πραγματοποιείται πρώτα μέσα στην ψυχή. Διότι εκεί, στην ψυχή, είναι κυρίως ο άνθρωπος, εκεί είναι και ο αγιασμός, ο οποίος αποκτάται με τις αρετές και την ανθρώπινη επιμέλεια. Εκεί είναι και το κέντρο που αμαρτάνει και που έχει ανάγκη να θεραπευθεί με τα τίμια δώρα. Στο σώμα, όλα προέρχονται από την ψυχή. Και όπως αυτό μολύνεται από τους πονηρούς λογισμούς που βγαίνουν από την καρδιά, έτσι και ο αγιασμός από εκεί προξενείται σ’ αυτό, τόσο από την αρετή, όσο και από τα μυστήρια. Σε μερικούς δε έρχονται και σωματικές ασθένειες, που έχουν την αιτία τους στην ηθική διαφθορά της ψυχής. Αυτό ήθελε να δείξει ο Σωτήρας και με το να θεραπεύσει την ψυχή του αρρώστου, δηλαδή να ελευθερώσει αυτήν από τις αμαρτίες, σήκωσε το σώμα από την αρρώστια (Ματθ. 9. 2-7). Η Θεία Κοινωνία πρώτα πηγαίνει στην ψυχή και εάν υπάρχει και σώμα μεταβιβάζεται σ’ αυτό.
- Αφού λοιπόν για να λάβει τον αγιασμό η ψυχή δεν έχει ανάγκη από το σώμα, αλλά μάλλον το σώμα έχει ανάγκη της ψυχής, τι παραπάνω από τις ψυχές των νεκρών παίρνουν από την τελετή οι ψυχές που είναι ενωμένες με σώμα, βλέποντας τον ιερέα και δεχόμενες από αυτόν τα δώρα; Αφού και εκείνες έχουν τον αιώνιο Ιερέα, που γίνεται γι’ αυτές τα πάντα και που μεταδίδει τα δώρα και σε όσους από τους ζώντες μεταλαμβάνουν αληθινά. Διότι δε μεταλαμβάνουν αληθινά όλοι αυτοί στους οποίους μεταδίδει ο Ιερεύς, αλλά εκείνοι μόνο, στους οποίους μεταδίδει ο ίδιος ο Χριστός. Διότι ο Ιερεύς μεταδίδει σε όλους γενικά τους προσερχομένους, ο Χριστός όμως μόνο στους άξιους. Από αυτό γίνεται φανερό ότι μόνο ο ίδιος ο Σωτήρας είναι που τελεί το Μυστήριο για τις ψυχές και αγιάζει ζώντες και νεκρούς. Απ’ όλα όσα είπαμε γίνεται φανερό ότι όλα τα στοιχεία της ιερής αυτής τελετής είναι κοινά και στους ζώντες και στους νεκρούς. Διότι και τα αίτια του αγιασμού, επειδή είναι ψυχικά αγαθά, υπάρχουν και στις δυο αυτές κατηγορίες και αυτό που δέχεται πρώτο τον αγιασμό και είναι οικείο με αυτόν είναι το ίδιο (η ψυχή) και ο Ιερεύς που αγιάζει είναι ο ίδιος ο Χριστός. Τούτο μόνον υπάρχει στους ζώντες, που δεν υπάρχει στους νεκρούς: το ότι δηλαδή και οι ανάξιοι νομίζουν ότι αγιάζονται με τα Μυστήρια, διότι δέχονται στο στόμα τα δώρα. Από τους νεκρούς όμως ούτε καν να πλησιάσει κανείς είναι δυνατόν, αν είναι απροετοίμαστος, αλλά μόνο στους άξιους επιτρέπεται η κοινωνία. Στους ζώντες αυτό είναι δυνατόν, όμως όχι μόνο δεν προσθέτει αγιασμό σ’ αυτούς, αλλά αντίθετα επιφέρει τη χειρότερη κόλαση. Συνεπώς τούτο απέχει πολύ από το να είναι πλεονέκτημα για τους ζώντες. Και για έναν επιπλέον λόγο είναι φανερό ότι, όχι μόνον επιτρέπεται και δεν εμποδίζεται από τίποτε, αλλά και συμβαίνει απαραιτήτως η μετάληψη των Τιμίων Δώρων από τις ψυχές των νεκρών. Διότι αν υπήρχε κάτι άλλο να ευφραίνει και να αναπαύει εκεί τις ψυχές, αυτό θα αποτελούσε το βραβείο της καθαρότητας των αξίων ψυχών και δεν θα υπήρχε η ανάγκη της τράπεζας των μυστηρίων. Τώρα όμως εκείνο που δίνει στις ψυχές κάθε απόλαυση και μακαριότητα, είτε παράδεισο το πεις, είτε κόλπους του Αβραάμ, είτε τόπους απαλλαγμένους από κάθε λύπη και οδύνη, φωτεινούς, χλοερούς, αναπαυτικούς, είτε την ίδια τη βασιλεία των ουρανών, δεν είναι τίποτε άλλο, παρά αυτό το ποτήριο και αυτός ο άρτος. Διότι αυτά είναι ο Μεσίτης (Τιμ. Α΄ 2. 5, Εβρ. 9. 15), εκείνος που μπήκε ως πρόδρομος στα ουράνια άγια των αγίων (Εβρ. 6. 20), ο μόνος οδηγός προς τον Πατέρα (Ιω. 14. 6), ο μόνος ήλιος των ψυχών, ο οποίος τώρα φαίνεται και μετέχεται έτσι, όπως ο Ἰδιος θέλησε (μέσω των Τιμίων Δώρων), από τους δεμένους στο σώμα, ενώ τότε θα φανεί και θα μεταληφθεί χωρίς καταπετάσματα, όταν θα τον δούμε όπως είναι (Ιω. Α΄ 3. 2), όταν σαν πτώμα θα συγκεντρώσει τους αετούς (τους σεσωσμένους Ματθ. 24. 28), όταν θα ζωσθεί και θα τους βάλει στο τραπέζι και θα περάσει να τους υπηρετήσει (Λουκ. 12. 37), όταν θα αστράψει στα σύννεφα (Ματθ. 24. 30) και δι Αυτού οι δίκαιοι θα λάμψουν όπως ο ήλιος (Ματθ. 13. 43). Εκείνοι που δεν θα είναι ενωμένοι μαζί Του, όπως γνωρίζει να ενώνει η αγία τράπεζα, είναι εντελώς αδύνατο να βρουν ανάπαυση εκεί ή να λάβουν κάποιο αγαθό, μικρό ή μεγάλο (μγ΄ 1-7). Ο αγιασμός δεν έχει ανάγκη το σώμα, αλλά μόνο τη ψυχή, επομένως για να αγιαστεί το σώμα πρέπει πρώτα να αγιαστεί η ψυχή. Ο Ἱερέας μεταδίδει την θ. κοινωνία σ’ όλους, αλλά ο Χριστός μόνο στους άξιους.
- Οι ψυχές οι απαλλαγμένες από το σώμα έχουν ένα πλεονέκτημα σχετικά με τον αγιασμό, απέναντι σ’ εκείνες που ζουν με σώμα. Διότι καθαρίζονται και παίρνουν άφεση αμαρτιών με τις ευχές των Ἱερέων και τη μεσιτεία των Τιμίων Δώρων όχι λιγότερο από τους ζώντες. Αυτές όμως δεν αμαρτάνουν πλέον, ούτε προσθέτουν νέες αμαρτίες στις παλιές, όπως οι περισσότεροι από τους ζώντες, αλλά ή τους συγχωρείται κάθε ενοχή ή τουλάχιστον λιγοστεύουν συνεχώς οι αμαρτίες τους. Και έτσι βρίσκονται πιο έτοιμες και σε καλύτερη κατάσταση για την κοινωνία του Σωτήρα, όχι μόνο από πολλούς ζώντες, αλλά και από τους ίδιους τους εαυτούς των, αν θα ήταν με το σώμα. Και μόνο το γεγονός ότι έχουν απαλλαγεί από το σώμα, τις κάνει πολύ πιο κατάλληλες για την κοινωνία των Μυστηρίων από ό,τι θα τους ήταν δυνατόν αν είχαν το σώμα. Διότι εκεί υπάρχουν πολλές και διάφορες «μονές» (διαμονές, κατοικίες. Ιω. 14. 2), ώστε να τιμηθούν όλοι οι βαθμοί της αρετής και να μη μείνει τίποτε χωρίς ανταμοιβή εκ μέρους του δικαίου και φιλανθρώπου Κριτή. Όπως λοιπόν εκείνοι που είναι άξιοι των μεγίστων βραβείων και τέλειοι και κληρονόμοι της τέλειας μακαριότητας, όπως ο Παύλος και οι όμοιοι με αυτόν, την απολαμβάνουν καθαρότερα μετά το θάνατο παρά τότε που ήταν στη ζωή, έτσι κι εκείνοι που κατατάχθηκαν σε μετριότερη ανάπαυση είναι εύλογο να την απολαμβάνουν καλύτερα φεύγοντας από εδώ, παρά ζώντας με το σώμα. Αποδείξαμε δε ότι κάθε ανάπαυση των ψυχών και κάθε βραβείο αρετής και μικρό και μεγάλο, δεν είναι τίποτε άλλο παρά αυτός ο άρτος και αυτό το ποτήριο που μεταλαμβάνεται με τον κατάλληλο τρόπο από τις δυο κατηγορίες, εννοώ τους ζώντες και τους νεκρούς. Γι αυτό και ο Κύριος την απόλαυση των δικαίων στον μέλλοντα αιώνα την ονομάζει δείπνο (Λουκ. 14. 16), για να δείξει ότι εκεί δεν υπάρχει περισσότερο από αυτή την τράπεζα. Έτσι η θεία ιερουργία της Ευχαριστίας είναι και για τους νεκρούς όπως είναι και για τους ζώντες. Και όπως οι ζώντες αγιάζονται κατά δυο τρόπους, όπως έχει λεχθεί, κατά δυο τρόπους αγιάζονται και οι νεκροί και σε καμία περίπτωση δεν είναι κατώτεροι από τους ζώντες, αλλ’ απεναντίας έχουν και ένα πλεονέκτημα (με΄ 1-4). Με την θ. κοινωνία στις ψυχές των νεκρών έχουμε άφεση αμαρτιών, χωρίς προσθήκη αμαρτιών, όπως στους ζώντες. Σ’ αυτή την περίπτωση έχουμε την αποκατάσταση των πάντων και τελικά αυτές οι ψυχές θα μετέχουν στη θέα του Θεού, έστω και «δι’ εσόπτρου εν αινίγματι».
ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΠΑΤΕΡΩΝ περί της Θείας Κοινωνίας των κεκοιμημένων
ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΚΑΒΑΣΙΛΑΣ (+1391)
(«Ερμηνεία της Θείας Λειτουργίας» P.G τ. 150, στ. 368-492)
«Τι λοιπόν, οι νεκροί δεν αγιάζονται από αυτόν τον αγιασμό μέσω της μεταλήψεως και είναι λιγότερο ωφελημένοι από τους ζώντες; Καθόλου»
«Επομένως τίποτε δεν εμποδίζει να μπορούν τα παραπάνω και οι ψυχές των νεκρών όπως και των ζώντων»
«Γι’ αυτό δεν είναι καθόλου παράδοξο που ο Χριστός, σε ψυχές χωρισμένες από το σώμα, οι οποίες δεν μπορούν να κατηγορηθούν για τίποτε από τα παραπάνω, μεταδίδει από την τράπεζά Του»
«Συμπέρασμα είναι ότι οι ψυχές των νεκρών, που υπήρξαν εν ζωή πιστοί και μετείχαν του μυστηρίου, αλλά είχαν καθαρή καρδιά, αγάπη στο Θεό, πίστη, επιθυμία του μυστηρίου, προθυμία για τη μετάληψη, ολόθερμη ορμή και δίψα γι’ αυτό, τότε αυτές εξακολουθούν να μετέχουν του μυστηρίου»
«Η Θεία Κοινωνία πρώτα πηγαίνει στην ψυχή και εάν υπάρχει και σώμα μεταβιβάζεται σ’ αυτό»
«Αφού λοιπόν για να λάβει τον αγιασμό η ψυχή δεν έχει ανάγκη από το σώμα, αλλά μάλλον το σώμα έχει ανάγκη της ψυχής, τι παραπάνω από τις ψυχές των νεκρών παίρνουν από την τελετή οι ψυχές που είναι ενωμένες με το σώμα, βλέποντας τον ιερέα και δεχόμενες από αυτόν τα δώρα;»
«Αλλά και συμβαίνει απαραιτήτως η μετάληψη των Τιμίων Δώρων από τις ψυχές των νεκρών»
«Ο αγιασμός δεν έχει ανάγκη το σώμα, αλλά μόνο τη ψυχή, επομένως για να αγιαστεί το σώμα πρέπει πρώτα να αγιαστεί η ψυχή»
«Οι ψυχές οι απαλλαγμένες από το σώμα έχουν ένα πλεονέκτημα σχετικά με τον αγιασμό, απέναντι σ’ εκείνες που ζουν με σώμα. Διότι καθαρίζονται και παίρνουν άφεση αμαρτιών με τις ευχές των ιερέων και τη μεσιτεία των τιμίων δώρων όχι λιγότερο από τους ζώντες. Αυτές όμως δεν αμαρτάνουν πλέον, ούτε προσθέτουν νέες αμαρτίες στις παλιές, όπως οι περισσότεροι από τους ζώντες, αλλά ή τους συγχωρείται κάθε ενοχή ή τουλάχιστον λιγοστεύουν συνεχώς οι αμαρτίες τους»
«Και μόνο το γεγονός ότι έχουν απαλλαγεί από το σώμα, τις κάνει πολύ πιο κατάλληλες για την κοινωνία των μυστηρίων από ό,τι θα τους ήταν δυνατόν αν είχαν σώμα»
ΑΓΙΟΣ ΣΥΜΕΩΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ (+1429)
(«Περί Ιεράς Λειτουργίας», P.G. τ. 155, σελ. 280-286)
«Και τέλος πάντων ομού, επειδή τη θυσία ταύτη τη ιερά πάντες ομού άγγελοί τε και άνθρωποι άγιοι και ηνώθησαν τω Χριστώ, και εν αυτώ ηγιάσθησαν, και τούτο ημάς ενούσιν»
«Μετέχουσι γαρ και ούτοι τω μυστηρίω τω φρικτώ τούτω ως συνηγωνισμένοι Χριστώ»
«Τη ενώσει τε και κοινωνία αγιαζόμεναι, και εις εκείνους υπέρ ων εισί, τον αγιασμόν παραπέμπουσαι, και δια των υπέρ των αγίων εις ημάς»
«Αυτοί μεν γαρ αμέσως αγιάζονται παρά του Θεού, δεχόμενοι δε και τα παρ’ ημών, δι’ αυτών ημάς αγιάζουσιν»
«Ει γαρ και αϋλως και νοερώς μετέχουσι της του Χριστού κοινωνίας ταις ψυχαίς, αλλά και δια της αυτού ιερουργίας ην υπέρ του κόσμου παρέδωκε γίνεσθαι, μεγίστης μετέχουσι της δόξης, ως συμπονήσαντες και συνδοξαζόμενοι»
ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΚΟΣ ΕΥΓΕΝΙΚΟΣ Ο ΕΦΕΣΟΥ (+1444)
(«Αντίρρησις των Λατινικών κεφαλαίων περί του περκατορίου πυρός», P.Ο. τ. 15, σελ. 43-44)
Οι ευχές της Θείας Λειτουργίας αποδεικνύουν ότι «και προς τους ήδη της παρά Θεώ μακαριότητος απολαύοντες η των ευχών τούτων και μάλιστα της μυστικής θυσίας δύναμις διαβαίνει»
«Εις δόξαν αυτών τούτο ποιούμεν, και ούτω τρόπον τινά και υπέρ αυτών η θυσία γίνεται και προς αυτούς διαβαίνει»
Η δύναμη των ευχών και ιδίως της μυστικής θυσίας διαβαίνει «και προς τους δικαίους τε και οσίως βιώσαντας»
Διαβαίνει η δύναμη των προσευχών και της θείας λειτουργίας και προς τους δικαίως βιώσαντας «άτε και αυτούς ατελείς όντας και την προς ταγαθόν επίδοσιν αεί προσλαμβάνοντας και μήπω τελείας της μακαριότητος απολαύοντας»
(«Αντίρρησις των Λατινικών κεφαλαίων περί του περκατορίου πυρός», P.Ο. τ. 15, σελ. 43-44)
Οι ευχές της Θείας Λειτουργίας αποδεικνύουν ότι «και προς τους ήδη της παρά Θεώ μακαριότητος απολαύοντες η των ευχών τούτων και μάλιστα της μυστικής θυσίας δύναμις διαβαίνει»
«Εις δόξαν αυτών τούτο ποιούμεν, και ούτω τρόπον τινά και υπέρ αυτών η θυσία γίνεται και προς αυτούς διαβαίνει»
Η δύναμη των ευχών και ιδίως της μυστικής θυσίας διαβαίνει «και προς τους δικαίους τε και οσίως βιώσαντας»
Διαβαίνει η δύναμη των προσευχών και της θείας λειτουργίας και προς τους δικαίως βιώσαντας «άτε και αυτούς ατελείς όντας και την προς ταγαθόν επίδοσιν αεί προσλαμβάνοντας και μήπω τελείας της μακαριότητος απολαύοντας»
ΑΓΙΟΣ ΜΑΚΑΡΙΟΣ ΝΟΤΑΡΑΣ Ο ΚΟΡΙΝΘΟΥ(+1798)
(Περί της Συνεχούς Μεταλήψεως, Μέρος Γ΄, Ένστασις Δ΄, έκδοση Ν. Παναγόπουλος, σελ. 133).
«Ήτοι αν αι ψυχαί των κεκοιμημένων είναι έτοιμοι να κοινωνήσουν, ο δε Κύριος πάντοτε θέλει και αγαπά, να αγιάζη και να μεταδίδη τον εαυτόν του εις τον καθένα, ποίον πράγμα μπορεί να τας χωρήση από την κοινωνίαν; Βέβαια κανένα».
(Περί της Συνεχούς Μεταλήψεως, Μέρος Γ΄, Ένστασις Δ΄, έκδοση Ν. Παναγόπουλος, σελ. 133).
«Ήτοι αν αι ψυχαί των κεκοιμημένων είναι έτοιμοι να κοινωνήσουν, ο δε Κύριος πάντοτε θέλει και αγαπά, να αγιάζη και να μεταδίδη τον εαυτόν του εις τον καθένα, ποίον πράγμα μπορεί να τας χωρήση από την κοινωνίαν; Βέβαια κανένα».
ΥΓ
Σημείωσις πάνω στη Θεία Κοινωνία των κεκοιμημένων. Ευρέθη συμφωνία τεσσάρων Πατέρων, ώστε να τεκμηριωθεί αυτή ως θέση της καθόλου Εκκλησίας. Ως εκ τούτου η άποψη που διατυπώθηκε τόσο από τον Αρχιμανδρίτη π. Παύλο Ντανά, όσο και από τον Λέκτορα του ΑΠΘ Αρχιμανδρίτη π. Νικόδημο Σκρέττα, ότι αποτελεί τούτο αποκλειστικά θέση του αγίου Νικολάου Καβάσιλα και όχι και της Εκκλησίας καταρρίπτεται.
Σημείωσις πάνω στη Θεία Κοινωνία των κεκοιμημένων. Ευρέθη συμφωνία τεσσάρων Πατέρων, ώστε να τεκμηριωθεί αυτή ως θέση της καθόλου Εκκλησίας. Ως εκ τούτου η άποψη που διατυπώθηκε τόσο από τον Αρχιμανδρίτη π. Παύλο Ντανά, όσο και από τον Λέκτορα του ΑΠΘ Αρχιμανδρίτη π. Νικόδημο Σκρέττα, ότι αποτελεί τούτο αποκλειστικά θέση του αγίου Νικολάου Καβάσιλα και όχι και της Εκκλησίας καταρρίπτεται.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου