ΠΕΡΙ ΕΚΛΟΓΗΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ
Ιωάννη Καρδάση, Χημικού-Οικονομολόγου
Με αφορμή την εκλογή Αρχιεπισκόπου, είδαν το φως της δημοσιότητας άρθρα και γνώμες πάνω στην εκλογή αυτή, που δείχνουν, ότι οι συντάκτες τους στερούνται γνώσεων Εκκλησιολογίας, Εκκλησιαστικής Ιστορίας, αλλά και του Κανονικού Δικαίου της Εκκλησίας, όπως θα φανεί, πιστεύουμε, στην παρακάτω ανάλυσή μας.
Τα άρθρα αυτά, είναι μια απάντηση κυρίως στο ερώτημα, πως πρέπει να διενεργείται η εκλογή του Αρχιεπισκόπου και η απάντηση είναι, ότι θα πρέπει να γίνεται, όπως ακριβώς λέει ο λόγος του Θεού, τον οποίο φαίνεται να αναπτύσσουν οι συντάκτες και θέτουν και προτάσεις, όπως τήν μετάκληση στη θέση του Αρχιεπισκόπου ενός Μητροπολίτη για 3-4 χρόνια.
Η εκλογή Επισκόπου αναφέρεται μια φορά στην Κ.Δ. κατά την εκλογή του αποστόλου Ματθία, μετά το θάνατο του Ιούδα (Πράξ. 1. 12-26) και είναι όπως ακριβώς αναπτύσσεται στα άρθρα αυτά. Η παραπομπή στο χωρίο αυτό των Πράξεων των Αποστόλων σηματοδοτεί και τον τρόπο της εκλογής των Επισκόπων στους Αποστολικούς χρόνους. Τα κύρια σημεία της πράξης αυτής είναι δυο. Το πρώτο σημείο είναι η συνάθροιση των πιστών της Εκκλησίας, του Κλήρου (των Αποστόλων) και του λαού, ανδρών και γυναικών και η πρόταση από αυτούς προσώπων για την κενούμενη θέση. Το δεύτερο σημείο είναι η κλήρωση μεταξύ των προτεινομένων προσώπων για την τελική εκλογή.
Από τις αρχές του 2ου αιώνα ο Επίσκοπος εκλεγόταν από τον Κλήρο και το λαό της τοπικής Εκκλησίας και χειροτονείτο από πλησιόχωρους Επισκόπους, σύμφωνα με το πρότυπο της εκλογής του αποστόλου Ματθία. Επομένως, η συμμετοχή του λαϊκού στοιχείου είχε πρωτεύουσα σημασία στην εκλογή των Επισκόπων και μάλιστα σε ορισμένες περιπτώσεις (Αμβρόσιος Μεδιολάνων, Συνέσιος Πτολεμαΐδας, κ.λπ.) εξελέγησαν Επίσκοποι κατηχούμενοι ή και αλλόθρησκοι. Πλην όμως, η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος με τον δ΄ κανόνα άλλαξε την πρακτική αυτή και απέκλεισε την εκλογή από το λαό, όρισε δε ότι αρμόδια για την εκλογή των Επισκόπων της επαρχίας είναι η Επισκοπική Σύνοδος, χωρίς βεβαίως να αγνοείται και η εκπεφρασμένη πολλές φορές γνώμη της τοπικής Εκκλησίας (Cod. Just. I, 3, 41. Νεαρές 136, 1. 137, 2), η οποία γίνεται με κατακύρωση της εκλογής από το λαό δια βοής.
Στον ανωτέρω κανόνα δ΄ της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου του 325 μ.Χ. προστέθηκαν οι κανόνες ιστ΄, ιθ΄, και κγ΄ της Συνόδου της Αντιόχειας του 341, οι ε΄, ιβ΄ και ιγ΄ της Συνόδου της Λαοδίκειας του 364, ο ιγ΄ της Συνόδου της Καρθαγένης του 418 και ο γ΄ της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου του 789. Έτσι, δυο κανόνες Οικουμενικών Συνόδων και επτά κανόνες Τοπικών Συνόδων αποκλείουν τη συμμετοχή του λαϊκού στοιχείου στην εκλογή Επισκόπου μιας επαρχίας και έτσι η Επαρχιακή Σύνοδος παραμένει το κυρίαρχο εκκλησιαστικό όργανο για την εκλογή των Επισκόπων. Η συμμετοχή του λαϊκού στοιχείου στην εκλογή των Επισκόπων περιορίζεται στην εκ των υστέρων δια βοής αποδοχή ή μη της εκλογής με την κραυγή «άξιος» ή «ανάξιος».
Όσον αφορά τα της εκλογής Επισκόπου αποκλειστικά από Πρεσβυτέρους διαλαμβάνει ο ιζ΄ κανόνας της ΑΒ΄ Συνόδου του 861 επί Μ. Φωτίου, με πρωτοβουλία του και εξ αφορμής της ανόδου αυτού στον Αρχιεπισκοπικό Ορόνο της Κων/πολης απευθείας από την τάξη των λαϊκών. Σύμφωνα με τον κανόνα αυτό απαγορεύεται η εκλογή σε Επίσκοπο λαϊκού ή Μοναχού, αλλά και κληρικού κάτω του βαθμού του Πρεσβυτέρου (πάντοτε αγάμου βέβαια), καθότι θα πρέπει να έχει προηγηθεί η χειροτονία του λαϊκού σε Αναγνώστη, Υποδιάκονο, Διάκονο και Πρεσβύτερο και η παραμονή του σε ένα έκαστο των βαθμών αυτών από επτά ημερών έως τριών μηνών, χρόνο ικανό, για να αποδείξει «και την πίστιν και την καλοκαγαθίαν των τρόπων και την στερρότητα της γνώμης του». Ο κανόνας αυτός θεσπίστηκε με πρωτοβουλία του Μ. Φωτίου, για να κατασιγαστεί η αντίδραση του Πάπα Ρώμης Νικολάου Α΄ για την εκλογή του απευθείας από την τάξη των λαϊκών, καθώς και των Πατριαρχών Νεκταρίου, Ταρασίου και Νικηφόρου. Από αυτούς, αλλά και από άλλους Επισκόπους, έχουμε εκλογή από κατηχούμενο, όπως οι Νεκτάριος και Αμβρόσιος, αλλά και από ειδωλολάτρες, όπως ο Συνέσιος.
Οι συντάκτες των άρθρων αυτών συχνά παραθεωρούν τα του Τόμου του 1850, με τον οποίο αναγνωρίσθηκε η αυτοκεφαλία της Ελλαδικής Εκκλησίας. Σύμφωνα με αυτόν, δεν υπάρχει Προκαθήμενος, αλλά προκαθημένη Αρχή και αυτή είναι η Σύνοδος και ο Μητροπολίτης Αθηνών, ως ο Επίσκοπος της πρωτεύουσας της χώρας, αυτοδικαίως προεδρεύει της προκαθημένης Συνόδου και τίποτε περισσότερο. Έτσι, αν η Πολιτεία μεταφέρει την πρωτεύουσα της χώρας σε άλλη πόλη, π.χ. στην Πάτρα, τότε ο Πατρών θα προεδρεύει της προκαθημένης Συνόδου.
Επομένως, σύμφωνα με τον ανωτέρω Τόμο και τους κανόνες της Εκκλησίας, η εκλογή του Μητροπολίτη Αθηνών (με τον τίτλο του Αρχιεπισκόπου) πρέπει να γίνεται από τους υπολοίπους Μητροπολίτες της Ελλαδικής Εκκλησίας και μόνο και η εκλογή θα πρέπει να γίνει από Πρεσβύτερο αυτής ή άλλης επαρχίας. Η μετάθεση Επισκόπου από άλλη επαρχία και η εκλογή του στη Μητρόπολη Αθηνών, ούτε από τους Ι. Κανόνες προβλέπεται, αλλά τουναντίον απαγορεύεται από άλλους κανόνες (ιδ΄ Αποστολικός, ιε΄ Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, α΄ Συνόδου Σαρδικής). Είναι γνωστό, από την Εκκλησιαστική Ιστορία, ότι με τον ανωτέρω Τόμο ορίζετο ο Μητροπολίτης Αθηνών και Έξαρχος πάσης Ελλάδος, αργότερα δε (1923) αυτός μετονομάσθηκε σε Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος.
Η μετάκληση στη θέση του Αρχιεπισκόπου Αθηνών, Επισκόπου άλλης επαρχίας για 3-4 χρόνια έχει προηγούμενο στην Εκλησιαστική Ιστορία και έχει καταδικαστεί από την Εκκλησία. Συγκεκριμένα, υπήρχαν μερικοί Χριστιανοί στην Εκκλησία της Κορίνθου, οι οποίοι αμφέβαλλαν αν ο Επίσκοπος της Εκκλησίας έπρεπε να έχει μόνιμο αξίωμα ή θα έπρεπε να αντικαθίσταται από άλλον μετά από κάποιο χρονικό διάστημα, αμφέβαλλαν δηλαδή, για το λεγόμενο «ανεξάλειπτο της Αρχιερωσύνης», γιατί οι Επίσκοποι μιας πόλης κατέχουν μόνιμα το αξίωμά τους και δεν είναι σαν τους κρατικούς λειτουργούς, που μετά από ορισμένα χρόνια υπηρεσίας φεύγουν από τη θέση τους ή μετατίθενται σε άλλη υπηρεσία. Το πρόβλημα το πληροφορήθηκε ο Πάπας Ρώμης Κλήμης Α΄ (88-97) και απέστειλε την Α΄ Κορινθίους επιστολή του, στην οποίαν αναφέρει, ότι κανείς δεν επιτρέπεται να αντικαταστήσει τον Επίσκοπο μιας πόλης, γιατί αυτός έχει κατασταθεί στη θέση αυτή από τους Αποστόλους ή τους διαδόχους τους και είναι μόνιμος στη θέση του αυτή. Η Εκκλησία κατακύρωσε συνοδικά τη θέση αυτή του αγίου Κλήμη περί της ισοβιότητας του Επισκόπου στην επαρχία του.
Από τις ανωτέρω καταγραφές βγαίνει το συμπέρασμα, ότι:
1. Η εκλογή Επισκόπου σε μια πόλη γίνεται αποκλειστικά από τους συνεπισκόπους του και όχι από το λαό,
2. Δεν μπορεί να εκλεγεί στη θέση αυτή Επίσκοπος άλλης πόλης, δια του μεταθετού,
3. Η εκλογή Επισκόπου γίνεται από τους Πρεσβυτέρους της αυτής ή άλλης πόλης και
4. Η θέση του Επισκόπου είναι μόνιμη και επομένως απαγορεύεται η εκ περιτροπής τοποθέτηση Επισκόπου σε μια πόλη.
Στη σύγχρονη Ελληνική πραγματικότητα, οι όροι που τηρούνται και είναι σύμφωνοι προς τους κανόνες της Εκκλησίας είναι ο πρώτος και ο τέταρτος, ενώ στην περίπτωση του δεύτερου και τρίτου παραβαίνονται σαφώς οι Κανόνες αυτοί.
Τα άρθρα αυτά, είναι μια απάντηση κυρίως στο ερώτημα, πως πρέπει να διενεργείται η εκλογή του Αρχιεπισκόπου και η απάντηση είναι, ότι θα πρέπει να γίνεται, όπως ακριβώς λέει ο λόγος του Θεού, τον οποίο φαίνεται να αναπτύσσουν οι συντάκτες και θέτουν και προτάσεις, όπως τήν μετάκληση στη θέση του Αρχιεπισκόπου ενός Μητροπολίτη για 3-4 χρόνια.
Η εκλογή Επισκόπου αναφέρεται μια φορά στην Κ.Δ. κατά την εκλογή του αποστόλου Ματθία, μετά το θάνατο του Ιούδα (Πράξ. 1. 12-26) και είναι όπως ακριβώς αναπτύσσεται στα άρθρα αυτά. Η παραπομπή στο χωρίο αυτό των Πράξεων των Αποστόλων σηματοδοτεί και τον τρόπο της εκλογής των Επισκόπων στους Αποστολικούς χρόνους. Τα κύρια σημεία της πράξης αυτής είναι δυο. Το πρώτο σημείο είναι η συνάθροιση των πιστών της Εκκλησίας, του Κλήρου (των Αποστόλων) και του λαού, ανδρών και γυναικών και η πρόταση από αυτούς προσώπων για την κενούμενη θέση. Το δεύτερο σημείο είναι η κλήρωση μεταξύ των προτεινομένων προσώπων για την τελική εκλογή.
Από τις αρχές του 2ου αιώνα ο Επίσκοπος εκλεγόταν από τον Κλήρο και το λαό της τοπικής Εκκλησίας και χειροτονείτο από πλησιόχωρους Επισκόπους, σύμφωνα με το πρότυπο της εκλογής του αποστόλου Ματθία. Επομένως, η συμμετοχή του λαϊκού στοιχείου είχε πρωτεύουσα σημασία στην εκλογή των Επισκόπων και μάλιστα σε ορισμένες περιπτώσεις (Αμβρόσιος Μεδιολάνων, Συνέσιος Πτολεμαΐδας, κ.λπ.) εξελέγησαν Επίσκοποι κατηχούμενοι ή και αλλόθρησκοι. Πλην όμως, η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος με τον δ΄ κανόνα άλλαξε την πρακτική αυτή και απέκλεισε την εκλογή από το λαό, όρισε δε ότι αρμόδια για την εκλογή των Επισκόπων της επαρχίας είναι η Επισκοπική Σύνοδος, χωρίς βεβαίως να αγνοείται και η εκπεφρασμένη πολλές φορές γνώμη της τοπικής Εκκλησίας (Cod. Just. I, 3, 41. Νεαρές 136, 1. 137, 2), η οποία γίνεται με κατακύρωση της εκλογής από το λαό δια βοής.
Στον ανωτέρω κανόνα δ΄ της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου του 325 μ.Χ. προστέθηκαν οι κανόνες ιστ΄, ιθ΄, και κγ΄ της Συνόδου της Αντιόχειας του 341, οι ε΄, ιβ΄ και ιγ΄ της Συνόδου της Λαοδίκειας του 364, ο ιγ΄ της Συνόδου της Καρθαγένης του 418 και ο γ΄ της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου του 789. Έτσι, δυο κανόνες Οικουμενικών Συνόδων και επτά κανόνες Τοπικών Συνόδων αποκλείουν τη συμμετοχή του λαϊκού στοιχείου στην εκλογή Επισκόπου μιας επαρχίας και έτσι η Επαρχιακή Σύνοδος παραμένει το κυρίαρχο εκκλησιαστικό όργανο για την εκλογή των Επισκόπων. Η συμμετοχή του λαϊκού στοιχείου στην εκλογή των Επισκόπων περιορίζεται στην εκ των υστέρων δια βοής αποδοχή ή μη της εκλογής με την κραυγή «άξιος» ή «ανάξιος».
Όσον αφορά τα της εκλογής Επισκόπου αποκλειστικά από Πρεσβυτέρους διαλαμβάνει ο ιζ΄ κανόνας της ΑΒ΄ Συνόδου του 861 επί Μ. Φωτίου, με πρωτοβουλία του και εξ αφορμής της ανόδου αυτού στον Αρχιεπισκοπικό Ορόνο της Κων/πολης απευθείας από την τάξη των λαϊκών. Σύμφωνα με τον κανόνα αυτό απαγορεύεται η εκλογή σε Επίσκοπο λαϊκού ή Μοναχού, αλλά και κληρικού κάτω του βαθμού του Πρεσβυτέρου (πάντοτε αγάμου βέβαια), καθότι θα πρέπει να έχει προηγηθεί η χειροτονία του λαϊκού σε Αναγνώστη, Υποδιάκονο, Διάκονο και Πρεσβύτερο και η παραμονή του σε ένα έκαστο των βαθμών αυτών από επτά ημερών έως τριών μηνών, χρόνο ικανό, για να αποδείξει «και την πίστιν και την καλοκαγαθίαν των τρόπων και την στερρότητα της γνώμης του». Ο κανόνας αυτός θεσπίστηκε με πρωτοβουλία του Μ. Φωτίου, για να κατασιγαστεί η αντίδραση του Πάπα Ρώμης Νικολάου Α΄ για την εκλογή του απευθείας από την τάξη των λαϊκών, καθώς και των Πατριαρχών Νεκταρίου, Ταρασίου και Νικηφόρου. Από αυτούς, αλλά και από άλλους Επισκόπους, έχουμε εκλογή από κατηχούμενο, όπως οι Νεκτάριος και Αμβρόσιος, αλλά και από ειδωλολάτρες, όπως ο Συνέσιος.
Οι συντάκτες των άρθρων αυτών συχνά παραθεωρούν τα του Τόμου του 1850, με τον οποίο αναγνωρίσθηκε η αυτοκεφαλία της Ελλαδικής Εκκλησίας. Σύμφωνα με αυτόν, δεν υπάρχει Προκαθήμενος, αλλά προκαθημένη Αρχή και αυτή είναι η Σύνοδος και ο Μητροπολίτης Αθηνών, ως ο Επίσκοπος της πρωτεύουσας της χώρας, αυτοδικαίως προεδρεύει της προκαθημένης Συνόδου και τίποτε περισσότερο. Έτσι, αν η Πολιτεία μεταφέρει την πρωτεύουσα της χώρας σε άλλη πόλη, π.χ. στην Πάτρα, τότε ο Πατρών θα προεδρεύει της προκαθημένης Συνόδου.
Επομένως, σύμφωνα με τον ανωτέρω Τόμο και τους κανόνες της Εκκλησίας, η εκλογή του Μητροπολίτη Αθηνών (με τον τίτλο του Αρχιεπισκόπου) πρέπει να γίνεται από τους υπολοίπους Μητροπολίτες της Ελλαδικής Εκκλησίας και μόνο και η εκλογή θα πρέπει να γίνει από Πρεσβύτερο αυτής ή άλλης επαρχίας. Η μετάθεση Επισκόπου από άλλη επαρχία και η εκλογή του στη Μητρόπολη Αθηνών, ούτε από τους Ι. Κανόνες προβλέπεται, αλλά τουναντίον απαγορεύεται από άλλους κανόνες (ιδ΄ Αποστολικός, ιε΄ Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, α΄ Συνόδου Σαρδικής). Είναι γνωστό, από την Εκκλησιαστική Ιστορία, ότι με τον ανωτέρω Τόμο ορίζετο ο Μητροπολίτης Αθηνών και Έξαρχος πάσης Ελλάδος, αργότερα δε (1923) αυτός μετονομάσθηκε σε Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος.
Η μετάκληση στη θέση του Αρχιεπισκόπου Αθηνών, Επισκόπου άλλης επαρχίας για 3-4 χρόνια έχει προηγούμενο στην Εκλησιαστική Ιστορία και έχει καταδικαστεί από την Εκκλησία. Συγκεκριμένα, υπήρχαν μερικοί Χριστιανοί στην Εκκλησία της Κορίνθου, οι οποίοι αμφέβαλλαν αν ο Επίσκοπος της Εκκλησίας έπρεπε να έχει μόνιμο αξίωμα ή θα έπρεπε να αντικαθίσταται από άλλον μετά από κάποιο χρονικό διάστημα, αμφέβαλλαν δηλαδή, για το λεγόμενο «ανεξάλειπτο της Αρχιερωσύνης», γιατί οι Επίσκοποι μιας πόλης κατέχουν μόνιμα το αξίωμά τους και δεν είναι σαν τους κρατικούς λειτουργούς, που μετά από ορισμένα χρόνια υπηρεσίας φεύγουν από τη θέση τους ή μετατίθενται σε άλλη υπηρεσία. Το πρόβλημα το πληροφορήθηκε ο Πάπας Ρώμης Κλήμης Α΄ (88-97) και απέστειλε την Α΄ Κορινθίους επιστολή του, στην οποίαν αναφέρει, ότι κανείς δεν επιτρέπεται να αντικαταστήσει τον Επίσκοπο μιας πόλης, γιατί αυτός έχει κατασταθεί στη θέση αυτή από τους Αποστόλους ή τους διαδόχους τους και είναι μόνιμος στη θέση του αυτή. Η Εκκλησία κατακύρωσε συνοδικά τη θέση αυτή του αγίου Κλήμη περί της ισοβιότητας του Επισκόπου στην επαρχία του.
Από τις ανωτέρω καταγραφές βγαίνει το συμπέρασμα, ότι:
1. Η εκλογή Επισκόπου σε μια πόλη γίνεται αποκλειστικά από τους συνεπισκόπους του και όχι από το λαό,
2. Δεν μπορεί να εκλεγεί στη θέση αυτή Επίσκοπος άλλης πόλης, δια του μεταθετού,
3. Η εκλογή Επισκόπου γίνεται από τους Πρεσβυτέρους της αυτής ή άλλης πόλης και
4. Η θέση του Επισκόπου είναι μόνιμη και επομένως απαγορεύεται η εκ περιτροπής τοποθέτηση Επισκόπου σε μια πόλη.
Στη σύγχρονη Ελληνική πραγματικότητα, οι όροι που τηρούνται και είναι σύμφωνοι προς τους κανόνες της Εκκλησίας είναι ο πρώτος και ο τέταρτος, ενώ στην περίπτωση του δεύτερου και τρίτου παραβαίνονται σαφώς οι Κανόνες αυτοί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου