Δευτέρα 29 Ιουνίου 2009

ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΟΥ ΠΑΠΙΣΜΟΥ
Ιωάννη Καρδάση, Χημικού-Οικονομολόγου
Σειρά: Παπισμός καί Ὀρθοδοξία

Υπάρχουν πλείστοι Ορθόδοξοι θεολόγοι, οι οποίοι θεωρούν, ότι η Ορθοδοξία έχει υποστεί βαθειά επίδραση από τη Δυτική θεολογία, οπότε η δυσκολία αρχίζει με την προσπάθεια του καθορισμού της επίδρασης αυτής και τελικά οδηγούμεθα στο ερώτημα, σε τι διαφέρει η Δυτική από την Ανατολική θεολογία και σε ποια σημεία και σε ποια έκταση έχει γίνει η εισβολή της δυτικής σκέψης στην Ορθόδοξη θεολογία και παράδοση;
Βέβαια, το πνεύμα της Δύσης και το πνεύμα της Ανατολής τελικά διαφέρουν μεταξύ τους πάρα πολύ και αυτή η διαφορά καθιστά αυτά τα δυο μεγέθη ασυμβίβαστα. Η εισβολή αυτή της Δυτικής σκέψης έγινε έγκαιρα αντιληπτή στη Ρωσική Ορθόδοξη Θεολογία, ενώ έμεινε και εν πολλοίς μένει ακόμη απαρατήρητη από την Ελληνική Ορθόδοξη Θεολογία. Η Ελληνική Ορθόδοξη Θεολογία, δυστυχώς, ακολούθησε αυτή τη Δυτική ομολογιακή θεολογία με εκφραστές κυρίως τος Ζήκο Ρώση, Χρ. Ανδρούτσο και άλλους, μεγάλης εμβέλειας ακαδημαϊκούς καθηγητές. Αυτοί, για να αντιπαρατεθούν στα ΡΚαθολικά επιχειρήματα, χρησιμοποίησαν τη Προτεσταντική θεολογία, στη δε αντιπαράθεσή τους με τους Προτεστάντες, χρησιμοποίησαν τα ΡΚαθολικά επιχειρήματα. Με αυτή τη πορεία αναπτύχθηκε η Ελληνική Ορθόδοξη Θεολογία, μέχρι την εμφάνιση του καθηγητή π. Ι. Ρωμανίδη, ο οποίος πρόσφερε και έκανε γνωστά στη θεολογία μας τα Πατερικά έργα σε τέτοιο βαθμό, που άλλαξε άρδην η θεολογική σκέψη και από δυτικοτραφής, άρχισε να στρέφεται στην καθ’ ημάς «άγνωστη» Ανατολή και όλη αυτή η προσπάθεια, γίνεται όχι χωρίς αντιδράσεις, κυρίως από το δυτικοτραφές καθηγητικό κατεστημένο. Πάντως η συμβολή του π. Ρωμανίδη ήταν τόσο καίρια, που σηματοδοτεί την ορθόδοξη θεολογική σκέψη και τη διαχωρίζει σε «προ» και «μετά» Ρωμανίδη εποχή.
Τι είναι όμως αυτά που διαχωρίζουν τη Δυτική από την Ανατολική θεολογία και ποια είναι τα χαρακτηριστικά τους; Για να προσεγγιστούν οι διαφορές αυτές, πρέπει να πάμε πίσω στις ρίζες της Δυτική σκέψης. Είναι δε πολύ επιβοηθητική η παρατήρηση του π. Florovsky πάνω στις διαφορές αυτές. Υπήρχε ανέκαθεν μέσα στην αρχαία Εκκλησία, λέει, μια κατά κάποιο τρόπο νόμιμη διαφοροποίηση της Δυτικής και της Ανατολικής προσέγγισης. Για να έχουμε τη καθολικότητα της Εκκλησίας είναι απαραίτητη η συνύπαρξη και των δυο αυτών τρόπων προσέγγισης. Είναι χαρακτηριστική επίσης, η μαρτυρία του Επισκόπου Λουγδούνου Ειρηναίου. Η Εκκλησία, λέει, έχει δύο πνεύμονες, τον πνεύμονα της Ανατολής και τον πνεύμονα της Δύσης. Με αυτά λοιπόν τα χαρακτηριστικά της Δυτικής θεολογίας και τις διαφορές με την Ανατολή, μπορεί η πρώτη να ενσωματωθεί και να συνδεθεί με την καθόλου Εκκλησία και από ποια σημεία και πέρα η συνύπαρξη και η σύνθεση αυτών των δυο θεολογιών γίνεται αδύνατη;
Το φαινόμενο της Δυτικής σκέψης εμφανίζεται πολύ νωρίς στην Εκκλησία. Εμφανίζεται πολύ νωρίτερα από τη κάθοδο των Φράγκων στη Ρώμη τον 9ο αιώνα και οφείλεται στη διαφορετική Δυτική Ρωμαϊκή σκέψη, η οποία προτάσσει την πρακτική χρησιμότητα σε οποιοδήποτε θέμα, που την απασχολεί. Κλασσικό παράδειγμα είναι αυτό του τραπεζιού και το τι ερωτήματα δημιουργεί σε ένα σκεπτόμενο άνθρωπο η ύπαρξη ενός τραπεζιού. Ο Εβραίος πιστός θα αναρωτηθεί «ποιός δημιούργησε αυτό το τραπέζι;». Και αυτό σύμφωνα με το Βιβλικό: «Πας οίκος κατασκευάζεται υπό τινος ο δε τα πάντα κατασκευάσας Θεός». Ένας Ορθόδοξος πιστός θα διερωτηθεί «άραγε ποια είναι η φύση του τραπεζιού; τι είναι αυτό που το κάνει να είναι αυτό που είναι;». Είναι το περίφημο οντολογικό ερώτημα της Ανατολής. Η Ανατολή αναζήτησε μέσα και πίσω από τα όντα, τα φαινόμενα, το λόγο των όντων. Το λόγο των όντων τον βρήκε πίσω από τα όντα, μέσα στα όντα και έτσι έφτασε στην έννοια της ουσίας και της φύσεως. Οπότε το ερώτημά του καταλήγει στο ποια είναι η ουσία, η φύση του τραπεζιού; Ο Δυτικός πιστός θα ρωτήσει «ποια είναι η χρησιμότητα του τραπεζιού;». Δηλαδή ο Δυτικός, εάν ένα όν δεν έχει κάποια πρακτική σημασία, δεν τον απασχολεί, δεν τον ενδιαφέρει. Δεν θέτει το ερώτημα του όντος.
Αυτή η τοποθέτηση των τριών απαντήσεων ως προς το πρόβλημα του τραπεζιού μπορεί να μεταφερθεί και στη θεολογία. Στη προσέγγιση στο πρόβλημα του Θεού, ο Εβραίος θα καθορίσει ποιος είναι ο Θεός και θα απαντήσει, ότι είναι ο Δημιουργός του Σύμπαντος. Ο ανατολικός άνθρωπος θα διερευνήσει ποιο είναι το πρόσωπο και ποια είναι η φύση του Θεού. Ο δυτικός άνθρωπος θα προσεγγίσει το θέμα του Θεού με το ερώτημα της χρησιμότητάς του.
Σύμφωνα με τα ανωτέρω δεδομένα, τρία είναι τα χαρακτηριστικά στοιχεία της Δυτικής θεολογίας:
1/ Το νόημα της θεολογίας είναι στο πως θα μεταφραστεί η θρησκεία σε πράξη, σε ηθική.
2/ Ο δυτικός άνθρωπος ψάχνει στις ρίζες του να βρει την παρουσία του Θεού μέσα στην Ιστορία και τελικά αντί να κοιτάζει τη φύση για να βρει το Θεό, κοιτάζει τις ανθρώπινες πράξεις και
3/ Το δέσιμο του δυτικού ανθρώπου με τους θεσμούς και την οργάνωση της κοινωνίας, που αντανακλάται στην αυστηρή δομή της Ρωμαϊκής Εκκλησίας. Επακόλουθα αυτών των παραδοχών είναι η ανάπτυξη της ψυχολογίας, του ρομαντισμού και του υπαρξισμού στο δυτικό άνθρωπο.
Πως συνδέονται όμως αυτά με τη Θεολογία και τι συνέπειες επιφέρουν στη πίστη; Το χαρακτηριστικό του δυτικού ανθρώπου είναι η ενασχόληση με τη πράξη, την εμπειρία και την αποδοτικότητα στη πράξη. Τα έργα του ανθρώπου δημιουργούν προϋποθέσεις για τη σωτηρία ή όχι; Εδώ η Αυγουστινιάνεια θεολογία απαντάει, ότι τα έργα δεν κάνουν τη σωτηρία. Χρειάζονται για τη σωτηρία, αλλά το ποιος θα σωθεί έχει προκαθορισθεί άνωθεν. Ο Προτεσταντισμός απορρίπτει τα καλά έργα, ως προϋπόθεση για τη σωτηρία και αντίθετα παραδέχεται τη πίστη και μόνον αυτή σαν προϋπόθεση στη σωτηρία. Η Ορθοδοξία απαντάει, ότι ούτε εξασφαλίζουν, ούτε δεν εξασφαλίζουν τη σωτηρία τα έργα. Ο Παύλος είναι κατηγορηματικός: «πίστις δι’ αγάπης ενεργουμένη» (Γαλ. 5. 6). Βέβαια, χρειάζεται η συνέργεια Θεού και ανθρώπου για τη σωτηρία, αλλά όλα τελικά εναπόκεινται στο έλεος του Θεού.
Αλλά και οι θεσμοί παίζουν μεγάλο ρόλο στη Δύση. Αν καταρρεύσουν, καταρρέει η όλη δομή της Εκκλησίας. Ακόμη και το αλάθητο και το πρωτείο του Πάπα είναι ακριβώς το αποκορύφωμα της δυτικής αντίληψης, ότι ο θεσμός αυτός έχει μέσα του καθ’ εαυτόν την αυθεντία και δεν την παίρνει από πουθενά αλλού. Ακόμη και στα Μυστήρια είναι οι λόγοι του Χριστού, που μετατρέπουν το ψωμί και το κρασί σε Σώμα και Αίμα Χριστού. Αυτοί οι λόγοι του Χριστού έχουν εγγενή τη σωστική δύναμη, τη δύναμη του μεταβολισμού. Στην Ανατολή γίνεται επίκληση του Αγίου Πνεύματος για τη μεταβολή. Στη Δύση χρειάζεται η καθαρότητα του λειτουργού, δηλ. του θεσμού για να γίνει η μεταβολή. Στην Ανατολή δεν χρειάζεται αυτή η καθαρότητα, γιατί την τελετουργία τελεί το Άγιο Πνεύμα. Η δυσκολία στο δυτικό άνθρωπο είναι λοιπόν, ότι πρέπει αυτός να δεχτεί οπωσδήποτε τη θέση, ότι ο θεσμός αυτός καθ’ εαυτόν έχει οντολογικό χαρακτήρα. Στην Ανατολή κάτι τέτοιο, απλά, δεν συμβαίνει.
Μια κάποια σύντομη παράθεση της Εκκλησιαστικής Ιστορίας στον Ελλαδικό χώρο δείχνει τις επιδράσεις του Παπισμού στο χώρο αυτό και δικαιολογεί ορισμένες παρεκτροπές από την Ορθόδοξη Πίστη και Παράδοση της εν γένει Ανατολής.
Ο σημερινός Ελλαδικός χώρος (πλην Θράκης) υπήγετο στην δικαιοδοσία του Επισκόπου Ρώμης από το 67 μ. Χ., επί Πάπα Λίνου, μέχρι το 732 επί Πάπα Γρηγορίου Γ΄, οπότε ο Αυτοκράτορας των Ρωμαίων Λέων Γ΄ ο Ίσαυρος απέσπασε με πραξικοπηματικό τρόπο τον Ελλαδικό χώρο από τη δικαιοδοσία του Επισκόπου Ρώμης και τον προσάρτησε στη δικαιοδοσία του Επισκόπου Κων/πόλεως, λόγω της εικονόφιλης πολιτικής του Επισκόπου Ρώμης. Έτσι ο Ελλαδικός χώρος υπήγετο στη δικαιοδοσία του Ρώμης επί 665 χρόνια, στη δε δικαιοδοσία του Κων/πόλεως επί 472 χρόνια (από το 732-1204) μέχρι την κατάληψη της Κων/πολης το 1204 από τους Σταυροφόρους της Δ΄ Σταυροφορίας επί Πάπα Ιννοκέντιου Γ΄ και την ίδρυση του Λατινικού κράτους. Από το 1204 και έπειτα και μέχρι και μετά το 1821, ο Ελλαδικός χώρος, ενώ τυπικά ανήκει στον Κων/πόλεως, ουσιαστικά τελούσε υπό Παπική κατοχή. Κατά την περίοδο αυτή και ειδικά εκείνη της Φραγκοκρατίας, όλος ο κλήρος υπήχθη υπό τον Πάπα Ρώμης, στις επαρχίες τοποθετήθηκαν Λατίνοι επίσκοποι ή Λατινίζοντες Ορθόδοξοι ενωτικοί (Ουνίτες) Επίσκοποι.
Ο Νότιος Ελλαδικός εκκλησιαστικός χώρος κατά τη Φραγκοκρατία διαιρέθηκε σε 4 αρχιεπισκοπές - Πατρών, Κορίνθου, Αθηνών και Θηβών - με επικεφαλής Λατίνους Αρχιεπισκόπους. Είναι χαρακτηριστικό, ότι ο πρώτος Λατίνος Αρχιεπίσκοπος Πατρών είναι ο Anthelmus de Clugny to 1205, o δε Κορίνθου είναι ο Gauthier το 1212 και ο τελευταίος ο Januarius Verolino το 1951! Στην Αθήνα, ο πρώτος Λατίνος είναι ο Verardus, ο δε Επίσκοπος Χαλκίδος, υπό τον Αρχιεπίσκοπον Αθηνών, ο Θεόδωρος, παρέμεινε στην Επισκοπή του, καθότι ορκίστηκε πίστη στον Πάπα Ιννοκέντιο Γ΄, το 1206.
Στο Βορρά, ο πρώτος Λατίνος Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης εγκαθίσταται ο Neuelon to 1204 με 18 Επισκοπές, στο δε Άγιον Όρος οι μοναχοί της Ι.Μ. Ιβήρων υπήχθησαν τότε στην Αγία Έδρα. Βέβαια η διείσδυση του Παπισμού στο άγιο Όρος είχε ήδη γίνει από τον ια΄ αιώνα με την ίδρυση σ’ αυτό της Μονής Αμαλφινών. Επίσης και σε άλλες Μητροπόλεις του Ελλαδικού χώρου εγκατεστάθησαν Λατίνοι Επίσκοποι, όπως στη Μητρόπολη Λάρισας από το 1214.
Στη Νησιωτική Ελλάδα η κατάσταση δεν ήτανε διαφορετική: Στα Δωδεκάνησα εγκατεστάθησαν Λατίνοι Επίσκοποι στις Μητροπόλεις, Αρχιεπισκοπές και Επισκοπές. Είναι χαρακτηριστικό, ότι οι τελευταίοι Λατίνοι Επίσκοποι έφυγαν με την ενσωμάτωση των Δωδεκανήσων στην Ελλάδα το 1947! Στα Ιόνια νησιά η ίδια κατάσταση, μέχρι τουλάχιστον την ενσωμάτωσή τους με την Ελλάδα το 1863, στη δε Κρήτη ήδη έχουμε Λατίνους Επισκόπους από το 1204, ο δε Αρχιεπίσκοπος Κρήτης εγκαθίσταται στο Χάνδακα. Στις Κυκλάδες εγκαθίστανται Λατίνοι Επίσκοποι ήδη από το 1207, οι δε πλείστοι των κατοίκων υπό την πίεση των Λατίνων εκλατινίζονται και προσχωρούν στον Παπισμό. Ο πρώτος Επίσκοπος Σύρου είναι ο Ορθόδοξος Επίσκοπος Μιχαήλ Ψυλλός, ο οποίος ομολόγησε υποταγή στον Πάπα και καθίσταται ο πρώτος Λατίνος Αρχιεπίσκοπος. Έκτοτε και μέχρι σήμερα έχουμε άνθηση του Παπισμού και ειδικά στη Σύρο, όπου ο πληθυσμός είναι μισός-μισός, Ορθόδοξος και Λατίνος, με συμπροσευχές, συλλείτουργα, εναλλάξ συμμετοχές στη Θεία Λατρεία, κοινωνία από το αυτό ποτήριο κ.λπ.
Σ’ όλη τη περίοδο της Φραγκοκρατίας, αλλά και της Τουρκοκρατίας, όσοι Ορθόδοξοι Ιεράρχες δεν υπετάγησαν στον Παπισμό, εγκατέλειψαν τις Επισκοπές τους και με λίγους κληρικούς εγκατεστάθηκαν σε άλλες περιοχές, χωρίς βέβαια το ποίμνιό τους. Στις εκλατινισμένες περιοχές οι Λατίνοι Επίσκοποι είχαν άμεσο βοηθό τους τον Μ. Πρωτοπρεσβύτερο ή Πρωτόπαπα, Ορθόδοξο κυρίως κληρικό, ο οποίος διοικούσε τους υπό τον Λατίνο Επίσκοπο Ορθόδοξους κληρικούς. Εξ άλλου, πλήθος Παπικών μοναχικών ταγμάτων εγκατεστάθηκαν στον Ελλαδικό χώρο: Τεκτόνων, Ιωαννιτών, Ναϊτών, Φραγκισκανών, Δομινικανών, Καρμηλιανών, Καπουτσίνων, Ιησουϊτών, Μαριανών κ.ά.
Επομένως κατά τη δισχιλιετή εκκλησιαστική μας Ιστορία, ο Ελλαδικός χώρος παρέμεινε άμεσα ή έμμεσα υπό Παπική κυριαρχία επί 1300 χρόνια, ενώ υπό Ορθόδοξη κυριαρχία επί 650 χρόνια, δηλ. στα 2/3 της όλης περιόδου υπήγετο στον Παπισμό και είναι όντως θαυμαστό το πώς ο χώρος αυτός δεν έχασε τελείως την πίστη του. Βέβαια, οι Παπικές επιδράσεις κατέστησαν έντονες, τα δε αποτελέσματά τους, τα διαπιστώνουμε σήμερα εύκολα στο δόγμα, στους κανόνες και τη καθημερινή πρακτική.
Από την ίδρυση της Πενταρχίας των Πατριαρχείων υπήρξε διαφοροποίηση της καθόλου Εκκλησίας σε δυο μέρη: της δυτικής Εκκλησίας με το Πατριαρχείο της Ρώμης και της Ανατολικής Εκκλησίας με τα Πατριαρχεία Κων/πόλεως, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων, τους δυο πνεύμονες της Εκκλησίας, κατά τον άγιο Ειρηναίο Λουγδούνου. Αυτός ο διαχωρισμός έφερε και τη διαφοροποίηση της Δύσης, ως χώρος των Λατίνων και της Ανατολής, ως χώρος των Ελλήνων, στηριζόμενος κυρίως στη γλωσσική διαφοροποίηση, η Δύση με τη Λατινική γλώσσα και η Ανατολή με την Ελληνική.
Έκτοτε, ο διαχωρισμός Έλληνες και Λατίνοι παρέμεινε μέχρι σήμερα και δηλοποιεί την Ανατολή και τη Δύση. Μετά το Σχίσμα Ανατολικής και Δυτικής Εκκλησίας και εξ αιτίας των αιρετικών θέσεων της Δύσης και την απόκλιση από δόγματα και κανόνες, άρχισε να παρουσιάζονται διάφορες άλλες ονομασίες, που να διαχωρίζουν την Ορθόδοξη Ανατολή από την αιρετική Δύση. Έτσι στην Τοπική Σύνοδο της Κων/πολης του 1722, εκτός από τον πάγιο όρο Λατίνοι, εμφανίζονται οι όροι Παπίστες και Πάπιδες. Στη Σύνοδο της Κων/πολης του 1836 εμφανίζεται ο όρος Παπιστές, στη Σύνοδο δε της Κων/πολης του 1838 εμφανίζεται ο όρος Παπισμός. Με τον όρο Παπισμός για τη Δύση, σε αντιδιαστολή με τον όρο Ορθοδοξία για την Ανατολή, συγκεντρώνει όλες τις αλλοιώσεις που επέφερε η Δύση στο δόγμα, αλλά και στους κανόνες της Εκκλησίας και ειδικότερα της προώθησης από τη Δύση της αντίληψης περί του πρωτείου εξουσίας (και όχι τιμής) του Πάπα της Ρώμης έναντι της καθόλου Εκκλησίας και της υπερτέρας θέσης του έναντι των Συνόδων, καθώς και της αίρεσης του filioque, δηλ. της προσθήκη στο Σύμβολο Πίστης της φράσης «και εκ του υιού», που δηλώνει την εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος όχι μόνον εκ του Πατρός, αλλά και εκ του Υιού.
Βέβαια, η Ορθόδοξη Ανατολή δεν υποψιαζόταν, ότι στη Δύση είχε από αιώνες κυριαρχήσει όχι μια αίρεση ή ένα σχίσμα, όπως αυτά που ήξερε η Εκκλησία από το ιστορικό της παρελθόν, αλλά κάτι ριζικά διαφορετικό, τη θρησκειοποίηση του εκκλησιαστικού γεγονότος, την αντιστροφή των όρων του Χριστιανικού Ευαγγελίου. Γι’ αυτό και ενώ μαχόταν ή Ανατολή για το filioque και το πρωτείο, υιοθετούσε ταυτόχρονα την κληρονόμιση του προπατορικού αμαρτήματος, την ικανοποίηση της θείας δικαιοσύνης, τα συγχωροχάρτια ως ψυχοχάρτια, τους τιτουλάριους Επισκόπους, τις ενδημούσες Συνόδους, τις εθνοφυλετικές Εκκλησίες και πολλές άλλες δυτικές παρεκκλίσεις από Ορθόδοξες θέσεις. Επιπλέον, θαύμαζε σαν υψηλή και ζηλευτή θρησκευτική καλλιέργεια, τον ατομοκεντρικό ευσεβισμό, τη νοησιαρχική πειθαρχία, την ηθική και νομική συνέπεια της Δύσης και αποτύπωσε ορισμένα από αυτά στις διάφορες Ομολογίες Πίστης, που εμφανίστηκαν τον 17ο αιώνα. Δυο από αυτές, οι Ομολογίες Πέτρου Μογίλα, Μητροπολίτη Κιέβου και Δοσίθεου Νοταρά, Πατριάρχη Ιεροσολύμων, έχοντας στόχο να αναιρέσουν τις Καλβινικές θέσεις του Πατριάρχη Κων/πόλεως Κύριλλου Λούκαρι, παρασύρονται στην υιοθέτηση Ρωμαιοκαθολικών κριτηρίων, γλώσσας και προβληματισμού. Είναι τυπικά δείγματα Δυτικού τύπου «ορθόδοξων» Ομολογιών, δείγματα Ορθοδοξισμού, δηλ. μεταποίησης του εκκλησιαστικού ευαγγελίου σε ιδεολόγημα. Παρόμοιες Δυτικές επιδράσεις έχουμε στη «Φιλοκαλία» (θρησκευτικός ατομοκεντρισμός και σωτηρία μόνο δια της νοεράς προσευχής, με μόνο υποβοηθητικά μέσα, τα Μυστήρια της Εκκλησίας), καθώς και σε έργα του αγίου Νικοδήμου Αγιορείτη, όπως το Πηδάλιο (συλλογή εκκλησιαστικών νόμων και δικανικών διατάξεων), τα Πνευματικά Γυμνάσματα (Ιγνάτιου Λοϊόλα του Τάγματος των Ιησουϊτών), Αόρατος Πόλεμος (του Lorenzo Scupoli, του τάγματος των Theatini), Χρηστοήθεια και Συμβουλευτικόν Εγχειρίδιον (αντιστροφή της εκκλησιαστικής οπτικής και αχρήστευση της πυξίδας που δείχνει τη διαφορά Εκκλησίας και θρησκείας).




ΤΙ ΕΙΝΑΙ Ο ΠΑΠΙΣΜΟΣ

Ιωάννη Καρδάση, Χημικού-Οικονομολόγου
Σειρά: Παπισμός καί Ορθοδοξία

Ο σοφός μελετητής των αιτίων του σχίσματος Ορθοδοξίας – Παπισμού, ο άγιος Νεκτάριος Μητροπ. Πενταπόλεως, έχει γράψει τα κάτωθι: «Η ενότης της Εκκλησίας….. εν τω προσώπω του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού….. Μόνη η Ρωμαϊκή Εκκλησία άλλως αντελάβετο το πνεύμα της ενότητος και δι' άλλων επεζήτησε και επεδίωξε μέσων (εις το πρόσωπο δηλ. των Παπών της Ρώμης, ως διαδόχων, δήθεν, του Αποστόλου Πέτρου). Η διάφορος αύτη αντίληψις του τρόπου της ενότητος προυκάλεσε το σχίσμα….. ένεκα της απαιτήσεως των Παπών της υποταγής της Οικουμενικής Εκκλησίας….. τη επισκοπή της Ρώμης». Αυτός «αληθώς είναι….. ο σπουδαιότερος δογματικός λόγος (του σχίσματος), διότι είναι άρνησις των αρχών του Ευαγγελίου. Οι λοιποί δογματικοί λόγοι, καίτοι σπουδαιότατοι, δύνανται να θεωρηθώσιν ως δευτερεύοντες και απόρροια του πρώτου τούτου λόγου» (Μελέτη ιστορική περί των αιτίων του Σχίσματος, τ. Α΄, σελ. 94).
Θεμέλιο λοιπόν του Παπισμού είναι η αξίωση αποδοχής ή ανοχής της ηγεμονίας της Ρώμης εφ’ όλης της Χριστιανοσύνης. Από την αξίωση αυτή πηγάζει και κάθε έκπτωση στην πίστη και στο ήθος. Ίσως, δεν είναι ισχυρισμός αβάσιμος, αν πούμε ότι οι εκτροπές της Ρώμης στο δόγμα και οι νεωτερισμοί χαλκεύτηκαν με σκοπό να θεμελιώσει θεολογικά τις αξιώσεις της ή να κατοχυρωθεί ως υπεράνω των Οικουμενικών Συνόδων η αλάθητη, δήθεν, αυθεντία της. Όταν δε κάποιος ή κάποιοι επαρθούν σε ύψος δοτής εκ Θεού (!) αλάθητης αυθεντίας, κανείς ηθικός φραγμός δεν τους δεσμεύει. Ψεύδονται, εξαπατούν και αμαρτάνουν χωρίς αναστολές. Μόνη τους έγνοια έχουν το πώς θα τρυγήσουν την τρυφή της εξουσίας, αντίθετα από την ευαγγελική ρήση: «οίδατε ότι οι άρχοντες των εθνών κατακυριεύουσιν αυτών….. ουχ ούτως έσται εν υμίν…..» (Ματθ. 20. 25-27).
Η Παπική άρα εκτροπή θα μπορούσε να ανιχνευθεί στους εξής άξονες:
1.- Η έπαρση, που αθετεί το Κυριακό πρότυπο για τον ποιμένα, το «πάντων έσχατος και πάντων διάκονος» και μεταβάλλει το ιερατείο σε σύστημα δομημένης εξουσίας επί του πιστού λαού με κέντρο ένα πρόσωπο.
2.- Η στρέβλωση του πνεύματος του Ευαγγελίου και των Ι. Κανόνων προς εμπέδωση αυτής της αξίωσης.
3.- Η αναγκαία συνέπεια αυτών, η ηθική απαθλίωση του ιερατείου και όχι μόνο.
4.- Η διάβρωση της λαϊκής ευσέβειας, έτσι ώστε ο λαός να μη κρίνει, να μην ελέγχει, να μην αντιδρά.
Βέβαια, δεν καταδικάζονται συλλήβδην οι Δυτικοί, ούτε ακόμη και ο Πάπας σαν πρόσωπα. Όταν ο άγιος Κοσμάς Αιτωλός έλεγε στην εποχή του το γνωστό «τον Πάπα να καταράσθε», δεν ήταν δυνατόν να κήρυττε πράγματα αντίθετα από το Ευαγγέλιο, που παραγγέλλει: «ευλογείτε και μη καταράσθε» (Ρωμ. 12. 14). Αλλά η μεν εντολή του Ευαγγελίου αναφέρεται σε πρόσωπα, οσονδήποτε αμαρτωλά και πλανεμένα, ο δε Ἀγιος σε στρεβλές νοοτροπίες, διδασκαλίες και καταστάσεις, που έχουν γίνει θεσμοί και βρίσκουν την έκφρασή τους στο λειτούργημα του εκάστοτε Πάπα, σαν να λέμε δηλ. ότι ο Ἀγιος καταδίκαζε και καταριόταν το Παπικό φρόνημα. Όσοι βιώνουν με ευαισθησία και πόνο για το εκκλησιαστικό γίγνεσθαι, καθίστανται μάρτυρες πλήθους γεγονότων, που αποδεικνύουν ότι οι Παπικές νοοτροπίες, διδασκαλίες και συμπεριφορές έχουν εισχωρήσει βαθειά και στον Ορθόδοξο χώρο.
Πολλοί Επίσκοποι, που ασκούν διοίκηση στην Ορθόδοξη Εκκλησία έχουν, με τις αυταρχικές διεκδικήσεις τους, εκτοπίσει τελείως τη Συνοδικότητα. Δυστυχώς και στον Ορθόδοξο χώρο έχει εφαρμογή ο λόγος του αγίου Νεκταρίου: «Η αλαζονεία και η υπερηφάνεια των αγωνιζομένων δια των μάλλον λεπτών πονηρών τρόπων να τάξωσιν εαυτούς εις τελείαν κυριότητα μιας απολύτου εξουσίας χωρίς καμίαν υποταγήν, έφθασεν ολίγον κατ’ ολίγον να αφαιρέση από του μέσου μιαν τόσον αγίαν και επαινετήν συνήθειαν (την συνοδικότητα)» (αγ. Νεκταρίου, έ.α. σελ. 98).
Η ειρωνεία δε είναι ότι η κατάργηση της συνοδικότητας γίνεται μέσα από «συνοδικές» διεργασίες, που θεσπίζουν τα εντελώς αντίθετα και προς τις Ευαγγελικές αρχές και προς την κοινή λογική. Π.χ. η Α΄ Βατικανή Σύνοδος (1870), που καθιέρωσε το Παπικό αλάθητο, κατ’ ουσίαν αυτοκαταργήθηκε. Μια Σύνοδος όντως αυτοκαταργείται, όταν εκχωρεί υπερεξουσίες στον Πρόεδρό της και αυτή απλώς κυρώνει αποφάσεις σκοπιμότητας, επεξεργασμένες μετά από σκοτεινές συναλλαγές στα άδυτα της διοίκησης. Τέτοια «παπικά» φαινόμενα είναι εμφανέστατα στην Ορθόδοξη Εκκλησία, π.χ. με τις εκλογές Επισκόπων, Μητροπολιτών και Προκαθημένων.
Στο χώρο της Ανατολής «παπικές» νοοτροπίες και πρακτικές έχουν καθιερωθεί ως «κανονική τάξις», που απορρέει, τάχα, από ηθικά, κανονικά ή ιστορικά δεδομένα της Ι. Παράδοσις. Άλλα, όμως, λένε η ηθική, οι Κανόνες και η Ιστορία και άλλα εφαρμόζονται στην πράξη. Από τη μια έχουμε «τα όμορφα τα λόγια, τα μεγάλα» και από την άλλη τη σκληρή πραγματικότητα. Και πάλι ο άγιος Νεκτάριος παρατηρεί: «Σήμερον άπασα η επί της Συνόδου επιρροή ευρίσκεται εις τας χείρας των εξάρχων, αυτής της Συνόδου στερουμένης ισχύος και βουλήσεως. Προ 1800 ετών η Εκκλησία διακηρύττει ότι τα την πίστιν και την διδασκαλίαν αφορώντα ψηφίσματα πρέπει να έχωσιν υπέρ εαυτών την ηθικήν ομοθυμίαν. Δεν υπάρχει παράδειγμα παροχής δόγματος τινός (ή άλλου θεσπίσματος) αποδεκτού γενομένου επί απλή πλειοψηφία» (έ.α. σελ. 102). Και όμως, η Εκκλησία μας διοικείται από πλαστές συνοδικές ευκαιριακές πλειοψηφίες, κάτω από την εξουσιαστική χειραγώγηση του εκάστοτε Προέδρου της και των περί αυτόν. Και αυτό με την επίκληση του ς΄ κανόνα της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, επειδή επισφραγίζεται με τη φράση «κρατείτω η των πλειόνων ψήφος». Βέβαια, όχι μόνο δεν τηρείται ο Κανόνας αυτός, αλλά και διαστρέφεται. Μια απλή ανάγνωση του πείθει, ότι επιβάλλει την ουσιαστική ομοφωνία των συνέδρων, των «πλειόνων», μετά την απομόνωση ολίγων, που μειοψηφούν κακοπροαίρετα («δι’ οικείαν φιλονεικίαν»). Έτσι, η διοικητική αυθαιρεσία του ενός οδηγεί σε ηθική καταρράκωση μεγάλου μέρους του κλήρου και του λαού.
Ο πιστός λαός, καταβάλλεται προσπάθεια, να μένει μακριά από τα προβλήματα. Υποθάλπεται έντονα η άγνωστη στο Ευαγγέλιο θέση (η Παπική θέση), ότι η Εκκλησία συμπυκνώνεται στον κλήρο, κάθε δε κριτική ή έλεγχος κατά κληρικών και εν γένει της εκκλησιαστικής διοίκησης, αποτελεί ύβρη κατά της Εκκλησίας. Πολλοί πιστοί, είτε από πνευματική απλότητα, είτε από φόβο μήπως χάσουν την ψυχή τους, βρίσκουν καταφύγιο στη θέση αυτή και ανέχονται κάθε ανωμαλία στην Εκκλησία. Εύκολα μπορεί να συντάσσονται με θερμούς αμύντορες της Ορθοδοξίας, αδιαφορούν, ωστόσο, για την πολιτεία τους, αν και πόσο απέχει από εκείνη, που προδιαγράφει ο Παπισμός, με όλες του τις συνέπειες. Τα απαράδεκτα της δικής μας αυλής δεν τους αγγίζουν. Αφήνουν την Εκκλησία να ανεβαίνει μόνη το Γολγοθά. Δεν χάνουν, ίσως, την ψυχή τους. Είναι κρίμα, όμως, να χάνουν την ψυχή τους τόσοι άλλοι, που μένουν αποίμαντοι.
Η Παπική διείσδυση δεν παρατηρείται μόνο στη δική μας Εκκλησία, είναι φαινόμενο πανορθόδοξο. Εξαιτίας αυτής της διείσδυσης ταλανίζεται η Ορθοδοξία σ’ όλα τα μήκη και πλάτη της γης. Εμείς τι μπορούμε να πούμε; Ο προβληματισμός προβάλλει εφιαλτικός: Quo vadis Orhodoxia, δώρο ατίμητο των Πατέρων μας;
Από την άλλη πλευρά είναι έντονη στις μέρες μας η κινητικότητα στις σχέσεις μεταξύ Ορθοδόξων και ΡΚαθολικών. Ανταλλαγές αποστολών κορυφαίων εκατέρωθεν κληρικών, θεολογικές συζητήσεις χωρίς τέλος, τελετές και κοινές προσευχές. Απώτερος σκοπός λέγεται ότι είναι η προλείανση του εδάφους για μια μελλοντική ένωση των Εκκλησιών. Γίνεται, όμως, κατάλληλος γι’ αυτό το σκοπό διάλογος ή πρόκειται για θέατρο διπλωματίας; Υπάρχει διάθεση να θιγούν και να αρθούν οι υφιστάμενες διαφορές; Μάλλον όχι. Πίσω από μια αστραφτερή επιφάνεια δήθεν αγάπης και με την απουσία της αλήθειας, κρύβεται καχυποψία και ανταγωνισμός για το μοίρασμα της Εκκλησίας. Το πρόβλημα του εκκλησιαστικού status των δυο πλευρών, ούτε καν θίγεται.
Η θέση που διατυπώνεται από πλευράς Ορθοδόξων είναι, ότι ο ΡΚαθολικισμός έχει εκτραπεί από την κοινή αρχαία Παράδοση της Αποστολικής Εκκλησίας. Από την πλευρά του Βατικανού, επίσημα χείλη δηλώνουν απερίφραστα, ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία έχει μεν γενικά παραμείνει κοντά στην Αποστολική Παράδοση, έχει εκπέσει όμως, διότι δεν αποδέχεται το πρωτείο εξουσίας και αλάθητης αυθεντίας, το οποίο, κατ’ αυτούς, είναι προνόμιο και αποστολική κληρονομιά στον εκάστοτε Επίσκοπο Ρώμης, δηλ. τον Πάπα. Η ένταξη, λένε, κάθε τοπικής Εκκλησίας μέσα στην ευρύτερη Ρωμαϊκή ποίμνη αποτελεί το μόνο αναγκαίο και ικανό τεκμήριο για την γνησιότητά της. Η αποτυχία των διαλόγων κάτω από τέτοιους όρους και προϋποθέσεις, παρά τις όποιες εκατέρωθεν παραχωρήσεις, που προβάλλονται ως δήθεν επιτεύγματα, είναι προδιαγεγραμμένη.
Βαθύς και σοφός μελετητής των αιτίων του Σχίσματος, ο άγιος Νεκτάριος γράφει: «Οι όροι της ενώσεως είναι τοιούτοι, ώστε καθιστώσι την ζητουμένην ένωσιν αδύνατον, διότι δεν έχουσι ουδέν σημείον συναντήσεως….. Η μεν δυτική Εκκλησία εδράζεται επί των πρωτείων του Πάπα κατά την εκδοχήν αυτών υπ’ αυτής, η δε ανατολική Εκκλησία επί των οικουμενικών συνόδων….. Το διδόμενον υπό της ανατολικής Εκκλησίας τω Πάπα πρωτείον τιμής (κη΄ κανόνας Δ΄ Οικ.) είναι ανωφελής παραχώρησις, διότι στερείται ισχύος προς συγκράτησιν του οικοδομήματος της δυτικής Εκκλησίας. Αι διδόμεναι υπό του Πάπα παραχωρήσεις τη ανατολική Εκκλησία ήτοι το εμμένειν αυτήν τοις εαυτοίς δόγμασιν, έθεσι και διατάξεσιν, ουδ' όλως θεωρούνται υπ’ αυτής τοιαύται ως νόμιμοι ούσαι και εδραζόμεναι επί των της Εκκλησίας κανόνων. Διό, ου μόνον εμμένει εν αυτοίς, αλλ’ απαιτεί όπως και αυτός ο Πάπας μεθ’ όλης της δυτικής Εκκλησίας φρονή ως αυτή φρονή και αξιοί, ίνα και αυτός μεθ’ απάσης της δυτικής Εκκλησίας επανέλθη στους κόλπους αυτής….. Ώστε αι φαινόμεναι παραχωρήσεις ουδεμίαν κέκτηνται σημασίαν….. Ίνα δε τελεσθή ένωσις, δέον αι παραχωρήσεις να αίρωσι τα κύρια αίτια του χωρισμού. (Δηλαδή) όταν ο Πάπας παραχωρή εκ των εαυτού και όχι ανέχηται τα καλώς εν τη Εκκλησία κείμενα. Ενόσω τα μεν κύρια αίτια του χωρισμού μένωσι τα αυτά, αι δε Εκκλησίαι αντέχονται των εαυτών, η ένωσις είναι αδύνατος. Ίνα θεμελιωθή αύτη, πρέπει να στηρίζεται επί των αυτών αρχών. Άλλως πας κόπος μάταιος» (έ.α. σελ. 28-29).
Στους Ορθόδοξους κύκλους γίνεται πολύς λόγος για ουσιώδεις δογματικές και τελετουργικές καινοτομίες του ΡΚαθολικισμού. Και όντως υπάρχουν πολλές: το Φιλιόκβε, η άσπιλη σύλληψη της Θεοτόκου, το καθαρτήριο, η μη επίκληση του Αγίου Πνεύματος, η χρήση αζύμων κατά τον καθαγιασμό των τιμίων δώρων, κ. ά. Οι ίδιοι όμως οι Παπικοί πολύ μικρή σημασία δίνουν στις διαφορές αυτές. Είναι πρόθυμοι να τις παραβλέψουν προκειμένου να ενωθεί, δήθεν, η Εκκλησία και παραχωρούν στους Ορθοδόξους το δικαίωμα να κρατήσουν κατά βούληση δόγματα και τάξη της προτίμησής τους, υπό τον όρο ότι θα αποδεχθούν το παπικό πρωτείο και αλάθητο (άγ. Νεκτάριος, έ.α.), δηλ. κατά το υπόδειγμα της Ουνίας. Αυτή είναι η κατ’ εξοχήν διαβλητή εκκλησιαστική αρχή, στην οποίαν εμμένει η Δύση και αυτός είναι ο λεγόμενος Παπισμός.
Για να επιβληθεί η Ρώμη ως θεοσύστατη ρυθμιστική των πάντων αρχή, ήταν ανάγκη να ντύσει θεολογικά τις διεκδικήσεις της. Πήρε αμφιλεγόμενες τάσεις θεολόγων–φιλοσόφων (Άνσελμος, Ακινάτης, κτλ.) ή λατρευτικά τυπικά περιορισμένης εφαρμογής και τα ανέδειξε σε δόγματα. Οι εκτροπές αυτές θα είχαν συν τω χρόνω ξεχαστεί αν δεν χρησίμευαν στους Δυτικούς ως ειδοποιός διαφορά τους από τους, κατ' αυτούς, «ατίθασους» της Ανατολής. Εξ άλλου, τη Ρώμη τη γοητεύει η δύναμη μάλλον, παρά η αλήθεια. Θέλγεται να ακολουθείται από μάζες οπαδών. Υιοθετεί λοιπόν και ντύνει με μανδύα δογματικό δοξασίες, που συγκινούν τα πλήθη («οράματα και θάματα») ή κάνουν τη χριστιανική ζωή εύκολη (π.χ. κατάργηση νηστειών) ή η σωτηρία των πιστών από το περίσσευμα των αξιομισθιών του Χριστού και των Αγίων, (το οποίο διαχειρίζεται ο Πάπας, κτλ.) και αυτά με Παπικές ex cathedra «αλάθητες» διακηρύξεις. Έτσι, ο ΡΚαθολικισμός έχει καταντήσει ένα είδος ειδωλολατρείας και μαγείας, κάτι ανάλογο με τον ταντρικό Βουδδισμό, που αντίθετα με τον «ορθόδοξο» Βουδδισμό, έχει θεοποιήσει τον ίδιο το Βούδδα και με μαγικές συνταγές απλοποιεί πολύ τα πράγματα και έτσι η αρχική δοξασία του Βουδδισμού καταντάει μια μαγική, ειδωλολατρική θρησκεία. Για να ενωθείς με το Απόλυτο Αγαθό, αρκεί να προφέρεις χαμηλόφωνα κάποιες μυστικές συλλαβές!! Αυτές οι μυστικές συλλαβές αποτελούν αντικείμενο έντονης λατρείας. Έτσι, η επίκληση του Βούδδα, αντικαθίσταται με την μηχανική απαγγελία κάποιων συλλαβών, που δεν έχουν ούτε θρησκευτική αξία, ούτε νόημα. Το ίδιο γίνεται με τις θρησκευτικές τελετές, οι οποίες μετατράπηκαν σε μαγικές τελετουργίες. Στο Βουδδισμό, εκείνος, που μπορεί να σε φέρει σε επαφή με το Απόλυτο Αγαθό είναι ένας γιόγκι, ο οποίος έχοντας ως εφόδια τη σκέψη, το λόγο και το σώμα, εξασκεί τις υπερφυσικές δυνάμεις που διαθέτει, με ιδιαίτερη προτίμηση στη ρύθμιση της αναπνοής. Ο διαλογισμός και η εσωτερική γνώση του αρχικού Βουδδισμού, μετατρέπεται εδώ σε ασκήσεις, που θα καταστήσουν τους πιστούς κύριους του αναπνευστικού ρυθμού!! Η περαιτέρω εξέλιξη του «ανορθόδοξου» αυτού Βουδδισμού οδηγεί στον σακτισμό. Ο σακτισμός είναι η δοξασία, που διαστρέβλωσε τελείως τον Βουδδισμό και τον έκανε αγνώριστο. Σακτισμός είναι η δοξασία της λατρείας των γυναικείων θεοτήτων (σακτί) και προέρχεται και αυτός, όπως και ο ταντρισμός, από θρησκευτικές παραφυάδες του Ινδουισμού. Ο ταντρικός Βουδδισμός θέλοντας να φθάσει ταχύτερα στην τελειότητα, προικίζει όλους του βούδδες (φωτισμένους) και τους βοδισάτβας (υποψήφιους για φωτισμό) με ένα θηλυκό συμπλήρωμα, ώστε με ένα ερωτικό αγκάλιασμα να φθάσουν στην αιώνια ένωση. Με τις διαστρεβλώσεις αυτές της αρχικής δοξασίας, το ταντρικό όχημα απομακρύνεται αρκετά από τον παγκοσμίως κατανοητό αγνωστικισμό του Βούδδα. Τελικά αυτή η αίρεση του Βουδδισμού, είναι μόνο κατ’ όνομα Βουδδιστική και το μόνο που έχει απομείνει σ’ αυτήν είναι οι παραδόσεις της αρχικής δοξασίας. Όλα τα υπόλοιπα έχουν κάνει το είδος αυτό του Βουδδισμού τελείως αγνώριστο και ξεκομμένο από την αρχική βουδδιστική δοξασία. Ο δε αντιπρόσωπος του Βούδδα στη γη (η ενσάρκωσή του) είναι ο Δαλάι Λάμα.
Κάτι ανάλογο, τηρουμένων των αναλογιών, συμβαίνει και με τον Παπισμό. Ποιος είναι ο γιόγκι, που θα μεσολαβήσει να ενωθείς με το Θεό; Μα ο Ρωμαίος Ποντίφηκας! Πως θα επιτύχεις τη σωτηρία; Μα, με τη μηχανική απαγγελία κάποιων προσευχών. Τα «οράματα και θάματα» τι είναι; Μα, μαγικές και ειδωλολατρικές τελετές. Ποιος είναι ο αντιπρόσωπος του Χριστού στη γη; Μα, ο vicarious Christi. Ο δε Χριστός πως καταντάει τελικά να είναι; Μα, ένα ξόανο, ένα είδωλο, στη θέση του Βάαλ. Καταντάει να είναι ένα UFO (unknown fluing object), ένα αγνώστου ταυτότητας (ποιος ξέρει τι ακριβώς είναι ο Χριστός;), ιπτάμενο (στους ουρανούς) αντικείμενο (είδωλο, όχι πρόσωπο). Για να τον κατανοήσεις πρέπει να απευθυνθείς στον επί της γης μεσολαβητή, τον Επίσκοπο Ρώμης. Να πως κατάντησε η ηγεσία, αλλά και ολόκληρη η Δυτική «Εκκλησία», που δεν έχει καμία σχέση με την αρχαία Εκκλησία! Η γραμμή όμως αυτή περνάει εύκολα στις χριστιανικές μάζες, όπως ακριβώς και ο ταντρισμός (ο ειδωλολατρικός βουδδισμός) περνάει εύκολα στις βουδδιστικές μάζες.
Θα πρέπει λοιπόν, η Παπική πλευρά να αξιολογηθεί μάλλον σαν ηθική έκπτωση, που είχε σαν συνέπεια ομολογιακές αλλοιώσεις. Άλλωστε, δόγμα και ήθος είναι οι δυο όψεις του ιδίου νομίσματος. Αν η μια όψη παραχαραχτεί, όλο το νόμισμα γίνεται κίβδηλο. Αλλοίωση της Πίστης και ηθικός εκτραχηλισμός είναι τα φυσιολογικά και αναμενόμενα επακόλουθα της έπαρσης. Όλο το Παπικό οικοδόμημα είναι διαχρονικός καρπός ηγεμονικής έπαρσης (της «επηρμένης οφρύος») των ταγών της Ρωμαϊκής «Εκκλησίας». Για να κτισθεί, χρησιμοποιήθηκαν δόλιες παραχαράξεις και πλαστογραφίες της Αποστολικής Παράδοσης και των ιστορικών γεγονότων και ντοκουμέντων. Για να σταθεί δε, επιστρατεύονται απάτες και όλη η διαπλοκή της διπλωματίας του κόσμου. Βία και εξαπάτηση λαών. Σαφώς, όλα αυτά συνιστούν έσχατη ηθική κατάπτωση. Φυσικά, δεν ήταν δυνατόν να μη μείνουν έξω πεδία ηθικής, για τα οποία κάποιοι «αμύντορες» της Ορθοδοξίας δεν θέλουν να ακούσουν ούτε λέξη. Αυτά δεν έχουν σχέση, ισχυρίζονται, με την πίστη.
Εν τούτοις, ο Βασ. Στεφανίδης γράφει για την «Εκκλησία» της Δύσης κατά τον 9ο-10ο αιώνα στην «Εκκλησιαστική Ιστορία» (σελ. 481-482): Κάθε Ηγεμόνας εκμεταλλευόταν την Εκκλησία «αδιαφορών δια την ηθικήν και θρησκευτικήν κατάστασιν αυτής (σιμωνία) και παραμέλησιν της αγαμίας. Ο κλήρος και οι μοναχοί διεφθάρησαν….. (οι ευγενείς) ανεβίβαζον εις τον Παπικόν Θρόνον άνδρας συνήθως ανικάνους, πολλάκις διεφθαρμένους….. την εποχήν ταύτην (διαπρεπής διαμαρτυρόμενος θεολόγος του 18ου αιώνα) ωνόμασεν πορνοκρατίαν». Στις μέρες μας, πρώην Ιησουίτης Ιερέας και στενός συνεργάτης των Παπών Ιωάννη 23ου και Παύλου 6ου, που παραιτήθηκε από την Ιεροσύνη (+1999), βαθύς γνώστης των Βατικανείων αδύτων, γράφει το 1981 σε ιστορικό πόνημά του: «Αιρέσεις και αποτρόπαιες εκτροπές είναι στην ημερήσια διάταξη στα σεμινάρια (ιερατικές σχολές), διαπλεκόμενα δίκτυα αυτοπροστατευόμενα ενεργών ομοφυλόφιλων ιερέων, καλογραιών, επισκόπων, ακόμα και καρδιναλίων στραγγαλίζουν κάθε προσπάθεια για αναβάθμιση των ηθών».
Τα ανωτέρω αναγραφόμενα δεν στοχεύουν σε μένος εναντίον των Δυτικών, αλλά σαν κάποιες νύξεις προς όσους θα ήθελαν να δουν την πραγματικότητα: πόσες από τις παραπάνω εκφάνσεις της Παπικής εκτροπής δεν έχουν εισχωρήσει σ’ όλα τα επίπεδα των Ορθοδόξων Εκκλησιών της καθ’ ημάς Ανατολής! Ο ΡΚαθολικισμός έκτισε το οικοδόμημά του και το στηρίζει με φανατισμό. Επιλογή του βέβαια. Από την πλευρά μας τον κρίνουμε αρνητικά και καλά κάνουμε, με πλήθος επιχειρημάτων. Ας μην ανεχόμαστε όμως, να χτίζεται ένα παρόμοιο (Παπικό) οικοδόμημα στον Ορθόδοξο χώρο μας. Όχι στον αυταρχισμό, όχι στη διαστροφή και καταπάτηση των Ι. Κανόνων, όχι στη διαφθορά, όχι στην ειδωλολατρία, όχι στη μαγεία!



Τετάρτη 17 Ιουνίου 2009

ΑΝΤΙΠΑΓΑΝΙΣΤΙΚΗ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ
Ιωάννη Καρδάση, Χημικού-Οικονομολόγου
Η αντιπαγανιστική νομοθεσία της Ύστερης Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας
μέσα από τους Κώδικες
Ο Ιουστινιανός στις 16.11.534, με τη βοήθεια του Τριβωνιανού, εξέδωσε μετά από 6 χρόνια εργασίας, τον νέο Ιουστινιάνειο Κώδικα, που κωδικοποιούσε την μέχρι τότε ισχύουσα νομοθεσία και περιελάμβανε και την τελευταία προσπάθεια κωδικοποίησης της Ρωμαϊκής νομοθεσίας, που είχε γίνει το 435, όταν ολοκληρώθηκε η έκδοση του Θεοδοσιανού Κώδικα. Μετά την έκδοση του Ιουστινιάνειου Κώδικα δεν σταμάτησε η έκδοση νόμων από τον Ιουστινιανό, οι οποίοι δεν κωδικοποιήθηκαν, αλλά εκδόθηκαν ως Novellae (στα ελληνικά Νεαρές, 150 τον αριθμό), που αφορούσαν κυρίως το ιδιωτικό δίκαιο.
Ο Ιουστινιανός το 529 εξαπέλυσε τον τελευταίο "διωγμό" κατά των οπαδών των παλαιών θρησκειών. Μεταξύ άλλων μέτρων, τόλμησε και εξέδωσε διάταγμα με το οποίο έκλεισε την Ακαδημία Αθηνών του Πλάτωνα με παράδοση αιώνων (Ιουστινιάνειος Κώδικας Ι.5,18,4 και Ι.11,10,2). Με την εκδίωξη των φιλοσόφων της Ακαδημίας, οι εναπομείναντες εθνικοί αποκόπηκαν από το εθνικό τους κέντρο και η αρχαία θρησκεία χάνοντας κάθε θεσμική υποστήριξη έσβησε στα μέσα του έβδομου μ.Χ. αιώνα.
Από τον Ιουστινιάνειο Κώδικα 1.11 αντιγράφεται το τμήμα που αφορά την τελευταία εκδοθείσα αντιπαγανιστική νομοθεσία της Ύστερης Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (DE PAGANIS, SACRIFICIIS ET TEMPLIS) από τον ίδιο τον Ιουστινιανό (Β,1,1,19 και Νομοκάνονας 6,3):

C O D E X I U S T I N I A N U S
I. 11
DE PAGANIS, SACRIFICIIS ET TEMPLIS

1.11.9.- Magistratus nostros tam in hac regia urbe quam in provinciis cum summo studio curare iubemus, ut et per se et a religiosissimis, episcopis ea de re certiores facti in omnes paganae superstitionis impietates ex lege inquirant, ne committantur et ut commissa puniantur: quod si earum coercitio provincialem potestatem excedat, ea ad nos referantur, ne in ipsos delictorum causa in incitamentum redundet. Nemini autem liceat sive in testamento sive per donationem quicquam personis vel locis ad susten tandam paganorum impietatem relinquere, etsi hoc specialiter voluntatis vel testamenti vel donationis verbis non contineatur, sed alio modo pro vero a iudicantibus deprehendi possit. Quae autem ita relicta vel donata sunt, illis personis vel locis quibus datavel relicta sunt auferantur et competant civitatibus, in quibus tales personae habitant vel sub quibus tales loci siti sunt, ut ad instar redituum publicorum erogentur. Poenis omni bus, quae ad anterioribus imperatoribus adversus paganum errorem vel in favorem orthodoxae fidei introductae sunt, validis et firmis in perpetuum futuris et per praesentem piam legislationem custoditis.
1.11.9. "Διατάζουμε τους άρχοντές μας, τόσο στη βασιλίδα πόλη όσο και στις επαρχίες, να επιτρέπουν στις επαρχίες, αλλά και όσους διδάσκονται από τους θεοφιλεστάτους επισκόπους, να αναζητούν σύμφωνα με το νόμο όλες τις περιπτώσεις ασεβείας υπέρ της ελληνικής θρησκείας, έτσι ώστε να μη συμβαίνουν, αλλά και, αν συμβαίνουν, να τιμωρούνται. Εάν η διόρθωση των ασεβειών αυτών ξεπερνά τη δικαιοδοσία των τοπικών αρχών, θα πρέπει τα περιστατικά αυτά να προσάγονται σ’ εμάς, έτσι ώστε να μην κατηγορηθούν οι ίδιοι για τα αμαρτήματα αυτά. Να μην έχει κανείς το δικαίωμα να κληροδοτεί με διαθήκη ή να χαρίζει με δωρεά κάτι σε πρόσωπα ή τόπους που έχουν επισημανθεί ότι διαπράττουν την ασέβεια του ελληνισμού, ακόμη κι αν αυτό δεν αναφέρεται ιδιαίτερα μέσα στα άρθρα της διαθήκης ή της δωρεάς, αλλά είναι δυνατό να αντιληφθούν με βεβαιότητα οι δικαστές. Όσα δίδονται ή κληροδοτούνται κατ’ αυτόν τον τρόπο θα αφαιρούνται από εκείνα τα πρόσωπα ή τους τόπους στα οποία έχουν δωρηθεί ή κληροδοτηθεί και θα αποδίδονται στις πόλεις, στις οποίες τα πρόσωπα αυτά κατοικούν, ή στη δικαιοδοσία των οποίων βρίσκονται οι προαναφερθέντες τόποι, έτσι ώστε να μπορούν να δαπανηθούν σαν να ήσαν πρόσοδοι της πόλης. Να διατηρηθούν και με την παρούσα ευσεβή νομοθεσία κυρίαρχες και εν ισχύ όλες οι τιμωρίες με τις οποίες οι προηγούμενοι βασιλείς είχαν απειλήσει να τιμωρήσουν την ελληνική πλάνη, ή με τις οποίες προσπαθούσαν να διασφαλίσουν την ορθόδοξη πίστη".
1.11.10.- Quoniam nonulli inventi sunt, qui impiorum ac sceleratorum paganorum errore imbuti ea faciunt quae elementem deum ad iustam iram movent, ne ea quidem quae ad hos pertinent inordinata relinquere passi sumus, sed scientes eos deserta veri et solius dei adoratione simulacris insano errore sacrificia obtulisse et sollemnitates omni impietate refertos celebrasse, eos quidem, qui iam, postquam sancto baptismate digni habiti sunt, haec commiserint, congruae delictis quorum convicti sunt animadversioni, et hoc quidem benignius subiecimus: in futurum autem per praesentem legem omnibus edicimus eos, qui Christiani facti et sancto salutarique baptismate quoquo tempore digni habitiu sunt, si adhuc in paganorum errore eos remansisse apparuerit, ultimo supplicio subiectum iri. Qui vero nondum venerando baptismate dignati sunt, eos manifestare se oportet, sive in hac regia urbe sive in provinciis commorentur, et sacrosanctas ecclesias cum uxoribus liberisque et omni domo sub ipsis constituo adire et veram Christianorum fidem doceri, ita vero edoctos priori errore prorsus abiecto salubre baptisma accipere, vel scire, si ea parvi aestiment, se omnium quae ad rem publicam nostram pertinent expertes fore neque eis permitti, ut ullius rei mobilis vel immobilis domini fiant, sed omni re exutos in penuria relinquendos fore, praeterquam quod et competentibus poenis subicientur.
Prohibemus autem, quominus ab iis qui paganorum insania laborant ulla doctrina doceatur, ne hac simulent se eos qui miserabiliter eos frequentant instruere, re vera autem animas discipulorum corrumpant: sed nec ullam annonam a fisco accipiant, cum ne ex sacris quidem litteris ver pragmaticis formis ad eiusmodi aliquid sibi vindicandum admittantur. Sive enim hic aliquis sive in provinciis talis esse probatus fuerit neque ad sacrosanctas ecclesias nostras cum suis, ut dictum est, liberis et uxore festinet, supra memoratispoenis subiacebit et substancias eorum fiscus vindicabit, ipsi autem en exilium mittentur. Si quis autem in re publica nostra se occultans sacrificia vel etiam simulacrorum cultum celebrasse deprehendetur, is ultimis suppliciis percelletur, quae Manichaei et, quod idem est, Borboritae merito subeunt: nam et hos similes illis esse iudicamus. Illud quoque sancimus, ut liberi eorum tenerae aetatis statim et sine dilatione salubre baptisma accipiant, illi vero, qui primamaetatem iam excesserunt, sacrosanctas ecclesias frequententet in sacris scripturis instintuatur et sic sincerae paenitentiae se dedant et pristino errore reiecto venerabile baptisma accipiant: hoc enim modo firmiter veram orthodoxorum fidem suscipiant neque rursus in pristinum errorem recident. Qui vero ideo militiae dignitatis bonorumve retinendorum gratia ipsi quidem simulate ad salubre baptisma accesserunt vel accesserint, uxores autem vel liberos vel reliquos, qui in eorum domo sunt, in paganorum errore reliquerint, eos bonis exui et nostrae rei publicae plane expertes esse iebumus neque non quibus digni sunt poenis subici, cum manifestum sit eos non sincera fide sanctum baptisma accepisse. Haec igitur adversus sceleratos paganos et Manichaeos, quorum Manichaeorum partem et Borboritas esse ostensum est, sancimus.
1.11.10. "Επειδή έχουν συλληφθεί μερικοί, οι οποίοι διακατέχονται από την πλάνη των ανόσιων και μιαρών Ελλήνων, να διαπράττουν εκείνα που δικαιολογημένα εξοργίζουν τον φιλάνθρωπο θεό, δεν ανεχόμαστε να αφήνουμε αδιόρθωτα τα σχετικά με τις πράξεις αυτές, γνωρίζοντας ότι αυτοί εγκατέλειψαν την προσκύνηση του μόνου και αληθινού θεού, και προσέφεραν θυσίες στα είδωλα εξαιτίας ενός ασυλλόγιστου σφάλματος, και πραγματοποίησαν ανόσιες γιορτές. Αν αυτοί διέπραξαν αυτά τα αμαρτήματα, αφού είχαν αξιωθεί το άγιο βάπτισμα, θα υποβληθούν στην αντίστοιχη τιμωρία και μάλιστα με πνεύμα επιείκειας. Στη συνέχεια όμως, με τον παρόντα νόμο ανακοινώνουμε σε όλους ότι εκείνοι μεν που έχουν γίνει χριστιανοί και έχουν αξιωθεί το άγιο και σωτήριο βάπτισμα, σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή, αν φανούν ότι επιμένουν στην πλάνη των Ελλήνων, θα υποβληθούν στην εσχάτη των ποινών. Όσοι όμως δεν έχουν αξιωθεί ακόμη το σεβαστό βάπτισμα, θα πρέπει να φανερωθούν είτε σε αυτή την πόλη, τη Βασιλεύουσα, είτε στις επαρχίες, και να πάνε στις ιερότατες εκκλησίες μαζί με τις συζύγους τους και τα παιδιά τους και όλα τα μέλη του οίκου τους και να διδαχθούν την αληθινή πίστη των χριστιανών. Έτσι, αφού διδαχθούν και αποβάλουν μια για πάντα την πλάνη που τους διακατείχε προηγουμένως, θα πρέπει να ζητήσουν το σωτήριο βάπτισμα. Διαφορετικά ας γνωρίζουν ότι αν παραμελήσουν να το κάνουν, δεν θα έχουν κανένα πολιτικό δικαίωμα, ούτε θα τους επιτραπεί να είναι ιδιοκτήτες περιουσίας, ούτε κινητής ούτε ακίνητης. Θα τους αφαιρεθούν τα πάντα και θα εγκαταλειφθούν στην ένδεια και, επιπλέον, θα υποβληθούν στις έσχατες τιμωρίες.
Θα παρεμποδίσουμε δε κάθε μάθημα που διδάσκεται από αυτούς που πάσχουν από τη νόσο των ανόσιων Ελλήνων, έτσι ώστε να μην προσποιούνται ότι διδάσκουν όσους φοιτούν κοντά στους διαφθείροντες τις ψυχές των μαθητών με δήθεν αλήθειες. Αλλά δεν θα απολαύσουν σίτιση από το δημόσιο ταμείο αυτοί που δεν έχουν ελευθερία λόγου, ούτε θα διεκδικήσει κανείς για χάρη τους άδεια από τα θεία γράμματα ή τους πραγματικούς τύπους. Γιατί εδώ, αν φανεί κανείς τέτοιος άνθρωπος και δεν τρέξει στις άγιες εκκλησίες μας μαζί με τους συγγενείς του, όποιος έχει, δηλαδή μαζί με τα παιδιά και τις γυναίκες του, θα τιμωρηθεί με τις προαναφερθείσες ποινές. Οι περιουσίες των ανθρώπων αυτών θα δοθούν στο δημόσιο, ενώ οι ίδιοι θα παραδοθούν στην εξορία. Αν κάποιος κρύβεται μέσα στο κράτος μας και πιαστεί να θυσιάζει και να διαπράττει το αμάρτημα της ειδωλολατρίας, θα υποβληθεί στις έσχατες τιμωρίες, τις οποίες υφίστανται δικαίως και οι Mανιχαίοι και οι Bορβορίτες. Γιατί κρίνουμε ότι αυτοί είναι ίδιοι με εκείνους. Θεσπίζουμε δε και νόμο, σύμφωνα με τον οποίο τα παιδιά, όταν είναι σε μικρή ηλικία θα πρέπει να συχνάζουν στις ιερότατες εκκλησίες και να διδάσκονται τις θείες γραφές και τους θείους κανόνες. Έτσι, αφού εννοήσουν καλά την αληθινή πίστη και αποβάλουν την παλαιά πλάνη, θα μπορέσουν να δεχθούν το βάπτισμα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο θα δεχθούν και θα διαφυλάξουν την αληθινή πίστη των ορθοδόξων χριστιανών και δεν θα αλλάξουν πάλι την πίστη τους προς την παλιά πλάνη. Και όσοι έχουν κάποιο στρατιωτικό ή άλλο αξίωμα ή περιουσία μεγάλη για να κρατήσουν τα προσχήματα, πήγαν ή πρόκειται να πάνε να βαπτιστούν, αλλά αφήνουν τις γυναίκες και τα παιδιά τους και τα άλλα μέλη του οίκου τους μέσα στην ελληνική πλάνη, διατάσσουμε να δημευθεί η περιουσία τους και να αποκλειστούν από τα πολιτικά δικαιώματά τους, αλλά και να υποβάλλονται σε αντάξιες τιμωρίες, αφού είναι φανερό ότι πήραν το βάπτισμα χωρίς να είναι καθαροί στην πίστη τους. Θεσπίζουμε τους ίδιους νόμους και για τους αλιτήριους Έλληνες και για τους Mανιχαίους, των οποίων μέρος είναι και οι Bορβορίτες".

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ

Στον ανωτέρω νόμο καταφαίνονται τα εξής:

1.- Η κληροδότηση σε μη Χριστιανό απαγορεύεται, τα δε κληροδοτηθέντα κατάσχονται. Τούτο βέβαια προϋπήρχε του Ιουστινιάνειου Κώδικα. Ήδη απαγορεύεται η κληροδότηση από ορθόδοξους γονείς σε μη ορθόδοξα τέκνα με τον ΚΒ΄ Κανόνα της Συνόδου της Καρθαγένης.
2.- Η αλλαξοπιστία τιμωρείται με την εσχάτη των ποινών.
3.- Το χριστιανικό βάπτισμα καθίσταται υποχρεωτικό, άλλως χάνονται τα πολιτικά δικαιώματα και η περιουσία, επιβάλλεται δε η εσχάτη των ποινών. Η εσχάτη των ποινών επεβάλετο σε όσους Χριστιανούς δήλωναν την ιδιότητά τους, τόσο κατά τους χρόνους των διωγμών τους τρεις πρώτες αιώνες, όσο και στην Σταλινική περίοδο στη Ρωσία.
4.- Κάθε μάθημα, που δεν αφορά στη χριστιανική πίστη, αλλά σε αλλότρια πίστη επισύρει δήμευση της περιουσίας και εξορία. Μήπως υπάρχει σήμερα κατάλοιπο της διάταξης αυτής και στη χώρα μας με την απαγόρευση του προσηλυτισμού;
5.- Η θυσία σε είδωλα επισύρει την έσχατη τιμωρία. Βέβαια η καταστροφή των αγαλμάτων και των βωμών των ειδώλων ήδη είχε επιβληθεί με τον ΠΔ΄ Κανόνα της Συνόδου της Καρθαγένης.
6.- Η καθαρότητα της πίστης, μετά το Βάπτισμα ελέγχεται, η διαπιστούμενη δε μη καθαρότητα τιμωρείται με δήμευση της περιουσίας, αποκλεισμό από τα πολιτικά δικαιώματα και ποινές.

Είναι γνωστόν, ότι ο Κύριος δηλώνει στους όχλους (Ματθ. 8. 34) "όστις θέλει οπίσω μου ακολουθείν, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού και ακολουθείτω μοι".
Ερωτάται, αν η Εκκλησία (Σώμα Χριστού) εν Συνόδω αντέδρασε ή όχι στον ανωτέρω νόμο του μονοθελήτη και αφθαρτοδοκήτη (αιρετικού) "αγίου" Ιουστινιανού (η μνήμη του εορτάζεται στις 2 Αυγούστου), ο οποίος ευρίσκεται σε ευθεία αντίθεση με τη ανωτέρω ρήση του Κυρίου. Αν αντέδρασε, σε ποιόν Ι. Κανόνα Συνόδου ευρίσκεται η αντίδραση αυτή. Αν όχι, τότε γιατί δεν αντέδρασε. Αναφέρεται αντίδραση σε μεμονωμένα έργα Πατέρων της Εκκλησίας και σε ποια;

ΘΡΗΣΚΕΙΑ Ή ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ;
Ιωάννη Καρδάση, Χημικού-Οικονομολόγου
Κατά κόρον παρουσιάζονται τώρα τελευταία από όλα σχεδόν τα ηλεκτρονικά ΜΜΕ συζητήσεις πάνω στο θέμα των νέων ηλεκτρονικών ταυτοτήτων και της αναγραφής ή όχι του θρησκεύματος σ’ αυτές. Συζητήσεις επί συζητήσεων πραγματοποιούνται και "ο ένας λέγει το κοντό του και ο άλλος το μακρύ του". Πολλά λόγια ακούγονται περί υποχρεωτικής αναγραφής, προαιρετικής αναγραφής ή καθόλου αναγραφής με επιχειρήματα και αντεπιχειρήματα, πίσω από τα οποία πολλές φορές κρύβονται ιδιοτελείς σκοποί και συμφέροντα. Ένα πράγμα όμως δεν έχει ακουσθεί ακόμη από θεολόγους, κληρικούς ή εκπροσώπους της Εκκλησίας: ο Ορθόδοξος λόγος.
Είναι γνωστό, ότι ορθόδοξος πιστός, μέλος της Εκκλησίας (του σώματος του Χριστού), νοείται εκείνος ο οποίος τελεί υπό πνευματική παρακολούθηση (δηλ. έχει γέροντα πνευματικό), τακτικά εκκλησιάζεται και μετέχει πλήρως της μυστηριακής ζωής της Εκκλησίας, δηλ. εξομολογείται και κοινωνεί επίσης τακτικά των Αχράντων Μυστηρίων. Είναι εκείνος που προσπαθεί να είναι ταπεινόφρονας, πράος, να ζει ενάρετη ζωή, να είναι ελεήμονας, καθαρμένος στην καρδιά και να μαρτυρεί "Ιησούν Χριστόν και τούτον εσταυρωμένον".
Από την άλλη μεριά υπάρχει ο άπιστος που δεν είναι μέλος της Εκκλησίας, αυτός που υβρίζει την Εκκλησία, που κοροϊδεύει τον πιστό γιατί προσπαθεί να ζει την εν Χριστώ ζωή, που απορρίπτει ή υβρίζει τον Ι. Χριστό ή αδιαφορεί τελείως κυλιόμενος στο βούρκο της ανομίας και της αμαρτίας.
Υπάρχει όμως και μια τρίτη κατηγορία λεγομένων "πιστών". Εκείνων που επειδή μετείχαν κάποτε του μυστηρίου του Βαπτίσματος και του μυστηρίου του Χρίσματος, θεωρούν εαυτούς ως μέλη της Εκκλησίας, ενώ η όλη συμμετοχή τους στα δρώμενά της έγκειται στον κατά πολύ αραιά διαστήματα "τύποις" εκκλησιασμό, στο άναμμα ενός κεριού, στη λήψη του αντιδώρου (μιας και η λήψη του δώρου γίνεται σπανιότατα και χωρίς προηγουμένως εξομολόγηση) και στη συμμετοχή σε βαπτίσεις, γάμους, κηδείες και μνημόσυνα θεωρούμενα ως κοσμικά γεγονότα. Κατά τα άλλα είναι έτοιμοι να κάνουν κριτική σε όποιο θεολογικό θέμα αναφύεται και σε ό,τι η Εκκλησία και οι πιστοί της πράττουν.
Για τις τρεις κατηγορίες των ανθρώπων αυτών και τις σχέσεις τους με την Εκκλησία, ο Λόγος του Κυρίου στην Αποκάλυψη του Ιωάννη είναι σαφής: "οίδα σου τα έργα, ότι ούτε ψυχρός εί ούτε ζεστός. όφελον ψυχρός ής ή ζεστός. ούτως ότι χλιαρός εί, και ούτε ζεστός ούτε ψυχρός, μέλλω σε εμέσαι εκ του στόματός μου" (Απκ. 3.15-16).
Η κατηγορία των πιστών μελών της Εκκλησίας είναι οι ζεστοί, η κατηγορία των μη πιστών είναι οι ψυχροί και η τρίτη κατηγορία των θεωρουμένων ως "μελών" αυτής είναι οι χλιαροί. Γι’ αυτούς ο Κύριος λέγει: "Επειδή είσαι χλιαρός και ούτε ζεστός, ούτε κρύος, θα σε ξεράσω από το στόμα μου". Δυστυχώς διαπιστώνουμε, ότι αυτοί οι χλιαροί έχουν τον πρώτο λόγο στα τεκταινόμενα εντός της Εκκλησίας μας και προσπαθούν να επιβάλουν τις απόψεις τους στα πιστά μέλη της.
Είναι επίσης γνωστό, ότι η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία είναι η Ορθόδοξη Ανατολική Εκκλησία, η Εκκλησία του σώματος του Χριστού, των αγίων Πατέρων και των Οικουμενικών Συνόδων, κάθε άλλη δε ονομαζόμενη Εκκλησία έχει αποσχιστεί από Αυτή και είτε βρίσκεται στην κατάσταση του σχίσματος, είτε στην κατάσταση της αίρεσης.
Εκ πρώτης όψεως ο τίτλος του μικρού αυτού πονήματος φαίνεται παράξενος: "Θρησκεία ή Ορθοδοξία;" και τι σχέση μπορεί να έχει αυτό με τις νέες ταυτότητες. Δηλαδή άλλο πράγμα είναι η θρησκεία και άλλο η Ορθοδοξία; Η Ορθοδοξία δεν είναι θρησκεία; Τότε τι είναι; Γιατί η Ρωμαϊκή Αυτόκρατορία ενστερνίσθηκε τελικά και ανεγνώρισε την Ορθόδοξη Εκκλησία; μήπως διέγνωσε θεραπευτικές ιδιότητες στο νέο τρόπο ζωής που εισήγαγε αυτή η νέα οργάνωση; μήπως την αντιστοίχησε με την Ιατρική Επιστήμη;
Ο πανεπιστημιακός δάσκαλος π. Ι. Ρωμανίδης είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτικός και από το έργο του ερανιζόμαστε κάποια στοιχεία (π. Ι. Ρωμανίδη: "Η θρησκεία είναι νευροβιολογική ασθένεια, η δε Ορθοδοξία η θεραπεία της" Ι. Μ. Κουτλουμουσίου Αγ. Όρους. Τόμος: "Ορθοδοξία, Ελληνισμός, πορεία στην 3η χιλιετηρίδα", 1966 σελ. 67-87):
Οι Πατριάρχες και Προφήτες της Π. Διαθήκης, οι Απόστολοι και οι Προφήτες της Κ. Διαθήκης και οι διάδοχοί τους γνωρίζουν, ότι η θρησκεία είναι νόσος και ο γενικός αρχίατρος της νόσου αυτής είναι ο Κύριος της Δόξης και της Μεγάλης Βουλής Άγγελος. Αυτός εθεράπευσε και προ της ενσάρκωσής του και μετά από αυτή.
Ποια είναι όμως η νόσος; Στον εγκέφαλο υπάρχει το κέντρο της λογικής, στην καρδιά το κέντρο του νου. Η ενέργεια του νου εντός της καρδιάς στροβιλίζεται κυκλικά μέσα στη καρδιά με την προσευχή (καρδιακή προσευχή). Όταν αυτός ο στροβιλισμός ξεφύγει προς το κέντρο του εγκεφάλου (τη λογική), τότε δημιουργείται βραχυκύκλωμα μεταξύ καρδιάς και εγκεφάλου, οπότε τα νοήματα του εγ-κεφάλου που προέρχονται από τον περιβάλλοντα χώρο και κόσμο γίνονται νοήματα της καρδιάς και τότε εκδηλώνεται η ασθένεια της επίδρασης του περιβάλλοντος κόσμου στη καρδιά και ο ασθενής προσβάλλεται από την ασθένεια του περιβάλλοντος κόσμου, γίνεται δηλαδή δούλος του κόσμου και των παθών του.
Θρησκεία είναι η ταύτιση ακτίστου (Θεού) με το κτιστό δηλ. η ταύτιση παραστάσεων του ακτίστου με νοήματα της ανθρώπινης σκέψης, που είναι το θεμέλιο της λατρείας των ειδώλων, η ταύτιση δε των περί Θεού νοημάτων και ρημάτων της Αγ. Γραφής με το άκτιστο ανήκει και αυτή στον κόσμο της ειδωλολατρίας και είναι το θεμέλιο όλων των αιρέσεων.
Πίστη είναι η συνεργασία του πιστού με το Πνεύμα το Άγιο, που εγκαινιάζει τη θεραπεία της ιδιοτελούς αγάπης στη καρδιά και τη μεταβάλει σε ανιδιοτελή αγάπη, η οποία "ου ζητεί τα εαυτής". Η θεραπεία πραγματοποιείται σε τρία στάδια: α/ της κάθαρσης της καρδιάς με την συντριβή της κατά την εξομολόγηση και τη σταδιακή απομάκρυνσή της από κάθε ηδονή και οδύνη, β/ του φωτισμού του νου, του κέντρου αυτού της καρδιάς που επιτυγχάνεται με την συνεχή και αδιάκοπη μνήμη του Θεού, η θεραπεία δε κορυφώνεται με το στάδιο γ/ της θέωσης (δοξασμού) και της απάθειας (μη επιρροής από πάθη) που συνοδεύει τους αγίους. Στο 3ο αυτό στάδιο ο παθών διαπιστώνει: 1/ ότι δεν υπάρχει ομοιότητα κτιστού και ακτίστου και 2/ τον "Θεόν φράσαι αδύνατον και νοήσαι αδυνατώτερον" (Άγ. Γρηγόριος Θεολόγος) (Ιεροθέου Βλάχου, Μητροπολίτη Ναυπάκτου και Αγ. Βλασίου. Ορθόδοξη Ψυχοθεραπεία, Λειβαδειά 1995).
Μετά από όλα αυτά και με γνώμονα τον Αγιογραφικό και Αγιοπατερικό λόγο καλούμαστε να εξετάσουμε από Ορθόδοξη σκοπιά το θέμα των ταυτοτήτων και της αναγραφής του θρησκεύματος σ’ αυτές και να θέσουμε κάποια ερωτήματα:
1.- Τι εννοεί ο Κύριος, όταν λέγει: "απόδοτε ουν τα Καίσαρος Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ" (Ματθ. 22. 21-22). Είναι διαχρονικό αυτό ή αφορά την συγκεκριμένη εποχή που ο Καίσαρας ήτανε εμφανώς άπιστος, ενώ σήμερα είναι εμφανώς (;) πιστός, όπως γνωστός Ιεράρχης προ ημερών γνωμάτευσε; Είναι το δελτίο ταυτότητας έγγραφο του Καίσαρος ή όχι, επιτρέπεται δε η αναγραφή της ομολογίας της πίστης σ’ αυτό, κάτι που αφορά αποκλειστικά τη σχέση του πιστού με το Θεό;
2.- Ο λόγος του Κυρίου είναι σαφής: "Μείζων ο εν υμιν ή ο εν τω Κόσμω" δηλ. πολύ μεγαλύτερος είναι αυτός που είναι μέσα σας (ο Ιησούς Χριστός, του οποίου "τρώγετε τη σάρκα και πίνετε το αίμα") παρά εκείνος που είναι στον κόσμο (Καίσαρας κλπ.). Είναι σωστό αυτή η ομολογία πίστης, δηλ. ότι έχουμε μέσα μας το Χριστό να χρειάζεται πιστοποίηση με σφραγίδα και υπογραφή από όργανο του Καίσαρα; Η σχέση μεταξύ πιστού και Θεού πιστοποιείται με έγγραφα και σφραγίδες;
3.- Πως θα βλέπαμε τη σχέση Καίσαρα και Θεού, σε μια αντίστροφη κατάσταση; π.χ. εάν στη μίτρα και το εγκόλπιο του Επισκόπου αναγραφότανε η φράση : "Ελληνική Δημοκρατία" για να πιστοποιείται και επίσημα (έστω και χωρίς σφραγίδα και υπογραφή), ότι ο "εις τύπον και τόπον Χριστού" επίσκοπος ανήκει στο ΝΠΔΔ που καλείται "Εκκλησία της Ελλάδος", η οποία με τη σειρά της ανήκει στην Ελληνική Δημοκρατία και ως μέλος αυτής θα πρέπει να δηλώνει με τον τρόπο αυτό, ότι είναι Έλληνας πολίτης και πιστός στο δημοκρατικό πολίτευμα της χώρας;
4.- Μήπως η αναγραφή του θρησκεύματος του Ορθόδοξου Χριστιανού είναι τελικά από Ορθόδοξη σκοπιά αντορθόδοξη, μιας και με την αναγραφή του παραδεχόμαστε, ότι η ιδιότητά μας ως Ορθοδόξων δεν είναι αυτό που πρέπει να είναι, δηλ. το βίωμά μας (ο τρόπος ζωής μας), αλλά το θρήσκευμά μας δηλ. παραδεχόμαστε ότι πάσχουμε από ψυχονευρωτικό νόσημα, στο οποίο θα παραμείνουμε χωρίς προοπτική θεραπείας; μήπως ουσιαστικά παραδεχόμαστε, ότι είμαστε ειδωλολάτρες; μήπως στο θρήσκευμα πρέπει να υπάγονται όλοι οι άλλοι ετερόδοξοι και αλλόδοξοι πλην των πιστών μελών της Ορθόδοξης Εκκλησίας; μήπως αυτή η περίπτωση αφορά και τους χλιαρούς (δηλ. τα μη πιστά "μέλη" της Εκκλησίας);
Το δεύτερο ατιολογικό που παρατίθεται για την αναγραφή του θρησκεύματος είναι η σύνδεση Ελληνισμού και Ορθοδοξίας, ότι αυτά τα δυο δηλαδή είναι άρρηκτα συνδεδεμένα μεταξύ τους και αδιαίρετα. Μήπως στη διασύνδεση αυτή υποκρύπτεται από Ορθόδοξη σκοπιά μια αίρεση; Πρέπει να θυμηθούμε την καταδίκη του "εθνοφυλετισμού" στη Σύνοδο της Κωνσταντινούπολης το 1872 υπό τον Πατριάρχη Άνθιμο ΣΤ΄, πράγμα που θα πρέπει να μας προβληματίσει. Το θέμα τότε ανέκυψε από την απαίτηση κυρίως Βουλγαρικών Ορθοδόξων κοινοτήτων του εξωτερικού, οι οποίες ηρνούντο να υπαχθούν στον επιχώριο επίσκοπο (Έλληνα, Ρουμάνο, Ρώσο, Σέρβο κλπ), αλλά απαιτούσαν την υπαγωγή τους αποκλειστικά σε Βούλγαρο επίσκοπο. Αυτό απετέλεσε το Βουλγαρικό σχίσμα, το οποίο καταδίκασε η Σύνοδος αυτή.
Γνωρίζουμε ασφαλώς, ότι εν Χριστώ "ουκ ένι Έλλην και Ιουδαίος, περιτομή και ακροβυστία, βάρβαρος, Σκύθης, δούλος, ελεύθερος, αλλά τα πάντα και εν πάσι Χριστός" (Κολοσ. 3.11). Όλοι βγήκαμε από την πλευρά του Αδάμ και πλασθήκαμε "κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν" Θεού (Γεν. 1.26). Η Εκκλησία μας με την πανορθόδοξη αυτή Σύνοδο του 1872 καταδίκασε τον εθνοφυλετισμό με τον εξής όρο: "Αποκηρύττομεν κατακρίνοντες και καταδικάζοντες τον φυλετισμόν, τουτέστι τας φυλετικάς διακρίσεις και τας εθνικάς έρεις και ζήλους και διχοστασίας εν τη του Χριστού Εκκλησία ως αντικείμε-νον τη διδασκαλία του Ευαγγελίου και τοις ιεροίς κανόσι των μακαρίων Πατέρων ημών".
Ορθοδόξως λοιπόν οι άνθρωποι δεν διακρίνονται ούτε κατά την φυλή τους, ούτε κατά τη γλώσσα τους, ούτε κατά το χρώμα του δέρματός τους, ούτε με οποιοδήποτε παρόμοιο ή άλλο κριτήριο. Οι άνθρωποι διακρίνονται σε αυτούς που πιστεύουν στο Θεό και σ’ αυτούς που δεν πιστεύουν, σ’ αυτούς που είναι εντός Εκκλησίας και σ’ αυτούς που είναι εκτός αυτής.
Πιστεύουμε, ότι οι ανωτέρω απόψεις και τα ερωτήματα ιδωμένα από καθαρά Ορθόδοξη σκοπιά και σύμφωνα με τα δόγματα και τις παρακαταθήκες των Αγίων Πατέρων της Εκκλησίας μας θα εξετασθούν με τη δέουσα σοβαρότητα και προσοχή, ώστε τα όποια συμπεράσματα και αποφάσεις της Διοίκησης της Εκκλησίας επί του θέματος των ταυτοτήτων να διέπεται από τους κανόνες αυτούς, που είναι και πρέπει να είναι πυξίδα σε κάθε της πράξη. Οπωσδήποτε η Εκκλησία πρέπει να βρίσκεται συνεχώς "εν τω Κόσμω", αλλά δεν πρέπει ποτέ να εκτελεί "τα του Κόσμου"







ΘΕΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΚΑΙ ΑΙΜΟΔΟΣΙΑ

Ιωάννη Καρδάση, Χημικού-Οικονομολόγου

Άκρως ενδιαφέρουσα η αναφορά του Αρχιμανδρίτη π. Νικόδημου Μπαρούση στο τεύχος της 6.02.04 του αγαπητού «Ο.Τ.» σχετικά με την αιμοδοσία εκείνων που κοινωνούν και όπως αναφέρεται, τούτο δεν επιτρέπεται εκτός της περίπτωσης επείγουσας ανάγκης για τη σωτηρία ασθενούς, ενώ αντιθέτως στο περιοδικό "Εφημέριος" (τ. 11/2003) αναφέρεται, ότι γενικά επιτρέπεται η αιμοδοσία μετά τη Θ. Κοινωνία "χάριν των συνανθρώπων μας".

Επί των ανωτέρω αναφερομένων, αλλά και όσων γενικά γνωρίζουμε από την Πατερική Θεολογία, θα θέλαμε να παρουσιάσουμε τις εξής παρατηρήσεις:

1.- Ο άγιος Ιω. Χρυσόστομος στην Θ΄ ομιλία του περί Μετανοίας αναφέρει (Ε.Π.Ε. 30. 314 - 316): "Μη θαρρείς πως είναι ψωμί και κρασί. Δεν αποβάλλονται, όπως οι άλλες τροφές. Λέγει χαρακτηριστικά: Μακριά από σένα τέτοιος λόγος, μακριά από σένα τέτοια σκέψη. Όπως το κερί, στην επαφή με τη φωτιά, γίνεται όλο ένα μαζί της, έτσι κι εδώ, ενώνονται τα μυστήρια μ’ όλη την ύπαρξή μας. Δεν μεταλαμβάνετε από άνθρωπο, αλλ’ από τη λαβίδα των Σεραφείμ. Τα χείλη μας ρουφάνε το σωτήριο Αίμα από την άχραντη πλευρά Του”.

2.- Ο άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων στην Ε΄ Μυσταγωγική Κατήχηση καταγράφει: "Αλλ’ αυτός ο άρτος του Μυστηρίου, ο άγιος, είναι επιούσιος, οπού θέλει να ειπή ότι αποκαθίσταται και διορίζεται εις την ουσίαν της ψυχής. Αυτός ο άρτος δεν πηγαίνει εις την κοιλίαν, μήτε ευγαίνει εις τον αφεδρώνα, αλλά διαμερίζεται εις όλην σου την σύστασιν προς ωφέλειαν ψυχής τε και σώματος" (έκδοση Αποστολικής Διακονίας, σελ. 209, 211).

3.- Ο άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός στο έργο του "Έκδοσις ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως" καταγράφει: "Είναι σώμα και αίμα Χριστού που συντελεί στη συγκρότηση της ψυχής και του σώματός μας, χωρίς να ξοδεύεται ούτε να φθείρεται ούτε να αποβάλλεται ως άχρηστη ύλη - μη γένοιτο - αλλά υπάρχει για την ουσία και τη συντήρησή μας, αμυντικό μέσο εναντίον κάθε βλάβης, καθαρτήρια δύναμη κάθε αμαυρώσεως - αν πάρει κίβδηλο χρυσάφι, με τη δοκιμαστική πύρωση το καθαίρει - για να μη κατακριθούμε στο μέλλον μαζί με τον κόσμο" (Δ΄ 13).

4.- Σύμφωνα με τα ανωτέρω η θ. Κοινωνία ενούμενη με το σώμα μας αναλώνεται αμέσως. Δεν αναφέρεται, ότι το αίμα του Κυρίου ενώνεται με το αίμα του ανθρώπου, διότι αυτό θα προϋπέθετε διαδικασία μέσω της πεπτικής οδού, κάτι που το αποκλείουν οι ανωτέρω ‘Αγιοι. Τέτοια διαδικασία μέσω της πεπτικής οδού δεν οδηγεί μόνο στο κυκλοφοριακό σύστημα, αλλά και στο αναπνευστικό, λεμφικό, ουροποιητικό, απεκκριτικό κ.ά. Εξ άλλου εκτός του καθαρού αρτηριακού αίματος υπάρχει και το ακάθαρτο φλεβικό.

5.- Εάν συνειρμικά το τίμιο αίμα του Κυρίου διοχετεύεται αμέσως στο αίμα του ανθρώπου, πράγμα λανθασμένο, τότε πως μπορεί το τίμιο σώμα του Κυρίου να διοχετευθεί στο αίμα του ανθρώπου, χωρίς να περάσει από το πεπτικό σύστημα (κάτι που αποκλείουν τόσον ο ιερός Χρυσόστομος, όσον και οι άγιοι Κύριλλος Ιεροσολύμων και Ιωάννης Δαμασκηνός). Στην αντίθετη περίπτωση θα είχαμε τα Τίμια Δώρα στην εκπνοή, στα δάκρυα, στις βλέννες, στο πτέρνισμα, στην απόχρεψη, στον ιδρώτα, στα ούρα κ.ά. πράγμα απαράδεκτο. Τι γίνεται δε στην περίπτωση τραυματισμού και ρεύσης αίματος μετά τη λήψη της Θ. Κοινωνίας; Βέβαια η περίπτωση εμετού μετά τη θ. Κοινωνία επιτιμάται (ΛΕ΄ κανόνας αγ. Ιω. Νηστευτή), που εμμέσως πλην σαφώς υπονοεί διέλευση δια της πεπτικής οδού.

6.- Συναφή με τα αναφερόμενα στην προηγούμενη παράγραφο είναι τα γραφόμενα από τον άγιο Κύριλλο Ιεροσολύμων στις μυσταγωγικές κατηχήσεις του (Ε΄ 22. Αποστολική Διακονία, σελ. 227, 229): "Έπειτα, αφού κοινωνήσης το σώμα του Χριστού, πρόσελθε, πλησίασε και εις το ποτήριον του αίματος. Όχι όμως με απλωμένας τας χείρας, αλλά σκύπτοντας εις τρόπον προσκυνήσεως με άκρον σέβας και ευλάβειαν, λέγε το "Αμην" και μεταλαμβάνοντας από το αίμα του Χριστού, αγιάζου. Και εις όσον καιρόν μένει ακόμη εις τα χείλη σου η από μεταλήψεως του αίματος υγρασία, προσεγγίζοντας τα χέρια σου εις τα χείλη σου, αγίαζε και τους οφθαλμούς και το μέτωπον και τα λοιπά αισθητήρια. Τέλος πάντων ανάμεινον την ευχήν και ευχαρίστει τον Θεόν οπού σε ηξίωσε να μεταλάβης τα τέτοια μεγάλα Μυστήρια". Είναι εύλογη εδώ η απορία, όπου το αίμα του Κυρίου διασκορπίζεται σε εξωτερικά σημεία του σώματος, χωρίς να αναφέρεται σφούγγισμα.

7.- Ουδείς κανόνας της Εκκλησίας υπάρχει που να αποκλείει την αιμοδοσία κατά την ημέρα της Θ. Κοινωνίας. Και γιατί μόνο την ίδια την ημέρα και όχι την επομένη; Το ανωτέρω σχόλιο στον ΙΣΤ΄ κανόνα του αγίου Τιμοθέου είναι του αγίου Νικοδήμου και ελέγχεται δια την ορθότητά του. Και τούτο διότι σε άλλο σχόλιό του για την Θ. Κοινωνία στον ΚΗ΄ κανόνα της Πενθέκτης Οικ. Συνόδου, ο άγιος Νικόδημος αναφέρει εσφαλμένως, ότι οι ασθενείς από πανώλη κοινωνούν από ξεχωριστό αγγείο, το οποίο πλένεται με ξύδι.

8.- Ποιος, κατά την αιμοδοσία δύναται να γνωρίζει, εάν το αίμα του θα χρησιμοποιηθεί ή όχι για περίπτωση επείγουσας ανάγκης για σωτηρία ασθενούς, μιας και η έλλειψη αίματος είναι πανθομολογούμενη. Πως θα μπορούσε να διερευνήσει αυτή την περίπτωση;

9.- Ποιος μπορεί να διαβεβαιώσει, ότι αυτός που κοινωνεί λαμβάνει πράγματι το τίμιο σώμα και το τίμιο αίμα του Κυρίου; Αναφέρει ο Μ. Αθανάσιος στο έργο του περί του Μυστικού Δείπνου: "Ως έλαβεν ο Ιούδας το ψωμίον, εισήλθεν ο Σατανάς εις αυτόν, διότι εύρε το καταγώγιον της ψυχής έτοιμον". Ο δε Απ. Παύλος είναι σαφής: "ο γαρ εσθίων και πίνων αναξίως κρίμα εαυτώ εσθίει και πίνει" (Κορ. Α΄ 11. 29), στη δε καλλύτερη περίπτωση, ένας μη άξιος, δεν κοινωνεί του τιμίου σώματος και αίματος, αλλά ψωμί και κρασί. Από τη άλλη πλευρά επειδή ο Κύριος "την πρόθεσιν επαινεί", δια τούτο θεωρείται, ότι μετέλαβε της Θ. Κοινωνίας, ένας ο οποίος αξίως μεν θα κοινωνούσε, αλλά όμως δεν πρόλαβε, λόγω αιφνιδίου θανάτου.

Συμπερασματικά λοιπόν, θεωρούμε ότι η ερμηνεία που δίδουν ο Ιερός Χρυσόστομος και οι άγιοι Κύριλλος και Δαμασκηνός ευρίσκεται κοντά στην αλήθεια, δηλ. η αφομοίωση της Θ. Κοινωνίας γίνεται ακαριαία χωρίς να αφήσει υπολείμματα και δεν ανευρίσκεται σε κανένα συγκεκριμένο σημείο του σώματος, αλλά διαχέεται σ’ ολόκληρο το σώμα. Ως εκ τούτου θεωρείται ορθή η επισήμανση του περιοδικού "Εφημέριος", ότι είναι επιτρεπτή η αιμοδοσία μετά τη Θ. Κοινωνία.

ΣΗΜΕΙΩΣΙΣ: Το μεγαλύτερο τμήμα του ανωτέρω κειμένου δημοσιεύθηκε στον ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΤΥΠΟ της 23.4.04.
Η ΗΘΙΚΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ

Ιωάννη Καρδάση, Χημικού-Οικονομολόγου


- Στην Ομηρική εποχή, όταν η σύζυγος ήτανε στείρα ή έκανε μόνο κορίτσια, ο σύζυγος εξασφάλιζε αρσενικούς απογόνους με μια από τις παλλακίδες του.
- Ο Γανυμήδης είναι ο ερωμένος του Δία και όχι μόνον οινοχόος (20η ραψωδία Ιλιάδας)
- Ο Δίας παντρεύτηκε την αδελφή του Ήρα.
- Ο Αισχύλος στους "Μυρμιδόνες" παρουσιάζει τον έρωτα του Αχιλλέα προς τον Πάτροκλο.
- Ο Σοφοκλής στη "Νιόβη" παρουσιάζει τον έρωτα των αγοριών.
- Τον έρωτα Αχιλλέα-Πατρόκλου αναφέρει ο Πλάτωνας στο Συμπόσιο (180α).
- Αναφέρεται επίσης ο έρωτας Θησέα-Πειρίθου.
- Η παιδεραστία υμνήθηκε και από τον Πλάτωνα, που θα την χρησιμοποιήσει σαν σημείο αναγκαίας αφετηρίας για την φιλοσοφική ανάβαση προς τη γνώση του Είναι.
- Οι Πέρσες έμαθαν για τους έρωτες με αγόρια από τους ΄Έλληνες (Ηρόδοτος 1.135).
- Ο Ξενοφώντας λέει στον Κύρο, ότι το «κρεββάτωμα» με ένα νέο είναι "ελληνική συνήθεια" (Κύ-ρου Παιδεία 11, 2, 28).
- Υπερασπιστής του έρωτα των αγοριών (Λουκιανού "Οι Έρωτες").
- Περιγραφή χαϊδέματος και αγκαλιάσματος ολόγυμνων αγοριών στις παλαίστρες (Πλουτάρχου: "Ερωτικός" 751).
- Ο Πεισίας απέτρεπε από τον γάμο τον εραστή του Βάκχονα (Πλουτάρχου "Ερωτικός).
- Ο Ιπποθάλπης έχει ερωμένο τον Λύση (Πλάτωνος "Λύσις" 204) και τραγουδάει για το γεννητικό του όργανο.
- Οι πολεμικοί λαοί, Βοιωτοί, Λακεδαιμόνιοι και Κρήτες δόθηκαν στον έρωτα των αγοριών (Πλουτάρχου "Ερωτικός").
- Οι Κρήτες θεωρούσαν ντροπή για ένα αγόρι από καλή οικογένεια να μην έχει βρει έναν εραστή.
- Στη Βοιωτία, άντρας και παιδί ενώνονταν μ’ έναν αληθινό γάμο (Ξενοφώντας: "Λακεδαιμονίων Πολιτεία").
- Στη Σπάρτη τα παιδιά φτάνοντας στα δώδεκα χρόνια τους και έχοντας καλή φήμη, έβρισκαν τους εραστές, που τους αφοσιώνονταν (Πλούταρχος: "Βίος του Λυκούργου" 17-18).
- Ερωτικό επίγραμμα: "Ποθητή είναι η δροσεράδα του 12χρονου παιδιού, αλλά εκείνου που είναι 13 χρόνων είναι πιο αξιαγάπητη. Πιο γλυκό είναι ακόμη το ερωτικό άνθος που ανοίγει στα 14 χρόνια, κι’ όλο και πιό γοητευτικό εκείνο των 15. Τα 16 χρόνια είναι η θεϊκή ηλικία. 17 δε θα μπορούσα να το πω: μονάχα ο Δίας έχει αυτό το δικαίωμα".
- Ο Ευριπίδης λέγει στον ωραίο Αγάθωνα, που του είχαν πια φυτρώσει γένια, φιλώντας τον και χαϊδεύοντάς τον: "Η ομορφιά μένει ομορφιά ακόμη και στο φθινόπωρό της" (Πλουτάρχου: "Ερωτικός" 770).
- Ο Αγάθωνας, που ο Αριστοφάνης στις "Θεσμοφοριάζουσες" αναφέρει σαν "γυναικωτό", είχε έναν πολύκαιρο δεσμό με τον Παυσανία.
- "Μήτε άλλοτε, μήτε ποτέ άλλοτε περιφρόνησα τις ερωτικές ηδονές, το αναγνωρίζω. Να αγαπάς τους καλοφτιαγμένους και με ευπρεπή ήθη νέους, να το κύριο γνώρισμα μιάς ευαίσθητης και γενναιόδωρης ψυχής" (Αισχίνης: "Κατά Τιμάρχου" 136-137).
- Μια μέρα ο Σοφοκλής 66 χρονών είχε οδηγήσει έξω από τα τείχη των Αθηνών ένα ωραίο αγόρι για να το απολαύσει. Το αγόρι άπλωσε στο χορτάρι τον άθλιο μανδύα του και σκεπάστηκαν και οι δύο με τον ζεστό, πολυτελέστατο, μάλλινο μανδύα του ποιητή. Όταν έγινε η δουλειά, το αγόρι άρπαξε τον μανδύα του Σοφοκλή και τόβαλε στα πόδια, αφήνοντάς του το δικό του" (Αθήναιος ΧΙΙΙ, 605).
- Ο Περικλής επέπληξε τον Σοφοκλή για την παιδεραστική συμπεριφορά του.
- Εκτός του Δία παιδεραστής ήτανε και ο Απόλλωνας.
- Ο Πλάτωνας στο "Συμπόσιο" περιγράφει "καθετί, που κάνουν οι εραστές για το παιδί που λατρεύουν" (183A).
- Οι εραστές είναι βαθειά συγκινημένοι και αναστατωμένοι με μόνη τη θέα ενός αντικειμένου του πολυαγαπημένου τους (Πλάτωνος: "Φαίδρος" 73).
- Ο Κριτόβουλος περιγράφει με έμφαση το βαθύ του αίσθημα για το νεαρό Κλεινία (Ξενοφώντα "Συμπόσιο").
- Ο Άνυτος (μέλλοντας κατήγορος του Σωκράτη) είχε ερωτευθεί τον ωραίο Αλκιβιάδη (Πλούταρχος: "Ερωτικός" 762).
- "Ο Λυσίθεος δηλώνει πως λατρεύει τον Μικίονα ανάμεσα σε όλα τα αγόρια της πόλης, γιατί είναι θαρραλέος" (Επιγραφή του 5ου αιώνα π.Χ. στην Ακρόπολη).
- Ο Αριστείδης και ο Θεμιστοκλής είχαν ερωτευθεί το ίδιο αγόρι, τον ωραίο Στησίλαο από την Κέα (Πλουτάρχου: "Θεμιστοκλής" 3).
- Η ζήλεια για τον αντεραστή έκανε τον εραστή να απομακρύνει από τον ερωμένο κάθε άλλη παρέα (Πλάτωνα: "Φαίδρος" 232).
- Ο Λυσίας αναφέρει τον τσακωμό δύο εραστών για τον ίδιο ερωμένο, τον Θεόδοτο από τις Πλαταιές (Λυσία: "Προς Σίμωνα απολογία").
- Οι καβγάδες και τα φιλιώματα ερωμένου-εραστή έχουν "μιαν εξαιρετική γοητεία και απόλαυση" (Ξενοφώντα: "Ιέρων" 1, 35).
- Ο Βασιλιάς της Μακεδονίας Αρχέλαος δολοφονήθηκε από τον ερωμένο του Κρατέα, ο Αλέξανδρος των Φερών σκοτώθηκε από τον ερωμένο του Πυθόλαο και ο Περίανδρος της Αμβρακίας από τον ερωμένο του, γιατί τον ρώτησε αν άρχισε η εγκυμοσύνη του ! (Πλουτάρχου: "Ερωτικός" 768).
- Όταν ο Αρμόδιος έφθασε στο άνθος της ηλικίας του ο Αριστογείτονας τον έκαμε ερωμένο του. Αλλά ο Ίππαρχος, υιός του Πεισίστρατου επεχείρησε να αποπλανήσει τον Αρμόδιο. Και αυτός το κατήγγειλε στον εραστή του τον Αριστογείτονα, οπότε εραστής και ερωμένος σκότωσαν τον αντίζηλο Ίππαρχο (Θουκιδίδη VI, 54-59 και Αριστοτέλη: "Αθηναίων Πολιτεία" 18). Αυτοί είναι οι περίφημοι τυραννοκτόνοι.
- Ο Ανακρέων τραγούδησε τις χάρες του Κλεόβουλου και του Βάθυλου.
- Ο Πίνδαρος ερωτεύθηκε στα νιάτα του τον Θρασύβουλο και στα γηρατειά του τον Θεοξένη.
- Η ανδρική πορνεία υπήρχε στην Αθήνα, όπως και η γυναικεία (Αισχίνης "Κατά Τιμάρχου" 13-20).
- Στον ιερό λόχο των Θηβών, ο αρχηγός έβαζε τον αγαπημένο δίπλα στον εραστή (Πλουτάρχου "Ερωτικά" 761 B-C).
- Τον ιερό λόχο των Θηβών τον σχημάτιζαν εραστές και ερωμένοι (Πλουτάρχου: "Βίος του Πελοπίδα" 18).
- "Οι εραστές είναι φίλοι εμπνευσμένοι από ένα θεό" (Πλάτωνα: "Φαίδρος" 255).
- Ο Πρωτογένης και ο Πεισίας, φλογεροί υπέρμαχοι του έρωτα για τα αγόρια, μιλούν για τις γυναίκες και για όσους τις αγαπάνε και εκφράζουν τον μισογυνισμό τους (Πλουτάρχου: "Ερωτικός" 751Β και 752C).
- Η κάθε γυναίκα δεν θεωρείτο πρόσωπο με πλήρη δικαιώματα, αλλ’ ως το θάνατό της ήτανε υποταγμένη στην κυριαρχία ενός άνδρα. "Ο μεν γαρ δούλος όλως ουκ έχει το βουλευτικόν, το δε θήλυ έχει μεν αλλ’ άκυρον, ο δε παις έχει μεν αλλ’ ατελές" (Αριστοτέλης). "Η θήλεια φύσις εστί προς αρετήν χείρων της των αρρένων" (Πλάτωνας). "Το άρρεν προς το θήλυ φύσει το μεν κρείττον το δε χείρον" (Αριστοτέλης).
- Οι ποινές στους άγαμους ήτανε εξοντωτικές, ειδικά στη Σπάρτη.
- Η πορνεία στα ιερά προσκυνήματα αναφέρεται ως ιερά πορνεία (Κόρινθος και Ήλιδα).
- Στις γιορτές του Διονύσου περιφέρανε με πομπή το ανδρικό όργανο της αναδημιουργίας, τον "φαλλό".
- Οι Εταίρες, παλλακίδες, περιπατητικές, αυλητρίδες, ελευθεριάζουσες δημιούργησαν θεσμό στην Αρχαιότητα.
- Το πορνικό τέλος εισπράτετο από τους άνδρες πόρνους και τις γυναίκες πόρνες και απεδίδετο στην Πολιτεία.
- Το επάγγελμα της εταίρας πήγαινε από μητέρα σε κόρη (Λουκιανού: "Εταιρικοί Διάλογοι").
- Η προτίμηση σε εραστή, τόσο από άνδρα, όσο και από γυναίκα γινότανε με δημόσια ανακοίνωση σε τοίχο (Λουκιανού: "Εταιρικοί Διάλογοι").
- Οι εκδιδόμενες είχαν τυπωμένο κάτω από τα σανδάλια τους το όνομά τους και όταν περπατούσαν αυτό τυπωνότανε στο χώμα, εξ ού "χαμαιτυπίον".
- Ο Πλάτωνας στην Πολιτεία του μιλάει για την κοινοκτημοσύνη στις γυναίκες. "Τας γυναίκας ταύτας των ανδρών τούτων πάσας είναι κοινάς, ιδία δε μηδενί μηδεμίαν συνοικείν... και μήτε γονέα έκγονον ειδέναι τον αυτού μήτε παίδα γονέα" (Πλάτωνας).
- Κάτι μη ερωτικό. Στη Σπάρτη υπήρχε η μοναδική σ’ ολόκληρο τον κόσμο μέχρι σήμερα επίσημη κρατική σχολή κλοπής.

ΠΗΓΕΣ

- Robert Fracelie´re : Ο Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος των Αρχαίων Ελλήνων.
- : Ο Έρωτας στην Αρχαία Ελλάδα
- Ζώρζ Ντεβερέ : Βαυβώ, το μυθικό αιδοίο
- Ανδρέα Λεντάκη : Ιερά Πορνεία
ΠΕΡΙ ΕΚΛΟΓΗΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ

Ιωάννη Καρδάση, Χημικού-Οικονομολόγου

Με αφορμή την εκλογή Αρχιεπισκόπου, είδαν το φως της δημοσιότητας άρθρα και γνώμες πάνω στην εκλογή αυτή, που δείχνουν, ότι οι συντάκτες τους στερούνται γνώσεων Εκκλησιολογίας, Εκκλησιαστικής Ιστορίας, αλλά και του Κανονικού Δικαίου της Εκκλησίας, όπως θα φανεί, πιστεύουμε, στην παρακάτω ανάλυσή μας.
Τα άρθρα αυτά, είναι μια απάντηση κυρίως στο ερώτημα, πως πρέπει να διενεργείται η εκλογή του Αρχιεπισκόπου και η απάντηση είναι, ότι θα πρέπει να γίνεται, όπως ακριβώς λέει ο λόγος του Θεού, τον οποίο φαίνεται να αναπτύσσουν οι συντάκτες και θέτουν και προτάσεις, όπως τήν μετάκληση στη θέση του Αρχιεπισκόπου ενός Μητροπολίτη για 3-4 χρόνια.
Η εκλογή Επισκόπου αναφέρεται μια φορά στην Κ.Δ. κατά την εκλογή του αποστόλου Ματθία, μετά το θάνατο του Ιούδα (Πράξ. 1. 12-26) και είναι όπως ακριβώς αναπτύσσεται στα άρθρα αυτά. Η παραπομπή στο χωρίο αυτό των Πράξεων των Αποστόλων σηματοδοτεί και τον τρόπο της εκλογής των Επισκόπων στους Αποστολικούς χρόνους. Τα κύρια σημεία της πράξης αυτής είναι δυο. Το πρώτο σημείο είναι η συνάθροιση των πιστών της Εκκλησίας, του Κλήρου (των Αποστόλων) και του λαού, ανδρών και γυναικών και η πρόταση από αυτούς προσώπων για την κενούμενη θέση. Το δεύτερο σημείο είναι η κλήρωση μεταξύ των προτεινομένων προσώπων για την τελική εκλογή.
Από τις αρχές του 2ου αιώνα ο Επίσκοπος εκλεγόταν από τον Κλήρο και το λαό της τοπικής Εκκλησίας και χειροτονείτο από πλησιόχωρους Επισκόπους, σύμφωνα με το πρότυπο της εκλογής του αποστόλου Ματθία. Επομένως, η συμμετοχή του λαϊκού στοιχείου είχε πρωτεύουσα σημασία στην εκλογή των Επισκόπων και μάλιστα σε ορισμένες περιπτώσεις (Αμβρόσιος Μεδιολάνων, Συνέσιος Πτολεμαΐδας, κ.λπ.) εξελέγησαν Επίσκοποι κατηχούμενοι ή και αλλόθρησκοι. Πλην όμως, η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος με τον δ΄ κανόνα άλλαξε την πρακτική αυτή και απέκλεισε την εκλογή από το λαό, όρισε δε ότι αρμόδια για την εκλογή των Επισκόπων της επαρχίας είναι η Επισκοπική Σύνοδος, χωρίς βεβαίως να αγνοείται και η εκπεφρασμένη πολλές φορές γνώμη της τοπικής Εκκλησίας (Cod. Just. I, 3, 41. Νεαρές 136, 1. 137, 2), η οποία γίνεται με κατακύρωση της εκλογής από το λαό δια βοής.
Στον ανωτέρω κανόνα δ΄ της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου του 325 μ.Χ. προστέθηκαν οι κανόνες ιστ΄, ιθ΄, και κγ΄ της Συνόδου της Αντιόχειας του 341, οι ε΄, ιβ΄ και ιγ΄ της Συνόδου της Λαοδίκειας του 364, ο ιγ΄ της Συνόδου της Καρθαγένης του 418 και ο γ΄ της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου του 789. Έτσι, δυο κανόνες Οικουμενικών Συνόδων και επτά κανόνες Τοπικών Συνόδων αποκλείουν τη συμμετοχή του λαϊκού στοιχείου στην εκλογή Επισκόπου μιας επαρχίας και έτσι η Επαρχιακή Σύνοδος παραμένει το κυρίαρχο εκκλησιαστικό όργανο για την εκλογή των Επισκόπων. Η συμμετοχή του λαϊκού στοιχείου στην εκλογή των Επισκόπων περιορίζεται στην εκ των υστέρων δια βοής αποδοχή ή μη της εκλογής με την κραυγή «άξιος» ή «ανάξιος».
Όσον αφορά τα της εκλογής Επισκόπου αποκλειστικά από Πρεσβυτέρους διαλαμβάνει ο ιζ΄ κανόνας της ΑΒ΄ Συνόδου του 861 επί Μ. Φωτίου, με πρωτοβουλία του και εξ αφορμής της ανόδου αυτού στον Αρχιεπισκοπικό Ορόνο της Κων/πολης απευθείας από την τάξη των λαϊκών. Σύμφωνα με τον κανόνα αυτό απαγορεύεται η εκλογή σε Επίσκοπο λαϊκού ή Μοναχού, αλλά και κληρικού κάτω του βαθμού του Πρεσβυτέρου (πάντοτε αγάμου βέβαια), καθότι θα πρέπει να έχει προηγηθεί η χειροτονία του λαϊκού σε Αναγνώστη, Υποδιάκονο, Διάκονο και Πρεσβύτερο και η παραμονή του σε ένα έκαστο των βαθμών αυτών από επτά ημερών έως τριών μηνών, χρόνο ικανό, για να αποδείξει «και την πίστιν και την καλοκαγαθίαν των τρόπων και την στερρότητα της γνώμης του». Ο κανόνας αυτός θεσπίστηκε με πρωτοβουλία του Μ. Φωτίου, για να κατασιγαστεί η αντίδραση του Πάπα Ρώμης Νικολάου Α΄ για την εκλογή του απευθείας από την τάξη των λαϊκών, καθώς και των Πατριαρχών Νεκταρίου, Ταρασίου και Νικηφόρου. Από αυτούς, αλλά και από άλλους Επισκόπους, έχουμε εκλογή από κατηχούμενο, όπως οι Νεκτάριος και Αμβρόσιος, αλλά και από ειδωλολάτρες, όπως ο Συνέσιος.
Οι συντάκτες των άρθρων αυτών συχνά παραθεωρούν τα του Τόμου του 1850, με τον οποίο αναγνωρίσθηκε η αυτοκεφαλία της Ελλαδικής Εκκλησίας. Σύμφωνα με αυτόν, δεν υπάρχει Προκαθήμενος, αλλά προκαθημένη Αρχή και αυτή είναι η Σύνοδος και ο Μητροπολίτης Αθηνών, ως ο Επίσκοπος της πρωτεύουσας της χώρας, αυτοδικαίως προεδρεύει της προκαθημένης Συνόδου και τίποτε περισσότερο. Έτσι, αν η Πολιτεία μεταφέρει την πρωτεύουσα της χώρας σε άλλη πόλη, π.χ. στην Πάτρα, τότε ο Πατρών θα προεδρεύει της προκαθημένης Συνόδου.
Επομένως, σύμφωνα με τον ανωτέρω Τόμο και τους κανόνες της Εκκλησίας, η εκλογή του Μητροπολίτη Αθηνών (με τον τίτλο του Αρχιεπισκόπου) πρέπει να γίνεται από τους υπολοίπους Μητροπολίτες της Ελλαδικής Εκκλησίας και μόνο και η εκλογή θα πρέπει να γίνει από Πρεσβύτερο αυτής ή άλλης επαρχίας. Η μετάθεση Επισκόπου από άλλη επαρχία και η εκλογή του στη Μητρόπολη Αθηνών, ούτε από τους Ι. Κανόνες προβλέπεται, αλλά τουναντίον απαγορεύεται από άλλους κανόνες (ιδ΄ Αποστολικός, ιε΄ Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, α΄ Συνόδου Σαρδικής). Είναι γνωστό, από την Εκκλησιαστική Ιστορία, ότι με τον ανωτέρω Τόμο ορίζετο ο Μητροπολίτης Αθηνών και Έξαρχος πάσης Ελλάδος, αργότερα δε (1923) αυτός μετονομάσθηκε σε Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος.
Η μετάκληση στη θέση του Αρχιεπισκόπου Αθηνών, Επισκόπου άλλης επαρχίας για 3-4 χρόνια έχει προηγούμενο στην Εκλησιαστική Ιστορία και έχει καταδικαστεί από την Εκκλησία. Συγκεκριμένα, υπήρχαν μερικοί Χριστιανοί στην Εκκλησία της Κορίνθου, οι οποίοι αμφέβαλλαν αν ο Επίσκοπος της Εκκλησίας έπρεπε να έχει μόνιμο αξίωμα ή θα έπρεπε να αντικαθίσταται από άλλον μετά από κάποιο χρονικό διάστημα, αμφέβαλλαν δηλαδή, για το λεγόμενο «ανεξάλειπτο της Αρχιερωσύνης», γιατί οι Επίσκοποι μιας πόλης κατέχουν μόνιμα το αξίωμά τους και δεν είναι σαν τους κρατικούς λειτουργούς, που μετά από ορισμένα χρόνια υπηρεσίας φεύγουν από τη θέση τους ή μετατίθενται σε άλλη υπηρεσία. Το πρόβλημα το πληροφορήθηκε ο Πάπας Ρώμης Κλήμης Α΄ (88-97) και απέστειλε την Α΄ Κορινθίους επιστολή του, στην οποίαν αναφέρει, ότι κανείς δεν επιτρέπεται να αντικαταστήσει τον Επίσκοπο μιας πόλης, γιατί αυτός έχει κατασταθεί στη θέση αυτή από τους Αποστόλους ή τους διαδόχους τους και είναι μόνιμος στη θέση του αυτή. Η Εκκλησία κατακύρωσε συνοδικά τη θέση αυτή του αγίου Κλήμη περί της ισοβιότητας του Επισκόπου στην επαρχία του.
Από τις ανωτέρω καταγραφές βγαίνει το συμπέρασμα, ότι:
1. Η εκλογή Επισκόπου σε μια πόλη γίνεται αποκλειστικά από τους συνεπισκόπους του και όχι από το λαό,
2. Δεν μπορεί να εκλεγεί στη θέση αυτή Επίσκοπος άλλης πόλης, δια του μεταθετού,
3. Η εκλογή Επισκόπου γίνεται από τους Πρεσβυτέρους της αυτής ή άλλης πόλης και
4. Η θέση του Επισκόπου είναι μόνιμη και επομένως απαγορεύεται η εκ περιτροπής τοποθέτηση Επισκόπου σε μια πόλη.
Στη σύγχρονη Ελληνική πραγματικότητα, οι όροι που τηρούνται και είναι σύμφωνοι προς τους κανόνες της Εκκλησίας είναι ο πρώτος και ο τέταρτος, ενώ στην περίπτωση του δεύτερου και τρίτου παραβαίνονται σαφώς οι Κανόνες αυτοί.





Τρίτη 16 Ιουνίου 2009

ΘΡΟΝΟΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΙ
Ιωάννη Καρδάση, Χημικού-Οικονομολόγου


Ο όρος θρόνοι, στο Κανονικό Δίκαιο της Εκκλησίας, χρησιμοποιείται κυρίως για να δηλώσει μια συγκεκριμένη τοπική Εκκλησία. Το περιεχόμενο του όρου δηλώνει, όχι μόνο τη συγκεκριμένη τοπική Εκκλησία (π.χ. Θρόνος της Εκκλησίας της Κων/πολης), αλλά και το σύνολο της διοικητικής δικαιοδοσίας της συγκεκριμένης Εκκλησίας, δηλ. και τις επαρχίες της δικαιοδοσίας. Οι Θρόνοι μπορεί να είναι Επισκοπές, Αρχιεπισκοπές, Μητροπόλεις ή Πατριαρχεία, που κατατάσσονται σε συγκεκριμένη τάξη πρωτοκαθεδρίας. Με την πάροδο των αιώνων και τον τελικό διοικητικό σχηματισμό των τοπικών Εκκλησιών, ως Θρόνοι θεωρούνται κυρίως πλέον οι έδρες των Πατριαρχείων, στα οποία τελούνται κατ’ έτος οι θρονικές εορτές, επ’ ονόματι των Αποστόλων, ιδρυτών των Θρόνων αυτών. Οι Κανόνες της Εκκλησίας κατοχυρώνουν τα δίκαια των Θρόνων και την κανονική λειτουργία τους. Η έννοια των Θρόνων παρουσιάστηκε στην Εκκλησία αμέσως μετά την Β΄ Οικουμενική Σύνοδο (381).
Κατά την Αποστολική εποχή (1ο αιώνα), οι Απόστολοι είχαν ορισθεί από τον Ιδρυτή της Εκκλησίας, ως οικουμενικοί Επίσκοποι και ασκούσαν το λειτούργημα της Επισκοπής με τη βοήθεια των μαθητών και των συνεργατών τους και των τοπικών Πρεσβυτέρων και Διακόνων. Ο τίτλος Επίσκοπος στην Κ.Δ. αποδίδεται και στους Πρεσβυτέρους, τους προεστούς, τους έχοντες το προβάδισμα μεταξύ των Πρεσβυτέρων κάθε τοπικής Εκκλησίας, το ίδιο δε φαινόμενο παρατηρείται και στις πηγές της μεταποστολικής εποχής. Η σύγχυση αυτή δεν είναι άσχετη προς τις ειδικές συνθήκες, οι οποίες επικράτησαν κατά την Αποστολική εποχή και κατά την πρώτη μετά το θάνατο των Αποστόλων γενεά, κατά την οποία οι όροι Επίσκοποι και Πρεσβύτεροι εναλλάσσονται για να δηλώσουν τους φορείς της ίδιας εξουσίας. Πιθανότατα στην περίοδο αυτή ο τίτλος Επίσκοπος περιοριζόταν μόνο στους κατά τόπους προεστούς Πρεσβυτέρους, γιατί οι διάδοχοι των Αποστόλων στο Αποστολικό λειτούργημα της Επισκοπής, που προερχόταν κυρίως από τους στενούς και δοκιμασμένους συνεργάτες τους, έφεραν τον τίτλο του Προφήτη ή του Αποστόλου (π.χ. Εβδομήκοντα), ιδιαίτερα μετά το θάνατο των μαθητών του Κυρίου.
Οι μαθητές και διάδοχοι των Αποστόλων, οι οποίοι σαν συνεργάτες τους ήταν γνωστοί και επώνυμοι στις τοπικές Εκκλησίες της πρώιμης μεταποστολικής εποχής, δηλώνονταν και με την απλή παράθεση του ονόματός τους (Κλήμης, Ιγνάτιος, Πολύκαρπος κ.ά.), χωρίς την παράθεση του τίτλου τους. Ωστόσο, όταν τελικά εγκαταστάθηκαν στην τοπική Εκκλησία, που ήταν το κέντρο του Αποστολικού τους έργου, ο τίτλος Επίσκοπος χρησιμοποιήθηκε αποκλειστικά από αυτούς και από όσους αυτοί χειροτόνησαν στις τοπικές Εκκλησίες της περιοχής ευθύνης τους. Αυτό συνέβη κυρίως στις αρχές του 2ου αιώνα, οπότε ο τίτλος Επίσκοπος ταυτίζεται με το φορέα της Αποστολικής Διαδοχής και εξουσίας σε κάθε τοπική Εκκλησία, όπως φαίνεται από τις επιστολές του Αντιοχείας Ιγνάτιου. Τότε αποσαφηνίστηκε η τρίπτυχη ανάπτυξη των βαθμών του ανώτερου Κλήρου (Επίσκοπος–Πρεσβύτερος–Διάκονος) σε κάθε τοπική εκκλησία. Προς το τέλος του 2ου αιώνα άρχισε η ανάπτυξη των ενοριών, στις οποίες ποίμαναν Πρεσβύτεροι με εντολή του Επισκόπου. Όταν αναπτύχθηκαν χριστιανικές κοινότητες πλησίον των πόλεων, όπου ποίμαναν Επίσκοποι, αυτοί μπορούσαν να χειροτονήσουν Επισκόπους υπαγόμενους σε αυτούς, χωρίς καμιά άλλη αυτονόμησή τους (Χωροεπίσκοποι).
Το ανωτέρω τρίπτυχο (Επίσκοπος-Πρεσβύτερος-Διάκονος) παρέμεινε αναλλοίωτο, για τους δυο πρώτους αιώνες, ενώ άρχισε να χρησιμοποιείται ο τίτλος του Αρχιεπισκόπου, ως τίτλος τιμής για τους Επισκόπους μεγάλων πόλεων. Τέτοιο παράδειγμα υπάρχει (κατά τον ιστορικό Σωκράτη) με πόλεις όπως: Άγκυρα, Αδριανούπολη, Ακυληϊα (Τεργέστη), Αλεξάνδρεια, Αντιόχεια Πισιδίας, Αντιόχεια Συρίας, Έφεσος, Θεσσαλονίκη, Ικόνιο, Ίσπαλη (Σεβίλλη), Καισάρεια Καππαδοκίας, Καισάρεια Παλαιστίνης, Καρχηδόνα, Κορδούη (Κόρδοβα), Κόρινθος, Κωνσταντινούπολη, Λαοδίκεια Συρίας, Λούγδουνο (Λυών), Μασσαλία, Μεδιόλανο (Μιλάνο), Νικομήδεια, Νικόπολη, Νύσσα, Ρώμη, Σεβάστεια, Συρακούσες, Τάραντας, Ταρσός κ.ά. Ο τίτλος Αρχιεπίσκοπος με τη σημασία του πρώτου των Επισκόπων και όχι σαν τίτλος τιμής χρησιμοποιήθηκε αρχικά για τον Επίσκοπο Αλεξανδρείας και στο διάστημα από την Β΄ μέχρι την Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο και από τους Επισκόπους Κων/πόλεως, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων. Μεταξύ αυτών ξεχώρισαν ιδιαιτέρως τρεις ισχυρότατες πόλεις, των οποίων οι Επίσκοποι έχαιραν ιδιαίτερης τιμής. Είναι ο Επίσκοπος Ρώμης, της πρώτης Αποστολικής καθέδρας του Αποστόλου Πέτρου, ο Επίσκοπος Αλεξανδρείας, την Εκκλησία της οποίας ίδρυσε ο Απόστολος Μάρκος, μαθητής του Πέτρου και ο Επίσκοπος Αντιοχείας, την οποίαν Εκκλησίαν ίδρυσε πάλιν ο Απόστολος Πέτρος. Οι τρεις αυτές Επισκοπές αποκαλούνται και «πετρίνιοι θρόνοι».
Στην πορεία της διάρθρωσης της διοίκησης της ενιαίας Εκκλησίας, παρουσιάστηκε η ανάγκη, όπως οι Επίσκοποι πόλεων μιας επαρχίας υπαχθούν σε μια ενιαία διοίκηση, αυτήν του Επισκόπου της πρωτεύουσας της Επαρχίας, η οποία πρωτεύουσα ονομάσθηκε Μητρόπολη και κατ’ ακολουθίαν ο Επίσκοπος αυτής, Μητροπολίτης. Τότε εισήχθη και το Μητροπολιτικό σύστημα διοίκησης της Επαρχίας, στο οποίο οι Επίσκοποι της Επαρχίας με την κεφαλή αυτής, τον Μητροπολίτη, αποτελούσαν την Σύνοδο της Μητρόπολης. Αυτό το Μητροπολιτικό σύστημα διοίκησης εισήχθη με την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο (325).
Μετά την Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο εισήχθη το Πατριαρχικό διοικητικό σύστημα, όπου όλες οι Μητροπόλεις με τις Επισκοπές μιας ευρύτατης διοικητικής περιφέρειας υπήχθησαν στον Επίσκοπο της πρωτεύουσας της μεγάλης αυτής διοικητικής περιφέρειας, ο οποίος απέκτησε τον τίτλο του Πατριάρχη. Τέτοιοι τίτλοι απενεμήθησαν σε πέντε από τους Επισκόπους της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας: των Επισκόπων Ρώμης, Κωνσταντινούπολης, Αλεξάνδρειας, Αντιόχειας και Ιεροσολύμων, τίτλοι οι οποίοι διατηρήθηκαν μέχρι σήμερα. Κατά καιρούς, ο τίτλος αυτός είχε δοθεί και σε Επισκόπους άλλων πόλεων (Καρχηδόνας κ.ά), αλλά τελικά δεν επικράτησε. Οι Πατριάρχες των πέντε αυτών μεγάλων εκκλησιαστικών περιοχών της Χριστιανοσύνης αναδείχθηκαν οι πέντε διοικητικές κεφαλές του εκκλησιαστικού σώματος και είχαν απόλυτη ανεξαρτησία στα όρια της δικαιοδοσίας τους. Αργότερα, ο τίτλος του Πατριάρχη, αλλά χωρίς τα Πατριαρχικά δίκαια, δόθηκε σε αρχηγούς αυτοκεφάλων Εκκλησιών, όπως Βουλγαρίας, Ρωσίας, Σερβίας, Ρουμανίας και Γεωργίας. Εν τούτοις, οι νέοι αυτοί Πατριάρχες δεν έχουν την ίδια κανονική κατοχύρωση προς τα πρεσβυγενή Πατριαρχεία, αφ’ ενός μεν γιατί δεν έχουν τιμηθεί με εξαιρετικά «πρεσβεία τιμής», αφ’ ετέρου δε γιατί δεν έχουν ανακηρυχθεί με απόφαση Οικουμενικής Συνόδου, γι’ αυτό και είναι δυνατή η κατάργησή τους, ενώ τούτο δεν μπορεί να συμβεί με τα πρεσβυγενή.
Κατά την διάρκεια των 20 αιώνων εκκλησιαστικής ζωής έγιναν προσπάθειες από την πρώτη Αποστολική καθέδρα της Ρώμης για υπέρβαση των πρεσβείων τιμής και επέκτασή τους και σε πρεσβεία διακονίας και εξουσίας, ούτως ώστε να διαταραχθεί η, από τις Οικουμενικές Συνόδους, θεσπισθείσα τάξη της Πενταρχίας και η αναγνώριση της καθέδρας αυτής, ως της μοναδικής ανωτάτης εξουσίας της Εκκλησίας, στην οποίαν δέον όπως υπάγονται όλες οι άλλες δικαιοδοσίες και τούτο με πρόφαση την στήριξη στην πρωτοκαθεδρία του αποστόλου Πέτρου έναντι των άλλων αποστόλων. Η απαίτηση αυτή, η οποία ανέκυψε στην καθέδρα αυτή ήδη από τον 1ο αιώνα και συνεχίζεται μέχρι σήμερα δεν έχει γίνει επίσημα αποδεκτή από τις υπόλοιπες τέσσερεις Πατριαρχικές δικαιοδοσίες.
Οι πέντε αυτές Αποστολικές καθέδρες, ήτοι της Ρώμης (του Αποστόλου Πέτρου), της Κων/πολης (του Αποστόλου Ανδρέα), της Αλεξάνδρειας (του Αποστόλου Μάρκου), της Αντιόχειας (του Αποστόλου Πέτρου) και των Ιεροσολύμων (του Αποστόλου Ιακώβου) αποκαλούνται Θρόνοι και είναι οι μόνες που τελούν, κατά παράδοση, τελετές προς τιμήν των ιδρυτών των Θρόνων αυτών, οι οποίες καλούνται θρονικές εορτές. Ουδεμία άλλη εκκλησιαστική δικαιοδοσία (Επισκοπή, Αρχιεπισκοπή, Μητρόπολη, Πατριαρχείο) δικαιούται να επικαλείται επιτέλεση θρονικής εορτής, παρ’ όλον ότι οι Απόστολοι ίδρυσαν εκκλησιαστικές δικαιοδοσίες και σε άλλες πόλεις της τότε Οικουμένης. Π.χ. είναι ανεπίτρεπτη, αν μη και ύποπτη, η επιτέλεση θρονικής εορτής της Εκκλησίας της Ελλάδος, ως δήθεν ιδρυθείσης από τον Απόστολο Παύλο.
Είναι γνωστόν, ότι ο Απ. Παύλος κατά τα διάφορα ταξίδια του ανά την τότε «Οικουμένη» πέρασε από διάφορες Ελληνικές πόλεις (Σαμοθράκη, Νεάπολη, Αμφίπολη, Φίλιπποι, Θεσσαλονίκη, Βέροια, Κόρινθος, Αθήνα, Μυτιλήνη, Σάμος, Κως, Ρόδος, κ.ά.), δίδαξε, έγραψε επιστολές, ίδρυσε εκκλησιαστικές δικαιοδοσίες (Φιλίππων, Θεσσαλονίκης, Βέροιας, Κορίνθου), όπως δε και άλλοι απόστολοι (Πέτρος, Ανδρέας, Μάρκος, Ιάκωβος, Βαρνάβας, κ.ά.) αυτές οι δικαιοδοσίες που ίδρυσε αφορούσαν πόλεις και όχι κράτη. Έτσι στην Ελληνική επικράτεια έχουμε επί παραδείγματι την Εκκλησία των Πατρών, που ίδρυσε ο Απόστολος Ανδρέας, την Εκκλησία της Κορίνθου που ίδρυσε ο Απόστολος Παύλος, την Εκκλησία των Θηβών, που ίδρυσε ο Απόστολος Λουκάς, την Εκκλησία της Κρήτης που ίδρυσε ο Απόστολος Τίτος, κ.ά. Στην Αθήνα, ο Παύλος δεν ίδρυσε εκκλησιαστική δικαιοδοσία, δεν κατέστησε Επίσκοπο, δεν έγραψε επιστολή. Πως λοιπόν και με ποιο δικαίωμα ανακηρύσσεται ιδρυτής της λεγόμενης Εκκλησίας της Ελλάδος (φυλετικής Εκκλησίας, ιδρυθείσας από τον Όθωνα) ο Απόστολος Παύλος;
Έτσι, παρατηρούμε, ότι στις Οικουμενικές Συνόδους και στην εν γένει εκκλησιαστική ιστορία έχουμε τους εξής σταθμούς στους εκκλησιαστικούς βαθμούς και τίτλους, καθώς και στην εν γένει εκκλησιαστική τάξη:
1.- Στους Αποστολικούς χρόνους και μέχρι την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο έχουμε τη δημιουργία των τριών εκκλησιαστικών βαθμών, του Διακόνου, του Πρεσβυτέρου και του Επισκόπου. Ο Επίσκοπος είναι η ανώτερη εκκλησιαστική αρχή μιας πόλεως και της γύρω περιοχής της, ενώ αναπτύχθηκε και ο θεσμός του Χωροεπισκόπου, δηλ. ενός Επισκόπου ποιμαίνοντος ύπαιθρο χώρα, τρόπον τινά βοηθό του Επισκόπου της πόλης που ανήκει η ύπαιθρος χώρα, χωρίς καμία διοικητική δικαιοδοσία ή δικαίωμα χειροτονίας Πρεσβυτέρου η Διακόνου (ιγ΄ κανόνας Αγκύρας, 314, ιδ΄ Νεοκαισαρείας, 315). Ο θεσμός αυτός με την πάροδο του χρόνου ατόνησε.
2.- Με την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο (325) εισάγεται επίσημα ο θεσμός του Μητροπολίτη, δηλ. του Επισκόπου μιας πιο ευρύτερης εκκλησιαστικής περιοχής, της Μητρόπολης στην οποίαν υπάγονται οι Επίσκοποι μικρότερων πόλεων και περιοχών και οι οποίοι συγκροτούν, μαζί με τον Μητροπολίτη, την επαρχιακή Σύνοδο της Μητρόπολης (δ΄, στ΄, ζ΄ Α΄ Οικουμενικής). Αξιοσημείωτο είναι, ότι οι Προκαθήμενοι των Αποστολικών θρόνων Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ρώμης αναφέρονται ως Επίσκοποι και υπερτερούν των υπ’ αυτών Μητροπολιτών (στ΄ κανόνας). Στον ζ΄ κανόνα για πρώτη φορά αναφέρεται ο Επίσκοπος της Αιλίας Καπιτωλίνας (δηλ. των Ιεροσολύμων), παρ’ όλον ότι υπήγετο στον Μητροπολίτη Καισαρείας της Παλαιστίνης. Στην Α΄ Σύνοδο δεν αναφέρεται καθόλου ο Κων/πόλεως, καθότι δεν είχε ιδρυθεί ακόμη η Νέα Ρώμη και ο Επίσκοπος Βυζαντίου υπήγετο στη Μητρόπολη Ηρακλείας. Έτσι στη Σύνοδο αυτή αρχίζει να σχηματοποιείται η σειρά των Θρόνων: Ρώμης, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων. Επίσης στη Σύνοδο αυτή αρχίζει να εμφανίζεται η σύγκρουση των Θρόνων με την επιβολή του Όρου της Αλεξάνδρειας, από τον Μ. Κων/νο, αντί εκείνου της Αντιόχειας, με το απλό σκεπτικό, ότι η Αλεξάνδρεια ήταν η ισχυρότερη και πλουσιότερη πόλη της Αυτοκρατορίας, το μεγαλύτερο λιμάνι και η πόλη με τρομερή πνευματική ανάπτυξη, ένα είδος κλασσικής Αθήνας.
3.- Στις μετά την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο και μέχρι τη Β΄ Οικουμενική Σύνοδο (381), συγκροτηθείσες τοπικές Συνόδους Γάγγρας (340), Αντιόχειας (341), Σαρδικής (347) και Λαοδίκειας (364), δεν υπάρχει μεταβολή στο εκκλησιαστικό διοικητικό σύστημα και παραμένει ο θεσμός του Επισκόπου και του Μητροπολίτη, εμφανίζεται δε πάλι ο Χωροεπίσκοπος στον ι΄ κανόνα της Αντιοχείας. Στον γ΄ κανόνα της Σαρδικής πρωτοεμφανίζεται το έκκλητο, το οποίον μπορούν να ασκήσουν Επίσκοποι, όταν κατακρίνονται από άλλους συνεπισκόπους τους, οπότε μπορούν να καταφύγουν στον Επίσκοπο Ρώμης (από αγάπη και τιμή στη μνήμη του Αποστόλου Πέτρου), οπότε εάν αυτός κρίνει το παράπονο ορθό, δύναται να αναπέμψει την υπόθεση προς επανάκριση από τους πλησιόχωρους Επισκόπους της επαρχίας του κατακριθέντα. Παρόμοιος είναι και ο δ΄ της Σαρδικής, όπου την καθαίρεση ενός Επισκόπου από πλησιόχωρους Επισκόπους πρέπει να επικυρώσει ή να ακυρώσει τελικά ο Επίσκοπος Ρώμης. Επίσης και ο ε΄ της αυτής Συνόδου διαλαμβάνει για τον κατηγορούμενο Επίσκοπο, ότι μετά τη δευτέρα κρίση μπορεί εκ νέου να καταφύγει στον Ρώμης, ώστε αν θελήσει να αναψηλαφηθεί η υπόθεσή του, να αποστείλει αντιπροσώπους του σε νέα σύνοδο, που θα κρίνει πάλι τον Επίσκοπο. Σημειωτέον, ότι δεν υπάρχει κανόνας για παρόμοιες περιπτώσεις, που να ασκείται έκκλητο από τον Αλεξανδρείας ή τον Αντιοχείας, οπότε το έκκλητο του Ρώμης, με τους ανωτέρω τρεις κανόνες της Συνόδου της Σαρδικής (γ΄, δ,΄ ε΄) παραμένει και ισχύει για τους Επισκόπους ολοκλήρου της τότε Εκκλησίας.
4.- Στη Β΄ Οικουμενική Σύνοδο (381) έχουμε οριοθέτηση των δικαιοδοσιών των Επισκόπων Αλεξανδρείας, Ανατολής, Αντιόχειας, Ασίας, Πόντου και Θράκης (β΄ κανόνας), χωρίς να αναφέρεται ο Ρώμης, καθότι η δικαιοδοσία αυτού ήταν η πρώτη που είχε καθορισθεί και δεν υπήρχαν εμπλοκές. Δικαιολογία γι’ αυτό τον κανόνα είναι η επέμβαση του Αλεξανδρείας Πέτρου Β΄ στην χειροτονία του Κων/πόλεως Μάξιμου το 381, που θεωρήθηκε εισπήδηση σε ξένη εκκλησιαστική δικαιοδοσία, η δε απομάκρυνση του Κων/πόλεως Γρηγορίου Θεολόγου ήταν το επιστέγασμα της συνδυασμένης πάλης των θρόνων Ρώμης και Αλεξάνδρειας κατά του νεοεμφανιζόμενου θρόνου της Κων/πόλεως. Απότοκος της ανάδειξης του νέου αυτού θρόνου είναι ότι στη Σύνοδο αυτή με τον γ΄ κανόνα αυτής («Τον μεν Κων/πόλεως Επίσκοπον έχειν τα πρεσβεία της τιμής μετά τον της Ρώμης Επίσκοπον, δια το είναι αυτήν Νέαν Ρώμην»), έχουμε για πρώτη φορά την εμφάνιση του Επισκόπου Κων/πόλεως να καταλαμβάνει την 2η θέση μετά τον Ρώμης, ως προς τα πρεσβεία τιμής, οπότε διαμορφώνεται η τελική κατάταξη των θρόνων, που ισχύει μέχρι σήμερα: Ρώμη, Κων/πολη, Αλεξάνδρεια, Αντιόχεια, Ιεροσόλυμα. Η εμφάνιση για πρώτη φορά του Επισκόπου Κων/πόλεως και η τοποθέτησή του προ του της Αλεξανδρείας και μετά τον Ρώμης, ενώ ικανοποιεί τη Ρώμη, δεν ικανοποιεί την Αλεξάνδρεια, η οποία μετατίθεται στην 3η θέση στην τάξη της τιμής. Η σύγκρουση των θρόνων έχει ήδη αρχίσει και παίρνει διαστάσεις.
5.- Στις δυο τοπικές Συνόδους, τις μεταξύ της Β΄ και Γ΄ Οικουμενικών Συνόδων διεξαχθείσες, η Κων/πόλεως (394) και η Καρθαγένης (418) δεν βλέπουμε μεταβολές στους θεσμούς Επισκόπων, Αρχιεπισκόπων και Μητροπολιτών, ούτε στους Επισκόπους των 5 μεγάλων εκκλησιαστικών δικαιοδοσιών. Στην τελευταία Σύνοδο (ριβ΄ κανόνας) καταγράφεται η διχόνοια μεταξύ του Ρώμης Ιννοκεντίου Α΄ και του Αλεξανδρείας Κυρίλλου Α΄ και το Σχίσμα μεταξύ των Εκκλησιών αυτών εξ αφορμής της καταδίκης και εξορίας του Κων/πόλεως Ιωάννη Χρυσόστομου: «Ήρεσεν έτι μην, ώστε περί της διχονοίας της Ρωμαϊκής και Αλεξανδρινής Εκκλησίας, προς τον αγιώτατον Πάπαν Ιννοκέντιον γραφήναι, όπως εκατέρα Εκκλησία προς αλλήλας ειρήνην φυλάξωσιν, ην Κύριος παραγγέλλει». Εδώ, σημειώνεται, ότι είναι η πρώτη φορά, που ο Επίσκοπος Ρώμης αναφέρεται με την προσηγορία Πάπας. Η διχόνοια αυτή αργότερα τερματίσθηκε, μέχρι του σημείου στην Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο, ο Αλεξανδρείας Κύριλλος Α’ (μέγας θεολόγος) να σέρνει κυριολεκτικά από τη μύτη τον Ρώμης Κελεστίνο Α΄ (αθεολόγητο) και να θριαμβεύει ο θρόνος της Αλεξάνδρειας επί του Θρόνου της Ρώμης.
6.- Στην Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο (431) τίποτε δεν πήγε σωστά. Η Σύνοδος ξεκίνησε με απουσία των άλλων Εκκλησιών (Ρώμης, Κων/πόλεως, Αντιοχείας, Ιεροσολύμων) και με άρνηση του αυτοκράτορα Θεοδόσιου Β΄ να κηρύξει την έναρξη και τούτο, διότι ο Κύριλλος εβιάζετο να καθαιρέσει τον Κων/πόλεως Νεστόριο και έτσι στο πρόσωπό του να κτυπήσει το Θρόνο της Κων/πολης, που είχε υπερσκελίσει εκείνον της Αλεξάνδρειας με το γ΄ κανόνα της Β΄ Συνόδου. Αργότερα, στους Συνοδικούς προστέθηκαν εκείνοι της Ρώμης, που συμφώνησαν με τον Κύριλλο. Οι «ανατολικοί» Επίσκοποι Αντιόχειας και Ιεροσολύμων ήρθαν αργότερα, έμαθαν την έναρξη της Συνόδου, αντέδρασαν και με πρωτοβουλία του Αντιοχείας Ιωάννη Α΄ καθαίρεσαν σε ξεχωριστή σύνοδο τον Κύριλλο. Τότε ο Κύριλλος και οι περί αυτόν επέβαλαν ακοινωνησία και αργία στον Ιωάννη και τους περί αυτόν. Ο Θεοδόσιος Β΄ πληροφορηθείς τα τεκταινόμενα κήρυξε όλες τις αποφάσεις άκυρες και τον Κύριλλο έκπτωτο, καθότι τον θεωρούσε επικίνδυνο άνθρωπο, προς τούτοις δε τον έθεσε στη φυλακή. Εν συνεχεία, ο Κύριλλος δραπέτευσε και έφυγε για την Αλεξάνδρεια, οπότε η Σύνοδος αυτή ούτε άρχισε ποτέ, ούτε έληξε ποτέ και δημιουργήθηκε Σχίσμα μεταξύ Αλεξάνδρειας και Αντιόχειας για δυο τουλάχιστον χρόνια. Τελικά, με διαμεσολαβήσεις άλλων Επισκόπων και εκατέρωθεν υποχωρήσεις και συνδιαλλαγές δημοσιεύθηκε κείμενο με το όνομα «Έκθεσις Πίστεως των Διαλλαγών», που απετέλεσε τελικά τον Όρο της Γ΄ Οικουμενικής και έτσι τερματίσθηκε το Σχίσμα. Αυτό το μικρό ιστορικό δείχνει τη μάχη της πρωτοκαθεδρίας του Θρόνου της Αλεξάνδρειας έναντι των άλλων Θρόνων και την τελική της επιτυχία. Επίσης στη Σύνοδο αυτή πρωτοεμφανίζεται και κατοχυρώνεται η αυτοκεφαλία της Εκκλησίας της Κύπρου, οπότε οι Επίσκοποι Κωνσταντίας Ρηγίνος, Κυρίνης Ζήνων και Σόλων Ευάγριος αυτονομούνται από τον εναγκαλισμό του Θρόνου της Αντιόχειας, η οποία προσπαθούσε να ασκήσει διοίκηση πάνω στην Εκκλησία της Κύπρου, με το αιτιολογικό ότι οι Κύπριοι εκχριστιανίσθηκαν από τους Αντιοχείς, η δε πολιτική εξουσία εξασκείτο από τον Δούκα της Αντιόχειας. Είναι η πρώτη και μοναδική περίπτωση Εκκλησίας, που η αυτοκεφαλία της έχει δοθεί με απόφαση Οικουμενικής Συνόδου. Είναι ένα ακόμη αποτέλεσμα της πάλης των Θρόνων Αλεξάνδρειας και Αντιόχειας με επικράτηση του πρώτου. Στη μάχη αυτή, η Αλεξάνδρεια για να επιτύχει το στόχο της και για να κλείσει τα μάτια των Ρώμης Κελεστίνου Α΄ και Σίξτου Γ΄ (θεολογικά ασήμαντων) παραδέχθηκε τις υπερφίαλες απόψεις τους για το πρωτείο και ειδικά του πρώτου στη Σύνοδο αυτή, που κατέθεσε τα παρακάτω, μέσω του αντιπροσώπου του, χωρίς ίχνος αντίδρασης από τους Πατέρες: «Ουδενί αμφίβολόν εστι, μάλλον δε πάσιν τοις αιώσιν εγνώσθη, ότι ο άγιος και μακαριώτατος Πέτρος, ο έξαρχος και κεφαλή των Αποστόλων, ο κίων της πίστεως, ο θεμέλιος της Καθολικής Εκκλησίας, από του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, του Σωτήρος και Λυτρωτού του γένους του ανθρωπίνου, τας κλεις της βασιλείας εδέξατο. και αυτώ δέδοται η εξουσία του δεσμείν και λύειν τας αμαρτίας, όστις έως του νυν και αεί εν τοις αυτού διαδόχοις και ζη και δικάζει. τούτου τοιγαρούν κατά τάξιν ο διάδοχος και τοποτηρητής, ο άγιος και μακαριώτατος Πάπας ημών Κελεστίνος, ο επίσκοπος, εις ταύτην την αγίαν σύνοδον διαδόχους ημάς της αυτού παρουσίας απέστειλεν…..». Και όλα αυτά για να επιβεβαιωθεί η ασκούμενη (και όχι απλώς ρητορική) πρωτοκαθεδρία του Θρόνου της Αλεξάνδρειας έναντι της Κων/πολης, στο πρόσωπο του Νεστόριου, αλλά και έναντι της Ρώμης στα πρόσωπα των μέτριων αυτών παπών. Βέβαια στη Δ΄ Οικουμενική οι ρόλοι αντεστράφησαν, η Ρώμη θριάμβευσε στο πρόσωπο του Λέοντα Α΄ έναντι της Αλεξάνδρειας, στο πρόσωπο του Διόσκορου, που αφορίσθηκε και έναντι της Κων/πολης με την άρνηση υπογραφής από τη Ρώμη του κη΄ κανόνα περί των ίσων πρεσβείων τιμής Ρώμης και Κων/πολης.
7.- Στο μεσοδιάστημα μεταξύ της Γ΄ και Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου έχουμε μια σύνοδο, που έμεινε στην Ιστορία με το όνομα «ληστρική», ονομασθείσα έτσι από τον Ρώμης Λέοντα Α΄, επειδή οι πατέρες δεν έκανα δεκτή την επιστολή του προς τον Κων/πόλεως Φλαβιανό (Τόμος του Λέοντα) και έτσι αμαύρωσαν (λήστεψαν) το θείο του δίκαιο. Η σύνοδος αυτή συγκλήθηκε στην Έφεσο το 449, με πρόεδρο τον Αλεξανδρείας Διόσκορο, μολονότι η επιστολή Θεοδοσίου Β΄ συνιστούσε εκ περιτροπής προεδρία στους Ιεροσολύμων Ιουβενάλιο και Καισαρείας Θαλάσσιο. Στη σύνοδο αυτή εμφανίζονται οι προθέσεις του Αλεξανδρείας Διόσκορου να γίνει κύριος της Οικουμένης, αλλά εδώ φάνηκε και ο καιροσκοπισμός του Ρώμης Λέοντα Α΄ να γίνει αυτός κυριάρχης, πράγμα που πέτυχε τελικά στην επόμενη Δ΄ Οικουμενική, η οποία υπήρξε ο θρίαμβος του Παπισμού στην Εκκλησιαστική Ιστορία. Μεταξύ των Θρόνων αυτών, το θύμα υπήρξε ο Κων/πόλεως Φλαβιανός. Ο Αλεξανδρείας στη «ληστρική» αυτή Σύνοδο επιτέθηκε ταυτόχρονα κατά Ρώμης, Κων/πόλεως και Αντιόχειας και επιτυγχάνει την αλλαγή της τάξης πρεσβείων τιμής θέτοντας νέα σειρά: Ρώμη, Αλεξάνδρεια, Αντιόχεια, Ιεροσόλυμα, Κων/πολη. Ο Ρώμης έλαβε το μέρος της Κων/πολης, από αντίδραση στην Αλεξάνδρεια. Η Σύνοδος αυτή δεν συγκαταριθμείται στις Συνόδους της Εκκλησίας και η νέα σειρά των Θρόνων δεν ίσχυσε. Πάντως, η Δ΄ Οικουμενική δεν αποκήρυξε τη «ληστρική», τουλάχιστον για δογματικούς λόγους.
8.- Η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος (451) είναι η Σύνοδος της αποθέωσης της παντοδυναμίας του Θρόνου της Ρώμης, τόσο στη θεολογία με την επικράτηση της Λεόντιας θεολογίας έναντι της Κυρίλλειας, όσο και με το πρωτείο της πρωτοθρόνου Αποστολικής καθέδρας της Ρώμης. Έτσι στην προτροπή του Αυτοκράτορα Μαρκιανού για σύνταξη νέου Χριστολογικού Όρου και παρά την αρχική αντίδραση των Πατέρων, συντάχθηκε Όρος Πίστεως, ο οποίος για το πρόσωπο του Χριστού περιείχε τη φράση: «εκ δυο φύσεων νοούμενον». Ο Όρος αυτός, που τελικά ονομάστηκε αρχικός Όρος επιδοκιμάσθηκε έντονα από τους Πατέρες, (πλην των Παπικών), οι οποίοι απαίτησαν την άμεση υπογραφή, χωρίς καμία τροποποίηση, διότι «το άγιον Πνεύμα τον όρον υπηγόρευσεν. Ο όρος ορθόδοξος εστίν» και ζήτησαν να υπογραφεί αμέσως και μάλιστα «επί των Ευαγγελίων», όποιος δε δεν υπέγραφε θεωρείται αιρετικός Νεστοριανός. Οι Παπικοί αντέδρασαν (ουσιαστικά δε ολίγοι Πατέρες), διότι: α/ περιείχε τη φράση: «εκ δυο φύσεων», που θεωρήθηκε μονοφυσιτίζουσα, β/ δεν περιείχε την παραμικρή φράση από τον Τόμο, γ/ είχε έντονα Κυρίλλειο χαρακτήρα. Έτσι, με τη σύμπραξη του Μαρκιανού, που απείλησε να μεταφέρει τη Σύνοδο στη Ρώμη, οι Πατέρες τροποποίησαν τον αρχικό Όρο και την επίμαχη φράση την διατύπωσαν: «εν δυο φύσεσιν….. γνωριζόμενον». Είναι χαρακτηριστικό, ότι από τα διασωθέντα κείμενα, το Ελληνικό κείμενο του όρου περιέχει την πρώτη φράση, ενώ το Λατινικό τη δεύτερη! Επίσης στη Σύνοδο αυτή υπήρξε θρίαμβος του Παπικού πρωτείου από τους Πατέρες με την παραδοχή, ότι ο Απόστολος Πέτρος μιλάει δια του Λέοντα, ότι ο Λέων είναι ο μακαριώτατος άνδρας όλων των Εκκλησιών και ότι είναι ο Αρχιεπίσκοπος πάσης της Οικουμένης. Στη Σύνοδο αυτή έγινε και μια μικρή αναβάθμιση του Θρόνου της Κων/πολης έναντι εκείνου της Ρώμης, όπου με τον κη΄ κανόνα, η νέα Ρώμη: «….. των ίσων απολαύουσαν πρεσβείων τη πρεσβυτέρα Βασιλίδι Ρώμη και εν τοις εκκλησιαστικοίς ως εκείνην μεγαλύνεσθαι πράγμασι, δευτέραν μετ’ εκείνην υπάρχουσαν». Στον ανωτέρω κανόνα, για πρώτη φορά έχουμε αναφορά στη λέξη «θρόνος» για τους Επισκόπους και των 5 μεγάλων εκκλησιαστικών δικαιοδοσιών της Αυτοκρατορίας. Τον κανόνα αυτό, η Ρώμη αρνήθηκε να τον υπογράψει και ουδέποτε τον αναγνώρισε. Με τον ανωτέρω κανόνα εισάγεται ο τίτλος του Αρχιεπισκόπου για τον Κων/πόλεως, ο δε τίτλος αυτός αφορά και τους υπόλοιπους 4 θρόνους, σύμφωνα με τον λ΄ κανόνα. Επίσης προσδιορίζεται, ότι ο Αρχιεπίσκοπος Κων/πόλεως διοικεί τους Μητροπολίτες Πόντου, Ασίας και Θράκης, καθώς και εκείνους των γειτονευουσών αυτών περιοχών της βαρβαρικής (π.χ. Αλανία, Ρωσία κ.ά.).
9.- Στο μεσοδιάστημα μεταξύ της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου (451) και της Ε΄ (553) πρωτοεμφανίζεται ο τίτλος του Πατριάρχη, ο οποίος απεδίδετο αρχικά στους Αρχιεπισκόπους Ρώμης και Κων/πόλεως και αργότερα και στους υπόλοιπους Αρχιεπισκόπους των Θρόνων, η δε προσαγόρευση Οικουμενικός Πατριάρχης, αρχικά για τον Αρχιεπίσκοπο Κων/πόλεως στο πρόσωπο του Ιωάννη Β΄ (518-520), αργότερα χρησιμοποιήθηκε και τυπικά από τον Αρχιεπίσκοπο Κων/πόλεως Ιωάννη Δ΄ Νηστευτή (582-595), παρά τις έντονες διαμαρτυρίες του Αρχιεπισκόπου Ρώμης Γρηγορίου Α΄ Διάλογου (590-604) στον Αυτοκράτορα Μαυρίκιο. Πάντως ο Ρώμης Αδριανός Α΄ προσφώνησε τον Κων/πόλεως Ταράσιο, ως Οικουμενικό Πατριάρχη κατά την Ζ΄ Οικουμενική το 787. Έκτοτε ο τίτλος Οικουμενικός Πατριάρχης, για τον Αρχιεπίσκοπο Κων/πόλεως παραμένει ως σήμερα αναλλοίωτος. Από την άλλη, ο εκκλησιαστικός τιμητικός τίτλος Πάπας χρησιμοποιήθηκε από τον 3ο αιώνα κυρίως για τον Αρχιεπίσκοπο Αλεξανδρείας και από τον 5ο αιώνα και από τον Αρχιεπίσκοπο Ρώμης, αλλά και από άλλους Αρχιεπισκόπους, Επισκόπους και Ιερείς. Σήμερα τον τίτλο αυτό τον κατέχουν αποκλειστικά ο Αρχιεπίσκοπος Ρώμης και ο Αρχιεπίσκοπος Αλεξανδρείας. Ο Ρώμης κατά καιρούς έχει προσθέσει και άλλους τιμητικούς τίτλους: Επίσκοπος Ρώμης, Βικάριος του Χριστού, διάδοχος του κορυφαίου των Αποστόλων, άκρος Αρχιερέας της Δύσεως, Πατριάρχης της Δύσεως, Πριμάτος της Ιταλίας, Αρχιεπίσκοπος και Μητροπολίτης της επαρχίας της Ρώμης, αρχηγός του κράτους του Βατικανού, δούλος των δούλων του Θεού. Ο δε Αλεξανδρείας έχει και τον τίτλο: Αυτού θειοτάτη Μακαριότης ο Πάπας και Πατριάρχης της Μεγάλης πόλεως Αλεξανδρείας, Λιβύης, Πενταπόλεως, Αιθιοπίας, πάσης γης Αιγύπτου και πάσης Αφρικής, Πατήρ Πατέρων, Ποιμήν Ποιμένων, Αρχιερεύς Αρχιερέων, τρίτος και δέκατος των Αποστόλων και Κριτής της Οικουμένης.
10.- Μετά τη Σύνοδο της Χαλκηδόνας (451) η αντίδραση εναντίον της, αλλά και εναντίον του Τόμου του Λέοντα εντάθηκε, καθότι θεωρείτο, ότι η διδασκαλία του αγίου Κυρίλλου είχε πληγεί και έπρεπε να αποκατασταθεί χωρίς συμβιβασμό. Ο Αντιοχείας Σεβήρος ανέπτυξε ένα τύπο Μονοφυσιτισμού πολύ κοντά στη Χριστολογία του αγίου Κυρίλλου. Απέρριψε, όπως και άλλοι τον όρο της Χαλκηδόνας, ως νεωτερισμό, αλλά ήταν. Η Σύνοδος της Χαλκηδόνας είχε δεχτεί ως πλήρη μέλη της τον Κύρου Θεοδώρητο, τον Μοψουεστίας Θεόδωρο και τον Εδέσσης ΄Ιβα, αλλά παρ’ όλα αυτά η Ε΄ Σύνοδος μετά από 100 χρόνια τους καταδίκασε, για να ικανοποιηθούν οι Μονοφυσίτες, παρ’ όλη τη σφοδρή αντίδραση του Ρώμης Βιγίλιου. Η Σύνοδος εκτός της καταδίκης των τριών ανωτέρω κεφαλών, αναθεμάτισε το πρόσωπο και τα συγγράμματα του Ωριγένη και τα συγγράμματα Δίδυμου και Ευάγριου. Επίσης καθήρεσε τον Πάπα Βιγίλιο, τον οποίον αποκατέστησε ο Ιουστινιανός όταν το επόμενο έτος υπέγραψε τα πρακτικά της Συνόδου (δηλαδή ακύρωσε την απόφαση της Συνόδου!) και τον απέστειλε στη Ρώμη, καθ’ όδόν όμως απεβίωσε. Τα πρακτικά της Συνόδου και τις αποφάσεις της αναγνώρισε και ο διάδοχος του Βιγίλιου, Πελάγιος Α΄, ως και οι μετά από αυτόν Πάπες. Εκείνο όμως το οποίον είναι μεγαλύτερης σημασίας είναι ότι κατά την διάρκειας της μακράς ιστορίας της αντιπαλότητας μεταξύ της σκέψης των Σχολών Αλεξάνδρειας και Αντιόχειας, οι Αντιοχειανοί είχαν τώρα να υποστούν το μεγαλύτερό τους κτύπημα: η διδασκαλία τους καταδικάσθηκε από μια Οικουμενική Σύνοδο. Οι Αυτοκράτορες Μαρκιανός και Πουλχερία με την υποταγή τους στον Πάπα Λέοντα, ο Ιουστινιανός με την εχθρική στάση του προς το Ελληνικό πνεύμα και ο Ηράκλειος με τη στάση του έναντι των Μονοφυσιτών στη Μ. Ανατολή συνέβαλαν στην παρακμή του Ελληνικού πνεύματος και γενικότερα της Ελληνικής ακτινοβολίας, αλλά και στη συρρίκνωση του Βυζαντίου. Πάντως η Σύνοδος, μολονότι δεν αποτελεί το τελικό συμπέρασμα της Χριστολογίας (γιατί είναι μόνο η μια φάση της), προχώρησε περισσότερο ακόμη προς τις Αντιχαλκηδόνιες Εκκλησίες. Έτσι τελικά, στη Ε΄ Σύνοδο έχουμε θρίαμβο της Αλεξάνδρειας έναντι της Ρώμης και της Αντιόχειας και ανατροπή της κατάστασης, που είχε δημιουργηθεί στην προηγούμενη Δ΄.
11.- Στην ΣΤ΄ Οικουμενική Σύνοδο, το 681, έχουμε καταδίκη του Μονοθελητισμού και Μονοενεργητισμού και των φορέων των αιρέσεων αυτών, τους οποίους η Σύνοδος αυτή αναθεμάτισε. Σ’ αυτούς συγκαταλέγονται 6 Πατριάρχες: Ρώμης Ονώριος, Κων/πόλεως Σέργιος, Πύρρος, Παύλος, Πέτρος, Αλεξανδρείας Κύρος και ένας Επίσκοπος, ο Φαράν Θεόδωρος. Στη Σύνοδο αυτή έχουμε θρίαμβο του Παπισμού, στο πρόσωπο του Ρώμης Αγάθωνα, με τη βοήθεια του Παπόφιλου Αυτοκράτορα Κων/νου Δ΄ Πωγωνάτου. Ο Αυτοκράτορας στήριξε το Παπικό πρωτείο και ανέθεσε στον Πάπα Αγάθωνα τη σύγκλιση της ΣΤ΄ Οικουμενικής Συνόδου, στην οποίαν έγινε δεκτή η επιστολή Αγάθωνα, όπως στην Δ΄ είχε γίνει δεκτός ο Τόμος Λέοντα Α΄. Ο Πάπας Αγάθωνας (678-681) άσκησε και τόνισε ιδιαίτερα το Πρωτείο. Επί ποιμαντορίας του καταργήθηκε η «λογία» (Κορ. Α΄ 16. 1) για την επικύρωση της εκλογής του από τον Αυτοκράτορα. Έκτοτε, η επικύρωση δεν συνοδευόταν από το τεράστιο χρηματικό ποσό που δινόταν στον Αυτοκράτορα για την επικύρωση αυτή (σιμωνία;). Ενεργοποίησε την επιστολή του Κων/νου Δ΄ Πωγωνάτου, για τη σύσταση θεολογικών επιτροπών Ανατολικών και Δυτικών και την επίλυση του σχίσματος της Ραβέννας και της αίρεσης του Μονοενεργητισμού. Επ’ αυτών των θεμάτων παρακαλούσε ο Αυτοκράτορας τον Πάπα να συγκαλέσει Οικουμενική Σύνοδο για την επίλυσή τους. Ο Πάπας δέχθηκε τη πρόταση και συγκάλεσε τοπική Σύνοδο στη Ρώμη για τη προετοιμασία της Οικουμενικής Συνόδου, η οποία συνεκλήθη στην Κων/πολη ως ΣΤ΄ Σύνοδος και καταδίκασε τον Μονοθελητισμό και Μονοενεργητισμό. Έτσι, στη Σύνοδο αυτή έχουμε επιβολή της Ρώμης, έναντι όλων των άλλων Πατριαρχείων και τελικό κτύπημα κατά των Αντιχαλκηδόνιων Εκκλησιών.
12.- Η Πενθέκτη Οικουμενική (691) συνεκλήθη από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό Β΄ τον ρινότμητο και εξέδωσε αποκλειστικά κανόνες των δυο προηγουμένων Συνόδων Ε΄ και ΣΤ΄, οι οποίες δεν είχαν εκδώσει κανόνες. Στη Σύνοδο αυτή έχουμε την επίσημη αναφορά στους τίτλους Μητροπολίτης και Πατριάρχης στον ζ΄ κανόνα αυτής, αλλά και σε άλλους κανόνες της. Με τον λστ΄ κανόνα της ανανεώνει τον κη΄ κανόνα της Δ΄ περί του Κωνσταντινουπόλεως θρόνου, ως «….. των ίσων απολαύειν πρεσβείων του της πρεσβυτέρας Ρώμης θρόνου και εν τοις εκκλησιαστικοίς ως εκείνον μεγαλύνεσθαι πράγμασιν, δεύτερον μετ’ εκείνον υπάρχοντα, μεθ’ ο της Αλεξανδρέων Μεγαλοπόλεως αριθμείσθω θρόνος, είτα ο Αντιοχείας, και μετά τούτον, ο της των Ιεροσολυμιτών πόλεως». Με τον λθ΄ κανόνα αυτής επιβεβαιώνεται για μια ακόμη φορά, η αυτοκεφαλία της Εκκλησίας της Κύπρου και η ανάδειξη και χειροτονία του Αρχιεπισκόπου αυτής αποκλειστικά από τους δικούς της Επισκόπους.
13.- Στην Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδο (787) κατά της Εικονομαχίας, δεν φαίνεται μεταβολή στο εκκλησιαστικό καθεστώς των Θρόνων, εκτός μόνον της de facto αναγνώρισης της διπλής ιδιότητας του Πάπα της Ρώμης, ως εκκλησιαστικού, αλλά και κοσμικού άρχοντος, χωρίς την επιβολή οιασδήποτε ποινής ή άλλης ενέργειας, βάσει των κανόνων της Εκκλησίας, τούτο δε επικυρώνεται από την παρουσία του Πάπα Αδριανού Α΄ (δια των αντιπροσώπων αυτού, Πέτρου Αρχιπρεσβυτέρου Ρώμης και Πέτρου Πρεσβυτέρου και Ηγουμένου της Ι.Μ. αγίου Σάββα Ρώμης) στη Σύνοδο αυτή. Σημειώνεται εδώ, ότι η Εκκλησία της Ρώμης είχε επιτύχει υπό τον Πάπα Στέφανο Γ΄, να αναγνωρισθεί ως αυτόνομο κράτος το 754 από τον Βασιλέα των Φράγκων Πεπίνο Γ΄ τον Βραχύ (715-768, πατέρα του Καρλομάγνου) με συγκεκριμένη εδαφική κυριαρχία, θεσμούς και λειτουργίες εξουσιαστικής επιβολής στις διεθνείς σχέσεις. Η respublica romana μετετράπη από τον Πάπα Στέφανο και τον Πεπίνο σε Patrimonium Petri και ο Φράγκος Βασιλιάς σε Patricius Romanus (Μητροπολίτη Πισιδίας Μεθόδιου, Έλληνες και Λατίνοι, σελ. 74). Έκτοτε και μέχρι του Σχίσματος του 1054, η Εκκλησία της Ρώμης δεν παύει να εμφανίζεται σε όλες τις Συνόδους, όπου έλαβε μέρος, να έχει Προκαθήμενο, κατέχοντα τόσο την εκκλησιαστική, όσο και την κοσμική εξουσία.
14.- Τέλος η Η΄ Οικουμενική Σύνοδος (όπως η ίδια αυτοαποκαλείται) του 879 συντέλεσε στην εκ νέου προσέγγιση Ρώμης και Κωνσταντινούπολης, η διένεξη των οποίων για την ανάρρηση του Φωτίου στον Θρόνο της δεύτερης και την ιεραποστολή στη Βουλγαρία, τις είχε διχάσει. Στη Σύνοδο αυτή καταδικάστηκε επίσης και η προσθήκη του Φιλιόκβε στο Σύμβολο της Πίστης. Η Σύνοδος αυτή είναι η τελευταία Σύνοδος της ενωμένης Εκκλησίας, στην οποία φαίνεται, ότι όλοι οι Θρόνοι ευρίσκονται εν ομονοία.
Από την όλη πορεία της Εκκλησιαστικής Ιστορίας εμφαίνεται, ότι στην καταπολέμηση των διαφόρων αιρέσεων εμφιλοχώρησε και η διαπάλη μεταξύ των Θρόνων για την πρωτοκαθεδρία. Η μόνη αδιαμφισβήτητη πρωτοκαθεδρία θεωρείται και παραμένει εισέτι, εκείνη του Θρόνου της Ρώμης, ως της πρώτης Αποστολικής καθέδρας του πρωτοκορυφαίου Αποστόλου Πέτρου. Παρ’ όλα αυτά ο δευτερόθρονος εκείνος και κατόπιν τριτόθρονος της Αλεξανδρείας πολλάκις προσπάθησε να υπερσκελίσει εκείνον της Ρώμης. Αλλά και μεταξύ των άλλων θρόνων υπήρξε διαμάχη. Έτσι:
1.- Στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο, όπου ενυπάρχουν μόνο τρεις θρόνοι: Ρώμης, Αλεξάνδρειας, Αντιόχειας, η διαμάχη βρίσκεται μεταξύ Αλεξάνδρειας και Αντιόχειας με νικητή την Αλεξάνδρεια.
2.- Στη Β΄ Οικουμενική Σύνοδο, ενυπάρχουν και οι πέντε θρόνοι με τη σειρά που υπάρχει μέχρι σήμερα: Ρώμη, Κων/πολη, Αλεξάνδρεια, Αντιόχεια, Ιεροσόλυμα. Εδώ έχουμε νίκη της Κων/πολης επί της Αλεξάνδρειας.
3.- Στη Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο έχουμε πλήρη θρίαμβο της Αλεξάνδρειας έναντι της Ρώμης και της Αντιόχειας.
4.- Στη Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο έχουμε πλήρη θρίαμβο της Ρώμης έναντι της Αλεξάνδρειας και μικρή εξύψωση της Κων/πολης.
5.- Στην Ε΄ Οικουμενική Σύνοδο έχουμε ήττα της Ρώμης και της Αντιόχειας και άνοδο της Αλεξάνδρειας.
6.- Στην ΣΤ΄ Οικουμενική Σύνοδο, η Ρώμη κατατροπώνει την Αλεξάνδρεια και γίνεται ουσιαστικά επικυρίαρχος στους άλλους θρόνους, κάτι που θα διαρκέσει μέχρι και σήμερα, ακόμη και μετά το Σχίσμα.
Όλες οι παραπάνω εναλλαγές επιτελούνται κυρίως μεταξύ Ρώμης και Αλεξάνδρειας και δευτερευόντως με τους άλλους Θρόνους και μπορεί να παρατηρήσει κανείς, ότι κυρίως αναφέρονται σε διαμάχες μεταξύ των λεγομένων «πετρίνειων θρόνων», Ρώμης, Αλεξάνδρειας, Αντιόχειας. Ο θρόνος των Ιεροσολύμων φαίνεται να μην εμπλέκεται στις διαμάχες. Η κρίση μεταξύ Ρώμης και Κων/πολης αρχίζει να εμφανίζεται κυρίως στην εποχή του Μ. Φωτίου και μετέπειτα κορυφώνεται με την εγκατάσταση Φράγκων Παπών στη Ρώμη με αποθέωση την κρίση του 1054 με τους αλληλοαφορισμούς. Μετά το Σχίσμα αρχίζει να βαθαίνει το χάσμα μεταξύ Ανατολής και Δύσης με διαχωρισμό των Θρόνων αφενός της Ρώμης και αφετέρου των υπόλοιπων τεσσάρων δικαιοδοσιών. Προσπάθεια επανένωσης, το 1439, απέτυχε, αλλά δημιούργησε μια άλλη κατάσταση, εκείνη της Ουνίας, δηλ. μιας πλασματικής ένωσης των πέντε Θρόνων υπό την επικυριαρχία του Ρώμης. Προσπάθειες συνένωσης των πέντε Θρόνων έγιναν σ’ όλη τη μέχρι τώρα πορεία της Εκκλησίας και συνεχίζονται με αμφίβολα αποτελέσματα, καθ’ ότι η Ρώμη εξακολουθεί να στηρίζεται στο πρωτείο εξουσίας και όχι στο πρωτείο τιμής, που της έχει παραχωρηθεί τιμής ένεκεν από τις Οικουμενικές Συνόδους, ως της πρώτης Αποστολικής καθέδρας, του Αποστόλου Πέτρου.