ΑΔΙΑΦΘΟΡΟΙ ΑΓΙΟΙ (Δ - Θ)
Καθηγητοῦ Ἀντωνίου Μάρκου
Ὅσιος Δαβίδ τῆς Θεσσαλονίκης (6ος αἰ.)
Εὐγενής γόνος τῆς Θεσσαλονίκης, μόνωσε νεώτατος στή Μονή τῶν Κουκουλιωτῶν, ὅπου ἐπιδόθηκε σέ μεγάλες ἀσκήσεις. Μιμούμενος τούς στυλίτες Ἁγίους, ἔμεινε τρία χρόνια ἀνεβασμένος σέ μία ἀμυγδαλιά!, προσευχόμενος μέ αὐστηρή νηστεία καί συνεχή ἀγρυπνία, ἐκτεθειμένος "εἰς τό καῦμα τοῦ θέρους καί τόν παγετόν τοῦ χειμῶνος".
Κοιμήθηκε εἰρηνικά στήν ΚΠολη, ὅπου τόν εἶχαν στείλει οἱ Θεσσαλονικεῖς, γιά νά ζητήσει ἀπό τόν Αὐτοκράτορα Ἰουστινιανό, νά ἔχει ἡ Θεσσαλονίκη δικό της Ἔπαρχο (γιά τήν καλύτερη ἄμυνά της) καί νά μήν ὑπάγεται στόν Ἔπαρχο τοῦ Σιρμίου (πράγμα τό ὁποῖο πέτυχε). Τό ἀσκητικό σου σῶμα μεταφέρθηκε μέ τιμές στή Θεσσαλονίκη καί ἐνταφιάσθηκε στή Μονή του.
150 χρόνια μετά τήν κοίμησή του, ὁ Ἡγούμενος τῆς Μονῆς καί ἔπειτα Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης Σέργιος, ἀνακόμισε τό Λείψανό του ἀδιάφθορο καί εὐωδιαστό. Τό Λείψανο σύλησε καί μετέφερε στήν Ἰταλία, τό 1204, ὁ κατακτητής τῆς Θεσσαλονίκης Βονιφάτιος ὁ Μομφερατικός. Δέν εἶναι γνωστό πότε καί κάτω ἀπό ποιές συνθήκες διαλύθηκε, τό 1978 πάντως ἀποδόθηκαν στή Μητρόπολη Θεσσαλονίκης ἡ Κάρα τοῦ Ὁσίου καί ἀρκετά Λείψανά του, τά ὁποία ἔκτοτε φυλάσσονται στή Μονή ἁγ. Θεοδώρας. ( Μητροπ. Θεσσαλονίκης Παντελεήμονος, "Ἡ ἐπανακομιδή τῶν Ἱερῶν Λειψάνων τοῦ ὁσ. Δαβίδ εἰς τήν Θεσσαλονίκην (17η Ἰουλίου 1978)", 1979). Ἀκόμη, μέρος τοῦ Λειψάνου του "μετά δέρματος" φυλάσσεται στή Μονή Δοχειαρίου Ἁγίου Ὄρους. Μέρος τῶν λοιπῶν Λειψάνων φυλάσσεται σέ ΡΚ Ναό τῆς Παβίας Ἰταλίας.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 26η Ἰουνίου.
Ὅσιος Δανιήλ Ἡγεμόνας τῆς Μόσχας (+ 1302)
Γεννήθηκε τό 1261 στό Βλαδιμήρ καί ἦταν γιός τοῦ ἁγ. Ἀλεξάνδρου Νέβσκι καί τῆς δικαίας Βάσσας. Τό 1272 ἀνέλαβε τήν τότε ἀσήμαντη Ἡγεμονία τῆς Μόσχας, τῆς ὁποίας θεωρεῖται ἱδρυτής. Ἵδρυσε μεγάλη Μονή πρός τιμήν τοῦ προστάτου του ἁγ. Δανιήλ τοῦ Στυλίτου (Μονή Ντανίλωφ, ὅπου σήμερα ἡ ἕδρα τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας). Τό 1302 ἀσθένησε, ἔλαβε τό Μεγάλο καί Ἀγγελικό Σχῆμα καί ζήτησε νά ἐνταφιασθεῖ στήν Μονή του. Κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 1303.
Τό Λείψανό του ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο τό 1652, ἀπό τόν Πατριάρχη Μόσχας Νίκωνα καί μέ ἐντολή τοῦ Τσάρου Ἀλεξίου Μιχαήλοβιτς κατατέθηκε στόν Ναό τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Ζ' Οἰκουμενικῆς Συνόδου, στήν μονή του, ὅπου παρέμεινε μέχρι τό 1930. Κατά τήν ἔκφραση τοῦ ἐπ. Νικολάου ὁ ὁποῖος τοῦ ἄλλαζε τά ἐνδύματα, "ἦταν ὁλοζώντανο". Τό 1930 οἱ Σοβιετικές Ἀρχές ἔκλεισαν τήν Μονή καί τό Λείψανο ἔμεινε κρυμμένο σέ κάποιο Παρεκκλήσιο, χάρις στίς προσπάθειες τοῦ Ἡγουμένου Τύχωνος. Τά ἴχνη τοῦ Λειψάνου χάθηκαν τό 1932. Τό 1988 ἡ Μονή ἐπιστράφηκε στήν Ἐκκλησία, τό Λείψανο βρέθηκε καί σήμερα φυλάσσεται ἐκεῖ.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 4η Μαρτίου καί ἡ Ἀνακομιδή τοῦ Λειψάνου του τήν 30η Αὐγούστου.
Ὅσιος Δανιήλ τοῦ Περεγιασλάβλ - Ζαλέσκυ Ρωσίας (+ 1540)
Γεννήθηκε τό 149 στό Παρεγιασλάβλ – Ζαλέσκυ τῆς περιοχῆς τοῦ Βλαδιμήρ. Μικρός στήν ἡλικία, ἀκούγοντας στό βίο τοῦ ὁσ. Συμεών τοῦ Στυλίτη γιά τήν ἄσκηση τοῦ Ὁσίου, ἔδεσε κατάσαρκα στή μέση του ἕνα σχοινί! Ἀργότερα πῆγε σέ κάποια μονή (τῆς ὁποίας ὁ ἡγούμενος ἦταν συγγενής του), γιά νά μάθει τά γράμματα τῆς ἐποχῆς. Τό 1481, σέ ἡλικία 17 ἐτῶν ἐγκατέλειψε μαζί μέ τόν ἀδελφό του Γεράσιμο τήν πατρική ἐστία καί ἐντάχθηκε στή Μονή τοῦ ἁγ. Παφνουτίου τοῦ Μπορόφσκ, ὑπό τόν διακριτικό Γέροντα Λεύκιο τοῦ Βολοκολάμσκ. Δέκα χρόνια ἀργότερα (1491), ἀποσύρθηκε μέ τόν Γέροντά του σέ ἕνα ἐρημητήριο τοῦ ποταμοῦ Ρούζα. Ὅταν τό ἑπόμενο ἔτος 1492 κοιμήθηκε ὁ γ. Λεύκιος, ὁ Ὅσιος ἐπέστρεψε στό μοναστήρι ἀπό ὅπου ἀναγκάσθηκε νά φύγει ὁριστικά μαζί μέ τόν ἀδελφό του, ἐπειδή οἱ ἀδελφοί τοῦ ζήτησαν νά ἀναλάβει τήν ἡγουμενεία.
Ὁ ὅσ. Δανιήλ ἀρχικά ἐγκαταστάθηκε στή Μονή Νίκιτσκυ καί ἀργότερα στή Μονή Γκόριτσκυ, ὅπου δέχθηκε τήν Ἱερωσύνη καί χειροθετήθηκε Πνευματικός. Περίπου τό 1508 ὁ Ὅσιος ἵδρυσε μέ δωρεά ἑνός ἐμπόρου τοῦ Βλαδιμήρ τήν Μονή τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἀποκλειστικά γιά ἀσθενεῖς καί γέροντες (ἔφθασαν περίπου τούς 70), γιά τούς ὁποίους θέσπισε ἕνα λιγότερο ἀπαιτητικό Τυπικό. Ἄν καί ἱδρυτής τῆς Μονῆς, ἀνέλαβε τήν ἡγουμενεία τό 1525, μετά ἀπό πιέσεις τοῦ τοπικοῦ Ἡγεμόνα καί μετά ἀπό μοναχική ζωή 40 ἐτῶν.
Ὁ ὅσ. Δανιήλ ἐργαζόμενος γιά τήν ψυχική του σωτηρία, ἔτυχε πλουσίων οὐρανίων δωρεῶν (τῆς πνευματικῆς διακρίσεως καί καθοδηγήσεως, τῆς παραμυθίας τῶν θλιβομένων καί τῶν θαυματουργικῶν θεραπειῶν).
Κοιμήθηκε εἰρηνικά τήν 7η Ἀπριλίου 1540 καί ἐνταφιάσθηκε στή Μονή του. Τό 1652, μετά ἀπό σειρά θαυμάτων καί τήν ἐμφάνισή του σέ ἕναν δόκιμο ἀδελφό, τά Λείψανά του ἀνακομίσθηκαν ἄφθαρτα. Μετά τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1917 δέν ὑπάρχουν πληροφορίες γιά τήν τύχη τους.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 7η Ἀπριλίου καί ἡ Ἀνακομιδή τοῦ Λειψάνου του τήν 30ή Νοεμβρίου.
Μεγαλομάρτυρας Δημήτριος ὁ Μυροβλύτης (+ 305)
Ἕνας τῶν ἐπιφανεστέρων καί πλέον δημοφιλῶν Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας.
Εὐγενής γόνος τῆς Θεσσαλονίκης, μόνωσε νεώτατος στή Μονή τῶν Κουκουλιωτῶν, ὅπου ἐπιδόθηκε σέ μεγάλες ἀσκήσεις. Μιμούμενος τούς στυλίτες Ἁγίους, ἔμεινε τρία χρόνια ἀνεβασμένος σέ μία ἀμυγδαλιά!, προσευχόμενος μέ αὐστηρή νηστεία καί συνεχή ἀγρυπνία, ἐκτεθειμένος "εἰς τό καῦμα τοῦ θέρους καί τόν παγετόν τοῦ χειμῶνος".
Κοιμήθηκε εἰρηνικά στήν ΚΠολη, ὅπου τόν εἶχαν στείλει οἱ Θεσσαλονικεῖς, γιά νά ζητήσει ἀπό τόν Αὐτοκράτορα Ἰουστινιανό, νά ἔχει ἡ Θεσσαλονίκη δικό της Ἔπαρχο (γιά τήν καλύτερη ἄμυνά της) καί νά μήν ὑπάγεται στόν Ἔπαρχο τοῦ Σιρμίου (πράγμα τό ὁποῖο πέτυχε). Τό ἀσκητικό σου σῶμα μεταφέρθηκε μέ τιμές στή Θεσσαλονίκη καί ἐνταφιάσθηκε στή Μονή του.
150 χρόνια μετά τήν κοίμησή του, ὁ Ἡγούμενος τῆς Μονῆς καί ἔπειτα Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης Σέργιος, ἀνακόμισε τό Λείψανό του ἀδιάφθορο καί εὐωδιαστό. Τό Λείψανο σύλησε καί μετέφερε στήν Ἰταλία, τό 1204, ὁ κατακτητής τῆς Θεσσαλονίκης Βονιφάτιος ὁ Μομφερατικός. Δέν εἶναι γνωστό πότε καί κάτω ἀπό ποιές συνθήκες διαλύθηκε, τό 1978 πάντως ἀποδόθηκαν στή Μητρόπολη Θεσσαλονίκης ἡ Κάρα τοῦ Ὁσίου καί ἀρκετά Λείψανά του, τά ὁποία ἔκτοτε φυλάσσονται στή Μονή ἁγ. Θεοδώρας. ( Μητροπ. Θεσσαλονίκης Παντελεήμονος, "Ἡ ἐπανακομιδή τῶν Ἱερῶν Λειψάνων τοῦ ὁσ. Δαβίδ εἰς τήν Θεσσαλονίκην (17η Ἰουλίου 1978)", 1979). Ἀκόμη, μέρος τοῦ Λειψάνου του "μετά δέρματος" φυλάσσεται στή Μονή Δοχειαρίου Ἁγίου Ὄρους. Μέρος τῶν λοιπῶν Λειψάνων φυλάσσεται σέ ΡΚ Ναό τῆς Παβίας Ἰταλίας.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 26η Ἰουνίου.
Ὅσιος Δανιήλ Ἡγεμόνας τῆς Μόσχας (+ 1302)
Γεννήθηκε τό 1261 στό Βλαδιμήρ καί ἦταν γιός τοῦ ἁγ. Ἀλεξάνδρου Νέβσκι καί τῆς δικαίας Βάσσας. Τό 1272 ἀνέλαβε τήν τότε ἀσήμαντη Ἡγεμονία τῆς Μόσχας, τῆς ὁποίας θεωρεῖται ἱδρυτής. Ἵδρυσε μεγάλη Μονή πρός τιμήν τοῦ προστάτου του ἁγ. Δανιήλ τοῦ Στυλίτου (Μονή Ντανίλωφ, ὅπου σήμερα ἡ ἕδρα τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας). Τό 1302 ἀσθένησε, ἔλαβε τό Μεγάλο καί Ἀγγελικό Σχῆμα καί ζήτησε νά ἐνταφιασθεῖ στήν Μονή του. Κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 1303.
Τό Λείψανό του ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο τό 1652, ἀπό τόν Πατριάρχη Μόσχας Νίκωνα καί μέ ἐντολή τοῦ Τσάρου Ἀλεξίου Μιχαήλοβιτς κατατέθηκε στόν Ναό τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Ζ' Οἰκουμενικῆς Συνόδου, στήν μονή του, ὅπου παρέμεινε μέχρι τό 1930. Κατά τήν ἔκφραση τοῦ ἐπ. Νικολάου ὁ ὁποῖος τοῦ ἄλλαζε τά ἐνδύματα, "ἦταν ὁλοζώντανο". Τό 1930 οἱ Σοβιετικές Ἀρχές ἔκλεισαν τήν Μονή καί τό Λείψανο ἔμεινε κρυμμένο σέ κάποιο Παρεκκλήσιο, χάρις στίς προσπάθειες τοῦ Ἡγουμένου Τύχωνος. Τά ἴχνη τοῦ Λειψάνου χάθηκαν τό 1932. Τό 1988 ἡ Μονή ἐπιστράφηκε στήν Ἐκκλησία, τό Λείψανο βρέθηκε καί σήμερα φυλάσσεται ἐκεῖ.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 4η Μαρτίου καί ἡ Ἀνακομιδή τοῦ Λειψάνου του τήν 30η Αὐγούστου.
Ὅσιος Δανιήλ τοῦ Περεγιασλάβλ - Ζαλέσκυ Ρωσίας (+ 1540)
Γεννήθηκε τό 149 στό Παρεγιασλάβλ – Ζαλέσκυ τῆς περιοχῆς τοῦ Βλαδιμήρ. Μικρός στήν ἡλικία, ἀκούγοντας στό βίο τοῦ ὁσ. Συμεών τοῦ Στυλίτη γιά τήν ἄσκηση τοῦ Ὁσίου, ἔδεσε κατάσαρκα στή μέση του ἕνα σχοινί! Ἀργότερα πῆγε σέ κάποια μονή (τῆς ὁποίας ὁ ἡγούμενος ἦταν συγγενής του), γιά νά μάθει τά γράμματα τῆς ἐποχῆς. Τό 1481, σέ ἡλικία 17 ἐτῶν ἐγκατέλειψε μαζί μέ τόν ἀδελφό του Γεράσιμο τήν πατρική ἐστία καί ἐντάχθηκε στή Μονή τοῦ ἁγ. Παφνουτίου τοῦ Μπορόφσκ, ὑπό τόν διακριτικό Γέροντα Λεύκιο τοῦ Βολοκολάμσκ. Δέκα χρόνια ἀργότερα (1491), ἀποσύρθηκε μέ τόν Γέροντά του σέ ἕνα ἐρημητήριο τοῦ ποταμοῦ Ρούζα. Ὅταν τό ἑπόμενο ἔτος 1492 κοιμήθηκε ὁ γ. Λεύκιος, ὁ Ὅσιος ἐπέστρεψε στό μοναστήρι ἀπό ὅπου ἀναγκάσθηκε νά φύγει ὁριστικά μαζί μέ τόν ἀδελφό του, ἐπειδή οἱ ἀδελφοί τοῦ ζήτησαν νά ἀναλάβει τήν ἡγουμενεία.
Ὁ ὅσ. Δανιήλ ἀρχικά ἐγκαταστάθηκε στή Μονή Νίκιτσκυ καί ἀργότερα στή Μονή Γκόριτσκυ, ὅπου δέχθηκε τήν Ἱερωσύνη καί χειροθετήθηκε Πνευματικός. Περίπου τό 1508 ὁ Ὅσιος ἵδρυσε μέ δωρεά ἑνός ἐμπόρου τοῦ Βλαδιμήρ τήν Μονή τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἀποκλειστικά γιά ἀσθενεῖς καί γέροντες (ἔφθασαν περίπου τούς 70), γιά τούς ὁποίους θέσπισε ἕνα λιγότερο ἀπαιτητικό Τυπικό. Ἄν καί ἱδρυτής τῆς Μονῆς, ἀνέλαβε τήν ἡγουμενεία τό 1525, μετά ἀπό πιέσεις τοῦ τοπικοῦ Ἡγεμόνα καί μετά ἀπό μοναχική ζωή 40 ἐτῶν.
Ὁ ὅσ. Δανιήλ ἐργαζόμενος γιά τήν ψυχική του σωτηρία, ἔτυχε πλουσίων οὐρανίων δωρεῶν (τῆς πνευματικῆς διακρίσεως καί καθοδηγήσεως, τῆς παραμυθίας τῶν θλιβομένων καί τῶν θαυματουργικῶν θεραπειῶν).
Κοιμήθηκε εἰρηνικά τήν 7η Ἀπριλίου 1540 καί ἐνταφιάσθηκε στή Μονή του. Τό 1652, μετά ἀπό σειρά θαυμάτων καί τήν ἐμφάνισή του σέ ἕναν δόκιμο ἀδελφό, τά Λείψανά του ἀνακομίσθηκαν ἄφθαρτα. Μετά τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1917 δέν ὑπάρχουν πληροφορίες γιά τήν τύχη τους.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 7η Ἀπριλίου καί ἡ Ἀνακομιδή τοῦ Λειψάνου του τήν 30ή Νοεμβρίου.
Μεγαλομάρτυρας Δημήτριος ὁ Μυροβλύτης (+ 305)
Ἕνας τῶν ἐπιφανεστέρων καί πλέον δημοφιλῶν Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας.
Γεννήθηκε ἀπό ἐπιφανή οἰκογένεια τῆς Θεσσαλονίκης, διέπρεψε στόν Ρωμαϊκό Στρατό καί διορίσθηκε ἀπό τόν Αὐτοκράτορα Μαξιμιανό Ἔπαρχος Θεσσαλονίκης "καί πάσης Θετταλίας". Κατά τόν διωγμό τοῦ Διοκλητιανοῦ συνελήφθη γιά τήν ὁμολογία τῆς Χριστιανικῆς Πίστεως καί τόν ἱεραποστολικό του ζῆλο καί φυλακίσθηκε σέ δημόσιο λουτρό. Ἐκεῖ τελειώθηκε μέ λογχισμό, ὅταν ὁ μαθητής του Μάρτυς Νέστωρ, ἐπικαλούμενος τόν "Θεόν Δημητρίου", φόνευσε στό στάδιο τῆς πόλεως κατά τήν διάρκεια ἀγώνων τόν βάρβαρο Λυαίο.
Πρῶτος τάφος τοῦ μαρτυρικοῦ Λειψάνου τοῦ Ἁγίου ἦταν τό πηγάδι τοῦ λουτροῦ στό ὁποῖο τό ἔρριξαν εἴτε οἱ ἐθνικοί γιά νά μήν τό βροῦν οἱ Χριστιανοί, εἴτε οἱ μαθητές του γιά νά τό σώσουν ἀπό τούς εἰδωλολάτρες. Κατά τήν παράδοση, "ἀπό τό πηγάδι ἐκεῖνο πού κρατοῦσε τό ἅγιο σῶμα, ἀνέβλυσε τό πρῶτο καί ἅγιο μῦρο"! Στή συνέχεια τό Λείψανο ἐνταφιάσθηκε στόν τόπο τοῦ μαρτυρίου τοῦ Ἁγίου. Πάνω ἀπό τόν τάφο αὐτό ὑψώθηκε ἀρχικά μικρός Ναός (Μαρτύριο) καί κατά τόν 5ο αἰ. ἡ περίφημη Βασιλική, τήν ὁποία ἔκτισε ὁ θεραπευμένος ἀπό θαῦμα τοῦ ἁγ. Δημητρίου Ἔπαρχος τοῦ Ἰλλυρικοῦ Λεόντιος. Ἡ Βασιλική αὐτή ἀκολούθησε ὅλες τίς ἱστορικές περιπέτειες τῆς Θεσσαλονίκης, μέ τήν ὁποία ἡ μνήμη τοῦ ἁγ. Δημητρίου ἔχει ταυτισθεῖ. Δυστυχῶς, τίς περισσότερες καί μεγαλύτερες βεβηλώσεις τοῦ Ναοῦ καί τῆς μνήμης τοῦ Ἁγίου, τίς προκάλεσαν "Χριστιανοί"! Λ.χ. τό 1185 οἱ Νορμανδοί λεηλάτησαν τόν Ναό, "πυρπόλησαν τίς ἅγιες εἰκόνες του καί μέ τό μῦρο πού ἀνέβλυζε ἄφθονο ἀπό τόν τάφο τοῦ Ἁγίου, γυάλισαν τά παπούτσια τους καί τηγάνισαν ψάρια"! (Μ. Ἀρχιμ. Παντ. Καλπακίδη, "Ἅγιος Δημήτριος - Βίος καί Ναός τοῦ Προστάτου τῆς Θεσσαλονίκης", σελ. 14).
Μέχρι τήν καταστροφή τῆς Βασιλικῆς ἀπό τήν μεγάλη πυρκαγιά τοῦ 1917 (ἡ ὁποία κατέστρεψε τά 2/3 τῆς Θεσσαλονίκης), ἦταν κοινά ἀποδεκτό, ὅτι τά Λείψανα τοῦ ἁγ. Δημητρίου ἦσαν στόν τάφο του. Ὅμως, κατά τίς ἀνασκαφές πού διενήργησε κατά τήν ἀναστηλωτική περίοδο 1926 - 1949, ὁ τότε Ἔφορος Βυζαντινῶν Ἀρχαιοτήτων Καθηγητής Γ. Σωτηρίου, ὁ τάφος βρέθηκε κενός. Ὅπως ἀποδείχθηκε στή συνέχεια, κατά τήν κατάλυση τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας ἀπό τούς Σταυροφόρους, ὁ κατακτητής τῆς Θεσσαλονίκης Βονιφάτιος ὁ Μομφερατικός, ἀφαίρεσε τά Λείψανα τοῦ ἁγ. Δημητρίου, καθώς καί τοῦ ὁσ. Δαβίδ, καί τά μετέφερε στήν Ἰταλία.
Τό Λείψανο τοῦ ἁγ. Δημητρίου ἀνακομίσθηκε τότε ἀδιάφθορο. Ὅπως προκύπτει ἀπό ἔγγραφο τοῦ Ἀββαείου τοῦ ἁγ. Λορέτζου In Campo, ὅπου τό Λείψανο φυλάχθηκε ἀπό τό 1236 μέχρι καί τό 1978 - 80, "τό σῶμα τοῦ Μάρτυρος εἶχε διατηρηθεῖ ἀκέραιον καί εὐωδιάζον μέχρι τήν ἐποχήν κατά τήν ὁποίαν ὁ Καρδινάλιος Νεγκρόνι, Ἐπίτροπος τότε τοῦ Ἀββαείου, τό ἀπέστειλεν εἰς τήν Ρώμην δι' ἀναγνώρισιν, ἐπεστράφη δέ ἀπό ἐκεῖ κατά τι ἠλαττωμένον, εἰς τά τέλη τοῦ 17ου αἰ." (Μητροπ. πρ. Παραμυθίας Τίτου Ματθαιάκη, "Θέματα Ἁγιολογίας", 1987, σελ. 253).
Δέν εἶναι γνωστό πότε καί κάτω ἀπό ποιές συνθῆκες διαλύθηκε τό Λείψανο, κατά τήν ἀναγνώριση πάντως τήν ὁποία διενήργησε τό Βατικανό τό 1968, βρέθηκαν ὀστά καί ὄχι ἀδιάφθορο Λείψανο.
Ἡ τιμία Κάρα τοῦ Μυροβλύτου Μεγαλομάρτυρος ἐπέστρεψε στή Θεσσαλονίκη τόν Ὀκτώβριο τοῦ 1978 καί μεγάλο μέρος τῶν λοιπῶν Λειψάνων τό 1980 (Βλ. Πρωτ. Δημ. Βακάρου, "Ἡ ἐπανακομιδή τῆς τιμίας Κάρας τοῦ ἁγίου ἐνδόξου Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου τοῦ Μυροβλύτου"· Περιοδικό "Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς", τ. 1978, σελ. 384 - 389· καί Ἀρχιμ. Παντ. Καλπακίδη, "Περί τῶν Ἱερῶν Λειψάνων τοῦ ἁγίου ἐνδόξου Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου τοῦ Μυροβλύτου"· Περιοδικό "Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς", τ. 1983, σελ. 203 - 213). Σήμερα φυλάσσονται στήν Βασιλική τοῦ Ἁγίου, σέ ἀργυρή λάρνακα, κατατεθημένα στό ἐξαιρετικῆς τέχνης κιβώριο πού ἀνακατασκευάσθηκε γιά τόν σκοπό αὐτό.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 26η Ὀκτωβρίου.
Ὅσιος Δημήτριος ὁ Μπασαράμπης (13ος αἰ.)
Γεννήθηκε στό χωριό Μπασαραμπώφ τῆς Βουλγαρίας (ἀπ' ὅπου ἔλαβε καί τήν ἐπωνυμία του), κοντά στήν πόλη Ρουσκιούκ, κατά τήν περίοδο τῆς βασιλείας Πέτρου καί Ἰωάννου Ἀσσάν. Οἱ γονεῖς του ἦταν Ρουμάνοι εὐσεβεῖς χωρικοί, ἀσχολούμενοι μέ τήν γεωργία καί τήν ἐκτροφή ἀγελάδων (γιά τοῦτο ὁ Ὅσιος συνήθως εἰκονίζεται νά φυλάσσει ἀγελάδες).
Γιά τήν ζωή του στόν κόσμο δέν διασώθηκαν κάποιες ἀκριβεῖς μαρτυρίες, ἀλλά μόνο τό ἀκόλουθο χαριτωμένο περιστατικό: Κάποτε, ἐνῶ ἔβοσκε τό κοπάδι τῆς οἰκογενείας του, συνέβη νά πατήση μία φωλιά πουλιῶν, κρυμμένη μέσα στά χόρτα, καί νά τά σκοτώσει ὅλα. Ὁ εὐλαβής νεαρός Δημήτριος καταλήφθηκε ἀπό μεγάλο πόνο γιά τήν ἀπροσεξία του αὐτή καί ἐπέβαλλε στόν ἑαυτό του βαρύ ἐπιτίμιο: Στό πόδι πού πάτησε τήν φωλιά δέν φόρεσε ὑπόδημα γιά τρία χρόνια, μέ ἀποτέλεσμα τό καλοκαίρι νά ὑποφέρει ἀπό τίς πέτρες καί τά ἀγκάθια καί τόν χειμῶνα ἀπό τόν πάγο καί τό χιόνι. Μόνον ἔτσι εἰρήνευσε ὁ λογισμός του ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.
Ἀπό πόθο πρός τήν "ἐν Χριστῷ" μοναχική ζωή, νεώτατος ὁ Ὅσιος ἐντάχθηκε σέ κάποια μοναστική κοινότητα καί ἀργότερα ἀσκήθηκε σέ ἕνα σπήλαιο, κοντά στόν ποταμό Λόμο, ὅπου καί τελειώθηκε ὁσιακά.
Τό Λείψανο τοῦ Ὁσίου ἀνακομίσθηκε εὐωδιαστό καί ἄφθαρτο, 400 περίπου χρόνια μετά τήν κοίμησή του. Τόν 17ο αἰ. παρουσιάσθηκε ὁ Ὅσιος "κατ' ὄναρ" σέ μία παράλυτη κόρη καί τῆς εἶπε "Ἐάν, παιδί μου, μέ βγάλουν οἱ γονεῖς σου ἀπό τήν κοίτη τοῦ ποταμοῦ Λόμο, ἐγώ θά σέ θεραπεύσω". Στό σημεῖο πού ὑπέδειξε ὁ Ὅσιος, πολλοί εὐλαβεῖς ἄνθρωποι εἶχαν δεῖ κατά καιρούς ἕνα ὑπεκόσμιο φῶς νά καταυγάζει τήν περιοχή. Φαίνεται πῶς σέ κάποια μεγάλη πλημμύρα, ὁ ποταμός παρέσυρε τό Λείψανο ἀπό τό σπήλαιο τῆς ἀσκήσεώς τοῦ Ὁσίου καί τό "κράτησε" θαμένο στήν λάσπη του, χωρίς ὅμως νά ὑποστεῖ καμμία βλάβη ἤ φθορά, μέχρι τήν ἐμφάνισή του στήν παράλυτη κόρη καί τήν θεραπεία της.
Τό Ἱερό Λείψανο κατατέθηκε ἀρχικά στόν ἐνοριακό ναό τοῦ χωριοῦ του.Ἀργότερα ὁ Ἡγεμόνας τῆς Οὐγγροβλαχίας ἔκτισε ἐκεῖ Ναό πρός τιμή του καί τό κατέθεσε. Κατά τόν Ρωσο - Τουρκικό πόλεμο τοῦ 1769 - 1774, ὁ Στρατηγός Πέτρος Σαλτίκωφ πῆρε τό Λείψανο μέ σκοπό νά τό μεταφέρει στήν Ρωσία, ὅμως στό Βουκουρέστι Ρουμάνοι Ὀρθόδοξοι (μέ προεξάρχοντα τόν Δημήτριο Χάτζη), τοῦ ζήτησαν νά τό ἀφήσει εὐλογία στήν Ρουμανία, "σάν παρηγοριά τῶν Ρουμάνων λόγῳ τῶν πολλῶν ληστειῶν πού ἔκαναν οἱ Τοῦρκοι στή Ρουμανική χώρα". Ὁ Στρατηγός δέχθηκε καί πῆρε μόνο τό δεξί χέρι τοῦ Ἁγίου σάν εὐλογία γιά τήν χώρα του (σήμερα φυλάσσεται στήν Λαύρα τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου).
Σήμερα τό χαριτόβρυτο Λείψανο τοῦ ὁσίου Δημητρίο, φυλάσσεται σέ περίτεχνη ἀργυρή Λάρνακα, στόν ἐπ' ὀνόματι τῶν Ἁγίων Κωνσταντίνου καί Ἑλένης Πατριαρχικό Ναό τοῦ Βουκουρεστίου, σέ εἰδική ἐξέδρα ἀριστερά τῆς Λιτῆς. Ἐκεῖ ὁ Ὅσιος δέχεται τήν τιμή καί τόν σεβασμό τῶν πιστῶν καί εὐεργετεῖ "διά πρεσβειῶν" του τόν λαό τοῦ Θεοῦ μέ τά θαύματά του. Ἡ εὐωδία τοῦ Ἱεροῦ Λειψάνου (σύμφωνα μέ τήν ἐμπειρία καί τοῦ γράφοντος), εἶναι ἀδιάκοπη καί χαρακτηριστική.
Τήν μνήμη του τιμᾶται τήν 27η Ὀκτωβρίου. Ὁ ἑορτασμός εἶναι μεγαλοπρεπής καί τριήμερος, διότι συνεορτάζεται καί ὁ συνώνυμός του Μεγαλομάρτυς ἅγιος Δημήτριος ὁ Μυροβλήτης.
Ἅγιος Δημήτριος Ἰβάνοβιτς, Τσάρεβιτς τῆς Ρωσίας (+ 1591)
Ἕνα ἀθώο θῦμα τῶν ἀνακτορικῶν δολοπλοκιῶν, τό ὁποῖο ὁ Θεός δόξασε μέ τήν ἀφθαρσία τοῦ Λειψάνου του καί τό "μετά θάνατον" θαυματουργικό χάρισμα.
Τό 1580, ὁ Τσάρος Ἰβάν Δ' ὁ Τρομερός, νυμφεύθηκε τήν Μαρία Θεοδώροβνα Ναγκόϊ. Μαζί της ἀπέκτησε ἕνα γιό ὁ ὁποῖος ὀνομάσθηκε Δημήτριος. Δύο χρόνια μετά τήν γέννηση τοῦ Πρίγκιπα ὁ Ἰβάν ἀπεβίωσε καί στό Ρωσικό Θρόνο ἀνέβηκε ὁ γιός του Θεόδωρος. Εὐσεβής ὁ νέος Τσάρος, ἀλλά ἀνήλικος καί φιλάσθενος, δέν εἶχε τήν δυνατότητα νά ἀσκήσει τήν ἐξουσία καί ἔτσι αὐτή περιῆλθε στά χέρια τοῦ ἰσχυροῦ ἄνδρα Βόριδα Γκουντουνώφ καί τοῦ Συμβουλίου τῶν Βογιάρων. Ἕνα πρῶτο ἀποτέλεσμα τῆς ἐξελίξεως αὐτῆς ἦταν νά ἐξορισθοῦν ἡ Τσαρίνα Μαρία καί ὁ Τσάρεβιτς (Διάδοχος) Δημήτριος στό Ἄγκλιχ, γιά νά ἀποκλεισθεῖ ἡ ἄνοδος τῆς Οἰκογενείας Ναγκόϊ στό Ρωσικό Θρόνο.
Ὁ Πρίγκιπας Δημήτριος δολοφονήθηκε τό 1591, σέ ἡλικία μόλις 9 ἐτῶν. Τό ἔγκλημα ἀποδόθηκε στό σφετεριστή Γκουντουνώφ. Τό σῶμα τοῦ μικροῦ Πρίγκιπα ἐνταφιάσθηκε στόν Καθεδρικό Ναό τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος, ἀπό ὅπου ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο τό 1606, μετά ἀπό σειρά θαυμάτων, καί μεταφέρθηκε στόν Καθεδρικό Ναό τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ, στό Κρεμλίνο τῆς Μόσχας (ὅπου οἱ τάφοι τῶν Τσάρων). Μετά τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1917, δέν εἶναι γνωστή ἡ τύχη του. (Β. Βοϋτάν, "Ὁ ἅγ. Μάρτυς Τσάρεβιτς Δημήτριος"· Περιοδικό "Orthodox Life", τ. 27ος, φ. 1ο).
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 15η Μαϊου καί ἡ Ἀνακομιδή τοῦ Λειψάνου του τήν 3η Ἰουνίου.
Ἅγιος Δημήτριος ὁ Θαυματουργός Άρχιεπίσκοπος Ροστώφ Ρωσίας (+ 1709)
Ἕνας τῶν πλέον γνωστῶν, λαοφιλῶν καί θαυματουργῶν Ἁγίων τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας.
Γεννήθηκε στό Κίεβο τό 1651, ἀπό οἰκογένεια Κοζάκων. Σπούδασε στή Θεολογική Ἀκαδημία τοῦ Κιέβου καί τό 1668 ἔγινε μοναχός στήν Μονή τοῦ ἁγ. Κυρίλλου. Διάκονος χειροτονήθηκε τό 1669 καί Πρεσβύτερος τό 1675. Ἡ διακονία του συμπίπτει μέ τήν ταραγμένη ἀπό τόν ἐθνικισμό καί τίς ἀποσχιστικές τάσεις ἀτμόσφαιρα τοῦ 17ου αἰ., στήν τοπική Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας. Τό 1701 χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος Τομπόλσκ, ἀλλά ἡ κακή κατάσταση τῆς ὑγείας του δέν τοῦ ἐπέτρεψε νά ἀναλάβει τήν ἕδρα του. Τό 1702 μετατέθηκε στό Ροστώφ. Κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 1709, γονατιστός ἐνώπιον τῶν Ἁγίων Εἰκόνων!
Διακρίθηκε κυρίως σάν ἡγούμενος μονῶν καί σάν ἐκκλησιαστικός συγγραφέας. Κυριώτερο ἔργο του εἶναι ὁ Συναξαριστής πού φέρει τό ὄνομά του (τόν ὁποῖο ξεκίνησε τό 1684 καί ὁλοκλήρωσε τό ἔτος τοῦ θανάτου του). Γιά τήν σύνταξή του χρησιμοποίησε τό ἔργο τοῦ Μητροπολίτου Μόσχας ἁγ. Μακαρίου καί ἀντίστοιχες Δυτικές πηγές (ἀπό τό 1693 τά ἔργα τῶν Βολλανδιστῶν Μοναχῶν τῶν Βρυξελλῶν).
Τό Λείψανό του ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο τό 1752 καί ἡ ἁγιότητά του διακηρύχθηκε Συνοδικά τό 1757. Σήμερα, μετά τήν ἀθεϊστική λαίλαπα, ἀπότμημα τοῦ Λειψάνου του σώζεται στόν Ναό Οὐσπένσκυ τοῦ Ροστώφ. (Ἀ. Σλιάπκιν, " Ὁ ἅγ. Δημήτριος τοῦ Ροστώφ καί ἡ ἐποχή του", 1891).
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 28η Ὀκτωβρίου.
Ὅσιος Διόδωρος τοῦ Γιουρεγκόρσκ Ρωσίας (+ 1633)
Ὁ κατά κόσμον Διομήδης, γεννήθηκε στό χωριό Τουρτσάσοβο, στόν ποταμό Ὀνέγκα. Σέ ἡλικία 15 ἐπισκέφθηκε τήν περίφημη Μονή Σολόβκι καί γοητευμένος ἀπό τήν ὀργάνωση καί τήν πνευματική της κατάσταση ἔμεινε ἐκεῖ. Σέ ἡλικία 19 ἐτῶν ἔγινε ρασοφόρος ἀπό τόν Ἡγούμενο Ἀντώνιο, μέ τό ὄνομα Δαμιανός. Ἔζησε ἐρημητικά ἑπτά χρόνια καί μετά πῆγε στήν Μόσχα καί ζήτησε ἀπό τόν Τσάρο Μιχαήλ Θεοδώροβιτς (1613 - 1645), τήν ἄδεια νά ἱδρύσει Μονή πρός τιμήν τῆς Ἁγίας Τριάδος, στό Ὄρος Γιούριεφ. Ἐκτός ἀπό τήν συμπαράσταση τοῦ Τσάρου, στήν ἀνέγερση τῆς Μονῆς βοηθήθηκε οἰκονομικά καί ἀπό τήν μητέρα του Μιχαήλ Μοναχή Μάρθα.
Κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 1633, κατά τήν διάρκεια μοναστηριακῆς ὑπηρεσίας στό Καργκορόλ καί ἐνταφιάσθηκε ἐκεῖ. Τό 1635 τό Λείψανό του ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο καί μεταφέρθηκε στή Μονή τῆς Ἁγίας Τριάδος. Μετά τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1917, δέν ὑπάρχουν πληροφορίες γιά τήν τύχη του.
Τιμᾶται τήν 20η Νοεμβρίου.
Ἱερομάρτυρας Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης (1ος αἰ.)
Ἀθηναῖος στήν καταγωγή, διέπρεπε μέ τίς γνώσεις καί τό ἦθος του σάν δικαστής τοῦ Ἀρείου Πάγου. Ἐκεῖ, τό ἔτος 52 μ.Χ., ἄκουσε τήν διδασκαλία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου καί πρῶτος πίστεψε σ' αὐτήν, ὅπως μαρτυρεῖται στίς Πράξεις (17, 34). Διαδέχθηκε στόν Ἐπισκοπικό Θρόνο τῶν Ἀθηνῶν τόν ἅγ. Ἱερόθεο, ἀπό τόν ὁποῖο διδάχθηκε "ἀπόκρυφα τινα καί θεῖα μυστήρια, καθώς καί ἐκεῖνος ἤκουσεν ἄλλοτε ἀπό τόν μέγαν Παῦλον".
Στόν Ἱερό Διονύσιο ἀποδίδονται σημαντικά ἔργα τῆς πρωτοχριστιανικῆς γραμματείας ("Περί Οὐρανίου Ἱεραρχίας", "Περί Θείων Ὀνομάτων", "Περί καταφατικῆς καί ἀποφατικῆς θεολογίας", κ.ἄ.). Ὁ θάνατός του ὑπῆρξε μαρτυρικός. "Κατ' ἄλλους τελειώθηκε δι' ἀποκεφαλισμοῦ εἰς Παρισίους, τῶν ὁποίων μνημονεύεται πρῶτος Ἐπίσκοπος, ἐνῶ κατ' ἄλλους διά πυρός ἐν Ἀθήναις".
Τό Λείψανο τοῦ Ἱερομάρτυρος Διονυσίου διατηρήθηκε ἀδιάφθορο. Δέν εἶναι γνωστό πότε καί κάτω ἀπό ποιές συνθῆκες διαλύθηκε. Σήμερα ἡ τιμία του Κάρα σώζεται στή Μονή Δοχειαρίου καί μέρος της στή Μονή Σίμωνος Πέτρας, δέρμα του στή Μονή Διονυσίου καί ἀποτμήματα Λειψάνων του στίς Μονές Γρηγορίου, ἁγ. Διονυσίου τοῦ ἐν Ὀλύμπῳ Λιτοχώρου Πιερίας, Νταοῦ Πεντέλης καί Βουλκάνου Μεσσηνίας.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 3η Ὀκτωβρίου.
Ἅγιος Διονύσιος Ἀρχιεπίσκοπος Αἰγίνης (+ 1622)
Γεννήθηκε στήν Ζάκυνθο τό 1547, στήν ἀρχοντική οἰκογένεια τῶν Σιγούρων καί πῆρε μεγάλη μόρφωση. Τό 1568, σέ ἡλικία 21 ἐτῶν, μόνασε στήν Μονή τῆς Ἀναφωνήτριας, στήν πατρίδα του. Διάκονος καί Πρεσβύτερος χειροτονήθηκε ἀπό τόν Ἐπίσκοπο Κεφαλληνίας καί Ζακύνθου Φιλόθεο Λοβέρδο. Τό 1576 (ἤ 1577) ξεκίνησε γιά προσκύνημα στήν Ἀνατολή, στήν Ἀθήνα ὅμως τοῦ προτάθηκε ἀπό τόν Μητροπολίτη Νικάνορα νά ἀναλάβει τήν Ἀρχιεπισκοπή Αἰγίνης, πού εἶχε καταστραφεῖ τό 1537 ἀπό πειρατές. Χειροτονήθηκε στόν Ναό τοῦ ἁγ. Ἐλευθερίου (σήμερα Παρεκκλήσιο τῆς Μητροπόλεως Ἀθηνῶν).
Στήν Αἴγινα ἐγκαταστάθηκε στή σημερινή Παλαιόχωρα καί ποίμανε τό φοβισμένο καί διωγμένο μικρό ποίμνιό του μέχρι τό 1579, ὁπότε ἀσθένησε, παραιτήθηκε καί ἐπέστρεψε στή Ζάκυνθο, γιά νά συνεχίσει τήν ἄσκησή του στήν Ἀναφωνήτρια. Τὀ 1580 διορίσθηκε ἀπό τόν Πατριάρχη ΚΠόλεως Ἱερεμία Β' Χωρεπίσκοπος καί Πρόεδρος Ζακύνθου, θέση ἀπό τήν ὁποία ἐπίσης παραιτήθηκε - τό 1583 - γιά νά συνεχίσει τήν ἄσκησή του καί νά ὑπηρετήσει τόν λαό σάν ἁπλός ἐφημέριος.
Ὁ ἅγ. Διονύσιος ἔμεινε στήν Ἱστορία σάν "ὁ Ἅγιος τῆς συγγνώμης", διότι συγχώρησε, ἔκρυψε καί φυγάδευσε τόν δολοφόνο τοῦ ἀδελφοῦ του, πού πῆγε διωκόμενος νά ἐξομολογηθεῖ.
Κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 1622 - ἐλεημένος ἀπό τόν Θεό μέ τό χάρισμα τῶν θαυμάτων - καί ἐνταφιάσθηκε στή Μονή τῶν Στροφάδων, στό Παρεκκλήσιο τοῦ ἁγ. Γεωργίου, ὅπου σήμερα σώζεται ὁ τάφος του. Ἡ ἁγιότητά του διακηρύχθηκε Συνοδικά ἀπό τήν Μεγάλη Ἐκκλησία τῆς ΚΠόλεως τό 1703.
Τό Λείψανό του ἀνακομίσθηκε τό 1625, "ὁλόκληρον, ἀκέραιον, ἀνελλιπές, μετά τῶν Ἀρχιερατικῶν αὐτοῦ ἐνδυμάτων, πνέον εὐωδίαν θαυμάσιον", μετά ἀπό "κατ' ὄναρ" ἐμφάνιση τοῦ Ἁγίου στόν Ἡγούμενο τῆς Μονῆς καί κατατέθηκε στόν νάρθηκα τοῦ Καθολικοῦ τῆς Θείας Μεταμορφώσεως.
Τό 1716 ὁ Τουρκικός στόλος πλέοντας πρός τήν Κέρκυρα, πέρασε ἀπό τίς Στροφάδες καί οἱ μοναχοί τῆς Μονῆς ἔκρυψαν τό Λείψανο σέ παραθαλάσσιο σπήλαιο. Κατά τήν ἐπιστροφή τους οἱ Τοῦρκοι, μετά τήν ἀποτυχία τους νά καταλάβουν τήν Κέρκυρα (λόγῳ τοῦ γνωστοῦ θαύματος τοῦ ἁγ. Σπυρίδωνος), ἀποβιβάσθηκαν στό νησί, συνέλλαβαν τόν Ἡγούμενο καί τούς μοναχούς καί τούς βασάνισαν νά ὁμολογήσουν τήν κρύπτη τῶν κειμηλίων καί τοῦ Λειψάνου. Οἱ Ὀθωμανοί πῆραν πράγματι τούς θησαυρούς, ἀλλά ἄφησαν τό Λείψανο, τέσσερεις ὅμως Χριστιανοί ναύτες ἀπέκοψαν τά χέρια τοῦ Ἁγίου, "χάριν εὐλογίας" ! Τελικά τά τμήματα αὐτά τοῦ Λειψάνου ἀγοράσθηκαν ἀπό τόν Ἐπίσκοπο Χίου Ἀγαθάγγελο καί τόν μ. Ἀκάκιο καί ἐπιστράφηκαν στήν Μονή.
Τήν 24η Αὐγούστου 1716, τέσσερεις διασωθέντες Μοναχοί, μετέφεραν τό Λείψανο γιά ἀσφάλεια στήν πόλη τῆς Ζακύνθου. Σήμερα φυλάσσεται ἐκεῖ, σέ λαμπρό Ναό ὁ ὁποῖος οἰκοδομήθηκε στήν Παραλία τῆς Ἄμμου (σέ οἰκόπεδο τῆς Μονῆς Στροφάδων), κατατεθημένο σέ δύο λάρνακες, ἀπό τίς ὁποίες ἡ ἐσωτερική ἀργυρή, ἐκτός ἀπό τήν δεξιά του ἡ ὁποία φυλάσσεται στή Μονή Σίμωνος Πέτρας Ἁγίου Ὄρους.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 17η Δεκεμβρίου καί ἡ Ἀνακομιδή τοῦ Λειψάνου του τήν 24η Αὐγούστου.
Ἅγιος Δονάτος Ἐπίσκοπος Εὐροίας (+ 388)
Ἔζησε στήν ἐποχή τοῦ Αὐτοκράτορα Θεοδοσίου Α’ τοῦ Μεγάλου (379 – 395). Σύμφωνα μέ τήν ἐπικρατέστερη Συναξαριστική παράδοση γεννήθηκε, περί τό 330 στήν Εὐροία τῆς Ἠπείρου (περιοχή σημερινῆς Παραμυθιᾶς) καί σπούδασε στό Βουθρωτό. Ἐπίσκοπος τῆς πατρίδας του χειροτονήθηκε σέ ἡλικία μόλις 30 ἐτῶν καί ἀρχιεράτευσε 60 χρόνια. Συμμετεῖχε στήν Β’ Ἁγία Οἰκουμενική Σύνοδο. Ἡ Λατινική παράδοση τόν συγχέει μέ τόν ὁμώνυμό του Ἐπίσκοπο Ἀρρητίου Τυρρηνίας, ὁ ὁποῖος μαρτύρησε κατά τήν βασιλεία τοῦ Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτη.
Στά θαύματα τοῦ Ἁγίου ἀποδίδεται καί ἡ θαυματουργική θανάτωση ἑνός φοβεροῦ δράκου πού τρομοκρατοῦσε τήν περιοχή του (μάλιστα τά ὀστά τοῦ δράκου σώζονται ἐκτεθημένα στό ναό τῆς Παναγίας, τῆς νήσου Μουράνο τῆς Βενετίας). Ἀκόμη θεράπευσε καί τήν δαιμονιζόμενη κόρη τοῦ Μεγ. Θεοδοσίου.
Κοιμήθηκε εἰρηνικά περί τό 388 καί ἐνταφιάσθηκε σέ μνημεῖο πού κατά τήν παράδοση εἶχε ἑτοιμάσει ὁ ἴδιος.
Μία πρώτη ἀνακομιδή τοῦ ἀφθάρτου καί μυροβλύζοντος Λειψάνου του μαρτυρεῖται κατά τόν 6ο αἰ., ὅταν Ἰλλυρικοί πληθυσμοί κατέφυγαν στήν Κέρκυρα λόγῳ τῶν Ἀραβο - Σλαβικῶν ἐπιδρομῶν. Δέν εἶναι γνωστό πότε καί κάτω ἀπό ποιές συνθῆκες τό Λείψανο μεταφέρθηκε στήν Κεφαλλονιᾶ, τό 1126 πάντως τό ἀφαίρεσε ἀπό ἐκεῖ ὁ Δόγης Δομήνικος Michiel, ἐπιστρέφοντας ἀπό στρατιωτική ἀποστολή στήν Παλαιστίνη (κατά τήν ἴδια ἀποστολή ἀφαιρέθηκαν ἀπό τήν Χίο τά Λείψανα τοῦ Μάρτυρος Ἰσιδώρου).
Τό Λείψανο κατατέθηκε ἀρχικά στό Ναό τῆς Παναγίας τῆς νήσου Μουράνο τῆς Βενετίας, τῆς Ἐπισκοπῆς τοῦ Torcello. Δέν εἶναι γνωστό πότε καί κάτω άπό ποιες συνθῆκες διαλύθηκε. Σήμερα φυλάσσονται ἐκεῖ ἡ τιμία Κάρα καί μέρος τῶν Λειψάνων, σέ λειψανοθήκη σχήματος ἀνθρωπίνου σώματος σέ ὕπτια στάση, ἐνδεδυμένης μέ ἀρχιερατικά ἄμφια. Τό πρόσωπο τῆς λειψανοθήκης ἀπό τό 1964 καλύπτεται μέ γύψινη προσωπίδα!
Στήν καθ’ ἡμᾶς Ἀνατολή ἀπότμημα τῶν Λειψάνων τοῦ ἁγ. Δονάτου διαφυλάσσει ἡ Μονή Μεγάλου Σπηλαίου Καλαβρύτων.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 30ή Ἀπριλίου.
Μάρτυρας Ἐδμούνδος, Βασιλεύς Ἀνατ. Ἀγγλίας (+ 869)
Ἕνας τῶν δημοφιλεστέρων Ἁγίων τῆς Βρεττανίας.
Ἔζησε καί μαρτύρησε κατά τήν ταραγμένη ἐποχή τῶν εἰσβολῶν τῶν Δανῶν πειρατῶν. Τό 854 - σέ ἡλικία μόλις 14 ἐτῶν! - διαδέχθηκε τόν γέροντα Βασιλέα τοῦ μικροῦ βασιλείου τῆς Ἀνατολικῆς Ἀγγλίας Offa (ὁ ὁποῖος ἀπεβίωσε στήν ΚΠολη κατά τήν ἐπιστροφή του ἀπό προσκύνημα στούς Ἁγίους Τόπους καί ἐνταφιάσθηκε στή Μονή τοῦ ἁγ. Γεωργίου Ἑλλησπόντου).
Στό σημεῖο πού ἀποβιβάσθηκε ἐπιστρέφοντας στήν Βρεττανία (σήμερα ὀνομάζεται "Ἡ Κάρα τοῦ ἁγ. Ἐδμούνδου", κοντά στόν Hanston τοῦ Norfolc) καί γονάτισε νά προσευχηθεῖ, ἀνέβλυσαν 12 πηγές θαυματουργοῦ ἁγιάσματος!
Στέφθηκε τά Χριστούγεννα τοῦ 856 στόν Καθεδρικό Ναό τοῦ Bures στό Suffolk (ὁ ὁποῖος σώζεται μέχρι σήμερα), ἀπό τόν Ἐπίσκοπο Οὐμβέρτο τοῦ Helmham. Ὑπῆρξε ἰδιαίτερα εὐσεβής, προστάτης τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν ἀδυνάτων, ἱκανός στρατιωτικός καί μεγάλος πατριώτης. Τό 865 συμμάχησε μέ ἄλλους Βρεττανούς Βασιλεῖς γιά τήν ἀντιμετώπιση τῶν Δανῶν εἰσβολέων.
Τελειώθηκε μέ ἀποκεφαλισμό τήν 20η Νοεμβρίου 869, βασανιζόμενος ἀπό τόν Δανό Ἡγεμόνα Hinguar, μή δεχόμενος νά ἀρνηθεῖ τήν Χριστιανική του πίστη. Εἷναι χαρακτηριστικό, ὅτι τόν συνέλαβαν προσευχόμενο μέσα στόν Ναό τοῦ Framlingham καί τόν τόξευαν δεμένο σέ ἕνα δένδρο (ὅπως τόν μ. Σεβαστιανό). Μετά τόν ἀποκεφαλισμό του οἱ εἰσβολεῖς πέταξαν τήν τιμία του Κάρα στό παρακείμενο δάσος καί ἔφυγαν. Τότε οἱ κρυπτόμενοι Χριστιανοί βρῆκαν τήν εὐκαιρία νά μαζέψουν τό μαρτυρικό σῶμα καί στήν προσπάθειά τους νά βροῦν καί τήν Κάρα, ἀκούσθηκε θαυματουργικά ἡ φωνή τοῦ νεκροῦ Βασιλέως νά ὑποδεικνύει τήν θέση της!
Τό Λείψανο ἐνταφιάσθηκε στόν τόπο τοῦ μαρτυρίου του καί ἕνα ξύλινο Παρεκκλήσιο ὑψώθηκε πάνω ἀπό τόν τάφο. Τό 915 ἕνα θαῦμα ἔστρεψε τήν προσοχή τῶν Ὀρθοδόξων Βρεττανῶν στόν Βασιλομάρτυρα Ἐδμούνδο. Κατά τήν διάρκεια μιᾶς καταιγίδας, ἕνας τυφλός καί ὁ συνοδός του ἀναγκάσθηκαν νά κοιμηθοῦν μέσα στό Παρεκκλήσιο τοῦ τάφου καί ὁ τυφλός ἀνέβλεψε θαυματουργικά! Τότε ἀνακομίσθηκε τό Λείψανο καί βρέθηκε πλήρως ἀδιάφθορο. Γιά περισσότερη ἀσφάλεια μεταφέρθηκε στήν Μονή τοῦ Bedricsworth (σήμερα Bury St. Edmunds), τήν ὁποία εἶχε ἱδρύσει τόν 7ο αἰ. ὁ ἅγ. Σιγεβέρτος.
Τά θαύματα τοῦ ἁγ. Ἐδμούνδου ἀνάγκασαν τό 925 τόν Βασιλέα Athelstan νά ἱδρύσει ἀδελφότητα γιά τήν ἐξυπηρέτηση τῶν προσκυνητῶν. Περίπου τό ἔτος 1000, ὁ Ἡγούμενος Aelfric δίνει τήν ἐξής περιγραφή τοῦ ἁγίου Λειψάνου:
"Πρόκειται γιά ἕνα μεγάλο θαῦμα, διότι εἶναι ὅπως ἀκριβῶς ἦταν καί στήν ζωή, μέ ἕνα ἄφθαρτο σῶμα. Ὁ λαιμός του, πού προηγουμένως εἶχε κοπεῖ, ἔχει θεραπευθεῖ καί μία λεπτή κόκκινη γραμμή δείχνει τό σημεῖο τῆς σφαγῆς. Ἐπίσης καί οἱ πληγές πού τοῦ εἶχαν καταφέρει οἱ βάρβαροι, ἔχουν θεραπευθεῖ μέ τήν δύναμη τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι κεῖται ἀδιάφθορος περιμένοντας τήν ἀνάσταση καί τήν αἰώνια δόξα"!
Ὁ ἴδιος μαρτυρεῖ, ὅτι μία εὐσεβής χήρα, ἡ Oswyn, πού ζοῦσε μέ προσευχή καί νηστεία πολλά χρόνια κοντά στήν λάρνακα, κάθε Μεγ. Πέμπτη ἔκοβε τά μαλλιά καί τά νύχια τοῦ Λειψάνου (πού συνέχιζαν νά μεγαλώνουν θαυματουργικά) καί τά φύλαγε σέ μία Λειψανοθήκη!
Τό 999 τήν φύλαξη τοῦ Λειψάνου ἀνέλαβε ὁ μοναχός Ethelwine, ὁ ὁποῖος τό 1010, μετά ἀπό ἀποκάλυψη τοῦ Ἁγίου, τό μετέφερε γιά ἀσφάλεια στό Λονδίνο, κατά τήν διάρκεια μιᾶς Δανικῆς ἐπιδρομῆς. Μόνο κατά τήν εἴσοδο εἴσοδο τοῦ Λειψάνου στήν πόλη, σημειώθηκαν 18 θεραπείες! Τρία χρόνια ἀργότερα, καί πάλι μετά ἀπό ἐμφάνιση τοῦ Μάρτυρος, τό Λείψανο ἐπιστράφηκε στήν θέση του.
Τό 1014 ὁ Ἅγιος μέ ἐμφάνισή του φόνευσε τόν ἀρχηγό τῶν Δανῶν εἰσβολέων Ἡγεμόνα Swein.
Τό 1032 ἡ ἀφθαρσία τοῦ ἱεροῦ Λειψάνου διαπιστώθηκε παρουσίᾳ πολλῶν μαρτύρων ἀπό τόν Ἀρχιεπίσκοπο τοῦ Καντέρμπουρυ Aethelnoth. Παρόμοιες διαπιστώσεις ἔγιναν τό 1050, τό 1095 καί τό 1198.
Μετά τόν 16ο αἰ. καί τήν λαίλαπα τῆς Διαμαρτυρήσεως (κατά τήν ὁποία καταστράφηκαν πολλά ἅγια Λείψανα), τό Ἀββαεῖο τοῦ ἁγ. Σερμίνου στήν Τουλούζη τῆς Γαλλίας, διεκδικοῦσε τήν κατοχή τῶν Λειψάνων τοῦ ἁγ. Ἐδμούνδου. Τά Λείψανα αὐτά ἐπιστράφηκαν στή Βρεττανία τόν 20ο αἰ., ἀλλά μέ σοβαρές ἀμφιβολίες γιά τήν αὐθεντικότητά τους. Μία ἐπιτροπή πού δημιουργήθηκε τό 1994 γιά νά ἐξετάσει τό ζήτημα, δέν κατέλειξε σέ οὐσιαστικά ἀποτελέσματα.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 20η Νοεμβρίου.
Μάρτυρας Ἐδουάρδος, Βασιλεύς τῆς Ἀγγλίας (+ 978)
Ἦταν γιός τοῦ Βασιλέως τῆς Ἀγγλίας Edgard, ἀπό τήν πρώτη σύζυγό του. Διαδέχθηκε τόν πατέρα του στό Θρόνο, σέ ἡλικία 13 ἐτῶν! Τό 978, σέ ἡλικία 16 ἐτῶν, δολοφονήθηκε ἀπό ἀνθρώπους τῆς μυτριάς του Elfrida, γιά νά ἀνέβει στό Θρόνο ὁ γιός της καί ἐτεροθαλής ἀδελφός του Ethelred. Τό σῶμα του ἐνταφιάσθηκε σέ ἄγνωστο σημεῖο καί σέ μεγάλο βάθος, ἀπό οὐράνιο φῶς ὅμως καί ἄλλα σημεῖα ὁ τάφος βρέθηκε καί τό Λείψανο ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο.
Δέν εἶναι γνωστό πότε καί κάτω ἀπό ποιές συνθήκες τό Λείψανο διαλύθηκε, σήμερα πάντως τά λείψανα σώζονται στήν πρός τιμή του Μονή τῆς Ρωσικῆς Διασπορᾶς, στό Μπρούκγουντ Βρεττανίας, ἐνῶ πολύς θόρυβος εἶχε δημιουργηθεῖ σχετικά μέ τήν γνησιότητα τῶν Λειψάνων καί τό δικαίωμα τῆς κατοχῆς τους ἀπό τούς Ρώσους μοναχούς.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 18η Μαρτίου.
Ἅγιος Ἐδουάρδος ὁ Ὁμολογητής, Βασιλεύς τῆς Ἀγγλίας (+ 1066)
Ὁ τελευταῖος Ὀρθόδοξος Βασιλιάς τῆς Ἀγγλίας.
Γεννήθηκε στίς ἀρχές τοῦ 11ου αἰ. καί ἦταν γιός τοῦ Βασιλέως Ἐθελρέδου καί τῆς Νορμανδῆς Πριγκίπισσας Ἔμμα. Μεγάλωσε κοντά στούς μοναχούς τῆς Μονῆς τοῦ Ἔλυ, μέχρι τήν ἀναγκαστική ἀναχώρηση τῆς Βασιλικῆς Οἰκογένειας γιά τήν Νορμανδία, τό 1013. Ἀναγορεύθηκε Βασιλέας τό Πάσχα τοῦ 1043. Τό 1045 ἀναγκάσθηκε νά νυμφευθεῖ τήν κόρη τοῦ δολοφόνου τοῦ πατέρα του, τήρησε ὅμως παρθενικό βίο!
Ἡ ἐποχή του - ἐποχή συνεχῶν ἐπαναστάσεων, δυναστικῶν διεκδικίσεων καί ἐπιθέσεων τῶν Δανῶν - σημαδεύθηκε ἀπό τήν πτώση τῆς Ὀρθοδόξου Ἀγγλίας. Ἄν καί ἱκανός πολεμιστής, ἔζησε βίο ἐνάρετο καί ἐλεήθηκε ἀπό τόν Θεό μέ τά χαρίσματα τῶν θαυμάτων καί τῆς προφητείας (μεταξύ ἄλλων προφήτευσε τήν ἦττα τῶν Ἑλλήνων ἀπό τούς Σελτζούκους στό Ματζικέρτ, τό 1071).
Ἐξαιρετικά ἐλεήμων, κάποτε - ἐνῶ παρακολουθοῦσε τά ἐγκαίνια ναοῦ στό Χάβερινγκ τοῦ Ἔσσεξ - ἔδωσε σέ ἕνα ζητιάνο τό δακτυλίδι του, ἐπειδή δέν εἶχε μαζί του χρήματα. Λίγο μετά μερικοί Ἄγγλοι προσκυνητές στά Ἱεροσόλυμα, ἀντιμετώπισαν προβλήματα στήν Βηθλεέμ καί κάποιος παράξενος ζητιάνος τούς βοήθησε στήν ἀντιμετώπισή τους. Πρίν φύγουν τούς ἔδωσε ἕνα δακτυλίδι καί τούς εἶπε νά τό δώσουν στό βασιλιά τους λέγοντας, ὅτι ὁ ἅγ. Ἰωάννης τοῦ στέλνει μήνυμα, ὅτι γιά τήν ἐνάρετη ζωή του, θά ἀπολαύσει τίς χαρές τοῦ Παραδείσου σέ ἕξη μῆνες! Ὅταν ὁ Ἐδουάρδος πῆρε τό δακτυλίδι, ἀναγνώρισε ἐκεῖνο πού εἶχε δώσει στόν ζητιάνο καί ἀμέσως κατάλαβε, ὅτι ὁ ἄγνωστος ζητιάνος ἦταν ὁ ἅγ. Ἰωάννης ὁ Θεολόγος!
Κατά τήν πρόρρηση τοῦ Ἱεροῦ Εὐαγγελιστοῦ, κοιμήθηκε εἰρηνικά ἕξη μῆνες ἀργότερα, τήν 5η Ἰανουαρίου 1066. Ἀκριβῶς ἕνα χρόνο μετά, τήν 6η Ἰανουαρίου 1067, ὁ Γουλιέλμος ὁ Κατακτητής στέφθηκε πρῶτος Καθολικός Βασιλιάς τῆς Ἀγγλίας, ὅπως ἀκριβῶς εἶχε προφητεύσει ὁ Ἐδουάρδος.
Τό Λείψανό του ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο τό 1163 καί σήμερα φυλάσσεται στό Ἀββαεῖο τοῦ Γουέστμινστερ, στό Λονδίνο.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 5η Ἰανουαρίου.
Ἅγιος Ἐγγουϊνος Ἐπίσκοπος Βόρσεστερ Βρεττανίας (+ 717)
Ἦταν βασιλικῆς καταγωγῆς, ἀλλά προτίμησε τήν ζωή τῆς ἀφιερώσεως στόν Θεό καί ἔγινε μοναχός. Τό 693 ἀναδείχθηκε Ἐπίσκοπος Βόρσεστερ, "ψήφῳ κλήρου καί λαοῦ", κατά τήν βασιλεία τοῦ Βασιλέως τῆς Μερκίας Ἐθελρέδου. Ποίμανε μέ σύνεση καί ὑπευθυνότητα τόν λαό τοῦ Θεοῦ, σέ μία ἡμιβάρβαρη ἐποχή, ταραγμένη ἀπό τίς ἐξωτερικές εἰσβολές καί τίς ἐσωτερικές ἀναστατώσεις καί τούς ἐμφυλίους πολέμους.
Κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 717. Τό Λείψανό του ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο τό 1040. Σήμερα δέν ὑπάρχουν πληροφορίες γιά τήν τύχη του.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 30ή Δεκεμβρίου καί ἡ Ἀνακομιδή τοῦ Λειψάνου του τήν 10η Σεπτεμβρίου.
Ὁσία Ἐθελφρέδα τοῦ Ἔλυ Βρεττανίας (+ 679)
Ἀγγλίδα Πριγκίπισσα, θυγατέρα τοῦ Βασιλέως τῆς Ἀνατολικῆς Ἀγγλίας. Νυμφεύθηκε γιά πολιτικούς λόγους (κατά τά τότε κρατοῦντα) δύο φορές (ἀρχικά τόν Πρίγκιπα Τόντβερχτ καί στήν συνέχεια τόν Πρίγκιπα Ἔκφριντ), διατήρησε ὅμως τόν γάμο της ἁγνό καί ἔτσι στίς συναξαριστικές πηγές μνημονεύεται παρθένος.
Ἵδρυσε μεγάλη μονή στήν περιοχή τοῦ Ἔλυ, ὅπου μόνασε καί ἀναδείχθηκε Ἡγουμένη. Κοιμήθηκε σέ ἡλικία 49 ἐτῶν. Τό 701, 22 χρόνια μετά τήν κοίμησή της, τό παρθενικό της Λείψανο ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο. Τό Λείψανο καταστράφηκε κατά τήν Διαμαρτύρηση, ἀλλά σήμερα στόν Καθεδρικό Ναό τοῦ Ἔλυ (στήν θέση τῆς μονῆς της), σώζεται μία τῶν εὐλογημένων χειρῶν της.
Ἡ μνήμη της τιμᾶται τήν 23η Ἰουνίου.
Ἅγιος Ἐλίγιος Ἐπίσκοπος Νουόν Φλάνδρας Βελγίου (+ 660)
Γεννήθηκε τό 588 στήν περιοχή τῆς Λιμόζ, στήν κεντρική Γαλλία, ἀπό γονεῖς Χριστιανούς. Ἦταν δεξιοτέχνης στήν ἐπεξεργασία πολυτίμων μετάλλων καί αὐτό τοῦ ἐξασφάλισε θέση στήν Αὐλή τοῦ Βασιλέως Κλοθέριου ΙΙ, στό Παρίσι, ὅπου ἡ τιμιότητά του τόν ἀνέδειξε θησαυροφύλακα καί σύμβουλο. Ἐξαιρετικά ἐλεήμων, χρησιμοποιοῦσε τήν θέση καί τήν οἰκονομική του εὐχέρεια γιά τήν ἀπελευθέρωση αἰχμαλώτων.
Μετά τόν θάνατο τοῦ Κλοθερίου (629) ἔγινε ὁ βασικός σύμβουλος τοῦ διαδόχου του Δαγοβέρτου Ι. Ἵδρυσε τό Ἀββαεῖο τοῦ Σολινιάκ (νότια τῆς Λιμόζ), μία γυναικεία μονή στό Παρίσι καί πολλούς ναούς. Χρησιμοποιῶντας τήν τέχνη του, διακόσμησε τίς λάρνακες τῶν Ἁγίων Διονυσίου καί Γενεβιέβης τοῦ Παρισιοῦ, Μαρτίνου τῆς Τουρώνης, κ.ἄ.
Τό 639, μετά τόν θάνατο τοῦ Δαγοβέρτου, ἐντάχθηκε στόν Κλῆρο καί ἀναδείχθηκε Ἐπίσκοπος Νουόν στή Φλάνδρα (Βέλγιο). Στήν ἡμιβάρβαρη ἐπαρχία του ὑπῆρχαν ἀκόμη πολλοί εἰδωλολάτρες, τούς ὁποίους ὁ Ἅγιος προσπάθησε νά ἐκχριστιανίσει, ταξιδεύοντας μέσα στά δάση, μέχρι τίς ἀκτές τῆς Βόρειας Θάλασσας.
Κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 660, ἀφήνοντας ἱκανούς μαθητές νά συνεχίσουν τό ἔργο του.
Τό Λείψανό του ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο ἕνα χρόνο ἀργότερα. Τότε διαπιστώθηκε, ὅτι τά μαλλιά καί τά γένεια του συνέχιζαν νά μεγαλώνουν! Σήμερα δέν ὑπάρχουν πληροφορίες γιά τήν τύχη του.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 1η Δεκεμβρίου.
Ὁσία Ἐλισάβετ ἡ Θαυματουργός (5ος αἰ.)
Μία τῶν μεγάλων μορφῶν τοῦ Βυζαντινοῦ Μοναχισμοῦ.
Πρῶτος τάφος τοῦ μαρτυρικοῦ Λειψάνου τοῦ Ἁγίου ἦταν τό πηγάδι τοῦ λουτροῦ στό ὁποῖο τό ἔρριξαν εἴτε οἱ ἐθνικοί γιά νά μήν τό βροῦν οἱ Χριστιανοί, εἴτε οἱ μαθητές του γιά νά τό σώσουν ἀπό τούς εἰδωλολάτρες. Κατά τήν παράδοση, "ἀπό τό πηγάδι ἐκεῖνο πού κρατοῦσε τό ἅγιο σῶμα, ἀνέβλυσε τό πρῶτο καί ἅγιο μῦρο"! Στή συνέχεια τό Λείψανο ἐνταφιάσθηκε στόν τόπο τοῦ μαρτυρίου τοῦ Ἁγίου. Πάνω ἀπό τόν τάφο αὐτό ὑψώθηκε ἀρχικά μικρός Ναός (Μαρτύριο) καί κατά τόν 5ο αἰ. ἡ περίφημη Βασιλική, τήν ὁποία ἔκτισε ὁ θεραπευμένος ἀπό θαῦμα τοῦ ἁγ. Δημητρίου Ἔπαρχος τοῦ Ἰλλυρικοῦ Λεόντιος. Ἡ Βασιλική αὐτή ἀκολούθησε ὅλες τίς ἱστορικές περιπέτειες τῆς Θεσσαλονίκης, μέ τήν ὁποία ἡ μνήμη τοῦ ἁγ. Δημητρίου ἔχει ταυτισθεῖ. Δυστυχῶς, τίς περισσότερες καί μεγαλύτερες βεβηλώσεις τοῦ Ναοῦ καί τῆς μνήμης τοῦ Ἁγίου, τίς προκάλεσαν "Χριστιανοί"! Λ.χ. τό 1185 οἱ Νορμανδοί λεηλάτησαν τόν Ναό, "πυρπόλησαν τίς ἅγιες εἰκόνες του καί μέ τό μῦρο πού ἀνέβλυζε ἄφθονο ἀπό τόν τάφο τοῦ Ἁγίου, γυάλισαν τά παπούτσια τους καί τηγάνισαν ψάρια"! (Μ. Ἀρχιμ. Παντ. Καλπακίδη, "Ἅγιος Δημήτριος - Βίος καί Ναός τοῦ Προστάτου τῆς Θεσσαλονίκης", σελ. 14).
Μέχρι τήν καταστροφή τῆς Βασιλικῆς ἀπό τήν μεγάλη πυρκαγιά τοῦ 1917 (ἡ ὁποία κατέστρεψε τά 2/3 τῆς Θεσσαλονίκης), ἦταν κοινά ἀποδεκτό, ὅτι τά Λείψανα τοῦ ἁγ. Δημητρίου ἦσαν στόν τάφο του. Ὅμως, κατά τίς ἀνασκαφές πού διενήργησε κατά τήν ἀναστηλωτική περίοδο 1926 - 1949, ὁ τότε Ἔφορος Βυζαντινῶν Ἀρχαιοτήτων Καθηγητής Γ. Σωτηρίου, ὁ τάφος βρέθηκε κενός. Ὅπως ἀποδείχθηκε στή συνέχεια, κατά τήν κατάλυση τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας ἀπό τούς Σταυροφόρους, ὁ κατακτητής τῆς Θεσσαλονίκης Βονιφάτιος ὁ Μομφερατικός, ἀφαίρεσε τά Λείψανα τοῦ ἁγ. Δημητρίου, καθώς καί τοῦ ὁσ. Δαβίδ, καί τά μετέφερε στήν Ἰταλία.
Τό Λείψανο τοῦ ἁγ. Δημητρίου ἀνακομίσθηκε τότε ἀδιάφθορο. Ὅπως προκύπτει ἀπό ἔγγραφο τοῦ Ἀββαείου τοῦ ἁγ. Λορέτζου In Campo, ὅπου τό Λείψανο φυλάχθηκε ἀπό τό 1236 μέχρι καί τό 1978 - 80, "τό σῶμα τοῦ Μάρτυρος εἶχε διατηρηθεῖ ἀκέραιον καί εὐωδιάζον μέχρι τήν ἐποχήν κατά τήν ὁποίαν ὁ Καρδινάλιος Νεγκρόνι, Ἐπίτροπος τότε τοῦ Ἀββαείου, τό ἀπέστειλεν εἰς τήν Ρώμην δι' ἀναγνώρισιν, ἐπεστράφη δέ ἀπό ἐκεῖ κατά τι ἠλαττωμένον, εἰς τά τέλη τοῦ 17ου αἰ." (Μητροπ. πρ. Παραμυθίας Τίτου Ματθαιάκη, "Θέματα Ἁγιολογίας", 1987, σελ. 253).
Δέν εἶναι γνωστό πότε καί κάτω ἀπό ποιές συνθῆκες διαλύθηκε τό Λείψανο, κατά τήν ἀναγνώριση πάντως τήν ὁποία διενήργησε τό Βατικανό τό 1968, βρέθηκαν ὀστά καί ὄχι ἀδιάφθορο Λείψανο.
Ἡ τιμία Κάρα τοῦ Μυροβλύτου Μεγαλομάρτυρος ἐπέστρεψε στή Θεσσαλονίκη τόν Ὀκτώβριο τοῦ 1978 καί μεγάλο μέρος τῶν λοιπῶν Λειψάνων τό 1980 (Βλ. Πρωτ. Δημ. Βακάρου, "Ἡ ἐπανακομιδή τῆς τιμίας Κάρας τοῦ ἁγίου ἐνδόξου Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου τοῦ Μυροβλύτου"· Περιοδικό "Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς", τ. 1978, σελ. 384 - 389· καί Ἀρχιμ. Παντ. Καλπακίδη, "Περί τῶν Ἱερῶν Λειψάνων τοῦ ἁγίου ἐνδόξου Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου τοῦ Μυροβλύτου"· Περιοδικό "Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς", τ. 1983, σελ. 203 - 213). Σήμερα φυλάσσονται στήν Βασιλική τοῦ Ἁγίου, σέ ἀργυρή λάρνακα, κατατεθημένα στό ἐξαιρετικῆς τέχνης κιβώριο πού ἀνακατασκευάσθηκε γιά τόν σκοπό αὐτό.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 26η Ὀκτωβρίου.
Ὅσιος Δημήτριος ὁ Μπασαράμπης (13ος αἰ.)
Γεννήθηκε στό χωριό Μπασαραμπώφ τῆς Βουλγαρίας (ἀπ' ὅπου ἔλαβε καί τήν ἐπωνυμία του), κοντά στήν πόλη Ρουσκιούκ, κατά τήν περίοδο τῆς βασιλείας Πέτρου καί Ἰωάννου Ἀσσάν. Οἱ γονεῖς του ἦταν Ρουμάνοι εὐσεβεῖς χωρικοί, ἀσχολούμενοι μέ τήν γεωργία καί τήν ἐκτροφή ἀγελάδων (γιά τοῦτο ὁ Ὅσιος συνήθως εἰκονίζεται νά φυλάσσει ἀγελάδες).
Γιά τήν ζωή του στόν κόσμο δέν διασώθηκαν κάποιες ἀκριβεῖς μαρτυρίες, ἀλλά μόνο τό ἀκόλουθο χαριτωμένο περιστατικό: Κάποτε, ἐνῶ ἔβοσκε τό κοπάδι τῆς οἰκογενείας του, συνέβη νά πατήση μία φωλιά πουλιῶν, κρυμμένη μέσα στά χόρτα, καί νά τά σκοτώσει ὅλα. Ὁ εὐλαβής νεαρός Δημήτριος καταλήφθηκε ἀπό μεγάλο πόνο γιά τήν ἀπροσεξία του αὐτή καί ἐπέβαλλε στόν ἑαυτό του βαρύ ἐπιτίμιο: Στό πόδι πού πάτησε τήν φωλιά δέν φόρεσε ὑπόδημα γιά τρία χρόνια, μέ ἀποτέλεσμα τό καλοκαίρι νά ὑποφέρει ἀπό τίς πέτρες καί τά ἀγκάθια καί τόν χειμῶνα ἀπό τόν πάγο καί τό χιόνι. Μόνον ἔτσι εἰρήνευσε ὁ λογισμός του ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.
Ἀπό πόθο πρός τήν "ἐν Χριστῷ" μοναχική ζωή, νεώτατος ὁ Ὅσιος ἐντάχθηκε σέ κάποια μοναστική κοινότητα καί ἀργότερα ἀσκήθηκε σέ ἕνα σπήλαιο, κοντά στόν ποταμό Λόμο, ὅπου καί τελειώθηκε ὁσιακά.
Τό Λείψανο τοῦ Ὁσίου ἀνακομίσθηκε εὐωδιαστό καί ἄφθαρτο, 400 περίπου χρόνια μετά τήν κοίμησή του. Τόν 17ο αἰ. παρουσιάσθηκε ὁ Ὅσιος "κατ' ὄναρ" σέ μία παράλυτη κόρη καί τῆς εἶπε "Ἐάν, παιδί μου, μέ βγάλουν οἱ γονεῖς σου ἀπό τήν κοίτη τοῦ ποταμοῦ Λόμο, ἐγώ θά σέ θεραπεύσω". Στό σημεῖο πού ὑπέδειξε ὁ Ὅσιος, πολλοί εὐλαβεῖς ἄνθρωποι εἶχαν δεῖ κατά καιρούς ἕνα ὑπεκόσμιο φῶς νά καταυγάζει τήν περιοχή. Φαίνεται πῶς σέ κάποια μεγάλη πλημμύρα, ὁ ποταμός παρέσυρε τό Λείψανο ἀπό τό σπήλαιο τῆς ἀσκήσεώς τοῦ Ὁσίου καί τό "κράτησε" θαμένο στήν λάσπη του, χωρίς ὅμως νά ὑποστεῖ καμμία βλάβη ἤ φθορά, μέχρι τήν ἐμφάνισή του στήν παράλυτη κόρη καί τήν θεραπεία της.
Τό Ἱερό Λείψανο κατατέθηκε ἀρχικά στόν ἐνοριακό ναό τοῦ χωριοῦ του.Ἀργότερα ὁ Ἡγεμόνας τῆς Οὐγγροβλαχίας ἔκτισε ἐκεῖ Ναό πρός τιμή του καί τό κατέθεσε. Κατά τόν Ρωσο - Τουρκικό πόλεμο τοῦ 1769 - 1774, ὁ Στρατηγός Πέτρος Σαλτίκωφ πῆρε τό Λείψανο μέ σκοπό νά τό μεταφέρει στήν Ρωσία, ὅμως στό Βουκουρέστι Ρουμάνοι Ὀρθόδοξοι (μέ προεξάρχοντα τόν Δημήτριο Χάτζη), τοῦ ζήτησαν νά τό ἀφήσει εὐλογία στήν Ρουμανία, "σάν παρηγοριά τῶν Ρουμάνων λόγῳ τῶν πολλῶν ληστειῶν πού ἔκαναν οἱ Τοῦρκοι στή Ρουμανική χώρα". Ὁ Στρατηγός δέχθηκε καί πῆρε μόνο τό δεξί χέρι τοῦ Ἁγίου σάν εὐλογία γιά τήν χώρα του (σήμερα φυλάσσεται στήν Λαύρα τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου).
Σήμερα τό χαριτόβρυτο Λείψανο τοῦ ὁσίου Δημητρίο, φυλάσσεται σέ περίτεχνη ἀργυρή Λάρνακα, στόν ἐπ' ὀνόματι τῶν Ἁγίων Κωνσταντίνου καί Ἑλένης Πατριαρχικό Ναό τοῦ Βουκουρεστίου, σέ εἰδική ἐξέδρα ἀριστερά τῆς Λιτῆς. Ἐκεῖ ὁ Ὅσιος δέχεται τήν τιμή καί τόν σεβασμό τῶν πιστῶν καί εὐεργετεῖ "διά πρεσβειῶν" του τόν λαό τοῦ Θεοῦ μέ τά θαύματά του. Ἡ εὐωδία τοῦ Ἱεροῦ Λειψάνου (σύμφωνα μέ τήν ἐμπειρία καί τοῦ γράφοντος), εἶναι ἀδιάκοπη καί χαρακτηριστική.
Τήν μνήμη του τιμᾶται τήν 27η Ὀκτωβρίου. Ὁ ἑορτασμός εἶναι μεγαλοπρεπής καί τριήμερος, διότι συνεορτάζεται καί ὁ συνώνυμός του Μεγαλομάρτυς ἅγιος Δημήτριος ὁ Μυροβλήτης.
Ἅγιος Δημήτριος Ἰβάνοβιτς, Τσάρεβιτς τῆς Ρωσίας (+ 1591)
Ἕνα ἀθώο θῦμα τῶν ἀνακτορικῶν δολοπλοκιῶν, τό ὁποῖο ὁ Θεός δόξασε μέ τήν ἀφθαρσία τοῦ Λειψάνου του καί τό "μετά θάνατον" θαυματουργικό χάρισμα.
Τό 1580, ὁ Τσάρος Ἰβάν Δ' ὁ Τρομερός, νυμφεύθηκε τήν Μαρία Θεοδώροβνα Ναγκόϊ. Μαζί της ἀπέκτησε ἕνα γιό ὁ ὁποῖος ὀνομάσθηκε Δημήτριος. Δύο χρόνια μετά τήν γέννηση τοῦ Πρίγκιπα ὁ Ἰβάν ἀπεβίωσε καί στό Ρωσικό Θρόνο ἀνέβηκε ὁ γιός του Θεόδωρος. Εὐσεβής ὁ νέος Τσάρος, ἀλλά ἀνήλικος καί φιλάσθενος, δέν εἶχε τήν δυνατότητα νά ἀσκήσει τήν ἐξουσία καί ἔτσι αὐτή περιῆλθε στά χέρια τοῦ ἰσχυροῦ ἄνδρα Βόριδα Γκουντουνώφ καί τοῦ Συμβουλίου τῶν Βογιάρων. Ἕνα πρῶτο ἀποτέλεσμα τῆς ἐξελίξεως αὐτῆς ἦταν νά ἐξορισθοῦν ἡ Τσαρίνα Μαρία καί ὁ Τσάρεβιτς (Διάδοχος) Δημήτριος στό Ἄγκλιχ, γιά νά ἀποκλεισθεῖ ἡ ἄνοδος τῆς Οἰκογενείας Ναγκόϊ στό Ρωσικό Θρόνο.
Ὁ Πρίγκιπας Δημήτριος δολοφονήθηκε τό 1591, σέ ἡλικία μόλις 9 ἐτῶν. Τό ἔγκλημα ἀποδόθηκε στό σφετεριστή Γκουντουνώφ. Τό σῶμα τοῦ μικροῦ Πρίγκιπα ἐνταφιάσθηκε στόν Καθεδρικό Ναό τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος, ἀπό ὅπου ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο τό 1606, μετά ἀπό σειρά θαυμάτων, καί μεταφέρθηκε στόν Καθεδρικό Ναό τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ, στό Κρεμλίνο τῆς Μόσχας (ὅπου οἱ τάφοι τῶν Τσάρων). Μετά τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1917, δέν εἶναι γνωστή ἡ τύχη του. (Β. Βοϋτάν, "Ὁ ἅγ. Μάρτυς Τσάρεβιτς Δημήτριος"· Περιοδικό "Orthodox Life", τ. 27ος, φ. 1ο).
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 15η Μαϊου καί ἡ Ἀνακομιδή τοῦ Λειψάνου του τήν 3η Ἰουνίου.
Ἅγιος Δημήτριος ὁ Θαυματουργός Άρχιεπίσκοπος Ροστώφ Ρωσίας (+ 1709)
Ἕνας τῶν πλέον γνωστῶν, λαοφιλῶν καί θαυματουργῶν Ἁγίων τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας.
Γεννήθηκε στό Κίεβο τό 1651, ἀπό οἰκογένεια Κοζάκων. Σπούδασε στή Θεολογική Ἀκαδημία τοῦ Κιέβου καί τό 1668 ἔγινε μοναχός στήν Μονή τοῦ ἁγ. Κυρίλλου. Διάκονος χειροτονήθηκε τό 1669 καί Πρεσβύτερος τό 1675. Ἡ διακονία του συμπίπτει μέ τήν ταραγμένη ἀπό τόν ἐθνικισμό καί τίς ἀποσχιστικές τάσεις ἀτμόσφαιρα τοῦ 17ου αἰ., στήν τοπική Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας. Τό 1701 χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος Τομπόλσκ, ἀλλά ἡ κακή κατάσταση τῆς ὑγείας του δέν τοῦ ἐπέτρεψε νά ἀναλάβει τήν ἕδρα του. Τό 1702 μετατέθηκε στό Ροστώφ. Κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 1709, γονατιστός ἐνώπιον τῶν Ἁγίων Εἰκόνων!
Διακρίθηκε κυρίως σάν ἡγούμενος μονῶν καί σάν ἐκκλησιαστικός συγγραφέας. Κυριώτερο ἔργο του εἶναι ὁ Συναξαριστής πού φέρει τό ὄνομά του (τόν ὁποῖο ξεκίνησε τό 1684 καί ὁλοκλήρωσε τό ἔτος τοῦ θανάτου του). Γιά τήν σύνταξή του χρησιμοποίησε τό ἔργο τοῦ Μητροπολίτου Μόσχας ἁγ. Μακαρίου καί ἀντίστοιχες Δυτικές πηγές (ἀπό τό 1693 τά ἔργα τῶν Βολλανδιστῶν Μοναχῶν τῶν Βρυξελλῶν).
Τό Λείψανό του ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο τό 1752 καί ἡ ἁγιότητά του διακηρύχθηκε Συνοδικά τό 1757. Σήμερα, μετά τήν ἀθεϊστική λαίλαπα, ἀπότμημα τοῦ Λειψάνου του σώζεται στόν Ναό Οὐσπένσκυ τοῦ Ροστώφ. (Ἀ. Σλιάπκιν, " Ὁ ἅγ. Δημήτριος τοῦ Ροστώφ καί ἡ ἐποχή του", 1891).
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 28η Ὀκτωβρίου.
Ὅσιος Διόδωρος τοῦ Γιουρεγκόρσκ Ρωσίας (+ 1633)
Ὁ κατά κόσμον Διομήδης, γεννήθηκε στό χωριό Τουρτσάσοβο, στόν ποταμό Ὀνέγκα. Σέ ἡλικία 15 ἐπισκέφθηκε τήν περίφημη Μονή Σολόβκι καί γοητευμένος ἀπό τήν ὀργάνωση καί τήν πνευματική της κατάσταση ἔμεινε ἐκεῖ. Σέ ἡλικία 19 ἐτῶν ἔγινε ρασοφόρος ἀπό τόν Ἡγούμενο Ἀντώνιο, μέ τό ὄνομα Δαμιανός. Ἔζησε ἐρημητικά ἑπτά χρόνια καί μετά πῆγε στήν Μόσχα καί ζήτησε ἀπό τόν Τσάρο Μιχαήλ Θεοδώροβιτς (1613 - 1645), τήν ἄδεια νά ἱδρύσει Μονή πρός τιμήν τῆς Ἁγίας Τριάδος, στό Ὄρος Γιούριεφ. Ἐκτός ἀπό τήν συμπαράσταση τοῦ Τσάρου, στήν ἀνέγερση τῆς Μονῆς βοηθήθηκε οἰκονομικά καί ἀπό τήν μητέρα του Μιχαήλ Μοναχή Μάρθα.
Κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 1633, κατά τήν διάρκεια μοναστηριακῆς ὑπηρεσίας στό Καργκορόλ καί ἐνταφιάσθηκε ἐκεῖ. Τό 1635 τό Λείψανό του ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο καί μεταφέρθηκε στή Μονή τῆς Ἁγίας Τριάδος. Μετά τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1917, δέν ὑπάρχουν πληροφορίες γιά τήν τύχη του.
Τιμᾶται τήν 20η Νοεμβρίου.
Ἱερομάρτυρας Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης (1ος αἰ.)
Ἀθηναῖος στήν καταγωγή, διέπρεπε μέ τίς γνώσεις καί τό ἦθος του σάν δικαστής τοῦ Ἀρείου Πάγου. Ἐκεῖ, τό ἔτος 52 μ.Χ., ἄκουσε τήν διδασκαλία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου καί πρῶτος πίστεψε σ' αὐτήν, ὅπως μαρτυρεῖται στίς Πράξεις (17, 34). Διαδέχθηκε στόν Ἐπισκοπικό Θρόνο τῶν Ἀθηνῶν τόν ἅγ. Ἱερόθεο, ἀπό τόν ὁποῖο διδάχθηκε "ἀπόκρυφα τινα καί θεῖα μυστήρια, καθώς καί ἐκεῖνος ἤκουσεν ἄλλοτε ἀπό τόν μέγαν Παῦλον".
Στόν Ἱερό Διονύσιο ἀποδίδονται σημαντικά ἔργα τῆς πρωτοχριστιανικῆς γραμματείας ("Περί Οὐρανίου Ἱεραρχίας", "Περί Θείων Ὀνομάτων", "Περί καταφατικῆς καί ἀποφατικῆς θεολογίας", κ.ἄ.). Ὁ θάνατός του ὑπῆρξε μαρτυρικός. "Κατ' ἄλλους τελειώθηκε δι' ἀποκεφαλισμοῦ εἰς Παρισίους, τῶν ὁποίων μνημονεύεται πρῶτος Ἐπίσκοπος, ἐνῶ κατ' ἄλλους διά πυρός ἐν Ἀθήναις".
Τό Λείψανο τοῦ Ἱερομάρτυρος Διονυσίου διατηρήθηκε ἀδιάφθορο. Δέν εἶναι γνωστό πότε καί κάτω ἀπό ποιές συνθῆκες διαλύθηκε. Σήμερα ἡ τιμία του Κάρα σώζεται στή Μονή Δοχειαρίου καί μέρος της στή Μονή Σίμωνος Πέτρας, δέρμα του στή Μονή Διονυσίου καί ἀποτμήματα Λειψάνων του στίς Μονές Γρηγορίου, ἁγ. Διονυσίου τοῦ ἐν Ὀλύμπῳ Λιτοχώρου Πιερίας, Νταοῦ Πεντέλης καί Βουλκάνου Μεσσηνίας.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 3η Ὀκτωβρίου.
Ἅγιος Διονύσιος Ἀρχιεπίσκοπος Αἰγίνης (+ 1622)
Γεννήθηκε στήν Ζάκυνθο τό 1547, στήν ἀρχοντική οἰκογένεια τῶν Σιγούρων καί πῆρε μεγάλη μόρφωση. Τό 1568, σέ ἡλικία 21 ἐτῶν, μόνασε στήν Μονή τῆς Ἀναφωνήτριας, στήν πατρίδα του. Διάκονος καί Πρεσβύτερος χειροτονήθηκε ἀπό τόν Ἐπίσκοπο Κεφαλληνίας καί Ζακύνθου Φιλόθεο Λοβέρδο. Τό 1576 (ἤ 1577) ξεκίνησε γιά προσκύνημα στήν Ἀνατολή, στήν Ἀθήνα ὅμως τοῦ προτάθηκε ἀπό τόν Μητροπολίτη Νικάνορα νά ἀναλάβει τήν Ἀρχιεπισκοπή Αἰγίνης, πού εἶχε καταστραφεῖ τό 1537 ἀπό πειρατές. Χειροτονήθηκε στόν Ναό τοῦ ἁγ. Ἐλευθερίου (σήμερα Παρεκκλήσιο τῆς Μητροπόλεως Ἀθηνῶν).
Στήν Αἴγινα ἐγκαταστάθηκε στή σημερινή Παλαιόχωρα καί ποίμανε τό φοβισμένο καί διωγμένο μικρό ποίμνιό του μέχρι τό 1579, ὁπότε ἀσθένησε, παραιτήθηκε καί ἐπέστρεψε στή Ζάκυνθο, γιά νά συνεχίσει τήν ἄσκησή του στήν Ἀναφωνήτρια. Τὀ 1580 διορίσθηκε ἀπό τόν Πατριάρχη ΚΠόλεως Ἱερεμία Β' Χωρεπίσκοπος καί Πρόεδρος Ζακύνθου, θέση ἀπό τήν ὁποία ἐπίσης παραιτήθηκε - τό 1583 - γιά νά συνεχίσει τήν ἄσκησή του καί νά ὑπηρετήσει τόν λαό σάν ἁπλός ἐφημέριος.
Ὁ ἅγ. Διονύσιος ἔμεινε στήν Ἱστορία σάν "ὁ Ἅγιος τῆς συγγνώμης", διότι συγχώρησε, ἔκρυψε καί φυγάδευσε τόν δολοφόνο τοῦ ἀδελφοῦ του, πού πῆγε διωκόμενος νά ἐξομολογηθεῖ.
Κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 1622 - ἐλεημένος ἀπό τόν Θεό μέ τό χάρισμα τῶν θαυμάτων - καί ἐνταφιάσθηκε στή Μονή τῶν Στροφάδων, στό Παρεκκλήσιο τοῦ ἁγ. Γεωργίου, ὅπου σήμερα σώζεται ὁ τάφος του. Ἡ ἁγιότητά του διακηρύχθηκε Συνοδικά ἀπό τήν Μεγάλη Ἐκκλησία τῆς ΚΠόλεως τό 1703.
Τό Λείψανό του ἀνακομίσθηκε τό 1625, "ὁλόκληρον, ἀκέραιον, ἀνελλιπές, μετά τῶν Ἀρχιερατικῶν αὐτοῦ ἐνδυμάτων, πνέον εὐωδίαν θαυμάσιον", μετά ἀπό "κατ' ὄναρ" ἐμφάνιση τοῦ Ἁγίου στόν Ἡγούμενο τῆς Μονῆς καί κατατέθηκε στόν νάρθηκα τοῦ Καθολικοῦ τῆς Θείας Μεταμορφώσεως.
Τό 1716 ὁ Τουρκικός στόλος πλέοντας πρός τήν Κέρκυρα, πέρασε ἀπό τίς Στροφάδες καί οἱ μοναχοί τῆς Μονῆς ἔκρυψαν τό Λείψανο σέ παραθαλάσσιο σπήλαιο. Κατά τήν ἐπιστροφή τους οἱ Τοῦρκοι, μετά τήν ἀποτυχία τους νά καταλάβουν τήν Κέρκυρα (λόγῳ τοῦ γνωστοῦ θαύματος τοῦ ἁγ. Σπυρίδωνος), ἀποβιβάσθηκαν στό νησί, συνέλλαβαν τόν Ἡγούμενο καί τούς μοναχούς καί τούς βασάνισαν νά ὁμολογήσουν τήν κρύπτη τῶν κειμηλίων καί τοῦ Λειψάνου. Οἱ Ὀθωμανοί πῆραν πράγματι τούς θησαυρούς, ἀλλά ἄφησαν τό Λείψανο, τέσσερεις ὅμως Χριστιανοί ναύτες ἀπέκοψαν τά χέρια τοῦ Ἁγίου, "χάριν εὐλογίας" ! Τελικά τά τμήματα αὐτά τοῦ Λειψάνου ἀγοράσθηκαν ἀπό τόν Ἐπίσκοπο Χίου Ἀγαθάγγελο καί τόν μ. Ἀκάκιο καί ἐπιστράφηκαν στήν Μονή.
Τήν 24η Αὐγούστου 1716, τέσσερεις διασωθέντες Μοναχοί, μετέφεραν τό Λείψανο γιά ἀσφάλεια στήν πόλη τῆς Ζακύνθου. Σήμερα φυλάσσεται ἐκεῖ, σέ λαμπρό Ναό ὁ ὁποῖος οἰκοδομήθηκε στήν Παραλία τῆς Ἄμμου (σέ οἰκόπεδο τῆς Μονῆς Στροφάδων), κατατεθημένο σέ δύο λάρνακες, ἀπό τίς ὁποίες ἡ ἐσωτερική ἀργυρή, ἐκτός ἀπό τήν δεξιά του ἡ ὁποία φυλάσσεται στή Μονή Σίμωνος Πέτρας Ἁγίου Ὄρους.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 17η Δεκεμβρίου καί ἡ Ἀνακομιδή τοῦ Λειψάνου του τήν 24η Αὐγούστου.
Ἅγιος Δονάτος Ἐπίσκοπος Εὐροίας (+ 388)
Ἔζησε στήν ἐποχή τοῦ Αὐτοκράτορα Θεοδοσίου Α’ τοῦ Μεγάλου (379 – 395). Σύμφωνα μέ τήν ἐπικρατέστερη Συναξαριστική παράδοση γεννήθηκε, περί τό 330 στήν Εὐροία τῆς Ἠπείρου (περιοχή σημερινῆς Παραμυθιᾶς) καί σπούδασε στό Βουθρωτό. Ἐπίσκοπος τῆς πατρίδας του χειροτονήθηκε σέ ἡλικία μόλις 30 ἐτῶν καί ἀρχιεράτευσε 60 χρόνια. Συμμετεῖχε στήν Β’ Ἁγία Οἰκουμενική Σύνοδο. Ἡ Λατινική παράδοση τόν συγχέει μέ τόν ὁμώνυμό του Ἐπίσκοπο Ἀρρητίου Τυρρηνίας, ὁ ὁποῖος μαρτύρησε κατά τήν βασιλεία τοῦ Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτη.
Στά θαύματα τοῦ Ἁγίου ἀποδίδεται καί ἡ θαυματουργική θανάτωση ἑνός φοβεροῦ δράκου πού τρομοκρατοῦσε τήν περιοχή του (μάλιστα τά ὀστά τοῦ δράκου σώζονται ἐκτεθημένα στό ναό τῆς Παναγίας, τῆς νήσου Μουράνο τῆς Βενετίας). Ἀκόμη θεράπευσε καί τήν δαιμονιζόμενη κόρη τοῦ Μεγ. Θεοδοσίου.
Κοιμήθηκε εἰρηνικά περί τό 388 καί ἐνταφιάσθηκε σέ μνημεῖο πού κατά τήν παράδοση εἶχε ἑτοιμάσει ὁ ἴδιος.
Μία πρώτη ἀνακομιδή τοῦ ἀφθάρτου καί μυροβλύζοντος Λειψάνου του μαρτυρεῖται κατά τόν 6ο αἰ., ὅταν Ἰλλυρικοί πληθυσμοί κατέφυγαν στήν Κέρκυρα λόγῳ τῶν Ἀραβο - Σλαβικῶν ἐπιδρομῶν. Δέν εἶναι γνωστό πότε καί κάτω ἀπό ποιές συνθῆκες τό Λείψανο μεταφέρθηκε στήν Κεφαλλονιᾶ, τό 1126 πάντως τό ἀφαίρεσε ἀπό ἐκεῖ ὁ Δόγης Δομήνικος Michiel, ἐπιστρέφοντας ἀπό στρατιωτική ἀποστολή στήν Παλαιστίνη (κατά τήν ἴδια ἀποστολή ἀφαιρέθηκαν ἀπό τήν Χίο τά Λείψανα τοῦ Μάρτυρος Ἰσιδώρου).
Τό Λείψανο κατατέθηκε ἀρχικά στό Ναό τῆς Παναγίας τῆς νήσου Μουράνο τῆς Βενετίας, τῆς Ἐπισκοπῆς τοῦ Torcello. Δέν εἶναι γνωστό πότε καί κάτω άπό ποιες συνθῆκες διαλύθηκε. Σήμερα φυλάσσονται ἐκεῖ ἡ τιμία Κάρα καί μέρος τῶν Λειψάνων, σέ λειψανοθήκη σχήματος ἀνθρωπίνου σώματος σέ ὕπτια στάση, ἐνδεδυμένης μέ ἀρχιερατικά ἄμφια. Τό πρόσωπο τῆς λειψανοθήκης ἀπό τό 1964 καλύπτεται μέ γύψινη προσωπίδα!
Στήν καθ’ ἡμᾶς Ἀνατολή ἀπότμημα τῶν Λειψάνων τοῦ ἁγ. Δονάτου διαφυλάσσει ἡ Μονή Μεγάλου Σπηλαίου Καλαβρύτων.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 30ή Ἀπριλίου.
Μάρτυρας Ἐδμούνδος, Βασιλεύς Ἀνατ. Ἀγγλίας (+ 869)
Ἕνας τῶν δημοφιλεστέρων Ἁγίων τῆς Βρεττανίας.
Ἔζησε καί μαρτύρησε κατά τήν ταραγμένη ἐποχή τῶν εἰσβολῶν τῶν Δανῶν πειρατῶν. Τό 854 - σέ ἡλικία μόλις 14 ἐτῶν! - διαδέχθηκε τόν γέροντα Βασιλέα τοῦ μικροῦ βασιλείου τῆς Ἀνατολικῆς Ἀγγλίας Offa (ὁ ὁποῖος ἀπεβίωσε στήν ΚΠολη κατά τήν ἐπιστροφή του ἀπό προσκύνημα στούς Ἁγίους Τόπους καί ἐνταφιάσθηκε στή Μονή τοῦ ἁγ. Γεωργίου Ἑλλησπόντου).
Στό σημεῖο πού ἀποβιβάσθηκε ἐπιστρέφοντας στήν Βρεττανία (σήμερα ὀνομάζεται "Ἡ Κάρα τοῦ ἁγ. Ἐδμούνδου", κοντά στόν Hanston τοῦ Norfolc) καί γονάτισε νά προσευχηθεῖ, ἀνέβλυσαν 12 πηγές θαυματουργοῦ ἁγιάσματος!
Στέφθηκε τά Χριστούγεννα τοῦ 856 στόν Καθεδρικό Ναό τοῦ Bures στό Suffolk (ὁ ὁποῖος σώζεται μέχρι σήμερα), ἀπό τόν Ἐπίσκοπο Οὐμβέρτο τοῦ Helmham. Ὑπῆρξε ἰδιαίτερα εὐσεβής, προστάτης τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν ἀδυνάτων, ἱκανός στρατιωτικός καί μεγάλος πατριώτης. Τό 865 συμμάχησε μέ ἄλλους Βρεττανούς Βασιλεῖς γιά τήν ἀντιμετώπιση τῶν Δανῶν εἰσβολέων.
Τελειώθηκε μέ ἀποκεφαλισμό τήν 20η Νοεμβρίου 869, βασανιζόμενος ἀπό τόν Δανό Ἡγεμόνα Hinguar, μή δεχόμενος νά ἀρνηθεῖ τήν Χριστιανική του πίστη. Εἷναι χαρακτηριστικό, ὅτι τόν συνέλαβαν προσευχόμενο μέσα στόν Ναό τοῦ Framlingham καί τόν τόξευαν δεμένο σέ ἕνα δένδρο (ὅπως τόν μ. Σεβαστιανό). Μετά τόν ἀποκεφαλισμό του οἱ εἰσβολεῖς πέταξαν τήν τιμία του Κάρα στό παρακείμενο δάσος καί ἔφυγαν. Τότε οἱ κρυπτόμενοι Χριστιανοί βρῆκαν τήν εὐκαιρία νά μαζέψουν τό μαρτυρικό σῶμα καί στήν προσπάθειά τους νά βροῦν καί τήν Κάρα, ἀκούσθηκε θαυματουργικά ἡ φωνή τοῦ νεκροῦ Βασιλέως νά ὑποδεικνύει τήν θέση της!
Τό Λείψανο ἐνταφιάσθηκε στόν τόπο τοῦ μαρτυρίου του καί ἕνα ξύλινο Παρεκκλήσιο ὑψώθηκε πάνω ἀπό τόν τάφο. Τό 915 ἕνα θαῦμα ἔστρεψε τήν προσοχή τῶν Ὀρθοδόξων Βρεττανῶν στόν Βασιλομάρτυρα Ἐδμούνδο. Κατά τήν διάρκεια μιᾶς καταιγίδας, ἕνας τυφλός καί ὁ συνοδός του ἀναγκάσθηκαν νά κοιμηθοῦν μέσα στό Παρεκκλήσιο τοῦ τάφου καί ὁ τυφλός ἀνέβλεψε θαυματουργικά! Τότε ἀνακομίσθηκε τό Λείψανο καί βρέθηκε πλήρως ἀδιάφθορο. Γιά περισσότερη ἀσφάλεια μεταφέρθηκε στήν Μονή τοῦ Bedricsworth (σήμερα Bury St. Edmunds), τήν ὁποία εἶχε ἱδρύσει τόν 7ο αἰ. ὁ ἅγ. Σιγεβέρτος.
Τά θαύματα τοῦ ἁγ. Ἐδμούνδου ἀνάγκασαν τό 925 τόν Βασιλέα Athelstan νά ἱδρύσει ἀδελφότητα γιά τήν ἐξυπηρέτηση τῶν προσκυνητῶν. Περίπου τό ἔτος 1000, ὁ Ἡγούμενος Aelfric δίνει τήν ἐξής περιγραφή τοῦ ἁγίου Λειψάνου:
"Πρόκειται γιά ἕνα μεγάλο θαῦμα, διότι εἶναι ὅπως ἀκριβῶς ἦταν καί στήν ζωή, μέ ἕνα ἄφθαρτο σῶμα. Ὁ λαιμός του, πού προηγουμένως εἶχε κοπεῖ, ἔχει θεραπευθεῖ καί μία λεπτή κόκκινη γραμμή δείχνει τό σημεῖο τῆς σφαγῆς. Ἐπίσης καί οἱ πληγές πού τοῦ εἶχαν καταφέρει οἱ βάρβαροι, ἔχουν θεραπευθεῖ μέ τήν δύναμη τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι κεῖται ἀδιάφθορος περιμένοντας τήν ἀνάσταση καί τήν αἰώνια δόξα"!
Ὁ ἴδιος μαρτυρεῖ, ὅτι μία εὐσεβής χήρα, ἡ Oswyn, πού ζοῦσε μέ προσευχή καί νηστεία πολλά χρόνια κοντά στήν λάρνακα, κάθε Μεγ. Πέμπτη ἔκοβε τά μαλλιά καί τά νύχια τοῦ Λειψάνου (πού συνέχιζαν νά μεγαλώνουν θαυματουργικά) καί τά φύλαγε σέ μία Λειψανοθήκη!
Τό 999 τήν φύλαξη τοῦ Λειψάνου ἀνέλαβε ὁ μοναχός Ethelwine, ὁ ὁποῖος τό 1010, μετά ἀπό ἀποκάλυψη τοῦ Ἁγίου, τό μετέφερε γιά ἀσφάλεια στό Λονδίνο, κατά τήν διάρκεια μιᾶς Δανικῆς ἐπιδρομῆς. Μόνο κατά τήν εἴσοδο εἴσοδο τοῦ Λειψάνου στήν πόλη, σημειώθηκαν 18 θεραπείες! Τρία χρόνια ἀργότερα, καί πάλι μετά ἀπό ἐμφάνιση τοῦ Μάρτυρος, τό Λείψανο ἐπιστράφηκε στήν θέση του.
Τό 1014 ὁ Ἅγιος μέ ἐμφάνισή του φόνευσε τόν ἀρχηγό τῶν Δανῶν εἰσβολέων Ἡγεμόνα Swein.
Τό 1032 ἡ ἀφθαρσία τοῦ ἱεροῦ Λειψάνου διαπιστώθηκε παρουσίᾳ πολλῶν μαρτύρων ἀπό τόν Ἀρχιεπίσκοπο τοῦ Καντέρμπουρυ Aethelnoth. Παρόμοιες διαπιστώσεις ἔγιναν τό 1050, τό 1095 καί τό 1198.
Μετά τόν 16ο αἰ. καί τήν λαίλαπα τῆς Διαμαρτυρήσεως (κατά τήν ὁποία καταστράφηκαν πολλά ἅγια Λείψανα), τό Ἀββαεῖο τοῦ ἁγ. Σερμίνου στήν Τουλούζη τῆς Γαλλίας, διεκδικοῦσε τήν κατοχή τῶν Λειψάνων τοῦ ἁγ. Ἐδμούνδου. Τά Λείψανα αὐτά ἐπιστράφηκαν στή Βρεττανία τόν 20ο αἰ., ἀλλά μέ σοβαρές ἀμφιβολίες γιά τήν αὐθεντικότητά τους. Μία ἐπιτροπή πού δημιουργήθηκε τό 1994 γιά νά ἐξετάσει τό ζήτημα, δέν κατέλειξε σέ οὐσιαστικά ἀποτελέσματα.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 20η Νοεμβρίου.
Μάρτυρας Ἐδουάρδος, Βασιλεύς τῆς Ἀγγλίας (+ 978)
Ἦταν γιός τοῦ Βασιλέως τῆς Ἀγγλίας Edgard, ἀπό τήν πρώτη σύζυγό του. Διαδέχθηκε τόν πατέρα του στό Θρόνο, σέ ἡλικία 13 ἐτῶν! Τό 978, σέ ἡλικία 16 ἐτῶν, δολοφονήθηκε ἀπό ἀνθρώπους τῆς μυτριάς του Elfrida, γιά νά ἀνέβει στό Θρόνο ὁ γιός της καί ἐτεροθαλής ἀδελφός του Ethelred. Τό σῶμα του ἐνταφιάσθηκε σέ ἄγνωστο σημεῖο καί σέ μεγάλο βάθος, ἀπό οὐράνιο φῶς ὅμως καί ἄλλα σημεῖα ὁ τάφος βρέθηκε καί τό Λείψανο ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο.
Δέν εἶναι γνωστό πότε καί κάτω ἀπό ποιές συνθήκες τό Λείψανο διαλύθηκε, σήμερα πάντως τά λείψανα σώζονται στήν πρός τιμή του Μονή τῆς Ρωσικῆς Διασπορᾶς, στό Μπρούκγουντ Βρεττανίας, ἐνῶ πολύς θόρυβος εἶχε δημιουργηθεῖ σχετικά μέ τήν γνησιότητα τῶν Λειψάνων καί τό δικαίωμα τῆς κατοχῆς τους ἀπό τούς Ρώσους μοναχούς.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 18η Μαρτίου.
Ἅγιος Ἐδουάρδος ὁ Ὁμολογητής, Βασιλεύς τῆς Ἀγγλίας (+ 1066)
Ὁ τελευταῖος Ὀρθόδοξος Βασιλιάς τῆς Ἀγγλίας.
Γεννήθηκε στίς ἀρχές τοῦ 11ου αἰ. καί ἦταν γιός τοῦ Βασιλέως Ἐθελρέδου καί τῆς Νορμανδῆς Πριγκίπισσας Ἔμμα. Μεγάλωσε κοντά στούς μοναχούς τῆς Μονῆς τοῦ Ἔλυ, μέχρι τήν ἀναγκαστική ἀναχώρηση τῆς Βασιλικῆς Οἰκογένειας γιά τήν Νορμανδία, τό 1013. Ἀναγορεύθηκε Βασιλέας τό Πάσχα τοῦ 1043. Τό 1045 ἀναγκάσθηκε νά νυμφευθεῖ τήν κόρη τοῦ δολοφόνου τοῦ πατέρα του, τήρησε ὅμως παρθενικό βίο!
Ἡ ἐποχή του - ἐποχή συνεχῶν ἐπαναστάσεων, δυναστικῶν διεκδικίσεων καί ἐπιθέσεων τῶν Δανῶν - σημαδεύθηκε ἀπό τήν πτώση τῆς Ὀρθοδόξου Ἀγγλίας. Ἄν καί ἱκανός πολεμιστής, ἔζησε βίο ἐνάρετο καί ἐλεήθηκε ἀπό τόν Θεό μέ τά χαρίσματα τῶν θαυμάτων καί τῆς προφητείας (μεταξύ ἄλλων προφήτευσε τήν ἦττα τῶν Ἑλλήνων ἀπό τούς Σελτζούκους στό Ματζικέρτ, τό 1071).
Ἐξαιρετικά ἐλεήμων, κάποτε - ἐνῶ παρακολουθοῦσε τά ἐγκαίνια ναοῦ στό Χάβερινγκ τοῦ Ἔσσεξ - ἔδωσε σέ ἕνα ζητιάνο τό δακτυλίδι του, ἐπειδή δέν εἶχε μαζί του χρήματα. Λίγο μετά μερικοί Ἄγγλοι προσκυνητές στά Ἱεροσόλυμα, ἀντιμετώπισαν προβλήματα στήν Βηθλεέμ καί κάποιος παράξενος ζητιάνος τούς βοήθησε στήν ἀντιμετώπισή τους. Πρίν φύγουν τούς ἔδωσε ἕνα δακτυλίδι καί τούς εἶπε νά τό δώσουν στό βασιλιά τους λέγοντας, ὅτι ὁ ἅγ. Ἰωάννης τοῦ στέλνει μήνυμα, ὅτι γιά τήν ἐνάρετη ζωή του, θά ἀπολαύσει τίς χαρές τοῦ Παραδείσου σέ ἕξη μῆνες! Ὅταν ὁ Ἐδουάρδος πῆρε τό δακτυλίδι, ἀναγνώρισε ἐκεῖνο πού εἶχε δώσει στόν ζητιάνο καί ἀμέσως κατάλαβε, ὅτι ὁ ἄγνωστος ζητιάνος ἦταν ὁ ἅγ. Ἰωάννης ὁ Θεολόγος!
Κατά τήν πρόρρηση τοῦ Ἱεροῦ Εὐαγγελιστοῦ, κοιμήθηκε εἰρηνικά ἕξη μῆνες ἀργότερα, τήν 5η Ἰανουαρίου 1066. Ἀκριβῶς ἕνα χρόνο μετά, τήν 6η Ἰανουαρίου 1067, ὁ Γουλιέλμος ὁ Κατακτητής στέφθηκε πρῶτος Καθολικός Βασιλιάς τῆς Ἀγγλίας, ὅπως ἀκριβῶς εἶχε προφητεύσει ὁ Ἐδουάρδος.
Τό Λείψανό του ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο τό 1163 καί σήμερα φυλάσσεται στό Ἀββαεῖο τοῦ Γουέστμινστερ, στό Λονδίνο.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 5η Ἰανουαρίου.
Ἅγιος Ἐγγουϊνος Ἐπίσκοπος Βόρσεστερ Βρεττανίας (+ 717)
Ἦταν βασιλικῆς καταγωγῆς, ἀλλά προτίμησε τήν ζωή τῆς ἀφιερώσεως στόν Θεό καί ἔγινε μοναχός. Τό 693 ἀναδείχθηκε Ἐπίσκοπος Βόρσεστερ, "ψήφῳ κλήρου καί λαοῦ", κατά τήν βασιλεία τοῦ Βασιλέως τῆς Μερκίας Ἐθελρέδου. Ποίμανε μέ σύνεση καί ὑπευθυνότητα τόν λαό τοῦ Θεοῦ, σέ μία ἡμιβάρβαρη ἐποχή, ταραγμένη ἀπό τίς ἐξωτερικές εἰσβολές καί τίς ἐσωτερικές ἀναστατώσεις καί τούς ἐμφυλίους πολέμους.
Κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 717. Τό Λείψανό του ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο τό 1040. Σήμερα δέν ὑπάρχουν πληροφορίες γιά τήν τύχη του.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 30ή Δεκεμβρίου καί ἡ Ἀνακομιδή τοῦ Λειψάνου του τήν 10η Σεπτεμβρίου.
Ὁσία Ἐθελφρέδα τοῦ Ἔλυ Βρεττανίας (+ 679)
Ἀγγλίδα Πριγκίπισσα, θυγατέρα τοῦ Βασιλέως τῆς Ἀνατολικῆς Ἀγγλίας. Νυμφεύθηκε γιά πολιτικούς λόγους (κατά τά τότε κρατοῦντα) δύο φορές (ἀρχικά τόν Πρίγκιπα Τόντβερχτ καί στήν συνέχεια τόν Πρίγκιπα Ἔκφριντ), διατήρησε ὅμως τόν γάμο της ἁγνό καί ἔτσι στίς συναξαριστικές πηγές μνημονεύεται παρθένος.
Ἵδρυσε μεγάλη μονή στήν περιοχή τοῦ Ἔλυ, ὅπου μόνασε καί ἀναδείχθηκε Ἡγουμένη. Κοιμήθηκε σέ ἡλικία 49 ἐτῶν. Τό 701, 22 χρόνια μετά τήν κοίμησή της, τό παρθενικό της Λείψανο ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο. Τό Λείψανο καταστράφηκε κατά τήν Διαμαρτύρηση, ἀλλά σήμερα στόν Καθεδρικό Ναό τοῦ Ἔλυ (στήν θέση τῆς μονῆς της), σώζεται μία τῶν εὐλογημένων χειρῶν της.
Ἡ μνήμη της τιμᾶται τήν 23η Ἰουνίου.
Ἅγιος Ἐλίγιος Ἐπίσκοπος Νουόν Φλάνδρας Βελγίου (+ 660)
Γεννήθηκε τό 588 στήν περιοχή τῆς Λιμόζ, στήν κεντρική Γαλλία, ἀπό γονεῖς Χριστιανούς. Ἦταν δεξιοτέχνης στήν ἐπεξεργασία πολυτίμων μετάλλων καί αὐτό τοῦ ἐξασφάλισε θέση στήν Αὐλή τοῦ Βασιλέως Κλοθέριου ΙΙ, στό Παρίσι, ὅπου ἡ τιμιότητά του τόν ἀνέδειξε θησαυροφύλακα καί σύμβουλο. Ἐξαιρετικά ἐλεήμων, χρησιμοποιοῦσε τήν θέση καί τήν οἰκονομική του εὐχέρεια γιά τήν ἀπελευθέρωση αἰχμαλώτων.
Μετά τόν θάνατο τοῦ Κλοθερίου (629) ἔγινε ὁ βασικός σύμβουλος τοῦ διαδόχου του Δαγοβέρτου Ι. Ἵδρυσε τό Ἀββαεῖο τοῦ Σολινιάκ (νότια τῆς Λιμόζ), μία γυναικεία μονή στό Παρίσι καί πολλούς ναούς. Χρησιμοποιῶντας τήν τέχνη του, διακόσμησε τίς λάρνακες τῶν Ἁγίων Διονυσίου καί Γενεβιέβης τοῦ Παρισιοῦ, Μαρτίνου τῆς Τουρώνης, κ.ἄ.
Τό 639, μετά τόν θάνατο τοῦ Δαγοβέρτου, ἐντάχθηκε στόν Κλῆρο καί ἀναδείχθηκε Ἐπίσκοπος Νουόν στή Φλάνδρα (Βέλγιο). Στήν ἡμιβάρβαρη ἐπαρχία του ὑπῆρχαν ἀκόμη πολλοί εἰδωλολάτρες, τούς ὁποίους ὁ Ἅγιος προσπάθησε νά ἐκχριστιανίσει, ταξιδεύοντας μέσα στά δάση, μέχρι τίς ἀκτές τῆς Βόρειας Θάλασσας.
Κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 660, ἀφήνοντας ἱκανούς μαθητές νά συνεχίσουν τό ἔργο του.
Τό Λείψανό του ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο ἕνα χρόνο ἀργότερα. Τότε διαπιστώθηκε, ὅτι τά μαλλιά καί τά γένεια του συνέχιζαν νά μεγαλώνουν! Σήμερα δέν ὑπάρχουν πληροφορίες γιά τήν τύχη του.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 1η Δεκεμβρίου.
Ὁσία Ἐλισάβετ ἡ Θαυματουργός (5ος αἰ.)
Μία τῶν μεγάλων μορφῶν τοῦ Βυζαντινοῦ Μοναχισμοῦ.
Οἱ γονεῖς της ἦσαν εὐγενεῖς, ἄρχοντες τῆς Ἡράκλειας τῆς Θράκης. Ἡ ἔπειτα Ὁσία γεννήθηκε κατόπιν θαύματος τῆς ἁγ. Μάρτυρος Γλυκερίας καί ἀπό τήν παιδική της ἡλικία τήν διέκρινε πνευματικότητα καί ὡριμότητα. Ὅταν σέ ἡλικία 12 ἐτῶν ἔμεινε ὀρφανή, διαμοίρασε στούς πτωχούς τήν πατρική της περιουσία, ἀπελευθέρωσε τούς δούλους της καί ἐντάχθηκε στή Μονή τοῦ ἁγ. Γεωργίου Μικροῦ Λόφου ΚΠόλεως.
Παρά τό νεαρό τῆς ἡλικίας της, ἡ ἀσκητική της βιοτή ὑπῆρξε ἐξαιρετικά ἀνώτερη. Γιά τρία χρόνια εἶχε τό βλέμμα της στραμμένο στή γῆ, κυκλοφοροῦσε ἀνυπόδητη ἀκόμη καί τόν χειμῶνα καί μοναδική της τροφή ἦταν ἡ Θεία Κοινωνία.
Ἐνθρονίσθηκε Ἡγουμένη τῆς Μονῆς ἀπό τόν Πατριάρχη ΚΠόλεως ἅγ. Γεννάδιο (458 -471), παρά τήν θέλησή της, μετά τήν κοίμηση τῆς πνευματικῆς της μητέρας. Ἔκτοτε πολλαπλασίασε τούς ἀγῶνες της, γι’ αὐτό χαριτώθηκε ἀπό τόν Θεό μέ τά Ἁγιοπνευματικά χαρίσματα τῶν θαυματουργικῶν θεραπειῶν, τῆς ἐκδιώξεως πονηρῶν πνευμάτων καί τῆς προφητείας. Ἐκτός ἄλλων προφήτευσε στόν Αὐτοκράτορα Λέοντα Α’ τήν μεγάλη πυρκαγιά τοῦ ἔτους 465 (γιά τήν ὁποία εἶχε ἐπίσης προφητεύσει καί ὁ ὅσ. Δανιήλ ὁ Στυλίτης) καί «χάρις στις δεήσεις τῶν δύο Ἁγίων, ἡ Πόλη σώθηκε ἀπό πλήρη ἀφανισμό» («Νέος Συναξαριστής» τ. Ἀπριλίου, σ. 222). Τότε ὁ Αὐτοκράτορας σάν δεῖγμα εὐγνωμοσύνης ἀφιέρωσε στή Μονή τῆς Ὁσίας τό Μετόχιο τοῦ ἁγ. Βαβύλα στό προάστιο τοῦ Ἑβδόμου. Πρός τό τέλος τῆς ζωῆς της ἡ Ὁσία ἐπισκέφθηκε τήν γεννέτειρά της γιά νά προσκυνήσει τά ἐκεῖ σεβάσματα καί δέχθηκε ἐμφάνιση τῆς ἁγ. Γλυκερίας μέ τήν ὁποία πληροφορήθηκε γιά τήν κοίμησή της, τήν ἑπομένη τῆς μνήμης τοῦ ἁγ. Μεγαλομ. Γεωργίου. Κοιμήθηκε εἰρηνικά, ἀφοῦ κοινώνησε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, λουσμένη στό ἄκτιστο φῶς, προφέροντας τά λόγια τοῦ ἁγ. Συμεών τοῦ Θεοδόχου, «Νῦν ἀπολύεις τήν δούλην Σου, Δέσποτα». Ἐνταφιάσθηκε στή Μονή της καί ὁ τάφος της ἀναδείχθηκε νέα πηγή Σιλωάμ. Γιά τά θαύματά της ἐπωνομάσθηκε Θαυματουργός καί νέα Ἀνάργυρος.
Σύμφωνα μέ συναξαριστικές πληροφορίες, κατά τήν ἀνακομιδή της τό Λείψανό της ἀνακομίσθηκε ἄφθαρτο. Δέν εἶναι γνωστό πότε καί κάτω ἀπό ποιές συνθήκες τό Λείψανό της διαλύθηκε, σήμερα πάντως στίς Μονές Νταοῦ Πεντέλης καί ἁγ. Ἄννης Λυγαριᾶς Λαμίας φυλάσσονται ἀποτμήματα τῶν Λειψάνων της.
Ἡ μνήμη της τιμᾶται τήν 24η Ἀπριλίου.
Νεομάρτυρες Ἐλισάβετ, Μεγ. Δούκισσα τῆς Ρωσίας, καί Μοναχή Βαρβάρα (+ 1918)
Ἡ Μεγ. Δούκισσα Ἐλισάβετ τῆς Ρωσίας, γεννήθηκε τό 1864 στή Δαρμστάτη καί ἦταν κόρη τοῦ Μεγ. Δούκα Λουδοβίκου Δ' τῆς Ἔσσης καί τῆς Πριγκίπισσας Ἀλίκης, κόρης τῆς Βασιλίσσης Βικτωρίας τῆς Ἀγγλίας. Τό 1884 παντρεύτηκε τόν Μεγ. Δούκα τῆς Ρωσίας Σέργιο Ἀλεξάντροβιτς (1857 -1905), γιό τοῦ Τσάρου Ἀλεξάνδρου Β', καί τό 1891 ἀσπάσθηκε τό Ὀρθόδοξο δόγμα. Τό ἴδιο ἔτος ὁ σύζυγός της διορίσθηκε Διοικητής τῆς Μόσχας. Τό 1894 ἡ ἀδελφή της Ἀλίκη (1872 - 1918), παντρεύτηκε τόν Τσάρο Νικόλαο Β' καί ἀσπάσθηκε τό Ὀρθόδοξο δόγμα μέ τό ὄνομα Ἀλεξάνδρα.
Ἡ Μεγ. Δούκισσα Ἐλισάβετ ἦταν φύσει φιλάνθρωπος. Το 1905, κατά τόν Ρωσο - Ἰαπωνικό Πόλεμο, μετέτρεψε τό Ἀνάκτορο τοῦ Κρεμλίνου σέ ἕνα ἀπέραντο ἐργαστήριο, ὅπου γυναίκες ὅλων τῶν κοινωνικῶν τάξεων ἐργάζονταν γιά τίς ἀνάγκες τοῦ Ρωσικοῦ Στρατοῦ.
Τήν 18η Φεβρουαρίου 1905 ὁ σύζυγός της Μεγ. Δούκας Σέργιος δολοφονήθηκε μέ βόμβα ἀπό τόν ἀναρχικό Ἰβάν Καλιάεφ. Τό γεγονός αὐτό ἄλλαξε ριζικά τήν ζωή τῆς Μεγ. Δούκισσας. Συγκέντρωσε ὅλα της τά τιμαλφή καί ὅσα προερχόνταν ἀπό τήν Αὐτοκρατορική Οἰκογένεια, τά παρέδωσε στό Δημόσιο Θησαυροφυλάκιο, ἄλλα δώρησε σέ συγγενεῖς της καί τό μεγαλύτερο μέρος τό διέθεσε γιά τήν ἀνέγερση τῆς Μονῆς τῶν ἁγ. Μάρθας καί Μαρίας καί τήν δημιουργία τῆς Ἀδελφότητας τῶν Ἀδελφῶν τοῦ Ἐλέους, μέ προοπτική νά ἀναβιώσει τόν παλαιοχριστιανικό θεσμό τῶν Διακονισσῶν. Ἡ Μονή περιλάμβανε νοσοκομεῖο, χειρουργεῖο, φαρμακεῖο καί φαρμακευτικό ἐργαστήριο, ἵδρυμα γιά φυματικές γυναίκες καί ὀρφανοτροφεῖο.
Στή Μονή ἡ Μεγ. Δούκισσα ζοῦσε τήν ζωή μιᾶς ἀληθινῆς ἀσκήτριας. Κοιμόταν σέ ξύλινο κρεβάτι χωρίς στρῶμα, μέ μαξιλάρι σκληρό, καί τηροῦσε αὐστηρή νηστεία. Ἐκτός τοῦ ἔργου της μέσα στή Μονή, ἐνίσχυσε καί τήν Ρωσική Ἱεραποστολή τῶν Ἱεροσολύμων, καθώς καί τήν ἀνέγερση τοῦ Ρωσικοῦ Ναοῦ τοῦ ἁγ. Νικολάου καί τοῦ Ξενῶνα στό Μπάρι τῆς Ἰταλίας.
Τήν Τρίτη τοῦ Πάσχα τοῦ 1918, ἡ Μεγ. Δούκισσα Ἐλισάβετ συνελήφθη ἀπό τούς Μπολσεβίκους. Μέ τήν θέλησή τους τήν ἀκολούθησαν οἱ ὑποτακτικές της Μοναχές Βαρβάρα Γιακόβλεβνα καί Αἰκατερίνη Γιανίσεβα. Ἀρχικά φυλακίσθηκε στό Πέρμ καί τήν 20. 5. 1918 στό Ἀλαπαγιέφσκ τῆς Σιβηρίας, μαζί μέ τόν Μεγ. Δούκα Σέργιο Μιχαήλοβιτς, τόν γραμματέα του Φ. Μ. Ρεμέζ, τούς γιούς τοῦ Μεγ. Δούκα Κων. Κωνσταντίνοβιτς Ἰωάννη, Κωνσταντίνο καί Ἰγώρ καί τόν Πρίγκηπα Βλαδίμηρο Πάλεϋ. Τό βράδυ τῆς 17ης πρός 18η Ἰουλίου 1918, οἱ κρατούμενοι ρίχθηκαν ζωντανοί στό πηγάδι ἑνός ὀρυχείου, ὅπου βρῆκαν ἀργό τραγικό θάνατο, ἀπό τά τραύματα, τήν πεῖνα καί τήν δίψα. Τήν Μεγ. Δούκισσα ἀκολούθησε μέ τήν θέλησή της στό μαρτύριο ἡ Μοναχή Βαρβάρα Γιακόβλεβνα, ἀπό τῆς πρώτες ἀδελφές τῆς Μονῆς.
Ὅταν τά Λευκά Στρατεύματα τοῦ Στρατηγοῦ Κόλτσακ ἔφθασαν στήν περιοχή, ἄρχισε προσπάθεια νά ἀνασυρθοῦν τά σώματα. Τό Λείψανο τῆς μ. Βαρβάρας βρέθηκε τήν 8η Ὀκτωβρίου καί τῆς Μεγ. Δούκισσας Ἐλισάβετ τήν 11η. Ἄν καί εἶχαν περάσει τρεῖς περίπου μῆνες ἀπό τόν μαρτυρικό τους θάνατο, τά Λείψανα βρέθηκαν ἀδιάφθορα, μέ τά χέρια σέ σχῆμα Σταυροῦ! Στό στῆθος τοῦ μωλωπισμένου Λειψάνου τῆς ἁγ. Ἐλισάβετ, βρέθηκε μία πολύτιμη εἰκόνα τοῦ Σωτῆρος, μέ τήν ὁποία τήν εἶχε εὐλογήσει ὁ Τσάρος Ἀλέξανδρος Γ', κατά τήν προσχώρησή της στήν Ὀρθοδοξία, τήν Κυριακή τῶν Βαϊων τοῦ 1891.
Τά Λείψανα ἀρχικά ἐνταφιάσθηκαν στό κοιμητήριο τοῦ Ἀλαπαγιέφσκ. Τόν Ἰούλιο τοῦ 1919 ὁ πνευματικός τῆς Μεγ. Δούκισσας Ἡγούμενος Σεραφείμ, τά μετακίνησε μέ ἄδεια τοῦ Στρατηγοῦ Κόλτσακ στήν Τσίτα, λόγῳ τῆς προελάσεως τοῦ Ἐρυθροῦ Στρατοῦ. Τά φέρετρα ἀνοίχθηκαν στήν Μονή τῆς Ἁγίας Σκέπης καί τά Λείψανα βρέθηκαν καί πάλι ἀδιάφθορα. Τότε εὐπρεπίσθηκαν μέ μοναχικά ἐνδύματα καί ἐνταφιάσθηκαν στό δάπεδο ἑνός κελλιοῦ. Ἕξη μῆνες ἀργότερα, τήν 26. 2. 1920, φυγαδεύθηκαν στό Πεκίνο, ὅπου τά ὑποδέχθηκε ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἰννοκέντιος. Ἐκεῖ, μέ παρέμβαση τῶν ἀδελφῶν τῆς Μεγ. Δούκισσας, ἀποφασίσθηκε νά μεταφερθοῦν στήν Παλαιστίνη καί νά κατατεθοῦν στήν Ρωσική Μονή τῆς ἁγ. Μαγδαληνῆς (στά ἐγκαίνια τοῦ Ναοῦ τῆς ὁποίας εἶχε παρευρεθεῖ ἡ Μεγ. Δούκισσα, τό 1888).
Ἡ ἁγιότητα τῶν δύο Νεομαρτύρων διακηρύχθηκε τό 1981, ἀπό τήν ὑπό τόν Μητροπολίτη Φιλάρετο Σύνοδο τῶν Ἐπισκόπων τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας τῆς Διασπορᾶς. Κατά τήν ἐπίσημη Ἀνακομιδή τῶν Λειψάνων διαπιστώθηκε, ὅτι ἦσαν μερικῶς ἄφθαρτα (τά πόδια, τά πέλματα καί ὁ ἐγκέφαλος τῆς ἁγ. Ἐλισάβετ καί ἡ Κάρα τῆς ἁγ. Βαρβάρας). Σήμερα φυλάσσονται στή Ρωσική Μονή τῆς ἁγ. Μαγδαληνῆς Ἱεροσολύμων. (Λ. Μίλλαρ, "Ἡ ἁγία Μεγάλη Δούκισσα Ἐλισσάβετ τῆς Ρωσίας - Νεομάρτυς ἐπί Κομμουνισμοῦ", 1988).
Ἡ μνήμη τους τιμᾶται τήν 18η Ἰουλίου.
Ἱερομάρτυς Ἑρμογένης Πατριάρχης Μόσχας (+ 1612)
Πρωθιεράρχης τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας ἀπό τό 1606 μέχρι τό 1612, κατά τήν λεγόμενη Περίοδο τῶν Ταραχῶν, ἡ ὁποία ἀκολούθησε τό τέλος τῆς Δυναστείας τῶν Ρούρικ (860 - 1610). Κατά τόν λόγιο Μοναχό τῶν Κατακομβῶν Ἐπιφάνιο (Τσέρνωφ, + 1994), "ἦταν ἕνας ἠρωϊκός Ἱεράρχης πού ἔσωσε τό γόητρο τοῦ Ρωσικοῦ Κράτους, ἀπό τήν ἄσχημη κατάσταση στήν ὁποία εἶχε περιπέσει".
Ἦταν ἐφημέριος τοῦ Ναοῦ ἁγ. Νικολάου Καζάν, κατά τήν Εὕρεση τῆς ὁμωνύμου Εἰκόνος τῆς Παναγίας (1579). Τό 1582 ἀναδείχθηκε Ἀρχιμανδρίτης τῆς Μονῆς Μεταμ. Σωτῆρος Καζάν καί τό 1589 χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος. Ἐπί τῶν ἡμερῶν του ἡ ἕδρα τοῦ Καζάν προήχθηκε σέ Μητρόπολη. Τό 1594 ἔγραψε τά σχετικά μέ τήν Εὕρεση τῆς Εἰκόνος τῆς Παναγίας καί τό 1591 βάπτισε μέρος τοῦ Μωαμεθανικοῦ Ταταρικοῦ πληθυσμοῦ. Τό 1592 μετέφερε ἀπό τήν Μόσχα στό Καζάν τά Λείψανα τοῦ β' Ἀρχιεπισκόπου τῆς πόλεως ἁγ. Γερμανοῦ καί τά κατέθεσε στό Ναό Κοιμ. Θεοτόκου, μέ εὐλογία τοῦ Πατριάρχου ἁγ. Ἰώβ (1589 - 1605). Τό 1595 ἀνακόμισε τά ἀδιάφθορα Λείψανα τοῦ ἁγ. Γουρία α' Ἀρχιεπισκόπου Καζάν καί τοῦ ἁγ. Βαρσανουφίου Ἐπισκόπου Τβέρ.
Πατριάρχης Ρωσίας ἀναδείχθηκε τό 1606. Γιά νά διδάξει τήν ταπείνωση, μπῆκε στήν Μόσχα "καθήμενος ἐπί ὄνου"! Τελειώθηκε μαρτυρικά στήν φυλακή, ἀπό τίς κακουχίες καί τήν ἀσιτία, τήν 17η Φεβρουαρίου 1612. Τόν εἶχαν φυλακίσει γιά τήν ἐθνική του δράση οἱ κατακτητές Παπικοί Πολωνοί καί ἀρνησιπάτριδες Βογιάροι συνεργάτες τους. Δέν πρόλαβε νά δεῖ τήν ἀπελευθέρωση τῆς Μόσχας ἀπό τίς πατριωτικές δυνάμεις τοῦ Πρίγκιπα Ποζάσκυ, ἄν καί ἐργάσθηκε γιά τόν σκοπό αὐτό καί δίκαια θεωρεῖται "ὁ Πατέρας τῆς Ἀπελευθέρωσης".
Ἀναδείχθηκε "μετά θάνατον" θαυματουργός. Τό Λείψανό του ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο τό 1662 καί κατατέθηκε στόν Καθεδρικό Ναό τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου στό Κρεμλίνο, ὅπου καί σήμερα φυλάσσεται.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 17η Φεβρουαρίου καί ἡ Ἀνακομιδή τοῦ Λειψάνου του τήν 12η Μαϊου.
Δίκαιος Εὐδόκιμος ὁ Ὁμολογητής (9ος αἰ.)
Καταγόταν ἀπό τήν Καππαδοκία, ἀπό γονεῖς "ἐπισήμους κατά τό γένος καί κατά τήν περιουσίαν πλουσιωτάτους". Ἁγίασε στόν κόσμο, χωρίς νά μονάσει ἤ νά μαρτυρήσει. Παρά τό γεγονός, ὅτι ἦταν Στρατοπεδάρχης τοῦ Εἰκονομάχου Αὐτοκράτορος Θεοφίλου, διορισμένος στήν Καππαδοκία, ἔζησε σύμφωνα μέ τόν νόμο τοῦ Εὐαγγελίου, μέ ἰδιαίτερη ἀγάπη στούς πτωχούς. Χάριν τῆς σωφροσύνης σέ ὅλη του τήν ζωή, δέν κοίταξε ποτέ γυναῖκα στό πρόσωπο, ἐκτός ἀπό τήν μητέρα του!
Κοιμήθηκε εἰρηνικά σέ ἡλικία μόλις 33 ἐτῶν καί ὁ τάφος του ἀναδείχθηκε πηγή ἰαμάτων. Κατά τήν Ἀνακομιδή του τό Λείψανό του βρέθηκε "φαιδρόν καί ἀνθηρόν, χαριέστατον μέ ὅλους τούς χαρακτῆρας, μέ τά ἐνδύματα ἀνέπαφα" καί μεταφέρθηκε στήν ΚΠολη, τήν 6η Ἰουλίου 831. Δέν εἶναι γνωστό πότε καί κάτω ἀπό ποιές συνθῆκες τό Λείψανο διαλύθηκε. Σήμερα ἀπότμημά του φυλάσσεται στή Μονή Μεγ. Λαύρας Ἁγίου Ὄρους.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 31η Ἰουλίου.
Ὅσιος Εὐθύμιος τοῦ Σούζνταλ Ρωσίας (+ 1404)
Γεννήθηκε στό Νίζνι Νόβγκοροντ τό 1316. Ἔγινε μοναχός στή Μονή τῶν Σπηλαίων τοῦ Νίζνι Νόβγκοροντ, ὑπό τόν ἱδρυτή της ὅσ. Διονύσιο (ἔπειτα Ἀρχιεπίσκοπο Σούζνταλ, + 1385). Τό 1352 ὁ Ἡγεμόνας τοῦ Σούζνταλ Βόρις Κωνσταντίνοβιτς, θέλησε νά ἱδρύσει ἀνδρική μονή στήν πόλη του καί γι' αὐτό ζήτησε ἀπό τήν Μονή τῶν Σπηλαίων ἕναν ἐνάρετο καί καλό στή διοίκηση μοναχό, γιά νά τήν ἀναλάβει. Τήν πρόθεση τοῦ Ἡγεμόνα εὐλόγησε ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Σούζνταλ Ἰωάννης, ἐνῶ ἀπό τήν μονή προκρίθηκε ὁ ὅσ. Εὐθύμιος.
Ἔτσι ἱδρύθηκε ἡ Μονή τῆς Θείας Μεταμορφώσεως, ἡ ὁποία ἀργότερα ἐπωνομάσθηκε "τοῦ ἁγ. Εὐθυμίου". Τό πρῶτο ἔργο τοῦ Ὁσίου στή νέα μονή, ἦταν ἡ κατασκευή τοῦ τάφου του! Στή διοίκηση καί τά πνευματικά θέματα, συνήθιζε νά συμβουλεύεται τόν μεγάλο ὅσ. Σέργιο τοῦ Ραντονέζ (+ 1392). Κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 1404. Τό 1507 τό Λείψανό του ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο καί τό 1549 ἡ ἁγιότητά του διακηρύχθηκε Συνοδικά. Μετά τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1917, δέν ὑπάρχουν πληροφορίες γιά τήν τύχη τοῦ Λειψάνου του.
Τιμᾶται τήν 1η Ἀπριλίου καί ἡ Ἀνακομιδή τοῦ Λειψάνου του τήν 4η Ἰουλίου.
Ἅγιος Εὐθύμιος Ἀρχιεπίσκοπος Νόβγκοροντ Ρωσίας (+ 1458)
Ἀφιερωμένος στήν Ὑπεραγία Θεοτόκο ἀπό τήν παιδική του ἡλικία, μόνασε σέ ἡλικία 15 ἐτῶν στή Μονή Βιαζίτσκι, στά περίχωρα τοῦ Νόβγκοροντ, ὅπου διακρίθηκε γιά τήν προκοπή του στίς Εὐαγγελικές ἀρετές. Ἀργότερα ἐγκαταβίωσε στή Μονή τοῦ ἁγ. Βαρλαάμ τοῦ Χουτίν, ἀπ’ ὅπου ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Νόβγκοροντ τόν διόρισε γενικό οἰκονόμο τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς.
Τό 1429 ἀναδείχθηκε Ἀρχιεπίσκοπος Νόβγκοροντ μέ κλήρους ἐπί τῆς Ἁγίας Τραπέζης. Ἀρχιεράτευσε 30 χρόνια, κατά τά ὁποῖα ποτέ δέν παρέλειψε τόν μοναχικό του κανόνα. Κατά τήν Καθαρά Ἑβδομάδα ἡσύχαζε στή Μονή Βιαζίτσκι, παραμένοντας ἐντελῶς ἄσιτος, ἐνῶ ἐλεοῦσε ὄχι μόνον τούς πτωχούς τῆς ἐπαρχίας του, ἀλλά καί ἐνδεεῖς στήν ΚΠολη, τά Ἱεροσόλυμα καί τό Ἅγιο Ὄρος. Μερίμνησε γιά τήν συντήρηση τῶν ναῶν, ἔκτισε νέους, δημιούργησε ἐργαστήρια ἀντιγραφῆς χειρογράφων, ἀπαγόρευσε τούς παράνομους γάμους καί γενικά ποίμανε τόν λαό τοῦ Θεοῦ μέ σύνεση καί εὐαισθησία.
Τό 1439 ὁ ἅγ. Εὐθύμιος ἀξιώθηκε μιᾶς οὐράνιας ἀποκαλύψεως. Εἶδε τούς Ἁγίους προκατόχους του νά συλλειτουργοῦν στόν Καθεδρικό Ναό, ἐνώπιον τῆς θαυματουργοῦ εἰκόνος τῆς Παναγίας. Μετά ἀπό αὐτό τό ὅραμα καθιέρωσε τήν Σύναξη τῶν Ἁγίων Ἱεραρχῶν τοῦ Νόβγκοροντ (10η Φεβρουαρίου). Ἐπί τῶν ἡμερῶν του ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο τό Λείψανο τοῦ προκατόχου του ἁγ. Ἰωάννου (7η Σεπτεμβρίου).
Κοιμήθηκε εἰρηνικά τήν 11η Μαρτίου 1458, περίοδο Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, νηστεύοντας καί ἀγωνιζόμενος. Μετά τήν κοίμησή του ἀποκαλύφθηκε, ὅτι φοροῦσε κατάσαρκα βαρειές ἁλυσίδες. Τό Λείψανό του διατηρήθηκε ἀδιάφθορο, ἀλλά μετά τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1917 δέν ὑπάρχουν πκηροφορίες γιά τήν τύχη του.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 11η Μαρτίου.
Ἅγιος Εὐστάθιος Α’ Ἀρχιεπίσκοπος Σερβίας (+ 1286)
Γεννήθηκε στήν περιοχή τοῦ Μαυροβουνίου καί σέ ἡλικία μόλις 14 ἐτῶν ἔγινε μοναχός στή Μονή τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ, στή Ζήτα. Πρίν τήν ἡλικία τῶν 20 ἐτῶν, εἶχε ἤδη τήν ἐμπειρία τοῦ κατά μόνας ἐφησυχασμοῦ καί μέ εὐλογία τοῦ Ἡγουμένου του πῆγε στά Ἱεροσόλυμα γιά προσκύνημα καί στή συνέχεια στό Ἅγιο Ὄρος, ὅπου ἐντάχθηκε στή Μονή Χιλανδαρίου, τῆς ὁποίας ἀναδείχθηκε Ἡγούμενος.
Τό 1270 ἐπέστρεψε στή Σερβία, ἐπειδή ἐκλέχθηκε Ἐπίσκοπος Ζέτας. Ἀρχιεπίσκοπος Σερβίας ἐκλέχθηκε τό 1279, μετά τόν θάνατο τοῦ Ἀρχιεπισκόπου ἁγ. Ἰωαννικίου (τιμᾶται τήν 3η Σεπτεμβρίου), ἀπό τήν Σύνοδο τῶν Ἐπισκόπων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Σερβίας καί τόν Κράλη ἅγ. Στέφανο Μιλοῦτιν.
Κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 1286, ἀφοῦ ποίμανε μέ ἐπιτυχία τήν Σεβρική Ἐκκλησία ἀπό τήν Μονή τῆς Ζίτσας. Ἐνταφιάσθηκε στήν Μονή τῆς Ζίτσας - σέ μία κρύπτη πού εἶχε ἀνοίξει ὁ ἴδιος - καί ὁ τάφος του ἀναδείχθηκε πηγή θαυμάτων. Μαρτυρεῖται, ὅτι κάποτε τρία ἄνθη ἄνοιξαν πάνω στήν πλάκα τοῦ τάφου του!
Ὅταν ὁ Μιλοῦτιν πληροφορήθηκε τό σημεῖο αὐτό, διέταξε νά ἀνοιχθεῖ ὁ τάφος. Τότε τό Λείψανο τοῦ ἁγίου Ἀρχιεπισκόπου βρέθηκε ἄφθαρτο καί εὐωδιαστό.
Κατά τήν περίοδο τῶν Τουρκικῶν εἰσβολῶν καί τῆς κατακτήσεως, τό Λείψανο φυλάχθηκε στό Πατριαρχεῖο τοῦ Πεκίου, μέχρι τό 1737, καί στήν συνέχεια μεταφέρθηκε στή Μονή Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ Ζέτας, ὅπου καί σήμερα φυλάσσεται.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 4η Ἰανουαρίου.
Ὁσιομάρτυρας Εὐστράτιος ὁ Νηστευτής τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου (+ 1097)
Ἀδελφός τῆς Λαύρας τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου, διακρινόμενος στήν ἄσκηση τῆς νηστείας. Ἀπό ἐπιδρομεῖς Πολόβτσους αἰχμαλωτίσθηκε καί πουλήθηκε δοῦλος σέ Ἑβραῖο ἔμπορο τῆς Χερσῶνας, μαζί μέ ἄλλους 29 μοναχούς καί 20 λαϊκούς ἀπό τήν περιοχή τοῦ Κιέβου, οἱ ὁποῖοι μαρτύρησαν μή δεχόμενοι νά ἀλλαξοπιστήσουν.
Ὁ Ὅσιος βασανίσθηκε καί τελικά σταυρώθηκε τήν Κυριακή τοῦ Πάσχα τοῦ 1097. Ἔζησε στόν σταυρό 15 ἡμέρες καί τελειώθηκε μέ λογχισμό στήν πλευρά. Οἱ δήμιοί του πέταξαν τό Λείψανό του στήν θάλασσα, ἀλλά ἐκεῖνο βρέθηκε μέ τρόπο θαυμαστό στήν Λαύρα, ὅπου καί σήμερα φυλάσσεται ἀδιάφθορο.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 28η Μαρτίου.
Μεγαλομάρτυρας Εὐφημία (3ος αἰ.)
Ἑλληνικῆς καταγωγῆς ἀπό τήν Χαλκηδόνα τῆς Μ. Ἀσίας. Μαρτύρησε κατά τόν διωγμό τοῦ Διοκλητιανοῦ. Κατά τήν συναξαριστική παράδοση βασανίσθηκε στόν φοβερό τροχό, ὅμως διαφυλάχθηκε ἀβλαβής μέ τήν δύναμη τοῦ Ἑνός καί Μόνου Θεοῦ. Τελειώθηκε στήν ἀρρένα ἀπό δάγκωμα ἀρκούδας. Ἐνταφιάσθηκε στήν Χαλκηδόνα, ὅπου διαφυλάχθηκε ἀδιάφθορο τό Λείψανό της.
Κατά τήν σύγκληση τῆς Ἁγίας Δ' Οἰκουμενικῆς Συνόδου τῶν 630 Θεοφόρων Πατέρων (Χαλκηδόνα, 451), Ὀρθόδοξοι καί Μονοφυσίτες ἔγραψαν τίς Ὁμολογίες τους σέ δύο διαφορετικούς τόμους καί τούς ἔθεσαν μέσα στήν λάρνακα μέ τό Λείψανο τῆς Ἁγίας. Τήν ἑπομένη, μετά ἀπό προσευχή, ὁ τόμος τῶν Ὀρθοδόξων βρέθηκε στό στῆθος τοῦ Λειψάνου, ἐνῶ ὁ τόμος τῶν αἱρετικῶν στά πόδια του!
Σήμερα τό Λείψανο τῆς ἁγ. Εὐφημίας φυλάσσεται στόν Πατριαρχικό Ναό τοῦ ἁγ. Γεωργίου, στό Φανάρι ΚΠόλεως.
Ἡ μνήμη της τιμᾶται τήν 16η Σεπτεμβρίου καί ἡ Σύναξις τοῦ Ὅρου τήν 11η Ἰουλίου.
Ὁσία Εὐφροσύνη τοῦ Πολότσκ Ρωσίας (+ 1173)
Ἀρχοντικῆς καταγωγῆς, ἦταν θυγατέρα τοῦ Ἡγεμόνα τοῦ Πολότσκ Γεωργίου καί ἐγγονή τοῦ Μεγάλου Ἡγεμόνα τοῦ Κιέβου Βσέβολοντ. Σέ ἡλικία μόλις 12 ἐτῶν κατέφυγε σέ μονή, γιά νά ἀποφύγει τόν γάμο της μέ κάποιο πρίγκιπα, τό ὁποῖο ἐπέβαλλαν στούς γονεῖς της οἱ τότε πολιτικές σκοπιμότητες. Ἡ πνευματική πρόοδος τῆς νεαρῆς μοναχῆς ἦταν τέτοια, ὥστε σύντομα ὁ Ἐπίσκοπος τῆς ἐπαρχίας Ἡλίας τῆς ἐπέτρεψε νά ἐγκαταβιώσει σέ ἕνα κελλί τοῦ Καθεδρικοῦ Ναοῦ τῆς Ἁγίας Σοφίας. Ἐκεῖ ἡ Εὐφροσύνη πρόσθεσε στούς μοναχικούς της ἀγώνες καί τό ἐρχόχειρο τῆς καλλιγραφίας, τά ἔσοδα μάλιστα ἀπό τά βιβλία πού ἔγραφε, τά διέθετε στούς πτωχούς.
Κάποια νύκτα κατά τήν διάρκεια τῆς προσευχῆς της, ὁ Ὁσία δέχθηκε τήν ἐπίσκεψη ἑνός Ἀγγέλου. Ὁ οὐράνιος ἐπισκέπτης τήν ὁδήγησε ἔξω ἀπό τήν πόλη, σέ κάποιο σημεῖο πού ὑπῆρχε ἕνας μικρός ξύλινος ναός πρός τιμήν τῆς Θείας Μεταμορφώσεως. "Ἐδῶ - τῆς εἶπε - εἶναι τό θέλημα τοῦ Κυρίου νά κατοικήσεις, διότι μέσα ἀπό τήν δική σου ἀφιέρωση, ὁ Κύριος θά ὁδηγήση πολλούς στήν σωτηρία". Ἕνα παρόμοιο ὅραμα εἶδε καί ὁ Ἐπίσκοπος καί ἔτσι τῆς παραχώρησε τήν γῆ, μέ ἄδεια νά ἱδρύσει μονή.
Μέ ἕδρα τήν Μονή Μεταμ. Σωτῆρος ἡ Ὁσία ἀναδείχθηκε πνευματική μητέρα μοναζουσῶν, ἀλλά καί διδάσκαλος τοῦ λαοῦ, κήρυξε μάλιστα τόν Χριστιανισμό στίς παγανιστικές φυλές τῆς περιοχῆς (σήμερα εἶναι Λευκορωσικό ἔδαφος, στά σύνορα μέ τήν Λιθουανία). Ἀργότερα, κατά τήν ἀνέγερση πέτρινου Ναοῦ στήν Μονή, μία ὑπερκόσμια φωνή κάλεσε τόν ἀρχιμάστορα νά ἀναλάβει τήν ἐργασία, ἐνῶ ἡ Ὁσία μέ τήν προσευχή της τροφοδοτοῦσε τό ἐργοτάξιο μέ τοῦβλα!
Ὅταν ἡ Ὁσία ὕψωσε Ναό ἀφιερωμένο στήν Ὑπεραγία Θεοτόκο, ἀπευθύνθηκε στόν συγγενή της Αὐτοκρατορικό Οἶκο τῆς ΚΠόλεως καί ζήτησε μία Θεομητορική εὐλογία. Τότε, κατά μία ἐκδοχή, ἔφθασε στήν Ρωσία ἡ θαυματουργή Εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Χερσῶνας.
Μετά ἀπό μοναχική ζωή 40 ἐτῶν, ἡ Ὁσία ξεκίνησε γιά προσκύνημα στά Ἱεροσόλυμα. Κατά τό ταξείδι της συναντήθηκε στήν ΚΠολη μέ τόν Αὐτοκράτορα Μανουήλ Κομνηνό καί τόν Πατριάρχη Λουκᾶ, προσκύνησε στούς Ναούς τῆς Βασιλεύουσσας τά Ἅγια Λείψανα καί τίς θαυματουργές Εἰκόνες καί πρόσφερε ἀφιερώματα. Στά Ἱεροσόλυμα ἡ Ὁσία πρόσφερε χρυσό θυμιατήριο στόν Πανάγιο Τάφο καί ζήτησε μέ θερμή προσευχή νά κοιμηθεῖ ἐκεῖ. Ἐνῶ τήν μετέφεραν ἀσθενή στήν Ρωσική Μονή, ζήτησε νά κηδευθεῖ στήν Μονή τοῦ ἁγ. Σάββα, ὅπου στό παρελθόν εἶχαν ἐνταφιασθεῖ δίκαιες γυναίκες (λ.χ. οἱ μητέρες τοῦ ἁγ. Σάββα καί τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων). Κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 1173.
Τό Λείψανό της ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο καί μεταφέρθηκε ἀπό Ρώσους προσκυνητές, ἀρχικά στήν Ἄκρα τῆς Παλαιστίνης καί τελικά στήν Λαύρα τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου, γιά νά μήν βεβηλωθεῖ ἀπό τόν Ὀθωμανό Σουλτάνο Σαλαδίν. Τό Λείψανο ἐπέστρεψε στό Πολότσκ μετά ἀπό πάροδο ὀκτώ αἰώνων καί πολλές ἐμφανίσεις τῆς Ὁσίας, κατά τήν βασιλεία τοῦ Τσάρου Νικολάου Β'. Μετά τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1917, οἱ Μπολσεβίκοι τοποθέτησαν τό Λείψανο στό τοπικό Μουσεῖο Ἀθεϊσμοῦ. Κατά τόν Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, εὐσεβεῖς κάτοικοι τοῦ Πολότσκ παραβίασαν τό μουσεῖο, πῆραν τό Λείψανο καί τό κατέθεσαν στόν Ναό τῆς Ἁγίας Σκέπης. Τελικά τό 1943 τό Λείψανο ἐπιστράφηκε στήν Μονή Πολότσκ, ὅπου καί σήμερα φυλάσσεται. (μ. Βαρβάρας, "Ὁ Βίος τῆς ὁσ. Εὐφροσύνης τοῦ Πολότσκ"· Περιοδικό "Orthodox Life", φ. 2/1959).
Ἡ μνήμη της τιμᾶται τήν 23η Μαϊου.
Ὁσία Εὐφροσύνη τοῦ Σούζνταλ Ρωσίας (+ 1250)
Ἦταν θυγατέρα τοῦ ἁγ. Μάρτυρος Μιχαήλ, Πρίγκιπος τοῦ Τσερνίκωφ, καί καρπός προσευχῆς τῶν ἀτέκνων γονέων της, στήν Λαύρα τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου. Μάλιστα βαπτίσθηκε ἐκεῖ ἀπό τόν Ἡγούμενο καί ὀνομάσθηκε Θεοδούλη. Σέ ἡλικία 15 ἐτῶν μνηστεύθηκε τόν Πρίγκιπα τοῦ Σούζνταλ Μίνα (σύμφωνα μέ ἄλλη πηγή τόν πρεσβύτερο ἀδελφό τοῦ ἁγ. Ἀλεξάνδρου Νέβσκι, ἅγ. Θεόδωρο Ἡγεμόνα τοῦ Νόβγκοροντ, ὁ ὁποῖος κοιμήθηκε τό 1233, σέ ἡλικία 15 ἐτῶν), ἀλλά ὁ Κύριος βλέποντας τόν ὑποκάρδιο πόθο της νά ἀφιερωθεῖ, παρεχώρησε τόν θάνατο τοῦ μνηστήρος. Ἐλεύθερη πλέον ἡ νεαρή Πριγκίπισσα ἔγινε μοναχή στήν Μονή τῆς Καταθέσεως τοῦ Χιτῶνος τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, μέ τό ὄνομα Εὐφροσύνη.
Ἡ ζωή τῆς "βασιλικῆς μοναχῆς" (ἄλλης Εἰρήνης Χρυσοβαλάντου), ἦταν γεμάτη αὐστηρή νηστεία, ἀδιάλειπτη προσευχή, μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καί ἔργα φιλανθρωπίας καί εὐποιϊας. Ἐλεήθηκε μέ τά χαρίσματα τῶν ἰαμάτων καί τῆς προοράσεως (προφήτευσε μεταξύ ἄλλων καί τόν μαρτυρικό θάνατο τοῦ πατέρα της, ὁ ὁποῖος τελειώθηκε τό 1246 μαζί μέ τόν Βογιάρο του Θεόδωρο, ἀπό τούς Τατάρους τῆς Χρυσῆς Ὀρδῆς, μή δεχόμενος νά ἐξωμώσει). Λίγο πρίν τήν μακαρία της κοίμηση, τό Σούζνταλ συγκλονίσθηκε ἀπό σεισμό. Κατά τήν διάρκειά του ἡ Ὁσία προσευχομένη εἶδε τούς οὐρανούς ἀνοικτούς καί τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο μέ πολλούς Ἁγίους, νά ἱκετεύουν τόν Κύριο γιά τήν σωτηρία τῆς πόλεως! Στό ἴδιο ὄραμα ἐμφανίσθηκε καί ὁ Μάρτυρας πατέρας της Μιχαήλ, μαζί μέ τόν συμμάρτυρά του Θεόδωρο, καί τήν πληροφόρησε γιά τόν ἐπικείμενο θάνατό της.
Κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 1250. Ἡ ἁγιότητά της διακηρύχθηκε Συνοδικά τόν 16ο αἰ. Τό τίμιο Λείψανό της, τό ὁποῖο ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο, φυλάσσεται σήμερα στήν Μονή τῆς μετανοίας της, στό Σούζνταλ.
Ἡ μνήμη της τιμᾶται τήν 25η Σεπτεμβρίου.
Ὁσιομάρτυρας Εὐφρόσυνος τοῦ Σινίτσυ Ρωσίας (+ 1612)
Γεννήθηκε στά μέσα τοῦ 16ου αἰ. στήν περιοχή τῆς Καρελίας, κοντά στήν λίμνη Λαντόγκα. Ἡ γειτνίαση μέ τήν περίφημη Μονή Βαλαάμ ἄσκησε ἐπιρροή στόν χαρακτήρα του καί - ὤριμος στήν ἡλικία - ἔγινε μοναχός στήν Μονή τῆς Παναγίας τοῦ Τιχβίν. Τό 1600, μέ εὐλογία τοῦ Ἡγουμένου, μετακινήθηκε στήν ἐρημητική λίμνη Σινίτσυ, γιά περισυλλογή καί ἠσυχία. Γιά δύο χρόνια ἔζησε ἀσκούμενος καί προσευχόμενος σέ μία σπηλιά, συντηρούμενος μόνον μέ καρπούς τοῦ δάσους.
Κατά τήν Περίοδο τῶν Ταραχῶν, ὁ Ὅσιος ἔπεσε θῦμα μιᾶς συμμορίας Πολωνῶν Παπικῶν. Σφαγιάσθηκε τήν 20η Μαρτίου 1612. Ὅταν μετά ἀπό ὀκτώ ἡμέρες ἐπέστρεψαν οἱ ἀδελφοί πού εἶχαν κρυφτεῖ στό δάσος, ἐνταφίασαν τό σῶμα του. Τό Λείψανό του ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο τό 1655, ἀπό τόν Μητροπ. Νόβγκοροντ Μακάριο, καί κατατέθηκε στόν Ναό τῆς Μονῆς του. Τότε ἀφιέρωσε στήν Μονή εἰκόνα του ὁ Τσάρος Ἀλέξιος Μιχαήλοβιτς. Ὁ Ὅσιος ἀναδείχθηκε Θαυματουργός (ὁ Βίος του πού δημοσιεύθηκε τό 1901, περιλαμβάνει 20 θεραπείες ἀσθενῶν). Τό 1764, μέ τήν ἀντεκκλησιαστική πολιτική τῆς Μεγάλης Αἰκατερίνης, ἡ Μονή ἔκλεισε καί ἀπαγορεύθηκε ἡ τιμή του. Ἡ μνήμη του καθιερώθηκε τό 1912, ἀπό τόν Ἀρχιεπίσκοπο Νόβγκοροντ Ἀρσένιο. Μετά τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1917, δέν εἶναι γνωστή ἡ τύχη τοῦ Λειψάνου του.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 20η Μαρτίου.
Ἅγιος Προφήτης Ζαχαρίας (1ος αἰ. μ.Χ.)
Ὁ τελευταῖος τῶν Προφητῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, σύζυγος τῆς ἁγ. Ἐλισσάβετ καί πατέρας τοῦ Τιμίου Προδρόμου. Κατά τόν Ἱερό Χρυσόστομο καί ἄλλους Πατέρες, ἦταν Ἀρχιερεύς. Κάποτε, τήν ὥρα τοῦ θυμιάματος ἐνώπιον τοῦ Θυσιαστηρίου, εὐαγγελίσθηκε ἀπό τόν Ἀρχάγγελο Γαβριήλ τήν γέννηση τοῦ Τιμίου Προδρόμου καί ἐπειδή ἀπίστησε ἔμεινε ἄφωνος, μέχρι τήν γέννηση τοῦ παιδιοῦ καί τήν ὀνοματοδοσία του, ὁπότε θεραπεύθηκε θαυματουργικά.
Κατά τόν διωγμό τοῦ Ἡρώδη καί τήν σφαγή τῶν 14.000 Νηπίων, ἐπειδή ὁ Ἰωάννης διέφυγε στήν ἔρημο, βρῆκε μαρτυρικό θάνατο στόν Ναό τῶν Ἱεροσολύμων, ἀπό τόν ἐξαγριωμένο ἑβραϊκό ὄχλο.
Κατά τόν Ἐκκλησιαστικό Ἱστορικό Σωζόμενο, τά Λείψανα τοῦ ἁγ. Ζαχαρία βρέθηκαν θαυματουργικά στήν Ἐλευθερούπολη τῆς Παλαιστίνης τήν 11η Φεβρουαρίου τοῦ 415, κατά τήν βασιλεία τοῦ Θεοδοσίου Β’ τοῦ Μικροῦ (408 – 450), ὅπως δέχεται καί ὁ Δοσίθεος Ἱεροσολύμων («Δωδεκάβιβλος», σελ. 267) καί μεταφέρθηκαν ἀπό τόν Ἔπαρχο τῆς ΚΠόλεως Οὐρσό στή Βασιλεύουσσα, ὅπου κατατέθηκαν στό Ναό τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας, μαζί μέ τά Λείψανα τοῦ Δικαίου Ἰωσήφ. Τόν 9ος αἰ. ὁ Εἰκονομάχος Αὐτοκράτορας Λέων Ε’ ὁ Ἀρμένιος (813 – 820), δώρησε τά Λείψανα στό Δόγη τῆς Βενετίας Ἄγγελο Particiano (811 – 827), ὅπως μαρτυρεῖ καί ὁ Ἱεροσολύμων Νεκτάριος. Σύμφωνα μέ τήν μαρτυρία τοῦ Βενετοῦ Ἀνδρέα Δάνδολου τά Λείψανα δωρήθηκαν περί τό 829.
Τά Λείψανα σήμερα φυλάσσονται σέ ἀνθρωπόσχημη λειψανοθήκη, στόν ὁμώνυμο Ναό τῆς Βενετίας, σέ ἀδιάφθορη κατάσταση. Ὅμως στό χῶρο τῆς Ὀρθοδοξίας Κάρα πού ἀποδίδεται στόν ἅγ. Ζαχαρία φυλάσσεται στή Μονή ἁγ. Νικολάου Σίντζας Ἀρκαδίας καί ἀπότμημα τῶν Λειψάνων του στή Μονή Κωνσταμονίτου Ἁγίου Ὄρους.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 5η Σεπτεμβρίου καί ἡ Εὕρεση τοῦ Λειψάνου του τήν 11η Φεβρουαρίου.
Ὅσιος Ζωσιμᾶς τῆς Σερβίας (14ος αἰ.)
Γιά τόν ὅσ. Ζωσιμᾶ εἶναι γνωστό ὅτι ἦταν μαθητής τοῦ μεγάλου Σέρβου Ἡσυχαστοῦ ὁσ. Ρωμύλου τῆς Ραβάνιτσας (+ 1375/6), μαθητοῦ τοῦ ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Σιναϊτου, διδασκάλου τῆς νοερᾶς προσευχῆς.
Ὁ μ. Μωϋσῆς Ἁγιορείτης ἀναφέρει, ὅτι «τό τίμιο λείψανό του σώζεται ἄφθορο στή Σερβία», χωρίς νά διευκρινίζει πού ἀκριβῶς. («Οἱ Ἅγιοι τοῦ Ἁγίου Ὄρους», σελ. 283).
Τιμᾶται τήν 18η Σεπτεμβρίου μαζί μέ τόν διδάσκαλό του ὅσ. Ρωμύλο καί τούς παραδελφούς του Ὁσίους Ρωμαῖο καί Νέστορα τούς αὐταδέλφους, Μαρτῖνο, Δανιήλ, Σισώη καί Γρηγόριο τόν βιογράφο, τούς ἄλλως γνωστούς ὡς Σιναϊτες Ἀθωνίτες, οἱ ὁποῖοι μετέφεραν τόν Ἁγιορείτικο Ἡσυχασμό στή Σερβική Ἐκκλησία.
Ὅσιος Ἡλίας τοῦ Βερκοτουρί Σιβηρίας (+ 1900)
Ὁ κατά κόσμον Ἰωάννης Τσεμποτάρεφ γεννήθηκε τό 1829 στό Κούρσκ τῆς Ρωσίας, ἀπό γονεῖς γαιοκτήμονες καί ἐμπόρους. Ἀπό τήν παιδική του ἡλικία ἐμφάνιζε ἰδιαίτερη εὐλάβεια προς τά θεῖα καί μεγάλη σοβαρότητα. Σέ ἡλικία 24 ἐτῶν πῆγε σαν προσκυνητής στή Λαύρα τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου, ἀλλά οἱ γονεῖς του δέν τοῦ ἐπέτρεψαν νά μονάσει. Τό 1862, μετά τόν θάνατο τῶν γονέων του κοινοβίασε στήν περιώνυμη Μονή Βαλαάμ, κάτω ἀπό τήν πνευματική σκέπη καί προστασία τοῦ περιφήμου Ἡγουμένου Δαμασκηνοῦ (ἡγουμένευσε ἀπό τό 1838 μέχρι τήν κοίμησή του, τό 1881). Τό 1864 καταχωρήθηκε στό Μοναχολόγιο τῆς Μονῆς. Ὡς Ρασοφόρος ἔζησε ἡσυχαστικά στή Σκήτη τοῦ ἁγ. Σεργίου καί ἀπό τό 1871, ὡς Μοναχός Ἰωαννίκιος, στήν αὐστηρή Σκήτη τοῦ ὁσ. Ἀβραμίου τοῦ Ροστώφ καί ἀργότερα στήν αὐστηρότερη Σκήτη τῆς Παναγίας τοῦ Κόνεβιτς, ὡς ὑποτακτικός τοῦ ὁσ. Ἀντίπα τοῦ Μολδαβοῦ (+ 1882), φορέα τῆς ἡσυχαστικῆς παραδόσεως τοῦ μεγάλου Στάρετς ὁσ. Παϊσίου Βελιτσκόφσκυ.
Τρεφόμενος ἀποκλειστικά μέ λαχανικά, καταλύοντας λάδι μόνο στίς μεγάλες γιορτές καί ποτέ ψάρια καί γαλακτοκομικά, ἐργαζόμενος συνεχῶς τήν σιωπή, τήν ἐγκάρδιο προσευχή καί τήν ἀλουσία (εὐωδιάζοντας ὅμως σωματικῶς καί πρίν τήν κοίμησή του), «ἀναπαυόμενος» στό γυμνό πάτωμα (ὅπως διαπίστωσε προσωπικά ὁ τότε Ἀρχιεπίσκοπος Φινλανδίας καί ἔπειτα Μητροπολίτης Ἁγίας Πετρουπόλεως Ἀντώνιος Βαντκόφσκυ), ἐλεήθηκε ἀπό τόν Θεό μέ τά χαρίσματα τῆς προοράσεως καί τῆς παραμυθίας – παρηγορίας τῶν ψυχῶν καί ἀναδείχηκε Στάρετς μοναχῶν καί λαϊκῶν.
Τό 1893 δέχθηκε τό Μεγάλο καί Ἀγγελικό Σχῆμα καί τό ὄνομα Ἡλίας και ἐγκαταστάθηκε στήν ἐξαιρετικά αὐστηρή Σκήτη τοῦ Τιμίου Προδρόμου. Τό 1894 ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας μετέτρεψε τήν ἰδιόρυθμη Μονή τοῦ ἁγ. Νικολάου Βερκοτουρί Σιβηρίας σέ κοινοβιακή καί ἀνέδειξε Ἡγούμενο τόν Ἱερομόναχο Ἰώβ τοῦ Βαλαάμ. Ἀνάμεσα στούς μοναχούς πού κλήθηκαν νά στερεώσουν τήν νέα κατάσταση ἦταν καί ὁ Στάρετς Ἡλίας. Ὁ μακάριος Γέροντας ὡς διδάσκαλος τῆς ταπεινώσεως, τῆς αὐτομεμψίας καί τῆς ὑπομονῆς, δίδαξε τούς νέους μοναχούς τήν τάξη τῆς κοινοβιακῆς μοναχικῆς πολιτείας καί τό 1896 ἀποσύρθηκε στό δάσος τοῦ Ὀκταέφσκυ, ὅπου ἔζησε ἐρημιτικά, μέ συνασκητή τόν μ. Εὐδόκιμο, τρεφόμενος μέ ψωμί καί νερό καί σπανίως μέ πατάτες καί τσάϊ! Τό 1899 ὁ μαθητής του Ἱερομόναχος Ἀρέθας ἀναδείχθηκε Ἡγούμενος καί ὑποχρέωσε τόν Γέροντα νά ἐγκαταβιώσει στό μοναστήρι, διότι ἡ κατάσταση τῆς ὑγείας του ἦταν πλέον πολύ κακή. Στό κελλί του πλέον ὁ Ὅσιος παραδώθηκε στήν ἀδιάλειπτη προσευχή, κάνοντας ἐκτός τῶν ἄλλων καί 3.000 μετάνοιες τήν ἡμέρα! (στις 100 οἱ 20 ἦσαν ἐδαφιαίες καί οἱ 80 προσκυνητές!).
Κοιμήθηκε εἰρηνικά τήν 30ή Νοεμβρίου 1900 καί ἐνταφιάσθηκε ἔξω ἀπό τόν Κοιμητηριακό Ναό τοῦ ἁγ. Νεοφύτου. Τά διά πρεσβειῶν του θαύματα ὁδήγησαν τούς πιστούς νά ὑψώσουν ἕνα ξύλινο Παρεκκλήσιο πάνω ἀπό τόν τάφο του καί ἕναν Ναό προς τιμήν τῆς Παναγίας τοῦ Καζάν στήν ἔρημο τῆς ἀσκήσεώς του.
Τό 1932 οἱ ἀθεϊστικές Ἀρχές ἔκλεισαν τήν Μονή τοῦ ἁγ. Νικολάου καί τήν γυναικεία Μονή τῆς Ἁγίας Σκέπης καί οἱ μοναχοί καί 100 περίπου μοναχές ἐξορίστηκαν. Ὁ Ναός τοῦ ἁγ. Νεοφύτου καί τό Κοιμητήριο ἰσοπεδόθηκαν καί στή θέση κτίσθηκε ἕνα συγκρότημα γραφείων. Μετά τήν κατάρρευση τοῦ καθεστῶτος ἡ Μονή ἐπιστράφηκε στό Πατριαρχεῖο Μόσχας (τό 1990) καί ὁ νέος Ἡγούμενος ἀρχιμ. Τύχων ἄρχισε τήν ἀναζήτηση τοῦ τάφου τοῦ μακαρίου Γέροντος. Βάσει ἑνός παλαιοῦ σχεδίου ἐπισημάνθηκε ἡ θέση τοῦ Ναοῦ τοῦ ἁγ. Νεοφύτου, πάνω ἀπό τόν ὁποῖο περνοῦσε δρόμος, καί σέ βάθος πέντε μέτρων βρέθηκαν δύο τάφοι, τοῦ Γέροντος Ἡλία καί τοῦ Ἡγουμένου Ἀρέθα (+ 1903, τιμᾶται τοπικά ὡς Ἅγιος). Τά Λείψανα τοῦ ὁσ. Ἡλία βρέθηκαν ἄφθαρτα καί σήμερα φυλάσσονται στό Ναό τῆς Θείας Μεταμορφώσεως.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τοπικά τήν 30ή Νοεμβρίου.
Ὅσιος Ἡρωδίων τοῦ Λαϊνίτσυ Ρουμανίας (+ 1900)
Γεννήθηκε τό 1810 καί μόνασε νεώτατος στήν Μονή τῆς Τσερνίκας, ἔξω ἀπό τό Βουκουρέστι. Γιά τίς ἀρετές ἐκτιμήθηκε ἰδιαίτερα ἀπό τόν Ἐπίσκοπο Ρίμνικ ἅγ. Καλλίνικο, ἀπό τόν ὁποῖο χειροτονήθηκε Διάκονος καί Πρεσβύτερος τό 1853 καί καταστάθηκε Ἡγούμενος τῆς Σκήτης Λαϊνίτσυ. Ἐλεήθηκε ἀπό τόν Θεό μέ τά χαρίσματα τῶν ἰαμάτων καί τῆς ἐκδιώξεως τῶν ἀκαθάρτων πνευμάτων. Κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 1900, ἀφοῦ συγκέντρωσε γύρω του 30 μοναχούς.
Τό Λείψανό του ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο τό 1929 καί κατατέθηκε καί πάλι στόν τάφο του, ὅπου καί σήμερα βρίσκεται. Ἡ ἁγιότητά του τιμᾶται τοπικά ἀπό τούς πιστούς τῆς γύρω περιοχῆς, "οἱ ὁποῖοι ὅταν ἔχουν κάποια στενοχωρία, ἔρχονται στήν Σκήτη Λαϊνίτσυ, προσεύχονται, ἀγγίζουν τά ἴδια τά ροῦχα των στόν τάφο τοῦ Ὁσίου καί ἀναχωροῦν ἀναπαυμένοι γιά τά σπίτια των".
Ἅγιος Θεόγνωστος Μητροπολίτης Ρωσίας (+ 1353)
Ἦταν Ἑλληνικῆς καταγωγῆς. Μητροπολίτης Ρωσίας χειροτονήθηκε τό 1427 ἀπό τόν Πατριάρχη ΚΠόλεως Ἠσαϊα, διαδεχόμενος τόν Μητροπολίτη ἅγ. Πέτρο (1308 – 1326).
Γιά νά ἐνισχύσει τήν πολιτική σταθερότητα στή Ρωσία, μετέφερε ὁριστικά τήν Μητροπολιτική ἕδρα στή Μόσχα καί ὑποστήριξε τόν Ἡγεμόνα Ἰωάννη Γ’ Καλίτα. Γιά τόν λόγο αὐτό ἀντιμετώπισε τήν προσφυγή τοῦ διαδόχου τοῦ Ἡγεμόνα Μιχαήλ τοῦ Τβέρ Ἡγεμόνα Ἀλεξάνδρου Μιχαήλοβιτς στό Πατριαρχεῖο ΚΠόλεως, μέ τήν κατηγορία τῆς μονομεροῦς ὑποστηρίξεως τοῦ Ἡγεμόνα τῆς Μόσχας, σέ βάρος τῶν λοιπῶν Ἡγεμόνων, γεγονός πού ἀνάγκασε τόν Πατριάρχη ἅγ. Κάλλιστο νά στείλει σχετική ἐπιστολή. Στή Ρωσία πάντως ἀπέμεινε μοναδικός Μητροπολίτης μετά τόν θάνατο τοῦ Μητροπ. Λιθουανίας Θεοφίλου (1330).
Τό 1342, ὑποχρεώθηκε νά ἐπιβάλει σέ ὅλο τόν πληθυσμό ἔκτακτο φόρο, διότι οἱ Τάταροι ἀπειλοῦσαν νά κλείσουν ὅλους τούς ναούς τῆς κατεχόμενης Ρωσίας, ἀλλά ἀντέδρασε σθεναρά ὅταν προσπάθησαν νά ἐπιβάλουν φορολογία καί στό Ρωσικό Κλῆρο. Γιά τήν ἀντίδρασή του βασανίσθηκε ἀπό τούς κατακτητές στό στρατόπεδο τῆς Χρυσῆς Ὀρδῆς, ἀλλά ἐπέζησε. Ὅταν ἐπέστρεψε στή Μόσχα βρῆκε τήν πόλη κατεστραμένη ἀπό πυρκαγιά, ὁπότε ἐπιδόθηκε σέ μεγάλο ἀνακαινιστικό ἔργο.
Τίμησε ἰδιαιτέρως τόν προκάτοχό του Μητροπολίτη ἅγ. Πέτρο, προςθέτοντας Παρεκκλήσιο στόν Καθεδρικό Ναό Κοιμ. Θεοτόκου Κρεμλίνου, ὅπου κατέθεσε τό Λείψανό του (καί ἀργότερα ἐνταφιάσθηκε καί ὁ ἴδιος) καί ἐπιτυγχάνοντας τήν διακήρυξη τῆς ἁγιότητός ἀπό τό Πατριαρχεῖο ΚΠόλεως (1339). Ἔκτισε ἀκόμη καί τόν Ναό τοῦ ἁγ. Ἰωάννου τῆς Κλίμακος μέσα στό Κρεμλίνο (1329) καί τό ὑψηλότατο κωδωνοστάσιό του (σήμερα Κωδωνοστάσιο Μεγάλος Ἰβάν, 1505). Τό 1344 κάλεσε Ἕλληνες ἁγιογράφους γιά τήν ἱστόριση τοῦ Καθεδρικοῦ Ναοῦ τῆς Κοιμ. Θεοτόκου.
Ἰδιαίτερα φιλομόναχος, εὐλόγησε τόν ἅγ. Σέργιο τοῦ Ραντονέζ νά ἱδρύσει τήν Λαύρα τῆς Ἁγίας Τριάδος (1340).
Κατά τήν διάρκεια τῶν Ἡσυχαστκῶν Ἔριδων ὑποστήριξε τόν ἅγ. Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, μέ ἀποτέλεσμα ὁ ἀντιησυχαστής Πατριάρχης Ἰωάννης Καλέκας νά χειροτονήσει Μητροπ. Ρωσίας τόν ὁμόφρονά του Θεόδωρο Ἀλύτς. Ἡ ἑνότητα στή Ρωσική Ἐκκλησία ἀποκαταστάθηκε ἀπό τόν Ἡσυχαστή Πατριάρχη Ἰσίδωρο, μέ τήν ἀναγνώριση τῆς δικαιοδοσίας τοῦ ἁγ. Θεογνώστου.
Τό 1351 ὑποχρεώθηκε νά ἀντιμετωπίσει νέα ἀπόπειρα σχίσματος, μέ τήν χειροτονία ἀπό τό Βουλγαρικό Πατριαρχεῖο Τυρνόβου κάποιου Θεοδωρήτου σέ Μητροπολίτη Μόσχας. Τό ἴδιο ἔτος χειροτόνησε σέ Ἐπίσκοπο Βλαδιμήρ τόν βοηθό του Ἀλέξιο (Ἅγιος, 12η Φεβρουαρίου), τόν ὁποῖο ὑπέδειξε γιά διάδοχό του.
Κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 1353 καί ἐνταφιάσθηκε στόν Καθεδρικό Ναό Κοιμ. Θεοτόκου Κρεμλίνου. Τό Λείψανό του ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο τό 1471 καί σήμερα φυλάσσεται στόν ἀνωτέρο ναό.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 14η Μαρτίου.
Ὅσιος Θεοδόσιος τοῦ Κιέβου (+ 1074)
Κορυφαῖος Μοναστικός Πατέρας τῆς Ρωσικῆς Ὀρθοδοξίας, ὁ θεμελιωτής τοῦ Ρωσικοῦ Κοινοβιακοῦ Μοναχισμοῦ.
Γεννήθηκε τό 1029 στό Κούρσκ (ὅπου αἰῶνες ἀργότερα θά γεννηθεῖ ὁ μεγάλος Ὅσιος Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ). Ἔζησε ἀσκούμενος στόν κόσμο καί τό 1052, σέ ἡλικία 23 ἐτῶν, παρά τίς ἀντιδράσεις τῆς ὑπερπροστατευτικῆς μητέρας του, ὑποτάχθηκε στόν Ὅσιο Ἀντώνιο τόν Ἐσφιγμενίτη, ἀσκητή στά Σπήλαια τοῦ Κιέβου.
Κατά τόν Ε. Β. Σίγκελ, "ὁ Θεοδόσιος εἶναι ὁ πιό δημοφιλής ἀνάμεσα στούς μοναχούς Ἁγίους τῆς Ρωσίας, μαζί μέ τόν ἅγ. Σέργιο τοῦ Ραντονέζ καί τόν ἅγ. Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ" ("Ἅγιος Ἀντώνιος καί Ἅγιος Θεοδόσιος τοῦ Κιέβου"· ἔκδοσις ΤΗΝΟΣ, 1973, σελ. 11). Εἰσήγαγε στή Ρωσία τόν αὐστηρό κοινοβιακό κανονισμό τῆς Μονῆς τοῦ Στουδίου ΚΠόλεως.
Κατά τόν Νικ. Ζέρνωφ, "ἔδωσε μεγάλη σημασία καί βάρος στά κοινωνικά ἔργα τῶν μοναχῶν. Ἡ περίφημη Μονή του τῶν Σπηλαίων, ἔγινε ἕνα παράδειγμα ἀληθινῆς ἀδελφότητας καί πλουσιοπάροχης βοήθειας στούς δυστυχισμένους. Ὁ ἴδιος ἀνακατευόταν μέ δραστηριότητα στίς δημόσιες ὑποθέσεις καί ἡ μεσολάβησή του στίς διαφωνίες τῶν Ἡγεμόνων, ἔσωσε ἀρκετές φορές τήν Ρωσία ἀπό ἐμφύλιο πόλεμο. Ἡ παρά-δοση πού θεμελίωσε συνεχίσθηκε ἀπό ἄλλους Ρώσους μοναχούς. Ἦταν πάντα πρόθυμοι νά βοηθήσουν τούς λαϊκούς, ὄχι μόνο στά πνευματικά τους προβλήματα, ἀλλά καί στά ὑλικά τους ἐνδιαφέροντα, ἐπειδή πίστευαν ὅτι ὁλόκληρη ἡ ζωή τοῦ ἀνθρώπου πρέπει νά φωτισθῆ ἀπό τό φῶς τοῦ Εὐαγγελίου" ("Οἱ Ρῶσοι καί ἡ Ἐκκλησία τους", 1972, σελ. 13).
Κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 1074, σέ ἡλικία μόλις 45 ἐτῶν. Τό 1091 τό Λείψανό του ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο καί κατατέθηκε στό Καθολικό τῆς Λαύρας. Ἡ ἁγιότητά του διακηρύχθηκε Συνοδικά τό 1108.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 3η Μαϊου καί ἡ Ἀνακομιδή τοῦ Λειψάνου του τήν 14η Αὐγούστου.
Ὅσιος Θεοδόσιος τῆς Τότμα Ρωσίας (+ 1568)
Γεννήθηκε στή Βολόγδα τό 1530 καί ἀνατράφηκε ἀπό τούς εὐσεβεῖς γονεῖς του "ἐν παιδείᾳ καί νουθεσίᾳ Κυρίου". Μετά τόν θάνατο τῶν γονέων του, ἔγινε μοναχός στή Μονή Πριλούτσκ, ὅπου διακρίθηκε στόν κοινοβιακό βίο καί τήν ἐκτέλεση τῶν διακονιῶν. Μέ τήν ἄδεια τοῦ Τσάρου Ἰβάν Δ' τοῦ Τρομεροῦ καί τήν εὐλογία τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Νικάνδρου, ἵδρυσε τήν Μονή τῆς Τότμα. Μετά τήν ὀργάνωση τῆς Μονῆς, ἵδρυσε τήν ἐξαρτηματική Σκήτη τοῦ ὁσ. Ἐφραίμ καί ἔζησε ἐκεῖ, ἀσκούμενος κατά τῶν παθῶν μέ μεγάλη σκληρότητα (φοροῦσε βαρειές ἁλυσίδες καί κάτω ἀπό τό κουκούλι του ἕνα σιδερένιο βαρύ κράνος!).
Κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 1568 καί ἐνταφιάσθηκε στή Μονή του. Τό 1796 τό Λείψανό του ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο, κατά τήν διάρκεια ἐργασιῶν στό Ναό τῆς Ἀναλήψεως. Ἡ ἁγιότητά του διακηρύχθηκε Συνοδικά τό 1798. Μετά τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1917, δέν ὑπάρχουν πληροφορίες γιά τήν τύχη τοῦ Λειψάνου του.
Τιμᾶται τήν 28η Ἰανουαρίου καί ἡ Ἀνακομιδή τοῦ Λειψάνου του τήν 2α Σεπτεμβρίου.
Ἅγιος Θεοδόσιος Ἀρχιεπίσκοπος Τσερνίκωφ Οὐκρανίας (+ 1696)
Ἦταν γόνος τῆς ἀρχοντικῆς οἰκογένειας τῶν Οὐγκλίτσκυ καί γιός Ἱερέα. Τά πρῶτα γράμματα διδάχθηκε ἀπό τόν πατέρα του καί στήν συνέχεια φοίτησε στή Σχολή τῶν Θεοφανείων πού εἶχε ἱδρυθεῖ στή Λαύρα τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου (ἔπειτα Ἀκαδημία) καί σέ Εὐρωπαϊκά Πανεπιστήμια. Ἔγινε μοναχός στήν περιώνυμη Λαύρα, ἀσκήθηκε σέ ἐρημητήριο τοῦ Τσερνίκωφ (ὅπου δέχθηκε τήν Ἱερωσύνη) καί διορίσθηκε Ἡγούμενος τῆς Μονῆς Κορσούμ καί ἀργότερα τῆς Μονῆς Βυντούπσκι τοῦ Κιέβου. Χάρις στήν πνευματικότητα καί τίς ἱκανότητές του ἔκανε τήν κατεστραμμένη ἀπό τούς Οὐνίτες καί τούς Παπικούς μονή γνωστή σέ ὅλη τήν Ρωσία γιά τό κάλλος τῶν Ἀκολουθιῶν της. Στήν συνέχεια ὁρίσθηκε Ἡγούμενος τῆς Μονῆς Γελέτσκυ καί τό 1693 χειροτονήθηκε βοηθός Ἐπίσκοπος Τσερνίκωφ ἀπό τόν Πατριάρχη Μόσχας Ἀδριανό, μετά ἀπό αἴτημα τοῦ γέροντος Ἀρχιεπισκόπου Τσερνίκωφ Λαζάρου.
Μετά ἀπό σύντομη, ἀλλά εὐδόκιμη ἀρχιερατεία, κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 1696 καί κηδεύθηκε στόν Ναό τῶν Ἁγίων Παθοφόρων Βόριδος καί Γκλέμπ. Τό Λείψανό του ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο τό 1772, μέ τήν εὐλογία τοῦ τοπικοῦ Ἐπισκόπου Θεοφίλου. Ἡ ἁγιότητά του διακηρύχθηκε Συνοδικά τό 1896, παρουσίᾳ τοῦ Τσάρου Νικολάου Β'.
Ὅταν τό 1922, μέ τήν εὐκαιρία τῆς δημεύσεως τῶν ἐκκλησιαστικῶν σκευῶν, οἱ Σοβιετικοί ἄρχισαν περιπαικτικές "ἐξετάσεις" ἀδιαφθόρων λειψάνων διαφόρων Ἁγίων, μέ σκοπό τήν διακωμώδιση τῆς Πίστεως καί τῆς Ἐκκλησίας, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Τσερνίκωφ Παχώμιος προχώρησε ὁ ἴδιος στήν ἐξέταση τοῦ ἀφθάρτου σκηνώματος τοῦ ἁγ. Θεοδοσίου, παρουσίᾳ καί Σοβιετικῶν ἐπιστημόνων. Κατά τήν ἐξέταση αὐτή ἀποδείχθηκε, ὅτι τό λείψανο ἦταν γνήσιο καί δέν εἶχε ταριχευθεῖ. Ἡ θαρραλέα στάση τοῦ ἐπ. Παχωμίου ἔσωσε τό λείψανο ἀπό τήν καταστροφή, ὄχι ὅμως καί ἀπό τήν βελήλωση, διότι ἐκτέθηκε στό Μουσεῖο Ἀθεϊσμοῦ καί Θρησκείας τοῦ Λένινγκραντ, μαζί μέ μούμιες διαφόρων ζώων!, ὁ ἴδιος ὅμως συνελήφθη, φυλακίσθηκε καί ἀργότερα ἐκτελέστηκε.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 5η Φεβρουαρίου καί ἡ Ἀνακομιδή τοῦ Λειψάνου του τήν 9η Σεπτεμβρίου.
Ἁγία Θεοδώρα ἡ Αὐγοῦστα (+ 867)
Σύζυγος τοῦ Εἰκονομάχου Αὐτοκράτορος Θεοφίλου. Διακρινόταν γιά τήν εὐφηϊα καί τήν σωματική της ὀμορφιά (σ' αὐτή καί τήν ὑμνογράφο ἁγ. Κασσιανή, ἀναφέρεται τό περιστατικό ἐκλογῆς συζύγου τοῦ Αὐτοκράτορα, στό Ἱερό Παλάτιο τῆς ΚΠόλεως). Μετά τόν θάνατο τοῦ Θεοφίλου συγκάλεσε Σύνοδο ἀπό τήν ὁποία καθαιρέθηκε ὁ Εἰκονομάχος Πατριάρχης Ἰωάννης Ζ', ἀναδείχθηκε Πατριάρχης ὁ Ὁμολογητής ἅγ. Μεθόδιος καί ἐπικυρώθηκαν οἱ ἀποφάσεις τῆς Ἁγίας Ζ' Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἀναστήλωσε τίς Ἱερές Εἰκόνες, τήν Α' Κυριακή τῶν Νηστειῶν τοῦ ἔτους 842 (19η Φεβρουαρίου, γνωστή ἔκτοτε σάν Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας).
Διώχθηκε ἀπό τόν γιό της Αὐτοκράτορα Μιχαήλ, τό 856, μετά ἀπό διαβολές τοῦ ἀδελφοῦ της Καίσαρα Βάρδα καί κοιμήθηκε ἐκτοπισμένη στήν Μονή τῶν Γαστρίων, τό 867. Τό Λείψανό της ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο. Μεταφέρθηκε στήν Κέρκυρα, λίγο πρίν τήν Ἅλωση τῆς ΚΠόλεως ἀπό τούς Τούρκους (1453) καί σήμερα σώζεται ἐκεῖ, στόν Ναό Παναγίας Σπηλαιώτισσας, ἐκτός ἀπό τήν τιμία Κάρα ἡ ὁποία ἔχει χαθεῖ.
Ἡ μνήμη της τιμᾶται τήν 11η Φεβρουαρίου.
Ὁσία Θεοδώρα τῆς Θεσσαλονίκης (+ 892)
Γεννήθηκε στήν Αἴγινα τό 812, ἀπό ἱερατική οἰκογένεια. Σύμφωνα μέ τήν παράδοση τήν νύμφευσαν σέ ἡλικία μόλις 7 ἐτῶν. Ἐγκατέλειψε τήν πατρίδα της λόγῳ τῶν πειρατικῶν ἐπιδρομῶν καί ἐγκαταστάθηκε μέ τήν οἰκογένειά της στή Θεσσαλονίκη. Ἀπέκτησε τρία παιδιά, ἀπό τά ὁποία ἐπέζησε μόνο τό ἕνα, ἡ Θεοπίστη, τήν ὁποία ἀφιέρωσε στή Μονή τοῦ ἁγ. Λουκᾶ, σέ ἡλικία μόλις 6 ἐτῶν! (Πρόκειται γιά τήν ὁσ. Θεοπίστη, τῆς ὁποίας ἡ μνήμη τιμᾶται τήν 29η Αὐγούστου, μαζί μέ ἐκείνη τῆς ὁσ. Θεοδώρας). Μετά τόν θάνατο τοῦ συζύγου της ἀσπάσθηκε τόν μοναχικό βίο στήν Μονή τοῦ ἁγ. Στεφάνου, ὅπου ὑποτάχθηκε στήν συγγενή της Γερόντισσα Ἄννα. Ἀσκήθηκε στήν μονή 55 χρόνια, ἀπό τά ὁποία τά 15 στό ἴδιο κελλί μέ τήν θυγατέρα της ὁσ. Θεοπίστη, χωρίς νά συνομιλήσουν ποτέ!
Κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 892, σέ ἡλικία 80 ἐτῶν. Τό Λείψανό της τιμήθηκε ἀπό τόν Θεό μέ τά χαρίσματα τῶν ἰαμάτων καί τῆς μυροβλυσίας. Δέκα μήνες μετά τήν κοίμησή της τό Λείψανό της ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο, μετά ἀπό ἐμφανίσεις τῆς Ὁσίας στόν Ἀρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης Ἰωάννη, καί τοποθετήθηκε σέ λάρνακα μέ εἰδική ὀπή, ἀπ' ὅπου ἔρρεε τό θαυματουργό μῦρο! (Διασώθηκαν μέχρι τήν ἐποχή μας εἰδικά μικρά δοχεία γιά τήν μεταφορά του, τά λεγόμενα κουτρούβια).
Περίπου τό 1420 ἐπισκέφθηκε τήν Μονή (ἡ ὁποία ἤδη εἶχε πάρει τό ὄνομα τῆς ὁσ. Θεοδώρας), ὁ Ρώσος Διάκονος Ζωσιμᾶς, ὁ ὁποῖος "ἔμεινε ἔκπληκτός ἀπό τήν θέα τῶν Λειψάνων τῆς Ὁσίας, διότι φαινόταν σά νά ζοῦσε καί προσθέτει ὅτι τά ἐνδύματα τοῦ Λειψάνου ἦταν διαποτισμένα ἀπό τό μυρίπνοο ἔλαιο πού πήγαζε ἀπ' αὐτό"! (Δ. Β. Χιτρώφ, "Ρώσοι Προσκυνητές στήν Ἀνατολή", Γενεύη 1889, σελ. 208· στήν Γαλλική).
Τό 1430, μέ τήν Ὀθωμανική κατάκτηση, ἡ Μονή λεηλατήθηκε καί τό Λείψανο τεμαχίσθηκε. Διάφορα τμήματά του κατάφεραν κάποιοι πιστοί νά τά περισυλλέξουν, "ἅ καί εἰς ἑνός συναρμοσθέντα σώματος ὁλομέλειαν, θαυμάτων ἐνέργειαν καθ' ἑκάστην ἀφθόνως πηγάζουσιν". Τό 1459 ὁ Μωάμεθ Β' ὁ Πορθητής ἐπικύρωσε τήν Μονή στή Χριστιανή μυτριά του Μάρα Μπράνκοβιτς. Στά τέλη τοῦ 16ου αἰ. ἡ Μονή εἶχε 200 περίπου μοναχές. Τό 1661 τό Λείψανο κατατέθηκε σέ μαρμάρινη λάρνακα. Τό 1669 ὁ Γάλλος περιηγητής Ροβέρτος Dre, εἶδε τό Λείψανο στό Καθολικό τῆς Μονῆς. Σήμερα στή Μονή ὁσ. Θεοδώρας Θεσσαλονίκης, φυλάσσονται πολλά τῶν ὁστῶν τῆς Μυροβλύτιδος Ὁσίας, διότι τό ἀδιάφθορο Λείψανό της, ἄγνωστο πότε, διαλύθηκε (βλ. Συμ. Πασχαλίδη, "Ὁ Βίος τῆς Ὁσιομυροβλύτιδος Θεοδώρας τῆς ἐν Θεσσαλονίκῃ - Διήγηση περί τῆς Μεταθέσεως τοῦ Λειψάνου τῆς ὁσ. Θεοδώρας", 1991).
Ἡ μνήμη της τιμᾶται τήν 29η Αὐγούστου.
Ὁσία Θεοδώρα τῆς Σύχλας Μολδαβίας (17ος - 18ος αἰ.).
Εὐλογημένο ἄνθος τῆς Μολδαβίας ἡ ὁσία Θεοδώρα, γεννήθηκε στήν ἐπαρχία τοῦ Νεάμτς. Νυμφεύθηκε, ἀλλά ἐπειδή ὁ γάμος της δέν εὐλογήθηκε μέ τήν γέννηση παιδιῶν, ἀπό κοινοῦ μέ τόν ἐνάρετο σύζυγό της ἀποφάσισαν νά μονάσουν. Ἡ Ὁσία κοινοβίασε ἀρχικά στή Σκήτη τοῦ Βαρζαρέστ, στό Ρίμνικ, στή συνέχεια ἀκολούθησε ἡσυχαστικό βίο στά δάση τοῦ Μπουζάου καί τελικά ἔζησε ἐρημητικά σέ ἕνα σπήλαιο τοῦ Ὄρους Σύχλα, κοντά στή Μονή τῆς Συχαστρίας, γιά τριάντα περίπου χρόνια. Ὅλο αὐτό τό διάστημα μοναδική ἀνθρώπινη παρηγοριά στόν ἀσκητικό της βίο ἦταν ὁ πνευματικός της Ἱερομόναχος Παῦλος, ὁ ὁποῖος τήν ἐπισκεπτόταν κατά διαστήματα καί τῆς μετέδιδε τά Ἄχραντα Μυστήρια.
Ἡ ἄσκηση τῆς Ὁσίας περιλάμβανε ὁλονύκτια ἀγρυπνία (μέ ἀνάπαυση μόλις δύο ὡρῶν), λιτή τροφή κάθε δεύτερη ἡμέρα (παξιμάδι, καρπούς τοῦ δάσους καί βρόχινο νερό) καί διαρκή προσευχή. Ἀξιώθηκε χαρισματικῶν καταστάσεων. Πρός τό τέλος τῆς ζωῆς της, μετά τήν κοίμηση τοῦ πνευματικοῦ της ὁ ὁποῖος τήν φρόντιζε, τήν ἔτρεφαν μέ τρόπο θαυμαστό τά πουλιά τοῦ δάσους, τά ὁποῖα τῆς ἔφερναν μικρά κομμάτια ψωμιοῦ ἀπό τήν τράπεζα τῆς Μονῆς! Προεῖδε τήν κοίμησή της καί ζήτησε ἀπό τόν Θεό νά οἰκονομήσει Ἱερέα γιά νά μεταλάβει τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων. Καί ὁ Κύριος οἰκονόμησε τό αἴτημα τῆς δούλης Του μέ τόν ἀκόλουθο τρόπο:
Παρατήρησε κάποτε ὁ Ἡγούμενος τῆς Συχαστρίας τά πουλιά πού ἔπαιρναν ψωμί καί μετά πετοῦσαν σέ συγκεκριμένο σημεῖο τοῦ δάσους καί ἔδωσε ἐντολή σέ δύο μοναχούς νά παρακολουθήσουν καί νά ἐρευνήσουν τό φαινόμενο. Πράγματι παρακολούθησαν οἱ μοναχοί τά πουλιά καί ὁδηγήθηκαν στήν Ὁσία, τήν ὁποία βρῆκαν νά προσεύχεται καί νά φλέγεται "ὡς στήλη πυρός". Ἡ μακαρία Θεοδώρα, χωρίς τά γνωρίζει πρόσωπα καί πράγματα στό μοναστήρι, κάλεσε ὀνομαστικά τόν Πνευματικό Ἀντώνιο καί τόν Διάκονο Λαυρέντιο νά τῆς μεταδώσουν τήν Θεία Κοινωνία. Μετά τήν Θεία Μετάληψη ἡ Ὁσία κοιμήθηκε εἰρηνικά, σέ μεγάλη ἡλικία (στίς ἀρχές τοῦ 18ου αἰ.) καί κηδεύθηκε στό σπήλαιό της.
Τό ἀσκητικό της Λείψανο ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο καί δοξάσθηκε μέ τό χάρισμα τῶν θαυμάτων. Διατηρήθηκε ἀνέπαφο γιά ἑκατό περίπου χρόνια καί διαλύθηκε πρίν τό 1828 (ἤ τό 1834), ὁπότε τά εὐωδιάζοντα ὀστά της μεταφέρθηκαν στή Λαύρα τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου, ὅπου καί σήμερα φυλάσσονται. Θαυματουργό παραμένει μέχρι σήμερα τό Ἁγίασμά της, τό ὁποῖο συγκεντρώνεται σέ ἕνα κοίλωμα στό σπήλαιό της καί δέν ἐξαντλεῖται ποτέ.
Ἡ μνήμη της τιμᾶται τήν 7η Αὐγούστου.
Ἅγιος Θεόδωρος Ἀρχιεπίσκοπος Καντέρμπουρυ (+ 690).
Ὁ σπουδαιότερος τῶν Ἀρχιεπισκόπων Καντέρμπουρυ. Ἑλληνικῆς καταγωγῆς, γεννήθηκε στήν Ταρσό τῆς Κιλικίας τό 602 καί σπούδασε στήν Ἀθήνα. Ἀργότερα ἔγινε μοναχός. Σέ μεγάλη ἡλικία βρέθηκε στή Ρώμη, κατά τήν ἐκλογή Ἀρχιεπισκόπου Καντέρμπουρυ, μετά τόν θάνατο ἀπό ἐπιδημία τοῦ ἀρχιεπ. Βιγκχάρδου. Ὁ τότε Πάπας Βιταλιανός ἐξέλεξε τόν Ἀφρικανό κληρικό Ἀδριανό, ἀλλά ἐκεῖνος πρότεινε τόν Ἕλληνα Θεόδωρο. Ὁ Βιταλιανός δέχθηκε μέ τόν ὅρο νά συνοδεύση ὁ Ἀδριανός τόν Θεόδωρο στή Βρεττανία.
Ὁ Θεόδωρος χειροτονήθηκε διαδοχικά Διάκονος καί Πρεσβύτερος καί τήν 26. 3. 668 Ἐπίσκοπος. Ἔφυγε γιά τήν ἕδρα του συνοδευόμενος ἀπό τόν Ἀδριανό καί τόν Ἡγούμενο τῆς Νορθουμβρίας Βενέδικτο. Κατά τήν διαδρομή συνάντησε στό Παρίσι τόν πρ. Ἐπίσκοπο τοῦ Ντόρσεστερ ἅγ. Ἀγιλβέρτο καί τόν προσέλαβε στή συνοδεία του.
Στό Καντέρμπουρυ ἔφθασε τήν 27. 5. 669 καί ἀμέσως διόρισε Ἡγούμενο τῆς Μονῆς τοῦ ἁγ. Πέτρου τόν Βενέδικτο. Παρά τήν ἡλικία του καί τό γεγονός, ὅτι ἦταν ἀπολύτως ξένος μέ τήν ἡμιβάρβαρη Ἀρχιεπισκοπή του, ἐπέδειξε θαυμαστό ζῆλο γιά τήν ἱεραποστολή καί τήν ὀργάνωσή της. Μαζί μέ τόν Ἀδριανό ἵδρυσε τήν περίφημη Σχολή τοῦ Καντέρμπουρυ. Περιόδευσε ὅλη τήν χώρα, χειροτόνησε Ἐπισκόπους καί συγκάλεσε Συνόδους, ὅπως τοῦ HERTFORD (τό 670, μέ τήν ὁποία θεσπίσθηκαν Κανόνες ζωῆς τῶν Χριστιανῶν) καί τοῦ HETFILD (τό 680, μέ τήν ὁποία ἀναγνωρίσθηκαν οἱ μέχρι τότε πέντε Οἰκουμενικές Σύνοδοι καί καταδικάσθηκε ὁ Μονοφυσιτισμός - Μονοθελητισμός).
Κοιμήθηκε είρηνικά τό 690, σέ ἡλικία 88 ἐτῶν. Ἐνταφιάσθηκε κοντά στόν ἅγ. Αὐγουστῖνο, πρώτο Ἀρχιεπίσκοπο τοῦ Καντέρμπουρυ, στήν Μονή τῶν ἁγ. Ἀποστόλων Πέτρου καί Παύλου.
Τό 1091, λίγα μόλις χρόνια μετά τήν ἔκπτωση τῆς Βρεττανίας ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Πίστη, τό Λείψανό του ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο. Μετά τήν Διαμαρτύρηση δέν ὑπάρχουν πληροφορίες γιά τήν τύχη του.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 19η Σεπτεμβρίου.
Ὅσιος Θεόδωρος τῶν Κυθήρων (10ος αἰ.)
Γεννήθηκε στήν Κορώνη τῆς Μεσσηνίας, ἀπό γονεῖς εὐσεβεῖς καί ἐπιφανεῖς, τόν Ἐλκανᾶ καί τήν Ἄννα, καί ὑπῆρξε καρπός τῆς θερμῆς προσευχῆς τους. Ἔτυχε εὐσεβοῦς ἀγωγῆς καί ἀπό τόν Ἐπίσκοπο Κορώνης χειροθετήθηκε Ἀναγνώστης. Μετά τόν θάνατο τόν γονέων του, ἐγκαταστάθηκε στό Ναύπλιο, μετά ἀπό πρόσκληση τοῦ Πρωθιερέως τοῦ Ναυπλίου, ὁ ὁποῖος ἦταν συγγενής ἤ φίλος τῶν γονέων του. Στό Ναύπλιο ὁ ἔπειτα Ὅσιος νυμφεύθηκε, ἀπέκτησε παιδιά καί χειροτονήθηκε Διάκονος ἀπό τόν Ἐπίσκοπο Ἄργους Θεόδωρο.
Δέν εἶναι γνωστό σέ πιά ἡλικία ὁ Ὅσιος ἄφησε τήν οἰκογένειά του καί πῆγε στήν Ρώμη, γιά νά προσκυνήσει στίς Κατακόμβες τούς τάφους τῶν ἀρχαίων Μαρτύρων, ὅπου ἔμεινε τέσσερα χρόνια. Κατά τήν ἐπιστροφή του ἐπέλεξε τόν ἡσυχαστικό - ἐρημητικό βίο καί ἐγκαταστάθηκε στήν Μονεμβάσια, σέ κελλί κοντά στόν Ναό τῆς Παναγίας τῆς Διακονίας. Ἕνα χρόνο ἀργότερα ἐγκαταστάθηκε στά ἔρημα ἀπό τίς ἐπιδρομές τῶν πειρατῶν Κύθηρα καί ἀσκήθηκε κοντά στόν Ναό τῶν ἁγ. Σεργίου καί Βάκχου, "καρτερῶν ἐν πειρασμοῖς καί ἐγκαρτερῶν ἐν πείνῃ καί δίψῃ, ἐν καύματι τοῦ θέρους καί τῷ ψύχει τοῦ χειμῶνος". Λίγο πρίν τήν ὁσιακή του κοίμηση ὁ Ἅγιος τοῦ Θεοῦ ἔγραψε σέ ὄστρακο: "Ἐγώ ὁ ἐλάχιστος Θεόδωρος Διάκονος, ἠσθένησα εἰς τάς 7 Ἀπριλίου μηνός καί ἰδού ὅπου ἀποσθνήσκω 12 Μαϊου, τήν τοῦ ἁγ. Ἐπιφανίου ἡμέραν".
Τό Λείψανο τοῦ Ὁσίου βρέθηκε ἀνέπαφο τόν Σεπτέμβριο τοῦ ἰδίου ἔτους ἀπό ναύτες τοῦ Βυζαντινοῦ Στόλου, οἱ ὁποῖοι ἀφοῦ τό προσκύνησαν, τόν ἄφησαν ὅπως τό βρῆκαν. Τρία χρόνια ἀργότερα κάτοικοι τῆς Μονεμβάσιας ἐπισκέφθηκαν τά Κύθηρα καί ἐνταφίασαν τό ἄφθαρτο Λείψανο μέσα στόν Ναό, ὅπου σήμερα σώζεται ὁ τάφος του. Ἀμέσως μετά κτίσθηκε καί ναός πρός τιμήν του καί - πιθανῶς κατά τήν βασιλεία τοῦ Νικηφόρου Φωκᾶ - μία αὐτοκρατορική ἀποστολή προσπάθησε νά μεταφέρει στήν ΚΠολη τό Λείψανο τοῦ Ὁσίου. Κατά τήν ἐκταφή, "φῶς ἐκτυφλωτικόν περιέλουσεν τόν τάφον τοῦ Ὁσίου". Ὅταν οἱ αὐτοκρατορικοί ἐκπρόσωποι πῆραν τήν Κάρα τοῦ Ὁσίου καί ἀπέπλευσαν, τό πλοῖο ἄρχισε νά βυθίζεται καί φωνή ἀκούστηκε νά λέγει: "Ἐπιστρέψατε τήν ἁγίαν Κάραν εἰς τό μέρος ἀπ' ὅπου τήν ἐπήρατε"!
Σήμερα ἡ τιμία Κάρα τοῦ ὁσ. Θεοδώρου σώζεται στά Κύθηρα, "ἐντός βαρυτίμου καί πολυτελοῦς θήκης, εἰς τύπον ἀρχιερατικῆς μίτρας, ἐκ χρυσοῦ καί ἀργύρου, ἐπιτελοῦσα πολλά θαύματα, τά ὁποῖα πιστοποιοῦνται καί διά τοῦ μεγίστου ἀριθμοῦ ἀφιερωμάτων". (Ἀρχιμ. Θεοκλήτου Λαμπρινάκου, "Ὅσιος Θεόδωρος ἐκ Κορώνης καί ἐν Κυθήροις ἀσκήσας"· Περιοδικό "Διδαχή" Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μεσσηνίας, φ. 638/Μαϊου 2005, σελ. 59 - 61).
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 12η Μαϊου.
Ἅγιος Θεόδωρος Ἐπίσκοπος Ροστώφ καί Σούζνταλ Ρωσίας (+ 1023)
Τό βιογραφικό τοῦ ἁγ. Θεοδώρου ἐπ. Ροστώφ καί Σούζνταλ εἶναι ὑπό ἐπεξεργασία.
Τό Λείψανό του ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο. Μετά τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1917 τό Λείψανο ἐκτέθηκε στό τοπικό Μουσεῖο τοῦ Σούζνταλ. Λίγο πρίν τήν πτώση τοῦ ἀθεϊστικοῦ καθεστῶτος, τό Λείψανο ἦταν σέ κατάσταση ὁλοκλήρου ξηροῦ σώματος, μέ μαλλιά καί γενειάδα, ἀλλά καί ἐμφανεῖς τίς κακοποιήσεις του ἀπό τούς ἀθεϊστές. Δέν εἶναι γνωστό πότε καί κάτω ἀπό ποιές συνθήκες τεμαχίσθηκε τό Λείψανο.
Σήμερα τό μεγαλύτερο μέρος τῶν Λειψάνων φυλάσσεται στόν Ναό Παναγίας τοῦ Καζάν Σούζνταλ (ὑπαγόμενο στό Πατριαρχεῖο Μόσχας), ὅπου συνήθως ἐκτίθεται σέ προσκύνηση μέρος τῆς τιμίας Κάρας. Ἀκόμη, στόν Ναό ἁγ. Κων/νου - Ἑλένης Σούζνταλ (ὑπαγόμενο στήν δικαιοδοσία τοῦ Μητροπ. Βαλεντίνου), φυλάσσεται ἕνας τῶν ἀδιαφθόρων δακτύλων τοῦ Ἁγίου.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 8η Ἰουνίου.
Ἅγιος Θεόδωρος Ἡγεμόνας τοῦ Νόβγκοροντ Ρωσίας (+ 1233)
Πρεσβύτερος ἀδελφός ἀδελφός τοῦ ἁγ. Ἀλεξάνδρου Νέβσκι (+ 1263). Γεννήθηκε τό 1218 καί τό 1229, σέ ἡλικία μόλις 11 ἐτῶν, ἔλαβε ἀπό τόν πατέρα του Μεγ. Ἡγεμόνα Γιαροσλάβο Βσεβολόντοβιτς τήν Ἡγεμονία τοῦ Νόβγκοροντ, ἀλλά δέν ἔγινε δεκτός καί ἀποσύρθηκε στό Περεγιασλάβλ. Τό 1233, σέ ἡλικία 15 ἐτῶν, μέ ἀπαίτηση τοῦ πατέρα του, προχώρησε στόν πολιτικῆς σκοπιμότητος γάμο μέ τήν κόρη τοῦ Ἡγεμόνος τοῦ Τσερνίκωφ ἁγ. Μιχαήλ Θεοδούλη, κατά τήν τελετή ὅμως ἀπεβίωσε ἐντελῶς ξαφνικά. (Ἡ Θεοδούλη μετά τό περιστατικό αὐτό ἔγινε μοναχή· πρόκειται περί τῆς ὁσ. Εὐφροσύνης τοῦ Σούζνταλ, + 1250).
Τό Λείψανό του ἐνταφιάσθηκε στή Μονή Γιούριεφ, στό Νόβγκοροντ. Τό 1614 οἱ Σουηδοί κατέστρεψαν τήν Μονή καί ἔσπασαν τόν τάφο. Τότε τό Λείψανο βρέθηκε ἀδιάφθορο καί ὑπέστη ἀπό τούς εἰσβολεῖς προσβολές καί ἀτιμώσεις. Τελικά ἀπό τόν Ἀρχιεπίσκοπο Νόβγκοροντ Ἰσίδωρο, κατατέθηκε στόν Καθεδρικό Ναό τῆς Ἁγίας Σοφίας. Μετά τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1917, δέν ὑπάρχουν στοιχεία γιά τήν τύχη του.
Τό 1787 ὁ λόγιος Μητροπολίτης Πετρουπόλεως καί Νόβγκοροντ Γαβριήλ (Πετρώφ, + 1801), φιλοπόνησε Ἀκολουθία πρός τιμή του.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 5η Ἰουνίου.
Νεομάρτυρας Θεόδωρος ὁ Βυζάντιος (+ 1795)
Γεννήθηκε τό 1774 στό Νεοχώρι ΚΠόλεως (γι' αὐτό καί ἀποκαλεῖται Βυζάντιος), ἔμαθε τήν ζωγραφική τέχνη καί σάν ζωγράφος ἐργαζόταν στά Ἀνάκτορα τοῦ Σουλτάνου Μαχμούτ . Ἐκεῖ, στήν ἀνώριμη ἡλικία τῶν 18 ἐτῶν, ἐξώμωσε καί ἀσπάσθηκε τόν Μωαμεθανισμό. Τό 1795, κατά τήν διάρκεια ἐπιδημείας πανώλης, "ἦλθεν εἰς ἑαυτόν", δραπέτευσε ἀπό τά Ἀνάκτορα καί κατέφυγε σέ κάποιο πνευματικό. Ἀποκαταστημένος στό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας "διά μετανοίας καί Μύρου", ὁμολόγισε δημόσια τήν Χριστιανική Πίστη τό ἴδιο ἔτος καί τελειώθηκε μαρτυρικά μέ ἀπαγχονισμό.
Τό Λείψανό του ἐνταφίασαν εὐλαβεῖς Χριστιανοί, στό Ναό τῆς Παναγίας Χρυσομαλούσσας. Κατά τήν ἀνακομιδή του, τό 1798, βρέθηκε ἀδιάφθορο καί σήμερα φυλάσσεται στό Μητροπολιτικό Ναό τῆς Μυτιλήνης, τῆς ὁποίας θεωρεῖται πολιούχος (λ.χ. τό 1832, ἔσωσε τήν Λέσβο ἀπό ἐπιδημία πανώλης· Βλ. Περιοδικό "Ὁ Ποιμήν" Ἱ. Μητροπόλεως Μυτιλήνης, φ. 5 - 6/2000, σελ. 109 - 110).
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 17η Φεβρουαρίου.
Ἁγία Θεοκλητώ ἡ Θαυματουργός (9ος αἰ.)
Καταγόταν ἀπό τό Θέμα τῶν Ὀπτιμάτων καί ἀνατράφηκε ἀπό τούς γονεῖς της "ἐν παιδείᾳ καί νουθεσίᾳ Κυρίου". Ἀπό ὑπακοή πρός τούς γονεῖς της νυμφεύθηκε καί ἔζησε μέ "ἀμετρήτους ἐλεημοσύνας ἡ μακαρία, ἐπιμελουμένη τῶν ἐνδεῶν καί τῶν πενήτων". Προεῖδε τήν κοίμησή της καί ἀναδείχθηκε θαυματουργός.
Τό Λείψανό της τηρήθηκε "ὑπό θείας δυνάμεως" ἀδιάφθορο, σῶο καί ἀλώβητο! Μάλιστα "οἱ συγγενεῖς αὐτῆς συνήθιζον κατ' ἔτος νά σηκώνωσι τοῦτο, νά ἀλλάσωσι τά ἱμάτια, νά εὐτρεπίζουν τάς τρίχας τῆς κεφαλῆς, αἱ ὁποίαι ἦσαν λευκαί, καί τέλος νά κόπτουσι τούς ὄνυχας τῶν χειρῶν καί τῶν ποδῶν της, ὥς ἄν ἦτο ζωντανή !"
Δέν σώθηκαν πληροφορίες γιά τήν τύχη τοῦ Λειψάνου.
Ἡ μνήμη της τιμᾶται τήν 3η Αὐγούστου.
Ὅσιος Θεοφάνης τῆς Σιγριανῆς (9ος αἰ.)
Γεννήθηκε στήν ΚΠολη τό 759 ἀπό γονεῖς εὐγενεῖς ἀπό τήν Θεσσαλονίκη. Σέ ἡλικία μόλις 12 ἐτῶν νυμφεύθηκε, σύμφωνα μέ τήν ἐπιθυμία τῶν γονέων καί τά ἔθιμα τῆς ἐποχῆς του. Ἔζησε μέ τήν σύζυγό του βίο παρθενικό καί μετά τόν θάνατο τοῦ Αὐτοκράτορος Κωνσταντίνου Ε' τοῦ Κοπρωνύμου, ἀσπάσθηκαν καί οἱ δύο τόν μοναχικό βίο.
Μόνασε στό Ὄρος τῆς Σιγριανῆς, στήν Κύζικο. Διακρίθηκε γιά τούς ἀγῶνες του ὑπέρ τῆς προσκυνήσεως τῶν Ἱερῶν Εἰκόνων (γιά τοῦτο ἐπωνομάσθηκε Ὁμολογητής), ἀλλά καί γιά τό ἱστοριογραφικό του ἔργο, κυρίως τήν "Χρονογραφία" του, ὅπου καλύπτεται ἡ περίοδος ἀπό τόν Διοκλητιανό, τό 284, μέχρι τόν Αὐτοκράτορα Μιχαήλ Α' Ραγκαβέ, τό 813. Διώχθηκε ἀπό τόν Εἰκονομάχο Αὐτοκράτορα Λέοντα Ε' τόν Ἀρμένιο καί κοιμήθηκε ἐξόριστος στήν Σαμοθράκη, τό 815 ἤ 818.
Τό Λείψανό του ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο τό 822 καί κατατέθηκε στή Μονή τῆς Σιγριανῆς (τήν γνωστή καί σάν "Μονή τοῦ Μεγάλου Ἀγροῦ"). Δέν ὑπάρχουν πληροφορίες γιά τό ἄν καί πού διασώθηκε.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 9η Σεπτεμβρίου.
Ὅσιοι Θεοφάνης (+ 1544) καί Νεκτάριος (+ 1550)
Παρά τό νεαρό τῆς ἡλικίας της, ἡ ἀσκητική της βιοτή ὑπῆρξε ἐξαιρετικά ἀνώτερη. Γιά τρία χρόνια εἶχε τό βλέμμα της στραμμένο στή γῆ, κυκλοφοροῦσε ἀνυπόδητη ἀκόμη καί τόν χειμῶνα καί μοναδική της τροφή ἦταν ἡ Θεία Κοινωνία.
Ἐνθρονίσθηκε Ἡγουμένη τῆς Μονῆς ἀπό τόν Πατριάρχη ΚΠόλεως ἅγ. Γεννάδιο (458 -471), παρά τήν θέλησή της, μετά τήν κοίμηση τῆς πνευματικῆς της μητέρας. Ἔκτοτε πολλαπλασίασε τούς ἀγῶνες της, γι’ αὐτό χαριτώθηκε ἀπό τόν Θεό μέ τά Ἁγιοπνευματικά χαρίσματα τῶν θαυματουργικῶν θεραπειῶν, τῆς ἐκδιώξεως πονηρῶν πνευμάτων καί τῆς προφητείας. Ἐκτός ἄλλων προφήτευσε στόν Αὐτοκράτορα Λέοντα Α’ τήν μεγάλη πυρκαγιά τοῦ ἔτους 465 (γιά τήν ὁποία εἶχε ἐπίσης προφητεύσει καί ὁ ὅσ. Δανιήλ ὁ Στυλίτης) καί «χάρις στις δεήσεις τῶν δύο Ἁγίων, ἡ Πόλη σώθηκε ἀπό πλήρη ἀφανισμό» («Νέος Συναξαριστής» τ. Ἀπριλίου, σ. 222). Τότε ὁ Αὐτοκράτορας σάν δεῖγμα εὐγνωμοσύνης ἀφιέρωσε στή Μονή τῆς Ὁσίας τό Μετόχιο τοῦ ἁγ. Βαβύλα στό προάστιο τοῦ Ἑβδόμου. Πρός τό τέλος τῆς ζωῆς της ἡ Ὁσία ἐπισκέφθηκε τήν γεννέτειρά της γιά νά προσκυνήσει τά ἐκεῖ σεβάσματα καί δέχθηκε ἐμφάνιση τῆς ἁγ. Γλυκερίας μέ τήν ὁποία πληροφορήθηκε γιά τήν κοίμησή της, τήν ἑπομένη τῆς μνήμης τοῦ ἁγ. Μεγαλομ. Γεωργίου. Κοιμήθηκε εἰρηνικά, ἀφοῦ κοινώνησε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, λουσμένη στό ἄκτιστο φῶς, προφέροντας τά λόγια τοῦ ἁγ. Συμεών τοῦ Θεοδόχου, «Νῦν ἀπολύεις τήν δούλην Σου, Δέσποτα». Ἐνταφιάσθηκε στή Μονή της καί ὁ τάφος της ἀναδείχθηκε νέα πηγή Σιλωάμ. Γιά τά θαύματά της ἐπωνομάσθηκε Θαυματουργός καί νέα Ἀνάργυρος.
Σύμφωνα μέ συναξαριστικές πληροφορίες, κατά τήν ἀνακομιδή της τό Λείψανό της ἀνακομίσθηκε ἄφθαρτο. Δέν εἶναι γνωστό πότε καί κάτω ἀπό ποιές συνθήκες τό Λείψανό της διαλύθηκε, σήμερα πάντως στίς Μονές Νταοῦ Πεντέλης καί ἁγ. Ἄννης Λυγαριᾶς Λαμίας φυλάσσονται ἀποτμήματα τῶν Λειψάνων της.
Ἡ μνήμη της τιμᾶται τήν 24η Ἀπριλίου.
Νεομάρτυρες Ἐλισάβετ, Μεγ. Δούκισσα τῆς Ρωσίας, καί Μοναχή Βαρβάρα (+ 1918)
Ἡ Μεγ. Δούκισσα Ἐλισάβετ τῆς Ρωσίας, γεννήθηκε τό 1864 στή Δαρμστάτη καί ἦταν κόρη τοῦ Μεγ. Δούκα Λουδοβίκου Δ' τῆς Ἔσσης καί τῆς Πριγκίπισσας Ἀλίκης, κόρης τῆς Βασιλίσσης Βικτωρίας τῆς Ἀγγλίας. Τό 1884 παντρεύτηκε τόν Μεγ. Δούκα τῆς Ρωσίας Σέργιο Ἀλεξάντροβιτς (1857 -1905), γιό τοῦ Τσάρου Ἀλεξάνδρου Β', καί τό 1891 ἀσπάσθηκε τό Ὀρθόδοξο δόγμα. Τό ἴδιο ἔτος ὁ σύζυγός της διορίσθηκε Διοικητής τῆς Μόσχας. Τό 1894 ἡ ἀδελφή της Ἀλίκη (1872 - 1918), παντρεύτηκε τόν Τσάρο Νικόλαο Β' καί ἀσπάσθηκε τό Ὀρθόδοξο δόγμα μέ τό ὄνομα Ἀλεξάνδρα.
Ἡ Μεγ. Δούκισσα Ἐλισάβετ ἦταν φύσει φιλάνθρωπος. Το 1905, κατά τόν Ρωσο - Ἰαπωνικό Πόλεμο, μετέτρεψε τό Ἀνάκτορο τοῦ Κρεμλίνου σέ ἕνα ἀπέραντο ἐργαστήριο, ὅπου γυναίκες ὅλων τῶν κοινωνικῶν τάξεων ἐργάζονταν γιά τίς ἀνάγκες τοῦ Ρωσικοῦ Στρατοῦ.
Τήν 18η Φεβρουαρίου 1905 ὁ σύζυγός της Μεγ. Δούκας Σέργιος δολοφονήθηκε μέ βόμβα ἀπό τόν ἀναρχικό Ἰβάν Καλιάεφ. Τό γεγονός αὐτό ἄλλαξε ριζικά τήν ζωή τῆς Μεγ. Δούκισσας. Συγκέντρωσε ὅλα της τά τιμαλφή καί ὅσα προερχόνταν ἀπό τήν Αὐτοκρατορική Οἰκογένεια, τά παρέδωσε στό Δημόσιο Θησαυροφυλάκιο, ἄλλα δώρησε σέ συγγενεῖς της καί τό μεγαλύτερο μέρος τό διέθεσε γιά τήν ἀνέγερση τῆς Μονῆς τῶν ἁγ. Μάρθας καί Μαρίας καί τήν δημιουργία τῆς Ἀδελφότητας τῶν Ἀδελφῶν τοῦ Ἐλέους, μέ προοπτική νά ἀναβιώσει τόν παλαιοχριστιανικό θεσμό τῶν Διακονισσῶν. Ἡ Μονή περιλάμβανε νοσοκομεῖο, χειρουργεῖο, φαρμακεῖο καί φαρμακευτικό ἐργαστήριο, ἵδρυμα γιά φυματικές γυναίκες καί ὀρφανοτροφεῖο.
Στή Μονή ἡ Μεγ. Δούκισσα ζοῦσε τήν ζωή μιᾶς ἀληθινῆς ἀσκήτριας. Κοιμόταν σέ ξύλινο κρεβάτι χωρίς στρῶμα, μέ μαξιλάρι σκληρό, καί τηροῦσε αὐστηρή νηστεία. Ἐκτός τοῦ ἔργου της μέσα στή Μονή, ἐνίσχυσε καί τήν Ρωσική Ἱεραποστολή τῶν Ἱεροσολύμων, καθώς καί τήν ἀνέγερση τοῦ Ρωσικοῦ Ναοῦ τοῦ ἁγ. Νικολάου καί τοῦ Ξενῶνα στό Μπάρι τῆς Ἰταλίας.
Τήν Τρίτη τοῦ Πάσχα τοῦ 1918, ἡ Μεγ. Δούκισσα Ἐλισάβετ συνελήφθη ἀπό τούς Μπολσεβίκους. Μέ τήν θέλησή τους τήν ἀκολούθησαν οἱ ὑποτακτικές της Μοναχές Βαρβάρα Γιακόβλεβνα καί Αἰκατερίνη Γιανίσεβα. Ἀρχικά φυλακίσθηκε στό Πέρμ καί τήν 20. 5. 1918 στό Ἀλαπαγιέφσκ τῆς Σιβηρίας, μαζί μέ τόν Μεγ. Δούκα Σέργιο Μιχαήλοβιτς, τόν γραμματέα του Φ. Μ. Ρεμέζ, τούς γιούς τοῦ Μεγ. Δούκα Κων. Κωνσταντίνοβιτς Ἰωάννη, Κωνσταντίνο καί Ἰγώρ καί τόν Πρίγκηπα Βλαδίμηρο Πάλεϋ. Τό βράδυ τῆς 17ης πρός 18η Ἰουλίου 1918, οἱ κρατούμενοι ρίχθηκαν ζωντανοί στό πηγάδι ἑνός ὀρυχείου, ὅπου βρῆκαν ἀργό τραγικό θάνατο, ἀπό τά τραύματα, τήν πεῖνα καί τήν δίψα. Τήν Μεγ. Δούκισσα ἀκολούθησε μέ τήν θέλησή της στό μαρτύριο ἡ Μοναχή Βαρβάρα Γιακόβλεβνα, ἀπό τῆς πρώτες ἀδελφές τῆς Μονῆς.
Ὅταν τά Λευκά Στρατεύματα τοῦ Στρατηγοῦ Κόλτσακ ἔφθασαν στήν περιοχή, ἄρχισε προσπάθεια νά ἀνασυρθοῦν τά σώματα. Τό Λείψανο τῆς μ. Βαρβάρας βρέθηκε τήν 8η Ὀκτωβρίου καί τῆς Μεγ. Δούκισσας Ἐλισάβετ τήν 11η. Ἄν καί εἶχαν περάσει τρεῖς περίπου μῆνες ἀπό τόν μαρτυρικό τους θάνατο, τά Λείψανα βρέθηκαν ἀδιάφθορα, μέ τά χέρια σέ σχῆμα Σταυροῦ! Στό στῆθος τοῦ μωλωπισμένου Λειψάνου τῆς ἁγ. Ἐλισάβετ, βρέθηκε μία πολύτιμη εἰκόνα τοῦ Σωτῆρος, μέ τήν ὁποία τήν εἶχε εὐλογήσει ὁ Τσάρος Ἀλέξανδρος Γ', κατά τήν προσχώρησή της στήν Ὀρθοδοξία, τήν Κυριακή τῶν Βαϊων τοῦ 1891.
Τά Λείψανα ἀρχικά ἐνταφιάσθηκαν στό κοιμητήριο τοῦ Ἀλαπαγιέφσκ. Τόν Ἰούλιο τοῦ 1919 ὁ πνευματικός τῆς Μεγ. Δούκισσας Ἡγούμενος Σεραφείμ, τά μετακίνησε μέ ἄδεια τοῦ Στρατηγοῦ Κόλτσακ στήν Τσίτα, λόγῳ τῆς προελάσεως τοῦ Ἐρυθροῦ Στρατοῦ. Τά φέρετρα ἀνοίχθηκαν στήν Μονή τῆς Ἁγίας Σκέπης καί τά Λείψανα βρέθηκαν καί πάλι ἀδιάφθορα. Τότε εὐπρεπίσθηκαν μέ μοναχικά ἐνδύματα καί ἐνταφιάσθηκαν στό δάπεδο ἑνός κελλιοῦ. Ἕξη μῆνες ἀργότερα, τήν 26. 2. 1920, φυγαδεύθηκαν στό Πεκίνο, ὅπου τά ὑποδέχθηκε ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἰννοκέντιος. Ἐκεῖ, μέ παρέμβαση τῶν ἀδελφῶν τῆς Μεγ. Δούκισσας, ἀποφασίσθηκε νά μεταφερθοῦν στήν Παλαιστίνη καί νά κατατεθοῦν στήν Ρωσική Μονή τῆς ἁγ. Μαγδαληνῆς (στά ἐγκαίνια τοῦ Ναοῦ τῆς ὁποίας εἶχε παρευρεθεῖ ἡ Μεγ. Δούκισσα, τό 1888).
Ἡ ἁγιότητα τῶν δύο Νεομαρτύρων διακηρύχθηκε τό 1981, ἀπό τήν ὑπό τόν Μητροπολίτη Φιλάρετο Σύνοδο τῶν Ἐπισκόπων τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας τῆς Διασπορᾶς. Κατά τήν ἐπίσημη Ἀνακομιδή τῶν Λειψάνων διαπιστώθηκε, ὅτι ἦσαν μερικῶς ἄφθαρτα (τά πόδια, τά πέλματα καί ὁ ἐγκέφαλος τῆς ἁγ. Ἐλισάβετ καί ἡ Κάρα τῆς ἁγ. Βαρβάρας). Σήμερα φυλάσσονται στή Ρωσική Μονή τῆς ἁγ. Μαγδαληνῆς Ἱεροσολύμων. (Λ. Μίλλαρ, "Ἡ ἁγία Μεγάλη Δούκισσα Ἐλισσάβετ τῆς Ρωσίας - Νεομάρτυς ἐπί Κομμουνισμοῦ", 1988).
Ἡ μνήμη τους τιμᾶται τήν 18η Ἰουλίου.
Ἱερομάρτυς Ἑρμογένης Πατριάρχης Μόσχας (+ 1612)
Πρωθιεράρχης τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας ἀπό τό 1606 μέχρι τό 1612, κατά τήν λεγόμενη Περίοδο τῶν Ταραχῶν, ἡ ὁποία ἀκολούθησε τό τέλος τῆς Δυναστείας τῶν Ρούρικ (860 - 1610). Κατά τόν λόγιο Μοναχό τῶν Κατακομβῶν Ἐπιφάνιο (Τσέρνωφ, + 1994), "ἦταν ἕνας ἠρωϊκός Ἱεράρχης πού ἔσωσε τό γόητρο τοῦ Ρωσικοῦ Κράτους, ἀπό τήν ἄσχημη κατάσταση στήν ὁποία εἶχε περιπέσει".
Ἦταν ἐφημέριος τοῦ Ναοῦ ἁγ. Νικολάου Καζάν, κατά τήν Εὕρεση τῆς ὁμωνύμου Εἰκόνος τῆς Παναγίας (1579). Τό 1582 ἀναδείχθηκε Ἀρχιμανδρίτης τῆς Μονῆς Μεταμ. Σωτῆρος Καζάν καί τό 1589 χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος. Ἐπί τῶν ἡμερῶν του ἡ ἕδρα τοῦ Καζάν προήχθηκε σέ Μητρόπολη. Τό 1594 ἔγραψε τά σχετικά μέ τήν Εὕρεση τῆς Εἰκόνος τῆς Παναγίας καί τό 1591 βάπτισε μέρος τοῦ Μωαμεθανικοῦ Ταταρικοῦ πληθυσμοῦ. Τό 1592 μετέφερε ἀπό τήν Μόσχα στό Καζάν τά Λείψανα τοῦ β' Ἀρχιεπισκόπου τῆς πόλεως ἁγ. Γερμανοῦ καί τά κατέθεσε στό Ναό Κοιμ. Θεοτόκου, μέ εὐλογία τοῦ Πατριάρχου ἁγ. Ἰώβ (1589 - 1605). Τό 1595 ἀνακόμισε τά ἀδιάφθορα Λείψανα τοῦ ἁγ. Γουρία α' Ἀρχιεπισκόπου Καζάν καί τοῦ ἁγ. Βαρσανουφίου Ἐπισκόπου Τβέρ.
Πατριάρχης Ρωσίας ἀναδείχθηκε τό 1606. Γιά νά διδάξει τήν ταπείνωση, μπῆκε στήν Μόσχα "καθήμενος ἐπί ὄνου"! Τελειώθηκε μαρτυρικά στήν φυλακή, ἀπό τίς κακουχίες καί τήν ἀσιτία, τήν 17η Φεβρουαρίου 1612. Τόν εἶχαν φυλακίσει γιά τήν ἐθνική του δράση οἱ κατακτητές Παπικοί Πολωνοί καί ἀρνησιπάτριδες Βογιάροι συνεργάτες τους. Δέν πρόλαβε νά δεῖ τήν ἀπελευθέρωση τῆς Μόσχας ἀπό τίς πατριωτικές δυνάμεις τοῦ Πρίγκιπα Ποζάσκυ, ἄν καί ἐργάσθηκε γιά τόν σκοπό αὐτό καί δίκαια θεωρεῖται "ὁ Πατέρας τῆς Ἀπελευθέρωσης".
Ἀναδείχθηκε "μετά θάνατον" θαυματουργός. Τό Λείψανό του ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο τό 1662 καί κατατέθηκε στόν Καθεδρικό Ναό τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου στό Κρεμλίνο, ὅπου καί σήμερα φυλάσσεται.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 17η Φεβρουαρίου καί ἡ Ἀνακομιδή τοῦ Λειψάνου του τήν 12η Μαϊου.
Δίκαιος Εὐδόκιμος ὁ Ὁμολογητής (9ος αἰ.)
Καταγόταν ἀπό τήν Καππαδοκία, ἀπό γονεῖς "ἐπισήμους κατά τό γένος καί κατά τήν περιουσίαν πλουσιωτάτους". Ἁγίασε στόν κόσμο, χωρίς νά μονάσει ἤ νά μαρτυρήσει. Παρά τό γεγονός, ὅτι ἦταν Στρατοπεδάρχης τοῦ Εἰκονομάχου Αὐτοκράτορος Θεοφίλου, διορισμένος στήν Καππαδοκία, ἔζησε σύμφωνα μέ τόν νόμο τοῦ Εὐαγγελίου, μέ ἰδιαίτερη ἀγάπη στούς πτωχούς. Χάριν τῆς σωφροσύνης σέ ὅλη του τήν ζωή, δέν κοίταξε ποτέ γυναῖκα στό πρόσωπο, ἐκτός ἀπό τήν μητέρα του!
Κοιμήθηκε εἰρηνικά σέ ἡλικία μόλις 33 ἐτῶν καί ὁ τάφος του ἀναδείχθηκε πηγή ἰαμάτων. Κατά τήν Ἀνακομιδή του τό Λείψανό του βρέθηκε "φαιδρόν καί ἀνθηρόν, χαριέστατον μέ ὅλους τούς χαρακτῆρας, μέ τά ἐνδύματα ἀνέπαφα" καί μεταφέρθηκε στήν ΚΠολη, τήν 6η Ἰουλίου 831. Δέν εἶναι γνωστό πότε καί κάτω ἀπό ποιές συνθῆκες τό Λείψανο διαλύθηκε. Σήμερα ἀπότμημά του φυλάσσεται στή Μονή Μεγ. Λαύρας Ἁγίου Ὄρους.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 31η Ἰουλίου.
Ὅσιος Εὐθύμιος τοῦ Σούζνταλ Ρωσίας (+ 1404)
Γεννήθηκε στό Νίζνι Νόβγκοροντ τό 1316. Ἔγινε μοναχός στή Μονή τῶν Σπηλαίων τοῦ Νίζνι Νόβγκοροντ, ὑπό τόν ἱδρυτή της ὅσ. Διονύσιο (ἔπειτα Ἀρχιεπίσκοπο Σούζνταλ, + 1385). Τό 1352 ὁ Ἡγεμόνας τοῦ Σούζνταλ Βόρις Κωνσταντίνοβιτς, θέλησε νά ἱδρύσει ἀνδρική μονή στήν πόλη του καί γι' αὐτό ζήτησε ἀπό τήν Μονή τῶν Σπηλαίων ἕναν ἐνάρετο καί καλό στή διοίκηση μοναχό, γιά νά τήν ἀναλάβει. Τήν πρόθεση τοῦ Ἡγεμόνα εὐλόγησε ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Σούζνταλ Ἰωάννης, ἐνῶ ἀπό τήν μονή προκρίθηκε ὁ ὅσ. Εὐθύμιος.
Ἔτσι ἱδρύθηκε ἡ Μονή τῆς Θείας Μεταμορφώσεως, ἡ ὁποία ἀργότερα ἐπωνομάσθηκε "τοῦ ἁγ. Εὐθυμίου". Τό πρῶτο ἔργο τοῦ Ὁσίου στή νέα μονή, ἦταν ἡ κατασκευή τοῦ τάφου του! Στή διοίκηση καί τά πνευματικά θέματα, συνήθιζε νά συμβουλεύεται τόν μεγάλο ὅσ. Σέργιο τοῦ Ραντονέζ (+ 1392). Κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 1404. Τό 1507 τό Λείψανό του ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο καί τό 1549 ἡ ἁγιότητά του διακηρύχθηκε Συνοδικά. Μετά τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1917, δέν ὑπάρχουν πληροφορίες γιά τήν τύχη τοῦ Λειψάνου του.
Τιμᾶται τήν 1η Ἀπριλίου καί ἡ Ἀνακομιδή τοῦ Λειψάνου του τήν 4η Ἰουλίου.
Ἅγιος Εὐθύμιος Ἀρχιεπίσκοπος Νόβγκοροντ Ρωσίας (+ 1458)
Ἀφιερωμένος στήν Ὑπεραγία Θεοτόκο ἀπό τήν παιδική του ἡλικία, μόνασε σέ ἡλικία 15 ἐτῶν στή Μονή Βιαζίτσκι, στά περίχωρα τοῦ Νόβγκοροντ, ὅπου διακρίθηκε γιά τήν προκοπή του στίς Εὐαγγελικές ἀρετές. Ἀργότερα ἐγκαταβίωσε στή Μονή τοῦ ἁγ. Βαρλαάμ τοῦ Χουτίν, ἀπ’ ὅπου ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Νόβγκοροντ τόν διόρισε γενικό οἰκονόμο τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς.
Τό 1429 ἀναδείχθηκε Ἀρχιεπίσκοπος Νόβγκοροντ μέ κλήρους ἐπί τῆς Ἁγίας Τραπέζης. Ἀρχιεράτευσε 30 χρόνια, κατά τά ὁποῖα ποτέ δέν παρέλειψε τόν μοναχικό του κανόνα. Κατά τήν Καθαρά Ἑβδομάδα ἡσύχαζε στή Μονή Βιαζίτσκι, παραμένοντας ἐντελῶς ἄσιτος, ἐνῶ ἐλεοῦσε ὄχι μόνον τούς πτωχούς τῆς ἐπαρχίας του, ἀλλά καί ἐνδεεῖς στήν ΚΠολη, τά Ἱεροσόλυμα καί τό Ἅγιο Ὄρος. Μερίμνησε γιά τήν συντήρηση τῶν ναῶν, ἔκτισε νέους, δημιούργησε ἐργαστήρια ἀντιγραφῆς χειρογράφων, ἀπαγόρευσε τούς παράνομους γάμους καί γενικά ποίμανε τόν λαό τοῦ Θεοῦ μέ σύνεση καί εὐαισθησία.
Τό 1439 ὁ ἅγ. Εὐθύμιος ἀξιώθηκε μιᾶς οὐράνιας ἀποκαλύψεως. Εἶδε τούς Ἁγίους προκατόχους του νά συλλειτουργοῦν στόν Καθεδρικό Ναό, ἐνώπιον τῆς θαυματουργοῦ εἰκόνος τῆς Παναγίας. Μετά ἀπό αὐτό τό ὅραμα καθιέρωσε τήν Σύναξη τῶν Ἁγίων Ἱεραρχῶν τοῦ Νόβγκοροντ (10η Φεβρουαρίου). Ἐπί τῶν ἡμερῶν του ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο τό Λείψανο τοῦ προκατόχου του ἁγ. Ἰωάννου (7η Σεπτεμβρίου).
Κοιμήθηκε εἰρηνικά τήν 11η Μαρτίου 1458, περίοδο Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, νηστεύοντας καί ἀγωνιζόμενος. Μετά τήν κοίμησή του ἀποκαλύφθηκε, ὅτι φοροῦσε κατάσαρκα βαρειές ἁλυσίδες. Τό Λείψανό του διατηρήθηκε ἀδιάφθορο, ἀλλά μετά τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1917 δέν ὑπάρχουν πκηροφορίες γιά τήν τύχη του.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 11η Μαρτίου.
Ἅγιος Εὐστάθιος Α’ Ἀρχιεπίσκοπος Σερβίας (+ 1286)
Γεννήθηκε στήν περιοχή τοῦ Μαυροβουνίου καί σέ ἡλικία μόλις 14 ἐτῶν ἔγινε μοναχός στή Μονή τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ, στή Ζήτα. Πρίν τήν ἡλικία τῶν 20 ἐτῶν, εἶχε ἤδη τήν ἐμπειρία τοῦ κατά μόνας ἐφησυχασμοῦ καί μέ εὐλογία τοῦ Ἡγουμένου του πῆγε στά Ἱεροσόλυμα γιά προσκύνημα καί στή συνέχεια στό Ἅγιο Ὄρος, ὅπου ἐντάχθηκε στή Μονή Χιλανδαρίου, τῆς ὁποίας ἀναδείχθηκε Ἡγούμενος.
Τό 1270 ἐπέστρεψε στή Σερβία, ἐπειδή ἐκλέχθηκε Ἐπίσκοπος Ζέτας. Ἀρχιεπίσκοπος Σερβίας ἐκλέχθηκε τό 1279, μετά τόν θάνατο τοῦ Ἀρχιεπισκόπου ἁγ. Ἰωαννικίου (τιμᾶται τήν 3η Σεπτεμβρίου), ἀπό τήν Σύνοδο τῶν Ἐπισκόπων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Σερβίας καί τόν Κράλη ἅγ. Στέφανο Μιλοῦτιν.
Κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 1286, ἀφοῦ ποίμανε μέ ἐπιτυχία τήν Σεβρική Ἐκκλησία ἀπό τήν Μονή τῆς Ζίτσας. Ἐνταφιάσθηκε στήν Μονή τῆς Ζίτσας - σέ μία κρύπτη πού εἶχε ἀνοίξει ὁ ἴδιος - καί ὁ τάφος του ἀναδείχθηκε πηγή θαυμάτων. Μαρτυρεῖται, ὅτι κάποτε τρία ἄνθη ἄνοιξαν πάνω στήν πλάκα τοῦ τάφου του!
Ὅταν ὁ Μιλοῦτιν πληροφορήθηκε τό σημεῖο αὐτό, διέταξε νά ἀνοιχθεῖ ὁ τάφος. Τότε τό Λείψανο τοῦ ἁγίου Ἀρχιεπισκόπου βρέθηκε ἄφθαρτο καί εὐωδιαστό.
Κατά τήν περίοδο τῶν Τουρκικῶν εἰσβολῶν καί τῆς κατακτήσεως, τό Λείψανο φυλάχθηκε στό Πατριαρχεῖο τοῦ Πεκίου, μέχρι τό 1737, καί στήν συνέχεια μεταφέρθηκε στή Μονή Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ Ζέτας, ὅπου καί σήμερα φυλάσσεται.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 4η Ἰανουαρίου.
Ὁσιομάρτυρας Εὐστράτιος ὁ Νηστευτής τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου (+ 1097)
Ἀδελφός τῆς Λαύρας τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου, διακρινόμενος στήν ἄσκηση τῆς νηστείας. Ἀπό ἐπιδρομεῖς Πολόβτσους αἰχμαλωτίσθηκε καί πουλήθηκε δοῦλος σέ Ἑβραῖο ἔμπορο τῆς Χερσῶνας, μαζί μέ ἄλλους 29 μοναχούς καί 20 λαϊκούς ἀπό τήν περιοχή τοῦ Κιέβου, οἱ ὁποῖοι μαρτύρησαν μή δεχόμενοι νά ἀλλαξοπιστήσουν.
Ὁ Ὅσιος βασανίσθηκε καί τελικά σταυρώθηκε τήν Κυριακή τοῦ Πάσχα τοῦ 1097. Ἔζησε στόν σταυρό 15 ἡμέρες καί τελειώθηκε μέ λογχισμό στήν πλευρά. Οἱ δήμιοί του πέταξαν τό Λείψανό του στήν θάλασσα, ἀλλά ἐκεῖνο βρέθηκε μέ τρόπο θαυμαστό στήν Λαύρα, ὅπου καί σήμερα φυλάσσεται ἀδιάφθορο.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 28η Μαρτίου.
Μεγαλομάρτυρας Εὐφημία (3ος αἰ.)
Ἑλληνικῆς καταγωγῆς ἀπό τήν Χαλκηδόνα τῆς Μ. Ἀσίας. Μαρτύρησε κατά τόν διωγμό τοῦ Διοκλητιανοῦ. Κατά τήν συναξαριστική παράδοση βασανίσθηκε στόν φοβερό τροχό, ὅμως διαφυλάχθηκε ἀβλαβής μέ τήν δύναμη τοῦ Ἑνός καί Μόνου Θεοῦ. Τελειώθηκε στήν ἀρρένα ἀπό δάγκωμα ἀρκούδας. Ἐνταφιάσθηκε στήν Χαλκηδόνα, ὅπου διαφυλάχθηκε ἀδιάφθορο τό Λείψανό της.
Κατά τήν σύγκληση τῆς Ἁγίας Δ' Οἰκουμενικῆς Συνόδου τῶν 630 Θεοφόρων Πατέρων (Χαλκηδόνα, 451), Ὀρθόδοξοι καί Μονοφυσίτες ἔγραψαν τίς Ὁμολογίες τους σέ δύο διαφορετικούς τόμους καί τούς ἔθεσαν μέσα στήν λάρνακα μέ τό Λείψανο τῆς Ἁγίας. Τήν ἑπομένη, μετά ἀπό προσευχή, ὁ τόμος τῶν Ὀρθοδόξων βρέθηκε στό στῆθος τοῦ Λειψάνου, ἐνῶ ὁ τόμος τῶν αἱρετικῶν στά πόδια του!
Σήμερα τό Λείψανο τῆς ἁγ. Εὐφημίας φυλάσσεται στόν Πατριαρχικό Ναό τοῦ ἁγ. Γεωργίου, στό Φανάρι ΚΠόλεως.
Ἡ μνήμη της τιμᾶται τήν 16η Σεπτεμβρίου καί ἡ Σύναξις τοῦ Ὅρου τήν 11η Ἰουλίου.
Ὁσία Εὐφροσύνη τοῦ Πολότσκ Ρωσίας (+ 1173)
Ἀρχοντικῆς καταγωγῆς, ἦταν θυγατέρα τοῦ Ἡγεμόνα τοῦ Πολότσκ Γεωργίου καί ἐγγονή τοῦ Μεγάλου Ἡγεμόνα τοῦ Κιέβου Βσέβολοντ. Σέ ἡλικία μόλις 12 ἐτῶν κατέφυγε σέ μονή, γιά νά ἀποφύγει τόν γάμο της μέ κάποιο πρίγκιπα, τό ὁποῖο ἐπέβαλλαν στούς γονεῖς της οἱ τότε πολιτικές σκοπιμότητες. Ἡ πνευματική πρόοδος τῆς νεαρῆς μοναχῆς ἦταν τέτοια, ὥστε σύντομα ὁ Ἐπίσκοπος τῆς ἐπαρχίας Ἡλίας τῆς ἐπέτρεψε νά ἐγκαταβιώσει σέ ἕνα κελλί τοῦ Καθεδρικοῦ Ναοῦ τῆς Ἁγίας Σοφίας. Ἐκεῖ ἡ Εὐφροσύνη πρόσθεσε στούς μοναχικούς της ἀγώνες καί τό ἐρχόχειρο τῆς καλλιγραφίας, τά ἔσοδα μάλιστα ἀπό τά βιβλία πού ἔγραφε, τά διέθετε στούς πτωχούς.
Κάποια νύκτα κατά τήν διάρκεια τῆς προσευχῆς της, ὁ Ὁσία δέχθηκε τήν ἐπίσκεψη ἑνός Ἀγγέλου. Ὁ οὐράνιος ἐπισκέπτης τήν ὁδήγησε ἔξω ἀπό τήν πόλη, σέ κάποιο σημεῖο πού ὑπῆρχε ἕνας μικρός ξύλινος ναός πρός τιμήν τῆς Θείας Μεταμορφώσεως. "Ἐδῶ - τῆς εἶπε - εἶναι τό θέλημα τοῦ Κυρίου νά κατοικήσεις, διότι μέσα ἀπό τήν δική σου ἀφιέρωση, ὁ Κύριος θά ὁδηγήση πολλούς στήν σωτηρία". Ἕνα παρόμοιο ὅραμα εἶδε καί ὁ Ἐπίσκοπος καί ἔτσι τῆς παραχώρησε τήν γῆ, μέ ἄδεια νά ἱδρύσει μονή.
Μέ ἕδρα τήν Μονή Μεταμ. Σωτῆρος ἡ Ὁσία ἀναδείχθηκε πνευματική μητέρα μοναζουσῶν, ἀλλά καί διδάσκαλος τοῦ λαοῦ, κήρυξε μάλιστα τόν Χριστιανισμό στίς παγανιστικές φυλές τῆς περιοχῆς (σήμερα εἶναι Λευκορωσικό ἔδαφος, στά σύνορα μέ τήν Λιθουανία). Ἀργότερα, κατά τήν ἀνέγερση πέτρινου Ναοῦ στήν Μονή, μία ὑπερκόσμια φωνή κάλεσε τόν ἀρχιμάστορα νά ἀναλάβει τήν ἐργασία, ἐνῶ ἡ Ὁσία μέ τήν προσευχή της τροφοδοτοῦσε τό ἐργοτάξιο μέ τοῦβλα!
Ὅταν ἡ Ὁσία ὕψωσε Ναό ἀφιερωμένο στήν Ὑπεραγία Θεοτόκο, ἀπευθύνθηκε στόν συγγενή της Αὐτοκρατορικό Οἶκο τῆς ΚΠόλεως καί ζήτησε μία Θεομητορική εὐλογία. Τότε, κατά μία ἐκδοχή, ἔφθασε στήν Ρωσία ἡ θαυματουργή Εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Χερσῶνας.
Μετά ἀπό μοναχική ζωή 40 ἐτῶν, ἡ Ὁσία ξεκίνησε γιά προσκύνημα στά Ἱεροσόλυμα. Κατά τό ταξείδι της συναντήθηκε στήν ΚΠολη μέ τόν Αὐτοκράτορα Μανουήλ Κομνηνό καί τόν Πατριάρχη Λουκᾶ, προσκύνησε στούς Ναούς τῆς Βασιλεύουσσας τά Ἅγια Λείψανα καί τίς θαυματουργές Εἰκόνες καί πρόσφερε ἀφιερώματα. Στά Ἱεροσόλυμα ἡ Ὁσία πρόσφερε χρυσό θυμιατήριο στόν Πανάγιο Τάφο καί ζήτησε μέ θερμή προσευχή νά κοιμηθεῖ ἐκεῖ. Ἐνῶ τήν μετέφεραν ἀσθενή στήν Ρωσική Μονή, ζήτησε νά κηδευθεῖ στήν Μονή τοῦ ἁγ. Σάββα, ὅπου στό παρελθόν εἶχαν ἐνταφιασθεῖ δίκαιες γυναίκες (λ.χ. οἱ μητέρες τοῦ ἁγ. Σάββα καί τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων). Κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 1173.
Τό Λείψανό της ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο καί μεταφέρθηκε ἀπό Ρώσους προσκυνητές, ἀρχικά στήν Ἄκρα τῆς Παλαιστίνης καί τελικά στήν Λαύρα τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου, γιά νά μήν βεβηλωθεῖ ἀπό τόν Ὀθωμανό Σουλτάνο Σαλαδίν. Τό Λείψανο ἐπέστρεψε στό Πολότσκ μετά ἀπό πάροδο ὀκτώ αἰώνων καί πολλές ἐμφανίσεις τῆς Ὁσίας, κατά τήν βασιλεία τοῦ Τσάρου Νικολάου Β'. Μετά τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1917, οἱ Μπολσεβίκοι τοποθέτησαν τό Λείψανο στό τοπικό Μουσεῖο Ἀθεϊσμοῦ. Κατά τόν Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, εὐσεβεῖς κάτοικοι τοῦ Πολότσκ παραβίασαν τό μουσεῖο, πῆραν τό Λείψανο καί τό κατέθεσαν στόν Ναό τῆς Ἁγίας Σκέπης. Τελικά τό 1943 τό Λείψανο ἐπιστράφηκε στήν Μονή Πολότσκ, ὅπου καί σήμερα φυλάσσεται. (μ. Βαρβάρας, "Ὁ Βίος τῆς ὁσ. Εὐφροσύνης τοῦ Πολότσκ"· Περιοδικό "Orthodox Life", φ. 2/1959).
Ἡ μνήμη της τιμᾶται τήν 23η Μαϊου.
Ὁσία Εὐφροσύνη τοῦ Σούζνταλ Ρωσίας (+ 1250)
Ἦταν θυγατέρα τοῦ ἁγ. Μάρτυρος Μιχαήλ, Πρίγκιπος τοῦ Τσερνίκωφ, καί καρπός προσευχῆς τῶν ἀτέκνων γονέων της, στήν Λαύρα τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου. Μάλιστα βαπτίσθηκε ἐκεῖ ἀπό τόν Ἡγούμενο καί ὀνομάσθηκε Θεοδούλη. Σέ ἡλικία 15 ἐτῶν μνηστεύθηκε τόν Πρίγκιπα τοῦ Σούζνταλ Μίνα (σύμφωνα μέ ἄλλη πηγή τόν πρεσβύτερο ἀδελφό τοῦ ἁγ. Ἀλεξάνδρου Νέβσκι, ἅγ. Θεόδωρο Ἡγεμόνα τοῦ Νόβγκοροντ, ὁ ὁποῖος κοιμήθηκε τό 1233, σέ ἡλικία 15 ἐτῶν), ἀλλά ὁ Κύριος βλέποντας τόν ὑποκάρδιο πόθο της νά ἀφιερωθεῖ, παρεχώρησε τόν θάνατο τοῦ μνηστήρος. Ἐλεύθερη πλέον ἡ νεαρή Πριγκίπισσα ἔγινε μοναχή στήν Μονή τῆς Καταθέσεως τοῦ Χιτῶνος τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, μέ τό ὄνομα Εὐφροσύνη.
Ἡ ζωή τῆς "βασιλικῆς μοναχῆς" (ἄλλης Εἰρήνης Χρυσοβαλάντου), ἦταν γεμάτη αὐστηρή νηστεία, ἀδιάλειπτη προσευχή, μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καί ἔργα φιλανθρωπίας καί εὐποιϊας. Ἐλεήθηκε μέ τά χαρίσματα τῶν ἰαμάτων καί τῆς προοράσεως (προφήτευσε μεταξύ ἄλλων καί τόν μαρτυρικό θάνατο τοῦ πατέρα της, ὁ ὁποῖος τελειώθηκε τό 1246 μαζί μέ τόν Βογιάρο του Θεόδωρο, ἀπό τούς Τατάρους τῆς Χρυσῆς Ὀρδῆς, μή δεχόμενος νά ἐξωμώσει). Λίγο πρίν τήν μακαρία της κοίμηση, τό Σούζνταλ συγκλονίσθηκε ἀπό σεισμό. Κατά τήν διάρκειά του ἡ Ὁσία προσευχομένη εἶδε τούς οὐρανούς ἀνοικτούς καί τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο μέ πολλούς Ἁγίους, νά ἱκετεύουν τόν Κύριο γιά τήν σωτηρία τῆς πόλεως! Στό ἴδιο ὄραμα ἐμφανίσθηκε καί ὁ Μάρτυρας πατέρας της Μιχαήλ, μαζί μέ τόν συμμάρτυρά του Θεόδωρο, καί τήν πληροφόρησε γιά τόν ἐπικείμενο θάνατό της.
Κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 1250. Ἡ ἁγιότητά της διακηρύχθηκε Συνοδικά τόν 16ο αἰ. Τό τίμιο Λείψανό της, τό ὁποῖο ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο, φυλάσσεται σήμερα στήν Μονή τῆς μετανοίας της, στό Σούζνταλ.
Ἡ μνήμη της τιμᾶται τήν 25η Σεπτεμβρίου.
Ὁσιομάρτυρας Εὐφρόσυνος τοῦ Σινίτσυ Ρωσίας (+ 1612)
Γεννήθηκε στά μέσα τοῦ 16ου αἰ. στήν περιοχή τῆς Καρελίας, κοντά στήν λίμνη Λαντόγκα. Ἡ γειτνίαση μέ τήν περίφημη Μονή Βαλαάμ ἄσκησε ἐπιρροή στόν χαρακτήρα του καί - ὤριμος στήν ἡλικία - ἔγινε μοναχός στήν Μονή τῆς Παναγίας τοῦ Τιχβίν. Τό 1600, μέ εὐλογία τοῦ Ἡγουμένου, μετακινήθηκε στήν ἐρημητική λίμνη Σινίτσυ, γιά περισυλλογή καί ἠσυχία. Γιά δύο χρόνια ἔζησε ἀσκούμενος καί προσευχόμενος σέ μία σπηλιά, συντηρούμενος μόνον μέ καρπούς τοῦ δάσους.
Κατά τήν Περίοδο τῶν Ταραχῶν, ὁ Ὅσιος ἔπεσε θῦμα μιᾶς συμμορίας Πολωνῶν Παπικῶν. Σφαγιάσθηκε τήν 20η Μαρτίου 1612. Ὅταν μετά ἀπό ὀκτώ ἡμέρες ἐπέστρεψαν οἱ ἀδελφοί πού εἶχαν κρυφτεῖ στό δάσος, ἐνταφίασαν τό σῶμα του. Τό Λείψανό του ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο τό 1655, ἀπό τόν Μητροπ. Νόβγκοροντ Μακάριο, καί κατατέθηκε στόν Ναό τῆς Μονῆς του. Τότε ἀφιέρωσε στήν Μονή εἰκόνα του ὁ Τσάρος Ἀλέξιος Μιχαήλοβιτς. Ὁ Ὅσιος ἀναδείχθηκε Θαυματουργός (ὁ Βίος του πού δημοσιεύθηκε τό 1901, περιλαμβάνει 20 θεραπείες ἀσθενῶν). Τό 1764, μέ τήν ἀντεκκλησιαστική πολιτική τῆς Μεγάλης Αἰκατερίνης, ἡ Μονή ἔκλεισε καί ἀπαγορεύθηκε ἡ τιμή του. Ἡ μνήμη του καθιερώθηκε τό 1912, ἀπό τόν Ἀρχιεπίσκοπο Νόβγκοροντ Ἀρσένιο. Μετά τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1917, δέν εἶναι γνωστή ἡ τύχη τοῦ Λειψάνου του.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 20η Μαρτίου.
Ἅγιος Προφήτης Ζαχαρίας (1ος αἰ. μ.Χ.)
Ὁ τελευταῖος τῶν Προφητῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, σύζυγος τῆς ἁγ. Ἐλισσάβετ καί πατέρας τοῦ Τιμίου Προδρόμου. Κατά τόν Ἱερό Χρυσόστομο καί ἄλλους Πατέρες, ἦταν Ἀρχιερεύς. Κάποτε, τήν ὥρα τοῦ θυμιάματος ἐνώπιον τοῦ Θυσιαστηρίου, εὐαγγελίσθηκε ἀπό τόν Ἀρχάγγελο Γαβριήλ τήν γέννηση τοῦ Τιμίου Προδρόμου καί ἐπειδή ἀπίστησε ἔμεινε ἄφωνος, μέχρι τήν γέννηση τοῦ παιδιοῦ καί τήν ὀνοματοδοσία του, ὁπότε θεραπεύθηκε θαυματουργικά.
Κατά τόν διωγμό τοῦ Ἡρώδη καί τήν σφαγή τῶν 14.000 Νηπίων, ἐπειδή ὁ Ἰωάννης διέφυγε στήν ἔρημο, βρῆκε μαρτυρικό θάνατο στόν Ναό τῶν Ἱεροσολύμων, ἀπό τόν ἐξαγριωμένο ἑβραϊκό ὄχλο.
Κατά τόν Ἐκκλησιαστικό Ἱστορικό Σωζόμενο, τά Λείψανα τοῦ ἁγ. Ζαχαρία βρέθηκαν θαυματουργικά στήν Ἐλευθερούπολη τῆς Παλαιστίνης τήν 11η Φεβρουαρίου τοῦ 415, κατά τήν βασιλεία τοῦ Θεοδοσίου Β’ τοῦ Μικροῦ (408 – 450), ὅπως δέχεται καί ὁ Δοσίθεος Ἱεροσολύμων («Δωδεκάβιβλος», σελ. 267) καί μεταφέρθηκαν ἀπό τόν Ἔπαρχο τῆς ΚΠόλεως Οὐρσό στή Βασιλεύουσσα, ὅπου κατατέθηκαν στό Ναό τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας, μαζί μέ τά Λείψανα τοῦ Δικαίου Ἰωσήφ. Τόν 9ος αἰ. ὁ Εἰκονομάχος Αὐτοκράτορας Λέων Ε’ ὁ Ἀρμένιος (813 – 820), δώρησε τά Λείψανα στό Δόγη τῆς Βενετίας Ἄγγελο Particiano (811 – 827), ὅπως μαρτυρεῖ καί ὁ Ἱεροσολύμων Νεκτάριος. Σύμφωνα μέ τήν μαρτυρία τοῦ Βενετοῦ Ἀνδρέα Δάνδολου τά Λείψανα δωρήθηκαν περί τό 829.
Τά Λείψανα σήμερα φυλάσσονται σέ ἀνθρωπόσχημη λειψανοθήκη, στόν ὁμώνυμο Ναό τῆς Βενετίας, σέ ἀδιάφθορη κατάσταση. Ὅμως στό χῶρο τῆς Ὀρθοδοξίας Κάρα πού ἀποδίδεται στόν ἅγ. Ζαχαρία φυλάσσεται στή Μονή ἁγ. Νικολάου Σίντζας Ἀρκαδίας καί ἀπότμημα τῶν Λειψάνων του στή Μονή Κωνσταμονίτου Ἁγίου Ὄρους.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 5η Σεπτεμβρίου καί ἡ Εὕρεση τοῦ Λειψάνου του τήν 11η Φεβρουαρίου.
Ὅσιος Ζωσιμᾶς τῆς Σερβίας (14ος αἰ.)
Γιά τόν ὅσ. Ζωσιμᾶ εἶναι γνωστό ὅτι ἦταν μαθητής τοῦ μεγάλου Σέρβου Ἡσυχαστοῦ ὁσ. Ρωμύλου τῆς Ραβάνιτσας (+ 1375/6), μαθητοῦ τοῦ ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Σιναϊτου, διδασκάλου τῆς νοερᾶς προσευχῆς.
Ὁ μ. Μωϋσῆς Ἁγιορείτης ἀναφέρει, ὅτι «τό τίμιο λείψανό του σώζεται ἄφθορο στή Σερβία», χωρίς νά διευκρινίζει πού ἀκριβῶς. («Οἱ Ἅγιοι τοῦ Ἁγίου Ὄρους», σελ. 283).
Τιμᾶται τήν 18η Σεπτεμβρίου μαζί μέ τόν διδάσκαλό του ὅσ. Ρωμύλο καί τούς παραδελφούς του Ὁσίους Ρωμαῖο καί Νέστορα τούς αὐταδέλφους, Μαρτῖνο, Δανιήλ, Σισώη καί Γρηγόριο τόν βιογράφο, τούς ἄλλως γνωστούς ὡς Σιναϊτες Ἀθωνίτες, οἱ ὁποῖοι μετέφεραν τόν Ἁγιορείτικο Ἡσυχασμό στή Σερβική Ἐκκλησία.
Ὅσιος Ἡλίας τοῦ Βερκοτουρί Σιβηρίας (+ 1900)
Ὁ κατά κόσμον Ἰωάννης Τσεμποτάρεφ γεννήθηκε τό 1829 στό Κούρσκ τῆς Ρωσίας, ἀπό γονεῖς γαιοκτήμονες καί ἐμπόρους. Ἀπό τήν παιδική του ἡλικία ἐμφάνιζε ἰδιαίτερη εὐλάβεια προς τά θεῖα καί μεγάλη σοβαρότητα. Σέ ἡλικία 24 ἐτῶν πῆγε σαν προσκυνητής στή Λαύρα τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου, ἀλλά οἱ γονεῖς του δέν τοῦ ἐπέτρεψαν νά μονάσει. Τό 1862, μετά τόν θάνατο τῶν γονέων του κοινοβίασε στήν περιώνυμη Μονή Βαλαάμ, κάτω ἀπό τήν πνευματική σκέπη καί προστασία τοῦ περιφήμου Ἡγουμένου Δαμασκηνοῦ (ἡγουμένευσε ἀπό τό 1838 μέχρι τήν κοίμησή του, τό 1881). Τό 1864 καταχωρήθηκε στό Μοναχολόγιο τῆς Μονῆς. Ὡς Ρασοφόρος ἔζησε ἡσυχαστικά στή Σκήτη τοῦ ἁγ. Σεργίου καί ἀπό τό 1871, ὡς Μοναχός Ἰωαννίκιος, στήν αὐστηρή Σκήτη τοῦ ὁσ. Ἀβραμίου τοῦ Ροστώφ καί ἀργότερα στήν αὐστηρότερη Σκήτη τῆς Παναγίας τοῦ Κόνεβιτς, ὡς ὑποτακτικός τοῦ ὁσ. Ἀντίπα τοῦ Μολδαβοῦ (+ 1882), φορέα τῆς ἡσυχαστικῆς παραδόσεως τοῦ μεγάλου Στάρετς ὁσ. Παϊσίου Βελιτσκόφσκυ.
Τρεφόμενος ἀποκλειστικά μέ λαχανικά, καταλύοντας λάδι μόνο στίς μεγάλες γιορτές καί ποτέ ψάρια καί γαλακτοκομικά, ἐργαζόμενος συνεχῶς τήν σιωπή, τήν ἐγκάρδιο προσευχή καί τήν ἀλουσία (εὐωδιάζοντας ὅμως σωματικῶς καί πρίν τήν κοίμησή του), «ἀναπαυόμενος» στό γυμνό πάτωμα (ὅπως διαπίστωσε προσωπικά ὁ τότε Ἀρχιεπίσκοπος Φινλανδίας καί ἔπειτα Μητροπολίτης Ἁγίας Πετρουπόλεως Ἀντώνιος Βαντκόφσκυ), ἐλεήθηκε ἀπό τόν Θεό μέ τά χαρίσματα τῆς προοράσεως καί τῆς παραμυθίας – παρηγορίας τῶν ψυχῶν καί ἀναδείχηκε Στάρετς μοναχῶν καί λαϊκῶν.
Τό 1893 δέχθηκε τό Μεγάλο καί Ἀγγελικό Σχῆμα καί τό ὄνομα Ἡλίας και ἐγκαταστάθηκε στήν ἐξαιρετικά αὐστηρή Σκήτη τοῦ Τιμίου Προδρόμου. Τό 1894 ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας μετέτρεψε τήν ἰδιόρυθμη Μονή τοῦ ἁγ. Νικολάου Βερκοτουρί Σιβηρίας σέ κοινοβιακή καί ἀνέδειξε Ἡγούμενο τόν Ἱερομόναχο Ἰώβ τοῦ Βαλαάμ. Ἀνάμεσα στούς μοναχούς πού κλήθηκαν νά στερεώσουν τήν νέα κατάσταση ἦταν καί ὁ Στάρετς Ἡλίας. Ὁ μακάριος Γέροντας ὡς διδάσκαλος τῆς ταπεινώσεως, τῆς αὐτομεμψίας καί τῆς ὑπομονῆς, δίδαξε τούς νέους μοναχούς τήν τάξη τῆς κοινοβιακῆς μοναχικῆς πολιτείας καί τό 1896 ἀποσύρθηκε στό δάσος τοῦ Ὀκταέφσκυ, ὅπου ἔζησε ἐρημιτικά, μέ συνασκητή τόν μ. Εὐδόκιμο, τρεφόμενος μέ ψωμί καί νερό καί σπανίως μέ πατάτες καί τσάϊ! Τό 1899 ὁ μαθητής του Ἱερομόναχος Ἀρέθας ἀναδείχθηκε Ἡγούμενος καί ὑποχρέωσε τόν Γέροντα νά ἐγκαταβιώσει στό μοναστήρι, διότι ἡ κατάσταση τῆς ὑγείας του ἦταν πλέον πολύ κακή. Στό κελλί του πλέον ὁ Ὅσιος παραδώθηκε στήν ἀδιάλειπτη προσευχή, κάνοντας ἐκτός τῶν ἄλλων καί 3.000 μετάνοιες τήν ἡμέρα! (στις 100 οἱ 20 ἦσαν ἐδαφιαίες καί οἱ 80 προσκυνητές!).
Κοιμήθηκε εἰρηνικά τήν 30ή Νοεμβρίου 1900 καί ἐνταφιάσθηκε ἔξω ἀπό τόν Κοιμητηριακό Ναό τοῦ ἁγ. Νεοφύτου. Τά διά πρεσβειῶν του θαύματα ὁδήγησαν τούς πιστούς νά ὑψώσουν ἕνα ξύλινο Παρεκκλήσιο πάνω ἀπό τόν τάφο του καί ἕναν Ναό προς τιμήν τῆς Παναγίας τοῦ Καζάν στήν ἔρημο τῆς ἀσκήσεώς του.
Τό 1932 οἱ ἀθεϊστικές Ἀρχές ἔκλεισαν τήν Μονή τοῦ ἁγ. Νικολάου καί τήν γυναικεία Μονή τῆς Ἁγίας Σκέπης καί οἱ μοναχοί καί 100 περίπου μοναχές ἐξορίστηκαν. Ὁ Ναός τοῦ ἁγ. Νεοφύτου καί τό Κοιμητήριο ἰσοπεδόθηκαν καί στή θέση κτίσθηκε ἕνα συγκρότημα γραφείων. Μετά τήν κατάρρευση τοῦ καθεστῶτος ἡ Μονή ἐπιστράφηκε στό Πατριαρχεῖο Μόσχας (τό 1990) καί ὁ νέος Ἡγούμενος ἀρχιμ. Τύχων ἄρχισε τήν ἀναζήτηση τοῦ τάφου τοῦ μακαρίου Γέροντος. Βάσει ἑνός παλαιοῦ σχεδίου ἐπισημάνθηκε ἡ θέση τοῦ Ναοῦ τοῦ ἁγ. Νεοφύτου, πάνω ἀπό τόν ὁποῖο περνοῦσε δρόμος, καί σέ βάθος πέντε μέτρων βρέθηκαν δύο τάφοι, τοῦ Γέροντος Ἡλία καί τοῦ Ἡγουμένου Ἀρέθα (+ 1903, τιμᾶται τοπικά ὡς Ἅγιος). Τά Λείψανα τοῦ ὁσ. Ἡλία βρέθηκαν ἄφθαρτα καί σήμερα φυλάσσονται στό Ναό τῆς Θείας Μεταμορφώσεως.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τοπικά τήν 30ή Νοεμβρίου.
Ὅσιος Ἡρωδίων τοῦ Λαϊνίτσυ Ρουμανίας (+ 1900)
Γεννήθηκε τό 1810 καί μόνασε νεώτατος στήν Μονή τῆς Τσερνίκας, ἔξω ἀπό τό Βουκουρέστι. Γιά τίς ἀρετές ἐκτιμήθηκε ἰδιαίτερα ἀπό τόν Ἐπίσκοπο Ρίμνικ ἅγ. Καλλίνικο, ἀπό τόν ὁποῖο χειροτονήθηκε Διάκονος καί Πρεσβύτερος τό 1853 καί καταστάθηκε Ἡγούμενος τῆς Σκήτης Λαϊνίτσυ. Ἐλεήθηκε ἀπό τόν Θεό μέ τά χαρίσματα τῶν ἰαμάτων καί τῆς ἐκδιώξεως τῶν ἀκαθάρτων πνευμάτων. Κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 1900, ἀφοῦ συγκέντρωσε γύρω του 30 μοναχούς.
Τό Λείψανό του ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο τό 1929 καί κατατέθηκε καί πάλι στόν τάφο του, ὅπου καί σήμερα βρίσκεται. Ἡ ἁγιότητά του τιμᾶται τοπικά ἀπό τούς πιστούς τῆς γύρω περιοχῆς, "οἱ ὁποῖοι ὅταν ἔχουν κάποια στενοχωρία, ἔρχονται στήν Σκήτη Λαϊνίτσυ, προσεύχονται, ἀγγίζουν τά ἴδια τά ροῦχα των στόν τάφο τοῦ Ὁσίου καί ἀναχωροῦν ἀναπαυμένοι γιά τά σπίτια των".
Ἅγιος Θεόγνωστος Μητροπολίτης Ρωσίας (+ 1353)
Ἦταν Ἑλληνικῆς καταγωγῆς. Μητροπολίτης Ρωσίας χειροτονήθηκε τό 1427 ἀπό τόν Πατριάρχη ΚΠόλεως Ἠσαϊα, διαδεχόμενος τόν Μητροπολίτη ἅγ. Πέτρο (1308 – 1326).
Γιά νά ἐνισχύσει τήν πολιτική σταθερότητα στή Ρωσία, μετέφερε ὁριστικά τήν Μητροπολιτική ἕδρα στή Μόσχα καί ὑποστήριξε τόν Ἡγεμόνα Ἰωάννη Γ’ Καλίτα. Γιά τόν λόγο αὐτό ἀντιμετώπισε τήν προσφυγή τοῦ διαδόχου τοῦ Ἡγεμόνα Μιχαήλ τοῦ Τβέρ Ἡγεμόνα Ἀλεξάνδρου Μιχαήλοβιτς στό Πατριαρχεῖο ΚΠόλεως, μέ τήν κατηγορία τῆς μονομεροῦς ὑποστηρίξεως τοῦ Ἡγεμόνα τῆς Μόσχας, σέ βάρος τῶν λοιπῶν Ἡγεμόνων, γεγονός πού ἀνάγκασε τόν Πατριάρχη ἅγ. Κάλλιστο νά στείλει σχετική ἐπιστολή. Στή Ρωσία πάντως ἀπέμεινε μοναδικός Μητροπολίτης μετά τόν θάνατο τοῦ Μητροπ. Λιθουανίας Θεοφίλου (1330).
Τό 1342, ὑποχρεώθηκε νά ἐπιβάλει σέ ὅλο τόν πληθυσμό ἔκτακτο φόρο, διότι οἱ Τάταροι ἀπειλοῦσαν νά κλείσουν ὅλους τούς ναούς τῆς κατεχόμενης Ρωσίας, ἀλλά ἀντέδρασε σθεναρά ὅταν προσπάθησαν νά ἐπιβάλουν φορολογία καί στό Ρωσικό Κλῆρο. Γιά τήν ἀντίδρασή του βασανίσθηκε ἀπό τούς κατακτητές στό στρατόπεδο τῆς Χρυσῆς Ὀρδῆς, ἀλλά ἐπέζησε. Ὅταν ἐπέστρεψε στή Μόσχα βρῆκε τήν πόλη κατεστραμένη ἀπό πυρκαγιά, ὁπότε ἐπιδόθηκε σέ μεγάλο ἀνακαινιστικό ἔργο.
Τίμησε ἰδιαιτέρως τόν προκάτοχό του Μητροπολίτη ἅγ. Πέτρο, προςθέτοντας Παρεκκλήσιο στόν Καθεδρικό Ναό Κοιμ. Θεοτόκου Κρεμλίνου, ὅπου κατέθεσε τό Λείψανό του (καί ἀργότερα ἐνταφιάσθηκε καί ὁ ἴδιος) καί ἐπιτυγχάνοντας τήν διακήρυξη τῆς ἁγιότητός ἀπό τό Πατριαρχεῖο ΚΠόλεως (1339). Ἔκτισε ἀκόμη καί τόν Ναό τοῦ ἁγ. Ἰωάννου τῆς Κλίμακος μέσα στό Κρεμλίνο (1329) καί τό ὑψηλότατο κωδωνοστάσιό του (σήμερα Κωδωνοστάσιο Μεγάλος Ἰβάν, 1505). Τό 1344 κάλεσε Ἕλληνες ἁγιογράφους γιά τήν ἱστόριση τοῦ Καθεδρικοῦ Ναοῦ τῆς Κοιμ. Θεοτόκου.
Ἰδιαίτερα φιλομόναχος, εὐλόγησε τόν ἅγ. Σέργιο τοῦ Ραντονέζ νά ἱδρύσει τήν Λαύρα τῆς Ἁγίας Τριάδος (1340).
Κατά τήν διάρκεια τῶν Ἡσυχαστκῶν Ἔριδων ὑποστήριξε τόν ἅγ. Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, μέ ἀποτέλεσμα ὁ ἀντιησυχαστής Πατριάρχης Ἰωάννης Καλέκας νά χειροτονήσει Μητροπ. Ρωσίας τόν ὁμόφρονά του Θεόδωρο Ἀλύτς. Ἡ ἑνότητα στή Ρωσική Ἐκκλησία ἀποκαταστάθηκε ἀπό τόν Ἡσυχαστή Πατριάρχη Ἰσίδωρο, μέ τήν ἀναγνώριση τῆς δικαιοδοσίας τοῦ ἁγ. Θεογνώστου.
Τό 1351 ὑποχρεώθηκε νά ἀντιμετωπίσει νέα ἀπόπειρα σχίσματος, μέ τήν χειροτονία ἀπό τό Βουλγαρικό Πατριαρχεῖο Τυρνόβου κάποιου Θεοδωρήτου σέ Μητροπολίτη Μόσχας. Τό ἴδιο ἔτος χειροτόνησε σέ Ἐπίσκοπο Βλαδιμήρ τόν βοηθό του Ἀλέξιο (Ἅγιος, 12η Φεβρουαρίου), τόν ὁποῖο ὑπέδειξε γιά διάδοχό του.
Κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 1353 καί ἐνταφιάσθηκε στόν Καθεδρικό Ναό Κοιμ. Θεοτόκου Κρεμλίνου. Τό Λείψανό του ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο τό 1471 καί σήμερα φυλάσσεται στόν ἀνωτέρο ναό.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 14η Μαρτίου.
Ὅσιος Θεοδόσιος τοῦ Κιέβου (+ 1074)
Κορυφαῖος Μοναστικός Πατέρας τῆς Ρωσικῆς Ὀρθοδοξίας, ὁ θεμελιωτής τοῦ Ρωσικοῦ Κοινοβιακοῦ Μοναχισμοῦ.
Γεννήθηκε τό 1029 στό Κούρσκ (ὅπου αἰῶνες ἀργότερα θά γεννηθεῖ ὁ μεγάλος Ὅσιος Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ). Ἔζησε ἀσκούμενος στόν κόσμο καί τό 1052, σέ ἡλικία 23 ἐτῶν, παρά τίς ἀντιδράσεις τῆς ὑπερπροστατευτικῆς μητέρας του, ὑποτάχθηκε στόν Ὅσιο Ἀντώνιο τόν Ἐσφιγμενίτη, ἀσκητή στά Σπήλαια τοῦ Κιέβου.
Κατά τόν Ε. Β. Σίγκελ, "ὁ Θεοδόσιος εἶναι ὁ πιό δημοφιλής ἀνάμεσα στούς μοναχούς Ἁγίους τῆς Ρωσίας, μαζί μέ τόν ἅγ. Σέργιο τοῦ Ραντονέζ καί τόν ἅγ. Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ" ("Ἅγιος Ἀντώνιος καί Ἅγιος Θεοδόσιος τοῦ Κιέβου"· ἔκδοσις ΤΗΝΟΣ, 1973, σελ. 11). Εἰσήγαγε στή Ρωσία τόν αὐστηρό κοινοβιακό κανονισμό τῆς Μονῆς τοῦ Στουδίου ΚΠόλεως.
Κατά τόν Νικ. Ζέρνωφ, "ἔδωσε μεγάλη σημασία καί βάρος στά κοινωνικά ἔργα τῶν μοναχῶν. Ἡ περίφημη Μονή του τῶν Σπηλαίων, ἔγινε ἕνα παράδειγμα ἀληθινῆς ἀδελφότητας καί πλουσιοπάροχης βοήθειας στούς δυστυχισμένους. Ὁ ἴδιος ἀνακατευόταν μέ δραστηριότητα στίς δημόσιες ὑποθέσεις καί ἡ μεσολάβησή του στίς διαφωνίες τῶν Ἡγεμόνων, ἔσωσε ἀρκετές φορές τήν Ρωσία ἀπό ἐμφύλιο πόλεμο. Ἡ παρά-δοση πού θεμελίωσε συνεχίσθηκε ἀπό ἄλλους Ρώσους μοναχούς. Ἦταν πάντα πρόθυμοι νά βοηθήσουν τούς λαϊκούς, ὄχι μόνο στά πνευματικά τους προβλήματα, ἀλλά καί στά ὑλικά τους ἐνδιαφέροντα, ἐπειδή πίστευαν ὅτι ὁλόκληρη ἡ ζωή τοῦ ἀνθρώπου πρέπει νά φωτισθῆ ἀπό τό φῶς τοῦ Εὐαγγελίου" ("Οἱ Ρῶσοι καί ἡ Ἐκκλησία τους", 1972, σελ. 13).
Κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 1074, σέ ἡλικία μόλις 45 ἐτῶν. Τό 1091 τό Λείψανό του ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο καί κατατέθηκε στό Καθολικό τῆς Λαύρας. Ἡ ἁγιότητά του διακηρύχθηκε Συνοδικά τό 1108.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 3η Μαϊου καί ἡ Ἀνακομιδή τοῦ Λειψάνου του τήν 14η Αὐγούστου.
Ὅσιος Θεοδόσιος τῆς Τότμα Ρωσίας (+ 1568)
Γεννήθηκε στή Βολόγδα τό 1530 καί ἀνατράφηκε ἀπό τούς εὐσεβεῖς γονεῖς του "ἐν παιδείᾳ καί νουθεσίᾳ Κυρίου". Μετά τόν θάνατο τῶν γονέων του, ἔγινε μοναχός στή Μονή Πριλούτσκ, ὅπου διακρίθηκε στόν κοινοβιακό βίο καί τήν ἐκτέλεση τῶν διακονιῶν. Μέ τήν ἄδεια τοῦ Τσάρου Ἰβάν Δ' τοῦ Τρομεροῦ καί τήν εὐλογία τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Νικάνδρου, ἵδρυσε τήν Μονή τῆς Τότμα. Μετά τήν ὀργάνωση τῆς Μονῆς, ἵδρυσε τήν ἐξαρτηματική Σκήτη τοῦ ὁσ. Ἐφραίμ καί ἔζησε ἐκεῖ, ἀσκούμενος κατά τῶν παθῶν μέ μεγάλη σκληρότητα (φοροῦσε βαρειές ἁλυσίδες καί κάτω ἀπό τό κουκούλι του ἕνα σιδερένιο βαρύ κράνος!).
Κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 1568 καί ἐνταφιάσθηκε στή Μονή του. Τό 1796 τό Λείψανό του ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο, κατά τήν διάρκεια ἐργασιῶν στό Ναό τῆς Ἀναλήψεως. Ἡ ἁγιότητά του διακηρύχθηκε Συνοδικά τό 1798. Μετά τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1917, δέν ὑπάρχουν πληροφορίες γιά τήν τύχη τοῦ Λειψάνου του.
Τιμᾶται τήν 28η Ἰανουαρίου καί ἡ Ἀνακομιδή τοῦ Λειψάνου του τήν 2α Σεπτεμβρίου.
Ἅγιος Θεοδόσιος Ἀρχιεπίσκοπος Τσερνίκωφ Οὐκρανίας (+ 1696)
Ἦταν γόνος τῆς ἀρχοντικῆς οἰκογένειας τῶν Οὐγκλίτσκυ καί γιός Ἱερέα. Τά πρῶτα γράμματα διδάχθηκε ἀπό τόν πατέρα του καί στήν συνέχεια φοίτησε στή Σχολή τῶν Θεοφανείων πού εἶχε ἱδρυθεῖ στή Λαύρα τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου (ἔπειτα Ἀκαδημία) καί σέ Εὐρωπαϊκά Πανεπιστήμια. Ἔγινε μοναχός στήν περιώνυμη Λαύρα, ἀσκήθηκε σέ ἐρημητήριο τοῦ Τσερνίκωφ (ὅπου δέχθηκε τήν Ἱερωσύνη) καί διορίσθηκε Ἡγούμενος τῆς Μονῆς Κορσούμ καί ἀργότερα τῆς Μονῆς Βυντούπσκι τοῦ Κιέβου. Χάρις στήν πνευματικότητα καί τίς ἱκανότητές του ἔκανε τήν κατεστραμμένη ἀπό τούς Οὐνίτες καί τούς Παπικούς μονή γνωστή σέ ὅλη τήν Ρωσία γιά τό κάλλος τῶν Ἀκολουθιῶν της. Στήν συνέχεια ὁρίσθηκε Ἡγούμενος τῆς Μονῆς Γελέτσκυ καί τό 1693 χειροτονήθηκε βοηθός Ἐπίσκοπος Τσερνίκωφ ἀπό τόν Πατριάρχη Μόσχας Ἀδριανό, μετά ἀπό αἴτημα τοῦ γέροντος Ἀρχιεπισκόπου Τσερνίκωφ Λαζάρου.
Μετά ἀπό σύντομη, ἀλλά εὐδόκιμη ἀρχιερατεία, κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 1696 καί κηδεύθηκε στόν Ναό τῶν Ἁγίων Παθοφόρων Βόριδος καί Γκλέμπ. Τό Λείψανό του ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο τό 1772, μέ τήν εὐλογία τοῦ τοπικοῦ Ἐπισκόπου Θεοφίλου. Ἡ ἁγιότητά του διακηρύχθηκε Συνοδικά τό 1896, παρουσίᾳ τοῦ Τσάρου Νικολάου Β'.
Ὅταν τό 1922, μέ τήν εὐκαιρία τῆς δημεύσεως τῶν ἐκκλησιαστικῶν σκευῶν, οἱ Σοβιετικοί ἄρχισαν περιπαικτικές "ἐξετάσεις" ἀδιαφθόρων λειψάνων διαφόρων Ἁγίων, μέ σκοπό τήν διακωμώδιση τῆς Πίστεως καί τῆς Ἐκκλησίας, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Τσερνίκωφ Παχώμιος προχώρησε ὁ ἴδιος στήν ἐξέταση τοῦ ἀφθάρτου σκηνώματος τοῦ ἁγ. Θεοδοσίου, παρουσίᾳ καί Σοβιετικῶν ἐπιστημόνων. Κατά τήν ἐξέταση αὐτή ἀποδείχθηκε, ὅτι τό λείψανο ἦταν γνήσιο καί δέν εἶχε ταριχευθεῖ. Ἡ θαρραλέα στάση τοῦ ἐπ. Παχωμίου ἔσωσε τό λείψανο ἀπό τήν καταστροφή, ὄχι ὅμως καί ἀπό τήν βελήλωση, διότι ἐκτέθηκε στό Μουσεῖο Ἀθεϊσμοῦ καί Θρησκείας τοῦ Λένινγκραντ, μαζί μέ μούμιες διαφόρων ζώων!, ὁ ἴδιος ὅμως συνελήφθη, φυλακίσθηκε καί ἀργότερα ἐκτελέστηκε.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 5η Φεβρουαρίου καί ἡ Ἀνακομιδή τοῦ Λειψάνου του τήν 9η Σεπτεμβρίου.
Ἁγία Θεοδώρα ἡ Αὐγοῦστα (+ 867)
Σύζυγος τοῦ Εἰκονομάχου Αὐτοκράτορος Θεοφίλου. Διακρινόταν γιά τήν εὐφηϊα καί τήν σωματική της ὀμορφιά (σ' αὐτή καί τήν ὑμνογράφο ἁγ. Κασσιανή, ἀναφέρεται τό περιστατικό ἐκλογῆς συζύγου τοῦ Αὐτοκράτορα, στό Ἱερό Παλάτιο τῆς ΚΠόλεως). Μετά τόν θάνατο τοῦ Θεοφίλου συγκάλεσε Σύνοδο ἀπό τήν ὁποία καθαιρέθηκε ὁ Εἰκονομάχος Πατριάρχης Ἰωάννης Ζ', ἀναδείχθηκε Πατριάρχης ὁ Ὁμολογητής ἅγ. Μεθόδιος καί ἐπικυρώθηκαν οἱ ἀποφάσεις τῆς Ἁγίας Ζ' Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἀναστήλωσε τίς Ἱερές Εἰκόνες, τήν Α' Κυριακή τῶν Νηστειῶν τοῦ ἔτους 842 (19η Φεβρουαρίου, γνωστή ἔκτοτε σάν Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας).
Διώχθηκε ἀπό τόν γιό της Αὐτοκράτορα Μιχαήλ, τό 856, μετά ἀπό διαβολές τοῦ ἀδελφοῦ της Καίσαρα Βάρδα καί κοιμήθηκε ἐκτοπισμένη στήν Μονή τῶν Γαστρίων, τό 867. Τό Λείψανό της ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο. Μεταφέρθηκε στήν Κέρκυρα, λίγο πρίν τήν Ἅλωση τῆς ΚΠόλεως ἀπό τούς Τούρκους (1453) καί σήμερα σώζεται ἐκεῖ, στόν Ναό Παναγίας Σπηλαιώτισσας, ἐκτός ἀπό τήν τιμία Κάρα ἡ ὁποία ἔχει χαθεῖ.
Ἡ μνήμη της τιμᾶται τήν 11η Φεβρουαρίου.
Ὁσία Θεοδώρα τῆς Θεσσαλονίκης (+ 892)
Γεννήθηκε στήν Αἴγινα τό 812, ἀπό ἱερατική οἰκογένεια. Σύμφωνα μέ τήν παράδοση τήν νύμφευσαν σέ ἡλικία μόλις 7 ἐτῶν. Ἐγκατέλειψε τήν πατρίδα της λόγῳ τῶν πειρατικῶν ἐπιδρομῶν καί ἐγκαταστάθηκε μέ τήν οἰκογένειά της στή Θεσσαλονίκη. Ἀπέκτησε τρία παιδιά, ἀπό τά ὁποία ἐπέζησε μόνο τό ἕνα, ἡ Θεοπίστη, τήν ὁποία ἀφιέρωσε στή Μονή τοῦ ἁγ. Λουκᾶ, σέ ἡλικία μόλις 6 ἐτῶν! (Πρόκειται γιά τήν ὁσ. Θεοπίστη, τῆς ὁποίας ἡ μνήμη τιμᾶται τήν 29η Αὐγούστου, μαζί μέ ἐκείνη τῆς ὁσ. Θεοδώρας). Μετά τόν θάνατο τοῦ συζύγου της ἀσπάσθηκε τόν μοναχικό βίο στήν Μονή τοῦ ἁγ. Στεφάνου, ὅπου ὑποτάχθηκε στήν συγγενή της Γερόντισσα Ἄννα. Ἀσκήθηκε στήν μονή 55 χρόνια, ἀπό τά ὁποία τά 15 στό ἴδιο κελλί μέ τήν θυγατέρα της ὁσ. Θεοπίστη, χωρίς νά συνομιλήσουν ποτέ!
Κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 892, σέ ἡλικία 80 ἐτῶν. Τό Λείψανό της τιμήθηκε ἀπό τόν Θεό μέ τά χαρίσματα τῶν ἰαμάτων καί τῆς μυροβλυσίας. Δέκα μήνες μετά τήν κοίμησή της τό Λείψανό της ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο, μετά ἀπό ἐμφανίσεις τῆς Ὁσίας στόν Ἀρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης Ἰωάννη, καί τοποθετήθηκε σέ λάρνακα μέ εἰδική ὀπή, ἀπ' ὅπου ἔρρεε τό θαυματουργό μῦρο! (Διασώθηκαν μέχρι τήν ἐποχή μας εἰδικά μικρά δοχεία γιά τήν μεταφορά του, τά λεγόμενα κουτρούβια).
Περίπου τό 1420 ἐπισκέφθηκε τήν Μονή (ἡ ὁποία ἤδη εἶχε πάρει τό ὄνομα τῆς ὁσ. Θεοδώρας), ὁ Ρώσος Διάκονος Ζωσιμᾶς, ὁ ὁποῖος "ἔμεινε ἔκπληκτός ἀπό τήν θέα τῶν Λειψάνων τῆς Ὁσίας, διότι φαινόταν σά νά ζοῦσε καί προσθέτει ὅτι τά ἐνδύματα τοῦ Λειψάνου ἦταν διαποτισμένα ἀπό τό μυρίπνοο ἔλαιο πού πήγαζε ἀπ' αὐτό"! (Δ. Β. Χιτρώφ, "Ρώσοι Προσκυνητές στήν Ἀνατολή", Γενεύη 1889, σελ. 208· στήν Γαλλική).
Τό 1430, μέ τήν Ὀθωμανική κατάκτηση, ἡ Μονή λεηλατήθηκε καί τό Λείψανο τεμαχίσθηκε. Διάφορα τμήματά του κατάφεραν κάποιοι πιστοί νά τά περισυλλέξουν, "ἅ καί εἰς ἑνός συναρμοσθέντα σώματος ὁλομέλειαν, θαυμάτων ἐνέργειαν καθ' ἑκάστην ἀφθόνως πηγάζουσιν". Τό 1459 ὁ Μωάμεθ Β' ὁ Πορθητής ἐπικύρωσε τήν Μονή στή Χριστιανή μυτριά του Μάρα Μπράνκοβιτς. Στά τέλη τοῦ 16ου αἰ. ἡ Μονή εἶχε 200 περίπου μοναχές. Τό 1661 τό Λείψανο κατατέθηκε σέ μαρμάρινη λάρνακα. Τό 1669 ὁ Γάλλος περιηγητής Ροβέρτος Dre, εἶδε τό Λείψανο στό Καθολικό τῆς Μονῆς. Σήμερα στή Μονή ὁσ. Θεοδώρας Θεσσαλονίκης, φυλάσσονται πολλά τῶν ὁστῶν τῆς Μυροβλύτιδος Ὁσίας, διότι τό ἀδιάφθορο Λείψανό της, ἄγνωστο πότε, διαλύθηκε (βλ. Συμ. Πασχαλίδη, "Ὁ Βίος τῆς Ὁσιομυροβλύτιδος Θεοδώρας τῆς ἐν Θεσσαλονίκῃ - Διήγηση περί τῆς Μεταθέσεως τοῦ Λειψάνου τῆς ὁσ. Θεοδώρας", 1991).
Ἡ μνήμη της τιμᾶται τήν 29η Αὐγούστου.
Ὁσία Θεοδώρα τῆς Σύχλας Μολδαβίας (17ος - 18ος αἰ.).
Εὐλογημένο ἄνθος τῆς Μολδαβίας ἡ ὁσία Θεοδώρα, γεννήθηκε στήν ἐπαρχία τοῦ Νεάμτς. Νυμφεύθηκε, ἀλλά ἐπειδή ὁ γάμος της δέν εὐλογήθηκε μέ τήν γέννηση παιδιῶν, ἀπό κοινοῦ μέ τόν ἐνάρετο σύζυγό της ἀποφάσισαν νά μονάσουν. Ἡ Ὁσία κοινοβίασε ἀρχικά στή Σκήτη τοῦ Βαρζαρέστ, στό Ρίμνικ, στή συνέχεια ἀκολούθησε ἡσυχαστικό βίο στά δάση τοῦ Μπουζάου καί τελικά ἔζησε ἐρημητικά σέ ἕνα σπήλαιο τοῦ Ὄρους Σύχλα, κοντά στή Μονή τῆς Συχαστρίας, γιά τριάντα περίπου χρόνια. Ὅλο αὐτό τό διάστημα μοναδική ἀνθρώπινη παρηγοριά στόν ἀσκητικό της βίο ἦταν ὁ πνευματικός της Ἱερομόναχος Παῦλος, ὁ ὁποῖος τήν ἐπισκεπτόταν κατά διαστήματα καί τῆς μετέδιδε τά Ἄχραντα Μυστήρια.
Ἡ ἄσκηση τῆς Ὁσίας περιλάμβανε ὁλονύκτια ἀγρυπνία (μέ ἀνάπαυση μόλις δύο ὡρῶν), λιτή τροφή κάθε δεύτερη ἡμέρα (παξιμάδι, καρπούς τοῦ δάσους καί βρόχινο νερό) καί διαρκή προσευχή. Ἀξιώθηκε χαρισματικῶν καταστάσεων. Πρός τό τέλος τῆς ζωῆς της, μετά τήν κοίμηση τοῦ πνευματικοῦ της ὁ ὁποῖος τήν φρόντιζε, τήν ἔτρεφαν μέ τρόπο θαυμαστό τά πουλιά τοῦ δάσους, τά ὁποῖα τῆς ἔφερναν μικρά κομμάτια ψωμιοῦ ἀπό τήν τράπεζα τῆς Μονῆς! Προεῖδε τήν κοίμησή της καί ζήτησε ἀπό τόν Θεό νά οἰκονομήσει Ἱερέα γιά νά μεταλάβει τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων. Καί ὁ Κύριος οἰκονόμησε τό αἴτημα τῆς δούλης Του μέ τόν ἀκόλουθο τρόπο:
Παρατήρησε κάποτε ὁ Ἡγούμενος τῆς Συχαστρίας τά πουλιά πού ἔπαιρναν ψωμί καί μετά πετοῦσαν σέ συγκεκριμένο σημεῖο τοῦ δάσους καί ἔδωσε ἐντολή σέ δύο μοναχούς νά παρακολουθήσουν καί νά ἐρευνήσουν τό φαινόμενο. Πράγματι παρακολούθησαν οἱ μοναχοί τά πουλιά καί ὁδηγήθηκαν στήν Ὁσία, τήν ὁποία βρῆκαν νά προσεύχεται καί νά φλέγεται "ὡς στήλη πυρός". Ἡ μακαρία Θεοδώρα, χωρίς τά γνωρίζει πρόσωπα καί πράγματα στό μοναστήρι, κάλεσε ὀνομαστικά τόν Πνευματικό Ἀντώνιο καί τόν Διάκονο Λαυρέντιο νά τῆς μεταδώσουν τήν Θεία Κοινωνία. Μετά τήν Θεία Μετάληψη ἡ Ὁσία κοιμήθηκε εἰρηνικά, σέ μεγάλη ἡλικία (στίς ἀρχές τοῦ 18ου αἰ.) καί κηδεύθηκε στό σπήλαιό της.
Τό ἀσκητικό της Λείψανο ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο καί δοξάσθηκε μέ τό χάρισμα τῶν θαυμάτων. Διατηρήθηκε ἀνέπαφο γιά ἑκατό περίπου χρόνια καί διαλύθηκε πρίν τό 1828 (ἤ τό 1834), ὁπότε τά εὐωδιάζοντα ὀστά της μεταφέρθηκαν στή Λαύρα τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου, ὅπου καί σήμερα φυλάσσονται. Θαυματουργό παραμένει μέχρι σήμερα τό Ἁγίασμά της, τό ὁποῖο συγκεντρώνεται σέ ἕνα κοίλωμα στό σπήλαιό της καί δέν ἐξαντλεῖται ποτέ.
Ἡ μνήμη της τιμᾶται τήν 7η Αὐγούστου.
Ἅγιος Θεόδωρος Ἀρχιεπίσκοπος Καντέρμπουρυ (+ 690).
Ὁ σπουδαιότερος τῶν Ἀρχιεπισκόπων Καντέρμπουρυ. Ἑλληνικῆς καταγωγῆς, γεννήθηκε στήν Ταρσό τῆς Κιλικίας τό 602 καί σπούδασε στήν Ἀθήνα. Ἀργότερα ἔγινε μοναχός. Σέ μεγάλη ἡλικία βρέθηκε στή Ρώμη, κατά τήν ἐκλογή Ἀρχιεπισκόπου Καντέρμπουρυ, μετά τόν θάνατο ἀπό ἐπιδημία τοῦ ἀρχιεπ. Βιγκχάρδου. Ὁ τότε Πάπας Βιταλιανός ἐξέλεξε τόν Ἀφρικανό κληρικό Ἀδριανό, ἀλλά ἐκεῖνος πρότεινε τόν Ἕλληνα Θεόδωρο. Ὁ Βιταλιανός δέχθηκε μέ τόν ὅρο νά συνοδεύση ὁ Ἀδριανός τόν Θεόδωρο στή Βρεττανία.
Ὁ Θεόδωρος χειροτονήθηκε διαδοχικά Διάκονος καί Πρεσβύτερος καί τήν 26. 3. 668 Ἐπίσκοπος. Ἔφυγε γιά τήν ἕδρα του συνοδευόμενος ἀπό τόν Ἀδριανό καί τόν Ἡγούμενο τῆς Νορθουμβρίας Βενέδικτο. Κατά τήν διαδρομή συνάντησε στό Παρίσι τόν πρ. Ἐπίσκοπο τοῦ Ντόρσεστερ ἅγ. Ἀγιλβέρτο καί τόν προσέλαβε στή συνοδεία του.
Στό Καντέρμπουρυ ἔφθασε τήν 27. 5. 669 καί ἀμέσως διόρισε Ἡγούμενο τῆς Μονῆς τοῦ ἁγ. Πέτρου τόν Βενέδικτο. Παρά τήν ἡλικία του καί τό γεγονός, ὅτι ἦταν ἀπολύτως ξένος μέ τήν ἡμιβάρβαρη Ἀρχιεπισκοπή του, ἐπέδειξε θαυμαστό ζῆλο γιά τήν ἱεραποστολή καί τήν ὀργάνωσή της. Μαζί μέ τόν Ἀδριανό ἵδρυσε τήν περίφημη Σχολή τοῦ Καντέρμπουρυ. Περιόδευσε ὅλη τήν χώρα, χειροτόνησε Ἐπισκόπους καί συγκάλεσε Συνόδους, ὅπως τοῦ HERTFORD (τό 670, μέ τήν ὁποία θεσπίσθηκαν Κανόνες ζωῆς τῶν Χριστιανῶν) καί τοῦ HETFILD (τό 680, μέ τήν ὁποία ἀναγνωρίσθηκαν οἱ μέχρι τότε πέντε Οἰκουμενικές Σύνοδοι καί καταδικάσθηκε ὁ Μονοφυσιτισμός - Μονοθελητισμός).
Κοιμήθηκε είρηνικά τό 690, σέ ἡλικία 88 ἐτῶν. Ἐνταφιάσθηκε κοντά στόν ἅγ. Αὐγουστῖνο, πρώτο Ἀρχιεπίσκοπο τοῦ Καντέρμπουρυ, στήν Μονή τῶν ἁγ. Ἀποστόλων Πέτρου καί Παύλου.
Τό 1091, λίγα μόλις χρόνια μετά τήν ἔκπτωση τῆς Βρεττανίας ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Πίστη, τό Λείψανό του ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο. Μετά τήν Διαμαρτύρηση δέν ὑπάρχουν πληροφορίες γιά τήν τύχη του.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 19η Σεπτεμβρίου.
Ὅσιος Θεόδωρος τῶν Κυθήρων (10ος αἰ.)
Γεννήθηκε στήν Κορώνη τῆς Μεσσηνίας, ἀπό γονεῖς εὐσεβεῖς καί ἐπιφανεῖς, τόν Ἐλκανᾶ καί τήν Ἄννα, καί ὑπῆρξε καρπός τῆς θερμῆς προσευχῆς τους. Ἔτυχε εὐσεβοῦς ἀγωγῆς καί ἀπό τόν Ἐπίσκοπο Κορώνης χειροθετήθηκε Ἀναγνώστης. Μετά τόν θάνατο τόν γονέων του, ἐγκαταστάθηκε στό Ναύπλιο, μετά ἀπό πρόσκληση τοῦ Πρωθιερέως τοῦ Ναυπλίου, ὁ ὁποῖος ἦταν συγγενής ἤ φίλος τῶν γονέων του. Στό Ναύπλιο ὁ ἔπειτα Ὅσιος νυμφεύθηκε, ἀπέκτησε παιδιά καί χειροτονήθηκε Διάκονος ἀπό τόν Ἐπίσκοπο Ἄργους Θεόδωρο.
Δέν εἶναι γνωστό σέ πιά ἡλικία ὁ Ὅσιος ἄφησε τήν οἰκογένειά του καί πῆγε στήν Ρώμη, γιά νά προσκυνήσει στίς Κατακόμβες τούς τάφους τῶν ἀρχαίων Μαρτύρων, ὅπου ἔμεινε τέσσερα χρόνια. Κατά τήν ἐπιστροφή του ἐπέλεξε τόν ἡσυχαστικό - ἐρημητικό βίο καί ἐγκαταστάθηκε στήν Μονεμβάσια, σέ κελλί κοντά στόν Ναό τῆς Παναγίας τῆς Διακονίας. Ἕνα χρόνο ἀργότερα ἐγκαταστάθηκε στά ἔρημα ἀπό τίς ἐπιδρομές τῶν πειρατῶν Κύθηρα καί ἀσκήθηκε κοντά στόν Ναό τῶν ἁγ. Σεργίου καί Βάκχου, "καρτερῶν ἐν πειρασμοῖς καί ἐγκαρτερῶν ἐν πείνῃ καί δίψῃ, ἐν καύματι τοῦ θέρους καί τῷ ψύχει τοῦ χειμῶνος". Λίγο πρίν τήν ὁσιακή του κοίμηση ὁ Ἅγιος τοῦ Θεοῦ ἔγραψε σέ ὄστρακο: "Ἐγώ ὁ ἐλάχιστος Θεόδωρος Διάκονος, ἠσθένησα εἰς τάς 7 Ἀπριλίου μηνός καί ἰδού ὅπου ἀποσθνήσκω 12 Μαϊου, τήν τοῦ ἁγ. Ἐπιφανίου ἡμέραν".
Τό Λείψανο τοῦ Ὁσίου βρέθηκε ἀνέπαφο τόν Σεπτέμβριο τοῦ ἰδίου ἔτους ἀπό ναύτες τοῦ Βυζαντινοῦ Στόλου, οἱ ὁποῖοι ἀφοῦ τό προσκύνησαν, τόν ἄφησαν ὅπως τό βρῆκαν. Τρία χρόνια ἀργότερα κάτοικοι τῆς Μονεμβάσιας ἐπισκέφθηκαν τά Κύθηρα καί ἐνταφίασαν τό ἄφθαρτο Λείψανο μέσα στόν Ναό, ὅπου σήμερα σώζεται ὁ τάφος του. Ἀμέσως μετά κτίσθηκε καί ναός πρός τιμήν του καί - πιθανῶς κατά τήν βασιλεία τοῦ Νικηφόρου Φωκᾶ - μία αὐτοκρατορική ἀποστολή προσπάθησε νά μεταφέρει στήν ΚΠολη τό Λείψανο τοῦ Ὁσίου. Κατά τήν ἐκταφή, "φῶς ἐκτυφλωτικόν περιέλουσεν τόν τάφον τοῦ Ὁσίου". Ὅταν οἱ αὐτοκρατορικοί ἐκπρόσωποι πῆραν τήν Κάρα τοῦ Ὁσίου καί ἀπέπλευσαν, τό πλοῖο ἄρχισε νά βυθίζεται καί φωνή ἀκούστηκε νά λέγει: "Ἐπιστρέψατε τήν ἁγίαν Κάραν εἰς τό μέρος ἀπ' ὅπου τήν ἐπήρατε"!
Σήμερα ἡ τιμία Κάρα τοῦ ὁσ. Θεοδώρου σώζεται στά Κύθηρα, "ἐντός βαρυτίμου καί πολυτελοῦς θήκης, εἰς τύπον ἀρχιερατικῆς μίτρας, ἐκ χρυσοῦ καί ἀργύρου, ἐπιτελοῦσα πολλά θαύματα, τά ὁποῖα πιστοποιοῦνται καί διά τοῦ μεγίστου ἀριθμοῦ ἀφιερωμάτων". (Ἀρχιμ. Θεοκλήτου Λαμπρινάκου, "Ὅσιος Θεόδωρος ἐκ Κορώνης καί ἐν Κυθήροις ἀσκήσας"· Περιοδικό "Διδαχή" Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μεσσηνίας, φ. 638/Μαϊου 2005, σελ. 59 - 61).
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 12η Μαϊου.
Ἅγιος Θεόδωρος Ἐπίσκοπος Ροστώφ καί Σούζνταλ Ρωσίας (+ 1023)
Τό βιογραφικό τοῦ ἁγ. Θεοδώρου ἐπ. Ροστώφ καί Σούζνταλ εἶναι ὑπό ἐπεξεργασία.
Τό Λείψανό του ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο. Μετά τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1917 τό Λείψανο ἐκτέθηκε στό τοπικό Μουσεῖο τοῦ Σούζνταλ. Λίγο πρίν τήν πτώση τοῦ ἀθεϊστικοῦ καθεστῶτος, τό Λείψανο ἦταν σέ κατάσταση ὁλοκλήρου ξηροῦ σώματος, μέ μαλλιά καί γενειάδα, ἀλλά καί ἐμφανεῖς τίς κακοποιήσεις του ἀπό τούς ἀθεϊστές. Δέν εἶναι γνωστό πότε καί κάτω ἀπό ποιές συνθήκες τεμαχίσθηκε τό Λείψανο.
Σήμερα τό μεγαλύτερο μέρος τῶν Λειψάνων φυλάσσεται στόν Ναό Παναγίας τοῦ Καζάν Σούζνταλ (ὑπαγόμενο στό Πατριαρχεῖο Μόσχας), ὅπου συνήθως ἐκτίθεται σέ προσκύνηση μέρος τῆς τιμίας Κάρας. Ἀκόμη, στόν Ναό ἁγ. Κων/νου - Ἑλένης Σούζνταλ (ὑπαγόμενο στήν δικαιοδοσία τοῦ Μητροπ. Βαλεντίνου), φυλάσσεται ἕνας τῶν ἀδιαφθόρων δακτύλων τοῦ Ἁγίου.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 8η Ἰουνίου.
Ἅγιος Θεόδωρος Ἡγεμόνας τοῦ Νόβγκοροντ Ρωσίας (+ 1233)
Πρεσβύτερος ἀδελφός ἀδελφός τοῦ ἁγ. Ἀλεξάνδρου Νέβσκι (+ 1263). Γεννήθηκε τό 1218 καί τό 1229, σέ ἡλικία μόλις 11 ἐτῶν, ἔλαβε ἀπό τόν πατέρα του Μεγ. Ἡγεμόνα Γιαροσλάβο Βσεβολόντοβιτς τήν Ἡγεμονία τοῦ Νόβγκοροντ, ἀλλά δέν ἔγινε δεκτός καί ἀποσύρθηκε στό Περεγιασλάβλ. Τό 1233, σέ ἡλικία 15 ἐτῶν, μέ ἀπαίτηση τοῦ πατέρα του, προχώρησε στόν πολιτικῆς σκοπιμότητος γάμο μέ τήν κόρη τοῦ Ἡγεμόνος τοῦ Τσερνίκωφ ἁγ. Μιχαήλ Θεοδούλη, κατά τήν τελετή ὅμως ἀπεβίωσε ἐντελῶς ξαφνικά. (Ἡ Θεοδούλη μετά τό περιστατικό αὐτό ἔγινε μοναχή· πρόκειται περί τῆς ὁσ. Εὐφροσύνης τοῦ Σούζνταλ, + 1250).
Τό Λείψανό του ἐνταφιάσθηκε στή Μονή Γιούριεφ, στό Νόβγκοροντ. Τό 1614 οἱ Σουηδοί κατέστρεψαν τήν Μονή καί ἔσπασαν τόν τάφο. Τότε τό Λείψανο βρέθηκε ἀδιάφθορο καί ὑπέστη ἀπό τούς εἰσβολεῖς προσβολές καί ἀτιμώσεις. Τελικά ἀπό τόν Ἀρχιεπίσκοπο Νόβγκοροντ Ἰσίδωρο, κατατέθηκε στόν Καθεδρικό Ναό τῆς Ἁγίας Σοφίας. Μετά τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1917, δέν ὑπάρχουν στοιχεία γιά τήν τύχη του.
Τό 1787 ὁ λόγιος Μητροπολίτης Πετρουπόλεως καί Νόβγκοροντ Γαβριήλ (Πετρώφ, + 1801), φιλοπόνησε Ἀκολουθία πρός τιμή του.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 5η Ἰουνίου.
Νεομάρτυρας Θεόδωρος ὁ Βυζάντιος (+ 1795)
Γεννήθηκε τό 1774 στό Νεοχώρι ΚΠόλεως (γι' αὐτό καί ἀποκαλεῖται Βυζάντιος), ἔμαθε τήν ζωγραφική τέχνη καί σάν ζωγράφος ἐργαζόταν στά Ἀνάκτορα τοῦ Σουλτάνου Μαχμούτ . Ἐκεῖ, στήν ἀνώριμη ἡλικία τῶν 18 ἐτῶν, ἐξώμωσε καί ἀσπάσθηκε τόν Μωαμεθανισμό. Τό 1795, κατά τήν διάρκεια ἐπιδημείας πανώλης, "ἦλθεν εἰς ἑαυτόν", δραπέτευσε ἀπό τά Ἀνάκτορα καί κατέφυγε σέ κάποιο πνευματικό. Ἀποκαταστημένος στό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας "διά μετανοίας καί Μύρου", ὁμολόγισε δημόσια τήν Χριστιανική Πίστη τό ἴδιο ἔτος καί τελειώθηκε μαρτυρικά μέ ἀπαγχονισμό.
Τό Λείψανό του ἐνταφίασαν εὐλαβεῖς Χριστιανοί, στό Ναό τῆς Παναγίας Χρυσομαλούσσας. Κατά τήν ἀνακομιδή του, τό 1798, βρέθηκε ἀδιάφθορο καί σήμερα φυλάσσεται στό Μητροπολιτικό Ναό τῆς Μυτιλήνης, τῆς ὁποίας θεωρεῖται πολιούχος (λ.χ. τό 1832, ἔσωσε τήν Λέσβο ἀπό ἐπιδημία πανώλης· Βλ. Περιοδικό "Ὁ Ποιμήν" Ἱ. Μητροπόλεως Μυτιλήνης, φ. 5 - 6/2000, σελ. 109 - 110).
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 17η Φεβρουαρίου.
Ἁγία Θεοκλητώ ἡ Θαυματουργός (9ος αἰ.)
Καταγόταν ἀπό τό Θέμα τῶν Ὀπτιμάτων καί ἀνατράφηκε ἀπό τούς γονεῖς της "ἐν παιδείᾳ καί νουθεσίᾳ Κυρίου". Ἀπό ὑπακοή πρός τούς γονεῖς της νυμφεύθηκε καί ἔζησε μέ "ἀμετρήτους ἐλεημοσύνας ἡ μακαρία, ἐπιμελουμένη τῶν ἐνδεῶν καί τῶν πενήτων". Προεῖδε τήν κοίμησή της καί ἀναδείχθηκε θαυματουργός.
Τό Λείψανό της τηρήθηκε "ὑπό θείας δυνάμεως" ἀδιάφθορο, σῶο καί ἀλώβητο! Μάλιστα "οἱ συγγενεῖς αὐτῆς συνήθιζον κατ' ἔτος νά σηκώνωσι τοῦτο, νά ἀλλάσωσι τά ἱμάτια, νά εὐτρεπίζουν τάς τρίχας τῆς κεφαλῆς, αἱ ὁποίαι ἦσαν λευκαί, καί τέλος νά κόπτουσι τούς ὄνυχας τῶν χειρῶν καί τῶν ποδῶν της, ὥς ἄν ἦτο ζωντανή !"
Δέν σώθηκαν πληροφορίες γιά τήν τύχη τοῦ Λειψάνου.
Ἡ μνήμη της τιμᾶται τήν 3η Αὐγούστου.
Ὅσιος Θεοφάνης τῆς Σιγριανῆς (9ος αἰ.)
Γεννήθηκε στήν ΚΠολη τό 759 ἀπό γονεῖς εὐγενεῖς ἀπό τήν Θεσσαλονίκη. Σέ ἡλικία μόλις 12 ἐτῶν νυμφεύθηκε, σύμφωνα μέ τήν ἐπιθυμία τῶν γονέων καί τά ἔθιμα τῆς ἐποχῆς του. Ἔζησε μέ τήν σύζυγό του βίο παρθενικό καί μετά τόν θάνατο τοῦ Αὐτοκράτορος Κωνσταντίνου Ε' τοῦ Κοπρωνύμου, ἀσπάσθηκαν καί οἱ δύο τόν μοναχικό βίο.
Μόνασε στό Ὄρος τῆς Σιγριανῆς, στήν Κύζικο. Διακρίθηκε γιά τούς ἀγῶνες του ὑπέρ τῆς προσκυνήσεως τῶν Ἱερῶν Εἰκόνων (γιά τοῦτο ἐπωνομάσθηκε Ὁμολογητής), ἀλλά καί γιά τό ἱστοριογραφικό του ἔργο, κυρίως τήν "Χρονογραφία" του, ὅπου καλύπτεται ἡ περίοδος ἀπό τόν Διοκλητιανό, τό 284, μέχρι τόν Αὐτοκράτορα Μιχαήλ Α' Ραγκαβέ, τό 813. Διώχθηκε ἀπό τόν Εἰκονομάχο Αὐτοκράτορα Λέοντα Ε' τόν Ἀρμένιο καί κοιμήθηκε ἐξόριστος στήν Σαμοθράκη, τό 815 ἤ 818.
Τό Λείψανό του ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο τό 822 καί κατατέθηκε στή Μονή τῆς Σιγριανῆς (τήν γνωστή καί σάν "Μονή τοῦ Μεγάλου Ἀγροῦ"). Δέν ὑπάρχουν πληροφορίες γιά τό ἄν καί πού διασώθηκε.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 9η Σεπτεμβρίου.
Ὅσιοι Θεοφάνης (+ 1544) καί Νεκτάριος (+ 1550)
Κτίτορες τῆς Μονῆς Βαρλαάμ Μετεώρων
Ἀδελφοί κατά σάρκα, προέρχονταν ἀπό μία τῶν ἐξοχωτέρων ἀρχοντικῶν οἰκογενειῶν τῶν Ἰωαννίνων, τούς Ἀψαράδες, τῆς ὁποίας ἑπτά μέλη ἀκολούθησαν τόν μοναχικό βίο. Ἀρχικά μόνασαν στό νησί τῆς Λίμνης τῶν Ἰωαννίνων, ὅπου ὑποτάχθηκαν γιά δέκα χρόνια στόν διακριτικό Γέροντα Σάββα. Μετά τήν κοίμηση τοῦ Γέροντος πῆγαν στό Ἅγιο Ὄρος καί συμβουλεύτηκαν τόν ἐφησυχάζοντα στήν Μονή Διονυσίου Πατριάρχη ΚΠόλεως ἅγ. Νήφωνα, μέ εὐλογία τοῦ ὁποίου ἐπέστρεψαν στά Ἰωάννινα τό 1507 καί ἵδρυσαν στό Νησί τά Ἡσυχαστήρια τοῦ Τιμίου Προδρόμου καί τοῦ ἁγ. Νικολάου.
Τό 1511 κατέφυγαν στά Μετέωρα καί γιά ἑπτά χρόνια ἀσκήθηκαν στόν Στῦλο τοῦ Τιμίου Προδρόμου (νότια τῆς σωζομένης σήμερα Μονῆς τοῦ ἁγ. Νικολάου τοῦ Ἀναπαυσᾶ). Ἐκεῖ δέχθηκαν τούς πρώτους τους ὑποτακτικούς Βενέδικτο καί Παχώμιο καί δημιούργησαν ἀδελφότητα. Τό 1518, μέ εὐλογία τοῦ Μητροπολίτου Λαρίσης καί τοῦ Πρώτου τῶν Μετεώρων, ἀνέβηκαν στήν Πέτρα τοῦ Βαρλαάμ (ἕναν ἐντυπωσιακό βράχο κοντά στό Μεγάλο Μετέωρο), στήν ἐρειπωμένη Μονή πού εἶχε ἱδρύσει ὁ σύγχρονος τοῦ ὁσ. Ἀθανασίου τοῦ Μετεωρίτου ἀσκητής Βαρλαάμ.
Θεωροῦνται οἱ δεύτεροι κτίτορες τῆς Μονῆς Βαρλαάμ, τῆς ὁποίας ἔκτισαν τό Καθολικό καί τίς λοιπές ἐγκαταστάσεις. Ὁ ὅσ. Θεοφάνης κοιμήθηκε εἰρηνικά τήν 17η Μαϊου 1544 καί ὁ ὅσ. Νεκτάριος τήν 7η Ἀπριλίου 1550. Ἰδιαίτερες λεπτομέρειες γιά τά Λείψανά τους δέν ἔχουν διασωθεῖ, σήμερα πάντως στήν Μονή Βαρλαάμ σώζονται ἡ ἀριστερή παλάμη τοῦ ὁσ. Θεοφάνη καί ἡ δεξιά τοῦ ὁσ. Νεκταρίου σέ ἀδιάφθορη κατάσταση.
Ἡ μνήμη τους τιμᾶται κοινῶς τήν 17η Μαϊου.
Ἅγιος Θεοφάνης ὁ Μυροβλύτης Ἐπίσκοπος Σολέας Κύπρου (+ 1550)
Γεννήθηκε στή Λευκωσία στά τέλη τοῦ 15ου ἤ στίς ἀρχές τοῦ 16ου αἰ. Γιά τήν οἰκογένεια καί τήν καταγωγή του δέν διασώθηκαν ἰδιαίτερες πληροφορίες. Φλεγόμενος ἀπό τόν πόθο τῆς μοναχικῆς ἀφιερώσεως ἔγινε μοναχός (δέν εἶναι γνωστό σέ ποία μονή) καί ἀργότερα γιά τήν ἀρετή του ἀναδείχθηκε Ἐπίσκοπος Σολέας, Ποιμενάρχης - δηλαδή - τῶν Ἑλληνοθοδόξων κατά τήν Λατινοκρατία στήν Κύπρο. Πιεζόμενος ἀπό τήν Λατινική "Σύνοδο" στήν ἄσκηση τῶν καθηκόντων του, ἀναγκάσθηκε νά παραιτηθεῖ καί νά ἐφησυχάση στή Μονή Μέσα Ποταμοῦ, στίς ἀνατολικές παρυφές τοῦ Ὄρος Τρόοδος.
Κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 1550.
Τό Λείψανό του ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο τό 1560 ἤ 1561. Σήμερα δέν ὑπάρχουν πληροφορίες γιά τήν τύχη του.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 17η Μαϊου.
Ἁγία Θεοφανώ Αὐτοκράτειρα τῆς ΚΠόλεως (+ 895)
Αὐτοκράτειρα τοῦ Βυζαντίου, σύζυγος τοῦ Αὐτοκράτορος Λέοντος ΣΤ' τοῦ Σοφοῦ . Ἦταν ἀρχοντικῆς καταγωγῆς καί καρπός προσευχῆς τῶν εὐσεβῶν γονέων της Κωνσταντίνου "Ἰλλουστρίου" Μαρτινάκιου καί Ἄννας. Νυμφεύθηκε τόν Λέοντα μέ συνοικέσιο τοῦ πεθεροῦ της Βασιλείου Α' τοῦ Μακεδόνος, ὁ γάμος της ὅμως δέν ὑπῆρξε εὐτυχισμένος, διότι ὁ Λέων δέν ἀγαποῦσε τήν σύζυγό του, ἀλλά τήν εὐνοούμενή του Ζωή.
Ὑπῆρξε "βασιλική μοναχή", ἀφοῦ ἡ ζωή της στό Ἱερό Παλάτιο δέν διέφερε σέ τίποτα ἀπό τήν ἀσκητική ζωή τῶν μοναχῶν. Ἀντιμετώπισε τήν οἰκογενειακή της κατάσταση μέ μεγάλη ἀξιοπρέπεια. Ἀνάλωσε τόν ἑαυτό της σέ νηστείες, ἀγαθοεργίες καί προσευχές. Ἐσωτερικά φοροῦσε εὐτελέστατα ράκη καί εἶχε τήν ἀρετή τῆς χαμαικοιτίας καί τό χάρισμα τῶν δακρύων. Μετά τόν θάνατο τῆς μοναδικῆς κόρης (892), ἀποσύρθηκε στίς Βλαχέρνες, ὅπου καί κοιμήθηκε τό 895 ἤ 846 (κατά μία πληροφορία δολοφονήθηκε ἀπό τήν Ζωή Καρβουνοψίνη, τέταρτη σύζυγο τοῦ Λέοντα).
Μετά τόν θάνατό της μετανοημένος ὁ Λέων ἄρχισε τήν ἀνέγερση κοντά στόν Ναό τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, Ναοῦ πρός τιμήν της. Ἐπειδή ὅμως ἡ Ἐκκλησία δέν δέχθηκε τήν τιμή αὐτή - διότι δέν ὑπῆρχαν φανερές ἀποδείξεις γιά τήν ἁγιότητά της, "δηλαδή δέν ἔδειξεν ἀκόμη ὁ καιρός τήν ἀπόκρυφον αὐτῆς ἀσκητικήν πολιτείαν καί διαγωγήν, διά τῆς ὁποίας ἐφάνη εὐάρεστος εἰς τόν Θεόν" - θεσπίσθηκε ἡ ἑορτή τῶν Ἁγίων Πάντων καί ὁ Ναός ἀφιερώθηκε στήν μνήμη τους. Μάλιστα λέγεται, ὅτι ὁ Λεών εἶπε χαρακτηριστικά: "Ἄν εἶναι ἡ Θεοφανώ Ἁγία, ἄς καταταχθεῖ μέ τούς Ἁγίους Πάντας".
Τήν μεγάλη της ἁγιότητα βράβευσε ὁ Θεός μέ τήν ἀφθαρσία τοῦ Λειψάνου της, τό ὁποῖο σήμερα φυλάσσεται στόν Πατριαρχικό Ναό τοῦ ἁγ. Γεωργίου, στό Φανάρι ΚΠόλεως. Ἀπότμημα τῆς Κάρας της φυλάσσεται στή Μονή Διονυσίου Ἁγίου Ὄρους.
Ἡ μνήμη της τιμᾶται τήν 16η Δεκεμβρίου.
Ὅσιος Θεράπων τοῦ Μπελοζέρσκ Ρωσίας (+ 1426)
Φίλος καί συνασκητής τοῦ μεγάλου ὁσ. Κυρίλλου τῆς Λευκῆς Λίμνης (ρωσ. Μπελοζέρσκ). Μόνασε μαζί του στήν Μονή Σιμονώφ καί πρῶτος ἔφυγε γιά τήν Λευκή Λίμνη, ὅπου ἀσκήθηκε ἐρημητικά. Ὁ ὅσ. Κύριλλος μετά ἀπό θαυμαστή ἀποκάλυψη πού δέχθηκε, συμφώνησε μέ τόν ὅσ. Θεράποντα καί ἄφησαν τήν Μονή Σιμονώφ γιά τήν μακρυνή Λευκή Λίμνη. Ἐκεῖ ὁ ὅσ. Κύριλλος ἵδρυσε τήν περιώνυμη Μονή του καί ὁ ὅσ. Θεράπων σέ ἄλλη λίμνη (δεκαπέντε μίλια ἀπό τήν Λευκή), Μονή πρός τιμήν τοῦ Γεννεθλίου τῆς Θεοτόκου.
Τό Λείψανό του ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο τό 1514 καί ἡ ἁγιότητά του διακηρύχθηκε Συνοδικά τό 1547. Μετά τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1917, δέν ὑπάρχουν πληροφορίες γιά τήν τύχη τοῦ Λειψάνου του.
Τιμᾶται τήν 27η Μαϊου καί ἡ Ἀνακομιδή τοῦ Λειψάνου του τήν 27η Δεκεμβρίου.
Ἅγιος Θεωνᾶς Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης (16ος αἰ.)
Γραπτή μαρτυρία ἤ προφορική παράδοση γιά τήν καταγωγή του δέν διασώθηκε. Οἱ σχετικές μέ αὐτόν μαρτυρίες ὑπάρχουν στό Βίο τοῦ Γέροντός του Ὁσιομάρτυρος Ἰακώβου. Ἀπό αὐτές προκύπτει, ὅτι ἦταν μοναχός τῆς Μονῆς Παντοκράτορος Ἁγίου Ὄρους καί ἀκολούθησε τόν Γέροντά του ἀρχικά στήν ἔρημο τοῦ Ἄθω καί ἔπειτα στήν Αἰτωλία. Μετά ἀπό μακροχρόνια ἄσκηση στή Μονή Τιμίου Προδρόμου Δερβέκιστας (κοντά στήν Ναύπακτο), ἀκολούθησε τήν Συνοδεία στήν Ἀδριανούπολη, ὅπου μαρτύρησαν ὁ Γέροντάς του Ἰάκωβος καί οἱ παραδελφοί του Διάκονος Ἰάκωβος καί Μοναχός Διονύσιος, τήν 1η Νοεμβρίου 1520.
Διαδέχθηκε τόν Νεομάρτυρα Γέροντά του στή διοίκηση τῆς Μονῆς Προδρόμου. Ἀργότερα ἦρθε μέ τήν συνοδεία του στή Μονή Σίμωνος Πέτρας καί ἀπό ἐκεῖ στή Γαλάτιστα, ἔξω ἀπό τήν Θεσσαλονίκη, ὅπου ἀνακαίνισε "ἐκ βάθρων" τό Μονύδριο τῆς ἁγ. Ἀναστασίας τῆς Φαρμα-κολυτρίας, τό ὁποῖο ἀνέδειξε Πατριαρχική καί Σταυροπηγιακή Μονή μέ 150 μοναχούς. Ἀνακόμισε στή Μονή τά μαρτυρικά Λείψανα τοῦ Γέροντα καί τῶν παραδελφῶν του. Ἀναδείχθηκε Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης ("ἀπό Παροναξίας"), "γνήσιος καί ἄριστος μαθητής γενόμενος τοῦ Ἀρχιποίμενος Χριστοῦ".
Κοιμήθηκε εἰρηνικά καί ἐνταφιάσθηκε στή Μονή του. Τό Λείψανό του ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο καί σήμερα φυλάσσεται ἐκεῖ, ἐνδεδυμένο πλήρη ἀρχιερατική στολή (βλ. Ἀρχιμ. Χατζῆ - Παρθενίου Κάρδαρη, "Ὁ ἅγ. Θεωνᾶς Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης - Βίος, Πολιτεία καί Ἀκολουθία αὐτοῦ", 1947).
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 4η Ἀπριλίου καί τοπικῶς στήν Μονή του καί τήν Δ' Κυριακή τῶν Νηστειῶν.
Ἁγία Θωμαϊς τῆς Λέσβου (10ος αἰ.)
Γεννήθηκε στή Λέσβο μεταξύ τῶν ἐτῶν 910 καί 913 καί διακρίθηκε γιά τήν εὐσέβεια καί τίς ἄλλες ἀρετές της. Μεταξύ τῶν τῶν 934 καί 937 νυμφεύθηκε κάποιον Στέφανο, ὁ ὁποῖος ἀποδείχθηκε ὁ "ἀκάνθινος στέφανος" τῆς ζωῆς της. Ἄνθρωπος ἄξεστος καί βάρβαρος, τήν κτυποῦσε καθημερινά καί τήν ὑπέβαλε σέ ἀπάνθρωπα μαρτύρια. Τήν θλιβερή αὐτή κατάσταση ἀντιμετώπιζε ἡ Θωμαϊδα μέ τήν προσευχή, τήν ὑπομονή καί τήν ἀγαθοεργία. "Τάς θλίψεις τοῦ βίου της ὡς προσφοράν λογικήν Χριστῷ προσενέγκασα", δοξάσθηκε ἀπ' Αὐτόν μέ τό χάρισμα τῶν θαυμάτων (ὑπάρχουν μαρτυρίες γιά 14 θαυματουργικές θεραπείες πού ἔγιναν ἐνῶ ἦταν ἀκόμη στήν ζωή) καί μετά τήν κοίμησή της (μεταξύ τῶν ἐτῶν 948 καί 951) μέ τήν ἀφθαρσία τοῦ Λειψάνου της.
Κηδεύθηκε στήν ΚΠολη, στή Μονή τήν λεγομένη "τά μικρά Ρωμαίου". Τό ἄφθαρτο Λείψανό της, στό ὁποῖο διακρίνονταν τά τραύματα ἀπό τούς ξυλοδαρμούς, φυλάσονταν ἐκεῖ μέχρι τήν πρώτη Ἅλωση τῆς Πόλεως (ἀπό τούς Σταυροφόρους, τό 1204), ὁπότε χάθηκε. Εἶναι πολύ πιθανό νά κλάπηκε ἀπό τούς Δυτικούς καί νά μεταφέρθηκε στή Δύση, ὅπως καί ἄλλα Λείψανα Ἁγίων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Τήν μνήμη της ἡ Ἐκκλησία τῆς ΚΠόλεως τιμοῦσε τήν 1η Ἰανουαρίου (ἐπέτειο τῆς κοιμήσεώς της), ἀργότερα ὅμως μετατέθηκε τήν 3η Ἰανουαρίου, γιά νά μήν συμπίπτει μέ τήν Δεσποτική Ἑορτή τῆς Περιτομῆς τοῦ Κυρίου. Ἡ πρός τήν ἁγ. Θωμαϊδα τιμή, ἐπειδή ἦταν συνδεδεμένη μέ τό ἀδιάφθορο Λείψανό της, ἀτόνισε μετά τήν ἀπώλειά του. Ἐπανῆλθε στή μνήμη τῆς Ἐκκλησίας μετά ἀπό προσπάθειες τοῦ Λεσβίου Καθηγητή τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Ἰωάννη Φουντούλη. Ἡ πρός τιμή της Ἀκολουθία εἶναι ποίημα τοῦ μ. Γερασίμου Μικραγιαννανίτου (βλ. "Λεσβιακό Μηναῖο", 1969, σελ. 84 - 94). Θεωρεῖται προστάτιδα τοῦ συζυγικοῦ βίου καί συμφιλιώτρια τῶν συζύγων. (Ἰω. Φουντούλη, "Ἡ ἁγ. Θωμαϊς ἡ Λεσβία"· στό "Λεσβιακόν Ἑορτολόγιον", 1965).
Ὅσιος Θωμᾶς τῆς Ἀντιοχείας, ὁ διά Χριστόν Σαλός (+ 594)
Ὁ ὅσ. Θωμᾶς ἦταν μοναχός στή Συρία καί ὑποκρινόταν τόν σαλό γιά νά κρύβει τήν ἀρετή του, ὁ Ἡγούμενος ὅμως τῆς Μονῆς του γνώριζε τήν πραγματικότητα καί κατά καιρούς τοῦ ἀνέθετε σοβαρές διακονίες.
Κάποτε στάλθηκε στήν Ἀντιόχεια γιά νά προμηθευτεῖ ἐφόδια γιά τήν Μονή, τά ὁποῖα συνήθως δίνονταν εὐλογία ἀπό τόν Πατριάρχη τῆς πόλεως. Τήν περίοδο ἐκείνη στήν πόλη εἶχε πέσει ἐπιδημία πανώλης. Καθώς ὁ Σαλός περίμενε στήν πόλη, πλησίασε ἕναν Ἱερέα ὀνόματι Ἀναστάσιο καί μέ διάφορες τρέλλες ζητοῦσε ἐλεημοσύνη γιά τό μοναστήρι του. Μία ἀπό αὐτές τίς φορές ὁ Ἱερέας θύμωσε καί τόν κτύπησε πολύ. Σέ ὅσους διαμαρτυρήθηκαν γι' αὐτή τήν συμπεριφορά, ὁ Ὅσιος εἶπε προφητικά: "Στό μέλλον, οὔτε ἐγώ θά πάρω, οὔτε ὁ Ἀναστάσιος θά δώσει"!
Ἡ προφητεία του ἐκπληρώθηκε ἀμέσως, διότι ὁ μέν Ἀναστάσιος ἀπεβίωσε τήν ἑπομένη, ὁ δέ Ὅσιος ἐπιστρέφοντας στή Μονή του ἀρρώστησε καί κοιμήθηκε στό Ναό τοῦ ἁγ. Εὐθυμίου πού εἶχε καταφύγει γιά νά προσευχηθεῖ!
Τό Λείψανό του ἐνταφιάσθηκε στό κοιμητήριο τῶν ξένων, μαζί μέ ἄλλους νεκρούς. Ἐκεῖ, ὁ Θεός παραχώρησε ἕνα θαυμαστό γεγονός. Ἡ γῆ "ξέβραζε" τά σώματα τῶν ἄλλων νεκρῶν! Οἱ νεκροί ἐνταφιάσθηκαν πάλι καί πάλι, ἀλλά τό φαινόμενο συνέχιζε νά συμβαίνει. Τότε ἀναφέρθηκε τό περιστατικό στόν Πατριάρχη Ἐφραίμ, ὁ ὁποῖος ἔδωσε ἐντολή νά ἀνακομισθεῖ τό Λείψανο τοῦ Σαλοῦ, τό ὁποῖο βρέθηκε ἀδιάφθορο! Ἀμέσως τό Λείψανο μεταφέρθηκε μέ τιμές στήν Ἀντιόχεια καί ἀμέσως σταμάτησε ἡ ἐπιδημία τῆς πανώλης!
Ὁ ὅσ. Θωμᾶς ἀνῆκει στήν χορεία τῶν διά Χριστῶν Σαλῶν Ἁγίων οἱ ὁποῖοι, ἐνῶ ἀρχικά τιμήθηκαν σέ τοπικό ἐπίπεδο, στή συνέχεια καί γιά λόγους πού δέν εἶναι γνωστοί, δέν συμπεριλήφθηκαν στό Βυζαντινό Ἑορτολόγιο. Τοῦ ὁσ. Θωμᾶ "τήν ἐτήσιον μνήμην παῖδες Ἀντιοχέων ἦγον, μεγαλοπρεπῶς ἑορτάζοντες" (βλ. σχετικά Νικηφόρου Καλλίστου, " Ἐκκλησιαστική Ἱστορία" βιβλίο 17ο, P. G. 147), ὁ Ὅσιος ὅμως δέν συμπεριλήφθηκε στό Βυζαντινό Ἑορτολόγιο καί γιά τό Λείψανό του δέν σώθηκε καμμία πληροφορία.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 24η Ἀπριλίου (ἡμέρα μετακομιδῆς τοῦ Λειψάνου του στήν Ἀντιόχεια) καί κατά τό Ρωμαϊκό Μαρτυρολόγιο τήν 18η Νοεμβρίου.
Ἀδελφοί κατά σάρκα, προέρχονταν ἀπό μία τῶν ἐξοχωτέρων ἀρχοντικῶν οἰκογενειῶν τῶν Ἰωαννίνων, τούς Ἀψαράδες, τῆς ὁποίας ἑπτά μέλη ἀκολούθησαν τόν μοναχικό βίο. Ἀρχικά μόνασαν στό νησί τῆς Λίμνης τῶν Ἰωαννίνων, ὅπου ὑποτάχθηκαν γιά δέκα χρόνια στόν διακριτικό Γέροντα Σάββα. Μετά τήν κοίμηση τοῦ Γέροντος πῆγαν στό Ἅγιο Ὄρος καί συμβουλεύτηκαν τόν ἐφησυχάζοντα στήν Μονή Διονυσίου Πατριάρχη ΚΠόλεως ἅγ. Νήφωνα, μέ εὐλογία τοῦ ὁποίου ἐπέστρεψαν στά Ἰωάννινα τό 1507 καί ἵδρυσαν στό Νησί τά Ἡσυχαστήρια τοῦ Τιμίου Προδρόμου καί τοῦ ἁγ. Νικολάου.
Τό 1511 κατέφυγαν στά Μετέωρα καί γιά ἑπτά χρόνια ἀσκήθηκαν στόν Στῦλο τοῦ Τιμίου Προδρόμου (νότια τῆς σωζομένης σήμερα Μονῆς τοῦ ἁγ. Νικολάου τοῦ Ἀναπαυσᾶ). Ἐκεῖ δέχθηκαν τούς πρώτους τους ὑποτακτικούς Βενέδικτο καί Παχώμιο καί δημιούργησαν ἀδελφότητα. Τό 1518, μέ εὐλογία τοῦ Μητροπολίτου Λαρίσης καί τοῦ Πρώτου τῶν Μετεώρων, ἀνέβηκαν στήν Πέτρα τοῦ Βαρλαάμ (ἕναν ἐντυπωσιακό βράχο κοντά στό Μεγάλο Μετέωρο), στήν ἐρειπωμένη Μονή πού εἶχε ἱδρύσει ὁ σύγχρονος τοῦ ὁσ. Ἀθανασίου τοῦ Μετεωρίτου ἀσκητής Βαρλαάμ.
Θεωροῦνται οἱ δεύτεροι κτίτορες τῆς Μονῆς Βαρλαάμ, τῆς ὁποίας ἔκτισαν τό Καθολικό καί τίς λοιπές ἐγκαταστάσεις. Ὁ ὅσ. Θεοφάνης κοιμήθηκε εἰρηνικά τήν 17η Μαϊου 1544 καί ὁ ὅσ. Νεκτάριος τήν 7η Ἀπριλίου 1550. Ἰδιαίτερες λεπτομέρειες γιά τά Λείψανά τους δέν ἔχουν διασωθεῖ, σήμερα πάντως στήν Μονή Βαρλαάμ σώζονται ἡ ἀριστερή παλάμη τοῦ ὁσ. Θεοφάνη καί ἡ δεξιά τοῦ ὁσ. Νεκταρίου σέ ἀδιάφθορη κατάσταση.
Ἡ μνήμη τους τιμᾶται κοινῶς τήν 17η Μαϊου.
Ἅγιος Θεοφάνης ὁ Μυροβλύτης Ἐπίσκοπος Σολέας Κύπρου (+ 1550)
Γεννήθηκε στή Λευκωσία στά τέλη τοῦ 15ου ἤ στίς ἀρχές τοῦ 16ου αἰ. Γιά τήν οἰκογένεια καί τήν καταγωγή του δέν διασώθηκαν ἰδιαίτερες πληροφορίες. Φλεγόμενος ἀπό τόν πόθο τῆς μοναχικῆς ἀφιερώσεως ἔγινε μοναχός (δέν εἶναι γνωστό σέ ποία μονή) καί ἀργότερα γιά τήν ἀρετή του ἀναδείχθηκε Ἐπίσκοπος Σολέας, Ποιμενάρχης - δηλαδή - τῶν Ἑλληνοθοδόξων κατά τήν Λατινοκρατία στήν Κύπρο. Πιεζόμενος ἀπό τήν Λατινική "Σύνοδο" στήν ἄσκηση τῶν καθηκόντων του, ἀναγκάσθηκε νά παραιτηθεῖ καί νά ἐφησυχάση στή Μονή Μέσα Ποταμοῦ, στίς ἀνατολικές παρυφές τοῦ Ὄρος Τρόοδος.
Κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 1550.
Τό Λείψανό του ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο τό 1560 ἤ 1561. Σήμερα δέν ὑπάρχουν πληροφορίες γιά τήν τύχη του.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 17η Μαϊου.
Ἁγία Θεοφανώ Αὐτοκράτειρα τῆς ΚΠόλεως (+ 895)
Αὐτοκράτειρα τοῦ Βυζαντίου, σύζυγος τοῦ Αὐτοκράτορος Λέοντος ΣΤ' τοῦ Σοφοῦ . Ἦταν ἀρχοντικῆς καταγωγῆς καί καρπός προσευχῆς τῶν εὐσεβῶν γονέων της Κωνσταντίνου "Ἰλλουστρίου" Μαρτινάκιου καί Ἄννας. Νυμφεύθηκε τόν Λέοντα μέ συνοικέσιο τοῦ πεθεροῦ της Βασιλείου Α' τοῦ Μακεδόνος, ὁ γάμος της ὅμως δέν ὑπῆρξε εὐτυχισμένος, διότι ὁ Λέων δέν ἀγαποῦσε τήν σύζυγό του, ἀλλά τήν εὐνοούμενή του Ζωή.
Ὑπῆρξε "βασιλική μοναχή", ἀφοῦ ἡ ζωή της στό Ἱερό Παλάτιο δέν διέφερε σέ τίποτα ἀπό τήν ἀσκητική ζωή τῶν μοναχῶν. Ἀντιμετώπισε τήν οἰκογενειακή της κατάσταση μέ μεγάλη ἀξιοπρέπεια. Ἀνάλωσε τόν ἑαυτό της σέ νηστείες, ἀγαθοεργίες καί προσευχές. Ἐσωτερικά φοροῦσε εὐτελέστατα ράκη καί εἶχε τήν ἀρετή τῆς χαμαικοιτίας καί τό χάρισμα τῶν δακρύων. Μετά τόν θάνατο τῆς μοναδικῆς κόρης (892), ἀποσύρθηκε στίς Βλαχέρνες, ὅπου καί κοιμήθηκε τό 895 ἤ 846 (κατά μία πληροφορία δολοφονήθηκε ἀπό τήν Ζωή Καρβουνοψίνη, τέταρτη σύζυγο τοῦ Λέοντα).
Μετά τόν θάνατό της μετανοημένος ὁ Λέων ἄρχισε τήν ἀνέγερση κοντά στόν Ναό τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, Ναοῦ πρός τιμήν της. Ἐπειδή ὅμως ἡ Ἐκκλησία δέν δέχθηκε τήν τιμή αὐτή - διότι δέν ὑπῆρχαν φανερές ἀποδείξεις γιά τήν ἁγιότητά της, "δηλαδή δέν ἔδειξεν ἀκόμη ὁ καιρός τήν ἀπόκρυφον αὐτῆς ἀσκητικήν πολιτείαν καί διαγωγήν, διά τῆς ὁποίας ἐφάνη εὐάρεστος εἰς τόν Θεόν" - θεσπίσθηκε ἡ ἑορτή τῶν Ἁγίων Πάντων καί ὁ Ναός ἀφιερώθηκε στήν μνήμη τους. Μάλιστα λέγεται, ὅτι ὁ Λεών εἶπε χαρακτηριστικά: "Ἄν εἶναι ἡ Θεοφανώ Ἁγία, ἄς καταταχθεῖ μέ τούς Ἁγίους Πάντας".
Τήν μεγάλη της ἁγιότητα βράβευσε ὁ Θεός μέ τήν ἀφθαρσία τοῦ Λειψάνου της, τό ὁποῖο σήμερα φυλάσσεται στόν Πατριαρχικό Ναό τοῦ ἁγ. Γεωργίου, στό Φανάρι ΚΠόλεως. Ἀπότμημα τῆς Κάρας της φυλάσσεται στή Μονή Διονυσίου Ἁγίου Ὄρους.
Ἡ μνήμη της τιμᾶται τήν 16η Δεκεμβρίου.
Ὅσιος Θεράπων τοῦ Μπελοζέρσκ Ρωσίας (+ 1426)
Φίλος καί συνασκητής τοῦ μεγάλου ὁσ. Κυρίλλου τῆς Λευκῆς Λίμνης (ρωσ. Μπελοζέρσκ). Μόνασε μαζί του στήν Μονή Σιμονώφ καί πρῶτος ἔφυγε γιά τήν Λευκή Λίμνη, ὅπου ἀσκήθηκε ἐρημητικά. Ὁ ὅσ. Κύριλλος μετά ἀπό θαυμαστή ἀποκάλυψη πού δέχθηκε, συμφώνησε μέ τόν ὅσ. Θεράποντα καί ἄφησαν τήν Μονή Σιμονώφ γιά τήν μακρυνή Λευκή Λίμνη. Ἐκεῖ ὁ ὅσ. Κύριλλος ἵδρυσε τήν περιώνυμη Μονή του καί ὁ ὅσ. Θεράπων σέ ἄλλη λίμνη (δεκαπέντε μίλια ἀπό τήν Λευκή), Μονή πρός τιμήν τοῦ Γεννεθλίου τῆς Θεοτόκου.
Τό Λείψανό του ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο τό 1514 καί ἡ ἁγιότητά του διακηρύχθηκε Συνοδικά τό 1547. Μετά τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1917, δέν ὑπάρχουν πληροφορίες γιά τήν τύχη τοῦ Λειψάνου του.
Τιμᾶται τήν 27η Μαϊου καί ἡ Ἀνακομιδή τοῦ Λειψάνου του τήν 27η Δεκεμβρίου.
Ἅγιος Θεωνᾶς Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης (16ος αἰ.)
Γραπτή μαρτυρία ἤ προφορική παράδοση γιά τήν καταγωγή του δέν διασώθηκε. Οἱ σχετικές μέ αὐτόν μαρτυρίες ὑπάρχουν στό Βίο τοῦ Γέροντός του Ὁσιομάρτυρος Ἰακώβου. Ἀπό αὐτές προκύπτει, ὅτι ἦταν μοναχός τῆς Μονῆς Παντοκράτορος Ἁγίου Ὄρους καί ἀκολούθησε τόν Γέροντά του ἀρχικά στήν ἔρημο τοῦ Ἄθω καί ἔπειτα στήν Αἰτωλία. Μετά ἀπό μακροχρόνια ἄσκηση στή Μονή Τιμίου Προδρόμου Δερβέκιστας (κοντά στήν Ναύπακτο), ἀκολούθησε τήν Συνοδεία στήν Ἀδριανούπολη, ὅπου μαρτύρησαν ὁ Γέροντάς του Ἰάκωβος καί οἱ παραδελφοί του Διάκονος Ἰάκωβος καί Μοναχός Διονύσιος, τήν 1η Νοεμβρίου 1520.
Διαδέχθηκε τόν Νεομάρτυρα Γέροντά του στή διοίκηση τῆς Μονῆς Προδρόμου. Ἀργότερα ἦρθε μέ τήν συνοδεία του στή Μονή Σίμωνος Πέτρας καί ἀπό ἐκεῖ στή Γαλάτιστα, ἔξω ἀπό τήν Θεσσαλονίκη, ὅπου ἀνακαίνισε "ἐκ βάθρων" τό Μονύδριο τῆς ἁγ. Ἀναστασίας τῆς Φαρμα-κολυτρίας, τό ὁποῖο ἀνέδειξε Πατριαρχική καί Σταυροπηγιακή Μονή μέ 150 μοναχούς. Ἀνακόμισε στή Μονή τά μαρτυρικά Λείψανα τοῦ Γέροντα καί τῶν παραδελφῶν του. Ἀναδείχθηκε Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης ("ἀπό Παροναξίας"), "γνήσιος καί ἄριστος μαθητής γενόμενος τοῦ Ἀρχιποίμενος Χριστοῦ".
Κοιμήθηκε εἰρηνικά καί ἐνταφιάσθηκε στή Μονή του. Τό Λείψανό του ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο καί σήμερα φυλάσσεται ἐκεῖ, ἐνδεδυμένο πλήρη ἀρχιερατική στολή (βλ. Ἀρχιμ. Χατζῆ - Παρθενίου Κάρδαρη, "Ὁ ἅγ. Θεωνᾶς Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης - Βίος, Πολιτεία καί Ἀκολουθία αὐτοῦ", 1947).
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 4η Ἀπριλίου καί τοπικῶς στήν Μονή του καί τήν Δ' Κυριακή τῶν Νηστειῶν.
Ἁγία Θωμαϊς τῆς Λέσβου (10ος αἰ.)
Γεννήθηκε στή Λέσβο μεταξύ τῶν ἐτῶν 910 καί 913 καί διακρίθηκε γιά τήν εὐσέβεια καί τίς ἄλλες ἀρετές της. Μεταξύ τῶν τῶν 934 καί 937 νυμφεύθηκε κάποιον Στέφανο, ὁ ὁποῖος ἀποδείχθηκε ὁ "ἀκάνθινος στέφανος" τῆς ζωῆς της. Ἄνθρωπος ἄξεστος καί βάρβαρος, τήν κτυποῦσε καθημερινά καί τήν ὑπέβαλε σέ ἀπάνθρωπα μαρτύρια. Τήν θλιβερή αὐτή κατάσταση ἀντιμετώπιζε ἡ Θωμαϊδα μέ τήν προσευχή, τήν ὑπομονή καί τήν ἀγαθοεργία. "Τάς θλίψεις τοῦ βίου της ὡς προσφοράν λογικήν Χριστῷ προσενέγκασα", δοξάσθηκε ἀπ' Αὐτόν μέ τό χάρισμα τῶν θαυμάτων (ὑπάρχουν μαρτυρίες γιά 14 θαυματουργικές θεραπείες πού ἔγιναν ἐνῶ ἦταν ἀκόμη στήν ζωή) καί μετά τήν κοίμησή της (μεταξύ τῶν ἐτῶν 948 καί 951) μέ τήν ἀφθαρσία τοῦ Λειψάνου της.
Κηδεύθηκε στήν ΚΠολη, στή Μονή τήν λεγομένη "τά μικρά Ρωμαίου". Τό ἄφθαρτο Λείψανό της, στό ὁποῖο διακρίνονταν τά τραύματα ἀπό τούς ξυλοδαρμούς, φυλάσονταν ἐκεῖ μέχρι τήν πρώτη Ἅλωση τῆς Πόλεως (ἀπό τούς Σταυροφόρους, τό 1204), ὁπότε χάθηκε. Εἶναι πολύ πιθανό νά κλάπηκε ἀπό τούς Δυτικούς καί νά μεταφέρθηκε στή Δύση, ὅπως καί ἄλλα Λείψανα Ἁγίων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Τήν μνήμη της ἡ Ἐκκλησία τῆς ΚΠόλεως τιμοῦσε τήν 1η Ἰανουαρίου (ἐπέτειο τῆς κοιμήσεώς της), ἀργότερα ὅμως μετατέθηκε τήν 3η Ἰανουαρίου, γιά νά μήν συμπίπτει μέ τήν Δεσποτική Ἑορτή τῆς Περιτομῆς τοῦ Κυρίου. Ἡ πρός τήν ἁγ. Θωμαϊδα τιμή, ἐπειδή ἦταν συνδεδεμένη μέ τό ἀδιάφθορο Λείψανό της, ἀτόνισε μετά τήν ἀπώλειά του. Ἐπανῆλθε στή μνήμη τῆς Ἐκκλησίας μετά ἀπό προσπάθειες τοῦ Λεσβίου Καθηγητή τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Ἰωάννη Φουντούλη. Ἡ πρός τιμή της Ἀκολουθία εἶναι ποίημα τοῦ μ. Γερασίμου Μικραγιαννανίτου (βλ. "Λεσβιακό Μηναῖο", 1969, σελ. 84 - 94). Θεωρεῖται προστάτιδα τοῦ συζυγικοῦ βίου καί συμφιλιώτρια τῶν συζύγων. (Ἰω. Φουντούλη, "Ἡ ἁγ. Θωμαϊς ἡ Λεσβία"· στό "Λεσβιακόν Ἑορτολόγιον", 1965).
Ὅσιος Θωμᾶς τῆς Ἀντιοχείας, ὁ διά Χριστόν Σαλός (+ 594)
Ὁ ὅσ. Θωμᾶς ἦταν μοναχός στή Συρία καί ὑποκρινόταν τόν σαλό γιά νά κρύβει τήν ἀρετή του, ὁ Ἡγούμενος ὅμως τῆς Μονῆς του γνώριζε τήν πραγματικότητα καί κατά καιρούς τοῦ ἀνέθετε σοβαρές διακονίες.
Κάποτε στάλθηκε στήν Ἀντιόχεια γιά νά προμηθευτεῖ ἐφόδια γιά τήν Μονή, τά ὁποῖα συνήθως δίνονταν εὐλογία ἀπό τόν Πατριάρχη τῆς πόλεως. Τήν περίοδο ἐκείνη στήν πόλη εἶχε πέσει ἐπιδημία πανώλης. Καθώς ὁ Σαλός περίμενε στήν πόλη, πλησίασε ἕναν Ἱερέα ὀνόματι Ἀναστάσιο καί μέ διάφορες τρέλλες ζητοῦσε ἐλεημοσύνη γιά τό μοναστήρι του. Μία ἀπό αὐτές τίς φορές ὁ Ἱερέας θύμωσε καί τόν κτύπησε πολύ. Σέ ὅσους διαμαρτυρήθηκαν γι' αὐτή τήν συμπεριφορά, ὁ Ὅσιος εἶπε προφητικά: "Στό μέλλον, οὔτε ἐγώ θά πάρω, οὔτε ὁ Ἀναστάσιος θά δώσει"!
Ἡ προφητεία του ἐκπληρώθηκε ἀμέσως, διότι ὁ μέν Ἀναστάσιος ἀπεβίωσε τήν ἑπομένη, ὁ δέ Ὅσιος ἐπιστρέφοντας στή Μονή του ἀρρώστησε καί κοιμήθηκε στό Ναό τοῦ ἁγ. Εὐθυμίου πού εἶχε καταφύγει γιά νά προσευχηθεῖ!
Τό Λείψανό του ἐνταφιάσθηκε στό κοιμητήριο τῶν ξένων, μαζί μέ ἄλλους νεκρούς. Ἐκεῖ, ὁ Θεός παραχώρησε ἕνα θαυμαστό γεγονός. Ἡ γῆ "ξέβραζε" τά σώματα τῶν ἄλλων νεκρῶν! Οἱ νεκροί ἐνταφιάσθηκαν πάλι καί πάλι, ἀλλά τό φαινόμενο συνέχιζε νά συμβαίνει. Τότε ἀναφέρθηκε τό περιστατικό στόν Πατριάρχη Ἐφραίμ, ὁ ὁποῖος ἔδωσε ἐντολή νά ἀνακομισθεῖ τό Λείψανο τοῦ Σαλοῦ, τό ὁποῖο βρέθηκε ἀδιάφθορο! Ἀμέσως τό Λείψανο μεταφέρθηκε μέ τιμές στήν Ἀντιόχεια καί ἀμέσως σταμάτησε ἡ ἐπιδημία τῆς πανώλης!
Ὁ ὅσ. Θωμᾶς ἀνῆκει στήν χορεία τῶν διά Χριστῶν Σαλῶν Ἁγίων οἱ ὁποῖοι, ἐνῶ ἀρχικά τιμήθηκαν σέ τοπικό ἐπίπεδο, στή συνέχεια καί γιά λόγους πού δέν εἶναι γνωστοί, δέν συμπεριλήφθηκαν στό Βυζαντινό Ἑορτολόγιο. Τοῦ ὁσ. Θωμᾶ "τήν ἐτήσιον μνήμην παῖδες Ἀντιοχέων ἦγον, μεγαλοπρεπῶς ἑορτάζοντες" (βλ. σχετικά Νικηφόρου Καλλίστου, " Ἐκκλησιαστική Ἱστορία" βιβλίο 17ο, P. G. 147), ὁ Ὅσιος ὅμως δέν συμπεριλήφθηκε στό Βυζαντινό Ἑορτολόγιο καί γιά τό Λείψανό του δέν σώθηκε καμμία πληροφορία.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 24η Ἀπριλίου (ἡμέρα μετακομιδῆς τοῦ Λειψάνου του στήν Ἀντιόχεια) καί κατά τό Ρωμαϊκό Μαρτυρολόγιο τήν 18η Νοεμβρίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου