ΑΔΙΑΦΘΟΡΑ ΛΕΙΨΑΝΑ
Ἱστορική καί Θεολογική προσέγγιση
Ἱστορική καί Θεολογική προσέγγιση
Καθηγητοῦ Ἀντωνίου Μάρκου
Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α
Βιβλιογραφία
Προλεγόμενα
Εἰσαγωγή.
Φυσικές αἰτίες μή διαλύσεως σωμάτων.
Τεχνιτές αἰτίες μή διαλύσεως σωμάτων.
Ὑπερφυσικές αἰτίες μή διαλύσεως σωμάτων.
Α. Ἡ ἁμαρτία σάν αἰτία μή διαλύσεως σώματος.
Β. Ἡ ἁγιότητα σάν αἰτία μή διαλύσεως σώματος.
Διαφορές μεταξύ ἀδιαλύτου σώματος καί ἀδιαφθόρου Λειψάνου.
Μαρτυρίες προσωρινῆς διατηρήσεως Ἁγίων Λειψάνων.
Ἀσαφεῖς ἀναφορές σέ ἀδιάφθορα Λείψανα.
Κρυμμένα ἀδιάφθορα Λείψανα ἀγνώστων Ἁγίων.
Λαύρα τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου - Ὁ θησαυρός τῶν ἀδιαφθόρων Ἁγίων Λειψάνων.
Περιπτώσεις ἀδιαφθόρων Λειψάνων κατά τούς Νέους Χρόνους.
Γέροντας Κλεόπας τοῦ Βαλαάμ Ρωσίας (17ος - 18ος αἰ.).
Γέροντας Ὀνούφριος τῆς Σκήτης Βορόνας Μολδαβίας (18ος αἰ.).
Ἀρχιμ. Νικόλαος τῆς Σκήτης Βορόνας Μολδαβίας (18ος αἰ.).
Γέροντας Νικήτας τῶν Δασῶν Ροσλάβλ Ρωσίας (+ 1793).
Μεγαλόσχημος Θεόδωρος τοῦ Σβίρ Ρωσίας (+ 1822).
Ἀρχιεπίσκοπος Γουρίας τῆς Κριμαίας (+ 1882).
Ἱερομόναχος Σεραφείμ τοῦ Χαρκόβου Ρωσίας (+ 1955).
Ἱερομόναχος Διονύσιος Παϊκόπουλος (1937).
Πνευματικός Λεόντιος τῆς Καισαρείας.
Πνευματικός Βικέντιος Μαλάου (1945).
Ἱερομόναχος Σάββας τῆς Καλύμνου (1948).
Μοναχή Εἰρήνη - Μυρτιδιώτισσα τῶν Οἰνουσσῶν (1960).
Ἱερομόναχος Ἰωάννης ὁ Χοζεβίτης (1960).
Ἀρχιεπίσκοπος Λουκᾶς τῆς Συμφερουπόλεως Ρωσίας (1961).
Ἀρχιεπίσκοπος Ἰωάννης τῆς Σαγκάης (1966).
Ἀρχιμανδρίτης Φιλούμενος ὁ Κύπριος (1979).
Ἱερεύς Ἡλίας Λακατούσου (1983).
Μητροπολίτης Φιλάρετος τῆς Ρ.Ο.Ε.Δ (1985).
Ἡ ἀφθαρσία τῆς Τιμίας Ζώνης τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου.
ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ
"Ἡ θέα ἑνός ἁγίου Λειψάνου, συνήθως εὐωδιάζοντος καί σέ κάποιες περιπτώσεις ἀδιαφθόρου, εἶναι ἀσφαλῶς ἕνα θέαμα καταπληκτικό καί ἕνα βίωμα συγκλονιστικό. Καί ἐφ' ὅσον σάν θαῦμα ὁρίζεται ἡ ὑπέρβαση ἑνός φυσικοῦ νόμου, τότε ἀναμφίβολα ἡ ὑπέρβαση τοῦ φυσικοῦ νόμου τῆς μετά τόν θάνατο σήψεως, διαλύσεως καί φθορᾶς τῶν σωμάτων, ἡ ἀφθαρσία, δηλαδή, τῶν σωμάτων, καί ἡ μυροβλυσία τους, ἀποτελεῖ ἕνα θαῦμα τοῦ Θεοῦ, μία ἀπόδειξι τῆς διαρκούς Πεντηκοστῆς τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς παρουσίας "μεθ' ἡμῶν εἰς τόν αἰῶνα" τοῦ Ἁγίου Πνεύματος".
Ἀντ. Μάρκου, «Περί τῶν Ἁγίων Λειψάνων»
Τά ἀδιάφθορα Λείψανα, ὅπως ἀποδεικνύεται στή συνέχεια, ἀποτελοῦν ἕνα τῶν μεγαλυτέρων θαυμάτων τῆς Χριστιανικῆς Πίστεως. Ἡ προσέγγιση αὐτοῦ τοῦ θαύματος κάλυψε μία ἐπίπονη δωδεκαετία ἐρευνητικῆς ἐργασίας. Χρειάσθηκε ἡ συστηματική μελέτη ἐκτεταμένης βιβλιογραφίας, ἑλληνικῆς καί ξένης, καί ἡ δημιουργία ἱκανῆς βιβλιοθήκης, γιά τήν εὐχερέστερη χρήση τῶν πηγῶν.
Καταβλήθηκε προσπάθεια τό ἔργο νά μήν ἐπιβαρυνθεῖ μέ ἐπιστημονικούς ὅρους, πού θά ἔκαναν δυσχερή τήν μελέτη του ἀπό τό εὑρύ κοινό, ἀλλά ταυτόχρονα καταβλήθηκε προσπάθεια ἡ ἁπλούστευση νά μήν ἀποβεῖ σέ βάρος τῆς ἐπιστημονικῆς καί ἱστορικῆς του ἀκριβείας.
Πλέον τῶν ἔργων τῶν ἀναφερομένων μέσα στό κείμενο, δημοσιεύεται καί ἐπιλογή βιβλιογραφίας.
Μέρος Πρῶτο:
ΑΔΙΑΦΘΟΡΑ ΑΓΙΑ ΛΕΙΨΑΝΑ
"Οὐδέ δώσεις τόν ὅσιόν Σου ἰδεῖν διαφθοράν"
Ψαλμ. 15, 10.
Ψαλμ. 15, 10.
Εἰσαγωγή
Ἡ μετά τόν θάνατο ἀφθαρσία τοῦ σώματος, εἶναι ἀναντίρρητα ἕνα γεγονός πολύ σημαντικό. Ἡ φύση τοῦ ἀνθρώπου (τοῦ μεταπτωτικοῦ ἀνθρώπου στήν ἐκκλησιαστική ὁρολογία), εἶναι ἑνωμένη μέ τόν θάνατο καί τήν φθορά, γι' αὐτό καί τόν θάνατο ἀκολουθεῖ πάντα ἡ σήψη, ἡ διάλυση, ὁ ἀφανισμός τοῦ σώματος. Ὅμως ἡ ἰσχύ αὐτοῦ τοῦ φυσικοῦ νόμου, τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ "γῆ εἶ καί εἰς γῆν ἀπελεύση", τῆς διαλύσεως δηλαδή τοῦ σώματος "εἰς τά ἐξ' ὧν συνετέθη" στοιχεῖα, ἀναστέλεται σέ κάποιες περιπτώσεις. Κάποια νεκρά σώματα δέν διαλύονται, ἀλλά παραμένουν ἀδιάλυτα ("δεμένα" κατά τήν ἐκκλησιαστική ὁρολογία).
Ἡ σχετική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας - ὅπως τήν διατυπώνει ὁ ἅγ. Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, στήν ὑποσημείωση τοῦ Ζ' Κανόνος τοῦ ἁγ. Γρηγορίου Νύσσης - δέχεται, ὅτι οἱ αἰτίες τῆς μή διαλύσεως εἶναι φυσικές καί ὑπερφυσικές. "Ἄξιον εἶναι νά σημειώσωμεν - γράφει - καί περί τῶν νεκρῶν ὅπου ἐβγαίνουν δεμένοι μετά θάνατον, διορίζοντες, ὅτι δύο εἶναι οἱ αἰτίες οἱ καθολικές τοῦ δεσμοῦ τῶν τοιούτων. Ἡ μία εἶναι φυσική καί ἡ ἄλλη ὑπερφυσική". ("Πηδάλιον..."· ἔκδοσις ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ, 1998, σελ. 661).
Ἡ μή διάλυση ἑνός νεκροῦ σώματος, ἀνθρώπου ἤ ζώου, ἀνεξάρτητα ἀπό τήν αἰτία πού τήν προκάλεσε, ὀνομάζεται στήν ἐπιστημονική γλῶσσα μουμιοποίηση. Ἕνας μᾶλλον ἐπιτυχημένος ἐγκυκλοπαιδικός ὁρισμός τῆς μουμιοποιήσεως εἶναι ὁ ἀκόλουθος:
Μουμιοποίηση "ἐγκυκλοπαιδικῶς καλεῖται ἡ μετατροπή τοῦ ταφέντος πτώματος εἰς ξηράν σπογγώδη μᾶζαν, εὐκόλως κονιοποιουμένην καί διατηροῦσαν πολλάκις τήν προτέραν μορφήν, ὁπότε δυνατόν νά συντηρηθῆ ἐπί μακρόν χρόνον, μέχρι χιλίων περίπου ἐτῶν. Προέρχεται δ' αὕτη εἶτε λόγῳ μεγάλης ξηρασίας καί ὑψηλῆς θερμοκρασίας, ὡς παρατηρεῖται εἰς τάς ἐρήμους, εἴτε ἐξ ἐπιδράσεως τοῦ ψύχους, εἶτε καί ἕνεκα λίαν ἐντόνου ἀερισμοῦ, ἐξ' οὗ τά πτώματα ξηραίνονται τάχιστα διά τῆς ἐξατμίσεως, ὁπότε παρακωλύεται συγχρόνως καί ἡ ἐνέργεια τῶν μικροβίων τῆς σήψεως. Τοιαῦτη ἀλλοίωσις δυνατόν νά παρατηρηθῆ καί μετά δηλητηρίασιν διά φωσφόρου, οἰνοπνεύματος, ἰδίως δέ ἀρσενικοῦ καί ὑδραργύρου" ("Σύγχρονος Ἐγκυκλοπαίδεια Ἐλευθερουδάκη", τ. 9ος, σελ. 506).
Ἡ μετά τόν θάνατο ἀφθαρσία τοῦ σώματος, εἶναι ἀναντίρρητα ἕνα γεγονός πολύ σημαντικό. Ἡ φύση τοῦ ἀνθρώπου (τοῦ μεταπτωτικοῦ ἀνθρώπου στήν ἐκκλησιαστική ὁρολογία), εἶναι ἑνωμένη μέ τόν θάνατο καί τήν φθορά, γι' αὐτό καί τόν θάνατο ἀκολουθεῖ πάντα ἡ σήψη, ἡ διάλυση, ὁ ἀφανισμός τοῦ σώματος. Ὅμως ἡ ἰσχύ αὐτοῦ τοῦ φυσικοῦ νόμου, τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ "γῆ εἶ καί εἰς γῆν ἀπελεύση", τῆς διαλύσεως δηλαδή τοῦ σώματος "εἰς τά ἐξ' ὧν συνετέθη" στοιχεῖα, ἀναστέλεται σέ κάποιες περιπτώσεις. Κάποια νεκρά σώματα δέν διαλύονται, ἀλλά παραμένουν ἀδιάλυτα ("δεμένα" κατά τήν ἐκκλησιαστική ὁρολογία).
Ἡ σχετική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας - ὅπως τήν διατυπώνει ὁ ἅγ. Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, στήν ὑποσημείωση τοῦ Ζ' Κανόνος τοῦ ἁγ. Γρηγορίου Νύσσης - δέχεται, ὅτι οἱ αἰτίες τῆς μή διαλύσεως εἶναι φυσικές καί ὑπερφυσικές. "Ἄξιον εἶναι νά σημειώσωμεν - γράφει - καί περί τῶν νεκρῶν ὅπου ἐβγαίνουν δεμένοι μετά θάνατον, διορίζοντες, ὅτι δύο εἶναι οἱ αἰτίες οἱ καθολικές τοῦ δεσμοῦ τῶν τοιούτων. Ἡ μία εἶναι φυσική καί ἡ ἄλλη ὑπερφυσική". ("Πηδάλιον..."· ἔκδοσις ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ, 1998, σελ. 661).
Ἡ μή διάλυση ἑνός νεκροῦ σώματος, ἀνθρώπου ἤ ζώου, ἀνεξάρτητα ἀπό τήν αἰτία πού τήν προκάλεσε, ὀνομάζεται στήν ἐπιστημονική γλῶσσα μουμιοποίηση. Ἕνας μᾶλλον ἐπιτυχημένος ἐγκυκλοπαιδικός ὁρισμός τῆς μουμιοποιήσεως εἶναι ὁ ἀκόλουθος:
Μουμιοποίηση "ἐγκυκλοπαιδικῶς καλεῖται ἡ μετατροπή τοῦ ταφέντος πτώματος εἰς ξηράν σπογγώδη μᾶζαν, εὐκόλως κονιοποιουμένην καί διατηροῦσαν πολλάκις τήν προτέραν μορφήν, ὁπότε δυνατόν νά συντηρηθῆ ἐπί μακρόν χρόνον, μέχρι χιλίων περίπου ἐτῶν. Προέρχεται δ' αὕτη εἶτε λόγῳ μεγάλης ξηρασίας καί ὑψηλῆς θερμοκρασίας, ὡς παρατηρεῖται εἰς τάς ἐρήμους, εἴτε ἐξ ἐπιδράσεως τοῦ ψύχους, εἶτε καί ἕνεκα λίαν ἐντόνου ἀερισμοῦ, ἐξ' οὗ τά πτώματα ξηραίνονται τάχιστα διά τῆς ἐξατμίσεως, ὁπότε παρακωλύεται συγχρόνως καί ἡ ἐνέργεια τῶν μικροβίων τῆς σήψεως. Τοιαῦτη ἀλλοίωσις δυνατόν νά παρατηρηθῆ καί μετά δηλητηρίασιν διά φωσφόρου, οἰνοπνεύματος, ἰδίως δέ ἀρσενικοῦ καί ὑδραργύρου" ("Σύγχρονος Ἐγκυκλοπαίδεια Ἐλευθερουδάκη", τ. 9ος, σελ. 506).
Φυσικές αἰτίες μή διαλύσεως σωμάτων
Φυσική μουμιοποίηση μπορεῖ νά προκληθεῖ ἀπό τήν σκόπιμη ἤ τυχαῖα ἔκθεση πτώματος σέ ἀπαραιτήτως ξηρό, πολύ ζεστό ἤ ἀντιθέτως πολύ ψυχρό περιβάλλον .
Ὁ ἐνταφιασμός στή ζεστή ἄμμο, ἐπιτρέπει τήν γρήγορη ἐξάτμιση τῶν ὑγρῶν τοῦ σώματος καί τήν διάλυση τῶν ἐσωτερικῶν ὀργάνων, ἀπ' ὅπου ἀρχίζει ἡ διαδικασία τῆς ἀποσυνθέσεως. Ἔτσι ἡ καυτή ἄμμος τῆς Αἰγύπτου παρήγαγε τόσο ἐπιτυχημένες μούμιες, ὥστε τόν 19ο αἰ. δόλιοι χωρικοί προμήθευαν μέ τέτοιες Εὐρωπαίους συλλέκτες, πού νόμιζαν ὅτι ἀποκτοῦσαν μούμια τῆς ἐποχῆς τῶν Φαραώ.
Τό 1954 βρέθηκε στή Χιλή, σέ μία σπηλιά κοντά στήν κορυφή τῶν Ἄνδεων El Plomo (ὕψους 17. 712 ποδῶν), τό μουμιοποιημένο σῶμα ἑνός ἀγοριοῦ 8 - 10 ἐτῶν. Τό παιδί εἶχε ναρκωθεῖ μέ κάποιο ναρκωτικό καί μετά ἀφέθηκε νά παγώσει, σάν θυσία στό θεό Ἴνκα - Ἥλιο. Τό σῶμα αὐτό σήμερα ἐκτίθεται σέ προθήκη καταψύξεως, σέ μουσεῖο τοῦ Σαντιάγκο.
Παρόμοια εἶναι ἡ περίπτωση τῆς νεαρῆς Juanita, γνωστῆς σάν "παγωμένης νεαρῆς", ἡ ὁποία βρέθηκε τό 1995 ἀπό τόν J. Rewhart στό ὄρος Ampato τοῦ Περοῦ. Ἦταν ἡλικίας 12 - 14 ἐτῶν καί πάγωσε μέ τόν ἴδιο τρόπο πρίν 500 περίπου χρόνια.
Τό 1991 βρέθηκε ἀπό ὀρειβάτες σέ ἕνα παγετώνα στά σύνορα Αὐστρίας - Ἰταλίας, ἡ παγωμένη μούμια ἑνός προϊστορικοῦ ἀνθρώπου, ἡλικίας περίπου 5.000 ἐτῶν. Τό εὕρημα διατηρήθηκε στήν κατάψυξη γιά νά μήν ἀλλοιωθεῖ. Τόν Σεπτέμβριο τοῦ 2000 Ἰταλοί ἐπιστήμονες ξεπάγωσαν γιά λίγο τήν μούμια γιά νά πάρουν δείγματα δοντιῶν καί ὀστῶν, πού θά τούς ἐπέτρεπαν νά ἀναλύσουν τό DNA καί νά ἀποκτήσουν μία εἰκόνα γιά τά γενετικά χαρακτηριστικά τῶν προϊστορικῶν ἀνθρώπων. (Περιοδικό "Νational Geographic", Ἰούνιος 2001).
Στά πεδία τύρφης τῆς Δανίας, Ἰρλανδίας καί Σκωτίας, ἔχουν κατά καιρούς ἀνακαλυφθεῖ διατηρημένα σώματα ἀνθρώπων τῆς Ἐποχῆς τοῦ Σιδήρου. Ἡ διατήρηση αὐτή ἀποδίδεται στά ὀξέα τῆς τύρφης πού ἐμπόδισαν τήν ἀνάπτυξη τῶν βακτηριδίων. Στίς περιπτώσεις αὐτές τά διατηρημένα σώματα βρέθηκαν μαυρισμένα.
Μία αἰτία φυσικῆς μουμιοποίησης εἶναι καί ἡ ραδιενέργεια. Ἕνας μεγάλος ἀριθμός μερικῶς μουμιοποιημένων σωμάτων, ἡλικίας 250 ἐτῶν, βρέθηκαν στό φρούριο τοῦ Somersdorf, στό Mittelfranken τῆς Γερμανίας, ὅπου τά πεδία ραδιενέργειας εἶναι ἰδιαίτερα ὑψηλά. Τά σώματα πού βρέθηκαν πάντως πολύ ἀπέχουν ἀπό τόν ὁρισμό τοῦ ἀφθάρτου σώματος, ἐφ' ὅσον βρέθηκαν σκελετοί μέ μαλλιά καί κάποια ὑπολείμματα σάρκας καί ὄχι ἄφθαρτα σώματα.
Σέ φυσική αἰτία, ἄν καί ἀπροσδιόριστη μέχρι σήμερα, ὀφείλονται καί οἱ διατηρήσεις πτωμάτων, ἀνθρώπων καί ζώων, στήν κρύπτη τοῦ Καθεδρικοῦ Ναοῦ τῆς Βρέμης, στή Γερμανία. Πρόκειται γιά ἕνα ὑπόγειο μέ μολύβδινη ἐπένδυση, στό ὁποῖο ὅμως κυκλοφορεῖ ἄνετα ὁ ἀέρας. Τόν 18ο αἰ. ἕνας νεαρός ἔπεσε στό ὑπόγειο καί σκοτώθηκε. Ἀρκετά χρόνια ἀργότερα τό σῶμα του βρέθηκε διατηρημένο, ὅπως καί ζώων καί πτηνῶν πού εἶχαν πέσει ἐκεῖ. Ἀμέσως μετά ἀπό αὐτή τήν ἀνακάλυψη πολλά μέλη τῆς Γερμανικῆς ἀριστοκρατίας ζήτησαν νά ταφοῦν ἐκεῖ καί πράγματι τά σώματά τους δέν διαλύθηκαν καί παραμένουν μέχρι σήμερα ὁρατά μέσα στά φέρετρά τους!
Στίς φυσικές αἰτίες τῆς μή διαλύσεως τῶν σωμάτων, ὁ ἅγ. Νικόδημος μνημονεύει τήν διαφορά κράσεων, τήν ἐποχή τοῦ θανάτου καί τήν σύσταση τοῦ ἐδάφους. Γράφει σχετικά:
"Λέγει ὁ Μέγας Βασίλειος, ὅτι τόση μεγάλη διαφορά εὑρίσκεται ἀνάμεσα εἰς τάς κράσεις, ὅση εἶναι ἀνάμεσα εἰς τόν σίδηρον καί τά φρύγανα. Ὅθεν ἀκολούθως καί ὅσα σώματα εἶναι δυνατῆς καί στερεᾶς κράσεως, ταῦτα συνακολούθως χρειάζονται νά εὑρίσκωνται πολλούς χρόνους εἰς τόν τάφον - ἄλλα μέν πέντε, ἄλλα δέ καί ἑπτά - διά νά διαλύσουν καί ὀγλίγωρα δέν πρέπει νά γίνεται ἡ τῶν τοιούτων ἀνακομιδή.
Προέρχεται (ἡ μή διάλυση) καί ἀπό τόν καιρόν, διά τί ὅσοι ἀποθνήσκουν ἐν καιρῷ χειμῶνος ἤ χιόνων καί πάγου, δυσκολώτερα λύονται ἀπό ἐκείνους ὁποῦ ἀποθνήσκουν ἐν καιρῷ θέρους καί καύματος.
Προέρχεται ἀκόμη ὁ δεσμός καί ἀπό τόν τόπον καί τό χῶμα τῆς γῆς· διότι καθώς ἄλλη μέν γῆ κάμνει εὐκολόβραστα τά ὄσπρια, ἄλλη δέ δυσκολόβραστα, τοιουτοτρόπως ἄλλη μέν γῆ εὐκολώτερα διαλύει τά σώματα, ἄλλη δέ δυσκολώτερα" (αὐτ., σελ. 661).
Τεχνιτές αἰτίες μή διαλύσεως σωμάτων
Ἐκτός ἀπό τήν φυσική μουμιοποίηση (ὅπως περιγράφεται προηγουμένως), ὑπάρχει καί ἡ τεχνιτή, ἡ ὁποία ἐπιγχάνεται μέ τήν ταρίχευση ἤ βαλσάμωση. Τήν διατήρηση τῶν σωμάτων θεωροῦσαν ἀπαραίτητη γιά λόγους θρησκευτικούς (ἐφ' ὅσον ἦταν συνδεδεμένη μέ τήν πεποιήθηση τῆς μετά θάνατο ζωῆς), πολλοί ἀρχαῖοι λαοί καί τήν ἐπιτύγχαναν μέ τήν ἐφαρμογή διαφόρων μεθόδων ἀναστολῆς τῆς φυσικῆς σήψεως καί διαλύσεως τοῦ σώματος.
Οἱ ἀρχαῖοι Αἰγύπτιοι - σύμφωνα μέ πληροφορίες πού διέσωσαν ὁ Ἡρόδοτος καί ὁ Διόδωρος, ἀλλά καί μελέτες τοῦ Καθηγητή τῆς Ἀνατομίας στήν Ἰατρική Σχολή τοῦ Καϊρου G. Elliot Smith - χρησιμοποιοῦσαν γιά τήν ταρίχευση νάτριο. Στή διαδικασία περιλαμβάνονταν ἡ ἀφαίρεση τοῦ ἐγκεφάλου καί τῶν ἐσωτερικῶν ὀργάνων, ὁ ἐμβαπτισμός τοῦ σώματος γιά 30 - 40 ἤ καί 70 ἡμέρες σέ διάλυμα ἁλατιοῦ, τό περιτύλιγμα μέ γάζες καί ρητίνες καί ἡ τοποθέτηση σέ ἀλλεπάλληλα προστατευτικά φέρετρα. Χαρακτηριστική περιγραφή ταρίχευσης στούς ἀρχαίους Αἰγυπτίους, ἀναφέρει ὁ Wilbourk Smith (τό ἀπόσπασμα ἀναφέρεται στήν ταρίχευση τοῦ Φαραώ Μαμώς):
"Ὁ χειρουργός εἶχε ἀποθέσει τή βασιλική σορό στό ἔδαφος καί εἶχε κάνει τήν παραδοσιακή τομή στήν ἀριστερή πλευρά. Ἀπό ἐκεῖ εἶχε ἀφαιρέσει τά σπλάχνα καί τά ἐσωτερικά ὄργανα. Τό περιεχόμενο τοῦ στομάχου καί τῶν ἐντέρων εἶχε ξεπλυθεῖ στό ὄξινο, ἁλμυρό νερό τῆς λίμνης. Μετά, ὅλα τά ὄργανα εἶχαν συσκευασθεῖ μέ ἄσπρους κρυστάλλους νάτρου ἀπό τίς ὄχθες τῆς λίμνης καί εἶχαν ἀποθηκευθεῖ σέ πήλινα λαγήνια κρασιοῦ. Ὁ χειρουργός γέμισε τήν κοιλότητα τοῦ σώματος μέ νάτρο καί μετά τό τύλιξε μέ λινούς ἐπιδέσμους μουλιασμένους στό ἁλάτι. Ὅταν θά ἔφταναν στίς Θῆβες, ἡ σορός θά μεταφερόταν στόν προσωπικό νεκρικό ναό τοῦ Βασιλιᾶ καί θά παραδιδόταν στούς ἱερεῖς καί τούς ταριχευτές γιά τίς ἑβδομήντα ἡμέρες τελετουργικῆς προετοιμασίας γιά τήν ταφή...
Ἡ Αἴθουσα τῆς Θλίψης, ἦταν τό ἱερό μέρος ὅπου ἡ μούμια τοῦ Μαμώς κειτόταν στήν πλάκα ταρίχευσης ἀπό μαῦρο διορίτη. Σέ ἕνα χωριστό χῶρο, στόν πλαϊνό τεῖχο, μέ φρουρό ἕνα μαῦρο ἄγαλμα τοῦ Ἄνουβι, τοῦ θεοῦ τῶν κοιμητηρίων, βρίσκονταν τά ἀλαβάστρινα δοχεῖα πού περιεῖχαν τήν καρδιά, τούς πνεύμονες καί τά σπλάχνα τοῦ Βασιλιᾶ...
Ὅλες τίς βδομάδες μετά τόν θανατό του, οἱ ταριχευτές δούλευαν στό πτῶμα τοῦ Βασιλιᾶ. Πρῶτα εἶχαν χώσει ἕνα ἀσημένιο κουτάλι μέ μακρυά λαβή στό ρουθούνι του καί - χωρίς νά σημαδέψουν τό πρόσωπό του - εἶχαν ἀφαιρέσει τή μαλακή ὕλη τοῦ ἐγκεφάλου. Εἶχαν ἀφαιρέσει τούς βολβούς τῶν ματιῶν, πού θά σάπιζαν γρήγορα, καί εἶχαν γεμίσει τίς κόγχες τῶν ματιῶν καί τήν κοιλότητα τοῦ κρανίου μέ ἅλατα νάτρου καί ἀρωματικά βότατα. Μετά εἶχαν ἀποθέσει τό πτῶμα σέ ἕνα λουτρό μέ ἐξαιρετικά συμπυκνωμένα ἅλατα, μέ τό κεφάλι ἐκτεθημένο, καί τό εἶχαν ἀφήσει νά ποτίσει γιά τριάντα ἡμέρες, ἀλλάζοντας καθημερινά τά ἀλκαλικά ὑγρά. Τό λίπος εἶχε διυλιστεῖ ἀπό τό πτῶμα καί τό δέρμα εἶχε ξεφλουδίσει. Μόνο τά μαλλιά καί τό δέρμα τοῦ κεφαλιοῦ εἶχαν μείνει ἀνέπαφα.
Ὅταν τελικά οἱ ταριχευτές ἔβγαλαν τό πτῶμα ἀπό τό λουτρό, τό ἀπέθεσαν στήν πλάκα ἀπό διορίτη καί τό ἔπλυναν μέ ἔλαια καί βάμματα βοτάνων. Γέμισαν τήν ἄδεια κοιλότητα τοῦ στομάχου μέ λινές λωρίδες ποτισμένες μέ ρητίνη καί κερί… Μετά τίς υπόλοιπες σαράντα μέρες τῆς ταρίχευσης, τό πτῶμα εἶχε στεγνώσει ἐντελῶς, καθώς τό φυσοῦσαν οἱ καυτοί ἄνεμοι τῆς ἐρήμου πού περνοῦσαν ἀπό τίς ἀνοιχτές πόρτες.
Μετά τήν πλήρη ἀφυδάτωση, εἶχε ἀρχίσει ἡ περίδεση. Οἱ λινοί ἐπίδεσμοι εἶχαν ἁπλωθεῖ σέ ἕνα περίτεχνο σχῆμα... Κάτω ἀπό τούς ἐπιδέσμους εἶχαν τοποθετηθεῖ κι ἄλλα πολύτιμα ξόρκια καί φυλαχτά καί κάθε στρώση εἶχε περαστεῖ μέ ρητίνες... Μόνο τό κεφάλι εἶχε μείνει ἀκάλυπτο καί τήν ἑβδομάδα πρίν τό Ἄνοιγμα τοῦ Στόματος, τέσσερις ἀπό τούς πιό ἐπιδέξειους καλλιτέχνες τῆς συντεχνίας τῶν ταριχευτῶν, χρησιμοποιῶντας κερί καί κοσμητικά σκευάσματα, εἶχαν ἀποκαταστήσει τά χαρακτηριστικά τοῦ Βασιλιᾶ". ("Οἱ γιοί τοῦ Νείλου", ἔκδοσις 2002, σελ. 34 καί 107 – 108).
Στό Μεξικό καί τό Περοῦ τά πτώματα ἀποξηραίνονταν στήν ἄμμο ἤ τόν ἀέρα ἤ μέ τήν χρήση καπνοῦ, στήν Αὐστραλία μέ τήν ἔκθεση στή φωτιά καί σέ νησιά τοῦ Εἰρηνικοῦ (ὅπως τήν Χαβάϊ καί τήν Ταϊτή), μέ τήν ἐπίχυση εἰδικῶν λαδιῶν καί τήν ἀποξήρανση στόν ἥλιο.
Στό Θιβέτ συνήθιζαν νά ταριχεύουν τούς Λάμα. Κατά τόν T. Lobsang Rampa, "μετά τό ἄνοιγμα τῆς κοιλιᾶς, γέμιζαν τήν κοιλιακή κοιλότητα μέ ἕνα ὑλικό διαποτισμένο μέ λάκα καί τό σῶμα τυλιγόταν σέ λακαριστό μετάξι. Γινόταν ὁλοκληρωτικά σκληρό, μετά τήν τοποθέτησή του σ' ἕνα δωμάτιο γεμάτο ἁλάτι, μέσα ἀπό τό ὁποῖο περνοῦσε μέ ὁρμή γιά ἀρκετές ἡμέρες ζεστός ἀέρας. Ἔπειτα τό ἄφηναν νά κρυώσει, τό ξετύλιγαν καί στή συνέχεια τό σκέπαζαν μέ φύλλα χρυσοῦ ἔμπειροι τεχνίτες. Μετά τό μετέφεραν στήν Αἴθουσα τῶν Ἐνσαρκώσεων, ὅπου τό τοποθετοῦσαν σέ θρόνο, μαζί μέ τήν ἐπίσημη συντροφιά τῶν ἐπιχρυσωμένων Λάμα τῶν περασμένων χρόνων" (T. Lodsang Rampa, "Ἡ αὐτοβιογραφία ἑνός Θιβετιανοῦ Λάμα", βλ. "Τό Τρίτο Μάτι" τ. 1957, σελ. 241 - 245).
Ἄλλοι πολιτισμοί χρησιμοποιοῦσαν διαφορετικές μεθόδους γιά τή διατήρηση τῶν σωμάτων ἐπιφανῶν προσώπων. Λ.χ. στή Βαβυλῶνα χρησιμοποιοῦσαν μέλι (τό σῶμα τοῦ Μεγ. Ἀλεξάνδρου, ἄν πράγματι διατηρήθηκε, διατηρήθηκε βουτηγμένο σέ μέλι).
Τό 1779 ἀνακαλύφθηκε στή Βρεττανία, στό Ναό τοῦ Danbury, τό διατηρημένο σῶμα τοῦ Σέρ Gerard τοῦ Braybroke, πού εἶχε πεθάνει τό 1422. Οἱ γιατροί τῆς ἐποχῆς πού τό ἐξέτασαν διαπίστωσαν, ὅτι τό σῶμα ἦταν ξαπλωμένο πάνω σέ ἕνα ἀρωματικό ὑγρό πού ἔμοιαζε σάν... μανιτάρια καρικευμένα μέ Ἰσπανικές ἐλιές!
Τό 1723 βρέθηκε τό καλά διατηρημένο σῶμα ἑνός Βρεττανοῦ ἀντιπλοιάρχου, βουτηγμένο σέ ρούμι! (Ἡ χρήση τοῦ ἀλκοόλ ἦταν ἰδιαίτερα δημοφιλής, παρά τό γεγονός ὅτι προκαλοῦσε συρίκνωση στά σώματα καί ἀλλαγή χρώματος).
Περίπου 8.000 ταριχευμένα πτώματα σώζονται στίς Κατακόμβες τοῦ Παλέρμο. Τό 1599, οἱ ἐκεῖ Καπουκίνοι Μοναχοί τῆς πόλεως ἐναπέθεσαν στήν κρύπτη τῆς Μονῆς τους τό ταριχευμένο σῶμα ἑνός ἐναρέτου μοναχοῦ τῆς ἀδελφότητάς τους. Αὐτό σάν συνήθεια ἄρεσε στήν τοπική κοινωνία καί σύντομα ἡ συνήθεια γενικεύθηκε. Ἀπό τά 8.000 πτώματα, κάποια βρίσκονται διατηρημένα, ἄλλα μισοδιαλυμένα καί ἄλλα σάν σκελετοί, ὅλα πάντως ντυμένα σύμφωνα μέ τήν μόδα τῆς ἐποχῆς πού ἔζησαν. Γενικά, ἡ εἰκόνα πού προκύπτει εἶναι μᾶλλον ἀποκρουστική καί μακάβρια.
Στήν Ὀρθόδοξη Ἀνατολή δέν ὑπάρχει κάτι ἀντίστοιχο τῶν Κατακομβῶν τοῦ Παλέρμο, χῶρος δηλαδή συγκεντρώσεως ταριχευμένων σωμάτων. Στά σπήλαια τῆς Λαύρας τοῦ Κιέβου - χῶρο ἀσκή-σεως πολλῶν μοναχῶν καί ἐνταφιασμοῦ τῶν περισσοτέρων - διατηροῦνται 118 ἀδιάφθορα ἅγια Λείψανα καί 31 εὐωδιάζουσες Κάρες, πέραν τῶν χιλιάδων ὀστῶν μοναχῶν. Ἡ θέα τῶν Λειψάνων αὐτῶν σέ καμμία περίπτωση δέν προκαλεῖ δυσάρεστα συναισθήματα, ἀλλά ἕνα εὐχάριστο συναίσθημα βαθειᾶς κατανύξεως καί ἔντονη προσευχητική διάθεση. Τό ἴδιο συμβαίνει καί στή Μονή τῶν Σπηλαίων τοῦ Πσκώφ Ρωσίας, ὅπου σέ ἑπτά κατακόμβες μήκους 250 περίπου μέτρων, ἔχουν ἐναποτεθεῖ περίπου 11.000 νεκρά σώματα μοναχῶν καί ἐναρέτων πιστῶν, χωρίς ὁ χῶρος νά ἀποπνέει κάτι τό δυσάρεστο (ὅπως δήλωσε σχετικά καί ὁ τέως Πρόεδρος τῆς Ρωσίας Μπόρις Γιέλτσιν, μετά ἀπό ἐπίσκεψή του στό Πσκώφ).
Τό καλύτερο διατηρημένο σῶμα τῶν Κατακομβῶν τοῦ Παλέρμο ἀνῆκει στήν ἡλικίας 3 ἐτῶν Ροζαλία Lombardo, τήν ὁποία ταρίχευσε ὁ Δρ. Solafia τοῦ Παλέρμο, μέ ἐνέσεις χημικῶν. Τήν μέθοδό του ὁ συγκεκριμένος γιατρός δέν ἀποκάλυψε ποτέ, ἀλλά προτίμησε νά τήν πάρει στόν τάφο του. Τό σῶμα διατηρεῖται σέ ἄριστη κατάσταση, μέ χρῶμα ἀπολύτως φυσικό καί ἐμφάνιση ὄχι ἀποκρουστική.
Ἀπό τό 1843 οἱ Ρώσοι γιατροί Melinkov καί Razvedenkov κατά τήν ταρίχευση "φιξάριζαν" τό σῶμα σέ φορμαλδεϋδη καί τό ἐμβάπτιζαν σέ ἀλκοόλη 95 βαθμῶν καί ὑδατικό διάλλυμα γλυκερίνης καί ὀξικοῦ καλίου. Τό 1924 οἱ Borobev καί Zyparski εἰσηγήθηκαν νέα μέθοδο, τήν ὁποία βελτίωσε ὁ Mardasev. Μέ τή μέθοδο αὐτή ταριχεύθηκαν τά σώματα τῶν Μαρξιστῶν Ἡγετῶν Λένιν τῆς Ρωσίας καί Δημητρώφ τῆς Βουλγαρίας.
Ἡ ταρίχευση σήμερα ἐπιτυγχάνεται μέ τήν χρήση εἰδικῶν χημικῶν σκευασμάτων (ὑδραργυρικῶν ἤ ἀρσενικούχων καί χλωριούχου ἀργιλίου, χλωριούχου ψευδαργύρου μέ ὑποθειώδες νάτριο, κ.ἄ.) καί ἐκτελεῖται ἐντός 24 ὡρῶν ἀπό τοῦ θανάτου. Τά ἀντισηπτικά, συνολικοῦ ὄγκου τριῶν περίπου λίτρων, "ἐνίενται ἐντός τῆς ὑποκλειδίου ἤ τῆς μηριαίας ἀρτηρίας". Ἀκόμη κολλοειδής ψευδαργύρος χρησιμοποιεῖται γιά τή στερεοποίηση τοῦ ἐντέρου, τοῦ θώρακα καί τοῦ κρανίου. Κατά τήν ταριχευτική μέθοδο Diboua, ἄν πρίν τήν ἔγχυση τοῦ ταριχευτικοῦ ὑγροῦ, ἐγχυθεῖ 1 - 1,5 λίτρο γλυκερίνης ἤ τερεβινθέλαιου, τό σῶμα μπορεῖ νά διατηρήσει περίπου τήν φυσική του χρειά.
Οἱ λόγοι γιά τούς ὁποίους χρησιμοποιεῖται ἡ ταρίχευση σήμερα, σέ μικρή ἀσφαλῶς κλίμακα, εἶναι διάφοροι (λ.χ. πολιτικοί λόγοι ἐπέβαλλαν τήν διατηρήση τοῦ σώματος τοῦ Λένιν καί τήν ἐκθεσή του στό γνωστό μαυσωλεῖο, στήν Κόκκινη Πλατεία τῆς Μόσχας).
Ἀκόμη, μή διάλυση σώματος, ὁλοκλήρου ἤ μέρους του, μπορεῖ νά προέλθει ἀπό τήν χρήση σέ ἀσθενεῖς κάποιων φαρμάκων (κυρίως ἀντισηπτικῶν) ἤ τόν κορεσμό τοῦ ἐδάφους τῶν κοιμητηρίων. Σ' αὐτές τίς περιπτώσεις τά ἀδιάλυτα σώματα ἐνταφιάζονται σέ ἄλλα σημεῖα.
Ὑπερφυσικές αἰτίες μή διαλύσεως σωμάτων
Α. Ἡ ἁμαρτία ὡς αἰτία μή διαλύσεως σώματος
Ἐφ' ὅσον ἀποκλεισθοῦν φυσικές αἰτίες καί ἀνθρώπινες ἐπεμβάσεις γιά τήν μή διάλυση νεκροῦ σώματος, βρισκόμαστε πλέον μπροστά σέ ἕνα ἀπό τά μεγάλα θαύματα τοῦ Θεοῦ. Καί ἐφ' ὅσον μιλοῦμε γιά θαῦμα, καλό εἶναι νά δώσουμε ἕναν ὁρισμό του.
Ὁ συγγραφέας Π. Μ. Σωτῆρχος σέ σχετικό ἔργο του γράφει: "Ἔχουν κατά καιρούς δοθεῖ ὁρισμοί γιά τό τί εἶναι θαῦμα καί ἀνάλογα μέ τήν πίστη καί τήν ἰδεολογία τοῦ ὁρίζοντος τό θαῦμα. Εἶπαν, λοιπόν, ὅτι θαῦμα εἶναι τό γεγονός ἤ τό φαινόμενο πού καταργεῖ τήν λειτουργία τῶν γνωστῶν φυσικῶν νόμων ἤ ἀκόμα ὅτι εἶναι μία ἀναδιάταξη τῆς λειτουργίας τῶν φυσικῶν νόμων... Θαῦμα (λοιπόν) εἶναι τό ἔκτακτο ἐκεῖνο γεγονός ἤ φαινόμενο, πού προκαλεῖ θαυμασμό, γιατί λογικῶς δέν εἶναι κατανοητό. Εἶναι τό ἀποτέλεσμά του αἰσθητό καί κατανοητό, ἀλλά ὄχι καί ὡς αἰτία καί ὡς διαδικασία...
Ἄν θέλουμε πραγματικά νά βροῦμε τήν ἀλήθεια τοῦ θαύματος, δηλονότι τήν ἀλήθεια τῆς ζωῆς, ἕνας δρόμος ὑπάρχει, ὁ λόγος τῆς Ἐκκλησίας... Ἡ Ἐκκλησία μας ἀναγνωρίζει ὡς θαῦμα καί πηγή ὅλων τῶν θαυμάτων (ἀφοῦ θαῦμα εἶναι αὐτό πού μᾶς προκαλεῖ μεγάλο καί ἀνεξήγητο θαυμασμό καί συγκλονιστική ἐντύπωση), τόν Ἴδιο τόν Θεό καί ἀκολούθως ὅλα τά θαυμαστά δημιουργήματά του καί τήν ἄγρυπνη καί φιλόστοργη διακυβέρνησή τους ἐν ἐλευθερία, γιά νά φθάσουν στή σωτηρία. Εἶναι ἀποτέλεσμα ὁρατό, πού ὅμως δέν ἔχει ὁρατή καί τήν φυσική του αἰτία, ἀφοῦ ἡ πραγματική αἰτία βρίσκεται στά χέρια τοῦ Θεοῦ Δημιουργοῦ. Γιατί μόνον Ἐκεῖνος μπορεῖ, κατά τήν Πανάγαθη Σοφία Του, νά μεταβάλη, νά ἀναδιατάξη, νά τροποποιήση μερικῶς ἤ ὁλικῶς, ἐν χρόνῳ καί ἐν τόπῳ τήν δημιουργία Του καί μέ θαυμαστό τρόπο νά βοηθήση τά πλάσματά Του, ὅταν καί ὅπως πρέπει". (Π. Ν. Σωτήρχου, "Τί εἶναι θαῦμα καί πῶς μαρτυρεῖται στήν Ἐκκλησία", 2001, σελ. 17 -19).
Οἱ ὑπερφυσικές αἰτίες μή διαλύσεως σώματος, ἀναφέρονται στήν ἁγιότητα ἤ τήν ἁμαρτωλότητα τοῦ νεκροῦ.
"Ἡ ὑπερφυσική αἰτία τοῦ δεσμοῦ τῶν σωμάτων - γράφει ὁ ἅγ. Νικόδημος, ἀναφερόμενος στήν ἁμαρτωλότητα - προέρχεται ἤ ἀπό νόμιμον καί δίκαιον καί κανονικόν ἀφορισμόν Ἀρχιερέως τινός - Ἐπισκόπου τυχόν ἤ Μητροπολίτου ἤ Πατριάρχου ἤ Ἱερέως - ἤ ἀπό καμμίαν ἀδικίαν ὅπου ἔκαμεν ὁ ἀποθανών, ἤ εἰς ἕνα μερικόν ἄνθρωπον ἤ εἰς ὁλόκληρον χωρίον ἤ χώραν ἤ πόλιν " (αὐτ., σελ. 661).
Ἀναφερόμενος ἀκόμη στά ἰδιαίτερα χαρακτηριστικά τῶν ἀδιαλύτων ἀπό ἁμαρτωλότητα σωμάτων, γράφει τά ἀκόλουθα: "Τά σημάδια τῶν ἀφωρισμένων σωμάτων εἶναι ταῦτα:
α' εἶναι ἀδιάλυτα,
β' εἶναι ἄσχημα καί δησειδῆ,
γ' εἶναι δυσώδη καί βρωμερά καί
δ' εἶναι φουσκωμένα ὡς τύμπανα· ἐγώ δέ προσθέτω καί
ε' ὅτι εἶναι φόβου καί φρίκης πρόξενα στούς ὁρῶντας" (αὐτ. σελ. 662. Πρβλ. «Κατά τῆς τοῦ Πάπα Ἀρχῆς ἀντίρρηση» τοῦ Πατριάρχου Ἱεροσολύμων Νεκταρίου).
Ὅταν τήν φθορά τοῦ σώματος ἀναστέλει ἡ ἁμαρτία, τότε τό σῶμα βρίσκεται ἀδιάλυτο καί ἀκέραιο, μέ ὄψη φοβερή, μέ ἐμφάνιση δαιμονική, μέ χρῶμα σκοτεινό καί εἰκόνα ἀποκρουστική. Τῶν γνωστῶν τυμπανιαίων τοῦ Ἁγίου Ὄρους, εἶχαν μεγαλώσει μετά τόν θάνατο τά νύχια! ὅπως δείχνει μία ἡμικατεστραμμένη φωτογραφία. Ὁ Μανουήλ Γεδεών διασώζει τήν σχετική μαρτυρία αὐτοπτῶν μαρτύρων: "Τρεῖς ἄνθρωποι ἀκουμπισμένοι εἰς τόν βράχον, ὄρθιοι, μέ τά ροῦχα, ράσα καί ζωστικά· οἱ ὀφθαλμοί ἀνοικτοί, ἡ κόμη καί τό γένειον καί τῶν τριῶν μακρύ καί κατάλευκον, τά πρόσωπά των ὅπως εἶναι τό χρῶμα τῆς φούμας, ὁμοίως καί αἱ χεῖρες πρός τά κάτω, οἱ δάκτυλοι ὀλίγον κυρτοί πρός τά μέσα, οἱ ὄνυχες τῶν χειρῶν ἕως 2 - 3 πόντους, τῶν δέ ποδῶν δέν ἐφαίνοντο, ἐπειδή ἦσαν κεκαλυμένα". (Οὐρ. Λαμπάτου, "Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καί Παπισμός", σελ. 156).
Σχετικά μέ τό θέμα ὁ ἅγ. Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ δίδασκε, ὅτι «ὑπάρχουν περιπτώσεις πού ἡ φθορά δέν ἀγγίζει καθόλου τό σῶμα, ἀλλά αὐτό δέν σημαίνει ὁπωσδήποτε ὅτι τό σῶμα αὐτό εἶναι ἑνός ἁγίου ἀνθρώπου. Μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος αὐτός μ’ αὐτό τόν τρόπο, νά ἔχει τιμωρηθεῖ ἀπό τόν Θεό γιά τίς ἁμαρτίες του καί ὅταν ἡ Ἐκκλησία προσευχηθεῖ γιά τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν του, ἀμέσως τό σῶμα ἀποσυντίθεται, γιατί δέν ἔχει τήν δόξα τῆς ἀφθαρσίας τήν ὁποία ἔχουν μόνο οἱ πραγματικοί Ἅγιοι τοῦ Θεοῦ» («Ἀποκαλυπτικό ὑπόμνημα τοῦ Νικολ. Μοτοβόλωφ καί ὁ ἅγ. Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ», ἔκδοσις ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ, 2005, σελ. 97).
Ὁ Δίκαιος Θεός τό ἐπιτρέπει αὐτό γιά λόγους παιδαγωγικούς τῶν ἁμαρτωλῶν. Στίς περιπτώσεις αὐτές ἡ Ἐκκλησία δέεται μέ εἰδικές εὐχές γιά τήν διάλυση τοῦ ἀδιάλυτου σώματος. Στό Βίο τοῦ Θαυματουργοῦ ἁγ. Διονυσίου τῆς Ζακύνθου, ὑπάρχουν δύο σχετικά περιστατικά. Τό ἕνα ἀναφέρεται στή λύση τυμπανιαίου σώματος ἀφορισμένου ἄνδρα, στό χωριό Καταστάρι. Τό ἄλλο περιγράφεται ὅπως ἀκολουθεῖ («Μέγας Συναξαριστής…», τ. Δεκεμβρίου, ἔκδοσις 1982, σελ. 491):
"Εὑρισκόμενος ὁ Ἅγιος εἰς τήν πόλιν, ἔτυχε νά ἀνοίξουν τάφον τινά εἰς τόν Ναόν τοῦ ἁγ. Νικολάου τῶν Ξένων καί ἐκεῖ εὗρον σῶμα γυναικός πρό πολλοῦ ἀποθαμμένης, τό ὁποῖον ἦτο ἀδιάλυτον μέ τά ἐνδύματά του, διότι ἀπέθανε μέ δεσμόν ἀφορισμοῦ ἡ ταλαίπωρος. Ἦλθον ὅθεν οἱ συγγενεῖς αὐτῆς καί προσέπεσον εἰς τούς πόδας τοῦ Ἁγίου, παρακαλοῦντες αὐτόν μέ δάκρυα νά ὑπάγη εἰς τόν Ναόν αὐτόν, νά ἀναγνώση εὐχήν συγχωρητικήν εἰς ἐκεῖνο τό δεδεμένο σῶμα, ἴσως καί ὁ Κύριος ἤθελεν εἰσακούση τήν δέησίν του.
Εὐσπλαχνισθείς ὁ Ἅγιος τά δάκρυά των, ἐπῆγεν εἰς τόν Ναόν νύκτα βαθεῖαν, ἔχων εἰς τήν συνοδείαν του τόν Διάκονόν του καί τόν Ἐφημέριον τοῦ αὐτοῦ Ναοῦ, ἰδών δέ τό πτῶμα ἐκεῖνο, προστάσσει νά τόν ἐκβάλουν ἔξω ἀπό τόν τάφον καί νά τό στήσουν ὄρθιον εἰς ἕνα στασίδιον τῆς ἐκκλησίας. Τότε φορῶν τό ἐπιτραχήλιόν του καί τό ὠμοφόριον, κλίνας τά γόνατα καί προσευχόμενος ὥραν ἱκανήν, ἐδέετο τοῦ Θεοῦ μέ θερμά δάκρυα, νά λύση ἀπό τόν δεσμόν τοῦ ἀφορισμοῦ τόν ἄλυτον ἐκεῖνο σῶμα. Ἐνῶ δέ ὁ Ἅγιος ἀνεγίνωσκεν ἐπ' αὐτοῦ τήν συγχωρητικήν εὐχήν, ὤ τοῦ θαύματος, ὡς νά ἦτο ἔμψυχον τό ἄπνουν ἐκεῖνο σῶμα, κλῖναν τήν κεφαλήν μέ κάποιον σχῆμα προσκυνήσεως πρός τόν Ἅγιον, ὡς δι' εὐχαριστίαν τῆς μεγάλης χάριτος τήν ὁποίαν ἔλαβεν, ἔπεσε κατά γῆς καί διελύθη παντελῶς εἰς χῶμα καί ὀστᾶ"!
Ἕνα ἄλλο χαρακτηριστικό περιστατικό δανειζόμεθα ἀπό κείμενο τοῦ Ἁγιορείτου Μοναχοῦ Ἀνδρέου Θεοφιλοπούλου:
"Ὅπως μοῦ διηγήθηκαν - γράφει - πατέρες τῆς Νέας Σκήτης, στήν Εὔβοια ἦταν Ἐπίσκοπος μέ τό ὄνομα Θεοφάνης. Στήν ἐπαρχία του ἦταν ἕνας φτωχός, ὁ ὁποῖος εἶχε στήν κατοχή του ἀπό κληρονομιά ἕνα μικρό καζανάκι. Αὐτό φαίνεται νά εἶχε μεγάλη ἀρχαιολογική ἀξία. Τό εἶδε ἕνας συμπατριώτης του πλούσιος, τοῦ ἄρεσε καί θέλησε ὁπωσδήποτε νά τό ἀγοράσει καί ἐπειδή δέν μπόρεσε μέ τό καλό,... χρησιμοποίησε βία καί κατακράτησε τοῦ πτωχοῦ τό κληρονομικό κειμήλιο.
Μετά καιρόν ὁ πλούσιος πέθανε σέ νεαρή ἡλικία καί οἱ συγγενεῖς του, κατά τήν παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας, μετά τριετία κάμανε τήν ἀνακομιδή καί τό σῶμα του βρέθηκε ἀδιάλυτο. Ἔγινε δεύτερη καί τρίτη ἀνακομιδή, ἀνά τριετία, ἀλλά καί πάλι τό σῶμα τοῦ νεκροῦ βρέθηκε τυμπανιαῖο καί ἀδιάλυτο. Τότε κάλεσαν τόν Δεσπότη νά γονατίσει στόν τάφο καί νά διαβάσει συγχωρητική εὐχή στό σῶμα τοῦ νεκροῦ. Ἀλλά τό ἀποτέλεσμα ἦταν νά μείνει καί πάλι τό σῶμα ἀδιάλυτο.
Κατόπιν αὐτοῦ ὁ Δεσπότης Θεοφάνης συνεβούλευσε τούς συγγενεῖς τοῦ πλούσιου, νά στήσουν τό τυμπανιαῖο σῶμα τοῦ νεκροῦ σέ δημόσιο χῶρο, ὅπου διερχόμενοι ὅλοι οἱ κάτοικοι τοῦ χωριοῦ ἕνας - ἕνας, νά συγχωροῦν τόν νεκρό κι ἔτσι ὁ Πανάγαθος Θεός ἴσως συγχωρέσει τήν ψυχή τοῦ πλούσιου καί διαλυθεῖ τό σῶμα του. Ἐκ παραλλήλου ὅμως ὁ Ἀρχιερέας τοποθέτησε ἐκεῖ κοντά ἄνθρωπο τῆς ἐμπιστοσύνης του, νά παρατηρεῖ τί θά λένε οἱ συμπολῖτες στόν πεθαμένο, σάν θά περνᾶνε ἀπό μπροστά του.
Ὅλοι περνοῦσαν, ἔλεγαν νά τόν συγχωρέσει ὁ Θεός καί ἔφευγαν. Μέ τήν σειρά του πῆγε κι ὁ φτωχός καί σάν πλησίασε ἔφτυσε καί ὁ ἄνθρωπος τοῦ Δεσπότη τόν ἄκουσε νά λέει: "Ἔτσι ντέ, καλά νά πάθεις, νά μείνεις ἐκεῖ ἄλυωτος μαζί μέ τό μπακράτσι πού μοῦ πῆρες· γιά πάντα νά εἶσαι τούμπανο, ἀφοῦ ἔτσι σοῦ ἄρεσε νά εἶσαι καί νά μοῦ πάρεις αὐτό πού βρῆκα ἀπό τή μάνα πού μέ γέννησε"!
Ὁ ἄνθρωπος πού ἄκουσε αὐτά ἀμέσως τά μετέφερε στόν Ἀρχιερέα Θεοφάνη κι ἐκεῖνος μέ τήν σειρά του κάλεσε τόν φτωχό καί ἀφοῦ ἔμαθε τήν αἰτία, ἀμέσως κάλεσε τούς συγγενεῖς τοῦ πλούσιου καί τούς ρώτησε ἄν ὑπάρχει στό σπίτι τοῦ ἀφορισμένου κανένα ἀρχαῖο καί πολύτιμο καζανάκι· καί ὅταν ἔμαθε πῶς ὑπάρχει, τούς ἐξήγησε πώς πρέπει νά ἐπιστραφεῖ γιά νά τόν συγχωρέσει ὁ Θεός ἀπό τήν ἀδικία. Οἱ συγγενεῖς συμμορφώθηκαν μέ τήν ἐντολή τοῦ Ἐπισκόπου, ὁ ὁποῖος πῆρε τό καζανάκι, μέ τρόπο τό ἔβαλε στά χέρια τοῦ πλούσιου καί εἶπε στόν δικαιοῦχο πτωχό νά πλησιάσει νά τό πάρει καί νά συγχωρέσει ἀπό τήν καρδιά του τό νεκρό σῶμα, γιά τήν ἄδικη πράξη πού διέπραξε εἰς βάρος του.
Ὅταν ἔγινε αὐτό, μπροστά στά μάτια ὅλων τῶν συγχωριανῶν, τό ἀδιάλυτο μέχρι ἐκείνη τήν στιγμή σῶμα, διαλύθηκε κι ἔγινε σκόνη! Ὅλοι ἔμειναν κατάπληκτοι καί δόξασαν τόν Θεό. Μετά τό θαῦμα αὐτό ὁ Ἐπίσκοπος Θεοφάνης ἀπαρνήθηκε τά ἐγκόσμια κι ἦρθε στό Ἅγιο Ὄρος καί ἀφοῦ γύρισε πολλά μοναστήρια καί ἱερά προσκυνήματα, τελικά κοινοβίασε σάν ἕνας ἁπλός ἰδιώτης σέ ἕναν ἀγράμματο καί σκληρό Γέροντα Κύριλλο, στήν Καλύβα τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς, στήν Νέα Σκήτη... (Ὅταν ἀναγνωρίσθηκε) πῆγε σέ ἕνα ἔρημο Ἡσυχαστήριο τῆς Νέας Σκήτης καί ἔζησε σάν ἁπλός καλόγερος καί μέ πολλή ταπείνωσι καί ἀγάπη πρός ὅλους τούς πατέρες, σέ βαθύ γῆρας, παρέδωκε τήν μακαρία του ψυχή στά χέρια τοῦ Δεσπότη Χριστοῦ". ("Γεροντικό τοῦ Ἁγίου Ὄρους", σελ. 31 - 34).
Παρόμοιο περιστατικό μαρτυρεῖται καί στό Βίο τοῦ ἁγ. Καλλινίκου τῆς Τσερνίκας, Ἐπισκόπου Ρίμνικ Ρουμανίας (+ 1868).
"Τό καλοκαίρι τοῦ ἔτους 1844 ὁ ἅγ. Καλλίνικος πήγαινε στήν πόλι Τιργκοβίστα μέ τήν συνοδεία τοῦ μαθητοῦ του καί πολλῶν ἄλλων ὑποτακτικῶν του καί κατά παράκλησι τῶν πιστῶν σταμάτησε μία νύκτα σ' ἕνα χωριό δίπλα στό δρόμο. Τότε ἦρθαν τά παιδιά ἑνός πλουσίου ἀνθρώπου καί εἶπαν στόν καλό ποιμένα, ὅτι ὁ πατέρας των πέθανε πρίν πολλά χρόνια, ἀλλά τό σῶμα του δέν διαλύθηκε στό χῶμα. Τόν ξέθαψαν τρεῖς φορές, τοῦ ἔκαναν μνημόσυνο μέ Ἀρχιερέα καί μέ παπάδες, ἀλλά πάλι ἔθαψαν τό σῶμα του ἄλειωτο στόν τάφο. Παρακάλεσαν, λοιπόν, τόν ἅγ. Καλλίνικο νά τούς δώση ἄδεια νά ξεθάψουν γιά τέταρτη φορά τόν πατέρα των καί ἀφοῦ ὁ μακάριος θά τελοῦσε τήν Ἀρχιερατική Λειτουργία, θά τοῦ διάβαζε τίς εὐχές τῆς συγχωρήσεως τῶν ἁμαρτιῶν τῶν ἀποθαμένων ἁμαρτωλῶν.
Ὁ καλός ποιμήν εὐσπλαχνίσθηκε τά παιδιά κι ἔτσι ἔκανε ὑπακοή. Μετά τό πέρας τῆς Λειτουργίας πῆγαν ὅλοι στό μνῆμα. Τό σῶμα τοῦ μακαρίτου ἦταν ὁλόκληρο καί ἄλειωτο. Τό σήκωσαν καί τό στήριξαν στόν τοῖχο τῆς ἐκκλησίας. Καί - ὦ τοῦ παραδόξου θαύματος - τήν ὥρα πού ὁ ἅγ. Καλλίνικος διάβαζε τίς εὐχές τῆς ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν, τό ἄλειωτο σῶμα ἄρχισε νά μετατρέπεται σέ χῶμα, ἀπό τά πόδια μέχρι τό κεφάλι! Στό τέλος τῶν εὐχῶν ὁλόκληρο τό σῶμα εἶχε μεταβληθεῖ σέ ἕνα σωρό ἀπό χῶμα, ἀνακατεμένο μέ ἄσπρα κόκκαλα! Κατάπληκτοι ὅλοι ἀπ' αὐτό δόξασαν τόν Θεό". (Ἱερομονάχου Ἰωαννικίου Μπάλαν, "Ρουμανικό Γεροντικό", ἔκδοσις ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΚΥΨΕΛΗΣ 1985, σελ. 266).
Σχετικό εἶναι καί τό ἀκόλουθο περιστατικό, τό ὁποῖο περιγράφεται σέ ἄλλη διήγηση: "Κατά τούς χρόνους τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρός ἡμῶν Σωφρονίου, ἄνθρωπός τις καλούμενος Εὐτρόπιος, διάγων Χριστιανικήν ζωήν, ἀπέθανε· θέλων δέ ἐνταφιᾶσαι αὐτόν ὁ Πατριάρχης εἰς τό κοιμητήριον τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας, εὑρῆκαν εἴκοσι Κληρικούς ἄλειωτους· ὡς εἶδε λοιπόν ὁ Πατριάρχης τό τοιοῦτον ἠπόρησε· καί μή γνωρίζων τίς ἡ αἰτία, διέταξεν ὅλους τούς Κληρικούς καί κοσμικούς νά κάμουν ἀγρυπνίαν καί παράκλησιν πρός τόν Θεόν νά τούς φανερώση. Καί ὁ Θεός διά θαῦμα πολύ, ἄνοιξεν ἑνός ἐξ' αὐτῶν τό στόμα καί εἶπεν:
" Ὅλοι ἐμεῖς εἴμεθα Ἱερεῖς καί ἀπό ταῖς φροντίδες τοῦ κόσμου ἀμελούσαμεν τήν Ἀκολουθίαν μας καί διά τοῦτο ἀφορίσθημεν ὅλοι ἀπό τόν Θεόν..."
Καί ὁ Πατριάρχης εἶπεν: "Πόσους χρόνους ἀμελήσατε τήν Ἐκκλησιαστικήν σας Ἀκολουθίαν;"
Καί εἶπεν ὅτι, "εἴκοσι χρόνοι εἶναι".
Τότε διέταξεν ὁ Πατριάρχης καί ἐποίησαν δέησιν ὑπέρ ἐκείνων πάντες οἱ Ἱερεῖς καί Χριστιανοί καί ἔγιναν ἐγγυηταί νά δουλεύσουν τόν Θεόν ὑπέρ τήν ἀπολυμένην ἐκείνην Ἀκολουθίαν καί μέ τοιοῦτον τρόπον παρευθύς τῇ ὥρᾳ ἐκείνῃ ἐλύθησαν καί οἱ εἴκοσι ἀπό τόν ἀφορισμόν". (Περιοδικό "Θηβαϊκή Φωνή...", φ. 5, Ἰουλίου - Αὐγούστου 2004, σελ. 9).
Περιστατικό ἀδιαλύτου σώματος (χειρός) ὡς θείας τιμωρίας, διασώζει καί ἡ Ἁγιορειτική παράδοσις. Πρόκειται γιά τόν Ἱεροδιάκονο τῆς Μονῆς Βατοπεδίου ὁ ὁποῖος "ἐν ἀνωμάλῳ καταστάσει τῷ πνεύματι" εὑρισκόμενος, κτύπησε μέ μαχαίρι τήν Εἰκόνα τῆς Θεομήτορος (τήν γνωστή ἔκτοτε ὡς Ἐσφαγμένη) καί "ἐν τῷ ἅμα εξετινάχθη καί ἔρρευσεν κρουνηδόν τό αἷμα ἐκ τῆς πληγῆς"!
Μετά τήν μετάνοια τοῦ εἰκονομάχου δράστη καί τήν προσευχή τῶν μοναχῶν τῆς Μονῆς, "ἡ Μεσίτης τῶν ἁμαρτωλῶν δέν ἄφησεν αὐτόν ἀπαρηγόρητον, ἀλλ' ἐφανερώθη αὐτῷ ὀλίγον πρό τοῦ θανάτου αὐτοῦ καί ἐχαροποίησεν αὐτόν διά τῆς συγχωρήσεως, προσθέτουσα ὅμως ὅτι ἡ τολμηρά χείρ αὐτοῦ ὀφείλει νά δοκιμάση τήν φοβεράν κρίσιν ἐπί τῆς Δευτέρας τοῦ Χριστοῦ Παρουσίας· καί τέλος ἀνεπαύθη ἡσύχως οὗτος ὁ μετανοῶν. Καί ὅτε κατά τό ἐν Ἁγίῳ Ὄρει ἔθος, μετά παρέλευσιν τριῶν ἐτῶν ἐγένετο ἡ τῶν ὁστέων αὐτοῦ ἀνακομιδή, τρομερώτατον θέαμα ἐπάταξε τούς ἐκεῖσε παρευρεθέντας ἀδελφούς... Ὅλα τά ὀστᾶ τοῦ μεταστάντος τούτου ἁμαρτωλοῦ ἦσαν καθαρά καί φέροντα ἐν αὐτοῖς τά χαρακτηριστικά τοῦ θείου ἐλέους, ἡ δέ χείρ αὐτοῦ, ἡ τολμήσασα τό τρομερώτατον κακούργημα, διέμεινε ἄλυτος καί ἐζοφωμένη μέχρι καί τῆς παρούσης ἡμέρας"! ("Ἀνωτέρα Ἐπισκίασις ἐπί τοῦ Ἄθω· ἤτοι διήγησις περί τῶν θαυματουργῶν Εἰκόνων τῆς Θεοτόκου", 2000, σελ. 45).
Παρόμοιο περιστατικό, τοῦ ὁποίου ἀγνοοῦμε τίς λεπτομέρειες, σχετίζεται μέ τήν θαυματουργό Εἰκόνα τῆς Παναγίας τοῦ Κύκκου. Στό τέμπλο τοῦ Ναοῦ τῆς παλαιφάτου Μονῆς τῆς Κύπρου καί δεξιά τῆς Εἰκόνας, βρίσκεται σφηνωμένο ἀντίγραφο τοῦ χεριοῦ ἑνός ἱεροσύλου (ἀπό τόν ἀγκῶνα), ξερό, μαῦρο, ἀδιάλυτο καί φοβερό στή θέα!
Β. Ἡ ἁγιότητα ὡς αἰτία μή διαλύσεως σώματος
Ἡ Ἐκκλησία δέν ἀπέδωσε ποτέ τήν ἀφθαρσία τῶν ἁγίων Λειψάνων σέ φυσικά αἴτια. Ὅπως χαρακτηριστικά σημειώνει ὁ π. Γεώργιος Μεταλληνός, "οἱ Ἅγιοι (Ὅσιοι, Μάρτυρες, Ὁμολογητές), δέν παραδίδουν τήν ἐν Χριστῷ ἀλήθεια μόνο μέ τό λόγο καί τήν ὅλη βιωτή τους, ἀλλά ἀποβαίνουν ἀπό Θεοῦ μάρτυρες τῆς Πίστεως μέ τά ἄφθαρτα, ἀκέραια καί θαυματουργά Λείψανά τους" (Πρωτ. Γ. Μεταλληνοῦ, "Ὀρθοδοξία καί Ἑλληνικός Πολιτισμός"· Περιοδικό "Ἑλληνορθόδοξος Βυζαντινός Πολιτισμός", φ. 1/1999, σελ. 15). Ἡ ἀφθαρσία, δηλαδή, ἑνός ἁγίου Λειψάνου εἶναι μαρτυρία Πίστεως, ὑπερφυσικό καί θαυματουργικό γεγονός, ἀποδιδόμενο στή χάρι καί τήν δύναμη τοῦ Θεοῦ.
Ὁ ἅγ. Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος, ἀναφερόμενος στήν ἀφθαρσία τῶν ἁγίων Λειψάνων, λέγει ὅτι μετά τό χωρισμό τῆς ψυχῆς ἀπό τοῦ σώματος, ἄλλα σώματα φθείρονται κατά τό φυσικό νόμο "καί κατά μικρόν διαλύονται" καί ἄλλα "ἐπί πολλούς χρόνους διαμένουσι, μήτε ἄφθαρτα μένοντα παντελῶς, μήτε πάλιν τελείως φθειρόμενα, ἀλλά καί τῆς ἀφθαρσίας καί τῆς φθορᾶς τά γνωρίσματα ἐν ἑαυτοῖς διασώζουσιν, εἰς τήν τελευταίαν ἐξανάστασιν ἀφθαρτωθῆναι τελείως καί ἀνακαινισθῆναι τηρούμενα" (σελ. 202 - 204).
Περιμένουν, δηλαδή, τά μεταξύ φθορᾶς καί ἀφθαρσίας τηρούμενα ἀδιάφθορα ἅγια Λείψανα τήν κοινή ἀνάσταση. Στή βάση αὐτή τά ἀδιάφθορα ἅγια Λείψανα εἶναι προάγγελοι "τῆς μελλοντικῆς ἐξαναστάσεως, εἶναι βίωση ἀπό τώρα τῆς μελλούσης μακαριότητος, εἶναι - δηλαδή - ἀνάσταση πρίν τήν τελική ἐξανάσταση τῶν ἀνθρώπων, προοίμιο τῆς ζωῆς τῶν ἀνθρώπων στήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν" (Ἱερόθεος Βλάχος, αὐτ., σελ. 269).
"Πῶς ὑπέρ τούς δώδεκα ἤδη αἰῶνας - διερωτᾶται ὁ συγγραφέας περί τοῦ ἀδιαφθόρου Λειψάνου τοῦ ὁσ. Στεφάνου τοῦ Σιναϊτου - ἐν τούτῳ τῷ Ἱερῷ Λειψάνῳ, ὁ περί τῆς φθορᾶς τῶν σωμάτων συνεστάλη νόμος καί διαμένει ἡ τῶν μελῶν συνάφεια ἀναπόσπαστος, ἡ συνέλευσις ἀχώριστος καί ὁ φυσικός σύνδεσμος ἀδιάλυτος, οἶδε μόνον ὁ Κύριος, ὁ εἰδώς δοξάζειν τούς Αὐτόν εὐαρεστήσαντας" ("Περιγραφή Ἱερά τοῦ Ἁγίου καί Θεοβαδίστου Ὄρους Σινᾶ...", Βενετία 1817, "παρά Νικολάῳ τῷ Γλυκεῖ τῷ ἐξ Ἰωαννίνων").
Ὁ ὅσ. Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ διδάσκει γιά τήν ἀφθαρσία τῶν ἁγίων Λειψάνων, ὅτι «τήν ἄφθαρσία ἔχει τό σῶμα ἐξ’ αἰτίας τῆς χάρης τοῦ Ἁγίου Πνεύματος που συγκατοικεῖ μέ τό πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου στήν ψυχή καί τό σῶμα μας. Μόνο ἐκεῖνα τά μέρη τοῦ σώματος παραμένουν ἄφθαρτα, ὅπου κατοικοῦσε τό Ἅγιο Πνεῦμα, ἐνῶ τά ἄλλα ὅπου βασίλευε τό σκότος τῆς ἁμαρτίας ἀποσυντίθενται, κατά τόν ἀψευδῆ λόγο τοῦ Θεοῦ, «γῆ εἶ καί εἰς γῆν ἀπελεύση» (Γεν. 3, 19)». («Ἀποκαλυπτικό ὑπόμνημα τοῦ Νικολ. Μοτοβίλωφ καί ὁ ἅγ. Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ», ἔκδοσις ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΚΥΨΕΛΗΣ, 2005, σελ. 97).
"Ποιός μπορεῖ νά ἐξηγήσει τούς λόγους - γράφει ἡ Joan Carroll Cruz - γι' αὐτό τό παράξενο θέλημα τῆς Θείας Πρόνοιας, πού ἐπηρεάζει τόσα πολλά ἱερά πρόσωπα, πού ἄλλωστε ἐκπροσωποῦν πολλά ἔθνη καί ἔζησαν σέ διαφορετικές συνθῆκες περιβάλλοντος; Ποιός μπορεῖ νά ἐξηγήσει γιατί αὐτά τά Ἱερά Λείψανα παρέμειναν ἀνέπαφα, ἄν καί ἐνταφιάσθηκαν κάτω ἀπό ποικίλες καταστάσεις καί συχνά σέ τάφους στούς ὁποίους οἱ προηγούμενοι κάτοχοί τους συμμορφώθηκαν μέ τούς φυσικούς νόμους; Ἀκόμη, ποιός μπορεῖ νά περιγράψει τό μυστήριο τῆς ἐκκρίσεως καθαρῶν, εὐωδιαστῶν ἐλαίων, πού ἐκχύνονται κατά καιρούς ἀπό τά περισσότερα ἀπό αὐτά τά Λείψανα, πρός ἀμηχανία τῶν φυσικῶν πού τά ἐξετάζουν;... Διότι, πρέπει νά σημειωθεῖ, ἔχει γίνει ἀναγνώριση καί ἐξέταση τῶν Λειψάνων. Τά ἄφθαρτα σώματα εἶναι ἰστρικῶς καί ἐπιστημονικῶς ἐξετασμένα καί ὅλα τά φαινόμενα μελετημένα προσεκτικά" (J. C. Cruz, αὐτ. Πρόλογος).
Τόσο στά Συναξαριστικά κείμενα, ὅσο καί στήν Ὑμνογραφία, οἱ ἀναφορές στήν ἀφθαρσία τῶν Λειψάνων ὡς θαύματος καί δωρεᾶς τοῦ Θεοῦ, εἶναι σαφεῖς.
Λ.χ. στήν Ἀκολουθία τοῦ ἁγ. Εὐδοκίμου τοῦ Δικαίου ψάλλεται: "Νῦν ἐπί σοί θαῦμα μέγα ὁρᾶται καί θάμβους πλῆρες· πῶς μετά κηδείαν ὄντως χρονίαν, διατηρεῖται ἀδιάλυτον, μάκαρ, σοῦ τό σῶμα ἐν τάφῳ κείμενον, κρίμασιν οἶς οἶδε Θεός ὁ δοξάζων σε" (β' Τροπάριο τῆς ε' Ὠδῆς τοῦ Κανόνος τοῦ Ὄρθρου).
Στήν Ἀκολουθία τοῦ ὁσ. Γερασίμου Κεφαλληνίας, οἱ σχετικές ἀναφορές εἶναι περισσότερες: "Τό σόν ὑπέρτιμον Λείψανον, δοξασθέν θεόθεν, ἅγιε Γεράσιμε, ἑστία ἁγιασμοῦ ἡμῖν δεδώρηται" (γ' Τροπάριο τοῦ Ἑσπερινοῦ). Στό α' Ἰδιόμελο τῆς Λιτῆς ὁ ὑμνογράφος τονίζει, ὅτι "τό γεῶδες αὐτοῦ σῶμα, ἀφθαρτισθέν Θείῳ Πνεύματι, πηγή θαυμάτων δέδοται". Τό ἴδιο τονίζεται καί στό δ' Ἰδιόμελο τῆς Λιτῆς ("τό θεῖον σῶμά σου, ἀφθαρτισθέν θείᾳ χάριτι, σῶον ἡμῖν δέδοται, τῆς αἰωνίου ἀρωματίζον ζωῆς τήν ὀσμήν"). Στό δέ Ἀπολυτίκιό του, τονίζεται ὅτι ἡ ἀφθαρσία τοῦ σώματός του, ὑπῆρξε ἀποτέλεσμα τῆς ἰσαγγέλου ζωῆς του ("ἐβίωσας γάρ τῇδε τῇ ζωῇ, ὡς ἄγγελος οὐράνιος Θεοῦ· διό δόξης ἠξιώθη καί ἀφθαρσίας σῶμά σου τό πάντιμον"). Τέλος σέ Ἰδιόμελο τοῦ Ὄρθρου, ἡ ἀφθαρσία τοῦ σώματος ἀποδίδεται σέ ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ("τῆς φθορᾶς ἀποβαλών τό ἔνδυμα, συντονωτάτη ἀσκήσει, τῆς ἀφθαρσίας ἠμφιέσω τήν εὐπρέπιαν, τῇ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐνεργείᾳ").
Στήν Ἀκολουθία τοῦ ὁσ. Παταπίου τοῦ Αίγυπτίου, ἡ ἀφθαρσία τοῦ Λειψάνου του σαφέστατα ἀποδίδεται στή χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ("τό θεῖόν σου σκῆνος, τό τῇ θείᾳ χάριτι περιφανῶς δοξασθέν", δ' Τροπάριο τοῦ Μικροῦ Ἑσπερινοῦ· "ἀφθαρσίας τήν εὐπρέπειαν, θεουργικῶς ἀμφιασάμενος", β' Ἰδιόμελο τῆς Λιτῆς).
Στό στ' Προσόμοιο τοῦ Ἑσπερινοῦ τοῦ Νεομάρτυρος Γεωργίου τοῦ Νεαπολίτου, ὁ ἱερός ὑμνογράφος ψάλλει: "Πιστοῖς ἐφανέρωσας τόν θεῖον σου Λείψανον, κατηγλαϊσμένον δόξῃ ἀφθαρσίας καί δωρεᾷ θεϊκῇ". Τά δέ θαύματα τοῦ Ἁγίου ἀποδίδονται στή χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πού ἐνυπάρχει στό Λείψανό του ("ἡ ἀπειρόδωρος τοῦ Πνεύματος χάρις, ἐν αὐτῷ φοιτήσασα, ἀφθαρσίᾳ αὐτό ἐδόξασε καί ἰαμάτων δυνάμεσι"· α' Ἰδιόμελο τῆς Λιτῆς).
Στό Ἀπολυτίκιο, τέλος, τοῦ ὁσ. Ἰωάννου τοῦ Ρώσου διατυπώνεται καί πάλι ἡ πίστη τῆς Ἐκκλησίας στό ὑπερφυσικό τῆς ἀφθαρσίας τῶν ἁγίων Λειψάνων ("ἐκ γῆς ὁ καλέσας σε πρός οὐρανίους μονάς, τηρεῖ καί μετά θάνατον ἀδιαλώβητον τό σῶμα σου, Ὅσιε").
Ἀκόμη, ἀπόδειξη ὅτι ἡ ἀφθαρσία τῶν ἁγίων Λειψάνων εἶναι θαῦμα τοῦ Θεοῦ, εἶναι καί ἡ ὕπαρξη ἀδιαφθόρων Λειψάνων Ἁγίων πού τελειώθηκαν στήν νηπιακή ἤ παιδική ἡλικία, χωρίς - δηλαδή - λόγῳ ἡλικίας, νά ἔχουν εὐαρεστήσει τόν Θεό μέ μαρτύριο ἤ φανερή στούς ἄλλους ἀνθρώπους ζωή ἁγιότητος. Τά Λείψανα τέτοιων Ἁγίων παίδων, τηρήθηκαν ἀδιάφθορα "κρίμασιν οἶς οἶδε Θεός" καί ὡς ἅγια τιμήθηκαν ἀπό τήν Ἐκκλησία. Τέτοιες περιπτώσεις εἶναι οἱ ἀκόλουθες:
Ἅγιος Ἀρτέμιος τοῦ Βέρκολα Ρωσίας (+ 1545). Φονεύθηκε ἀπό κεραυνό σέ ἡλικία 12 ἐτῶν.
Ἅγιος Γαβριήλ τοῦ Σλούτσκ Πολωνίας (+ 1690). Φονεύθηκε ἀπό κακοποιό σέ ἡλικία 6 ἐτῶν.
Ἅγιος Δημήτριος Ἰβάνοβιτς, Τσάρεβιτς τῆς Ρωσίας (+ 1591). Ὑπῆρξε θῦμα πολιτικῆς συνομωσίας, σέ ἡλικία 9 ἐτῶν.
Ἅγιος Θεόδωρος Ἡγεμόνας τοῦ Νόβγκοροντ Ρωσίας (+ 1233). Ἀπεβίωσε αἰφνιδίως τήν ὥρα τοῦ γάμου του, σέ ἡλικία 15 ἐτῶν.
Ἅγιοι Ἰάκωβος καί Ἰωάννης τοῦ Μενιούγκι Ρωσίας. Φονεύθηκαν ἀπό ἐπιδρομεῖς σέ ἡλικία 3 καί 5 ἐτῶν ἀντιστοίχως.
Ἁγία Ἰουλιανή Πριγκίπισσα Ὀσλάνσκυ. Κοιμήθηκε εἰρηνικά σέ ἡλικία 16 ἐτῶν.
Ἁγία Φιλοθέη τοῦ Ἄρτζες Ρουμανίας (16ος αἰ.). Φονεύθηκε ἀπό τόν πατέρα της, ἐπειδή ἐλεοῦσε τούς πτωχούς, σέ ἡλικία 12 ἐτῶν.
Μετά τά προηγούμενα καταλήγουμε στό συμπέρασμα, ὅτι ὁ Θεός δοξάζει κάποιους Ἁγίους Του καί μέσῳ τῆς ἀφθαρσίας τῶν Λειψάνων τους. Διότι ἐνῶ, γενικά τά σώματα τῶν νεκρῶν ὑπόκεινται στό φυσικό νόμο τῆς φθορᾶς καί τῆς ἀποσυνθέσεως, τά σώματα κάποιων Ἁγίων παραμένουν ἀδιάφθορα, καθ' ὑπέρβαση αὐτοῦ τοῦ φυσικοῦ νόμου. Ἡ ἀφθαρσία τῶν Λειψάνων λοιπόν, εἶναι ὀρατή ἀπόδειξη τῆς ἁγιότητας τῶν συγκεκριμένων Ἁγίων, φανερό σημεῖο τῆς εὐλογίας τοῦ Θεοῦ στά Λείψανα αὐτά καί πραγματοποίηση τοῦ προφητευομένου στή Γραφή γιά τόν Χριστό εἰδικά καί τούς Ἁγίους Του γενικά ("ὅτι οὐκ ἐγκαταλείψεις τήν ψυχήν μου εἰς Ἅδην, οὐδέ δώσεις τόν ὅσιόν Σου ἰδεῖν διαφθοράν"· Ψαλμ. 15,10).
Διαφορές ἀδιαλύτου σώματος καί ἀδιαφθόρου Λειψάνου
Τά ἀδιάφθορα Ἅγια Λείψανα δέν εἶναι ἀποτέλεσμα φυσικῆς μουμιοποιήσεως, διότι ὁ Χριστιανικός τρόπος ταφῆς εὐνοεῖ τήν κατά τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ καί τόν φυσικό νόμο διάλυση καί ἀποσύνθεση τοῦ νεκροῦ σώματος. Ἀκόμη, σέ καμμία περίπτωση ἀδιαφθόρου Λειψάνου δέν ὑπῆρξε ἐπέμβαση τοῦ ἀνθρώπου, δηλαδή τεχνιτή μουμιοποίηση - ταρίχευση. Εἶναι χαρακτηριστικό αὐτό πού διέσωσε ὁ Μέγας Ἀθανάσιος στό Βίο τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου.
"Τῶν δέ ἀδελφῶν - γράφει - βιαζομένων μεῖναι αὐτόν παρ' αὐτοῖς, κακεῖ τελειωθῆναι, οὐκ ἠνέσχετο, διά πολλά μέν, ὡς αὐτός καί σιωπῶν ἐνέφαινε, καί διά τοῦτο δέ μάλιστα. Οἱ Αἰγύπτιοι τά τῶν τελευτώντων σπουδαίων σώματα, καί μάλιστα τῶν Ἁγίων Μαρτύρων, φιλοῦσι μή θάπτειν καί περιελίσσειν ὀθονίοις, μή κρύπτειν δέ ὑπό γῆν, ἀλλ' ἐπί σκιμποδίων τιθέναι καί φυλάττειν ἔνδον παρ' ἑαυτοῖς, νομίζοντες ἐν τούτῳ τιμᾶν τούς ἀπελθόντας.
Ὁ δέ Ἀντώνιος πολλάκις περί τούτου καί Ἐπισκόπου ἠξίου παραγγέλειν τοῖς λαοῖς· ὁμοίως καί λαϊκούς ἐνέτρεπε καί γυναιξίν ἐπέπληττε λέγων, μήτε νόμιμον, μήτε ὅλως ὅσιον εἶναι τοῦτο. Καί γάρ τά τῶν Πατριαρχῶν καί τά τῶν Προφητῶν σώματα μέχρι νῦν σώζεται εἰς μνήματα· καί αὐτό δέ τό τοῦ Κυρίου σῶμα εἰς μνημεῖον ἐτέθη... Τί γάρ μεῖζον ἤ ἁγιώτερον τοῦ Κυριακοῦ σώματος; Πολλοί οὗν ἀκούσαντες ἔκρυψαν ὑπό γῆν λοιπόν καί ηὐχαρίστουν τῷ Κυρίῳ καλῶς διδαχθέντες".
Ἡ Ἐκκλησία δέν τιμᾶ ἕνα ἀδιάλυτο σῶμα σάν ἀδιάφθορο Ἅγιο Λείψανο, ἄν προηγουμένως δέν ἀποκλεισθοῦν οἱ φυσικοί ἤ τεχνιτοί λόγοι τῆς μή διάλυσής του. "Ἐάν τύχη καί εὔγη κανένας δεδεμένος - γράφει ὁ ἅγ. Νικόδημος - οἱ συγγενεῖς αὐτοῦ καί κληρονόμοι πρέπει νά τόν μεταθέσουν εἰς ἄλλον τόπον καί γῆν καί ἀφ' οὗ ἰδοῦν, ὅτι ἀπό φυσικήν αἰτίαν δέν προέρχεται ὁ δεσμός, πρέπει νά παρακαλοῦν τόν Ἀρχιερέα ἤ Μητροπολίτην ἤ Πατριάρχην, ὅπου τυχόν τόν ἀφώρισαν (ἤ ἄν ἀπέθανον ἐκεῖνοι, νά παρακαλοῦν τούς διαδόχους ἐκείνων), διά νά τόν συγχωρέσουν. Εἰ δέ καί ἔκαμαν καμμίαν ἀδικίαν, πρέπει, ἄν ἔχουν τόν τρόπον, νά τήν δίδουν ὀπίσω, ἤ ἄν δέν ἔχουν, νά παρακαλοῦν τούς ἀδικηθέντας νά συγχωρήσουν τόν ἀδικήσαντα καί οὕτως ὁ δεσμός διαλύεται" (αὐτ. σελ. 661).
Σέ Συνοδική Πράξη τῶν Πατριαρχῶν Ἀλεξανδρείας Παϊσίου, Ἀντιοχείας Μακαρίου καί Μόσχας Μακαρίου ὁρίζεται, ὅτι "τό ἀκέραιον καί ἄλυτον σωμάτων νεκρῶν δύναται νά προέρχεται οὐχί ἐξ ἁγιωσύνης, ἀλλ' ἐξ ἀφορισμοῦ ἤ κατάρας Ἀρχιερατικῆς ἤ Ἱερατικῆς· διό ὀφείλουσιν οἱ πιστοί νά μή τιμῶσι τά τοιαῦτα ἄλυτα καί ἀκέραια σώματα ὡς ἅγια, ἄνεϋ προτέρας ἀκριβοῦς ἐξετάσεως καί δοκιμασίας καί μαρτυρίας πλειόνων ἀξιοπίστων μαρτύρων".
Ἕνα ἄλυτο σῶμα γιά τήν Ἐκκλησία δέν σημαίνει ἀπολύτως τίποτα. Γιά νά τιμηθεῖ ἕνα ἀδιάλυτο σῶμα σάν Ἅγιο Λείψανο, θά πρέπει νά συντρέχουν οἱ τρεῖς οὐσιαστικές προϋποθέσεις πού ἐπισημαίνει ὁ Πατριάρχης Ἱεροσολύμων Νεκτάριος: "Τρία - γράφει - θεωροῦνται τά μαρτυροῦντα τήν ἀληθῆ ἐν ἀνθρώποις ἁγιότητα· Ὀρθοδοξία ἄμωμος, ἀρετῶν κατόρθωσις ἁπασῶν (ἐν αἷς ἕπεται ἡ περί τήν Πίστιν μέχρις αἵματος ἀντικατάστασις) καί ἡ παρά Θεοῦ ἐπίδειξις σημείων ὑπερφυῶν καί θαυμάτων". ("Πρός τάς προσκομισθείσας θέσεις...", Ἰάσιο 1682, σελ. 201 ἑξ., καί 209 ἑξ.).
Οἱ Ὅσιοι Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης καί Ἀθανάσιος ὁ Πάριος σημειώνουν, ὅτι "τά μέν τῶν Μαρτύρων Λείψανα προσκυνοῦνται ὡς Ἅγια καί χωρίς θαυμάτων καί εὐωδίας, μέ τό νά γίνεται φανερά εἰς ὅλους διά τῆς ἐμπράκτου ἀποδείξεως τοῦ μαρτυρίου, ἡ εἰς τόν Θεόν τελεία πίστις καί τελεία ἀγάπη αὐτῶν". Τῶν Ὁσίων ὅμως "τά Λείψανα δέν προσκυνοῦνται ὡς ἅγια, ἄν ὁ Θεός δέν ἀποδείξη δι' αὐτῶν θαύματα ἤ τό ὀλιγώτερον τά τιμήση διά τῆς εὐωδίας, μέ τό νά μήν εἶναι ἀποδεδειγμένα εἰς τούς ἀνθρώπους ἡ ἐν κρυπτῷ πίστις καί ἀγάπη αὐτῶν πρός τῶν Θεόν" (Π. Πάσχου, "Ὁ Μοναχισμός, οἱ Νεομάρτυρες...", σελ. 279 καί 310 - 312).
Τοῦτο θεωρεῖται - κατά τήν γνώμη μας - ἀπαραίτητο καί γιά τά εὑρισκόμενα ἀδιάλυτα σώματα, ὅπως εὔστοχα παρατηρεῖ καί ὁ Εὐγένιος Βούλγαρις στήν "Ἐπιστολή πρός Κλαίρκιον...": "Καίτοι τοῖς πάλαι εἰλικρινέστερον κατά Θεόν πολιτευομένοις οὐ πάνυ τοῦτο ἀντεξητάζετο, ἀλλά τοῖς καθ' ἡμᾶς χρόνοις, τῆς πονηρίας ἤδη καί τά θαύματα παραπλαττούσης καί τάς ἀρετάς τῇ ὑποκρίσει μᾶλλον κιβδηλευούσης καί λίαν θηρεύομέν τε καί ἀπαιτοῦμεν καί εἰς κρίσιν καλοῦμεν". (Πρωτ. Γ. Μεταλληνοῦ, "Λόγος ὡς Ἀντίλογος", σελ. 60).
Τά Ἅγια Λείψανα ἔχουν ἰδιαίτερα χαρακτηριστικά, τά ὁποῖα ἀποδεικνύουν τήν ἁγιότητά τους. "Τά Ἅγια Λείψανα - λέγει ὁ Ἱεροσολύμων Νεκτάριος - ἔχουσι τά ἐναντία τούτων (τῶν ἀφορισμένων) σημάδια· ἐκεῖνα γάρ ἀδιάφθαρτα εἰσίν, ὡραῖα, εὐώδη, ἐξηραμμένα, ἥμερα καί εὐπρόσιτα, ὡσάν νά εἶναι κοιμισμένα· καί πρός τούτοις βρύουσι καί διάφορα θαύματα" (αὐτ., σελ. 662.)
Κατά τήν ἐκταφή τά ἀδιάφθορα Ἅγια Λείψανα:
Ἀνακομίζονται ἀκέραια ("ἀδιάφθαρτα εἰσίν")·
Χωρίς φθορές τῶν χαρακτηριστικῶν τους (ἀκόμη καί τῶν εὐαισθήτων σημείων, λ.χ. τῶν τριχῶν τῆς κεφαλῆς καί τῆς γενειάδας, ἀκόμη καί τῶν ἐνδυμάτων καί σέ κάποιες περιπτώσεις καί τῶν ἰδιαιτέρως εὐαισθήτων στή φθορά ἐσωτερικῶν ὀργάνων)·
Μέ χρῶμα φυσικό καί ἐμφάνιση εὐχάριστη ("ὡραῖα, ἥμερα καί εὐπρόσιτα")·
Μέ ἐμφανεῖς τίς κακοποιήσεις τίς ὁποίες πιθανῶς δέχθηκαν. (Λ.χ. στήν ἀδιάφθορη Κάρα τοῦ Ἱερομ. Σεραφείμ Ἐπισκόπου Φαναρίου, διακρίνεται ἡ τύφλωση τοῦ ἑνός ὀφθαλμοῦ, τήν ὁποία ὑπέστη ἀπό τούς Τούρκους, καθώς καί ἡ ἀποκοπή τῆς μύτης· καί στό Λείψανο τῆς ἁγ. Θωμαϊδος τῆς Λεσβίας, διακρίνονταν μέχρι τή σύλλησή του ἀπό τούς Σταυροφόρους, τό 1204, τά ἴχνη τῶν ξυλοδαρμῶν τοῦ συζύγου της).
Ἀπό φυσικῆς πλευρᾶς τά ἀδιάφθορα Ἅγια Λείψανα:
Ἐμφανίζονται ἀφυδατωμένα - ἀποξηραμένα - στεγνά ("ἐξηραμμένα"), ἄν καί συνήθως εἶναι εὔκαμπτα (λ.χ. τοῦ ὁσ. Παταπίου τοῦ Αἰγυπτίου, στήν ὁμώνυμη Μονή Λουτρακίου Κορινθίας).
Ὑφίστανται ἀλλοίωση τοῦ χρώματος, ὅταν ἔλθουν σέ ἐπαφή μέ τόν ἀτμοσφαιρικό ἀέρα (λ.χ. τό 1993, κατά τήν ἀνακομιδή τοῦ Ρώσου Ἀρχιεπισκόπου Σαγκάης καί ἁγ. Φραγκίσκου Ἰωάννη Μαξίμοβιτς, τό ἄφθαρτο Λείψανό του εἶχε τό φυσικό χρῶμα, μέ τήν ἔκθεση ὅμως στόν ἀτμοσφαιρικό ἀέρα πῆρε χρῶμα σκούρο καφέ· μάλιστα, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος ἁγ. Φραγκίσκου Ἀντώνιος, ὁ ὁποῖος διενήργησε τήν ἀνακομιδή, κάκιζε τόν ἑαυτό του διότι δέν πῆρε τά ἀναγκαῖα προληπτικά μέτρα, ὥστε νά διατηρηθεῖ τό φυσικό χρῶμα τοῦ Λειψάνου).
Ὑπόκεινται στή φυσική φθορά, ἐφ' ὅσον δέν προστατευθοῦν, εἶτε ἀπό τή δύναμη τοῦ Θεοῦ (λ.χ. τό Λείψανο τοῦ ἁγ. Σάββα Α' Ἀρχιεπισκόπου Σερβίας, ἐπέτρεψε ὁ Θεός νά καεῖ ἀπό τούς Τούρκους στό Βελιγράδι· ἀντίθετα τό Λείψανο τοῦ ὁσ. Ἰωάννου τοῦ Ρώσου, ἐνῶ ρίχθηκε στή φωτιά ἀπό τούς Τούρκους, διαφυλάχθηκε "ὑπό θείας δυνάμεως", μόνο τό χρῶμα του ἀλλοιώθηκε), εἴτε ἀπό τήν πρόνοια τῶν κατεχόντων (πολλά ἀδιάφθορα Λείψανα ἔχουν τεμαχισθεῖ ἀπό διαφόρους "εὐλαβεῖς", οἱ ὁποῖοι ἀφαιροῦν τμήματά τους, σέ μία κάκιστα νοούμενη πράξη εὐλαβείας· γιά τόν λόγο αὐτό συνήθως φυλάσσονται σέ εἰδικές λάρνακες).
Ὅμως ἐκεῖνο τό ὁποῖο προκαλεῖ τό θαυμασμό, τήν ἀπορία, ἀλλά καί τή δοξολογία τοῦ Παντοδυνάμου Θεοῦ, εἶναι τά ὑπερφυσικά χαρακτηριστικά ἑνός ἀδιαφθόρου Ἱεροῦ Λειψάνου:
Ἡ ἄρρητη εὐωδία (ἡ εὐωδία τοῦ Λειψάνου τοῦ ὁσ. Ἰωάννη τῆς Ρίλας, στήν ὁμώνυμη Μονή στή Βουλγαρία, γίνεται ἀντιληπτή ἀπό ἀπόσταση ἀρκετῶν μέτρων· ἀκόμη, χαρακτηριστική εἶναι ἡ εὐωδία τῶν Λειψάνων τοῦ ὁσ. Δημητρίου Μπασαράμπη, στόν Πατριαρχικό Ναό τοῦ Βουκουρεστίου, καί τοῦ ὁσ. Ἀμβροσίου τῆς Ὄπτινα, στήν ὁμώνυμη Μονή στή Ρωσία).
Ἡ ροή εὐωδιαστοῦ μύρου (σέ πολλές περιπτώσεις, λ.χ. τοῦ Λειψάνου τοῦ Μεγαλομ. Δημητρίου τοῦ Θεσσαλονικέως, τό ὁποῖο διατηρήθηκε ἀδιάφθορο μέχρι τόν 17ο αἰῶνα. Τῆς ὁσ. Θεοδώρας τῆς Θεσσαλονίκης, τῆς ὁποίας τό Λείψανο εἶχε τοποθετηθεῖ σέ εἰδική λάρνακα μέ ὀπή, ἀπό τήν ὁποία ἔτρεχε τό μῦρο· περίπου τό 1420, ὁ Ρῶσος Διάκονος Ζωσιμᾶς "ἔμεινε ἔκπληκτος ἀπό τήν θέα τοῦ Λειψάνου τῆς Ὁσίας, διότι φαινόταν σάν νά ζοῦσε καί τά ἐνδύματά της ἦταν διαποτισμένα ἀπό τό μυρίπνοο ἔλαιο πού πήγαζε ἀπ' αὐτό". Τοῦ ὁσ. Ἰωσήφ τοῦ Ἁγιορείτου, τοῦ ὁποίου τό μῦρο ἔρρεε "ἀπό τῶν κροτάφων τῆς ὁσίας καί τιμίας κεφαλῆς", κατά τόν ἅγ. Βασίλειο Ἀρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης).
Ἡ διάσωση ἀπό βέβαιη φυσική καταστροφή (τό Λείψανο τοῦ ἁγ. Ἀρτεμίου τοῦ Βέρκολα, ἔμεινε ἄταφο 32 χρόνια καί βρέθηκε ἄθικτο στήν ἐπιφάνεια τοῦ ἐδάφους! Τοῦ ἁγ. Μιχαήλ Πρίγκιπα τοῦ Τβέρ ἔμεινε ἄταφο 2 χρόνια! Τό 1714 τό Λείψανο τοῦ ἁγ. Βασιλείου Μητροπ. Ὀστρόβου, δέν τό ἄγγιξαν τά νερά πλημμύρας τοῦ ποταμοῦ Ζέτα!).
Ἡ διατήρηση ἐπί σειρά αἰώνων (σώζεται ἄφθαρτο γιά 22 αἰῶνες, στόν Πατριαρχικό Ναό τοῦ ἁγ. Γεωργίου στό Φανάρι, τό Λείψανο τῆς ἁγ. Σολομονῆς, μητέρας τῶν Ἑπτά Μακκαβαίων, ἡ ὁποία τελειώθηκε στήν πυρά, τό 173 π.Χ. Καί τό Λείψανο τοῦ ἁγ. Σπυρίδωνος Ἐπισκόπου Τριμυθοῦντος, διατηρεῖται ἄφθαρτο 1600 χρόνια !).
Ἡ διατήρηση τῶν ἰδιαιτέρων χαρακτηριστικῶν τοῦ κακοιμημένου (ἡ διατήρηση τῶν Λειψάνων τῶν Ὁσίων Σεργίου καί Γερμανοῦ τοῦ Βαλαάμ (10ος – 11ος αἰ.) ἦταν τόσο ἐξαιρετική, ὥστε τόν 12ο αἰ. ὁ Ἀρχιεπίσκοπος τοῦ Νόβγκοροντ ἅγ. Ἰωάννης ἀνέθεσε σέ ἁγιογράφους τήν ἁγιογράφηση τῆς εἰκόνος τους μέ βάσει τά χαρακτηριστικά τῶν Λειψάνων τους!).
Ἡ τέλεση θαυμάτων - ἰάσεων - θεραπειῶν, τά ὁποῖα εἶναι "τῆς τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν θείας ὡς ἀληθῶς καί ἀπορρήτου δυνάμεως ἐμφανῆ τεκμήρια" (κατά τόν Εὐσέβιο Καισαρείας).
Μαρτυρίες προσωρινῆς διατηρήσεως Λειψάνων
Στή συναξαριστική γραμματεία ἀναφέρονται κάποιες περιπτώσεις προσωρινῆς διατηρήσεως Λειψάνων διαφόρων Ἁγίων (λ.χ. Ἁγίων πού μαρτύρησαν στήν πυρά καί τά Λείψανά τους τηρήθηκαν ἀβλαβή - χωρίς ὅμως νά συνεχισθῆ τό θαῦμα καί μετά τό μαρτύριο - ἤ γιά νά ταφοῦν ἤ γιά τή μεταφορά τους σέ κάποιο μακρυνό τόπο ταφῆς). Σ' αὐτές τίς περιπτώσεις περιλαμβάνονται:
Ὁ ἁγ. Εὐαγγελιστής Ματθαῖος. Ὅταν τελειώθηκε "ἐπί τῆς πυρᾶς, τό τίμιον καί πάνσεπτον αὐτοῦ Λείψανον ἔμεινεν ἀβλαβές ἀπό τό πῦρ".
Οἱ ἅγ. Μάρτυρες Φώτιος καί Ἀνίκητος. Παρέδωσαν τό πνεῦμα μέσα στό πυρακτωμένο καμίνι τοῦ λουτροῦ τοῦ Ἀντωνίνου, στή Νικομήδεια, χωρίς ὅμως ἡ φλόγα νά βλάψει τά σώματά τους, τά ὁποῖα βρέθηκαν σῶα καί ὁλόκληρα.
Ὁ ἅγ. Μάρτυς Ἀντωνῖνος τῆς Ἀλεξανδρείας. Τελειώθηκε ριγμένος σέ ἀναμμένο καμίνι· τό Λείψανό του βρέθηκε "ἐν τῷ μέσῳ τῆς καμίνου ἀβλαβές καί σῶον, χωρίς τό πῦρ νά βλάψη οὔτε κἄν τρίχα τῆς κεφαλῆς του".
Ἡ ἁγ. Μάρτυς Ἰουλίττα τῆς Καισαρείας. Παρέδωσε τό πνεῦμα της ριγμένη σέ ἀναμμένο καμίνι, τό σῶμα της ὅμως διαφυλάχθηκε "ἄφλεκτο καί ἀκέραιο, διά νά τό ἔχουν πνευματικήν παρηγορίαν οἱ Χριστιανοί".
Ὁ Μεγαλομάρτυς Εὐστάθιος καί ἡ συνοδεία του. Τά Λείψανά τους βρέθηκαν ἄθικτα ἀπό τή φωτιά, μέσα στό πυρακτωμένο χάλκινο βόδι πού τελειώθηκαν.
Ὁ ὅσ. Ἰλαρίων ὁ Μέγας. Ἀφοῦ ἀσκήθηκε στήν Κύπρο, σέ ὄρος τῆς ἐπαρχίας Πάφου, κοιμήθηκε ἐκεῖ εἰρηνικά· τό σῶμα του μετέφερε καί κήδευσε στήν Παλαιστίνη, σῶο καί ἀλώβητο, ὁ μαθητής του Ἡσύχιος.
Ὁ ὅσ. Εὐθύμιος ὁ Νέος, ἱδρυτής δύο μονῶν στήν περιοχή Περιστερῶν Θεσσαλονίκης. Κοιμήθηκε εἰρηνικά στά Γιοῦρα τῶν Βορείων Σποράδων. Τό σκήνωμά του μεταφέρθηκε στή μετάνοιά του, τρεῖς μήνες μετά τήν κοίμησή του, ἄρτιο καί ἀκέραιο!
Ἡ Μάρτυς Χαριτίνη. Τό Λείψανό της ἔμεινε ἀβλαβές, τρεῖς ἡμέρες μέσα στήν θάλασσα.
Ὁ Ἱερομάρτυς Λουκιανός. Τό χέρι του βρέθηκε ἀνέπαφο, μετά ἀπό 14 ἡμέρες παραμονῆς μέσα στή θάλασσα.
Ὁ Μάρτυς Ἕσπερος, ἡ σύζυγός του Ζωή καί τά παιδιά τους Κυριακός καί Θεόδουλος. Τελειώθηκαν μέσα σέ ἀναμμένο καμίνι στήν Παμφιλία, κατά τήν βασιλεία τοῦ Ἀδριανοῦ (117 - 138). Τά Λείψανά τους βρέθηκαν μέσα στό καμίνι "σῶα καί ἀβλαβῆ ἐκ τοῦ πυρός, ἐστραμμένα πρός ἀνατολάς, ὡς νά ἐκοιμῶντο"!
Ὁ ὅσ. Ἀντώνιος τῆς Βεροίας. Τό Λείψανό του βρέθηκε ἀνέπαφο, 16 ἡμέρες μετά τήν κοίμησή του.
Ὁ ὅσ. Θεοσέβιος ὁ Ἀρσινοήτης. Τό Λείψανό του βρέθηκε χωρίς σημεῖα φθορᾶς καί εὐωδιαστό, τρεῖς ἡμέρες μετά τήν κοίμησή του.
Ὁ ἅγ. Πιτιρίμ Ἐπίσκοπος Πέρμ Ρωσίας (+ 1456). Τό Λείψανό του ἔμεινε ἄταφο γιά 40 ἡμέρες, χωρίς νά παρουσιάση σημεῖα φθορᾶς.
Ὁ ἅγ. Εὐθύμιος Ἀρχιεπίσκοπος Νόβγκοροντ Ρωσίας (+ 1458). Ἑξήντα ἡμέρες μετά τήν κοίμησή του, ὁ ἐκπρόσωπος τοῦ Μητροπολίτου Ρωσίας ἁγ. Ἰωνᾶ Ἱερεύς Ποιμήν, ἄνοιξε τόν τάφο του γιά νά καταθέση γραπτή συγχωρητική εὐχή καί τό Λείψανο βρέθηκε χωρίς σημεία φθορᾶς.
Ὁ Ἱερομάρτυς Ἰσίδωρος τοῦ Γιούριεφ Ρωσίας καί οἱ 72 συναθλητές του (+ 1472). Βασανιζόμενοι ἀπό τούς Τεύτονες Ἱππότες γιά νά προσχωρήσουν στόν Παπισμό, ρίχθηκαν ζωντανοί σέ μία τρύπα στόν πάγο ἑνός ποταμοῦ, τήν 8. 1. 1472. Τήν Ἄνοιξη, ὅταν ἔλιωσαν οἱ πάγοι, τά Λείψανα τῶν Μαρτύρων βρέθηκαν ἄφθαρτα καί ἐνταφιάσθηκαν στόν Ναό τοῦ ἁγ. Νικολάου.
Ὁ ὅσ. Διόδωρος τοῦ Γιουριγκόρσκυ Ρωσίας. Κοιμήθηκε τήν 27η Νοεμβρίου 1633 καί ἐνταφιάσθηκε στό Κεργκοπόλ. Δύο μῆνες ἀργότερα ὁ μαθητής του Πρόχορος πῆρε τό ἄφθαρτο Λείψανό του καί τό ἐνταφίασε στή Μονή Γιοριγκόρσκυ.
Ὁ Νεομάρτυς Χρῆστος τῆς Πρεβέζης (+ 1668). Τό Λείψανό του ρίχτηκε στή φωτιά, ἀλλά δέν κάκηκε. Ἀντιθέτως ἔμεινε ἄφθαρτο καί ἀνέπαφο γιά 30 ἡμέρες! (Ἀρχιμ. Νικοδήμου Ἀεράκη, "Ἀσματική Ἀκολουθία καί Ἱερά Παράκλησις τοῦ ἁγ. Νεομάρτυρος Χρήστου τοῦ ἐκ Πρεβέζης", 2005).
Ὁ Ἱερομάρτυς Ἑρμογένης Ἀρχιεπίσκοπος Τομπόλσκ Σιβηρίας (+ 1918). Ἀπό τόν μαρτυρικό του θάνατο ἀπό τούς Μπολσεβίκους μέ πνιγμό (16. 6. 1918), μέχρι τήν κατάθεσή του στήν κρύπτη τοῦ Ἱεροῦ Χρυσοστόμου, στόν Καθεδρικό Ναό Ἁγίας Σοφίας Τομπόλσκ (2. 8. 1918), τό Λείψανό του δέν παρουσίασε σημεῖα φθορᾶς.
Ὁ Στάρετς Ἀνατόλιος τοῦ Σάρωφ Ρωσίας (+ 1919). Τό 1927 τό Λείψανό του ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο. Δέν σώζονται περισσότερες πληροφορίες.
Ὁ Ἱερομάρτυς Ἱερεύς Uspensky. Ρωσικῆς καταγωγῆς, ἐκτελέστηκε ἐξόριστος στό φοβερό Στρατόπεδο Σολόβκι, στήν Λευκή Θάλασσα. Δέν διασώθηκε τό ὄνομα καί ὁ χρόνος τοῦ μαρτυρίου του. Διασώθηκε μόνον ἡ μαρτυρία, ὅτι τό Λείψανό του βρέθηκε ἄφθαρτο, χωρίς περισσότερες πληροφορίες.
Τέλος τοῦ Θαυματουργοῦ ἅγ. Νεκταρίου Μητροπ. Πενταπόλεως (+ 1920), ἑνός τῶν νεοφανῶν Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας, πέντε μῆνες μετά τήν κοίμησή του, κατά τήν διάρκεια ἐργασιῶν στόν τάφο του, διαπιστώθηκε ὅτι τό Λείψανό του παρέμενε ἀκέραιο καί ἀδιάφθορο! Τό Λείψανο διαλύθηκε περίπου τό 1940, "γιά νά φθάσει ἡ εὐλογία τῶν λειψάνων του σέ ὅλο τόν κόσμο".
Ἀσαφεῖς ἀναφορές σέ ἀδιάφθορα Λείψανα
Σέ συναξαριστικές, ὑμνολογικές, ἀλλά καί ἱστορικές πηγές, ὑπάρχουν ἀναφορές σέ Λείψανα, χωρίς νά διευκρινίζεται ἄν πρόκειται γιά ἀδιάφθορα ἤ διαλυμένα. Σ' αὐτές τίς περιπτώσεις ἀνήκουν:
Ἅγ. Φλαβιανός Πατριάρχης ΚΠόλεως. Μετά τήν Ἁγία Δ' Οἰκουμενική Σύνοδο, τό Λείψανό του ἀνακομίσθηκε στήν ΚΠολη, ἀπό τόν διάδοχό του ἅγ. Ἀνατόλιο. ("Ὁ Μέγας Συναξαριστής...", τ. Ἰουλίου, σελ. 34 - 36).
Ἅγ. Μητροφάνης Πατριάρχης ΚΠόλεως. Κατά τόν "Μεγάλο Συναξαριστή", "ἡ Σύναξις καί ἑορτή αὐτοῦ ἐν τῇ ἁγιωτάτῃ μεγάλῃ Ἐκκλησίᾳ καί ἐν τῷ σεβασμίῳ αὐτοῦ Ναῷ, τῷ κειμένῳ πλησίον τοῦ ἁγ. Μάρτυρος Ἀκακίου, ἐν τῷ Ἑπτασκάλῳ, ὅπου εὑρίσκεται καί τό τίμιον αὐτοῦ Λείψανον" (αὐτ. τ. Ἰουνίου, σελ. 48).
Ἅγ. Ταράσιος Πατριάρχης ΚΠόλεως. Μνημονεύεται κλοπή τοῦ Λειψάνου του ἀπό τούς Βενετούς, τό 1018 (αὐτ., τ. Φεβρουαρίου, σελ. 526).
Ὅσ. Ἰάκωβος ὁ Στουδίτης. Σέ ἐπιστολή του ὁ ὅσ. Θεόδωρος ὁ Στουδίτης ἀναφέρει, ὅτι "εὐδοκοῦντος τοῦ Κυρίου θέλει ποιήση Κανόνα εἰς τό τίμιον Λείψανον τοῦ Ὁμολογητοῦ". (PG τ. 99, σελ. 1353 - 56).
Ὅσ. Θεοδόσιος τῆς Ἀντιοχείας. Κατά τόν "Μεγάλο Συναξαριστή", "τό Λείψανον αὐτοῦ ἐτέθη μετά θάνατον ἐντός θήκης, ὁμοῦ μέ τό Λείψανον τοῦ ὁσ. Ἀφραάτου". (τ. Φεβρουαρίου, σελ. 125).
Ὅσ. Βάρβαρος ὁ Μυροβλύτης. Ὁ "Μέγας Συναξαριστής" μνημονεύει ἀνακομιδή τοῦ Λειψάνου του στή Ρώμη (τ. Μαϊου, σελ. 438 - 39). Ὁ ἀδελφός τῆς Μονῆς Μεταμ. Σωτῆρος Ναυπάκτου ἀρχιμ. Εἰρηναῖος, ἀναφέρεται σέ λείψανο, ἀλλά καί σέ λείψανα, χωρίς ἄλλη ἐπεξήγηση ("Αἰτωλοακαρνάνες Ἅγιοι", σελ. 24 - 25).
Ὅσιος Γρηγόριος τοῦ Ἀκρίτᾳ. Στό Κοντάκιό του ἀναφέρεται, ὅτι "Χριστός σέ Γρηγόριε, ἀφθαρσίας στεφάνῳ ἐκόσμησε...".
Ὁσιομ. Θεοδοσία τῆς ΚΠόλεως. "Τό ἱερόν Λείψανον τῆς Ἁγίας ταύτης ἐναπετέθη εἰς τήν Ἱ. Μ. ἁγ. Εὐφημίας, τῆς οὔσης ἐν τῷ Πετρίῳ... Περί δέ τῶν θαυμάτων τοῦ Λειψάνου τῆς ἁγ. Θεοδοσίας ἀναφέρει καί ὁ σοφός Βρυέννιος". ("Ὁ Μέγας Συναξαριστής...", τ. Μαϊου, σελ. 661 - 662).
Ὅσ. Ἡσύχιος ὁ Θαυματουργός. Κατά τόν "Μεγάλο Συναξαριστή" (τ. Μαρτίου, σελ. 382 - 383), ὁ Ἐπίσκοπος Ἀμασείας Θεοφύλακτος ἀνακόμισε τό Λείψανό του καί τό ἐναπέθεσε στόν Μητροπολιτικό Ναό τῆς Ἀμάσειας.
Ὅσ. Λάζαρος ὁ Ζωγράφος. "Τό τίμιον αὐτοῦ σῶμα ἀνακομισθέν ὕστερον κατετέθη εἰς τό μοναστήριον τό καλούμεον Εὔανδρον". ( "Ὁ Μέγας Συναξαριστής...", τ. Νοεμβρίου, σελ. 519).
Ἅγ. Θεοφύλακτος Ἐπίσκοπος Νικομηδείας. Μετά τόν θάνατο τοῦ Εἰκονομάχου Λέοντα Ε' τοῦ Ἀρμένιου, ὁ Πατριάρχης ΚΠόλεως ἅγ. Μεθόδιος, "ἔφερεν ἐκ τῆς ἐξορίας τό τίμιον Λείψανον τοῦ μακαρίου τούτου Θεοφυλάκτου καί ἀπέθετο αὐτό εἰς Νικομήδειαν, εἰς τόν Ναόν τῶν Ἁγίων Κοσμᾶ καί Δαμιανοῦ, τόν ὁποῖον - ἔτι ζῶν - εἶχεν ὁ ἴδιος ὁ Ἅγιος ἀνεγείρει". ("Ὁ Μέγας Συναξαριστής...", τ. Μαρτίου, σελ. 157).
Νεομάρτυρας Ἰωάννης τῆς Σουτσεάβας. Ὁ "Μέγας Συναξαριστής" (τ. Ἰουνίου, σελ. 22 - 25), μνημονεύει ἀνακομιδή τοῦ Λειψάνου του στή Μολδαβία, ἀπό τόν Ἡγεμόνα Ἀλέξανδρο τόν Καλό, κατά τόν μ. Δαμασκηνό Γρηγοριάτη ὅμως στήν Σουτσεάβα φυλάσσονται τά Λείψανα τοῦ Νεομάρτυρα ("Ὁδοιπορικό τῆς Ὀρθοδόξου Ρουμανικῆς Ἐκκλησίας", σελ. 261).
Κρυμμένα Ἀδιάφθορα Λείψανα ἀγνώστων Ἁγίων
Πλέον ὅμως τῶν γνωστῶν ἀδιαφθόρων ἁγίων Λειψάνων, πολλοί εἶναι καί οἱ ἀφανεῖς στόν κόσμο ἀδιάφθοροι Ἅγιοι τοῦ Θεοῦ. Ὁ μ. Ἀνδρέας Θεοφιλόπουλος ἀναφέρει χαρακτηριστικά, ὅτι "οἱ ἀνώνυμοι, ἀσκήσει καί ἀθλήσει ἀγωνισάμενοι στό Ἅγιον Ὄρος Ὅσιοι, εἶναι ἀπείρως περισσότεροι ἀπό τούς γνωστούς καί τούς ἐπωνύμους". Γιά τοῦτο "πολλά μέρη τοῦ Ἁγίου Ὄρους εὐωδιάζουν, ἀπό τά Λείψανα ἁγίων ἀνθρώπων, τῶν ὁποίων τόν βίο καί τά ὀνόματα δέν γνωρίζουμε... Σέ ὅποιο μέρος καί τόπο τοῦ Ἁγίου Ὄρους βρεθεῖ ὁ εὐλαβής προσκυνητής, ὅταν ἔχει πίστι θερμή, θά αἰσθανθεῖ τό ἄρωμα καί τήν πνευματική εὐωδία κάποιου ἀπό τούς Ἁγίους αὐτούς, τῶν ὁποίων τά Ἅγια Λείψανα ὁ Κύριος γνωρίζει ποῦ εἶναι κρυμμένα, ὡς τήν ἡμέρα τῆς κοινῆς ἀναστάσεως τοῦ ἀνθρωπίνου γένους" ("Γεροντικό τοῦ Ἁγίου Ὄρους", σελ. 254). Ἀναφέρει ἀκόμη καί περιπτώσεις ἀδιαφθόρων Λειψάνων ἀγνώστων Ὁσίων.
"Ὁ Γέροντας - γράφει - τῆς Καλύβας τοῦ ἁγ. Ἀκακίου τοῦ Νέου Ἱερόθεος Μοναχός, μᾶς διηγήθηκε ὅτι μεταξύ τῆς Μονῆς Μεγ. Λαύρας καί τῆς Σκήτης τῶν Καυσοκαλυβίων, ἀσκήτευε ἕνας ἐρημίτης γνωστός μέ τό ὄνομα Πανάρετος, ὁ ὁποῖος μία ἡμέρα, μετά τήν καθιερωμένη προσευχή καί τόν κανόνα του, τοῦ ἦρθε ἡ ἰδέα νά φτιάξει μπροστά στήν σπηλιά του ἕνα μικρό κηπάκι... Μετά ἀπό πολλές ἡμέρες ἀγώνα καί μέ πολύ κόπο, ἐπειδή τά μέρη ἐκεῖνα εἶναι πετρώδη, ἔσκαψε ἀρκετό μέρος καί ἔφτασε σέ ἕνα σημεῖο πού βρῆκε μία πλάκα, ἡ ὁποία τόν δυσκόλευε νά προχωρήσει... Ὅταν σήκωσε λίγο τήν πλάκα, βγῆκε ἀπό μέσα ἄρρητη εὐωδία, πλημμύρισε ὅλος ὁ τόπος ἀπό οὐράνιο ἄρωμα... Ἡ πλάκα ἔκρυβε κανονικό τάφο, μέσα στόν ὁποῖο ἦταν σῶμα σέ σχῆμα κοιμωμένου ἀνθρώπου, πού ἦταν ντυμένος ἱερά ἄμφια, ποιός ξέρει πόσα χρόνια καί φαινόταν σάν νά εἶχε πεθάνει καί ἐνταφιασθεῖ τήν προηγουμένη...
Ὁ ἐρημίτης αὐτός μ. Πανάρετος, ἀπό τήν χαρά γιά τό εὕρημά του κι ἀπό τήν πολλή εὐωδία πού ἔβγαινε ἀπό τό Ἅγιο ἐκεῖνο Λείψανο, ἔμεινε πολλή ὥρα ἀκίνητος, κατάπληκτος κι ὅταν συνῆλθε, ἀπό τήν πρώτη αὐτή συγκίνησι, ἄρχισε μέ δάκρυα νά προσεύχεται, νά παρακαλεῖ καί νά λέγει: "Ἅγιε τοῦ Θεοῦ, σέ εὐχαριστῶ πού φανερώθηκες σέ μένα τόν ἀνάξιο καί ἁμαρτωλό. Παρακαλῶ τήν ἁγιοσύνη σου, πές μου ποιός εἶσαι; Πόσα χρόνια ἔχουν περάσει ἀπό τότε πού τελείωσες τόν ἱερό σου ἀγώνα;...". Γιά μία στιγμή σκέφθηκε πώς πρέπει νά πάει στό Μοναστήρι τῆς Λαύρας, νά ἀναφέρει τό γεγονός καί νά 'ρθουν οἱ Πατέρες τῆς Μονῆς νά παραλάβουν τό ἅγιο αὐτό Λείψανο...
Μ' αὐτή τήν σκέψι προσευχόμενος, ἔμεινε πολλές ὧρες ὁ γ. Πανάρετος. Κόντευε νά ξημερώσει, ἀπό τόν πολύ κόπο καί τήν ἀγρυπνία ἀπόκαμε, τόν πῆρε γιά λίγο ἕνας ἐλαφρύς ὕπνος καί τότε βλέπει τόν Ἅγιο αὐτόν νά παρουσιάζεται μπρός του καί μέ πολύ θυμωμένο πρόσωπο καί αὐστηρό ὕφος νά τοῦ λέγει:
"...Δέ μοῦ λές, Γέροντα, μαζί κάναμε τούς ἀγῶνες καί τήν ὑπομονή, πού θέλεις ἐσύ νά κανονίσεις γιά μένα καί τό λείψανό μου; Πῶς θέλεις τώρα νά μέ πάρουν ἀπό τόν ἅγιο τοῦτο τόπο, στόν ὁποῖο, μέ τήν δύναμι καί τήν χάρι τοῦ Θεοῦ, ἀγωνίστηκα νά τόν ἀποκτήσω περισσότερα ἀπό 50 χρόνια σκληρῆς καί στερημένης ζωῆς;" (αὐτ., σελ. 177 - 179).
Ἄλλη περίπτωση ἀγνώστου καί "κεκρυμμένου" ἀδιαφθόρου ἁγίου Λειψάνου ἀνακάλυψε ὁ Γέροντας Διονύσιος, πού ἔμενε σέ ἕνα "ξεροκάλυβο" (δηλαδή Καλύβη χωρίς Παρεκκλήσιο), στή Σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννας. Ὅταν ἐπιχείρησε νά διορθώσει κάποιο πεζούλι, βρῆκε ἕνα ὁλόσωμο καί εὐωδιαστό Λείψανο ἀγνώστου ἀσκητή καί ἐνῶ ἔκανε προσευχή νά τοῦ φανερώσει ὁ Ἅγιος τό ὄνομά του, ἐκεῖνος ἐμφανίσθηκε μέ ὕφος αὐστηρό καί τόν ἐμπόδισε μέ ἐπιτίμιο νά τόν φανερώσει στούς ἀνθρώπους (αὐτ. σελ. 48 - 49).
Ἄλλον ἀδιάφθορο ἄγνωστο ἀσκητή, ἀνακάλυψε ἕνας εὐλαβής προσκυνητής ἀπό τήν Κρήτη, στήν περιοχή τῆς Μικρῆς Ἁγίας Ἄννας. "Ἀπό τήν Ἁγία Ἄννα βγῆκα σ' αὐτά τά βράχια - διηγήθηκε στό Γέροντα Κυπριανό τόν χρυσοχόο - δέν ἤξερα πού νά πάω καί τί δρόμο νά πάρω γιά νά' ρθῶ ἐδῶ. Μέ κόπο καί πολύ κίνδυνο ἀνέβηκα ψηλά καί βρέθηκε μπροστά μου μία σπηλιά, μπῆκα μέσα καί εἶδα πάνω σέ ἕνα πέτρινο κρεββάτι ἕνα σεβάσμιο γέροντα νά κοιμᾶται. Εἶπα ἕνα χαιρετισμό καί περίμενα ἀπάντησι, ὁ κοιμώμενος γέροντας ὅμως δέν σάλεψε ἀπό τήν θέσι του καί τότε ἀφοῦ διαπίστωσα ὅτι εἶχε κοιμηθεῖ τόν αἰώνιο ὕπνο, πλησίασα περισσότερο καί εἶδα πάνω ἀπό τό κεφάλι του ἕνα σταυρό, τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας καί ἕνα καντηλάκι νά καίει. Ἔκαμα τόν σταυρό μου, προσκύνησα τρεῖς φορές καί σκέφθηκα πώς ὁ γέροντας αὐτός θά εἶχε πεθάνει τώρα καί ἐπειδή δέν προλάβατε νά τόν θάψετε, ἀσφαλῶς θά τόν θάβατε αὔριο". Ὅταν ὁ γ. Κυπριανός μέ τόν προσκυνητή κ. ἄ. μοναχούς ἐρεύνησαν τήν περιοχή, δέν βρῆκαν καμμία σπηλιά καί κανένα Λείψανο, αἰσθάνθηκαν μόνον ἔντονη τήν εὐωδία τοῦ θυμιάματος (αὐτ., σελ. 79 - 80).
Ἄλλη περίπτωση (τριῶν τήν φορά αὐτή) ἀδιαφθόρων ἁγίων Λειψάνων, μνημονεύει ὁ ἀρχιμ. Ἰωαννίκιος Κοτσώνης. "Σκάπτων εἰς τό ξηροκάλυβόν του - γράφει - ὁ μεγάλος ἐρημίτης Δαμασκηνός ὁ Ἁγιαννανίτης, ἄνωθεν τῆς Καλύβης τῆς Ἁγίας Τριάδος, εὗρεν τρία ἀκέραια Λείψανα, ἐκπέμποντα ἄρρητον εὐωδίαν. Σκεπτόμενος περί τήν 1ην βυζαντινήν ὥραν νά εἰδοποιήση τό κοινόν τῆς Σκήτης καί τήν Ἱεράν Μονήν Μ. Λαύρας, περί τούτου τοῦ ἐξαισίου εὑρήματος, ἐν προσευχῇ ὤν, βλέπει ἔμπροσθέν του τρεῖς οὐρανίους ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι μέ αὐστηρόν βλέμμα τοῦ εἶπον:
"Ἐάν ἠθέλαμεν, γέρο - Δαμασκηνέ, τήν δόξαν τῶν ἀνθρώπων, δέν θά εἴχαμε ἔλεθει νά καθήσωμε στά βράχια αὐτά, ὅπου ὑστερούμεθα καί αὐτό τό νερό γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καί γιά τήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Διά τοῦτο νά πάρης τά τρία λείψανα καί νά τά τοποθετήσης σέ ἄλλον τόπον, νά μένουν ἐκεῖ, ἕως τῆς ὥρας τῆς Κοινῆς Ἀναστάσεως".
Τοῦτο καί ἔπραξεν ὁ εὐλαβής ἐρημίτης, μετά φόβου καί χαρᾶς, τοποθετῆσας ταῦτα εἰς γνωστόν μέν εἰς αὐτόν, ἄγνωστον δέ σημεῖον εἰς τούς πατέρας τῆς Σκήτης". (Ἀρχιμ. Ἰωαννικίου, "Ἀθωνικόν Γεροντικόν", σελ. 40).
Παρόμοια ἀποκάλυψι δέχθηκε καί ὁ ἀσκητής Γερμανός, ὁ ὁποῖος ἀσκήτευε κοντά στήν περιοχή Χαϊρι. "Εἶδε μία νύκτα - γράφει ὁ ἀρχιμ. Ἰωαννίκιος - εἰς τόν ὕπνον του τρεῖς σεβασμίους ἐρημίτας, λέγοντας εἰς αὐτόν: "Πρόσεξε, ἐμεῖς οἱ τρεῖς μέναμε ἐδῶ· μή μᾶς πειράξης καί νά πῆς καί στούς ἄλλους νά μή μᾶς πειράξουν". Ὁ γέρων Γερμανός εἶπε τήν ἀποκάλυψιν αὐτήν εἰς τόν περίφημον Πνευματικόν παπα - Νεόφυτον τόν Καραμανλῆν, ὁ ὁποῖος ἠσκήτευεν εἰς τό Καρμήλιον... καί ἠρεύνησεν ἐπιμόνως μέ ζῆλον καί πόθον πολύν ὅλα τά σπήλαια καί τά ἐρειπωμένα ἀσκητήρια τῆς περιοχῆς, ἀλλά πουθενά δέν εὗρεν τά Ἅγια Λείψανα τῶν ἐρημιτῶν" (αὐτ., σελ. 33 - 34).
Ὁ Γέρων Παϊσιος ὁ Ἁγιορείτης μνημονεύει τήν ἀκόλουθη περίπτωση ἀδιαφθόρου Λειψάνου ἀγνώστου Ἁγίου. "Ἕνας Γέροντας ἐκεῖ πού ἔσκαβε στήν Καλύβα του πίσω θεμέλια, γιά νά κάνει ἕνα ὑπόστεγο γιά τά ξῦλα τοῦ χειμῶνα, ξέθαψε ἕνα ὁλόκληρο Λείψανο ἐρημίτη μοναχοῦ πού ἀνέδιδε ἄρρητη εὐωδία. "Μέθυσε" ἀπό τήν εὐωδία κι ἔπεσε κάτω λέγοντας, "θησαυρό μεγάλο βρῆκα". Ἄφησε τό τσαπί ὅπως ἦταν ἐκεῖ κι ἔτρεξε γρήγορα πρός τό πλησιέστερο Μοναστήρι. Ὥσπου νά φθάσει ὅμως ἔκλεισαν οἱ πόρτες, γιατί νύχτωσε. Χτύπησε καί τοῦ ἄνοιξε ὁ πορτάρης ἔκπληκτος.
Τί θές, Γέροντα, τέτοιαν ὥρα;
Θέλω νά δῶ τόν Ἡγούμενο.
Τόν ἀνέβασαν στόν Ἡγούμενο κι ἐκεῖνος ἀνήσυχος τοῦ εἶπε:
Τί συμβαίνει, ἀδελφέ;
Γέροντά μου, Ἅγιε Ἡγούμενε, αὐτό κι αὐτό συμβαίνει. Λέω νά πᾶμε νά τό φέρουμε ἐδῶ τό τίμιο Λείψανο στό Μοναστήρι.
Τώρα, εὐλογημένε, νύχτα εἶναι καί θά σκοτωθοῦμε μέσα στά μονοπάτια. Πού θά πᾶμε μέ τά φανάρια; Κάτσε ἀπόψε ἐδῶ, φάε, κάνε τό Ἀπόδειπνό σου, κοιμήσου καί τό πρωϊ θά πᾶμε ὅλοι μαζί νά τό φέρουμε τό ἅγιο Λείψανο, νά τό τιμήσουμε.
Πραγματικά, ἀνέβηκε στό Ἀρχονταρίκι, ἔφαγε, ἔκανε τό Ἀπόδειπνό του, ἔσβησε τό φῶς καί ξάπλωσε. Μόλις κόντευε νά τόν πάρει ὁ ὕπνος, ξαφνικά ἀνοίγει ἡ πόρτα καί - κρατώντας μέ τό ἀριστερό χέρι τό πόμολο ἐμφανίζεται ἕνας Γέροντας αὐστηρός, μέσα στό φῶς. Κουνώντας τό δάκτυλο τοῦ δεξιοῦ χεριοῦ, τοῦ εἶπε μέ περισσή αὐστηρότητα:
Ποιός εἶσαι σύ πού ἦρθες καί μοῦ τάραξες τήν ἡσυχία τόσων αἰώνων; Ἐγώ παρακαλοῦσα τόν Χριστό μας νά μοῦ δώσει τή δόξα στή μέλλουσα Βασιλεία καί μέ εἶχε κρυμμένο καί σύ, τώρα, θέλεις νά μέ ἀναδείξεις; Ἄμα θέλεις, ἔλα αὔριο νά μέ βρεῖς!
Αὐτά εἶπε κι ἐξαφανίσθηκε. Ἔγινε πάλι σκοτάδι. Τρόμαξε ὁ Γέροντας καί σπαρταροῦσε σάν τό ψάρι. Τό πρωϊ πού χτύπησε τό τάλαντο γιά τό Μεσονυκτικό, βρῆκε τόν Ἡγούμενο καί τοῦ εἶπε:
Γέροντα, αὐτό κι αὐτό συνέβη.
Ὁ Ἡγούμενος τά 'χασε. Ἐκεῖνος ἐπέμεινε:
Ναί, Γέροντά μου, ναί, ἅγιε Ἡγούμενε.
Κοίταξε, τοῦ λέει ὁ Ἡγούμενος, μή δίνεις καί πολλή σημασία, γιατί καμία φορά εἶναι καί τοῦ διαβόλου αὐτά, γιά νά μᾶς στερήσει τή χαρά. Ἐμεῖς ὡστόσο, ὅταν θά τελειώσει ἡ Λειτουργία θά πᾶμε ὅλοι οἱ μαζί οἱ πατέρες νά τό φέρουμε ἐδῶ τό τίμιο Λείψανο πού ἐντόπισες.
Τελείωσε ἡ Λειτουργία, ἑτοιμάσθηκαν οἱ πατέρες καί ξεκίνησαν νά πᾶνε νά φέρουν τό ἅγιο Λείψανο, μέ πολλή ἀγωνία καί προσμονή. Φτάσανε στό καλυβάκι τοῦ Γέροντα, πῆγαν πίσω ἐκεῖ στό μέρος πού ἔσκαβε, οὔτε Λείψανο ὑπῆρχε, οὔτε σκάψιμο φαινόταν! Ἐξαφανίσθηκαν ὅλα!" (Μαν. Μελινοῦ, "Ἅγιον Ὄρος - Παϊσιος καί σύν αὐτῷ Ἀθωνιτῶν Γερόντων Χορός", 124 - 126).
Λαύρα τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου
Περί τῆς Λαύρας τῶν Σπηλαίων του Κιέβου, τόπου συγκεντρώσεως 118 ἀδιαφθόρων ἁγίων Λειψάνων, βλ. σχετικό ἄρθρο μας.
Περιπτώσεις ἀδιαφθόρων Λειψάνων κατά τούς Νέους Χρόνους
(18ος, 19ος καί 20ός αἰ.)
Γέροντας Κλεόπας τοῦ Βαλαάμ Ρωσίας (18ος - 19ος αἰ.)
Ἔζησε στήν περιώνυμη Μονή Βαλαάμ καί κοιμήθηκε ἐκεῖ εἰρηνικά. Ὁ ὅσιος Γέροντας Θεόδωρος τοῦ Σβίρ, ὅταν ἦρθε ἀπό τήν Μολδαβία στήν Ρωσία, συναντήθηκε μέ τόν Γέροντα Κλεόπα, "τοῦ ὁποίου τά Λείψανα βρέθηκαν ἕναν αἰῶνα ἀργότερα στό Βαλαάμ ἄφθαρτα. Μέ τόν Κλεόπα καί τόν Γέροντα Λεωνίδα, τόν μετέπειτα Στάρετς τῆς Ὄπτινα, ἔζησαν μαζί στίς μεγάλες ἐρήμους τῆς Μονῆς Βαλαάμ". ("Ὁ Ὅσιος Γέροντας Θεόδωρος τοῦ Σβίρ"· Μετάφραση - Ἐπιμέλεια Πέτρου Μπότση, 2000, σελ. 14).
Γέροντας Ὀνούφριος τῆς Σκήτης Βορόνας Μολδαβίας (18ος αἰ.)
Καταγόταν ἀπό οἰκογένεια ἐμπόρων καί νέος ἀκόμα ὑποκρίθηκε τόν διά Χριστόν Σαλό, γιά διάστημα ἕξη ἐτῶν. Ἔγινε μοναχός στήν Οὐκρανία, κοντά στό φίλο του ἀρχιμ. Νικόλαο. Ὅταν πληροφορήθηκαν γιά τό μεγάλο ὁσ. Παϊσιο Βελιτσκόφσκυ, ἦρθαν στή Μολδαβία καί ὑποτάχθηκαν σ' αὐτόν. Μέ εὐλογία τοῦ ὁσ. Παϊσίου ἀσκήθηκαν σέ μία ἐρημική τοποθεσία, κοντά στόν ποταμό Πολυάνα Βορόνα, σέ ἀπόσταση δύο μιλλίων ἀπό τήν ὁμώνυμη Σκήτη.
Τό Γέροντα Ὀνούφριο ὑπηρέτησε στό γῆρας του ὁ ὅσ. Θεόδωρος τοῦ Σβίρ. Κοιμήθηκε εἰρηνικά. "Δώδεκα ὧρες πρίν κοιμηθεῖ, ἄνοιξαν τά μάτια τῆς ψυχῆς του. Μπροστά του εἶδε τήν κρίση πού θά περάσει κάθε ψυχή, ὅταν χωρίζεται ἀπό τό σῶμα. Τήν κρίση αὐτή τήν εἶδαν καί οἱ δύο σύντροφοί του... Ἡ ἄφθαρτη Κάρα του καί τά ἐπίσης ἄφθαρτα χέρια του, μαρτυροῦν τήν ἀναμφισβήτητη σωτηρία καί ἁγιότητά του". ("Ὁ Ὅσιος Γέροντας Θεόδωρος τοῦ Σβίρ"· Μετάφραση - Ἐπιμέλεια Πέτρου Μπότση, 2000, σελ. 32 - 38).
Ἀρχιμανδρίτης Νικόλαος τῆς Σκήτης Βορόνας Μολδαβίας (18ος αἰ.)
Ὁ συνασκητής τοῦ προηγουμένου Γέροντος Ὀνουφρίου. Ἦταν ἤδη μοναχός καί Ἀρχιμανδρίτης στήν Οὐκρανία, ὅταν ἦρθε κοντά του ὁ φίλος του Ὀνούφριος, τόν ὁποῖο ἔκειρε Μεγαλόσχημο. Μόνασαν καί ἡ δύο στή Μολδαβία ὑπό τόν ὅσ. Παϊσιο Βελιτσκόφσκυ καί μέ τήν εὐλογία του ἀσκήθηκαν σέ μία ἐρημική τοποθεσία, κοντά στόν ποταμό Πολυάνα Βορόνα, σέ ἀπόσταση δύο μιλλίων ἀπό τήν ὁμώνυμη Σκήτη.
Μετά τήν κοίμηση τοῦ Γέροντος Ὀνουφρίου ὁ ἀρχιμ. Νικόλαος συνέχισε νά συνασκῆται μέ τόν ὅσ. Θεόδωρο τοῦ Σβίρ γιά ἕξη μῆνες. Μετά ὁ ὅσ. Θεόδωρος ἐπέστρεψε στή Μονή Νεάμτς καί ὁ ὅσ. Παϊσιος τοῦ ἀνέθεσε τό διακόνημα τῆς ἀντιγραφῆς χειρογράφων. Ὁ γ. Νικόλαος κοιμήθηκε εἰρηνικά στή Μονή Νεάμτς, "στά χέρια τοῦ Θεοδώρου καί τά Λείψανά του ἔμειναν ἄφθαρτα". ("Ὁ Ὅσιος Γέροντας Θεόδωρος τοῦ Σβίρ"· Μετάφραση - Ἐπιμέλεια Πέτρου Μπότση, 2000, σελ. 32 - 39).
Γέροντας Νικήτας τῶν Δασῶν Ροσλάβλ Ρωσίας (+ 1793)
Ἀσκητής στά Δάση τοῦ Ροσλάβλ, στή Ρωσική Θηβαϊδα τοῦ Βορρᾶ. Τό Λείψανό του ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο 15 χρόνια μετά τήν κοίμησή του. ("Γέροντας Ζωσιμᾶς τῆς Σιβηρίας"· μετάφρασις - ἐπιμέλεια Π. Μπόστη, σελ. 91).
Γέροντας Κλεόπας τοῦ Βαλαάμ Ρωσίας (18ος - 19ος αἰ.)
Ἔζησε στήν περιώνυμη Μονή Βαλαάμ καί κοιμήθηκε ἐκεῖ εἰρηνικά. Ὁ ὅσιος Γέροντας Θεόδωρος τοῦ Σβίρ, ὅταν ἦρθε ἀπό τήν Μολδαβία στήν Ρωσία, συναντήθηκε μέ τόν Γέροντα Κλεόπα, "τοῦ ὁποίου τά Λείψανα βρέθηκαν ἕναν αἰῶνα ἀργότερα στό Βαλαάμ ἄφθαρτα. Μέ τόν Κλεόπα καί τόν Γέροντα Λεωνίδα, τόν μετέπειτα Στάρετς τῆς Ὄπτινα, ἔζησαν μαζί στίς μεγάλες ἐρήμους τῆς Μονῆς Βαλαάμ". ("Ὁ Ὅσιος Γέροντας Θεόδωρος τοῦ Σβίρ"· Μετάφραση - Ἐπιμέλεια Πέτρου Μπότση, 2000, σελ. 14).
Γέροντας Ὀνούφριος τῆς Σκήτης Βορόνας Μολδαβίας (18ος αἰ.)
Καταγόταν ἀπό οἰκογένεια ἐμπόρων καί νέος ἀκόμα ὑποκρίθηκε τόν διά Χριστόν Σαλό, γιά διάστημα ἕξη ἐτῶν. Ἔγινε μοναχός στήν Οὐκρανία, κοντά στό φίλο του ἀρχιμ. Νικόλαο. Ὅταν πληροφορήθηκαν γιά τό μεγάλο ὁσ. Παϊσιο Βελιτσκόφσκυ, ἦρθαν στή Μολδαβία καί ὑποτάχθηκαν σ' αὐτόν. Μέ εὐλογία τοῦ ὁσ. Παϊσίου ἀσκήθηκαν σέ μία ἐρημική τοποθεσία, κοντά στόν ποταμό Πολυάνα Βορόνα, σέ ἀπόσταση δύο μιλλίων ἀπό τήν ὁμώνυμη Σκήτη.
Τό Γέροντα Ὀνούφριο ὑπηρέτησε στό γῆρας του ὁ ὅσ. Θεόδωρος τοῦ Σβίρ. Κοιμήθηκε εἰρηνικά. "Δώδεκα ὧρες πρίν κοιμηθεῖ, ἄνοιξαν τά μάτια τῆς ψυχῆς του. Μπροστά του εἶδε τήν κρίση πού θά περάσει κάθε ψυχή, ὅταν χωρίζεται ἀπό τό σῶμα. Τήν κρίση αὐτή τήν εἶδαν καί οἱ δύο σύντροφοί του... Ἡ ἄφθαρτη Κάρα του καί τά ἐπίσης ἄφθαρτα χέρια του, μαρτυροῦν τήν ἀναμφισβήτητη σωτηρία καί ἁγιότητά του". ("Ὁ Ὅσιος Γέροντας Θεόδωρος τοῦ Σβίρ"· Μετάφραση - Ἐπιμέλεια Πέτρου Μπότση, 2000, σελ. 32 - 38).
Ἀρχιμανδρίτης Νικόλαος τῆς Σκήτης Βορόνας Μολδαβίας (18ος αἰ.)
Ὁ συνασκητής τοῦ προηγουμένου Γέροντος Ὀνουφρίου. Ἦταν ἤδη μοναχός καί Ἀρχιμανδρίτης στήν Οὐκρανία, ὅταν ἦρθε κοντά του ὁ φίλος του Ὀνούφριος, τόν ὁποῖο ἔκειρε Μεγαλόσχημο. Μόνασαν καί ἡ δύο στή Μολδαβία ὑπό τόν ὅσ. Παϊσιο Βελιτσκόφσκυ καί μέ τήν εὐλογία του ἀσκήθηκαν σέ μία ἐρημική τοποθεσία, κοντά στόν ποταμό Πολυάνα Βορόνα, σέ ἀπόσταση δύο μιλλίων ἀπό τήν ὁμώνυμη Σκήτη.
Μετά τήν κοίμηση τοῦ Γέροντος Ὀνουφρίου ὁ ἀρχιμ. Νικόλαος συνέχισε νά συνασκῆται μέ τόν ὅσ. Θεόδωρο τοῦ Σβίρ γιά ἕξη μῆνες. Μετά ὁ ὅσ. Θεόδωρος ἐπέστρεψε στή Μονή Νεάμτς καί ὁ ὅσ. Παϊσιος τοῦ ἀνέθεσε τό διακόνημα τῆς ἀντιγραφῆς χειρογράφων. Ὁ γ. Νικόλαος κοιμήθηκε εἰρηνικά στή Μονή Νεάμτς, "στά χέρια τοῦ Θεοδώρου καί τά Λείψανά του ἔμειναν ἄφθαρτα". ("Ὁ Ὅσιος Γέροντας Θεόδωρος τοῦ Σβίρ"· Μετάφραση - Ἐπιμέλεια Πέτρου Μπότση, 2000, σελ. 32 - 39).
Γέροντας Νικήτας τῶν Δασῶν Ροσλάβλ Ρωσίας (+ 1793)
Ἀσκητής στά Δάση τοῦ Ροσλάβλ, στή Ρωσική Θηβαϊδα τοῦ Βορρᾶ. Τό Λείψανό του ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο 15 χρόνια μετά τήν κοίμησή του. ("Γέροντας Ζωσιμᾶς τῆς Σιβηρίας"· μετάφρασις - ἐπιμέλεια Π. Μπόστη, σελ. 91).
Μεγαλόσχημος Θεόδωρος τοῦ Σβίρ Ρωσίας (+ 1822)
Μαθητής τοῦ ὁσ. Παϊσίου Βελιτσκόφσκυ, τοῦ μεγάλου αὐτοῦ διδασκάλου τῆς νοερῆς προσευχῆς καί πατέρα τῆς Φιλοκαλικῆς ἀναγεννήσεως στίς Σλαυϊκές χώρες. Κατά τήν "Θηβαϊδα τοῦ Βορρᾶ" (σελ. 177), "μετά ἀπό πολλά χρόνια περιπλανήσεων, βρῆκε τήν ἀνάπαυσή του στό μοναστήρι τοῦ ἁγ. Ἀλεξάνδρου τοῦ Σβίρ, ὅπου ἀξιώθηκε νά δεῖ θαυμάσιες ἀποκαλύψεις καί προφήτευσε τό τέλος του. Τό Λείψανό του ἀργότερα βρέθηκε ἄθικτο".
Γιά τό ἀδιάφθορο Λείψανο τοῦ μακαρίου Θεοδώρου ὑπάρχει μαρτυρία στά ἀπομνημονεύματα τοῦ π. Ἀντωνίου Μεντβέντεφ (στό βιβλίο τοῦ Ἐπισκόπου Μπέλγκοροντ Νικοδήμου, "Βίοι ἀσκητῶν τοῦ 18ου καί 19ου αἰ.", Μόσχα 1908, σελ. 304 κ.ἑξ.). "Μοῦ μίλησαν - γράφει - γιά τήν μακαρία κοίμηση τοῦ Γέροντα Θεοδώρου καί γιά τά Λείψανά του πού βρέθηκαν ἄφθαρτα. Ὅταν μετά ἀπό πολύ καιρό ἄνοιξαν δίπλα στό δικό του μνῆμα ἕναν τάφο γιά νά θάψουν ἕναν ἀπό τούς στενούς μαθητές του,...τό σῶμα του καί τά ροῦχα του βρέθηκαν ἄθικτα. Ἀπό τό σῶμα του ἀναδιδόταν ἕνα ἔντονο ἄρωμα". ("Ὁ Ὅσιος Γέροντας Θεόδωρος τοῦ Σβίρ"· μετάφραση - ἐπιμέλεια Π. Μπότση, 2000).
Διάκονος Σαγιεντχόμ ὁ Αἰγύπτιος (Μπισσάϊ, + 1844)
Ἦταν Κόπτης (ἐντόπιος Αἰγύπτιος ἀντι-Χαλκηδόνιος Χριστιανός), ξυλέμπορος στό ἐπάγγελμα, ἄγγαμος Διάκονος, ἐξαιρετικά ἐλεήμων πρός τήν Ἐκκλησία του. Τόν Μάρτιο τοῦ 1844 συκοφαντήθηκε ἀπό Ὀθωμανούς, ὅτι ἐξύβρισε τόν Μωάμεθ καί τήν Μουσουλμανική Θρησκεία καί ἀρνούμενος νά ἀλλαξοπιστήσει ὑπέστη βασανιστήρια (500 μαστιγώσεις, διαπόμπευση ἀπό τόν φανατισμένο ὄχλο τῆς Δαμιέτης, ξερίζωμα τῶν μαλλιῶν καί τῶν γενείων του) καί τελικά τόν περιέλουσαν μέ πίσσα καί τοῦ ἄβαλαν φωτιά!
Τό 1968 τό σῶμα του βρέθηκε ἄφθαρτο, σέ τέτοια κατάσταση διατηρήσεως, ὥστε διακρίνονταν τά τραύματα πού δέχθηκε καί τά ἐγκαύματα πού τόν ὁδήγησαν στό θάνατο.
Ἀπό τήν Κοπτική Ἐκκλησία τιμᾶται σάν Νεομάρτυρας. (Λαδιᾶ Ἑλένης, «Ἐξ Αἰγύπτου - Ἅγιοι τῶν Κοπτῶν», σελ. 187 – 199. Ἀμπντάλ Μασίαχ Μπισόϊ, «Ὁ ἅγ. Σαγιεντχόμ Μπισσάϊ», Κάϊρο 1982).
Ἀρχιεπίσκοπος Κριμαίας Γουρίας (Κάρπωφ, + 1882)
Γεννήθηκε στό Σαράτωφ τῆς Ρωσίας τό 1815, σέ ἱερατική οἰκογένεια. Τό 1834 ἔγινε μοναχός καί χειροτονήθηκε Ἱερεύς. Ἐργάσθηκε ἱεραποστολικά στό Πεκίνο γιά μία 20ετία. Το 1867 χειροτονήθηκε βοηθός Ἐπίσκοπος τῆς Μητροπόλεως Καζάν καί τό ἑπόμενο ἔτος 1867 διορίσθηκε Ἀρχιεπίσκοπος Κριμαίας. Ἵδρυσε Θεολογικό Σεμινάριο καί Φιλανθρωπικά Ἱδρύματα, τόνιζε ἰδιαιτέρως τή μυστηριακή ζωή τῆς Ἐκκλησίας, ἔκτισε τό Ναό τοῦ ἁγ. Βλαδιμήρου στή Χερσώνα, στόν τόπο τῆς βαπτίσεώς του, καί πολλούς ἄλλους ναούς (βρῆκε 120 καί κατέλειπε 268).
Κοιμήθηκε εἰρηνικά τήν 20ή Σεπτεμβρίου 1882 καί ἐνταφιάσθηκε στόν Καθεδρικό Ναό τῆς Συμφεροπόλεως. Ὅταν τό 1929 οἱ Μπολσεβίκοι κατέστρεψαν τόν Ναό, οἱ πιστοί ἄνοιξαν τόν τάφο του γιά νά μεταφέρουν τά ὀστά του. Τότε τό Λείψανό του βρέθηκε ἀδιάφθορο, μέ διατηρημένα μέχρι καί τά ἄμφιά του! Μάλιστα, ὅταν κάποιος πιστός ἄγγιξε τό Λείψανο ἔτρεξε αἷμα!
Τό 1980 τό ἀδιάφθορο Λείψανο τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Γουρία κατατέθηκε στό Κοιμητήριο τῶν Ἁγίων Πάντων, στόν τάφο τοῦ Ἀρχιμ. Τύχωνος (Μπογγοσλάβετς, + 1950). Τιμᾶται τοπικῶς ὡς Ἅγιος, ἐνῶ μαρτυροῦνται καί θαύματα. (Ἀρχιμ. Νεκταρίου Ἀντωνοπούλου, "Ἀρχιεπίσκοπος Λουκᾶς...", σελ. 441).
Ἱερομάρτυς Κωνσταντῖνος ὁ Νέος, ὁ Ρώσος (+ 1918)
Ὁ Ἱερεύς Κωνσταντῖνος Ποντγκόρσκυ ἦταν Ἐφημέριος τοῦ Ναοῦ τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ, τοῦ χωριοῦ Κιρζεμάνι, τῆς περιοχῆς Μπολσόγιε Ἰγνάτιεβο τῆς Μορντοβίας, τῆς σημερινῆς Ρωσικῆς Ὁμοσπονδίας. Μετά τήν ἐκτέλεσι τῆς Τσαρικῆς οἰκογενείας (4η Ἰουλίου 1918), ἄρχισε νά τελεῖ ἐπιμνημόσυνες δεήσεις γιά τά θύματα - μέλη της, ἐνῶ παράλληλα ὑπερασπιζόταν τούς πτωχούς χωρικούς, τῶν ὁποίων τίς σοδειές ἄρπαζαν οἱ Μπολσεβίκοι. Ἦταν ἰδιαίτερα ἀγαπητός στούς πιστούς καί ἐλεημένος μέ τό προορατικό χάρισμα, μέ τό ὁποῖο ὁδήγησε πολλούς σέ μετάνοια.
Τό 1918 (ἄγνωστο ποιά ἡμερομηνία), μετά τό πέρας μιᾶς Ἀκολουθίας, δύο ἀθεϊστές τόν συνέλαβαν, τοῦ ἔσχισαν τά ράσα, τοῦ πέρασαν χαλινό στό στόμα ! καί ἀφοῦ τόν περιέφεραν σέ ὅλο τό χωριό, τόν σταύρωσαν στήν πόρτα τῆς ἐκκλησίας! Ἐνταφιάσθηκε στό ἄκρο τοῦ κοιμητηρίου, διότι οἱ ἐκτελεστές του δέν ἐπέτρεψαν νά ταφεῖ μέσα σ' αὐτό.
Ἀπό τό 1992, ὁ ἐφημέριος τοῦ χωριοῦ π. Ἀλέξανδρος Νικίτιν, ἄρχισε τήν συλλογή πληροφοριῶν ἀπό τούς χωρικούς καί τελικά βρῆκε τόν τάφο τοῦ Ἱερομάρτυρος, τήν 13η Ἰουνίου 2001. Τό Λείψανό του βρέθηκε ἀδιάφθορο καί εὐωδιαστό· "Ἄν καί ἔμεινε στήν γῆ γιά 83 χρόνια - γράφει ὁ π. Ἀλέξανδρος - διατηρήθηκε σέ ἐξαιρετικά καλή κατάσταση· τό δέρμα, τά ὀστᾶ, τά νύχια καί τά μαλλιά, δέν ὑπέστησαν καμμία φθορά... Ὁ Ἱερέας ἦταν μέ ἄμφιά του καί μέ τά χέρια σταυρωμένα στό στῆθος του. Στό ἀριστερό του χέρι κρατοῦσε σταυρό καί κάτω ἀπό τό δεξί του χέρι ἦταν ἕνα Εὐαγγέλιο, τό ὁποῖο ἀνοίξαμε καί ξεφυλλίσαμε... Στά χέρια του ἦσαν ὁρατά τά τρυπήματα τῶν καρφιῶν· βρήκαμε τέσσερα καρφιά μέσα στό φέρετρο". (Περιοδικό "Ἅγιος Κυπριανός", φ. 308/2002, σελ. 142 - 143).
Ἕνα ἄλλο παράδοξο γεγονός εἶναι ἡ ἀνεύρεση μιᾶς πηγῆς καθαροῦ νέρου μέσα στόν τάφο καί κάτω ἀπό τό φέρετρο τοῦ Ἱερομάρτυρος! (οἱ ἐνορῖτες πιστεύουν, ὅτι πρόκειται περί θαύματος).
Ἡ μνήμη του, μέχρι τήν διακήρυξη τῆς ἁγιότητάς του ἀπό κάποια Ἐκκλησιαστική Ἀρχή, τιμᾶται τήν 25η Ἰανουαρίου, κατά τήν Σύναξη τῶν Ρώσων Νεομαρτύρων.
Μητροπολίτης Πενταπόλεως Νεκτάριος (+1920)
Ἕνας τῶν νεοφανῶν Ἁγίων τῆς Ὀρθοδοξίας, γεννήθηκε στή Συλήβρια τῆς Θράκης, μεγάλωσε πτωχός μέ μεγάλες δυσκολίες, σπούδασε στή Θεολογική Σχολή Τιμίου Σταυροῦ Ἱεροσολύμων καί ἱερώθηκε στό Πατριαρχεῖο Ἀλεξανδρείας, ὅπου καί χειροτονήθηκε Μητροπολίτης Πενταπόλεως. Ὅταν διαβολές κληρικῶν τοῦ Πατριαρχείου πρός τόν γέροντα Πατριάρχη Σοφρώνιο τόν ἀνάγκασαν νά ἔρθει στήν Ἑλλάδα, ὑπηρέτησε σάν Ἱεροκήρυκας καί Διευθυντής τῆς Ριζαρείου Ἐκκλησιαστικῆς Σχολῆς καί ἵδρυσε στήν Αἴγινα τήν Μονή τῆς Ἁγίας Τριάδος. Δόκιμος ἐκκλησιαστικός συγγραφέας, κατέλειπε σημαντικά ἔργα. Ἐλεημένος μέ τό χάρισμα τῶν θαυμάτων, κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 1920.
Κατά τήν πρώτη ἀνακομιδή του τό Λείψανό του βρέθηκε ἀδιάφθορο, ἀλλά στή συνέχεια διαλύθηκε, «γιά νά διασκορπιστεῖ ἡ εὐλογία του στά πέρατα τοῦ κόσμου», ὅπως δήλωση σέ μία ἐμφανισή του. Σήμερα ἡ τιμία του Κάρα καί τό μεγαλύτερο μέρος τῶν Λειψάνων του φυλάσσονται στή μονή του στήν Αἴγινα, ὅπου ἔχει ὑψωθεῖ πρός τιμήν του ἕνας τῶν μεγαλυτέρων ναῶν τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 9η Νοεμβρίου.
Πατριάρχης Μόσχας Τύχων (+ 1925)
Γιά τόν Ἱερομάρτυρα Πατριάρχη Τύχωνα βλέπε σχετικό αὐτοτελές ἄρθρο.
Ἐπίσκοπος Βίκτωρ τῆς Βιάτκας (+ 1934)
Ὁ Ἐπίσκοπος Βίκτωρ Ἀλεξάντροβιτς Ostrovidov γεννήθηκε τό 1875 στό χωριό Zolotoye τοῦ Σαράτωφ, σέ οἰκογένεια Ἱερέως. Σπούδασε στό Θεολογικό Σεμινάριο τοῦ Σαράτωφ καί στήν Θεολογική Ἀκαδημία τοῦ Καζάν. Τό 1903 ἔγινε μοναχός καί δέχθηκε τήν Ἱερωσύνη. Τό 1904 διορίσθηκε στήν Ρωσική Ἀποστολή τῶν Ἱεροσολύμων. Τό 1909 διορίσθηκε Προϊστάμενος τοῦ Θεολογικοῦ Σεμιναρίου τοῦ Σαράτωφ καί ἐντάχθηκε στήν ἀδελφότητα τῆς Λαύρας τοῦ ἁγ. Ἀλεξάνδρου Νέβσκι Ἁγίας Πετρουπόλεως.
Τό 1919 χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος Urzhuma, βοηθός τῆς Ἐπισκοπῆς Βιάτκας. Τό 1920 ὀνομάσθηκε Ἐπίσκοπος Sloboda, ἀλλά τόν ἴδιο χρόνο συνελήφθη καί φυλακίσθηκε στήν Βιάτκα. Τό 1921 μετατέθηκε στό Τόμσκ τῆς Σιβηρίας καί ἀργότερα στό Γκλαζώφ. Κατά τήν κρίση πού προκλήθηκε μέ τήν δήμευση τῶν ἐκκλησιαστικῶν σκευῶν (τό 1922) ἦταν Ἐπίσκοπος Ὀρέλ, ὅπου 41 κληρικοί καί λαϊκοί ἐκτελέστηκαν γιά τήν ἀντίδρασή τους στή δήμευση.
Λόγῳ τῆς ἀντιδράσεώς του πρός τούς Ἀνακαινιστές στοῦ σχίσματος τῆς "Ζωντανῆς Ἐκκλησίας", συνελήφθη τό 1923 καί ἐξορίστηκε γιά τρία χρόνια. Τό 1926 ἐπέστρεψε στήν Βιάτκα καί ὀνομάσθηκε Ἐπίσκοπος Izhevsk, ἀλλά συνελήφθη καί πάλι καί φυλακίστηκε στήν φοβερή φυλακή Butyrskaya τῆς Μόσχας.
Ἦταν ὁ πρῶτος ἀπό τούς Ρώσους Ἐπισκόπους πού ἀποκήρυξε τόν Μητροπολίτη Σέργιο γιά τήν Σοβιετοποίηση τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας (Ἰούλιος 1927), τόν Νοέμβριο τοῦ 1927. Προηγουμένως, τόν Ὀκτώβριο, εἶχε στείλει στόν Σέργιο παραινετική καί συμβουλευτική ἐπιστολή, μέ τήν ὁποία τόν καλοῦσε νά ἀναθεωρήσει τήν ἀντεκκλησιαστική του πολιτική, γιά νά ἀποφευχθεῖ τό σχίσμα στούς κόλπους τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας. Τόν Δεκέμβριο τοῦ ἴδιου ἔτους ἐκτοπίσθηκε ἀπό τόν Σέργιο ἀπό τήν ἕδρα τοῦ Σαντρίνσκ καί τέθηκε σέ ἀργία. Τόν ἴδιο μῆνα (16η/29η) ἀπηύθυνε δεύτερη - ἐλεγκτική τήν φορά αὐτή - ἐπιστολή στόν Σέργιο, μέ τήν ὁποία δήλωνε, ὅτι δέν ἀναγνώριζε τήν ἐγκυρότητα τῶν ἐναντίον του ποινῶν. Ἀπηύθυνε ἀκόμη δύο σχετικές Ἐγκυκλίους πρός τό ποίμνιό του, τόν Δεκέμβριο τοῦ 1927 καί τόν Φεβρουάριο τοῦ 1928.
Τήν 4. 4. 1928 συνελήφθη καί φυλακίσθηκε καί πάλι στήν Butyrskaya. Στή συνέχεια ἐξορίστηκε γιά τρία χρόνια στόν παγωμένο Βορρᾶ, στό Στρατόπεδο Σολόβκι.
Τό 1928 ὑπέγραψε τίς ἀποφάσεις τῆς Νομαδικῆς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῶν Κατακομβῶν, μέσῳ τοῦ Ἀναγνώστη Ἀθανασίου Beregovny.
Ἀπελευθερώθηκε τό 1931 γιά νά συληφθεῖ τόν Μάρτιο τοῦ ἴδιου ἔτους καί νά ἐξορισθεῖ στήν Νοβάγια Μπίρζα τῆς Ὀνέγκας, στήν περιοχή τοῦ Ἀρχαγγέλου, μέχρι τό 1934. Ἀπεβίωσε ἀπό πνευμονία τήν 2. 5. 1934, ἐπειδή συνήθιζε νά προσεύχεται στό ὕπαιθρο, στήν παγωμένη τάϊγκα. Ἐνταφιάσθηκε ἀπό τήν μυστική Μοναχή Μαρία, ἡ ὁποία τόν εἶχε ἀκολουθήσει στήν ἐξορία του, στήν Neritsa.
Τήν 1. 7. 1997 τό Λείψανο τοῦ Ἱερομάρτυρος Ἐπισκόπου βρέθηκε ἀδιάφθορο καί εὐωδιαστό. Πολλοί ἀπό τούς ἀπίστους πού ἦσαν παρόντες στήν ἀνακομιδή του, συγκλονίστηκαν τόσο πολύ ἀπό τήν θέα τοῦ λειψάνου του, ὥστε μεταστράφηκαν στήν πίστη καί βαπτίσθηκαν! Τήν 2. 12. 1998 τό Λείψανο κατατέθηκε στόν Ναό τοῦ ἁγ. Ἀλεξάνδρου Νέβσκι τῆς Μονῆς Ἁγίας Τριάδος - ἁγ. Μακαρίου Βιάτκας, ὅπου καί σήμερα φυλάσσεται.
Ἡ ἁγιότητά του διακηρύχθηκε Συνοδικά τόσο ἀπό τό Πατριαρχεῖο Μόσχας, ὅσο καί ἀπό τήν Ρωσική Ἐκκλησία τῆς Διασπορᾶς.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 2α Μαϊου.
Ἱερομόναχος Διονύσιος Παϊκόπουλος (1936)
Ἀδελφός τῆς Μονῆς Ἁγίας Λαύρας Καλαβρύτων. Χρημάτισε Ἡγούμενος τῆς Μονῆς ἁγ. Γεωργίου τοῦ Κουδουνᾶ, στήν ν. Πρίγκηπο τοῦ Βοσπόρου (μετόχιο τῆς Ἁγίας Λαύρας). Κατά τόν μ. Μωϋσῆ Ἁγιορείτη, "ἄφησε μνήμη ἁγίου ἀνθρώπου γιά τήν ἀκτημοσύνη, τήν νηστεία, τήν ἐλεημοσύνη, τήν πλούσια εὐεργεσία καί τήν ἀγαθότητά του. Μετά τήν ἐκταφή του τό λείψανό του ἦταν ἄφθορο καί τά μάτια του διατηροῦσαν τό γαλάζιο τους χρῶμα". (μ. Μωϋσέως Ἁγιορείτου, "Ἁγιορειτικές διηγήσεις τοῦ γ. Ἰωακείμ", 1989, σελ. 15).
Πνευματικός Λεόντιος, ὁ ἀπό Καισαρείας
Ὁ ἀρχιμ. Ἰερώνυμος Κοτσῶνης γράφει, ὅτι "ὁ ἀείμνηστος Γέρων Παῦλος ὁ Λαυριώτης, ὁ ἰατρός, εἰς μίαν του ἐπιστολήν πρός ἡμᾶς ἔγραφε τήν 6.7.1971 τά ἀκόλουθα:
"Συνομιλῶν μετά τοῦ Γέροντος Γεροντίου τῶν Δανιηλαίων, ἀνέφερον αὐτῷ περί ἄλλου τινός ὀνομαστοῦ Πνευματικοῦ, τοῦ παπα - Λεοντίου ἐκ Μουταλάσκης Καισαρείας, ὅν ἐγνώρισα ἐγώ καί διῆλθον τινά τοῦ τουρκιστί ἔργου του "Κατήχησις Ὀρθοδοξίας", σπουδαιότατον σύγγραμμα διά τούς Καραμανλῆδες, καί τό ὁποῖον κατέχει ἡ βιβλιοθήκη μας καί μοί ἀπήντησεν ὁ Γερόντιος, ὅτι ἀνεπαύθη ἐν Θεσσαλονίκῃ καί εἰς τήν ἀνακομιδήν του εὑρέθη ἀδιάφθορος καί μυροβόλος". (Ἀρχιμ. Ἰωαννικίου Κοτσώνη, "Ἀθωνικόν Γεροντικόν", σελ. 201 - 202).
Πνευματικός Βικέντιος Μαλάου, τῆς Μονῆς Σέκου Μολδαβίας (1945)
Ἦταν ἀδελφός τῆς Μονῆς Σέκκου Μολδαβίας. Κατά τήν ἀνακομιδή του (τό 1953, παρουσίᾳ καί τοῦ Πρωτοσυγκέλλου Βαλερίου Διακόνου), τά λείψανά του βρέθηκαν "κατακίτρινα, ἐνῶ τά δύο του χέρια ἦσαν ἄφθαρτα καί εὐωδίαζαν, σημεῖο τῶν πολλῶν ἐλεημοσυνῶν πού ἔκανε καί τοῦ θείου φόβου πού εἶχε ὅταν τελοῦσε τήν Θεία Λειτουργία". (Ἱερομονάχου Ἰωαννικίου Μπαλάν, "Πνευματικοί Διάλογοι μέ Ρουμάνους Πατέρες", σελ. 238).
Ἱερομόναχος Σάββας τῆς Καλύμνου (1948)
Γεννήθηκε τό 1862 στήν Ἡρακλείτσα, περιφέρειας Γάνου Ἀν. Θράκης. Τό 1887 πῆγε στά Ἱεροσόλυμα καί ἐγκαταβίωσε στή Μονή Χοζεβᾶ, ὅπου τό 1890 ἔλαβε τό Ἀγγελικό Σχῆμα. Κατά τήν περίοδο 1894 - 97 ἔμαθε τήν τέχνη τῆς ἁγιογραφίας, κοντά στόν ἀρχιμ. Ἄνθιμο (πρ. Χοζεβίτη), στή Σκήτη τῆς ἁγ. Ἄννης Ἁγίου Ὄρους. Τό 1902 χειροτονήθηκε Διάκονος καί τό 1903 Πρεσβύτερος στά Ἱεροσόλυμα. Τό 1906 ὑπηρέτησε σάν ἐφημέριος τοῦ Παναγίου Τάφου. Ἀπό τό 1907 μέχρι τό 1916 ἀσκήθηκε στήν Σκήτη ἁγ. Ἄννης Χοζεβᾶ καί ἔπειτα στήν ὁμώνυμη Σκήτη στόν Ἄθωνα. Ἦταν ὁ πρῶτος πού ἱστόρισε εἰκόνα τοῦ ἁγ. Νεκταρίου Πενταπόλεως, τοῦ ὁποίου ὑπῆρξε μαθητής. Κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 1948, στήν Μονή Ἁγίων Πάντων Πάτμου, ὅπου παρέμεινε 27 χρόνια.
Τήν 7η Ἀπριλίου 1957, ὁ Μητροπ. Καλύμνου Ἰσίδωρος διενήργησε τήν ἀνακομιδή του καί στό ἀπό 11. 5. 1957 ἔγγραφό του πρός τό Πατριαρχεῖο ΚΠόλεως ἀναφέρει, ὅτι "ἡ κεφαλή παραμένει ὡς κάρα, ἄνεϋ δέρματος, συγκεκολλημένη ὅμως μέ τό ὅλον σῶμα· τά ὀστᾶ τῶν δακτύλων εἶναι διαλελυμένα· ὁ θώραξ καί ἡ λεκάνη ἀποτελεῖ ἕν σύνολον κεκαλυμένον μετά τοῦ σουδαρίου τοῦ μοναχικοῦ σχήματος, τά δέ κάτω ἄκρα συναρμολογούμενα μετά τοῦ λοιποῦ σώματος· μόνον οἱ δάκτυλοι τοῦ δεξιοῦ ποδός εἶναι διαλελυμένοι· ὁ ἀριστερός ποῦς παραμένει ἀκέραιος...".
Ἡ ἁγιότητά του διακηρύχθηκε ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο. (Βασ. Παπανικολάου, "Ὁ ἅγ. Σάββας ὁ νέος, ὁ ἐν Καλύμνῳ", 1979, σελ. 35).
Ἱερομόναχος Σεραφείμ τοῦ Χαρκόβου (+ 1955)
Ὁ κατά κόσμον Δανιήλ, γεννήθηκε τό 1875 στό Χάρκοβο καί ἔγινε μοναχός ἐκεῖ, σέ μία μόνη στό σημερινό κέντρο τῆς πόλεως. Ὀνομάσθηκε Σεραφείμ πρός τιμήν τοῦ ὁσ. Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ. Δέχθηκε τήν Ἱερωσύνη τό 1917 ἤ 1918 ἀπό τόν τότε Ἀρχιεπίσκοπο Χαρκόβου Ἀντώνιο (Κραποβίτσκυ, + 1936, ἔπειτα Πρωθιεράρχη τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας τῆς Διασπορᾶς). Ἀργότερα λόγῳ ἀσθενείας ἀναγκάσθηκε νά φύγει ἀπό τήν μονή του καί νά φιλοξενηθεῖ στό σπίτι μιᾶς πτωχῆς χήρας μέχρι τήν ἀποθεραπεία του.
Γιά μία περίπου 20ετία (1917 - 1937), δέν ὑπάρχουν πληροφορίες γιά τήν ζωή καί τήν δράση του, ἡ σύλληψή του ὅμως τό 1937 μέ τήν κατηγορία τῆς παράνομης θρησκευτικῆς δραστηριότητας καί ἡ καταδίκη του σέ ἐξορία τριῶν ἐτῶν ἀποδεικνύει, ὅτι δέν δέχτηκε τήν Διακήρυξη τοῦ 1927 καί δραστηριοποιήθηκε στίς Κατακόμβες. Τό 1946 συνελήφθη καί πάλι. Κατά τήν δίκη του - στό Κίεβο - τοῦ προσφέρθηκε ἐνορία, ὑπό τόν ὅρο νά ἀναγνωρίσει καί νά ἐνταχθεῖ στό Πατριαρχεῖο Μόσχας, ἀλλά δέν δέχτηκε, μέ ἀποτέλεσμα νά καταδικασθεῖ σέ ἄλλα ἑπτά χρόνια ἐξορία.
Ὅταν ἀπελευθερώθηκε συνέχισε νά δραστηριοποιεῖται στίς Κατακόμβες, μέχρι τήν κοίμησή του, τό 1955. Ἐλεημένος μέ τό χάρισμα τῆς προφητείας, βοήθησε πολλούς ἀνθρώπους νά βροῦν τόν δρόμο τους πρός τήν Ἐκκλησία.
Πρίν τήν κοίμησή του εἶπε στά πνευματικά του παιδιά: "Δέν μπορῶ νά σᾶς ἐξασφαλίσω ἕναν Ἱερέα, ἀλλά σᾶς δίνω ὁδηγίες, πώς νά ζήσετε, ἄν θέλετε νά σωθῆτε... Σᾶς ἐμπιστεύομαι στήν Ὑπεραγία Θεοτόκο. Ἄν ἀκολουθήσετε τίς ὁδηγίες μου θά σωθῆτε".
Γιά τόν ἑαυτό του εἶχε προφητεύσει, ὅτι ὅταν πεθάνει, δέν θά ἀφήσουν ἤσυχο τό σῶμα του στόν τάφο του! Γιά τό λόγο αὐτό οἱ πιστοί τόν ἐνταφίασαν κρυφά. Ὅταν μετά ἀπό ἑνάμιση χρόνο (1957), οἱ Ἀρχές ἀνακάλυψαν τόν τάφο του, θέλησαν νά μεταφέρουν τό σῶμα του γιά νά μήν γίνει ὁ τόπος προσκύνημα. Τότε τό λείψανό του βρέθηκε ἀδιάφθορο καί εὐωδιαστό! Ἔκτοτε δέν ὑπάρχουν πληροφορίες γιά τήν τύχη του. (Ἀντ. Μάρκου, "Ἡ Ρωσική Ἐκκλησία τῶν Κατακομβῶν καί οἱ Ρῶσοι Νεομάρτυρες").
Μοναχή Εἰρήνη Μυρτιδιώτισσα τῶν Οἰνουσσῶν (1960)
Ἡ κατά κόσμον Εἰρήνη Πατέρα, θυγατέρα τοῦ Πανάγου Διαμ. Πατέρα καί τῆς Κατίγκως Δημ. Λαιμοῦ, τῶν γνωστῶν ναυτικῶν οἰκογενειῶν τῶν Οἰνουσῶν.
Τό 1952 ὁ Παν. Πατέρας ἀσθένησε ἀπό τήν σπάνια καί θανατηφόρο Νόσο τοῦ Χόντγκινς. Ὅταν ἐκδηλώθηκε ἡ νόσος ἡ θυγατέρα του Εἰρήνη ζήτησε ἀπό τόν Θεό "νά λάβει αὐτή τήν ἀρρώστια καί νά γίνει καλά ὁ πατέρας της· σέ 15 ἡμέρες ὑψηλός πυρετός τήν ἔρριξε στό κρεββάτι· ἡ διάγνωση ἔδειξε ὅτι εἶχε τήν ἴδια νόσο, πράγμα σπανιότατο, ἀφοῦ αὐτή δέν εἶναι κληρονομική ἤ μεταδοτική".
Γιά διάστημα 5 ἐτῶν ὑπέμεινε μέ θαυμαστή καρτερία τήν ἐπώδυνη δοκιμασία. Ἀπεβίωσε τήν 13η Νοεμβρίου 1960, σέ ἡλικία μόλις 21 ἐτῶν. Ἕνα μῆνα περίπου πρίν τόν θανατό της (τήν 26η Ὀκτωβρίου), ὁ Ἡγούμενος τῆς Μονῆς Λογγοβάρδας Πάρου ἀρχιμ. Φιλόθεος Ζερβάκος, τέλεσε στό Παρεκκλήσιο τοῦ πατρικοῦ της σπιτιοῦ τή μοναχική της κουρά· τότε πῆρε καί τό μοναχικό ὄνομα Μυρτιδιώτισσα.
Κατά τήν ἐκταφή της (τήν 24η Σεπτεμβρίου 1963), τό λείψανό της βρέθηκε ἄφθαρτο καί ἀκέραιο καί μέ ἄδεια τοῦ τότε Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν Χρυσοστόμου (Β' τοῦ Χατζησταύρου), μεταφέρθηκε στίς Οἰνούσσες, στή Μονή Εὐαγγ. Θεοτόκου (τήν ὁποία ἵδρυσαν οἱ γονεῖς της τό 1962). Σήμερα φυλάσσεται ἐκεῖ, κατατεθημένο σέ λάρνακα, σέ ταφικό Παρεκκλήσιο δίπλα στό Καθολικό. (Εὐαγγ. Λέκου, "Τά Ἑλληνικά Μοναστήρια", τ. 2ος, σελ. 107 - 109).
Ἱερομόναχος Ἰωάννης ὁ Χοζεβίτης (1960)
Ρουμανικῆς καταγωγῆς. Γεννήθηκε στή Μολδαβία τό 1916 καί μόνασε στή Μονή Νεάμτς, ἀπό ὅπου ἔφυγε γιά τούς Ἁγίους Τόπους τό 1936, σκανδαλισμένος γιά τούς διωγμούς κατά τῶν ἀκολουθούντων τό παλαιό Ἡμερολόγιο. Τό 1947 δέχθηκε τήν Ἱερωσύνη καί διορίσθηκε Ἡγούμενος τῆς Ρουμανικῆς Σκήτης, στόν Ἰορδάνη. Ἔζησε ἡσυχαστικά σέ σπήλαια γύρω ἀπό τήν Μονή Χοζεβᾶ 31 χρόνια καί - κατά τίς μαρτυρίες τοῦ ὑποτακτικοῦ του μ. Ἰωαννικίου - ἐλεήθηκε μέ τό προορατικό χάρισμα.
Κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 1960, σέ ἡλικία μόλις 47 ἐτῶν. Τό Λείψανό του ἀνακόμισε ἀδιάφθορο τό 1980, ὁ Ἡγούμενος τῆς Μονῆς Χοζεβᾶ ἀρχιμ. Ἀμφιλόχιος. Σήμερα φυλάσσεται στή Μονή Χοζεβᾶ.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τοπικά στό Πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων, ἀλλά καί τήν Ρουμανία, (παρά τό γεγονός ὅτι εἶχε διακόψει κοινωνία μέ τόν Πατριάρχη Ρουμανίας Νικόδημο, λόγῳ τῶν διωγμῶν τῶν Ρουμάνων Παλαιοημερολογιτῶν), τήν 5η Αὐγούστου. (μ. Ἰωαννικίου, "Βίος τοῦ π. Ἰωάννου, συγχρόνου ἀσκητοῦ ἀπό τούς Ἁγίους Τόπους", 1987).
Ἀρχιεπίσκοπος Λουκᾶς τῆς Συμφερουπόλεως Ρωσίας (1961)
Διαπρεπής χειρουργός, κληρικός τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας.
Κατά τήν ἐκταφή του, τήν 17η Μαρτίου 1996, διαπιστώθηκε ὅτι "ἡ καρδία του καί κάποια ἐσωτερικά ὄργανα δέν εἶχαν λιώσει". Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Συμφερουπόλεως Λάζαρος λέγει σχετικά: "Πόση ἔκπληξη δοκιμάσαμε σάν εἴδαμε, ὅτι ἡ καρδιά του, τό μυαλό του, τό ἧπαρ κ.λ.π. δέν εἶχαν λιώσει! Τριανταπέντε χρόνια βρισκόταν στόν τάφο ὁ Ἅγιος καί ἐνῶ περίμενε κανείς αὐτά τά ὄργανα νά ἔχουν πρῶτα ὑποστεῖ τόν νόμο τῆς φθορᾶς, δέν εἶχαν φθαρεῖ". Ἡ ἁγιότητά του διακηρύχθηκε ἀπό τήν Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας τό 1996.
Εἶναι ἄξιο σημειώσεως, ὅτι τά ἐσωτερικά ὄργανα τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος διαλύονται πρῶτα μετά τόν θάνατο καί πολύ συντομότερα ἀπό τά ἄλλα μέρη, λόγῳ τῆς εἰδικῆς ὑφῆς τῶν ἰστῶν. (Κέντρου Νεότητος Θηβῶν, "Ταξιδεύοντας στήν χῶρα τοῦ Δνείπερου", σελ. 183 - 184· καί ἀρχιμ. Νεκταρίου Ἀντωνοπούλου, "Ἀρχιεπίσκοπος Λουκᾶς...").
Ἀρχιεπίσκοπος Ἰωάννης τῆς Σαγκάης (Μαξίμοβιτς, 1966)
Γεννήθηκε τό 1896 στήν περιοχή τοῦ Χαρκόβου καί ἔτυχε λαμπρῆς παιδείας. Τό 1921 αὐτοεξορίσθηκε στή Σερβία, ὅπου δίδαξε στό Θεολογικό Σεμινάριο τῶν Βιτωλίων. Τό 1936 χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος ἀπό τήν Σύνοδο τῆς Ρωσικῆς Διασπορᾶς καί διορίσθηκε στή Σαγκάη. Τό 1951 τοῦ ἀνατέθηκε ἡ διαποίμανση τῶν Ρωσικῶν Κοινοτήτων τῆς Δυτ. Εὐρώπης καί τό 1962 ἀναδείχθηκε Ἀρχιεπίσκοπος ἁγ. Φραγκίσκου Η.Π.Α.
Κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 1966, προσευχόμενος μπροστά στήν Εἰκόνα τῆς Παναγίας τοῦ Κούρσκ. Τό 1993 τό Λείψανό του ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο. Τό 1994 ἡ ὑπό τόν Μητροπολίτη Βιτάλιο Σύνοδος τῆς Ρωσικῆς Διασπορᾶς, διακήρυξε τήν ἁγιότητά του, μέ ἡμέρα μνήμης τήν 19η Ἰουνίου. Ἀπό τήν σχετική ἔρευνα πού προηγήθηκε προέκυψαν στοιχεία δεκάδων θαυμάτων καί θεραπειῶν. (Μητροπ. Ὠρωποῦ καί Φυλῆς Κυπριανοῦ, "Ὁ ἅγ. Ἰωάννης (Μαξίμοβιτς) Ἀρχιεπίσκοπος Σαγκάης καί Σάν Φρανσίσκο (1896 - 1966)", 1995).
Ἀρχιμανδρίτης Φιλούμενος ὁ Κύπριος (1979)
Κυπριακῆς καταγωγῆς, διακονητής τοῦ Προσκυνήματος τοῦ Φρέατος τοῦ Ἰακώβ, στούς Ἁγίους Τόπους. Δολοφονήθηκε τήν 4. 12. 1979 (κρεουργημένος μέ μπαλντᾶ!), ἀπό φανατικό Ἑβραῖο, στόν ὁποῖο ἀρνήθηκε νά προσευχηθεῖ μέσα στό Χριστιανικό Ναό τοῦ Προσκυνήματος.
Κατά τόν Ἀρχιεπίσκοπο Νεαπόλεως Ἀμβρόσιο (τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων), "τά Χριστούγεννα τοῦ 1984 ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ ὁ Μητροπ. Πέλλης Κλαύδιος καί τόν συνοδεύσαμε μέχρι τοῦ νεκροταφείου μας, πού εἶναι στό Ὄρος Σιών. Τότε μᾶς εἶπε ὁ Πατριάρχης νά κάνουμε ἀνακομιδή τοῦ π. Φιλουμένου. Πράγματι ἀνοίξαμε τόν τάφο καί ἐβγάλαμε τό σῶμα του ἐπάνω σ' ἕνα μάρμαρο διπλανοῦ τάφου...
Τά χέρια του ἦταν εὐλύγιστα. Τό δεξιό του πόδι, ἀπό τόν ἀστράγαλο καί κάτω, εἶχε λειώσει, διότι ὁ φονιᾶς του τό εἶχε κόψει μέ τόν μπαλντᾶ, καθώς καί τά δάκτυλα τοῦ ἀριστεροῦ του ποδός. Τό ὑπόλοιπο σῶμα του ἦταν ἀκέραιο, παρ' ὅτι παρέμεινε στόν τάφο τρία χρόνια!... Εἶχε ἀκόμη τά γενιά του καί τά μαλλιά του... Δέν ἦταν σκωληκόβρωτο, δέν εἶχε καμμία ὀπή... Τό τοποθέτησαν σ' ἕνα φέρετρο καί τό ἔθαψαν πάλι σ' ἕνα ἄλλο τάφο. Ἐκεῖ ἔμεινε μέχρι τό Πάσχα τοῦ 1985, ὁπότε ἔγινε καί ἡ δεύτερη ἀνακομιδή του καί τόν ἔβαλαν στήν ἐκκλησία".
Τό Λείψανό του φυλάσσεται σέ λάρνακα, στό Βῆμα τοῦ Ναοῦ τῆς Ἁγίας Σιών Ἱεροσολύμων. (Περιοδικό " Ὅσιος Γρηγόριος" Ἱ. Μονῆς Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους, φ. 12, 1987, σελ. 20).
Ἱερεύς Ἡλίας ὁ Ρουμάνος (Λακατούσου, 1983)
Γεννήθηκε τό 1909 στό χωριό Crapaturile τοῦ νομοῦ Valcea Ρουμανίας. Ἦταν τό δεύτερο ἀπό τά 7 παιδιά τῆς οἰκογενείας του καί ὁ πατέρας του ἦταν ψάλτης. Φοίτησε στό Θεολογικό Σεμινάριο τοῦ ἁγ. Νικολάου (1923 - 1930) καί στή Θεολογική Σχολή τοῦ Βουκουρεστίου (1930 - 1934). Τό 1931 νυμφεύθηκε τήν δασκάλα Αἰκατερίνη Ποπέσκου, μέ τήν ὁποία ἀπέκτησε 5 παιδιά. Χειροτονήθηκε τό 1934. Τό 1952 ἐξορίσθηκε ἀπό τούς Κομμουνιστές σέ στρατόπεδο ἐργασίας, ἀπ' ὅπου ἀπελευθερώθηκε τό 1954. Τό 1959 συνελήφθη καί πάλι καί μέχρι τό 1964 ὑποχρεώθηκε νά ἐργάζεται σέ ἕνα ἐργοστάσιο τούβλων. Τοῦ ἐπιτράπηκε νά ξαναλειτουργήσει τό 1965. Τό 1978 συνταξιοδοτήθηκε. Ἀπεβίωσε εἰρηνικά τό 1983.
Τό σῶμα του βρέθηκε ἄφθαρτο τό 1998, ὅταν ἀπεβίωσε ἡ Πρεσβυτέρα του καί κατά τήν ἐπιθυμία του ἐνταφιάσθηκε στόν τάφο του. (www. orthodoxphotos.com/holy relics).
Μητροπολίτης Φιλάρετος (Βοζνεσένσκυ, 1985),
Πρωθιεράρχης τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας τῆς Διασπορᾶς
Ὁ κατά κόσμον Γεώργιος Νικολάγιεβιτς Βοζνασένσκυ γεννήθηκε στό Κούρσκ τῆς Ρωσίας τό 1903. Ἦταν γιός Ἱερέως, τοῦ ἔπειτα Ἀρχιερέως τῆς Ρωσικῆς Διασπορᾶς Δημητρίου, Ἐπισκόπου Χαϊλάρ. Τό 1909 ἡ οἰκογένειά του ἐγκαταστάθηκε στή Ματζουρία, ὅπου ὁ νεαρός Γεώργιος σπούδασε Ἡλεκτρολόγος Μηχανικός στήν Πολυτεχνική Σχολή τοῦ Χαρμπίν. Τό 1931 ἀποφοίτησε ἀπό τήν Θεολογική Σχολή τοῦ Χαρμπίν, ἔγινε μοναχός μέ τό ὄνομα Φιλάρετος καί χειροτονήθηκε Ἱερεύς. Τό 1937 ἔλαβε τό ὀφφίκιο τοῦ Ἀρχιμανδρίτου. Τό 1945 ἀρνήθηκε νά πάρει Σοβιετικό διαβατήριο, ὅταν οἱ Σοβιετικοί μπῆκαν στή Ματζουρία ἐκδιώκοντας τούς Ἰάπωνες, καί ἐγκατέλειψε μέ τό ποίμνιό του τήν Κίνα.
Τό 1963 χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος Μπρισμπέϊν Αὐστραλίας καί τόν ἑπόμενο χρόνο 1964 διαδέχθηκε τόν Μητροπολίτη Ἀναστάσιο στήν Πρωθιεραρχία τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας τῆς Διασπορᾶς, καίτοι ἦταν ὁ νεώτερος τῇ τάξει Ἱεράρχης. Στά 21 χρόνια τῆς πρωθιεραρχίας του διακηρύχθηκε Συνοδικά ἡ ἁγιότητα τῶν Ἁγίων Ἰωάννου τῆς Κροστάνδης (1964), Γερμανοῦ τῆς Ἀλάσκας (1971), Ξένης τῆς Πετρουπόλεως (1978) καί τῶν Ρώσων Νεομαρτύρων (1981).
Τό 1965 ἀπηύθυνε ἐλεγκτική ἐπιστολή στόν Πατριάρχη Ἀθηναγόρα, γιά τό θέμα τῆς Ἄρσεως τῶν Ἀναθεμάτων κατά τοῦ Παπισμοῦ. Τό 1969 ἀπηύθυνε "Πρός τούς ἁπανταχοῦ Ἱεράρχας" τήν Α' Ἐπιστολή Πόνου καί τό 1972 τήν Β' γιά τό θέμα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, τόν ὁποῖο καταδίκασε Συνοδικά τό 1983.
Κοιμήθηκε εἰρηνικά τήν 8η/21η Νοεμβρίου 1985 καί ἐνταφιάσθηκε στή Μονή Ἁγίας Τριάδος Τζόρντανβιλ Ν. Ὑόρκης. Τό Λείψανό του ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο τό 1998 καί ἐνταφιάσθηκε καί πάλι ἀπό τόν τότε Ἀρχιεπίσκοπο Συρακουσσῶν καί ἔπειτα Μητροπολίτη Λαῦρο. Ἡ ἁγιότητά του διακηρύχθηκε ἀπό τήν ὑπό τόν Μητροπολίτη Βαλεντῖνο τοῦ Σούζνταλ Ρωσική Αὐτόνομη Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, τήν 30.4.2001 καί στή συνέχεια καί ἀπό ἄλλες Ρωσικές δικαιοδοσίες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου