ΑΔΙΑΦΘΟΡΟΙ ΑΓΙΟΙ (Α - Γ)
Καθηγητοῦ Ἀντωνίου Μάρκου
Ἡ μελέτη τοῦ θέματος τῶν ἀδιαφθόρων Ἁγίων συνεχίζεται. Γιά τόν λόγο αὐτό τό κείμενο ἐμπλουτίζεται τακτικῶς ἀπό τά προκύπτοντα νέα στοιχεῖα.
Στά Σημειώματα γίνεται σύντομη ἀναφορά στό Βίο τῶν ἀναφερομένων Ἁγίων (ἐκτός τῶν Ἁγίων τῶν προερχομένων ἀπό τά Ἁγιολόγια ἄλλων τοπικῶν Ἐκκλησιῶν καί γι' αὐτό ἀγνώστων ἤ ἐλάχιστα γνωστῶν στό ἑλληνικό κοινό, ὁπότε γίνεται ἐκτενέστερη ἀναφορά) καί παρατίθενται ὅσες πληροφορίες ὑπάρχουν γιά τό ἀδιάφθορο Λείψανό του.
Ὁσιομάρτυρας Ἀββακούμ τῆς Θεσσαλονίκης (+ 1628)
Ὁ Ὁσιομάρτυρας Ἀββακούμ ἀνῆκει στούς αὐτόκλητους Μάρτυρες.
Ἀπό τόν βίο του πού συνέγραψε ὁ λόγιος Μητροπ. Κιέβου ἅγ. Πέτρος Μογίλας (+ 1647) - τόν ὁποῖο μετέφρασε πρόσφατα καί παρουσίασε ὁ Καθηγητής τοῦ Α.Π.Θ. Ἀντώνιος Αἰμίλιος Ταχιάος («Ἄγνωστοι Ἀθωνίτες Νεομάρτυρες», 2006, σελ. 51 - 80) - καθώς καί ἀπό τόν Κώδικα Κ. Ω. 89, φ. 155 τῆς Μονῆς Μεγίστης Λαύρας, προκύπτει ὅτι μόνασε σέ νεαρή ἡλικία στό Ἅγιο Ὄρος, στή Σκήτη τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Μονῆς Ξενοφῶντος, μέ γέροντα τόν Βουλγαρικῆς καταγωγῆς Πνευματικό Θεοδόσιο.
Φλεγόμενος ἀπό τόν πόθο τοῦ μαρτυρίου ὁ νεαρός Ἀββακούμ, παρά τήν ἀντίθετη γνώμη τοῦ Γέροντά του, μετέβη στή Θεσσαλονίκη, ὅπου προκάλεσε τούς Μωαμεθανούς, μέ ἀποτέλεσμα νά συλληφθεῖ, νά βασανιστεῖ καί τελικά νά διαμελιστεῖ ἀπό τούς Γενιτσάρους, τήν 30η Ὀκτωβρίου 1628.
Τά Λείψανά του μεταφέρθηκαν ἄφθαρτα στή μετάνοιά του μετά ἀπό διάστημα κάποιων μηνῶν, ὅπου καί τά προσκύνησε μετανοημένος ὁ Γέροντάς του. Ἔκτοτε δέν ὑπάρχουν πληροφορίες γιά τήν τύχη τους. (μ. Μωϋσέως Ἁγιορείτου, "Οἱ Ἅγιοι τοῦ Ἁγίου Ὄρους", σελ. 433).
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 6η Αὐγούστου καί ἀπό τούς Σλάβους Ὀρθοδόξους τήν 30η Ὀκτωβρίου.
Μάρτυρας Ἀβραάμ ὁ Βούλγαρος (+ 1229)
Ἦταν Βουλγαρικῆς καταγωγῆς, Μουσουλμάνος στό θρήσκευμα καί ἔμπορος στό ἐπάγγελμα. Ἐξαιρετικά ἐλεήμων, ἐλεήθηκε ἀπό τόν Θεό νά γνωρίσει καί νά ἀσπασθεῖ τήν Ὀρθόδοξη Πίστη. Ἀπό τίς ἁλυσίδες πού φοροῦσε κατάσαρκα (ἀνακαλύφθηκαν μετά τόν θάνατό του), φαίνεται πώς ἀκολουθοῦσε στόν κόσμο βίο ἀσκητικό. Στήν προσπάθειά του νά μεταδώσει στούς πρώην ὁμοπίστους του τόν Χριστιανισμό, συνελήφθη καί θανατώθηκε μέ ἐξαιρετικά σκληρό τρόπο.
Δέν εἶναι γνωστός ὁ τόπος τοῦ μαρτυρίου καί ἐνταφιασμοῦ του, οὔτε πότε καί κάτω ἀπό ποιές συνθῆκες ἔγινε ἡ ἀνακομιδή του, κατά τήν ὁποία τό Λείψανό του βρέθηκε ἄφθαρτο. Ἀπό Ρώσους πάντως ἐμπόρους μεταφέρθηκε στή Ρωσία καί κατατέθηκε στή Μονή Κοιμ. Θεοτόκου στό Βλαδιμήρ. Μετά τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1917 δέν ὑπάρχουν πληροφορίες γιά τήν τύχη του.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 1η Ἀπριλίου.
Μάρτυρας Ἀγάθη τῆς Σικελίας (3ος αἰ.)
Γεννήθηκε στήν Κατάνη τῆς Σικελίας, ὅπου μαρτύρησε κατά τόν διωγμό τοῦ Δεκίου (249 - 251), σέ ἡλικία μόλις 15 ἐτῶν! Οἱ γονεῖς της ἦσαν εὐγενεῖς στήν καταγωγή καί πλούσιοι καί ἡ ἴδια μετά τόν θάνατό τους διέθεσε τήν μεγάλη τους περιουσία σέ ἔργα εὐποιϊας.
Τόν καιρό ἐκεῖνο Ἔπαρχος τῆς Σικελίας ἦταν ὁ δυσεβέστατος Ἀκυλῖνος, ὁ ὁποῖος θελγόμενος ἀπό τήν σωματική ὀμορφιά καί τήν περιουσία τῆς Ἀγάθης, ζήτησε νά τήν νυμφευθεῖ, ἐκείνη ὅμως εἶχε ὑποσχεθεῖ παρθενία στό Νυμφίο της Χριστό καί δέν ἔστερξε στίς ὀρέξεις του. Τότε ὁ Ἀκυλῖνος, μέ πρόσχημα τό διωγμό κατά τῶν Χριστιανῶν, τήν ὑπέβαλλε σέ πολλές πιέσεις, ψυχικές (τήν ἔκλεισε γιά ἕνα μῆνα σέ πορνεῖο!) καί σωματικές (τήν ἔδειρε μέ βούνευρα, ἔκαψε διάφορα σημεῖα τοῦ σώματός της, τῆς ἀπέκοψε τούς μαστούς, ἀλλά ὁ Ἀπόστολος Πέτρος τήν ἀποκατέστησε ὑγιή στήν φυλακή!). Τελικά ἡ Ἁγία ὑπέστη τόν "διά πυρᾶς" θάνατο.
Σχετικά μέ τό Λείψανο τῆς ἁγ. Ἀγάθης οἱ Ρωμαιοκαθολικοί δέχονται (Γρηγόριος DAHMAN), ὅτι αὐτό ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο καί τόν 11ο αἰ. μεταφέρθηκε στήν ΚΠολη, ἀπ' ὅπου τό 1204 κλάπηκε ἀπό τούς Σταυροφόρους καί μετεφέρθηκε καί πάλι στήν Σικελία, ὅπου διαμοιράσθηκε μεταξύ διαφόρων προσώπων. Σήμερα στήν Κατάνη φυλάσσονται: Τά χέρια, τά πόδια καί τό στῆθος τοῦ Λειψάνου σέ ἀδιάφθορη κατάσταση, ἐκτεθημένα σέ γυάλινη θήκη. Ἡ Κάρα καί τά μεγάλα ὀστά βρίσκονται μέσα σέ ἀνθρωπόσχημη Λειψανοθήκη, στήν ὁποία εἰκονίζεται ἡ Ἁγία μέχρι τήν μέση. Στό κεφάλι αὐτῆς τῆς λειψανοθήκης - ἀγάλματος, εἶναι τοποθετημένο πολύτιμο στέμμα, ἐνῶ ὅλο τό ἄγαλμα εἶναι καλλυμένο μέ πολύτιμα ἀφιερώματα κατοίκων, οἱ ὁποῖοι ἔχουν διασωθεῖ σέ διάφορες ἐποχές διά πρεσβειῶν της ἀπό ἐκρήξεις τοῦ ἡφαιστείου τῆς Αἴτνας.
Στό χῶρο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, Κάρα πού ἀποδίδεται στήν ἁγ. Ἀγάθη φυλάσσεται στήν Μονή ἁγ. Παύλου Ἁγίου Ὄρους καί ἀποτμήματα τῶν Λειψάνων της στή Μονή Λουκούς Κυνουρίας.
Ἡ μνήμη της τιμᾶται τήν 5η Φεβρουαρίου. Οἱ Ρωμαιοκαθολικοί τήν τιμοῦν ἐπίσης τήν 12η Φεβρουαρίου (Ἀπόδοση τῆς ἑορτῆς) καί τήν 17η Αὐγούστου (μεταφορά τῶν Λειψάνων).
Ὁσία Ἀγγελίνα τῆς Σερβίας (15ος αἰ.)
Ἦταν θυγατέρα τοῦ Γεωργίου Καστριώτη - Σκεντέρ Μπέη, Ἡγεμόνα τῆς Ἀλβανίας καί συζεύχθηκε τόν Δεσπότη τῆς Σερβίας ἅγ. Στέφανο, γιό τοῦ Δεσπότη Γεωργίου Μπράνκοβιτς, μέ τόν ὁποῖο ἀπέκτησε δύο γιούς, τόν Μητροπολίτη Βλαχίας ἅγ. Μάξιμο (+ 1546) καί τόν Δεσπότη τῆς Σερβίας ἅγ. Ἰωάννη (+ 1493).
Μετά τήν ἀτυχή ἔκβαση τοῦ πολέμου τοῦ συζύγου της Στεφάνου κατά τῶν Τούρκων καί τήν τύφλωσή του ἀπό αὐτούς, τόν ἀκολούθησε αὐτοεξόριστη στήν Ἰταλία καί μετά τόν θάνατό του ἔγινε μοναχή. Μέ τήν βοήθεια τοῦ Μεγ. Ἡγεμόνα τῆς Ρωσίας Βασιλείου Γ' , ἵδρυσε στή Σερβία τήν Μονή τοῦ Κουπίνοβο, ὅπου μετέφερε καί ἐναπόθεσε τό ἀδιάφθορο Λείψανο τοῦ συζύγου της.
Κοιμήθηκε εἰρηνικά καί ἐνταφιάσθηκε στήν ἴδια Μονή.
Τό Λείψανό της ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο καί σήμερα φυλάσσεται στή Μονή τοῦ Κουπίνοβο.
Στήν ἴδια Μονή ἐνταφιάσθηκαν καί οἱ γιοί της Ἅγιοι Μάξιμος Μητροπολίτης Βλαχίας καί Ἰωάννης Δεσπότης τῶν Σέρβων, τῶν ὁποίων τά Λείψανα ἀνακομίσθηκαν ἐπίσης ἀδιάφθορα καί φυλάσσονται ἐκεῖ.
Ἡ μνήμη της τιμᾶται τήν 10η Δεκεμβρίου.
Ὅσιος Ἀβράμιος τοῦ Ροστώφ Ρωσίας (12ος αἰ.)
Γεννήθηκε στή Σουκλόμα τῆς Γαλικίας ἀπό γονεῖς εἰδωλολάτρες. Μέχρι τήν ἡλικία τῶν 18 ἐτῶν ἦταν ἀσθενής. Τότε πληροφορήθηκε ἀπό κάποιους κατοίκους τοῦ Νόβγκοροντ γιά τόν Χριστό καί τήν δύναμή Του καί ὑποσχέθηκε νά βαπτισθεῖ γιά νά θεραπευθεῖ. Μετά τό Βάπτισμά του πράγματι θεραπεύθηκε καί ἀμέσως ἔγινε μοναχός στήν Μονή Βαλαάμ, στή Λίμνη Λαντόγκα.
Πολύ ἀργότερα, κατά τήν βασιλεία τοῦ Βλαδιμήρου τοῦ Μονομάχου (1113 - 1125), κλήθηκε ἀπό τόν Θεό νά ἐργασθεῖ ἱεραποστολικά μεταξύ τῶν παγανιστικῶν φυλῶν τοῦ Ροστώφ, ὅταν τοῦ ἐμφανίσθηκε ὁ ἅγ. Ἰωάννης ὁ Θεολόγος καί τοῦ ἔδωσε μία ράβδο, μέ τήν ὁποία κατέστρεψε τό εἴδωλο τοῦ θεοῦ Βέλ. Στό σημεῖο αὐτό ἵδρυσε Ναό πρός τιμήν τοῦ Ἱεροῦ Εὐαγγελιστή καί ἀργότερα Μονή πρός τιμήν τῶν Θεοφανείων. Κοιμήθηκε εἰρηνικά, ἐργαζόμενος μέχρι τό τέλος στόν ἀγρό τῆς Ἱεραποστολῆς.
Δέν εἶναι γνωστό πότε ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο τό Λείψανό του, σήμερα πάντως φυλάσσεται στή Μονή τῶν Θεοφανείων, στό Ροστώφ.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 29η Ὀκτωβρίου.
Ὁσιομάρτυρας Ἀδριανός τοῦ Ὀντρουσώφ Ρωσίας (+ 1549)
Τό κοσμικό του ὄνομα ἦταν Ἀνδρέας Ζαβαλίσιν. Ὅταν ἀνακάλυψε στήν παγωμένη ἔρημο τόν ὁσ. Ἀλέξανδρο τοῦ Σβίρ (+ 1533), ἔγινε μαθητής του. Μόνασε στήν περιώνυμη Μονή Βαλαάμ καί ἀσκήθηκε σέ μία χερσόνησο τῆς Λίμνης Λαντόγκας, ὅπου ἵδρυσε μονή. Ὑπῆρξε πνευματικός τῆς Πριγκίπισσας Ἄννας, κόρης τοῦ Τσάρου Ἰβάν Δ' τοῦ Τρομεροῦ .
Τελειώθηκε μαρτυρικά τό 1549, ἀπό ληστές πού τοῦ ἐπετέθηκαν, ἐνῶ ἐπέστρεφε ἀπό τήν Μόσχα. Τό ἀσκητικό καί μαρτυρικό του σῶμα ἐνταφιάσθηκε στή Μονή του, στό Ναό τοῦ ἁγ. Νικολάου.
Τό Λείψανό του ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο τό 1551. Μετά τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1917, δέν ὑπάρχουν πληροφορίες γιά τήν τύχη του.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 26η Αὐγούστου καί ἡ Ἀνακομιδή τοῦ Λειψάνου του τήν 17η Μαϊου.
Ὅσιος Ἀδριανός τοῦ Ποσέκονυ Ρωσίας (+ 1550)
Γεννήθηκε στό Ροστώφ καί ἔγινε μοναχός στή Μονή τοῦ ἁγ. Κορνηλίου τοῦ Κόμελ (+ 1537), ὅπου ἐκτός τῆς μοναχικῆς ζωῆς διδάχθηκε καί τήν ἁγιογραφία. Τό 1540, ἤδη Διάκονος, μέ ἄδεια τοῦ Μητροπολίτη Ρωσίας ἁγ. Μακαρίου καί εὐλογία τοῦ Ἡγουμένου Λαυρεντίου, ἔφυγε μαζί μέ τόν Γέροντά του Στάρετς Λεωνίδα στήν παγωμένη ἔρημο καί μέ θεία ἀποκάλυψη, ὁδηγούμενος ἀπό Ἄγγελο σέ σχῆμα μοναχοῦ, ἵδρυσε τήν Μονή τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, στό Ποσέκονυ. Ἐκεῖ ἀσκήθηκε γιά μία δεκαετία, κοινοβιακά καί ἐρημητικά.
Τελειώθηκε μαρτυρικά τό 1550, ὅταν τοῦ ἐπετέθηκαν ληστές. Τό παρθενικό του σῶμα, λουσμένο μέ τούς ἰδρώτες τῆς ἀσκήσεως καί τά αἵματα τοῦ μαρτυρίου, ἐνταφιάσθηκε στή Μονή του.
Τό Λείψανό του ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο τό 1625 καί κατατέθηκε ἀπό τόν Πατριάρχη Ρωσίας Φιλάρετο στή Μονή του. Μετά τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1917, δέν ὑπάρχουν πληροφορίες γιά τήν τύχη του.
Τιμᾶται τήν 5η Μαρτίου καί ἡ Ἀνακομιδή τοῦ Λειψάνου του τήν 19η Νοεμβρίου.
Ἅγιος Ἀθανάσιος Α’ Πατριάρχης ΚΠόλεως (+ 1340)
Καταγόταν ἀπό τήν Ἀδριανούπολη καί σέ νεαρή ἡλικία ἔγινε μοναχός. Ἀσκήθηκε διαδοχικά σέ διάφορες Μονές τοῦ Ἁγίου Ὄρους (καί κυρίως στή Μονή Ἐσφιγμένου, ἀπ’ ὅπου ὀνομάσθηκε Ἐσφιγμενίτης) καί τοῦ Ὄρους τοῦ Γάνου.
Γιά πρώτη φορά ἀνέβηκε στόν Πατριαρχικό Θρόνο τό 1289 καί πατριάρχευσε μέχρι τό 1293. Στήν προσπάθειά του νά ἐπιβάλλει τήν κανονική τάξη, προσέκρουσε στά συμφέροντα τῶν παρεπιδημούντων στήν ΚΠολη Ἀρχιερέων καί τῶν μοναχῶν πού περιφέρονταν στόν κόσμο, ὁπότε ὑπέβαλε τήν παραίτησή του στόν Αὐτοκράτορα Ἀνδρόνικο Παλαιολόγο καί ἐφησύχασε στή Μονή τοῦ Κοσμιδίου.
Διάδοχος του ἐκλέχθηκε ὁ Ἰωάννης ΙΒ’, ἀλλά μετά τήν παραίτηση καί αὐτοῦ (1303), ἀνέβηκε στό Θρόνο γιά δεύτερη φορά καί πατριάρχευσε μέχρι τό 1309. Μεταξύ ἄλλων κατά τήν β’ πατριαρχεία του, χειροτόνησε τό 1308 Μητροπολίτη Ρωσίας τόν ἅγ. Πέτρο. Ὅμως καί πάλι στήν προσπάθειά του νά ἐξυγιάνει τά ἐκκλησιαστικά πράγματα, προσέκρουσε στή μοχθηρία τῶν ἐνόχων Κληρικῶν, συκοφαντήθηκε στόν Αὐτοκράτορα, ὁπότε ὑποχρεώθηκε σέ παραίτηση, ἐγκαταβίωσε σέ μονή καί κοιμήθηκε ἐκεῖ εἰρηνικά μετά ἀπό 21 χρόνια ἀσκήσεως, τό 1340.
Ὁ ἅγ. Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἐγκωμιάζει ἰδιαίτερα τόν Πατριάρχη ἅγ. Ἀθανάσιο Α’ «ὡς ἀπό λυχνίας τόν κόσμον φωτίσαντα», τόν θεωρεῖ δέ φίλο τῆς ἡσυχίας καί πρωτεργάτη τῆς μοναχικῆς ἀναγεννήσεως τοῦ 14ου αἰ. («Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων», 1, 2, 12).
Τό ἀδιάφθορο Λείψανο τοῦ ἁγ. Ἀθανασίου Α’ μεταφέθηκε στή Βενετία ἀπό τήν ΚΠόλη τό 1455, μετά τήν Ἅλωση τῆς Πόλεως ἀπό τούς Τούρκους (1453), ἀπό τόν Βενετό πλοιοκτήτη Δομήνικο Zottarello, ὡς λείψανο τοῦ ἁγ. Ἀθανασίου τοῦ Μεγάλου ἀρχιεπ. ’Αλεξανδρείας καί ὡς τέτοιο τιμᾶται μέχρι σήμερα ἀπό τούς Βενετούς. Τό 1705 ἡ Κάρα τοῦ Λειψάνου καταστράφηκε ἀπό πυρκαγιά καί ἀντικαταστάθηκε ἀπό ἐπιχρυσωμένη κεφαλή. Τό 1807 τό Λείψανο μεταφέρθηκε στή Μονή τοῦ ἁγ. Ζαχαρία Βενετίας, ὅπου καί σήμερα φυλάσσεται. (Ἐπ. Φαναρίου Ἀγαθαγγέλου, «Ἱερά Λείψανα Ἁγίων τῆς καθ’ ἡμᾶς Ἀνατολῆς στή Βενετία», σελ. 85 – 89).
Στό χῶρο τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολῆς μία πλευρά τοῦ Ἁγίου φυλάσσεται στή Μονή Παντοκράτορος Ἁγίου Ὄρους καί ἀποτμήματα τοῦ Λειψάνου του στή Μονή Ἐσφιγμένου Ἁγίου Ὄρους καί στό Ναό ἁγ. Κων/νου καί Ἑλένης Ἀνδρούσης Μεσσηνίας.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 28η Ὀκτωβρίου.
Ὁσιομάρτυρας Ἀθανάσιος ὁ Ἰβηρίτης (+ 1628)
Προερχόμενος ἀπό ἐξισλαμισμένη οἰκογένεια, ἄγνωστο γιά ποιούς λόγους καί κάτω ἀπό ποιές συνθήκες, μόνασε στή Μονή Ἰβήρων Ἁγίου Ὄρους σέ ἡλικία μόλις 12 ἐτῶν. Μετά ἀπό ὀκτώ χρόνια μοναχικῆς ζωῆς ἐπέστρεψε στήν πατρίδα του (τό ὄνομά της δέν διασώθηκε), γιά νά πείσει τούς γονεῖς του νά ἐπανέλθουν στή Χριστιανική θρησκεία, μέ ἀποτέλεσμα νά συλληφθεῖ καί νά τελειωθεῖ μαρτυρικά στήν πυρά. Εἶναι χαρακτηριστικό, ὅτι στό μαρτύριό του πρωτοστατοῦσε ὁ ἴδιος ὁ πατέρας του!
Ὅταν κατά τό μαρτύριό του μία ξαφνική καταιγίδα ἔσβησε τήν φωτιά καί πέθαναν ἀπό τρόμο τόσο ὁ πατέρας του, ὅσο καί ὁ δικαστής πού τόν καταδίκασε, ἡ μητέρα του μετανοημένη ἐξαγόρασε τά Λείψανά του καί τά μετέφερε στή Θεσσαλονίκη, σέ κάποια μονή πρός τιμήν τῆς Παναγίας, ὅπου μόνασε μέ τό ὄνομα Ἀθανασία.
Βιογράφος του ὑπῆρξε ὁ αὐτόπτης τοῦ ματυρίου του Ἰβηρίτης Μοναχός Πρόχορος Κομπλιάνσκυ, ὁ ὁποῖος καί μετέφερε στή μονή τήν ἀδιάφθορη δεξιά του, ὅπου καί σήμερα φυλάσσεται. Γιά τόν νέο αὐτό Ὁσιομάρτυρα ἔγραψε καί ὁ λόγιος Μητροπ. Κιέβου ἅγ. Πέτρος Μογίλας (+ 1647. Βλ Ἀντ. Αἰμ. Ταχιάου, «Ἄγνωστοι Ἀθωνίτες Νεομάρτυρες», 2006, σελ. 62).
Ἄγνωστος στούς Συναξαριστές, κατά τόν μ. Μωϋσῆ Ἁγιορείτη θά μποροῦσε νά τιμᾶται τήν 13η Μαϊου, μετά τῶν Ἰβηριτῶν Ἁγίων. («Οἱ Ἅγιοι τοῦ Ἁγίου Ὄρους», σελ. 435).
Ἅγιος Ἀθανάσιος Γ’ Πατριάρχης ΚΠόλεως (+ 1654)
Ὁ κατά κόσμον Ἀλέξιος Πατελάρος γεννήθηκε στό χωριό Ἀξός Μυλοποτάμου Ρεθύμνου, μεταξύ τῶν ἐτῶν 1580 καί 1597, καί ἔγινε μοναχός στό Σιναϊτικο Μετόχι τοῦ Χάνδακα. Ἔτυχε μεγάλης παιδείας, γνώριζε τήν Ἑλληνική καί Λατινική Γλῶσσα, Φιλολογία καί Φιλοσοφία καί διακρινόταν γιά τήν γενικότερη μόρφωσή του, τό κήρυγμά του και τήν ποίηση πού ἔγραφε. Μελετητής τῆς Γραφῆς, μετέφρασε μέρος της στά νέα Ἑλληνικά (στή Μονή Ἰβήρων Ἁγίου Ὄρους σώζεται χειρογραφό μέ μετάφραση τοῦ Ψαλτηρίου πού ἔκανε).
Μετά τόν Χάνδακα μόνασε στό Ἅγιο Ὄρος, σέ κελλί πού ἔκτισε ὁ ἴδιος στήν περιοχή τῆς Μονῆς Παντοκράτορος. Διάκονος καί Πρεσβύτερος χειροτονήθηκε στή Θεσσαλονίκη, ὅπου τό 1631 ἐξελέγη Μητροπολίτης. Ἀναμίχθηκε στίς συνεχεῖς ἀλλαξοπατριαρχείες, ἐπειδή πίστευε ὅτι μέ τήν παιδεία καί τόν δυναμισμό του, μποροῦσε νά ὠφελήσει τήν Ἐκκλησία καί τό ὑπόδουλο Γένος.
Τό 1634 διαδέχθηκε στόν Θρόνο τῆς ΚΠόλεως τόν Κύριλλο Β' τόν Κονταρή, μέ τήν ὑποστήριξη τόσο τῶν Λατινοφρόνων καί τῶν Ἰησουϊτῶν (οἱ ὁποῖοι νόμιζαν πώς στό πρόσωπό του θά εἶχαν ἕναν ὑποστηρικτή τους), ὅσο καί τοῦ ἴδιου τοῦ Σουλτάνου!
Παρέμεινε στό Θρόνο περίπου ἕνα χρόνο. Ἐκθρονίσθηκε τό 1635 καί ἐπέστρεψε στό Ἅγιο Ὄρος. Διέμεινε στό ἀρχαῖο Μονύδριο κοντά στίς Καρυές, τό ὁποῖο διεύρυνε μέ τήν προσωπική του ἐργασία (πρόκειται γιά τήν σημερινή Σκήτη τοῦ ἁγ. Ἀνδρέου, τῆς ὁποίας θεωρεῖται ἱδρυτής).
Τό ἴδιο ἔτος 1635 ταξίδεψε στή Βενετία, ἀπ’ ὅπου ἐπετέθηκε στό διάδοχό του Κύριλλο Λούκαρι (μέ τήν κατηγορία τῆς αἱρέσεως), ἀλλά καί στόν Πάπα (διότι δέν τόν ὑποστήριζε στήν ἀνάκτηση τοῦ Θρόνου).
Τό 1639 ὁ Πατριάρχης Παρθένιος Α’ τοῦ πρόσφερε προεδρικῶς τήν Μητρόπολη Θεσσαλονίκης καί τήν Μονή Βλατάδων. Τό 1643 μετέβη στίς Παραδουνάβιες Ἡγεμονίες καί μέ τήν ὑποστήριξη τοῦ Ἡγεμόνα τῆς Μολδαβίας Βασιλείου Λούπου πέτυχε τήν ἄνοδό του στόν Πατριαρχικό Θρόνο γιά δεύτερη φορά, τόν Μάϊο τοῦ 1652. Παύθηκε μέ Σουλτανικό Διάταγμα τόν ἑπόμενο μῆνα, κατά τήν ἑορτή τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων Πέτρου καί Παύλου (29. 6. 1652), ὅταν ἐκφώνησε ἕνα ἐμπνευσμένο κήρυγμα πάνω στό χωρίο, «σῦ εῖ Πέτρος καί ἐπί ταῦτῃ τῆ πέτρᾳ οἰκοδομήσω μου τήν Ἐκκλησίαν», στό ὁποῖο ἀντέκρουσε τά ἐπιχειρήματα στά ὁποῖα δῆθεν βασίζεται τό Παπικό πρωτεῖο. Τό κήρυγμά του προκάλεσε τήν ὀργή τῶν Ἰησουϊτῶν καί τῶν Λατινοφρόνων, μέ προεξάρχοντα τόν Ἀθανάσιο τόν Κύπριο, ὁ ὁποῖος τό 1655 κυκλοφόρησε πραγματεία ἐναντίον του μέ τίτλο «Ἀντιπατελάριον».
Μετά τήν νέα ἔκπτωσή του ἀπό τόν Θρόνο, κατέφυγε στήν Αὐλή τῆς Μολδαβίας, κοντά στό φίλο του Ἡγεμόνα Βασίλειο Λούπου, ἀπ' ὅπου ταξίδεψε στή Μόσχα καί συναντήθηκε μέ τόν Τσάρο Ἀλέξιο Μιχαήλοβιτς. Στή Ρωσία ἄσκησε σημαντικό ποιμαντικό καί ἀντιλατινικό ἔργο, ὥστε νά δικαιολογεῖ τήν τιμή τῶν Ρώσων πρός τό πρόσωπό του.
Τό 1654, κατά τό ταξείδι τῆς ἐπιστροφῆς του στή Μολδαβία, ἀσθένησε καί κοιμήθηκε στή Μονή Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος, στό Λιούμπενς τῆς Οὐκρανίας, ὅπου καί ἐνταφιάσθηκε.
Τό Λείψανό του ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο τό 1662, ὁπότε καί ἀναγνωρίσθηκε ἀπό τήν Ρωσική Ἐκκλησία ἡ ἁγιότητά του. Μετά τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1917 ἡ Μονή Λιούμπενς μετατράπηκε σέ φυλακή (1917) καί σέ στρατόπεδο (1937), ἀλλά τό Λείψανο διασώθηκε στήν ἀποθήκη κάποιου μουσείου. Τό 1990, μετά τήν κατάρρευση τοῦ Σοβιετικοῦ κεθεστώτος, ἡ Μονή ἐπιστράφηκε στήν Ἐκκλησία καί τό Λείψανο ἀποκαταστάθηκε στή θέση του. Σήμερα φυλάσσεται καθήμενο σέ θρόνο (ἐνδεδυμένο τά Ἀρχιερατικά ἄμφια), στόν Καθεδρικό Ναό τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου, στό Χάρκοβο. Τό 1993 ἀπότμημα τοῦ Λειψάνου παραχωρήθηκε στήν Ἱερά Μητρόπολη Ρεθύμνης καί Αὐλποτάμου καί φυλάσσεται στή γεννέτειρά του Ἀξό Ρεθύμνης.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 5η Ἀπριλίου καί ἡ μετακομιδή Λειψάνου στήν Ἀξό τήν 21η Αὐγούστου.
Ὅσιος Ἀθανάσιος τοῦ Σύαντεμ Ρωσίας (16ος αἰ.)
Ὑπῆρξε μαθητής τοῦ ὁσ. Ἀλεξάνδρου τοῦ Σβίρ (+ 1533), τόν ὁποῖο ἀκολούθησε στή Μονή τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἀξιώθηκε νά εἶναι παρών κατά τήν ἐμφάνιση τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου στόν μακάριο Γέροντά του. Μετά τήν κοίμηση τοῦ ὁσ. Ἀλεξάνδρου, ἵδρυσε τό Ἀσκητητήριο τῆς Κοιμ. Θεοτόκου, στά δάση τοῦ Ὀλονέτς, κοντά στόν ὅσ. Ἀδριανό τοῦ Ὀντρουσώφ (+ 1549), μέ τόν ὁποῖο διατηροῦσε πνευματικές σχέσεις. Ὅταν τά σκάνδαλα τῶν περιοίκων χωρικῶν τόν ἀνάγκασαν νά ἐπανέλθει στή Μονή τοῦ ὁσ. Ἀλεξάνδρου, ἀναδείχθηκε ἀπό τούς ἀδελφούς Ἡγούμενος.
Κοιμήθηκε εἰρηνικά στό Ἀσκητήριο τῆς Κοιμ. Θεοτόκου, μετά τό 1550, ὅπου εἶχε ἐπιστρέψει γιά περισσότερη μόνωση καί ἡσυχία.
Τό 1720 τό Λείψανό του ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο καί ἐναποτέθηκε στό Ναό τῶν Ἁγίων Ἀθανασίου καί Κυρίλλου Πατριαρχ·ῶν Ἀλεξανδρείας, ὁ ὁποῖος εἶχε κτισθεῖ πάνω στόν τάφο του. Μετά τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1917, δέν ὑπάρχουν πληροφορίες γιά τήν τύχη του.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 18η Ἰανουαρίου.
Ἱερομάρτυρας Ἀθανάσιος τοῦ Μπρέστ Λευκορωσίας (+ 1648)
Γεννήθηκε στή Βίλνα τῆς Λιθουανίας τό 1596, χρόνο συγκλήσεως τῆς "Συνόδου" τοῦ Μπρέστ πού δημιούργησε τήν Οὐνία. Εὐγενής στήν καταγωγή, ἄν καί πτωχός, πῆρε μεγάλη γιά τήν ἐποχή του μόρφωση καί ἦταν κάτοχος ἀρχαίων καί συγχρόνων γλωσσῶν. Τό 1627 ἔγινε μοναχός στή Μονή Χουτίνσκ τῆς Λευκορωσίας, σπουδαῖο κέντρο κατά τῆς Παπικῆς προπαγάνδας. Ἀπό τόν ὀνομαστό Μητροπολίτη Κιέβου ἅγ. Πέτρο Μογίλα, τοῦ ἀνατέθηκε ἡ ἀνακαίνιση τῆς Μονῆς Κουπιάτιτσκ. Παρά τήν Πολωνική κατοχή, ἐργάσθηκε συστηματικά ὑπέρ τῆς Ὀρθοδοξίας καί κατά τοῦ Οὐνιτισμοῦ. Μέ κίνδυνο τῆς ζωῆς του ταξίδεψε στή Μόσχα καί ἐξέθεσε στόν Τσάρο Θεόδωρο τήν δεινή κατάσταση τῶν Ὀρθοδόξων στίς δυτικές Πολωνο - Λιθουανοκρατούμενες περιοχές τῆς Ρωσίας. Γιά τόν ἴδιο σκοπό ἐπισκέφθηκε καί τόν Πολωνό Βασιλιά Βλαδισλαύο Δ'.
Σάν Ἡγούμενος τῆς Μονῆς τοῦ ὁσ. Συμεών τοῦ Στυλίτη στό Μπρέστ Λιτόβσκ, διώχθηκε ἀπό τίς Πολωνικές δυνάμεις κατοχῆς. Κατά τήν λαϊκή ἐξέγερση τοῦ 1648 τόν συνέλαβαν μαζί μέ τούς ἀρχηγούς τοῦ κινήματος καί ἐπιφανεῖς ἐκκλησιαστικούς καί μαρτύρησε μέ τρόπο φοβερό. Κατά τόν Νέο Συναξαριστή, "τόν βασάνισαν βάζοντας στό σῶμα του ἀναμμένα κάρβουνα, τόν ἔγδαραν καί τόν ἔκαψαν ζωντανό! Ἐπειδή ἀκόμη ἀνέπνεε, τόν τουφέκισαν, νεκρό τόν ἀποκεφάλισαν καί ἔρριξαν τό σῶμα του σέ ἕνα λάκκο"!
Τό μαρτυρικό του Λείψανο ἀργότερα βρέθηκε ἀδιάφθορο. Μετά τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1917, δέν ὑπάρχουν πληροφορίες γιά τήν τύχη του.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 5η Σεπτεμβρίου.
Μεγαλομάρτυρας Αἰκατερίνη (4ος αἰ.)
Ἦταν γόνος τῆς ἑλληνικῆς μεγαλουπόλεως τῆς Ἀλεξάνδρειας "τῆς ἐν Αἰγύπτῳ" καί διακρινόταν γιά τήν σωματική ὀμορφιά, τήν εὐγένεια τῆς καταγωγῆς, τήν πνευματική σοφία καί τόν ὑλικό της πλοῦτο. Ἡ μόρφωσή της τῆς ἐπέτρεψε νά γνωρίσει τόν Χριστό καί νά Τόν κάνει κέντρο καί σκοπό τῆς ζωῆς της, ὅταν μέ τρόπο θαυμαστό πληροφορήθηκε γι' Αὐτόν, ἀπό ἕναν ἐνάρετο ἀσκητή πού ζοῦσε στήν ἔρημο.
Κατά τόν διωγμό τοῦ Μαξιμιανοῦ, ἔλεγξε μέ θάρρος τούς διώκτες τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἀποστόμωσε "τούς κομψούς τῶν ἀσεβῶν τοῦ Πνεύματος τῇ δυνάμει" καί ἔγινε αἰτία νά λάβουν τό βάπτισμα τοῦ αἵματος 150 Ρήτορες, ὁ Μάρτυς Πορφυρίων ὁ Στρατηλάτης καί μαζί του 200 στρατιώτες, ἀλλά καί ἡ ἴδια "ἡ τοῦ Βασιλέως γυνή".
Τελειώθηκε μέ ἀποκεφαλισμό, ἀφοῦ προηγουμένως δέθηκε στό φοβερό τροχό, ἀπό τόν ὁποῖο διαφυλάχθηκε, νεώτατη στήν ἡλικία καί παρθένος.
Τό Λείψανό της, κατά τήν παράδοση, μεταφέρθηκε ἀπό Ἀγγέλους στήν κορυφή τοῦ Σινᾶ, ὅπου βρέθηκε αἰῶνες ἀργότερα ἀδιάφθορο καί εὐωδιαστό. Τό μεγαλύτερο μέρος τῶν Λειψάνων της φυλάσσεται σήμερα στήν περιώνυμη Μονή Σινᾶ, ὅπου καί τό ἀδιάφθορο χέρι της, διακοσμημένο μέ πολύτιμα δακτυλίδια.
Ἡ μνήμη της τιμᾶται τήν 25η Νοεμβρίου.
Ὅσιος Ἀκάκιος τῆς Κλίμακος
Μοναχός στήν Μονή τῶν Κιλλιβάρων, στό Ὄρος Λάτρος τῆς Μ. Ἀσίας, γιά τόν ὁποῖο δέν διασώθηκαν ἰδιαίτερα στοιχεία. Τήν ἀρετή του μνημονεύει ὁ ὅσ. Ἰωάννης στήν "Κλίμακα" (βλ. 4ο Λόγο "Περί Ὑπακοῆς").
Κατά τόν Συναξαριστή "τό τίμιον αὐτοῦ Λείψανον ἐφυλάχθη ὑπό τῆς Θείας Δυνάμεως ἀνώτερον πάσης φθορᾶς καί φυσικῆς διαλύσεως καί ἔμεινεν σῶον καί ὁλόκληρον εἰς πολλάς ἐτῶν περιόδους. Συνέβη δέ ποτε νά ἔλθωσιν οἱ μοναχοί τοῦ μοναστηρίου ἐκείνου πρός θερισμόν, ἐπειδή ἦτο ὁ καιρός τοῦ θέρους, δύο δέ μόνον ἀδελφοί ἔμειναν εἰς τό μοναστήριον, ὁ ἕνας διά νά τό φυλάττη, ὁ δέ ἄλλος διότι ἦτο ἀσθενής. Ἔτυχε λοιπόν νά ἀποθάνη ὁ τελευταῖος, ὁ δέ ἄλλος ἀδελφός, μόνος ὤν, δέν ἠδύνατο νά ἀνορύξη τάφον καί τά πράξη τά εἰς ταφήν ἀναγκαῖα. Ὅθεν ἀνοίξας τόν ἕτοιμον τάφον τοῦ ἁγ. Ἀκακίου, ἐκεῖ ἔβαλεν τόν ἀποθανόντα, ὁμοῦ μέ τόν Ἅγιον. Τήν ἐπαύριον πορευθείς εἰς τόν τάφον, εὗρεν ἐρριμένον ἔξω τόν ἀποθανόντα ἀδελφόν καί πάλιν ἔθηκεν αὐτόν ἐντός τοῦ τάφου τοῦ Ἁγίου. Ἐπειδή δέ πάλιν εὗρεν αὐτόν ἔξω ἐρριμένον, παρεπονεῖτο εἰς τόν Ἅγιον δικαιολογούμενος καί λέγων:
"Ἤκουσα, ἅγιε Ἀκάκιε, ὅτι οὐδείς ἄλλος προέκοψεν εἰς τήν ὑπακοήν καθώς σύ, ἀλλά τώρα ὡς βλέπω ἔγινες παρήκοος καί ὑπερήφανος τόσον, ὥστε δέν δέχεσαι τόν ἀδελφόν ἐντός τοῦ τάφου σου, ἀλλά τόν ἀποβάλλεις. Λοιπόν ἤ ἄφες αὐτόν νά εὑρίσκεται μαζί σου εἰς ἕνα τάφον ἤ - ἐάν πάλιν τόν ρίψης ἔξω - δέν θέλω σέ ὑποφέρει πλέον, ἀλλά θέλω σέ ἐκβάλλει ἐκ τοῦ τάφου".
Ὅθεν ἔθηκεν αὖθις τόν ἀδελφόν εἰς τόν τάφον τοῦ ἁγ. Ἀκακίου καί ἀνεχώρησεν. Τήν ἐπιοῦσαν πορευθείς πάλιν, τόν μέ ἀποθανόντα ἀδελφόν εὗρε εἰς τόν τάφον, τόν δέ ἅγιον Ἀκάκιον οὐκ εὗρεν".
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 26η Νοεμβρίου.
Ἅγιος Ἀλέξανδρος Νέβσκι Ἡγεμόνας τοῦ Νόβγκοροντ Ρωσίας (+ 1263)
Περί τοῦ ἁγ. Ἀλεξάνδρου Νέβσκι βλέπε σχετικό αὐτοτελές ἄρθρο.
Ὅσιος Ἀλέξανδρος τοῦ Ὀσεβένσκ Ρωσίας (+ 1479)
Γεννήθηκε τό 1427 στήν περιοχή τῆς Λευκῆς Λίμνης (Μπελοζέρσκ). Ἦταν γιός πλουσίου γαιοκτήμονα. Κατά τήν ἔκφραση τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ἦταν "ἀφορισμένος ἐκ κοιλίας μητρός", ἀφοῦ κατά τήν παιδική του ἡλικία ἐμφανίσθηκαν στή μητέρα του ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος καί ὁ ὅσ. Ἀλέξανδρος τοῦ Σβίρ καί τήν διαβεβαίωσαν, ὅτι ὁ Ἀλέξιος (αὐτό ἦταν τό κοσμικό του ὄνομα), ἦταν κάτω ἀπό τήν προστασία τους!
Στήν ἡλικία τῶν 18 ἐτῶν κατέφυγε στή Μονή τοῦ Μπελοζέρσκ (Λευκῆς Λίμνης), γιά νά ἀποφύγει τόν γάμο. Ἐκεῖ χειροτονήθηκε Διάκονος καί ὑποτάχθηκε κατά τούς κανόνες τοῦ Κοινοβιακοῦ Μοναχισμοῦ. Ὅταν ὁ πατέρας του ἵδρυσε ἕνα χωριό στις ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Κουργιούγκα (στό ὁποῖο ἔδωσε τό οἰκογενειακό ὄνομα, Ὄσεβεν), ὁ Ὅσιος βρῆκε μία ἡσυχαστική τοποθεσία καί ἐγκαταστάθηκε ἐκεῖ μέ τήν εὐλογία τοῦ Ἡγουμένου του, ζῶντας ἐρημητικά. Ὅταν ὠρίμασε πνευματικά, ἵδρυσε μέ τήν εὐλογία τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Νόβγκοροντ Ἰωνᾶ (1459 - 1470, ἀπό τόν ὁποῖο χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος καί ἐγκαταστάθηκε Ἡγούμενος), τήν Μονή τοῦ Ὀσεβένσκ, μέ ἰδιαίτερα αὐστηρό κανονισμό. Ἀσκούμενος ὁ Ὅσιος ὑπέρμετρα κλόνισε τήν ὑγεία του, ἀλλά θεραπεύθηκε μετά ἀπό ἐμφάνιση τοῦ ἁγ. Κυρίλου τῆς Λευκῆς Λίμνης.
Ὁ ὅσ. Ἀλέξανδρος ἀγωνιζόμενος ἀναδείχθηκε διδάσκαλος καί πνευματικός καθοδηγητής μοναχῶν καί λαοῦ. Κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 1479 καί ἐνταφιάσθηκε στήν Μονή του. Στόν Βίο τοῦ ὁσ. Διοδώρου τοῦ Γιουριγκόρσκυ (+ 1633), ἀναφέρεται θαυμαστή ἐμφάνισή του.
Ἐπί ἀρχιερατείας τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Νόβγκοροντ Σεργίου (1483 - 1485) καί ἡγουμενίας Μαξίμου, τό Λείψανό του ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο, μετά ἀπό ἐμφάνισή του, καί κατατέθηκε στό Παρεκκλήσιο τοῦ Καθολικοῦ τῆς Μονῆς του. Μετά τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1917, δέν ὑπάρχουν πληροφορίες γιά τήν τύχη του.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 20η Ἀπριλίου.
Ὅσιος Ἀλέξανδρος τοῦ Σβίρ Ρωσίας (+ 1533)
Ἕνας τῶν μεγάλων Ἁγίων τῆς Ρωσικῆς Ὀρθοδοξίας, ὁ δεύτερος -μετά τόν Πατριάρχη Ἀβραάμ - Ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας, "ὁ ὁποῖος ἀξιώθηκε ἐπισκέψεως τῆς Ἁγίας Τριάδος μέ μορφή Τριῶν Ἀγγέλων· κατά τήν διάρκεια αὐτῆς τῆς ἐπισκέψεως, ἡ Ἁγία Τριάς μέχρι πού ἄγγιξε τόν Ἅγιο καί αὐτό τό ἄγγιγμα προφανῶς ἦταν πού ἔκανε τό σῶμα του ἀπρόσβλητο στή φθορά"! ("The Orthodox Word", φ. 236 - 237/Μαϊου - Αὐγούστου 2004, εἰδικό ἀφιέρωμα).
Ὁ κατά κόσμον Ἀμώς, γεννήθηκε στό χωριό Μαντέρα, κοντά στήν λίμνη Λαντόγκα, τήν 15η Ἰουνίου 1448, ἀπό γονεῖς πτωχούς χωρικούς, καί ὑπῆρξε καρπός τῆς θερμῆς προσευχῆς τους. Πρίν τήν σύλληψή του καί ἐνῶ οἱ γονεῖς του προσηύχοντο θερμῶς, ἄκουσαν μία ὑπερκόσμια φωνή νά τούς μακαρίζει: "Χαῖρε, ζεῦγος, διότι θά γεννήσετε υἱόν, μέ τοῦ ὁποίου τήν γέννηση ὁ Θεός θά δώσει παράκληση στήν Ἐκκλησία Του"!
Ἔζησε ἀσκούμενος στόν κόσμο ἀπό τήν παιδική του ἡλικία καί σέ ἡλικία 19 ἐτῶν κατέφυγε στήν περίφημη Μονή Βαλαάμ, ἐπειδή οἱ γονεῖς του προγραμμάτιζαν νά τόν νυμφεύσουν, ὁδηγούμενος ἀπό Ἄγγελο μέ μορφή ταξιδιώτη! Κατά τήν διαδρομή, ὅταν περνοῦσε ἀπό τόν ποταμό Σβίρ, ἄκουσε μία ὑπεκόσμια φωνή νά τόν πληροφορεῖ, ὅτι ἐκεῖ, στίς ὄχθες τῆς λίμνης Ροσίνσκ, θά ἔκτιζε μονή!
Μετά ἀπό δοκιμασία ἑπτά ἐτῶν στήνΜονή Βαλαάμ, ἐκάρη μοναχός μέ τό ὄνομα Ἀλέξανδρος, τό 1474, σέ ἡλικία 26 ἐτῶν. Ἀρκετά χρόνια μετά τήν φυγή του ἀπό τόν κόσμο, οἱ γονεῖς του ἔμαθαν ἀπό Καρελιανούς προσκυνητές τοῦ Βαλαάμ γιά τήν πορεία τοῦ γιοῦ τους καί ἀκολούθησαν τό παράδειγμά του.
Μετά τήν κοίμηση τῶν γονέων του (μοναχῶν Σεργίου καί Βαρβάρας) καί μέ εὐλογία τοῦ Ἡγουμένου, ὁ Ὅσιος ἐγκαταστάθηκε στήν ἐρημητική Ἁγία Νῆσο τῆς Λίμνης Λαντόγκας, ὅπου ἀγωνίστηκε σέ ἕνα μικρό σπήλαιο. Κάποτε, κατά τήν διάρκεια προσευχῆς, ἔτυχε τῆς ἄνωθεν πληροφορίας νά ἀναχωρήσει γιά τό μέρος πού τοῦ εἶχε ὑποδειχθεῖ καί ἐκεῖ ἀσκούμενος νά τύχει τῆς σωτηρίας του. Ἔτσι τό 1485, σέ ἡλικία 37 ἐτῶν, ὁ Ὅσιος ἐγκαταστάθηκε στήν ὄχθη τῆς Λίμνης Ροσίνσκ, ὅπου ἔζησε ἑπτά χρόνια σέ μία ξύλινη καλύβα, τρεφόμενος μέ καρπούς τοῦ δάσους καί ὑφιστάμενος τίς κακουχίες τῆς φύσεως καί τούς πειρασμούς τοῦ διαβόλου.
Τό πλέον σημαντικό γεγονός τῆς ζωῆς τοῦ ὁσ. Ἀλεξάνδρου, ὑπῆρξε ἡ ἐμφάνιση τῆς Ἁγίας Τριάδος! Συνέβη τό ἔτος 1508, 23 χρόνια μετά τήν ἐγκατάστασή του στήνΛίμνη Ροσίσκ καί ἐνῶ ἦταν ἡλικίας 60 ἐτῶν. Τό μεγάλο αὐτό θαῦμα περιγράφεται στόν ἀγγλικό βίο τοῦ Ὁσίου (ἡ ἑλληνική μετάφραση ἀπό τό ἀρχεῖο τοῦ Περιοδικοῦ "Ἅγιος Κυπριανός").
"Μία νύκτα προσηύχετο στήν καλύβη του. Ξαφνικά, ἕνα δυνατό φῶς ἔλαμψε και ὁ Ἅγιος εἶδε Τρεῖς Ἄνδρας, ἔνδεδυμένους ἀπαστράπτοντας λευκούς χιτῶνας, οἱ Ὁποῖοι τόν ἐπλησίαζαν. Ἔκλαμπροι μέ οὐράνια δόξα, φεγγοβολοῦσαν μέ καθαρή λαμπρότητα ὑπέρ τόν ἥλιον! Ὁ κάθε Ἕνας ἀπό Αὐτούς κρατοῦσε στό χέρι Του σκῆπτρο!
Ὁ Ἅγιος ἔπεσε κάτω μέ τρόμο καί ὅταν συνῆλθε, ἔβαλε βαθειά μετάνοια ἕως ἐδάφους. Ἀνασηκώνοντάς τον ΑΠΟ ΤΟ ΧΕΡΙ οἱ Ἄνδρες τοῦ εἶπαν: "Ἔχε πίστιν, εὐλογημένε, καί μή φοβῆσαι"! Εἶπαν στόν Ἅγιο νά κτίση μία ἐκκλησία καί μία μονή. Ὁ Ἅγιος ἔπεσε διαμαρτυρόμενος γιά τήν ἀναξιότητά του, ὅμως ὁ Κύριος τόν ΑΝΑΣΗΚΩΣΕ καί τοῦ παρήγγειλε νά ἐκπληρώση τίς ἐντολές. Ὁ Ἅγιος ἐρώτησε σέ ποιό ὄνομα θά ἔπρεπε νά ἀφιερωθῆ ὁ ναός. Ὁ Κύριος τοῦ εἶπε: "Ἀγαπημένε, ὅπως βλέπεις σοῦ ὁμιλεῖ ὁ Ἕνας σέ Τρία Πρόσωπα, γι' αὐτό νά κατασκευάσης τόν ναό στό Ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τῆς Ὁμοουσίου Τριάδος. Σοῦ ἀφήνω τήν εἰρήνη καί σοῦ δίδω τήν εἰρήνη Μου".
"Στήν Ἱστορία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας - σημειώνουν οἱ συντάκτες τοῦ ἀγγλικοῦ Βίου τοῦ Ὁσίου - αὐτή ἡ ἐμφάνισις θεωρεῖται ὡς μοναδική".
Μετά τό ἐξαίσιο αὐτό θαῦμα ὁ Ὅσιος ἄρχισε νά προβληματίζεται σχετικά μέ τό σημεῖο στό ὁποῖο ἔπρεπε νά κτίσει τόν ναό. Τότε οὐράνιος Ἄγγελος σέ σχῆμα μοναχοῦ, τοῦ ὑπέδειξε τόν τόπο! ὅπου τό ἴδιο ἔτος ὁ Ὅσιος ὕψωσε ἕναν ξύλινο ναό πρός τιμήν τῆς Ἁγίας Τριάδος.
Ὁ πρῶτος πού ἐλκύσθηκε ἀπό τήν ἁγιότητα τοῦ ὁσ. Ἀλεξάνδρου ἦταν ὁ γαιοκτήμονας Ἀνδρέας Ζαβαλίσιν, ἔπειτα ὅσ. Ἀδριανός τοῦ Ὀντρουσώφ (+ 1549). Ἀκόμη οἱ Ὅσιοι Γεννάδιος (+ 1516) καί Νικηφόρος (+ 1550) τῆς λίμνης Νέϊζ, Ἀθανάσιος τοῦ Σύαντεμ (+ μετά τό 1550) καί Μακάριος τοῦ Ὀροντέζ (+ 1532), ὑπῆρξαν μαθητές του.
Τό 1526 ἡ ἀδελφότητα ἀντικατέστησε τόν ξύλινο Ναό τῆς Ἁγίας Τριάδος μέ πέτρινο καί ὁ Ὅσιος δέχθηκε τήν Ἱερωσύνη καί τό ἡγουμενικό ἀξίωμα ἀπό τόν Ἀρχιεπίσκοπο Νόβγκοροντ Σεραπίωνα, πιεζόμενος ἀπό τούς ἀδελφούς.
Πρός τό τέλος τῆς ζωῆς καί ἐνῶ σκεπτόταν νά κτίσει ναό πρός τιμήν τῆς Ἁγίας Σκέπης τῆς Παναγίας, ἀξιώθηκε ἐμφανίσεως τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ἡ Ὁποία τόν βεβαίωσε γιά τήν προστασία Της στό μοναστήρι καί τούς ἀδελφούς!
Ὁ ὅσ. Ἀλέξανδρος κοιμήθηκε εἰρηνικά τήν 30ή Αὐγούστου 1533, σέ ἡλικία 80 ἐτῶν. Πρίν κοιμηθεῖ ζήτησε ἀπό τούς ἀδελφούς νά δέσουν τό σῶμα του ἀπό τά πόδια καί νά τό ρίξουν στόν βάλτο! καί ἐπειδή οἱ ἀδελφοί ἀρνήθηκαν ζήτησε νά μήν κρατήσουν τό σῶμα του στό μοναστήρι, ἀλλά νά τό ἐνταφιάσουν στόν Ναό τῆς Θείας Μεταμορφώσεως.
Ὁ ὅσ. Ἀλέξανδρος, δοξασμένος ἐν ζωῇ μέ τίς προηγουμένως μνημονευόμενες θαυμαστές ἐμφανίσεις, δοξάσθηκε κυρίως μετά θάνατον μέ τήν καταπληκτική ἀφθαρσία τοῦ Λειψάνου του καί τό χάρισμα τῶν ἰαμάτων. Τό 1545 ὁ μαθητής καί διάδοχός του Ἡγούμενος Ἡρωδίων ἔγραψε τόν Βίο του. Τό 1547 φιλοπονήθηκε ἡ πρώτη πρός τιμή του Ἀκολουθία καί ἄρχισε ὁ τοπικός ἑορτασμός τῆς μνήμης του.
Τήν 17η Ἀπριλίου 1641 τό Λείψανο τοῦ ἁγ. Ἀλεξάνδρου ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο, κατά τήν διάρκεια τῶν ἐργασιῶν ἀνεγέρσεως τοῦ κατεστραμμένου ἀπό τούς Πολωνούς Ναοῦ τῆς Μεταμ. Σωτῆρος. Τό Λείψανο κατατέθηκε τό 1643 σέ ἀργυρή λάρνακα καί ἀναπαύθηκε ἐκεῖ μέχρι τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1917.
Τήν 5η Ἰανουαρίου 1918 ἡ περιοχή τῆς Μονῆς τοῦ ὁσ. Ἀλεξάνδρου καί εὑρύτερα τοῦ Ὄλονετς καταλήφθηκε ἀπό τούς Μπολσεβίκους. Τήν ἑπομένη 6η Ἰανουαρίου οἱ Μπολσεβίκοι κατέλαβαν τήν Μονή, ἀλλά δέν βεβήλωσαν τό Λείψανο. Σταδιακά ἡ Μονή μετατράπηκε σέ στρατόπεδο συγκεντρώσεως (τό γνωστό "Σβίρλαγκ"), ἵδρυμα ἀναπήρων πολέμου καί ἔπειτα παιδιῶν, τεχνική σχολή καί τελικά ψυχιατρικό ἄσυλο.
Τήν τρίτη ἡμέρα τοῦ Πάσχα τοῦ 1918, τό Λείψανο ρίχθηκε στήν πυρά ἀπό ὁμάδα ὁπλισμένων Μπολσεβίκων, οἱ ὁποῖοι ἐκτέλεσαν τόν Ἡγούμενο Εὐγένιο καί 6 Μοναχούς τῆς Μονῆς, ὅμως δέν κάηκε, ἀντιθέτως διατήρησε τό ἀπολύτως φυσιολογικό χρῶμα του! Μόνο κατά τήν ἕκτη προσπάθειά τους, τήν 20ή Δεκεμβρίου 1918, οἱ Μπολσεβίκοι πέτυχαν νά μετακινήσουν τό Λείψανο καί νά τό μεταφέρουν στό Λοντεϊνογιε Πόλιε. Ἐκεῖ τό Λείψανο ἐξετάστηκε ἀπό Σοβιετικούς ἐπιστήμονες, σέ μία προσπάθεια νά ἀποδειχθεῖ, ὅτι τό σῶμα τοῦ Ὁσίου εἶχε ταριχευθεῖ ἤ ὅτι ἐπρόκειτο γιά κάποια ἀπάτη τῆς Ἐκκλησίας γιά τήν... ἀποβλάκωση τῶν πιστῶν! Ὅμως ἡ ἐξέταση ἀπέδειξε, ὅτι τό Λείψανο ἦταν αὐθεντικό. Ἡ ὁμοιότητα τοῦ προσώπου μέ τίς εἰκόνες τοῦ ὁσ. Ἀλεξάνδρου ἦταν ἐντυπωσιακή καί ὅλες οἱ σχετικές λεπτομέρειες (λευκότητα καί ἐλαστικότητα τοῦ δέρματος), ἦσαν σύμφωνες μέ ἐκεῖνες πού καταγράφτηκαν κατά τήν ἀνακομιδή τοῦ 1641. Ἕνας Ἀκαδημαϊκός τῆς ἐποχῆς, ὁ Πέτρος Πέτροβιτς Ποκρύσκιν, σέ ἀπάντησή του σέ αἴτημα τῆς Μυστικῆς Ἀστυνομίας, ἔγραψε σχετικά: "Ἀναγνωρίζοντας, ὅτι τό Λείψανο τοῦ ἁγ. Ἀλεξάνδρου τοῦ Σβίρ ἀποτελεῖ ἀναμφισβήτητα ἱστορικό γεγονός, ἡ θέσις τοῦ ὁποίου πρέπει νά εἶναι σέ μία ἐκκλησία, ζητοῦμε νά ληφθοῦν μέτρα γιά τήν διαφύλαξι αὐτοῦ τοῦ ἐθνικοῦ ἱστορικοῦ θησαυροῦ"!
Στή συνέχεια τό Λείψανο ἐκτέθηκε στό Μουσεῖο Ἀνατομίας τῆς Στρατιωτικῆς Ἰατρικῆς Ἀκαδημίας τοῦ Λένινγκραντ καί παρέμεινε ἐκεῖ χάρις στίς προσπάθειες τοῦ διακεκριμένου ἐπιστήμονος Β. Ν. Τόνκωφ.
Μετά τήν κατάρρευση τοῦ ἀθεϊστικοῦ καθεστῶτος, ὑπάρχουν δύο ἐκδοχές γιά τό Λείψανο τοῦ ἁγ. Ἀλεξάνδρου. Σύμφωνα μέ τήν πρώτη (ἡ ὁποία παρουσιάζεται στό εἰδικό ἀφιέρωμα τοῦ Περιοδικοῦ "The Orthodox Word", φ. 236 - 237/Μαϊου - Αὐγούστου 2004), μετά τήν ἐπιστροφή στό Πατριαρχεῖο Μόσχας τοῦ τμήματος τῆς Θείας Μεταμορφώσεως τῆς Μονῆς τοῦ ἁγ. Ἀλεξάνδρου (τήν 14η Ἰουνίου 1997· τό τμῆμα τῆς Ἁγίας Τριάδος ἐπιστράφηκε μερικῶς τήν 22α Σεπτεμβρίου 1998), μέ τήν ἔγκριση τοῦ Μητροπ. Ἁγίας Πετρουπόλεως Βλαδιμήρου, ἄρχισαν ἔρευνες γιά τήν ἀνεύρεση τοῦ Λειψάνου. Χάρις στίς προσπάθειες τῶν μοναζουσῶν τῆς Μονῆς Ἁγίας Σκέπης Τερενίτσι καί τοῦ τοῦ Ἡγουμένου τῆς Μονῆς τοῦ ὁσ. Ἀλεξάνδρου ἀρχιμ. Λουκιανοῦ Koutchenko, τό Λείψανο βρέθηκε τόν Δεκέμβριο τοῦ 1997. Ἡ ἰατρική - ἀνθρωπολογική ἐξέτασή του, ἀπέδειξε τήν συμφωνία του μέ τίς περιγραφές τοῦ 1641 καί τίς νεώτερες τοῦ 1918 καί ἐπίσης, ὅτι ἀνῆκε σέ ἄνδρα τῆς φυλῆς τῶν Βέπ, μιᾶς ὁμάδος Φιλανδικῆς καταγωγῆς, στήν περιοχή τῆς ὁποίας ὁ Ὅσιος γεννήθηκε καί ἵδρυσε τήν Μονή του.
Μετά τήν ἐπιβεβαίωση τῆς ταυτότητος τοῦ Λειψάνου, ὁ Μητροπ. Βλαδίμηρος ἐπέτρεψε τήν ἔκθεσή του στόν Ναό τῆς ἁγ. Σοφίας, γιά τέσσερεις μῆνες (ἀπό τήν 30ή Ἰουλίου 1998), πρίν τήν μεταφορά του στήν Μονή. Πρίν τήν μεταφορά τοῦ Λειψάνου στόν Ναό, ἔγινε μία δέηση στήν αἴθουσα ἐξετάσεων τῆς Ἰατρικῆς Ἀκαδημίας. Ἐκεῖ, ἐνώπιον πιστῶν καί ἀπίστων, τά χέρια καί τά πόδια τοῦ Ὁσίου ἄρχισαν νά ἀναβλύζουν σταγόνες εὐωδέστατου μύρου! Ἀπό τότε καί μέχρι σήμερα τά θαύματα πού ἐπιτελοῦνται διά πρεσβειῶν τοῦ ὁσ. Ἀλεξάνδρου εἶναι πολλά καί πολύ σημαντικά (ἔχουν καταγραφεῖ θεραπείες παραλυτικῶν, καρκινοπαθῶν, πασχόντων ἀπό παθήσεις τῶν ὀστῶν καί τοῦ δέρματος καί ψυχασθενῶν). Τό λείψανο αὐτό τόν Νοέμβριο τοῦ 1998 μεταφέρθηκε στήν Μονή τοῦ ἁγ. Ἀλεξάνδρου, ὅπου καί σήμερα φυλάσσεται.
Κατά τήν δεύτερη ἐκδοχή τό ἄφθαρτο σῶμα πού ἀποδίδεται στόν ἅγ. Ἀλέξανδρο δέν εἶναι τό δικό του, ἀλλά οὔτε κἄν ἅγιο Λείψανο! Κατά τήν Ὄλγα Mitrenina (σύμφωνα μέ στοιχεῖα πού διέθεσε στόν γράφοντα), πρόκειται γιά σῶμα ἀγνώστου ἄνδρα, τό ὁποῖο πῆρε ἀπό τό Μουσεῖο Ἀνατομίας τῆς Ἁγίας Πετρουπόλεως ὁ ἀρχιμ. Λουκιανός Koutchenko καί τό τοποθέτησε σάν λείψανο τοῦ ἁγ. Ἀλεξάνδρου τοῦ Σβίρ στόν Ναό τῆς Ἁγίας Σοφίας! Ταυτόχρονα ξεκίνησε μία μεγάλη διαφημιστική ἐκστρατεία γιά τό "λείψανο" αὐτό ἀπό τό Πατριαρχεῖο Μόσχας καί τήν ἐνορία, μέ ἀποτέλεσμα νά προκληθεῖ ρεῦμα προσκυνητῶν πού περίμεναν μέχρι καί δύο ὥρες γιά νά προσκηνύσουν! Μετά ἀπό κάποια δημοσιεύματα τό Πατριαρχεῖο Μόσχας διόρισε μία Ἐπιτροπή γιά νά διερευνήσει τά τοῦ "λειψάνου". Ἡ ἔρευνα ἀπέδειξε, ὅτι τό σῶμα παρελήφθη ἀπό τό Μουσεῖο Ἀνατομίας τό 1920 ἤ τό 1930 καί διατηρήθηκε σέ φορμόλη, γιά τίς μελέτες τῶν σπουδαστῶν τῆς Ἰατρικῆς Σχολῆς! Ἀκόμη, τά νύχια τοῦ "λειψάνου" ἦταν περιποιημένα καί τά πόδια ἄθικτα, ἐνῶ κατά τήν περιγραφή τοῦ Λειψάνου κατά τήν πρώτη ἀνακομιδή, τά πόδια τοῦ Ἁγίου εἶχαν διαλυθεῖ καί σώζονταν τά ὀστά.
Ἐπίσης, κατά τόν Διευθυντή τοῦ Μουσείου Ἀνατομίας, τό σῶμα ἦταν τῶν ἀρχῶν τοῦ 20οῦ αἰ. καί ἀνῆκε σέ νεώτερο ἡλικιακά ἄνδρα τοῦ ὁσ. Ἀλεξάνδρου. Μάλιστα πρόκειται γιά Μουσουλμάνο ἤ Ἑβραῖο, διότι φέρει περιτομή! Ἕνα ἀπό τά μέλη τῆς Ἐπιτροπῆς, ὁ Καθηγητής τοῦ Σεμιναρίου τῆς Ἁγίας Πετρουπόλεως π. Γεώργιος Mitrofanov, ἀνέφερε ἀνοικτά στούς σπουδαστές, ὅτι δέν ἐπρόκειτο γιά ἅγιο λείψανο. Ὅλα ἀνετράπησαν ὅταν ὁ Πατριάρχης Μόσχας Ἀλέξιος Β' πῆγε καί προσκύνησε τό φερόμενο ὡς λείψανο τοῦ ἁγ. Ἀλεξάνδρου.
Ἡ μνήμη τοῦ ἁγ. Ἀλεξάνδρου τιμᾶται τήν 30ή Αὐγούστου καί ἡ Ἀνακομιδή τοῦ Λειψάνου του τήν 17η Ἀπριλίου.
Ἅγιος Ἀλέξιος Μητροπολίτης Ρωσίας (+ 1378)
Γεννήθηκε μεταξύ τῶν ἐτῶν 1293 καί 1296 στή νότια Ρωσία, ἀπό γονεῖς εὐγενεῖς. Ἔτυχε ἱκανῆς παιδείας καί ὑπῆρξε ἀναδεκτός τοῦ Μεγάλου Ἡγεμόνα Ἰβάν Α' Καλιτά. Σέ ἡλικία 20 ἐτῶν ἔγινε μοναχός στή Μονή τῶν Θεοφανείων, στή Μόσχα, ὅπου ὑπῆρξε συμμοναστής τοῦ ἀδελφοῦ τοῦ ὁσ. Σεργίου τοῦ Ραντονέζ Στεφάνου καί μαθητής τοῦ Στάρετς Γεροντίου.
Τό 1340 διορίσθηκε ἀπό τόν Ἑλληνικῆς καταγωγῆς Μητροπολίτη Ρωσίας Θεόγνωστο, ἐπίτροπός του στήν πόλη τοῦ Βλαδιμήρ καί τό 1352 χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως. Μητροπολίτης Ρωσίας ἀναδείχθηκε στήν ΚΠολη (τό 1354, ἀπό τόν Πατριάρχη Φιλόθεο) καί ὅπως καί οἱ προκάτοχοί του ἐγκαταστάθηκε στή Μόσχα.
Ἡ Πρωθιεραρχική διακονία τοῦ ἁγ. Ἀλεξίου (παρά τήν ὕπαρξη δύο διεκδικητῶν τοῦ Θρόνου του, τῶν Μητροπολιτῶν Λιθουανίας Ρωμανοῦ καί Κιέβου Κυπριανοῦ), ὑπῆρξε εὐεργετική γιά τήν Ρωσία. Στόν πολιτικό τομέα ὑποστήριξε τά δικαιώματα στόν Θρόνο τοῦ ἀνήλικου Πρίγκιπα Δημητρίου, ἀποφεύγοντας ἔτσι ἕνα νέο ἐμφύλιο πόλεμο. Ἐπισκέφθηκε δύο φορές τόν Τάταρο ἐπικυρίαρχο τῆς Ρωσίας Χάν Τσανιμπέκ, στό στρατόπεδο τῆς Χρυσῆς Ὀρδῆς, καί πέτυχε τήν ἔκδοση εὐνοϊκῶν γιά τήν Ρωσία διαταγμάτων (σέ μία ἀπό τίς ἐπισκέψεις αὐτές, θεράπευσε θαυματουργικά τήν σύζυγο τοῦ Χάν Ταϊντουλα). Στόν πνευματικό τομέα διατήρησε στενές σχέσεις μέ τόν ὅσ. Σέργιο τοῦ Ραντονέζ καί στήριξε τόν Μοναχισμό καί τό κοινωνικό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας.
Κοιμήθηκε εἰρηνικά στή Μόσχα, τό 1378, καί ἐνταφιάσθηκε στήν Μονή τοῦ Θαύματος.
Τό 1431 τό Λείψανό του ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο καί τό 1485 κατατέθηκε σέ Ναό πρός τιμήν του. Ἡ ἁγιότητά του διακηρύχθηκε Συνοδικά τό 1448, ἐπί Πρωθιεραρχίας τοῦ Μητροπολίτη Ρωσίας ἁγ. Ἰωνᾶ. Τό Λείψανό του εἶναι σήμερα κατατεθημένο στόν Πατριαρχικό Ναό τῶν Ἐπιφανείων, στή Μόσχα.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 12η Φεβρουαρίου καί τήν 5η Ὀκτωβρίου, κατά τήν Σύναξη τῶν Ἁγίων Ἱεραρχῶν τῆς Μόσχας.
Ἱερομάρτυρας Ἀλφέγος, Ἀρχιεπίσκοπος Καντέρμπουρυ (+ 1012)
Γεννήθηκε τό 854 σέ εὐσεβή οἰκογένεια καί νωρίς μόνασε στή Μονή τοῦ Deerhurt, στό Glouceshire. Ἔζησε ἐρημιτικά στό Bath, ὅπου δημιουργήθηκε Μονή, μέ τή συγκέντρωση γύρω του φιλομονάχων ψυχῶν. Ἀπό τόν ἅγ. Ντάνσταν Ἀρχιεπίσκοπο Καντέρμπουρυ, ὁρίσθηκε Ἡγούμενος τῆς νέας Μονῆς. Τό 984, κατά τήν βασιλεία τοῦ Ἐθελρέδου, διαδέχθηκε τόν Ἐπίσκοπο Βίνσεστερ ἅγ. Ἐθελβόλδο, μετά ἀπό ἀπό ἐμφάνιση στόν Ἀρχιεπίσκοπο ἅγ. Ντάνσταν, τοῦ ἁγ. Ἀποστόλου Ἀνδρέου. Ἀρχιεπίσκοπος Καντέρμπουρυ ἀναδείχθηκε τό 1005. Ἡ ἐποχή τῆς ποιμαντορίας του ἦταν δύσκολη, λόγῳ τῶν ἐπιθέσεων τῶν Δανῶν καί τῶν ἐσωτερικῶν προβλημάτων τῆς Ἀγγλίας. Ἀνάλωσε τόν ἑαυτό του σέ ἔργα φιλανθρωπίας καί στηρίξεως τοῦ λαοῦ.
Τελειώθηκε μαρτυρικά στό Γκρίνουϊτς ἀπό τούς Δανούς, τό 1012, καί τό σῶμα του ρίχθηκε στόν Τάμεση. Μετά θάνατον ἀναδείχθηκε θαυματουργός. Τό 1105 τό Λείψανό του ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο. Δέν ἔχουν διασωθεῖ πληροφορίες γιά τήν τύχη του.
Μάρτυρες Ἀλφειός, Κυπρίνος καί Φιλάδελφος (4ος αἰ.)
Ἦσαν ἀδελφοί, γιοί τοῦ Ἄρχοντα τῶν Πρεφακτῶν Βιταλίου καί διδάχθηκαν τήν εὐσέβεια "ὑπό Ὀνησίμου τινος ἁγιωτάτου ἀνδρός". Κατά τόν διωγμό τοῦ Λικινίου ὁδηγήθηκαν στή Ρώμη καί παραδόθηκαν διαδοχικά σέ διάφορους Ἡγεμόνες, μέχρις ὅτου τελειώθηκαν ἀπό τόν Τέρτυλλο τῆς Σικελίας, ὁ Μάρτυς Ἀλφειός μέ ἀποκεφαλισμό, ὁ Μάρτυς Κυπρῖνος "τεθείς ἐπί πεπυρακτωμένου τηγανίου" καί ὁ Μάρτυς Φιλάδελφος "ἁπλωθείς ἐπί πεπυρωμένης ἐσχάρας"!
Τά Λείψανά τους ἀνακομίσθηκαν ἀδιάφθορα τό 1517. Σήμερα δέν ὑπάρχουν πληροφορίες γιά τήν τύχη τους.
Ἡ μνήμη τους τιμᾶται τήν 10η Μαϊου.
Ὅσιος Ἀμβρόσιος, Στάρετς τῆς Ὄπτινα Ρωσίας (+ 1891)
Ὁ πλέον γνωστός, μετά τόν ὅσ. Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ, Στάρετς τῆς Ρωσικῆς Ὀρθοδοξίας.
Ὁ κατά κόσμον Ἀλέξανδρος Γκρένκωφ γεννήθηκε τό 1812 σέ ἱερατική οἰκογένεια. Μετά τό ἐνοριακό σχολεῖο φοίτησε στό Σεμινάριο τοῦ Ταμπώφ καί ἔπειτα ἐργάσθηκε σάν δάσκαλος. Ἔγινε μοναχός μετά τήν διάσωσή του ἀπό σοβαρή ἀσθένεια καί μέ συμβουλή τοῦ μακαρίου Ἰλλαρίωνος τοῦ Ταμπώφ, ἐντάχθηκε στήν περίφημη Μονή τῆς Ὄπτινα καί ὑποτάχθηκε στόν Στάρετς Λεωνίδα.
Ὑπῆρξε ὑποδειγματικός μοναχός. Μέ τίς γνώσεις του στήν Ἑλληνική καί Λατινική γλῶσσα, βοήθησε τόν Στάρετς Μακάριο στήν ἔκδοση Πατερικῶν ἔργων. Ἐλεήθηκε μέ τά χαρίσματα τῆς προοράσεως, τῆς διοράσεως καί τῶν θαυμάτων. Ὑπῆρξε ἱδρυτής τῆς μεγάλης γυνακείας Μονῆς τοῦ Σαμορντῖνο.
Χάρις στόν ὅσ. Ἀμβρόσιο ὅλοι οἱ δρόμοι τῆς Ρωσικῆς πνευματικῆς ζωῆς τοῦ 19ου αἰ. ὁδηγοῦσαν στήν Ὄπτινα. Κορυφαῖοι ἐκπρόσωποι τοῦ πνεύματος, βρῆκαν κοντά του τόν δρόμο πρός τόν Θεό καί ἐπηρεάσθηκαν στό ἔργο τους. Ὁ Φ. Ντοστογιέφσκυ τόν περιγράφει στούς "Ἀδελφούς Καραμάζωφ", στό φανταστικό πρόσωπο τοῦ Στάρετς Ζωσιμᾶ. Ὁ Κ. Λεόντιεφ, "ἀφ' ὅτου τόν συνάντησε, αὐτός ὁ ἰδιότροπος καί ἐμπαθής ἄνθρωπος, δέν θέλησε πιά νά τόν ἐγκαταλείψη". Πέρασε 45 χρόνια σ' ἕνα μικρό ξύλινο σπίτι πού ὕψωσε στόν περίβολο τοῦ μοναστηριοῦ καί μέ τήν καθοδήγησή του ἔγινε μοναχός, τό 1890, στή Λαύρα τοῦ Ζαγκόρσκ. Ὁ Τολστόϊ, ὁ Στράχωφ, ὁ Ρωζάνωφ, κ.ἄ. αἰσθάνθηκαν στό πρόσωπό του τήν πνευματική ἔλξη τῆς Ὄπτινα.
Κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 1891. Πρίν τήν κοίμησή του εἶχε προφητεύσει στό διάδοχό του Στάρετς Ἰωσήφ, ὅτι τό σῶμα του θά ἀνέδιδε ὀσμή σήψης (ὅπως περιγράφει ὁ Ντοστογιέφσκυ στό μνημονευόμενο ἔργο του), ἐπειδή στή ζωή του εἶχε ἀπολαύσει ἀνάξια μεγάλες δόξες. Πράγματι, στήν ἀρχή ἔγινε αἰσθητή κάποια δυσάρεστη μυρωδιά, ἡ ὁποία ὅμως σταδιακά ἐξαφανίσθηκε καί τό Λείψανο τοῦ Ὁσίου ἄρχισε νά ἀναδίδει μία καταπληκτική εὐωδία. Ἐνταφιάσθηκε στήν Ὄπτινα τήν 15η Ὀκτωβρίου 1891, ἡμέρα τιμῆς τῆς θαυματουργοῦ Εἰκόνας τῆς Παναγίας τῆς Σιτοδότριας, ἡ ὁποία εἶχε ἁγιογραφηθεῖ μέ ἐντολή του.
Τό Λείψανο τοῦ ὁσ. Ἀμβροσίου ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο κατά τήν ἐπαναλειτουργία τῆς Μονῆς (μετά τήν πτώση τοῦ μαρξιστικοῦ καθεστώτος, τό 1988) καί σήμερα φυλάσσεται ἐκεῖ σέ ἄριστη κατάσταση, ἐνῶ διατηρεῖ καί τό καταπληκτικό του ἄρωμα.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 10η Ὀκτωβρίου.
Ὁσιομάρτυρας Ἀναστασία ἡ Ρωμαῖα (+ 256)
Ἦταν Ρωμαϊκῆς καταγωγῆς καί ἔγινε μοναχή σέ ἡλικία 20 ἐτῶν, κοντά στήν ἐνάρετη καί ἐγγράμματη Γερόντισσα Ἄννα. Κατά τό διωγμό τοῦ Οὐαλλεριανοῦ τήν συνέλαβε ὁ Ἡγεμόνας Πρόβος καί τήν ὑπέβαλλε σέ φοβερά βασανιστήρια γιά νά κάμψη τό φρόνημά της καί νά θυσιάση στούς ψευδοθεούς τῶν εἰδωλολατρῶν (τανύσθηκε σέ τέσσερεις πασσάλους καί κάηκε, τῆς ἔκοψαν τά νεῦρα καί τούς ἁρμούς, κ.ἄ.). Πρίν τήν τελείωσή της, μέ ἀποκεφαλισμό, ζήτησε στήν προσευχή της ἀπό τόν Θεό, "ὅσοι ἀσθενεῖς τήν ἐπικαλεσθῶσιν εἰς βοήθειαν, νά τούς δίδει τήν θεραπείαν ὡς ἰατρός παντοδύναμος". Μαζί της ἀποκεφαλίσθηκε καί ὁ εὐσεβής Χριστιανός νέος Κύριλλος, ὁ ὁποῖος τῆς πρόσφερε κατά τό μαρτύριό της, ἕνα ποτήρι "ψυχροῦ ὕδατος"!
Τό Λείψανό της διατηρήθηκε ἀδιάφθορο, διότι σήμερα στή Μονή Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους, σώζεται ἡ δεξιά της παλάμη "μετά δέρματος" καί λείψανα τῶν ποδῶν της.
Ἡ μνήμη της τιμᾶται τήν 29η Ὀκτωβρίου.
Μάρτυρας Ἀναστασία ἡ Φαρμακολύτρια (4ος αἰ.)
Γεννήθηκε στή Ρώμη καί ἦταν κόρη πατρικίου. Τήν διέκρινε σωματική ὀμορφιά, ἦθος, μόρφωση καί σωφροσύνη. Ἐνῶ ὁ πατέρας της τήν νύμφευσε μέ τόν εἰδωλολάτρη Ποπλίονα, ἐκείνη ζοῦσε ζωή ἐνάρετη, διαμοίραζε τόν πλοῦτο της στούς πτωχούς καί στήριζε στήν πίστη τούς Μάρτυρες. Τό ἀποτέλεσμα ἦταν νά γίνει ὁ σύζυγος ἐχθρός της, κατά τό Εὐαγγελικό, "ἐχθροί τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοί αὐτοῦ" (Ματθ. 10, 36). Μετά τόν θάνατο τοῦ συζύγου της ἀπό τούς Πέρσες (στούς ὁποίους ὁ Διοκλητιανός τόν εἶχε στείλει πρεσβευτή), ἡ Ἁγία ἔμεινε ἐλεύθερη, "ἐτέλει δέ ἀνεμποδίστως ὅσα ἐβούλετο, χαρίζουσα εἰς τούς πτωχούς τά ὑπάρχοντά της καί παρακινοῦσα τούς Ἁγίους Μάρτυρας νά ὑπομένουν ἀνδρείως τά κολαστήρια".
Δάσκαλος τῆς Ἁγίας στήν Χριστιανική Πϊστη ἦταν ὁ Μάρτυρος Χρυσόγονος, ὁ ὁποῖος καί τῆς προφήτευσε τόν κακό θάνατο τοῦ συζύγου της, ἐπειδή δέ ἐνθάρρυνε τούς Μάρτυρες στήν ὁμολογία τους, μέ διαταγή τοῦ Διοκλητιανοῦ τόν μετέφεραν στή Νίκαια τῆς Βιθυνίας, ὅπου - ἀρνούμενος νά θυσιάσει στούς ψευδοθεούς - ἀποκεφαλίστηκε. Τήν τιμία του Κάρα μετά ἀπό θεία ἀποκάλυψη βρῆκε ὁ ἐνάρετος Πρεσβύτερος Ζωϊλος, ὁ ὁποῖος ζοῦσε ἐρημητικά μαζί μέ τίς Παρθενομάρτυρες Ἀγάπη, Χιονία καί Εἰρήνη (μν. 16η Ἀπριλίου). Τριάντα ἡμέρες μετά τήν εὕρεση τῆς Κάρας, ἐμφανίστηκε σ' αὐτόν ὁ μ. Χρυσόγονος καί τοῦ προεῖπε γιά τό ἐπικείμενο μαρτύριο τῶν τριῶν παρθένων, γιά τόν ἐρχομό τῆς ἁγ. Ἀναστασίας, καθώς καί γιά τόν δικό του θάνατο (πράγματι κοιμήθηκε εἰρηνικά, μετά τήν θεία αὐτή ἀποκάλυψη).
Ἡ ἁγ. Ἀναστασία συνόδευσε τίς τρεῖς Παρθενομάρτυρες στό μαρτύριό τους καί ἐνταφίασε τά τίμιά τους Λείψανα, αὐτό ὅμως προκάλεσε καί τήν δική της σύλληψη ἀπό τόν διώκτη Σισίνιο, ὁ ὁποῖος τήν φυλάκισε, ἀλλά "δεινῶς βασανιζόμενος κακῶς ἐξέψυξεν". Μετά τήν διάσωσή της ἀπό τόν θάνατο ἡ Ἁγία ἦρθε "εἰς ἄλλην χώραν", καί ἐνθάρρυνε στό μαρτύριο τήν Μάρτυρα Θεοδότη καί τά δύο παιδιά της πού μαρτύρησαν ἀπό τόν Κόμητα Λευκάδιο.
Ἡ ἁγ. Ἀναστασία τελειώθηκε στήν πυρά, βασανιζόμενη ἀπό τόν Ἔπαρχο τοῦ Ἰλλυρικοῦ (ὑποβλήθηκε στό μαρτύριο τῆς πείνας καί διασώθηκε ἀπό πνιγμό στήν θάλασσα καί ἀπό διάφορα δηλητήρια· γιά τόν λόγο αὐτό πῆρε ἀπό τόν θεό τό χάρισμα τῆς προστασίας ἀπό δηλητήρια καί ἀπό τήν Ἐκκλησία τήν προσωνυμία τῆς Φαρμακολύτριας). Τό Λείψανό της ἐνταφίασε ἡ Ἀπολλωνία, "γυναῖκα τό γένος ἐπίσημος".
Ἀπό τά Λείψανα τῆς ἁγ. Ἀναστασίας σώζονται: Ἕνα δάκτυλο χεριοῦ μέ σάρκα στή Μονή Παντοκράτορος Ἁγίου Ὄρους (ἀπό αὐτό προκύπτει, ὅτι τό Λείψανό της διατηρήθηκε μερικῶς ἤ ὁλικῶς ἀδιάφθορο), μέρος Κάρας στή Μονή Κουτλουμουσίου Ἁγίου Ὄρους, μέρος Κάρας καί ἕνας τῶν ποδῶν στήν πρός τιμήν της μονή Βασιλικῶν Χαλκιδικῆς, ἡ δεξιά της καί μέρος τοῦ ἀριστεροῦ ποδός στή Μονή Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους, μία τῶν χειρῶν της στή Μονή Παναχράντου Ἄνδρου καί ἀπότμημα τῶν Λειψάνων της στή Μονή Κύκκου Κύπρου.
Ἡ μνήμη της τιμᾶται τήν 22α Δεκεμβρίου.
Ὁσιομάρτυρας Ἀνδρέας τῆς Κρίσεως (+ 767)
Γεννήθηκε στήν Κρήτη καί μόνασε στό σημερινό Ἡράκλειο. Κατά τήν βασιλεία Κωνσταντίνου Ε' τοῦ Κοπρωνύμου, ἦρθε στήν ΚΠολη γιά νά ἐλέγξει τόν Εἰκονομάχο Αὐτοκράτορα, τόν ὁποῖο συνάντησε στό Ἀνάκτορο τοῦ ἁγ. Μάμαντος. Χαρακτηριστική παραμένει ἡ μεταξύ τους στιχομυθία:
Ὅσιος: "Ἄρα, Χριστιανός εἷ, Βασιλεῦ;"
Αὐτοκράτορας: "Οὕτως ἐδιδάχθης ἀτιμάζειν τόν Βασιλέα;"
Ὅσιος: "Οὐδείς ἁμαρτάνει Βασιλέα ἐλέγχων παρανομοῦντα".
Αὐτοκράτορας: "Ἡμεῖς μᾶλλον τούς παρανομοῦντας κολάζομεν, τούς ὡς θεοῖς προσερχομένους καί λατρεύοντας ταῖς εἰκόσι".
Ὅσιος: "Ἀγνοεῖς, Βασιλεῦ, τί μέν τό σχετικῶς προσκυνεῖν, τί δέ τό λατρευτικῶς".
Μετά ἀπό αὐτή τήν ὁμολογιακή συμπεριφορά, ὁ Ὅσιος βασανίσθηκε καί δεμένος σύρθηκε στούς δρόμους μέχρι τόν Ἀγρά τοῦ Βοός, ὅπου κάποιος ψαράς τοῦ ἔκοψε μέ ἀξίνη τό δεξί πόδι! Ἔτσι τελειώθηκε καί τό Λείψανό του ρίχθηκε στόν τόπο ἐκτελέσεως τῶν καταδίκων, τόν ἐπονομαζόμενο Κρίσις.
Τό Λείψανο τοῦ Ὁσιομάρτυρος Ἀνδρέου ἔμεινε στόν τόπο αὐτό ἀδιάφθορο. Αὐτό προκύπτει τόσο ἀπό συναξαριστικές, ὅσο καί ἀπό ὑμνολογικές πηγές. Στό Συναξάριο τοῦ Μηναίου ἀναφέρεται, ὅτι τό Λείψανο ἔμεινε "ἀναμίξ τῶν ἐκεῖσε σωμάτων μέχρι πολλοῦ", μέχρις ὅτου "δώδεκα ἄνδρες δαίμοσι κάτοχοι, ἐκ διαφόρων τόπων τῆς Πόλεως, ὡς ἐκ συνθήματος ἀπελθόντες, εὗρον τό σῶμα ἀνεπιμέλητον καί ἀτίμως κείμενον" καί μέ τήν θεραπευτική χάρι τοῦ Ἁγίου ἀπαλλάχθηκαν ἀπό τήν δαιμονική ἐπιροή. Στό β' Τροπάριο τῆς ε' Ὠδῆς τοῦ Κανόνος πού φιλοπόνησε ὁ ἅγ. Ἰωσήφ ὁ Ὑμνογράφος, ἀναφέρεται: "...καί νῦν ἐν τάφῳ κατακείμενος, μένεις σῶος, μάκαρ, καί ἀδιάλυτος". Ὁμοίως στό γ' Τροπάριο τῆς θ' Ὠδῆς ἀναφέρεται: "Σημείοις καί τέρασι σαφῶς ὡραϊζόμενος, ἀδιάλυτος μένεις πάντων ἐπ' ὄψεσι". Σχετική ἀναφορά ὑπάρχει ἀκόμη καί στό Κοντάκιο: "Ἑορτάζει σήμερον ἡ Βασιλεύουσσα Πόλις... ὡς κτησαμένη θησαυρόν μέγα τό πολύαθλον σῶμα σου".
Γιά τήν τύχη τοῦ ἀδιαφθόρου Λειψάνου τοῦ Ὁσιομ. Ἀνδρέου δέν ὑπάρχουν πληροφορίες, οὔτε εἶναι γνωστό νά διασώθηκε κάπου ἀπότμημα Λειψάνων του.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 17η Ὀκτωβρίου.
Ἅγιος Ἀνδρέας τῆς Θείας Ἀγάπης Μεγ. Ἡγεμόνας τοῦ Κιέβου (+ 1175)
Ἦταν γιός τοῦ Μεγάλου Ἡγεμόνα τοῦ Κιέβου Γεωργίου τοῦ Μακρόχειρα (στή ρωσική Ντολγκορούκι) καί ἔτυχε ἱκανῆς παιδείας. Ἀρχικά ἀνέλαβε τήν Ἡγεμονία τοῦ Βλαδιμήρ, ὅπου ἐπέδειξε μεγάλες διοικητικές ἱκανότητες. Ὅταν πατέρας του ἔγινε Μεγάλος Ἡγεμόνας, ὁ Ἀνδρέας μετακινήθηκε στό Βύσγκοροντ, ἀπ' ὅπου πῆρε τήν μετέπειτα ἐφέστια Εἰκόνα τῆς Ρωσίας, τήν ἐπονομαζομένη "Παναγία τοῦ Βλαδιμήρου". Κατά τήν παράδοση ἔξω ἀπό τήν πόλη τοῦ ἐμφανίσθηκε ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος καί τοῦ ζήτησε νά ἱδρύση μονή στό σημεῖο ἐκεῖνο. Ὁ Ἀνδρέας πράγματι ἵδρυσε μονή καί ἔπειτα πόλη καί ζήτησε νά ἁγιογραφήσουν τήν ἐμφάνιση τῆς Θεομήτορος στήν ἀναξιότητά του. Ὅλα (ἡ Μονή, ἡ πόλη, ἡ εἰκόνα, ἀλλά καί ὁ ἴδιος), ὀνομάσθηκαν "τῆς Θείας Ἀγάπης" (στή ρωσική Μπογκολιούμποβο).
Τό 1157, μετά τόν θάνατο τοῦ πατέρα του, ἀναδείχθηκε Μεγάλος Ἡγεμόνας καί μετέφερε τήν ἕδρα τῆς Κιεβινῆς Ρωσίας ἀπό τό Κίεβο στό Βλαδιμήρ, ὅπου ὕψωσε λαμπρούς ναούς (περίπου 30· ὁ πλέον γνωστός εἶναι ὁ Ναός τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, ὅπου κατατέθηκε - τό 1164 - ἡ Παναγία τοῦ Βλαδιμήρου). Τό 1164 ἔκτισε τίς λεγόμενες Χρυσές Πύλες τοῦ Κιέβου.
Δολοφονήθηκε στό Μπογκολιούμποβο (τό 1175) ἀπό συνωμότες Βογιάρους, ἄν καί ἦταν ἄριστος κυβερνήτης καί ἱεραπόστολος τοῦ Εὐαγγελίου στόν ἐντόπιο πληθυσμό. Ἐνταφιάσθηκε στό Ναό τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου στό Βλαδιμήρ, ὅπου σήμερα φυλάσσεται τό ἀδιάφθορο Λείψανό του.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 29η Ἰουνίου.
Νεομάρτυρας Ἀνδρέας τῆς Χίου (+ 1465)
Ὁ Ἀνδρέας Ἀργύρης γεννήθηκε στή Χίο τό 1438. Σέ ἡλικία 27 ἐτῶν καί ἐπισκέπτοταν τά προσκυνήματα τῆς ΚΠόλεως, ἕνας Αἰγύπτιος ἀποστάτης τόν κατηγόρησε δημόσια, ὅτι εἶχε ἀρνηθεῖ τήν Μουσουλμανική θρησκεία στήν ὁποία ἀνῆκε. Ἡ καταγγελία αὐτή εἶχε σάν ἀποτέλεσμα νά συλληφθεῖ, νά φυλακισθεῖ, νά βασανισθεῖ καί τελικά νά τελειωθεῖ μέ ἀποκεφαλισμό, τήν 29η Μαϊου 1465.
Τό σῶμα, ἐξαγορασμένο ἀπό κάποιους Χριστιανούς, ἐνταφιάσθηκε στήν Πόλη, σέ κάποια ἐκκλησία τῆς Παναγίας. Ἀργότερα τό Λείψανό του ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο, ἀλλά δέν ὑπάρχουν πληροφορίες γιά τήν τύχη του.
Ἐλεήθηκε ἀπό τόν Θεό μέ τό χάρισμα τῆς μεταστροφῆς ὅσων Χριστιανῶν εἶχαν ἀλλαξοπιστήσει.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 29η Μαϊου.
Ἱερομάρτυρας Ἄνθιμος Ἐπίσκοπος Νικομηδείας (+ 304)
Ἐπισκόπευσε στή Νικομήδεια τῆς Μ. Ἀσίας, ὅπου γεννήθηκε. Κατά τόν διωγμό τοῦ Μαξιμιανοῦ, ὅταν ἔβαλαν φωτιά στό Ναό τῶν Χριστιανῶν, κατά τήν ἀγρυπνία τῆς Ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων τοῦ 304, ἀπό τήν ὁποία κάηκαν 20.000 Μάρτυρες (ἡ μνήμη τους τήν 28η Δεκεμβρίου), διέφυγε τόν θάνατο, γιά νά στηρίξει τό δεινά χειμαζόμενο ποίμνιό του. Ἀργότερα παραδόθηκε ὁ ἴδιος στούς διώκτες, ὁμολόγησε μέ παρρησία τήν Χριστιανική Πίστη, βασανίσθηκε ἀπό τόν ἴδιο τόν Αὐτοκράτορα μέ τό μαρτύριο τοῦ τροχοῦ καί τελικά ἀποκεφαλίσθηκε.
Τό Λείψανο τοῦ Ἱερομάρτυρος Ἀνθίμου διατηρήθηκε ἀδιάφθορο, ἀλλά ἀργότερα, ἄγνωστο πότε καί κάτω ἀπό ποιές συνθῆκες, διαλύθηκε. Σήμερα ἡ τιμία του Κάρα σώζεται στή Ρωσική Μονή ἁγ. Παντελεήμονος Ἁγίου Ὄρους, ἐνῶ δέρμα του φυλάσσεται στό Παρεκκλήσιο ὁσ. Ξένης τῆς Ρωσίδος Μάνδρας Ἀττικῆς.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 3η Σεπτεμβρίου.
Ἁγία Ἄννα, Μητέρα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου
Μία τῶν μεγαλυτέρων μορφῶν τοῦ Ἁγιολογίου τῆς Ἐκκλησίας, τό ἅγιο δένδρο ἀπό τό ὁποῖο βλάστησε "εὐθαλής βλαστός" ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος.
Γεννήθηκε τό 74 π. Χ. καί ἦταν θυγατέρα τοῦ Ἱερέα Ματθάν. Συζεύχθηκε στήν Γαλιλαῖα τόν δίκαιο Ἰωακείμ, μέ τόν ὁποῖο ἔμειναν στήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας σάν ὑπόδειγμα ἁγίου ζεύγους, διακρινόμενο γιά τήν θερμή του πίστη στόν Πανάγιο Θεό. Ἀπό τόν γάμο τους δέν ἀπέκτησαν παιδιά καί αὐτό γιά τήν ἐποχή τους καί τά ἔθιμα τῶν Ἑβραίων ἦταν "ὄνειδος τοῖς ἀνθρώποις" (Λουκ. 1, 25), γιά τό ὁποῖο ἦσαν ἀποκομένοι ἀπό τήν λοιπή κοινωνία.
Οἱ Δίκαιοι ἀποφάσισαν νά ζητήσουν μέ θερμή προσευχή ἀπό τόν Θεό τήν λύση τῆς ἀτεκνίας τους. Ἔτσι ἡ ἁγ. Ἄννα ἀπομονώθηκε στόν κῆπο τοῦ σπιτιοῦ τους, ἐνῶ ὁ ἅγ. Ἰωακείμ ἔφυγε στήν ἔρημο καί παρέμεινε προσευχόμενος σέ ἕνα σπήλαιο γιά 40 ἡμέρες (κοντά στό σπήλαιο αὐτό κτίσθηκε ἀργότερα ἡ σημερινή Μονή Χοζεβᾶ). Ἐκεῖ ὁ δίκαιος Ἰωακείμ δέχθηκε τήν ἐπίσκεψη τοῦ Ἀρχαγγέλου Γαβριήλ καί τήν πληροφορία γιά τήν λύση τῆς ἀτεκνίας. Μετά τήν Γέννηση τῆς Παρθένου Μαρίας, οἱ δίκαιοι Θεοπροπάτορες τήν ἀνέθρεψαν μέχρι τό 3ο ἔτος καί - κατά τήν ὑπόσχεσή τους - τήν ἀφιέρωσαν στόν Ναό τῶν Ἱεροσολύμων.
Ἡ ἁγ. Ἄννα κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 5 π. Χ., σέ ἡλικία 69 ἐτῶν, καί ἐνταφιάσθηκε στά Ἱεροσόλυμα, ὅπου σώζεται μέχρι σήμερα ὁ χαριτόβρυτος τάφος της.
Δέν εἶναι γνωστό πότε καί κάτω ἀπό ποιές συνθῆκες τό Λείψανό της ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο στήν ΚΠολη, σήμερα πάντως στό Ἅγιο Ὄρος φυλάσσονται: Στή Μονή Κουτλουμουσίου μέρος τοῦ ἀδιαφθόρου δεξιοῦ της ποδός· στή ὁμώνυμη Σκήτη μέρος τοῦ ἀδιαφθόρου ἀριστεροῦ της ποδός· καί στή Μονή Σταυρονικήτα μέρος τῆς ἀριστερᾶς της χειρός.
Ἡ μνήμη της τιμᾶται τήν 25η Ἰουλίου (Κοίμησι), τήν 9η Σεπτεμβρίου (μαζί μέ τόν ἅγ. Ἰωακείμ) καί τήν 9η Δεκεμβρίου (Σύλληψι).
Ὁσία Ἄννα ἡ Σουηδή Μεγάλη Πριγκίπισσα τοῦ Νόβγκοροντ Ρωσίας (+ 1050)
Ἡ Πριγκίπισσα Εἰρήνη, θυγατέρα τῶν Σουηδῶν Βασιλέων Ὄλαφ καί Ἐστρίδης καί σύζυγος τοῦ Μεγάλου Ἡγεμόνα τοῦ Κιέβου Γιαροσλάβου τοῦ Σοφοῦ, γιοῦ τοῦ Μεγάλου Βλαδιμήρου.
Ἡ ἐποχή κατά τήν ὁποία ἔζησε ἦταν ἐποχή μεγάλων κοινωνικῶν καί πολιτικῶν ἀναστατώσεων, συνεχῶν ἐμφυλίων πολέμων καί ταραχῶν. Ἡ ἴδια ὅμως, ἀφοῦ βίωσε τό Εὐαγγέλιο, ἀγωνίσθηκε γιά τήν ἐπικράτηση τῶν ἀρχῶν Του, τόσο στήν προσωπική καί οἰκογενειακή της ζωή, ὅσο καί στήν ζωή τοῦ κράτους. Δημιούργησε μεγάλη χριστιανική οἰκογένεια (ἀπέκτησε 10 παιδιά!), ἀνέθρεψε μαζί μέ τά δικά της παιδιά πολλά ὀρφανά, ἔκτισε στό Κίεβο τήν Μονή τῆς Ἁγίας Σοφίας καί σύνδεσε τό ὄνομά της μέ τήν ἀνέγερση τοῦ περίφημου Καθεδρικοῦ Ναοῦ τῆς Ἁγίας Σοφίας, στό Νόβγκοροντ.
Κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 1050, ἀφοῦ προηγουμένως ἔλαβε τό Ἀγγελικό Σχῆμα καί ὀνομάσθηκε Ἄννα.
Δέν εἶναι γνωστό πότε τό Λείψανό της ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο, μέχρι τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1917 πάντως, ἦταν κατατεθημένο μαζί μέ τό ἐπίσης ἀδιάφθορο Λείψανο τοῦ γίου της ἁγ. Βλαδιμήρου Γιαροσλάβιτς, στόν Ναό τῆς Ἁγίας Σοφίας τοῦ Νόβγκοροντ.
Ἡ μνήμη της τιμᾶται τήν 10η Φεβρουαρίου καί μαζί μέ ἐκείνη τοῦ γιοῦ της ἁγ. Βλαδιμήρου, τήν 4η Ὀκτωβρίου.
Ὁσία Ἄννα τοῦ Κιέβου (+ 1113)
Ἦταν θυγατέρα τοῦ Μεγ. Ἡγεμόνα τοῦ Κιέβου Βζέβολοντ Γιαροσλάβιτς καί χάριν τῆς Ἱεραποστολῆς στήν Ρωσία ἐπικέφθηκε τήν ΚΠολη. Μετά τήν ἐπιστροφή της ἔγινε μοναχή στήν Μονή τοῦ ἁγ. Ἀνδρέα, τήν ὁποία εἶχε ἱδρύσει ὁ πατέρας της. Τό παράδειγμά της ἔφερε καί ἄλλες εὐσεβεῖς ψυχές στόν Μοναχισμό. Θέσπισε τό κοινοβιακό σύστημα σέ ὅλες τίς μονές τοῦ Κιέβου καί ὁ ρόλος της στήν διδασκαλία τοῦ Ρωσικοῦ λαοῦ ὑπῆρξε σημαντικός.
Κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 1113 (ἤ 1116). Τό Λείψανό της ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο. Μετά τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1917, δέν ὑπάρχουν πληροφορίες γιά τήν τύχη του.
Ἡ μνήμη της τιμᾶται τήν 3η Νοεμβρίου.
Ὁσία Ἄννα τοῦ Κασίν Ρωσίας (+ 1368)
Ἔζησε κατά τήν περίοδο τῆς κυριαρχείας τῶν Τατάρων στή Ρωσία (1240 - 1462). Γεννήθηκε ἀπό γονεῖς εὐγενεῖς, τό 1278. Ἦταν συγγενής τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Μιχαήλ Ἡγεμόνα τοῦ Τσερνίκωφ (20η Σεπτεμβρίου) καί Βασιλείου Ἡγεμόνα τοῦ Ροστώφ (4η Μαρτίου). Τό 1299 συζεύχθηκε τόν Ἡγεμόνα τοῦ Τβέρ Μιχαήλ Γ' Γιαροσλάβιτς. Εἶχε τήν ἀτυχία νά ἐμπλακεῖ ἡ οἰκογένειά της στήν ἐμφύλια διαμάχη γιά τόν Θρόνο τοῦ Μεγάλου Ἡγεμόνα, κατά τήν ὁποία ὁ σύζυγός της ἠττήθηκε ἀπό τόν Ἡγεμόνα Γεώργιο τῆς Μόσχας, ὁ ὁποῖος τόν παρέδωσε στούς Τατάρους.
Ἡ Πριγίπισσα Ἄννα, ἄν καί ἔζησε σέ μία ἐξαιρετικά ταραγμένη ἐποχή (κοινωνικά ἐκρηκτική, πολιτικά ρευστή καί σέ πολλά σημεῖα βάρβαρη καί ἀπάνθρωπη), διατήρησε τήν πίστη της καί ἀναλώθηκε σέ ἔργα φιλανθρωπίας καί εὐποιϊας, στηρίζοντας τόν χειμαζόμενο ἀπό τά δεινά τοῦ πολέμου καί τῆς Ταταρικῆς κατοχῆς Ρωσικό λαό. Ἀπό τό ὕψος τοῦ Θρόνου οἱ πειρασμοί τῆς ἡγεμονικῆς ζωῆς καί οἱ κοσμικές περιπέτειες, τῆς ἔδειξαν τό μέγεθος τῆς ἀνθρώπινης ματαιότητας. Ἔτσι ἀποσύρθηκε στή Μονή τῆς Ἁγίας Σοφίας στό Τβέρ, ὅπου μόνασε 30 χρόνια.
Κοιμήθηκε εἰρηνικά στήν Μονή Κοιμήσεως Θεοτόκου - Ὑπαπαντῆς, στό Κασίν, ὅπου τήν εἶχε μεταφέρει ὁ νεώτερος γιός της Ἡγεμόνας Βασίλειος, γιά νά τήν προφυλάξη ἀπό κάποια ἐπιδημία.
Τό Λείψανό της ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο τό 1611 (242 χρόνια μετά τήν κοίμησή της), μετά ἀπό ἐμφάνισή της στόν ἀσθενή νεωκόρο τοῦ Ναοῦ, τόν ὁποῖο θεράπευσε. Ἀναδείχθηκε θαυματουργός. Ἡ ἁγιότητά της διακηρύχθηκε Συνοδικά τό 1909. Μετά τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1917, δέν ὑπάρχουν πληροφορίες γιά τήν τύχη τοῦ Λειψάνου της.
Ἡ μνήμη της τιμᾶται τήν 12η Ἰουνίου καί τήν 2α Ὀκτωβρίου καί ἡ Ἀνακομιδή τοῦ Λειψάνου της τήν 21η Ἰουλίου.
Ἅγιος Ἀντώνιος Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης (+ 844)
Ἦταν συγγενής τῆς ὑπερμάχου τῆς Ὀρθοδοξίας ἁγ. Θεοδώρας τῆς Αὐγούστας καί ἀδελφός τῆς μοναχῆς Αἰκατερίνης, Ἡγουμένης τῆς μονῆς στήν ὁποία μόναζε ἡ κόρη τῆς ἁγ. Θεοδώρας Θεοπίστη.
Ἔγινε νωρίς μοναχός καί πῆρε ἱκανή θεολογική παιδεία. Ἀναδείχθηκε Μητροπολίτης Δυρραχίου λίγο πρίν τήν ἔναρξη τῆς β' Εἰκονομαχίας ἀπό τόν Λέοντα Ε' τόν Ἀρμένιο (815). Ὑπῆρξε ὑπέρμαχος τῆς τιμῆς τῶν Ἁγίων Εἰκόνων (σώζονται δύο σχετικές ἐπιστολές του πρός τόν ὅσ. Θεόδωρο τόν Στουδίτη) καί γι'αὐτό βασανίσθηκε καί ἐξορίσθηκε ἀπό τόν Λέοντα. Τό 820, μέ τήν ἄνοδο στόν Θρόνο τοῦ Μιχαήλ Β' ἀνακλήθηκε ἀπό τήν ἐξορία καί μετά τήν ἀναστήλωση τῶν Ἁγίων Εἰκόνων (843), ἀναδείχθηκε Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης.
Κοιμήθηκε εἰρηνικά, λίγους μῆνες μετά τήν ἄνοδό του στόν Θρόνο τῆς Θεσσαλονίκης, τήν 2α Νοεμβρίου 844, καί ἐνταφιάσθηκε σέ Παρεκκλήσιο τῆς Βασιλικῆς τοῦ ἁγ. Δημητρίου.
Στό Βίο τῆς ὁσ. Θεοδώρας τῆς Θεσσαλονίκης ἀναφέρεται, ὅτι "μετά τεσσαράκοντα ἕξ ἔτη ἀπό τῆς αὐτοῦ πρός Κύριον ἐκδημίας, ἕτερον ἡμῶν Πρόεδρον τόνδε τόν βίον μεταλλάξαντος καί ἐν τῷ τάφῳ τοῦ Ἀντωνίου κἀκεῖνου καταθέσθαι θελήσαντες, εὕρομεν τό πανάγιον Ἀντωνίου σῶμα μεθ' ὧν κεκόσμητο ἀρχιερατικῶν ἐπίπλων σχεδόν ἅπαν ὁλόκληρον καί ἀμείωτον, ὅπερ ἅγιον Λείψανον μέχρι τοῦ νῦν Χριστός εἰς δόξαν αὐτοῦ διαφυλάττει σῶον καί ἀδιάλυτον" (Κέντρου Ἁγιολογικῶν Μελετῶν Ἱ. Μητροπ. Θεσσαλονίκης, "Ὁ Βίος τῆς Ὁσιομυροβλύτιδος Θεοδώρας τῆς ἐν Θεσσαλονίκῃ", 1991, σελ. 102). Σήμερα δέν ὑπάρχουν πληροφορίες γιά τήν τύχη του.
Ἡ μνήμη του δέν μνημονεύεται σέ παλαιούς Συναξαριστές, ἀλλά ἀνανεώθηκε πρόσφατα στήν Θεσσαλονίκη καί τιμᾶται τήν 2α Νοεμβρίου.
Ὅσιος Ἀντώνιος ὁ Ρωμαῖος (+ 1147)
Ρωμαϊκῆς καταγωγῆς, γεννήθηκε στήν Ρώμη τό 1067 ἀπό γονεῖς Ὀρθοδόξους. Πῆρε καλή παιδεία καί γνώριζε Ἑλληνικά καί Λατινικά. Ἔγινε μοναχός σέ νεαρή ἡλικία, μετά τόν θάνατο τῶν γονέων του, σέ Ὀρθόδοξη μοναστική κοινότητα στήν Ἰταλική ὕπαιθρο. Ἐκεῖ ἀσκήθηκε 20 χρόνια, μέχρι τόν διωγμό τῶν Ὀρθοδόξων ἀπό τήν Παπική ἐξουσία. Τότε ἀναγκάσθηκε νά βρεῖ καταφύγιο σέ ἕνα βράχο στήν Τυρρηνική Θάλασσα, ὅπου συνέχισε τήν ἄσκησή του, κάτω ἀπό πολύ δύσκολες συνθῆκες.
Ὁ ὅσ. Ἀντώνιος θεωρεῖται ὁ θεμελιωτής τοῦ Μοναχικοῦ Βίου στήν περιοχή τοῦ Νόβγκοροντ. Ἔφθασε στή Ρωσία μέ τρόπο πράγματι θαυμαστό: Κάποια ἡμέρα, μετά ἀπό ἕνα χρόνο ἄσκηση στόν βράχο, μία παράξενη θύελλα παρέσυρε τόν βράχο ἔξω ἀπό τήν Μεσόγειο, στόν Ἀτλαντικό Ὠκεανό, καί μέσῳ τῆς Βόρειας καί τῆς Βαλτικῆς Θάλασας, τοῦ ποταμοῦ Νέβα, τῆς λίμνης Λαντόγκας καί τοῦ ποταμοῦ Βολκώφ, τόν ἔφερε στό Νόβγκοροντ! Ὅταν ὁ Ὅσιος πληροφορήθηκε, ὅτι βρίσκεται ἀνάμεσα σέ Ὀρθοδόξους, παρουσιάσθηκε στόν Ἐπίσκοπο τῆς πόλεως ἁγ. Νικήτα (τόν ἀρχικά ἔγκλειστο στά Σπήλαια τοῦ Κιέβου, + 1109) καί ζήτησε τήν εὐλογία του νά ἐγκατασταθῆ ἐκεῖ καί νά ἱδρύση μονή πρός τιμή τοῦ Γεννεθλίου τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου (διότι εἶχε φθάσει στόν Ἑσπερινό τῆς Ἑορτῆς). Ὁ ἅγ. Νικήτας καλοδέχθηκε τόν ἀπροσδόκητο ἐπισκέπτη καί θεώρησε τήν παρουσία του εὐλογία γιά τούς νεοφώτιστους πληθυσμούς τῆς περιοχῆς. Ὁ Ὅσιος συνέχισε τήν ἄσκησή του στήν μονή πού ἵδρυσε καί ἀπό τόν διάδοχο τοῦ ἁγ. Νικήτα Ἐπίσκοπο Νήφωνα, δέχθηκε τήν Ἱερωσύνη.
Κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 1147. Μετά τήν κοίμησή του ὁ βράχος, τά ἄμφιά του καί ἕξη εἰκόνες πού εἶχε φέρει μαζί του, τιμήθηκαν ἀπό τόν λαό εὑρύτατα.
Τό Λείψανό του, τό ὁποῖο ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο, φυλάσσεται σήμερα στόν Καθεδρικό Ναό τῆς Ἁγίας Σοφίας, στό Νόβγκοροντ. Ἡ ἁγιότητά διακηρύχθηκε Συνοδικά τό 1597, μετά ἀπό πρωτοβουλία τοῦ Ἡγουμένου τῆς Λαύρας τοῦ Ζαγκόρσκ ἀρχιμ. Κυρίλλου, ὁ ὁποῖος εἶχε θεραπευθεῖ θαυματουργικά ἀπό τόν Ὅσιο.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 3η Αὐγ. καί τήν 17η Ἰανουαρίου.
Ὅσιος Ἀντώνιος τοῦ Ντίμσκ Ρωσίας (+ 1224)
Γεννήθηκε στό Νόβγκοροντ, περίπου τό 1157. Σέ νεαρή ἡλικία, ὅταν ἄκουσε στήν ἐκκλησία τά λόγια τοῦ Κυρίου, "εἴ τις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν καί ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ καί ἀκολουθείτω μοι" (Ματθ. 16, 24), πῆγε στή Μονή Χουτίνσκ καί ὑποτάχθηκε στόν ὅσ. Βαρλαάμ. Ἀγωνιζόμενος κατά τῶν παθῶν ἀνέβηκε σέ ὕψη ἀρετῆς. Ὅταν ὁ ὅσ. Βαρλαάμ πρίν τήν κοίμησή του τόν ὑπέδειξε γιά διάδοχό του, ὁ ὅσ. Ἀντώνιος ἔφυγε στήν ἐρημική λίμνη Ντίνσκ, στήν περιοχή τοῦ Τιχβίν, καί ἡσύχασε ἐκεῖ. Ἀργότερα, μέ τήν συγκέντρωση γύρω του φιλοθέων καί φιλομονάχων ψυχῶν, δημιουργήθηκε Μονή, ὁ ἴδιος ὅμως συνέχισε νά ζῆ ἀσκητικά μέχρι τό τέλος τῆς ζωῆς του.
Κοιμήθηκε εἰρηνικά τήν 24η Ἰουνίου 1224.
Τό 1330 τό Λείψανό του ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο καί ἄρχισαν νά γίνονται θαύματα. Μετά τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1917, δέν ὑπάρχουν πληροφορίες γιά τήν τύχη του.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 17η Ἰανουαρίου καί τήν 24η Ἰουνίου.
Ὅσιος Ἀντώνιος τοῦ Λεοχνώφ Ρωσίας (+ 1611)
Γεννήθηκε τό 1526, καταγόμενος ἀπό τήν οἰκογένεια τῶν Βογιάρων Βενιαμίνωφ τοῦ Τβέρ. Ὑπῆρξε ἐραστής τῆς ἡσυχίας καί ἔζησε ἐρημητικά στίς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Περεκχόβα. Τό 1556 ὑποτάχθηκε στόν ὅσ. Ταράσιο, ἱδρυτή τῆς Μονῆς Λεοχνώφ, ἀπό τόν ὁποῖο ἔλαβε τό Μεγάλο καί Ἀγγελικό Σχῆμα. Τό 1611, κατά τήν Περίοδο τῶν Ταραχῶν, μετά ἀπό κοινοβιακή ζωή 55 ἐτῶν, ἐγκαταστάθηκε στό Νόβγκοροντ μέ πρόσκληση τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἰσιδώρου, γιά νά προστατευθεῖ ἀπό τίς συμμορίες τῶν Παπικῶν Πολωνῶν.
Κοιμήθηκε εἰρηνικά στό Νόβγκοροντ τόν ἴδιο χρόνο καί ἐνταφιάσθηκε στόν Ναό τοῦ Εὐαγγ. Λουκᾶ. Μέ ἐμφανίσεις του στόν μαθητή του Γρηγόριο, ζήτησε τήν μεταφορά τοῦ Λειψάνου του στήν ἔρημο τοῦ Λεοχνώφ.
Τό Λείψανό του ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο τό 1620. Μετά τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1917, δέν ὑπάρχουν στοιχεία γιά τήν τύχη του.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 17η Ὀκτωβρίου καί ἡ Ἀνακομιδή τοῦ Λειψάνου του τήν 13η Ἰουλίου.
Ἀνώνυμοι 109 Ὅσιοι τῆς Λαύρας τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου
Στά σπήλαια τῆς περιωνύμου Λαύρας τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου, πλέον τῶν ἀδιαφθόρων Λειψάνων γνωστῶν Ὁσίων, σώζονται καί 108 ἀδιάφθορα Λείψανα ἀγνώστων Ὁσίων Πατέρων, καθώς ἐπίσης καί ἕνα ἀδιάφθορο χέρι ἀγνώστου ἀσκητοῦ. Ἔζησαν καί ἁγίασαν στήν Λαύρα σέ διάφορες ἐποχές, ἀλλά οἱ ἱστορικές περιπέτειες τῆς Μονῆς δέν ἐπέτρεψαν τήν διάσωση στοιχείων.
Ἡ μνήμη τῶν Ὁσίων τῆς Λαύρας γενικῶς τιμᾶται τήν 28η Αὐγούστου.
Ἀνώνυμοι Ἕξη Ὅσιοι τῆς Ὀμπονόρα Ρωσίας
Στόν Βίο τοῦ ὁσ. Παύλου τῆς Ὀμπνόρα Ρωσίας ἀναφέρεται, ὅτι τό 1546 ὁ τότε Ἡγούμενος τῆς Μονῆς Ἁγίας Τριάδας ἀρχιμ. Προτάσιος, κατά τήν διάρκεια ἐργασιῶν γιά τήν ἀνέγερση Ναοῦ πάνω στόν τάφο τοῦ ὁσ. Παύλου καί κατά τήν ἐκσκαφή τῶν θεμελίων, ἀνακάλυψε τά ἀδιάφθορα Λείψανα ἑξη ἀνωνύμων Μοναχῶν, ἕνας ἀσθενής μοναχός μάλιστα, μόλις τά ἄγγιξε θεραπεύθηκε!
Μετά τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1917, δέν ὑπάρχουν πληροφορίες γιά τήν τύχη τους.
Δέν διασώθηκαν τά ὀνόματα τῶν Ὁσίων αὐτῶν καί ἔτσι τιμῶνται τήν Κυριακή τῶν Ἁγίων Πάντων.
Ἀνώνυμος Ὁσιομάρτυρας τῆς Παλαιστίνης
Πρόκειται γιά τόν Σαρακηνό ὁ ὁποῖος ἀξιώθηκε νά δῆ μέ τρόπο θαυμαστό, τήν Μετουσίωση τῶν Τιμίων Δώρων, κατά τήν διάρκεια τῆς Θείας Λειτουργίας στό Ναό τοῦ ἁγ. Γεωργίου, στήν Λύδδα τῆς Παλαιστίνης. Τό ἀποτέλεσμα αὐτῆς τῆς θείας ἀποκαλύψεως ἦταν νά γίνη Χριστιανός, νά βαπτισθεῖ ἀπό τόν Πατριάρχη Ἱεροσολύμων καί τελικά νά μονάσει στή Μονή Σινᾶ, ὅπου ἔφθασε σέ μέτρα ἀρετῆς.
Μετά ἀπό ἄσκηση τριῶν ἐτῶν, ἦρθε - μέ τήν εὐλογία τοῦ Ἡγουμένου - στή Λύδδα καί ὁμολόγησε τήν Χριστιανική του Πίστη στόν Ἐμίρη θεῖο του. Τελειώθηκε μέ λιθοβολισμό ἀπό τόν ἐξαγριωμένο Μουσουλμανικό ὄχλο. Πολύ καιρό μετά τό μαρτύριό του, τό Λείψανό του βρέθηκε ἀδιάφθορο κάτω ἀπό τίς πέτρες καί ἐνταφιάσθηκε ἀπό τούς Χριστιανούς.
Ἡ παράδοση δέν διάσωσε τό ὄνομα τοῦ ἁγίου αὐτοῦ Ὁσιομάρτυρος, ἔτσι τιμᾶται τήν Κυριακή τῶν Ἁγίων Πάντων.
Ἀνώνυμος Ἅγιος τῆς Μονῆς Ἁγίας Λαύρας Καλαβρύτων
Στήν πολύτιμη συλλογή ἁγίων Λειψάνων τῆς ἱστορικῆς Μονῆς Ἁγίας Λαύρας Καλαβρύτων, περιλαμβάνεται καί μέρος ἀδιαφθόρου σαρκός ἀγνώστου Ἁγίου. Γιά τό λείψανο αὐτό δέν διασώθηκαν πληροφορίες καί ἔτσι ἡ ταυτότητα τοῦ Ἁγίου αὐτοῦ "παρ' ἀνθρώποις" παραμένει ἄγνωστη. Γνωστός ὅμως "παρά τῷ Θεῷ", πρεσβεύει γιά τούς εὐλαβεῖς προσκυνητές τῆς Λαύρας καί τούς "ἐν αὐτῇ" ἀσκουμένους μοναχούς.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν Κυριακή τῶν Ἁγίων Πάντων.
Ὅσιος Ἀρέθας τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου (12ος αἰ.)
Μοναχός τῆς Λαύρας τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου καταγόμενος ἀπό τό Πολότσκ, κυριευμένος ἀπό τό πάθος τῆς φιλαργυρίας. Ὅταν τά χρήματά του χάθηκαν, ὁ ἴδιος δαιμονίσθηκε καί δέν μετανοοῦσε οὔτε τήν στιγμή τοῦ θανάτου του. Γιά τοῦτο ὁ Κύριος παραχώρησε νά δεῖ τόν ἀγῶνα Ἀγγέλων καί δαιμόνων γιά τήν ψυχή του, τοῦ χάρισε μετάνοια καί ζωή καί τελικά βράβευσε τούς ἀσκητικούς του ἀγώνες μέ τήν ἀφθαρσία τοῦ Λειψάνου του, τό ὁποῖο σήμερα φυλάσσεται ἀδιάφθορο στήν Λαύρα τῶν Σπηλαίων.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 24η Ὀκτωβρίου.
Ὅσιος Ἀλέξανδρος τοῦ Ὀσεβένσκ Ρωσίας (+ 1479)
Γεννήθηκε τό 1427 στήν περιοχή τῆς Λευκῆς Λίμνης (Μπελοζέρσκ). Ἦταν γιός πλουσίου γαιοκτήμονα. Κατά τήν ἔκφραση τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ἦταν "ἀφορισμένος ἐκ κοιλίας μητρός", ἀφοῦ κατά τήν παιδική του ἡλικία ἐμφανίσθηκαν στή μητέρα του ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος καί ὁ ὅσ. Ἀλέξανδρος τοῦ Σβίρ καί τήν διαβεβαίωσαν, ὅτι ὁ Ἀλέξιος (αὐτό ἦταν τό κοσμικό του ὄνομα), ἦταν κάτω ἀπό τήν προστασία τους!
Στήν ἡλικία τῶν 18 ἐτῶν κατέφυγε στή Μονή τοῦ Μπελοζέρσκ (Λευκῆς Λίμνης), γιά νά ἀποφύγει τόν γάμο. Ἐκεῖ χειροτονήθηκε Διάκονος καί ὑποτάχθηκε κατά τούς κανόνες τοῦ Κοινοβιακοῦ Μοναχισμοῦ. Ὅταν ὁ πατέρας του ἵδρυσε ἕνα χωριό στις ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Κουργιούγκα (στό ὁποῖο ἔδωσε τό οἰκογενειακό ὄνομα, Ὄσεβεν), ὁ Ὅσιος βρῆκε μία ἡσυχαστική τοποθεσία καί ἐγκαταστάθηκε ἐκεῖ μέ τήν εὐλογία τοῦ Ἡγουμένου του, ζῶντας ἐρημητικά. Ὅταν ὠρίμασε πνευματικά, ἵδρυσε μέ τήν εὐλογία τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Νόβγκοροντ Ἰωνᾶ (1459 - 1470, ἀπό τόν ὁποῖο χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος καί ἐγκαταστάθηκε Ἡγούμενος), τήν Μονή τοῦ Ὀσεβένσκ, μέ ἰδιαίτερα αὐστηρό κανονισμό. Ἀσκούμενος ὁ Ὅσιος ὑπέρμετρα κλόνισε τήν ὑγεία του, ἀλλά θεραπεύθηκε μετά ἀπό ἐμφάνιση τοῦ ἁγ. Κυρίλου τῆς Λευκῆς Λίμνης.
Ὁ ὅσ. Ἀλέξανδρος ἀγωνιζόμενος ἀναδείχθηκε διδάσκαλος καί πνευματικός καθοδηγητής μοναχῶν καί λαοῦ. Κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 1479 καί ἐνταφιάσθηκε στήν Μονή του. Στόν Βίο τοῦ ὁσ. Διοδώρου τοῦ Γιουριγκόρσκυ (+ 1633), ἀναφέρεται θαυμαστή ἐμφάνισή του.
Ἐπί ἀρχιερατείας τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Νόβγκοροντ Σεργίου (1483 - 1485) καί ἡγουμενίας Μαξίμου, τό Λείψανό του ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο, μετά ἀπό ἐμφάνισή του, καί κατατέθηκε στό Παρεκκλήσιο τοῦ Καθολικοῦ τῆς Μονῆς του. Μετά τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1917, δέν ὑπάρχουν πληροφορίες γιά τήν τύχη του.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 20η Ἀπριλίου.
Ὅσιος Ἀλέξανδρος τοῦ Σβίρ Ρωσίας (+ 1533)
Ἕνας τῶν μεγάλων Ἁγίων τῆς Ρωσικῆς Ὀρθοδοξίας, ὁ δεύτερος -μετά τόν Πατριάρχη Ἀβραάμ - Ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας, "ὁ ὁποῖος ἀξιώθηκε ἐπισκέψεως τῆς Ἁγίας Τριάδος μέ μορφή Τριῶν Ἀγγέλων· κατά τήν διάρκεια αὐτῆς τῆς ἐπισκέψεως, ἡ Ἁγία Τριάς μέχρι πού ἄγγιξε τόν Ἅγιο καί αὐτό τό ἄγγιγμα προφανῶς ἦταν πού ἔκανε τό σῶμα του ἀπρόσβλητο στή φθορά"! ("The Orthodox Word", φ. 236 - 237/Μαϊου - Αὐγούστου 2004, εἰδικό ἀφιέρωμα).
Ὁ κατά κόσμον Ἀμώς, γεννήθηκε στό χωριό Μαντέρα, κοντά στήν λίμνη Λαντόγκα, τήν 15η Ἰουνίου 1448, ἀπό γονεῖς πτωχούς χωρικούς, καί ὑπῆρξε καρπός τῆς θερμῆς προσευχῆς τους. Πρίν τήν σύλληψή του καί ἐνῶ οἱ γονεῖς του προσηύχοντο θερμῶς, ἄκουσαν μία ὑπερκόσμια φωνή νά τούς μακαρίζει: "Χαῖρε, ζεῦγος, διότι θά γεννήσετε υἱόν, μέ τοῦ ὁποίου τήν γέννηση ὁ Θεός θά δώσει παράκληση στήν Ἐκκλησία Του"!
Ἔζησε ἀσκούμενος στόν κόσμο ἀπό τήν παιδική του ἡλικία καί σέ ἡλικία 19 ἐτῶν κατέφυγε στήν περίφημη Μονή Βαλαάμ, ἐπειδή οἱ γονεῖς του προγραμμάτιζαν νά τόν νυμφεύσουν, ὁδηγούμενος ἀπό Ἄγγελο μέ μορφή ταξιδιώτη! Κατά τήν διαδρομή, ὅταν περνοῦσε ἀπό τόν ποταμό Σβίρ, ἄκουσε μία ὑπεκόσμια φωνή νά τόν πληροφορεῖ, ὅτι ἐκεῖ, στίς ὄχθες τῆς λίμνης Ροσίνσκ, θά ἔκτιζε μονή!
Μετά ἀπό δοκιμασία ἑπτά ἐτῶν στήνΜονή Βαλαάμ, ἐκάρη μοναχός μέ τό ὄνομα Ἀλέξανδρος, τό 1474, σέ ἡλικία 26 ἐτῶν. Ἀρκετά χρόνια μετά τήν φυγή του ἀπό τόν κόσμο, οἱ γονεῖς του ἔμαθαν ἀπό Καρελιανούς προσκυνητές τοῦ Βαλαάμ γιά τήν πορεία τοῦ γιοῦ τους καί ἀκολούθησαν τό παράδειγμά του.
Μετά τήν κοίμηση τῶν γονέων του (μοναχῶν Σεργίου καί Βαρβάρας) καί μέ εὐλογία τοῦ Ἡγουμένου, ὁ Ὅσιος ἐγκαταστάθηκε στήν ἐρημητική Ἁγία Νῆσο τῆς Λίμνης Λαντόγκας, ὅπου ἀγωνίστηκε σέ ἕνα μικρό σπήλαιο. Κάποτε, κατά τήν διάρκεια προσευχῆς, ἔτυχε τῆς ἄνωθεν πληροφορίας νά ἀναχωρήσει γιά τό μέρος πού τοῦ εἶχε ὑποδειχθεῖ καί ἐκεῖ ἀσκούμενος νά τύχει τῆς σωτηρίας του. Ἔτσι τό 1485, σέ ἡλικία 37 ἐτῶν, ὁ Ὅσιος ἐγκαταστάθηκε στήν ὄχθη τῆς Λίμνης Ροσίνσκ, ὅπου ἔζησε ἑπτά χρόνια σέ μία ξύλινη καλύβα, τρεφόμενος μέ καρπούς τοῦ δάσους καί ὑφιστάμενος τίς κακουχίες τῆς φύσεως καί τούς πειρασμούς τοῦ διαβόλου.
Τό πλέον σημαντικό γεγονός τῆς ζωῆς τοῦ ὁσ. Ἀλεξάνδρου, ὑπῆρξε ἡ ἐμφάνιση τῆς Ἁγίας Τριάδος! Συνέβη τό ἔτος 1508, 23 χρόνια μετά τήν ἐγκατάστασή του στήνΛίμνη Ροσίσκ καί ἐνῶ ἦταν ἡλικίας 60 ἐτῶν. Τό μεγάλο αὐτό θαῦμα περιγράφεται στόν ἀγγλικό βίο τοῦ Ὁσίου (ἡ ἑλληνική μετάφραση ἀπό τό ἀρχεῖο τοῦ Περιοδικοῦ "Ἅγιος Κυπριανός").
"Μία νύκτα προσηύχετο στήν καλύβη του. Ξαφνικά, ἕνα δυνατό φῶς ἔλαμψε και ὁ Ἅγιος εἶδε Τρεῖς Ἄνδρας, ἔνδεδυμένους ἀπαστράπτοντας λευκούς χιτῶνας, οἱ Ὁποῖοι τόν ἐπλησίαζαν. Ἔκλαμπροι μέ οὐράνια δόξα, φεγγοβολοῦσαν μέ καθαρή λαμπρότητα ὑπέρ τόν ἥλιον! Ὁ κάθε Ἕνας ἀπό Αὐτούς κρατοῦσε στό χέρι Του σκῆπτρο!
Ὁ Ἅγιος ἔπεσε κάτω μέ τρόμο καί ὅταν συνῆλθε, ἔβαλε βαθειά μετάνοια ἕως ἐδάφους. Ἀνασηκώνοντάς τον ΑΠΟ ΤΟ ΧΕΡΙ οἱ Ἄνδρες τοῦ εἶπαν: "Ἔχε πίστιν, εὐλογημένε, καί μή φοβῆσαι"! Εἶπαν στόν Ἅγιο νά κτίση μία ἐκκλησία καί μία μονή. Ὁ Ἅγιος ἔπεσε διαμαρτυρόμενος γιά τήν ἀναξιότητά του, ὅμως ὁ Κύριος τόν ΑΝΑΣΗΚΩΣΕ καί τοῦ παρήγγειλε νά ἐκπληρώση τίς ἐντολές. Ὁ Ἅγιος ἐρώτησε σέ ποιό ὄνομα θά ἔπρεπε νά ἀφιερωθῆ ὁ ναός. Ὁ Κύριος τοῦ εἶπε: "Ἀγαπημένε, ὅπως βλέπεις σοῦ ὁμιλεῖ ὁ Ἕνας σέ Τρία Πρόσωπα, γι' αὐτό νά κατασκευάσης τόν ναό στό Ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τῆς Ὁμοουσίου Τριάδος. Σοῦ ἀφήνω τήν εἰρήνη καί σοῦ δίδω τήν εἰρήνη Μου".
"Στήν Ἱστορία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας - σημειώνουν οἱ συντάκτες τοῦ ἀγγλικοῦ Βίου τοῦ Ὁσίου - αὐτή ἡ ἐμφάνισις θεωρεῖται ὡς μοναδική".
Μετά τό ἐξαίσιο αὐτό θαῦμα ὁ Ὅσιος ἄρχισε νά προβληματίζεται σχετικά μέ τό σημεῖο στό ὁποῖο ἔπρεπε νά κτίσει τόν ναό. Τότε οὐράνιος Ἄγγελος σέ σχῆμα μοναχοῦ, τοῦ ὑπέδειξε τόν τόπο! ὅπου τό ἴδιο ἔτος ὁ Ὅσιος ὕψωσε ἕναν ξύλινο ναό πρός τιμήν τῆς Ἁγίας Τριάδος.
Ὁ πρῶτος πού ἐλκύσθηκε ἀπό τήν ἁγιότητα τοῦ ὁσ. Ἀλεξάνδρου ἦταν ὁ γαιοκτήμονας Ἀνδρέας Ζαβαλίσιν, ἔπειτα ὅσ. Ἀδριανός τοῦ Ὀντρουσώφ (+ 1549). Ἀκόμη οἱ Ὅσιοι Γεννάδιος (+ 1516) καί Νικηφόρος (+ 1550) τῆς λίμνης Νέϊζ, Ἀθανάσιος τοῦ Σύαντεμ (+ μετά τό 1550) καί Μακάριος τοῦ Ὀροντέζ (+ 1532), ὑπῆρξαν μαθητές του.
Τό 1526 ἡ ἀδελφότητα ἀντικατέστησε τόν ξύλινο Ναό τῆς Ἁγίας Τριάδος μέ πέτρινο καί ὁ Ὅσιος δέχθηκε τήν Ἱερωσύνη καί τό ἡγουμενικό ἀξίωμα ἀπό τόν Ἀρχιεπίσκοπο Νόβγκοροντ Σεραπίωνα, πιεζόμενος ἀπό τούς ἀδελφούς.
Πρός τό τέλος τῆς ζωῆς καί ἐνῶ σκεπτόταν νά κτίσει ναό πρός τιμήν τῆς Ἁγίας Σκέπης τῆς Παναγίας, ἀξιώθηκε ἐμφανίσεως τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ἡ Ὁποία τόν βεβαίωσε γιά τήν προστασία Της στό μοναστήρι καί τούς ἀδελφούς!
Ὁ ὅσ. Ἀλέξανδρος κοιμήθηκε εἰρηνικά τήν 30ή Αὐγούστου 1533, σέ ἡλικία 80 ἐτῶν. Πρίν κοιμηθεῖ ζήτησε ἀπό τούς ἀδελφούς νά δέσουν τό σῶμα του ἀπό τά πόδια καί νά τό ρίξουν στόν βάλτο! καί ἐπειδή οἱ ἀδελφοί ἀρνήθηκαν ζήτησε νά μήν κρατήσουν τό σῶμα του στό μοναστήρι, ἀλλά νά τό ἐνταφιάσουν στόν Ναό τῆς Θείας Μεταμορφώσεως.
Ὁ ὅσ. Ἀλέξανδρος, δοξασμένος ἐν ζωῇ μέ τίς προηγουμένως μνημονευόμενες θαυμαστές ἐμφανίσεις, δοξάσθηκε κυρίως μετά θάνατον μέ τήν καταπληκτική ἀφθαρσία τοῦ Λειψάνου του καί τό χάρισμα τῶν ἰαμάτων. Τό 1545 ὁ μαθητής καί διάδοχός του Ἡγούμενος Ἡρωδίων ἔγραψε τόν Βίο του. Τό 1547 φιλοπονήθηκε ἡ πρώτη πρός τιμή του Ἀκολουθία καί ἄρχισε ὁ τοπικός ἑορτασμός τῆς μνήμης του.
Τήν 17η Ἀπριλίου 1641 τό Λείψανο τοῦ ἁγ. Ἀλεξάνδρου ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο, κατά τήν διάρκεια τῶν ἐργασιῶν ἀνεγέρσεως τοῦ κατεστραμμένου ἀπό τούς Πολωνούς Ναοῦ τῆς Μεταμ. Σωτῆρος. Τό Λείψανο κατατέθηκε τό 1643 σέ ἀργυρή λάρνακα καί ἀναπαύθηκε ἐκεῖ μέχρι τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1917.
Τήν 5η Ἰανουαρίου 1918 ἡ περιοχή τῆς Μονῆς τοῦ ὁσ. Ἀλεξάνδρου καί εὑρύτερα τοῦ Ὄλονετς καταλήφθηκε ἀπό τούς Μπολσεβίκους. Τήν ἑπομένη 6η Ἰανουαρίου οἱ Μπολσεβίκοι κατέλαβαν τήν Μονή, ἀλλά δέν βεβήλωσαν τό Λείψανο. Σταδιακά ἡ Μονή μετατράπηκε σέ στρατόπεδο συγκεντρώσεως (τό γνωστό "Σβίρλαγκ"), ἵδρυμα ἀναπήρων πολέμου καί ἔπειτα παιδιῶν, τεχνική σχολή καί τελικά ψυχιατρικό ἄσυλο.
Τήν τρίτη ἡμέρα τοῦ Πάσχα τοῦ 1918, τό Λείψανο ρίχθηκε στήν πυρά ἀπό ὁμάδα ὁπλισμένων Μπολσεβίκων, οἱ ὁποῖοι ἐκτέλεσαν τόν Ἡγούμενο Εὐγένιο καί 6 Μοναχούς τῆς Μονῆς, ὅμως δέν κάηκε, ἀντιθέτως διατήρησε τό ἀπολύτως φυσιολογικό χρῶμα του! Μόνο κατά τήν ἕκτη προσπάθειά τους, τήν 20ή Δεκεμβρίου 1918, οἱ Μπολσεβίκοι πέτυχαν νά μετακινήσουν τό Λείψανο καί νά τό μεταφέρουν στό Λοντεϊνογιε Πόλιε. Ἐκεῖ τό Λείψανο ἐξετάστηκε ἀπό Σοβιετικούς ἐπιστήμονες, σέ μία προσπάθεια νά ἀποδειχθεῖ, ὅτι τό σῶμα τοῦ Ὁσίου εἶχε ταριχευθεῖ ἤ ὅτι ἐπρόκειτο γιά κάποια ἀπάτη τῆς Ἐκκλησίας γιά τήν... ἀποβλάκωση τῶν πιστῶν! Ὅμως ἡ ἐξέταση ἀπέδειξε, ὅτι τό Λείψανο ἦταν αὐθεντικό. Ἡ ὁμοιότητα τοῦ προσώπου μέ τίς εἰκόνες τοῦ ὁσ. Ἀλεξάνδρου ἦταν ἐντυπωσιακή καί ὅλες οἱ σχετικές λεπτομέρειες (λευκότητα καί ἐλαστικότητα τοῦ δέρματος), ἦσαν σύμφωνες μέ ἐκεῖνες πού καταγράφτηκαν κατά τήν ἀνακομιδή τοῦ 1641. Ἕνας Ἀκαδημαϊκός τῆς ἐποχῆς, ὁ Πέτρος Πέτροβιτς Ποκρύσκιν, σέ ἀπάντησή του σέ αἴτημα τῆς Μυστικῆς Ἀστυνομίας, ἔγραψε σχετικά: "Ἀναγνωρίζοντας, ὅτι τό Λείψανο τοῦ ἁγ. Ἀλεξάνδρου τοῦ Σβίρ ἀποτελεῖ ἀναμφισβήτητα ἱστορικό γεγονός, ἡ θέσις τοῦ ὁποίου πρέπει νά εἶναι σέ μία ἐκκλησία, ζητοῦμε νά ληφθοῦν μέτρα γιά τήν διαφύλαξι αὐτοῦ τοῦ ἐθνικοῦ ἱστορικοῦ θησαυροῦ"!
Στή συνέχεια τό Λείψανο ἐκτέθηκε στό Μουσεῖο Ἀνατομίας τῆς Στρατιωτικῆς Ἰατρικῆς Ἀκαδημίας τοῦ Λένινγκραντ καί παρέμεινε ἐκεῖ χάρις στίς προσπάθειες τοῦ διακεκριμένου ἐπιστήμονος Β. Ν. Τόνκωφ.
Μετά τήν κατάρρευση τοῦ ἀθεϊστικοῦ καθεστῶτος, ὑπάρχουν δύο ἐκδοχές γιά τό Λείψανο τοῦ ἁγ. Ἀλεξάνδρου. Σύμφωνα μέ τήν πρώτη (ἡ ὁποία παρουσιάζεται στό εἰδικό ἀφιέρωμα τοῦ Περιοδικοῦ "The Orthodox Word", φ. 236 - 237/Μαϊου - Αὐγούστου 2004), μετά τήν ἐπιστροφή στό Πατριαρχεῖο Μόσχας τοῦ τμήματος τῆς Θείας Μεταμορφώσεως τῆς Μονῆς τοῦ ἁγ. Ἀλεξάνδρου (τήν 14η Ἰουνίου 1997· τό τμῆμα τῆς Ἁγίας Τριάδος ἐπιστράφηκε μερικῶς τήν 22α Σεπτεμβρίου 1998), μέ τήν ἔγκριση τοῦ Μητροπ. Ἁγίας Πετρουπόλεως Βλαδιμήρου, ἄρχισαν ἔρευνες γιά τήν ἀνεύρεση τοῦ Λειψάνου. Χάρις στίς προσπάθειες τῶν μοναζουσῶν τῆς Μονῆς Ἁγίας Σκέπης Τερενίτσι καί τοῦ τοῦ Ἡγουμένου τῆς Μονῆς τοῦ ὁσ. Ἀλεξάνδρου ἀρχιμ. Λουκιανοῦ Koutchenko, τό Λείψανο βρέθηκε τόν Δεκέμβριο τοῦ 1997. Ἡ ἰατρική - ἀνθρωπολογική ἐξέτασή του, ἀπέδειξε τήν συμφωνία του μέ τίς περιγραφές τοῦ 1641 καί τίς νεώτερες τοῦ 1918 καί ἐπίσης, ὅτι ἀνῆκε σέ ἄνδρα τῆς φυλῆς τῶν Βέπ, μιᾶς ὁμάδος Φιλανδικῆς καταγωγῆς, στήν περιοχή τῆς ὁποίας ὁ Ὅσιος γεννήθηκε καί ἵδρυσε τήν Μονή του.
Μετά τήν ἐπιβεβαίωση τῆς ταυτότητος τοῦ Λειψάνου, ὁ Μητροπ. Βλαδίμηρος ἐπέτρεψε τήν ἔκθεσή του στόν Ναό τῆς ἁγ. Σοφίας, γιά τέσσερεις μῆνες (ἀπό τήν 30ή Ἰουλίου 1998), πρίν τήν μεταφορά του στήν Μονή. Πρίν τήν μεταφορά τοῦ Λειψάνου στόν Ναό, ἔγινε μία δέηση στήν αἴθουσα ἐξετάσεων τῆς Ἰατρικῆς Ἀκαδημίας. Ἐκεῖ, ἐνώπιον πιστῶν καί ἀπίστων, τά χέρια καί τά πόδια τοῦ Ὁσίου ἄρχισαν νά ἀναβλύζουν σταγόνες εὐωδέστατου μύρου! Ἀπό τότε καί μέχρι σήμερα τά θαύματα πού ἐπιτελοῦνται διά πρεσβειῶν τοῦ ὁσ. Ἀλεξάνδρου εἶναι πολλά καί πολύ σημαντικά (ἔχουν καταγραφεῖ θεραπείες παραλυτικῶν, καρκινοπαθῶν, πασχόντων ἀπό παθήσεις τῶν ὀστῶν καί τοῦ δέρματος καί ψυχασθενῶν). Τό λείψανο αὐτό τόν Νοέμβριο τοῦ 1998 μεταφέρθηκε στήν Μονή τοῦ ἁγ. Ἀλεξάνδρου, ὅπου καί σήμερα φυλάσσεται.
Κατά τήν δεύτερη ἐκδοχή τό ἄφθαρτο σῶμα πού ἀποδίδεται στόν ἅγ. Ἀλέξανδρο δέν εἶναι τό δικό του, ἀλλά οὔτε κἄν ἅγιο Λείψανο! Κατά τήν Ὄλγα Mitrenina (σύμφωνα μέ στοιχεῖα πού διέθεσε στόν γράφοντα), πρόκειται γιά σῶμα ἀγνώστου ἄνδρα, τό ὁποῖο πῆρε ἀπό τό Μουσεῖο Ἀνατομίας τῆς Ἁγίας Πετρουπόλεως ὁ ἀρχιμ. Λουκιανός Koutchenko καί τό τοποθέτησε σάν λείψανο τοῦ ἁγ. Ἀλεξάνδρου τοῦ Σβίρ στόν Ναό τῆς Ἁγίας Σοφίας! Ταυτόχρονα ξεκίνησε μία μεγάλη διαφημιστική ἐκστρατεία γιά τό "λείψανο" αὐτό ἀπό τό Πατριαρχεῖο Μόσχας καί τήν ἐνορία, μέ ἀποτέλεσμα νά προκληθεῖ ρεῦμα προσκυνητῶν πού περίμεναν μέχρι καί δύο ὥρες γιά νά προσκηνύσουν! Μετά ἀπό κάποια δημοσιεύματα τό Πατριαρχεῖο Μόσχας διόρισε μία Ἐπιτροπή γιά νά διερευνήσει τά τοῦ "λειψάνου". Ἡ ἔρευνα ἀπέδειξε, ὅτι τό σῶμα παρελήφθη ἀπό τό Μουσεῖο Ἀνατομίας τό 1920 ἤ τό 1930 καί διατηρήθηκε σέ φορμόλη, γιά τίς μελέτες τῶν σπουδαστῶν τῆς Ἰατρικῆς Σχολῆς! Ἀκόμη, τά νύχια τοῦ "λειψάνου" ἦταν περιποιημένα καί τά πόδια ἄθικτα, ἐνῶ κατά τήν περιγραφή τοῦ Λειψάνου κατά τήν πρώτη ἀνακομιδή, τά πόδια τοῦ Ἁγίου εἶχαν διαλυθεῖ καί σώζονταν τά ὀστά.
Ἐπίσης, κατά τόν Διευθυντή τοῦ Μουσείου Ἀνατομίας, τό σῶμα ἦταν τῶν ἀρχῶν τοῦ 20οῦ αἰ. καί ἀνῆκε σέ νεώτερο ἡλικιακά ἄνδρα τοῦ ὁσ. Ἀλεξάνδρου. Μάλιστα πρόκειται γιά Μουσουλμάνο ἤ Ἑβραῖο, διότι φέρει περιτομή! Ἕνα ἀπό τά μέλη τῆς Ἐπιτροπῆς, ὁ Καθηγητής τοῦ Σεμιναρίου τῆς Ἁγίας Πετρουπόλεως π. Γεώργιος Mitrofanov, ἀνέφερε ἀνοικτά στούς σπουδαστές, ὅτι δέν ἐπρόκειτο γιά ἅγιο λείψανο. Ὅλα ἀνετράπησαν ὅταν ὁ Πατριάρχης Μόσχας Ἀλέξιος Β' πῆγε καί προσκύνησε τό φερόμενο ὡς λείψανο τοῦ ἁγ. Ἀλεξάνδρου.
Ἡ μνήμη τοῦ ἁγ. Ἀλεξάνδρου τιμᾶται τήν 30ή Αὐγούστου καί ἡ Ἀνακομιδή τοῦ Λειψάνου του τήν 17η Ἀπριλίου.
Ἅγιος Ἀλέξιος Μητροπολίτης Ρωσίας (+ 1378)
Γεννήθηκε μεταξύ τῶν ἐτῶν 1293 καί 1296 στή νότια Ρωσία, ἀπό γονεῖς εὐγενεῖς. Ἔτυχε ἱκανῆς παιδείας καί ὑπῆρξε ἀναδεκτός τοῦ Μεγάλου Ἡγεμόνα Ἰβάν Α' Καλιτά. Σέ ἡλικία 20 ἐτῶν ἔγινε μοναχός στή Μονή τῶν Θεοφανείων, στή Μόσχα, ὅπου ὑπῆρξε συμμοναστής τοῦ ἀδελφοῦ τοῦ ὁσ. Σεργίου τοῦ Ραντονέζ Στεφάνου καί μαθητής τοῦ Στάρετς Γεροντίου.
Τό 1340 διορίσθηκε ἀπό τόν Ἑλληνικῆς καταγωγῆς Μητροπολίτη Ρωσίας Θεόγνωστο, ἐπίτροπός του στήν πόλη τοῦ Βλαδιμήρ καί τό 1352 χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως. Μητροπολίτης Ρωσίας ἀναδείχθηκε στήν ΚΠολη (τό 1354, ἀπό τόν Πατριάρχη Φιλόθεο) καί ὅπως καί οἱ προκάτοχοί του ἐγκαταστάθηκε στή Μόσχα.
Ἡ Πρωθιεραρχική διακονία τοῦ ἁγ. Ἀλεξίου (παρά τήν ὕπαρξη δύο διεκδικητῶν τοῦ Θρόνου του, τῶν Μητροπολιτῶν Λιθουανίας Ρωμανοῦ καί Κιέβου Κυπριανοῦ), ὑπῆρξε εὐεργετική γιά τήν Ρωσία. Στόν πολιτικό τομέα ὑποστήριξε τά δικαιώματα στόν Θρόνο τοῦ ἀνήλικου Πρίγκιπα Δημητρίου, ἀποφεύγοντας ἔτσι ἕνα νέο ἐμφύλιο πόλεμο. Ἐπισκέφθηκε δύο φορές τόν Τάταρο ἐπικυρίαρχο τῆς Ρωσίας Χάν Τσανιμπέκ, στό στρατόπεδο τῆς Χρυσῆς Ὀρδῆς, καί πέτυχε τήν ἔκδοση εὐνοϊκῶν γιά τήν Ρωσία διαταγμάτων (σέ μία ἀπό τίς ἐπισκέψεις αὐτές, θεράπευσε θαυματουργικά τήν σύζυγο τοῦ Χάν Ταϊντουλα). Στόν πνευματικό τομέα διατήρησε στενές σχέσεις μέ τόν ὅσ. Σέργιο τοῦ Ραντονέζ καί στήριξε τόν Μοναχισμό καί τό κοινωνικό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας.
Κοιμήθηκε εἰρηνικά στή Μόσχα, τό 1378, καί ἐνταφιάσθηκε στήν Μονή τοῦ Θαύματος.
Τό 1431 τό Λείψανό του ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο καί τό 1485 κατατέθηκε σέ Ναό πρός τιμήν του. Ἡ ἁγιότητά του διακηρύχθηκε Συνοδικά τό 1448, ἐπί Πρωθιεραρχίας τοῦ Μητροπολίτη Ρωσίας ἁγ. Ἰωνᾶ. Τό Λείψανό του εἶναι σήμερα κατατεθημένο στόν Πατριαρχικό Ναό τῶν Ἐπιφανείων, στή Μόσχα.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 12η Φεβρουαρίου καί τήν 5η Ὀκτωβρίου, κατά τήν Σύναξη τῶν Ἁγίων Ἱεραρχῶν τῆς Μόσχας.
Ἱερομάρτυρας Ἀλφέγος, Ἀρχιεπίσκοπος Καντέρμπουρυ (+ 1012)
Γεννήθηκε τό 854 σέ εὐσεβή οἰκογένεια καί νωρίς μόνασε στή Μονή τοῦ Deerhurt, στό Glouceshire. Ἔζησε ἐρημιτικά στό Bath, ὅπου δημιουργήθηκε Μονή, μέ τή συγκέντρωση γύρω του φιλομονάχων ψυχῶν. Ἀπό τόν ἅγ. Ντάνσταν Ἀρχιεπίσκοπο Καντέρμπουρυ, ὁρίσθηκε Ἡγούμενος τῆς νέας Μονῆς. Τό 984, κατά τήν βασιλεία τοῦ Ἐθελρέδου, διαδέχθηκε τόν Ἐπίσκοπο Βίνσεστερ ἅγ. Ἐθελβόλδο, μετά ἀπό ἀπό ἐμφάνιση στόν Ἀρχιεπίσκοπο ἅγ. Ντάνσταν, τοῦ ἁγ. Ἀποστόλου Ἀνδρέου. Ἀρχιεπίσκοπος Καντέρμπουρυ ἀναδείχθηκε τό 1005. Ἡ ἐποχή τῆς ποιμαντορίας του ἦταν δύσκολη, λόγῳ τῶν ἐπιθέσεων τῶν Δανῶν καί τῶν ἐσωτερικῶν προβλημάτων τῆς Ἀγγλίας. Ἀνάλωσε τόν ἑαυτό του σέ ἔργα φιλανθρωπίας καί στηρίξεως τοῦ λαοῦ.
Τελειώθηκε μαρτυρικά στό Γκρίνουϊτς ἀπό τούς Δανούς, τό 1012, καί τό σῶμα του ρίχθηκε στόν Τάμεση. Μετά θάνατον ἀναδείχθηκε θαυματουργός. Τό 1105 τό Λείψανό του ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο. Δέν ἔχουν διασωθεῖ πληροφορίες γιά τήν τύχη του.
Μάρτυρες Ἀλφειός, Κυπρίνος καί Φιλάδελφος (4ος αἰ.)
Ἦσαν ἀδελφοί, γιοί τοῦ Ἄρχοντα τῶν Πρεφακτῶν Βιταλίου καί διδάχθηκαν τήν εὐσέβεια "ὑπό Ὀνησίμου τινος ἁγιωτάτου ἀνδρός". Κατά τόν διωγμό τοῦ Λικινίου ὁδηγήθηκαν στή Ρώμη καί παραδόθηκαν διαδοχικά σέ διάφορους Ἡγεμόνες, μέχρις ὅτου τελειώθηκαν ἀπό τόν Τέρτυλλο τῆς Σικελίας, ὁ Μάρτυς Ἀλφειός μέ ἀποκεφαλισμό, ὁ Μάρτυς Κυπρῖνος "τεθείς ἐπί πεπυρακτωμένου τηγανίου" καί ὁ Μάρτυς Φιλάδελφος "ἁπλωθείς ἐπί πεπυρωμένης ἐσχάρας"!
Τά Λείψανά τους ἀνακομίσθηκαν ἀδιάφθορα τό 1517. Σήμερα δέν ὑπάρχουν πληροφορίες γιά τήν τύχη τους.
Ἡ μνήμη τους τιμᾶται τήν 10η Μαϊου.
Ὅσιος Ἀμβρόσιος, Στάρετς τῆς Ὄπτινα Ρωσίας (+ 1891)
Ὁ πλέον γνωστός, μετά τόν ὅσ. Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ, Στάρετς τῆς Ρωσικῆς Ὀρθοδοξίας.
Ὁ κατά κόσμον Ἀλέξανδρος Γκρένκωφ γεννήθηκε τό 1812 σέ ἱερατική οἰκογένεια. Μετά τό ἐνοριακό σχολεῖο φοίτησε στό Σεμινάριο τοῦ Ταμπώφ καί ἔπειτα ἐργάσθηκε σάν δάσκαλος. Ἔγινε μοναχός μετά τήν διάσωσή του ἀπό σοβαρή ἀσθένεια καί μέ συμβουλή τοῦ μακαρίου Ἰλλαρίωνος τοῦ Ταμπώφ, ἐντάχθηκε στήν περίφημη Μονή τῆς Ὄπτινα καί ὑποτάχθηκε στόν Στάρετς Λεωνίδα.
Ὑπῆρξε ὑποδειγματικός μοναχός. Μέ τίς γνώσεις του στήν Ἑλληνική καί Λατινική γλῶσσα, βοήθησε τόν Στάρετς Μακάριο στήν ἔκδοση Πατερικῶν ἔργων. Ἐλεήθηκε μέ τά χαρίσματα τῆς προοράσεως, τῆς διοράσεως καί τῶν θαυμάτων. Ὑπῆρξε ἱδρυτής τῆς μεγάλης γυνακείας Μονῆς τοῦ Σαμορντῖνο.
Χάρις στόν ὅσ. Ἀμβρόσιο ὅλοι οἱ δρόμοι τῆς Ρωσικῆς πνευματικῆς ζωῆς τοῦ 19ου αἰ. ὁδηγοῦσαν στήν Ὄπτινα. Κορυφαῖοι ἐκπρόσωποι τοῦ πνεύματος, βρῆκαν κοντά του τόν δρόμο πρός τόν Θεό καί ἐπηρεάσθηκαν στό ἔργο τους. Ὁ Φ. Ντοστογιέφσκυ τόν περιγράφει στούς "Ἀδελφούς Καραμάζωφ", στό φανταστικό πρόσωπο τοῦ Στάρετς Ζωσιμᾶ. Ὁ Κ. Λεόντιεφ, "ἀφ' ὅτου τόν συνάντησε, αὐτός ὁ ἰδιότροπος καί ἐμπαθής ἄνθρωπος, δέν θέλησε πιά νά τόν ἐγκαταλείψη". Πέρασε 45 χρόνια σ' ἕνα μικρό ξύλινο σπίτι πού ὕψωσε στόν περίβολο τοῦ μοναστηριοῦ καί μέ τήν καθοδήγησή του ἔγινε μοναχός, τό 1890, στή Λαύρα τοῦ Ζαγκόρσκ. Ὁ Τολστόϊ, ὁ Στράχωφ, ὁ Ρωζάνωφ, κ.ἄ. αἰσθάνθηκαν στό πρόσωπό του τήν πνευματική ἔλξη τῆς Ὄπτινα.
Κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 1891. Πρίν τήν κοίμησή του εἶχε προφητεύσει στό διάδοχό του Στάρετς Ἰωσήφ, ὅτι τό σῶμα του θά ἀνέδιδε ὀσμή σήψης (ὅπως περιγράφει ὁ Ντοστογιέφσκυ στό μνημονευόμενο ἔργο του), ἐπειδή στή ζωή του εἶχε ἀπολαύσει ἀνάξια μεγάλες δόξες. Πράγματι, στήν ἀρχή ἔγινε αἰσθητή κάποια δυσάρεστη μυρωδιά, ἡ ὁποία ὅμως σταδιακά ἐξαφανίσθηκε καί τό Λείψανο τοῦ Ὁσίου ἄρχισε νά ἀναδίδει μία καταπληκτική εὐωδία. Ἐνταφιάσθηκε στήν Ὄπτινα τήν 15η Ὀκτωβρίου 1891, ἡμέρα τιμῆς τῆς θαυματουργοῦ Εἰκόνας τῆς Παναγίας τῆς Σιτοδότριας, ἡ ὁποία εἶχε ἁγιογραφηθεῖ μέ ἐντολή του.
Τό Λείψανο τοῦ ὁσ. Ἀμβροσίου ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο κατά τήν ἐπαναλειτουργία τῆς Μονῆς (μετά τήν πτώση τοῦ μαρξιστικοῦ καθεστώτος, τό 1988) καί σήμερα φυλάσσεται ἐκεῖ σέ ἄριστη κατάσταση, ἐνῶ διατηρεῖ καί τό καταπληκτικό του ἄρωμα.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 10η Ὀκτωβρίου.
Ὁσιομάρτυρας Ἀναστασία ἡ Ρωμαῖα (+ 256)
Ἦταν Ρωμαϊκῆς καταγωγῆς καί ἔγινε μοναχή σέ ἡλικία 20 ἐτῶν, κοντά στήν ἐνάρετη καί ἐγγράμματη Γερόντισσα Ἄννα. Κατά τό διωγμό τοῦ Οὐαλλεριανοῦ τήν συνέλαβε ὁ Ἡγεμόνας Πρόβος καί τήν ὑπέβαλλε σέ φοβερά βασανιστήρια γιά νά κάμψη τό φρόνημά της καί νά θυσιάση στούς ψευδοθεούς τῶν εἰδωλολατρῶν (τανύσθηκε σέ τέσσερεις πασσάλους καί κάηκε, τῆς ἔκοψαν τά νεῦρα καί τούς ἁρμούς, κ.ἄ.). Πρίν τήν τελείωσή της, μέ ἀποκεφαλισμό, ζήτησε στήν προσευχή της ἀπό τόν Θεό, "ὅσοι ἀσθενεῖς τήν ἐπικαλεσθῶσιν εἰς βοήθειαν, νά τούς δίδει τήν θεραπείαν ὡς ἰατρός παντοδύναμος". Μαζί της ἀποκεφαλίσθηκε καί ὁ εὐσεβής Χριστιανός νέος Κύριλλος, ὁ ὁποῖος τῆς πρόσφερε κατά τό μαρτύριό της, ἕνα ποτήρι "ψυχροῦ ὕδατος"!
Τό Λείψανό της διατηρήθηκε ἀδιάφθορο, διότι σήμερα στή Μονή Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους, σώζεται ἡ δεξιά της παλάμη "μετά δέρματος" καί λείψανα τῶν ποδῶν της.
Ἡ μνήμη της τιμᾶται τήν 29η Ὀκτωβρίου.
Μάρτυρας Ἀναστασία ἡ Φαρμακολύτρια (4ος αἰ.)
Γεννήθηκε στή Ρώμη καί ἦταν κόρη πατρικίου. Τήν διέκρινε σωματική ὀμορφιά, ἦθος, μόρφωση καί σωφροσύνη. Ἐνῶ ὁ πατέρας της τήν νύμφευσε μέ τόν εἰδωλολάτρη Ποπλίονα, ἐκείνη ζοῦσε ζωή ἐνάρετη, διαμοίραζε τόν πλοῦτο της στούς πτωχούς καί στήριζε στήν πίστη τούς Μάρτυρες. Τό ἀποτέλεσμα ἦταν νά γίνει ὁ σύζυγος ἐχθρός της, κατά τό Εὐαγγελικό, "ἐχθροί τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοί αὐτοῦ" (Ματθ. 10, 36). Μετά τόν θάνατο τοῦ συζύγου της ἀπό τούς Πέρσες (στούς ὁποίους ὁ Διοκλητιανός τόν εἶχε στείλει πρεσβευτή), ἡ Ἁγία ἔμεινε ἐλεύθερη, "ἐτέλει δέ ἀνεμποδίστως ὅσα ἐβούλετο, χαρίζουσα εἰς τούς πτωχούς τά ὑπάρχοντά της καί παρακινοῦσα τούς Ἁγίους Μάρτυρας νά ὑπομένουν ἀνδρείως τά κολαστήρια".
Δάσκαλος τῆς Ἁγίας στήν Χριστιανική Πϊστη ἦταν ὁ Μάρτυρος Χρυσόγονος, ὁ ὁποῖος καί τῆς προφήτευσε τόν κακό θάνατο τοῦ συζύγου της, ἐπειδή δέ ἐνθάρρυνε τούς Μάρτυρες στήν ὁμολογία τους, μέ διαταγή τοῦ Διοκλητιανοῦ τόν μετέφεραν στή Νίκαια τῆς Βιθυνίας, ὅπου - ἀρνούμενος νά θυσιάσει στούς ψευδοθεούς - ἀποκεφαλίστηκε. Τήν τιμία του Κάρα μετά ἀπό θεία ἀποκάλυψη βρῆκε ὁ ἐνάρετος Πρεσβύτερος Ζωϊλος, ὁ ὁποῖος ζοῦσε ἐρημητικά μαζί μέ τίς Παρθενομάρτυρες Ἀγάπη, Χιονία καί Εἰρήνη (μν. 16η Ἀπριλίου). Τριάντα ἡμέρες μετά τήν εὕρεση τῆς Κάρας, ἐμφανίστηκε σ' αὐτόν ὁ μ. Χρυσόγονος καί τοῦ προεῖπε γιά τό ἐπικείμενο μαρτύριο τῶν τριῶν παρθένων, γιά τόν ἐρχομό τῆς ἁγ. Ἀναστασίας, καθώς καί γιά τόν δικό του θάνατο (πράγματι κοιμήθηκε εἰρηνικά, μετά τήν θεία αὐτή ἀποκάλυψη).
Ἡ ἁγ. Ἀναστασία συνόδευσε τίς τρεῖς Παρθενομάρτυρες στό μαρτύριό τους καί ἐνταφίασε τά τίμιά τους Λείψανα, αὐτό ὅμως προκάλεσε καί τήν δική της σύλληψη ἀπό τόν διώκτη Σισίνιο, ὁ ὁποῖος τήν φυλάκισε, ἀλλά "δεινῶς βασανιζόμενος κακῶς ἐξέψυξεν". Μετά τήν διάσωσή της ἀπό τόν θάνατο ἡ Ἁγία ἦρθε "εἰς ἄλλην χώραν", καί ἐνθάρρυνε στό μαρτύριο τήν Μάρτυρα Θεοδότη καί τά δύο παιδιά της πού μαρτύρησαν ἀπό τόν Κόμητα Λευκάδιο.
Ἡ ἁγ. Ἀναστασία τελειώθηκε στήν πυρά, βασανιζόμενη ἀπό τόν Ἔπαρχο τοῦ Ἰλλυρικοῦ (ὑποβλήθηκε στό μαρτύριο τῆς πείνας καί διασώθηκε ἀπό πνιγμό στήν θάλασσα καί ἀπό διάφορα δηλητήρια· γιά τόν λόγο αὐτό πῆρε ἀπό τόν θεό τό χάρισμα τῆς προστασίας ἀπό δηλητήρια καί ἀπό τήν Ἐκκλησία τήν προσωνυμία τῆς Φαρμακολύτριας). Τό Λείψανό της ἐνταφίασε ἡ Ἀπολλωνία, "γυναῖκα τό γένος ἐπίσημος".
Ἀπό τά Λείψανα τῆς ἁγ. Ἀναστασίας σώζονται: Ἕνα δάκτυλο χεριοῦ μέ σάρκα στή Μονή Παντοκράτορος Ἁγίου Ὄρους (ἀπό αὐτό προκύπτει, ὅτι τό Λείψανό της διατηρήθηκε μερικῶς ἤ ὁλικῶς ἀδιάφθορο), μέρος Κάρας στή Μονή Κουτλουμουσίου Ἁγίου Ὄρους, μέρος Κάρας καί ἕνας τῶν ποδῶν στήν πρός τιμήν της μονή Βασιλικῶν Χαλκιδικῆς, ἡ δεξιά της καί μέρος τοῦ ἀριστεροῦ ποδός στή Μονή Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους, μία τῶν χειρῶν της στή Μονή Παναχράντου Ἄνδρου καί ἀπότμημα τῶν Λειψάνων της στή Μονή Κύκκου Κύπρου.
Ἡ μνήμη της τιμᾶται τήν 22α Δεκεμβρίου.
Ὁσιομάρτυρας Ἀνδρέας τῆς Κρίσεως (+ 767)
Γεννήθηκε στήν Κρήτη καί μόνασε στό σημερινό Ἡράκλειο. Κατά τήν βασιλεία Κωνσταντίνου Ε' τοῦ Κοπρωνύμου, ἦρθε στήν ΚΠολη γιά νά ἐλέγξει τόν Εἰκονομάχο Αὐτοκράτορα, τόν ὁποῖο συνάντησε στό Ἀνάκτορο τοῦ ἁγ. Μάμαντος. Χαρακτηριστική παραμένει ἡ μεταξύ τους στιχομυθία:
Ὅσιος: "Ἄρα, Χριστιανός εἷ, Βασιλεῦ;"
Αὐτοκράτορας: "Οὕτως ἐδιδάχθης ἀτιμάζειν τόν Βασιλέα;"
Ὅσιος: "Οὐδείς ἁμαρτάνει Βασιλέα ἐλέγχων παρανομοῦντα".
Αὐτοκράτορας: "Ἡμεῖς μᾶλλον τούς παρανομοῦντας κολάζομεν, τούς ὡς θεοῖς προσερχομένους καί λατρεύοντας ταῖς εἰκόσι".
Ὅσιος: "Ἀγνοεῖς, Βασιλεῦ, τί μέν τό σχετικῶς προσκυνεῖν, τί δέ τό λατρευτικῶς".
Μετά ἀπό αὐτή τήν ὁμολογιακή συμπεριφορά, ὁ Ὅσιος βασανίσθηκε καί δεμένος σύρθηκε στούς δρόμους μέχρι τόν Ἀγρά τοῦ Βοός, ὅπου κάποιος ψαράς τοῦ ἔκοψε μέ ἀξίνη τό δεξί πόδι! Ἔτσι τελειώθηκε καί τό Λείψανό του ρίχθηκε στόν τόπο ἐκτελέσεως τῶν καταδίκων, τόν ἐπονομαζόμενο Κρίσις.
Τό Λείψανο τοῦ Ὁσιομάρτυρος Ἀνδρέου ἔμεινε στόν τόπο αὐτό ἀδιάφθορο. Αὐτό προκύπτει τόσο ἀπό συναξαριστικές, ὅσο καί ἀπό ὑμνολογικές πηγές. Στό Συναξάριο τοῦ Μηναίου ἀναφέρεται, ὅτι τό Λείψανο ἔμεινε "ἀναμίξ τῶν ἐκεῖσε σωμάτων μέχρι πολλοῦ", μέχρις ὅτου "δώδεκα ἄνδρες δαίμοσι κάτοχοι, ἐκ διαφόρων τόπων τῆς Πόλεως, ὡς ἐκ συνθήματος ἀπελθόντες, εὗρον τό σῶμα ἀνεπιμέλητον καί ἀτίμως κείμενον" καί μέ τήν θεραπευτική χάρι τοῦ Ἁγίου ἀπαλλάχθηκαν ἀπό τήν δαιμονική ἐπιροή. Στό β' Τροπάριο τῆς ε' Ὠδῆς τοῦ Κανόνος πού φιλοπόνησε ὁ ἅγ. Ἰωσήφ ὁ Ὑμνογράφος, ἀναφέρεται: "...καί νῦν ἐν τάφῳ κατακείμενος, μένεις σῶος, μάκαρ, καί ἀδιάλυτος". Ὁμοίως στό γ' Τροπάριο τῆς θ' Ὠδῆς ἀναφέρεται: "Σημείοις καί τέρασι σαφῶς ὡραϊζόμενος, ἀδιάλυτος μένεις πάντων ἐπ' ὄψεσι". Σχετική ἀναφορά ὑπάρχει ἀκόμη καί στό Κοντάκιο: "Ἑορτάζει σήμερον ἡ Βασιλεύουσσα Πόλις... ὡς κτησαμένη θησαυρόν μέγα τό πολύαθλον σῶμα σου".
Γιά τήν τύχη τοῦ ἀδιαφθόρου Λειψάνου τοῦ Ὁσιομ. Ἀνδρέου δέν ὑπάρχουν πληροφορίες, οὔτε εἶναι γνωστό νά διασώθηκε κάπου ἀπότμημα Λειψάνων του.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 17η Ὀκτωβρίου.
Ἅγιος Ἀνδρέας τῆς Θείας Ἀγάπης Μεγ. Ἡγεμόνας τοῦ Κιέβου (+ 1175)
Ἦταν γιός τοῦ Μεγάλου Ἡγεμόνα τοῦ Κιέβου Γεωργίου τοῦ Μακρόχειρα (στή ρωσική Ντολγκορούκι) καί ἔτυχε ἱκανῆς παιδείας. Ἀρχικά ἀνέλαβε τήν Ἡγεμονία τοῦ Βλαδιμήρ, ὅπου ἐπέδειξε μεγάλες διοικητικές ἱκανότητες. Ὅταν πατέρας του ἔγινε Μεγάλος Ἡγεμόνας, ὁ Ἀνδρέας μετακινήθηκε στό Βύσγκοροντ, ἀπ' ὅπου πῆρε τήν μετέπειτα ἐφέστια Εἰκόνα τῆς Ρωσίας, τήν ἐπονομαζομένη "Παναγία τοῦ Βλαδιμήρου". Κατά τήν παράδοση ἔξω ἀπό τήν πόλη τοῦ ἐμφανίσθηκε ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος καί τοῦ ζήτησε νά ἱδρύση μονή στό σημεῖο ἐκεῖνο. Ὁ Ἀνδρέας πράγματι ἵδρυσε μονή καί ἔπειτα πόλη καί ζήτησε νά ἁγιογραφήσουν τήν ἐμφάνιση τῆς Θεομήτορος στήν ἀναξιότητά του. Ὅλα (ἡ Μονή, ἡ πόλη, ἡ εἰκόνα, ἀλλά καί ὁ ἴδιος), ὀνομάσθηκαν "τῆς Θείας Ἀγάπης" (στή ρωσική Μπογκολιούμποβο).
Τό 1157, μετά τόν θάνατο τοῦ πατέρα του, ἀναδείχθηκε Μεγάλος Ἡγεμόνας καί μετέφερε τήν ἕδρα τῆς Κιεβινῆς Ρωσίας ἀπό τό Κίεβο στό Βλαδιμήρ, ὅπου ὕψωσε λαμπρούς ναούς (περίπου 30· ὁ πλέον γνωστός εἶναι ὁ Ναός τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, ὅπου κατατέθηκε - τό 1164 - ἡ Παναγία τοῦ Βλαδιμήρου). Τό 1164 ἔκτισε τίς λεγόμενες Χρυσές Πύλες τοῦ Κιέβου.
Δολοφονήθηκε στό Μπογκολιούμποβο (τό 1175) ἀπό συνωμότες Βογιάρους, ἄν καί ἦταν ἄριστος κυβερνήτης καί ἱεραπόστολος τοῦ Εὐαγγελίου στόν ἐντόπιο πληθυσμό. Ἐνταφιάσθηκε στό Ναό τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου στό Βλαδιμήρ, ὅπου σήμερα φυλάσσεται τό ἀδιάφθορο Λείψανό του.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 29η Ἰουνίου.
Νεομάρτυρας Ἀνδρέας τῆς Χίου (+ 1465)
Ὁ Ἀνδρέας Ἀργύρης γεννήθηκε στή Χίο τό 1438. Σέ ἡλικία 27 ἐτῶν καί ἐπισκέπτοταν τά προσκυνήματα τῆς ΚΠόλεως, ἕνας Αἰγύπτιος ἀποστάτης τόν κατηγόρησε δημόσια, ὅτι εἶχε ἀρνηθεῖ τήν Μουσουλμανική θρησκεία στήν ὁποία ἀνῆκε. Ἡ καταγγελία αὐτή εἶχε σάν ἀποτέλεσμα νά συλληφθεῖ, νά φυλακισθεῖ, νά βασανισθεῖ καί τελικά νά τελειωθεῖ μέ ἀποκεφαλισμό, τήν 29η Μαϊου 1465.
Τό σῶμα, ἐξαγορασμένο ἀπό κάποιους Χριστιανούς, ἐνταφιάσθηκε στήν Πόλη, σέ κάποια ἐκκλησία τῆς Παναγίας. Ἀργότερα τό Λείψανό του ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο, ἀλλά δέν ὑπάρχουν πληροφορίες γιά τήν τύχη του.
Ἐλεήθηκε ἀπό τόν Θεό μέ τό χάρισμα τῆς μεταστροφῆς ὅσων Χριστιανῶν εἶχαν ἀλλαξοπιστήσει.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 29η Μαϊου.
Ἱερομάρτυρας Ἄνθιμος Ἐπίσκοπος Νικομηδείας (+ 304)
Ἐπισκόπευσε στή Νικομήδεια τῆς Μ. Ἀσίας, ὅπου γεννήθηκε. Κατά τόν διωγμό τοῦ Μαξιμιανοῦ, ὅταν ἔβαλαν φωτιά στό Ναό τῶν Χριστιανῶν, κατά τήν ἀγρυπνία τῆς Ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων τοῦ 304, ἀπό τήν ὁποία κάηκαν 20.000 Μάρτυρες (ἡ μνήμη τους τήν 28η Δεκεμβρίου), διέφυγε τόν θάνατο, γιά νά στηρίξει τό δεινά χειμαζόμενο ποίμνιό του. Ἀργότερα παραδόθηκε ὁ ἴδιος στούς διώκτες, ὁμολόγησε μέ παρρησία τήν Χριστιανική Πίστη, βασανίσθηκε ἀπό τόν ἴδιο τόν Αὐτοκράτορα μέ τό μαρτύριο τοῦ τροχοῦ καί τελικά ἀποκεφαλίσθηκε.
Τό Λείψανο τοῦ Ἱερομάρτυρος Ἀνθίμου διατηρήθηκε ἀδιάφθορο, ἀλλά ἀργότερα, ἄγνωστο πότε καί κάτω ἀπό ποιές συνθῆκες, διαλύθηκε. Σήμερα ἡ τιμία του Κάρα σώζεται στή Ρωσική Μονή ἁγ. Παντελεήμονος Ἁγίου Ὄρους, ἐνῶ δέρμα του φυλάσσεται στό Παρεκκλήσιο ὁσ. Ξένης τῆς Ρωσίδος Μάνδρας Ἀττικῆς.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 3η Σεπτεμβρίου.
Ἁγία Ἄννα, Μητέρα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου
Μία τῶν μεγαλυτέρων μορφῶν τοῦ Ἁγιολογίου τῆς Ἐκκλησίας, τό ἅγιο δένδρο ἀπό τό ὁποῖο βλάστησε "εὐθαλής βλαστός" ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος.
Γεννήθηκε τό 74 π. Χ. καί ἦταν θυγατέρα τοῦ Ἱερέα Ματθάν. Συζεύχθηκε στήν Γαλιλαῖα τόν δίκαιο Ἰωακείμ, μέ τόν ὁποῖο ἔμειναν στήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας σάν ὑπόδειγμα ἁγίου ζεύγους, διακρινόμενο γιά τήν θερμή του πίστη στόν Πανάγιο Θεό. Ἀπό τόν γάμο τους δέν ἀπέκτησαν παιδιά καί αὐτό γιά τήν ἐποχή τους καί τά ἔθιμα τῶν Ἑβραίων ἦταν "ὄνειδος τοῖς ἀνθρώποις" (Λουκ. 1, 25), γιά τό ὁποῖο ἦσαν ἀποκομένοι ἀπό τήν λοιπή κοινωνία.
Οἱ Δίκαιοι ἀποφάσισαν νά ζητήσουν μέ θερμή προσευχή ἀπό τόν Θεό τήν λύση τῆς ἀτεκνίας τους. Ἔτσι ἡ ἁγ. Ἄννα ἀπομονώθηκε στόν κῆπο τοῦ σπιτιοῦ τους, ἐνῶ ὁ ἅγ. Ἰωακείμ ἔφυγε στήν ἔρημο καί παρέμεινε προσευχόμενος σέ ἕνα σπήλαιο γιά 40 ἡμέρες (κοντά στό σπήλαιο αὐτό κτίσθηκε ἀργότερα ἡ σημερινή Μονή Χοζεβᾶ). Ἐκεῖ ὁ δίκαιος Ἰωακείμ δέχθηκε τήν ἐπίσκεψη τοῦ Ἀρχαγγέλου Γαβριήλ καί τήν πληροφορία γιά τήν λύση τῆς ἀτεκνίας. Μετά τήν Γέννηση τῆς Παρθένου Μαρίας, οἱ δίκαιοι Θεοπροπάτορες τήν ἀνέθρεψαν μέχρι τό 3ο ἔτος καί - κατά τήν ὑπόσχεσή τους - τήν ἀφιέρωσαν στόν Ναό τῶν Ἱεροσολύμων.
Ἡ ἁγ. Ἄννα κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 5 π. Χ., σέ ἡλικία 69 ἐτῶν, καί ἐνταφιάσθηκε στά Ἱεροσόλυμα, ὅπου σώζεται μέχρι σήμερα ὁ χαριτόβρυτος τάφος της.
Δέν εἶναι γνωστό πότε καί κάτω ἀπό ποιές συνθῆκες τό Λείψανό της ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο στήν ΚΠολη, σήμερα πάντως στό Ἅγιο Ὄρος φυλάσσονται: Στή Μονή Κουτλουμουσίου μέρος τοῦ ἀδιαφθόρου δεξιοῦ της ποδός· στή ὁμώνυμη Σκήτη μέρος τοῦ ἀδιαφθόρου ἀριστεροῦ της ποδός· καί στή Μονή Σταυρονικήτα μέρος τῆς ἀριστερᾶς της χειρός.
Ἡ μνήμη της τιμᾶται τήν 25η Ἰουλίου (Κοίμησι), τήν 9η Σεπτεμβρίου (μαζί μέ τόν ἅγ. Ἰωακείμ) καί τήν 9η Δεκεμβρίου (Σύλληψι).
Ὁσία Ἄννα ἡ Σουηδή Μεγάλη Πριγκίπισσα τοῦ Νόβγκοροντ Ρωσίας (+ 1050)
Ἡ Πριγκίπισσα Εἰρήνη, θυγατέρα τῶν Σουηδῶν Βασιλέων Ὄλαφ καί Ἐστρίδης καί σύζυγος τοῦ Μεγάλου Ἡγεμόνα τοῦ Κιέβου Γιαροσλάβου τοῦ Σοφοῦ, γιοῦ τοῦ Μεγάλου Βλαδιμήρου.
Ἡ ἐποχή κατά τήν ὁποία ἔζησε ἦταν ἐποχή μεγάλων κοινωνικῶν καί πολιτικῶν ἀναστατώσεων, συνεχῶν ἐμφυλίων πολέμων καί ταραχῶν. Ἡ ἴδια ὅμως, ἀφοῦ βίωσε τό Εὐαγγέλιο, ἀγωνίσθηκε γιά τήν ἐπικράτηση τῶν ἀρχῶν Του, τόσο στήν προσωπική καί οἰκογενειακή της ζωή, ὅσο καί στήν ζωή τοῦ κράτους. Δημιούργησε μεγάλη χριστιανική οἰκογένεια (ἀπέκτησε 10 παιδιά!), ἀνέθρεψε μαζί μέ τά δικά της παιδιά πολλά ὀρφανά, ἔκτισε στό Κίεβο τήν Μονή τῆς Ἁγίας Σοφίας καί σύνδεσε τό ὄνομά της μέ τήν ἀνέγερση τοῦ περίφημου Καθεδρικοῦ Ναοῦ τῆς Ἁγίας Σοφίας, στό Νόβγκοροντ.
Κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 1050, ἀφοῦ προηγουμένως ἔλαβε τό Ἀγγελικό Σχῆμα καί ὀνομάσθηκε Ἄννα.
Δέν εἶναι γνωστό πότε τό Λείψανό της ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο, μέχρι τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1917 πάντως, ἦταν κατατεθημένο μαζί μέ τό ἐπίσης ἀδιάφθορο Λείψανο τοῦ γίου της ἁγ. Βλαδιμήρου Γιαροσλάβιτς, στόν Ναό τῆς Ἁγίας Σοφίας τοῦ Νόβγκοροντ.
Ἡ μνήμη της τιμᾶται τήν 10η Φεβρουαρίου καί μαζί μέ ἐκείνη τοῦ γιοῦ της ἁγ. Βλαδιμήρου, τήν 4η Ὀκτωβρίου.
Ὁσία Ἄννα τοῦ Κιέβου (+ 1113)
Ἦταν θυγατέρα τοῦ Μεγ. Ἡγεμόνα τοῦ Κιέβου Βζέβολοντ Γιαροσλάβιτς καί χάριν τῆς Ἱεραποστολῆς στήν Ρωσία ἐπικέφθηκε τήν ΚΠολη. Μετά τήν ἐπιστροφή της ἔγινε μοναχή στήν Μονή τοῦ ἁγ. Ἀνδρέα, τήν ὁποία εἶχε ἱδρύσει ὁ πατέρας της. Τό παράδειγμά της ἔφερε καί ἄλλες εὐσεβεῖς ψυχές στόν Μοναχισμό. Θέσπισε τό κοινοβιακό σύστημα σέ ὅλες τίς μονές τοῦ Κιέβου καί ὁ ρόλος της στήν διδασκαλία τοῦ Ρωσικοῦ λαοῦ ὑπῆρξε σημαντικός.
Κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 1113 (ἤ 1116). Τό Λείψανό της ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο. Μετά τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1917, δέν ὑπάρχουν πληροφορίες γιά τήν τύχη του.
Ἡ μνήμη της τιμᾶται τήν 3η Νοεμβρίου.
Ὁσία Ἄννα τοῦ Κασίν Ρωσίας (+ 1368)
Ἔζησε κατά τήν περίοδο τῆς κυριαρχείας τῶν Τατάρων στή Ρωσία (1240 - 1462). Γεννήθηκε ἀπό γονεῖς εὐγενεῖς, τό 1278. Ἦταν συγγενής τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Μιχαήλ Ἡγεμόνα τοῦ Τσερνίκωφ (20η Σεπτεμβρίου) καί Βασιλείου Ἡγεμόνα τοῦ Ροστώφ (4η Μαρτίου). Τό 1299 συζεύχθηκε τόν Ἡγεμόνα τοῦ Τβέρ Μιχαήλ Γ' Γιαροσλάβιτς. Εἶχε τήν ἀτυχία νά ἐμπλακεῖ ἡ οἰκογένειά της στήν ἐμφύλια διαμάχη γιά τόν Θρόνο τοῦ Μεγάλου Ἡγεμόνα, κατά τήν ὁποία ὁ σύζυγός της ἠττήθηκε ἀπό τόν Ἡγεμόνα Γεώργιο τῆς Μόσχας, ὁ ὁποῖος τόν παρέδωσε στούς Τατάρους.
Ἡ Πριγίπισσα Ἄννα, ἄν καί ἔζησε σέ μία ἐξαιρετικά ταραγμένη ἐποχή (κοινωνικά ἐκρηκτική, πολιτικά ρευστή καί σέ πολλά σημεῖα βάρβαρη καί ἀπάνθρωπη), διατήρησε τήν πίστη της καί ἀναλώθηκε σέ ἔργα φιλανθρωπίας καί εὐποιϊας, στηρίζοντας τόν χειμαζόμενο ἀπό τά δεινά τοῦ πολέμου καί τῆς Ταταρικῆς κατοχῆς Ρωσικό λαό. Ἀπό τό ὕψος τοῦ Θρόνου οἱ πειρασμοί τῆς ἡγεμονικῆς ζωῆς καί οἱ κοσμικές περιπέτειες, τῆς ἔδειξαν τό μέγεθος τῆς ἀνθρώπινης ματαιότητας. Ἔτσι ἀποσύρθηκε στή Μονή τῆς Ἁγίας Σοφίας στό Τβέρ, ὅπου μόνασε 30 χρόνια.
Κοιμήθηκε εἰρηνικά στήν Μονή Κοιμήσεως Θεοτόκου - Ὑπαπαντῆς, στό Κασίν, ὅπου τήν εἶχε μεταφέρει ὁ νεώτερος γιός της Ἡγεμόνας Βασίλειος, γιά νά τήν προφυλάξη ἀπό κάποια ἐπιδημία.
Τό Λείψανό της ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο τό 1611 (242 χρόνια μετά τήν κοίμησή της), μετά ἀπό ἐμφάνισή της στόν ἀσθενή νεωκόρο τοῦ Ναοῦ, τόν ὁποῖο θεράπευσε. Ἀναδείχθηκε θαυματουργός. Ἡ ἁγιότητά της διακηρύχθηκε Συνοδικά τό 1909. Μετά τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1917, δέν ὑπάρχουν πληροφορίες γιά τήν τύχη τοῦ Λειψάνου της.
Ἡ μνήμη της τιμᾶται τήν 12η Ἰουνίου καί τήν 2α Ὀκτωβρίου καί ἡ Ἀνακομιδή τοῦ Λειψάνου της τήν 21η Ἰουλίου.
Ἅγιος Ἀντώνιος Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης (+ 844)
Ἦταν συγγενής τῆς ὑπερμάχου τῆς Ὀρθοδοξίας ἁγ. Θεοδώρας τῆς Αὐγούστας καί ἀδελφός τῆς μοναχῆς Αἰκατερίνης, Ἡγουμένης τῆς μονῆς στήν ὁποία μόναζε ἡ κόρη τῆς ἁγ. Θεοδώρας Θεοπίστη.
Ἔγινε νωρίς μοναχός καί πῆρε ἱκανή θεολογική παιδεία. Ἀναδείχθηκε Μητροπολίτης Δυρραχίου λίγο πρίν τήν ἔναρξη τῆς β' Εἰκονομαχίας ἀπό τόν Λέοντα Ε' τόν Ἀρμένιο (815). Ὑπῆρξε ὑπέρμαχος τῆς τιμῆς τῶν Ἁγίων Εἰκόνων (σώζονται δύο σχετικές ἐπιστολές του πρός τόν ὅσ. Θεόδωρο τόν Στουδίτη) καί γι'αὐτό βασανίσθηκε καί ἐξορίσθηκε ἀπό τόν Λέοντα. Τό 820, μέ τήν ἄνοδο στόν Θρόνο τοῦ Μιχαήλ Β' ἀνακλήθηκε ἀπό τήν ἐξορία καί μετά τήν ἀναστήλωση τῶν Ἁγίων Εἰκόνων (843), ἀναδείχθηκε Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης.
Κοιμήθηκε εἰρηνικά, λίγους μῆνες μετά τήν ἄνοδό του στόν Θρόνο τῆς Θεσσαλονίκης, τήν 2α Νοεμβρίου 844, καί ἐνταφιάσθηκε σέ Παρεκκλήσιο τῆς Βασιλικῆς τοῦ ἁγ. Δημητρίου.
Στό Βίο τῆς ὁσ. Θεοδώρας τῆς Θεσσαλονίκης ἀναφέρεται, ὅτι "μετά τεσσαράκοντα ἕξ ἔτη ἀπό τῆς αὐτοῦ πρός Κύριον ἐκδημίας, ἕτερον ἡμῶν Πρόεδρον τόνδε τόν βίον μεταλλάξαντος καί ἐν τῷ τάφῳ τοῦ Ἀντωνίου κἀκεῖνου καταθέσθαι θελήσαντες, εὕρομεν τό πανάγιον Ἀντωνίου σῶμα μεθ' ὧν κεκόσμητο ἀρχιερατικῶν ἐπίπλων σχεδόν ἅπαν ὁλόκληρον καί ἀμείωτον, ὅπερ ἅγιον Λείψανον μέχρι τοῦ νῦν Χριστός εἰς δόξαν αὐτοῦ διαφυλάττει σῶον καί ἀδιάλυτον" (Κέντρου Ἁγιολογικῶν Μελετῶν Ἱ. Μητροπ. Θεσσαλονίκης, "Ὁ Βίος τῆς Ὁσιομυροβλύτιδος Θεοδώρας τῆς ἐν Θεσσαλονίκῃ", 1991, σελ. 102). Σήμερα δέν ὑπάρχουν πληροφορίες γιά τήν τύχη του.
Ἡ μνήμη του δέν μνημονεύεται σέ παλαιούς Συναξαριστές, ἀλλά ἀνανεώθηκε πρόσφατα στήν Θεσσαλονίκη καί τιμᾶται τήν 2α Νοεμβρίου.
Ὅσιος Ἀντώνιος ὁ Ρωμαῖος (+ 1147)
Ρωμαϊκῆς καταγωγῆς, γεννήθηκε στήν Ρώμη τό 1067 ἀπό γονεῖς Ὀρθοδόξους. Πῆρε καλή παιδεία καί γνώριζε Ἑλληνικά καί Λατινικά. Ἔγινε μοναχός σέ νεαρή ἡλικία, μετά τόν θάνατο τῶν γονέων του, σέ Ὀρθόδοξη μοναστική κοινότητα στήν Ἰταλική ὕπαιθρο. Ἐκεῖ ἀσκήθηκε 20 χρόνια, μέχρι τόν διωγμό τῶν Ὀρθοδόξων ἀπό τήν Παπική ἐξουσία. Τότε ἀναγκάσθηκε νά βρεῖ καταφύγιο σέ ἕνα βράχο στήν Τυρρηνική Θάλασσα, ὅπου συνέχισε τήν ἄσκησή του, κάτω ἀπό πολύ δύσκολες συνθῆκες.
Ὁ ὅσ. Ἀντώνιος θεωρεῖται ὁ θεμελιωτής τοῦ Μοναχικοῦ Βίου στήν περιοχή τοῦ Νόβγκοροντ. Ἔφθασε στή Ρωσία μέ τρόπο πράγματι θαυμαστό: Κάποια ἡμέρα, μετά ἀπό ἕνα χρόνο ἄσκηση στόν βράχο, μία παράξενη θύελλα παρέσυρε τόν βράχο ἔξω ἀπό τήν Μεσόγειο, στόν Ἀτλαντικό Ὠκεανό, καί μέσῳ τῆς Βόρειας καί τῆς Βαλτικῆς Θάλασας, τοῦ ποταμοῦ Νέβα, τῆς λίμνης Λαντόγκας καί τοῦ ποταμοῦ Βολκώφ, τόν ἔφερε στό Νόβγκοροντ! Ὅταν ὁ Ὅσιος πληροφορήθηκε, ὅτι βρίσκεται ἀνάμεσα σέ Ὀρθοδόξους, παρουσιάσθηκε στόν Ἐπίσκοπο τῆς πόλεως ἁγ. Νικήτα (τόν ἀρχικά ἔγκλειστο στά Σπήλαια τοῦ Κιέβου, + 1109) καί ζήτησε τήν εὐλογία του νά ἐγκατασταθῆ ἐκεῖ καί νά ἱδρύση μονή πρός τιμή τοῦ Γεννεθλίου τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου (διότι εἶχε φθάσει στόν Ἑσπερινό τῆς Ἑορτῆς). Ὁ ἅγ. Νικήτας καλοδέχθηκε τόν ἀπροσδόκητο ἐπισκέπτη καί θεώρησε τήν παρουσία του εὐλογία γιά τούς νεοφώτιστους πληθυσμούς τῆς περιοχῆς. Ὁ Ὅσιος συνέχισε τήν ἄσκησή του στήν μονή πού ἵδρυσε καί ἀπό τόν διάδοχο τοῦ ἁγ. Νικήτα Ἐπίσκοπο Νήφωνα, δέχθηκε τήν Ἱερωσύνη.
Κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 1147. Μετά τήν κοίμησή του ὁ βράχος, τά ἄμφιά του καί ἕξη εἰκόνες πού εἶχε φέρει μαζί του, τιμήθηκαν ἀπό τόν λαό εὑρύτατα.
Τό Λείψανό του, τό ὁποῖο ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο, φυλάσσεται σήμερα στόν Καθεδρικό Ναό τῆς Ἁγίας Σοφίας, στό Νόβγκοροντ. Ἡ ἁγιότητά διακηρύχθηκε Συνοδικά τό 1597, μετά ἀπό πρωτοβουλία τοῦ Ἡγουμένου τῆς Λαύρας τοῦ Ζαγκόρσκ ἀρχιμ. Κυρίλλου, ὁ ὁποῖος εἶχε θεραπευθεῖ θαυματουργικά ἀπό τόν Ὅσιο.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 3η Αὐγ. καί τήν 17η Ἰανουαρίου.
Ὅσιος Ἀντώνιος τοῦ Ντίμσκ Ρωσίας (+ 1224)
Γεννήθηκε στό Νόβγκοροντ, περίπου τό 1157. Σέ νεαρή ἡλικία, ὅταν ἄκουσε στήν ἐκκλησία τά λόγια τοῦ Κυρίου, "εἴ τις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν καί ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ καί ἀκολουθείτω μοι" (Ματθ. 16, 24), πῆγε στή Μονή Χουτίνσκ καί ὑποτάχθηκε στόν ὅσ. Βαρλαάμ. Ἀγωνιζόμενος κατά τῶν παθῶν ἀνέβηκε σέ ὕψη ἀρετῆς. Ὅταν ὁ ὅσ. Βαρλαάμ πρίν τήν κοίμησή του τόν ὑπέδειξε γιά διάδοχό του, ὁ ὅσ. Ἀντώνιος ἔφυγε στήν ἐρημική λίμνη Ντίνσκ, στήν περιοχή τοῦ Τιχβίν, καί ἡσύχασε ἐκεῖ. Ἀργότερα, μέ τήν συγκέντρωση γύρω του φιλοθέων καί φιλομονάχων ψυχῶν, δημιουργήθηκε Μονή, ὁ ἴδιος ὅμως συνέχισε νά ζῆ ἀσκητικά μέχρι τό τέλος τῆς ζωῆς του.
Κοιμήθηκε εἰρηνικά τήν 24η Ἰουνίου 1224.
Τό 1330 τό Λείψανό του ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο καί ἄρχισαν νά γίνονται θαύματα. Μετά τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1917, δέν ὑπάρχουν πληροφορίες γιά τήν τύχη του.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 17η Ἰανουαρίου καί τήν 24η Ἰουνίου.
Ὅσιος Ἀντώνιος τοῦ Λεοχνώφ Ρωσίας (+ 1611)
Γεννήθηκε τό 1526, καταγόμενος ἀπό τήν οἰκογένεια τῶν Βογιάρων Βενιαμίνωφ τοῦ Τβέρ. Ὑπῆρξε ἐραστής τῆς ἡσυχίας καί ἔζησε ἐρημητικά στίς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Περεκχόβα. Τό 1556 ὑποτάχθηκε στόν ὅσ. Ταράσιο, ἱδρυτή τῆς Μονῆς Λεοχνώφ, ἀπό τόν ὁποῖο ἔλαβε τό Μεγάλο καί Ἀγγελικό Σχῆμα. Τό 1611, κατά τήν Περίοδο τῶν Ταραχῶν, μετά ἀπό κοινοβιακή ζωή 55 ἐτῶν, ἐγκαταστάθηκε στό Νόβγκοροντ μέ πρόσκληση τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἰσιδώρου, γιά νά προστατευθεῖ ἀπό τίς συμμορίες τῶν Παπικῶν Πολωνῶν.
Κοιμήθηκε εἰρηνικά στό Νόβγκοροντ τόν ἴδιο χρόνο καί ἐνταφιάσθηκε στόν Ναό τοῦ Εὐαγγ. Λουκᾶ. Μέ ἐμφανίσεις του στόν μαθητή του Γρηγόριο, ζήτησε τήν μεταφορά τοῦ Λειψάνου του στήν ἔρημο τοῦ Λεοχνώφ.
Τό Λείψανό του ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο τό 1620. Μετά τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1917, δέν ὑπάρχουν στοιχεία γιά τήν τύχη του.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 17η Ὀκτωβρίου καί ἡ Ἀνακομιδή τοῦ Λειψάνου του τήν 13η Ἰουλίου.
Ἀνώνυμοι 109 Ὅσιοι τῆς Λαύρας τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου
Στά σπήλαια τῆς περιωνύμου Λαύρας τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου, πλέον τῶν ἀδιαφθόρων Λειψάνων γνωστῶν Ὁσίων, σώζονται καί 108 ἀδιάφθορα Λείψανα ἀγνώστων Ὁσίων Πατέρων, καθώς ἐπίσης καί ἕνα ἀδιάφθορο χέρι ἀγνώστου ἀσκητοῦ. Ἔζησαν καί ἁγίασαν στήν Λαύρα σέ διάφορες ἐποχές, ἀλλά οἱ ἱστορικές περιπέτειες τῆς Μονῆς δέν ἐπέτρεψαν τήν διάσωση στοιχείων.
Ἡ μνήμη τῶν Ὁσίων τῆς Λαύρας γενικῶς τιμᾶται τήν 28η Αὐγούστου.
Ἀνώνυμοι Ἕξη Ὅσιοι τῆς Ὀμπονόρα Ρωσίας
Στόν Βίο τοῦ ὁσ. Παύλου τῆς Ὀμπνόρα Ρωσίας ἀναφέρεται, ὅτι τό 1546 ὁ τότε Ἡγούμενος τῆς Μονῆς Ἁγίας Τριάδας ἀρχιμ. Προτάσιος, κατά τήν διάρκεια ἐργασιῶν γιά τήν ἀνέγερση Ναοῦ πάνω στόν τάφο τοῦ ὁσ. Παύλου καί κατά τήν ἐκσκαφή τῶν θεμελίων, ἀνακάλυψε τά ἀδιάφθορα Λείψανα ἑξη ἀνωνύμων Μοναχῶν, ἕνας ἀσθενής μοναχός μάλιστα, μόλις τά ἄγγιξε θεραπεύθηκε!
Μετά τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1917, δέν ὑπάρχουν πληροφορίες γιά τήν τύχη τους.
Δέν διασώθηκαν τά ὀνόματα τῶν Ὁσίων αὐτῶν καί ἔτσι τιμῶνται τήν Κυριακή τῶν Ἁγίων Πάντων.
Ἀνώνυμος Ὁσιομάρτυρας τῆς Παλαιστίνης
Πρόκειται γιά τόν Σαρακηνό ὁ ὁποῖος ἀξιώθηκε νά δῆ μέ τρόπο θαυμαστό, τήν Μετουσίωση τῶν Τιμίων Δώρων, κατά τήν διάρκεια τῆς Θείας Λειτουργίας στό Ναό τοῦ ἁγ. Γεωργίου, στήν Λύδδα τῆς Παλαιστίνης. Τό ἀποτέλεσμα αὐτῆς τῆς θείας ἀποκαλύψεως ἦταν νά γίνη Χριστιανός, νά βαπτισθεῖ ἀπό τόν Πατριάρχη Ἱεροσολύμων καί τελικά νά μονάσει στή Μονή Σινᾶ, ὅπου ἔφθασε σέ μέτρα ἀρετῆς.
Μετά ἀπό ἄσκηση τριῶν ἐτῶν, ἦρθε - μέ τήν εὐλογία τοῦ Ἡγουμένου - στή Λύδδα καί ὁμολόγησε τήν Χριστιανική του Πίστη στόν Ἐμίρη θεῖο του. Τελειώθηκε μέ λιθοβολισμό ἀπό τόν ἐξαγριωμένο Μουσουλμανικό ὄχλο. Πολύ καιρό μετά τό μαρτύριό του, τό Λείψανό του βρέθηκε ἀδιάφθορο κάτω ἀπό τίς πέτρες καί ἐνταφιάσθηκε ἀπό τούς Χριστιανούς.
Ἡ παράδοση δέν διάσωσε τό ὄνομα τοῦ ἁγίου αὐτοῦ Ὁσιομάρτυρος, ἔτσι τιμᾶται τήν Κυριακή τῶν Ἁγίων Πάντων.
Ἀνώνυμος Ἅγιος τῆς Μονῆς Ἁγίας Λαύρας Καλαβρύτων
Στήν πολύτιμη συλλογή ἁγίων Λειψάνων τῆς ἱστορικῆς Μονῆς Ἁγίας Λαύρας Καλαβρύτων, περιλαμβάνεται καί μέρος ἀδιαφθόρου σαρκός ἀγνώστου Ἁγίου. Γιά τό λείψανο αὐτό δέν διασώθηκαν πληροφορίες καί ἔτσι ἡ ταυτότητα τοῦ Ἁγίου αὐτοῦ "παρ' ἀνθρώποις" παραμένει ἄγνωστη. Γνωστός ὅμως "παρά τῷ Θεῷ", πρεσβεύει γιά τούς εὐλαβεῖς προσκυνητές τῆς Λαύρας καί τούς "ἐν αὐτῇ" ἀσκουμένους μοναχούς.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν Κυριακή τῶν Ἁγίων Πάντων.
Ὅσιος Ἀρέθας τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου (12ος αἰ.)
Μοναχός τῆς Λαύρας τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου καταγόμενος ἀπό τό Πολότσκ, κυριευμένος ἀπό τό πάθος τῆς φιλαργυρίας. Ὅταν τά χρήματά του χάθηκαν, ὁ ἴδιος δαιμονίσθηκε καί δέν μετανοοῦσε οὔτε τήν στιγμή τοῦ θανάτου του. Γιά τοῦτο ὁ Κύριος παραχώρησε νά δεῖ τόν ἀγῶνα Ἀγγέλων καί δαιμόνων γιά τήν ψυχή του, τοῦ χάρισε μετάνοια καί ζωή καί τελικά βράβευσε τούς ἀσκητικούς του ἀγώνες μέ τήν ἀφθαρσία τοῦ Λειψάνου του, τό ὁποῖο σήμερα φυλάσσεται ἀδιάφθορο στήν Λαύρα τῶν Σπηλαίων.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 24η Ὀκτωβρίου.
Νεομάρτυρας Ἀργυρή τῆς ΚΠόλεως (+ 1725)
Ἡ καταγωγή της ἦταν ἀπό τήν Προῦσσα. Κατά τόν λόγιο Μοναχό Καισάριο Δαπόντε, "νεόνυμφος οὗσα, ἠγαπήθη ἀπό Τοῦρκον τινά γείτονά της, ὅστις ζητῶν νά τήν φέρη εἰς τήν κακήν γνώμην του καί μή δυνηθείς, ἐψευδομαρτύρησεν κατ' αὐτῆς εἰς τόν Κριτήν τῆς Προύσσης, ὅτι εἶπε νά γίνη Τούρκισσα".
Ἡ Ἁγία ἔμεινε στίς φυλακές τῆς ΚΠόλεως 17 χρόνια, ὅπου καί κοιμήθηκε τό 1725, ἀπό τίς κακουχίες καί τούς καθημερινούς βασανισμούς. Τό μαρτυρικό της Λείψανο κηδεύθηκε στό Χάσκοϊ καί κατά τήν ἐκταφή βρέθηκε ἀδιάφθορο καί εὐωδιαστό. Ἀπό τόν Πατριάρχη ΚΠόλεως Παϊσιο ἀνακομίσθηκε στό Ναό τῆς ἁγ. Παρασκευῆς Καζλήτσεσμε.
Ἡ μνήμη της τιμᾶται τήν 30ή Ἀπριλίου.
Ὅσιος Ἀρκάδιος τοῦ Τορζχόκ Ρωσίας (11ος αἰ.), ὁ διά Χριστόν Σαλός
Γεννήθηκε στήν πόλη Βιάζμα τῆς Ρωσίας ἀπό γονεῖς ταπεινούς. Ἀπό τήν παιδική του ἤδη ἡλικία ἀνέλαβε τόν σταυρό τῆς διά Χριστόν σαλότητος. Σύχναζε στόν Καθεδρικό Ναό τῆς πόλεως καί γιά κατοικία του χρησιμοποιοῦσε ἕνα δάσος σέ παρακείμενο λόφο, ὅπου προσεύχοταν πάνω σέ μία πέτρα. Ὅταν θεράπευσε μέ τήν προσευχή του ἕνα ἑτοιμοθάνατο παιδί ἀπό δάγκωμα φιδιοῦ, ἡ συμπεριφορά τῶν κατοίκων πρός τό πρόσωπό του ἄλλαξε καί ἔτσι φεύγοντας τή δόξα τῶν ἀνθρώπων, ἀκολούθησε τόν ὅσ. Ἐφραίμ (+ 1053, τιμᾶται τήν 28η Ἰανουαρίου) καί ἵδρυσε μαζί του Μονή στήν δεξιά ὄχθη τοῦ ποταμοῦ Τβέρτσα, ἀφιερωμένη στούς Παθοφόρους Βόριδα καί Γκλέμπ.
Κοιμήθηκε εἰρηνικά λίγο μετά τήν κοίμηση τοῦ ὁσ. Ἐφραίμ καί ἐνταφιάσθηκε στό Καθολικό τῆς Μονῆς του.
Τό Λείψανό του ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο τήν 11η Ἰουλίου 1677 καί τό 1785 κατατέθηκε στό νέο Καθολικό. Ἡ μνήμη του διακηρύχθηκε κατά τήν ἀρχιερατεία τοῦ Μητροπολίτου Διονυσίου (1584 - 1587). Μεταξύ τῶν θαυμάτων του περιλαμβάνεται καί ἡ διάσωση τῆς πόλεως ἀπό Λιθουανούς ἐπιδρομεῖς.
Μετά τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1917 δέν ὑπάρχουν πληροφορίες γιά τήν τύχη τοῦ Λειψάνου του.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 11η Ἰουλίου.
Ἅγιος Ἀρσένιος Ἐπίσκοπος Τβέρ Ρωσίας (+ 1409)
Γεννήθηκε στό Τβέρ καί νέος μόνασε στή Λαύρα τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου, ὅπου ὑπηρέτησε σάν Ἀρχιδιάκονος τοῦ Μητροπολίτη Ρωσίας ἁγ. Κυπριανοῦ. Τό 1390 πῆρε μέρος συνοδεύοντας τόν Μητροπολίτη, στή μεγάλη Σύνοδο Ρώσων καί Ἑλλήνων Ἱεραρχῶν κ.ἄ. κληρικῶν, τήν ὁποία συγκάλεσε ὁ Ἡγεμόνας τοῦ Τβέρ ἅγ. Μιχαήλ Ἀλεξάντροβιτς (τήν 3η Ἰουλίου), γιά νά δικασθεῖ ὁ Ἐπίσκοπος Τβέρ Εὐθύμιος. Μετά τόν περιορισμό τοῦ Εὐθυμίου στή Μονή Τσουντώφ τῆς Μόσχας, ὁ Ἀρσένιος ἐκλέχθηκε στή θέση του, ἀλλά δέν ἀποδέχθηκε τήν ἐκλογή. Τελικά χειροτονήθηκε τήν 15η Αὐγούστου 1390, πιεζόμενος τόσο ἀπό τόν Μητροπολίτη, ὅσο καί ἀπό τόν Ἡγεμόνα.
Κατά τήν ἀρχιερατεία του (1390 - 1409), ἔκτισε δυό Καθεδρικούς Ναούς πρός τιμήν τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ, ἀνακαίνισε τόν Καθεδρικό Ναό τῆς Θείας Μεταμορφώσεως καί ἵδρυσε τήν Μονή Ζελτίκωφ, ὅπου ἔκτισε τόν πέτρινο Ναό τῆς Κοιμ. Θεοτόκου (1394) καί Παρεκκλήσιο τῶν Ὁσίων Ἀντωνίου καί Θεοδοσίου τοῦ Κιέβου.
Κοιμήθηκε τό 1409 καί ἐνταφιάσθηκε στή Μονή Ζελτίκωφ.
Τό 1483 τό Λείψανό του ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο. Ἡ ἁγιότητά του διακηρύχθηκε ἀπό τήν Σύνοδο τοῦ 1547. Μετά τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1917, δέν ὑπάρχουν πληροφορίες γιά τήν τύχη τοῦ Λειψάνου του.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 2α Μαρτίου.
Ἅγιος Ἀρτέμιος τοῦ Βέρκολα Ρωσίας (+ 1545)
Γεννήθηκε τό 1532 στό χωριό Βέρκολα, στίς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Ντβίνα, στήν βόρεια Ρωσία, ἀπό γονεῖς χωρικούς. Ἀπό τήν ἡλικία τῶν πέντε ἐτῶν ἡ συμπεριφορά του δέν ἦταν παιδική. Τοῦ ἄρεσε ἡ σιωπή, ἦταν ἰδιαίτερα ὑπάκουος, ταπεινός καί ἁγνός καί τόν διέκρινε ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ. Τό 1545, σέ ἡλικία 12 ἐτῶν καί ἐνῶ βοηθοῦσε τόν πατέρα του στίς γεωργικές ἐργασίες, χτυπήθηκε ἀπό κεραυνό καί ἔπεσε νεκρός. Τό Συναξάριό του σημειώνει, ὅτι "ἔτσι ὁ Ἐλεήμων καί Πάνσοφος Κύριος ὁ Θεός, σχεδίασε νά λάβει στά σκηνώματα τῆς Οὐρανίου Βασιλείας Του τήν ψυχή τοῦ δικαίου δούλου Του". Τόν τρόπο τοῦ θανάτου του οἱ ἁπλοϊκοί καί δεισιδαίμονες χωρικοί, τόν ἑρμήνευσαν σάν θεία τιμωρία, σάν σημεῖο ὅτι ὁ Θεός ἦταν θυμωμένος μέ τόν Ἀρτέμιο. Ἔτσι τόν ἄφησαν ἄταφο στό δάσος καί σκέπασαν τό σῶμα του μέ κλαδιά!
Τό 1577, 32 χρόνια μετά τό γεγονός αὐτό, μία συνταρακτική ἀποκάλυψη ἦρθε νά ἀνατρέψει τήν γνώμη τοῦ κόσμου γιά τόν δοῦλο τοῦ Θεοῦ Ἀρτέμιο. Ὁ Ἀναγνώστης τοῦ Ναοῦ τοῦ ἁγ. Νικολάου Καλλίνικος, πῆγε στό δάσος νά μαζέψει μανιτάρια. Ἕνα ὑπερκόσμιο φῶς πάνω ἀπό τό σημεῖο πού "ἀναπαύονταν" τό σῶμα τοῦ παιδιοῦ, τόν ὤθησε νά πλησιάσει καί ἔκπληκτος νά διαπιστώσει, ὅτι τό Λείψανο εἶχε διατηρηθεῖ ἀδιάφθορο! Οἱ δεισιδαίμονες χωρικοί ὑποδέχθηκαν τό γεγονός χωρίς ἰδιαίτερη προσοχή (ἁπλᾶ ἔβαλαν τό Λείψανο σέ ἕνα φέρετρο καί τό τοποθέτησαν σέ μία στοά τοῦ ἐνοριακοῦ Ναοῦ), ὁ Κύριος ὅμως ἐπιφύλαξε στήν περιοχή μία μεγάλη καί θλιβερή περιπέτεια, γιά νά ὁδηγήσει στήν διαπίστωση καί διακήρυξη τῆς ἁγιότητος τοῦ δούλου Του.
Τόν ἴδιο χρόνο μία λοιμική νόσος ἔπληξε τήν εὑρύτερη περιοχή τοῦ ποταμοῦ Ντβίνα καί σημειώθηκαν πολλοί θάνατοι, κυρίως σέ γυναικόπεδα. Τότε ὁ ἀπελπισμένος πατέρας ἑνός ἄρρωστου ἀγοριοῦ ἔσπευσε στήν ἐκκλησία, προσκύνησε τό Λείψανο τοῦ ἁγ. Ἀρτεμίου καί φεύγοντας πῆρε μαζί του φύλλα ἀπό τά κλαδιά πού τό σκέπαζαν. Μέ τήν εὐλογία τῶν φύλλων αὐτῶν τό παιδί ἔγινε καλά καί σταμάτησε ἡ ἐπιδημεία!
Τά θαύματα τοῦ Λειψάνου τοῦ ἁγ. Ἀρτεμίου ἀνάγκασαν τούς κατοίκους νά τό τοποθετήσουν σέ λάρνακα καί νά κτίσουν εἰδική πτέρυγα στόν Ναό τους (τό 1584). Τό 1619 τό Λείψανο ἐξετάσθηκε ἀπό τόν Μητροπ. Νόβγκοροντ Μακάριο καί ἀπό τότε ἄρχισε νά τηρεῖται κατάλογος θαυμάτων. Στά μέσα τοῦ 17ου αἰ. ὁ Μητροπ. Νόβγκοροντ Κυπριανός ἐξέτασε γιά δεύτερη φορά τό Λείψανο, ὑπέγραψε στόν κατάλογο τῶν θαυμάτων καί δώρησε στόν Ναό μία Ἀκολουθία τοῦ Ἁγίου (δέν εἶναι γνωστό ἄν τήν συνέταξε ὁ ἴδιος). Τό 1648 ὁ Τσάρος Ἀλέξιος Μιχαήλοβιτς ζήτησε ἀπό τόν Διοικητή τῆς περιοχῆς Ἀνίσκωφ, νά τοποθετηθῆ τό Λείψανο σέ νέα λάρνακα καί ἐπέτρεψε τήν ἵδρυση Μονῆς. Τό 1649 τό Λείψανο κατατέθηκε στόν Ναό τοῦ Μεγαλομ. Ἀρτεμίου (πού εἶχε κτίσει ὁ ἄλλοτε Διοικητής Ἀθανάσιος Πάσκωφ, μετά τήν διάσωση τοῦ γιοῦ του Ἱερεμία ἀπό βέβαιο θάνατο) καί τό 1793 στόν πέτρινο Ναό πού κτίσθηκε πρός τιμή του.
Ὁ ἅγ. Ἀρτέμιος "μαρτύρησε" μετά θάνατο, κατά τόν διωγμό τῶν ἀθεϊστῶν κατά τῆς Ἐκκλησίας. Τό 1918 οἱ Μπολσεβίκοι κατέστρεψαν τήν Μονή καί τό Λείψανό του, ἀφοῦ τεμαχίσθηκε μέ ξίφος, ρίχθηκε σέ κάποιο πηγάδι τῆς περιοχῆς!
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 23η Ἰουνίου καί τήν 10η Ὀκτωβρίου (μαζί μέ τήν μνήμη τῆς ἀδελφῆς του ἁγ. Παρασκευῆς τοῦ Πινέγκα).
Ἱερομάρτυρας Αὐτόνομος τῆς Νικομηδείας Μ. Ἀσίας (4ος αἰ.)
Ἦταν Ἐπίσκοπος στήν Ἰταλία καί κατά τόν διωγμό τοῦ Διοκλητιανοῦ ἦρθε στή Βιθυνία τῆς Μ. Ἀσίας καί ἐγκαταστάθηκε στούς Σωρεούς, στόν κόλπο τῆς Νικομήδειας, ὅπου ἔκτισε Ναό τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ. Παρά τόν διωγμό κήρυξε τό Εὐαγγέλιο στή Λυκαονία, τήν Ἰσαυρία καί τόν Πόντο.
Τελειώθηκε μαρτυρικά ἀπό τόν εἰδωλολατρικό ὄχλο, ἐνῶ τελοῦσε τήν Θεία Λειτουργία! Φονεύθηκε "ἐνώπιον τῆς Ἁγίας Τραπέζης, θῦμα ἅγιον προσφερθείς εἰς τόν Κύριον τῆς δόξης καί τῆς ἀληθείας Χριστόν".
Τό Λείψανό του ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο καί εὐωδιαστό τόν 6ο αἰ. Δέν σώζονται ἄλλες πληροφορίες γιά τήν τύχη του.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 12η Σεπτεμβρίου.
Ὅσιος Βάρβαρος ὁ Ἰβηρίτης (11ος αἰ.)
Πρόκειται γιά τόν Ἄραβα πειρατή ὁ ὁποῖος κτύπησε μέ τό ξίφος του τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Πορταϊτισσας, ἀπό τήν Ὁποία ἔτρεξε αἷμα! Τό ὄνομά του ἦταν Ραχάϊ, ἀλλά στήν Ἁγιορειτική συνείδηση ἔμεινα σάν Βάρβαρος, παρά τό γεγονός ὅτι κατά τήν μοναχική του κουρά ὀνομάσθηκε Δαμασκηνός.
Ὅπως ἀναφέρει ἡ σχετική διήγηση, «ὑπό τήν σιαγόνα αὐτῆς (τῆς Παναγίας), φαίνεται μέχρι τῆς σήμερον τό σημεῖον τῆς αἱματοβρύτου πληγῆς, τήν ὁποίαν ἔδωκεν αὐτῆ εἷς τῶν Ἀράβων Βάρβαρος ὀνομαζόμενος. Ἡ πληγή αὐτη τῆς ἱεροσύλου χειρός συνωδεύθη μετά τῆς παραδόξου ροῆς τοῦ αἵματος ἀπό τήν πληγήν, διά δέ τόν βάρβαρον ἐγένετο παρακίνησις εἰς τήν σωτήριον μετάνοιαν, καθότι παταχθείς τήν καρδίαν οὖτος ὑπό τοῦ θαύματος, ἐδέχθη ἐν τῆ μονῆ τό Ἅγιον Βάπτισμα, εἶτα καί τό Ἀγγελικόν Σχῆμα». («Ἀνωτέρα Ἐπισκίασις ἐπί τοῦ Ἄθω, ἤτοι διηγήσεις περί τῶν θαυματουργῶν εἰκόνων τῆς Θεοτόκου», 1989, σελ. 65. Ἀκόμη Ἀρχιμ. Φιλαρέτου Βιτάλη, «Παναγία ἡ ἐπονομαζομένη Πορταϊτισσα της Μονῆς Ἰβήρων», 1969, σελ. 45 - 47 καί Ἱερᾶς Μονῆς Ἰβήρων «Ἱστορικόν, Θαύματα καί Παρακλητικός Κανών τῆς Παναγίας Πορταϊτίσσης», 1980, σελ. 10 -12).
Ὁ ἐξ Ἀράβων Ὅσιος πέρασε τό ὑπόλοιπο τῆς ζωῆς του κλαίγοντας μπροστά στήν εἰκόνα τῆς Πορταϊτισσας καί κοιμήθηκε εἰρηνικά. Τό Λείψανό του ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο καί εὐωδιαστό, ἀλλά σήμερα δέν σώζεται.
Σέ τοιχογραφία τοῦ Παρεκκλησίου τῆς Πορταϊτίσσης (1888), εἰκονίζεται σάν νέγρος στρατιωτικός, ἐνῶ σέ ἄλλη τῆς Λιτῆς τοῦ Καθολικοῦ τῆς Μονῆς Ἰβήρων, εἰκονίζεται σάν νέγρος αἰχμάλωτος, μέ σίδερα στό λαιμό καί στά χέρια.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 13η Μαϊου, κατά τήν Σύναξη τῶν Ἰβηριτῶν Ὁσίων Πατέρων.
Ὅσιος Βαρλαάμ, Ἡγούμενος τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου (+ 1065)
Ἦταν γιός τοῦ Βογιάρου Ἰωάννη, ἀξιωματούχου τῆς Αὐλῆς τοῦ Μεγάλου Ἡγεμόνα τοῦ Κιέβου Ἰζιασλάβου. Προικισμένος μέ ἐξαιρετικά πνευματικά καί σωματικά προσόντα καί ἤδη μνηστευμένος μέ μία πλούσια Πριγκίπισσα, ἀσπάσθηκε τόν μοναχικό βίο καί ἔγινε μαθητής τοῦ ὁσ. Ἀντωνίου τοῦ Ἐσφιγμενίτη. Ἡ κουρά του ἀπό τόν Ἡγούμενο ὅσ. Νίκωνα, προκάλεσε θλίψεις στούς μοναχούς ἀπό τόν Ἡγεμόνα καί τόν πατέρα του. (Τότε ἀναγκάσθηκε νά αὐτοεξορισθεῖ ὁ ὅσ. Νίκωνας στήν ἔρημο τοῦ Τμουταρακάν, ὅπου κοιμήθηκε εἰρηνικά, τό 1088).
Ἀπό τόν ὅσ. Ἀντώνιο ὁρίσθηκε Ἡγούμενος τῆς (τότε μικρῆς) ἀδελφότητας καί μέ τήν εὐλογία του ὕψωσε τόν πρῶτο ξύλινο Ναό, πρός τιμήν τῆς Παναγίας. Τελικά ἀπό τόν διώκτη του Μεγ. Ἡγεμόνα Ἰζιασλάβο, κλήθηκε νά ὀργανώσει τήν Μονή τοῦ ἁγ. Δημητρίου, πού ὁ ἴδιος εἶχε ἱδρύσει. Μετά τήν ὁλοκλήρωση τῆς ἀποστολῆς αὐτῆς, ὁ Ὅσιος ἐπισκέφθηκε τήν ΚΠολη καί τά Ἱεροσόλυμα, ὅπου συγκέντρωσε ἱερά ἄμφια, εἰκόνες καί ἅγια Λείψανα γιά τήν ἀρτισύστατη Μονή.
Κοιμήθηκε εἰρηνικά στό Βλαδιμήρ τό 1065 καί κηδεύθηκε στήν Λαύρα, ὅπου σήμερα σώζεται τό ἀδιάφθορο Λείψανό του.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 19η Νοεμβρίου.
Ὅσιος Βαρλαάμ τοῦ Χουτίν Ρωσίας (+ 1193)
Γεννήθηκε στό Νόβγκοροντ ἀπό πλούσια οἰκογένεια, ἔτυχε ἱκανῆς παιδείας καί νωρίς ἔδειξε ἐνδιαφέρον γιά τήν μοναχική ζωή. Μετά τόν θάνατο τῶν γονέων του, ἔφυγε μαζί μέ δύο συντρόφους γιά τίς ἐρημιές τῆς λίμνης Βολκώφ. Οἱ ἐπιθέσεις τῶν δαιμόνων στήν ἐρημική αὐτή περιοχή, τόν ἀνάγκασαν νά ἐνταχθεῖ στήν Μονή τοῦ ὁσ. Ἀντωνίου τοῦ Ρωμαίου. Ἵδρυσε τήν Μονή τῆς Θείας Μεταμορφώσεως στό Χουτίν.
Κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 1193, ἐλεημένος μέ τά χαρίσματα τῶν ἰαμάτων καί τῆς προφητείας.
Τόν 15ο αἰ. τό Λείψανό του ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο. Μετά τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1917, δέν ὑπάρχουν πληροφορίες γιά τήν τύχη του.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 6η Νοεμβρίου.
Ἅγιος Βαρσανούφιος Ἐπίσκοπος Τβέρ Ρωσίας (+ 1576)
Γεννήθηκε τό 1512 καί ἦταν γιός Ἱερέως. Σέ μικρή ἡλικία αἰχμαλωτίσθηκε ἀπό τούς Τατάρους καί κατά τήν διάρκεια τῆς τριετούς αἰχμαλωσίας του ἔμαθε τήν γλώσσα τους. Μετά τήν ἀπελευθέρωσή του ἔγινε μοναχός στήν Μονή τοῦ Σωτῆρος τῆς Μόσχας, ὅπου ἀναδείχθηκε Ἡγούμενος. Ἀπό ἐκεῖ ὁ Τσάρος Ἰβάν Δ' ὁ Τρομερός τόν ἔστειλε στό Καζάν, γιά νά βοηθήσει τόν Ἀρχιεπίσκοπο ἅγ. Γουρία στό ἱεραποστολικό καί ποιμαντικό του ἔργο, ἐπειδή γνώριζε τήν Ταταρική γλώσσα, ἀλλά καί τήν ἰατρική τῆς ἐποχῆς του. Στό Καζάν ἵδρυσε τήν Μονή τῆς Θείας Μεταμορφώσεως (στήν ὁποία ἐνταφιάσθηκε ὁ ἅγ. Γουρίας, τό 1563).
Τό 1567 χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος Τβέρ, ἀλλά συνέχισε τήν ζωή τοῦ ἱεραποστόλου μοναχοῦ. Πρός τό τέλος τῆς ζωῆς του ἐπέστρεψε στόν Καζάν καί ἡσύχασε στή Μονή τῆς Θείας Μεταμορφώσεως, ὅπου κοιμήθηκε εἰρηνικά καί ἐνταφιάσθηκε, τό 1576.
Τό 1595 ὁ τότε Μητροπολίτης Καζάν καί ἔπειτα Πατριάρχης Μόσχας ἅγ. Ἑρμογένης, ἀνακόμισε ἀδιάφθορα τά Λείψανα καί τῶν δύο Ἁγίων. (Τό Λείψανο τοῦ ἁγ. Γουρία βρέθηκε ἐντελῶς ἄφθαρτο καί εὐωδιαστό! Τό Λείψανο τοῦ ἁγ. Βαρσανουφίου εἶχε ὑποστεῖ μικρή φθορά στά πόδια). Μετά τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1917, δέν ὑπάρχουν πληροφορίες γιά τήν τύχη τοῦ Λειψάνου τοῦ ἁγ. Βαρσανουφίου.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 11η Ἀπριλίου καί ἡ Ἀνακομιδή τοῦ Λειψάνου του τήν 4η Ὀκτωβρίου.
Ἅγιος Βασίλειος Ἐπίσκοπος Ριαζάν Ρωσίας (+ 1360)
Γιά τήν προηγούμενη ζωή τοῦ ἁγ. Ἀρχιερέως Βασιλείου Β’ Ἐπισκόπου Ριαζάν δέν διασώθηκαν πληροφορίες. Ὡς Ἐπίσκοπος ἀρχιεράτευσε ἀρχικά στό Μούρομ, ὅπου ὁ διάβολος προσπάθησε νά διακόψει τήν θεοφιλή ποιμαντορία του μέ τόν ἀκόλουθο τρόπο: Παρουσίαζε ὁ μισόκαλος κατά φαντασίαν μία γυναῖκα νά μπαίνει τίς νύκτες στό ἐνδιαίτημα τοῦ Ἀρχιερέως! Τό γεγονός αὐτό προκάλεσε ὅπως ἦταν φυσικό σκανδαλισμό καί κλονισμό τῆς πίστεως τοῦ λαοῦ στό πρόσωπο τοῦ Ποιμενάρχη του, κάποια στιγμή μάλιστα κινδύνευσε καί ἡ ζωή του ἀπό τό ἐξαγριωμένο πλῆθος.
Ὁ Ἅγιος, ἔχοντας ἐμπιστοσύνη στό Θεό, ζήτησε ἀπό τό λαό προθεσμία μιᾶς νύκτας γιά νά κριθεῖ δημόσια τήν ἑπομένη. Ἔπειτα, ἀφοῦ ἔκανε ὁλονύκτια ἀγρυπνία στό Ἐπισκοπικό Παρεκκλήσιο, πῆγε στόν Καθεδρικό Ναό καί προσκύνησε τήν θαυματουργή εἰκόνα τῆς Παναγίας πού εἶχε φέρει ἀπό τό Κίεβο ὁ Ἡγεμόνας τοῦ Μούρωμ ἅγ. Κωνσταντῖνος. Στή συνέχεια μέ τήν εἰκόνα στά χέρια, πῆγε στήν ὄχθη τοῦ ποταμοῦ Ὄκα, ὅπου ὁ Θεός οἰκονόμησε ἐξαίσιο θαῦμα γιά νά ἀποδείξει τήν ἀθωότητα τοῦ Λειτουργοῦ Του: Ὁ Ἅγιος ἅπλωσε τόν μανδύα του στό νερό, ἀνέβηκε πάνω του κρατῶντας τήν εἰκόνα καί ἔπλευσε ἀντίθετα προς τό ρεῦμα τοῦ ποταμοῦ! ἐνῶ ὁ λαός καί οἱ ἄρχοντες τόν ἱκέτευαν νά μήν τούς ἐγκαταλείψει.
Ὁ ἅγ. Βασίλειος συνέχισε τόν ἀνάπλου τοῦ ποταμοῦ μέχρι τό Ριαζάν, ὅπου ὁ λαός τοῦ ἐπιφύλαξε θερμή ὑποδοχή. Ἕκτοτε μετέφερε τήν ἕδρα τῆς Ἐπισκοπῆς στό Ριαζάν καί κατέθεσε τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας στόν Καθεδρικό Ναό τῆς πόλεως, ὅπου καί σήμερα φυλάσσεται. Ἀργότερα ὁ Ἅγιος ἀναγκάσθηκε νά μετακινηθεῖ στό Περεγιασλάβλ, κατά τήν διάρκεια μιᾶς Ταταρικῆς ἐπιδρομῆς, ὅπου καί κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 1360 (ἤ 1378). Τό Λείψανό του ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο τό 1609 καί κατατέθηκε στόν Καθεδρικό Ναό τοῦ Ριαζάν. Μετά τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1917, δέν ὑπάρχουν πληροφορίες γιά τήν τύχη του.
Γιά τούς Ρώσους Ὀρθοδόξους θεωρεῖται προστάτης ὅσων πρόκειται νά κάνουν χερσαῖο ἤ θαλάσσιο ταξείδι.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 12η Ἀπριλίου, τήν 21η Μαϊου, τήν 5η Ἰουνίου καί τήν 10η Ἰουλίου.
Ὅσιος Βασίλειος τῆς Μολντοβίτσας Ρουμανίας (15ος αἰ.)
Περιώνυμος ἀσκητής, καταγόμενος ἀπό τήν βόρεια Μολδαβία. Μόνασε στήν Ἡγεμονική Μονή τῆς Μολντοβίτσας, στή Μπουκοβῖνα, πού ἵδρυσε τόν 15ο αἰ. ὁ Ἡγεμόνας Ἀλέξανδρος ὁ Καλός καί ὁλοκλήρωσε τό 1532 ὁ Ἡγεμόνας Πέτρος Ράρες, γιός τοῦ Μεγάλου Στεφάνου. Ἀπό τόν Μητροπολίτη Μολδαβίας Ἰωσήφ Μουσάτ δέχθηκε τήν Ἱερωσύνη καί ἀναδείχθηκε Ἡγούμενος. Ἡ φήμη τῆς ἁγιότητάς του ἔφθασε μέχρι τήν Ἡγεμονική Αὐλή καί ἔτσι ὁ Ἀλέξανδρος ὁ Καλός τόν ἔκανε πνευματικό του. Ὁ Ὅσιος εἶχε μαθητές στήν ΚΠολη καί τό Ἅγιο Ὄρος. Στή Μονή του ἵδρυσε Σχολές Κατηχητῶν καί Καλλιγράφων - Ἀντιγραφέων. Ἐλεήθηκε ἀπό τόν Θεό μέ τό προορατικό καί θαυματουργικό χάρισμα.
Κοιμήθηκε εἰρηνικά, ἀφήνοντας στήν Μονή πλέον τῶν 100 μοναχῶν (δέν εἶναι γνωστός ὁ χρόνος τοῦ θανάτου του).
Τό Λείψανό του ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο καί κατατέθηκε στό Καθολικό τῆς Μονῆς του. Ἐκεῖ ἔμεινε περίπου μέχρι τό 1635, ὁπότε ἐνταφιάσθηκε σέ κρυφό σημεῖο τῆς Μονῆς, γιά νά ἀσφαλισθεῖ.
Ἅγιος Βασίλειος Μητροπολίτης Ὀστρόβου Μαυροβουνίου (+ 1671)
Γεννήθηκε στό Πόποβο Πόλιε τῆς Ἐρζεγοβίνης, τό 1610. Σέ νεαρή ἡλικία μόνασε στήν Μονή Εἰσοδείων τῆς Θεοτόκου στό Ζάβαλι καί ἀργότερα στήν Μονή Τβαρντός, ὅπου δέχθηκε τήν Ἱερωσύνη ἀπό τόν Μητροπολίτη Τρεμπίνιε Μακάριο. Ἐργάσθηκε ἱεραποστολικά κατά Λατίνων καί Οὐνιτῶν, κινδύνευσε ἀπό ἐξισλαμισμένους Σέρβους καί τελικά κατέφυγε στήν Ρωσία, ἀπ' ὅπου ἐπέστρεψε ἐνισχυμένος ἠθικά καί οἰκονομικά καί ἐπιδόθηκε σέ μεγάλο μορφωτικό, πνευματικό καί οἰκοδομικό ἔργο.
Τό 1638, σέ ἡλικία μόλις 28 ἐτῶν!, χειροτονήθηκε γιά τήν ἀρετή καί τήν δράση του Μητροπολίτης Τρεμπίνιε, ἀπό τόν Πατριάρχη Πεκκίου Παϊσιο. Ἀργότερα ἀναδείχθηκε Μητροπολίτης Ζαχουμίας, ἀπό τόν ἔπειτα Ἱερομάρτυρα Πατριάρχη Πεκκίου Γαβριήλ. Ἄσκησε τά ἀρχιερατικά του καθήκοντα ἀπό τήν Μονή τοῦ Ὀστρόβου, στό Μαυροβούνιο, ὅπου ἔζησε ἀσκητικώτατα σέ παρακείμενο σπήλαιο.
Κοιμήθηκε εἰρηνικά, τό 1671.
Εἶναι ἰδιαίτερα θαυματουργός. Γιά τούς Μουσουλμάνους κατοίκους τῆς περιοχῆς, εἶναι ὁ "ἱκέτης τοῦ Παραδείσου", ἐνῶ οἱ Ὀρθόδοξοι χρησιμοποιοῦν τό ὄνομά του γιά ἐπικύρωση συμφωνιῶν καί ἐκτός ἀπό τίς καθιερωμένες ἀπό τήν Ἐκκλησία νηστείες, τηροῦν καί τήν "ἑβδομάδα τοῦ Ἁγίου Πατρός Βασιλείου".
Τό 1678 τό Λείψανό του ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο, μετά ἀπό ἐμφάνισή του στόν Ἡγούμενο τῆς Μονῆς τοῦ ἁγ. Λουκᾶ ἀρχιμ. Ραφαήλ. Τό 1714 οἱ μοναχοί ἔκρυψαν τό Λείψανο στίς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Ζέτα, γιά νά ἀποφύγουν τήν καταστροφή του ἀπό τόν Χουμάν Πασά. Ὅταν μετά ἀπό ἕνα χρόνο μία πλημμύρα κατέστρεψε τίς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ, τά νερά θαυματουργικά δέν τό ἄγγιξαν! Τό 1852 καί τό 1876 - 77, τό Λείψανο μεταφέρθηκε γιά προφύλαξη στό Τσετίνιε. Σήμερα φυλάσσεται στήν Μονή τοῦ Ὀστρόβου.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 29η Ἀπριλίου.
Ἱερομάρτυρας Βασιλεύς Ἐπίσκοπος Ἀμασείας (4ος αἰ.)
Καταγόταν ἀπό τήν Ἀμάσεια τοῦ Πόντου (ὅπου κατά τήν παράδοση κήρυξε τό Εὐαγγέλιο ὁ Ἀπόστολος Ἀνδρέας καί ἐγκατέστησε πρῶτο Ἐπίσκοπό της τόν Νικήτιο). Ἀρχιεράτευσε στήν Ἀμάσεια μετά ἀπό τόν Ἐπίσκοπο Φαίδημο (πού χειροτόνησε τόν ἅγ. Γρηγόριο Ἐπίσκοπο Νεοκαισάρειας). Διακρίθηκε γιά τό πνευματικό, ποιμαντικό καί ἱεραποστολικό του ἔργο, "συγκροτῶν Ἁγίας Συνόδους πρός καθαίρεσιν τῆς εἰδωλολατρείας".
Μαρτύρησε κατά τήν βασιλεία τοῦ Λικινίου, κάτω ἀπό τίς ἀκόλουθες συνθήκες: Ἡ σύζυγος τοῦ Αὐτοκράτορα Λικινίου Κωνσταντία (ἀδελφή τοῦ Μεγ. Κωνσταντίνου), εἶχε στήν ὑπηρεσία της μία "ἐκπάγλου καλλονῆς" νέα, τήν Γλαφυρῆ. Τήν νέα αὐτή θέλησε νά κάνει ἐρωμένη του ὁ Λικίνιος, ἡ κόρη ὅμως φανέρωσε τήν ὑπόθεση στήν κυρία της καί μέ τήν βοήθειά της διέφυγε στήν Ἀμάσεια, ὅπου βρῆκε καταφύγιο στήν Ἐπισκοπή τοῦ Ἁγίου Βασιλέως. Ἐκεῖ διέθεσε τά χρήματα καί τά κοσμήματά της στούς πτωχούς καί κοιμήθηκε εἰρηνικά (ἡ Ἐκκλησία τήν τιμᾶ "ὡς κατά προαίρεσιν Μάρτυρα", τήν 26η Ἀπριλίου). Ὅταν ὁ Λικίνιος ἔμαθε τήν ἐξέλιξη αὐτή, θεώρησε ὑπεύθυνο τῆς ἀποτυχίας του τόν Ἅγιο καί διέταξε τήν σύλληψή καί μεταφορά του στήν Νικομήδεια, ὅπου τελειώθηκε μέ ἀποκεφαλισμό.
Τό Λείψανο τοῦ Ἱερομάρτυρα ρίχθηκε ἀπό τούς δημίους του στήν θάλασσα καί κατά τήν πρόρρησή του, ὅτι "θέλει ἀποδοθεῖ σῶον καί ὁλόκληρον", βρέθηκε ἀδιάφθορο στή Σινώπη, μετά ἀπό ὑπερφυσική ἀποκάλυψη.
Δέν εἶναι γνωστό πότε τό Λείψανο διαλύθηκε, σήμερα πάντως ἡ τιμία Κάρα του φυλάσσεται στή Μονή Δοχειαρίου καί μία τῶν χειρῶν του στή Μονή Ἰβήρων Ἁγίου Ὄρους.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 26η Ἀπριλίου καί ἡ Εὕρεση τοῦ Λειψάνου του τήν 30η Ἀπριλίου.
Ὅσιος Βασσιανός τοῦ Ἄγκλιχ Ρωσίας (+ 1509)
Ὑπῆρξε μαθητής τοῦ ὁσ. Παϊσίου τοῦ Ἄγκιλιχ. Καταγόταν ἀπό τήν Πριγκιπική Οἰκογένεια Σεστίκιν (Shestikhin· γόνος τῆς οἰκογένειας αὐτῆς ἦταν καί ὁ ἅγ. Θεόδωρος Ἡγεμόνας τοῦ Σμολένσκ, + 1299· 2). Σέ ἡλικία 33 ἐτῶν μόνασε στή Μονή Ἁγίας Σκέπης, ὅπου ὑποτάχθηκε στόν ὅσ. Παϊσιο. Τό 1492, μετά ἀπό κοινοβιακή ζωή 20 ἐτῶν, πῆγε μέ τήν εὐλογία τοῦ Γέροντά του στήν ἔρημο καί ἵδρυσε μονή πρός τιμή τῆς Ἁγίας Τριάδος.
Κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 1509, μετά ἀπό 17 χρόνια ἀσκήσεως στή μονή του.
Τό 1548 τό Λείψανό του ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο. Μετά τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1917, δέν ὑπάρχουν πληροφορίες γιά τήν τύχη του.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 12η Φεβρουαρίου καί τήν 6η Ἰουνίου (μαζί μέ τόν ὅσ. Παϊσιο).
Ἁγία Βατθίλδη Βασίλισσα τῆς Γαλλίας (+ 680)
Γεννήθηκε στήν Ἀγγλία τό πρῶτο μισό τοῦ 7ου αἰ. καί πολύ νέα αἰχμαλωτίσθηκε ἀπό πειρατές καί πουλήθηκε σάν δούλη στόν Ἐρσινόλδο, αὐλάρχη τῶν Ἀνακτόρων τοῦ βασιλείου τῆς Νευστρίας. Τό 655 ἔγινε σύζυγος τοῦ Βασιλέως τῆς Νευστρίας Χλοδοβίκου Β', μέ τόν ὁποῖο γέννησε τρεῖς Βασιλεῖς: Τόν Κλοταῖρο Β' τῆς Νευστρίας, τόν Χιλδέριχο Β' τῆς Αὐστρασίας καί τόν Τιερρύ Γ, διάδοχο τοῦ Κλοταίρου. Μετά τόν θάνατο τοῦ συζύγου της, τό 657, ἀφιερώθηκε σέ ἔργα ἀρετῆς καί φιλανθρωπίας καί μέ τήν ἐπιρροή της ἀπέτρεψε τόν ἐμφύλιο πόλεμο μεταξύ τῶν βασιλείων τῆς μεσαιωνικῆς Γαλλίας. Ἀγωνίσθηκε κατά τῆς σιμωνίας, ἐξασφάλισε δικαιοσύνη γιά ὅλους τούς πολίτες, ἐργάσθηκε γιά τήν κατάργηση τῆς δουλείας, ἔκτισε πολλούς ναούς, ἵδρυσε ἐκκλησιαστικά ἱδρύματα καί εὐνόησε ἰδιαίτερα τήν Μονή Σέλλες, κοντά στό Παρίσι.
Ἔγινε μοναχή στό Σέλλες μετά ἀπό μία ἐξέγερση τοῦ Ἐπισκόπου Σιγοβεράνδου τῶν Παρισίων καί ἔζησε μέ ὑπακοή στήν ἡγουμένη καί τήν ἀδελφότητα. Τά τελευταῖα της χρόνια δοκιμάσθηκε ἀπό τόν ἐμφύλιο πόλεμο τῶν γιῶν της Χιλδέριχου καί Τιερρύ, γιά τήν διαδοχή τοῦ Κλοταίρου, καί ἀπό σοβαρή ἀσθένεια, τήν ὁποία ἀνιμετώπισε μέ χριστιανική ἐγκαρτέρηση. Κοιμήθηκε εἰρηνικά τήν 30ή Ἰανουαρίου 680 καί ἐνταφιάσθηκε στή Μονή τοῦ Σέλλες. Τά πολυάριθμα θαύματά της ἀνέδειξαν τόν τάφο της φημισμένο τόπο προσκυνήματος. Τό 833 τό Λείψανό της ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο. Σήμερα δέν ὑπάρχουν πληροφορίες γιά τήν τύχη του, πιθανῶς νά καταστράφηκε κατά τήν Γαλλική Ἐπανάσταση, ὅπως καί πολλά ἄλλα ἅγια Λείψανα.
Ἡ μνήμη της τιμᾶται τήν 30ή Ἰανουαρίου.
Ὅσιος Βενέδικτος ὁ Μετεωρίτης (+ 1543)
Καμμία πληροφορία σχετικά μέ τήν καταγωγή, ἀλλά καί τήν ζωή τοῦ Ὁσίου αὐτοῦ δέν διασώθηκε. Ἀπό τόν Βίο τῶν ὁσ. Θεοφάνη καί Νεκταρίου, Κτιτόρων τῆς Μονῆς Βαρλαάμ Μετεώρων, προκύπτει ὅτι ὁ ὅσ. Βενέδικτος ἦταν ἀπό τούς πρώτους ὑποτακτικούς τους, μαζί μέ τόν ὅσ. Παχώμιο. Ἄρχικά ἀσκήθηκε στόν Στῦλο τοῦ Τιμίου Προδρόμου (νότια τῆς σωζομένης σήμερα Μονῆς τοῦ ἁγ. Νικολάου τοῦ Ἀναπαυσᾶ) καί ἀργότερα στόν Βράχο τοῦ Βαρλαάμ. Κοιμήθηκε εἰρηνικά τήν Κυριακή τοῦ Πάσχα τοῦ 1543 (κατά τήν ὁποία συνέπεσε καί ἡ Ἑορτή τοῦ Εὐαγγελισμοῦ - Κύριον Πάσχα).
"Γιά τόν ἀξιοζήλευτο αὐτό ὑποτακτικό - γράφει ἡ μ. Θεοτέκνη Ἁγιοστεφανίτισσα - ὁ ὅσ. Θεοφάνης σημειώνει στήν αὐτοβιογραφία του:
"Ἐν τούτῳ δέ τῷ ἔτει (1543) κεκοίμηται καί ὁ ἀδελφός ἡμῶν Βενέδικτος, ὁ ἐξ ἀρχῆς ἕως τέλους ἄκραν ὑποταγήν ἐνδειξάμενος εἰς ἡμᾶς, μᾶλλον δέ εἰς Θεόν".
Μέ τήν ἄκρα του ὑπακοή καί ταπείνωση "τελειωθείς ἐν ὀλίγῳ, ἐπλήρωσε χρόνους πολλούς" (Σοφ. Σολομ. δ, 13). Ὅταν ἀργότερα ἔγινε ἡ ἐκταφή του, τό σκήνωμά του βρέθηκε ἄφθορο, μέ διατηρούμενο τό δέρμα του πάνω στά ἁγιασμένα ὀστά". (μ. Θεοτέκνης Ἁγιοστεφανιτίσσης, "Στό Βράχο τῆς Ἰσάγγελης Πολιτείας - Οἱ Ἅγιοι Κτίτορες τοῦ Βαρλαάμ", 1998, σελ. 151).
Σήμερα ἕνα τῶν πελμάτων τοῦ ὁσ. Βενεδίκτου σώζεται στή Μονή Βαρλαάμ σέ ἀδιάφθορη κατάσταση.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 27η Μαϊου, κοινῶς μετά τῶν Γερόντων του Ὁσίων Θεοφάνους καί Νεκταρίου.
Ὁσία Βερβούργα τοῦ Χάνμπουρυ Βρεττανίας (7ος - 8ος αἰ.)
Ἦταν κόρη τοῦ Βούλφχερ (πρώτου Χριστιανοῦ Βασιλιά τῆς Μερκίας) καί τῆς ὁσ. Ἐρμενχίλδης (+ περίπου 700). Μετά τόν θάνατο τοῦ πατέρα της (673), αὐτή καί ἡ μητέρα της ἔγιναν μοναχές σέ μονή τοῦ Ἔλυ. Ἀσκήθηκε σάν ὑποτακτική τῆς μητέρας καί ἀνέβηκε σέ ὕψος ἀρετῆς, ὥστε νά διορισθεῖ ἀπό τόν θεῖο της Βασιλιά Ἔθελρεντ Προϊσταμένη τῶν γυναικείων μονῶν τοῦ βασιλείου. Ἐλεήθηκε ἀπό τόν Θεό μέ τά χαρίσματα τῶν ἰαμάτων καί τῆς προφητείας.
Ἀφοῦ προεῖδε τόν θάνατό της, κοιμήθηκε εἰρηνικά στό κοινόβιο τοῦ Τρένινχαμ, μεταξύ τῶν ἐτῶν 700 καί 707, ἀφήνοντας ἐντολή νά ἐνταφιασθεῖ τό σῶμα της στό Χάνμπουρυ.
Ἑννέα χρόνια μετά τήν κοίμησή της, ὁ Βασιλιάς Κέολερντ ἀνακόμισε τό Λείψανό της ἀδιάφθορο. Τό Λείψανο διαλύθηκε κατά τρόπο θαυμαστό τό 869, κατά τήν εἰσβολή τῶν Δανῶν. Δέν ὑπάρχουν πληροφορίες γιά τήν τύχη τῶν Λεειψάνων της.
Ἡ μνήμη της τιμᾶται τήν 3η Φεβρουαρίου.
Ὁσία Βιθβούργα τοῦ Ἀνατ. Ντέρεχαμ Βρεττανίας (+ 743).
Ἦταν κόρη τοῦ Βασιλέως τῆς Ἀνατολικῆς Ἀγγλίας Ἄννα καί ἀδελφή τῆς ὁσ. Ἐθελδρέδης. Γιά πολλά χρόνια ἔζησε ἐρημητικά στό Χόλκχαμ τοῦ Νόρφολκ καί μετά στό Ἀνατολικό Ντέρεχαμ, ὅπου ἵδρυσε μοναστική κοινότητα.
Κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 743, πρίν τήν ὁλοκλήρωση τῶν ἐγκαταστάσεων τοῦ κοινοβίου της. Ἐνταφιάσθηκε στήν αὐλή τοῦ Ναοῦ, ὅπου μέχρι σήμερα σώζεται πηγή ἁγιάσματος πού φέρει τό ὄνομά της, ὅπως μαρτυρεῖ ἤδη ἀπό τό 1107 ὁ λόγιος μοναχός Θωμᾶς στήν "Ἱστορία τοῦ Ἔλυ".
Τό 798 τό Λείψανό της ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο καί κατατέθηκε στόν Ναό. Τό 974 ὁ Ἡγούμενος Brithnoth τοῦ Ἔλυ, μετέφερε τό Λείψανο στό Μπράντουμ καί τό τοποθέτησε κοντά στά Λείψανα τῶν ἀδελφῶν της, Ὁσίων Ἐθελδρέδας καί Σεξβούργας, καί τῆς ἀνηψιᾶς της ἁγ. Ἐρμενλίνδας. Τό 1106 ἡ ἀφθαρσία τοῦ Λειψάνου τῆς Ὁσίας πιστοποιήθηκε ξανά, ἐνῶ ἀπό τά Λείψανα τῶν ἄλλων ὑπῆρχαν μόνον ὀστά (τό Λείψανο τῆς Ὁσίας ἦταν ὄχι μόνο τέλεια διατηρημένο, ἀλλά καί εὔκαμπτο).
Τό Λείψανο τῆς ἁγ. Βιθβούργας καταστράφηκε κατά τήν Διαμαρτύρηση, μαζί μέ πολλά ἄλλα Λείψανα, μετά ἀπό διαταγή τοῦ Ἐρρίκου Γ'.
Ἡ μνήμη της τιμᾶται τήν 8η Ἰουλίου.
Ἅγιος Βλαδίμηρος Ἡγεμόνας τοῦ Νόβγκοροντ Ρωσίας (+ 1052)
Ἦταν πρεσβύτερος γιός τοῦ Μεγάλου Ἡγεμόνα τοῦ Κιέβου Γιαροσλάβου τοῦ Σοφοῦ (1018 - 1054) καί τῆς ὁσ. Ἄννας τῆς Σουηδῆς (+ 1050). Γεννήθηκε τό 1020 καί τό 1034, σέ ἡλικία μόλις 14 ἐτῶν, ἀνέλαβε τήν Ἡγεμονία τοῦ Νόβγκοροντ. Ἦταν καλοῦ χαρακτῆρα καί στή διοίκηση βοηθήθηκε ἀπό τόν Ἐπίσκοπο τῆς πόλεως ἁγ. Λουκᾶ καί τήν ἐνάρετη σύζυγό του Πριγκίπισσα Ἀλεξάνδρα. Ἐκτός ἄλλων ἔργων περιτείχισε τήν πόλη καί ἔκτισε τόν Καθεδρικό Ναό τῆς Ἁγίας Σοφίας (1045 - 1052).
Κοιμήθηκε αἰφνίδια τό 1052, σέ ἡλικία 32 ἐτῶν, εἴκοσι μόλις ἡμέρες μετά τά ἐγκαίνια τῆς Ἁγίας Σοφίας (ἐγκαινιάσθηκε ἀπό τόν ἅγ. Λουκᾶ, τήν 14η Σεπτεμβρίου 1052) καί ἐνταφιάσθηκε στή Μητρόπολη.
Τό 1439, μετά ἀπό ἐμφάνισή του στόν Ἀρχιεπίσκοπο Νόβγκοροντ ἅγ. Εὐθύμιο Γ', τό Λείψανό του ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο. Τό Λείψανό του ἦταν κατατεθημένο στόν Ναό τῆς Ἁγίας Σοφίας (μαζί μέ ἐκεῖνο τῆς μητέρας του ὁσ. Ἄννης), μέχρι τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1917. Ἔκτοτε ἀγνοεῖται ἡ τύχη του.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 4η Ὀκτωβρίου.
Ἅγιος Γαβριήλ τοῦ Σλούτσκ Πολωνίας (+ 1690)
Γεννήθηκε τό 1684 στό χωριό Σβέρκα, τῆς περιφερείας Ζαμπλούντωφ τῆς Πολωνίας, ἀπό γονεῖς χωρικούς. Σέ ἡλικία μόλις 6 ἐτῶν (τό 1690), ἀπήχθηκε ἀπό ἕναν Ἑβραίο ἐνοικιαστή κτήματος καί ὁδηγήθηκε στό Μπιαλιστόκ, ὅπου σταυρώθηκε μετά ἀπό βασανιστήρια! Τό κακοποιημένο σῶμα του βρέθηκε ἀφημένο σέ ἕνα ξέφωτο, ἑννέα ἡμέρες μετά τόν θάνατό του, καί κατά τρόπο παράδοξο δέν εἶχε πειραχθεῖ ἀπό τούς ἄγριους σκύλους καί τά ὄρνεα! Τό Λείψανο ἐνταφιάσθηκε κοντά στόν Ναό τοῦ Κοιμητηρίου.
Κατά τόν 18ο αἰ. μία ἐπιδημία θανάτωσε χιλιάδες ἀνθρώπους καί πολλά παιδιά ἐνταφιάσθηκαν κοντά του. Ὅταν, κατά τήν διάρκεια τῆς ἐκσκαφῆς ἑνός τάφου, φάνηκε τό φέρετρό του, τό Λείψανό του ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο καί ἡ ἐπιδημία ἄρχισε νά ὑποχωρεῖ! Τότε τό Λείψανο μεταφέρθηκε στόν Ναό τοῦ χωριοῦ του. Τό 1794, ὁ Ναός καταστράφηκε ἀπό πυρκαγιά, ἀλλά τό Λείψανο διασώθηκε ἀνέπαφο, μέ ἕνα μικρό ἔγκαυμα στό χέρι, τό ὁποῖο ὅμως ἀποκαταστάθηκε θαυματουργικά! Τότε μεταφέρθηκε στήν Μονή Ζαμπλούντωφ. Τό 1894 ἐγκαινιάσθηκε Ναός πρός τιμή του πάνω στόν τάφο του. Ὅταν ἑννέα χρόνια ἀργότερα ὁ Ναός κατάστράφηκε ἀπό πυρκαγιά, ἡ ἐφέστια εἰκόνα τοῦ Ἁγίου βρέθηκε ἄθικτη ἀνάμεσα στίς στάχτες!
Τό Λείψανο διαφυλάχθηκε μέχρι τό 1992 στή Μονή Ἁγίας Τριάδος στό Σλούτσκ, ὅπου εἶχε μεταφερθεῖ γιά ἀσφάλεια. Σήμερα φυλάσσεται στό Μπυάλιστοκ καί ἀποτελεῖ ἕναν πολύτιμο πνευματικό θησαυρό τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Πολωνίας.
Ἡ ἁγιότητά του διακηρύχθηκε τό 1820.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 20η Ἀπριλίου καί ἡ Ἀνακομιδή τοῦ Λειψάνου του τήν 9η Μαϊου.
Ὁσιομάρτυρες Γαϊανή καί Ριψιμία τῆς Ἀρμενίας (+ 292)
Ἡ ἁγ. Ριψιμία ἦταν προεστώσσα μιᾶς συνοδείας παρθένων στήν Ρώμη. Ὅταν ὁ Αὐτοκράτορας Διοκλητιανός (284 - 305), θέλησε νά νυμφευθεῖ τήν ὡραιοτάτη παρθένο Γαϊανή, ἡ συνοδεία ἀναγκάσθηκε νά διαφύγει στήν Ἀρμενία, ὅπου ὅμως διώχθηκε ἀπό τόν Βασιλέα Τηριδάτη (μετά ἀπό παρότρυνση τοῦ Διοκλητιανοῦ).
Οἱ ἁγίες Ριψιμία καί Γαϊανή βασανίσθηκαν μέ μεγάλη σκληρότητα καί τελειώθηκαν μαρτυρικά, κομμένες σέ μικρά τεμάχια! Μαζί τους μαρτύρησαν 32 Παρθένες τῆς συνοδείας τους καί 70 ἄνδρες, οἱ ὁποῖοι μέχρι τότε κρύβονταν στό ὄρος Ἀραράτ.
Τά Λείψανά τους, τά ὁποῖα βρέθηκαν μετά ἀπό ἀρκετά χρόνια "εὐωδιάζοντα, σῶα, ἀκέραια καί ἀπείρακτα ἀπό τά πετεινά καί τά θηρία", κήδευσε ὁ ἅγ. Γρηγόριος ὁ Φωτιστής τῆς Ἀρμενίας (+ 325).
Ἡ μνήμη τους τιμᾶται τήν 30η Σεπτεμβρίου.
Ὅσιος Γεράσιμος τῆς Κεφαλληνίας (+ 1579)
Γόνος τῆς Βυζαντινῆς ἀρχοντικῆς οἰκογενείας τῶν Νοταράδων, γεννήθηκε τό 1509 στά Τρίκαλα Κορινθίας καί ἔτυχε ἱκανῆς παιδείας. Μετά ἀπό μία μεγάλη προσκυνηματική περιοδεία στή Ζάκυνθο, τήν λοιπή Ἑλλάδα καί τήν ΚΠολη, μόνασε στό Ἅγιο Ὄρος, ὅπου ἔλαβε τό Ἀγγελικό Σχῆμα. Μία δεύτερη μεγάλη προσκυνηματική περιοδεία τόν ἔφερε στούς Ἁγίους Τόπους, ὅπου δέχθηκε τήν Ἱερωσύνη ἀπό τόν Πατριάρχη Ἱεροσολύμων Γερμανό Β'. Ὑπηρέτησε ἐφημέριος τοῦ Παναγίου Τάφου 12 χρόνια καί μιμούμενος τόν Κύριο νήστευσε 40 ἡμέρες στήν ἔρημο τοῦ Ἰορδάνη! Ἀφοῦ προσκύνησε στό Ὄρος Σινᾶ καί στά Πατριαρχεία Ἀλεξανδρείας καί Ἀντιοχείας, ἐπέστρεψε μέσῳ Κρήτης στή Ζάκυνθο καί ἔζησε ἐκεῖ ἀσκητικά 5 χρόνια. Τελικά ἐγκαταστάθηκε στήν Κεφαλονιά, ὅπου ἵδρυσε τήν Μονή τῶν Ὁμαλῶν. Ὑπῆρξε μεγάλος ἀσκητής (γιά διάστημα 30 ἐτῶν δέν γεύθηκε ψωμί!). Ἔλαβε ἀπό τόν Θεό τό χάρισμα κατά τῶν δαιμόνων καί τῆς θεραπείας τῶν "ὀχλουμένων ὑπό πνευμάτων ἀκαθάρτων" καί ἀναδείχθηκε θαυματουργός.
Κοιμήθηκε εἰρηνικά τήν 15η Αὐγούστου 1579.
Τό Λείψανό του ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο τό 1581 καί σήμερα φυλάσσεται στήν Μονή του, σέ ἀργυρή λάρνακα. Ἡ ἁγιότητά του διακηρύχθηκε τό 1622 ἀπό τόν Ἔξαρχο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου Μητροπολίτη Φιλαδελφείας Γαβριήλ.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 16η Αὐγούστου (μετετέθη λόγῳ τῆς ἑορτῆς τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου) καί ἡ Ἀνακομιδή τοῦ Λειψάνου του τήν 20η Ὀκτωβρίου.
Ὅσιος Γεράσιμος ὁ Βυζάντιος (+ 1759)
Ἕνας τῶν Διδασκάλων τοῦ ὑπόδουλου Γένους.
Γεννήθηκε στήν ΚΠολη καί ἦταν πνευματικό ἀνάστημα τοῦ Πνευματικοῦ ’Αγαπίου τοῦ Βουλισμᾶ, ὁ ὁποῖος τόν ἔστειλε νά σπουδάσει στήν Πάτμο, στήν περιώνυμη Σχολή τοῦ ἁγ. Μακαρίου τοῦ Καλογερᾶ, τοῦ ὁποίου ἔγινε βοηθός μετά τήν ἀποπεράτωση τῶν σπουδῶν του. Ἡ πνευματική σχέση του καί φιλία μέ τόν ἅγ. Μακάριο ἦταν τέτοια ὥστε νά σημειώνεται ὅτι ἀναβιώθηκε ἡ φιλία καί σχέση μεταξύ τοῦ Μεγάλου Βασιλείου καί τοῦ ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου. Ἀκόμη καί ὅταν δέχθηκε τήν Ἱερωσύνη στή Μονή ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου ὁ ἅγ. Γεράσιμος, συνέχισε νά θεωρεῖ τόν ἅγ. Μακάριο πατέρα καί διδάσκαλό του, παρά τό γεγονός ὅτι ἦταν ἁπλός Διάκονος. Μετά τήν κοίμηση τοῦ ἁγ. Μακαρίου (1736), ὑποχρεώθηκε νά ἀναλάβει τήν διεύθυνση τῆς Σχολῆς πού τότε ἀριθμοῦσε 100 περίπου μαθητές.
Κοιμήθηκε εἰρηνικά - ἀφοῦ ταλαιπωρήθηκε ἀπό πολλές ἀσθένειες – τό 1739. Ἡ μνήμη του ἄρχισε νά τιμᾶται τοπικά, ὅταν τό Λείψανό του ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο. Γιά τό ἄν σώθηκε καί πού βρίσκεται σήμερα τό Λείψανό του δέν ὑπάρχουν πληροφορίες. Στή Μονή πάντως Ἁγίας Τριάδος Τσαγκαρόλων Χανίων σώζεται ἡ Κάρα του καί στή Μονή ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου Πάτμου ἡ δεξιά του. Ἡ ἁγιότητά του διακηρύχθηκε ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο τό 1993.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 7η Ἀπριλίου.
Ὅσιος Γερμανός τοῦ Σολόβκι Ρωσίας (+ 1479).
Ἔζησε ἐρημητικά στήν παγωμένη βόρεια Ρωσία, ὅπου ἀπέκτησε φήμη ἐναρέτου καί ἁγίου ἀνδρός. Τό 1429 τόν ἐπισκέφθηκε ὁ ὅσ. Σαββάτιος τῆς Μονῆς Βαλαάμ καί τοῦ ζήτησε νά τοῦ ὑποδείξει ἕναν ἡσυχαστικό τόπο γιά νά ἐγκατασταθεῖ. Ὁ ὅσ. Γερμανός τότε τόν ὁδήγησε στά νησιά Σολόβκι, στόν Βόρειο Παγωμένο Ὠκεανό, καί ἔζησε ἐκεῖ μαζί του ἀσκητικά. Μετά τήν κοίμηση τοῦ ὁσ. Σαββατίου (+ 1435), ὁ ὅσ. Γερμανός συνέχισε τήν ἄσκησή του μαζί μέ τόν ὅσ. Ζωσιμᾶ. Συνολικά ἔζησε στό Σολόβκι 50 χρόνια, κάτω ἀπό ἰδιαίτερα ἀντίξοες συνθῆκες.
Κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 1479, στήν Μονή Ἀντωνίεφ τοῦ Νόβγκοροντ, ὅπου εἶχε πάει γιά κάποια ὑπόθεση τῆς Μονῆς Σολόβκι. Τό ἀσκητικό του σῶμα ἐνταφιάσθηκε στό κοιμητήριο τοῦ χωριοῦ Χαβρόνιν, στόν ποταμό Σβίρα,
Ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο τό 1484 καί κατατέθηκε στήν Μονή Σολόβκι. Μετά τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1917, δέν ὑπάρχουν πληροφορίες γιά τήν τύχη του.
Ἡ Ἀνακομιδή τοῦ Λειψάνου του τιμᾶται τήν 30ή Ἰουλίου.
Ἅγιος Γεώργιος Ἡγεμόνας τοῦ Βλαδιμήρ Ρωσίας (+ 1238)
Ἕνας τῶν εὐλαβῶν Ρώσων Ἡγεμόνων τῆς Κιεβινῆς περιόδου. Ἦταν γιός τοῦ Ἡγεμόνα τοῦ Βλαδιμήρ καί Σούζνταλ Βσέβολοντ, τόν ὁποῖο διαδέχθηκε μετά τόν θάνατό του, τό 1212. Σ' αὐτόν ἀποδίδεται ἡ ἵδρυση τοῦ Νίζνι Νόβγκοροντ καί τοῦ Γιούρεβιτς. Ἐξαιρετικά εὐλαβής, ἔκτισε πολλούς ναούς στά ἐδάφη τῆς ἡγεμονίας του καί ἀνοικοδόμησε ὅσους καταστράφηκαν στό Βλαδιμήρ, κατά τήν πυρκαγιά τοῦ 1227. Οἱ βιογράφοι του σημειώνουν, ὅτι εἶχε μεγάλο πόθο νά μαρτυρήσει γιά τήν πίστη τοῦ Χριστοῦ καί ὅτι ὁ πόθος του ἱκανοποιήθηκε μέ τόν σφαγιασμό του ἀπό τούς Τατάρους.
Ἀμυνόμενος κατά τῶν εἰσβολέων Τατάρων, ἔπεσε πολεμῶντας μέ τό στράτευμά του στίς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Σίτ, τό 1238. Τό κατακρεουργημένο καί ἀποκεφαλισμένο λείψανό του ἀναγνώρισε ὁ Ἐπίσκοπος Ροστώφ Κύριλλος, ἡ Κάρα του ὅμως βρέθηκε ἀργότερα καί ἐνταφιάσθηκε μαζί μέ τό ὑπόλοιπο σῶμα στόν Καθεδρικό Ναό τοῦ Ροστώφ. Τό 1240 ὁ Μεγ. Ἡγεμόνας Ἰαροσλάβος Βσεβολόντοβιτς μετέφερε τά λείψανά του στό Βλαδιμήρ καί τά ἐνταφίασε στόν Καθεδρικό Ναό τῆς Κοιμ. Θεοτόκου, δίπλα στούς τάφους ἄλλων μελλῶν τῆς οἰκογενείας του. Κατά τήν ἀνακομιδή τό λείψανο τοῦ Μάρτυρος Ἡγεμόνος βρέθηκε ἀδιάφθορο καί ἡ Κάρα του συσσωματώθηκε θαυματουργικά μέ τό ὑπόλοιπο σῶμα! Τό 1645 ὁ Λείψανο ἀνακομίσθηκε καί πάλι ἀδιάφθορο καί κατατέθηκε σέ λάρνακα. Μετά τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1917 δέν ὑπάρχουν πληροφορίες γιά τήν τύχη του.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 4η Φεβρουαρίου.
Νεομάρτυρας Γεώργιος ὁ Σέρβος (+ 1515)
Γεννήθηκε στήν πόλη Κράτοβο τῶν Σκοπίων καί γιά νά ἀποφύγει τό παιδομάζωμα τοῦ Σουλτάνου Βαγιαζίτ κατέφυγε στή Σόφια, ὅπου εἰδικεύθηκε στήν τέχνη τοῦ χρυσοχόου. Στήν ἡλικία τῶν 18 ἐτῶν κάποιοι Ὀθωμανοί τόν πίεσαν νά ἀλλαξοπιστήσει, ἀλλά ὁ Γεώργιος παρά τήν νεότητά του ἔμεινε σταθερός στήν Χριστιανική πίστη. Ἡ ὁμολογία του εἶχε σάν συνέπεια νά συλληφθεῖ, νά φυλακισθεῖ, νά βασανισθεῖ καί τελικά νά τελειωθεῖ στήν πυρά, ἔξω ἀπό τόν Ναό τῆς Ἁγίας Σοφίας. Τό μαρτύριό του παρακολούθησε ὁ δάσκαλός του Ἱερεύς Πέτρος καί πολλοί Χριστιανοί. Ὅταν κάηκαν τά δεσμά του ὁ Νεομάρτυρας ὕψωσε τά χέρια του στόν οὐρανό καί ἄρχισε νά προσεύχεται, ὁπότε ἕνα Τοῦρκος τόν κτύπησε στό κεφάλι μέ ἕνα χοντρό ξύλο καί ἔτσι παρέδωσε τήν ψυχή του στόν Θεό.
Κατά τόν «Νέο Συναξαριστή…», «παρά τίς προσπάθειες τῶν Τούρκων τό σῶμα του ἀντιστεκόταν στίς φλόγες κι ἔτσι ὁ Ἱερέας Πέτρος καί οἱ Χριστιανοί μπόρεσαν νά τό πάρουν καί νά τό ἐνταφιάσουν» (τ. Φεβρουαρίου, σελ. 130), ἐνῶ κατά τό ἐτήσιο ἡμερολόγιο τῆς Ἀδελφότητος τοῦ ἁγ. Γερμανοῦ τῆς Ἀλάσκας, τό Λείψανό του παρέμεινε ἀδιάφθορο (τ. 2002, εἰδικό ἀφιέρωμα στούς Ἁγίους τῆς Βουλγαρίας). Γιά τήν τύχη τοῦ Λειψάνου του δέν ὑπάρχουν πληροφορίες.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 11η Φεβρουαρίου.
Ἱερομάρτυς Γεώργιος ὁ Νεαπολίτης (+ 1797)
Ἐνάρετος Ἕλληνας κληρικός, ἐφημέριος τοῦ Ναοῦ Κοιμ. Θεοτόκου, στή Νεάπολη (Νέβ Σεχήρ) Καισαρείας Μ. Ἀσίας. Κατά τόν βιογράφο του, "ὁ βίος του ἦταν ἀκηλίδωτος καί ἄμωμος, βίος ἀληθοῦς Ἱερέως, ἔχοντος τό πολίτευμα ἐν οὐρανοῖς καί σκοπόν θεμένου εἰς τήν ἐπίγειον ζωήν, τήν ἐξυπηρέτησιν καί ἀκριβή ἐκπλήρωσιν τοῦ θείου θελήματος".
Ἀξιώθηκε μαρτυρικοῦ τέλους, ὅταν ἀποκεφαλίσθηκε ἀναίτια ἀπό Ὀθωμανούς ληστές, ἐνῶ πήγαινε στό χωριό Μαλακοπή γιά νά ἱερουργήσει. Τό μαρτυρικό του σῶμα κηδεύθηκε πρόχειρα στόν τόπο τοῦ μαρτυρίου του.
Ἀργότερα ἀνακομίσθηκε "σῶον καί ἀκέραιον καί ἄφθαρτον καί πλῆρες οὐρανίου εὐωδίας καί χάριτος", μετά ἀπό ἐμφάνισή του "ἐν ὀράματι εἰς τινα γυναῖκα χήραν, εὐλαβῆ καί φοβουμένην τόν Θεόν". Ἀρχικά φυλάχθηκε στήν κατοικία τοῦ συνεφημερίου του Νεοφύτου καί μετά τόν θάνατό του στόν ἐνοριακό ναό. Ἐκεῖ τό πρσκύνησαν καί "οἱ ἀείμνηστοι Μητροπολῖται Καισαρείας Παϊσιος, Κλεόβουλος καί Ἰωάννης, οἵτινες τακτικῶς ἤρχοντο εἰς Νεάπολιν καί ἐθαύμαζον καί ὡμολόγουν τήν χάριν τήν ὁποίαν ἔλαβεν παρά Θεοῦ, ἀναδειχθείς θαυματουργός". Μετά τήν Μικρασιατική καταστροφή τοῦ 1922, τό Λείψανο μεταφέρθηκε στήν Ἑλλάδα (μέ τήν εὐκαιρία τῆς ἀνταλλαγῆς τῶν πληθυσμῶν, τό 1924), ἀπό τόν τότε ἐφημέριο Νεαπόλεως ἀρχιμ. Ἰγνάτιο καί κατατέθηκε στόν Ναό ἁγ. Εὐσταθίου Περισσοῦ Ἀττικῆς, ὅπου καί σήμερα φυλάσσεται, σέ ἀρίστη κατάσταση.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 3η Νοεμβρίου.
Κοιμήθηκε εἰρηνικά - ἀφοῦ ταλαιπωρήθηκε ἀπό πολλές ἀσθένειες – τό 1739. Ἡ μνήμη του ἄρχισε νά τιμᾶται τοπικά, ὅταν τό Λείψανό του ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο. Γιά τό ἄν σώθηκε καί πού βρίσκεται σήμερα τό Λείψανό του δέν ὑπάρχουν πληροφορίες. Στή Μονή πάντως Ἁγίας Τριάδος Τσαγκαρόλων Χανίων σώζεται ἡ Κάρα του καί στή Μονή ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου Πάτμου ἡ δεξιά του. Ἡ ἁγιότητά του διακηρύχθηκε ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο τό 1993.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 7η Ἀπριλίου.
Ὅσιος Γερμανός τοῦ Σολόβκι Ρωσίας (+ 1479).
Ἔζησε ἐρημητικά στήν παγωμένη βόρεια Ρωσία, ὅπου ἀπέκτησε φήμη ἐναρέτου καί ἁγίου ἀνδρός. Τό 1429 τόν ἐπισκέφθηκε ὁ ὅσ. Σαββάτιος τῆς Μονῆς Βαλαάμ καί τοῦ ζήτησε νά τοῦ ὑποδείξει ἕναν ἡσυχαστικό τόπο γιά νά ἐγκατασταθεῖ. Ὁ ὅσ. Γερμανός τότε τόν ὁδήγησε στά νησιά Σολόβκι, στόν Βόρειο Παγωμένο Ὠκεανό, καί ἔζησε ἐκεῖ μαζί του ἀσκητικά. Μετά τήν κοίμηση τοῦ ὁσ. Σαββατίου (+ 1435), ὁ ὅσ. Γερμανός συνέχισε τήν ἄσκησή του μαζί μέ τόν ὅσ. Ζωσιμᾶ. Συνολικά ἔζησε στό Σολόβκι 50 χρόνια, κάτω ἀπό ἰδιαίτερα ἀντίξοες συνθῆκες.
Κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 1479, στήν Μονή Ἀντωνίεφ τοῦ Νόβγκοροντ, ὅπου εἶχε πάει γιά κάποια ὑπόθεση τῆς Μονῆς Σολόβκι. Τό ἀσκητικό του σῶμα ἐνταφιάσθηκε στό κοιμητήριο τοῦ χωριοῦ Χαβρόνιν, στόν ποταμό Σβίρα,
Ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο τό 1484 καί κατατέθηκε στήν Μονή Σολόβκι. Μετά τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1917, δέν ὑπάρχουν πληροφορίες γιά τήν τύχη του.
Ἡ Ἀνακομιδή τοῦ Λειψάνου του τιμᾶται τήν 30ή Ἰουλίου.
Ἅγιος Γεώργιος Ἡγεμόνας τοῦ Βλαδιμήρ Ρωσίας (+ 1238)
Ἕνας τῶν εὐλαβῶν Ρώσων Ἡγεμόνων τῆς Κιεβινῆς περιόδου. Ἦταν γιός τοῦ Ἡγεμόνα τοῦ Βλαδιμήρ καί Σούζνταλ Βσέβολοντ, τόν ὁποῖο διαδέχθηκε μετά τόν θάνατό του, τό 1212. Σ' αὐτόν ἀποδίδεται ἡ ἵδρυση τοῦ Νίζνι Νόβγκοροντ καί τοῦ Γιούρεβιτς. Ἐξαιρετικά εὐλαβής, ἔκτισε πολλούς ναούς στά ἐδάφη τῆς ἡγεμονίας του καί ἀνοικοδόμησε ὅσους καταστράφηκαν στό Βλαδιμήρ, κατά τήν πυρκαγιά τοῦ 1227. Οἱ βιογράφοι του σημειώνουν, ὅτι εἶχε μεγάλο πόθο νά μαρτυρήσει γιά τήν πίστη τοῦ Χριστοῦ καί ὅτι ὁ πόθος του ἱκανοποιήθηκε μέ τόν σφαγιασμό του ἀπό τούς Τατάρους.
Ἀμυνόμενος κατά τῶν εἰσβολέων Τατάρων, ἔπεσε πολεμῶντας μέ τό στράτευμά του στίς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Σίτ, τό 1238. Τό κατακρεουργημένο καί ἀποκεφαλισμένο λείψανό του ἀναγνώρισε ὁ Ἐπίσκοπος Ροστώφ Κύριλλος, ἡ Κάρα του ὅμως βρέθηκε ἀργότερα καί ἐνταφιάσθηκε μαζί μέ τό ὑπόλοιπο σῶμα στόν Καθεδρικό Ναό τοῦ Ροστώφ. Τό 1240 ὁ Μεγ. Ἡγεμόνας Ἰαροσλάβος Βσεβολόντοβιτς μετέφερε τά λείψανά του στό Βλαδιμήρ καί τά ἐνταφίασε στόν Καθεδρικό Ναό τῆς Κοιμ. Θεοτόκου, δίπλα στούς τάφους ἄλλων μελλῶν τῆς οἰκογενείας του. Κατά τήν ἀνακομιδή τό λείψανο τοῦ Μάρτυρος Ἡγεμόνος βρέθηκε ἀδιάφθορο καί ἡ Κάρα του συσσωματώθηκε θαυματουργικά μέ τό ὑπόλοιπο σῶμα! Τό 1645 ὁ Λείψανο ἀνακομίσθηκε καί πάλι ἀδιάφθορο καί κατατέθηκε σέ λάρνακα. Μετά τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1917 δέν ὑπάρχουν πληροφορίες γιά τήν τύχη του.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 4η Φεβρουαρίου.
Νεομάρτυρας Γεώργιος ὁ Σέρβος (+ 1515)
Γεννήθηκε στήν πόλη Κράτοβο τῶν Σκοπίων καί γιά νά ἀποφύγει τό παιδομάζωμα τοῦ Σουλτάνου Βαγιαζίτ κατέφυγε στή Σόφια, ὅπου εἰδικεύθηκε στήν τέχνη τοῦ χρυσοχόου. Στήν ἡλικία τῶν 18 ἐτῶν κάποιοι Ὀθωμανοί τόν πίεσαν νά ἀλλαξοπιστήσει, ἀλλά ὁ Γεώργιος παρά τήν νεότητά του ἔμεινε σταθερός στήν Χριστιανική πίστη. Ἡ ὁμολογία του εἶχε σάν συνέπεια νά συλληφθεῖ, νά φυλακισθεῖ, νά βασανισθεῖ καί τελικά νά τελειωθεῖ στήν πυρά, ἔξω ἀπό τόν Ναό τῆς Ἁγίας Σοφίας. Τό μαρτύριό του παρακολούθησε ὁ δάσκαλός του Ἱερεύς Πέτρος καί πολλοί Χριστιανοί. Ὅταν κάηκαν τά δεσμά του ὁ Νεομάρτυρας ὕψωσε τά χέρια του στόν οὐρανό καί ἄρχισε νά προσεύχεται, ὁπότε ἕνα Τοῦρκος τόν κτύπησε στό κεφάλι μέ ἕνα χοντρό ξύλο καί ἔτσι παρέδωσε τήν ψυχή του στόν Θεό.
Κατά τόν «Νέο Συναξαριστή…», «παρά τίς προσπάθειες τῶν Τούρκων τό σῶμα του ἀντιστεκόταν στίς φλόγες κι ἔτσι ὁ Ἱερέας Πέτρος καί οἱ Χριστιανοί μπόρεσαν νά τό πάρουν καί νά τό ἐνταφιάσουν» (τ. Φεβρουαρίου, σελ. 130), ἐνῶ κατά τό ἐτήσιο ἡμερολόγιο τῆς Ἀδελφότητος τοῦ ἁγ. Γερμανοῦ τῆς Ἀλάσκας, τό Λείψανό του παρέμεινε ἀδιάφθορο (τ. 2002, εἰδικό ἀφιέρωμα στούς Ἁγίους τῆς Βουλγαρίας). Γιά τήν τύχη τοῦ Λειψάνου του δέν ὑπάρχουν πληροφορίες.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 11η Φεβρουαρίου.
Ἱερομάρτυς Γεώργιος ὁ Νεαπολίτης (+ 1797)
Ἐνάρετος Ἕλληνας κληρικός, ἐφημέριος τοῦ Ναοῦ Κοιμ. Θεοτόκου, στή Νεάπολη (Νέβ Σεχήρ) Καισαρείας Μ. Ἀσίας. Κατά τόν βιογράφο του, "ὁ βίος του ἦταν ἀκηλίδωτος καί ἄμωμος, βίος ἀληθοῦς Ἱερέως, ἔχοντος τό πολίτευμα ἐν οὐρανοῖς καί σκοπόν θεμένου εἰς τήν ἐπίγειον ζωήν, τήν ἐξυπηρέτησιν καί ἀκριβή ἐκπλήρωσιν τοῦ θείου θελήματος".
Ἀξιώθηκε μαρτυρικοῦ τέλους, ὅταν ἀποκεφαλίσθηκε ἀναίτια ἀπό Ὀθωμανούς ληστές, ἐνῶ πήγαινε στό χωριό Μαλακοπή γιά νά ἱερουργήσει. Τό μαρτυρικό του σῶμα κηδεύθηκε πρόχειρα στόν τόπο τοῦ μαρτυρίου του.
Ἀργότερα ἀνακομίσθηκε "σῶον καί ἀκέραιον καί ἄφθαρτον καί πλῆρες οὐρανίου εὐωδίας καί χάριτος", μετά ἀπό ἐμφάνισή του "ἐν ὀράματι εἰς τινα γυναῖκα χήραν, εὐλαβῆ καί φοβουμένην τόν Θεόν". Ἀρχικά φυλάχθηκε στήν κατοικία τοῦ συνεφημερίου του Νεοφύτου καί μετά τόν θάνατό του στόν ἐνοριακό ναό. Ἐκεῖ τό πρσκύνησαν καί "οἱ ἀείμνηστοι Μητροπολῖται Καισαρείας Παϊσιος, Κλεόβουλος καί Ἰωάννης, οἵτινες τακτικῶς ἤρχοντο εἰς Νεάπολιν καί ἐθαύμαζον καί ὡμολόγουν τήν χάριν τήν ὁποίαν ἔλαβεν παρά Θεοῦ, ἀναδειχθείς θαυματουργός". Μετά τήν Μικρασιατική καταστροφή τοῦ 1922, τό Λείψανο μεταφέρθηκε στήν Ἑλλάδα (μέ τήν εὐκαιρία τῆς ἀνταλλαγῆς τῶν πληθυσμῶν, τό 1924), ἀπό τόν τότε ἐφημέριο Νεαπόλεως ἀρχιμ. Ἰγνάτιο καί κατατέθηκε στόν Ναό ἁγ. Εὐσταθίου Περισσοῦ Ἀττικῆς, ὅπου καί σήμερα φυλάσσεται, σέ ἀρίστη κατάσταση.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 3η Νοεμβρίου.
Ἁγία Γλυκερία ἡ Παρθένος (+ 1522)
Γεννήθηκε στό Νόβγκοροντ τῆς Ρωσίας. Γιά τήν καταγωγή καί τήν ζωή της δέν διασώθηκαν στοιχεῖα. Εἶναι γνωστό μόνο, ὅτι ἔζησε μέ εὐσέβεια καί κοιμήθηκε νέα στήν ἡλικία καί παρθένος, τό 1522.
Κατά τό Β' Χρονικό τοῦ Νόβγκοροντ, τό ἀδιάφθορο Λείψανό της βρέθηκε τό 1572, κοντά τόν Ναό τῶν ἁγ. Φλώρου καί Λαύρου, ἐπί ἀρχιερατείας Ἀρχιεπισκόπου Λεωνίδα, ὁ ὁποῖος τό κατέθεσε σ' αὐτό τόν Ναό. Μετά τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1917, δέν ὑπάρχουν πληροφορίες γιά τήν τύχη τοῦ Λειψάνου της.
Ἡ μνήμη της τιμᾶται τήν 13η Μαϊου καί ἡ Ἀνακομιδή τοῦ Λειψάνου της τήν 14η Ἰουλίου.
Ἅγιος Γουρίας Ἀρχιεπίσκοπος Καζάν Ρωσίας (+ 1563)
Ἦταν γόνος ἀριστοκρατικῆς οἰκογενείας ἀπό τό Ραντονέζ καί ὑπηρέτησε κοντά στόν Πρίγκιπα Ἰβάν Πενκώφ. Κατά τήν διάρκεια κάποιας διαμάχης τοῦ Πρίγκιπα μέ τήν σύζυγό του, ὁ νέος συκοφαντήθηκε καί φυλακίσθηκε, ἀλλά στή φυλακή ἔδειξε τήν ποιότητα τοῦ χαρακτήρα του, ἀφοῦ ἀφιέρωσε τόν χρόνο του στή συγγραφή παιδικῶν βιβλίων! Μόνασε στή Μονή τοῦ ἁγ. Ἰωσήφ τοῦ Βολοκολάμσκ, τῆς ὁποίας ἀναδείχθηκε Ἡγούμενος, τό 1543. Ἡγουμένευσε 9 χρόνια καί μετά ἡσύχασε, μέχρι τόν διορισμό του στή Μονή Ἁγίας Τριάδος Σελιζχάρωφ, τῆς Ἐπισκοπῆς Τβέρ.
Τό 1552, κατά τήν βασιλεία Ἰβάν Δ' τοῦ Τρομεροῦ, καταλήφθηκε τό Ταταροκρατούμενο Καζάν καί ὁ Τσάρος ἵδρυσε τήν ὁμώνυμη Ἀρχιεπισκοπή. Τό 1555 ὁ Ἅγιος ἐκλέχθηκε "διά κλήρου" πρῶτος Ἐπίσκοπός της. Στά ὀκτώ χρόνια τῆς ἀρχιερατείας του, μέ τήν βοήθεια τοῦ ἁγ. Βαρσανουφίου Ἐπισκόπου Τβέρ (+ 1576, 11η Ἀπριλίου), τότε Ἀρχιμανδρίτου, ἀνέπτυξε σημαντική ἱεραποστολική δραστηριότητα. Ἵδρυσε 4 Μονές καί ἔκτισε τόν Καθεδρικό Ναό τοῦ Εὐαγγελισμοῦ καί πλέον τῶν 10 ἐνοριακῶν Ναῶν. Ἐπί τῶν ἡμερῶν του βρέθηκε ἡ θαυματουργή Εἰκόνα τῆς Παναγίας τοῦ Καζάν.
Τό 1561 ἀσθένησε καί δέχθηκε τό Μεγάλο καί Ἀγγελικό Σχῆμα. Κοιμήθηκε τό 1563 καί ἐνταφιάσθηκε στή Μονή Μεταμορφώσεως (τήν ὁποία εἶχε ἱδρύσει ὁ ἅγ. Βαρσανούφιος καί ἐνταφιάσθηκε καί ὁ ἴδιος).
Τό 1595, ὁ τότε Μητροπολίτης Καζάν καί ἔπειτα Πατριάρχης Μόσχας ἅγ. Ἑρμογένης, ἀνακόμισε ἀδιάφθορα τά Λείψανα καί τῶν δύο Ἁγίων. Τό 1630, τό εὐωδιαστό Λείψανο τοῦ ἁγ. Γουρία μεταφέρθηκε στόν Καθεδρικό Ναό τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, ὅπου καί σήμερα φυλάσσεται.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 5η Δεκεμβρίου καί ἡ Ἀνακομιδή τοῦ Λειψάνου του τήν 4η Ὀκτωβρίου.
Ὅσιος Γρηγόριος ὁ Δεκαπολίτης (8ος αἰ.)
Ὁμολογητής μοναχός κατά τήν Εἰκονομαχία. Κατά τούς συναξαριστές, ἔφυγε γιά τό μοναστήρι τήν ἡμέρα τοῦ γάμου του. Δέχθηκε τήν Ἱερωσύνη, ἔζησε κοινοβιακό καί ἐρημητικό μοναχικό βίο, ἀναδείχθηκε θαυματουργός καί τελειώθηκε εἰρηνικά στήν ΚΠολη.
Τό Λείψανό του πού ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο, ἀγοράσθηκε ἀπό τούς τοπικούς Ἡγεμόνες τῆς Κράγιοβας Ρουμανίας (σπουδαιότερος ἀπό αὐτούς ὁ Μπάρμπου Κραγιοβέσκου, ὁ ὁποῖος τελειώθηκε ἐρημητικά σέ σπήλαιο) καί κατατέθηκε στή μεγάλη Μονή τῆς Μπίστριτσας στήν Ὀλτένια, τό 1490. Σήμερα φυλάσσεται ἐκεῖ, σέ ἀργυρή λάρνακα. Γιά τήν τοπική Ἐκκλησία τῆς Ρουμανίας, ἡ πανήγυρις τοῦ Ὁσίου εἶναι μία τῶν μεγαλυτέρων θρησκευτικῶν ἐκδηλώσεων.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 20η Νοεμβρίου.
Ὁσιομάρτυς Γρηγόριος ὁ Θαυματουργός τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου (11ος αἰ.)
Ἀπό τούς πρώτους μοναχούς τῆς Λαύρας τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου, ἐλεημένος ἀπό τόν Θεό μέ τό χάρισμα τῶν θαυμάτων καί τῆς προοράσεως. Προφήτευσε στόν Μεγ. Ἡγεμόνα Ροστισλάβο τήν ἦττα του ἀπό τούς βαρβάρους Πολόβτσους καί τόν πνιγμό του στόν ποταμό Στούνγκα καί γι' αὐτό πνίγηκε ἀπό τόν Ἡγεμόνα στόν ποταμό Δνείπερο.
Τό Λείψανό του φυλάσσεται ἀδιάφθορο στήν Λαύρα τῶν Σπηλαίων. Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 8η Αὐγούστου.
Ὅσιος Γρηγόριος ὁ Σιναϊτης (14ος αἰ.)
Καταγόταν ἀπό τήν περιοχή τῶν Κλαζομενῶν Μ. Ἀσίας, ἀπό γονεῖς "ἐντίμους", καί ἔτυχε ἱκανῆς παιδείας. Κατά τήν νεότητά του αἰχμαλωτίσθηκε ἀπό τούς Τούρκους, ἀλλά ἐξαγοράσθηκε ἀπό Χριστιανούς τῆς Λαοδικείας. Ἀρχικά ὑποτάχθηκε σέ ἐρημίτη στήν Κύπρο, στήν συνέχεια μόνασε στό Σινά καί τελικά κατέλειξε στό Ἅγιο Ὄρος, ἀπ' ὅπου μετακινήθηκε στή Βουλγαρία καί τήν Σερβία, λόγῳ τῶν ἐπιδρομῶν τῶν Τούρκων.
Σκοπός τῶν ἀσκητικῶν του ἀγωνισμάτων ὑπῆρξε ἡ νοερή προσευχή. Γιά τήν ἀπόκτησή της ἐφάρμοσε μεθόδους (τῶν ὁποίων ὑπῆρξε "ἐν μέρει εἰσηγητής καί ἐν μέρει ἀνακαινιστής"), γιά τίς ὁποίες ξέσπασαν οἱ λεγόμενες Ἡσυχαστικές Ἔριδες τοῦ 14ου αἰ. Ὁ Ὅσιος, ἐπειδή "προέκρινε τήν ἄσκησιν μᾶλλον τῆς ἡσυχαστικῆς ἀρετῆς, ἀπό τάς προστριβάς πρός ὑπεράσπισιν αὐτῆς", δέν ἀναμίχθηκε στίς ἔριδες καί τήν ὑπεράσπιση τῶν Ἡσυχαστῶν ἀνέλαβε ὁ ἅγ. Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς. Τήν ἡσυχαστική του ἐμπειρία "κατέλιπε εἰς ἔργα τινά ἐπαγωγικά, δι' ὧν ἀποσκοπεῖ κυρίως εἰς τό νά καθοδηγήση τούς ἐπιθυμοῦντας τήν νοεράν προσευχήν", τά ὁποῖα συμπεριέλαβε ὁ ὅσ. Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης στήν Φιλοκαλία, τό 1782.
Κοιμήθηκε εἰρηνικά στή Σερβία, ὅπου τό Λείψανό του φυλάσσεται ἀδιάφθορο στήν Μονή Γκόρνιακ.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 6η Ἀπριλίου.
Ἱερομάρτυρας Γρηγόριος ὁ Ε', Πατριάρχης ΚΠόλεως (+ 1821)
Ἡ σεπτή κορυφή τῶν Νεομαρτύρων τοῦ Γένους.
Ὁ κατά κόσμον Γεώργιος Ἀγγελόπουλος γεννήθηκε στή Δημητσάνα τῆς Πελοποννήσου τό 1746, ἀπό γονεῖς πτωχούς. Σπούδασε στή Μονή Φιλοσόφου τῆς πατρίδος του, στήν Ἀθήνα, στά Ἰωάννινα καί στήν Εὐαγγελική Σχολή Σμύρνης. Ἀσπάσθηκε τόν μοναχικό βίο στή Μονή τῶν Στροφάδων Ζακύνθου, μέ τό μοναχικό ὄνομα Γρηγόριος. Τό 1784 ἀναδείχθηκε Μητροπολίτης Σμύρνης.
Τό 1797 "ἀνῆλθε τό πρῶτον" στόν Πατριαρχικό Θρόνο. Κατά τόν ἱστορικό Κων. Σάθα, "εἰργάσθη ἀνενδότως ὑπέρ τῶν ἐθνικῶν συμφερόντων, ἀποτρέψας τούς κατά τοῦ Ἑλληνισμοῦ ἐπικρεμασθέντας κινδύνους" ("Νεοελληνική Φιλολογία - Βιογραφίαι", σελ. 621). Τό 1799 ἐξορίσθηκε στόν Ἄθωνα, ὅπου ἔζησε ἡσυχαστικά στή Μονή Ἰβήρων. Ἀνακλήθηκε στό Θρόνο τό 1806. Κατά τήν β' Πατριαρχεία του, ἐξαπέλυσε καί τήν περίφημη Ἐγκύκλιό του "Περί συστάσεως καί ἀνεγέρσεως σχολείων Ἑλληνικῶν καθ' ὅλον τό Γένος". Οἱ ραδιουργίες τῶν ἀντιπάλων του πέτυχαν καί πάλι τήν ἐξορία του στό Ἅγιο Ὄρος, ἀπ' ὅπου ἀνακλήθηκε στό Θρόνο, γιά τρίτη φορά, τό 1817. Στήριξε τήν Φιλική Ἑταιρεία καί τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1821,ἄν καί ἀναγκάσθηκε νά ἐκδώσει "ἀφορισμόν κατά τοῦ ἐνόπλου Γένους, φοβούμενος τήν σφαγήν τοῦ ἀόπλου Γένους" (βλ. σχετικό δημοσίευμα τοῦ Παν. Σούτσου στήν ἐφημερίδα "ΑΙΩΝ", φ. 24. 5. 1852).
Ἀπαγχονίσθηκε μέ διαταγή τοῦ Σουλτάνου Μαχμούτ στήν κεντρική πύλη τῶν Πατριαρχείων, τήν Κυριακή τοῦ Πάσχα, 10η Ἀπριλίου 1821.
Τό μαρτυρικό Λείψανο τοῦ γέροντα Πατριάρχη ἔμεινε τρεῖς ἡμέρες στήν ἀγχόνη καί μετά παραδόθηκε στόν ὄχλο, ὁπότε συρόμενο στούς δρόμους ρίχθηκε στή θάλασσα. Ἀπό ἐκεῖ τό ἀνέσυρε ὁ Κεφαλλονίτης Πλοίαρχος Ἰωάννης Σκλάβος καί τό μετέφερε στήν Ὀδησσό. Τό Λείψανο - κατά τόν λόγιο ἀρχιμ. Κων/νο Οἰκονόμο τόν ἐξ Οἰκονόμων - διατηρήθηκε "ἄφθορο καί ἀκήρατο" γιά διάστημα μεγαλύτερο τῶν δύο μηνῶν, μέχρι τόν ἐνταφιασμό του τήν 17η Ἰουνίου 1921, στό Ναό Ἁγίας Τριάδος Ὀδησσοῦ, μέ τιμές Προέδρου τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας καί Γερουσιαστή "ἐν ἐνεργείᾳ". Ἀνακομίσθηκε στήν Ἑλλάδα τό 1871 καί κατατέθηκε στό Μητροπολιτικό Ναό τῶν Ἀθηνῶν, ὅπου καί σήμερα φυλάσσεται, σέ καλλιτεχνική μαρμαρόγλυπτη λάρνακα.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 10η Ἀπριλίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου