Παρασκευή 15 Ιουλίου 2011

Η  ΑΙΡΕΣΗ  ΤΟΥ  ΑΠΟΛΛΙΝΑΡΙΟΥ  ΚΑΙ Η Β'  ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗ ΣΥΝΟΔΟΣ

Ειρήνης Αρτέμη, Πτ. Θεολογίας - Φιλολογίας Πανεπιστημίου Αθηνών.

Πηγή: Ιστοσελίδα Ι. Μ. Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου Θεσσαλονίκης.

1.Ο Απολλινάριος και η διδασκαλία του
Ο Απολλινάριος υπήρξε θεμελιωτής της νέας αιρέσεως, που θα απασχολούσε το δεύτερο μισό του τέταρτου αιώνα και θα έβαζε σε κίνδυνο την ενότητα της Εκκλησίας. Γεννήθηκε το 315 στη Λαοδικεία. Ο πατέρας του ονομαζόταν και αυτός Απολλινάριος και ήταν γραμματικός. Πατέρας και υιος έγραψαν το κείμενο της Καινής Διαθήκης σε Ομηρικό μέτρο. Θεωρούσαν απαραίτητο οι Χριστιανοί να γνωρίζουν τον Όμηρο, τον Πίνδαρο και τους τραγικούς ποιητές της αρχαίας Ελλάδας. Ήταν τόσο μορφωμένος όσο και οι Καππαδόκες Πατέρες, χωρίς όμως σωστή θεολογική κρίση και εμμονή στην παράδοση της Εκκλησίας μας.
Στην προσπάθειά του να αντιμετωπίσει τη διδασκαλία του Αρείου, αρχικά φαίνεται να συμφωνεί με το Συμβολο της Νίκαιας και τη διδασκαλία του Μεγάλου Αθανασίου. Προσπαθεί να αντιμετωπίσει το «πρόβλημα» της ενσάρκωσης του Θείου Λόγου. Είχε όμως ήδη αρνηθεί ενσυνείδητα την πίστη της Εκκλησίας ότι ο θείος Λόγος είναι «ενανθρωπήσας», δηλαδή προσέλαβε συγχρόνως την σάρκα και το πνεύμα (νού - ψυχή) του ανθρώπου [1]. Η θεολογική του διδασκαλία στηρίχτηκε στην άποψη του Έλληνα φιλοσόφου Αριστοτέλη «αδύνατον γαρ είναι εκ δύο (=ουσιών με εντελέχεια) εν η ενός δύο γενέσθαι» [2]. Επομένως κατά τον Απολλινάριο ο Χριστός δεν μπορούσε να έχει δύο φύσεις, θεία και ανθρωπίνη, τέλειες, γιατί τότε θα είχαμε δύο τέλεια όντα, δύο Χριστούς και όχι έναν.
Ο ανθρώπινος νους κατά τον Απολλινάριο είναι τελείως διεφθαρμένος εξαιτίας του προπατορικού αμαρτήματος και ταυτισμένος με την ανθρώπινη σάρκα. Έστι, σημείωνε, ο Υιος και Λόγος του Θεού κατά την ενανθρώπηση προσέλαβε μόνο το σώμα και την άλογη ψυχή του ανθρώπου, τη θέση της λογικής ψυχής η του νού κατέλαβε ο θείος Λόγος [3]. Ο Απολλινάριος δηλαδή αφαιρούσε ποσότητα από την ανθρωπίνη φύση, η οποία χωρίς το νού δεν μπορούσε να θεωρείται φυσικό προσωπο, προβάλλοντας έτσι την προσωπική ενότητα του Χριστού.
Η θεολογική αυτή άποψη του Απολλιναρίου σχετικά με την πρόσληψη από το θείο Λόγο της ανθρωπίνης, χωρίς υπόστασης, σάρκας δημιουργεί σωτηριολογικά προβλήματα. Το πρόβλημα ήταν ότι μένει αθεράπευτο οτιδήποτε δεν ενώνεται με το Θεό [4]. Εξαιτίας της διδασκαλίας αυτής ο Απολινάριος όξυνε τις σχέσεις του με το Γρηγόριο το Θεολόγο και το Βασίλειο τον Καισαρείας. Οι τελευταίοι προσπάθησαν με επιστολές τους να τον νουθετήσουν. Η εκτίμηση τους προς το πρόσωπο του Απολλιναρίου, τους έκανε να καταβάλουν κάθε προσπάθεια για να του δείξουν την πλάνη στην οποία βρισκόταν και να σταματήσουν την «αδελφικήν ζυγομαχίαν». Το όρο αυτό χρησιμοποιούσαν ο Μ. Βασίλειος και ο Γρηγόριος ο Θεολόγος για να αναφερθούν στη θεολογική διαμάχη που είχαν με τον Απολλινάριο, σχετικά με τρόπο της ενσάρκωσης του Κυρίου.
Ο Απολινάριος παρά τις προσπάθειες που κατέβαλε να εξηγήσει με λογικό τρόπο τη διδασκαλία του για την ενανθρώπηση του Υιού και Λόγου του Θεού, δεν κατάφερε να δώσει μία ευλογοφανή εξήγηση της ενότητας στο πρόσωπο του Χριστού, γιατί ταύτιζε τη φύση με την υπόσταση. Οι Καππαδόκες αντίθετα, κινούμενοι από την ανάγκη σωτηρίας ολόκληρου του ανθρώπου, διέκριναν γενικά τους όρους φύση και υπόσταση και διαπίστωναν στο Χριστό ενωμένες τη θεία και την ανθρώπινη φύση. Οι φύσεις διασώζονταν ενωμένες και η υποστάση που είναι ύπαρξη, ον και προσωπο, ήταν μία, του Χριστού [5].
Η διδασκαλία του Απολλιναρίου είχε αρχίσει να κερδίζει υποστηρικτές σε όλη την Αυτοκρατορία. Η ενότητα της Εκκλησίας βρισκόταν σε άμεσο κίνδυνο, όπως και η ενότητα της Αυτοκρατορίας. Η αίρεση προκαλούσε εμφύλιες διαμάχες. Επείγουσα ανάγκη θεωρήθηκε η σύγκληση μίας νέας Οικουμενικής Συνόδου.
2. Η Β' Οικουμενική Σύνοδος
Ο Θεοδόσιος, προσπάθησε διακαώς να επιβάλει την πίστη στην Τριαδική Θεότητα (Πατήρ, Υιος και Άγιο Πνεύμα). Έτσι εξέδωσε το Θεοδοσιανό Κώδικα (Codex Theodosianus 16, 1, 2), το Φεβρουάριο του 380. Καταδίκασε τους Μακεδονιανούς ή Πνευματομάχους με αρχηγό τους το Μακεδόνιο, που αρνούνταν τη θεότητα του Αγίου Πνεύματος, με το διάταγμα του Ιανουαρίου του 381 (Codex Theodosianus 16, 5, 6), αλλά δεν κατόρθωσε να σταματήσει τιίς νέες αιρετικές διδασκαλίες που είχαν αρχίσει να παίρνουν σάρκα και οστά μέσα στα όρια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Το Μάιο του 381 ο Μέγας Θεοδόσιος συγκάλεσε τη Β' Οικουμενική Σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη. Αρχικά η Σύνοδος συγκλήθηκε ως Τοπική, όχι μόνο για την καταδίκη των αιρέσεων που είχαν εμφανιστεί, αλλά και για την αντιμετώπιση της κανονικής πληρώσεως του Πατριαρχικού Θρόνου της Κωνσταντινουπόλεως. Η Σύνοδος αναγνωρίστηκε ως Οικουμενική από την Δ' Οικουμενική Σύνοδο το 451 στη Χαλκηδόνα. Η Β΄ Οικουμενική επρόκειτο να δώσει οριστικό τέλος στα υπολείμματα της διδασκαλίας των Αρειανοφρόνων (Ευνόμιο), να καταδικάσει την αιρετική διδασκαλία του Απολιναρίου και των Μακεδονιανών. Στη Σύνοδο μετείχαν 150 Ανατολικοί Επίσκοποι. Ανάμεσα τους ήταν ο Γρηγόριος Νύσσης, αδερφός του Μεγάλου Βασιλείου, ο Κύριλλος Ιεροσολύμων, ο Αμφιλόχιος Ικονίου, ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός, ο Διόδωρος Ταρσού και πολλοί άλλοι. Ο Μέγας Βασίλειος αν και είχε κοιμηθεί στις 31 Δεκεμβρίου του 378, εντούτοις είχε πρωταγωνιστικό ρόλο στη Σύνοδο εξαιτίας της διδασκαλίας του. Η τελευταία ήταν σημαντικό όπλο στη φαρέτρα της Β΄ Οικουμενικής για την αντιμετώπιση των αιρέσεων.
Πρόβλημα προέκυψε και με την άσκηση της προεδρίας της Συνόδου. Κατά τη σύγκληση της Συνόδου ο μόνος κενός θρόνος ήταν ο Θρόνος της Κωνσταντινουπόλεως, μετά την απομάκρυνση του αιρετικού Δημοφίλου και την αντικανότητα της εκλογής του Μαξίμου του Κυνικού [6]. Πρόεδρος αρχικά της Συνόδου ορίστηκε ο Μελέτιος Αντιοχείας, ο οποίος πέθανε λίγο αμέσως μετά την έναρξη των εργασιών της Συνόδου. Στη συνέχεια εκλέχτηκε Πρόεδρος της Συνόδου και Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ο Γρηγόριος Θεολόγος. Παραιτήθηκε, όμως, και από τον Πατριαρχικό θρόνο της Βασιλεύουσας, αλλά και από την προεδρία της Συνόδου, γιατί δεν μπορούσε να υποφέρει τις αντιδράσεις μερικών Επισκόπων για την ειρηνική πολιτική του, αλλά και τις αμφισβητήσεις τους σχετικά με την κανονικότητα της εκλογής του. Οι αντίπαλοί του έλεγαν ότι η εκλογή του ήταν άκυρη. Το αιτιολογικό ήταν ότι ο Γρηγόριος είχε ακούσια χειροτονηθεί από το Μ. Βασίλειο Επίσκοπος Σασίμων, στο παρελθόν. Δεν είχε ποτέ ασκήσει τα καθήκοντά του ως Επίσκοπος. Οι αντίπαλοί του θεωρούσαν λοιπόν ότι αυτό ήταν εμπόδιο στην εκλογή του ως Πατριάρχη. Ο Γρηγόριος αποφασίζει να παραιτηθεί. Διαμόρφωσε όμως πρώτα την πορεία της Συνόδου, η οποία τώρα πια δε θα ασχολούνταν μόνο με τις κανονικές, αλλά και θεολογικές προϋποθέσεις της ενότητας και της ειρήνης της Εκκλησίας, με κριτήριο τη θεολογική ερμηνεία της Πίστεως με βάση τη διδασκαλία τόσο του ιδίου, όσο και του Μεγάλου Βασιλείου και του Γρηγορίου Νύσσης.
Η Σύνοδος καταδίκασε τον Απολλινάριο, τον Ευνόμιο, τον Μακεδόνιο και τις διδασκαλίες τους. Αναγνώρισε το Συμβολο της Νίκαιας (325), στο οποίο πρόσθεσε και άλλα πέντε δογματικά άρθρα. Το Συμβολο αυτό έμεινε γνωστό στην Ιστορία ως Συμβολο της Νίκαιας - Κωνσταντινουπόλεως (ή με απλά λόγια το Συμβολο αυτό είναι το γνωστό σε όλους τους Χριστιανούς ως Πιστεύω). Η Σύνοδος τελείωσε τις εργασίες της στις 30 Ιουλίου του 381. Εξέδωσε δε τους παρακάτω Κανόνες:

Κανὼν Α'
Ὥρισαν οἱ ἐν Κωνσταντινούπολει συνελθόντες ἅγιοι Πατέρες, μὴ ἀθετεῖσθαι τὴν πίστιν τῶν Πατέρων τῶν τριακοσίων δέκα ὀκτώ, τῶν ἐν Νικαίᾳ τῆς Βιθυνίας συνελθόντων• ἀλλὰ μένειν ἐκείνην κυρίαν, καὶ ἀναθεματισθῆναι πᾶσαν αἵρεσιν• καὶ εἰδικῶς τὴν τῶν Εὐνομιανῶν, εἴτ' οὖν Εὐδοξιανῶν, καὶ τὴν τῶν Ἡμιαρείων, εἴτ' οὖν Πνευματομάχων, καὶ τὴν τῶν Σαβελλιανῶν,καὶ τὴν τῶν Μαρκελλιανῶν, καὶ τὴν τῶν Φωτεινιανῶν, καὶ τὴν τῶν Ἀπολλιναριστῶν.

Κανὼν Β'
Τοὺς ὑπὲρ διοίκησινΈἐπισκόπους ταῖς ὑπερορίοιςΈἐκκλησίαις μὴ ἐπιέναι, μηδὲ συγχέειν τὰς Έκκλησίας• ἀλλὰ κατὰ τοὺς κανόνας, τὸν μὲν Ἀλεξανδρείας Έπίσκοπον, τὰ ἐν Αἰγύπτῳ μόνον οἰκονομεῖν• τοὺς δὲ τῆς Ἀνατολῆς Έπισκόπους, τὴν Ἀνατολὴν μόνην διοικεῖν• φυλαττομένων τῶν ἐν τοῖς κανόσι τοῖς κατὰ Νίκαιαν πρεσβείων τῇ Ἀντιοχέων Έκκλησίᾳ• καὶ τοὺς τῆς Ἀσιανῆς διοικήσεως Έπισκόπους, τὰ κατὰ τὴν Ἀσιανὴν μόνον διοικεῖν• καὶ τοὺς τῆς Ποντικῆς, τὰ τῆς Ποντικῆς μόνον• καὶ τοὺς τῆς Θρᾴκης τὰ τῆς Θρᾳκικῆς μόνον οἰκονομεῖν. Ἀκλήτους δὲ Έπισκόπους ὑπὲρ διοίκησιν μὴ ἐπιβαίνειν ἐπὶ χειροτονίᾳ, ἤ τισιν ἄλλαις οἰκονομίαις ἐκκλησιαστικαῖς. Φυλαττομένου δὲ τοῦ προγεγραμμένου περὶ τῶν διοικήσεων κανόνος, εὔδηλον ὡς τὰ καθ' ἑκάστην ἐπαρχίαν ἡ τῆς ἐπαρχίας Σύνοδος διοικήσει, κατὰ τὰ ἐν Νικαίᾳ ὡρισμένα. Τὰς δὲ ἐν τοῖς βαρβαρικοῖς ἔθνεσι τοῦ Θεοῦ Έκκλησίας, οἰκονομεῖσθαι χρὴ κατὰ τὴν κρατήσασαν συνήθειαν τῶν Πατέρων.

Κανὼν Γ'
Τὸν μέν τοι ΚωνσταντινουπόλεωΈ ἐπίσκοπον ἔχειν τὰ πρεσβεῖα τῆς τιμῆς μετὰ τὸν τῆς Ῥώμης Έπίσκοπον, διὰ τὸ εἶναι αὐτὴν νέαν Ῥώμην.

Κανὼν Δ'
Περὶ Μαξίμου τοῦ Κυνικοῦ, καὶ τῆς κατ’ αὐτὸν ἀταξίας τῆς ἐν Κωνσταντινουπόλει γενομένης• ὥστε μήτε Μάξιμον Έπίσκοπον ἢ γενέσθαι, ἢ εἶναι, μήτε τοὺς παρ' αὐτοῦ χειροτονηθέντας, ἐν οἱῳδήποτε βαθμῷ κλήρου• πάντων καὶ τῶν περὶ αὐτὸν, καὶ τῶν παρ' αὐτοῦ γενομένων ἀκυρωθέντων.

Κανὼν Ε'
Περὶ τοῦ τόμου τῶν δυτικῶν, καὶ τοὺς ἐν Ἀντιοχείᾳ ἀπεδεξάμεθα, τοὺς μίαν ὁμολογοῦντας Πατρὸς καὶ Υἱοῦ καὶ Ἁγίου Πνεύματος Θεότητα.

Κανὼν ΣΤ'
Ἐπειδὴ πολλοὶ τὴν ἐκκλησιαστικὴν εὐταξίαν συγχεῖν καὶ ἀνατρέπειν βουλόμενοι, φιλέχθρως καὶ συκοφαντικὼς αἰτίας τινὰς κατὰ τῶν οἰκονομούντων τάς ἐκκλησίας Όρθοδόξων Έπισκόπων συμπλάσσουσιν, οὐδὲν ἕτερον, ἢ χραίνειν τὰς τῶν ἱερέων ὑπολήψεις, καὶ ταραχὰς τῶν εἰρηνευόντων λαῶν κατασκευάζειν ἐπιχειροῦντες• τούτου ἕνεκεν ἤρεσε τῇ ἁγίᾳ Συνόδῳ τῶν ἐν Κωνσταντινουπόλει συνδραμόντων Έπισκόπων, μὴ ἀνεξετάστως προσίεσθαι τοὺς κατηγόρους, μηδὲ πᾶσιν ἐπιτρέπειν τάς κατηγορίας ποιεῖσθαι κατὰ τῶν οἰκονομούντων τὰς Έκκλησίας, μηδὲ μὴν πάντας ἀποκλείειν. Ἀλλ' εἰ μέν τις οἰκείαν τινὰ μέμψιν, τουτέστιν ἰδιωτικήν, ἐπαγάγοι τῷ Έπισκόπῳ ὡς πλεονεκτηθείς, ἢ ἄλλο τι παρὰ τὸ δίκαιον παρ' αὐτοῦ πεπονθώς, ἐπὶ τῶν τοιούτων κατηγοριῶν μὴ ἐξετάζεσθαι, μήτε πρόσωπον τοῦ κατηγόρου, μήτε τὴν θρησκείαν. Χρὴ γὰρ παντὶ τρόπῳ, τό τε συνειδὸς τοῦ Έπισκόπου ἐλεύθερον εἶναι, καὶ τὸν ἀδικεῖσθαι λέγοντα, οἵας ἂν ᾖ θρησκείας, τῶν δικαίων τυγχάνειν. Εἰ δὲ ἐκκλησιαστικὸν εἴη τὸ ἐπιφερόμενον ἔγκλημα τῷ Έπισκόπῳ, τότε δοκιμάζεσθαι χρὴ τῶν κατηγορούντων τὰ πρόσωπα• ἵνα, πρῶτον μὲν αἱρετικοῖς μὴ ἐξῇ κατηγορίας κατὰ τῶν Όρθοδόξων Έπισκόπων ὑπὲρ ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων ποιεῖσθαι. Αἱρετικοὺς δὲ λέγομεν, τούς τε πάλαι τῆς Έκκλησίας ἀποκηρυχθέντας, καὶ τοὺς μετὰ ταῦτα ὑφ' ἡμῶν ἀναθεματισθέντας• πρὸς δὲ τούτοις, καὶ τοὺς τὴν πίστιν μὲν τὴν ὑγιῆ προσποιουμένους ὁμολογεῖν, ἀποσχίσαντας δέ, καὶ ἀντισυνάγοντας τοῖς κανονικοῖς ἡμῶν Έπισκόποις. Ἔπειτα δέ, καὶ εἴ τινες τῶν ἀπὸ τῆς Έκκλησίας ἐπὶ αἰτίαις τισὶ προκατεγνωσμένοι εἶεν καὶ ἀποβεβλημένοι, ἢ ἀκοινώνητοι, εἴτε ἀπὸ κλήρου, εἴτε ἀπὸ λαϊκοῦ τάγματος, μηδὲ τούτοις ἐξεῖναι κατηγορεῖν Έπισκόπου, πρὶν ἂν τὸ οἰκεῖον ἔγκλημα πρότερον ἀποδύσωνται. Ὁμοίως δὲ καὶ τοὺς ὑπὸ κατηγορίαν προλαβοῦσαν ὄντας, μὴ πρότερον εἶναι δεκτοὺς εἰς Έπισκόπου κατηγορίαν, ἢ ἑτέρων κληρικῶν, πρὶν ἂν ἀθώους ἑαυτοὺς τῶν ἐπαχθέντων αὐτοῖς ἀποδείξωσιν ἐγκλημάτων. Εἰ μέντοι τινὲς μήτε αἱρετικοί, μήτε ἀκοινώνητοι εἶεν, μήτε κατεγνωσμένοι, ἢ προκατηγορημένοι ἐπί τισι πλημμελήμασι, λέγοιεν δὲ ἔχειν τινὰ ἐκκλησιαστικὴν κατὰ τοῦ Έπισκόπου κατηγορίαν, τούτους κελεύει ἡ ἁγία Σύνοδος, πρῶτον μὲν ἐπὶ τῶν τῆς ἐπαρχίας πάντων Έπισκόπων ἐνίστασθαι τάς κατηγορίας, καὶ ἐπ' αὐτῶν ἐλέγχειν τὰ ἐγκλήματα τοῦ ἐν αἰτίαις τισὶν Έπισκόπου• εἰ δὲ συμβαίη ἀδυνατῆσαι τοὺς ἐπαρχιώτας πρὸς διόρθωσιν τῶν ἐπιφερομένων ἐγκλημάτων τῷ Έπισκόπῳ, τότε αὐτοὺς προσιέναι μείζονι Συνόδῳ, τῶν τῆς διοικήσεως ἐκείνης Έπισκόπων ὑπὲρ τῆς αἰτίας ταύτης συγκαλουμένων• καὶ μὴ πρότερον ἐνίστασθαι τὴν κατηγορίαν, πρὶν ἢ ἐγγράφως αὐτοὺς τὸν ἴσον αὐτοῖς ἐπιτιμήσασθαι κίνδυνον, εἴπερ ἐν τῇ τῶν πραγμάτων ἐξετάσει συκοφαντοῦντες τὸν κατηγορούμενον Έπίσκοπον ἐλεγχθεῖεν. Εἰ δέ τις καταφρονήσας τῶν κατὰ τὰ προδηλωθέντα δεδογμένων, τολμήσειεν ἢ βασιλικὰς ἐνοχλεῖν ἀκοάς, ἢ κοσμικῶν ἀρχόντων δικαστήρια, ἢ οἰκουμενικὴν Σύνοδον ταράσσειν, πάντας ἀτιμάσας τοὺς τῆς διοικήσεως Έπισκόπους, τὸν τοιοῦτον τὸ παράπαν εἰς κατηγορίαν μὴ εἶναι δεκτόν, ὡς καθυβρίσαντα τοὺς Κανόνας, καὶ τὴν ἐκκλησιαστικὴν λυμηνάμενον εὐταξίαν.

Κανὼν Ζ'
Τοὺς προστιθεμένους τῇ Όρθοδοξίᾳ, καὶ τῇ μερίδι τῶν σῳζομένων, ἀπὸ αἱρετικῶν, δεχόμεθα κατὰ τὴν ὑποτεταγμένην ἀκολουθίαν, καὶ συνήθειαν. Ἀρειανοὺς μὲν, καὶ Μακεδονιανούς, καὶ Σαββατιανούς, καὶ Ναυατιανούς, τοὺς λέγοντας ἑαυτοὺς Καθαροὺς καὶ Ἀριστερούς, καὶ τοὺς Τεσσαρεσκαιδεκατίτας, εἴτουν Τετραδίτας, καὶ Ἀπολλιναριστάς, δεχόμεθα διδόντας λιβέλλους, καὶ ἀναθεματίζοντας πᾶσαν αἵρεσιν, μὴ φρονοῦσαν, ὡς φρονεῖ ἡ Άγία τοῦ Θεοῦ Καθολικὴ καὶ Άποστολικὴ Έκκλησία, καὶ σφραγιζομένους, ἤτοι χριομένους, πρῶτον τῷ Άγίῳ Μύρῳ τό τε μέτωπον, καὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ τὰς ῥίνας, καὶ τὸ στόμα, καὶ τὰ ὦτα• καὶ σφραγίζοντες αὐτούς, λέγομεν• Σφραγὶς δωρεὰς Πνεύματος Άγίου. Εὐνομιανοὺς μέντοι τοὺς εἰς μίαν κατάδυσιν βαπτιζομένους, καὶ Μοντανιστάς, τοὺς ἐνταῦθα λεγομένους Φρύγας, καὶ Σαβελλιανούς, τοὺς υἱοπατορίαν διδάσκοντας, καὶ ἕτερά τινα καὶ χαλεπὰ ποιοῦντας, καὶ τὰς ἄλλας πάσας αἱρέσεις• (ἐπειδὴ πολλοί εἰσιν ἐνταῦθα, μάλιστα οἱ ἀπὸ τῶν Γαλατῶν χώρας ὁρμώμενοι), πάντας τοὺς ὑπ' αὐτῶν θέλοντας προστίθεσθαι τῇ Όρθοδοξίᾳ, ὡς Ἕλληνας δεχόμεθα• καὶ τὴν πρώτην ἡμέραν ποιοῦμεν αὐτοὺς Χριστιανούς, τὴν δὲ δευτέραν κατηχουμένους• εἶτα τῇ τρίτῃ ἐξορκίζομεν αὐτούς, μετὰ τοῦ ἐμφυσᾷν τρίτον εἰς τὸ πρόσωπον, καὶ εἰς τὰ ὦτα, καὶ οὕτω κατηχοῦμεν αὐτούς, καὶ ποιοῦμεν χρονίζειν εἰς τὴν ἐκκλησίαν, καὶ ἀκροᾶσθαι τῶν Γραφῶν, καὶ τότε αὐτοὺς βαπτίζομεν.

Κανὼν Η'
Οἱ καταδύσει μιᾷ βαπτιζόμενοι Εὐνομιανοί, Σαβελλιανοί, καὶ Φρύγες, ὡς Ἕλληνες δεχέσθωσαν. Οὗτοι καὶ βαπτίζονται, καὶ χρίονται, ὅτι ὡς Ἕλληνες παραδέχονται• καὶ καιρὸν ἱκανὸν πρὸ τοῦ Βαπτίσματος κατηχοῦνται, καὶ τῶν θείων γραφῶν ἀκροῶνται.

[1] Στυλιανοῦ Γ. Παπαδοπούλου, "Πατρολογία" Β', Αθήνα 1990, σ. 533.
[2] "Μεταφυσικά" 1039α 9-10.
[3] Βλ. Ἰω. Φειδᾶ, "Εκκλησιαστική Ιστορία" Α', Ἀθήνα 1992, σ. 585.
[4] Ὁ Γρηγόριος ο Θεολόγος εἶχε γράψει στήν Ἐπιστολή του (10Τ, 32): «τὸ γὰρ ἀπρόσληπτον ἀθεράπευτον, ὅ δὲ ἥνωται τῷ Θεῷ, τούτο καί σώζεται».
[5] Στυλιανοῦ Γ. Παπαδοπούλου, "Πατρολογία" Β', Ἀθήνα 1990, σ. 536, 537.
[6] Βλ. Ἰω. Φειδᾶ, "Ἐκκλησιαστική Ἱστορία" Α', Ἀθήνα 1992, σ. 521.




























1 σχόλιο: