Το όνειρο του Γερμανού Όθωνα Α’ 912-973), Δούκα της Σαξονίας και Βασιλιά της Γερμανίας και Ιταλίας, να παντρέψει τον γιο του Όθωνα Β’ με μια Ελληνίδα Πριγκίπισσα, εκπληρώθηκε μερικώς το 972. Στις 14 Απριλίου της χρονιάς αυτής ο γιος του παντρεύτηκε την Θεοφανώ στην Βασιλική του αγίου Πέτρου στην Ρώμη, από τον Πάπα Ιωάννη ΧΙΙΙ (965-972).
Η Θεοφανώ δεν ήταν Πορφυρογέννητη. Πολλές προσπάθειες έχουν γίνει για την εύρεση της καταγωγής της Θεοφανούς, καθώς το πρόσωπό της απουσιάζει από τις ελληνικές πηγές. Επικρατέστερη εκδοχή είναι ότι κατάγονταν από την οικογένεια των Σκληρών και ήταν ανιψιά του Ιωάννη Τσιμισκή από τον πρώτο του γάμο. Ο Αυτοκράτορας Τσιμισκής συναίνεσε στην πρόταση του Όθωνα για λόγους πολιτικούς. Έχοντας ν’ αντιμετωπίσει τους Σαρακηνούς στα ανατολικά και τους Βούλγαρους στα βόρεια σύνορα της Αυτοκρατορίας, το τελευταίο πράγμα που επιθυμούσε ήταν η στρατιωτική εμπλοκή με τους Γερμανούς στην Ιταλία.
Η άφιξη της Θεοφανούς στη Γερμανία αντιμετωπίστηκε με δυσπιστία, η οποία έφτανε στα όρια της εχθρότητας από τους Δυτικούς, διότι ή νεοφερμένη Ελληνίδα ήταν φορέας του ανώτερου Ελληνικού πολιτισμού. Οι Δυτικοί είχαν πολύ συγκεκριμένες προκαταλήψεις απέναντι στους Έλληνες εκείνη την εποχή. Παρότι αναγνώριζαν την sapientia τους, τους στόλιζαν με fallatia, invidia και arrogantia [1]. Η Θεοφανώ έπεσε θύμα της ζηλόφθονης κακεντρέχειας των Δυτικών μεσαιωνικών και σύγχρονων χρονογράφων, όχι γι’ αυτό που ήταν, αλλά γι’ αυτό που εκπροσωπούσε˙ την ανωτερότητα του Ελληνικού πολιτισμού εν μέσω της Δυτικοευρωπαϊκής βαρβαρότητας. Αυτή την αντιμετώπιση θα εξετάσουμε παρακάτω μέσα από τις πηγές και θα ελέγξουμε την αντικειμενικότητά της πάλι μέσα από τις πηγές.
Illa imperatrix Greca [2] - Odilo του Κλυνί.
Ο Odilo, Αββάς στο μοναστήρι του Κλυνί, σύγχρονος των γεγονότων χρονογράφος, είχε καλές σχέσεις με την Αδελαΐδα της Βουργουνδίας, την πεθερά της Θεοφανούς. Μετά τον θάνατό της το 999 μ.Χ., εκφώνησε τον Επιτάφιό, από όπου είναι παρμένη η επικεφαλίδα του κεφαλαίου, στον οποίο εκθείαζε την θανούσα και κατέκρινε την Θεοφανώ. Δεν την αποκάλεσε ούτε καν με το όνομά της, αλλά με υποτιμητικό τρόπο έγραψε για «αυτή την Ελληνίδα Αυτοκράτειρα». Οι σχέσεις των δύο γυναικών ήταν τεταμένες. Η Θεοφανώ φρόντιζε για τα συμφέροντα του γιού της Όθωνα του Γ’, ειδικά μετά τον θάνατο του πατέρα του, το 983. Την χρονιά εκείνη ο Όθωνας Γ' ήταν μόλις τριών ετών. Η Θεοφανώ κανόνισε την στέψη του γιού της τα Χριστούγεννα του ίδιου έτους και κυβέρνησε η ίδια ως Αντιβασιλέας, μέχρι την ενηλικίωσή του. Αφαίρεσε ουσιαστικά την εξουσία από την Αδελαΐδα, σύζυγο του θανόντα Όθωνα Β’ και αυτό δεν άρεσε καθόλου στην πεθερά της. Ο Odilo αναφέρει την χαρά της Αδελαΐδας, όταν πέθανε η Θεοφανώ το 991.
Πριν από την ανάληψη της αντιβασιλείας από την Ελληνίδα Βασίλισσα, οι σχέσεις των δύο γυναικών ήταν επίσης σχέσεις αντιπαλότητας. Η Αδελαΐδα πίεζε τον Όθωνα Β’, να εισβάλει στις Βυζαντινές επαρχίες της Ιταλίας, ενέργεια που ήταν αντίθετη με τους λόγους του συνοικεσίου. Προφανώς, έλπιζε με αυτό τον τρόπο να εξωθήσει την νύφη της να εγκαταλείψει την Γερμανική Αυλή. Ο Όθωνας Β’ εισέβαλε στις Ελληνικές επαρχίες της Νότιας Ιταλίας το Μάρτιο του 982, αλλά η εκστρατεία δεν εξελίχθηκε όπως περίμενε. Μόλις και μετά βίας κατάφερε να ξεφύγει τον Ιούλιο της ίδιας χρονιάς, μετά την καταστροφή του στρατού του και να επιστρέψει μεταμφιεσμένος στη Ρώμη. Προετοίμαζε μια δεύτερη εκστρατεία εναντίον των Ελληνικών επαρχιών, όταν έφθασε η είδηση ότι οι Σλαβικές φυλές των ανατολικών Γερμανικών συνόρων επαναστάτησαν, κι έπαθε αποπληξία στο παλάτι του στη Ρώμη, στις 7 Δεκεμβρίου του 983.
Οι σχέσεις της Αδελαΐδας με το μοναστήρι του Κλυνί ήταν ιδιαίτερα καλές, λόγω των ευγενικών χορηγιών της σε χρήμα και ακίνητη περιουσία. Δεν είναι λοιπόν δύσκολο να καταλάβει κανείς, γιατί ο Odilo ένιωθε υποχρεωμένος να εξυμνήσει την δωρήτρια.
Alpetrus του Metz.
Οι εχθροπραξίες των Γερμανών με τους Έλληνες της Κάτω Ιταλίας, περιγράφονται στο έργο του Alpertus Mettensis, "Fragmentum de Deoderico primo episcopo Mettensi", γραμμένο περίπου το 1017. Σε αυτό ο Alpertus εκφράζει την αντιπάθειά του για την Θεοφανώ, χαρακτηρίζοντάς την ως δυσάρεστη και πολύ ομιλητική [3]. Την θεωρούσε ως εκπρόσωπο της Ελληνικής νοοτροπίας και αναφέρει ότι θριαμβολογούσε για την νίκη των συμπατριωτών της επί των Γερμανών. Εμφανώς, απογοητευμένος ο ίδιος από την ήττα των συμπατριωτών του, εξέφρασε την δυσαρέσκειά τους με προσωπικές επιθέσεις εναντίον της Ελληνίδας Βασίλισσας. Με αυτό τον τρόπο εκφράζει τις στερεότυπες προκαταλήψεις των Δυτικών για τους Έλληνες και τις γυναίκες. Και η Θεοφανώ ήταν ταυτόχρονα Ελληνίδα και γυναίκα.
Otloh του St. Emmeran (Regensburg).
Οι μυθικές διαστάσεις της αντιπάθειας των Δυτικών για την Θεοφανώ φαίνονται στην παρακάτω διήγηση. Μια Γερμανίδα μοναχή είδε την Θεοφανώ σε όραμα, το οποίο καταγράφηκε από τον μοναχό Otloh του St. Emmeran στο Liber visionum, γραμμένο περίπου το 1050 [4]. Η Θεοφανώ εμφανίστηκε στην μοναχή και της είπε, ότι μετά τον θάνατό της βρίσκεται σε μεγάλα βάσανα (maximo tormento posita sum). Όταν η μοναχή την ρώτησε γιατί, της απάντησε, ότι άξιζε την αιώνια καταδίκη (merui aeternam dampnationem), επειδή εισήγαγε είδη πολυτελείας και στολίδια από την Ελλάδα, που ήταν άγνωστα στην Φραγκία και την Γερμανία (multa superflua et luxoriosa mulierum ornamentum, quibus Graecia uti solet, sed eatenus in Germaniae Franiaeque provinciis errant incognita). Στο τέλος η Θεοφανώ ζήτησε από την μοναχή να την θυμάται στις προσευχές της, για να βρει έλεος από τον Θεό.
Μια σύντομη εκδοχή του οράματος υπεισήλθε σε ένα χειρόγραφο του Vita Bernwardi episcopi Hildesheimensis, του ΙΕ’ αι. [5]. Ωστόσο ο συγγραφέας Thangmar του Hildesheim δεν είναι εχθρικός απέναντι στην Θεοφανώ, την οποία αναφέρει ως «σοφή και σεβάσμια Βασιλομήτορα» (venerabilis et sapientissima mater domna[6]). Μάλλον ο αντιγραφέας του ΙΕ’ αι. δεν συμφωνούσε με την άποψη του συγγραφέα και παρέθεσε την περίληψη του οράματος για να την αναιρέσει.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο εκδότης του κειμένου του Otloh, Rogerus Wilmans, επιγράφει το κεφάλαιο «Theophaniae imperatricis ob luxum vestium in purgatorio poenae», ακολουθώντας τον εκδότη της Patrologia Latina του ΙΘ’ αι. Ούτε το κείμενο, ούτε ο συγγραφέας αναφέρονται σε πουργατόριο. Αναφέρονται στην μέση κατάσταση των ψυχών που ήταν τότε η καθολική πίστη (poenas …, quod in fide catholica perservari) Ανατολικών και Δυτικών, πριν το Σχίσμα και την Γρηγοριανή μεταρρύθμιση. Φαίνεται ότι οι εκδότες σκέφτηκαν, ότι αν μια Ελληνίδα μιλούσε για πουργατόριο, θα έδινε αξιοπιστία στην Παπική αίρεση, και ακολούθησαν την γνωστή τακτική της πλαστογραφίας.
Ένα άλλο σημείο στο οποίο πρέπει να σταθούμε στην παραπάνω διήγηση, είναι ο λόγος της καταδίκης της Θεοφανώς κατά το όραμα. Η Θεοφανώ καταδικάστηκε επειδή εισήγαγε στη Δύση είδη πολυτελείας και στολίδια και συνήθειες άγνωστες όπως το συχνό λούσιμο. Είναι γνωστό ότι η απλυσιά ήταν πάγια τακτική των βάρβαρων Δυτικοευρωπαίων την εποχή εκείνη και μάλιστα περηφανεύονταν γι’ αυτήν.
Πέτρος Δαμιανός.
Γίνεται αποδεκτό σήμερα ότι οι βάρβαροι Γερμανοί του Ι’ αι. έμαθαν την χρήση του πιρουνιού από την Βασίλισσα Θεοφανώ. Ωστόσο, δεν υπάρχει μια τέτοια ειδική αναφορά στις πηγές. Υπάρχουν γενικόλογες αναφορές για τα είδη πολυτελείας που εισήγαγε, όχι όμως ειδικά για το πιρούνι. Στις πηγές πρώτη αναφορά για την εισαγωγή του πιρουνιού στη Δύση, υπάρχει στην διατριβή του Πέτρου Δαμιανού Institutio monialis. Η ιστορία είναι η ακόλουθη.
Ο Δόγης της Βενετίας Πέτρος Β’ Ορσεόλο, καλός φίλος του Όθωνα Γ’, συνέβαλε στην άμυνα των ακτών της Αδριατικής, βοηθώντας τον Βασίλειο Β’ Βουλγαροκτόνο, ν’ αντιμετωπίσει την απειλή των Αράβων στην Ιταλία. Μετά την ήττα των Αράβων στο Μπάρι το 1004, ο Βασίλειος Β’ κάλεσε τον Ιωάννη, γιο του δόγη, στην Κωνσταντινούπολη και τον πάντρεψε με την Μαρία Αργυροπουλίνα, αδελφή του Ρωμανού Γ’ (κατά τον Σκυλίτζη). Οι Δυτικοί πίστευαν ότι η Μαρία ήταν Πορφυρογέννητη, όπως και η Θεοφανώ, αλλά η αλήθεια ήταν διαφορετική και στις δύο περιπτώσεις. Η Μαρία, ο άντρας της και το παιδί τους πέθαναν τελικά από την επιδημία πανούκλας, το 1006.
Ο Πέτρος Δαμιανός, ονομαστός Παπικός θεολόγος του κύκλου του Πάπα Γρηγορίου Ζ’, εκφράζει στο έργο του την συμπλεγματική νοοτροπία των Δυτικοευρωπαίων, απέναντι στην ανωτερότητα του τρόπου ζωής των Ελλήνων, θεωρώντας ότι ο θάνατος της Μαρίας οφείλονταν στην οργή του Θεού για την πολυτέλειά της. Το σχετικό απόσπασμα είναι το εξής:
«Τόση ήταν η πολυτέλεια των εθίμων της, ώστε καταφρονούσε ακόμα και να πλένεται με κοινό νερό, αναγκάζοντας τους υπηρέτες της τουναντίον, να συλλέγουν την δροσιά που έπεφτε από τους ουρανούς, για να πλένεται σ’ αυτήν. Ούτε καταδέχονταν ν’ αγγίζει την τροφή με τα δάκτυλά της, αλλά διέταζε τους ευνούχους της να την κόβουν σε μικρά κομμάτια, τα οποία παλούκωνε με ένα χρυσό όργανο με δύο δόντια, κι έτσι το έφερνε στο στόμα της. Τα δωμάτιά της είχαν τόσο βαριά ατμόσφαιρα από την χρήση λιβανιού και διαφόρων αρωμάτων, ώστε μου προκαλεί ναυτία και το να μιλώ γι’ αυτά, αλλά και οι αναγνώστες μου δεν θα το πιστεύουν. Η ματαιοδοξία αυτής της γυναίκας ήταν μισητή από τον Παντοδύναμο˙ κι έτσι, χωρίς λάθος, πήρε την εκδίκησή Του [7]».
Η Μαρία Αργυροπουλίνα έζησε περίπου την ίδια εποχή με την Θεοφανώ και ήταν φορέας του ιδίου πνεύματος στη Δύση. Συνεπώς μπορούμε να υποθέσουμε με ασφάλεια, ότι και η Θεοφανώ χρησιμοποιούσε το πιρούνι και ότι το έφερε με την οικοσκευή της στην Γερμανία. Δηλαδή, μπορεί να ειπωθεί ότι η Θεοφανώ εισήγαγε την χρήση του στην Δύση, ακόμη και αν δεν μαρτυρείται άμεσα από τις πηγές.
Από την αφήγηση του Πέτρου Δαμιανού για την Θεοφανώ μπορούν να βγει ένα ακόμη χρήσιμο συμπέρασμα, για τον προπαγανδιστικό τρόπο αντιμετώπισης της ιστορίας από τους Παπικούς. Ο συγκεκριμένος κατηγόρησε την Θεοφανώ ότι είχε ερωτική σχέση με τον Ιωάννη Φιλάγαθο [8], Έλληνα μοναχό από την Κάτω Ιταλία. Ο Ιωάννης έγινε μέλος της Γερμανικής Αυλής κατά την επιθυμία της Θεοφανούς [9] και αργότερα Επίσκοπος στην Piacenza [10]. Το πρόβλημα των Παπικών ήταν ότι ο Έλληνας αυτός Επίσκοπος έγινε στην συνέχεια Πάπας Ρώμης το 997, με το όνομα Ιωάννης XVI, σε αντικατάσταση του Γερμανού Πάπα Γρηγόριου V, ο οποίος ήταν ο ξάδελφος του Όθωνα ΙΙΙ, ο Bruno. Ο Ιωάννης αναδείχθηκε Πάπας με την εκλογή των Ρωμαίων πολιτών και του Συγκλητικού Κρησκέντιου, υποβοηθούμενου από τον Βασίλειο Β’ Βουλγαροκτόνο.
«Στο μεταξύ, όταν ο Όθωνας ΙΙΙ κυβερνούσε μαζί με την Ελληνίδα μητέρα του, κάποιος Έλληνας, θαλαμηπόλος της Αυτού Ελληνίδος (σσ. ειρωνεία προς την Θεοφανώ), έγινε Επίσκοπος Piacenza. Τα σχετικά μ’ αυτόν, λέγονταν, ότι είχε προσπαθήσει έξυπνα να μεταφέρει την δόξα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στους Έλληνες. Πράγματι, χρησιμοποιώντας την βοήθεια και τον πλούτο κάποιων Ρωμαίων πολιτών, ειδικά ενός πολύ πλούσιου με τον όνομα Κρησκέντιος, είχε καταλάβει βίαια την Αποστολική Έδρα, και εκτόπισε τον σεβαστό Πάπα που κατείχε την έδρα μέχρι τότε. Όταν αυτό έγινε γνωστό, ο Όθωνας άφησε την Σουαβία και ήρθε γρήγορα στην Ιταλία».
Οι Γερμανοί δεν μπορούσαν ν’ ανεχτούν έναν Έλληνα στην θέση του Πάπα. Ο Όθωνας εισέβαλε στην Ρώμη το 998. Ο Ιωάννης προσπάθησε να ξεφύγει, αλλά συνελήφθη. Του έκοψαν την μύτη, τ’ αυτιά, την γλώσσα και του έσπασαν τα δάκτυλα για να μην μπορεί να γράφει. Το άδοξο τέλος της αρχιερατείας του Φιλάγαθου περιγράφεται στο βίο του οσίου Νείλου του Καλαβρού:
«Στερηθείς γάρ παρ’ αυτῶν τῶν χρειοδεστέρων μελῶν, ὀφθαλμῶν λέγω καί γλώττηε και ῥινός, ἔρρίπτετο εἰς φυλακήν ἐλεινός τε καί ἀπροστάτευτος [11]».
Όπως φαίνεται μέσα από την περίπτωση αυτή, όπως και από άλλες περιπτώσεις που δεν υπάρχει λόγος να εξεταστούν εδώ, η κατηγορία της πορνείας αφορούσε μόνο τους Ελληνορωμαίους Πάπες, και όχι τους Γερμανούς, οι οποίοι ήταν της αρεσκείας των Παπικών. Όλη η προπαγάνδα στιγματισμού των Ελληνορωμαίων Παπών, περικλείεται στην φράση «πορνοκρατία», με την οποία χαρακτηρίζουν οι Παπικοί την τελευταία περίοδο της Ορθόδοξων Ρωμαίων Παπών, πριν την οριστική κατάληψη της έδρας από τους Γερμανούς, το 1009. Στην περίπτωση αυτή ενέπλεξαν και την Θεοφανώ στην κατηγορία της πορνείας, κατηγορία η οποία είναι άδικη, για τον απλό απλούστατο λόγο, ότι κατά τα έθιμα της εποχής, οι θαλαμηπόλοι, «κοιτωνίτες» κατά την Βυζαντινή ορολογία, ήταν ευνούχοι [12].
Thietmar του Merseburg
Η Θεοφανώ της Γερμανίας ακολούθησε το παράδειγμα της αγίας Βασιλίσσης Θεοδώρας, επειδή έδειξε μετά τον θάνατο του συζύγου της Όθωνα την ίδια μέριμνα για την ψυχή του, όπως είχε δείξει και η αγία Θεοδώρα για την ψυχή του συζύγου της Θεοφίλου. Την σχετική διήγηση διασώζει ένας ευρεία χρησιμοποιούμενος μεσαιωνικός χρονογράφος, ο Thietmar του Merseburg [13].
«Ο Αυτοκράτορας [Όθων ΙΙΙ], αφού μεγάλωσε κι έγινε άντρας, άφησε κατά μέρος τα παιδιαρίσματα, όπως λέει ο Απόστολος. Θρηνώντας συνεχώς για την καταστροφή της Εκκλησίας του Merseburg, σχεδίαζε επιμελώς για την αποκατάστασή της και, παρακινούμενος από την θεοσεβή μητέρα του [Θεοφανώ], σκέφτονταν συνέχεια να εκπληρώσει το τάμα του όσο ζούσε. Τα ακόλουθα τα είδε αυτή σε όνειρο και αργότερα μου τα ανέφερε, όπως τα είχε συσχετίσει. Κατά τη διάρκεια της σιγής της νύκτας [14], ο αθλητής του Χριστού άγιος Λαυρέντιος, εμφανίστηκε μπροστά της με το δεξί του χέρι ακρωτηριασμένο και είπε: "Γιατί δεν ρωτάς ποιος είμαι;"
Και αυτή απάντησε: "Δεν τολμώ κύριέ μου!"
Ο Άγιος αποκρίθηκε: "Είμαι ο…", κι έδωσε το όνομά του και είπε: "Αυτό που βλέπεις μου το προξένησε ο άντρας σου, που πλανήθηκε από τα λόγια ενός ανθρώπου, του οποίου η ενοχή προκαλεί διχόνοια μεταξύ του πλήθους των εκλεκτών του Χριστού".
Κατόπιν τούτου, υποχρέωσε τον θεοφοβούμενο γιό της, να φροντίσει για την αιώνια σωτηρία της ψυχής του πατέρα του με την αποκατάσταση της Επισκοπής, και αυτό έπρεπε να γίνει είτε ο Gishelher ζούσε είτε όχι [15]».
Το θέμα της μεταφοράς της Επισκοπής του Merseburg στην Αρχιεπισκοπή του Magdeburg και η ανάληψη της θέσης του Αρχιεπισκόπου από τον Giselher το 981, συζητιέται σε άλλο σημείο του ίδιου Χρονικού (ΙΙΙ.13). Το γεγονός είχε συνταράξει αρκετά τα εκκλησιαστικά δρώμενα της εποχής, ώστε βρίσκουμε μια ακόμη σχετική διήγηση στον συμμαθητή του Thietmar, Bruno του Querfurt:
«Πριν πεθάνει [ο Όθων], ο Θεός, ο μόνος φιλάνθρωπος, αποκάλυψε το παρακάτω όραμα σε έναν σοφό ανθρωπο, ώστε η ανθρωπότητα να παρακινηθεί σε μετάνοια. Δεν θεωρούμε ανόητο να αναφέρουμε το παρακάτω όραμα, ανακαλώντας το στη μνήμη ακριβώς όπως το ακούσαμε. Στο μέσο της νυκτός, όταν η ανθρωπότητα αγκαλιάζεται συνήθως από τον βαθύτερο ύπνο, είδε [ο σοφός άνθρωπος] τον έναν από τους δύο που είπαμε, τον Βασιλιά Όθωνα, να κάθεται σε χρυσό θρόνο με αργυρό υποπόδιο. Κοιτώντας τριγύρω [ο Μονάρχης], είδε μια σειρά από Επισκόπους και ευγενείς. Ένας νέος άντρας εισήλθε, όμορφος με πρόσωπο φλεγόμενο σα φωτιά. Ήταν λευκοντυμένος και είχε πορφυρό επιτραχήλιο κρεμασμένο στο στήθος του. Αντί να σταθεί με τους άλλους, συνέχισε την πορεία του προς τον Αυτοκράτορα. Μετά, αφού τράβηξε με ασέβεια το αργυρό υποπόδιο κάτω από τα πόδια του Μονάρχη, κατευθύνθηκε προς την πόρτα με στραμμένο πρόσωπο. Έχοντας ενοχληθεί φοβερά από την τροπή των γεγονότων, αυτός που αξιώθηκε τέτοιου οράματος, έτρεξε πίσω από τον νέο και είπε:
"Σε παρακαλώ, κύριέ μου, δώσε πίσω το υποπόδιο σε μένα, για να μην θεωρηθείς ένοχος αίσχιστης πράξης! Όποιος και αν είσαι εσύ που τολμάς κάτι τόσο εξωφρενικό, σε παρακαλώ μην προσβάλεις τον Βασιλιά μπροστά σε τόσο κόσμο!"
Όπως επέτρεψε στην συνέχεια ο Θεός σ’ εκείνον τον Επίσκοπο να καταλάβει, αυτός ήταν η μεγάλη και χρυσή προσωπικότητα του δυνατού Λαυρέντιου. Ο Άγιος απάντησε:
"Αντιθέτως, αν δεν προσφέρει αποζημιώσεις για την ντροπή μου, θα κάνω ακόμη περισσότερα! Αφού του απομάκρυνα το υποπόδιο, θα τον εκθρονίσω!"
Ο βασιλικός νέος αναγνώρισε ταυτόχρονα το φοβερό του οράματος και την θανάσιμη απειλή [16]».
Ενδεχομένως, η φήμη αυτού του οράματος ήρθε εις γνώση της Θεοφανούς και συμβούλευσε τον γιο της να μεριμνήσει για την αποκατάσταση της Επισκοπής. Ο Thietmar εκφέρει θετικότερες κρίσεις για την Βασίλισσα:
«Αν και άνηκε στο ευαίσθητο φύλο, η μετριοφροσύνη της, η πίστη και ο τρόπος ζωής της ήταν εξαιρετικά, κάτι σπάνιο στην Ελλάδα. Διατηρώντας την μοναρχία του γιού της με ανδρική επιστασία, ήταν πάντα ευμενής και φιλάνθρωπος προς τους νομιμόφρονες, αλλά τρομακτική και νικηφόρα στους ταραχοποιούς (ή επαναστάτες). Από τον καρπό της κοιλίας της, πρόσφερε κόρες στο Θεό ως δεκάτη, την πρώτη, η οποία ονομαζόταν Αδελαΐδα, στο Quedlinburg και την δεύτερη που ονομαζόταν Σοφία, στο Gandersheim [17]».
Η Θεοφανώ είχε τρεις κόρες. Η πρώτη ήταν η Σοφία (975-1039), η οποία κλείστηκε στο Αββαείο του Gandersheim σε ηλικία τεσσάρων ετών. Εκεί ανατράφηκε από την εξαδέλφη του πατέρα της, Ηγουμένη Gerberga II. Η Σοφία έγινε Ηγουμένη στο εν λόγω Αββαείο το 1002 και το 1011 της δόθηκε επίσης το Αββαείο στη Έσση. Ήταν δηλαδή Ηγουμένη δύο Αββαείων. Η δεύτερη κόρη της Θεοφανούς, Αδελαΐδα (977-1044/5) ανατράφηκε στο Αββαείο του Quedlinburg, από την θεία του πατέρα της, Ηγουμένη Ματθίλδη. Μετά τον θάνατο της Ματθίλδης ανέλαβε το συγκεκριμένο Αββαείο, το 999 μ.Χ. Η τρίτη κόρη της Θεοφανούς, Ματθίλδη (979-1025), στάλθηκε από μικρή στο Αββαείο της Έσσης, με σκοπό να ανατραφεί κατάλληλα, ώστε να αντικαταστήσει την Ηγουμένη εξαδέλφη της, η οποία επίσης λέγονταν Ματθίλδη. Εν τέλει παντρεύτηκε τον Κόμη του Παλατινάτου της Λοθαριγκίας (Λωρραίνη), Ezzo και έκαναν μαζί δέκα παιδιά.
Brun της Querfurt
O Brun της Querfurt, που αναφέρθηκε παραπάνω, εκφράζεται με θαυμασμό απέναντι στην Ελληνίδα Βασίλισσα. Η Θεοφανώ είχε καλές σχέσεις με τον Επίσκοπο Πράγας, Αδαλβέρτο (982-997), ο οποίος μαρτύρησε στην προσπάθειά του να εκχριστιανίσει τους Πρώσους της Βαλτικής. Η Vita του γράφτηκε από τον Brun. Ο Brun έγραψε την "Vita Sancti Adelberti episcopi pragensis", κατά την διετία της διαμονής του στην Ρώμη.
Μετά τον θάνατο του συζύγου της, η Θεοφανώ έμεινε επίσης στη Ρώμη για κάποιο διάστημα. Εκεί μεριμνούσε για την ψυχή του Όθωνα, κάνοντας έργα φιλανθρωπίας στους φτωχούς της πόλης και Σαρανταλείτουργα. Στο διάστημα αυτό γνωρίστηκε με τον Αδαλβέρτο και στάθηκε γενναιόδωρη απέναντί του, στέλνοντάς του κρυφά ένα σημαντικό χρηματικό ποσό. Ο Αδαλβέρτος με την σειρά του μοίρασε κρυφά τα χρήματα στους φτωχούς [18].
Η Θεοφανώ έκανε μεγάλες δωρεές σε εκκλησίες και εκκλησιαστικά ιδρύματα, όπως στο Μαγδεμβούργο και στην Φρανκφούρτη, στον ναό του St. Salvator. Ο άγιος Γρηγόριος του Brutscheid ήταν ένας Έλληνας της Κάτω Ιταλίας. Στον Βίο του αναφέρεται ότι η Θεοφανώ χρηματοδότησε την ανέγερση νέων εκκλησιών. Στην Ρώμη έγινε κτήτωρ ενός μοναστηριού αφιερωμένου στον άγιο Σαλβαδόρ, στο Άαχεν ενός παρεκκλησίου αφιερωμένου στον άγιο Νικόλαο. Έκανε δωρεές στον Ναό της Παναγίας στην Κολωνία, σύμφωνα πάντα με τον ίδιο βίο. Ο ανώνυμος συγγραφέας την αποκαλεί “matrona religiosa et Deo devote imperatrix [19]”. Ένα άλλο κείμενο, το Translatio S. Albini αναφέρει δωρεές της Βασίλισσας στην εκκλησία του αγίου Παντελεήμονος στην Κολωνία. Η εκκλησία θεμελιώθηκε από τον Επίσκοπο της πόλης Bruno, εξάδελφο του Όθωνα Α, και μετέπειτα Πάπα. Λέγεται, ότι είχε φέρει το λείψανο του Αγίου από την Νικομήδεια [20]. Σε αυτή την εκκλησία ετάφη η Θεοφανώ μετά τον θάνατό της.
Άλλα λείψανα που ήρθαν από την Ανατολή, ως μέρος της προίκας της, ήταν του αγίου Δημητρίου, του αγίου Νικολάου και του αγίου Διονυσίου. Πολλά λείψανα, που ήρθαν επίσης εξαιτίας της Θεοφανούς στη Δύση, παραδόθηκαν σε εκκλησίες μεγάλων Επισκοπών και έγιναν προστάτες Άγιοι σημαντικών πόλεων. Για παράδειγμα, ο άγιος Διονύσιος έγινε προστάτης Άγιος του Quedlinburg. Η επόμενη μεγάλη εισαγωγή λειψάνων από την Ανατολή στη Δύση ακολούθησε την Άλωση της Κωνσταντινούπολης. Στο θέμα των ταμάτων και των αφιερωμάτων της Θεοφανούς, το μεγαλύτερο μέρος των πηγών παραμένει ανεξερεύνητο [21].
Μόλις τελευταία το θέμα της έρευνας στράφηκε στον τρόπο μεταφοράς Βυζαντινών αριστουργημάτων τέχνης και μικροτεχνίας στη Δύση. Επ’ αυτού η συμβολή της ιστορίας της Θεοφανούς είναι μεγάλη, ωστόσο παραμένει ακόμη ανεξερεύνητη σε μεγάλο βαθμό[22]. Στο θέμα της εκκλησιαστικής αγιογραφίας, εισάγονται την εποχή αυτή νέα θέματα από την Ελλάδα, όπως εικόνες της Παναγίας σε σκηνές από την Καινή Διαθήκη, εικόνες της Σταύρωσης και κυρίως η Δέηση, ένα θέμα που δεν συναντάται στις Δυτικοευρωπαϊκές χώρες, πριν από την συγκεκριμένη περίοδο. Μια ανάγλυφη Σταύρωση σε ελεφαντόδοντο του Ι’ αι. φυλάσσεται στo Gemeentemuseum στο Άρνεμ. Επίσης, το θέμα της Παναγίας Οδηγήτριας εισάγεται αυτή την εποχή και μια ανάγλυφη παράσταση, πάλι σε ελεφαντόδοτο, φυλάσσεται στο Rijksmuseum Het Cathrijneconvent, στην Ουτρέχτη.
Εκτός της εισαγωγής νέων θεμάτων αγιογραφίας, στην εποχή αυτή ανάγονται Ελληνικές επιδράσεις επί της ήδη υπάρχουσας θεματολογίας. Για παράδειγμα η Κοίμηση της Θεοτόκου παίρνει νέο σχέδιο, όπως η παράσταση από ελεφαντόδοτο στο Ευαγγέλιο του Όθωνα Γ’. Επίσης, επηρεάζεται και η ορολογία των θεμάτων, καθώς για πρώτη φορά αναφέρεται η Παναγία ως Κυρία των Αγγέλων στην "Vita Sancti Adalberti" (bona angelorum imperatrix augusta). Γίνεται, λοιπόν, αποδεκτό σήμερα ότι η συνεισφορά της παρουσίας της Θεοφανούς στη Δύση είναι μεγαλύτερη από ότι υποψιάζονταν παλαιότερα, ακόμη και σε θέματα εκκλησιαστικής τέχνης.
Επίλογος.
Παρά την ευσεβή στα εκκλησιαστικά και δραστήρια στα πολιτικά θέματα ζωή της, η Θεοφανώ αντιμετωπίστηκε με φανερή αντιπάθεια από τους Δυτικούς, εξαιτίας της Ελληνικής της προέλευσης. Παρότι οι περισσότερες σύζυγοι των Οθωνιδών αγιοποιήθηκαν (αδίκως ούτως ή άλλως) μετά θάνατον, η Θεοφανώ παρέμεινε στην αφάνεια. Η ζωή της δεν επέζησε σε Vita, την στιγμή που ασήμαντες προσωπικότητες, όπως η Edith και η Αδελαΐδα, οι δύο σύζυγοι του Όθωνα Α’, η Cunegunda, σύζυγος του Ερρίκου Β’, έχουν την τιμητική τους. Ούτε το όνομά της δόθηκε σε κάποια απόγονό της, εκτός ίσως από μια εγγονή της, Ηγουμένη στην Έσση. Το πορτραίτο της δεν συμπεριλήφθηκε στο γενεαλογικό δέντρο της δυναστείας, το οποίο υπάρχει στο Χρονικό του Αγ. Παντελεήμονος, φυλασσόμενο στην Herzog August Bibliothek, στο Wolfenbüttel[23]. Η μόνη ζωγραφική απεικόνισή της υπάρχει σε ένα Ευαγγέλιο του έτους 1000 περίπου [24].
Οι λόγοι για την υποτίμηση της παρουσίας της Θεοφανούς ως μέλους της δυναστείας και της συμβολής της στην επίδραση του Ελληνικού πολιτισμού επί του Δυτικοευρωπαϊκού, είναι ευκολονόητοι. Η Ελληνική καταγωγή της, η δυναμική παρουσία της στην πολιτική, η μεσολαβητικές προσπάθειες για την εξομάλυνση των σχέσεων Ελλήνων και Λατίνων στην Νότια Ιταλία, οι σχέσεις της με τους Έλληνες της Ρώμης, όλα αυτά κρίθηκαν εκ των υστέρων επικίνδυνα από την Γερμανοστρεφή Παπική προπαγάνδα. Η ζηλοφθονία για τον «πολυτελή» τρόπο ζωής της, ο οποίος ήταν η καθημερινότητα των Ελλήνων και δικαιολογούσε την άποψη πολλών βόρειων λαών, ότι η Ελλάδα ήταν ο παράδεισος της εποχής, ήταν ένας ακόμη παράγοντας. Αν θέλουμε να εμβαθύνουμε λίγο σ’ αυτό οφείλουμε να αντιπαραβάλουμε την θέση της γυναίκας στην Δυτική Ευρώπη με την αντίστοιχη στην Ελλάδα της εποχής, οπότε καταλαβαίνουμε γιατί η Γερμανική κοινωνία θεωρούσε ότι η Θεοφανώ έδινε «κακό» παράδειγμα, με την μόρφωση και τον ελεύθερο τρόπο σκέψης της, με την οξυδέρκεια και την διπλωματικότητά της, με όσα χαρίσματα προικοδοτήθηκε από την Ελληνοτραφή κοινωνία της Ανατολής και τα οποία μπόρεσε να αξιοποιήσει από την θέση που της επιφύλαξε η Ιστορία. Όπως φαίνεται, αυτό που μπορούσε και τελικά πρόσφερε η Θεοφανώ, δεν ήταν ζητούμενο στη Δύση για πολλούς αιώνες αργότερα.
Ας ελπίσουμε ότι η αναγνώριση της σημαντικής αυτής Ελληνίδας, η οποία συναναστράφηκε και επηρέασε σημαίνουσες προσωπικότητες της εποχής, όπως ο Bruno, o Romuald, o Adalbert, καθώς και πολλούς Αγίους, όπως ο όσιος Νείλος ο Καλαβρός, ο όσιος Σάββας, ο άγιος Γρηγόριος, θα έρθει κάποια στιγμή, έστω και καθυστερημένα.
[1] De propietatibus gentium, ed. Th. Mommsen, MGH AA XI.389-90. Sapientia= σοφία, fallatia=πλάνη, invidia=ζήλια, arrogantia= αλαζονεία.
[2] H. Paulhart, Die Lebensbeschreibung der Keiserin Adelheid von Abt Odilo von Cluny, Graz 1962, p. 35 (PL 142.974).
[3] MGH SS IV.698. Νέα έκδοση H. van Rij-A. Sapir Abulafia, Alpertus van Metz: De diversitate temporum & Fragmentum de Deoderico primo episcopo Mettensis, Amsterdam 1980, pp. 110-1.
[4] Othloni Sancti Emmerammi, Liber visionum MGH SS XI.385.
[5] MGH IV.888.
[6] MGH IV.759.
[7] Petrus Damianus, Institutio monialis XI, PL 145.744. Αγγλική μετάφραση, J. J. Norwich, A History of Venice, Harmondsworth 1983, p. 60.
[8] PL 144.253: “qui etiam cum imperatrice, quae tune rat, obscoeni negotii dicebantur habere mysterium”
[9] Annales Quedlinburgenses, MGH SS III.74.
[10] Arnulfus Mediolanensis, Liber gestorum recentium I.11, MGH SS rerum Germanicarum LXVII.133: “Interim regnant Ottone tertio cum matre Greca quidam Grecus Grece domine capellanus factus est Placentinus episcopus, de quo dictum est, quod Romani decus imperii astute in Grecos transfere temptasset”
[11] Ο όσιος Νείλος ο Καλαβρός, εκδ. Ιερού Μετοχίου Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, Ορμύλια 1991, σ. 284.
[12] Βλ. στον βίο του οσίου Νείλου, το περιστατικό σσ. 226-230.
[13] Thietmar of Merseburg, Chronicon, ed. W. Trillmich, Ausgewählte Quellen zur Deutschen Geschichte des Mittelalters 9 (Darmstadt 1957, pp. 114-5, 124-6, 130-1. Το Chronikon υπάρχει και στην σειρά MGH SS rerum Germanicarum (nova series) 9, ed. Robert Holtzman.
[14] Η γνωστή τακτική να χρησιμοποιούν χωρία από τους κλασσικούς, εδώ από Βιργίλιο, Αινειάδα ΧΙΙ.846 Γεωργικά Ι.247.
[15] Αγγλική μετάφραση David A. Warner, Ottonian Germany: The Chronicon of Thietmar of Merseburg, Manchester University Press 2001, pp. 157-8
[16] Brun of Querfurt, Vita Sancti Adalberti episcopi Pragensis et martyris XII, ed. J. Karwasin’ska, MPH vol. pt. 3 (Warsaw 1973), pp. 13-5.
[17] David A. Warner, Ottonian Germany…, p. 158. Λατινικό κείμενο, ed. W. Trillmich, AQDG 9, pp. 130-1: “Haec, quamvis sexu fragilis, modestae tamen fiduciae et, quod in Grecia rarum est, egregiae conversationis fuit regnumque filii eius custodia servabat virili, demulcens in omnibus pios terrensque ac superans erectos. De fructo vero ventris sui decimas Deo obtulit filias suas, I. ad Quidilingeburg Aethelheidam nomine, alteram ad Gonnesheim, quae Sophia dicitur”.
[18] Brun of Querfurt, Vita Sancti Adalberti…, p. 13: “Ibi tunc pulchrum lucctum Greca imperatrix augusta, que iam longos dies mortuum flevit, sepulti coniugis memoriam rreparat, dulcem Ottonem elemosinis et orationibus cello commendat. Sed peccatum quod vivens neglexit, mortuo marito emendare uxor superstes instabat; legatos mittit elemosinas et orations multorum, per quos propicium Redemptorem appellaret, ut peccatorem regem ab incendio liberaret”.
[19] Vita Gregorii abbatis Porcetensis posterior, MGH SS XV.195.
[20] MGH SS XV p. 686: “Quae divina augusta Sancti Pantaleonis monasterium summon honore coluit et regali munificentia sublimavit sanctorumque reliquiis permunivit”. O Ούγος του Flavigny αναφέρει ότι το σώμα του Αγίου είχε έρθει στην Δύση, αλλά είχαν μείνει λείψανα και προσκυνούνταν στην Ανατολή. MGH SS VIII.374.
[21] Την ανάγκη εξέτασης του συγκεκριμένου θέματος θίγεται σε ειδικές μελέτες όπως,
- A. Krickelberg- Pütz, Die Mosaikone der Hl. Nikolaus in Aachen-Burtscheid, Aachener Kunstblätter 50 (1982), 9-141.
- H. Wentzel, Byzantinische Kleinkunstwerke aus dem Umkreis der Kaiserin Theophano, Aachener Kunstblätter 44 (1973) 43-86.
- J. Flemming, Byzantinische Schatzkunst, Berlin 1979, pp. 19-24.
[22] Βλ. σχετ. το κεφάλαιο της Rosamond McKitterick, Ottonian intellectual culture in the tenth century and the role of Theophano, στο συλλογικό Adelbert Davis (επιμέλεια), The Empress Theophano: Byzantium and the West at the turn of the first millennium, Ψαμβριδγε 1995, pp. 169-193, όπου το θέμα θίγεται πριν την μελέτη των ελληνικών χειρογράφων που έφθασαν στην Δύση αυτή την περίοδο.
[23] Κώδικας 74.3 Aug. 2o, fol.226.
[24] R. Kashnitz, Ein Bildnis der Theophanu?; zur Tradition der Münzen und Medaillon-Bildnisse in der karolingischen und ottonischen Buchmalerei, in vonEuw-Schreiner, Keiserin Theophanu, II pp. 101-134, εικόνα 1.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου