Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2011

ΙΕΡΟΜ. ΑΓ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΕΠ. ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ (+ 251)

Καθηγητοῦ  Ἀντ. Μάρκου

Ὁ ἅγ. Ἀλέξανδρος Ἀρχιεπίσκοπος Ἱεροσολύμων ἦταν Ἑλληνικῆς καταγωγῆς. Γεννήθηκε στήν Καππαδοκία. Ἔτυχε λαμπρῆς θύραθεν καί ἐκκλησιαστικῆς παιδείας στήν Ἀλεξάνδρεια, ὅπου ὑπῆρξε μαθητής τοῦ Πανταίνου καί τοῦ Κλήμεντος καί συμμαθητής τοῦ Ὠριγένη, στήν περίφημη Κατηχητική Σχολή τῆς πόλεως.
Κλήμης ὁ Ἀλεξανδρεύς (150 – 215/217), ὑπῆρξε ἕνας τῶν πρώτων Χριστιανῶν συγγραφέων. Ἑλληνικῆς καταγωγῆς καί γόνος πλουσίας ἐθνικῆς οἰκογενείας τῶν Ἀθηνῶν (ὅπως δέχεται Ἐπιφάνιος ὁ Σχολαστικός), ἔτυχε λαμπρῆς θύραθεν παιδείας, χάριν τῆς ὁποίας ἐπισκέφθηκε τήν Ἰταλία, τήν Παλαιστίνη καί τελικά τήν Αἴγυπτο, ὅπου ἐγκαταστάθηκε στήν Ἀλεξάνδρεια. Ἐκεῖ συνδέθηκε μέ τόν Στωϊκό Φιλόσοφο ἀπό τήν Σικελία Πάνταινο, πρώτο διευθυντή τῆς Κατηχητικῆς Σχολῆς, τόν ὁποῖο διαδέχθηκε στή διεύθυνσή της. Κατά τόν διωγμό τοῦ Αὐτοκράτορα Σεπτιμίου Σεβήρου (202/203), ὁ Κλήμης, ἤδη Πρεσβύτερος, διέφυγε στήν Καππαδοκία, πατρίδα τοῦ μαθητή του Ἀλεξάνδρου, ἤδη τότε Ἐπισκόπου Φλαβίας (ἤ Φλανιάδος).
Γιά τήν περίοδο αὐτή εἶναι γνωστό, ὅτι ὁ Ἀλέξανδρος φυλακίσθηκε γιά τήν Χριστιανική Πίστη. Ἀπό τήν φυλακή μάλιστα ἔστειλε μία συγχαρητήρια ἐπιστολή στήν Ἐκκλησία τῆς Ἀντιοχείας, γιά νά ἐκφράσει τήν χαρά του γιά τήν ἐκλογή στόν Ἐπισκοπικό Θρόνο τοῦ ἁγ. Ἀσκληπιοῦ. (Τήν ἐπιστολή αὐτή διασώζει ὁ ἱστορικός Εὐσέβειος). «Τό γεγονός αὐτό - γράφει - ἀνακουφίζει τό βάρος τῶν δεσμῶν μου». Τήν ἐπιστολή ἔστειλε στήν Ἀντιόχεια μέ τόν δάσκαλό του Κλήμεντα, ὁ ὁποῖος στήν συνέχεια κατέφυγε στά Ἱεροσόλυμα.
Ἴσως γιά τόν λόγο αὐτό καί ὁ Ἀλέξανδρος μετά τήν ἀπελευθέρωσή του (μετά ἀπό φυλάκιση τριῶν ἐτῶν, άπελευθερώθηκε κατά τήν ἔναρξη τῆς βασιλείας τοῦ Καρακάλα, τό 211), νά κατέφυγε καί αὐτός στά Ἱεροσόλυμα, συναξαριστικές πηγές πάντως ἀποδίδουν τήν κίνησή του αὐτή σέ θεία ἀποκαλυψη. Οἱ ἴδιες πηγές μιλοῦν γιά θεία ἀποκάλυψη καί στόν τότε Ἐπίσκοπο Ἱεροσολύμων ἅγ. Νάρκισσο (ἡ μνήμη του τήν 7η Αὐγούστου) «καί ἄλλους Ἁγίους αὐτῆς τῆς Ἐκκλησίας». Τό βράδυ πρίν τήν ἄφιξη τοῦ Ἀλεξάνδρου στήν ἱερή πόλη, μία ὑπεροκόσμια φωνή κάλεσε τόν Νάρκισσο καί πολλούς ἐναρέτους πιστούς, «νά βγοῦν καί νά προϋπαντήσουν τόν Ἐπίσκοπο πού τούς στέλνει ὁ Θεός»!
Πάντως, ἐκτός ἀπό τήν θεία ἀποκάλυψη, φαίνεται πώς ἡ φήμη τοῦ Ἀλεξάνδρου ὡς κατόχου μεγάλης παιδείας καί ὁμολογητοῦ τῆς Πίστεως, εἶχε φθάσει νωρίτερα ἀπό αὐτόν (ἐνδεχομένως ὁ δάσκαλός του Κλήμης, νά εἶχε προετοιμάσει τήν ἄφιξή του). Γεγονός πάντως εἶναι, ὅτι ὁ Νάρκισσος συγκάλεσε Σύνοδο τῶν Ἐπισκόπων τῆς Παλαιστίνης καί προσέλαβε τόν Ἀλέξανδρο σάν βοηθό καί διάδοχό του (γεγονός μέχρι τότε μοναδικό στήν Ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας). Τό γεγονός αὐτό μνημονεύει ὁ ἴδιος ὁ Ἀλέξανδρος σέ ἐπιστολή του πρός τούς Ἀντινοΐτες (τήν ὁποία ἐπίσης διασώζει ὁ Εὐσέβειος). «Σᾶς χαιρετῶ - γράφει - στό ὄνομα τοῦ Ναρκίσσου, ὁ ὁποῖος εἶχε τόν Ἐπισκοπικό Θρόνο πρίν ἀπό μένα καί εἶναι σήμερα 116 ἐτῶν. Αὐτός σᾶς συμβουλεύει μέσῳ ἐμοῦ, νά ζῆτε μέ εἰρήνη καί ἑνότητα».
Ὁ Ἀλέξανδρος διαποίμανε μέ σύνεση καί διάκριση τήν Ἐκκλησία τῶν Ἱεροσολύμων, μετά τόν μαρτυρικό θάνατο τοῦ ἁγ. Ναρκίσσου (212) καί μέχρι τήν δική του μαρτυρική τελείωση (251), γιά 39 χρόνια. (Στούς Ἐπισκοπικούς Καταλόγους τῶν Ἱεροσολύμων παρεμβάλλονται τό ἔτος 213 οἱ Ἐπίσκοποι Δίος, Γερμανίων καί Γόρδιος, γιά τούς ὁποίους δέν εἶναι γνωστό κάποιο ἄλλο στοιχεῖο).
Στόν Ἀλέξανδρο ὡφείλεται ἡ ἵδρυση τῆς Πατριαρχικῆς Βιβλιοθήκης τῶν Ἱεροσολύμων, στήν ὁποία κατέθεσε τήν πλούσια προσω πική του βιβλιοθήκη καί ἔργα τῆς τότε ἐκκλησιαστικῆς γραμματείας καί τῆς θύραθεν παιδείας. Κατά τό Ρωμαϊκό Μαρτυρολόγιο ἵδρυσε τήν βιβλιοθήκη γιά νά δώσει τήν δυνατότητα στόν φίλο καί συμμαθητή του Ὠριγένη, τότε ἐξόριστο, νά συνεχίσει τό ἔργο του. Αὐτό ἐνισχύεται ἀπό τό γεγονός, ὅτι ἐπέτρεψε στόν Ὠριγένη νά κηρύττῃ «ἐπ’ ἐκκλησίαις» καί τόν χειροτόνησε Πρεσβύτερο, τό 230. (Σημειώνεται, ὅτι οἱ ἑτεροδοξίες τοῦ Ὠριγένη ἐπεσημάνθηκαν ἀργότερα, μέ ἀποτέλεσμα νά καταδικασθῇ ἀπό τήν Ἐκκλησία μέ τήν Ἁγία Ε’ Οἰκουμενική Σύνοδο, μέ ἐπέμβαση τοῦ Αὐτοκράτορος Ἰουστινιανοῦ).
Κατά τόν διωγμό τοῦ Αὐτοκράτορα Δέκιου (249 – 251), ὁ Ἀλέξανδρος, σέ μεγάλη πλέον ἡλικία, συνελήφθη μαζί μέ ἄλλους Ἐπισκόπους καί κληρικούς καί ὁδηγήθηκε στήν Καισάρεια τῆς Παλαιστίνης, ὅπου βασανίσθηκε ἀπό τόν Ρωμαῖο διοικητή τῆς πόλεως καί μή δεχόμενος νά ἀρνηθεῖ τόν Χριστό, καταδικάστηκε νά θηριομαχήσει στήν ἀρρένα. Ὅταν ἐξαπέλυσαν ἐνταντίον του πεινασμένα λιοντάρια, ὁ Ἅγιος ὕψωσε τά χέρια του στόν οὐρανό καί εἶπε προσευχόμενος στόν Θεό: «Κύριε, ἄν εἶναι νά βρῶ τόν θάνατο σήμερα καί μέ αὐτό τό τρόπο, ἄς γίνει τό θέλημά Σου». Καί τότε τά θηρία τόν σεβάσθηκαν καί τοῦ ἔγλυψαν τά πόδια! Τελικά ὁ Ἅγιος ἀπεβίωσε στήν φυλακή τό ἔτος 251, συνεπείᾳ τῶν πληγῶν του καί τῶν κακουχιῶν.
Ὁ ἐκκλησιαστικός Ἱστορικός Εὐσέβειος διασώζει ἐκτός ἀπό τίς προηγουμένως μνημονευόμενες ἐπιστολές του (πρός τούς Ἀντινοΐτες καί τούς Ἀντιοχεῖς) καί ἐπιστολή του πρός τόν Ὠριγένη.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τήν 16η Μαΐου καί τήν 12η Δεκεμβρίου καί ἀπό τήν Ρωμαιοκαθολική (κατά τό Ρωμαϊκό Μαρτυρολόγιο), τήν 18η Μαρτίου.
Ἡ Κάρα πού σώζεται στήν Ἱερά Μητρόπολη Ἰωαννίνων καί ἀποδίδεται σέ κάποιο ἅγ. Ἀλέξανδρο, χωρίς ἄλλο προσδιορισμό, πιθανῶς νά ἀνῆκει στόν ἅγ. Ἀλέξανδρο Ἱεροσολύμων.
Ἀκολουθία, Παρακλητικό Κανόνα καί Χαιρετισμούς στόν ἅγ. Ἀλέξανδρο Ἱεροσολύμων φιλοπόνησε ὁ γράφων (2011), μετά ἀπό αἴτημα τοῦ Ἱερομομάχου π. Ἀλεξάνδρου Σωρώτου.




















Δευτέρα 28 Νοεμβρίου 2011

ΗΜΕΡΙΔΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΓ. ΚΛΗΜΗ ΑΧΡΙΔΟΣ


Το Σάββατο 27 Νοεμβρίου 2011 στο χώρο του Παυλείου Πολιτιστικού Κέντρου έλαβε χώρα η Hμερίδα που αφορούσε τον μεγάλο φωτιστή των Σλάβων Άγιο Κλήμη, με την ευκαιρία του εορτασμού της μνήμης του. Η κάρα του Αγίου φυλάττεται στην Ιερά Μονή του Προδρόμου, στην κοιλάδα του Αλιάκμονα. Τηn διοργάνωση ανέλαβε ο Hγούμενος της Μονής Αρχιμ. Πορφύριος Μπατσαράς.

Την ημερίδα χαιρέτισε ο Σεβ. Μητροπολίτης Βεροίας κ. Παντελεήμων, παρομοιάζοντας τις πολλές λιτανείες της Τιμίας Κάρας στις διάφορες περιοχές με την Hμερίδα αυτή προς τιμήν του, ως μία νοερή λιτανεία που θα φέρει τη γνώση πτυχών της ζωής του Αγίου.
Πρώτη εισήγηση έκανε ο Hγούμενος της Μονής Αρχιμ. Πορφύριος, αναφερόμενος σε γενικές πληροφορίες των τοπικών παραδόσεων από όσα άκουσε στη γενέτειρά του κωμόπολη του Πολυδενδρίου. Ακολούθησε ο Hγουμενοσύμβουλος της Μονής Οσιώτατος μοναχός Παντελεήμων, ο οποίος και παρουσίασε σύγχρονα θαύματα του Αγίου Κλήμη στη Μονή του Προδρόμου. Τέλος κλήθηκε να μιλήσει ο Ηγούμενος της Μονής Θεοτόκου Καλλίπετρας Αρχιμ. Παλαμάς Κυριλλίδης, ο οποίος εκτός του ότι είχε διατελέσει παλιότερα εφημέριος της Μονής Προδρόμου, έχει συγγράψει τον ελληνικό βίο του Αγίου σε μια έκδοση που ήδη έχει εξαντληθεί. Ο τελευταίος ομιλητής αναφέρθηκε στη τιμή προς τον Άγιο που "δήλον ποιεί" το μέγεθος της Αγιότητος του Ιεράρχου Κλήμη. Στη Βουλγαρία και τα Σκόπια έχουν στηθεί τεράστιοι ανδριάντες (ακόμη και επί άθεων καθεστώτων), η μνήμη του είναι εθνική εορτή και η λιτάνευση της Κάρας του προκαλεί λαοπληθή προσκυνήματα. Με την εισήγηση έγινε παράλληλη προβολή σλάϊτς, ενώ εκτός προγράμματος αναφέρθηκαν και προσωπικές θαυμαστές εμπειρίες.
Την ημερίδα πλαισίωσε ο Ιεροδιάκονος Αιμιλιανός Προδρομίτης με μελίσματα από την Ακολουθία του Αγίου.
Ο Άγιος Κλήμης (860-916) υπήρξε μαθητής των Αγίων Ισαποστόλων Κυρίλλου και Μεθοδίου των Θεσσαλονικέων. Απεστάλη με τους διδασκάλους του για ιεραποστολή στη Μοραβία, σημερινή Τσεχοσλοβακία, από τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Άγιο Φώτιο. Μετά την κοίμηση των διδασκάλων του εκδιώχθηκε από εκεί και επιστρέφοντας μέσω Βουλγαρίας συνελήφθη από τον Βασιλιά Βόρη. Όταν διαπιστώθηκε η αγιότητα του τοποθετήθηκε διδάσκαλος και στάλθηκε ως Επίσκοπος στην Αχρίδα, όπου αναζωογόνησε πνευματικά και κοινωνικά όλο τον τόπο. Έκτισε μοναστήρια και εκκλησίες, επινόησε το Κυριλλικό Αλφάβητο (ονομάζοντας το έτσι επ' ονόματι του κεκοιμημένου Γέροντός του Αγίου Κυρίλλου) και μετέφρασε όλη την γνωστή εκκλησιαστική γραμματεία στα Σλαβικά. Στη σχολή του φοίτησαν 3.500 φοιτητές. Η δράση του είναι κολοσσιαία και δικαίως θεωρείται φωτιστής των Σλάβων και Ισαπόστολος. Η Βέροια βεβαίως μπορεί να καυχάται για την από αιώνων παρουσία του Ιερού του Λειψάνου.



TA ΛΕΙΨΑΝΑ ΤΗΣ ΟΣ. ΣΟΦΙΑΣ ΤΗΣ ΚΛΕΙΣΟΥΡΑΣ


Χιλιάδες προσκυνητές κατέκλισαν σήμερα το ιστορικό Μοναστήρι της Παναγίας της Κλεισούρας της Ιεράς Μητροπόλεως Καστορίας, προκειμένου να ασπασθούν τα χαριτόβρυτα λείψανα της Οσίας Σοφίας της Pοντίας, η οποία ασκήθηκε στο Μοναστήρι της Παναγίας και πρόσφατα συναριθμήθηκε από το Οικουμενικό μας Πατριαρχείο στο Aγιολόγιο της Εκκλησίας μας.
Τα ιερά λείψανα της Οσίας Σοφίας, τα οποία φυλάσσονται επιμελώς στην Ιερά Μονή, δεν ετίθεντο μέχρι σήμερα σε προσκύνηση, γι’ αυτό και ο λαός απαίτησε από τον Σεβ. Μητροπολίτη Καστορίας κ. Σεραφείμ και την Ηγουμένη της Ιεράς Μονής Ευφραιμία Mοναχή, να προσκυνήσει τον ατίμιτο αυτό θησαυρό θέλοντας έτσι να ζητήσει την πρεσβεία και την μεσιτεία της Οσίας Σοφίας. Και εκείνη που στη ζωή της ήταν πάντοτε παρήγορος και κοντά στους ανθρώπους και απάλυνε τον πόνο τους με την προσευχή της και τους σκούπιζε τα δάκρυα, έτσι και τώρα οι πιστοί Χριστιανοί ζητάνε την μεσιτεία της αφήνοντας τα δάκρυά τους στα μυροβόλα λείψανά της.
Έτσι, ο Επίσκοπος της εν Καστορία Εκκλησίας, αφουγκράστηκε το αίτημα των ανθρώπων τόσο της Καστοριάς, όσο και της Πτολεμαΐδος, αλλά και ολοκλήρου της Δυτικής Μακεδονίας και σήμερα Κυριακή 27 Νοεμβρίου, τέθηκαν με επίσημη τελετή τα λείψανα της Οσίας Σοφίας στο Καθολικό της Ιεράς Μονής της Παναγίας, κατά τη διάρκεια του Όρθρου και πριν τη Θεία Λειτουργία, στην οποία συλλειτούργησαν οι Σεβασμιώτατοι Μητροπολίτες Δράμας κ. Παύλος και Καστορίας κ. Σεραφείμ.
Στο λόγο του ο Ποντιακής καταγωγής Μητροπολίτης Δράμας, αναφέρθηκε στον τρόπο με τον οποίο ευαρεστούν οι άνθρωποι στον Θεό και φτάνουν στο στάδιο της θέωσης και γίνονται Άγιοι σύμφωνα με την προτροπή του Κυρίου μας. Και έκλεισε λέγοντας πως αν θέλουμε να ευαρεστήσουμε κι εμείς στο Θεό, πρέπει να βάλουμε τον Χριστό στην καρδιά μας και να ακολουθούμε τα βήματα της Αγίας Σοφίας.
«Ας μην μείνουμε τις μέρες που έρχονται στα λαμπιόνια και στις φιέστες γιατί η χαρά που δίνουν είναι μισή, και δεν ομοιάζει πουθενά στη χαρά που κέρδισε η Γερόντισσα που αφιέρωσε τη ζωή της στον Χριστό» Τέλος, ανέφερε πως η συγκίνησή του είναι μεγάλη, διότι η Οσία Σοφία είναι συντοπίτισσά του, αφού κατάγονταν από το διπλανό χωριό του παππού του. Ταυτόχρονα, κατά τη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας ο Μητροπολίτης Καστορίας τέλεσε τη χειροτονία του πατρός Βασιλείου Ανδρονικίδη, ενός νέου κληρικού, ο οποίος θα υπηρετήσει το ιερό θυσιαστήριο στο χωριό της Κλεισούρας.
Αξίζει να αναφέρουμε πως η Οσία Σοφία στις 4 Οκτωβρίου αγιοκατατάχθηκε από τον Οικουμενικό μας Πατριάρχη και την περί Αυτόν Αγία και Ιερά Σύνοδο και ήδη όπως είπε ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης κ. Σεραφείμ σύντομα θα μεταβεί ο ίδιος στο Φανάρι και το Οικουμενικό μας Πατριαρχείο εκ μέρους των αρχόντων και του λαού της περιοχής, ώστε να ασπασθεί την χείρα του Πατριάρχη μας, να λάβει την Πατριαρχική Πράξη Αγιοκατατάξεως, αλλά και να προσκαλέσει τον εκπρόσωπο της υπ’ Ουρανόν Ορθοδοξίας να επισκεφτεί για δεύτερη φορά την ακριτική γωνιά της Μακεδονίας μας και να προστεί των επισήμων εορταστικών εκδηλώσεων.
Τέλος, ο λαός που περίμενε υπομονετικά μέσα στο κρύο να προσκυνήσει το πολύπαθο σώμα της Οσίας Σοφίας, ανακουφίστηκε γιατί είδε τη δική του Σοφία να είναι παρούσα ακόμα πιο δυνατά στη ζωή του, μεσιτεύοντας στο θρόνο του Κυρίου μας για τη σωτηρία του.


Σχόλιο  δικό  μας: Τόσο  η  αγιοκατάταξη  της  Γεροντίσσης  της  Κελισούρας, όσο  και η  πανηγυρική  έκθεση  των  λειψάνων  της, μας  προκαλεί  κάποια  εύλογα  ερωτήματα. Είναι  γνωστό, ότι  η  μακαριστή  Γερόντισσα  ΔΕΝ  ανήκε  στην  επίσημη  Εκκλησία  της  Ελλάδος, αλλά  στην Εκκλησία  του  Παλαιού  Ημερολογίου.  Μάλιστα  πνευματικός  της  ήταν  ο  τότε  αρχιμ. Κυπριανός, Ηγούμενος  της  Μονής αγ. Κυπριανού  καί  Ιουστίνης  Φυλής  Αττικής  (έπειτα  Μητροπ. Ωρωπού  και  Φυλής), ο  οποίος  και  την  έκειρε  Μεγαλόσχημη  και  την  ονόμασε  Μυρτιδιώτισσα, με  ανάδοχο  την  Ηγουμένη  της  Παλαιοημερολογιτικής Μονής Ευαγγελισμού Οινουσσών Χίου, ήδη  μακαριστή  Γερόντισσα  Μαρία Πατέρα  (στή  μονή  αυτή  φυλάσσεται  η  κοτσίδα της), μυστηριακώς  δε  την  εξυπηρετούσε  ο εφημέριος της  Παλαιοημερολογιτικής  ενορίας  της  Πτολεμαΐδος  π. Ιωάννης. Μάλιστα, πρώτος  ο  Μητροπ. Κυπριανός  και  η  δικαιοδοσία  του (Ιερά  Σύνοδος  Ενισταμένων),  διακήρυξαν  τοπικώς  την  αγιότητα  της  μακαριστής Γεροντίσσης  Μυρτιδιωτίσσης  και  αγιογράφησαν  είκόνα  της.
Η  επίσημη  θέση  τόσο  του  Οικουμενικού  Πατριαρχείου, όσο  και  της  Εκκλησίας  της  Ελλάδος  σχετικά  με  τούς  Παλαιοημερολογίτες  είναι  γνωστή: Θεωρούνται  σχισματικοί  και  αντιμετωπίζονται  σαν  σχισματικοί.  Το  ερώτημα  είναι: Βάσει  ποιάς  δεοντολογίας  η  σχισματική  γιά  το  Πατριαρχείο Γερόντισσα  της  Κλεισούρας  ανακηρύχθηκε  από  το  ίδιο ως  Αγία;

Παρασκευή 25 Νοεμβρίου 2011

ΠΑΡΑΚΛΗΣΙΣ ΟΣ. ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΤΟΥ ΣΙΓΙΑ


ΠΑΡΑΚΛΗΤΙΚΟΣ ΚΑΝΩΝ
ΕΙΣ ΤΟΝ ΟΣΙΟΝ ΚΑΙ ΘΕΟΦΟΡΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΗΜΩΝ
ΑΝΤΩΝΙΟΝ
ΤΟΝ ΕΝ ΣΙΓΙΑ ΤΗΣ ΡΩΣΙΑΣ (+ 1556)


Ποίημα  Ἀντωνίου Μάρκου (1985)
Κέντρον Ἁγιολογικῶν Μελετῶν "Ὅσιος Συμεών ὁ Μεταφραστής"

ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Ἡ Ἀκολουθία πρός τιμήν τοῦ Ὁσίου Πατρός ἡμῶν ΑΝΤΩΝΙΟΥ, τοῦ ἐν Σίγιᾳ τῆς Ρωσίας ἀσκήσαντος καί εἰρηνικῶς τελειωθέντος ἐν ἔτει 1556, ἐποιήθη τό ἔτος 1985 (διά τοῦτο καί ἡ ἀποκατάστασις τῆς Ρωσίας, ἐπισυμβάσα τό 1989, φαίνεται ὡς γεγονός μελλοντικόν), κατόπιν αἰτήματος τοῦ Καθηγητοῦ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ἤδη ἀειμνήστου ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΤΣΑΜΗ, ὡς ἔκφρασις τιμῆς πρός τόν μέγαν αὐτόν Μοναστικόν Πατέρα τῆς Θηβαΐδος τοῦ Βορρᾶ.
Τό αὐτό ἔτος 1985 ἐποιήθη καί ὁ Παρακλητικός Κανών εἰς τόν ὅσ. Ἀντώνιον τοῦ Σίγια, κατόπιν προτάσεως τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Σάν Φρανσκίσκο κυροῦ Ἀντωνίου (τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας τῆς Διασπορᾶς).

Ὁ Ἱερεύς ἄρχεται τῆς Παρακλήσεως μέ τήν δοξολογικήν ἐκφώνησιν:
Εὐλογητός ὁ Θεός ἡμῶν, πάντοτε, νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων.
Ὁ χορός: μήν.
Ἤ μή ὑπάρχοντος Ἱερέως, ἡμεῖς τό:
Δι’ εὐχῶν τῶν Ἁγίων Πατέρων ἡμῶν, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ὁ Θεός, ἐλέησον καί σῶσον ἡμᾶς, Ἀμήν.
Ψαλμός ρμβ’ (142).
Κύριε εἰσάκουσον τῆς προσευχῆς μου, ἐνώτισαι τήν δέησίν μου ἐν τῆ ἀληθείᾳ Σου, εἰσάκουσον μου ἐν τῇ δικαιοσύνῃ Σου καί μή εἰσέλθης εἰς κρίσιν μετά τοῦ δούλου Σου, ὅτι οὐ δικαιωθήσεται ἐνώπιόν Σου, πᾶς ζῶν. Ὅτι κατεδίωξεν ὁ ἐχθρός τήν ψυχήν μου, ἐταπείνωσεν εἰς γῆν τήν ζωήν μου. Ἐκάθισέ με ἐν σκοτεινοῖς, ὡς νεκρούς αἰῶνος καί ἠκηδιάσεν ἐπ’ ἐμέ τό πνεῦμα μου, ἐν ἐμοί ἐταράχθη ἡ καρδία μου. Ἐμνήσθην ἡμερῶν ἀρχαίων, ἐμελέτησα ἐν πᾶσι τοῖς ἔργοις Σου, ἐν ποιήμασι τῶν χειρῶν Σου ἐμελέτων. Διεπέτασα πρός Σέ τάς χείρας μου, ἡ ψυχή μου ὡς γῆ ἄνυδρός Σοι. Ταχύ εἰσακουσόν μου, Κύριε, ἐξέλιπε τό πνεῦμα μου. Μή ἀποστρέψης τό πρόσωπόν Σου ἀπ’ ἐμοῦ καί ὁμοιωθήσομαι τοῖς καταβαίνουσιν εἰς λάκκον. Ἀκουστόν ποίησόν μου τό πρωΐ τό ἔλεός Σου, ὅτι ἐπί Σοί ἤλπισα. Γνώρισόν μοι, Κύριε, ὁδόν ἐν ἧ πορεύσομαι, ὅτι πρός Σέ ἦρα τήν ψυχήν μου. Ἐξελοῦ με ἐκ τῶν ἐχθρῶν μου, Κύριε, πρός Σέ κατέφυγον, δίδαξόν με τοῦ ποιεῖν τό θέλημά Σου, ὅτι Σύ εἶ ὁ Θεός μου. Τό Πνεῦμα Σου τό ἀγαθόν ὁδηγήσει με ἐν γῆ εὐθείᾳ, ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός Σου, Κύριε, ζήσεις με. Ἐν τῇ δικαιοσύνῃ Σου ἐξάξεις ἐκ θλίψεως τήν ψυχήν μου καί ἐν τῷ ἐλέει Σου ἐξολοθρεύσεις τούς ἐχθρούς μου. Καί ἀπολεῖς πάντας τούς θλίβοντας τήν ψυχήν μου, ὅτι ἐγώ δοῦλος Σου εἰμί.
Καί εὐθύς ψάλλεται τετράκις ἐξ’ ὑπαμοιβῆς, μετά τῶν οἰκείων στίχων:
Θεός Κύριος καί ἐπέφανεν ἡμῖν, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου.
Στίχ. α’. ξολολογεῖσθε τῷ Κυρίῳ καί ἐπικαλεῖσθε τό ὄνομα τό Ἅγιον Αὐτοῦ.
Θεός Κύριος καί ἐπέφανεν ἡμῖν…
Στίχ. β’. Πάντα τά ἔθνη ἐκύκλωσάν με καί τό ὀνόματι Κυρίου ἠμυνάμην αὐτούς.
Θεός Κύριος καί ἐπέφανεν ἡμῖν…
Στίχ. γ’. Παρά Κυρίου ἐγένετο αὕτη καί ἔστι θαυμαστή ἐν ὀφθαλμοῖς ἡμῶν.
Θεός Κύριος καί ἐπέφανεν ἡμῖν…
Εἶτα τά παρόντα Τροπάρια.
Ἦχος δ’. Τῇ Θεοτόκῳ ἐκτενῶς.
Ταῖς τοῦ Ὁσίου ἱκεσίαις, Οἰκτῆρμον, τοῦ ἐν Σίγιᾳ θαυματουργοῦ Ἀντωνίου, Παχωμίου τε μάκαρος τοῦ ἐν Κένᾳ ὁμοῦ, πέμψον τά ἐλέη Σου ἐπί λαόν ἀσεβοῦντα καί παραπικραίνοντα, Σέ τόν τῶν ὅλων Δεσπότην. Αὐτούς προσάγωμεν γάρ ὡς πρεσβευτάς, ὡς κεκτημένους τήν χάριν Σου, Κύριε.
Δόξα… Ἀπολυτίκιον τοῦ Ἁγίου.
Ἦχος α’. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος.
Θηβαΐδος τῆς πρώτης Ἀντώνιος πέφυνε, μέγας τῇ ἀσκήσει, πλήν τούτου τόν θεῖον τρόπον ἐζήλωσε, Ἀντώνιος ὁ Νέος ὁ βορρᾶ καί τούτου Θηβαΐδος πολιστής· ὁ ἐν Σίγιᾳ τῆς Ῥωσίας ἀναδειχθείς, Ἀντωνίου τοῦ Μεγάλου ὁμότροπος. Πάντες οὗν Ὀρθόδοξοι ψαλμικῶς δοξάσωμεν τόν Κύριον κράζοντες· δόξᾳ Σοι τῷ δωρησαμένῳ ἡμῖν, τοῦτον πρέσβυν ἀκοίμητον.
Καί νῦν… Θεοτοκίον.
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθείς ἐν τῶ Σταυρῶ.
Τῇ Θεοτόκῳ ὡς μητρί ἐκβοῶμεν, οἱ τυραννούμενοι ἐχθροῦ δυναστείᾳ, τῇ θεϊκῇ Σου σκέπασον ἀγάπῃ ἡμᾶς. Σπεῦσον, Κόρη, ῥύσασθαι τῶν τοῦ Βελίαρ παγίδων καί τῆς καταθλίψεως καί τῆς δαιμόνων μανίας. Σοῦ γάρ ὑπάρχει ἡ Εἰκών ἡ τοῦ Καζάν, ἡμῶν προστάτις, σκέπη τε καί ἀντίληψις.
Ψαλμός ν’ (50).
λέησόν με, ὁ Θεός, κατά τό μέγα ἔλεός Σου καί κατά τό πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν Σου, ἐξάλειψον τό ἀνόμημά μου. Ἐπί πλεῖον πλῦνόν με ἀπό τῆς ἀνομίας μου καί ἀπό τῆς ἁμαρτίας μου καθάρισόν με. Ὅτι τήν ἀνομίαν μου ἐγώ γινώσκω καί ἡ ἁμαρτία μου ἐνώπιόν μου ἐστι διά παντός. Σοί μόνῳ ἥμαρτον καί τό πονηρόν ἐνώπιόν Σου ἐποίησα, ὅπως ἄν δικαιωθῆς ἐν τοῖς λόγοις Σου καί νικήσῃς ἐν τῶ κρίνεσθαί Σε. Ἰδοῦ γάρ ἐν ἀνομίαις συνελήφθην καί ἐν ἁμαρτίαις ἐκίσσησέ με ἡ μήτηρ μου. Ἰδοῦ γάρ ἀλήθειαν ἠγάπησας, τά ἄδηλα καί τά κρύφια τῆς σοφίας Σου ἐδήλωσάς μοι. Ῥαντιεῖς μέ ὑσσώπῳ καί καθαρισθήσομαι, πλυνεῖς με καί ὑπέρ χιόνα λευκανθήσομαι. Ἀκουτιεῖς μοι ἀγαλλίασιν καί εὐφροσύνην, ἀγαλλιάσονται ὀστέα τεταπεινωμένα. Ἀπόστρεψον τό πρόσωπόν Σου ἀπό τῶν ἁμαρτιῶν μου καί πάσας τάς ἀνομίας μου ἐξάλειψον. Καρδίαν καθαράν κτίσον ἐν ἐμοί ὁ Θεός καί πνεῦμα εὐθές ἐγκαίνισον ἐν τοῖς ἐγκάτοις μου. Μή ἀπορρίψῃς με ἀπό τοῦ προσώπου Σου καί τό Πνεῦμα Σου τό Ἅγιον μή ἀντανέλῃς ἀπ’ ἐμοῦ. Ἀπόδος μοι τήν ἀγαλλίασιν τοῦ σωτηρίου Σου καί πνεύματι ἡγεμονικῶ στήριξόν με. Διδάξω ἀνόμους τάς ὁδούς Σου καί ἀσεβεῖς ἐπί σέ ἐπιστρέψουσιν. Ῥῦσαι με ἐξ αἱμάτων ὁ Θεός, ὁ Θεός τῆς σωτηρίας μου, ἀγαλλιάσεται ἡ γλῶσσα μου τήν δικαιοσύνην Σου. Κύριε, τά χείλη μου ἀνοίξεις καί τό στόμα μου ἀναγγελεῖ τήν αἴνεσίν Σου. Ὅτι, εἰ ἠθέλησας θυσίαν, ἔδωκα ἄν, ὁλοκαυτώματα οὐκ εὐδοκήσεις. Θυσίᾳ τῶ Θεῶ πνεῦμα συντετριμμένον, καρδίαν συντετριμμένην καί τεταπεινωμένην ὁ Θεός οὐκ ἐξουδενώσει. Ἀγάθυνον, Κύριε, ἐν τῆ εὐδοκίᾳ Σου τήν Σιών καί οἰκοδομηθήτω τά τείχη Ἱερουσαλήμ. Τότε εὐδοκήσεις θυσίαν δικαιοσύνης, ἀναφοράν καί ὁλοκαυτώματα. Τότε ἀνοίσουσιν ἐπί τό θυσιαστήριόν Σου μόσχους.
Εἶτα ψάλλομεν ἐξ ὑπαμοιβῆς, πραείᾳ τῆ φωνῆ καί ἐν εὐλαβείᾳ, τόν παρόντα Κανόνα, οὗ ἡ ἀκροστιχίς τῶν μέν Τροπαρίων «ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΑΝΤΩΝΙΩ ΥΜΝΟΝ ΑΔΕΙ», τῶν δέ Θεοτοκίων «ΘΕΟΤΟΚΟΣ».
Ὠδή α’. Ἦχος πλ. δ’. Ὑγράν διοδεύσας.
Ἅγιε τοῦ Θεοῦ, πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν.
ρχήν νῦν ποιούμενος ἀνυμνεῖν, Ἀντωνίου ἀγῶνας, τοῦτον ἐνθέρμως παρακαλῶ· διάρρηξον πταισμάτων μου τόν ὄγκον, ταῖς πρός τόν Κτίστην, Πάτερ, πρεσβείαις Σου.
Ἅγιε τοῦ Θεοῦ, πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν.
Νομίμως ἀσκήσας ἐπί τῆς γῆς, ἀξίως τήν χάριν ἔλαβες, Πάτερ, θαυματουργεῖν· ταύτην οὗν χρώμενος νῦν παῦσον, τῆς ψυχῆς μου τόν τάραχον δέομαι.
Δόξα.
Τρωθείς θείῳ ἔρωτι, τοῦ φθαρτοῦ ἐμάκρυνας κόσμου, βορρᾶ γενόμενος πολιστής καί τούτου τῆς ἐρήμου Θηβαΐδος, ἧν ὡς ἀστήρ πνευματικός λαμπρῶς ἐφώτισας.
Καί νῦν. Θεοτοκίον.
Θεοτόκε Παρθένε, ὁ Ποιητής, ἐν τῇ Σῇ κοιλίᾳ κατε-κένωσεν Ἑαυτόν· ὁ κόλπους πατρικούς μή κενώσας, σῶσαι θελήσας ὡς Θεός τό ἀνθρώπινον.
Ὠδή γ’. Οὐρανίας ἀψίδος.
Ἅγιε τοῦ Θεοῦ, πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν.
φθης ἅγιον στόμα, πηγάζων ῥήματα ἅγια, δι’ ὧν τάς ψυχάς τῶν προσιόντων, Πάτερ, κατήρδευσας· οὕτω γενόμενος σφραγίς κλεινή τοῦ εἰπόντος, «ἐκ τῆς κοιλίας Σου ῥεύσονται ὕδατα».
Ἅγιε τοῦ Θεοῦ, πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν.
Νίκην ἔσχες Βελίαρ κατατροπώσας τήν δύναμιν, ἔνδον ἐν τῷ ἔλει ἐκθέτων Σά μέλη, Πάτερ, τοῖς κώνωψι· τούτων τοῖς δήγμασι καί τῇ τοῦ αἵματος ῥεύσει, σάρκαν κατεμάρανας, ψυχήν πτερούμενος.
Δόξα.
κετεύομεν, Πάτερ, ἡμῶν τά πάθη καί τραύματα, σπεῦσον Σαῖς ἁγίαις πρεσβείαις, ταχέως ἴασαι· ἵνα εὐφημοῦμεν Σε, ὡς μοναζόντων τό κλέος, Θηβαΐδος καύχημα, πάτερ Ἀντώνιε.
Καί νῦν. Θεοτοκίον.
Εὐσπλάχνως, Παρθένε, ἡ τόν Κύριον τέξασα, σπεῦσον καί λύτρωσαι κινδύνων ἡμᾶς παντοίων καί θλίψεων· σύν Σοί δέ φέρομεν, πρός Κύριον πρεσβείαν, Ἀντώνιον τόν ἔνδοξον, Ῥωσίας καύχημα.
Διάσωσον ταῖς τοῦ Ὁσίου πρεσβείαις Παντελεήμων, ὅτι πάντες κατόπιν Σοῦ αὐτῷ καταφεύγομεν, ὡς ἔχοντι τήν πρός Σέ παρρησίαν.
πίβλεψον ἐπικαμπτόμενος Θεοτόκου καί τοῦ Ὁσίου ταῖς λιταῖς Οἰκτῆρμον, ἐφ’ ἡμᾶς τούς ἀσθενεῖς καί λύτρωσαι τόν λαόν Σου.
Ὁ Ἱερεύς τήν κάτωθι δέησιν, ἡμῶν ψαλλόντων τό Κύριε ἐλέησον δωδεκάκις:
λέησον ἡμᾶς, ὁ Θεός, κατά τό μέγα ἔλεός Σου, δεόμεθά Σου, ἐπάκουσον καί ἐλέησον.
τι δεόμεθα, ὑπέρ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου ἡμῶν (δεῖνος) καί πάσης τῆς ἐν Χριστῶ ἡμῶν ἀδελφότητος.
τι δεόμεθα, ὑπέρ ἐλέους, ζωῆς, εἰρήνης, ὑγείας, σωτηρίας, ἐπισκέψεως, συγχωρήσεως καί ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν, πάντων τῶν εὐσεβῶν καί Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν.
τι δεόμεθα καί ὑπέρ τῶν δούλων τοῦ Θεοῦ… (καί μνημονεύονται τά ὀνόματα τῶν ὑπέρ ὧν ἡ Ἱερά Παράκλησις τελεῖται).
τι ἐλεήμων καί φιλάνθρωπος Θεός ὑπάρχεις καί Σοί τήν δόξαν ἀναπέμπομεν, τῶ Πατρί καί τῶ Υἱῶ καί τῶ Ἁγίῳ Πνεύματι, νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων.
Ὁ χορός. μήν.
Κάθισμα. Ἦχος β’. Τά ἄνω ζητῶν.
ντωνίου τῇ πρεσβείᾳ νῦν προσπίπτωμεν, οἱ ἐν πόνοις ψυχῆς καί θλίψεσι ὑπάρχοντες καί δι’ αὐτοῦ αἰτούμεθα τό τοῦ Κυρίου ἄμετρον ἔλεος καί τήν ταχεῖαν Τούτου συνδρομήν καί τήν βεβαίαν Αὐτοῦ ἀντίληψιν.
Ὠδή δ’. Εἰσακήκοα Κύριε.
Ἅγιε τοῦ Θεοῦ, πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν.
ν ἐπόθησας, Ὅσιε, σάρκα δι’ Ὅν ἔτηξας, νῦν τεθέασαι Παραδείσῳ αὐλιζόμενος· διό Σέ καί ἀπαύστως μακαρίζομεν.
Ἅγιε τοῦ Θεοῦ, πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν.
Σάρκαν, Πάτερ, δουλώσας, ὑπό τήν γῆν κέλλαν ἔπηξας, ἐν ἧ ζῶν ἐτάφης ὑπό πάγου καί ὑπό χιόνος, Ἁγιώτατε.
Δόξα.
Ἀρετῆς ἀνεδείχθης ἀστήρ καί στύλος ἀκλόνητος, ὅθεν πᾶσι σεπτόν προσφέρεις, ἅγιόν τε, Ἀντώνιε, παράδειγμα.
Καί νῦν. Θεοτοκίον.
Θεοτόκε Μαρία, τῆς Ῥωσίας ἡ Ἔφορος, σπεῦσον τά Σά τέκνα ἐπισκέψαι, τά ἐν κατακόμβαις καταφεύγοντα.
Ὠδή ε’. Φώτισον ἡμᾶς.
Ἅγιε τοῦ Θεοῦ, πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν.
Νίκης τήν χαράν, τάς παγίδας τροπωσάμενος τοῦ ἐχθροῦ νῦν ἀπολαύεις, οὐρανοῖς περιπολεύων, Ἀξιάγαστε.
Ἅγιε τοῦ Θεοῦ, πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν.
Τύχοιμεν ἡμεῖς, ὦ Ἀντώνιε, δεήθητι τοῦ Κυρίου καί Παντάνακτος τῆς βασιλείας, ἧν αὐτός βραβεῖον ἔλαβες.
Δόξα.
ς τις ἀριστεύς τοῦ Βελίαρ τροπωσάμενος τάς πλεκτάνας, ὦ Ἀντώνιε, ἐν οὐρανίοις θαλάμοις νῦν ἀγάλεσαι.
Καί νῦν. Θεοτοκίον.
Τιμῶντες Σε, Ἁγνή, Ὀρθοδόξων τά συστήματα καί ὑμνοῦντες οὐ παυόμεθα, ταῖς Σαῖς πρεσβείαις θαρροῦντες, Παντάνασσα.
Ὠδή στ’. Τήν δέησιν ἐκχεῶ.
Ἅγιε τοῦ Θεοῦ, πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν.
Νέος ὧν ὑπῆλθες τῷ σώματι, τόν ζυγόν Σύ τόν χρηστόν τοῦ Σωτῆρος, ἀπορραγείς τῶν τοῦ κόσμου ματαίων καί τοῖς δρυμοῖς φυγαδεύων ἐμάκρυνας καί μόνος μόνῳ τῷ Θεῷ, νοερῶς ἦσθα συνών καί ἡδόμενος.
Ἅγιε τοῦ Θεοῦ, πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν.
κέτευε ἐκτενῶς, Ἀντώνιε, τόν Θεόν ὑπέρ τῆς Σῆς γλυκυτάτης, νῦν στεναζούσης, Θεοφόρε, πατρίδος, ὑπό τόν κνοῦτον ἀθέων δυνάμεων καί λύτρωσαι παντοίων πειρασμῶν, τούς ἐν αὐτῇ ἐν τῇ Πίστει ἐμμένοντας.
Δόξα.
ς τεῖχος ἐν τοῖς κινδύνοις ἄρρηκτον, τήν Σήν ἐγκεκτημένοι Εἰκόνα, ἐκ τῶν δεινῶν ἐκλυτρούμεθα πάντων, ἐσαεί Σέ λυτρωτήν ἐπιγραφόμενοι, σωτήραν τε μετά Θεόν, τῆς Θηβαΐδος τοῦ Σίγια Ἀντώνιε.
Καί νῦν. Θεοτοκίον.
λον με, νυσταγμῷ βεβαρημένον, τῇ θερμῇ Σου ἔγειρον ἱκεσίᾳ καί μή δώῃς ὑπνῶσαι Σόν δοῦλον, Μῆτερ Ἁγία Παρθένε, εἰς θάνατον· προστάτην γάρ καί ὁδηγόν ἐμῆς ζωῆς Σέ ἐπιγράφομαι, Δέσποινα.
Διάσωσον ταῖς τοῦ Ὁσίου πρεσβείαις Παντελεήμων, ὅτι πάντες κατόπιν Σοῦ αὐτῶ καταφεύγομεν, ὡς ἔχοντι τήν πρός Σέ παρρησίαν.
πίβλεψον ἐπικαμπτόμενος Θεοτόκου καί τοῦ Ὁσίου ταῖς λιταῖς Οἰκτῆρμον, ἐφ’ ἡμᾶς τούς ἀσθενεῖς καί λύτρωσαι τόν λαόν Σου.
Ὁ Ἱερεύς μνημονεύει ὡς δεδήλωται, ἡμῶν ψαλλόντων τό Κύριε ἐλέησον δωδεκάκις καί μετά τήν ἐκφώνησιν:
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Προστασία τῶν Χριστιανῶν.
Μεσιτείᾳ τῆς Μητρός Σου, Πολυέλεε, ἱκεσίαις Ἀντωνίου καί δεήσεσι, τῷ Σῷ λαῷ ἐπίβλεψον καί σῶσον ἡμᾶς. Ἡμάρτομέν Σοι, Ἀγαθέ, καί παροργίζομεν ἀεί, τήν Σήν ἀγαθότητα. Δέχου τήν μεσιτείαν τῆς ἀχράντου Μητρός Σου, ἐπικαμπτόμενος, Σωτήρ, Αὐτῆς ταῖς δεήσεσι.
Καί εὐθύς τό Προκείμενον.
Δίκαιος ὡς φοῖνιξ ἀνθήσει καί ὡσεί κέδρος ἡ ἐν τῷ Λιβάνῳ πληθυνθήσεται.
Στίχος: Πεφυτευμένοι ἐν τῶ οἴκῳ Κυρίου, ἐν αὐλαῖς τοῦ Θεοῦ ἡμῶν ἐξανθήσουσιν.
Δίκαιος ὡς φοῖνιξ ἀνθήσει καί ὡσεί κέδρος ἡ ἐν τῷ Λιβάνῳ πληθυνθήσεται.
Ὁ Ἱερεύς: Καί ὑπέρ τοῦ καταξιωθῆναι ἡμᾶς τῆς ἀκροάσεως τοῦ ἁγίου Εὐαγγελίου, Κύριον τόν Θεόν ἡμῶν ἱκετεύσωμεν.
Ὁ χορός: Κύριε ἐλέησον (γ’).
Ὁ Ἱερεύς: Σοφία. Ὀρθοί ἀκούσωμεν τοῦ ἁγίου Εὐαγγελίου. Εἰρήνη πᾶσι.
Ὁ χορός: Καί τῶ πνεύματί σου.
Ὁ Ἱερεύς: κ τοῦ κατά Ἰωάννην ἁγίου Εὐαγγελίου, τό ἀνάγνωσμα. Σοφία, πρόσχωμεν.
Ὁ χορός: Δόξα Σοι, Κύριε, δόξα Σοι.
Εἶπεν ὁ Κύριος τοῖς ἑαυτοῦ μαθηταῖς. Ταῦτα ἐντέλλομαι ὑμῖν, ἵνα ἀγαπᾶτε ἀλλήλους. Εἰ ὁ κόσμος ὑμᾶς μισεῖ, γινώσκετε ὅτι ἐμέ πρῶτον ὑμῶν μεμίσηκεν. Εἰ ἐκ τοῦ κόσμου ἦτε, ὁ κόσμος ἄν τό ἴδιον ἐφίλει. Ὅτι δέ ἐκ τοῦ κόσμου οὐκ ἐστέ, ἀλλ’ ἐγώ ἐξελεξάμην ὑμᾶς ἐκ τοῦ κόσμου, διά τοῦτο μισεῖ ὑμᾶς ὁ κόσμος. Μνημονεύεται τοῦ λόγου, οὗ ἐγώ εἶπον ὑμῖν. Οὐκ ἔστι δοῦλος μείζων τοῦ κυρίου αὐτοῦ. Εἰ ἐμέ ἐδίωξαν, καί ὑμᾶς διώξωσιν. Εἰ τόν λόγον μου ἐτήρησαν, καί τόν ὑμέτερον τηρήσουσιν. Ἀλλά ταῦτα πάντα ποιήσουσιν ὑμῖν διά τό ὄνομά μου, ὅτι οὐκ οἴδασι τόν πέμψαντά με. Εἰ μή ἦλθον καί ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον. Νῦν δέ πρόφασιν οὐκ ἔχουσι περί τῆς ἁμαρτίας αὐτῶν. Ὁ ἐμέ μισῶν καί τόν Πατέρα μου μισεῖ. Εἰ τά ἔργα μή ἐποίησα αὐτοῖς, ἅ οὐδείς ἄλλος πεποίηκεν, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον. Νῦν δέ καί ἑωράκασι καί μεμισήκασι καί ἐμέ καί τόν Πατέρα μου. Ἀλλ’ ἵνα πληρωθῆ ὁ λόγος ὁ γεγραμμένος ἐν τῶ νόμῳ αὐτῶν, ὅτι ἐμίσησάν με δωρεάν. Ὅταν δέ ἔλθη ὁ Παράκλητος, ὅν ἐγώ πέμψω ὑμῖν παρά τοῦ Πατρός, τό Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὅ παρά τοῦ Πατρός ἐκπορεύεται, ἐκεῖνος μαρτυρήσει περί ἐμοῦ. Καί ὑμεῖς δέ μαρτυρεῖτε, ὅτι ἀπ’ ἀρχῆς μετ’ ἐμοῦ ἐστε. Ταῦτα λελάληκα ὑμῖν, ἵνα μή σκανδαλισθῆτε. Ἀποσυναγώγους ποιήσουσιν ὑμᾶς, ἀλλ’ ἔρχεται ὥρα ἵνα πᾶς ὁ ἀποκτείνας ὑμᾶς, δόξῃ λατρείαν προσφέρειν τῶ Θεῶ. (ιε’ 17 – 27 καί ιστ’ 1 - 2).
Ὁ χορός: Δόξα Σοι, Κύριε, Δόξα Σοι.
Εἶτα ψάλλομεν. Ἦχος β’.
Δόξα…
Ταῖς τοῦ Ἀντωνίου πρεσβείαις, Ἐλεῆμον, ἐξάλειψον τά πλήθη τῶν ἐμῶν ἐγκλημάτων.
Καί νῦν…
Ταῖς τῆς Θεοτόκου πρεσβείαις, Ἐλεῆμον, ἐξάλειψον τά πλήθη τῶν ἐμῶν ἐγκλημάτων.
Στίχ. λεῆμον, ἐλέησόν με ὁ Θεός κατά τό μέγα ἔλεός Σου καί κατά τό πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν Σου ἐξάλειψον τό ἀνόμημά μου.
Ἦχος πλ. β’. Ὅλην ἀποθέμενοι.
Δεῦτε τόν Ἀντώνιον, τόν τοῦ Σίγια, ἐν ὕμνοις καί ὡδαῖς τιμήσωμεν, οἱ αὐτῷ προσπίπτοντες μετά πίστεως. Τῷ Θεῷ οὗτος γάρ, ὑπέρ λαοῦ ἅπαντος, μετά ζέσεως προσδέεται, ἐπικαλούμενος ἐφ’ ἡμᾶς Κυρίου τό ἔλεος καί Τούτου τήν σωτήριον ἐπί τοῖς δεομένοις βοήθειαν. Χαίρε βοῶντες, δοχεῖον τοῦ Κυρίου ἐκλεκτόν καί τῆς Αὐτοῦ παρατάξεως στρατιῶτα τίμιε.
Εὐθύς ἐκφωνεῖται ὑπό τοῦ Ἱερέως ἡ λιτανευτική ἱκεσία:
Σῶσον ὁ Θεός τόν λαόν Σου καί εὐλόγησον τήν κληρονομίαν Σου. Ἐπίσκεψαι τόν κόσμον Σου ἐν ἐλέει καί οἰκτιρμοῖς, ὕψωσον κέρας Χριστιανῶν Ὀρθοδόξων καί κατάπεμψον ὑμῖν τά ἐλέη Σου τά πλούσια.
Πρεσβείαις τῆς Παναχράντου Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καί Ἀειπαρθένου Μαρίας.
Δυνάμει τοῦ Τιμίου καί Ζωοποιοῦ Σταυροῦ.
Προστασίαις τῶν Τιμίων, Ἐπουρανίων Δυνάμεων Ἀσωμάτων.
κεσίαις τοῦ Τιμίου, Ἐνδόξου Προφήτου Προδρόμου καί Βαπτιστοῦ Ἰωάννου.
Τῶν Ἁγίων Ἐνδόξων καί Πανευφήμων Ἀποστόλων.
Τῶν ἐν Ἁγίοις Πατέρων ἡμῶν, Μεγάλων Ἱεραρχῶν καί Οἰκουμενικῶν Διδασκάλων: Βασιλείου τοῦ Μεγάλου, Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καί Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου. Ἀθανασίου καί Κυρίλλου, Ἰωάννου τοῦ Ἐλεήμονος, Πατριαρχῶν Ἀλεξανδρείας. Νικολάου Ἐπισκόπου Μύρων τῆς Λυκίας καί Σπυρίδωνος Ἐπισκόπου Τριμυθοῦντος, τῶν Θαυματουργῶν.
Τῶν ἁγίων, ἐνδόξων καί καλλινίκων Μαρτύρων.
Τῶν Ἁγίων ἐνδόξων Μεγαλομαρτύρων Γεωργίου τοῦ Τροπαιοφόρου, Δημητρίου τοῦ Μυροβλύτου, Θεοδώρου τοῦ Τήρωνος καί Θεοδώρου τοῦ Στρατηλάτου.
Τῶν ἁγίων Ἱερομαρτύρων Χαραλάμπους καί Ἐλευθερίου.
Τῶν Ὁσίων καί Θεοφόρων Πατέρων ἡμῶν.
Τοῦ Ὁσίου Πατρός ἡμῶν Ἀντωνίου, τοῦ ἐν Σίγια τῆς Ρωσίας.
(Τοῦ Ἁγίου τοῦ Ναοῦ, ἐφ’ ὅσον δέν ἐμνημονεύθη ἐν τοῖς ἄνω).
Τῶν Ἁγίων καί Δικαίων Θεοπατόρων Ἰωακείμ καί Ἄννης.
(Τῶν Ἁγίων τῆς ἡμέρας).
Καί Πάντων Σου τῶν Ἁγίων.
κετεύομέν Σε, Μόνε Πολυέλεε Κύριε, ἐπάκουσον ἡμῶν τῶν ἁμαρτωλῶν δεομένων Σου καί ἐλέησον ἡμᾶς.
Ὁ χορός: Κύριε ἐλέησον (12).
Καί ἐπισφραγίζει ὁ Ἱερεύς μετά τῆς δοξολογικῆς ἐκφωνήσεως:
λέει καί οἰκτιρμοῖς καί φιλανθρωπίᾳ τοῦ Μονογενοῦς Σου Υἱοῦ, μεθ’ Οὗ εὐλογητός εἶ, σύν τῷ Παναγίῳ καί Ἀγαθῷ καί Ζωοποιῷ Σου Πνεύματι, νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων.
Ὁ χορός: μήν.
Καί ἀποπληροῦμεν τάς λοιπάς ὠδάς τοῦ Κανόνος:
Ὠδή ζ’. Οἱ ἐκ τῆς Ἰουδαίας.
Ἅγιε τοῦ Θεοῦ, πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν.
μνος ἡ Σή ἐφάνη βιοτή Κυρίῳ τῷ Θεῷ Σου, διό Ἀντώνιε τοῦ Σίγια, Ῥωσίας πέλεις κλέος, διό καί ψάλλει κραυγάζουσα· ὁ Πατέρων ἡμῶν Θεός εὐλογητός εἶ.
Ἅγιε τοῦ Θεοῦ, πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν.
Μέγιστα ἐργάζῃ καί μετά λῆξιν, πάτερ Ἀντώνιε, νῦν θαύματα καί σημεῖα τεράστια τοῖς πᾶσι, τοῖς μετά πόθου κραυγάζουσι· ὁ Πατέρων ἡμῶν Θεός εὐλογητός εἶ.
Δόξα.
Νόσων καί κινδύνων ἰατρός ἐδόθης, Πάτερ, τῷ κόσμῳ, διό θεράπευσον τά πάθη, πληγάς τε ἀοράτους ἡμῶν, τῶν πίστει βοώντων Σύ· ὁ Πατέρων ἡμῶν Θεός εὐλογητός εἶ.
Καί νῦν. Θεοτοκίον.
Κυρία Θεοτόκε, ἐπαίρουσα μή παύῃς χεῖρας Υἱῷ Σου καί Θεῷ· ἀνάψυξον, Παρθένε, ψυχάς πεπυρωμένας, τῶν μετά πόθου ψαλλόντων Σοι· χαῖρε οὐράνιε λιμήν, πάντων τῶν σωζομένων.
Ὠδή η’. Τόν Βασιλέα τῶν οὐρανῶν.
Ἅγιε τοῦ Θεοῦ, πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν.
σοι ἐν πίστει εἰλικρινεῖ προσιοῦσι, τῇ θήκῃ τῶν σεπτῶν Σου λειψάνων, ψυχῶν τε καί σωμάτων λαμβάνουσιν τήν ῥῶσιν.
Ἅγιε τοῦ Θεοῦ, πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν.
Ναός καί τάφος τοῦ Σίγιας Ἀντωνίου, ἱατρεῖον ἱερόν πρόκεινται τοῖς πᾶσι, κἄν ἀσεβούντων ἐδέχθησαν τήν μῆνιν.
Εὐλογοῦμεν Πατέρα, Υἱόν καί Ἅγιον Πνεῦμα, τόν Κύριον ὑμνοῦμεν.
γίων, Πάτερ, φανεῖς εἰκονογράφος, λαβών τό χάρισμα τοῦτο παρά Κυρίου, προστάτης ταύτης τῆς τέχνης ἡμῶν πέλεις.
Καί νῦν. Θεοτοκίον.
μμάτων σκότος, ψυχῆς ἀορασίαν, φωταγώγησον Σύ, φωτός ἀκτίστου Μῆτερ, τῶν δεομένων τυχεῖν τοῦ Σοῦ ἐλέους.
Αἰνοῦμεν, εὐλογοῦμεν καί προσκυνοῦμεν τόν Κύριον.
Τόν Βασιλέα τῶν οὐρανῶν Ὅν ὑμνοῦσι στρατιαί τῶν Ἀγγέλων ὑμνεῖται καί ὑπερυψοῦται εἰς πάντας τούς αἰῶνας.
Ὠδή θ’. Κυρίως Θεοτόκον.
Ἅγιε τοῦ Θεοῦ, πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν.
Δεκάδες τά Σά τέκνα, βορείου Θηβαΐδος, τόν Σόν δρόμον, Πάτερ, ἐβάδισαν καί ἔλαβον παρά Θεοῦ μισθούς ἀγώνων καί στέφη οὐράνια.
Ἅγιε τοῦ Θεοῦ, πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν.
Εὐχαῖς Σου τάς σειράς μου τῶν πταισμάτων λῦσον καί τό χειρόγραφον, Μάκαρ, διάρρηξον τῆς ἁμαρτίας, τοῦ τήν Σήν ἁγίαν μνήμην πᾶσι κηρύττοντος.
Δόξα.
δε μου τήν πτωχείαν, τοῦ ταῦτα στιχουργοῦντος καί Σαῖς πρεσβείαις πρός Κύριον, Ὅσιε, πλούτισον τήν ἐμῆν ψυχήν, τῶν δωρεῶν καί χαρίτων τοῦ Πνεύματος.
Καί νῦν. Θεοτοκίον.
Σωτῆραν ἡ τεκοῦσα, Παρθένε Θεοτόκε, σύν Ἀντωνίῳ Κυρίῳ πρεσβεύσατε, ἵνα δωρήσῃ πᾶσιν ὡς Θεός, ἁμαρτημάτων τήν λύσιν καί ἄφεσιν.
Καί εὐθύς, τοῦ Ἱερέως θυμιῶντος τό Ἱερόν Θυσιαστήριον καί τόν εὐσεβῆ λαόν, ψάλλονται τά παρόντα Μεγαλυνάρια:
ξιον ἐστιν ὡς ἀληθῶς, μακαρίζειν Σε τήν Θεοτόκον, τήν ἀειμακάριστον καί παναμώμητον καί μητέρα τοῦ Θεοῦ ἡμῶν. Τήν τιμιωτέραν τῶν Χερουβείμ καί ἐνδοξοτέραν ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ, τήν ἀδιαφθόρως Θεόν Λόγον τεκοῦσαν, τήν ὄντως Θεοτόκον Σέ μεγαλύνομεν.
Χαῖροις ὁ Ῥωσίας γόνος λαμπρός καί Μονῆς τοῦ Σίγια πολιοῦχος καί βοηθός, πάντων Ὀρθοδόξων τῶν ἐπικαλουμένων, τήν Σήν θερμήν πρεσβείαν καί τήν ἀντίληψιν.
ντώνιε Πάτερ ἡμῶν σεπτέ, τούς Σοί προσφυγόντας σπεῦσον τοῦ σῶσαι τῶν πονηροῦ, προσβολῶν ματαίων καί τείχισον εὐχαῖς Σου, πάντας τούς Ὀρθοδόξους, Ῥώσους τε Ἕλληνας.
Θαυμάτων ποικίλων τόν αὐτουργόν, σημείων, τεράτων καί ἰάσεων θαυμαστῶν ποιητήν, τόν θεῖον Ἀντώνιον τιμῶμεν, αὐτοῦ τήν θείαν χάριν ἐπικαλούμενοι.
Τό Μεγαλυνάριον τοῦ Ἁγίου τοῦ Ναοῦ ἤ τοῦ Ἁγίου τῆς ἡμέρας. Καί κλείομεν μετά τοῦ
Πᾶσαι τῶν Ἀγγέλων αἱ στρατιαί, Πρόδρομε Κυρίου, Ἀποστόλων ἡ δωδεκάς, οἱ Ἅγιοι Πάντες μετά τῆς Θεοτόκου, ποιήσατε πρεσβείαν εἰς τό σωθῆναι ἡμᾶς.
Τό Τρισάγιον καί τά Τροπάρια ταῦτα.
Ἦχος πλ. β΄.
λέησον ἡμᾶς, Κύριε, ἐλέησον ἡμᾶς, πάσης γάρ ἀπολογίας ἀποροῦντες, ταύτην Σοι τήν ἱκεσίαν, ὡς Δεσπότῃ, οἱ ἁμαρτωλοί προσφέρομεν, ἐλέησον ἡμᾶς.
Δόξα…
Κύριε ἐλέησον ἡμᾶς, ἐπί Σοί γάρ πεποίθαμεν. Μή ὀργισθῆς ἡμῖν σφόδρα, μηδέ μνησθῆς τῶν ἀνομιῶν ἡμῶν. Ἀλλ’ ἐπίβλεψον καί νῦν ὡς εὔσπλαχνος καί λύτρωσαι ἡμᾶς ἐκ τῶν ἐχθρῶν ἡμῶν. Σύ γάρ εἶ Θεός ἡμῶν καί ἡμεῖς λαός Σου, πάντες ἔργα χειρῶν Σου καί τό ὄνομά Σου ἐπικεκλήμεθα.
Καί νῦν…
Τῆς εὐσπλαχνίας τήν πύλην ἄνοιξον ἡμῖν, εὐλογημένη Θεοτόκε, ἐλπίζοντες εἰς Σέ μή ἀστοχήσομεν, ῥυσθείημεν διά Σοῦ τῶν περιστάσεων, Σύ γάρ ἡ σωτηρία τοῦ γένους τῶν Χριστιανῶν.
Ἀπολυτίκιον τοῦ Ἁγίου. Ἦχος α’. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος.
Θηβαΐδος τῆς πρώτης Ἀντώνιος πέφυνε, μέγας τῇ ἀσκήσει, πλήν τούτου τόν θεῖον τρόπον ἐζήλωσε, Ἀντώνιος ὁ Νέος ὁ βορρᾶ καί τούτου Θηβαΐδος πολιστής· ὁ ἐν Σίγιᾳ τῆς Ῥωσίας ἀναδειχθείς, Ἀντωνίου τοῦ Μεγάλου ὁμότροπος. Πάντες οὗν Ὀρθόδοξοι ψαλμικῶς δοξάσωμεν τόν Κύριον κράζοντες· δόξᾳ Σοι τῷ δωρησαμένῳ ἡμῖν, τοῦτον πρέσβυν ἀκοίμητον.
Εἶτα ὁ Ἱερεύς τήν Ἐκτενῆ Δέησιν, ἡμῶν ψαλλόντων τό λιτανευτικόν Κύριε ἐλέησον, τρίς (3) μεθ’ ἑκάστην δέησιν, ἐξαιρέσει τῆς πέμπτης δεήσεως, μεθ’ ἧν ψάλλεται τοῦτο τεσσαράκοντα (40).
λέησον ἡμᾶς ὁ Θεός, κατά τό μέγα ἔλεός Σου, δεόμεθά Σου, ἐπάκουσον καί ἐλέησον.
τι δεόμεθα, ὑπέρ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου ἡμῶν (δεῖνος) καί πάσης τῆς ἐν Χριστῶ ἡμῶν ἀδελφότητος.
τι δεόμεθα, ὑπέρ ἐλέους, ζωῆς, εἰρήνης, ὑγείας, σωτηρίας, ἐπισκέψεως, συγχωρήσεως καί ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν, πάντων τῶν εὐσεβῶν καί Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν.
τι δεόμεθα καί ὑπέρ τῶν δούλων τοῦ Θεοῦ… (καί μνημονεύονται τά ὀνόματα τῶν ὑπέρ ὧν ἡ Ἱερά Παράκλησις τελεῖται).
τι δεόμεθα, ὑπέρ τοῦ διαφυλαχθῆναι τήν ἁγίαν Ἐκκλησίαν (ἤ Μονήν) καί πόλιν (ἤ νῆσον) ταύτην καί πᾶσαν πόλιν καί χώραν, ἀπό ὀργῆς, λοιμοῦ, λιμοῦ, σεισμοῦ, καταποντισμοῦ, πυρός, μαχαίρας, ἐπιδρομῆς ἀλλοφύλων, ἐμφυλίου πολέμου καί αἰφνιδίου θανάτου. Ὑπέρ τοῦ ἵλεων, εὐμενῆ καί εὐδιάλλακτον γενέσθαι τόν Ἀγαθόν καί Φιλάνθρωπον Θεόν ἡμῶν, τοῦ ἀποστρέψαι καί διασκεδάσαι πᾶσαν ὀργήν καί νόσον, τήν καθ’ ἡμῶν κινουμένην καί ῥύσασθαι ἡμᾶς ἐκ τῆς ἐπικειμένης δικαίας Αὐτοῦ ἀπειλῆς καί ἐλεῆσαι ἡμᾶς.
τι δεόμεθα, ὑπέρ τοῦ εἰσακοῦσαι Κύριον τόν Θεόν, φωνῆς τῆς δεήσεως ἡμῶν τῶν ἁμαρτωλῶν καί ἐλεῆσαι ἡμᾶς.
πάκουσον ἡμῶν, ὁ Σωτήρ ἡμῶν, ἡ ἐλπίς πάντων τῶν περάτων τῆς γῆς καί τῶν ἐν θαλάσσῃ μακράν καί ἵλεως, ἵλεως γενοῦ ἡμῖν, Δέσποτα, ἐπί ταῖς ἁμαρτίαις ἡμῶν καί ἐλέησον ἡμᾶς. Ἐλεήμων γάρ καί Φιλάνθρωπος Θεός ὑπάρχεις καί Σοί τήν δόξαν ἀναπέμπομεν, τῶ Πατρί καί τῶν Υἱῶ καί τῶ Ἁγίῳ Πνεύματι, νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς ἀιῶνας τῶν αἰώνων.
Ὁ χορός: μήν.
Ὑπό τοῦ Ἱερέως Ἀπόλυσις. Καί τῶν Χριστιανῶν ἀσπα-ζομένων τήν Εἰκόνα τοῦ Ἁγίου καί χριομένων δι’ ἁγίου ἐλαίου, ψάλλονται τά παρόντα Τροπάρια:
Ἦχος β’. Ὅτε ἐκ τοῦ ξύλου.
Δεῦτε τόν τοῦ Σίγια τόν σεπτόν καί θαυματουργόν ποιμενάρχην πάντες τιμήσωμεν, τόν ἔνδοξον Ἀντώνιον, σύν Παχωμίῳ ὁμοῦ, θεῖοις Πατράσι καί εἴπωμεν αὐτοῖς μελωδοῦντες· χαίρετε τρισόλβια δοχεῖα Πνεύματος· Πατέρες, Ῥωσίας φωστῆρες καί ἡμῶν προστάται ἐν ἀνάγκαις, πάντων τε Ὀρθοδόξων οἱ ἀμύντορες.
Τήν πᾶσαν ἐλπίδα μου, εἰς Σέ ἀνατίθημι, Μῆτερ τοῦ Θεοῦ, φύλαξόν με ὑπό τήν σκέπην Σου.
Ὁ Ἱερεύς: Δι’ εὐχῶν τῶν Ἁγίων Πατέρων ἡμῶν, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ὁ Θεός, ἐλέησον καί σῶσον ἡμᾶς, Ἀμήν.















Σάββατο 19 Νοεμβρίου 2011

ΠΑΡΑΚΛΗΣΙΣ ΟΣ. ΓΕΝΝΑΔΙΟΥ ΤΟΥ ΚΡΗΤΟΣ

ΠΑΡΑΚΛΗΤΙΚΟΣ ΚΑΝΩΝ
ΕΙΣ ΤΟΝ ΟΣΙΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΗΜΩΝ
ΓΕΝΝΑΔΙΟΝ ΤΟΝ ΝΕΟΦΑΝΗ (+ 1983)
τόν ἐν Ἀκουμίοις τῆς Κρήτης ἀσκήσαντα
Ποίημα Ἀντωνίου Μάρκου (2010).
Κέντρον Ἁγιολογικῶν Μελετῶν «Ὅσιος Συμεών ὁ Μεταφραστής».

ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Ὁ παρόν Παρακλητικός Κανών εἰς τόν Ὅσιον Πατέρα ἡμῶν ΓΕΝΝΑΔΙΟΝ, τῶν ἐν Ἀκουμίοις τῆς Κρήτης ἀσκηθέντα ἐρημιτικῶς καί εἰρηνικῶς τελειωθέντα ἐν ἔτει 1983, ἐποιήθη τῆ αἰτήσει τοῦ ἀγαπητοῦ συναδέλφου ἐν τῷ Πανεπιστημίῳ, Ἐλλογ. Καθηγητοῦ κ. Κων/νου Βέλτσου,  ὁ ὁποῖος ηὐλαβεῖται τά μέγιστα τήν μνήμην τοῦ μακαρίου Γέροντος.
Ὁ Παρακλητικός Κανών ἐποιήθη βάσει τοῦ Κανόνος τοῦ Ὄρθρου, τῆς πρός τιμήν τοῦ Ὁσίου Πατρός ἡμετέρας Ἀκολουθίας, ἡ ὁποία ἐποιήθη τό ἔτος 2010, τῇ αἰτήσει τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Γ.Ο.Χ. Μεσογαίας καί Λαυρεωτικῆς κ. Κηρύκου.

Ὁ Ἱερεύς ἄρχεται τῆς Παρακλήσεως μέ τήν δοξολογικήν ἐκφώνησιν:
Εὐλογητός ὁ Θεός ἡμῶν, πάντοτε, νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων.
Ὁ χορός: μήν.
μή ὑπάρχοντος Ἱερέως, ἡμεῖς τό:
Δι’ εὐχῶν τῶν Ἁγίων Πατέρων ἡμῶν, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ὁ Θεός, ἐλέησον καί σῶσον ἡμᾶς, Ἀμήν.
Ψαλμός ρμβ’ (142).
Κύριε εἰσάκουσον τῆς προσευχῆς μου, ἐνώτισαι τήν δέησίν μου ἐν τῆ ἀληθείᾳ Σου, εἰσάκουσον μου ἐν τῆ δικαιοσύνῃ Σου καί μή εἰσέλθης εἰς κρίσιν μετά τοῦ δούλου Σου, ὅτι οὐ δικαιωθήσεται ἐνώπιόν Σου, πᾶς ζῶν. Ὅτι κατεδίωξεν ὁ ἐχθρός τήν ψυχήν μου, ἐταπείνωσεν εἰς γῆν τήν ζωήν μου. Ἐκάθισέ με ἐν σκοτεινοῖς, ὡς νεκρούς αἰῶνος καί ἠκηδιάσεν ἐπ’ ἐμέ τό πνεῦμα μου, ἐν ἐμοί ἐταράχθη ἡ καρδία μου. Ἐμνήσθην ἡμερῶν ἀρχαίων, ἐμελέτησα ἐν πᾶσι τοῖς ἔργοις Σου, ἐν ποιήμασι τῶν χειρῶν Σου ἐμελέτων. Διεπέτασα πρός Σέ τάς χείρας μου, ἡ ψυχή μου ὡς γῆ ἄνυδρός Σοι. Ταχύ εἰσακουσόν μου, Κύριε, ἐξέλιπε τό πνεῦμα μου. Μή ἀποστρέψης τό πρόσωπόν Σου ἀπ’ ἐμοῦ καί ὁμοιωθήσομαι τοῖς καταβαίνουσιν εἰς λάκκον. Ἀκουστόν ποίησόν μου τό πρωΐ τό ἔλεός Σου, ὅτι ἐπί Σοί ἤλπισα. Γνώρισόν μοι, Κύριε, ὁδόν ἐν ἧ πορεύσομαι, ὅτι πρός Σέ ἦρα τήν ψυχήν μου. Ἐξελοῦ με ἐκ τῶν ἐχθρῶν μου, Κύριε, πρός Σέ κατέφυγον, δίδαξόν με τοῦ ποιεῖν τό θέλημά Σου, ὅτι Σύ εἶ ὁ Θεός μου. Τό Πνεῦμα Σου τό ἀγαθόν ὁδηγήσει με ἐν γῆ εὐθείᾳ, ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός Σου, Κύριε, ζήσεις με. Ἐν τῇ δικαιοσύνῃ Σου ἐξάξεις ἐκ θλίψεως τήν ψυχήν μου καί ἐν τῶ ἐλέει Σου ἐξολοθρεύσεις τούς ἐχθρούς μου. Καί ἀπολεῖς πάντας τούς θλίβοντας τήν ψυχήν μου, ὅτι ἐγώ δοῦλος Σου εἰμί.

Καί εὐθύς ψάλλεται τετράκις ἐξ’ ὑπαμοιβῆς, μετά τῶν οἰκείων στίχων:
Θεός Κύριος καί ἐπέφανεν ἡμῖν, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου.
Στίχ. α’. ξολολογεῖσθε τῶ Κυρίῳ καί ἐπικαλεῖσθε τό ὄνομα τό Ἅγιον Αὐτοῦ.
Θεός Κύριος καί ἐπέφανεν ἡμῖν…
Στίχ. β’. Πάντα τά ἔθνη ἐκύκλωσάν με καί τό ὀνόματι Κυρίου ἠμυνάμην αὐτούς.
Θεός Κύριος καί ἐπέφανεν ἡμῖν…
Στίχ. γ’. Παρά Κυρίου ἐγένετο αὕτη καί ἔστι θαυμαστή ἐν ὀφθαλμοῖς ἡμῶν.
Θεός Κύριος καί ἐπέφανεν ἡμῖν…
Εἶτα τά παρόντα Τροπάρια.
χος δ’. Ὁ ὑψωθείς.
Τόν τῆς εὐάνδρου Κρήτης θεῖον προστάτην, δεῦτε φιλέορτοι τά νῦν συνελθόντες, πνευματικοῖς τοῖς ἄσμασιν ὑμνήσωμεν φαιδρῶς, Γεννάδιον πανθαύμαστον, Ἀκουμίων τό κάλλος, παρ’ αὐτοῦ αἰτούμενοι ὀφλημάτων τήν λύσιν, τῶν τιμῶντων τοῦτον εὐλαβῶς καί τήν θερμήν του αἰτουμένων ἀντίληψιν.
Δόξα… Ἀπολυτίκιον τοῦ Ὁσίου. Ἦχος α’. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος.
Τόν τῆς Κρήτης προστάτην καί Ὀρθοδόξων τό καύχημα, μοναζόντων τό κλέος, ἀσκητῶν τό θησαύρισμα, Γεννάδιον τό θεῖον οἱ πιστοί τιμῶμεν κατά χρέος, τῶν αὐτοῦ χαρίτων οἱ πλουτοῦντες καί δωρεῶν κραυγάζοντες πρός Κύριον. Δόξᾳ τῶ Σέ δοξάσαντι αὐτόν, δόξᾳ Σέ τόν αὐτόν θαυμαστώσαντα, δόξᾳ Σοι τῶ δωρησαμένῳ ἡμῖν νέον πρέσβυν ἀκοίμητον.
Καί νῦν… Θεοτοκίον. Ἦχος δ’.
Οὐ σιωπήσομέν ποτε Θεοτόκε, τάς δυναστείας Σου λαλεῖν οἱ ἀνάξιοι. Εἰμή γάρ Σύ προΐστασο πρεσβεύουσα, τίς ἡμᾶς ἐρρύσατο ἐκ τοσούτων κινδύνων; Τίς δέ διεφύλαξεν ἕως νῦν ἐλευθέρους; Οὐκ ἀποστῶμεν, Δέσποινα, ἐκ Σοῦ, Σούς γάρ δούλους σώζεις ἀεί, ἐκ παντοίων δεινῶν.
Ψαλμός ν’ (50).
λέησόν με, ὁ Θεός, κατά τό μέγα ἔλεός Σου καί κατά τό πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν Σου, ἐξάλειψον τό ἀνόμημά μου. Ἐπί πλεῖον πλῦνόν με ἀπό τῆς ἀνομίας μου καί ἀπό τῆς ἁμαρτίας μου καθάρισόν με. Ὅτι τήν ἀνομίαν μου ἐγώ γινώσκω καί ἡ ἁμαρτία μου ἐνώπιόν μου ἐστι διά παντός. Σοί μόνῳ ἥμαρτον καί τό πονηρόν ἐνώπιόν Σου ἐποίησα, ὅπως ἄν δικαιωθῆς ἐν τοῖς λόγοις Σου καί νικήσῃς ἐν τῶ κρίνεσθαί Σε. Ἰδοῦ γάρ ἐν ἀνομίαις συνελήφθην καί ἐν ἁμαρτίαις ἐκίσσησέ με ἡ μήτηρ μου. Ἰδοῦ γάρ ἀλήθειαν ἠγάπησας, τά ἄδηλα καί τά κρύφια τῆς σοφίας Σου ἐδήλωσάς μοι. Ῥαντιεῖς μέ ὑσσώπῳ καί καθαρισθήσομαι, πλυνεῖς με καί ὑπέρ χιόνα λευκανθήσομαι. Ἀκουτιεῖς μοι ἀγαλλίασιν καί εὐφροσύνην, ἀγαλλιάσονται ὀστέα τεταπεινωμένα. Ἀπόστρεψον τό πρόσωπόν Σου ἀπό τῶν ἁμαρτιῶν μου καί πάσας τάς ἀνομίας μου ἐξάλειψον. Καρδίαν καθαράν κτίσον ἐν ἐμοί ὁ Θεός καί πνεῦμα εὐθές ἐγκαίνισον ἐν τοῖς ἐγκάτοις μου. Μή ἀπορρίψῃς με ἀπό τοῦ προσώπου Σου καί τό Πνεῦμα Σου τό Ἅγιον μή ἀντανέλῃς ἀπ’ ἐμοῦ. Ἀπόδος μοι τήν ἀγαλλίασιν τοῦ σωτηρίου Σου καί πνεύματι ἡγεμονικῶ στήριξόν με. Διδάξω ἀνόμους τάς ὁδούς Σου καί ἀσεβεῖς ἐπί σέ ἐπιστρέψουσιν. Ῥῦσαι με ἐξ αἱμάτων ὁ Θεός, ὁ Θεός τῆς σωτηρίας μου, ἀγαλλιάσεται ἡ γλῶσσα μου τήν δικαιοσύνην Σου. Κύριε, τά χείλη μου ἀνοίξεις καί τό στόμα μου ἀναγγελεῖ τήν αἴνεσίν Σου. Ὅτι, εἰ ἠθέλησας θυσίαν, ἔδωκα ἄν, ὁλοκαυτώματα οὐκ εὐδοκήσεις. Θυσίᾳ τῶ Θεῶ πνεῦμα συντετριμμένον, καρδίαν συντετριμμένην καί τεταπεινωμένην ὁ Θεός οὐκ ἐξουδενώσει. Ἀγάθυνον, Κύριε, ἐν τῆ εὐδοκίᾳ Σου τήν Σιών καί οἰκοδομηθήτω τά τείχη Ἱερουσαλήμ. Τότε εὐδοκήσεις θυσίαν δικαιοσύνης, ἀναφοράν καί ὁλοκαυτώματα. Τότε ἀνοίσουσιν ἐπί τῶ θυσιαστήριόν Σου μόσχους.

Εἶτα ψάλλομεν ἐξ ὑπαμοιβῆς, πραείᾳ τῆ φωνῆ καί ἐν εὐλαβείᾳ, τόν παρόντα Κανόνα, οὗ ἡ ἀκροστιχίς τῶν μέν Τροπαρίων «ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΓΕΝΝΑΔΙΩ ΥΜΝΟΝ ΑΔΕΙ», τῶν δέ Θεοτοκίων «ΘΕΟΤΟΚΟΣ».
δή α’. Ἦχος πλ. δ’. Ὁ Εἱρμός. Ὑγράν διοδεύσας.
γιε τοῦ Θεοῦ, πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν.
ρχήν νῦν ποιούμενος ἀνυμνεῖν, Γενναδίου ἀγῶνας, ἐνθέως τοῦτον παρακαλῶ, διάρρηξον πταισμάτων μου τόν ὄγκον, ταῖς πρός τόν Κτίστην, Πάτερ, πρεσβείαις σου.
γιε τοῦ Θεοῦ, πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν.
Νομίμως ἀσκήσας ἐπί τῆς γῆς, ἀξίως τήν χάριν ἔλαβες, Πάτερ, θαυματουργεῖν. Ταύτην οὖν χρώμενος νῦν παῦσον τόν τῆς ψυχῆς μου πολυκύμαντον τάραχον.
γιε τοῦ Θεοῦ, πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν.
Τρωθείς θείῳ ἔρωτι, τοῦ φθαρτοῦ ἐμάκρυνας κόσμου, Κουδουμᾶ γενόμενος πολιστής καί Ἄννης Θεομήτορος τήν κέλλαν, ἐν ἧ ἀσκητικῶς Βελίαρ ἤσχυνας.
Θεοτοκίον. Ὑπεραγία Θεοτόκε, σῶσον ἡμᾶς.
Θεοτόκε Παρθένε, ὁ Ποιητής ἐν τῆ Σῆ κοιλίᾳ κατεκένωσεν Ἑαυτόν, ὁ πατρικούς κόλπους μή κενώσας, σῶσαι θελήσας ὡς Θεός τό ἀνθρώπινον.
δή γ’. Οὐρανίας ἀψίδος.
γιε τοῦ Θεοῦ, πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν.
φθης ἅγιον στόμα, πηγάζων ρήματα ἅγια, δι’ ὧν τάς ψυχάς τῶν προσιόντων, Πάτερ, κατήρδευσας. Οὗτω γενόμενος σφραγίς κλεινή τοῦ εἰπόντος, «ἐκ τοῖς κοιλίας σου ρεύσονται ὕδατα».
γιε τοῦ Θεοῦ, πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν.
Νίκην ἔσχες Βελίαρ κατατροπώσας τήν δύναμιν, ἐν τῆ ἐρημίᾳ Ἀκουμίων ἀγωνιζόμενος, διό καί ἔλαβες παρά Κυρίου τήν χάριν τοῦ θεραπεύειν νόσους, Γεννάδιε. Ὅθεν τῆ πρεσβείᾳ σου προστρέχομεν.
γιε τοῦ Θεοῦ, πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν.
κετεύομεν, Πάτερ, ἡμῶν τά πάθη καί τραύματα, σπεῦσον σαῖς ἁγίαις πρεσβείαις, ταχέως ἴασαι. Ἵνα εὐφημοῦμεν σε, ὡς μοναζόντων τό κλέος, Κρήτης ὧν τό καύχημα, θεῖε Γεννάδιε.
Θεοτοκίον. Ὑπεραγία Θεοτόκε, σῶσον ἡμᾶς.
Εὐσπλάχνως, Παρθένε, ἡ τόν Κύριον τέξασα, σπεῦσον καί λύτρωσαι παντοίων ἡμᾶς κινδύνων καί θλίψεων. Σύν Σοί δέ φέρομεν, πρός Κύριον πρεσβείαν, Γεννάδιον τόν ἔνδοξον, Κρήτης τό καύχημα.
Διάσωσον ταῖς τοῦ Ὁσίου πρεσβείαις Παντελεήμων, ὅτι πάντες κατόπιν Σοῦ αὐτῶ καταφεύγομεν, ὡς ἔχοντα τήν πρός Σέ παρρησίαν.
πίβλεψον ἐπικαμπτόμενος Θεοτόκου καί τοῦ Ὁσίου ταῖς λιταῖς Οἰκτῆρμον, ἐφ’ ἡμᾶς τούς ἀσθενεῖς καί λύτρωσαι τόν λαόν Σου.
Ὁ Ἱερεύς τήν κάτωθι δέησιν, ἡμῶν ψαλλόντων τό Κύριε ἐλέησον δωδεκάκις:
λέησον ἡμᾶς, ὁ Θεός, κατά τό μέγα ἔλεός Σου, δεόμεθά Σου, ἐπάκουσον καί ἐλέησον.
τι δεόμεθα, ὑπέρ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου ἡμῶν (δεῖνος) καί πάσης τῆς ἐν Χριστῶ ἡμῶν ἀδελφότητος.
τι δεόμεθα, ὑπέρ ἐλέους, ζωῆς, εἰρήνης, ὑγείας, σωτηρίας, ἐπισκέψεως, συγχωρήσεως καί ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν, πάντων τῶν εὐσεβῶν καί Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν.
τι δεόμεθα καί ὑπέρ τῶν δούλων τοῦ Θεοῦ… (καί μνημονεύονται τά ὀνόματα τῶν ὑπέρ ὧν ἡ Ἱερά Παράκλησις τελεῖται).
τι ἐλεήμων καί φιλάνθρωπος Θεός ὑπάρχεις καί Σοί τήν δόξαν ἀναπέμπομεν, τῶ Πατρί καί τῶ Υἱῶ καί τῶ Ἁγίῳ Πνεύματι, νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων.
Ὁ χορός. μήν.
Κάθισμα. Ἦχος β’. Τά ἄνω ζητῶν.
Γενναδίου τῆ πρεσβείᾳ νῦν προσπίπτωμεν, οἱ ἐν πόνοις ψυχῆς καί θλίψεσι ὑπάρχοντες καί δι’ αὐτοῦ αἰτούμεθα τό τοῦ Κυρίου ἄμετρον ἔλεος καί τήν ταχεῖαν Τούτου συνδρομήν καί τήν βεβαίαν Αὐτοῦ ἀντίληψιν.
δή δ’. Εἰσακήκοα Κύριε.
γιε τοῦ Θεοῦ, πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν.
ν ἐπόθησας, Ὅσιε, σάρκα δι’ Ὅν ἔτηξας νῦν τεθέασαι Παραδείσῳ αὐλιζόμενος, διό σέ καί ἀπαύστως μακαρίζομεν.
γιε τοῦ Θεοῦ, πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν.
Σάρκαν, Πάτερ, δουλώσας ἐν τοῖς ἐρήμοις ἤσκησας, ὅπου ἀγωνιζόμενος, τοῦ λαοῦ ἐδείχθης ποιμήν τε καί διδάσκαλος.
γιε τοῦ Θεοῦ, πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν.
Γεννάδιος ἐδείχθη ἀστήρ καί στύλος ἀκλόνητος, ὅθεν τοῖς πᾶσι προσφέρει αὐτοῦ τό ἅγιον καί θεοφιλές παράδειγμα.
Θεοτοκίον. Ὑπεραγία Θεοτόκε, σῶσον ἡμᾶς.
Θεοτόκε Μαρία, Ἐκκλησίας ἡ σκέπη καί ἔφορος, σπεῦσον τά Σά τέκνα ἐπισκέψαι τά ὑπό κακοδόξων κακουχούμενα.
δή ε’. Φώτισον ἡμᾶς.
γιε τοῦ Θεοῦ, πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν.
Εὗρες τήν χαράν, ὡς τάς πλεκτάνας τοῦ Βελίαρ συντρίψας, διό Γεννάδιε Πάτερ, ἀεί σκέπεις καί ἰᾶσαι τούς τῶ σῶ τάφῳ ἐν πίστει προστρέχοντας.
γιε τοῦ Θεοῦ, πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν.
Νίκην καί ἡμεῖς τύχοιμεν, Γεννάδιε, θερμῶς δεήθητι Κυρίου τοῦ Παντάνακτος Θεοῦ, ἧν αὐτός ὡς βραβεῖον τῶν σῶν ἀγώνων ἔλαβες.
γιε τοῦ Θεοῦ, πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν.
Νέος ἀριστεύς τοῦ Βελίαρ τροπωσάμενος τάς πλεκτάνας, ὦ Γεννάδιε, δεχθείς, ἐν οὐρανίοις θαλάμοις νῦν ἀγάλλασαι.
Θεοτοκίον. Ὑπεραγία Θεοτόκε, σῶσον ἡμᾶς.
Τιμῶντες Σε, Ἁγνή, Ὀρθοδόξων τά συστήματα καί ὑμνοῦντες οὐ παυόμεθα, ταῖς Σαῖς πρεσβείαις θαρροῦντες, Παντάνασσα.
δή στ’. Τήν δέησιν ἐκχεῶ.
γιε τοῦ Θεοῦ, πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν.
νήρ ἐπιθυμιῶν, νέος ὑπῆλθες τῷ σώματι, τῷ ζυγῷ τῶ χριστῷ τοῦ Κυρίου, ἀπορραγεῖς τῶν τοῦ κόσμου ματαίων καί τοῖς δρυμοῖς φυγαδεύων ἐμάκρυνας· καί μόνος μόνῳ τῷ Θεῷ νοερῶς ἦσθα συνών καί ἡδόμενος.
γιε τοῦ Θεοῦ, πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν.
Δεόμεθά σου οἱ ἐν κινδύνοις καί θλίψεσι, τῶν δεινῶν ἡμᾶς ἐκλύτρωσον πάντας, σέ λυτρωτήν γάρ ἐπιγραφόμενοι, ὅτι παρά Θεοῦ ἠλεήθης, Γεννάδιε· καί σπεύδεις, Πάτερ, ἐν ταχεῖ τοῦ θεραπεύσαι ἡμῶν τά νοσήματα.
γιε τοῦ Θεοῦ, πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν.
κέτευε ἐκτενῶς, Γεννάδιε, τόν Θεόν ὑπέρ σῆς γλυκυτάτης, ἁγιοτόκου, Θεοφόρε, πατρίδος Κρήτης, ἦν σκέπε ἀεί περιφρούρησον καί λύτρωσαι ἐκ παντοίων πειρασμῶν τούς ἐν αὐτῇ τῆ Πίστει ἐμμένοντας.
Θεοτοκίον. Ὑπεραγία Θεοτόκε, σῶσον ἡμᾶς.
λον με, νυσταγμῷ ραθυμίας βεβαρημένον, θερμῆ Σου ἱκεσίᾳ ἔγειρον καί μή δώης ὑπνῶσαι Σόν δοῦλον, Μήτερ Ἁγία, εἰς θάνατον· προστάτην γάρ καί ὁδηγόν ἐμῆς ζωῆς Σέ ἐπιγράφομαι.
Διάσωσον ταῖς τοῦ Ὁσίου πρεσβείαις Παντελεήμων, ὅτι πάντες κατόπιν Σοῦ αὐτῷ καταφεύγομεν, ὡς ἔχοντα τήν πρός Σέ παρρησίαν.
πίβλεψον ἐπικαμπτόμενος Θεοτόκου καί τοῦ Ὁσίου ταῖς λιταῖς Οἰκτῆρμον, ἐφ’ ἡμᾶς τούς ἀσθενεῖς καί λύτρωσαι τόν λαόν Σου.
Ὁ Ἱερεύς μνημονεύει ὡς δεδήλωται, ἡμῶν ψαλλόντων τό Κύριε ἐλέησον δωδεκάκις καί μετά τήν ἐκφώνησιν:
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Προστασία τῶν Χριστιανῶν.
Μεσιτείᾳ τῆς Μητρός Σου, Πολυέλεε, ἱκεσίαις τοῦ Ὁσίου καί δεήσεσι, τῷ Σῷ λαῷ ἐπίβλεψον καί σῶσον ἡμᾶς. Ἡμάρτομέν Σοι, Ἀγαθέ, καί παροργίζομεν ἀεί, τήν Σήν ἀγαθότητα. Δέχου τήν μεσιτείαν τῆς ἀχράντου Μητρός Σου, ἐπικαμπτόμενος, Σωτήρ, Αὐτῆς ταῖς δεήσεσι.
Καί εὐθύς τό Προκείμενον.
Τίμιος ἐναντίον Κυρίου ὁ θάνατος τοῦ Ὁσίου Αὐτοῦ.
Στίχ. Μακάριος ἀνήρ ὁ φοβούμενος τόν Κύριον.
Ὁ Ἱερεύς: Καί ὑπέρ τοῦ καταξιωθῆναι ἡμᾶς τῆς ἀκροάσεως τοῦ ἁγίου Εὐαγγελίου, Κύριον τόν Θεόν ἡμῶν ἱκετεύσωμεν.
Ὁ χορός: Κύριε ἐλέησον (γ’).
Ὁ Ἱερεύς: Σοφία. Ὀρθοί ἀκούσωμεν τοῦ ἁγίου Εὐαγγελίου. Εἰρήνη πᾶσι.
Ὁ χορός: Καί τῷ πνεύματί σου.
Ὁ Ἱερεύς: κ τοῦ κατά Ματθαῖον ἁγίου Εὐαγγελίου, τό ἀνάγνωσμα. Σοφία, πρόσχωμεν.
Ὁ χορός: Δόξα Σοι, Κύριε, δόξα Σοι.
Εἶπεν ὁ Κύριος τοῖς ἑαυτοῦ μαθηταῖς. Πάντα μοι παρεδόθη ὑπό τοῦ Πατρός μου καί οὐδείς ἐπιγινώσκει τόν Υἱόν, εἰμή ὁ Πατήρ. Οὐδέ τόν Πατέρα τις ἐπιγινώσκει, εἰμή ὁ Υἱός καί ὧ ἐάν βούληται ὁ Υἱός ἀποκαλύψαι. Δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες καί πεφορτισμένοι, κἀγώ ἀναπαύσω ὑμᾶς. Ἄρατε τόν ζυγόν μου ἐφ ὑμᾶς καί μάθετε ἀπ’ ἐμοῦ ὅτι πρᾶος εἰμί καί ταπεινός τῆ καρδίᾳ εὑρήσετε ἀνάπαυσιν ταῖς ψυχαῖς ὑμῶν. Ὁ γάρ ζυγός μου χρηστός καί τό φορτίον μου ἐλαφρόν ἐστι.
Ὁ χορός: Δόξα Σοι, Κύριε, Δόξα Σοι.
Εἶτα ψάλλομεν. Ἦχος β’.
Δόξα…
Γενναδίου ταῖς λιταῖς, πρεσβείαις τε, Ἐλεῆμον, ἐξάλειψον τά πλήθη τῶν ἐμῶν ἐγκλημάτων.
Καί νῦν…
Ταῖς τῆς Θεοτόκου πρεσβείαις, Ἐλεῆμον, ἐξάλειψον τά πλήθη τῶν ἐμῶν ἐγκλημάτων.
Στίχ. λεῆμον, ἐλέησόν με ὁ Θεός κατά τό μέγα ἔλεός Σου καί κατά τό πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν Σου ἐξάλειψον τό ἀνόμημά μου.
χος πλ. β’. Ὅλην ἀποθέμενοι.
Δεῦτε τόν Γεννάδιον, τόν ἐρημίας πολίτην, ἐν ὕμνοις τιμήσωμεν, οἱ αὐτῷ προσπίπτοντες μετά πίστεως. Τῷ Θεῷ οὗτος γάρ, ὑπέρ λαοῦ ἅπαντος, μετά ζέσεως προσδέεται, ἐπικαλούμενος ἐφ’ ἡμᾶς Κυρίου τό ἔλεος καί Τούτου τήν σωτήριον ἐπί τοῖς δεομένοις βοήθειαν. Χαῖρε βοῶντες, δοχεῖον τοῦ Κυρίου ἐκλεκτόν καί τῆς Αὐτοῦ παρατάξεως στρατιῶτα τίμιε.
Εὐθύς ἐκφωνεῖται ὑπό τοῦ Ἱερέως ἡ λιτανευτική ἱκεσία:
Σῶσον ὁ Θεός τόν λαόν Σου καί εὐλόγησον τήν κληρονομίαν Σου. Ἐπίσκεψαι τόν κόσμον Σου ἐν ἐλέει καί οἰκτιρμοῖς, ὕψωσον κέρας Χριστιανῶν Ὀρθοδόξων καί κατάπεμψον ὑμῖν τά ἐλέη Σου τά πλούσια.
Πρεσβείαις τῆς Παναχράντου Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καί Ἀειπαρθένου Μαρίας.
Δυνάμει τοῦ Τιμίου καί Ζωοποιοῦ Σταυροῦ.
Προστασίαις τῶν Τιμίων, Ἐπουρανίων Δυνάμεων Ἀσωμάτων.
κεσίαις τοῦ Τιμίου, Ἐνδόξου Προφήτου Προδρόμου καί Βαπτιστοῦ Ἰωάννου.
Τῶν Ἁγίων Ἐνδόξων καί Πανευφήμων Ἀποστόλων.
Τῶν ἐν Ἁγίοις Πατέρων ἡμῶν, Μεγάλων Ἱεραρχῶν καί Οἰκουμενικῶν Διδασκάλων: Βασιλείου τοῦ Μεγάλου, Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καί Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου. Ἀθανασίου καί Κυρίλλου, Ἰωάννου τοῦ Ἐλεήμονος, Πατριαρχῶν Ἀλεξανδρείας. Νικολάου Ἐπισκόπου Μύρων τῆς Λυκίας καί Σπυρίδωνος Ἐπισκόπου Τριμυθοῦντος, τῶν Θαυματουργῶν.
Τῶν ἁγίων, ἐνδόξων καί καλλινίκων Μαρτύρων.
Τῶν Ἁγίων ἐνδόξων Μεγαλομαρτύρων Γεωργίου τοῦ Τροπαιοφόρου, Δημητρίου τοῦ Μυροβλύτου, Θεοδώρου τοῦ Τήρωνος καί Θεοδώρου τοῦ Στρατηλάτου.
Τῶν ἁγίων Ἱερομαρτύρων Χαραλάμπους καί Ἐλευθερίου.
Τῶν Ὁσίων καί Θεοφόρων Πατέρων ἡμῶν.
Τοῦ Ὁσίου Πατρός ἡμῶν Γενναδίου τοῦ Κρητός.
(Τοῦ Ἁγίου τοῦ Ναοῦ, ἐφ’ ὅσον δέν ἐμνημονεύθη ἐν τοῖς ἄνω).
Τῶν Ἁγίων καί Δικαίων Θεοπατόρων Ἰωακείμ καί Ἄννης.
(Τῶν Ἁγίων τῆς ἡμέρας).
Καί Πάντων Σου τῶν Ἁγίων.
κετεύομέν Σε, Μόνε Πολυέλεε Κύριε, ἐπάκουσον ἡμῶν τῶν ἁμαρτωλῶν δεομένων Σου καί ἐλέησον ἡμᾶς.
Ὁ χορός: Κύριε ἐλέησον (12).
Καί ἐπισφραγίζει ὁ Ἱερεύς μετά τῆς δοξολογικῆς ἐκφωνήσεως:
λέει καί οἰκτιρμοῖς καί φιλανθρωπίᾳ τοῦ Μονογενοῦς Σου Υἱοῦ, μεθ’ Οὗ εὐλογητός εἶ, σύν τῷ Παναγίῳ καί Ἀγαθῷ καί Ζωοποιῷ Σου Πνεύματι, νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων.
Ὁ χορός: μήν.
Καί ἀποπληροῦμεν τάς λοιπάς ὠδάς τοῦ Κανόνος:
δή ζ’. Παῖδες Ἑβραίων.
γιε τοῦ Θεοῦ, πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν.
ραία πρός Θεόν ἡ σή καλή ἐφάνη βιοτή, Γεννάδιε τῆς Κρήτης γόνε λαμπρέ καί καύχημα καί κλέος, διό Ὀρθοδόξων σύστημα τιμᾶ σε καί γεραίρει.
γιε τοῦ Θεοῦ, πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν.
μῶν τῶν νόσων καί κινδύνων ἰατρός ἐδόθης, Γεννάδιε τῆς Κρήτης, διό τῶν ψυχῶν ἡμῶν τά πάθη θεραπεύεις καί τῶν σωμάτων, Ἅγιε, διό σέ καί τιμῶμεν.
γιε τοῦ Θεοῦ, πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν.
Μέγιστα Γεννάδιε ἐργάζῃ καί μετά θάνατον, Μάκαρ, διά τῶν σῶν Λειψάνων, θαυμάτων γάρ πηγή δεικνύμενος, ἀσθενούντων ἰατρός ὁ τάχιστος, ὁ ἄμισθός τε μένων.
Θεοτοκίον. Ὑπεραγία Θεοτόκε, σῶσον ἡμᾶς.
Κυρία Θεοτόκε Παρθένε, μή παύσῃ ἐπαίρουσα Σας χείρας, πρός τόν Σόν Υἱόν, Θεόν καί Βασιλέα, τῆ κραταιᾶ Σου, ἐξελοῦ Σοῦς οἰκέτας.
δή η’. Τόν Βασιλέα.
γιε τοῦ Θεοῦ, πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν.
Ναός καί τάφος τοῦ θείου Γενναδίου, ἰατρεῖον πρόκεινται τοῖς πᾶσι καί εὐσεβούντων δέχεται τάς δεήσεις.
γιε τοῦ Θεοῦ, πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν.
σοι ἐν πίστει εἰλικρινεῖ προσιοῦσι, τῆ θήκῃ τῶν σεπτῶν σου Λειψάνων, ψυχῶν τε καί σωμάτων λαμβάνουσι τήν ρώσιν.
γιε τοῦ Θεοῦ, πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν.
Νέων Ἁγίων τῷ χορῷ, Πάτερ, κατετάγης ἀγῶσι ἱεροῖς καί βίῳ τῷ μονήρει, διό ἠμῶν προστάτης καί βοηθός νῦν πέλεις.
Θεοτοκίον. Ὑπεραγία Θεοτόκε, σῶσον ἡμᾶς.
μμάτων σκότος, ψυχῆς ἀορασίαν, φωταγώγησον Σύ, φωτός ἀκτίστου Μήτηρ, τῶν δεομένων τυχεῖν τοῦ Σοῦ ἐλέους.
δή θ’. Κυρίως Θεοτόκον.
γιε τοῦ Θεοῦ, πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν.
πάσης τῆς Ἑλλάδος καί Κρήτης, Πάτερ, πέλεις θερμῶς προστάτης καί μεσίτης πρός Κύριον, διό καί σοῦ δεόμεθα θερμῶς, μή παύης Τοῦτῳ εὐχαῖς κατακάμπτοντα.
γιε τοῦ Θεοῦ, πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν.
Δεκάδες τά σά τέκνα, ἐν Κρήτῃ, τό σόν δρόμον, Πάτερ, σόν δρόμον ἐβάδισαν διό καί ἔλαβον μισθούς ἀγώνων καί στέφη οὐράνια.
γιε τοῦ Θεοῦ, πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν.
Εὐχαῖς σου τάς σειράς μου τῶν πταισμάτων λῦσον καί τό χειρόγραφόν, Πάτερ, διάρρηξον τῆς ἁμαρτίας, τοῦ τήν σήν ἁγίαν μνήμην κηρύττοντος.
γιε τοῦ Θεοῦ, πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν.
δε μου τήν πτωχείαν τοῦ ταῦτα στιχουργοῦντος καί σαῖς πρεσβείαις πρός Κύριον, Ὅσιε, πλούτισον τήν ἐμήν ψυχήν, δωρεῶν καί χαρίτων τοῦ Πνεύματος.
Θεοτοκίον. Ὑπεραγία Θεοτόκε, σῶσον ἡμᾶς.
Σωτῆραν ἡ τεκούσα, Παρθένε Θεοτόκε, σύν Γενναδίῳ Κυρίῳ πρεσβεύσατε, ἵνα δωρήση πᾶσιν ὡς Θεός, ἁμαρτημάτων λύσιν καί ἄφεσιν.
Καί εὐθύς, τοῦ Ἱερέως θυμιῶντος τό Ἱερόν Θυσιαστήριον καί τόν εὐσεβῆ λαόν, ψάλλονται τά παρόντα Μεγαλυνάρια:
Ἄξιον ἐστιν ὡς ἀληθῶς, μακαρίζειν Σε τήν Θεοτόκον, τήν ἀειμακάριστον καί παναμώμητον καί μητέρα τοῦ Θεοῦ ἡμῶν. Τήν τιμιωτέραν τῶν Χερουβείμ καί ἐνδοξοτέραν ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ, τήν ἀδιαφθόρως Θεόν Λόγον τεκοῦσαν, τήν ὄντως Θεοτόκον Σέ μεγαλύνομεν.
Χαίροις παρθενίας ὁ ἐραστής, θείου Παρθενίου ἀδιάκριτος μιμητής, τοῦ τε Εὐμενίου τοῦ νέου, ὅθεν πάντων τῶν Ὀρθοδόξων πέλεις πρέσβυς ἀκοίμητος.
Κρήτης τῆς εὐάνδρου γόνος λαμπρός, ἐν ἐσχάτοις χρόνοις ἀνεδείχθης, διό πατήρ Γεννάδιε μάκαρ, ὑπέρ ἡμῶν μή παύης, πρεσβεύειν τῶ Κυρίῳ, ὑπέρ ἀφέσεως.
Ξένης τῷ τεμένει τῷ ἱερῷ, ἐν ὅ Σέ τιμῶμεν σκέπε καί φρούρει, Πάτερ, ἀεί, Γεννάδιε μάκαρ, τῆς Κρήτης ὁ προστάτης, ἁπάσης τῆς Ἑλλάδος ὁ θεῖος πρόμαχος.
Τό Μεγαλυνάριον τοῦ Ἁγίου τοῦ Ναοῦ ἤ τοῦ Ἁγίου τῆς ἡμέρας. Καί κλείομεν μετά τοῦ
Πᾶσαι τῶν Ἀγγέλων αἱ στρατιαί, Πρόδρομε Κυρίου, Ἀποστόλων ἡ δωδεκάς, οἱ Ἅγιοι Πάντες μετά τῆς Θεοτόκου, ποιήσατε πρεσβείαν εἰς τό σωθῆναι ἡμᾶς.
Τό Τρισάγιον καί τά Τροπάρια ταῦτα.
χος πλ. β΄.
λέησον ἡμᾶς, Κύριε, ἐλέησον ἡμᾶς, πάσης γάρ ἀπολογίας ἀποροῦντες, ταύτην Σοι τήν ἱκεσίαν, ὡς Δεσπότῃ, οἱ ἁμαρτωλοί προσφέρομεν, ἐλέησον ἡμᾶς.
Δόξα…
Κύριε ἐλέησον ἡμᾶς, ἐπί Σοί γάρ πεποίθαμεν. Μή ὀργισθῆς ἡμῖν σφόδρα, μηδέ μνησθῆς τῶν ἀνομιῶν ἡμῶν. Ἀλλ’ ἐπίβλεψον καί νῦν ὡς εὔσπλαχνος καί λύτρωσαι ἡμᾶς ἐκ τῶν ἐχθρῶν ἡμῶν. Σύ γάρ εἶ Θεός ἡμῶν καί ἡμεῖς λαός Σου, πάντες ἔργα χειρῶν Σου καί τό ὄνομά Σου ἐπικεκλήμεθα.
Καί νῦν…
Τῆς εὐσπλαχνίας τήν πύλην ἄνοιξον ἡμῖν, εὐλογημένη Θεοτόκε, ἐλπίζοντες εἰς Σέ μή ἀστοχήσομεν, ῥυσθείημεν διά Σοῦ τῶν περιστάσεων, Σύ γάρ ἡ σωτηρία τοῦ γένους τῶν Χριστιανῶν.
Τό Ἀπολυτίκιον τοῦ Ὁσίου. Ἦχος α’. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος.
Τόν τῆς Κρήτης προστάτην καί Ὀρθοδόξων τό καύχημα, μοναζόντων τό κλέος, ἀσκητῶν τό θησαύρισμα, Γεννάδιον τό θεῖον οἱ πιστοί τιμῶμεν κατά χρέος, τῶν αὐτοῦ χαρίτων οἱ πλουτοῦντες καί δωρεῶν κραυγάζοντες πρός Κύριον. Δόξᾳ τῶ Σέ δοξάσαντι αὐτόν, δόξᾳ Σέ τόν αὐτόν θαυμαστώσαντα, δόξᾳ Σοι τῶ δωρησαμένῳ ἡμῖν νέον πρέσβυν ἀκοίμητον.
Εἶτα ὁ Ἱερεύς τήν Ἐκτενῆ Δέησιν, ἡμῶν ψαλλόντων τό λιτανευτικόν Κύριε ἐλέησον, τρίς (3) μεθ’ ἑκάστην δέησιν, ἐξαιρέσει τῆς πέμπτης δεήσεως, μεθ’ ἧν ψάλλεται τοῦτο τεσσαράκοντα (40).
λέησον ἡμᾶς ὁ Θεός, κατά τό μέγα ἔλεός Σου, δεόμεθά Σου, ἐπάκουσον καί ἐλέησον.
τι δεόμεθα, ὑπέρ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου ἡμῶν (δεῖνος) καί πάσης τῆς ἐν Χριστῶ ἡμῶν ἀδελφότητος.
τι δεόμεθα, ὑπέρ ἐλέους, ζωῆς, εἰρήνης, ὑγείας, σωτηρίας, ἐπισκέψεως, συγχωρήσεως καί ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν, πάντων τῶν εὐσεβῶν καί Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν.
τι δεόμεθα καί ὑπέρ τῶν δούλων τοῦ Θεοῦ… (καί μνημονεύονται τά ὀνόματα τῶν ὑπέρ ὧν ἡ Ἱερά Παράκλησις τελεῖται).
τι δεόμεθα, ὑπέρ τοῦ διαφυλαχθῆναι τήν ἁγίαν Ἐκκλησίαν (ἤ Μονήν) καί πόλιν (ἤ νῆσον) ταύτην καί πᾶσαν πόλιν καί χώραν, ἀπό ὀργῆς, λοιμοῦ, λιμοῦ, σεισμοῦ, καταποντισμοῦ, πυρός, μαχαίρας, ἐπιδρομῆς ἀλλοφύλων, ἐμφυλίου πολέμου καί αἰφνιδίου θανάτου. Ὑπέρ τοῦ ἵλεων, εὐμενῆ καί εὐδιάλλακτον γενέσθαι τόν Ἀγαθόν καί Φιλάνθρωπον Θεόν ἡμῶν, τοῦ ἀποστρέψαι καί διασκεδάσαι πᾶσαν ὀργήν καί νόσον, τήν καθ’ ἡμῶν κινουμένην καί ῥύσασθαι ἡμᾶς ἐκ τῆς ἐπικειμένης δικαίας Αὐτοῦ ἀπειλῆς καί ἐλεῆσαι ἡμᾶς.
τι δεόμεθα, ὑπέρ τοῦ εἰσακοῦσαι Κύριον τόν Θεόν, φωνῆς τῆς δεήσεως ἡμῶν τῶν ἁμαρτωλῶν καί ἐλεῆσαι ἡμᾶς.
πάκουσον ἡμῶν, ὁ Σωτήρ ἡμῶν, ἡ ἐλπίς πάντων τῶν περάτων τῆς γῆς καί τῶν ἐν θαλάσσῃ μακράν καί ἵλεως, ἵλεως γενοῦ ἡμῖν, Δέσποτα, ἐπί ταῖς ἁμαρτίαις ἡμῶν καί ἐλέησον ἡμᾶς. Ἐλεήμων γάρ καί Φιλάνθρωπος Θεός ὑπάρχεις καί Σοί τήν δόξαν ἀναπέμπομεν, τῶ Πατρί καί τῶν Υἱῶ καί τῶ Ἁγίῳ Πνεύματι, νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς ἀιῶνας τῶν αἰώνων.
Ὁ χορός: μήν.
Ὑπό τοῦ Ἱερέως Ἀπόλυσις. Καί τῶν Χριστιανῶν ἀσπαζομένων τήν Εἰκόνα τοῦ Ὁσίου καί χριομένων δι’ ἁγίου ἐλαίου, ψάλλονται τά παρόντα Τροπάρια:
χος β’. Ὅτε ἐκ τοῦ ξύλου.
Δεῦτε τόν Γεννάδιον τά νῦν, τῶν ἐκ τῆς Κρήτης Πατέρων, πάντες τιμήσωμεν, ὁμοῦ Παρθενίῳ τε, σύν Εὐμενίῳ ὁμοῦ καί προσπίπτοντες εἴπωμεν αὐτοῖς μελωδοῦντες, χαίρετε τρισόλβιοι Πατέρες Ἅγιοι, Κρήτης οἱ νεοφανεῖς φωστῆρες καί ἡμῶν προστάται ἐν ἀνάγκαις, πάντων τε Ὀρθοδόξων οἱ ἀμύντορες.
Τήν πᾶσαν ἐλπίδα μου, εἰς Σέ ἀνατίθημι, Μῆτερ τοῦ Θεοῦ, φύλαξόν με ὑπό τήν σκέπην Σου.
Ὁ Ἱερεύς: Δι’ εὐχῶν τῶν Ἁγίων Πατέρων ἡμῶν, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ὁ Θεός, ἐλέησον καί σῶσον ἡμᾶς, Ἀμήν.