Η διάκριση των βιβλίων της Αγίας Γραφής σε Θεόπνευστα
και μη Θεόπνευστα, έχει ξεκινήσει πριν την εμφάνιση του Χριστιανισμού. Ήδη κατά
τη Ραββινική Ιουδαϊκή αντίληψη, επιχειρήθηκε να περιορισθούν τα Θεόπνευστα
βιβλία της Αγίας Γραφής, μόνο στο χρονικό διάστημα μεταξύ του Μωυσέως και του
βασιλιά των Περσών Αρταξέρξη του Α΄ του Μακρόχειρα (465 - 424 π.Χ.). (Πρβλ.
Φλαβίου Ιωσήπου, «Περί αρχαιότητος Ιουδαίων, Κατά Απίωνος,
Λόγ. Α΄, 8, στο: «Τα ευρισκόμενα» (έκδοση από G. Dindorfius), τόμ. Β΄, Parisiis
1929, σελ. 340-341. Πρβλ. και Μητροπ. Μύρων Χρυσοστόμου Κωνσταντινίδου - Εμμ.
Φωτιάδου, «Έκθεσις περί των πηγών της θείας Αποκαλύψεως κατά την Ορθόδοξον
Ανατολικήν Εκκλησίαν», Θεσσαλονίκη 1971, σελ. 9 και εξής). Μια
τέτοια διάκριση όμως, έθετε φραγμό στη Θεοπνευστία προ και μετά από την εποχή
εκείνη, και δεν έγινε σύμφωνα δεκτή από όλους (Πρβλ. Αθ. Χαστούπη, Εισαγωγή,
σελ. 547).
Μετά την εμφάνιση του Χριστιανισμού έγινε από την
Ορθόδοξη Εκκλησία σαφής διάκριση των βιβλίων της Αγίας Γραφής, σε διάφορες
κατηγορίες, όπως προκύπτει από τους 6 κατοχυρωμένους Κανόνες από την Πενθέκτη
Οικουμενική Σύνοδο. Οι διατυπώσεις των Κανόνων αυτών είναι τόσο λεπτές και
ακριβείς, που μας δίνουν τη δυνατότητα, όχι μόνο να εξιχνιάσουμε τις διάφορες
«ποιότητες» των βιβλίων της Αγίας Γραφής, αλλά επίσης μας φανερώνουν την
ακρίβεια με την οποία αντιμετώπιζαν ανέκαθεν οι Χριστιανοί τα διάφορα είδη
βιβλίων της, παρά το ότι δεν είχε διατυπωθεί ακόμα σαφώς αυτή η διάκριση.
Για παράδειγμα, ο Οικουμενικά επικυρωμένος κδ΄/λβ΄ Κανόνας
της εν Καρθαγένη Συνόδου ορίζει: «Ομοίως
ήρεσεν, ίνα εκτός των κανονικών Γραφών, μηδέν εν τη Εκκλησία αναγινώσκηται επ'
ονόματι θείων Γραφών». Με βάση αυτά τα λόγια, είμαστε υποχρεωμένοι να
κάνουμε αυτή τη διάκριση βιβλίων της Αγίας Γραφής, ώστε να συμμορφωθούμε με τον
Κανόνα.
Η έγκριση των 6 αυτών Κανόνων από την Πενθέκτη
Οικουμενική Σύνοδο, έγινε με εκτενή έρευνα και μελέτη των υπαρχόντων Κανόνων,
όπως φαίνεται όχι μόνο από τις λεπτομερείς διατυπώσεις της Συνόδου για το θέμα
του Κανόνος, αλλά επίσης από το ότι επικύρωσε τον Κανόνα Αμφιλοχίου Ικονίου,
αλλά όχι τον Κανόνα του Κυρίλλου
Ιεροσολύμων, που ήταν άνδρας μεγαλύτερου κύρους στην Εκκλησία. Και
ακόμα, διέταξε την αποβολή από τον Κανόνα της Αγίας Γραφής, του βιβλίου των
Αποστολικών Διαταγών, το οποίο περιέχεται ως βιβλίο της Αγίας Γραφής στον πε΄
Αποστολικό Κανόνα, επειδή αυτό νοθεύθηκε από αιρετικούς. (Ράλλη - Ποτλή,
τόμ. Β΄, σελ. 308).
Δεν έγινε η έρευνα αυτή της Συνόδου, μόνο στα πλαίσια
της Συνόδου, αλλά διατύπωσε και αποκρυστάλλωσε με τη Θεία επιστασία, την προ
αυτής διάχυτη θέση της Εκκλησίας για τα ζητήματα με τα οποία καταπιάστηκε.
Ο πε΄ Αποστολικός Κανόνας, ως αρχαιότερος που είναι,
δεν μιλάει για «Θεία» ή για «Θεόπνευστα» βιβλία της Αγίας Γραφής, παρά μόνο για
«σεβάσμια» και «άγια». Γιατί ακόμα τότε δεν είχαν επικρατήσει οι όροι αυτοί
περί των βιβλίων της Αγίας Γραφής.
Ο Απόστολος Παύλος, στον μαθητή του Τιμόθεο γράφει: «πάσα γραφή θεόπνευστος και ωφέλιμος προς
διδασκαλίαν, προς έλεγχον, προς επανόρθωσιν, προς παιδείαν την εν δικαιοσύνη»
(Β΄ Τιμόθεον Γ', 16).
Γύρω από το θέμα της θεοπνευστίας της Αγίας Γραφής
ελέχθησαν και εγράφησαν πολλά, τα περισσότερα δε δημιούργησαν ιδιαίτερα
προβλήματα στην Δύση. Δηλαδή, το ερώτημα είναι: η Αγία Γραφή είναι θεόπνευστη,
επειδή είναι λόγος περί της αποκαλύψεως ή θεόπνευστες είναι και οι λέξεις και
οι επί μέρους επιστημονικές και ιστορικές γνώσεις; Πώς νοείται η θεοπνευστία;
Κατ' αρχάς, όπως έχει παρατηρηθεί προηγουμένως,
θεόπνευστοι είναι οι Άγιοι που βρίσκονται σε κατάσταση φωτισμού και Θεώσεως και
γράφουν θεοπνεύστως σε θέματα που σχετίζονται με την αποκάλυψη του Θεού, την
ενσάρκωση, την φανέρωση της δόξης του Θεού, την Εκκλησία και την εμπειρία της
δόξης του Θεού στην Εκκλησία.
«Ερωτώ: Θεόπνευστα είναι μόνο τα συγγράμματα της Αγίας
Γραφής ή θεόπνευστα είναι και τα συγγράμματα και των θεοπνεύστων της Ιστορίας;
Διότι η μεγαλύτερη δόση θεοπνευστίας, που είδε ποτέ η ιστορία είναι η εμπειρία
της Πεντηκοστής. Η Πεντηκοστή είναι η υψίστη μορφή Θεώσεως, ύψιστη μορφή θεοπνευστίας
που υπήρξε ποτέ στην Ιστορία. Είναι η υψίστη μορφή, που υπάρχει μέχρι σήμερα».
Έπειτα, μέσα στην Αγία Γραφή υπάρχουν εμπειρίες
θεοπνευστίας, αλλά περιγράφεται και η ζωή μη θεουμένων ανθρώπων.
«Η θεοπνευστία συνίσταται στο ότι στην Αγία Γραφή
περιγράφονται εμπειρίες θεουμένων ανθρώπων, οι οποίες γίνονται κατανοητές από
θεουμένους ανθρώπους. Αλλά η Αγία Γραφή δεν περιγράφει μόνο την ζωή θεουμένων
ανθρώπων. Περιγράφει και τις εμπειρίες καταραμένων ανθρώπων, παλιανθρώπων
κ.ο.κ. Έτσι, υπάρχουν πολλά πράγματα στην Αγία Γραφή.
Η Αγία Γραφή
δεν είναι θεόπνευστη, με την έννοια ότι την έχει γράψει ο Θεός. Δεν υπάρχει τέτοια θεοπνευστία, όπως πιστεύουν οι
Μουσουλμάνοι για το Κοράνιο και οι Φράγκοι για την Αγία Γραφή στην Δύση. Δεν
υπάρχει τέτοια θεοπνευστία. Δηλαδή, η κατά γράμμα θεοπνευστία ποτέ δεν έγινε
αποδεκτή από κανέναν Ορθόδοξο, όσο συντηρητικός και αν ήταν. Δεν υπάρχει τέτοια
θεοπνευστία σε μας.
Φοιτητής: Σχετικά με τον συγγραφέα των ιστορικών
βιβλίων. Τι είδους θεοπνευστία ήταν;
Απάντηση: Σε ορισμένα δεν ξέρουμε ποιος τα έγραψε.
Μπορεί να ήταν ιστορικά ντοκουμέντα που εφυλάσσοντο στον Ναό των Εβραίων, τα
οποία μετά κάποιος τα συνέταξε. Δεν υπάρχει αυτό το θέμα της θεοπνευστίας. Η
ίδια η περιγραφή θέλει θεοπνευστία σε αυτήν την περίπτωση, περιγράφεται η
θεοπνευστία ενός συγκεκριμένου ανθρώπου. Και αυτά τα ντοκουμέντα, κυρίως, έχουν
συγκεντρωθεί στην Παλαιά Διαθήκη.
Αν πάρουμε τους Ψαλμούς, οι ίδιοι οι Ψαλμοί είναι
θεόπνευστοι και εγράφησαν από θεόπνευστους ανθρώπους. Φαίνεται σαφώς από αυτά,
διότι αυτά ξέρουμε, χρησιμοποιούνται δε στην νοερά προσευχή. Και το ίδιο το
Πνεύμα το Άγιο προσεύχεται μέσα στον άνθρωπο με αυτούς τους Ψαλμούς, όταν
βρίσκεται σε κατάσταση προσευχής. Και έτσι ξέρουμε ότι οι Ψαλμοί είναι έτσι.
Άλλα βιβλία, όπως είναι των Μακκαβαίων και τέτοια,
περί πολέμων, περί ανεξαρτησίας και όλα αυτά τα πράγματα, αυτά τα βιβλία εμείς
τα λέγουμε αναγινωσκόμενα, ωφέλιμα, είναι ένα μέρος της Ιστορίας από
θεοπνεύστους ανθρώπους, γιατί οι Μακκαβαίοι είναι Άγιοι της Εκκλησίας. Και ο
αγώνας των Μακκαβαίων ήταν άγιος αγώνας».
Το κριτήριο με το οποίο η Εκκλησία κατήρτισε τον
λεγόμενο Κανόνα της Αγίας Γραφής δεν ήταν η θεοπνευστία, αλλά η αντιμετώπιση
των αιρετικών, η καθοδήγηση των πιστών και η θεραπεία του ανθρώπου.
«Όταν η αρχαία Εκκλησία δεν συμπεριλαμβάνει κάποιο
βιβλίο μέσα στην Αγία Γραφή, δεν σημαίνει ότι δεν το θεωρεί θεόπνευστο. Μπορεί να είναι θεόπνευστο και να μη
συμπεριληφθεί, διότι το κριτήριο δεν ήταν η θεοπνευστία».
Έπειτα, η Αγία Γραφή είναι θεόπνευστη, όχι μόνον γιατί
εγράφη από θεοπνεύστους, αλλά και γιατί διαβάζεται από θεοπνεύστους. Ένα
επιστημονικό βιβλίο έχει αξία, όταν διαβάζεται από επιστήμονες.
«Στον διάλογο (με τις άλλες ομολογίες) αρχίζουν και
βλέπουν, ότι η Αγία Γραφή δεν είναι θεόπνευστη, αλλά και είναι θεόπνευστη, όπως
ένα βιβλίο περί αστρονομίας είναι αστρόπνευστο, αλλά αν δεν το διαβάζει ο
αστρονόμος δεν είναι αστρόπνευστο, διότι διαβάζει εκείνος ο οποίος βλέπει τα
άστρα. Ένα βιβλίο χειρουργικής είναι χειρουργικόπνευστο, αλλά, στα χέρια ενός
κομπογιαννίτη, είναι ένα βιβλίο θανάτου, ενώ στα χέρια ενός χειρουργού είναι
χειρουργικόπνευστο.
Έτσι και η Αγία Γραφή. Στα χέρια ενός θεόπνευστου, ο
οποίος έχει κατάσταση φωτισμού ή Θεώσεως είναι θεόπνευστη, στα χέρια όμως ενός
κομπογιαννίτη θεολόγου δεν είναι τίποτα η Αγία Γραφή. Κάθεται εκεί με την
φαντασία του, και προσπαθεί να φαντασθεί τι λέγει η Αγία Γραφή. Διαβάζει ότι ο
Μωυσής είδε στην καιομένη βάτο τον Άγγελο, τον Άγγελο του Κυρίου, που του είπε
εγώ ειμί ο ων, εγώ ειμί ο Θεός Αβραάμ, ο Θεός Ισαάκ κλπ. Και λέει: Ε, αυτά
είναι μυθιστορήματα, και το περνάει έτσι και δεν δίδει καμιά σημασία. Αν δούμε,
όμως, στις εικόνες έχουμε ο Ων, αυτό σημαίνει ότι είναι ο Χριστός εκείνος ο οποίος ενεφανίσθη στον Μωυσή και σε όλους τους
Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης».
Έτσι, η Αγία Γραφή γίνεται θεόπνευστο βιβλίο γι’
αυτούς που έχουν την ίδια εμπειρία με τους Προφήτες και Αποστόλους και είναι
Θεούμενοι.
Έπειτα, η
θεοπνευστία της Αγίας Γραφής δεν συνδέεται με το αλάθητο από πλευράς επιστήμης.
Η Αγία Γραφή δεν είναι ένα επιστημονικό βιβλίο που έχει σκοπό να κάνη επιστήμη.
Άλλωστε, υπάρχει διαφορά μεταξύ Ακτίστου αληθείας και κτιστής. Στην Πατερική
διδασκαλία γίνεται λόγος για την διπλή αλήθεια, κτιστή και άκτιστη. Δηλαδή,
άλλο είναι η θεολογική εμπειρική αλήθεια και άλλο είναι η επιστημονική αλήθεια.
Αυτό σημαίνει, ότι δεν υπάρχει μία και ενιαία αλήθεια.
Αυτό μου ενθυμίζει την διαμάχη που έγινε μεταξύ
Βαρλαάμ του Καλαβρού και του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά και, νομίζω, από εκεί
πρέπει να ξεκινήσει κανείς.
Δηλαδή, είπα κάτι για τον Γρηγόριο τον Νύσσης, ο
οποίος έχει κάτι πολύ ωραίο, γουστόζικο. Όταν συζητάει ένα ορισμένο θέμα, το
πόσο η ψυχή είναι ενωμένη με το σώμα, μερικοί επικαλούνται την Αγία Γραφή για
να διδάξουν αυτά τα πράγματα, αλλά εμένα, λέει, δεν με ενδιαφέρει τι διδάσκει η Αγία Γραφή, με ενδιαφέρει η αλήθεια.
Το λέει ο Γρηγόριος ο Νύσσης αυτό το πράγμα.
Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς εναντίον του Βαρλαάμ έχει
μια θέση πάρα πολύ σπουδαία. Διότι ο Βαρλαάμ ισχυρίζεται, ότι η αλήθεια είναι
μία και ενιαία και αυτήν την αλήθεια μπορούμε να την γνωρίσουμε ή από την Αγία
Γραφή ή από την φιλοσοφία ή από τις θετικές επιστήμες, διότι ζει, την εποχή που
έχει αρχίσει κάτι στις θετικές επιστήμες, ο Βαρλαάμ.
Λοιπόν, και εναντίον του Βαρλαάμ ο Παλαμάς έχει
ορισμένες συγκεκριμένες θέσεις, ότι μεταξύ Ακτίστου και κτιστού ουδεμία
ομοιότης υπάρχει. Επομένως, δεν μπορεί κανείς να συγχέει τις αλήθειες τις
κτιστές, με τις αλήθειες τις άκτιστες. Δεν είναι το ίδιο πράγμα. Άλλες είναι
κτιστές αλήθειες, άλλες άκτιστες αλήθειες. Και, εφ’ όσον δεν υπάρχει καμία
ομοιότητα, δεν μπορεί η κτιστή αλήθεια να είναι ο τρόπος με τον οποίο
γνωρίζουμε την άκτιστη».
Αυτό σημαίνει ότι η
Αγία Γραφή δεν είναι πηγή επιστημονικών γνώσεων. Οι θεόπνευστοι συγγραφείς
χρησιμοποιούν τις επιστημονικές γνώσεις της εποχής τους, χωρίς να κάνουν
επιστήμη. Άλλος είναι ο σκοπός τους.
«Κατά τον 14° αιώνα έγινε μια πάρα πολύ ενδιαφέρουσα
διαμάχη μεταξύ Αγίου Γρηγορίου Παλαμά και του Βαρλαάμ του Καλαβρού. Ο Βαρλαάμ
υπεστήριξε τότε ότι η Αγία Γραφή είναι πηγή επιστημονικών γνώσεων και ο άγιος
Γρηγόριος ο Παλαμάς τον κορόιδευε, διότι του επεσήμανε ότι υπάρχουν δύο
αλήθειες. Υπάρχει η κτιστή αλήθεια και η άκτιστη. Η Αγία Γραφή δεν είναι πηγή
γνώσεων της κτιστής αλήθειας, αλλά της Ακτίστου, δηλαδή της αποκαλύψεως της
Ακτίστου δόξης του Θεού και δεν είναι εγχειρίδιο ούτε ιατρικής ούτε κάποιας άλλης
επιστήμης. Είναι ένα βιβλίο το οποίο γράφηκε μέσα στα πλαίσια των γνώσεων της
εποχής που γράφηκε.
Εκεί που η Αγία Γραφή είναι αλάθητη και οδηγός στην
ζωή των ανθρώπων είναι στα θέματα περί καθάρσεως, φωτισμού και Θεώσεως, που η
θέωση είναι το θεμέλιο των γνώσεων του Θεού που είχαν οι Προφήτες, οι Απόστολοι
και οι Άγιοι της Εκκλησίας».
Η κοσμολογία της Αγίας Γραφής είναι ειλημμένη από τις
γνώσεις της εποχής εκείνης. Δηλαδή, μέσα στην Αγία Γραφή, περιλαμβάνονται
γεγονότα που δεν αποτελούν μέρος της πίστεως. Ακόμη, η Αγία Γραφή δεν κάνει επιστήμη.
«Τα παλιά χρόνια δεν ήταν θέμα αποδοχής της Αγίας
Γραφής από πλευράς επιστήμης και ιστορίας, διότι, αν αποδεχθείς την Αγία Γραφή
στα θέματα αυτά, μπορείς σήμερα να πάθεις μεγάλη καταστροφή. Μέσα στην Αγία
Γραφή υπάρχουν πράγματα τα οποία δεν αποτελούν μέρος της πίστεως. Να πούμε ότι
υπάρχει ένας εκβιασμός μιας κοπέλας στην Παλαιά Διαθήκη και αυτό είναι θέμα
πίστεως; Τι σχέση έχει αυτό με το δόγμα, με την θέωση, τον φωτισμό; Αυτό είναι
αμαρτία, είναι κάτι παράνομο. Αυτό το κομμάτι είναι θεόπνευστο;
Μετά υπάρχει κοσμολογία της Παλαιάς Διαθήκης. Όταν η
Παλαιά Διαθήκη μιλάει για το στερέωμα, αυτή είναι Βαβυλωνιακή κοσμολογία.
Εκείνα τα χρόνια οι λαοί της Μέσης Ανατολής βλέπανε ότι ανοίγουν ένα πηγάδι,
βρίσκουν νερό κάτω, βλέπουν ότι από τον ουρανό πέφτει βροχή και γίνονται
κατακλυσμοί πολλές φορές. Και, αν διάβασης τους Ψαλμούς προσεκτικά, θα δεις ότι
υπάρχουν αποθήκες επάνω στον ουρανό και ανοίγεις την πόρτα σαν το ντουζ δηλαδή
και πέφτει νερό. Οπότε, φαντάσθηκαν την δημιουργία ότι στην αρχή υπήρχε ο Θεός,
δημιούργησε το στερέωμα και υπήρχε η γη εν μέσω των υδάτων κλπ. Και μετά
ανήρτησε το στερέωμα, ώστε να βαστάσει τα νερά από πάνω και έχουμε την γη να
βαστάει κάτω το νερό και εμείς είμαστε στην μέση και ζούμε μεταξύ των υδάτων.
Αυτή είναι η κοσμολογία της Παλαιάς Διαθήκης. Τι σχέση έχει αυτό με την
πραγματικότητα; Οπότε, αν πούμε ότι η
Αγία Γραφή είναι θεόπνευστη κατά γράμμα, αυτό είναι πλέον βλακεία.
Όποιοι τα προωθούσαν αυτά τα παλιά χρόνια, κάτι μεγάλοι
της «απολογητικής», είναι σκέτη βλακεία».
Μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε παράδειγμα και από την
αστρονομία, στο θέμα του χρόνου της δημιουργίας.
«Το πιο μακρινό άστρο που έχει αποκαλυφθεί μέχρι
στιγμής από άρθρο που έχω διαβάσει, δεν ξέρω από τότε μέχρι σήμερα τι έχει
γίνει- είναι δέκα δισεκατομμύρια έτη φωτός μακριά. Ένα έτος φωτός είναι έξι
τρισεκατομμύρια μίλια και είναι το διάστημα που παίρνει το φωτόνιο να ταξιδέψει
ένα χρόνο.
Λοιπόν, τώρα που έχουμε αυτές τις αντιλήψεις περί
χρόνου, αυτά τα πράγματα που λέγαν οι Εβραίοι, ας πούμε, πέντε χιλιάδες εξήντα
χρόνια από κτίσεως κόσμου είναι σαχλαμάρες. Διότι, αν πάρουμε την Παλαιά
Διαθήκη, ο κόσμος, ολόκληρο το σύμπαν, είναι περίπου έξι χιλιάδων ετών.
Οπότε, φαίνεται σαφώς, ότι η χρονολογία που δίδει η
Αγία Γραφή δεν ανταποκρίνεται με την πραγματικότητα κλπ. Και κάθονται ακόμα
απολογητές και προσπαθούν να πουν, ότι η Αγία Γραφή τα περιγράφει όλα κατά
τρόπο θαυμάσιο, χωρίς κανένα λάθος κ.ο.κ.».
Επίσης, οι θεόπνευστοι Άγιοι χρησιμοποιούν τα ιστορικά
γεγονότα της εποχής τους, αλλά δεν είναι θεόπνευστοι ιστορικοί.
«Εάν βρούμε τις εξωβιβλικές πηγές μαρτυρίας που ο
Απόστολος Λουκάς έκανε ένα λάθος μισό χρόνο στην ημερομηνία, που δεν είπε σωστά
κάποιον βασιλιά ή κάτι τέτοιο, τι σημασία έχει; Διότι ο σκοπός του δεν θα ήταν
να εξιστορήση με ακρίβεια την ιστορία του κόσμου. Ήθελε να μιλήσει για το έργο
του Αγίου Πνεύματος μεταξύ των Αποστόλων και των πιστών. Αυτός ήταν ο σκοπός
του. Όπως ένας χειρουργός μπορεί να αναφέρεται σε ορισμένα ιστορικά γεγονότα
μέσα στο βιβλίο του, αλλά αν κάνει κανένα λάθος μέσα στα βιβλία του για
ιστορικά θέματα, τι σημασία έχει; Δεν μας αφορά αυτό το πράγμα.
Εγώ τουλάχιστον έτσι αντιμετωπίζω όλο το θέμα της
προσπάθειας ορισμένων ανοήτων ανθρώπων να μετατρέψουν την Αγία Γραφή σε ένα
επιστημονικό εγχειρίδιο του 20ού αιώνος. Δεν γίνονται αυτά τα πράγματα. Αυτά
είναι βλακείες, ούτε να ασχολείται κανείς με το θέμα αυτό».
Τέτοια λάθη έγιναν από τους δυτικούς Χριστιανούς.
«Μέχρι την καλλιέργεια της μοντέρνας επιστήμης, την
Αγία Γραφή την δεχόντουσαν σαν ένα βιβλίο γνώσεων, όχι μόνον
θρησκευτικών-θεολογικών, αλλά και επιστημονικών.
Οπότε, οι αντιλήψεις περί κόσμου και κοσμολογίας,
βασίζονταν στην Αγία Γραφή, επειδή πίστευαν ότι η Αγία Γραφή είναι θεόπνευστη,
υπό την έννοια ότι ο Θεός υπαγόρευσε το κείμενο το ίδιο. Οπότε, αφού ο Θεός
έγραψε την Αγία Γραφή, οι θεόπνευστοι έγραψαν την Αγία Γραφή κατ' έμπνευση του
Θεού, συνεπώς ό,τι γράφει η Αγία Γραφή είναι αλήθεια, τελείωσε το θέμα».
Επομένως, δεν
μπορεί να θεωρηθεί η Αγία Γραφή ως αυθεντία για τις επιστημονικές γνώσεις.
«Κανένας σοβαρός άνθρωπος δεν μπορεί να πάρει την Αγία
Γραφή ως αυθεντία στις θετικές επιστήμες. Δεν γίνονται αυτά τα πράγματα. Οπότε,
κλονίσθηκε τόσο πολύ με την ανάπτυξη της νεωτέρας επιστήμης ότι η Αγία Γραφή
είναι βιβλίο επιστημονικών αληθειών, ώστε γκρεμίσθηκε στην Δύση μαζί όλη η
αντίληψη περί θεοπνευστίας».
(ΠΗΓΗ: π. Ι. Ρωμανίδη «ΕΜΠΕΙΡΙΚΗ ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ»).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου