Πρωτοπρεσβυτέρου Δημητρίου Αθανασίου.
Η παράδοση που αφορά στις αχειροποίητες εικόνες της Παναγίας ξεκινά να αναπτύσσεται μετά την Οικουμενική Σύνοδο της Εφέσου. Στα πλαίσια της καταπολέμησης του Νεστοριανισμού, αναγνωρίζεται πλέον η Παναγία ως Θεοτόκος, ενώ απορρίπτεται ο όρος Χριστοτόκος που της απέδιδε ο Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, Νεστόριος (428‐431). Η εικόνα της Θεοτόκου έχει κατά κύριο λόγο δογματική σημασία, διότι υποδεικνύει και βεβαιώνει την Ενανθρώπηση του Λόγου. Αποτελεί σιωπηλό κήρυγμα που μορφώνει τους πιστούς για την πραγματικότητα της Θείας Ενσάρκωσης.
Μετά την παράδοση που θέλει τον Λουκά ως τον πρώτο αγιογράφο της Χριστιανοσύνης, υπάρχουν και σχετικές παραδόσεις που αναφέρονται στις αχειροποίητες εικόνες της Παναγίας.
Η Παναγία της Λύδδας
Η παλαιότερη αχειροποίητος εικόνα της Παναγίας, που θεωρείται δηλαδή ότι δεν ημιουργήθηκε από ανθρώπινο χέρι, προέρχεται από την πόλη Λύδδα της Παλαιστίνης (5ος αι.). Η αρχαιότερη γραπτή πηγή περί αυτής της εικόνας απαντά το 726 σε κείμενο του Επισκόπου Κρήτης Ανδρέα (690‐740), ο οποίος την ονομάζει ʹʹαχειρόγραφονʹʹ. Το 839 γίνεται μία εκτενής αναφορά στην ιστορία που συνοδεύει την εικόνα της Λύδδας και στη Συνοδική επιστολή των τριών Πατριαρχών το 836 (Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων) προς τον Εικονομάχο Αυτοκράτορα Θεόφιλο (829‐842)428. Σύμφωνα με την επιστολή οι Απόστολοι Πέτρος και Ιωάννης κατά τη διάρκεια του ευαγγελισμού των κατοίκων στην πόλη Λύδδα, χτίζουν ναό προς τιμή της Παναγίας και την παρακαλούν να τον επισκεφθεί. Εκείνη τους υπόσχεται ότι θα βρίσκεται σε εκείνο τον τόπο μαζί τους: ʹʹΚαί αὐτόθι μεθ΄ὑμῶν εἰμίʹʹ. Τότε αποτυπώνεται με θαυματουργικό τρόπο η εικόνα της Παναγίας σ΄ ένα κίονα του ναού: ʹʹΚαί δή θείᾳ τινί καί ἀοράτῳ ἐνεργείᾳὁ χαρακτήρ αὐτῆς κίονι ἐνίἐνίδρυστο∙ʹʹ. Δύο αιώνες περίπου αργότερα, όταν ο Αυτοκράτορας Ιουλιανός ο Παραβάτης (361‐ 363), πληροφορείται για την αχειροποίητο εικόνα της Παναγίας, στέλνει στη Λύδδα Εβραίους ζωγράφους για να την εξετάσουν και να διαπιστώσουν τι συνέβη. Οι ζωγράφοι προσπαθούν να καταστρέψουν την εικόνα, εκείνη όμως γίνεται όλο και πιο λαμπρή και παραμένει ανέπαφη από τις παρεμβάσεις των βέβηλων: ʹʹἔτι μᾶλλον λαμπροτέραν καίἀπαράλλακτον ἐν τῷ βάθει τοῦ κίονος ἐφεύρισκονʹ. Εν συνεχεία σημειώνονται και διάφορα θαύματα που συνέβησαν από την εικόνα, όπως καθαρισμοί λεπρών και θεραπείες ασθενειών: ʹʹδι΄ἧς καί δαίμονες ἐλαύνονται, νόσοι θεραπεύονται, λεπροί καθαρίζονται, δυνάμεις, πᾶσα μαλακία και ασθένεια ῥώννυταιʹʹ.
Στη συγκεκριμένη εικόνα αναφέρεται και ο Γεώργιος Μοναχός ( 9ος αι.) ως εξής: ʹʹτό προσκυνούμενον καί τιμώμενον ἀχειρότευκτον ἀπεικόνισμα… ʹʹ.
Στο ελληνικό χειρόγραφο Venetus Marcianus Graegus 573 (774) απαντά επίσης η παράδοση για την εικόνα της Λύδδας, αλλά σε διαφορετική συνάφεια σε σχέση με τις παραπάνω πηγές. Σύμφωνα με το κείμενο αυτού του χειρογράφου οι Χριστιανοί και οι Ιουδαίοι φιλονικούν στην περιοχή της Λύδδας για την ιδιοκτησία ενός ναού. Ο άρχοντας της πόλης αφήνει την υπόθεση να λυθεί από τη Θεία Πρόνοια. Ο άρχοντας ανακοινώνει ότι, αν μετά από προσευχή σαράντα ημερών δεν εμφανιστεί κάποιο θεϊκό σημάδι στον ναό, τότε ο ναός δεν θα ανήκει σε καμία από τις δύο αντιμαχόμενες πλευρές. Πάνω σ΄ ένα πορφυρό κίονα όμως, στη δυτική πλευρά του ναού, τυπώνεται θαυματουργικώς το ομοίωμα της Παναγίας: (ʹʹ…τῆς δέ Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν τοῦ χαρακτῆρος ἀχειρογράφως ἐν τῷ κεκλῆσθαι ἐκτυπωθέντος ἐν τῷ πρός δυσμάς τῆς ἐκκλησίας τοίχῳ πρός τῇ γράψαντες τῷ βασιλεῖ τάς ἱεράς εἰκόνας ἐξυβρικότι.ʹʹ, Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, Διήγησις, PG 113, 441A.) Μετά απʹ αυτό το γεγονός οι Εβραίοι εγκαταλείπουν τον ναό αποδεχόμενοι το θαύμα: ʹʹ…Φύγωμεν, λέγοντες, τῆς γάρ μητρός τοῦ Θεοῦ αὐτῶν, ὡς φασίν, τόἐκτύπωμα, ἰδού, πέφανται.ʹʹ (436). Έτσι ο ναός, έπειτα από τη θαυματουργική επέμβαση της Θεοτόκου, περνά στην ιδιοκτησία των Χριστιανών.
Από τον 7ο αι. η εικόνα της Λύδδας ονομάζεται και Παναγία της Ρώμης διότι, κατά την παράδοση, ο Γερμανός Κωνσταντινουπόλεως, περνώντας από τη Λύδδα αφού ζήτησε να αντιγραφεί η εικόνα, την έστειλε στη Ρώμη. Δυστυχώςόμως δεν υπάρχουν περαιτέρω πληροφορίες για την τύχη της εικόνας. Η εικόνα της Λύδδας δεν σώζεται, φαίνεται όμως να σχετίζεται με την Παλαιστινιακής προέλευσης εικόνα της Παναγίας Santa Maria Nova (6ος αι.), την οποία όπως είδαμε ακολουθεί αποστολική παράδοση.
- Όταν στο Βυζάντιο ήταν Αυτοκράτορας ο Μιχαήλ ο ΙΙΙ μαζί με την μητέρα του την Αγία Θεοδώρα την Αυγούστα, η οποία αναστήλωσε τις εικόνες και επέτρεψε την λατρεία τους και στην Ρώμη Πάπας ήταν ο Σέργιος ο ΙΙ, η εικόνα της Παναγίας άρχισε να κινείται «κύριως κατά τον Ὀρθρο και το Ἐσπερινό, κάποιες φορές και κατά την Θεία Λειτουργία». Μία φόρα άρχισε να αιωρείται πάνω από τα κεφάλια των ανθρώπων, σαν να την κρατούσαν χέρια Αγγέλων και σιγά-σιγά βγήκε έξω από την εκκλησία, ενώ την επόμενη ημέρα βρέθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Η Αγία Θεοδώρα την τοποθέτησε στον Ναό της Χαλκοπράτειας. Χάρη σε αυτό το θαύμα οι Βυζαντινοί άρχισαν να τιμούν αυτήν την εικόνα-την οποία τώρα ονόμαζαν Ρωμαία-στις 8 Σεπτεμβρίου.
Η εικόνα έμεινε στην Κωνσταντινούπολη μέχρι τον 15ο αιώνα κι αυτό επειδή στις 31 Μαρτίου 1401 ο Αυτοκράτορας Ιωάννης ο VII ο Παλαιολόγος την έστειλε ως δώρο στον Ηγεμόνα Αλέξανδρο το Αγαθό, σφραγίζοντας έτσι την συμφιλίωση του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως με την Μολδαβία, στις σχέσεις των οποίων είχε επέλθει ρήξη. Αρχικά η εικόνα τοποθετήθηκε στο Μιραούτσι της Σουτσεάβα και λίγο αργότερα ο υίος του Αλεξάνδρου του Αγαθού, ο Στέφανος ο ΙΙ την δώρησε στην Μονή Νεαμτς
Παρότι η εικόνα πέρασε πολλές περιπέτειες-κάποια περίοδο την είχαν θάψει μάλιστα για να την προφυλάξουν από τους Τουρκους-η εικόνα διατηρείται σε πολύ καλή κατάσταση. Της έχει δοθεί και το όνομα ”Προσκυνήτρια”,επειδή πολλές φορές έχει φύγει από τα χέρια των Αρχιερέων ή των Ιερέων που την κρατούσαν και άρχισε να αιώρείται στον αέρα.Πήρε λοιπόν την ονομασία επειδή τότε ο λαός ταπεινά γονάτιζε για να την προσκυνήσει. Τιμάται στις 26 Ιουνίου.
Παναγία η Αβραμιώτισσα
Αχειροποίητος θεωρείται και η φορητή εικόνα της Παναγίας, που βρισκόταν στη Μονή Αχειροποιήτου ή Αβραμιτών στην Κωνσταντινούπολη, κοντά στη Χρυσή ή Μεγάλη Πύλη, γνωστή με το όνομα Αβραμιώτισσα. Η παράδοση αποδίδει την ίδρυση της μονής στον Μέγα Κωνσταντίνο (324‐337) και στον μοναχό Αβράμιο. Είναι βέβαιο πάντως ότι η μονή υπήρχε τον 5ο αι., άρα και η θαυματουργή εικόνα, διότι στον βίο της αγίας Ματρώνας (5ος αι.) από τον Συμεώνα τον Μεταφραστή, αναφέρεται ότι ο μοναχός Ακάκιος υπήρξε ποιμένας στη μονή Αβραμιτών: ʹʹ…καίἈκάκιος τίς ἀνήρ, ὅς καίἐπʹ εὐλαβείᾳ περιφανής ,ὅς καί τῆς εἰς τό τρίτον μονῆς τοῦ θεοφόρου Ἀβραμίου ποιμήν ἐτύγχανεν… ʹʹ. Η μονή μέχρι και τον 11ο αι. αναφέρεται με δύο ονομασίες εκείνες των Αβραμιτών και της Αχειροποιήτου. Ο βιογράφος του Αγίου Βασιλείου του Νέου (περίπου 866‐944) Γρηγόριος αναφέρει, ότι το όνομα της μονής, ως Αχειροποίητης, οφείλεται στο γεγονός ότι φυλάσσεται σ΄ αυτήν εικόνα της Θεοτόκου, η οποία δεν δημιουργήθηκε από ανθρώπινο χέρι, αλλά από την ίδια την Θεοτόκο: ʹʹοὐδείς ἐτεχνούργησεν ἀλλʹ αὐτήἡ Θεοτόκος ἐπιστᾶσα, ὡς λόγος, τῇ χειρί τόν ἑαυτῆς χαρακτήρα ἐτύπωσε, μέχρι καί σήμερον συνιστάμενονʹʹ.
Η εικόνα της Παναγίας Αχειροποιήτου της Κωνσταντινούπολης δεν σώζεται. Κατά τη λατινική κατοχή (1204‐1261) η μονή των Αβραμιτών καταστρέφεται και μαζί της χάνονται και τα ίχνη της αχειροποιήτου εικόνας.
Παναγία της Santa Maria Trastevere
Σε κείμενα προσκυνητών της δεκαετίας του 640 γίνεται λόγος για μία άλλη φορητή αχειροποίητο εικόνα της Παναγίας, η οποία βρίσκεται στο ναό της Santa Maria Trastevere, στη Ρώμη. Η Παναγία παριστάνεται ως ένθρονη βρεφοκρατούσα. Η εικόνα αυτή αναφέρεται ως per se facta est, που σημαίνει αχειροποίητη. Ακολούθως απαντά η εν λόγω εικόνα και στο χειρόγραφο Venetus Marcianus Graegus 573 (774). Σύμφωνα με την πληροφορία που μας παραδίδει το παραπάνω χειρόγραφο, η Παναγία επιθυμεί να αφιερωθεί στην ίδια ο ναός των Μαρτύρων στη Ρώμη. Εμφανίζεται λοιπόν η εικόνα της στον ναό, αχειρογράφως, ως ένθρονη βρεφοκρατούσα. Μετά από αυτό το γεγονός ο ναός αφιερώνεται στο όνομά της: ʹʹἩἐν τῇ τῆς Τραστιβέρεως ἐκκλησίᾳἐν Ρώμῃ προσκυνουμένη καί σεβομένη ἀχειροποίητος ἀληθῶς (fol.24v)… ʹʹ.
Η εικόνα της Παναγίας Trastevere που είναι γνωστή στους νεώτερους χρόνους ως Madonna della Clemenza, ετιμάτο ιδιαιτέρως κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους. Μάλιστα ο Πάπας Γρηγόριος ο IV (827‐844) έχτισε ορατόριο (a praesepium) προς τιμή της. Η εικόνα σώζεται και εξακολουθεί να βρίσκεται στον ίδιο ναό.
Παναγία της Κυζίκου.
Αχειροποίητος θεωρείται και η εικόνα της Παναγίας Φανερωμένης της Μητρόπολης Κυζίκου στη Μικρά Ασία (12ος αι.). Κατά την παράδοση η εικόνα προέρχεται από τη μονή του Μεγάλου Αγρού, ο οποίος καταστράφηκε την πρώτη δεκαετία του 14ου αι.. Αφού χάθηκε, φανερώθηκε ξανά, μετά από υπόδειξη της ίδιας της Θεοτόκου και τοποθετήθηκε στη μονή της Θεοτόκου Φανερωμένης και Αχειροποιήτου της Μητρόπολης Κυζίκου. Πλήθος πιστών προσέρχονταν στη μονή για να προσκυνήσει την εικόνα, μέχρι την πρώτη δεκαετία του 20ου αι., οπότε και μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Η Θεοτόκος παριστάνεται στον τύπο της Οδηγήτριας. Σήμερα βρίσκεται στον Πατριαρχικό Ναό στο Φανάρι και κοσμεί το προσκυνητάρι του αριστερού κλίτους.
Η Παναγία Φανερωμένη αποτέλεσε αντικείμενο ιδιαίτερης λατρείας στα χρόνια των Παλαιολόγων (1261‐1453). Αρκετά καθολικά μονών αφιερώθηκαν στην ʹʹΑχειροποίητοʹʹ ή ʹʹΦανερωμένηʹʹ. Ο ναός της Αχειροποιήτου στη Θεσσαλονίκη (περίπου 1270‐1274), η μονή του Μεγάλου Αγρού στη Βιθυνία (περίπου 1278), η μονή της Φανερωμένης στα Φραγκουλιάνικα της Μέσα Μάνης (1322‐1323), η μονή της Φανερωμένης στην Κωνσταντινούπολη (πριν το 1341), η μονή της Φανερωμένης στη Λευκωσία (δεύτερο μισό του 14ου αι.), η μονή της Φανερωμένης στην Καστοριά (τέλη 14ου αρχές 15ου αι. χρονολόγηση των τοιχογραφιών). Μάλιστα ο εικονογραφικός τύπος της Παναγίας Φανερωμένης απαντά σε μεγάλο αριθμό φορητών εικόνων της Παλαιολόγειας εποχής.
Χαρακτηριστικά η εικόνα της Παναγίας Φανερωμένης στον ομώνυμο ναό στη Βέροια (τέλη 13ου αι.) λατρεύεται ως αχειροποίητη και αποδίδεται σε εργαστήρι της Πρωτεύουσας.
Η Αχειροποίητος Παναγία της Θεσσαλονίκης.
Περιώνυμος αχειροποίητος είναι και η εικόνα της Παναγίας (13ος αι) που συνδέεται με τον ομώνυμο ναό στη Θεσσαλονίκη (μέσα 5ου αι.). Ο ναός αποτελεί τυπικό δείγμα τρίκλιτης, ξυλόστεγης, ελληνιστικής βασιλικής με υπερώα. Το 1430 η Αχειροποίητος ήταν ο πρώτος ναός της Θεσσαλονίκης, μετά την άλωση της πόλης από τους Τούρκους, που κατέλαβε ο Σουλτάνος Μουράτ και τον μετέτρεψε σε τζαμί (Eski cuma camii). Μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης το 1912, υπήρξε πρόταση να χρησιμοποιηθεί ο ναός ως Βυζαντινό Μουσείο της πόλης. Αυτό όμως δεν υλοποιήθηκε ποτέ. Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή χρησιμοποιείται ως καταυλισμός προσφύγων. Τελικά η Αχειροποίητος χρησιμοποιείται ξανά ως χριστιανική εκκλησία το 1930.
Τα σχετικά με την αχειροποίητη εφέστια εικόνα του ναού πληροφορούμαστε από τον Κωνσταντίνο Αρμενόπουλο, νομοφύλακα και κριτή στη Θεσσαλονίκη από το 1347, σε λόγο που εκφωνεί κατά την παραμονή της εορτής του Αγίου Δημητρίου, στον ναό της Αχειροποιήτου. Σύμφωνα με το κείμενο αυτό η λατρευτική εικόνα της Θεοτόκου, της οποίας ο εικονογραφικός τύπος δεν προσδιορίζεται, μεταβάλλεται κατά τρόπο θαυματουργικό σε όρθια δεομένη χωρίς το βρέφος, εξαιτίας του αμαρτήματος του κτήτορα. Επειδή αυτή η μεταβολή έγινε χωρίς την επέμβαση κάποιου ζωγράφου, η εικόνα ονομάζεται Αχειροποίητος, όπως και ο ναός στον οποίο έλαβε χώρα το θαυματουργό γεγονός.
Η πρώτη ως τότε γνωστή ονομασία του ναού ήταν ʹʹτῆς ἁγίας ἀχράντου Θεοτόκουʹʹ, σύμφωνα με το κείμενο της ομιλίας του Λέοντα του Μαθηματικού και Φιλοσόφου, που εκφωνήθηκε στις 25 Μαρτίου του 842 εντός του ναού. Η ονομασία από το 842 ως το 1115 είναι ουσιαστικά όμοια. ʹʹτῆς ἀχράντου Θεοτόκουʹʹ, ʹʹὙπεραγίας Θεοτόκουʹʹ, ʹʹΠαναγίας Θεοτόκουʹʹ, ʹʹἉγίας Θεοτόκουʹʹ, ʹʹτῆς Ἀειπάρθενου Πανάγνου και Θεομήτοροςʹʹ. Η χρονική στιγμή που αποκτά ο ναός το όνομα Αχειροποίητος, τοποθετείται γύρω στο 1270, όπως μαρτυρεί η ύπαρξη ενός μολυβδόβουλου με την παράσταση της Παναγίας αχειροποιήτου.
Η αχειροποίητος της Παναγίας στη Θεσσαλονίκη προβάλλεται από τον Κ.Αρμενόπουλο ως εικόνα εξίσου σημαντική με τις αχειροποίητες εικόνες του Χριστού, το Ιερό Μανδήλιο και Ιερό Κεράμιο. Το σχετικό κείμενο έχει ως εξής : ʹʹΠρός τῇ θείᾳ τῆς ἐνταῦθα θεομήτορος εἰκόνι, ἥ τῷὄντι θεόθεν, οὐκ ἐξ ἐπινοίας ἤ χειρός ἀνθρωπίνης, οὕτως ὄρθιος, ἱκέσιος ἐσχημάτισται, διά τό τοῦ κτήτορος, ὡς ἀληθής αἱρεῖ λόγος, ἐνταῦθα γεγενημένον ἀμπλάκημα, οὗ χάριν καί τήν Ἀχειροποιήτος, κατά τάς ῥάκει πρῴην καί κεράμῳ δεσποτικάς ἐντυπωθείσας μορφάς…ἡ μέν πάναγνος τοῦ Θεοῦ Μήτηρ ἱκέσιος ἱσταμένη φαίνηται…ὅλας χεῖρας ἀνατείνουσαν ἱκεσίους, πρός τίνα δέ καίὑπέρ τίνος, ἡ πρός ὅν άρρήτως αὐτή Θεόν ἔτεκε ʹʹ.
Όπως αναφέρει ο ομιλητής, η εικόνα του ναού σχηματίστηκε εξαιτίας του αμαρτήματος, στο οποίο περιέπεσε ο κτήτορας του ναού. Ο Αρμενόπουλος δεν αναφέρει ούτε το όνομα, αλλά ούτε και το αμάρτημα του κτήτορα επειδή, όπως σημειώνει, είναι γνωστά από την παράδοση. Ο Ξυγγόπουλος τοποθετεί πάντως χρονικά τη μεταλλαγή της εικόνας μετά το τέλος της Λατινοκρατίας (1222).
Ακολούθως συνδέει τον ναό της Θεσσαλονίκης με τη μονή των Αβραμιτών στην Κωνσταντινούπολη. Σύμφωνα λοιπόν με τον ερευνητή, ο ναός της Αχειροποιήτου περιέρχεται τον 13ο αι. στους μοναχούς της μονής Αβραμιτών, οι οποίοι τον χρησιμοποιούν ως καθολικό της μονής που πιθανόν ίδρυσαν στην Θεσσαλονίκη, σε ανάμνηση της κατεστραμμένης μονής τους στην Κωνσταντινούπολη. Κατά τον Ξυγγόπουλο οι Αβραμίτες μοναχοί ονομάζουν τον παλιό ναό της Οδηγήτριας σε Αχειροποίητο προς τιμή της παλιάς μονής τους. Kατά τον Ξυγγόπουλο η παλιά εικόνα που βρισκόταν στον ναό της Θεσσαλονίκης και ακολουθούσε τον τύπο της Οδηγήτριας, πρέπει να είχε καταστραφεί από τους Λατίνους. Με αυτή την πράξη βεβήλωσης πιθανόν έχει σχέση το αμπλάκημα που αναφέρει ο Αρμενόπουλος. Ο Ξυγγόπουλος δηλαδή υποστηρίζει ότι πίσω από το αμπλάκημα του κτήτορος βρίσκεται η Λατινική Εκκλησία. Μετά λοιπόν την αποχώρηση των Λατίνων οι Αβραμίτες μοναχοί ονομάζουν τον ναό της Θεσσαλονίκης Αχειροποίητο και τότε ίσως, σύμφωνα με τον Ξυγγόπουλο, επαναζωγραφίστηκε η βεβηλωμένη εικόνα ή κατασκευάστηκε νέα, σε άλλο εικονογραφικό τύπο από την παλιά εικόνα της Οδηγήτριας. Είναι όμως λίγο δύσκολο να δεχτεί κανείς, ότι ένας από τους τέσσερις καθολικούς ναούς της μητρόπολης Θεσσαλονίκης θα παραχωρούνταν εύκολα σε κάποιους άλλους έστω και αν επρόκειτο για μοναχούς που προέρχονταν από την Κωνσταντινούπολη. Επιπλέον αναρωτιέται κανείς για ποιό λόγο οι Λατίνοι θα κατέστρεφαν εικόνα της Παναγίας και μάλιστα σ΄ έναν ναό, ο οποίος μάλλον δεν πρέπει να πέρασε στην κατοχή τους.
Σύμφωνα με νεώτερη άποψη το θαύμα της μεταλλαγής της εικόνας της Παναγίας και άρα και το όνομα του ναού συσχετίζονται με τον Αυτοκράτορα Μιχαήλ Η΄ τον Παλαιολόγο (1258‐1282). Το αμάρτημα του κτήτορα είναι ο σφετερισμός του θρόνου και η τύφλωση του νόμιμου διαδόχου, του ανήλικου Ιωάννη Δʹ Λάσκαρη, από τον Μιχαήλ Ηʹ για τα οποία και αφορίζεται από τον Πατριάρχη Αρσένιο. Επιπλέον ο Αυτοκράτορας αποδοκιμάζεται και για τη φιλενωτική του στάση στο θέμα της ένωσης Ανατολικής και Δυτικής Εκκλησίας. Αποτέλεσμα μάλιστα της πολιτικής του ήταν να μην τύχει Νεκρώσιμης Ακολουθίας από την πλευρά της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Όσον αφορά στη σχέση του Μιχαήλ Η΄ με τη Θεσσαλονίκη φαίνεται να είναι ιδιαίτερα στενή, όπως μας πληροφορεί ο σύγχρονος ιστορικός Γεώργιος Ακροπολίτης. Ο Αυτοκράτορας θεωρεί την πόλη της Θεσσαλονίκης ιδιαίτερη πατρίδα του, υπάγεται στην εξουσία του, αφού ο πατέρας του, ο Μέγας Δομέστικος Ανδρόνικος Παλαιολόγος, υπήρξε Ηγεμόνας της και μάλιστα πέθανε και τάφηκε εκεί: Υπάρχουν ενδείξεις, ότι ο ίδιος Αυτοκράτορας καθιέρωσε την τιμή της Θεοτόκου Αχειροποιήτου και σε άλλες μονές της Μικράς Ασίας. Διατηρεί για παράδειγμα ιδιαίτερες σχέσεις με τη Μητρόπολη Κυζίκου, στην οποία, όπως σημειώθηκε παραπάνω, υπήρχε αχειροποίητος εικόνα της Παναγίας. Κατά τη θριαμβευτική του είσοδο στην Κωνσταντινούπολη το 1261 ο Μητροπολίτης Κυζίκου Γεώργιος Κλειδάς, είναι εκείνος που ʹʹἀπεστόμισε τάς εὐχάςʹʹ στη Χρυσή Πύλη. Μάλιστα αν και η Πρωτεύουσα είχε απελευθερωθεί ήδη από την 25ηΙουλίου, η πανηγυρική επάνοδος του Μιχαήλ Η΄ έγινε την 15η Αυγούστου, με σκοπό να συμπέσει με την εορτή της Θεοτόκου.
Επιπλέον ο Μιχαήλ ονομάζει Αχειροποίητο και τη μονή της Θεοτόκου των Κελλιβάρων, στο όρος Λάτρος της Μικράς Ασίας και την συνενώνει με εκείνη του Αγίου Δημητρίου, προστάτη αγίου των Παλαιολόγων. Επίσης στον ναό της Θεοτόκου στη Θεσσαλονίκη υπήρχε από παλιά παράδοση συλλατρείας Παναγίας και Αγίου Δημητρίου, ως προστατών της πόλης. Ο Μιχαήλ, όπως αναφέρεται παραπάνω, συνενώνει την λατρεία της Θεοτόκου με εκείνη του Αγίου Δημητρίου στο Λάτρο, ακολουθώντας ίσως το παράδειγμα του ναού της Αχειροποιήτου.
Ο Μιχαήλ πρόβαλε, με το ξεκίνημα της βασιλείας του, τη Θεοτόκο, ως προστάτιδα της Πόλης. Ο κτήτορας λοιπόν δεν αποκλείεται να είναι ο Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγος, ο οποίος προσπαθεί να καθιερώσει μία σημαντική λατρεία, κύριος στόχος της οποίας είναι η αποκατάσταση και η συνέχιση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Κατά την Κωνσταντινίδη αιτία για την ανανέωση της τιμής της Παναγίας Αχειροποιήτου από τον Μιχαήλ, στάθηκε το γεγονός της επανάκτησης της Πόλης μετά από μισό αιώνα Λατινικής κατοχής, σε συνδυασμό με την καταστροφή της μονής Αχειροποιήτου στην Πρωτεύουσα αλλά και της μεταφοράς του Ιερού Μανδηλίου στη Δύση. (Πηγή.Ευτυχία Κουρκουτίδου Νικολαΐδου, Αχειροποίητος ο μεγάλος ναός της Θεοτόκου, Θεσσαλονίκη 1989).
Παναγία η Πλατανιώτισσα.
Η παράδοση που αφορά στην Παναγία Πλατανιώτισσα έχει τις ρίζες της στον 4ο αι. και θεωρείται ότι αναπαράγει πιστά την παράδοση περί της Παναγίας Μεγαλοσπηλαιώτισσας. Απαντούν δύο εκδοχές που αφορούν στην εμφάνιση της εικόνας. Κατά την πρώτη, που είναι και η πιθανότερη, το 840, κατά τη διάρκεια της βʹ φάσης της Εικονομαχίας (815‐843), το σπήλαιο της Μεγάλης Μονής πυρπολείται, η εικόνα όμως σώζεται και οι πιστοί την περιφέρουν σε πόλεις και χωριά για να οικοδομηθεί η πίστη των Χριστιανών. Σε μία τέτοια περιφορά οι Ιερομόναχοι της μονής διανυκτερεύουν στον ίδιο τόπο που είχαν διανυκτερεύσει τα δύο αδέρφια, ο Συμεών και ο Θεόδωρος όταν αναζητούσαν την εικόνα του Ευαγγελιστή Λουκά, ανάμεσα δηλαδή στα τρία πλατάνια. Στο κοίλο εσωτερικό του ενός πλατάνου, όπου κρέμασαν την εικόνα, χαράκτηκε με θαυμαστό τρόπο, αχειροποιήτως το ομοίωμά της.
Σύμφωνα με τη δεύτερη εκδοχή, την ώρα που οι Πατέρες Συμεών και Θεόδωρος βλέπουν στο όνειρό τους τον Ανδρέα και τον Λουκά, ο δεύτερος δείχνει προς τα δυτικά, δηλαδή προς το ένα από τα τρία πλατάνια και τους παρακινεί να δουν την εικόνα της Παναγίας που αποτυπωνόταν εκείνη τη στιγμή στην κουφάλα του δέντρου. Οι Άγιοι Πατέρες ξυπνούν τρομαγμένοι και κοιτώντας ανατολικά βλέπουν λαμπρό φως να χτυπά τον κορμό του πλατάνου. Κοιτούν και βλέπουν το ιερό εκτύπωμα της εικόνας της Παναγίας. Σύμφωναλοιπόν μʹ αυτή την εκδοχή, το θαύμα της αποτύπωσης συνέβη τον 4ο αι. Η Παναγία Πλατανιώτισσα γιορτάζει στις 8 Σεπτεμβρίου, ημέρα της Γεννήσεως της Θεοτόκου και πλήθος πιστών προσέρχεται κάθε χρόνο για να την προσκυνήσει.
Στην κοίλη και λεία επιφάνεια λοιπόν της κουφάλας του πλατάνου είναι αποτυπωμένη, ανάγλυφη, αμετάβλητη στους αιώνες η εικόνα της Παναγίας Πλατανιώτισσας. Ανήκει στον τύπο της δεξιοκρατούσας. Το κεφάλι της γέρνει προς τα δεξιά. Η εικόνα είναι πανομοιότυπη με την ανάγλυφη εικόνα του Μεγάλου Σπηλαίου. Στο σημείο του Ιερού αποτυπώματος της Θεοτόκου ο φλοιός του πλατάνου είναι νεκρός και αμετάβλητος. Το πάχος του είναι ιδιαίτερα μικρό. Γύρω όμως από το σημείο του πλατάνου που είναι αποτυπωμένη η εικόνα, ο πλάτανος βλασταίνει και αναπτύσσεται κανονικά ακόμα και μέσα στην κουφάλα του δέντρου.
Παναγία Εικοσιφοίνισσα
Αχειροποίητος θεωρείται και η εικόνα της Παναγίας Εικοσιφοίνισσας, η οποία βρίσκεται στην ομώνυμη μονή στο όρος Παγγαίο, σε υψόμετρο 780 μέτρων. Η ίδρυση της μονής συνδέεται, χωρίς όμως να μπορεί να αποδειχθεί, με τον Επίσκοπο Φιλίππων Σώζοντα, ο οποίος φαίνεται να υπογράφει τα Πρακτικά της ληστρικής λεγομένης Συνόδου στην Έφεσο (449) και της Συνόδου της Χαλκηδόνας (451). Ο Σώζων ιδρύει, περίπου το 450, ναό και μοναστικό οικισμό στη θέση Βίγλα, κοντά στη σημερινή μονή. Ο οικισμός όμως με την πάροδο των χρόνων εγκαταλείπεται σταδιακά. Κτήτορας ουσιαστικά της μονής είναι ο Όσιος Γερμανός (βʹ μισό 9ου ή αρχές 10ου αι.), του οποίου ο βίος αποτελεί τη μοναδική πηγή για την ίδρυση της μονής. H αρχαιότερη γραπτή μνεία περί της μονής απαντά σε επιστολή του Βασιλείου Μοδηνού, το Φεβρουάριο του 1320, με την οποία ο Μοδηνός και η οικογένειά του παραχωρούν τη μισή πατρική περιουσία στη μονή Χιλανδαρίου. Η επιστολή συντάχθηκε ανάμεσα σε άλλους και στον σεβάσμιο Ιερομόναχο Συμεών ʹʹτῆς σεβασμίας μονῆς Κοσνίτζιςʹʹ (Εικοσιφοίνισσας). Ο Γερμανός μονάζει στη μονή του Αγίου Ιωάνννη του Βαπτιστή στην Παλαιστίνη, μέχρι τη στιγμή που βλέπει την Παναγία σε όραμα η οποία του ζητά να κτίσει μία μονή στο όνομά της. Ο Γερμανός ξεκινά από την Παλαιστίνη έχοντας για οδηγό την Παναγία. Τελικά φτάνει στο όρος Παγγαίο σύμφωνα με τις υποδείξεις της Παρθένου. Εκεί παίρνει ένα κομμάτι ξύλο για να αγιογραφήσει την Παναγία. Προτού ολοκληρώσει όμως την αγιογραφία, το ξύλο σπάει στη μέση. Τότε, προς μεγάλη έκπληξη του μοναχού, βλέπει την εικόνα της Παναγίας να σχηματίζεται πάνω στο ξύλο, αχειροποιήτως, μέσα σε λαμπρό φως φοινικούν. Αυτή είναι μία από τις τρεις εκδοχές, μάλλον η επικρατέστερη, σχετικά με την εμφάνιση της αχειροποιήτου εικόνας της Παναγίας Εικοσιφοίνισσας. Η ονομασία της μονής Εικοσιφοίνισσα είναι η πλέον πρόσφατη που έχει επικρατήσει και προφανώς συνδέεται με την Αχειροποίητη εικόνα της Παναγίας. Ο τύπος της Παναγίας είναι αυτός της αριστεροκρατούσας. Σήμερα η εικόνα εξακολουθεί να βρίσκεται στο καθολικό (1837‐1847) της μονής, το οποίο είναι αφιερωμένο στα Εισόδια της Θεοτόκου και πλήθος πιστών την επισκέπτεται για να προσκυνήσει την εικόνα, η οποία συνεχίζει να θαυματουργεί.
Αχειροποίητη Παναγία του Καραβά.
Η προφορική παράδοση που αναφέρεται στις αχειροποίητες εικόνες της Παναγίας, διασώζει μία μοναδική περίπτωση που αφορά στη μονή της Αχειροποιήτου στον Καραβά, στην περιοχή Λάμπουσα της Κύπρου. Πρόκειται για ένα από τα πιο αξιόλογα Βυζαντινά μνημεία της Μεγαλονήσου. Κατά την ευσεβή παράδοση ο ναός ονομάζεται Αχειροποίητος, διότι δεν τον ίδρυσε ανθρώπινο χέρι στο σημείο που βρίσκεται. Πριν από αιώνες, όταν οι Τούρκοι επρόκειτο να κάψουν την Μικρά Ασία η Παναγία, που είχε τον ναό της στ΄ αντικρινά παράλια, τον σήκωσε από εκεί που ήταν και τον μετέφερε μαζί με το μοναστήρι στην Κύπρο, στις ακτές της Λάμπουσας, για να τον σώσει από τους Τούρκους.
Από τις εικόνες ξεχωρίζει η θαυματουργός εικόνα της Παναγίας, μέσα στην οποία μάλιστα θεωρείται ότι βρίσκεται μέρος του Ιερού Μανδηλίου. Στο κάτω μέρος της εικόνας σώζεται επιγραφή η οποία αναφέρει ότι ο Ιερομόναχος Φιλόθεος το 1765 κατασκεύασε νέα εικόνα της Παναγίας, μέσα στην οποία τοποθέτησε ʹʹμέρος λινού πανιούʹʹ, το οποίο βρήκε στην παλιά εικόνα που έσπασαν οι Τούρκοι κατά την λεηλασία έναντι της μονής, το 1765. Διότι, σύμφωνα με μια άλλη τοπική παράδοση, ο Άγιος Ευλάλιος (περίπου 3ος αι.), ο πρώτος Επίσκοπος της Λάμπουσας, συνδέεται με τη μεταφορά του Ιερού Μανδηλίου, από την Έδεσσα στην περιοχή της Λάμπουσας. Μετά τον θάνατο του Άβγαρου το Μανδήλιο, που παρέμεινε στην πόλη της Έδεσσας, θέλησε να το καταστρέψει ο γιος του Άβγαρου που ήταν ειδωλολάτρης. Τότε ο Ευλάλιος πήρε το Μανδήλιο κρυφά για να το προστατέψει. Έφτασε στην ακρογιαλιά και επιβιβάστηκε σ’ ένα πλοίο που ταξίδευε για την Κύπρο. Βρέθηκε στην Λάμπουσα, όπου έκτισε μονή την οποία αφιέρωσε στην αχειροποίητη εικόνα του Χριστού. Σύμφωνα λοιπόν μ΄ αυτήν την παράδοση, η μονή που κτίστηκε στην περιοχή ονομάστηκε Αχειροποίητος, διότι σʹ αυτή βρισκόταν η Αχειροποίητος εικόνα του Χριστού. Το καθολικό της μονής γιορτάζει στις 15 Αυγούστου επέτειο της κοίμησης της Θεοτόκου και στις 16 Αυγούστου ημέρα του Ιερού Μανδηλίου.
Παναγία η Προδρομίτισσα.
Άλλη αχειροποίητη εικόνα θεωρείται η εικόνα της Παναγίας Προδρομίτισσας (19ος αι.), που βρίσκεται στη Ρουμάνικη Σκήτη του Τιμίου Προδρόμου, στο Άγιο Όρος. Η σκήτη έχει μορφή κοινοβιακού συγκροτήματος και ανήκει στην κυρίαρχη μονή της Μεγίστης Λαύρας (963). Μέχρι το 1854 στη θέση της ήταν το κελί του Τιμίου Προδρόμου, με μοναχούς καταγόμενους από τη Χίο. Η Ιερά Μονή Μεγίστης Λαύρας επέτρεψε τη μετατροπή του κελιού σε Σκήτη. Με Πατριαρχικό Σιγίλιο το 1856, επί Πατριάρχη Κυρίλλου Ζʹ (1855‐1860), επικυρώθηκε η ίδρυση και η κοινοβιακή οργάνωση της Σκήτης. .
Τις πληροφορίες που αφορούν στην αχειροποίητο εικόνα παραδίδει ο Ιερομόναχος Γεράσιμος Σμυρνάκης (1862‐1935). Κατά τον Ιερομόναχο ο αγιογράφος Γιωργάκης Νικολάου ξεκίνησε να ζωγραφίσει, έπειτα από επιθυμία του Ιερομόναχου Νήφωνα (1857‐1870), την Παναγία βρεφοκρατούσα. Καθώς κόντευε όμως να ολοκληρώσει την αγιογράφηση της εικόνας, είδε ότι τα πρόσωπα του Χριστού και της Παναγίας ήταν αλλοιωμένα. Ο αγιογράφος πίστεψε ότι δεν ήταν άξιος να τελειώσει την εικόνα. Άφησε λοιπόν την εργασία με σκοπό να την συνεχίσει την επόμενη μέρα. Το πρωί έκανε τρεις μετάνοιες και προσευχήθηκε ώστε να μπορέσει τελειώσει το έργο του. Όταν πήγε να συνεχίσει την εργασία του είδε έκπληκτος τα πρόσωπα στην εικόνα να είναι τέλεια ζωγραφισμένα και να λάμπουν.
Για την Αχειροποίητο Εικόνα της Θεοτόκου ο Γερ. Σμυρνάκης (σελ. 423) αναφέρει: Εν τω Κυριακώ εύρηται ανηρτημένη επί του κατ’ ανατολάς αριστερού κίονος αχειροποίητος εικών της Θεομήτορος μόνον κατά την μορφήν, ην ο εν Ιασίω ζωγράφος Γιωργάκης Νικολάου ονόματι πολλά μοχθήσας και μη δυνηθείς να ιστορήση κατά την θέλησιν του τότε Δικαίου της σκήτης Νήφωνος Ιερομονάχου (1857-1870) και κατά την ιδίαν αυτού τέχνην παρήτησεν ανεπιμέλητον εν ερμαρίω, ίνα παραλάβη αυτήν ο ειρημένος Δικαίος. Ημέραν τινά όμως, ως αφηγήθη ημίν ο μέχρι του Δεκεμβρίου 1899 ζων Ιερομόναχος Νήφων, λαβών αυτήν ο ρηθείς ζωγράφος εκ του ερμαρίου προς δυνατήν αποπεράτωσιν εύρε λαμπράν και ωραίαν την μορφήν, ως σήμερον δείκνυται. Τότε δε ούτος εξέδωκε τη 29η Ιουνίου 1863 εν Ιασίω πιστοποιητικόν, δι΄ου δηλοποιεί: «Αφού κατά την τέχνην μου επέρασα το πρώτον και δεύτερον χέρι επί των ενδυμάτων και του προσώπου της εικόνος , κατά το τρίτον χέρι είδον την Παναγίαν και τον Χριστόν ηλλοιωμένους την μορφήν. Διό εξοργισθείς ενόμισα ότι επιλαθόμενος της τέχνης μου δεν ηδυνάμην να τελειοποιήσω την εικόνα. Και επειδή ήτο εσπέρα, κατεκλίθην, ίνα την επαύριον μετά ζέσεως επαναλάβω την εργασίαν. Την δε πρωίαν ποιήσας τρεις μετανοίας προς έναρξιν της εργασίας, ω του θαύματος! Εύρον τα πρόσωπα της Θεομήτορος και του Χριστού υπερφυώς συντετελεσμένα.
Από τότε η εικόνα της Παναγίας που παριστάνεται στον τύπο της Οδηγήτριας ονομάζεται Παναγία Προδρομίτισσα η αχειροποίητος και βρίσκεται αναρτημένη στον αριστερό ανατολικό κίονα του Κυριακού μπροστά από το Τέμπλο.
Παναγία η Ιεροσολυμίτισσα.
Περίφημη αχειροποίητος εικόνα της Παναγίας των νεώτερων χρόνων είναι και η Ιεροσολυμίτισσα (1870). Η παράδοση που συνοδεύει την εικόνα έγινε ευρέως γνωστή από διηγήσεις Γερόντων, όπως εκείνη του Γέροντα Παΐσιου του Αγιορείτη. Η δημιουργία της εικόνας συνδέεται με τη μοναχή αγιογράφο Τατιανή, η οποία μόνασε στη Ρώσικη Ιερά μονή της Μυροφόρου Αγίας Μαρίας της Μαγδαληνής στην Ιερουσαλήμ. Σύμφωνα με την παράδοση, η Τατιανή βλέπει σε όραμα ότι την επισκέπτεται στο κελί της μία άγνωστη μοναχή, η οποία της ζητά να την ζωγραφίσει. Η Τατιανή απαντά ότι δεν είναι ζωγράφος, αλλά αγιογράφος. Τότε η άγνωστη μοναχή της λέει να την αγιογραφήσει. Η Τατιανή απορεί με το θάρρος της ξένης και της αποκρίνεται ότι δεν έχει ξύλο (σανίδι) για να την αγιογραφήσει. Έπειτα η άγνωστη μοναχή της δίνει ένα σανίδι και της λέει να την ζωγραφίσει. Ενώ τελικά αρχίζει η Τατιανή να την αγιογραφεί βλέπειτα άμφια της μοναχής να γίνονται χρυσά, το πρόσωπό της να λάμπει και ναλέει: ʹʹΩ μακαρία Τατιανή, μετά τον Απόστολο και Ευαγγελιστή Λουκά, θα με αγιογραφήσεις πάλι εσύʹʹ. Τότε η Τατιανή καταλαβαίνει ότι αγιογραφεί την Παναγία. Ταράζεται και σπεύδει στην Ηγουμένη για να της διηγηθεί το όραμα. Η Ηγουμένη δυσπιστεί και της λέει να πάει να κοιμηθεί και την επόμενη μέρα να αγιογραφήσει μία εικόνα της Παναγίας. Καθώς όμως επιστρέφει στο κελί της βλέπει να βγαίνει φως και αισθάνεται ευωδία. Τότε ειδοποιεί την Ηγουμένη και μαζί αντικρίζουν το θαύμα. Η εικόνα του οράματος της Τατιανής βρίσκεται εκεί στο κελί αχειροποιήτως.Έπειτα παρουσιάζεται πάλι η Παναγία στην Τατιανή και της λέει να την μεταφέρουν στο σπίτι της, στη Γεσθημανή. Έτσι και έγινε. Η εικόνα παριστάνει την Θεοτόκο να κρατάει το Βρέφος στο αριστερό της χέρι. Η αχειροποίητος εικόνα της Ιεροσολυμίτισσας εξακολουθεί να βρίσκεται στο Ιερό προσκύνημα του Θεομητορικού Μνήματος στη Γεσθημανή (περίπου379‐386). Όσον αφορά στην παράδοση που συνοδεύει την Παναγία Ιεροσολυμίτισσα, πρέπει να παρατηρήσουμε ότι είναι πολύ νεότερη και δεν καταγράφεται ούτε στα Οδοιπορικά προσκυνητών στους Αγίους Τόπους, ούτε όμως και στη σχετική βιβλιογραφία. Εδώ θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί ότι εσκεμμένα συνδέθηκε η εν λόγω εικόνα με αχειροποίητη παράδοση. Δεν μπορούμε όμως να αποκλείσουμε την περίπτωση να υπάρχουν ψήγματα ιστορικής πραγματικότητας, τα οποία με το πέρασμα των χρόνων χάθηκαν ή ακόμα και παραμερίστηκαν προκειμένου να τονιστεί η αχειροποίητος προέλευση της εικόνας.