Παρασκευή 30 Σεπτεμβρίου 2011

Η ΑΝΤΙΠΑΛΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΘΡΟΝΩΝ

Ιω. Καρδάση, Χημικού -  Οικονομολόγου

Ο όρος "θρόνος", στο Κανονικό Δίκαιο της Εκκλησίας, χρησιμοποιείται κυρίως για να δηλώσει μια συγκεκριμένη τοπική Εκκλησία. Το περιεχόμενο του όρου δηλώνει, όχι μόνο τη συγκεκριμένη τοπική Εκκλησία (π.χ. θρόνος της Εκκλησίας της ΚΠολης), αλλά και το σύνολο της διοικητικής δικαιοδοσίας της συγκεκριμένης Εκκλησίας, δηλ. και τις επαρχίες της δικαιοδοσίας. Οι θρόνοι μπορεί να είναι Επισκοπές, Αρχιεπισκοπές, Μητροπόλεις ή Πατριαρχεία, που κατατάσσονται σε συγκεκριμένη τάξη πρωτοκαθεδρίας. Με την πάροδο των αιώνων και τον τελικό διοικητικό σχηματισμό των τοπικών Εκκλησιών, ως θρόνοι θεωρούνται κυρίως πλέον οι έδρες των Πατριαρχείων, εις τα οποία τελούνται κατ’ έτος οι θρονικές εορτές, επ’ ονόματι των Αποστόλων, ιδρυτών των θρόνων αυτών. Οι Κανόνες της Εκκλησίας κατοχυρώνουν τα δίκαια των θρόνων και την κανονική λειτουργία τους. Η έννοια των θρόνων παρουσιάστηκε στην Εκκλησία αμέσως μετά την Β΄ Οικουμενική Σύνοδο (381).
Κατά την Αποστολική εποχή (1ο αιώνα), οι Απόστολοι είχαν ορισθεί από τον ιδρυτή της Εκκλησίας, ως οικουμενικοί Επίσκοποι και ασκούσαν το λειτούργημα της Επισκοπής με τη βοήθεια των μαθητών και των συνεργατών τους και των τοπικών Πρεσβυτέρων και Διακόνων. Ο τίτλος Επίσκοπος στην Κ.Δ. αποδίδεται και στους Πρεσβυτέρους, τους προεστούς, τους έχοντες το προβάδισμα μεταξύ των Πρεσβυτέρων κάθε τοπικής Εκκλησίας, το ίδιο δε φαινόμενο παρατηρείται και στις πηγές της μεταποστολικής εποχής. Η σύγχυση αυτή δεν είναι άσχετη προς τις ειδικές συνθήκες, οι οποίες επικράτησαν κατά την Αποστολική εποχή και κατά την πρώτη μετά το θάνατο των Αποστόλων γενεά, κατά την οποίαν οι όροι Επίσκοποι και Πρεσβύτεροι εναλλάσσονται για να δηλώσουν τους φορείς της ίδιας εξουσίας. Πιθανότατα, στην περίοδο αυτή ο τίτλος Επίσκοπος περιοριζόταν μόνο στους κατά τόπους προεστούς Πρεσβυτέρους, γιατί οι διάδοχοι των Αποστόλων στο Αποστολικό λειτούργημα της Επισκοπής, που προερχόταν κυρίως από τους στενούς και δοκιμασμένους συνεργάτες τους, έφεραν τον τίτλο του Προφήτη ή του Αποστόλου (π.χ. εβδομήκοντα), ιδιαίτερα μετά το θάνατο των μαθητών του Κυρίου.
Οι μαθητές και διάδοχοι των Αποστόλων, οι οποίοι ως συνεργάτες τους ήταν γνωστοί και επώνυμοι στις τοπικές Εκκλησίες της πρώιμης μεταποστολικής εποχής, δηλώνονταν και με την απλή παράθεση του ονόματός τους (Κλήμης, Ιγνάτιος, Πολύκαρπος κ.ά.), χωρίς την παράθεση του τίτλου τους. Ωστόσο, όταν τελικά εγκαταστάθηκαν στην τοπική Εκκλησία, που ήταν το κέντρο του Αποστολικού τους έργου, ο τίτλος Επίσκοπος χρησιμοποιήθηκε αποκλειστικά από αυτούς και από όσους αυτοί χειροτόνησαν στις τοπικές Εκκλησίες της περιοχής ευθύνης τους. Αυτό συνέβη κυρίως στις αρχές του 2ου αιώνα, οπότε ο τίτλος Επίσκοπος ταυτίζεται με το φορέα της Αποστολικής Διαδοχής και εξουσίας σε κάθε τοπική Εκκλησία, όπως φαίνεται από τις επιστολές του Αντιοχείας Ιγνάτιου. Τότε αποσαφηνίστηκε η τρίπτυχη ανάπτυξη των βαθμών του ανώτερου κλήρου (Επίσκοπος–Πρεσβύτερος–Διάκονος) σε κάθε τοπική Εκκλησία. Προς το τέλος του 2ου αιώνα άρχισε η ανάπτυξη των ενοριών, στις οποίες ποίμαναν Πρεσβύτεροι με εντολή του Επισκόπου. Όταν αναπτύχθηκαν χριστιανικές κοινότητες πλησίον των πόλεων, όπου ποίμαναν Επίσκοποι, αυτοί μπορούσαν να χειροτονήσουν Επισκόπους υπαγόμενους σε αυτούς, χωρίς καμιά άλλη αυτονόμησή τους (Χωροεπίσκοποι).
Το ανωτέρω τρίπτυχο (Επίσκοπος-Πρεσβύτερος-Διάκονος) παρέμεινε αναλλοίωτο, για τους δυο πρώτους αιώνες, ενώ άρχισε να χρησιμοποιείται ο τίτλος του Αρχιεπισκόπου, ως τίτλος τιμής για τους Επισκόπους μεγάλων πόλεων. Τέτοιο παράδειγμα υπάρχει (κατά τον ιστορικό Σωκράτη) με πόλεις όπως: Άγκυρα, Αδριανούπολη, Ακυληϊα (Τεργέστη), Αλεξάνδρεια, Αντιόχεια Πισιδίας, Αντιόχεια Συρίας, Έφεσος, Θεσσαλονίκη, Ικόνιο, Ίσπαλη (Σεβίλλη), Καισάρεια Καππαδοκίας, Καισάρεια Παλαιστίνης, Καρχηδόνα, Κορδούη (Κόρδοβα), Κόρινθος, Κωνσταντινούπολη, Λαοδίκεια Συρίας, Λούγδουνο (Λυών), Μασσαλία, Μεδιόλανο (Μιλάνο), Νικομήδεια, Νικόπολη, Νύσσα, Ρώμη, Σεβάστεια, Συρακούσες, Τάραντας, Ταρσός κ.ά. Ο τίτλος Αρχιεπίσκοπος με τη σημασία του πρώτου των Επισκόπων και όχι σαν τίτλος τιμής, χρησιμοποιήθηκε αρχικά για τον Επίσκοπο Αλεξανδρείας και στο διάστημα από την Β΄ μέχρι την Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο και από τους Επισκόπους ΚΠόλεως, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων. Μεταξύ αυτών ξεχώρισαν ιδιαιτέρως τρεις ισχυρότατες πόλεις, των οποίων οι Επίσκοποι έχαιραν ιδιαίτερης τιμής. Είναι ο Επίσκοπος Ρώμης, της πρώτης Αποστολικής καθέδρας του Αποστόλου Πέτρου, ο Επίσκοπος Αλεξανδρείας, την Εκκλησία της οποίας ίδρυσε ο Απόστολος Μάρκος, μαθητής του Πέτρου και ο Επίσκοπος Αντιοχείας, την οποίαν Εκκλησία ίδρυσε πάλι ο Απόστολος Πέτρος. Οι τρεις αυτές Επισκοπές αποκαλούνται και «Πετρίνιοι Θρόνοι».
Στην πορεία της διάρθρωσης της διοίκησης της ενιαίας Εκκλησίας, παρουσιάστηκε η ανάγκη, όπως οι Επίσκοποι πόλεων μιας επαρχίας υπαχθούν σε μια ενιαία διοίκηση, αυτήν του Επισκόπου της πρωτεύουσας της Επαρχίας, η οποία πρωτεύουσα ονομάσθηκε Μητρόπολη και κατ’ ακολουθίαν ο Επίσκοπος αυτής Μητροπολίτης. Τότε εισήχθη και το Μητροπολιτικό σύστημα διοίκησης της Επαρχίας, στο οποίον οι Επίσκοποι της Επαρχίας με την κεφαλή αυτής, τον Μητροπολίτη, αποτελούσαν τη Σύνοδο της Μητρόπολης. Αυτό το Μητροπολιτικό σύστημα διοίκησης εισήχθη με την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο (325).
Μετά την Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο εισήχθη το Πατριαρχικό διοικητικό σύστημα, όπου όλες οι Μητροπόλεις με τις Επισκοπές μιας ευρύτατης διοικητικής περιφέρειας υπήχθησαν στον Επίσκοπο της πρωτεύουσας της μεγάλης αυτής διοικητικής περιφέρειας, ο οποίος απέκτησε τον τίτλο του Πατριάρχη. Τέτοιοι τίτλοι απενεμήθησαν σε πέντε από τους Επισκόπους της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας: Των Επισκόπων Ρώμης, Κωνσταντινούπολης, Αλεξάνδρειας, Αντιόχειας και Ιεροσολύμων, τίτλοι οι οποίοι διατηρήθηκαν μέχρι σήμερα. Κατά καιρούς, ο τίτλος αυτός είχε δοθεί και σε Επισκόπους άλλων πόλεων (Καρχηδόνας κ.ά.), αλλά τελικά δεν επικράτησαν. Οι Πατριάρχες των πέντε αυτών μεγάλων εκκλησιαστικών περιοχών της Χριστιανοσύνης, αναδείχθηκαν οι πέντε διοικητικές κεφαλές του εκκλησιαστικού σώματος και είχαν απόλυτη ανεξαρτησία στα όρια της δικαιοδοσίας τους. Αργότερα, ο τίτλος του Πατριάρχη, αλλά χωρίς τα Πατριαρχικά δίκαια, δόθηκε σε αρχηγούς αυτοκεφάλων Εκκλησιών, όπως Βουλγαρίας, Ρωσίας, Σερβίας, Ρουμανίας, Γεωργίας. Εν τούτοις, οι νέοι αυτοί Πατριάρχες δεν έχουν την ίδια κανονική κατοχύρωση προς τα πρεσβυγενή Πατριαρχεία, αφ’ ενός μεν γιατί δεν έχουν τιμηθεί με εξαιρετικά «πρεσβεία τιμής», αφ’ ετέρου δε γιατί δεν έχουν ανακηρυχθεί με απόφαση Οικουμενικής Συνόδου, γι’ αυτό και είναι δυνατή η κατάργησή τους, ενώ τούτο δεν μπορεί να συμβεί με τα πρεσβυγενή.
Κατά την διάρκεια των 20 αιώνων εκκλησιαστικής ζωής έγιναν προσπάθειες από την πρώτη Αποστολική καθέδρα της Ρώμης, για υπέρβαση των πρεσβείων τιμής και επέκτασή τους και σε πρεσβεία διακονίας και εξουσίας, ούτως ώστε να διαταραχθεί η, από τις Οικουμενικές Συνόδους, θεσπισθείσα τάξη της Πενταρχίας και η αναγνώριση της καθέδρας αυτής, ως της μοναδικής ανωτάτης εξουσίας της Εκκλησίας, στην οποία δέον όπως υπάγονται όλες οι άλλες δικαιοδοσίες και τούτο με πρόφαση την στήριξη στην πρωτοκαθεδρία του Αποστόλου Πέτρου έναντι των άλλων Αποστόλων. Η απαίτηση αυτή, η οποία ανέκυψε στην καθέδρα αυτή ήδη από τον 1ο αιώνα και συνεχίζεται μέχρι σήμερα ,δεν έχει γίνει επίσημα αποδεκτή από τις υπόλοιπες τέσσερεις Πατριαρχικές δικαιοδοσίες.
Οι πέντε αυτές Αποστολικές καθέδρες, ήτοι της Ρώμης (του Αποστόλου Πέτρου), της ΚΠολης (του Αποστόλου Ανδρέα), της Αλεξάνδρειας (του Αποστόλου Μάρκου), της Αντιόχειας (του Αποστόλου Πέτρου) και των Ιεροσολύμων (του Αποστόλου Ιακώβου), αποκαλούνται θρόνοι και είναι οι μόνες που τελούν, κατά παράδοση, τελετές προς τιμήν των ιδρυτών των θρόνων αυτών, οι οποίες καλούνται θρονικές εορτές. Ουδεμία άλλη εκκλησιαστική δικαιοδοσία (Επισκοπή, Αρχιεπισκοπή, Μητρόπολη, Πατριαρχείο) δικαιούται να επικαλείται επιτέλεση θρονικής εορτής, παρ’ όλον ότι οι Απόστολοι ίδρυσαν εκκλησιαστικές δικαιοδοσίες και σε άλλες πόλεις της τότε Οικουμένης. Π.χ. είναι ανεπίτρεπτη, αν μη και ύποπτη, η επιτέλεση θρονικής εορτής της Εκκλησίας της Ελλάδος, ως δήθεν ιδρυθείσης από τον Απόστολο Παύλο.
Είναι γνωστόν, ότι ο Απ. Παύλος κατά τα διάφορα ταξίδια του ανά την τότε «Οικουμένη» πέρασε από διάφορες ελληνικές πόλεις (Σαμοθράκη, Νεάπολη, Αμφίπολη, Φίλιπποι, Θεσσαλονίκη, Βέροια, Κόρινθος, Αθήνα, Μυτιλήνη, Σάμος, Κως, Ρόδος, κ.ά.), δίδαξε, έγραψε επιστολές, ίδρυσε εκκλησιαστικές δικαιοδοσίες (Φιλίππων, Θεσσαλονίκης, Βέροιας, Κορίνθου), όπως δε και άλλοι Απόστολοι (Πέτρος, Ανδρέας, Μάρκος, Ιάκωβος, Βαρνάβας, κ.ά.) αυτές οι δικαιοδοσίες που ίδρυσε αφορούσαν πόλεις και όχι κράτη. Έτσι στην Ελληνική επικράτεια έχουμε επί παραδείγματι την Εκκλησία των Πατρών, που ίδρυσε ο Απόστολος Ανδρέας, την Εκκλησία της Κορίνθου που ίδρυσε ο Απόστολος Παύλος, την Εκκλησία των Θηβών, που ίδρυσε ο Απόστολος Λουκάς, την Εκκλησία της Κρήτης που ίδρυσε ο Απόστολος Τίτος, κ.ά. Στην Αθήνα, ο Παύλος δεν ίδρυσε εκκλησιαστική δικαιοδοσία, δεν κατέστησε Επίσκοπο, δεν έγραψε επιστολή. Πως λοιπόν και με ποιο δικαίωμα ανακηρύσσεται ιδρυτής της λεγόμενης Εκκλησίας της Ελλάδος (φυλετικής Εκκλησίας, ιδρυθείσας από τον Όθωνα) ο Απόστολος Παύλος;
Έτσι, παρατηρούμε, ότι στις Οικουμενικές Συνόδους και στην εν γένει Εκκλησιαστική Ιστορία, έχουμε τους εξής σταθμούς στους εκκλησιαστικούς βαθμούς και τίτλους, καθώς και στην εν γένει εκκλησιαστική τάξη:
1.- Στους Αποστολικούς χρόνους και μέχρι την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο, έχουμε τη δημιουργία των τριών εκκλησιαστικών βαθμών (του Διακόνου, του Πρεσβυτέρου και του Επισκόπου). Ο Επίσκοπος είναι η ανώτερη Εκκλησιαστική Αρχή μιας πόλεως και της γύρω περιοχής της, ενώ αναπτύχθηκε και ο θεσμός του Χωροεπισκόπου, δηλ. ενός Επισκόπου ποιμαίνοντος ύπαιθρο χώρα, τρόπον τινά βοηθό του Επισκόπου της πόλης που ανήκει η ύπαιθρος χώρα, χωρίς καμία διοικητική δικαιοδοσία ή δικαίωμα χειροτονίας Πρεσβυτέρου η Διακόνου (ιγ΄ κανόνας Αγκύρας, 314, ιδ΄ Νεοκαισαρείας, 315). Ο θεσμός αυτός με την πάροδο του χρόνου ατόνησε.
2.- Με την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο (325) εισάγεται επίσημα ο θεσμός του Μητροπολίτη, δηλ. του Επισκόπου μιας πιο ευρύτερης εκκλησιαστικής περιοχής, της Μητρόπολης, στην οποίαν υπάγονται οι Επίσκοποι μικρότερων πόλεων και περιοχών και οι οποίοι συγκροτούν, μαζί με τον Μητροπολίτη, την Επαρχιακή Σύνοδο της Μητρόπολης (δ΄, ς΄, ζ΄, Α΄ Οικουμενικής). Αξιοσημείωτο είναι, ότι οι Προκαθήμενοι των Αποστολικών Θρόνων Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ρώμης αναφέρονται ως Επίσκοποι και υπερτερούν των υπ’ αυτών Μητροπολιτών (ς΄ κανόνας). Στον ζ΄ κανόνα για πρώτη φορά αναφέρεται ο Επίσκοπος της Αιλίας Καπιτωλίνας (δηλ. των Ιεροσολύμων), παρ’ όλον ότι υπήγετο στον Μητροπολίτη Καισαρείας της Παλαιστίνης. Στην Α΄ Σύνοδο δεν αναφέρεται καθόλου ο ΚΠόλεως, καθότι δεν είχε ιδρυθεί ακόμη η Νέα Ρώμη και ο Επίσκοπος Βυζαντίου υπήγετο στη Μητρόπολη Ηρακλείας. Έτσι στη Σύνοδο αυτή αρχίζει να σχηματοποιείται η σειρά των θρόνων: Ρώμης, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων. Επίσης στη Σύνοδο αυτή αρχίζει να εμφανίζεται η σύγκρουση των θρόνων με την επιβολή του Όρου της Αλεξάνδρειας από τον Μ. Κων/νο, αντί εκείνου της Αντιόχειας, με το απλό σκεπτικό, ότι η Αλεξάνδρεια ήταν η ισχυρότερη και πλουσιότερη πόλη της Αυτοκρατορίας, το μεγαλύτερο λιμάνι και η πόλη με τρομερή πνευματική ανάπτυξη, ένα είδος κλασσικής Αθήνας.
3.- Στις μετά την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο και μέχρι τη Β΄ Οικουμενική Σύνοδο (381), συγκροτηθείσες τοπικές Συνόδους Γάγγρας (340), Αντιόχειας (341), Σαρδικής (347) και Λαοδίκειας (364), δεν υπάρχει μεταβολή στο εκκλησιαστικό διοικητικό σύστημα και παραμένει ο θεσμός του Επισκόπου και του Μητροπολίτη, εμφανίζεται δε πάλιν ο Χωροεπίσκοπος στον ι΄ κανόνα της Αντιοχείας. Στον γ΄ κανόνα της Σαρδικής πρωτοεμφανίζεται το έκκλητο, το οποίον μπορούν να ασκήσουν Επίσκοποι, όταν κατακρίνονται από άλλους συνεπισκόπους τους, οπότε μπορούν να καταφύγουν στον Επίσκοπο Ρώμης (από αγάπη και τιμή στη μνήμη του Αποστόλου Πέτρου), οπότε εάν αυτός κρίνει το παράπονο ορθό, δύναται να αναπέμψει την υπόθεση προς επανάκριση από τους πλησιόχωρους Επισκόπους της επαρχίας του κατακριθέντα. Παρόμοιος είναι και ο δ΄ της Σαρδικής, όπου την καθαίρεση ενός Επισκόπου από πλησιόχωρους Επισκόπους πρέπει να επικυρώσει ή να ακυρώσει τελικά ο Επίσκοπος Ρώμης. Επίσης και ο ε΄ της αυτής Συνόδου διαλαμβάνει για τον κατηγορούμενο Επίσκοπο, ότι μετά τη δευτέρα κρίση μπορεί εκ νέου να καταφύγει στον Ρώμης, ώστε αν θελήσει να αναψηλαφηθεί η υπόθεσή του, να αποστείλει αντιπροσώπους του σε νέα Σύνοδο, που θα κρίνει πάλι τον Επίσκοπο. Σημειωτέον, ότι δεν υπάρχει κανόνας για παρόμοιες περιπτώσεις, που να ασκείται έκκλητο από τον Αλεξανδρείας ή τον Αντιοχείας, οπότε το έκκλητο του Ρώμης, με τους ανωτέρω τρεις κανόνες της Συνόδου της Σαρδικής (γ΄, δ,΄ ε΄) παραμένει και ισχύει για τους Επισκόπους ολοκλήρου της τότε Εκκλησίας.
4.- Στη Β΄ Οικουμενική Σύνοδο (381) έχουμε οριοθέτηση των δικαιοδοσιών των Επισκόπων Αλεξανδρείας, Ανατολής, Αντιόχειας, Ασίας, Πόντου και Θράκης (β΄ κανόνας), χωρίς να αναφέρεται ο Ρώμης, καθότι η δικαιοδοσία αυτού ήταν η πρώτη που είχε καθορισθεί και δεν υπήρχαν εμπλοκές. Δικαιολογία γι’ αυτό τον κανόνα είναι η επέμβαση του Αλεξανδρείας Πέτρου Β΄ στην χειροτονία του ΚΠόλεως Μάξιμου το 381, που θεωρήθηκε εισπήδηση σε ξένη εκκλησιαστική δικαιοδοσία, η δε απομάκρυνση του ΚΠόλεως Γρηγορίου Θεολόγου ήταν το επιστέγασμα της συνδυασμένης πάλης των θρόνων Ρώμης και Αλεξάνδρειας κατά του νεοεμφανιζόμενου θρόνου της ΚΠόλεως. Απότοκος της ανάδειξης του νέου αυτού θρόνου είναι, ότι στη Σύνοδο αυτή με τον γ΄ κανόνα αυτής («Τον μεν ΚΠόλεως Επίσκοπον έχειν τα πρεσβεία της τιμής μετά τον της Ρώμης Επίσκοπον, δια το είναι αυτήν Νέαν Ρώμην»), έχουμε για πρώτη φορά την εμφάνιση του Επισκόπου ΚΠόλεως να καταλαμβάνει την 2η θέση μετά τον Ρώμης, ως προς τα πρεσβεία τιμής, οπότε διαμορφώνεται η τελική κατάταξη των θρόνων, που ισχύει μέχρι σήμερα: Ρώμη, ΚΠολη, Αλεξάνδρεια, Αντιόχεια, Ιεροσόλυμα. Η εμφάνιση για πρώτη φορά του Επισκόπου ΚΠόλεως και η τοποθέτησή του προ του της Αλεξανδρείας και μετά τον Ρώμης, ενώ ικανοποιεί τη Ρώμη, δεν ικανοποιεί την Αλεξάνδρεια, η οποία μετατίθεται στην 3η θέση στην τάξη της τιμής. Η σύγκρουση των θρόνων έχει ήδη αρχίσει και παίρνει διαστάσεις.
5.- Στις δυο τοπικές Συνόδους, τις μεταξύ της Β΄ και Γ΄ Οικουμενικών Συνόδων διεξαχθείσες, η ΚΠόλεως (394) και η Καρθαγένης (418) δεν βλέπουμε μεταβολές στους θεσμούς Επισκόπων, Αρχιεπισκόπων και Μητροπολιτών, ούτε στους Επισκόπους των 5 μεγάλων εκκλησιαστικών δικαιοδοσιών. Στην τελευταία Σύνοδο (ριβ΄ κανόνας) καταγράφεται η διχόνοια μεταξύ του Ρώμης Ιννοκεντίου Α΄ και του Αλεξανδρείας Κυρίλλου Α΄ και το Σχίσμα μεταξύ των Εκκλησιών αυτών εξ αφορμής της καταδίκης και εξορίας του ΚΠόλεως Ιωάννη Χρυσόστομου: «Ήρεσεν έτι μην, ώστε περί της διχονοίας της Ρωμαϊκής και Αλεξανδρινής Εκκλησίας, προς τον αγιώτατον Πάπαν Ιννοκέντιον γραφήναι, όπως εκατέρα Εκκλησία προς αλλήλας ειρήνην φυλάξωσιν, ην Κύριος παραγγέλλει». Εδώ, σημειώνεται, ότι είναι η πρώτη φορά, που ο Επίσκοπος Ρώμης αναφέρεται με την προσηγορία Πάπας. Η διχόνοια αυτή αργότερα τερματίσθηκε, μέχρι του σημείου στην Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο, ο Αλεξανδρείας Κύριλλος Α΄ (μέγας θεολόγος) να «σέρνει κυριολεκτικά από τη μύτη» τον Ρώμης Κελεστίνο Α΄ (αθεολόγητο) και να θριαμβεύει ο θρόνος της Αλεξάνδρειας επί του θρόνου της Ρώμης.
6.- Στην Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο (431) τίποτε δεν πήγε σωστά. Η Σύνοδος ξεκίνησε με απουσία των άλλων Εκκλησιών (Ρώμης, ΚΠόλεως, Αντιοχείας, Ιεροσολύμων) και με άρνηση του Αυτοκράτορα Θεοδόσιου Β΄ να κηρύξει την έναρξη και τούτο, διότι ο Κύριλλος εβιάζετο να καθαιρέσει τον ΚΠόλεως Νεστόριο και έτσι στο πρόσωπό του να κτυπήσει το θρόνο της ΚΠολης, που είχε υπερσκελίσει εκείνον της Αλεξάνδρειας με το γ΄ κανόνα της Β΄ Συνόδου. Αργότερα, στους Συνοδικούς προστέθηκαν εκείνοι της Ρώμης, που συμφώνησαν με τον Κύριλλο. Οι «Ανατολικοί» Επίσκοποι Αντιόχειας και Ιεροσολύμων ήρθαν αργότερα, έμαθαν την έναρξη της Συνόδου, αντέδρασαν και με πρωτοβουλία του Αντιοχείας Ιωάννη Α΄ καθαίρεσαν σε ξεχωριστή σύνοδο τον Κύριλλο. Τότε ο Κύριλλος και οι περί αυτόν επέβαλαν ακοινωνησία και αργία στον Ιωάννη και τους περί αυτόν. Ο Θεοδόσιος Β΄ πληροφορηθείς τα τεκταινόμενα, κήρυξε όλες τις αποφάσεις άκυρες και τον Κύριλλο έκπτωτο, καθότι τον θεωρούσε επικίνδυνο άνθρωπο, προς τούτοις δε τον έθεσε στη φυλακή. Εν συνεχεία, ο Κύριλλος δραπέτευσε και έφυγε για την Αλεξάνδρεια, οπότε η Σύνοδος αυτή ούτε άρχισε ποτέ, ούτε έληξε ποτέ και δημιουργήθηκε Σχίσμα μεταξύ Αλεξάνδρειας και Αντιόχειας για δυο τουλάχιστον χρόνια. Τελικά, με διαμεσολαβήσεις άλλων Επισκόπων και εκατέρωθεν υποχωρήσεις και συνδιαλλαγές δημοσιεύθηκε κείμενο με το όνομα «Έκθεσις Πίστεως των Διαλλαγών», που απετέλεσε τελικά τον Όρο της Γ΄ Οικουμενικής και έτσι τερματίσθηκε το Σχίσμα. Αυτό το μικρό ιστορικό δείχνει τη μάχη της πρωτοκαθεδρίας του θρόνου της Αλεξάνδρειας έναντι των άλλων θρόνων και την τελική της επιτυχία. Επίσης στη Σύνοδο αυτή πρωτοεμφανίζεται και κατοχυρώνεται η αυτοκεφαλία της Εκκλησίας της Κύπρου, οπότε οι Επίσκοποι Κωνσταντίας Ρηγίνος, Κυρίνης Ζήνων και Σόλων Ευάγριος αυτονομούνται από τον εναγκαλισμό του θρόνου της Αντιόχειας, η οποία προσπαθούσε να ασκήσει διοίκηση πάνω στην Εκκλησία της Κύπρου, με το αιτιολογικό ότι οι Κύπριοι εκχριστιανίσθηκαν από τους Αντιοχείς, η δε πολιτική εξουσία εξασκείτο από τον Δούκα της Αντιόχειας. Είναι η πρώτη και μοναδική περίπτωση Εκκλησίας, που η αυτοκεφαλία της έχει δοθεί με απόφαση Οικουμενικής Συνόδου. Είναι ένα ακόμη αποτέλεσμα της πάλης των θρόνων Αλεξάνδρειας και Αντιόχειας, με επικράτηση του πρώτου. Στη μάχη αυτή, η Αλεξάνδρεια για να επιτύχει το στόχο της και για να κλείσει τα μάτια των Ρώμης Κελεστίνου Α΄ και Σίξτου Γ΄ (θεολογικά ασήμαντων), παραδέχθηκε τις υπερφίαλες απόψεις τους για το πρωτείο και ειδικά του πρώτου στη Σύνοδο αυτή, που κατέθεσε τα παρακάτω, μέσω του αντιπροσώπου του, χωρίς ίχνος αντίδρασης από τους Πατέρες: «Ουδενί αμφίβολόν εστι, μάλλον δε πάσιν τοις αιώσιν εγνώσθη, ότι ο άγιος και μακαριώτατος Πέτρος, ο έξαρχος και κεφαλή των Αποστόλων, ο κίων της πίστεως, ο θεμέλιος της Καθολικής Εκκλησίας, από του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, του Σωτήρος και Λυτρωτού του γένους του ανθρωπίνου, τας κλεις της βασιλείας εδέξατο. και αυτώ δέδοται η εξουσία του δεσμείν και λύειν τας αμαρτίας, όστις έως του νυν και αεί εν τοις αυτού διαδόχοις και ζη και δικάζει. τούτου τοιγαρούν κατά τάξιν ο διάδοχος και τοποτηρητής, ο άγιος και μακαριώτατος Πάπας ημών Κελεστίνος, ο επίσκοπος, εις ταύτην την αγίαν σύνοδον διαδόχους ημάς της αυτού παρουσίας απέστειλεν…..». Και όλα αυτά για να επιβεβαιωθεί η ασκούμενη (και όχι απλώς ρητορική) πρωτοκαθεδρία του θρόνου της Αλεξάνδρειας έναντι της ΚΠολης, στο πρόσωπο του Νεστόριου, αλλά και έναντι της Ρώμης στα πρόσωπα των μέτριων αυτών Παπών. Βέβαια στη Δ΄ Οικουμενική οι ρόλοι αντεστράφησαν, η Ρώμη θριάμβευσε στο πρόσωπο του Λέοντα Α΄ έναντι της Αλεξάνδρειας, στο πρόσωπο του Διόσκορου που αφορίσθηκε, και έναντι της ΚΠολης, με την άρνηση υπογραφής από τη Ρώμη του κη΄ κανόνα περί των ίσων πρεσβείων τιμής Ρώμης και Κων/πολης.
7.- Στο μεσοδιάστημα μεταξύ της Γ΄ και Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου έχουμε μια Σύνοδο, που έμεινε στην Ιστορία με το όνομα «ληστρική», ονομασθείσα έτσι από τον Ρώμης Λέοντα Α΄, επειδή οι Πατέρες δεν έκανα δεκτή την επιστολή του προς τον ΚΠόλεως Φλαβιανό (Τόμος του Λέοντα) και έτσι αμαύρωσαν (λήστεψαν) το θείο του δίκαιο. Η Σύνοδος αυτή συγκλήθηκε στην Έφεσο το 449, με πρόεδρο τον Αλεξανδρείας Διόσκορο, μολονότι η επιστολή Θεοδοσίου Β΄ συνιστούσε εκ περιτροπής προεδρία στους Ιεροσολύμων Ιουβενάλιο και Καισαρείας Θαλάσσιο. Στη Σύνοδο αυτή εμφανίζονται οι προθέσεις του Αλεξανδρείας Διόσκορου να γίνει κύριος της Οικουμένης, αλλά εδώ φάνηκε και ο καιροσκοπισμός του Ρώμης Λέοντα Α΄ να γίνει αυτός κυριάρχης, πράγμα που πέτυχε τελικά στην επόμενη Δ΄ Οικουμενική, η οποία υπήρξε ο θρίαμβος του Παπισμού στην Εκκλησιαστική Ιστορία. Μεταξύ των θρόνων αυτών, το θύμα υπήρξε ο ΚΠόλεως Φλαβιανός. Ο Αλεξανδρείας στη «ληστρική» αυτή Σύνοδο επιτέθηκε ταυτόχρονα κατά Ρώμης, ΚΠόλεως και Αντιόχειας και επιτυγχάνει την αλλαγή της τάξης πρεσβείων τιμής θέτοντας νέα σειρά: Ρώμη, Αλεξάνδρεια, Αντιόχεια, Ιεροσόλυμα, ΚΠολη. Ο Ρώμης έλαβε το μέρος της ΚΠολης, από αντίδραση στην Αλεξάνδρεια. Η Σύνοδος αυτή δεν συγκαταριθμείται στις Συνόδους της Εκκλησίας και η νέα σειρά των θρόνων δεν ίσχυσε. Πάντως, η Δ΄ Οικουμενική δεν αποκήρυξε τη «ληστρική», τουλάχιστον για δογματικούς λόγους.
8.- Η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος (451) είναι η Σύνοδος της αποθέωσης της παντοδυναμίας του θρόνου της Ρώμης, τόσο στη θεολογία με την επικράτηση της Λεόντιας θεολογίας έναντι της Κυρίλλειας, όσο και με το πρωτείο της πρωτοθρόνου Αποστολικής καθέδρας της Ρώμης. Έτσι, στην προτροπή του Αυτοκράτορα Μαρκιανού για σύνταξη νέου Χριστολογικού Όρου και παρά την αρχική αντίδραση των Πατέρων, συντάχθηκε Όρος Πίστεως, ο οποίος για το πρόσωπο του Χριστού περιείχε τη φράση, «εκ δυο φύσεων νοούμενον». Ο Όρος αυτός, που τελικά ονομάστηκε αρχικός Όρος επιδοκιμάσθηκε έντονα από τους Πατέρες, (πλην των Παπικών), οι οποίοι απαίτησαν την άμεση υπογραφή, χωρίς καμία τροποποίηση, διότι «το Άγιον Πνεύμα τον όρον υπηγόρευσεν, ο όρος Ορθόδοξος εστίν» και ζήτησαν να υπογραφεί αμέσως και μάλιστα «επί των Ευαγγελίων», όποιος δε δεν υπέγραφε θεωρείται αιρετικός Νεστοριανός. Οι Παπικοί αντέδρασαν (ουσιαστικά δε ολίγοι Πατέρες), διότι: α/ περιείχε τη φράση: «εκ δυο φύσεων», που θεωρήθηκε Μονοφυσιτίζουσα, β/ δεν περιείχε την παραμικρή φράση από τον Τόμο, γ/ είχε έντονα Κυρίλλειο χαρακτήρα. Έτσι, με τη σύμπραξη του Μαρκιανού, που απείλησε να μεταφέρει τη Σύνοδο στη Ρώμη, οι Πατέρες τροποποίησαν τον αρχικό Όρο και την επίμαχη φράση την διατύπωσαν, «εν δυο φύσεσιν….. γνωριζόμενον». Είναι χαρακτηριστικό, ότι από τα διασωθέντα κείμενα, το ελληνικό κείμενο του όρου περιέχει την πρώτη φράση, ενώ το λατινικό τη δεύτερη! Επίσης στη Σύνοδο αυτή υπήρξε θρίαμβος του Παπικού πρωτείου από τους Πατέρες με την παραδοχή, ότι ο Απόστολος Πέτρος μιλάει δια του Λέοντα, ότι ο Λέων είναι ο μακαριώτατος άνδρας όλων των Εκκλησιών και ότι είναι ο Αρχιεπίσκοπος πάσης της Οικουμένης. Στη Σύνοδο αυτή έγινε και μια μικρή αναβάθμιση του θρόνου της ΚΠολης έναντι εκείνου της Ρώμης, όπου με τον κη΄ κανόνα, η νέα Ρώμη, «των ίσων απολαύουσαν πρεσβείων τη πρεσβυτέρα Βασιλίδι Ρώμη και εν τοις εκκλησιαστικοίς ως εκείνην μεγαλύνεσθαι πράγμασι, δευτέραν μετ’ εκείνην υπάρχουσαν». Στον ανωτέρω κανόνα, για πρώτη φορά έχουμε αναφορά στη λέξη «θρόνος» για τους Επισκόπους και των 5 μεγάλων εκκλησιαστικών δικαιοδοσιών της Αυτοκρατορίας. Τον κανόνα αυτό, η Ρώμη αρνήθηκε να τον υπογράψει και ουδέποτε τον αναγνώρισε. Με τον ανωτέρω κανόνα εισάγεται ο τίτλος του Αρχιεπισκόπου δια τον ΚΠόλεως, ο δε τίτλος αυτός αφορά και τους υπόλοιπους 4 θρόνους, σύμφωνα με τον λ΄ κανόνα. Επίσης προσδιορίζεται, ότι ο Αρχιεπίσκοπος ΚΠόλεως διοικεί τους Μητροπολίτες Πόντου, Ασίας και Θράκης, καθώς και εκείνους των γειτονευουσών αυτών περιοχών της βαρβαρικής (π.χ. Αλανία, Ρωσία κ.ά.).
9.- Στο μεσοδιάστημα μεταξύ της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου (451) και της Ε΄ (553) πρωτοεμφανίζεται ο τίτλος του Πατριάρχη, ο οποίος απεδίδετο αρχικά στους Αρχιεπισκόπους Ρώμης και ΚΠόλεως και αργότερα και στους υπόλοιπους Αρχιεπισκόπους των θρόνων, η δε προσαγόρευση Οικουμενικός Πατριάρχης, αρχικά για τον Αρχιεπίσκοπο ΚΠόλεως στο πρόσωπο του Ιωάννη Β΄ (518-520), αργότερα χρησιμοποιήθηκε και τυπικά από τον Αρχιεπίσκοπο ΚΠόλεως Ιωάννη Δ΄ Νηστευτή (582-595), παρά τις έντονες διαμαρτυρίες του Αρχιεπισκόπου Ρώμης Γρηγορίου Α΄ Διάλογου (590-604) στον Αυτοκράτορα Μαυρίκιο. Πάντως ο Ρώμης Αδριανός Α΄ προσφώνησε τον ΚΠόλεως Ταράσιο, ως Οικουμενικό Πατριάρχη κατά την Ζ΄ Οικουμενική το 787. Έκτοτε, ο τίτλος Οικουμενικός Πατριάρχης, για τον Αρχιεπίσκοπο ΚΠόλεως παραμένει ως σήμερα αναλλοίωτος. Από την άλλη, ο εκκλησιαστικός τιμητικός τίτλος Πάπας χρησιμοποιήθηκε από τον 3ο αιώνα κυρίως για τον Αρχιεπίσκοπο Αλεξανδρείας και από τον 5ο αιώνα και από τον Αρχιεπίσκοπο Ρώμης, αλλά και από άλλους Αρχιεπισκόπους, Επισκόπους και Ιερείς. Σήμερα τον τίτλο αυτό τον κατέχουν αποκλειστικά ο Αρχιεπίσκοπος Ρώμης και ο Αρχιεπίσκοπος Αλεξανδρείας. Ο Ρώμης κατά καιρούς έχει προσθέσει και άλλους τιμητικούς τίτλους: Επίσκοπος Ρώμης, Βικάριος του Χριστού, διάδοχος του κορυφαίου των Αποστόλων, άκρος Αρχιερέας της Δύσεως, Πατριάρχης της Δύσεως, Πριμάτος της Ιταλίας, Αρχιεπίσκοπος και Μητροπολίτης της επαρχίας της Ρώμης, αρχηγός του κράτους του Βατικανού, δούλος των δούλων του Θεού. Ο δε Αλεξανδρείας έχει και τον τίτλο: Αυτού θειοτάτη Μακαριότης ο Πάπας και Πατριάρχης της Μεγάλης πόλεως Αλεξανδρείας, Λιβύης, Πενταπόλεως, Αιθιοπίας, πάσης γης Αιγύπτου και πάσης Αφρικής, Πατήρ Πατέρων, Ποιμήν Ποιμένων, Αρχιερεύς Αρχιερέων, τρίτος και δέκατος των Αποστόλων και Κριτής της Οικουμένης.
10.- Μετά τη Σύνοδο της Χαλκηδόνας (451) η αντίδραση εναντίον της, αλλά και εναντίον του Τόμου του Λέοντα εντάθηκε, καθότι θεωρείτο, ότι η διδασκαλία του αγίου Κυρίλλου είχε πληγεί και έπρεπε να αποκατασταθεί χωρίς συμβιβασμό. Ο Αντιοχείας Σεβήρος ανέπτυξε ένα τύπο Μονοφυσιτισμού πολύ κοντά στη Χριστολογία του αγίου Κυρίλλου. Απέρριψε, όπως και άλλοι τον όρο της Χαλκηδόνας, ως νεωτερισμό, αλλά ήταν πρόθυμος να αναγνωρίσει τη θεωρητική διάκριση μεταξύ των δυο φύσεων εν Χριστώ. Η Σύνοδος της Χαλκηδόνας είχε δεχτεί ως πλήρη μέλη της τον Κύρου Θεοδώρητο, τον Μοψουεστίας Θεόδωρο και τον Εδέσσης ΄Ιβα, αλλά παρ’ όλα αυτά η Ε΄ Σύνοδος μετά από 100 χρόνια τους καταδίκασε, για να ικανοποιηθούν οι Μονοφυσίτες, παρ’ όλη τη σφοδρή αντίδραση του Ρώμης Βιγίλιου. Η Σύνοδος εκτός της καταδίκης των τριών ανωτέρω κεφαλών, αναθεμάτισε το πρόσωπο και τα συγγράμματα του Ωριγένη και τα συγγράμματα Δίδυμου και Ευάγριου. Επίσης καθήρεσε τον Πάπα Βιγίλιο, τον οποίον αποκατέστησε ο Ιουστινιανός, όταν το επόμενο έτος υπέγραψε τα πρακτικά της Συνόδου (δηλαδή ακύρωσε την απόφαση της Συνόδου!) και τον απέστειλε στη Ρώμη, καθ’ όδόν όμως απεβίωσε. Τα πρακτικά της Συνόδου και τις αποφάσεις της αναγνώρισε και ο διάδοχος του Βιγίλιου, Πελάγιος Α΄, ως και οι μετά από αυτόν Πάπες. Εκείνο όμως το οποίον είναι μεγαλύτερης σημασίας είναι, ότι κατά την διάρκειας της μακράς ιστορίας της αντιπαλότητας μεταξύ της σκέψης των Σχολών Αλεξάνδρειας και Αντιόχειας, οι Αντιοχειανοί είχαν τώρα να υποστούν το μεγαλύτερό τους κτύπημα: Η διδασκαλία τους καταδικάσθηκε από μια Οικουμενική Σύνοδο. Οι Αυτοκράτορες Μαρκιανός και Πουλχερία με την υποταγή τους στον Πάπα Λέοντα, ο Ιουστινιανός με την εχθρική στάση του προς το ελληνικό πνεύμα και ο Ηράκλειος με τη στάση του έναντι των μονοφυσιτών στη Μ. Ανατολή συνέβαλαν στην παρακμή του ελληνικού πνεύματος και γενικότερα της ελληνικής ακτινοβολίας, αλλά και στη συρρίκνωση του Βυζαντίου. Πάντως η Σύνοδος, μολονότι δεν αποτελεί το τελικό συμπέρασμα της Χριστολογίας (γιατί είναι μόνο η μια φάση της), προχώρησε περισσότερο ακόμη προς τις αντιχαλκηδόνιες Εκκλησίες. Έτσι τελικά, στην Ε΄ Σύνοδο έχουμε θρίαμβο της Αλεξάνδρειας έναντι της Ρώμης και της Αντιόχειας και ανατροπή της κατάστασης, που είχε δημιουργηθεί στην προηγούμενη Δ΄.
11.- Στην ΣΤ΄ Οικουμενική Σύνοδο (681) έχουμε καταδίκη του Μονοθελητισμού και Μονοενεργητισμού και των φορέων των αιρέσεων αυτών, τους οποίους η Σύνοδος αυτή αναθεμάτισε. Σ’ αυτούς συγκαταλέγονται 6 Πατριάρχες: Ρώμης Ονώριος, ΚΠόλεως Σέργιος, Πύρρος, Παύλος, Πέτρος, Αλεξανδρείας Κύρος και ένας Επίσκοπος, ο Φαράν Θεόδωρος. Στη Σύνοδο αυτή έχουμε θρίαμβο του Παπισμού, στο πρόσωπο του Ρώμης Αγάθωνα, με τη βοήθεια του Παπόφιλου Αυτοκράτορα Κων/νου Δ΄ Πωγωνάτου. Ο Αυτοκράτορας στήριξε το Παπικό πρωτείο και ανέθεσε στον Πάπα Αγάθωνα τη σύγκλιση της ΣΤ΄ Οικουμενικής Συνόδου, στην οποία έγινε δεκτή η επιστολή Αγάθωνα, όπως στην Δ΄ είχε γίνει δεκτός ο Τόμος Λέοντα Α΄. Ο Πάπας Αγάθωνας (678-681) άσκησε και τόνισε ιδιαίτερα το Πρωτείο. Επί ποιμαντορίας του καταργήθηκε η «λογία» (Κορ. Α΄ 16. 1), για την επικύρωση της εκλογής του από τον Αυτοκράτορα. Έκτοτε, η επικύρωση δεν συνοδευόταν από το τεράστιο χρηματικό ποσό που δινόταν στον Αυτοκράτορα για την επικύρωση αυτή (σιμωνία;). Ενεργοποίησε την επιστολή του Κων/νου Δ΄ Πωγωνάτου, για τη σύσταση θεολογικών επιτροπών Ανατολικών και Δυτικών και την επίλυση του σχίσματος της Ραβέννας και της αίρεσης του Μονοενεργητισμού. Επ’ αυτών των θεμάτων παρακαλούσε ο Αυτοκράτορας τον Πάπα να συγκαλέσει Οικουμενική Σύνοδο, για την επίλυσή τους. Ο Πάπας δέχθηκε τη πρόταση και συγκάλεσε τοπική Σύνοδο στη Ρώμη, για την προετοιμασία της Οικουμενικής Συνόδου, η οποία συνεκλήθη στην ΚΠολη ως ΣΤ΄ Σύνοδος και καταδίκασε τον Μονοθελητισμό και Μονοενεργητισμό. Έτσι, στη Σύνοδο αυτή έχουμε επιβολή της Ρώμης, έναντι όλων των άλλων Πατριαρχείων και τελικό κτύπημα κατά των Αντιχαλκηδόνιων Εκκλησιών.
12.- Η Πενθέκτη Οικουμενική (691) συνεκλήθη από τον Αυτοκράτορα Ιουστινιανό Β΄ τον Ρινότμητο και εξέδωσε αποκλειστικά κανόνες των δυο προηγουμένων Συνόδων Ε΄ και ΣΤ΄, οι οποίες δεν είχαν εκδώσει κανόνες. Στη Σύνοδο αυτή έχουμε την επίσημη αναφορά στους τίτλους Μητροπολίτης και Πατριάρχης στον ζ΄ κανόνα αυτής, αλλά και σε άλλους κανόνες της. Με τον λς΄ κανόνα της ανανεώνει τον κη΄ κανόνα της Δ΄ περί του Κωνσταντινουπόλεως θρόνου, ως «των ίσων απολαύειν πρεσβείων του της πρεσβυτέρας Ρώμης θρόνου και εν τοις εκκλησιαστικοίς ως εκείνον μεγαλύνεσθαι πράγμασιν, δεύτερον μετ’ εκείνον υπάρχοντα, μεθ’ ο της Αλεξανδρέων Μεγαλοπόλεως αριθμείσθω θρόνος, είτα ο Αντιοχείας, και μετά τούτον, ο της των Ιεροσολυμιτών πόλεως». Με τον λθ΄ κανόνα αυτής επιβεβαιώνεται για μια ακόμη φορά, η αυτοκεφαλία της Εκκλησίας της Κύπρου και η ανάδειξη και χειροτονία του Αρχιεπισκόπου αυτής αποκλειστικά από τους δικούς της Επισκόπους.
13.- Στην Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδο (787) κατά της Εικονομαχίας, δεν φαίνεται μεταβολή στο εκκλησιαστικό καθεστώς των θρόνων, εκτός μόνον της de facto αναγνώρισης της διπλής ιδιότητας του Πάπα της Ρώμης, ως εκκλησιαστικού, αλλά και κοσμικού άρχοντος, χωρίς την επιβολή οιασδήποτε ποινής ή άλλης ενέργειας, βάσει των κανόνων της Εκκλησίας, τούτο δε επικυρώνεται από την παρουσία του Πάπα Αδριανού Α΄ (δια των αντιπροσώπων αυτού, Πέτρου Αρχιπρεσβυτέρου Ρώμης και Πέτρου Πρεσβυτέρου και Ηγουμένου της Ι.Μ. αγίου Σάββα Ρώμης) στην Σύνοδο αυτή. Σημειώνεται εδώ, ότι η Εκκλησία της Ρώμης είχε επιτύχει υπό τον Πάπα Στέφανο Γ΄, να αναγνωρισθεί ως αυτόνομο κράτος το 754 από τον Βασιλέα των Φράγκων Πεπίνο Γ΄ τον Βραχύ (715-768, πατέρα του Καρλομάγνου) με συγκεκριμένη εδαφική κυριαρχία, θεσμούς και λειτουργίες εξουσιαστικής επιβολής στις διεθνείς σχέσεις. Η respublica romana μετετράπη από τον Πάπα Στέφανο και τον Πεπίνο σε Patrimonium Petri και ο Φράγκος Βασιλιάς σε Patricius Romanus (Μητροπολίτη Πισιδίας Μεθόδιου, "Έλληνες και Λατίνοι", σελ. 74). Έκτοτε και μέχρι του Σχίσματος του 1054, η Εκκλησία της Ρώμης δεν παύει να εμφανίζεται σε όλες τις Συνόδους, όπου έλαβε μέρος, να έχει Προκαθήμενο, κατέχοντα τόσο την εκκλησιαστική, όσο και την κοσμική εξουσία.
14.- Τέλος η Η΄ Οικουμενική Σύνοδος (όπως η ίδια αυτοαποκαλείται, 879) συντέλεσε στην εκ νέου προσέγγιση Ρώμης και ΚΠολης, η διένεξη των οποίων για την ανάρρηση του Φωτίου στον θρόνο της δεύτερης και την ιεραποστολή στη Βουλγαρία, τις είχε διχάσει. Στη Σύνοδο αυτή καταδικάστηκε επίσης και η προσθήκη του Φιλιόκβε στο Σύμβολο της Πίστης. Η Σύνοδος αυτή είναι η τελευταία Σύνοδος της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, στην οποίαν φαίνεται, ότι όλοι οι θρόνοι ευρίσκονται εν ομονοία.
Από την όλη πορεία της Εκκλησιαστικής Ιστορίας εμφαίνεται, ότι στην καταπολέμηση των διαφόρων αιρέσεων εμφιλοχώρησε και η διαπάλη μεταξύ των θρόνων για την πρωτοκαθεδρία. Η μόνη αδιαμφισβήτητη πρωτοκαθεδρία θεωρείται και παραμένει εισέτι, εκείνη του θρόνου της Ρώμης, ως της πρώτης Αποστολικής καθέδρας του Πρωτοκορυφαίου Αποστόλου Πέτρου. Παρ’ όλα αυτά ο δευτερόθρονος εκείνος και κατόπιν τριτόθρονος της Αλεξανδρείας πολλάκις προσπάθησε να υπερσκελίσει εκείνον της Ρώμης. Αλλά και μεταξύ των άλλων θρόνων υπήρξε διαμάχη. Έτσι:
1.- Στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο, όπου ενυπάρχουν μόνον τρεις θρόνοι: Ρώμης, Αλεξάνδρειας, Αντιόχειας, η διαμάχη βρίσκεται μεταξύ Αλεξάνδρειας και Αντιόχειας με νικητή την Αλεξάνδρεια.
2.- Στη Β΄ Οικουμενική Σύνοδο, ενυπάρχουν και οι πέντε θρόνοι με τη σειρά που υπάρχει μέχρι σήμερα: Ρώμη, ΚΠολη, Αλεξάνδρεια, Αντιόχεια, Ιεροσόλυμα. Εδώ έχουμε νίκη της ΚΠολης επί της Αλεξάνδρειας.
3.- Στη Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο έχουμε πλήρη θρίαμβο της Αλεξάνδρειας έναντι της Ρώμης και της Αντιόχειας.
4.- Στη Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο έχουμε πλήρη θρίαμβο της Ρώμης έναντι της Αλεξάνδρειας και μικρή ανύψωση της ΚΠολης.
5.- Στην Ε΄ Οικουμενική Σύνοδο έχουμε ήττα της Ρώμης και της Αντιόχειας και άνοδο της Αλεξάνδρειας.
6.- Στην ΣΤ΄ Οικουμενική Σύνοδο, η Ρώμη κατατροπώνει την Αλεξάνδρεια και γίνεται ουσιαστικά επικυρίαρχος στους άλλους θρόνους, κάτι που θα διαρκέσει μέχρι και σήμερα, ακόμη και μετά το Σχίσμα.
Όλες οι παραπάνω εναλλαγές επιτελούνται κυρίως μεταξύ Ρώμης και Αλεξάνδρειας και δευτερευόντως με τους άλλους θρόνους και μπορεί να παρατηρήσει κανείς, ότι κυρίως αναφέρονται σε διαμάχες μεταξύ των λεγομένων «Πετρίνειων Θρόνων», Ρώμης, Αλεξάνδρειας, Αντιόχειας. Ο θρόνος των Ιεροσολύμων φαίνεται να μην εμπλέκεται στις διαμάχες. Η κρίση μεταξύ Ρώμης και ΚΠολης αρχίζει να εμφανίζεται κυρίως στην εποχή του Μ. Φωτίου και μετέπειτα κορυφώνεται με την εγκατάσταση Φράγκων Παπών στη Ρώμη με αποθέωση την κρίση του 1054 με τους αλληλοαφορισμούς. Μετά το Σχίσμα αρχίζει να βαθαίνει το χάσμα μεταξύ Ανατολής και Δύσης με διαχωρισμό των θρόνων αφενός της Ρώμης και αφετέρου των υπόλοιπων τεσσάρων δικαιοδοσιών. Προσπάθεια επανένωσης, το 1439, απέτυχε, αλλά δημιούργησε μια άλλη κατάσταση, εκείνη της Ουνίας, δηλ. μιας πλασματικής ένωσης των πέντε θρόνων υπό την επικυριαρχία του Ρώμης. Προσπάθειες συνένωσης των πέντε θρόνων έγιναν σ’ όλη τη μέχρι τώρα πορεία της Εκκλησίας και συνεχίζονται με αμφίβολα αποτελέσματα, καθ’ ότι η Ρώμη εξακολουθεί να στηρίζεται στο πρωτείο εξουσίας και όχι στο πρωτείο τιμής, που της έχει παραχωρηθεί, τιμής ένεκεν, από τις Οικουμενικές Συνόδους, ως της πρώτης Αποστολικής καθέδρας, του Αποστόλου Πέτρου.









ΟΙ  ΑΓΙΟΙ  ΤΗΣ  ΚΥΠΡΟΥ

Πηγή: noctoc-noctoc.blogspot

Δικαιολογημένα η Κύπρος ονομάστηκε «Νήσος των Αγίων», από διάφορους χρονογράφους και συγγραφείς, για το πλήθος των Αγίων οι οποίοι, είτε επέρασαν από το νησί, είτε ετελείωσαν τη ζωή τους σ' αυτό, είτε κατάγονταν από αυτό. Από τους Αποστολικούς χρόνους μέχρι σήμερα, αναγράφονται 240 γνωστοί Άγιοι της Κύπρου. Υπάρχουν και πολλοί άλλοι που είναι σήμερα άγνωστοι σ' εμάς. Υπάρχουν επίσης και μερικοί άλλοι Άγιου που δεν αναφέρονται εδώ, οι οποίοι τιμώνται από τον Κυπριακό λαό μεν, αλλά δεν τους αναγνωρίζει η Εκκλησία της Κύπρου. Ο Θεός ανέδειξε τόσο πλήθος Αγίων στο μικρό μας νησί, επειδή οι Κύπριοι είναι σπλαχνικοί, φιλόξενοι και πιστοί άνθρωποι, που ξέρουν να τιμούν τους Αγίους τους. Από το μελέτημα του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ' «Κύπρος η Αγία Νήσος» παραλαμβάνουμε πιο κάτω τα στοιχεία 369 Κυπρίων Αγίων (συν του Αγίου Φιλούμενου που μαρτύρησε το 1979), ένα κατάλογο που δεικνύει την πυκνότητα της χριστιανικής ζωής και παράδοσης της Κύπρου.

1. Αββακούμ (ναός στο χωριό Φτερικούδι, Λευκωσία).
2. Αγάπιος (πληροφορίες στο Λ. Μαχαιρά).
3. Αθανάσιος (η μνήμη του εορτάζεται στις 23 Ιουνίου).
4. Αθανάσιος Πεντασχοινίτης (ερειπωμένος ναός στο πρώην χωριό Πεντάσχοινο).
5. Αθανάσιος Χύτρων (Επίσκοπος Χύτρων-Κυθρέας, 4ος αι.).
6. Ακάκιος ή Ισαάκιος (Επίσκοπος Σίτης, εορτάζεται στις 21 Σεπτεμβρίου).
7. Αλέξανδρος (ασκητής στο χωριό Αξύλου της Πάφου).
8. Αλέξανδρος (Επίσκοπος Αμαθούντος, 8ος αι.)
9. Αλέξανδρος, Μάρτυς (μαρτύρησε στη Σολέα, εορτάζεται στις 9 Φεβρουαρίου).
10. Αλέξιος (Αρχιεπίσκοπος Κύπρου, αναφέρεται από Λ. Μαχαιρά).
11. Αμβρόσιος (ένας εκ των «300», δύο χωριά στην Κύπρο με το όνομά του).
12. Άμμων, Μάρτυς (εορτάζεται στις 9 Φεβρουαρίου).
13. Αναστάσιος (πληροφορίες στο Λ. Μαχαιρά, εορτάζεται στις 17 Σεπτεμβρίου).
14. Ανδρόνικος (μνημονεύεται από αρχ. Κυπριανό).
15. Απρίων (Επίσκοπος Κύπρου, εορτάζεται στις 7 Δεκεμβρίου).
16. Αργά ή Αρκά (ερειπωμένος ναός στο χωριό Καμινάρια Μαραθάσας).
17. Αριστίων (μαθητής Απ. Βαρνάβα, 1ος αι.)
18. Αριστόβουλος (αδελφός Απ. Βαρνάβα, εορτάζεται στις 7 Δεκεμβρίου).
19. Αριστοκλειανός (Επίσκοπος, 1ος αι.).
20. Αριστοκλής (Πρεσβύτερος, εορτάζεται στις 23 Ιουνίου).
21. Αρίστων (Επίσκοπος, 3ος αι.).
22. Αρίστων (Επίσκοπος Αρσινόης, αναφέρεται από Άγ. Νεόφυτο).
23. Αρκάδιος (Αρχιεπίσκοπος, 7ος αι., εορτάζεται στις 29 Αυγούστου).
24. Αρκάδιος (Απίσκοπος Αρσινόης, αναφέρεται από Λ. Μαχαιρά και Άγ. Νεόφυτο).
25. Αρκάδιος (Επίσκοπος Τριμυθούντος, εορτάζεται στις 7 Μαρτίου).
26. Αρτέμων (αναφέρεται από αρχ. Κυπριανό).
27. Αυγώνα ή Αγκώνα (ερειπωμένος ναός στο χωριό Μανδριά Πάφου).
28. Αυξέντιος (ναός στο χωριό Κώμη Κεπήρ, εορτάζεται στις 28 Σεπτεμβρίου).
29. Αυξίβιος (Επίσκοπος Σόλων, εορτάζεται στις 17 Φεβρουαρίου).
30. Αυξίβιος Β' (Επίσκοπος Σόλων).
31. Αυξουθένιος (ένας εκ των Αγ. Ηλιόφωτων, εορτάζεται στις 13 Ιουλίου).
32. Βαλάντιος (αναφέρεται από Λ. Μαχαιρά).
33. Βαρλαάμ (αναφέρεται από Λ. Μαχαιρά).
34. Βαρνάβας Απόστ. (1. αι, ιδρυτής Εκκλησίας Κύπρου, εορτάζεται στις 11 Ιουνίου).
35. Βαρνάβας (Αχριεπίσκοπος, αναφέρεται από Λ. Μαχαιρά).
36. Βαρνάβας Β' (Αχριεπίσκοπος, αναφέρεται από Λ. Μαχαιρά).
37. Βαρνάβας (Επίσκοπος Λαπήθου).
38. Βαρνάβας (μοναχός, αναφέρεται από Λ. Μαχαιρά).
39. Βαρνάβας (μοναχός, σπήλαιο στο χωριό Βάσα Κοιλανίου, εορτάζεται στις 11 Ιουνίου).
40. Βαρνάβας (μοναχός, ένας των 13 Μαρτύρων της Καντάρας, εορτάζεται στις 19 Μαΐου).
41. Βασίλειος (Αρχιεπίσκοπος, αναφέρεται από Λ. Μαχαιρά).
42. Βασίλειος (Επίσκοπος Ταμασού, αναφέρεται από Λ. Μαχαιρά).
43. Βερινίκη (αναφέρεται από τον Άγ. Επιφάνιο).
44. Βηχιανός (ναός στο χωριό Ανάγυια, Λευκωσία).
45. Γελάσιος (Επίσκοπος Σαλαμίνος).
46. Γεννάδιος (Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, ερειπωμένος ναός στο χωριό Μωρό Νερό, Πάφος).
47. Γεννάδιος (μοναχός της μονής Καντάρας, 13ος αι., εορτάζεται στις 19 Μαΐου).
48. Γεράσιμος (μοναχός Καντάρας, εορτάζεται στις 19 Μαΐου).
49. Γερμανός (μοναχός Καντάρας, εορτάζεται στις 19 Μαΐου).
50. Γεώργιος Βαβατσινιώτης (ένας εκ των «300» Αλαμάνων Αγίων από Παλαιστίνη).
51. Γεώργιος (Επίσκοπος Τριμυθούντος, 8ος αι.).
52. Γεώργιος Επιτηδεώτης (ένας εκ των «300», ναός στο χωριό Φλάσου, Λευκωσία).
53. Γεώργιος (ηγούμενος της μονής Χρυσοστόμου, εορτάζεται στις 26 Απριλίου).
54. Γεώργιος Μαχαιρωμένος (ερειπωμένος ναός στο χωριό Καταλιότας, Λευκωσία, εορτάζεται στις 31 Δεκεμβρίου).
55. Γεώργιος μοναχός (8. αι., υπέρμαχος εικόνων).
56. Γεώργιος Νεομάρτυς (ματρύρησε στην Παλαιστίνη, στις 23 Απριλίου 1752).
57. Γεώργιος Περαχωρίτης (ναός στο χωριό Κακοπετριά, Λευκωσία).
58. Γεώργιος Αλαμάνος (μονή στο όνομά του στο χωριό Παντάκωμο Λεμεσού).
59. Γεώργιος Χοζεβίτης (Κύπριος, μόνασε στη Μονή Χοζεβά της Παλαιστίνης, 7ος αι).
60. Γρηγόριος (Αρχιεπίσκποπος, αναφέρεται από Λ. Μαχαιρά, εορτ. στις 5 Μαρτίου).
61. Δαμιανός (Αρχιεπίσκοπος, εορτάζεται στις 8 Δεκεμβρίου).
62. Δημητριανός (Επίσκοπος Ταμασού, ερειπωμένος ναός στο Πέρα Χωριό Λευκωσίας).
63. Δημητριανός (Επίσκοπος Χύτρων, 9-10ος αι., εορτάζεται στις 6 Νοεμβρίου).
64. Δημητριανός, Μάρτυς (εορτάζεται στις 23 Ιουνίου).
65. Δίδυμος, Μάρτυς (εορτάζεται στις 20 Φεβρουαρίου).
66. Διομήδης, Μάρτυς (εορτάζεται στις 28 Οκτωβρίου).
67. Δομέτιος (Αρχιεπίσκοπος, τοπωνύμιο: Άγιος Δομέτιος, Λευκωσία).
68. Ειρήνη (θυγατέρα Αγίου Σπυρίδωνος).
69. Ειρηνικός (ένας εκ των «300» Αλαμάνων Αγίων από Παλαιστίνη).
70. Ελπίδιος (ένας εκ των «300»).
71. Επαφράς (Επίσκοπος, εορτάζεται στις 30 Ιουνίου και 8 Δεκεμβρίου).
72. Επαφρόδιτος (αναφέτεραι από αρχ. Κυπριανό).
73. Επαφρόδιτος (Επίσκοπος Ταμασού, 5ος αι.).
74. Επίκτητος (σπήλαιο στο χωριό Αγ. Επίκτητος, Κερύνεια, εορτάζεται στις 12 Οκτωβρίου).
75. Επιφάνιος ο Μέγας (Επίσκοπος Κωνσταντίας, εορτάζεται στις 12 Μαΐου).
76. Επιφάνιος (ασκητής παρά το χωριό Αξύλου της Πάφου).
77. Επιφάνιος (ένας εκ των «300» από Παλαιστίνη, ερείπια ναού στη Κυθραία).
78. Επιφάνιος (Επίσκοπος Σόλων, 5. αι.).
79. Ερμογένης (ο τάφος του παρά το Κούριο, εορτάζεται στις 5 Οκτωβρίου).
80. Ερμόλαος (ναός στο ομόνυμο χωριό, Κερύνεια, εορτάζεται στις 26 Ιουλίου).
81. Ευάγριος (Επίσκοπος Σόλων, 5. αι.).
82. Ευθύμιος (Αρχιεπίσκοπος, 9. αι.).
83. Ευλάλιος (Επίσκοπος Λαπήθου, αρχαίος ναός παρά τη Λάμπουσα, εορτάζεται στις 22 Οκτωβρίου).
84. Ευράσιος ή Εὐφράσιος (ασκητής παρά το χωριό Λιθροδόντας, Λευκωσία).
85. Ευστάθιος (Επίσκοπος Αμαθούντας).
86. Ευστάθιος (Επίσκοπος Σόλων, 8ος αι.).
87. Ευστάθιος (Επίσκοπος Χύτρων).
88. Ευτύμιος ή Ευτύχιος (ναός 11ου αιώνα στο χωριό Νήσου Λευκωσίας).
89. Ευτύχιος (ιδρυτής μονής των Ιερέων ή Αγίας Μονής, εορτάζεται στις 8 Αυγούστου).
90. Ευτύχιος (ασκητής παρά το χωριό Μαθιάτης, ερειπωμένος ναός).
91. Ευφημιανός (ναός 15ος αι. παρά το χωριό Λύση, εορτάζεται στις 14 Νοεμβρίου).
92. Ζήνων (Επίσκοπος Κουρίου, 5ος αι.).
93. Ζήνων (Επίσκοπος Κυρηνείας, εορτάζεται στις 12 Ιουνίου).
94. Ηλιόφωτος (ναός παρά το χωριό Κάτω Μονή, εορτάζεται στις 13 Ιουλίου).
95. Ηρακλείδιος (Κύπριος, Επίσκοπος Εφέσου).
96. Ηρακλείδιος (Επίσκοπος Ταμασσού, εορτάζεται στις 17 Σεπτεμβρίου, ομώνυμη μονή).
97. Ηράκλειος (Επίσκοπος, ασκητής παρά το χωριό Κοφίνου, Λάρνακα, ερείπια ναού).
98. Ησαΐας (Αρχιεπίσκοπος, αναφέρεται από Λ. Μαχαιρά).
99. Ησαΐας (μοναχός, ιδρυτής Μονής Κύκκου, 11ος αι.).
100. Θέλθας (ασκητής παρά το χωριό Λιθροδόντας, Λευκωσία).
101. Θεμισταγόρας (Επίσκοπος Σόλων).
102. Θεμωνιανός (ναός 15ος αι. παρά το χωριό Λύση, Λευκωσία).
103. Θεόγνωτος (ένας εκ των 13 μοναχών της Καντάρας, εορτάζεται στις 19 Μαΐου).
104. Θεοδόσιος (ένας εκ των «300» Αλαμάνων Αγίων από Παλαιστίνη).
105. Θεοδόσιος (Επίσκοπος Αμαθούντος, 5ος αι.).
106. Θεόδοτος (Επίσκοπος Κυρηνείας, εορτάζεται στις 15 Ιανουαρίου).
107. Θεόδουλος (δια Χριστόν Σαλός, ασκητής, εορτάζεται στις 3 Δεκεμβρίου).
108. Θεόδωρος Α' (Αρχιεπίσκοπος, αναφέρεται από Λ. Μαχαιρά).
109. Θεόδωρος Β' (Αρχιεπίσκοπος, αναφέρεται από Λ. Μαχαιρά).
110. Θεόδωρος (Επίσκοπος Κιτίου, 8ος αι.).
111. Θεόδωρος (Επίσκοπος Ταμασσού, εορτάζεται στις 4 Οκτωβρίου).
112. Θεόκτιστος (ένας εκ των 13 μοναχών της Καντάρας).
113. Θεόπομπος (Επίσκοπος Αμαθούντος, 4. αι.).
114. Θεόπροβος (Επίσκοπος Καρπασίας, εορτάζεται στις 4 Ιανουαρίου).
115. Θεοσέβιος Αρσινοΐτης (ασκητής, εορτάζεται στις 12 Οκτωβρίου).
116. Θεοφάνης (Αρχιεπίσκοπος, εορτάζεται στις 12 Μαΐου).
117. Θεοφάνης (Επίσκοπος Σολείας, 16ος αι. εορτάζεται στις 17 Μαΐου).
118. Θεοφύλακτος (Επίσκοπος Τριμυθούντος).
119. Θεράπων Αλαμάνος (ναός στο ομώνυμο χωριό, εορτάζεται στις 14 Οκτωβρίου).
120. Θεράπων, Ιερομάρτυς (εορτάζεται στις 26 Μαΐου).
121. Θεράπων (ένας εκ των «300» από Παλαιστίνη).
122. Θεράπων (ένας εκ των «300», ναός στο χωριό Λιθροδόντας, εορτάζεται στις 30 Οκτ.).
123. Θεράπων (ένας εκ των «300» από Παλαιστίνη,ασκητής παρά το χωριό Σίντα ).
124. Θύρσος ή Θέρισσος (Επίσκοπος Καρπασίας, εορτάζεται στις 23 Ιουλίου).
125. Ιάσων (ένας από τους Κύπριους Αγίους που έπρεπε να τιμά η Λατινική Εκκλησία).
126. Ιερεμίας (ένας από τους 13 μοναχούς της Καντάρας).
127. Ιλάριος (Αρχιεπίσκοπος, συγγραφέας).
128. Ιλαρίων (ένας εκ των «300», ναός στη Περιστερώνα Λευκωσίας, εορτάζεται στις 21 Οκτωβρίου).
129. Ιλαρίων ο Μέγας (ασκητής παρά το χωριό Επισκοπή Πάφου, εορτάζεται στις 21 Οκτωβρίου).
130. Ιλαρίων ο Νέος (ένας εκ των «300», ομώνυμη μονή, εορτάζεται στις 21 Οκτωβρίου).
132. Ιωάννης (ασκητής παρά το χωριό Σια, Λευκωσία).
133. Ιωάννης ο Καλλιέργους (Επίσκοπος Πάφου, 12ος αι.).
134. Ιωάννης (Αρχιεπίσκοπος Κύπρου).
135. Ιωάννης ο Ελεήμων (Πατριάρχης Αλεξανδρείας, 7ος αι. εορτάζεται στις 12 Νοεμβρίου).
136. Ιωάννης (ηγούμενος Μονής Καντάρας, 1231).
137. Ιωάννης (ηγούμενος Μοναγρίου, εορτάζεται στις 4 Ιουνίου).
138. Ιωάννης Λαμπαδιστής (μονή στο Καλοπαναγιώτη, εορτάζεται στις 4 Οκτωβρίου).
139. Ιωνάς (ένας εκ των «300», ερείπια ναού στο χωριό Πέργαμος, Λάρνακα, εορτάζεται στις 11 Οκτωβρίου).
140. Ιωσήφ (ασκητής παρά το χωριό Λιθροδόντας).
141. Καλάνδιος ή Καλανδίων (ναός στο χωριό Αρόδες, Πάφος, εορτάζεται στις 26 Απριλίου).
142. Καλλίτροπος ( αδελφή Αγίου Επιφανίου).
143. Κασσιανός (ασκητής στο όρος Γλυφία, παρά το χωριό Αλέκτορα. Ερείπια μονής).
144. Κασσιανός (ασκητής παρά το χωριό Αυδήμου, Λεμεσός. Εορτάζεται στις 29 Φεβρουαρίου και στις 4 Δεκεμβρίου).
145. Κενδέας (ασκητής, εορτάζεται στις 6 Οκτωβρίου. Ναός στη Πάφο και Αυγόρου).
146 Κιλίσιος (Επίσκοπος Πάφου).
147. Κόνων, Ιερομάρτυς (Ναοί στα χωριά Κισσόνεργα και Νέο Χωριό, Πάφος. Εορτάζεται στις 5 Μαρτίου).
148. Κόνων (ένας εκ των 13 μοναχών της Καντάρας).
149. Κουρνούτας ή Κουρνούτος (ερειπωμένος ναός στη Αγροκηπιά, εορτάζεται στις 12 Σεπτεμβρίου).
150. Κρισπιανός (αναφέρεται ως μαθητής του Αγίου Ιλαρίωνα του Μεγάλου).
151. Κυριακός ή Κύριλλος (Επίσκοπος Πάφου, 4ος αι).
152. Κυριακός (τάφος και ναός στο χωριό Ευρύχου. Εορτάζεται στις 24 Μαΐου).
153. Κωνσταντίνα ή Κωνσταντία (προστάτιδα της Πάφου. Εορτάζεται στις 25 Αυγούστου).
154. Κωνσταντίνος Αλαμάνος (μαρτύρησε στο χωριό Ορμήδεια, εορτάζεται τη 1 Ιουλίου).
155. Κωνσταντίνος (Αρχιεπίσκοπος Κύπρου).
156. Λάζαρος ο τετραήμερος (Προστάτης της Λάρνακας, Επίσκοπος Κιτίου).
157. Λαυρέντιος (ένας εκ των «300» Αλαμάνων Αγίων από Παλαιστίνη).
158. Λεόντιος (Επίσκοπος Νεαπόλεως, συγγραφέας).
159. Λούκιος (Μάρτυς, εορτάζεται στις 22 Αυγούστου).
160. Μακάριος (Επίσκοπος Πάφου, εορτάζεται στις 8 Φεβρουαρίου).
161. Μακεδόνιος (Επίσκοπος Ταμασσού, σε αγιογραφίες 12ος αι.).
162. Μαχλίων (Γέροντας Ιλαρίωνα του Μεγάλου).

163. Μάμας, μάρτυς (εκκλησίες στην Κύπρο και όνομα χωριού)
164. Μάξιμος (ένας εκ των 13 μοναχών της Καντάρας).
165. Μαρία (αδελφή Απ. Παύλου και μητέρα Ευαγγελιστή Μάρκου).
166. Μάρκελλος (Επίσκοπος Απαμείας, εορτάζεται στις 14 Αυγούστου).
167. Μάρκελλος (Επίσκοπος Σολέας, εορτάζεται στις 25 Φεβρουαρίου).
168. Μάρκος Ευαγγελιστής, εορτάζεται στις 25 Απριλίου.
169. Μάρκος (ένας εκ των 13 μοναχών της Καντάρας).
170. Μαύρα (σύζυγος Αγ. Τιμοθέου, εορτάζεται στις 3 Μαΐου).
171. Μελέτιος (Επίσκοπος, εορτάζεται στις 21 Σεπτεμβρίου).
172. Μνάσων (Επίσκοπος Ταμασσού, εορτάζεται στις 19 Οκτωβρίου).
173. Μνημόνιος (Επίσκοπος Αμαθούντος, 4ος αι., εορτάζεται στις 16 Ιουνίου).
174. Μνημόνιος (Επίσκοπος Κιτίου, 4ος αι.).
175. Μύρων (Επίσκοπος Ταμασσού, εορτάζεται στις 17 Σεπτεμβρίου).
176. Νείλος (Αρχιεπίσκοπος).
177. Νείλος (Επίσκοπος Ταμασού).
178. Νεμέσιος (Μάρτυς, εορτάζεται στις 20 Φεβρουαρίου).
179. Νεόφυτος (Αρχιεπίσκοπος Κύπρου).
180. Νεόφυτος Εγκλειστος (ασκητής, συγγραφέας, εορτάζεται στις 24 Ιανουαρίου και στις 28 Σεπτεμβρίου).
181. Νέστωρ (Επίσκοπος Τριμυθούντος, εορτάζεται στις 7 Μαρτίου).
182. Νικάνωρ (Διάκονος, εορτάζεται στις 28 Ιουλίου).
183. Νικήτας (Επίσκοπος Χύτρων).
184. Νικόλαος (Επίσκοπος Πάφου).
185. Νίκων (Επίσκοπος Αρσινόης).
186. Νόμων (ναός στο χωριό Ανάγυια, εορτάζεται στις 11 Δεκεμβρίου).
187. Ολιβιανός (εκ των «300», ερείπια μονής στο χωριό Λάρνακα της Λαπήθου, εορτάζεται στις 29 Μαΐου).
188. Ονησίφορος (ασκητής, ναός στο χωριό Αναρίτα, Παφος. Εορτάζεται στις 18 Ιουλίου).
189. Ορέστης (εκ των «300», ασκητής παρά χωρίο Κοφίνου, Λάρνακα).
190. Παλάμων (αναφέρεται φερώμυνος ναός με το λείψανο του).
191. Παμμέγιστος (ένας εκ των Αγίων Ηλιόφωτων, εορτάζεται στις 13 Ιουλίου).
192. Παμφοδίτης (ένας εκ των Αγίων Ηλιόφωτων, εορτάζεται στις 13 Ιουλίου).
193. Πανάρετος (Επίσκοπος Πάφου, 18. αι., εορτάζεται την 1η Μαΐου).
194. Πανηγύριος (ασκητής στο χωριό Μαλούντα Λευκωσίας, εορτάζεται στις 15 Μαΐου).
195. Πάππος (Επίσκοπος Χύτρων).
196. Παύλος (Κύπριος, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως).
197. Παύλος, Μάρτυς (μαρτύρησε την περίοδο των Εικονομαχιών).
198. Παφνούτιος (ένας εκ των Αγίων Ηλιόφωτων, εορτάζεται στις 13 Ιουλίου).
199. Πήγων (ασκητής παρά το χωριό Κούρδακας, Πάφος. Εκ των «300»).
200. Πλούταρχος (αναφέρεται από Λ. Μαχαιρά ως Αρχιεπίσκοπος).
201. Πολέμιος (ένας εκ των «300», ασκητής παρά την Μόρφου).
202. Πολύδωρος Νεομάρτυς (Μαρτύρησε στη Νέα Έφεσο στις 3 Σεπτεμβρίου 1794).
203. Πορφύριος (αναφέρεται από Λ. Μαχαιρά ως Αρχιεπίσκοπος).
204. Ποτάμιος, Μάρτυς (αναφέρεται από Κυπριανό, εορτάζεται στις 20 Φεβρουαρίου).
205. Ρήγινος (αναφέρεται από Λ. Μαχαιρά ως Αρχιεπίσκοπος).
206. Ρήγινος, Μαρτυς (μαρτύρησε παρά το χωρίο Φασούλα Λεμεσού. Εορτάζεται στις 20 Αυγούστου).
207. Ρόδων (αναφέρεται από Λ. μαχαιρά ως Επίσκοπος Ταμασσού).
208. Σαλαμάνης (μαθητής Ιλαρίωνα του Μεγάλου).
209. Σαπρίκιος (Επίσκοπος Πάφου, 5ος αι.).
210. Σέργιος (Αρχιεπίσκοπος Κύπρου, 7ος αι.).
211. Σπυρίδων ο Τριμυθούντος (4ος αι. Εορτάζεται στις 12 Δεκεμβρίου).
212. Σπυρίδων (Επίσκοπος Χύτρων, 8ος αι.).
213. Συνέσιος (Επίσκοπος Καρπασίας, εορτάζεται στις 16 Μαΐου).
214. Σωζόμενος (ασκητής παρά το χωριό Ποταμιά, Λευκωσία. Εορτάζεται στις 21 Νοεμβρίου).
215. Σωζόμενος (Επίσκοπος Καρπασίας, εορτάζεται στις 16 Μαΐου).
216. Σώζων, Μάρτυς (ασκητής παρά την Ασπρογιά Πάφου. Εορτάζεται στις 7 Σεπτεμβρίου).
217. Σωκράτης ή Σωσικράτης (επίσκοπος Καρπασίας).
218. Σωτήρ (επίσκοπος Θεοδοσιανής, δηλ. Λεμεσού, 5ος αι.)
219. Σωτήριχος (αναφέρεται από αρχ. Κυπριανό. Ασκητής παρά το χωριό Παλαίκυθρο, Λευκωσία).
220. Σωφρόνιος (Αρχιεπίσκοπος, εορτάζεται στις 8 Δεκεμβρίου).
221. Τιμόθεος (σύζυγος Αγ. Μαύρας, εορτάζεται στις 3 Μαΐου).
222. Τίμων (ασκητής, σπήλαιο στο χωριό Βάσα Κοιλανίου).
223. Τίτος (μαθητής του Απ. Παύλου, κατά τον Αρχ. Κυπριανό).
224. Τριφύλλιος (προστάτης της Λευκωσίας, Επίσκοπος, εορτάζεται στις 12 Ιουνίου).
225. Τυχικός (Επίσκοπος Νεαπόλεως, δηλ. Λεμεσού. Εορτάζεται στις 8 Δεκεμβρίου).
226. Τύχων (Επίσκοπος Αμαθούντος, εορτάζεται στις 16 Ιουνίου).
227. Τύχων (Επίσκοπος Ταμασσού, 4ος αι.).
228. Φιλάγριος (Επίσκοπος Κουρίου, εορτάζεται στις 9 Φεβρουαρίου).
229. Φίλων (Επίσκοπος Καρπασίας, ναός, εορτάζεται στις 24 Ιανουαρίου).
230. Φιλωνίδης (Επίσκοπος Κουρίου, 3ος αι., εορτάζεται στις 30 Αυγούστου).
231. Φυλάριος (Επίσκοπος Πάφου κατά Λ. Μαχαιρά).
232. Φιλούμενος Νεομάρτυς (μαρτύρησε το 1979, εορτάζεται στις 29 Νοεμβρίου).
233. Φωκάς (άγνωστα τα στοιχεία του, με διάφορους ναούς στο όνομά του).
234. Φωκίων (μαθητής του Ιλαρίωνα του Μεγάλου).
235. Φωτού ή Φωτεινή (σπήλαιο και ναός στον Άγ. Ανδρόνικο. Εορτάζεται στις 2 Αυγούστου).
236. Φωτεινός (άγνωστα τα στοιχεία του).
237. Φώτιος (ασκητής παρά το χωριό Αθηαίνου. Εορτάζεται στις 18 Ιουλίου).
238. Χαρέτης ή Χαρίτων (ασκητής παρά το χωριό Αξύλου της Πάφου).
239. Χριστόφορος (ένας εκ των 300» από Παλαιστίνη, ασκητής παρά το χωριό Κοφίνου).
240. Χριστόφορος (ασκητής παρά το χωριό Κούρδακας, Πάφος. Εκ των «300»).






131. Ιούλιος (Επίσκοπος Πάφου, 4ος αι).

Πέμπτη 22 Σεπτεμβρίου 2011

ΠΑΡΑΚΛΗΤΙΚΟΣ ΚΑΝΩΝ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΤΟΥ ΚΟΥΡΣΚ

Καθηγητοῦ Ἀντωνίου Μάρκου
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
 Ὁ παρών Παρακλητικός Κανών πρός τήν Παναγίαν τοῦ Κούρσκ, ἐποιήθη τῆ παρακλήσει τοῦ Ὁσιολογιωτάτου Μοναχοῦ π. Ἐφραίμ Ἰωάννου, τοῦ Ἱεροῦ Κελλίου Γεννήσεως Θεοτόκου - Παναγοῦδας, τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Φιλοθέου Ἁγίου Ὄρους. Εἰς τό κελλίον τοῦτο – εἰς τό ὁποῖον ἐγκαταβιεῖ μετά τοῦ πολυσεβάστου αὐτοῦ Γέροντος, Παν/του Ἱερομονάχου π. Ἰωσήφ - ἐναπόκειται ἀντίγραφον τῆς θαυματουργοῦ καί ἱστορικῆς αὐτῆς Εἰκόνος τῆς Θεοτόκου, τήν Ὁποίαν οἱ Πατέρες Ἰωσήφ καί Ἐφραίμ εὐλαβοῦνται ἰδιαιτέρως.

Ἡ Παναγία τοῦ Κούρσκ ἀνῆκει εἰς τόν εἰκονογραφικόν τύπον τοῦ Σημείου, τοῦ ὁποίου κατά τήν παράδοσιν τό πρωτότυπον εὑρέθη εἰς τήν Ρώμην, εἰς τήν Κατακόμβην τῆς ἁγ. Ἄννης (πρόκειται διά τόν εἰκονογραφικόν τύπον τῆς Βυζαντινῆς Πλατυτέρας). Πέριξ τῶν ἱερῶν προσώπων τοῦ Κυρίου καί τῆς Θεοτόκου, εἰκονίζονται ἑννέα Προφήται καί ἄνωθεν ὁ Παλαιός τῶν Ἡμερῶν. 
Ἡ Εἰκών τοῦ Κούρσκ εἶναι ἀντίγραφον παλαιοτέρας εἰκόνος ἡ ὁποία εὑρέθη εἰς τό Νόβγκοροντ τό 1170, τῆς ἐπονομαζομένης «τῆς ρίζης», ἐπειδή εὑρέθη εἰς τήν ρίζαν ἑνός δένδρου ἀπό ἕναν κυνηγό. Εἰς τό σημεῖον τῆς Εὑρέσεως ἀνηγέρθη ἀμέσως ξύλινος ναός, τόν ὁποῖον ὅμως κατέστρεψαν οἱ Τάταροι τό 1382, ἀφοῦ προηγουμένως ἐτεμάχισαν τήν εἰκόνα εἰς τά δύο καί ἐβασάνισαν φρικτῶς τόν ἐφημέριον. Τό ἔτος 1597 ἱδρύθη εἰς τό σημεῖον τῆς Εὑρέσεως τό περίφημον διά τήν πνευματικότητα τῶν μοναχῶν του Ἐρημητήριον τοῦ Κούρσκ Ρούτ (τό γνωστόν Κορέναγια Πουστίν).
Εἰς τά πρῶτα θαύματα τῆς Παναγίας τοῦ Κούρσκ περιλαμβάνεται ἡ θαυμαστή ἕνωσις τῶν δύο τμημάτων τῆς Εἰκόνος! Μεταξύ τῶν θαυμάτων Της περιλαμβάνεται ἐπίσης καί ἡ διάσωσις τοῦ Νόβγκοροντ ἀπό ἐπίθεσιν τοῦ Πσκώφ (ἦτο ἡ περίοδος τῶν ἐμφυλίων πολέμων μεταξύ τῶν διαφόρων Ρωσικῶν πόλεων - ἡγεμονιῶν). Τότε ἡ Εἰκόνα τοῦ Σημείου, λιτανευομένη ἐπί τῶν τειχῶν τῆς πόλεως, ἐπλήγη ἀπό ἐχθρικόν βέλος καί θαυματουργικῶς ἔρευσεν αἷμα! 
Εἰς τήν ἱστορικήν πορείαν ἡ Εἰκών ἐκαλύφθη ὑπό τῶν πιστῶν μέ πολύτιμον κάλλυμα σμάλτου, γαλάζιου χρώματος, ἀπό τό ὁποῖον ἔλαβε τήν προσωνυμίαν «Ἡ Γαλάζια Πανα-γία».
Εὑρέως γνωστή εἶναι καί ἡ θεραπεία τοῦ ἁγ. Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ (τόν 18ο αἰ.), ὅταν ἀρρώστησε βαριά κατά τήν παιδική του ἡλικία. Μέ τήν Παναγίαν τοῦ Κούρσκ συνδέεται ἐπίσης ἕνα τῶν θαυμάτων τῆς Ὁσίας Ξένης τῆς διά Χριστόν Σαλῆς. Τέλος τό ἔτος 1966, ἐκοιμήθη γονατιστός ἐνώπιόν Της, εἰς τό Σιάτλ τῶν Ἡνωμένων Πολιτειῶν (ὅπου εἶχεν μεταφερθεῖ χάριν εὐλογίας τῶν πιστῶν), ὁ Ἀρχιεπίσκοπος τοῦ Ἁγίου Φραγκίσκου Ἰωάννης Μαξίμοβιτς (τό ἔτος 1993 τό Λείψανον τοῦ ἀρχιεπ. Ἰωάννου ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορον καί τό ἑπόμενον ἔτος 1994 ἡ ὑπό τόν Μητροπολίτην Βιτάλιον Ἱερά Σύνοδος τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας τῆς Διασπορᾶς διεκήρυξε τήν ἁγιότητά του).
Ἡ Παναγία τοῦ Κούρσκ ὀνομάζεται καί «Ὁδηγήτρια τῆς Ρωσικῆς Διασπορᾶς». Μετά τήν Ἐπανάστασιν τοῦ 1917 ἠκολούθησε τήν πορείαν τῶν αὐτοεξορίστων Ρώσων προσφύγων, ἀρχικῶς εἰς τό Κάρλοβιτς τῆς Σερβίας, εἰς τήν συνέχειαν εἰς τό Μόναχον (Μονή ἁγ. Ἰώβ τοῦ Ποτσάεφ) καί τελικῶς εἰς τήν Νέαν Ὑόρκην (πρῶτον εἰς τήν Μονήν Νέα Κορέναγια καί ἔπειτα εἰς τόν Συνοδικόν Καθεδρικόν Ναόν, ὅπου καί σήμερον φυλάσσεται).
Τιμᾶται τρεῖς τοῦ ἔτους, τήν 3η Μαρτίου, τήν 8η Σεπτεμβρίου καί τήν 27η Νοεμβρίου.

Ὁ παρών Παρακλητικός Κανών ἔχει ὡς πρότυπον τόν ἡμέτερον Παρακλητικόν Κανόνα εἰς τήν Παναγίαν τοῦ Καζάν.

Ἐπικαλούμενος τάς λιτάς τῆς κατά χάριν Μητρός μας Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ὑπέρ φωτισμοῦ καί σωτηρίας τῆς εὐτελείας μου καί τῶν εὐλαβῶν προσκυνητῶν Της, ταπεινῶς κλίνω γόνυ ψυχῆς καί σώματος ἐνώπιον τῆς Εἰκόνος Της τοῦ Κούρσκ, τήν ὁποίαν ἡ χάρις Της οἰκονόμησε νά κατασπάζονται καθημερινῶς εἰς τό Παρεκκλήσιον τοῦ Κελλίου των οἱ φίλοι Πατέρες, δεόμενοι ὑπέρ πάντων τῶν ὀρθοδόξως τιμώντων Αὐτήν καί Ταύτην ἐπικαλουμένων.

 

Καθηγητής Ἀντώνιος Μάρκου

Δεκαπενταύγουστος 2011
     Τρίκαλα  Κορινθίας

ΠΑΡΑΚΛΗΤΙΚΟΣ ΚΑΝΩΝ
ΕΙΣ ΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑΝ ΤΟΥ ΚΟΥΡΣΚ

Ποίημα Ἀντωνίου Μάρκου

Ὁ Ἱερεύς ἄρχεται τῆς Παρακλήσεως μέ τήν δοξολογικήν ἐκφώνησιν:
Εὐλογητός ὁ Θεός ἡμῶν, πάντοτε, νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων.

Ὁ χορός: Ἀμήν.

Ἤ μή ὑπάρχοντος Ἱερέως, ἡμεῖς τό:
Δι’ εὐχῶν τῶν Ἁγίων Πατέρων ἡμῶν, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ὁ Θεός, ἐλέησον καί σῶσον ἡμᾶς, Ἀμήν.

Ψαλμός ρμβ’ (142).
Κύριε εἰσάκουσον τῆς προσευχῆς μου, ἐνώτισαι τήν δέησίν μου ἐν τῆ ἀληθείᾳ Σου, εἰσάκουσον μου ἐν τῆ δικαιοσύνῃ Σου καί μή εἰσέλθης εἰς κρίσιν μετά τοῦ δούλου Σου, ὅτι οὐ δικαιωθήσεται ἐνώπιόν Σου, πᾶς ζῶν. Ὅτι κατεδίωξεν ὁ ἐχθρός τήν ψυχήν μου, ἐταπείνωσεν εἰς γῆν τήν ζωήν μου. Ἐκάθισέ με ἐν σκοτεινοῖς, ὡς νεκρούς αἰῶνος καί ἠκηδιάσεν ἐπ’ ἐμέ τό πνεῦμα μου, ἐν ἐμοί ἐταράχθη ἡ καρδία μου. Ἐμνήσθην ἡμερῶν ἀρχαίων, ἐμελέτησα ἐν πᾶσι τοῖς ἔργοις Σου, ἐν ποιήμασι τῶν χειρῶν Σου ἐμελέτων. Διεπέτασα πρός Σέ τάς χείρας μου, ἡ ψυχή μου ὡς γῆ ἄνυδρός Σοι. Ταχύ εἰσακουσόν μου, Κύριε, ἐξέλιπε τό πνεῦμα μου. Μή ἀποστρέψης τό πρόσωπόν Σου ἀπ’ ἐμοῦ καί ὁμοιωθήσομαι τοῖς καταβαίνουσιν εἰς λάκκον. Ἀκουστόν ποίησόν μου τό πρωΐ τό ἔλεός Σου, ὅτι ἐπί Σοί ἤλπισα. Γνώρισόν μοι, Κύριε, ὁδόν ἐν ἧ πορεύσομαι, ὅτι πρός Σέ ἦρα τήν ψυχήν μου. Ἐξελοῦ με ἐκ τῶν ἐχθρῶν μου, Κύριε, πρός Σέ κατέφυγον, δίδαξόν με τοῦ ποιεῖν τό θέλημα Σου, ὅτι Σύ εἶ ὁ Θεός μου. Τό Πνεῦμα Σου τό ἀγαθόν ὁδηγήσει με ἐν γῆ εὐθείᾳ, ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός Σου, Κύριε, ζήσεις με. Ἐν τῆ δικαιοσύνῃ Σου ἐξάξεις ἐκ θλίψεως τήν ψυχήν μου καί ἐν τῶ ἐλέει Σου ἐξολοθρεύσεις τούς ἐχθρούς μου. Καί ἀπολεῖς πάντας τούς θλίβοντας τήν ψυχήν μου, ὅτι ἐγώ δοῦλος Σου εἰμί.

Καί εὐθύς ψάλλεται τετράκις ἐξ’ ὑπαμοιβῆς, μετά τῶν οἰκείων στίχων:
Θεός Κύριος καί ἐπέφανεν ἡμῖν, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου.
Στίχ. α’. ξολολογεῖσθε τῶ Κυρίῳ καί ἐπικαλεῖσθε τό ὄνομα τό Ἅγιον Αὐτοῦ.
Θεός Κύριος καί ἐπέφανεν ἡμῖν…
Στίχ. β’. Πάντα τά ἔθνη ἐκύκλωσάν με καί τό ὀνόματι Κυρίου ἠμυνάμην αὐτούς.
Θεός Κύριος καί ἐπέφανεν ἡμῖν…
Στίχ. γ’. Παρά Κυρίου ἐγένετο αὕτη καί ἔστι θαυμα-στή ἐν ὀφθαλμοῖς ἡμῶν.
Θεός Κύριος καί ἐπέφανεν ἡμῖν…

Εἶτα τά παρόντα Τροπάρια.
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθείς ἐν τῶ Σταυρῶ.
Τῆ τοῦ Κούρσκ τῆς Θεοτόκου Εἰκόνι, οἱ ἐν κινδύνοις, ἀλγηδόσι καί πόνοις ὑπάρχοντες, προσπίπτωμεν ἐν πίστει πολλῆ, Δέσποινα βοήθησον ἐκβοῶντες ἐν τάχει, τόν ζυγόν τῆς θλίψεως ἀφ’ ἡμῶν ἀραμένη. Σέ γάρ μητέρα ὁμολογοῦμεν, Ἀγαθή, καί τῆ Σῆ σκέπῃ ὡς νήπια σπεύδομεν.

Δόξα… Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῆ σεπτῆ Σου Εἰκόνι τῆ τοῦ Κούρσκ νῦν προσπίπτωμεν, κλίνοντες τό γόνυ, Παρθένε, τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος, δεόμενοι ἀντιλήψεως, Ἁγνή, πρεσβείαις πρός Υἱόν Σου καί λιταῖς. Ἵνα τύχωμεν, Παρθένε, τῆς παρ’ Αὐτοῦ πλημελημάτων ἀφέσεως. Δόξα τοῖς μεγαλείοις Σου, Σεμνή, δόξα τοῖς θαυμασίοις Σου, δόξα ὑπερβαλόντως, Κόρη, τῆ δυναστείᾳ Σου.

Καί νῦν… Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθείς ἐν τῶ Σταυρῶ.
Τῆ Θεοτόκῳ ὡς μητρί ἐκβοῶμεν, οἱ τυραννούμενοι ἐχθροῦ δυναστείᾳ, τῆ θεϊκῆ Σου σκέπασον ἀγάπῃ ἡμᾶς. Σπεῦσον, Κόρη, ῥύσασθαι τῶν τοῦ Βελίαρ παγίδων καί τῆς καταθλίψεως καί τῆς δαιμόνων μανίας. Σοῦ γάρ ὑπάρχει Εἰκών ἡ ἐν τῶ Κούρσκ, ἡμῶν προστάτις, σκέπη τε καί ἀντίληψις.

Ψαλμός ν’ (50).
λέησόν με, ὁ Θεός, κατά τό μέγα ἔλεός Σου καί κατά τό πλῆθος τῶν οἰκτηρμῶν Σου, ἐξάλειψον τό ἀνόμημά μου. Ἐπί πλεῖον πλῦνόν με ἀπό τῆς ἀνομίας μου καί ἀπό τῆς ἁμαρτίας μου καθάρισόν με. Ὅτι τήν ἀνομίαν μου ἐγώ γινώσκω καί ἡ ἁμαρτία μου ἐνώπιόν μου ἐστι διά παντός. Σοί μόνῳ ἥμαρτον καί τό πονηρόν ἐνώπιόν Σου ἐποίησα, ὅπως ἄν δικαιωθῆς ἐν τοῖς λόγοις Σου καί νικήσῃς ἐν τῶ κρίνεσθαί Σε. Ἰδοῦ γάρ ἐν ἀνομίαις συνελήφθην καί ἐν ἁμαρτίαις ἐκίσσησέ με ἡ μήτηρ μου. Ἰδοῦ γάρ ἀλήθειαν ἠγάπησας, τά ἄδηλα καί τά κρύφια τῆς σοφίας Σου ἐδήλωσάς μοι. Ῥαντιεῖς μέ ὑσσώπῳ καί καθαρισθήσομαι, πλυνεῖς με καί ὑπέρ χιόνα λευκανθήσομαι. Ἀκουτιεῖς μοι ἀγαλλίασιν καί εὐφροσύνην, ἀγαλλιάσονται ὀστέα τεταπεινωμένα. Ἀπόστρεψον τό πρόσωπόν Σου ἀπό τῶν ἁμαρτιῶν μου καί πάσας τάς ἀνομίας μου ἐξάλειψον. Καρδίαν καθαράν κτίσον ἐν ἐμοί ὁ Θεός καί πνεῦμα εὐθές ἐγκαίνισον ἐν τοῖς ἐγκάτοις μου. Μή ἀπορρίψῃς με ἀπό τοῦ προσώπου Σου καί τό Πνεῦμα Σου τό Ἅγιον μή ἀντανέλῃς ἀπ’ ἐμοῦ. Ἀπόδος μοι τήν ἀγαλλίασιν τοῦ σωτηρίου Σου καί πνεύματι ἡγεμονικῶ στήριξόν με. Διδάξω ἀνόμους τάς ὁδούς Σου καί ἀσεβεῖς ἐπί σέ ἐπιστρέψουσιν. Ῥῦσαι με ἐξ αἱμάτων ὁ Θεός, ὁ Θεός τῆς σωτηρίας μου, ἀγαλλιάσεται ἡ γλῶσσα μου τήν δικαιοσύνην Σου. Κύριε, τά χείλη μου ἀνοίξεις καί τό στόμα μου ἀναγγελεῖ τήν αἴνεσίν Σου. Ὅτι, εἰ ἠθέλησας θυσίαν, ἔδωκα ἄν, ὁλοκαυτώματα οὐκ εὐδοκήσεις. Θυσίᾳ τῶ Θεῶ πνεῦμα συντετριμμένον, καρδίαν συντετριμμένην καί τεταπεινωμένην ὁ Θεός οὐκ ἐξουδενώσει. Ἀγάθυνον, Κύριε, ἐν τῆ εὐδοκίᾳ Σου τήν Σιών καί οἰκοδομηθήτω τά τείχη Ἱερουσαλήμ. Τότε εὐδοκήσεις θυσίαν δικαιοσύνης, ἀναφοράν καί ὁλοκαυτώματα. Τότε ἀνοίσουσιν ἐπί τῶ θυσιαστήριόν Σου μόσχους.

Εἶτα ψάλλομεν ἐξ ὑπαμοιβῆς, πραείᾳ τῆ φωνῆ καί ἐν εὐλαβείᾳ, τόν παρόντα Κανόνα, οὗ ἡ ἀκροστιχίς «ΕΙΚΟΝΙ ΤΗ ΤΟΥ ΚΟΥΡΣΚ ΠΡΟΣΠΙΠΤΩ. ΑΝΤΩΝΙΟΣ».

Ὠδή α’. Ἦχος πλ. δ’. Ὁ Εἱρμός. Ὑγράν διοδεύσας.
Ὑπεραγία Θεοτόκε σῶσον ἡμᾶς.
Εἰκόνι Σου τῆ θείᾳ, τῆ ἐν τῶ Κούρσκ προσπίπτωμεν, Κόρη, Θεοπόθητε Μαριάμ, καί δι’ αὐτῆς Σοί τάς ἱκεσίας, ὡς εἰς μητέρα προσφέρομεν, Δέσποινα.

Ὑπεραγία Θεοτόκε σῶσον ἡμᾶς.
δεῖν τοῦ Υἱοῦ Σου τήν φοβεράν ἡμέραν, Παρθένε, καταξίωσον Σαῖς λιταῖς καί Τοῦτον ἐν ὄμματι συμπαθείας, Σαῖς ἱκεσίαις κατάστησον βλέποντα.

Δόξα…
Κυρία Παρθένε τό τῆς ἐμῆς ψυχῆς δεινόν ἄλγος καί τόν πόνον καί τήν φθοράν ἀπέλασον καί τήν ἁμαρτίαν, τήν ταῦτα πάντα ἐμοί προκαλέσαντα.

Καί νῦν…
δόν μετανοίας καί ἐπιστροφῆς βαδίζοντα, Κόρη, εὕροιμι θάνατος Σαῖς λιταῖς, Σοῦ δέομαι καί πρός τόν Υἱόν Σου, Σύ μέ ὁδήγησον ὡς Ὁδηγήτρια.

Ὠδή γ’. Ὁ Εἱρμός. Οὐρανίας ἀψίδος.
Ὑπεραγία Θεοτόκε σῶσον ἡμᾶς.
Ναῶ, Παρθένε, τεμένει τῶ ἐν Ὑόρκῃ ὑπάρχοντα, ἐν ὅ ἡ Σῆ Εἰκών ἡ ἁγία ἀποθησαύρισται, πλήθη προσφεύγουσιν τῶν Ὀρθοδόξων, κακεῖσε τήν δέησιν προσφέρουσι, Σοί τῆ Μητρί ἡμῶν.

Ὑπεραγία Θεοτόκε σῶσον ἡμᾶς.
δε, Κόρη Ἁγία, τούς τῆ Εἰκόνι Σου σπεύδοντας καί δεινοῦ ἄλγους καί λύπης ἡμᾶς ἀπάλλαξον, τούς τῆ Σῆ χάριτι γονυκλινῶς αἰτουμένοις, πρόφθασον, ἀπάλλαξον ἡμᾶς πρεσβείαις Σου.

Δόξα…
Τῆς μορφῆς Σου τῆς θείας τῆς ἐν τῶ Κούρσκ τῶ ἐκτυπώματι, σπεύδομεν οἱ ἐν θλίψεσι πάντες καί ἐν βασάνοις ὑπάρχοντες, αὐτῶ γάρ δέδοκας πλουσίαν τήν Σήν χάριν, ἧν ἡμῖν ἐπόμβρισον, Ἁγία Δέσποινα.

Καί νῦν…
μεῖς πάντες, Παρθένε, τῆ μεσιτείᾳ Σου σπεύδομεν, αἰτούμενοι τυχεῖν βοηθείας καί ἀντιλήψεως. Ἄρον τό βάρος ἡμῶν ἀπό ψυχῆς, Θεοτόκε, ἵνα ἀνυμνοῦμεν Σε, Κυρία Κούρσκαγια.

Διάσωσον, τούς Σύ προσπίπτοντας πόθῳ, Κούρσκαγια Μητροπάρθενε Κόρη, εἰκόνι Σου γάρ τῆ σεπτῆ ἐπισκιάζει ἀφθόνως ἡ Σῆ χάρις.
πίβλεψον ἐν εὐμενείᾳ, Πανύμνητε Θεοτόκε, ἐπί τήν ἐμήν χαλεπήν τοῦ σώματος κάκωσιν καί ἴασαι τῆς ψυχῆς μου τό ἄλγος.

Ὁ Ἱερεύς τήν κάτωθι δέησιν, ἡμῶν ψαλλόντων τό Κύριε ἐλέησον δωδεκάκις:
λέησον ἡμᾶς, ὁ Θεός, κατά τό μέγα ἔλεός Σου, δεόμεθά Σου, ἐπάκουσον καί ἐλέησον.
Ἔτι δεόμεθα, ὑπέρ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου ἡμῶν (δεῖνος) καί πάσης τῆς ἐν Χριστῶ ἡμῶν ἀδελφότητος.
Ἔτι δεόμεθα, ὑπέρ ἐλέους, ζωῆς, εἰρήνης, ὑγείας, σωτηρίας, ἐπισκέψεως, συγχωρήσεως καί ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν, πάντων τῶν εὐσεβῶν καί Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν.
Ἔτι δεόμεθα καί ὑπέρ τῶν δούλων τοῦ Θεοῦ… (καί μνημονεύονται τά ὀνόματα τῶν ὑπέρ ὧν ἡ Ἱερά Παράκλησις τελεῖται).
Ὅτι ἐλεήμων καί φιλάνθρωπος Θεός ὑπάρχεις καί Σοί τήν δόξαν ἀναπέμπομεν, τῶ Πατρί καί τῶ Υἱῶ καί τῶ Ἁγίῳ Πνεύματι, νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων.

Ὁ χορός. μήν.

Κάθισμα. Ἦχος β’. Τά ἄνω ζητῶν.
Τοῦ Κούρσκ τῆ σεπτῆ Εἰκόνι νῦν προσπίπτωμεν, οἱ ἐν πόνοις ψυχῆς καί θλίψεσι ὑπάρχοντες καί δι’ αὐτῆς αἰτούμεθα τῆς Θεοτόκου τό ἄμετρον ἔλεος καί τήν ταχεῖαν Ταύτης συνδρομήν καί τήν βεβαίαν Αὐτῆς ἀντίληψιν.

Ὠδή δ’. Ὁ Εἱρμός. Εἰσακήκοα Κύριε.
Ὑπεραγία Θεοτόκε σῶσον ἡμᾶς.
Τῆς Ῥωσίας προστάτιδα, Ὀρθοδόξων πάντων τήν ἀντιλήπτορα καί τήν κόσμου χαρᾶς πρόξενον, Παναγία Σέ κηρύττομεν.

Ὑπεραγία Θεοτόκε σῶσον ἡμᾶς.
λος ἐν βορβόρῳ νῦν, τόν τῆς ἁμαρτίας, ὡς κύων εὕροιμι καί ἐκεῖσε κυλιώμενος, τοῦ ἐλέους Σου τυγχάνω ἀνεπίδεκτος.

Δόξα…
μνον καί τήν δέησιν τήν πρός Σέ, Παρθένε, μή ὑπερείδης μου, ἀλλά σπεῦσον ὡς φιλόστοργος Ἄνασσα καί ἐλέησον τόν κάμνοντα.

Καί νῦν…
Κούρσκ τό ἐκτυπώματι τῆς Παρθένου, πάντες τά νῦν προσπίπτωμεν οἱ ἐν θλίψεσι, αἰτούμενοι ἄλγους ψυχικοῦ τήν ἀπολύτρωσιν.

Ὠδή ε’. Ὁ Εἱρμός. Φώτισον ἡμᾶς.
Ὑπεραγία Θεοτόκε σῶσον ἡμᾶς.
μβρισον ἡμῖν γλυκασμόν ἐλέους Κύριε, ταῖς πρεσβείαις τῆς Ἀχράντου Σου Μητρός, ὅτι Ταύτην Σύ προβάλλομεν μεσήτριαν.

Ὑπεραγία Θεοτόκε σῶσον ἡμᾶς.
ψωσον, Χριστέ, Ἐκκλησίας τήν παράταξιν, Σῆς Μητρός ἐπικαμπτόμενος θερμαῖς μεσιτείαις καί πρεσβείαις καί δεήσεσι.

Ὑπεραγία Θεοτόκε σῶσον ἡμᾶς.
ῦσαι πειρασμῶν καί κακώσεων Φιλάνθρωπε, τῆς Μητρός Σου ἐπικαπτόμενος, Σωτήρ, τῆ πρεσβείᾳ, ὅτι Αὐτῆ νῦν καταφεύγωμεν.

Δόξα…
Σπεῦσον πρός ἡμᾶς φιλανθρώπως, Ἐλεῆμον Κύριε, μεσιτείᾳ τῆς Πανάγνου καί λιταῖς, τῆ τοῦ Κούρσκ γάρ Αὐτῆς εἰκόνι νῦν προσπίπτωμεν.

Καί νῦν…
Κέρας εὐσεβῶν Ὀρθοδόξων νῦν ἀνύψωσον, τῶν αἱρέσεων συντρίβων τήν ἰσχύν, τῆς Μητρός Σου τῆς Ἀχράντου ταῖς δεήσεσι.

Ὠδή στ’. Ὁ Εἱρμός. Τήν δέησιν.
Ὑπεραγία Θεοτόκε σῶσον ἡμᾶς.
Παντοίων με πόνων ψυχῆς ἀπάλλαξον καί κακώσεων, τραυμάτων τε, Παρθένε, τῆ τοῦ Κούρσκ γάρ τῆ Εἰκόνι προσπίπτων, τήν παρά Σοῦ αἰτοῦμαι βοήθειαν καί Σέ θαυμάτων τήν πηγήν ὁμολογῶ καί κηρύττω, Πανύμνητε.

Ὑπεραγία Θεοτόκε σῶσον ἡμᾶς.
ωσίας τε καί Ὀρθοδόξων ἁπάντων, τά Σά θαυμάσια κηρύσσουσι προστάτην καί τριχομένων κακίαις παντοίαις καί ὀχλουμένων Βελίαρ προσκρούσεσι καί πάντων τῶν ἐν συμφοραῖς, μόνη βοήθεια πέλεις, Θεόνυμφε.

Δόξα…
ρμησον τήν ψυχήν μου, Παρθένε, εἰς λιμένα ἀσφαλῆ σωτηρίας ταῖς Σαῖς θερμαῖς πρός Θεόν ἱκεσίαις καί τῆ πρεσβείᾳ Σου τήρησον ἄτρωτον καί ἐπί πέτραν ἀσφαλῆ τῆς πρός Υἱόν Σου πίστεως, Ἄχραντε.

Καί νῦν…
Συμπνίγομαι ταῖς τοῦ βίου πάθεσι τοῖς ἀκαθάρτοις, ἅ μολύνουσι, Μήτερ, τήν ἐν ἐμοί τοῦ Κυρίου εἰκόνα, ἀλλά Σύ δέομαι, Κόρη, ἀποκάθαρον, ταῖς δάκρυσι καί στεναγμοῖς, ἅ δώρησαί μοι, Παρθένε, καί σῶσον με.

Διάσωσον, τούς Σύ προσπίπτοντας ἐκ πόθου, Κούρσκαγια Μητροπάρθενε Κόρη, εἰκόνι Σου γάρ τῆ σεπτῆ ἐπισκιάζει ἀφθόνως ἡ Σῆ χάρις.
χραντε, ἡ διά λόγου τόν Λόγον ἀνερμηνεύτως, ἐπ’ ἐσχάτων τῶν ἡμερῶν τεκοῦσα, δυσώπησον, ὡς ἔχουσα μητρικήν παρρησίαν.

Ὁ Ἱερεύς μνημονεύει ὡς δεδήλωται, ἡμῶν ψαλλόντων τό Κύριε ἐλέησον δωδεκάκις καί μετά τήν ἐκφώνησιν:

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Τήν ὡραιότητα.
Παρθένῳ Κούρσκαγιᾳ τά νῦν προσπίπτωμεν, ὠδαῖς, δεήσεσι Αὐτήν καλούμενοι, εἰς τήν βοήθειαν ἡμῶν τῶν θλίψεσι ὀχλουμένων. Σπεῦσον, Μῆτερ, πρόφθασον τήν ὀργήν τοῦ Παντάνακτος, Αὐτῶ γάρ ἁμαρτάνομεν καί δεινῶς παροργίζομεν. Εὐσπλάχνως οὗν ἐπίβλεψον, Ἁγνή, ἐπί λαόν ἀσεβοῦντα καί ἐλέησον.

Καί εὐθύς τό Προκείμενον
Μνησθήσομαι τοῦ ὀνοματός σου ἐν πάσῃ γενεᾶ καί γενεᾶ. (Δίς).
Στίχ. κουσον, Θύγατερ, καί ἴδε καί κλῖνον τό οὗς Σου καί ἐπιλάθου τοῦ λαοῦ Σου καί τοῦ οἴκου τοῦ πατρός Σου καί ἐπιθυμήσει ὁ Βασιλεύς τοῦ κάλλους Σου.
Μνησθήσομαι τοῦ ὀνόματός σου ἐν πάσῃ γενεᾶ καί γενεᾶ.

Ὁ Ἱερεύς: Καί ὑπέρ τοῦ καταξιωθῆναι ἡμᾶς τῆς ἀκροάσεως τοῦ ἁγίου Εὐαγγελίου, Κύριον τόν Θεόν ἡμῶν ἱκετεύσωμεν.

Ὁ χορός: Κύριε ἐλέησον (γ’).

Ὁ Ἱερεύς: Σοφία. Ὀρθοί ἀκούσωμεν τοῦ ἁγίου Εὐαγγελίου. Εἰρήνη πᾶσι.

Ὁ χορός: Καί τῶ πνεύματί σου.

Ὁ Ἱερεύς: κ τοῦ κατά Λουκᾶν ἁγίου Εὐαγγελίου, τό ἀνάγνωσμα. Σοφία, πρόσχωμεν.

Ὁ χορός: Δόξα Σοι, Κύριε, δόξα Σοι.

ν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, ἀναστᾶσα Μαριάμ, ἐπορεύθη εἰς τήν Ὀρεινήν μετά σπουδῆς, εἰς πόλιν Ἰοῦδα. Καί εἰσῆλθεν εἰς τόν οἶκον Ζαχαρίου καί ἠσπάσατο τήν Ἐλισάβετ. Καί ἐγένετο, ὡς ἤκουσεν Ἐλισάβετ τόν ἀσπασμόν τῆς Μαρίας, ἐσκίρτησε τό βρέφος ἐν τῆ κοιλίᾳ αὐτῆς. Καί ἐπλήσθη Πνεύματος Ἁγίου ἡ Ἐλισάβετ καί ἀνεφώνησε φωνῆ μεγάλῃ καί εἶπεν. Εὐλογημένη σύ ἐν γυναιξί καί εὐλογημένος ὁ καρπός τῆς κοιλίας σου. Καί πόθεν μοι τοῦτο, ἵνα ἔλθῃ ἡ μήτηρ τοῦ Κυρίου μου πρός με; Ἰδού γάε, ὡς ἐγένετο ἠ φωνή τοῦ ἀσπασμοῦ σου εἰς τά ὦτά μου, ἐσκίρτησε τό βρέφος ἐν ἀγαλλιάσει ἐν τῆ κοιλίᾳ μου. Καί μακαρία ἡ πιστεύσασα, ὅτι ἔσται τελείωσις τοῖς λελαλημένοις αὐτῆ παρά Κυρίου. Καί εἶπε Μαριάμ. Μεγαλύνει ἡ ψυχή μου τόν Κύριον καί ἠγαλλίασε τό πνεῦμα μου ἐπί τῶ Θεῶ τῶ σωτῆρί μου. Ὅτι ἐπέβλεψεν ἐπί τήν ταπείνωσιν τῆς δούλης Αὐτοῦ. Ἰδού γάρ ἀπό τοῦ νῦν μακαριοῦσί με πᾶσαι αἱ γενεαί. Ὅτι ἐποίησέ μοι μεγαλεῖα ὁ Δυνατός καί ἅγιον τό ὄνομα Αὐτοῦ. Ἔμεινε δέ Μαριάμ σύν αὐτῆ ὡσεί μῆνας τρεῖς καί ὑπέστρεψεν εἰς τόν οἶκον αὐτῆς.

Ὁ χορός: Δόξα Σοι, Κύριε, δόξα Σοι.

Δόξα. Ἦχος β’.
Ταῖς τῆς Θεοτόκου πρεσβείαις, Ἐλεῆμον, ἐξάλειψον τά πλήθη τῶν ἐμῶν ἐγκλημάτων.

Καί νῦν.
Κούρσκαγιας πρεσβείαις, λιταῖς τε, Ἐλεῆμον, ἐξάλειψον τά πλήθη τῶν ἐμῶν ἐγκλημάτων.

Στίχ. λεῆμον, ἐλέησόν με ὁ Θεός κατά τό μέγα ἔλεός Σου καί κατά τό πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν Σου ἐξάλειψον τό ἀνόμημά μου.

Ἦχος πλ. β’. Ὅλην ἀποθέμενοι.
Πᾶσαν τήν ζωήν ἡμῶν ὑπό τήν σκέπην Σου, Μῆτερ, καί τήν Σήν ἀντίληψιν καί τῆ μεσιτείᾳ Σου ἀναθέμεθα. Φιλανθρώπως, Δέσποινα, ἔπαρον τάς χεῖρας τῶ Υἱῶ Σου καί μεσίτευσον, ὑπέρ λαοῦ ἀγνώμονος καί Αὐτόν δεινῶς παροργίζοντος. Κούρσκαγια Κόρη, Εἰκόνι τῆ ἁγίᾳ Σου τά νῦν, σύν Σεραφείμ Σάρωφ πίπτομεν καί Αὐτῆ δεόμεθα.

Εὐθύς ἐκφωνεῖται ὑπό τοῦ Ἱερέως ἡ λιτανευτική ἱκεσία:
Σῶσον ὁ Θεός τόν λαόν Σου καί εὐλόγησον τήν κληρονομίαν Σου. Ἐπίσκεψαι τόν κόσμον Σου ἐν ἐλέει καί οἰκτιρμοῖς, ὕψωσον κέρας Χριστιανῶν Ὀρθοδόξων καί κατάπεμψον ὑμῖν τά ἐλέη Σου τά πλούσια.
Πρεσβείαις τῆς Παναχράντου Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καί Ἀειπαρθένου Μαρίας, Ἧς τήν Εἰκόνα τοῦ Κούρσκ τιμῶμεν.
Δυνάμει τοῦ Τιμίου καί Ζωοποιοῦ Σταυροῦ.
Προστασίαις τῶν Τιμίων, Ἐπουρανίων Δυνάμεων Ἀσωμάτων.
Ἱκεσίαις τοῦ Τιμίου, Ἐνδόξου Προφήτου Προδρόμου καί Βαπτιστοῦ Ἰωάννου.
Τῶν Ἁγίων Ἐνδόξων καί Πανευφήμων Ἀποστόλων.
Τῶν ἐν Ἁγίοις Πατέρων ἡμῶν, Μεγάλων Ἱεραρχῶν καί Οἰκουμενικῶν Διδασκάλων: Βασιλείου τοῦ Μεγάλου, Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καί Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου. Ἀθανασίου καί Κυρίλλου, Ἰωάννου τοῦ Ἐλεήμονος, Πατριαρχῶν Ἀλεξανδρείας. Νικολάου Ἐπισκόπου Μύρων τῆς Λυκίας καί Σπυρίδωνος Ἐπισκόπου Τριμυθοῦντος, τῶν Θαυματουργῶν.
Τῶν ἁγίων, ἐνδόξων καί καλλινίκων Μαρτύρων.
Τῶν Ἁγίων ἐνδόξων Μεγαλομαρτύρων Γεωργίου τοῦ Τροπαιοφόρου, Δημητρίου τοῦ Μυροβλύτου, Θεοδώρου τοῦ Τήρωνος καί Θεοδώρου τοῦ Στρατηλάτου.
Τῶν ἁγίων Ἱερομαρτύρων Χαραλάμπους καί Ἐλευθερίου.
Τῶν Ὁσίων καί Θεοφόρων Πατέρων ἡμῶν.
(Τοῦ Ἁγίου τοῦ Ναοῦ, ἐφ’ ὅσον δέν ἐμνημονεύθη ἐν τοῖς ἄνω).
Τῶν Ἁγίων καί Δικαίων Θεοπατόρων Ἰωακείμ καί Ἄννης.
(Τῶν Ἁγίων τῆς ἡμέρας).
Καί πάντων Σου τῶν Ἁγίων.
Ἱκετεύομέν Σε, Μόνε Πολυέλεε Κύριε, ἐπάκουσον ἡμῶν τῶν ἁμαρτωλῶν δεομένων Σου καί ἐλέησον ἡμᾶς.

Ὁ χορός: Κύριε ἐλέησον (12).

Καί ἐπισφραγίζει ὁ Ἱερεύς μετά τῆς δοξολογικῆς ἐκφωνήσεως:

λέει καί οἰκτιρμοῖς καί φιλανθρωπίᾳ τοῦ Μονογενοῦς Σου Υἱοῦ, μεθ’ Οὗ εὐλογητός εἶ, σύν τῶ Παναγίῳ καί Ἀγαθῶ καί Ζωοποιῶ Σου Πνεύματι, νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων.

Ὁ χορός: μήν.

Καί ἀποπληροῦμεν τάς λοιπάς ὠδάς τοῦ Κανόνος:

Ὠδή ζ’. Ὁ Εἱρμός. Οἱ ἐκ τῆς Ἰουδαίας.
Ὑπεραγία Θεοτόκε σῶσον ἡμᾶς.
Πατρίδος Ἑλληνίδος μνήσθητι, Θεοτόκε, ὡς Πόλεως Κωνσταντίνου ποτέ. Ὑπέρμαχον γάρ ταύτης καί στρατηγόν ἐν πίστει Σέ ἐπιγράφεται ψάλουσσα. Ὁ τῶν Πατέρων ἡμῶν Θεός εὐλογητός εἶ.

Ὑπεραγία Θεοτόκε σῶσον ἡμᾶς.
ασαι τῆς ψυχῆς μου τόν πόνον, Παναγία, ἡ Ὀρθοδόξων προστάτης καί πρόμαχος, Σῆ γάρ προσπίπτω, Κόρη, τῆ Σῆ ἐπιστασίᾳ καί γηθοσύνως κραυγάζω Σοι. Ὁ τῶν Πατέρων ἡμῶν Θεός εὐλογητός εἶ.

Δόξα…
Πῦρ τό τῆς ἁμαρτίας, Παρθένε, τόν Σόν δοῦλον καταναλίσκει, πλήν σπεῦσον ῥυσθῆναι με. Κατάσβεσον τήν φλόγαν, εὐχαῖς πρός τόν Υἱόν Σου, ἵνα εὐγνωμόνως κραυζάγω Σοι. Ὁ τῶν Πατέρων ἡμῶν Θεός εὐλογητός εἶ.

Καί νῦν…
Τίμιος ἐναντίον Κυρίου τοῦ Ὁσίου ἀναδέδεικται θάνατος, Δέσποινα, Σεραφείμ τοῦ θείου, αὐτόν γάρ ἡ Εἰκών Σου ἡ τοῦ Κούρσκ ἐθεράπευσε ψάλλοντα. Ὁ τῶν Πατέρων ἡμῶν Θεός εὐλογητός εἶ.

Ὠδή η’. Ὁ Εἱρμός. Τόν Βασιλέα τῶν οὐρανῶν.
Ὑπεραγία Θεοτόκε σῶσον ἡμᾶς.
ραιοτάτη ἡ μορφή Σῆς Εἰκόνος, τῆς τοῦ Κούρσκ, εὐσυμπάθητε Κόρη, πρός ἧν τό γόνυ ψυχῆς κλίνωμεν πάντες.

Ὑπεραγία Θεοτόκε σῶσον ἡμᾶς.
νασσα Κόρη, τῆ τοῦ Κούρσκ Σῆ Εἰκόνι προσπεσόντες οἱ πιστοί ἀναβοῶμεν, σπεῦσον, Παρθένε, καί ἀπάλλαξον ἐν τάχει.

Δόξα…
Ναῶ Σου θείῳ τῶ ἐν Ὑόρκῃ, Θεοτόκε, χαίρουσα σπεύδει πληθύς τῶν Ὀρθοδόξων, τυχεῖν συγγνώμης, ἐλέους τε βοηθείας.

Καί νῦν…
Τῆς Βασιλείας, Παρθένε, τοῦ Υἱοῦ Σου τύχοιμεν πάντες Ὀρθόδοξοι ποθοῦμεν, Σῆ μεσιτείᾳ, δεήσι τε βοηθείᾳ.

Ὠδή θ’. Ὁ Εἱρμός. Κυρίως Θεοτόκον.
Ὑπεραγία Θεοτόκε σῶσον ἡμᾶς.
ραῖος κάλει πάντων ἀνθρώπων πέλει, Μῆτερ, ὁ Σός Υἱός πρός Ὅν τήν δέησιν ἔκχεε, ἵνα ῥυσθῶμεν διά Σοῦ κολάσεως τῆς γεέννης.

Ὑπεραγία Θεοτόκε σῶσον ἡμᾶς.
Νικῆσαι τοῦ Βελίαρ τάς μηχανάς, Παρθένε, Σῆ βοηθείᾳ ἐλπίζομεν πάντοτε, πρός Σόν Υἱόν ταῖς Σαῖς λιταῖς, δι’ ὧν βεβαίως οἱ πάντες σωζόμεθα.

Ὑπεραγία Θεοτόκε σῶσον ἡμᾶς.
ασαι τῆς ψυχῆς μου τό ἄλγος, Θεοτόκε, ὅτι συνθλίβει ἐντόνως τόν δοῦλον Σου καί δώρησαί μοι τήν χαράν, ἵνα ὑμνῶ Σε Πανύμνητε Κούρσκαγια.

Δόξα…
μματι εὐσπλαχνίας βλέψον ἡμῖν ἐν τάχει καί βοηθείας χεῖραν τοῖς δούλοις Σου ἔκτεινον, Σέ γάρ μητέρα ἡμῶν θείαν κηρύττομεν.

Καί νῦν…
Σάλον τόν τῆς ψυχῆς μου καί ἄλγος καί ὀδύνην, ταῖς Σαῖς πρεσβείαις κατάστειλον δέομαι, Σῆ γάρ προσφεύγω, Παντάνασσα Κούρσκαγια.

Καί εὐθύς, τοῦ Ἱερέως θυμιῶντος τό Ἱερόν Θυσιαστήριον καί τόν εὐσεβῆ λαόν, ψάλλονται τά παρόντα Μεγαλυνάρια:
ξιον ἐστιν ὡς ἀληθῶς, μακαρίζειν Σε τήν Θεοτόκον, τήν ἀειμακάριστον καί παναμώμητον καί μητέρα τοῦ Θεοῦ ἡμῶν. Τήν τιμιωτέραν τῶν Χερουβείμ καί ἐνδοξοτέραν ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ, τήν ἀδιαφθόρως Θεόν Λόγον τεκοῦσαν, τήν ὄντως Θεοτόκον Σέ μεγαλύνομεν.
Εἰκόνι Σου τῆ θείᾳ τῆ ἐν τῶ Κούρσκ προσπίπτωμεν, Κόρη, οἱ ἐν θλίψεσι τῆς ψυχῆς, αἰτούμενοι δι’ αὐτῆς τήν Σήν γενναῖαν καί ἀναγκαῖαν τοῖς πᾶσι ἀντίληψιν.
ωσίας ἁπάσης τήν ὁδηγόν, Γένους Ὀρθοδόξων τήν Ὑπέρμαχον Στρατηγόν, τοῦ Κούρσκ τήν Εἰκόνα νῦν τιμῶμεν, ὡς τῆς Παρθένου λαμπρόν ἀποτύπωμα.
Κατάπαυσον τόν τάραχον τῆς ψυχῆς τῶν δούλων Σου, Κόρη, Θεοπόθητε Μαριάμ, καί δώρησαι εἰρήνην Σοῖς ἱκέταις, ὅπως μή παύουν τοῦ μεγαλύνειν Σε.
Βάρος, Παρθένε, ἐν τῆ ψυχῆ καί ἄλγος καί πόνος ἐπιπολάζει νῦν ἐπ’ ἐμέ, Σύ ἄρον τόν ζυγόν τῆς ἁμαρτίας, ἧ ὡς μεσότοιχον τοῦ Υἱοῦ Σου χωρίζει με.
Τό Μεγαλυνάριον τοῦ Ἁγίου τοῦ Ναοῦ ἤ τοῦ Ἁγίου τῆς ἡμέρας. Καί κλείομεν μετά τοῦ
Πᾶσαι τῶν Ἀγγέλων αἱ στρατιαί, Πρόδρομε Κυρίου, Ἀποστόλων ἡ δωδεκάς, οἱ Ἅγιοι Πάντες μετά τῆς Θεοτόκου, ποιήσατε πρεσβείαν εἰς τό σωθῆναι ἡμᾶς.

Τό Τρισάγιον καί τά Τροπάρια ταῦτα.
Ἦχος πλ. β΄.
λέησον ἡμᾶς, Κύριε, ἐλέησον ἡμᾶς, πάσης γάρ ἀπολογίας ἀποροῦντες, ταύτην Σοι τήν ἱκεσίαν, ὡς Δεσπότῃ, οἱ ἁμαρτωλοί προσφέρομεν, ἐλέησον ἡμᾶς.

Δόξα…
Κύριε ἐλέησον ἡμᾶς, ἐπί Σοί γάρ πεποίθαμεν. Μή ὀργισθῆς ἡμῖν σφόδρα, μηδέ μνησθῆς τῶν ἀνομιῶν ἡμῶν. Ἀλλ’ ἐπίβλεψον καί νῦν ὡς εὔσπλαχνος καί λύτρωσαι ἡμᾶς ἐκ τῶν ἐχθρῶν ἡμῶν. Σύ γάρ εἶ Θεός ἡμῶν καί ἡμεῖς λαός Σου, πάντες ἔργα χειρῶν Σου καί τό ὄνομά Σου ἐπικεκλήμεθα.

Καί νῦν…
Τῆς εὐσπλαχνίας τήν πύλην ἄνοιξον ἡμῖν, εὐλογημένη Θεοτόκε, ἐλπίζοντες εἰς Σέ μή ἀστοχήσομεν, ῥυσθείημεν διά Σοῦ τῶν περιστάσεων, Σύ γάρ ἡ σωτηρία τοῦ γένους τῶν Χριστιανῶν.

Εἶτα ὁ Ἱερεύς τήν Ἐκτενῆ Δέησιν, ἡμῶν ψαλλόντων τό λιτανευτικόν Κύριε ἐλέησον, τρίς (3) μεθ’ ἑκάστην δέησιν, ἐξαιρέσει τῆς πέμπτης δεήσεως, μεθ’ ἧν ψάλλεται τοῦτο τεσ-σαράκοντα (40).
λέησον ἡμᾶς ὁ Θεός, κατά τό μέγα ἔλεός Σου, δεόμεθά Σου, ἐπάκουσον καί ἐλέησον.
Ἔτι δεόμεθα, ὑπέρ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου ἡμῶν (δεῖνος) καί πάσης τῆς ἐν Χριστῶ ἡμῶν ἀδελφότητος.
Ἔτι δεόμεθα, ὑπέρ ἐλέους, ζωῆς, εἰρήνης, ὑγείας, σωτηρίας, ἐπισκέψεως, συγχωρήσεως καί ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν, πάντων τῶν εὐσεβῶν καί Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν.
Ἔτι δεόμεθα καί ὑπέρ τῶν δούλων τοῦ Θεοῦ… (καί μνημονεύονται τά ὀνόματα τῶν ὑπέρ ὧν ἡ Ἱερά Παράκλησις τελεῖται).
Ἔτι δεόμεθα, ὑπέρ τοῦ διαφυλαχθῆναι τήν ἁγίαν Ἐκκλησίαν (ἤ Μονήν) καί πόλιν (ἤ νῆσον) ταύτην καί πᾶσαν πόλιν καί χώραν, ἀπό ὀργῆς, λοιμοῦ, λιμοῦ, σεισμοῦ, καταποντισμοῦ, πυρός, μαχαίρας, ἐπιδρομῆς ἀλλοφύλων, ἐμφυλίου πολέμου καί αἰφνιδίου θανάτου. Ὑπέρ τοῦ ἵλεων, εὐμενῆ καί εὐδιάλλακτον γενέσθαι τόν Ἀγαθόν καί Φιλάνθρωπον Θεόν ἡμῶν, τοῦ ἀποστρέψαι καί διασκεδάσαι πᾶσαν ὀργήν καί νόσον, τήν καθ’ ἡμῶν κινουμένην καί ῥύσασθαι ἡμᾶς ἐκ τῆς ἐπικειμένης δικαίας Αὐτοῦ ἀπειλῆς καί ἐλεῆσαι ἡμᾶς.
Ἔτι δεόμεθα, ὑπέρ τοῦ εἰσακοῦσαι Κύριον τόν Θεόν, φωνῆς τῆς δεήσεως ἡμῶν τῶν ἁμαρτωλῶν καί ἐλεῆσαι ἡμᾶς.
Ἐπάκουσον ἡμῶν, ὁ Σωτήρ ἡμῶν, ἡ ἐλπίς πάντων τῶν περάτων τῆς γῆς καί τῶν ἐν θαλάσσῃ μακράν καί ἵλεως, ἵλεως γενοῦ ἡμῖν, Δέσποτα, ἐπί ταῖς ἁμαρτίαις ἡμῶν καί ἐλέησον ἡμᾶς. Ἐλεήμων γάρ καί Φιλάνθρωπος Θεός ὑπάρχεις καί Σοί τήν δόξαν ἀναπέμπομεν, τῶ Πατρί καί τῶν Υἱῶ καί τῶ Ἁγίῳ Πνεύματι, νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς ἀιῶνας τῶν αἰώνων.

Ὁ χορός: μήν.

Ὑπό τοῦ Ἱερέως Ἀπόλυσις. Καί τῶν Χριστιανῶν ἀσπαζομένων τήν Εἰκόνα τῆς Θεοτόκου καί χριομένων δι’ ἁγίου ἐλαίου, ψάλλονται τά παρόντα Τροπάρια:

Ἦχος β’. Ὅτε ἐκ τοῦ ξύλου.
Πάντας τούς προσπίπτοντας πιστῶς, τῆ Σῆ πανυπερτίμῳ Εἰκόνα, τῆ ἐν τῶ Κούρσκ, τῆ σεπτῆ, ῥύου πάσης θλίψεως καί περιστάσεως, τῶν παθῶν δέ διάλυσον τόν σάλον, Παρθένε, ἅπασι παρέχουσα χάριν σωτήριον. Σύ γάρ Ὀρθοδόξων προστάτης καί πιστῶν ἁπάντων ἀμύντωρ πέλεις, οἷα Μήτηρ τοῦ Παντάνακτος.

Ἦχος πλ. δ’.
Δέσποινα πρόσδεξαι τάς δεήσεις τῶν δούλων Σου καί λύτρωσαι ἡμᾶς ἀπό πάσης ἀνάγκης καί θλίψεως.

Ἦχος β’.
Τήν πᾶσαν ἐλπίδα μου εἰς Σέ ἀνατίθημι, Μήτερ τοῦ θεοῦ, φύλαξόν με ὑπό τήν σκέπην Σου.

Ὁ Ἱερεύς: Δι’ εὐχῶν τῶν Ἁγίων Πατέρων ἡμῶν, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ὁ Θεός, ἐλέησον καί σῶσον ἡμᾶς, Ἀμήν.