ΠΑΙΔΟΜΑΡΤΥΣ ΔΟΚΙΜΟΣ ΜΟΝΑΧΟΣ ΣΠΥΡΙΔΩΝ Ο ΦΟΙΝΙΩΤΗΣ
ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝ ΑΥΤΩ ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΕΣ ΜΟΝΑΧΟΙ ΖΩΣΙΜΑΣ ΚΑΙ ΜΑΚΑΡΙΟΣ
45 ἔτη ἀπὸ τὸ μαρτύριόν των (1964-2009)
Τοῦ κ. Μάριου Πηλαβάκη
«Αἴνους καὶ ᾠδάς, οἱ φίλαθλοι σύν πόθῳ. Ἄδῳμεν ἀεί, τοῖς νέοις τῶν Μαρτύρων.
Ὁ γάρ γεραίρων Μάρτυρας, Χριστοῦ φίλιους, Χριστόν γεραίρει, τὸν φίλον τῶν Μαρτύρων»
(Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης)
Προφήτης τοῦ Γένους ἀναδεικνύεται περίτρανα ὁ Ἅγιος Μάρκος Μητροπολίτης Ἐφέσου ὁ Εὐγενικὸς ἀποκαλύπτοντας, τὰ καταχθόνια σχέδια τῶν ἀθέων Τούρκων, οἱ ὁποῖοι εἶχαν σκοπὸν ὄχι μόνον νὰ κατακτήσουν τὴν Πόλιν μας, ἀλλὰ καὶ νὰ καταστρέψουν ὁλοκληρωτικῶς τὸ Γένος τῶν Ἑλλήνων. Γράφει θρηνῶντας τὴν Ἅλωσιν τῆς Θεσσαλονίκης μας, ὑπὸ τῶν βαρβάρων Τούρκων, τὸ 1431:
«Οὐκέτι κατέχειν ἑαυτοὺς οἱ φόνιοι θῆρες, ἀλλὰ ἐξᾶραι ἅπαν τὸ γένος διανοοῦνται, καὶ μόνοι τῶν ἐπῖ γῆς ἁπάντων ἐγκρατεῖς καταστῆναι». Δηλαδὴ: «Δὲν θέλουν νὰ συγκρατήσουν τοὺς ἑαυτοὺς των τὰ αἱμοβόρα θηρία, ἀλλὰ διανοοῦνται νὰ ἐξαφανίσουν ὅλον τὸ γένος καὶ νὰ καταστοῦν οἱ μόνοι παντοδύναμοι ὅλης τῆς γῆς». ("Ἑάλῳ Θεσσαλονίκη, Θρῆνος γιὰ τὴν Ἅλωση τοὺ 1430", Ἀθῆναι, Ἐκδόσεις Παπαδημητρίου, 1997, σ. 52).
Βαρύ φορτίον φυσικοῦ καὶ πνευματικοῦ αἵματος ἐπλήρωσεν ἡ ταλαίπωρος Κύπρος ἐπὶ τέσσαρες σχεδὸν αἰῶνας ποὺ τὴν κατῆχαν οἱ ἐπάρατοι Τοῦρκοι. Καὶ διὰ νὰ δανεισθοῦμεν μίαν πρότασιν τοῦ Ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ: «Ἔρρευσαν ποταμοὶ μορμύραντες (θορυβώδεις) ἐξ αἱμάτων» ("Ἑάλω...", σ. 38).
Ὅλην τὴν λυσσώδην μανίαν των ἔδειξαν περιτράνως τὴν 9ην Ἰουλίου 1821, ὅταν ἀπηγχόνισαν τὸν ἅγιον Νεομάρτυρα Ἀρχιεπίσκοπον Κύπρου Κυπριανόν καὶ ἔσφαξαν, μεταξὺ πολλῶν ἄλλων καὶ τοὺς τρεῖς Συνοδικοὺς του Μητροπολίτας. (Διατί ἆραγε ἡ Ἐκκλησία τῆς Κύπρου δὲν τοὺς τιμᾷ; Φοβᾶται μήπως δυσαρεστήση τοὺς «συμπατριῶτας» Τούρκους καὶ τὸν Πατριάρχην Μασσῶνον Βαρθολομαῖον, ἐπειδὴ ὁ Νεομάρτυς Κυπριανὸς ἐξαπέλυσεν τὴν πρώτην Ὀρθόδοξον καταδικαστικὴν Ἐγκύκλιον κατὰ τῆς Μασσωνίας (2/2/1815). (Ἴδε www.markoseugenikos.gr). Οἱ λόγοι τοῦ ἁγίου νέου Ἱερομάρτυρος Κυπριανοῦ πρὸς τοὺς δημίους του Τούρκους, ἠχοῦν μέσῳ τῶν αἰώνων καὶ θὰ ἠχοῦν μέχρι τῆς συντελείας τῶν αἰώνων, ἐνώπιον τοῦ θρόνου τοῦ Παμβασιλέως Ἰησοῦ:
«Ὁποῖοι εἶσθε σεῖς καὶ τί ζητεῖτε ἀπὸ τεσσάρων ἤδη αἰώνων εἰς τὰς Ἑλληνικὰς ἡμῶν χώρας, ὡς βδέλλαι ἐκμυζῶντες τὸ αἷμά μας καὶ ὡς δαίμονες τῆς κολάσεως, κατατυραννοῦντες τὰ πτωχὰ σώματά μας; Ὁποῖοι εἶσθε σεῖς, οἱ δίκην τίγρεων εἰσβαλόντες εἰς τὸ ποίμνιον τοῦ Κυρίου καὶ κατασπαράσσοντες τὰς σάρκας τῶν ἀθώων προβάτων Του;».
Συνεχίζοντας, λοιπὸν, καὶ οἱ σημερινοὶ Τοῦρκοι τῆς Κύπρου τὴν παράδοσιν τῶν βαρβάρων προγόνων των, προσέθεσαν ἐπὶ τὰς κεφαλὰς αὐτῶν νέα ἀνουσιουργήματα καὶ φρικτὰ ἐγκλήματα.
Καὶ συγκεκριμένως, τὴν Τετάρτην 1ην Ἰανουαρίου 1964 καὶ περὶ ὥραν 10ην πρωϊνὴν, τέσσαρες Τοῦρκοι, μέλη τῆς τρομοκρατικῆς ὀργανώσεως ΤΜΤ τοῦ ἀρχιτρομοκράτου Ντεκτάς (σημειωτέον ὅτι ὁ Ντεκτάς συνελήφθη εἰσελθών λαθραίως ἐκ Τουρκίας εἰς τὴν Κύπρον, ἀλλὰ αἱ Κυπριακαὶ ἀρχαὶ ἀσφαλείας δὲν τὸν ἐξετέλεσαν, ἐπειδὴ ἀκριβῶς δὲν διεκατέχοντο ἀπὸ βαρβαρικὰ ἔνστικτα), εἰσέβαλαν μὲ ὅπλα κυνηγετικά εἰς τὴν παρὰ τὸ χωρίον Κόρνον εὑρισκομένην Ἱερὰν Μονὴν τῆς Παναγίας τῆς Γαλακτοτροφούσης καὶ ἐφόνευσαν ἐν ψυχρῷ τὸν δωδεκαετὴν δόκιμον Μοναχὸν Σπυρίδωνα, ἐκ Φοινίου Λεμεσοῦ (ὅστις ἐτύγχανε συγχωριανὸς καὶ συμμαθητὴς τοῦ γράφοντος τὸ παρὸν κείμενον), τὸν Μοναχὸν Μακάριον, 61 ἐτῶν, ἐκ Σαλαμιοῦς Πάφου καὶ τὸν Μοναχὸν Ζωσιμὰν, 59 ἐτῶν, ἐκ Βάσης Κοιλανίου. Ὁ Ἡγούμενος Χρυσόστομος ἀνεγνώρισε δύο ἐξ αὐτῶν, τὸν Χασάνην καὶ τὸν Χαλήλην. Ἰδοὺ πῶς περιγράφει μὲ ποιητικὸν τρόπον τὴν σκηνὴν τοῦ μαρτυρίου:
«Ἦτο Τετάρτη τὸ πρωΐ, 10 πρὸ μεσημβρίαν, ποὺ μόλις ἐξεβήκαμεν ἀπὸ τὴν ἐκκλησίαν. Καθ' ἕνας μας τὸ ἔργον του ἐπῆγεν γιὰ νὰ ἀρχίσῃ, τὸ κτίσιμον τῆς ἐκκλησίας νὰ μὴ καθυστέρησῃ. Ἐγὼ ἐπῆγα στὸ κελλὶ καὶ ἄρχισα νὰ ράβω, οὔτε στὸν νοῦν μου εἶχα τι, οὔτε νὰ καταλάβω. Πὼς τοῦ Χαλήλη ἔφθασεν ἐκεῖ ἡ συμμορία καὶ πὼς περιεκύκλωσαν ὅλην τὴν ἐκκλησία.
Αὐτοὶ ὅλα τὰ σχέδια τὰ εἶχαν ἐβγαλμένα, ὅλους νὰ μᾶς φονεύσουσιν, νὰ μὴν ἀφήσουν ἕναν. Οἱ σκύλλοι ὅταν εἴδασιν, ἀρχίσαν νὰ γαυγίζουν κι' ἀμέσως τοὺς ἐφόνευσαν, νὰ μὴν τοὺς ἐμποδίζουν. Καὶ ὅταν ἐμαζεύθησαν καὶ μᾶς περικυκλῶσαν, τότε ὅσα προείπασιν, ὅλα τά φανέρωσαν. Καὶ ὁ Χαλήλης φώναξεν εὐθὺς νὰ ἑτοιμασθοῦσιν καὶ ἀρχίσασιν τές τουφεκιὲς, δίχως νὰ λυπηθοῦσιν. Τοῦ Μακαρίου ἔβαλον τὸ ὅπλον ἐπὶ στήθου, τὰ σωτικά του ἔφαγεν, ἐβγῆκεν ἡ ψυχὴ του. Χαλήλης εἶναι ὁ φονιᾶς καὶ Πανολευκαρίτης, ποὺ φόνευσεν τὸν Μοναχὸν αὐτὸς ὁ λωποδύτης. Καὶ ὁ Χασάνης ὁ φονιὰς τὸ ὅπλον του γεμίζει, τὸν Μοναχὸν τὸν Ζωσιμᾶν εὐθύς τὸν ἀντικρύζει. Καὶ εὐθὺς μὲ μίαν τουφεκιὰν αἷμα τὴν γῆν ποτίζει καὶ εἰς τοὺς κόλπους τοῦ Ἀβραάμ ἐκεῖθεν κατοικίζει. Ἐκεῖ κοντά στὸν Ζωσιμᾶν ἦτο καὶ ὁ Σπυρίδων, ἐβγάλλασιν τοὺς θεμελιοὺς κάτω τῶν ὑπογείων. Κι' ὁ αἱμοβόρος ὁ Χασάν πάλιν κτυπᾷ τοῦ ὅπλου καὶ τὸν μικρὸν Σπυρίδωναν ἀφῆκεν ἐπὶ τόπου. Ἀπὸ μικρός ἐμόνασεν, ὁ δόκιμος Σπυρίδων καὶ ἔλαβεν μαρτύριον καὶ χαίρει μέτ' Ἁγίων! Οἱ Τοῦρκοι αὐτοὶ οἱ ἄπιστοι δὲν ἔχουν εὐσπλαχνίαν, εἶναι ὡς δένδρα ἄκαρπα καὶ ὡς ἄγρια θηρία. Κανέναν δὲν χωρίζουνε μικροὺς μήτε μεγάλους καὶ τοὺς γονεῖς τους τρώγουνε, ὅταν δὲν ἔβρουν ἄλλους». («Ἡ κατὰ πλάτος ἱστορία τῶν φονευθέντων μοναχῶν καὶ θαύματα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Γαλακτοτροφοούσης στιχουργικῶς», Ἐκδίδεται ὑπὸ τοῦ Πανοσολογιωτάτου Καθηγουμένου κ.κ. Χρυσοστόμου τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Παναγίας Γαλακτοτροφούσης. Ἔκδοσις πρώτη, Λευκωσία 1976, σ. 31,33).
Ἀκολούθως τὰ αἱμοβόρα θηρία (οἱ φόνιοι θῆρες), ἐτραυμάτισαν σοβαρῶς τὸν Ἡγούμενον Χρυσόστομον καὶ τοὺς Μοναχοὺς Χρύσανθον, Σάββαν καὶ Γαλακτίωνα. Ὁ συγγραφεύς καὶ δημοσιογράφος Φωκᾶς Ν. Φωκαΐδης περιγράφει ὡς ἑξῆς τὴν σκηνήν:
«Ἐπὶ πολλήν ὧραν ἐσφάδαζον ἐπὶ γῆς τά πτώματα των τριῶν ἀθώων Μοναχῶν. Τὸ σεπτὸν σκήνωμα τοΰ Μακαρίου διὰ τῶν χειρῶν του ἐκάλει τὴν στιγμὴν ἐκείνην τοὺς Ἀγγέλους πρὸς βοήθειαν. Ὁ συμπαθὴς Ζωσιμᾶς, καίτοι νεκρὸς - τὸ σῶμά του ἀκουμπημένο ἐπὶ τοῦ τοίχου - παρέμεινεν ὄρθιος μὲ τὴν κεφαλὴν κεκλιμένην πρὸς τὸ στῆθός του. Τὸ σκήνωμα τοῦ δοκίμου Σπυρίδωνος παρέμεινε διπλωμένον κατά γῆς. Παραπλεύρως τοῦ μοναχοῦ Μακαρίου ὁ πιστὸς κύων καὶ νεκρὸς ἀκόμη φρουρεῖ τὸν προΐστάμενόν του, φύλαξ καὶ μάρτυς τοῦ φρικτοῦ ἐγκλήματος. Καὶ ἐντὸς τοῦ νεκροτομείου ἔνθα μετεφέρθησαν μετέπειτα τὰ σκηνώματα τῶν τόσον οικτρὸν τέλος εὑρόντων Μοναχῶν, διετήρουν καὶ μετὰ διήμερον τὴν ζωτικότητα των, καὶ ἡ μορφὴ τῶν ἄνευ πνοῆς ἐφαίνετο ὡς ζωντανὴ καὶ μειδιῶσα πρὸς τον Θεὸν τοῦ ἐλέους πρὸς ἐξιλέωσιν τῶν κακούργων.
Οἱ κακοῦργοι σαδδιστικῷ τρόπῳ ἀπετελείωσαν τελείως τοὺς τρεῖς ἀθώους Μοναχοὺς. Μὲ λυσσῶδες πάθος ἐστήριξαν ἐπὶ τὰ στήθη τῶν ἤδη νεκρῶν Μοναχῶν τὰ ὅπλα των και ἔδωσαν τὴν χαριστικὴν βολὴν. Ἐκμανέντες οἱ αἱμοδιψεῖς δολοφόνοι ἀπὸ τὴν θηριώδη ἐπιτυχίαν των, μετὰ τὴν ἀποτελείωσιν τῶν τριῶν ἀθώων Μοναχῶν εἰσήλασαν ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Μονῆς Γαλακτοτροφούσης. Ἀφοῦ ἐλεηλάτησαν τὴν Μονὴν, ἐβεβήλωσαν οἱ ἄπιστοι τὴν Ἐκκλησίαν. Ἡ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ ἐδέχθη τὸ ἐκ πελέκεως βέβηλον πλῆγμα ἐπὶ τοῦ προσώπου καὶ τοῦ στήθους αὐτῆς». (Φωκίων Ν. Φωκαΐδη, "Αἷμα Ἀθώων", Ἔκδοσις πρώτη, Λευκωσία-Κύπρος, Αὔγουστος 1968, σ. 29, 32).
Ὁ διασωθεὶς Ἱερομόναχος Ἀγάπιος περιγράφει ποιητικῶς τὴν βεβήλωσιν τῆς εἰκόνος τοῦ Σωτῆρος Ἰησοῦ (τὸν ὁποῖον οἱ Τοῦρκοι ὑποτίθεται «σέβονται» ὡς Προφήτην!!!):
«Ἔθραυσαν τὴν εἰκόνα Σου οἱ Τοῦρκοι μὲ μανίαν, ἀλλ' ὅμως θὰ κερδίσωσι, κόλασιν αἰωνίαν.
Τον Ἰησοῦν μου τὸν Χριστόν, τὸν Ἕνα τῇ Τριάδι, ἔξαλλοι Τοῦρκοι τῆν πλευρὰν διήνοιξαν καὶ πάλιν.
Σὲ λόγχευσαν εἰς τὴν πλευρὰν Ἀγαρηνοὶ ἀθέοι, ὡς ἔπραξαν οἱ ἄσπλαγχνοι καὶ φθονεροὶ Ἑβραῖοι».
Δῶσε κατὰ τὰ ἔργα των Χριστέ μου νά γνωρίσουν, ὅτι Ἐσὺ εἶσαι ὁ Κριτὴς, νὰ μὴν τὸ λησμονήσουν.
Ὅτι ὑπάρχει κόλασις κι' ἐκεῖ θὰ καταντήσουν, τὸ σῶμά των καὶ τὴν ψυχὴν δαιμόνων νὰ τ' ἀφήσουν».
Δὲν ἀποδίδεις εὔσπλαγχνε εὐθὺς μετὰ τὴν πρᾶξιν, ἀλλ' ὅταν ἔλθῃς ὡς Κριτὴς θὰ κρίνῃς μὲ τὴν τάξιν». ("Αἷμα Ἀθώων", σ. 28).
Μετὰ ἀπ’ ὅλα αὐτά οἱ αἱμοβόροι κῦνες, κορέσαντες τὴν αἱμοδιψῆ λύσσαν των, ἐγκατέλειψαν ἐνθουσιωδῶς τὴν σκηνὴν τοῦ μαρτυρίου. Ἐν συνεχείᾳ κατέφθασαν Ἄγγλοι «εἰρηνευταὶ» (δηλαδὴ, οἱ ήθικοὶ αὐτουργοὶ τοῦ ἐγκλήματος), μὲ δύο Τούρκους «ἀστυνομικοὺς» ἀπὸ τὴν Κοφίνου καὶ «ἔκλεισαν τὴν ὑπόθεσιν». Τὴν ἑπομένην ἡμέραν ὁ παράνομος Τουρκικὸς σταθμὸς «Μπαϋράκ» μετέδωσε θριαμβευτικῶς ὅτι: «Κατόπιν συμπλοκῆς μεταξὺ μοναχῶν τῆς Μονῆς Σταυροβουνίου μὲ Παλαιοημερολογίτας Μοναχοὺς τῆς Γαλακτοτροφούσης, ἐφονεύθησαν τρεῖς μοναχοὶ τῆς δευτέρας μονῆς»!!!
Τὴν Πέμπτην 2 Ἰανουαρίου ἔγινε πάνδημος ἡ κηδεία τῶν Νεομαρτύρων ἐκ τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ τοῦ ἁγίου καὶ θαυματουργοῦ Σπυρίδωνος εἰς Κόρνον. Τὸ πρόσωπον τοῦ δοκίμου - συνονόματου τοῦ μεγάλου Σπυρίδωνος - Μοναχοῦ ἔλαμπε καὶ μία οὐράνια γαλήνη ἦτο διάχυτος εἰς αὐτόν. Ὁ μικρὸς Σπυρίδων ἐφαίνετο μέσα εἰς τὰ χέρια τοῦ πατρός του Χαραλάμπους ὡς νὰ ἐκοιμᾶτο. Δὲν ὑπῆρχε εἰς τὸ πρόσωπόν του ἶχνος κακίας ἤ μίσους κατὰ τῶν ἀσπλάχνων δημίων του. Ἄς ἐπιτραπῇ εἰς τὸν γράφοντα νὰ ἀναφερθῇ συντόμως εἰς τὸν Μάρτυρα συμμαθητὴν του, ὡς ἐπιβεβλημένον χρέος, ἀφοῦ ἐπὶ 45 ἔτη ἠγνόησεν παντελῶς τὴν θυσίαν του.
Δανειζόμενος ἀπὸ τὸ "Νέον Μαρτυρολόγιον" τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τὰ σχετικὰ μὲ τὸν Ἅγιον Νεομάρτυρα Γεώργιον τὸν Κύπριον, μαρτυρήσαντα ἐν πόλει τῆς Πτολεμαΐδος τὴν 23ην Ἀπριλίου 1752, γράφομεν:
"Σπυρίδων νῦν τῷ Σπυρίδωνι ἅμα, νέος παλαιῷ συνετάχθῃ ἐνθάδε".
«Οὗτος ὁ Μάρτυς τοῦ Χριστοῦ Σπυρίδων, ἦταν Κύπριος τὴν πατρίδα, νεώτατος εἰς τὴν ἡλικίαν, ὡραῖος εἰς τὴν ὄψιν, φρόνιμος εἰς τὸν νοῦν καὶ σώφρων εἰς τὰ ἤθη». ("Συναξαριστής Νεομαρτύρων", Ἐκδόσεις «Ὀρθόδοξος Κυψέλη», Θεσσαλονίκη 1989, σ. 478).
Οἱ Τοῦρκοι ἐφόνευσαν τὸν Νεομάρτυρα Γεώργιον, ὅπως ἀκριβῶς τὸν Νεομάρτυρα Σπυρίδωνα μὲ ὅπλα.
Ὁ μικρός Σπυρίδων φωνάζει εἰς τοὺς δημίους του (καὶ τοὺς σημερινοὺς συμπατριῶτας των, ποὺ ἐπὶ τριανταπέντε ἔτη βεβηλώνουν τοὺς κατεχομένους ναοὺς τῆς πατρίδος του, μὲ τὴν εὐλογίαν τῶν «ἱσχυρῶν» Ἄγγλων καὶ Ἀμερικανῶν καὶ τοὺς ἀφήνουν ἀλειτούργητους), τοὺς λόγους ἑνός ἄλλου συμπατριώτου του (του ἁγίου Νεομάρτυρος Πολυδώρου τοῦ ἐν Νέᾳ Ἐφέσῳ μαρτυρήσαντος, τὴν 3ην Σεπτεμβρίου 1794):
«Ἔχω τὴν ἐλπίδαν μου εἰς τὸν Ἰησοῦν μου Χριστόν, τὸν Ἐσταυρωμένον, ὅτι θέλει μὲ βοηθήσει καὶ θέλει μὲ βάλει εἰς τὸν Παράδεισον…. Ἐσεῖς ἔχετε νὰ κολασθῆτε, ἀνίσως καὶ δὲν ἐπιστρέψετε ἀπὸ τὸ σκότος καὶ ἀπὸ τὴν πλάνην σας…. Ἡ θρησκεία σας δὲν ἔχει κανέναν καλόν. Εἶναι ἕνα σκότος, ὅλα παραμύθια, ἄξια γέλωτος. εἶσθε ἄνθρωποι σαρκικοί, ὅλως διόλου δοσμένοι εἰς ταῖς κακίαις. Ἄνθρωποι πεπλανημένοι, ἀπολεσμένοι». ("Συναξαριστής...", σ. 55).
«Ἄς εἶσαι εὐλογητὸς καὶ δεδοξασμένος εἰς τοὺς αἰῶνας Κύριε ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστέ, ὁ μαρτυρήσας ἐπὶ Ποντίου Πιλάτου, τὴν καλὴν ὁμολογίαν, (πρβλ. Α’ Τιμ. 6,12) καὶ διὰ τοῦτο Πρωτομάρτυς ἀληθῶς καὶ τῶν Ἀθλητῶν ἁπάντων πρωταθλητής καὶ ὢν καὶ ὀνομαζόμενος, ὅτι καὶ εἰς τοὺς ὑστέρους τούτους καιροὺς εὐδόκησας ὑπὲρ τοῦ ὀνόματός Σου, νὰ γίνωνται νέοι Μάρτυρες». (Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἀγιορείτου, "Προοίμιον ἐκ τοῦ Νέου Μαρτυρολογίου", "Συναξαριστής...", σ. 16).