Ο ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ
Ιωάννη Καρδάση, Χημικού-Οικονομολόγου
Ο Οικουμενισμός είναι ένα κίνημα, που ξεκίνησε στα μέσα του ΙΘ΄ αιώνα στη Δύση και το οποίο προσπαθεί να φέρει σε προσέγγιση, διάλογο, αλληλοκατανόηση και συνεργασία τους διαιρεμένους Χριστιανούς. Στο κίνημα αυτό μετέχουν και οι Ορθόδοξοι.
Οι βασικές συνιστώσες της Οικουμενιστικής κίνησης, είναι σε γενικές γραμμές:
α/ Η Θεωρία των κλάδων,
β/ Η Βαπτισματική Θεολογία,
γ/ Η Περιεκτικότητα,
δ/ Ο Διαχριστιανικός δογματικός συγκρητισμός,
ε/ Ο Διαθρησκειακός συγκρητισμός.
Η Θεωρία των Κλάδων είναι και αυτή μια Προτεσταντική περί Εκκλησίας θεωρία. Έχει την προέλευσή της από την Αγγλικανική θεολογία. Σήμερα αποτελεί τη σπονδυλική στήλη της Εκκλησιολογίας του Παγκοσμίου Συμβουλίου των Εκκλησιών, έχοντας σκοπό να δικαιολογήσει την εκκλησιολογική υπόσταση του Προτεσταντισμού.
Κατά την θεωρία αυτή, στον κορμό της Εκκλησίας υπάρχουν πολλά κλαδιά. Κάθε κλαδί αντιπροσωπεύει ένα τμήμα της Εκκλησίας νόμιμο, ισότιμο και ισόκυρο με τα άλλα, χωρίς όμως να ενσαρκώνει μονάχο του ολόκληρη την Εκκλησία, την οποία για να βρούμε πρέπει να την δούμε στο σύνολό Της, αθροίζοντας τα επί μέρους κομμάτια Της. Η Εκκλησία του Χριστού είναι το ολικό άθροισμα των επί μέρους τμημάτων Της, έστω κι αν αυτά διαφέρουν μεταξύ τους.
Το ίδιο συμβαίνει και με την αλήθεια την οποία φανέρωσε ο Χριστός στον κόσμο. Καμιά επί μέρους Εκκλησία, κανένα από τα ιστορικά τμήματά Της, δεν μπορεί να ισχυρισθεί ότι κατέχει ολόκληρη τη θεία αλήθεια όπως την δίδαξε ο Χριστός, γιατί στην Ιστορία καμιά ιδέα, κανένα θεώρημα δεν μπορεί να παραμένει αμετάβλητο και αναλλοίωτο στη ροή του χρόνου και στη συνεχή εξέλιξη των πραγμάτων του κόσμου τούτου. Επομένως καμία από τις λεγόμενες Καθολικές Εκκλησίες (Ορθόδοξη και Ρωμαϊκή), λιγότερο φυσικά οι Προτεσταντικές, δεν μπορεί να ισχυρισθεί για τον εαυτό της, ότι είναι η Εκκλησία του Χριστού ή ότι κατέχει καθαρό και ακέραιο το θησαυρό της αποκαλυφθείσας θείας αλήθειας. Τι άλλο βέβαια θα έλεγε μια χριστιανική εκκλησιαστική κοινότητα, η οποία έχει χάσει την έννοια της καθολικότητας, του κύρους και της αυθεντίας της αληθινής Εκκλησίας του Χριστού;
Η περί Κλάδων Θεωρία είναι πολύ της μόδας σήμερα και συζητιέται πλατιά στα σαλόνια του θεολογικού διαλόγου των Εκκλησιών. Για μας τους Ορθοδόξους όμως κρύβει παγίδες πολλές και είναι αφάνταστα επικίνδυνη. Πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί από το θανάσιμο εναγκαλισμό της, ο οποίος μπορεί να μας οδηγήσει σε άμβλυνση της Ορθόδοξης εκκλησιαστικής μας συνειδήσεως, της οποίας είναι απρόβλεπτες οι ολέθριες συνέπειες.
Η Βαπτισματική Θεολογία ρίχνει το όλο βάρος της στην ένωση όλων των Χριστιανών, στο ότι όλοι αυτοί (Ορθόδοξοι, ΡΚαθολικοί, Προτεστάντες) έχουν σαν κύρια πύλη εισόδου στην Εκκλησία το Μυστήριο του Βαπτίσματος, το οποίον είναι κοινό σε όλους, άσχετα με τις όποιες παραλλαγές. Η Βαπτισματική Θεολογία είναι ένα από τα σημεία, που υπερτονίζεται, διότι είναι ένα «από τα κοινά που μας ενώνουν». Βέβαια παραγνωρίζεται το θεμελιώδες γεγονός, ότι άλλο Θεό πιστεύουν οι Ορθόδοξοι, άλλο οι Παπικοί και άλλο οι Προτεστάντες.
Ως προς την Περιεκτικότητα, είναι ένας όρος, όπου δηλώνει την αναλογία στην οποίαν κάτι βρίσκεται ανάμικτο με κάτι άλλο και συνεισφέρει κατά το ποσοστό που του αναλογεί. Δηλ. σε μια ενωμένη Εκκλησία, κάθε κλάδος της συνεισφέρει ένα μέρος της αλήθειας και όλοι μαζί αποδίδουν την Μία αλήθεια. Επομένως, η Ορθόδοξη Εκκλησία, ως μέρος ενός συνόλου, συνεισφέρει το ποσοστό της αλήθειας, που της αναλογεί και όχι όλη την Αλήθεια. Καμιά επί μέρους Εκκλησία δεν κατέχει όλη την Αλήθεια, αλλά μόνο μέρος αυτής.
Όσον αφορά τον Συγκρητισμό, διαχριστιανικό και διαθρησκειακό. Η λέξη συγκρητισμός είναι αρχαία και εφαρμοζόταν κυρίως στην Κρήτη, όπου υπήρχε συνένωση αντιμαχόμενων μερίδων έναντι ενός τρίτου κοινού εχθρού. Παράδειγμα, η συνένωση Ορθοδόξων, Παπικών και Προτεσταντών, αφήνοντας κατά μέρος τις επί μέρους διαφορές τους, προ ενός κοινού εχθρού, π.χ. του Ισλαμισμού.
Ο Συγκρητισμός και μάλιστα ο διαθρησκειακός δεν είναι τωρινό θρησκειολογικό φαινόμενο. Είναι φαινόμενο ήδη από τους Ελληνιστικούς και μεταχριστιανικούς χρόνους, που εκδηλώθηκε ως ανάμειξη, αφομοίωση και συγχώνευση των θρησκευτικών αντιλήψεων και των λατρευτικών τύπων των ανατολικών θρησκειών και μυστηρίων με τη θρησκεία των αρχαίων Ελλήνων και των Ρωμαίων, έτσι ώστε οι διάφοροι λαοί να λατρεύουν, μολονότι με διαφορετικό όνομα, την ίδια θεότητα. Μέσα σ’ αυτό το δημιουργηθέν κλίμα εμφανίστηκε ο Χριστιανισμός, ο οποίος καίτοι χρησιμοποίησε κάποια στοιχεία από άλλα θρησκεύματα, ποτέ δεν συναίνεσε στην ιδέα αυτή.
Το Οικουμενιστικό κίνημα αυτό θεσμοποιήθηκε το 1948 με το λεγόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών (Π.Σ.Ε.)». Ιδρυτικά μέλη ήταν εκτός των Προτεσταντικών ομολογιών, οι Ορθόδοξες Εκκλησίες Κωνσταντινουπόλεως, Ελλάδος και Κύπρου (οι υπόλοιπες προσχώρησαν αργότερα). Έτσι, το Π.Σ.Ε. θεωρείται μια «Ομοσπονδία Εκκλησιών», βάσει δε του Καταστατικού του ορίζεται ως «Κοινωνία Εκκλησιών», κοσμικού δικαίου, σύμφωνα με το άρθρο 66 του Ελβετικού Αστικού Κώδικα.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία, με τη συμμετοχή της στο Π.Σ.Ε. και για πρώτη φορά στην Ιστορία της εμφανίζεται να «ανήκει κάπου», σε μια «Ομοσπονδία» Χριστιανικών Κοινοτήτων, όπου η Αλήθεια και οι ποικίλες διαστρεβλώσεις (δηλ. αιρέσεις) τίθενται στο αυτό επίπεδο, παράλληλα προς Αυτήν και σε κλίμα αλληλοαναγνώρισης, δηλ. εντός ενός προφανώς συγκρητιστικού πλαισίου.
Με τη συμμετοχή των Ορθοδόξων στο Κίνημα αυτό, υπερβαίνονται τα όρια, που οι Πατέρες, δια των Ι. Κανόνων, είχαν θέσει προς απαγόρευση του συγχρωτισμού Ορθοδόξων και Αιρετικών και έτσι το «συμπροσεύχεσθαι», «συνεορτάζειν», «συνεσθίειν» κ.ά. όχι μόνο νομιμοποιήθηκαν», αλλά ξεπεράσθηκαν κατά πολύ.
Και όσον αφορά την απαγόρευση του «συμπροσεύχεσθαι» είναι γνωστοί οι Ι. Κανόνες: ι΄, με΄, ξε΄ Αποστολικοί, στ΄, θ΄, λβ΄, λδ΄, λζ΄ Αντιόχειας, λγ΄ Λαοδίκειας, θ΄ Τιμοθέου Αλεξανδρείας. Για την απαγόρευση του «συνεορτάζειν» ασχολούνται οι Ι. Κανόνες: ο΄, οα΄ Αποστολικοί, λζ΄, λη΄, λθ΄ Λαοδίκειας. Σπουδαιότατη όμως είναι η σχετική διακήρυξη του Εφέσου, αγίου Μάρκου: «Άπαντες οι της Εκκλησίας Διδάσκαλοι, πάσαι αι Σύνοδοι και πάσαι αι Θείαι Γραφαί φεύγειν τους ετερόφρονας και της αυτής κοινωνίας διίστασθαι» (PG τ. 160, στλ. 101 CD/ Επιστολή προς άπαντας τους Ορθοδόξους). Και ενώ, ο άγιος Μάρκος απαγορεύει και το απλώς «συγχρωτίζεσθαι», δυστυχώς οι Οικουμενιστές μεταβαίνουν σε ένα ευρύτερο πεδίο του «συνανήκειν», «συμπράττειν», «συμμαρτυρείν» και «συνδιακονείν» τον κόσμο, επιτρέποντας στο Π.Σ.Ε. να σκέπτεται και να δραστηροποιείται, σαν να διαθέτει το κύρος μιάς υπερ-Εκκλησίας.
Αυτός λοιπόν, ο από κοινού συγχρωτισμός καταργεί στην πράξη την εκκλησιολογική αποκλειστικότητα της Ορθόδοξης Εκκλησίας, εφ’ όσον το μοναδικό της έργο, δηλ. την διακονία του κόσμου δια της Αληθείας και «εν τη Αληθεία της Πίστεως», το εκχωρεί και σε άλλα «χριστιανικά σώματα», τα οποία όμως έχουν εκπέσει από την Αλήθεια και την Ενότητα της Εκκλησίας, ως εκ τούτου δε έχοντα ανάγκην μετανοίας και εκκλησιοποίησης.
Ο αείμνηστος Σέρβος δογματολόγος π. Ιουστίνος Πόποβιτς θεωρούσε τη συμμετοχή στο Π.Σ.Ε., ως «δουλικό εξευτελισμό, «οικτρώς και φρικωδώς αντιαγιοπαραδοσιακή στάση», «εντροπή», «αποκαλυπτικώς φρικαλέα κατά την ανορθοδοξία και αντορθοδοξία της» και «ανήκουστη προδοσία».
Οι αποφάσεις στο Π.Σ.Ε. διαμορφώνονται και εξαρτώνται αποκλειστικά από την ποσοτική υπεροχή των προτεσταντικών ψήφων (οι Ορθόδοξοι είναι μειοψηφία και οι παπικοί είναι παρατηρητές και όχι μέλη, καθότι θεωρούν την ΡΚαθολική εκκλησία, ως τη μόνη Αγία, Καθολική……. η οποία κατέχει, από μόνη της, την όλη Αλήθεια). Αρκεί να λεχθεί, ότι εκ των Προτεσταντών, απλώς οι Καλβινιστές έχουν μεγαλύτερη πλειοψηφία σε σχέση με τους Ορθόδοξους. Αλλά και οι Μεθοδιστές από μόνοι τους έχουν μεγαλύτερη πλειοψηφία έναντι των 4 παλαιφάτων Πατριαρχείων της Ανατολής. Ο «Στρατός Σωτηρίας» που συμμετέχει στην Κεντρική Επιτροπή του Π.Σ.Ε. έχει καταργήσει το Ποτήριο της Θ. Ευχαριστίας, για τον απλούστατο λόγο, ότι είναι….. αντιαλκοολικοί! Αλλά και πολλές από τις 330 «εκκλησίες» μέλη του Π.Σ.Ε. δέχονται αναντίρρητα την ομοφυλοφιλία και έχουν ειδικές τελετές για όσα ζεύγη ομοφυλοφίλων θέλουν να επισφραγίσουν τις σχέσεις τους με γάμο. Αρκεί αυτό και μόνο για να φανταστεί κανείς, πώς οι Ορθόδοξοι εξακολουθούν και συμμετέχουν σ’ ένα τέτοιο συμφερτό!
Ας αφήσουμε όμως το ίδιο το Π.Σ.Ε. να μας κάνει σαφείς τους σκοπούς του:
α/ Να διευκολύνει την κοινή μαρτυρία των Εκκλησιών σε κάθε τόπο και σε όλους τους
τόπους.
β/ Να υποστηρίζει τις Εκκλησίες στο παγκόσμιο ιεραποστολικό και ευαγγελιστικό τους
έργο.
γ/ Να εκφράζει το κοινό ενδιαφέρον των Εκκλησιών στην υπηρεσία των ανθρωπίνων αναγκών, της κατακρήμνισης των μεταξύ των ανθρώπων εμποδίων και της προαγωγής μιας ανθρώπινης οικογένειας με δικαιοσύνη και ειρήνη.
δ/ Να προάγει την ανανέωση των Εκκλησιών με την ενότητα, τη λατρεία, την αποστολή και την υπηρεσία.
Είναι πολύ χαρακτηριστικό, ότι στο Π.Σ.Ε. δεσπόζει κυριολεκτικά η «κοινή οικουμενική λατρεία», δηλ. ο λατρευτικός συγκρητισμός, όπου καλλιεργείται ο οικουμενικός συμπνευματισμός και δημιουργείται το κατάλληλο ψυχολογικό κλίμα, που προκαλεί βαθμιαία άμβλυνση του αισθήματος του αποχωρισμού και της διάστασης των Εκκλησιών και έτσι εμφανίζεται να υπάρχει ένα είδος οικουμενικής Εκκλησίας, που συνέρχεται και λατρεύει από κοινού τον Κύριο και Δεσπότη των απάντων, έτσι γενικά και αόριστα.
Αυτός ο διαχριστιανικός συγκρητισμός του Π.Σ.Ε. τείνει να διευρυνθεί σε διαθρησκειακό συγκρητισμό από το 1971 και μετά και έτσι τείνει να μετατραπεί το Συμβούλιο σε Λέσχη θρησκευομένων ανθρώπων και ομάδων, μη απαραίτητα Χριστιανών. Μέσα δε στις προτάσεις, που δυστυχώς επεξεργάστηκαν Ορθόδοξοι, προς επίτευξη κοινού οικουμενιστικού πνεύματος είναι:
1/ Δημιουργία κοινού ημερολογίου.
2/ Εντατικότερη επικοινωνία με κάθε τρόπο.
3/ Οικειώτερη προσέγγιση των αντιπροσώπων των Εκκλησιών.
4/ Επικοινωνία και «συναδέλφωση» των Θεολογικών Σχολών.
5/ Προώθηση των οικουμενικών σπουδών.
6/ Οικουμενικό πνεύμα στην Παιδεία.
7/ Θεολογικοί διάλογοι και συνέδρια.
8/ Οικουμενική διαπαιδαγώγηση του πληρώματος όλων των ομολογιών.
9/ «Συναδέλφωση» Επισκοπών και Μητροπόλεων διαφόρων «ομολογιών».
10/ Κοινός εορτασμός θρονικών εορτών και πολιούχων αγίων.
11/ Λύση δογματικών προβλημάτων
12/ Αμοιβαίος σεβασμός ηθών και εθίμων.
13/ Αποφυγή δημιουργίας νέων προβλημάτων.
14/ Παραχώρηση ευκτήριων οίκων.
15/ Μικτοί γάμοι.
16/ Συνεργασία σε ευρύτατο επίπεδο σε επίκαιρα προβλήματα.
Παρά τις διάφορες χλιαρές διαμαρτυρίες των Ορθοδόξων, εγκρίθηκαν ηθικοί κανόνες που αντιστρατεύονται και αυτή την Αγία Γραφή, όπως η ομοφυλοφιλία, ο λεσβιασμός, οι εκτρώσεις και άλλες παρεκτροπές, που απομακρύνουν σταθερά το Οικουμενιστικό Κίνημα από την Ευαγγελική Αλήθεια και Ηθική. Τελικά δημιουργείται μια κρίση αυτοσυνειδησίας, υπευθυνότητας, συνέπειας λόγου και έργου, αυτοσεβασμού, αληθινής ενότητας, αλλά πρωτίστως Θεολογίας.
Κατακλείουμε το μικρό και περιληπτικό αυτό πόνημα των θέσεων περί Οικουμενισμού, με τις αναφορές από τον καθηγητή Θεολογικής Α. Θεοδώρου, που συνοψίζει πολύ χαρακτηριστικά και γλαφυρά την Κίνηση αυτή του Οικουμενισμού: «Ο Οικουμενισμός δεν είναι αίρεση και παναίρεση, όπως χαρακτηρίζεται συνήθως. Είναι κάτι πολύ χειρότερο από την παναίρεση. Ο Οικουμενισμός είναι μια υπέρβαση, αμνήστευση, παραθεώρηση, για να μην πούμε νομιμοποίηση και δικαίωση των αιρέσεων. Είναι η ετεροδοξία παραλλαγμένη και μεταμορφωμένη, που επιζητεί να συνυπάρχει με την καθολικότητα. Ο Οικουμενισμός, στον ιερό χώρο της Ορθοδοξίας, είναι θανατηφόρα νόσος!».
Οι βασικές συνιστώσες της Οικουμενιστικής κίνησης, είναι σε γενικές γραμμές:
α/ Η Θεωρία των κλάδων,
β/ Η Βαπτισματική Θεολογία,
γ/ Η Περιεκτικότητα,
δ/ Ο Διαχριστιανικός δογματικός συγκρητισμός,
ε/ Ο Διαθρησκειακός συγκρητισμός.
Η Θεωρία των Κλάδων είναι και αυτή μια Προτεσταντική περί Εκκλησίας θεωρία. Έχει την προέλευσή της από την Αγγλικανική θεολογία. Σήμερα αποτελεί τη σπονδυλική στήλη της Εκκλησιολογίας του Παγκοσμίου Συμβουλίου των Εκκλησιών, έχοντας σκοπό να δικαιολογήσει την εκκλησιολογική υπόσταση του Προτεσταντισμού.
Κατά την θεωρία αυτή, στον κορμό της Εκκλησίας υπάρχουν πολλά κλαδιά. Κάθε κλαδί αντιπροσωπεύει ένα τμήμα της Εκκλησίας νόμιμο, ισότιμο και ισόκυρο με τα άλλα, χωρίς όμως να ενσαρκώνει μονάχο του ολόκληρη την Εκκλησία, την οποία για να βρούμε πρέπει να την δούμε στο σύνολό Της, αθροίζοντας τα επί μέρους κομμάτια Της. Η Εκκλησία του Χριστού είναι το ολικό άθροισμα των επί μέρους τμημάτων Της, έστω κι αν αυτά διαφέρουν μεταξύ τους.
Το ίδιο συμβαίνει και με την αλήθεια την οποία φανέρωσε ο Χριστός στον κόσμο. Καμιά επί μέρους Εκκλησία, κανένα από τα ιστορικά τμήματά Της, δεν μπορεί να ισχυρισθεί ότι κατέχει ολόκληρη τη θεία αλήθεια όπως την δίδαξε ο Χριστός, γιατί στην Ιστορία καμιά ιδέα, κανένα θεώρημα δεν μπορεί να παραμένει αμετάβλητο και αναλλοίωτο στη ροή του χρόνου και στη συνεχή εξέλιξη των πραγμάτων του κόσμου τούτου. Επομένως καμία από τις λεγόμενες Καθολικές Εκκλησίες (Ορθόδοξη και Ρωμαϊκή), λιγότερο φυσικά οι Προτεσταντικές, δεν μπορεί να ισχυρισθεί για τον εαυτό της, ότι είναι η Εκκλησία του Χριστού ή ότι κατέχει καθαρό και ακέραιο το θησαυρό της αποκαλυφθείσας θείας αλήθειας. Τι άλλο βέβαια θα έλεγε μια χριστιανική εκκλησιαστική κοινότητα, η οποία έχει χάσει την έννοια της καθολικότητας, του κύρους και της αυθεντίας της αληθινής Εκκλησίας του Χριστού;
Η περί Κλάδων Θεωρία είναι πολύ της μόδας σήμερα και συζητιέται πλατιά στα σαλόνια του θεολογικού διαλόγου των Εκκλησιών. Για μας τους Ορθοδόξους όμως κρύβει παγίδες πολλές και είναι αφάνταστα επικίνδυνη. Πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί από το θανάσιμο εναγκαλισμό της, ο οποίος μπορεί να μας οδηγήσει σε άμβλυνση της Ορθόδοξης εκκλησιαστικής μας συνειδήσεως, της οποίας είναι απρόβλεπτες οι ολέθριες συνέπειες.
Η Βαπτισματική Θεολογία ρίχνει το όλο βάρος της στην ένωση όλων των Χριστιανών, στο ότι όλοι αυτοί (Ορθόδοξοι, ΡΚαθολικοί, Προτεστάντες) έχουν σαν κύρια πύλη εισόδου στην Εκκλησία το Μυστήριο του Βαπτίσματος, το οποίον είναι κοινό σε όλους, άσχετα με τις όποιες παραλλαγές. Η Βαπτισματική Θεολογία είναι ένα από τα σημεία, που υπερτονίζεται, διότι είναι ένα «από τα κοινά που μας ενώνουν». Βέβαια παραγνωρίζεται το θεμελιώδες γεγονός, ότι άλλο Θεό πιστεύουν οι Ορθόδοξοι, άλλο οι Παπικοί και άλλο οι Προτεστάντες.
Ως προς την Περιεκτικότητα, είναι ένας όρος, όπου δηλώνει την αναλογία στην οποίαν κάτι βρίσκεται ανάμικτο με κάτι άλλο και συνεισφέρει κατά το ποσοστό που του αναλογεί. Δηλ. σε μια ενωμένη Εκκλησία, κάθε κλάδος της συνεισφέρει ένα μέρος της αλήθειας και όλοι μαζί αποδίδουν την Μία αλήθεια. Επομένως, η Ορθόδοξη Εκκλησία, ως μέρος ενός συνόλου, συνεισφέρει το ποσοστό της αλήθειας, που της αναλογεί και όχι όλη την Αλήθεια. Καμιά επί μέρους Εκκλησία δεν κατέχει όλη την Αλήθεια, αλλά μόνο μέρος αυτής.
Όσον αφορά τον Συγκρητισμό, διαχριστιανικό και διαθρησκειακό. Η λέξη συγκρητισμός είναι αρχαία και εφαρμοζόταν κυρίως στην Κρήτη, όπου υπήρχε συνένωση αντιμαχόμενων μερίδων έναντι ενός τρίτου κοινού εχθρού. Παράδειγμα, η συνένωση Ορθοδόξων, Παπικών και Προτεσταντών, αφήνοντας κατά μέρος τις επί μέρους διαφορές τους, προ ενός κοινού εχθρού, π.χ. του Ισλαμισμού.
Ο Συγκρητισμός και μάλιστα ο διαθρησκειακός δεν είναι τωρινό θρησκειολογικό φαινόμενο. Είναι φαινόμενο ήδη από τους Ελληνιστικούς και μεταχριστιανικούς χρόνους, που εκδηλώθηκε ως ανάμειξη, αφομοίωση και συγχώνευση των θρησκευτικών αντιλήψεων και των λατρευτικών τύπων των ανατολικών θρησκειών και μυστηρίων με τη θρησκεία των αρχαίων Ελλήνων και των Ρωμαίων, έτσι ώστε οι διάφοροι λαοί να λατρεύουν, μολονότι με διαφορετικό όνομα, την ίδια θεότητα. Μέσα σ’ αυτό το δημιουργηθέν κλίμα εμφανίστηκε ο Χριστιανισμός, ο οποίος καίτοι χρησιμοποίησε κάποια στοιχεία από άλλα θρησκεύματα, ποτέ δεν συναίνεσε στην ιδέα αυτή.
Το Οικουμενιστικό κίνημα αυτό θεσμοποιήθηκε το 1948 με το λεγόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών (Π.Σ.Ε.)». Ιδρυτικά μέλη ήταν εκτός των Προτεσταντικών ομολογιών, οι Ορθόδοξες Εκκλησίες Κωνσταντινουπόλεως, Ελλάδος και Κύπρου (οι υπόλοιπες προσχώρησαν αργότερα). Έτσι, το Π.Σ.Ε. θεωρείται μια «Ομοσπονδία Εκκλησιών», βάσει δε του Καταστατικού του ορίζεται ως «Κοινωνία Εκκλησιών», κοσμικού δικαίου, σύμφωνα με το άρθρο 66 του Ελβετικού Αστικού Κώδικα.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία, με τη συμμετοχή της στο Π.Σ.Ε. και για πρώτη φορά στην Ιστορία της εμφανίζεται να «ανήκει κάπου», σε μια «Ομοσπονδία» Χριστιανικών Κοινοτήτων, όπου η Αλήθεια και οι ποικίλες διαστρεβλώσεις (δηλ. αιρέσεις) τίθενται στο αυτό επίπεδο, παράλληλα προς Αυτήν και σε κλίμα αλληλοαναγνώρισης, δηλ. εντός ενός προφανώς συγκρητιστικού πλαισίου.
Με τη συμμετοχή των Ορθοδόξων στο Κίνημα αυτό, υπερβαίνονται τα όρια, που οι Πατέρες, δια των Ι. Κανόνων, είχαν θέσει προς απαγόρευση του συγχρωτισμού Ορθοδόξων και Αιρετικών και έτσι το «συμπροσεύχεσθαι», «συνεορτάζειν», «συνεσθίειν» κ.ά. όχι μόνο νομιμοποιήθηκαν», αλλά ξεπεράσθηκαν κατά πολύ.
Και όσον αφορά την απαγόρευση του «συμπροσεύχεσθαι» είναι γνωστοί οι Ι. Κανόνες: ι΄, με΄, ξε΄ Αποστολικοί, στ΄, θ΄, λβ΄, λδ΄, λζ΄ Αντιόχειας, λγ΄ Λαοδίκειας, θ΄ Τιμοθέου Αλεξανδρείας. Για την απαγόρευση του «συνεορτάζειν» ασχολούνται οι Ι. Κανόνες: ο΄, οα΄ Αποστολικοί, λζ΄, λη΄, λθ΄ Λαοδίκειας. Σπουδαιότατη όμως είναι η σχετική διακήρυξη του Εφέσου, αγίου Μάρκου: «Άπαντες οι της Εκκλησίας Διδάσκαλοι, πάσαι αι Σύνοδοι και πάσαι αι Θείαι Γραφαί φεύγειν τους ετερόφρονας και της αυτής κοινωνίας διίστασθαι» (PG τ. 160, στλ. 101 CD/ Επιστολή προς άπαντας τους Ορθοδόξους). Και ενώ, ο άγιος Μάρκος απαγορεύει και το απλώς «συγχρωτίζεσθαι», δυστυχώς οι Οικουμενιστές μεταβαίνουν σε ένα ευρύτερο πεδίο του «συνανήκειν», «συμπράττειν», «συμμαρτυρείν» και «συνδιακονείν» τον κόσμο, επιτρέποντας στο Π.Σ.Ε. να σκέπτεται και να δραστηροποιείται, σαν να διαθέτει το κύρος μιάς υπερ-Εκκλησίας.
Αυτός λοιπόν, ο από κοινού συγχρωτισμός καταργεί στην πράξη την εκκλησιολογική αποκλειστικότητα της Ορθόδοξης Εκκλησίας, εφ’ όσον το μοναδικό της έργο, δηλ. την διακονία του κόσμου δια της Αληθείας και «εν τη Αληθεία της Πίστεως», το εκχωρεί και σε άλλα «χριστιανικά σώματα», τα οποία όμως έχουν εκπέσει από την Αλήθεια και την Ενότητα της Εκκλησίας, ως εκ τούτου δε έχοντα ανάγκην μετανοίας και εκκλησιοποίησης.
Ο αείμνηστος Σέρβος δογματολόγος π. Ιουστίνος Πόποβιτς θεωρούσε τη συμμετοχή στο Π.Σ.Ε., ως «δουλικό εξευτελισμό, «οικτρώς και φρικωδώς αντιαγιοπαραδοσιακή στάση», «εντροπή», «αποκαλυπτικώς φρικαλέα κατά την ανορθοδοξία και αντορθοδοξία της» και «ανήκουστη προδοσία».
Οι αποφάσεις στο Π.Σ.Ε. διαμορφώνονται και εξαρτώνται αποκλειστικά από την ποσοτική υπεροχή των προτεσταντικών ψήφων (οι Ορθόδοξοι είναι μειοψηφία και οι παπικοί είναι παρατηρητές και όχι μέλη, καθότι θεωρούν την ΡΚαθολική εκκλησία, ως τη μόνη Αγία, Καθολική……. η οποία κατέχει, από μόνη της, την όλη Αλήθεια). Αρκεί να λεχθεί, ότι εκ των Προτεσταντών, απλώς οι Καλβινιστές έχουν μεγαλύτερη πλειοψηφία σε σχέση με τους Ορθόδοξους. Αλλά και οι Μεθοδιστές από μόνοι τους έχουν μεγαλύτερη πλειοψηφία έναντι των 4 παλαιφάτων Πατριαρχείων της Ανατολής. Ο «Στρατός Σωτηρίας» που συμμετέχει στην Κεντρική Επιτροπή του Π.Σ.Ε. έχει καταργήσει το Ποτήριο της Θ. Ευχαριστίας, για τον απλούστατο λόγο, ότι είναι….. αντιαλκοολικοί! Αλλά και πολλές από τις 330 «εκκλησίες» μέλη του Π.Σ.Ε. δέχονται αναντίρρητα την ομοφυλοφιλία και έχουν ειδικές τελετές για όσα ζεύγη ομοφυλοφίλων θέλουν να επισφραγίσουν τις σχέσεις τους με γάμο. Αρκεί αυτό και μόνο για να φανταστεί κανείς, πώς οι Ορθόδοξοι εξακολουθούν και συμμετέχουν σ’ ένα τέτοιο συμφερτό!
Ας αφήσουμε όμως το ίδιο το Π.Σ.Ε. να μας κάνει σαφείς τους σκοπούς του:
α/ Να διευκολύνει την κοινή μαρτυρία των Εκκλησιών σε κάθε τόπο και σε όλους τους
τόπους.
β/ Να υποστηρίζει τις Εκκλησίες στο παγκόσμιο ιεραποστολικό και ευαγγελιστικό τους
έργο.
γ/ Να εκφράζει το κοινό ενδιαφέρον των Εκκλησιών στην υπηρεσία των ανθρωπίνων αναγκών, της κατακρήμνισης των μεταξύ των ανθρώπων εμποδίων και της προαγωγής μιας ανθρώπινης οικογένειας με δικαιοσύνη και ειρήνη.
δ/ Να προάγει την ανανέωση των Εκκλησιών με την ενότητα, τη λατρεία, την αποστολή και την υπηρεσία.
Είναι πολύ χαρακτηριστικό, ότι στο Π.Σ.Ε. δεσπόζει κυριολεκτικά η «κοινή οικουμενική λατρεία», δηλ. ο λατρευτικός συγκρητισμός, όπου καλλιεργείται ο οικουμενικός συμπνευματισμός και δημιουργείται το κατάλληλο ψυχολογικό κλίμα, που προκαλεί βαθμιαία άμβλυνση του αισθήματος του αποχωρισμού και της διάστασης των Εκκλησιών και έτσι εμφανίζεται να υπάρχει ένα είδος οικουμενικής Εκκλησίας, που συνέρχεται και λατρεύει από κοινού τον Κύριο και Δεσπότη των απάντων, έτσι γενικά και αόριστα.
Αυτός ο διαχριστιανικός συγκρητισμός του Π.Σ.Ε. τείνει να διευρυνθεί σε διαθρησκειακό συγκρητισμό από το 1971 και μετά και έτσι τείνει να μετατραπεί το Συμβούλιο σε Λέσχη θρησκευομένων ανθρώπων και ομάδων, μη απαραίτητα Χριστιανών. Μέσα δε στις προτάσεις, που δυστυχώς επεξεργάστηκαν Ορθόδοξοι, προς επίτευξη κοινού οικουμενιστικού πνεύματος είναι:
1/ Δημιουργία κοινού ημερολογίου.
2/ Εντατικότερη επικοινωνία με κάθε τρόπο.
3/ Οικειώτερη προσέγγιση των αντιπροσώπων των Εκκλησιών.
4/ Επικοινωνία και «συναδέλφωση» των Θεολογικών Σχολών.
5/ Προώθηση των οικουμενικών σπουδών.
6/ Οικουμενικό πνεύμα στην Παιδεία.
7/ Θεολογικοί διάλογοι και συνέδρια.
8/ Οικουμενική διαπαιδαγώγηση του πληρώματος όλων των ομολογιών.
9/ «Συναδέλφωση» Επισκοπών και Μητροπόλεων διαφόρων «ομολογιών».
10/ Κοινός εορτασμός θρονικών εορτών και πολιούχων αγίων.
11/ Λύση δογματικών προβλημάτων
12/ Αμοιβαίος σεβασμός ηθών και εθίμων.
13/ Αποφυγή δημιουργίας νέων προβλημάτων.
14/ Παραχώρηση ευκτήριων οίκων.
15/ Μικτοί γάμοι.
16/ Συνεργασία σε ευρύτατο επίπεδο σε επίκαιρα προβλήματα.
Παρά τις διάφορες χλιαρές διαμαρτυρίες των Ορθοδόξων, εγκρίθηκαν ηθικοί κανόνες που αντιστρατεύονται και αυτή την Αγία Γραφή, όπως η ομοφυλοφιλία, ο λεσβιασμός, οι εκτρώσεις και άλλες παρεκτροπές, που απομακρύνουν σταθερά το Οικουμενιστικό Κίνημα από την Ευαγγελική Αλήθεια και Ηθική. Τελικά δημιουργείται μια κρίση αυτοσυνειδησίας, υπευθυνότητας, συνέπειας λόγου και έργου, αυτοσεβασμού, αληθινής ενότητας, αλλά πρωτίστως Θεολογίας.
Κατακλείουμε το μικρό και περιληπτικό αυτό πόνημα των θέσεων περί Οικουμενισμού, με τις αναφορές από τον καθηγητή Θεολογικής Α. Θεοδώρου, που συνοψίζει πολύ χαρακτηριστικά και γλαφυρά την Κίνηση αυτή του Οικουμενισμού: «Ο Οικουμενισμός δεν είναι αίρεση και παναίρεση, όπως χαρακτηρίζεται συνήθως. Είναι κάτι πολύ χειρότερο από την παναίρεση. Ο Οικουμενισμός είναι μια υπέρβαση, αμνήστευση, παραθεώρηση, για να μην πούμε νομιμοποίηση και δικαίωση των αιρέσεων. Είναι η ετεροδοξία παραλλαγμένη και μεταμορφωμένη, που επιζητεί να συνυπάρχει με την καθολικότητα. Ο Οικουμενισμός, στον ιερό χώρο της Ορθοδοξίας, είναι θανατηφόρα νόσος!».