Είναι γνωστόν, ότι οι Λατίνοι έχουν χαρακτηρισθεί (εμμέσως)
αιρετικοί από τη Σύνοδο του 879, μετά δε τη Σύνοδο του Τριδέντου (1545-1563),
έχει χαθεί πλέον εξ ολοκλήρου το κανονικό βάπτισμα στη Δύση και έχει
αντικατασταθεί με ράντισμα ή επίχυση. Αυτό είχε ξεκινήσει με τον Πάπα Στέφανο
Α΄ (253-257), ολοκληρώθηκε δε με την ανωτέρω Σύνοδο. Οι Αποστολικοί κανόνες
(μς΄, μζ΄, ν΄, ξη΄), α΄ της Καρχηδόνος, ζ΄, η΄ της Λαοδίκειας, α΄, ε΄, κ΄, μζ΄
του Μ. Βασιλείου, ενεργώντας «κατ’ ακρίβειαν» επιβάλουν τη βάπτιση κάθε
αιρετικού αδιακρίτως. Αντίθετα, αργότερα, ο ζ΄ της Β΄ Οικουμενικής και ο ψε΄
της Πενθέκτης, εφαρμόζοντας «την οικονομίαν», άλλων αιρετικών επιβάλουν την
βάπτιση και άλλων όχι, όταν αυτοί επιστρέφουν στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Η
οικονομία, καθώς είναι καρπός της ποιμαντικής και θεραπευτικής διακονίας της
Εκκλησίας, εφαρμόστηκε για λόγους καιρικούς-ιστορικούς. Οι αιρετικοί ήταν τότε πολλοί στο πλήθος και πολιτικά ισχυροί
(Πηδάλιο, σ. 53). Βέβαια, η οικονομία η οποία είναι πρόσκαιρη, ποτέ δεν μπορεί
να καταστεί νόμος, ούτε να θεωρηθεί ως παράδειγμα.
Τι γίνεται
όμως με τους Λατίνους; Ο άγιος Νικόδημος τους αναφέρει ως αιρετικούς, οι οποίοι
πρέπει να βαπτίζονται, όταν προσέρχονται στην Ορθοδοξία, επικαλείται δε τη
μαρτυρία του Εφέσου Μάρκου, Ιεροσολύμων Δοσιθέου, Κερνίτσης και Καλαβρύτων Ηλία
Μηνιάτη και άλλων. Αλλά και ο Αθανάσιος Πάριος και ο Κ. Οικονόμος τους
αποκαλούν αιρετικούς και όχι μόνο σχισματικούς, διότι αρκεί μόνο το Φιλιόκβε
για να χαρακτηρισθούν αιρετικοί (Ιακ. 2. 10), αλλά και η Η΄ Οικουμενική έχει
χαρακτηρίσει το Φιλιόκβε ως αίρεση.
Ανακύπτει
λοιπόν το ερώτημα: Παρότι είναι αιρετικοί οι Λατίνοι, είναι δυνατόν να
εφαρμοσθεί και σ’ αυτούς η περί Αρειανών κ.λπ. κατ’ οικονομίαν διάκριση της Β΄
και της Πενθέκτης Οικουμενικών Συνόδων και να γίνουν δεκτοί δίχως βάπτισμα και
μόνο με λίβελο και χρίσμα; Οι Σύνοδοι αυτές δέχτηκαν τους αιρετικούς αυτούς
χωρίς βάπτισμα, διότι η αίρεσή τους διέσωζε τη μορφή του αποστολικού
βαπτίσματος, δηλ. των τριών καταδύσεων, το οποίον είναι κατά κυριολεξία
βάπτισμα (βούτημα). Είναι όμως το βάπτισμα των Λατίνων αποστολικό βάπτισμα; Οι
Δυτικοί ισχυρίζονται ότι είναι. Ο Κ. Οικονόμος όμως απαντά, ότι ούτε η επίχυση
είναι ποτέ δυνατόν να θεωρηθεί βάπτισμα, ούτε πολύ περισσότερο ο ραντισμός. Η
μεν πρώτη είναι «νεωτερισμός ακανόνιστος», ο δε δεύτερος «άγραφος»,
στερούμενος του χαρακτήρος του «κυρίου και αληθινού βαπτίσματος». Κατά
τον άγιο Νικόδημο το βάπτισμα των Λατίνων είναι «ψευδώνυμο» (Πηδάλιο, σ.
55-56), κατέκρινε δε τους «λατινόφρονες» ή «αμίσθους δεφένσορες του
Λατινικού ψευδοβαπτίσματος», ως τους ωνόμαζε. Οι Λατίνοι, αθετώντας με την
καινοτομία τους αυτή την παράδοση της Εκκλησίας είναι, κατά την η΄ πράξη της Ζ΄
Οικουμενικής, «αναθεματιστέοι».
Βέβαια, θα διερωτηθεί κανείς, ότι η
επίχυση πρωτοπαρουσιάσθηκε το 253 από τον πάπα Στέφανο Α΄ στη Δύση, που ανήκε τότε
στη Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, μέχρι τουλάχιστον το 1054, που
έγινε το Σχίσμα με την ΚΠολη και όχι με τα άλλα Πατριαρχεία. Μπορεί να πει
κανείς, ότι η επίχυση είναι «νεωτερισμός ακανόνιστος», καθ’ ην στιγμήν εφαρμοζόταν, τουλάχιστον επί 800
χρόνια στη Δύση, μέσα σε μια ενιαία Εκκλησία; Δηλαδή, η επίχυση δεν αποτελούσε
παράδοση στη Δύση; Βέβαια, η η΄ πράξη της Ζ΄ δεν αναφέρεται ονομαστικά στους Λατίνους,
αλλά θεωρεί, ως «αναθεματιστέους», όλους εκείνους, που αθετούν κάθε
εκκλησιαστική παράδοση γραπτή ή άγραφη. Το ερώτημα παραμένει. Μια παράδοση 530
ετών στη Δύση, μέχρι την Ζ΄ Οικουμενική είναι απορριπτέα; Από την άλλη έχουμε
την περίπτωση του Μ. Φωτίου, που επέτρεψε την καταστρατήγηση Κανόνων από την
Ρώμη: Ο άγιος Φώτιος ελέγχεται, ότι
ανέχθηκε τα αντικανονικά έθιμα της Ρώμης, εφ’ όσον δεν θα ίσχυαν για την
Εκκλησία της ΚΠολης. Γνώριζε βέβαια, ότι «ουκ
έστι πίστις το αθετούμενον» (Μ. Φωτίου, επιστολή Β΄) και συνεπώς δεν υπήρχε
λόγος σχίσματος. Τέτοια ήταν:
- Νηστεία του Σαββάτου (νε΄ Πενθ.).
- Κατάλυση αρτυσίμων την α΄ εβδομάδα
Μ. Τεσσαρακοστής (κθ΄, πθ΄ Πενθ.).
- Απαγόρευση γάμου Ιερέων (ε΄
Αποστ.).
- Χρίσμα μόνον από Επίσκοπο (ουδείς
κανών το επιβάλλει).
- Κατάργηση απαγόρευσης πνικτού και
αίματος (ξγ΄ Αποστ. ξζ΄ Πενθ.).
Από
την άλλη επιτρέπεται σε έναν Πατριάρχη να δέχεται ακύρωση Κανόνων, για μια άλλη
Εκκλησία, επειδή δεν θα υπήρχε λόγος σχίσματος;
Παρ’ όλα
αυτά, η Ορθόδοξη Εκκλησία στην τοπική Σύνοδο της ΚΠολης του 1484, με τη
συμμετοχή όλων των Πατριαρχών της Ανατολής και παρ’ όλον ότι υπήρχε ακόμη η
ένταση στις σχέσεις Ορθοδόξων και Λατίνων μετά τη Σύνοδο Φλωρεντίας (1439),
αποφάσισε να εφαρμόσει στους Λατίνους τους κανόνες της Β΄ και Πενθέκτης
Οικουμενικών Συνόδων και να τους δέχεται με λίβελλο και Χρίσμα, συνέταξε δε και ειδική Ακολουθία (Καρμίρη Ι. Τα
Δογματικά….. σ. 981-989), οπότε οι περιπτώσεις βαπτίσματος ήταν εξαιρέσεις, που
οφείλονταν «εις ατομική πρωτοβουλίαν» και «ουχί εις αυθεντικήν
απόφασιν της Εκκλησίας».
Η απόφαση
αυτή όμως της Συνόδου του 1484 ανετράπη επί Πατριάρχου Κυρίλλου Ε΄ το 1755 στη
Σύνοδο της ΚΠολης, με τη συμμετοχή και των Πατριαρχών Αλεξανδρείας και
Ιεροσολύμων, που την προσυπέγραψαν. Η απόφαση αυτή, η οποία είναι η τελευταία
«επίσημη» απόφαση της Ορθόδοξης Εκκλησίας, επέβαλε
το βάπτισμα των Λατίνων που επανέρχονται στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Η Σύνοδος
της Ρωσικής Εκκλησίας του 1621 στη Μόσχα αποφάσισε το βάπτισμα των Λατίνων, η Σύνοδος όμως του 1667 πάλι στη Μόσχα,
όπου έλαβαν μέρος και οι Πατριάρχες Αλεξανδρείας και Αντιοχείας, επικύρωσε την
απόφαση του 1484 και δεχόταν τους
Λατίνους με λίβελο και Χρίσμα. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Ιερεμίας Γ΄ σε
ερώτημα του Τσάρου Μ. Πέτρου το 1718 απαντά, ότι οι Λατίνοι γίνονται δεκτοί «δια μόνου χρίσματος».
Στο
πρόβλημα του βαπτίσματος των Λατίνων, ο Εφέσου Μάρκος προτιμά την οικονομία,
παρότι ακραιφνέστατος Ορθόδοξος στην πίστη, μαρτυρώντας «περί της καθολικής
πράξεως της Ορθοδόξου Εκκλησίας», ομολογεί ότι «χρίομεν τους εξ αυτών (δηλ. των Λατίνων) ημίν
προσιόντας….. ως αιρετικούς όντας» (Καρμίρη Ι. Τα Δογματικά….. σ. 981),
δηλ. εντάσσει τους Λατίνους ως αιρετικούς στην ομάδα των Αρειανών κ.λπ. της Β΄
Οικουμενικής, παρ’ όλον ότι γνωρίζει τον τύπον του ραντισμού, τον οποίον
αποκηρύσσει. Έτσι, ο Ιεροσολύμων Δοσίθεος εμφανίζεται αντίθετος προς τον Εφέσου
Μάρκο, καθότι δεν δέχεται το βάπτισμα των Λατίνων. Ο Δοσίθεος λοιπόν το κατ’
ακρίβειαν και ο Μάρκος το κατ’ οικονομίαν. Μήπως, η πολιτική απειλή από τη Δύση
είχε σαν συνέπεια την εφαρμογή της οικονομίας στην Ανατολή και μήπως η χρήση
της οικονομίας στην Ανατολή είχε ως αναγκαία δογματοκανονική προϋπόθεση την
μέχρι και τον 18ο αιώνα ύπαρξη στη λειτουργική πράξη και του
κανονικού βαπτίσματος στη Δύση, δηλ. το φόβο «δευτερώσεώς» του;
Η όλη λοιπόν ιστορία του βαπτίσματος
των Λατίνων περνάει από πολλές φάσεις. Από τη φάση της ακρίβειας των
Αποστολικών Κανόνων (μς΄), μετά την εφαρμογή των οποίων φαίνεται ότι εγίνοντο
δεκτοί χωρίς βάπτισμα οι Λατίνοι, στο κατ’ οικονομίαν των Β΄ και Πενθέκτης
Οικουμενικής, μετά την εφαρμογή των οποίων φαίνεται ότι γίνοντο Ορθόδοξοι σε
πολλές περιπτώσεις Λατίνοι χωρίς βάπτισμα, στο κατ’ οικονομίαν της Συνόδου του
1484, μετά την οποίαν φαίνεται ότι γίνονταν σε πολλές περιπτώσεις δεκτοί
Λατίνοι με βάπτισμα, στην ακρίβεια τελικά της Συνόδου του 1755. Ποια όμως είναι
η πρακτική σήμερα; Τηρείται η απόφαση αυτή από τις Εκκλησίες; Δεν υπάρχει
γενική γραμμή. Άλλες, όπως η Ρωσική Εκκλησία και η ΚΠολη δεν εφαρμόζουν την απόφαση
αυτή. Άλλες, όπως η Ελλαδική Εκκλησία την εφαρμόζουν. Αυτή η διαφορετική στάση
των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών ανάγκασε το 1875 το Οικουμενικό Πατριαρχείο
να εκφράσει την ευχή «όπως δυνηθώσιν αι κατά τόπους Ορθόδοξοι Εκκλησίαι
συνελθείν επί το αυτό, (ίνα) τότε γενήσεται η ποθητή επίσημος συνεννόησις περί
του ζητήματος τούτου». (Καρμίρη Ι. Τα Δογματικά….., σ. 978). Το σπουδαίο
όμως στην υπόθεση αυτή είναι, ότι σ’ όλες αυτές τις παλινωδίες δεν
δημιουργήθηκαν σχίσματα στην Ορθόδοξη Εκκλησία εκ του γεγονότος αυτού.