ΣΤΕΡΕΩΜΑ
«Και
είπεν ο Θεός. γενηθήτω στερέωμα εν μέσω του ύδατος και έστω
διαχωρίζον ανά μέσον ύδατος και ύδατος. Και εγένετο ούτως» (Γέν. 1. 6).
«Γενηθήτω
στερέωμα εν μέσω του ύδατος». Μετά τη διάκριση του φωτός από το σκότος και
την εμφάνιση της ημέρας και της νύκτας, ακολουθεί, με δεύτερη δημιουργική
εντολή του Θεού, ο χωρισμός της μάζας των υδάτων του χάους. Αυτός συντελείται
με τη δημιουργία του στερεώματος, το οποίο, όπως και το φως ενωρίτερα, λαμβάνει
αυτομάτως ύπαρξη με το θείο πρόσταγμα «γενηθήτω».
Πρόκειται άλλως, για τη δημιουργία της ατμόσφαιρας.
«Στερέωμα». Η λέξη
στερέωμα σημαίνει στερεό σώμα, έρεισμα.
Στη μετάφραση των Ο΄ εννοείται μια στερεά υλική επιφάνεια, που διέρχεται από το
κέντρο της μάζας των χαωτικών υδάτων και τη σχίζει οριζοντίως σε δυο επίπεδα,
τα οποία κείνται το ένα πάνω στο άλλο και χωρίζουν τα ύδατα σε ουράνια και
επίγεια.
Σύμφωνα
με τις επικρατούσες τότε κοσμολογικές αντιλήψεις των Εβραίων και άλλων αρχαίων
λαών, το σύμπαν θεωρούνταν γεωκεντρικό
και επίπεδο (δισδιάστατο). Το στερέωμα ήταν μια υλική κατασκευή με τοξοειδή
θόλο, στερεά, συμπαγής και στεγανή για να συγκρατεί δίκην δεξαμενής τα ουράνια
ύδατα, τα ύδατα του ανώτερου κοσμικού ωκεανού. Ήταν κάτι σαν «υπερώον», το
οποίον έφερε πόρτες και παράθυρα –«θύρας» ή «πύλας»- και -«θυρίδας ή
καταρράκτας», όπως τις αποκαλεί η Π. Διαθήκη- που άνοιγαν και έκλειναν κατά
βούληση του Θεού και προς αγαλλίασή του, για να πέσει η βροχή ή το χιόνι στη γη
και να πνεύσει ο άνεμος στη φύση. Σχετικές παραπομπές: «αύτη η πύλη του ουρανού» (Γέν. 28. 17), «θύρας ουρανού ανέωξεν» (Ψ. 77. 23), «ότι θυρίδες εκ του ουρανού ηνεώχθησαν» (Ησ. 24. 18), «οι καταρράκται του ουρανού ηνεώχθησαν»
(Γέν. 7. 11), «ιδού ποιήσει Κύριος
καταρράκτας εν ουρανώ» (Βασ. Δ΄ 7. 2), «ποτίζων
όρη εκ των υπερώων αυτού» (Ψ. 103. 3).
Η θολωτή αυτή κατασκευή, που ήταν
ευρέως γνωστή στους πρωτόγονους λαούς, ως σταθερός θόλος του ουρανού, είχε
κίονες («στύλους» Ιώβ 26. 11), οι
οποίοι ήταν θεμελιωμένοι στα άκρα της γης, ενώ άλλοι κίονες στερέωναν τη γη
πάνω στα ύδατα της αβύσσου, του κατωτέρου κοσμικού ουρανού: «τω στερεώσαντι την γην επί των υδάτων»
(Ψ. 135. 6). Σχετικές παραπομπές: «εγώ
εστερέωσα τους στύλους αυτής (της γης)» (Ψ. 74. 4). «αυτός επί θαλασσών εθεμελίωσεν αυτήν (την γην) και επί ποταμών ητοίμασεν αυτήν» (Ψ. 23. 2). «ο στεγάζων εν ύδασιν τα υπερώα αυτού» (Ψ. 103. 3).
Αυτή η αντίληψη της στερέωσης της
γης πάνω σε ύδατα, υπό μία έποψη, αντανακλά σύγχρονες επιστημονικές απόψεις της
Γεωφυσικής και της Γεωλογίας, των επιστημών δηλ. που ασχολούνται με τη φυσική
διαμόρφωση της γης και γενικά με τη νομοτέλεια του φυσικού περιβάλλοντος.
Σύμφωνα μ’ αυτές, κατά τα πρώτα στάδια της δημιουργίας της γης (του εδάφους
δηλ.), η διάπυρη ρευστοποιημένη μάζα (το μάγμα), από την οποίαν συνίστατο, ψύχεται
προοδευτικά και σχηματίζει τον αρχικό στερεό φλοιό της. Αυτός ο φλοιός
εδράζεται ή ακριβέστερα επιπλέει επί του ρευστού εσωτερικού της γης, δηλ. επί
του υγρού στοιχείου, αφού και το νερό είναι ρευστό. Υπ’ αυτή την έννοια η γη
στερεώνεται όντως επί των υδάτων κατά τη βιβλική αντίληψη, όπως την εκφράζει
και το αντίφωνον: «σήμερον κρεμάται επί
ξύλου ο εν ύδασιν την γην κρεμάσας», στην ακολουθία της Μ. Πέμπτης. Και
εδώ, η θεία αποκάλυψη επαληθεύεται από τα επιστημονικά δεδομένα.
Βέβαια, η ανωτέρω ταύτιση του ύδατος
με τη διάπυρη ρευστοποιημένη μάζα θεωρείται ακραία και δύσκολα μπορεί να γίνει
πιστευτή, αν ακολουθήσει κανείς τη σύγχρονη Κοσμολογία, που και αυτή μπορεί να
εξηγήσει με σχετικά μεγάλη ακρίβεια τις έξη ημέρες της Δημιουργίας. Έτσι, την 1η
δημιουργική ημέρα έχουμε την έκλυση φωτός, ενέργειας και μεγάλης διαστολής του
δημιουργουμένου σύμπαντος με τρομακτικά υψηλές θερμοκρασίες. Δηλ. έχουμε τη
μετατροπή του χωροχρόνου σε ενέργεια, χωρίς δημιουργία ύλης. Πότε όμως αρχίζει
η ενέργεια να μετατρέπεται σε ύλη;
Τα πρώτα 300 εκ. χρόνια από τη
μεγάλη Έκρηξη δεν υπάρχει ύλη. Στα 13.4 δις χρόνια πίσω αρχίζουν να
σχηματίζονται τα πρώτα άτομα ύλης, όταν τα ελεύθερα ηλεκτρόνια άρχισαν να
δεσμεύονται από τους πυρήνες πρωτονίων και νετρονίων, οπότε αυτά τα πρώτα άτομα
με συντήξεις και συσσωματώσεις άρχισαν να δημιουργούν την ακατασκεύαστη ύλη
μέσα σ’ ένα χάος συγκρούσεων, εξαερώσεων, ατμών, αερίων και συνεχών εκρήξεων
και άρχισε να μορφοποιείται το στερέωμα και να διαχωρίζονται τα ουράνια σώματα
με συσσωρεύσεις και απομακρύνσεις, με σκόνη και αέρια, οπότε και έχουμε τη
δημιουργία των πρώτων ουρανίων σωμάτων, αστέρων, αστεροειδών, κομητών σε
συσσωματώσεις Γαλαξιών και υποομάδων, όπως τα πλανητικά συστήματα, μέσα στα
οποία υπάρχει και το δικό μας πλανητικό σύστημα. Έτσι, 3.7 δις χρόνια μετά την
Έκρηξη έχουμε την δημιουργία των πρώτων αστέρων. 10 δις χρόνια πίσω λοιπόν
αρχίζουν να εμφανίζονται οι πρώτοι αστέρες, 5 δις χρόνια πίσω το ηλιακό μας
σύστημα, 4.6 δις χρόνια πίσω δημιουργείται η γη που πατάμε και 4.5 δις χρόνια
πίσω η Σελήνη, που μας φωτίζει τη νύκτα. Η Σελήνη δημιουργείται από πρόσκρουση
τεραστίου ουρανίου σώματος επί της Γης, κομμάτι δε από αυτήν αποσπάται και
δημιουργεί ιδιαίτερο σώμα, τη Σελήνη. Η πρόσκρουση αυτή ήταν ευεργετική για τη
Γη, γιατί παρέσυρε και μεγάλο τμήμα της ατμόσφαιράς της, το οποίον εάν
διατηρείτο, τότε η Γη θα είχε την τύχη του Άρη, που είναι ένας νεκρός πλανήτης
με εχθρική ατμόσφαιρα για τη ζωή. Αυτή είναι η 2η ημέρα της
Δημιουργίας, που κράτησε (μαζί με την επόμενη 3η) περίπου 8.9 δις
χρόνια, με τη δημιουργία της ύλης, αλλά χωρίς την εμφάνιση κάποιας ζωής.
Την 2η λοιπόν δημιουργική
ημέρα έχουμε την έναρξη σχηματοποίησης της ύλης και διαχωρισμού των ρευστών
καταστάσεων (είτε νερών, είτε υγρών, είτε αερίων), οπότε αυτός ο διαχωρισμός συνεχίζεται
πιο ξεκάθαρα την 3η ημέρα, όπου διαχωρίζονται σαφώς τα στερεά από τα
υγρά και αποκαλύπτεται πλέον και η ξηρά και προκειμένου για τη γη, αυτός ο
διαχωρισμός εμφάνισε αφ' ενός το στέρεο έδαφος και αφ’ ετέρου τη θάλασσα, τους
ωκεανούς και τα ποτάμια. Ο Θεός τα είδε όλα αυτά και διαπίστωσε, ότι ήταν καλά
(όχι βέβαια πολύ καλά).
Στην Π. Διαθήκη το στερέωμα
περιγράφεται, με βάση την οπτική παρατήρηση, ως λαμπερό ζαφείρι (Έξ. 24. 10),
ως χυτό χάλκινο στιλπνό κάτοπτρο (Δευτ. 28. 23, Ιώβ 37. 18), ως δερμάτινο
κάλυμμα (τέντα) και ως καμάρα: «Ο
εκτείνας τον ουρανόν ωσεί δέρριν» (Ψ. 103. 2) και «ο στήσας ως καμάραν τον ουρανόν» (Ησ. 40. 22). Πρόκειται όμως περί
απλών ποιητικών εκφράσεων και εικόνων, οι οποίες δεν απέχουν πολύ από την
αντίληψη των αρχαίων Ελλήνων, οι οποίοι ομοίως εξελάμβανον ποιητικώς τον ουρανό
ως στερεό σώμα («στερέμνιον»), ως συμπαγή μεταλλική μάζα, σιδηρά («σιδήρεον»),
χάλκινη («χάλκεον») ή ορειχάλκινη («πολύχαλκον»), που έφερε στους ώμους του ο
μυθικός γίγαντας Άτλας (Ομήρου Ιλιάδα, ε΄ 504, ρ΄ 425, Οδύσσεια, Α 54, Γ 2, Ο
329).
Είναι φανερό, ότι εδώ ο βιβλικός
συγγραφέας δεν χρησιμοποιεί το στερέωμα με μια κοσμολογική προοπτική, για να
περιγράψει ένα κύριο συστατικό του υπό διαμόρφωση σύμπαντος. Ούτε αναφέρεται
ασφαλώς σε μια νοητή επιφάνεια, πέραν της οποίας δεν υπάρχει η έλξη της γης και
η οποία, καθώς εκτείνεται σφαιρικά γύρω από τη γη και στηρίζεται κυκλικά στην
περιφέρειά της, προσδιορίζει το θόλο του ουρανού ή γενικότερα την ατμόσφαιρα ως
συμπυκνωμένο σώμα (στιβάδα) αερίων και ατμών, που περιβάλλει τη γη. Με το
στερέωμα απλώς περιγράφεται αυτό που ήταν τότε κοινώς γνωστό στον άνθρωπο από
την καθημερινή εμπειρία του φυσικού κόσμου και συνδέονταν με τη θέση των
αστέρων, το πέταγμα των πουλιών και τη βροχή. Είναι σαφές λοιπόν, ότι εκφράζεται
κατά τον τρόπο του σκέπετεσθαι της εποχής του, χωρίς να έχει την πρόθεση να
απαιτήσει πίστη σ’ αυτά (αν και κάποιοι Προτεστάντες, αλλά και Ορθόδοξοι το
θεωρούν δόγμα Πίστεως). Σκοπός του δεν είναι να κάνει μάθημα αστρονομίας στον
άνθρωπο, αλλά να τον διαβεβαιώσει ότι αυτό, που θεωρούσε τότε ως στερέωμα,
δημιουργήθηκε από το Θεό. Αν έγραφε σήμερα, θα χρησιμοποιούσε ασφαλώς τη
σύγχρονη επιστημονική ορολογία, αλλ’ η σωτηριώδης αλήθεια που θα μετέδιδε δεν
θα άλλαζε ουσιαστικά. Φυσικά, ο Θεός μπορούσε να του αποκαλύψει πως ακριβώς
δημιουργήθηκε το σύμπαν, ακόμη και με τη σύγχρονη ορολογία, κάνοντας λόγο για
άτομα, άστρα, πλανήτες, έτη φωτός κ.τ.ό. κανείς όμως δεν θα ήταν σε θέση να
καταλάβει έστω και μια συλλαβή απ’ αυτά.
ΓΕΩΚΕΝΤΡΙΚΟΤΗΤΑ
Η γεωκεντρικότητα, δηλ. η αντίληψη, ότι η γη αποτελεί το κέντρο του Σύμπαντος αναφέρεται από τον βιβλικό συγγραφέα, αποτελούσε δε επί αιώνες (17 αιώνες μετά Χριστόν) θέση της Εκκλησίας. Αυτή η θέση άρχιζε να αλλάζει κυρίως, μετά την ψευδή ομολογία του Γαλιλαίου (για να σώσει τη ζωή του), το 1633, μπροστά στην Ι. Εξέταση, ότι αποκηρύσσει μετά βδελυγμίας την αιρετική θέση, ότι η γη κινείται!
ΘΕΣΗ
ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ
ΠΛΑΝΗΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ, ΤΗΝ ΑΚΙΝΗΣΙΑ ΤΗΣ ΓΗΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΘΕΣΗ ΤΗΣ
ΣΤΟ ΚΕΝΤΡΟ ΤΟΥ ΣΥΜΠΑΝΤΟΣ
Η Ορθόδοξη Εκκλησία
δεχόταν την άποψη, ότι ο ουράνιος θόλος περιστρέφεται, ενώ η Γη ως το κέντρο του σύμπαντος μένει ακίνητη.
Τούτο μαρτυρούν, η Π. Διαθήκη και έξη (6) τουλάχιστον Μεγάλοι Πατέρες της
Εκκλησίας.
Π.
Διαθήκη
Περιφορά
του ήλιου γύρω απ’ τη γη:
1/
«Πράγματι, ο ήλιος στάθηκε καταμεσής του ουρανού και δεν πήγαινε να δύσει, κι’
αυτό κράτησε σχεδόν μια μέρα» (Ιησ. Ναυή 10. 13).
2/
«κι ο ήλιος γρήγορος στην τροχιά του, κάνει τον κύκλο του ουρανού και
ξαναγυρίζει στη θέση του σε μια μέρα» (Α΄ Έσδρας 34).
Μ.
Αθανάσιος (4ος αιώνας)
«γη
δε ουκ αφ εαυτής ερήρεισται, αλλ’ επί μεν την των υδάτων ουσίαν συνέστηκεν, εμπεριέχεται δε και αύτη κατά το μέσον
συνδεθείσα του παντός» (Λόγος κατά ειδώλων).
Μ.
Βασίλειος (4ος αιώνας)
«Κυκλόσε περιτρέχει τα κατ’ ουρανόν
κινούμενα» (Β.Ε.Π.
τ. 51, σελ. 187).
Αγ.
Γρηγόριος Νύσσης (4ος αιώνας)
«.....
Της τε κυκλοφορουμένης ουσίας δια της οξείας κινήσεως το νάστον της γης εν
κύκλω περισφιγγούσης, του τε στερρού και ανενδότου δια της αμεταθέτου
παγιότητος αδιαλείπτως επιτείνοντος των περί αυτήν κυκλουμένων την δίνησιν, ίση
δε καθ’ εκάτερον των ταις ενεργείαις διεστηκότων η υπερβολή εναπειργάσθη, τη τε
στασίμω φύσει και τη αστάτω περιφορά. Ούτε
γαρ η γη της βάσεως μετατίθεται, ούτε ο ουρανός ποτε το σφοδρόν ενδίδωσι
και υποχαλά της κινήσεως». (Περί
κατασκευής ανθρώπου. Κεφ. α΄, παρ. 1).
Αγ.
Ιωάννης Δαμασκηνός (8ος αιώνας)
«Ημέρα εστίν ηλίου υπέρ γης φορά ή
χρόνος, εν ω ο ήλιος υπέρ γης φέρεται.
νυξ εστί σώματος της γης σκιά ή χρόνος, εν ω ο ήλιος υπό γην φέρεται. Νυχθήμερόν εστι κόσμου περιστροφή» (Διαλεκτικά,
κεφ. 68. Όροι διάφοροι).
Αγ.
Γρηγόριος Παλαμάς (14ος αιώνας)
«Και
τη μεν ακινήτω γη καθάπερ τινί
κέντρω περιτιθείς ανωτάτω κύκλω, και συνδών πανσόφως δια των μέσων του
αεικινήτου ουρανού, ίνα ο αυτός διαμένη κόσμος εστώς ομού και κινούμενος» (P. G. 151, 80).
Αγ. Συμεών Θεσσαλονίκης (15ος
αιώνας)
«Ποιητήν ουρανού και γης, ορατών τε πάντων
και αοράτων. Με αυτή τη φράση – η Εκκλησία – αποβάλλει κάθε επινόηση της αθεΐας.
Καταργεί τη θρασύτητα εκείνων που πρεσβεύουν ότι ο ουρανός είναι προαιώνιος και
ακόμη, ότι η ύλη είναι χωρίς αρχή, και ότι υπάρχουν στο Θεό κάποιες ιδέες, όπως
έλεγε ο Πλάτωνας. Καταργεί δε και την πλάνη εκείνων που θεοποιούν τα άστρα και όσα βρίσκονται γύρω από τη γη, οι
οποίοι αυτή τη γη και τα άλλα στοιχεία τα θεωρούν θεούς καταντώντας έτσι στην
πολυθεΐα και πλανώντας και γύρω από τα υπόλοιπα κτίσματα» (Ερμηνεία
εις το Σύμβολον της Πίστεως, P.G. 155, 757B).