«Τα
μεν άνω μόνον Θεού. Τα δε κάτω και ημών»
Γρηγόριος Θεολόγος
1. ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ
ΠΕΡΙΟΔΟΣ
Από την εμφάνιση της Εκκλησίας
παρουσιάσθηκε το πρόβλημα της σχέσης της με την Πολιτεία. Αλλά και οι
Χριστιανοί πολίτες έπρεπε να πάρουν μια θέση στις σχέσεις τους, όχι μόνο με
τους άλλους πολίτες, αλλά και στις σχέσεις τους με την Πολιτεία. Η Αποστολική
περίοδος ξεκινάει με την ίδρυση της Εκκλησίας επί της γης κατά την ημέρα της
Πεντηκοστής και περιλαμβάνει τους τρεις πρώτους αιώνες, τελειώνει δε με το
τέλος του 3ου αιώνα, όπου κατά το διάστημα αυτό η Εκκλησία ήταν
τελείως χωρισμένη από την πολιτική εξουσία.
Στον ίδιο το Χριστό έθεσαν το
πρόβλημα οι Σαδδουκαίοι. Πως το αντιμετώπισε; Δεν το αγνόησε, αλλά έφτασε στη
ρίζα του και το έλυσε: «απόδοτε ουν
τα Καίσαρος Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ» (Ματθ. 22. 21). Ο Ωριγένης
το ερμηνεύει αλληγορικά. Πρώτα θα παραδώσουμε το κακό στον Καίσαρα κι έπειτα το
καλό στο Θεό.
Άλλη μια φορά ασχολήθηκε με το θέμα
του φόρου. Στην απαίτηση του φορατζή να πληρώσει φόρο, αντέτεινε ότι δεν
υποχρεούται, αλλά τελικά τον πλήρωσε για
να μη σκανδαλίσει (Ματθ. 17. 24-27).
Σε
μια άλλη περίπτωση αποσαφήνισε τη θέση της πολιτικής εξουσίας έναντι της
θεϊκής. Στον Πιλάτο απαντάει: «ουκ
είχες εξουσίαν ουδεμίαν κατ’ εμού, ει μη ην σοι δεδομένον άνωθεν» (Ιω.
19. 11). Αυτό σημαίνει ότι η πολιτική
εξουσία προέρχεται από τον Θεό.
Σχετική είναι και αναφορά περί της
«βασιλείας των ουρανών». Στέλνει τους Αποστόλους με την εντολή: «πορευόμενοι
δε κηρύσσετε λέγοντες ότι ήγγικεν η βασιλεία των ουρανών» (Ματθ. 10. 7).
Αλλού συνιστά: «ζητείτε δε πρώτον την βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην
αυτού, και ταύτα πάντα προστεθήσεται υμίν» (Ματθ. 6. 33). Αλλά και στην
Κυριακή προσευχή το πρώτο μας αίτημα είναι: «ελθέτω η βασιλεία σου»
(Ματθ. 6. 9-13). Όταν δε ρωτήθηκε για τη βασιλεία του Θεού απάντησε: «ιδού γαρ η βασιλεία του Θεού εντός υμών
εστιν» (Λουκ. 17. 21). Κι ο ληστής στο σταυρό παρακάλεσε: «μνήσθητί
μου, Κύριε, όταν έλθης εν τη βασιλεία σου» (Λουκ. 23. 42).
Ως προς την επίγεια βασιλεία, ο
Χριστός αρνήθηκε δυο φορές να γίνει επίγειος βασιλιάς. Την πρώτη φορά, όταν ο
διάβολος, θεωρώντας τον άνθρωπο, άρχισε να τον πειράζει: «σοι δώσω την
εξουσίαν ταύτην άπασαν και την δόξαν αυτών, ότι εμοί παραδέδοται, και ω εάν
θέλω δίδωμι αυτήν. συ ουν εάν προσκυνήσης ενώπιόν μου, έσται σου πάσα».
Έλαβε όμως την αποστομωτική απάντηση: «ύπαγε οπίσω μου, Σατανά.
γέγραπται γαρ, Κύριον τον Θεόν σου προσκυνήσεις και αυτώ μόνω λατρεύσεις»
(Ματθ. 4. 6-8). Τη δεύτερη φορά αρνήθηκε την επίγεια βασιλεία που του
προσφέρθηκε από τον όχλο, μετά το θαύμα του χορτασμού των πεντακισχιλίων: «Ιησούς
ουν γνους ότι μέλλουσιν έρχεσθαι και αρπάζειν αυτόν ίνα ποιήσωσιν αυτόν
βασιλέα, ανεχώρησε πάλιν εις το όρος αυτός μόνος» (Ιω. 6. 15).
Αλλά και για την πολιτική εξουσία το
ξεκαθάρισε: «οίδατε ότι οι δοκούντες
άρχειν των εθνών κατακυριεύουσιν αυτών και οι μεγάλοι αυτών κατεξουσιάζουσιν
αυτών» (Μάρκ. 10. 42). Ο Ι. Χρυσόστομος λέγει χαρακτηριστικά: «Οι
άνθρωποι, όταν αναλάβουν την εξουσία, αυτή τη δύναμη τη χρησιμοποιούν για να
κάνουν αδικίες» (Εις Ψαλμό ΜΣΤ΄, ΕΠΕ 6. 132). Τον Ηρώδη, που ήταν φορέας της
πολιτικής εξουσίας τον χαρακτήρισε αλεπού,
δηλ. κατεργάρη: «πορευθέντες είπατε τη αλώπεκι ταύτη» (Λουκ. 13. 32).
Στις τρεις τελευταίες αυτές περιπτώσεις παρουσιάζεται ο Κύριος να
χαρακτηρίζει την εξουσία καταπιεστική, πονηρή και δούλη του Σατανά.
Στη συνομιλία του με τον Πιλάτο
κάνει σαφή διάκριση μεταξύ ουράνιας και κοσμικής εξουσίας. Έτσι, όταν ρωτήθηκε
από αυτόν, αν είναι βασιλιάς των Ιουδαίων, ο Κύριος απαντάει: «η βασιλεία η
εμή ουκ έστιν εκ του κόσμου τούτου» (Ιω. 18. 36). Ο ίδιος δε, ανέχεται τη χρήση βίας από την πολιτική
εξουσία. Αυτό φαίνεται στην αποστροφή προς τον Πέτρο να βάλει το μαχαίρι
στη θήκη: «ή δοκείς ότι ου δύναμαι άρτι παρακαλέσαι τον πατέρα μου, και
παραστήσει μοι πλείους ή δώδεκα λεγεώνας αγγέλων;» (Ματθ. 26. 53).
Συμπερασματικά συνοψίζεται η
διδασκαλία του Κυρίου πάνω στις εξουσίες:
1.- Ο Χριστός είναι βασιλιάς στη
βασιλεία του Θεού, την Εκκλησία, αυτή δε η εξουσία είναι διαφορετική από την
πολιτική εξουσία.
2.- Οι Χριστιανοί είναι πολίτες της
βασιλείας του Θεού, δηλ. της Εκκλησίας και επιδιώκουν την εγκαθίδρυση της
βασιλείας αυτής στη γη.
3.- Η επίγεια εξουσία είναι δοσμένη
άνωθεν.
4.- Οι χριστιανοί έχουν υποχρεώσεις
έναντι της κοσμικής εξουσίας, τις οποίες οφείλουν να εκπληρώνουν.
5.- Ο Χριστός απέφυγε την ανάληψη
πολιτικής εξουσίας, πράγμα που σηματοδοτεί την μη ανάληψη τέτοιας εξουσίας από
τους ευρισκόμενους εις «τύπον και τόπον Χριστού», δηλ. τους επισκόπους.
6.- Επισημαίνονται οι
καταδυναστεύσεις, οι καταπιέσεις και οι πονηριές της κοσμικής εξουσίας.
7.- Ανέχεται την άσκηση της
πολιτικής εξουσίας, ακόμη και εάν φθάνει μέχρι τη βία.
Αξιοσημείωτη ακόμη είναι η προτροπή
του Ιωάννη Προδρόμου για την μη κατάχρηση εξουσίας από τους εκφραστές της: «μηδένα
διασείσητε μηδέ συκοφαντήσητε, και αρκείσθε τοις οψωνίοις υμών» (Λουκ. 3.
14). Ο ίδιος ελέγχει δημόσια την πολιτική εξουσία στο πρόσωπο του βασιλιά
Ηρώδη: «Ο δε Ηρώδης ο τετράρχης, ελεγχόμενος υπ’ αυτού περί Ηρωδιάδος της
γυναικός του αδελφού αυτού και περί πάντων ων εποίησε πονηρών ο Ηρώδης,
προσέθηκε και τούτο επί πάσι και κατέκλεισε τον Ιωάννην εν τη φυλακή»
(Λουκ. 3. 19-20).
Στην Αποστολική εποχή οι Χριστιανοί αδιαφόρησαν για την υπάρχουσα
εγκόσμια κατάσταση και επομένως και με τις σχέσεις τους με την Πολιτεία.
Αντίθετα από ότι έκανε ο Χριστός, οι πρώτοι Χριστιανοί δεν πήραν θέση στα
πολιτικά θέματα. Προσπαθούσαν να ζήσουν όσο το δυνατόν καλύτερα μέσα σ’ αυτόν
τον κόσμο του Αντιχρίστου, γιατί από στιγμή σε στιγμή θα έρθει ο Κύριος εν
δυνάμει. Δηλαδή πίστευαν ότι σύντομα θα έρθει η Β’ πΠρουσία. Αυτή η σκέψη επηρέασε τους
Χριστιανούς και στις σχέσεις τους με την Πολιτεία: «ο Κύριος εγγύς.
μηδέν μεριμνάτε, αλλ’ εν παντί τη προσευχή και τη δεήσει μετά ευχαριστίας τα
αιτήματα υμών γνωριζέσθω προς τον Θεόν» (Φιλιπ. 4. 6). Αλλά και αλλού
αναφέρεται η «εγγύτητα»: «αμήν λέγω υμίν ότι εισί τινες των ώδε εστηκότων,
οίτινες ου μη γεύσωνται θανάτου έως αν ίδωσι την βασιλείαν του Θεού εληλυθίαν
εν δυνάμει» (Μάρκ. 9. 1) και «αμήν λέγω υμίν ότι ου μη παρέλθη η γενεά
αύτη μέχρις ου πάντα ταύτα γένηται» (Μάρκ. 13. 30).
Αποτέλεσμα των ανωτέρω εσχατολογικών
επισημάνσεων είναι η σχηματισθείσα την Αποστολική εποχή αντίληψη, ότι οι
Χριστιανοί πρέπει να ζουν σαν ξένοι και παρεπίδημοι σ’ αυτή τη γη. Οι Απόστολοι
Πέτρος και Παύλος είναι σαφέστατοι: «αγαπητοί, παρακαλώ ως παροίκους και
παρεπιδήμους, απέχεσθαι των σαρκικών επιθυμιών, αίτινες στρατεύονται κατά
της ψυχής, την αναστροφήν υμών εν τοις έθνεσιν έχοντες καλήν, ίνα εν ω
καταλαλούσιν υμών ως κακοποιών, εκ των καλών έργων εποπτεύσαντες δοξάσωσι τον
Θεόν εν ημέρα επισκοπής» (Πέτρ. Α΄ 2. 11-12). «ου γαρ έχομεν ώδε
μένουσαν πόλιν, αλλά την μέλλουσαν επιζητούμεν» (Εβρ. 13. 14). Και ενώ
στην επίγεια πολιτεία είναι σαν ξένοι, είναι συμπολίτες με τους αγίους. «άρα
ουν ουκέτι εστέ ξένοι και πάροικοι, αλλά συμπολίται των αγίων και οικείοι του
Θεού» (Εφεσ. 2. 19). Έτσι, οι Χριστιανοί αποτελούν το εκλεκτό γένος: «υμείς
δε γένος εκλεκτόν, βασίλειον ιεράτευμα, έθνος άγιον, λαός εις περιποίησιν»
(Πέτρ. Α΄ 2. 9) και θα βασιλεύσουν επί της γης: «και εποίησας αυτούς τω Θεώ
ημών βασιλείς και ιερείς, και βασιλεύσουσιν επί της γης» (Απκ. 5. 10),
οπότε θα δημιουργηθεί μια καινούρια κατάσταση: «και είδον ουρανόν καινόν και
γην καινήν» (Αποκ. 21. 1).
Ειδικά, η Ορθόδοξη Εκκλησία, χωρίς
να καταργεί τις ιδιαίτερες Πατρίδες, κινείται πάνω και πέρα από αυτές, γιατί
προσδιορίζεται από την «μέλλουσαν» και όχι την «μένουσαν πόλιν» (Εβρ. 13. 14).
Είναι χαρακτηριστικός ο λόγος του αγίου Ιω, Χρυσόστομου, ότι όλος ο παρών βίος
είναι «αποδημία» και ότι ο άνθρωπος
δεν είναι απλώς «πολίτης», αλλά «οδίτης».
Γι’ αυτό συνιστά: «Μη είπης έχω τήνδε την πόλιν, και έχω τήνδε. Ουκ έχει ουδείς
πόλιν. Η πόλις άνω εστί. Τα παρόντα οδός εστιν».
Προς τούτο οι Χριστιανοί είχαν
δημιουργήσει μια κοινωνία με οικογενειακή αγάπη. Γι’ αυτό οι τακτικές
συνεστιάσεις ονομάστηκαν «Αγάπες». Στα Ιεροσόλυμα έφθασαν να ζουν με
κοινοκτημοσύνη: «του δε πλήθους των πιστευσάντων ην η καρδία και η ψυχή μία,
και ουδέ εις τι των υπαρχόντων αυτώ έλεγεν ίδιον είναι, αλλ’ ην αυτοίς άπαντα
κοινά» (Πράξ. 4. 32). Η αγάπη
λοιπόν είναι το νέο στοιχείο, που έφερε ο Χριστιανισμός στις κοινωνικές σχέσεις
των ανθρώπων και στις σχέσεις μεταξύ των μελών της Πολιτείας. Σ’ αυτές τις
σχέσεις δεν πρέπει να υπάρχει συμμόρφωση με το πνεύμα του κόσμου, αλλά με το
θέλημα του Θεού: «και μη συσχηματίζεσθε τω αιώνι τούτω, αλλά μεταμορφούσθε
τη ανακαινώσει του νοός υμών, εις το δοκιμάζειν υμάς τι το θέλημα του Θεού, το
αγαθόν και ευάρεστον και τέλειον» (Ρωμ. 12. 2). Γι’ αυτό, όταν ο ανθύπατος
Σέργιος Παύλος έγινε χριστιανός, δεν του είπε ο Παύλος να εγκαταλείψει το
αξίωμά του, αλλά να ανακαινιστεί πνευματικά (Πράξ. 13. 7-12). Το θέλημα του
Θεού προσδιορίζεται σαφώς από τον ίδιο τον Κύριο: «ουκ ερωτώ ίνα άρης αυτούς
εκ του κόσμου, αλλ’ ίνα τηρήσης αυτούς εκ του πονηρού» (Ιω. 17. 15), δηλ.
«δεν σου ζητώ να τους πάρεις (τους χριστιανούς) από τον κόσμο, αλλά να τους
φυλάξεις από τον πονηρό».
Για την υποταγή των Χριστιανών στην
κοσμική εξουσία (στον Καίσαρα) έχουμε πάμπολλες αναφορές. Χαρακτηριστικές είναι
οι αναφορές του Παύλου και του Πέτρου: «Πάσα ψυχή εξουσίαις υπερεχούσαις
υποτασσέσθω. ου γαρ εστιν εξουσία ει μη υπό Θεού. αι δε ούσαι
εξουσίαι υπό του Θεού τεταγμέναι εισίν. ώστε ο αντιτασσόμενος τη εξουσία τη του
Θεού διαταγή ανθέστηκεν. οι δε ανθεστηκότες εαυτοίς κρίμα λήψονται.
οι γαρ άρχοντες ουκ εισί φόβος των αγαθών έργων, αλλά των κακών. θέλεις δε μη
φοβείσθαι την εξουσίαν; Το αγαθόν ποίει, και έξεις έπαινον εξ αυτής.
Θεού γαρ διάκονός εστί σοι εις το αγαθόν. εάν δε το κακόν ποιής, φοβού.
ου γαρ εική την μάχαιραν φορεί. Θεού γαρ διάκονός εστιν, έκδικος εις
οργήν τω το κακόν πράσσοντι. διό ανάγκη υποτάσσεσθαι ου μόνον δια την οργήν,
αλλά και δια την συνείδησιν. δια τούτο γαρ και φόρους τελείτε.
λειτουργοί γαρ Θεού εισιν εις αυτό τούτο προσκαρτερούντες. απόδοτε ουν πάσι τας
οφειλάς, τω τον φόρον τον φόρον, τω το τέλος το τέλος, τω τον φόβον τον φόβον,
τω την τιμήν την τιμήν» (Ρωμ. 13. 1-7). «Υποτάγητε ουν πάση ανθρωπίνη
κτίσει δια τον Κύριον. είτε βασιλεί, ως υπερέχοντι, είτε ηγεμόσιν,
ως δι’ αυτού πεμπομένοις εις εκδίκησιν μεν κακοποιών, έπαινον δε αγαθοποιών…..
πάντας τιμήσατε, την αδελφότητα αγαπάτε, τον Θεόν φοβείσθε, τον βασιλέα τιμάτε»
(Πέτρ. Α΄ 2. 13-17). «Πείθεσθε τοις ηγουμένοις υμών και υπείκετε.
αυτοί γαρ αγρυπνούσιν υπέρ των ψυχών υμών ως λόγον αποδώσαντες» (Εβρ. 13.
17).
Τα τρία τελευταία κείμενα, είναι
κείμενα «πολιτικής θεολογίας» και διδάσκουν τα εξής:
1.- Υποταγή στους πολιτικούς
άρχοντες. Το ίδιο διδάσκει και η Π. Διαθήκη: «Γιέ μου, να σέβεσαι τον Κύριο
και το βασιλιά και με τους ταραξίες να μην ανακατεύεσαι. Γιατί άξαφνα η συμφορά
τους θα φανεί και ποιος να ξέρει τι καταστροφές θα προκληθούν από τον ένα κι
απ’ τον άλλο» (Παροιμ. 24. 21-22).
2.- Ο Χριστιανός πρέπει να
υποτάσσεται στους άρχοντες για λόγους συνειδήσεως και όχι από φόβο.
3.- Η κοσμική εξουσία είναι εκ Θεού.
Το ίδιο καταγράφεται και στην Π. Διαθήκη: «Η εξουσία της γης είναι στα χέρια
του Κυρίου, κι αυτός τον άνθρωπο που πρέπει θ’ αναδείξει πάνω της, όταν θα
‘ρθεί η στιγμή» (Σοφ. Σειρ. 10. 4).
4.- Σκοπός της εξουσίας είναι να
κρίνει με δικαιοσύνη τους πολίτες.
5.- Η πολιτική εξουσία είναι όργανο
του Θεού και υπηρετεί το θείο σχέδιο για τον κόσμο και η πληρωμή των φόρων
είναι θεμιτή.
6.- Ο αντίθετος στην πολιτική
εξουσία είναι αντίθετος στη βουλή του Θεού.
7.- Ο άρχοντας εκτελεί τα καθήκοντά
του με χαρά και όχι με γογγυσμό.
8.- Δεν υπάρχει φόβος στην πολιτική
εξουσία από τους υπάκουους πολίτες.
9.- Η χρήση βίας από την πολιτική
εξουσία είναι ανεκτή.
Την περίοδο αυτή των τριών πρώτων
αιώνων, δηλ. κατά την περίοδο πριν από τη σύζευξη
εκκλησιαστικής και πολιτικής εξουσίας, οι Πατέρες προσθέτουν:
1.- Οι άρχοντες τιμώνται, αλλά δεν
προσκυνούνται.
2.- Προσευχόμαστε για όλους εχθρούς
και φίλους και επομένως και για τους άρχοντες: «Παρακαλώ ουν πρώτον πάντων
ποιείσθαι δεήσεις, προσευχάς, εντεύξεις, ευχαριστίας, υπέρ πάντων ανθρώπων,
υπέρ βασιλέων και πάντων των εν υπεροχή όντων, ίνα ήρεμον και ησύχιον βίον
διάγωμεν εν πάση ευσεβεία και σεμνότητι» (Τιμ. Α΄ 2. 1-2).
3.- Να μην εφαρμόζεται ο πολιτικός
νόμος, εάν συγκρούεται με τον νόμο του Θεού. Προέχει λοιπόν ο νόμος του Θεού: «πειθαρχείν
δει Θεώ μάλλον ή ανθρώποις» (Πράξ. 5. 29).
2.- ΡΩΜΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
Τρεις αιώνες μετά την ίδρυση της
Εκκλησίας οι σχέσεις των Χριστιανών με την πολιτική εξουσία άλλαξαν εντελώς.
Όχι μόνον έπαυσαν οι διωγμοί, αλλά ο διορισμός σε κρατικές υπηρεσίες γίνεται
μόνον από Χριστιανούς. Αρκεί να είσαι Χριστιανός για να καταλάβεις μια
οποιαδήποτε αυτοκρατορική διοικητική θέση. Η «πολιτική θεολογία» απομάκρυνε την
«πολιτική φιλοσοφία» του Αριστοτέλη και προσαρμόσθηκε άνετα στις ανάγκες και τα
πολιτικά προβλήματα της νέας εποχής. Η Ρωμαϊκή περίοδος ξεκινάει από τις αρχές
του 4ου αιώνα και λήγει στα μέσα του 15ου αιώνα και
περιλαμβάνει την περίοδο από της συστάσεως του Ανατολικού Ρωμαϊκού Κράτους με
τον Μ. Κωνσταντίνο και λήγει με τον τελευταίο αυτοκράτορα Κωνσταντίνο ΙΑ΄
Παλαιολόγο και την οριστική κατάκτηση της Αυτοκρατορίας από τους Τούρκους.
Οι Πατέρες της περιόδου αυτής δεν
αδιαφόρησαν για την πολιτική ζωή και την πολιτική εξουσία. Η περίοδος αυτή δεν είναι δημοκρατική περίοδος, ώστε ο
πολίτης να έχει υπευθυνότητα, αλλά ήταν μοναρχία, όπου φυσικά ο πολίτης
θεωρείται ανεύθυνος. Την περίοδο αυτή αρκετοί Πατέρες ασχολήθηκαν με το θέμα
της πολιτικής εξουσίας και ανέπτυξαν την «πολιτική θεολογία»:
1.- Καισαρείας Ευσέβιος (+339). Διαμορφώνει τη
σκέψη του μέλλοντος στη φιλοσοφία της ιστορίας και στο ρόλο του Χριστιανού
Αυτοκράτορα.
2.- Κορδούης Όσιος (+358). Σχολιάζει την
εκκλησιαστική πολιτική του Μ. Κωνσταντίνου.
3.- Καισαρείας Βασίλειος (+379). Παρουσιάζει
την «πολιτική θεολογία» του και μιλάει για την πνευματική και ηθική αντίσταση.
4.- Κωνσταντινουπόλεως Γρηγόριος Θεολόγος
(+389). Καθοδηγητικός λόγος προς τους πολιτευόμενους.
5.- Κωνσταντινουπόλεως Ιωάννης Χρυσόστομος (+407).
Περί κενοδοξίας λόγος.
6.- Πτολεμαϊδος Συνέσιος (+414). Το ειδικό
έργο περί Βασιλείας.
7.- Αμίδης Ακάκιος (+450). Αγόρασε τους
αιχμαλώτους των Ρωμαίων και τους ελευθέρωσε.
8.- Ισίδωρος Πηλουσιώτης (+435). Θαυμάσιες
επιστολές της πολιτικής του θεολογίας.
9.- Σωκράτης ιστορικός (+540). Εκκλησιαστική
Ιστορία με πολιτικά γεγονότα.
10.- Αγαπητός Διάκονος (+450).
Καθήκοντα του πολιτικού άρχοντα.
11.- Κύρου Θεοδώρητος (+458).
Ερμηνεύει τον Παύλο στο περί εξουσίας.
12.- Τάφρων Γρηγέντιος (+500).
Νομοθέτησε σαν Χριστιανός Ηγέτης.
13.- Μάξιμος Ομολογητής (+662). Περί
αγαθού Βασιλέως.
14.- Ιωάννης Δαμασκηνός (+749).
Ασχολείται με τους πολιτικούς άρχοντες και τη σχέση τους με την Εκκλησία.
15.- Κωνσταντινουπόλεως Φώτιος
(+893). Συνέγραψε το: «Ποιο είναι το έργο του άρχοντα» και «Κατάχρηση εξουσίας
από τον πολιτικό άρχοντα».
16.- Κωνσταντινουπόλεως Νικόλαος Α΄
Μυστικός (+925). Ασχολείται με την πολιτική εξουσία και τον πολιτικό άρχοντα.
17.- Συμεών Νέος Θεολόγος (+1022).
Αναφέρεται στις σχέσεις των πολιτικών αρχόντων.
18.- Κύριλλος Φιλεώτης (+1110).
Ασχολείται με τον έλεγχο του πολιτικού άρχοντα.
19.- Νικηφόρος Βλεμμύδης (+1272).
Έγραψε έργα πολιτική θεολογίας.
20.- Νικόλαος Καβάσιλας (+1371).
Ασχολείται με την οικονομική πολιτική.
Δεν ασχολήθηκαν μόνο μεμονωμένοι
Πατέρες με τα θέματα της πολιτικής εξουσίας, αλλά και Σύνοδοι. Έτσι:
1.-
Η Σύνοδος της Καρθαγένης (419) στον ΠΓ΄ κανόνα της ζητάει από την πολιτική
εξουσία βοήθεια, ώστε η εκκλησιαστική εξουσία (οι Επίσκοποι) να μπορούν να
εμποδίζουν την αδικία που γίνεται από τους πλουσίους προς τους πτωχούς. Η ίδια
Σύνοδος με τον ΡΙΕ΄ κανόνα της θεσπίζει, ότι μπορεί κληρικός να ζητήσει την
επέμβαση του Βασιλέως, ώστε να κριθεί υπόθεσή του από Επισκόπους.
2.-
Η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος (451) στον Ζ΄ Κανόνα της απαγορεύει στους κληρικούς να
γίνονται πολιτικοί άρχοντες.
Είναι γνωστό, ότι ο Ρωμαίος
αυτοκράτορας λατρευόταν σαν θεός, ταυτόχρονα δε κατείχε τον τίτλο του Αρχιερέα
των ειδώλων, του Μέγιστου Αρχιερέα (Pontifex Maximus), ειδικά δε ο Μ. Κωνσταντίνος
αυτοανακηρύχθηκε Υπερεπίσκοπος (Episcopus Episcoporum). Οι χριστιανοί άρχισαν να επηρεάζουν
τις αντιλήψεις αυτές και έτσι μετά από πιέσεις του αγίου Αμβροσίου Μεδιολάνων,
ο αυτοκράτορας Γρατιανός αρνήθηκε τον τίτλο του Αρχιερέα των Ειδώλων (380).
Την περίοδο 4ου-6ου
αιώνα έχουμε πατερικές και άλλες καταγραφές για τη «θεόθεν» βασιλεία. Έτσι
καταγράφονται οι εξής αναφορές.
Κορδούης Όσιος
προς Μ. Κων/ντίνο: «Ο Θεός σου έδωσε τη βασιλεία».
Καισαρείας Ευσέβιος:
«ο Αυτοκράτορας θα δυναμώσει τη μοναρχική του δύναμη, αν μιμηθεί το Θεό, αυτό
όμως κατορθώνεται προσέχοντας το Θεό για πρότυπο διακυβερνήσεως των επιγείων»
και «μάλλον δι’ ευχής αιτείσθαι τω Επισκόπω καν εν τω παρόντι, καν εν τω
μέλλοντι, της του Θεού δουλείας αξίω αυτώ φανήναι».
Κων/πόλεως Γρηγόριος
Θεολόγος: Ο Αυτοκράτορας «εικών ει του Θεού», «Χριστώ συνάρχεις, Χριστώ
συνδιοικείς» και «αρχής ίδιον το ελεείν….. μίμησε τον Δεσπότην».
Ισίδωρος Πηλουσιώτης:
«ο βασιλιάς, που εφαρμόζει τους νόμους, είναι ο έμψυχος νόμος».
Ιουστινιανός
Αυτοκράτορας: «Με τη θέληση του Θεού κυβερνάμε μια αυτοκρατορία, που μας την
έχει προσφέρει η θεία Μεγαλοσύνη και μόνον ο Θεός και ο αυτοκράτορας, που
ακολουθεί το Θεό, μπορούν να κυβερνήσουν με δικαιοσύνη».
Μάξιμος Ομολογητής:
Ο άρχοντας «που είναι η βάση της πολιτικής εργασίας εκφράζει πιο πιστά τη θεία
θέληση και δίκαια έτυχε να κυβερνά τους ανθρώπους. Παρουσιάστηκε στ’ αλήθεια
στη γη σαν δεύτερος θεός».
Λέων Ίσαυρος
Αυτοκράτορας: «βασιλεύς και ιερεύς ειμί και ο Θεός το κράτος της βασιλείας
εγχειρήσας ημίν ως ηυδόκησε…..».
Έτσι, ο Αυτοκράτορας είναι τοποτηρητής του Θεού στη γη, διορισμένος από
τον Χριστό και ο Θεός του δίνει το γόητρο και τον έλεγχο του κράτους. Η
αντίληψη αυτή εκφράζεται και στα νομίσματα, όπου ο Αυτοκράτορας στεφανώνεται
από τον Χριστό ή την Παναγία και κρατάει τη σφαίρα με το σταυρό, σημάδι της
οικουμενικότητας και σταυρόσχημο σκήπτρο, σύμβολο της Ρωμαϊκής και Χριστιανικής
εξουσίας στον κόσμο. Τίποτε άλλο δεν μπορούσε να δείξει καλύτερα και με πιο
εντυπωσιακό τρόπο στους λαούς και τα έθνη τις ιδεολογικές αρχές που εμψύχωναν
το Ρωμαϊκό κράτος. Η εξουσία δεν ήτανε οπωσδήποτε κληρονομική. Τις περισσότερες
φορές ένας απλός πολίτης ή στρατιώτης με τις προσωπικές του ικανότητες γινόταν
Αυτοκράτορας. Έτσι, ο άρχοντας στέκεται τουλάχιστον με την ανοχή του λαού,
διότι η κυριαρχία ανήκε στο λαό και ο λαός είχε εκχωρήσει την εξουσία στον
Αυτοκράτορα. Η αντίληψη αυτή είναι παράλληλη με τη θεοκρατία και είναι
υπόλειμμα της αντίληψης της ελληνοχριστιανικής σκέψης. Ο Χρυσόστομος το θεμελιώνει χαρακτηριστικά. Ο Θεός λέει «τους
άρχοντας μετά των αρχομένων έστησε….. Όπου γαρ η της (χριστιανικής) πίστεως
ευγένεια….. ουδείς πολίτης, αλλ’ εις μιαν άπαντες αξιώματος αναβαίνουσιν
υπεροχήν», βασιζόμενος στα λόγια του Κυρίου. «Ο υψών εαυτόν…..». Την μη
κληρονομική βασιλεία υποστηρίζει και ο Μ. Βασίλειος, θεωρώντας ότι τα παιδιά
του βασιλιά είναι απαίδευτα, έχουν μάθει στην κολακεία και την καλοπέραση και
από την άλλη είναι παράλογη η εκλογή με κλήρο ή από το Δήμο και επιμένει στην
αξιοκρατία. Το ίδιο και ο Ισίδωρος Πηλουσιώτης δεν δέχεται το βασιλόπουλο, αλλά
«τον βασιλικήν έχουσα ψυχήν».
Όσον αφορά την αξιοσύνη ή μη των
αρχόντων (εκκλησιαστικών ή πολιτικών) θαυμάσια το προσδιορίζει ο άγιος Αναστάσιος Σιναϊτης. «Οι άξιοι άρχοντες
προωθούνται στις πόλεις που τους αξίζουν, ενώ οι ανάξιοι, με παραχώρηση ή
επιθυμία Θεού, προχειρίζονται στους ανάξιους πολίτες. Γι’ αυτό, αν δεις κάποιον
ανάξιο και πονηρό άρχοντα ή επίσκοπο, μην απορήσεις και μη συκοφαντείς το Θεό,
αλλά μάλλον μάθε και πίστευε, ότι παραδοθήκαμε σε τέτοιους τυράννους, που και η
κακία τους ακόμη δεν είναι ανάλογη με το κακό που μας αξίζει». Ώστε ο Θεός
προωθεί άρχοντες (εκκλησιαστικούς ή πολιτικούς), ανάλογα με την ποιότητα των
πολιτών. Στους καλούς πολίτες προωθεί καλούς άρχοντες και στους κακούς
παραχωρεί (ανέχεται) κακούς άρχοντες.
Όσον αφορά τους εκκλησιαστικούς
άρχοντες, ο Χρυσόστομος κάνει σαφή
διάκριση μεταξύ της διδασκαλίας του άρχοντα αυτού και της ζωής του και εξηγεί,
ότι το «μη κρίνετε, ίνα μη κριθείτε», ισχύει για τον τρόπο της ζωής και
«ου περί πίστεως» (PG
63, 231-232). Όπως επίσης τονίζει την ανάγκη, όπως ο κάθε κοσμικός άρχοντας,
στο να μπορεί να κυβερνήσει πρώτα τον εαυτό του και μετά τους άλλους και τούτο
ισχύει και για τους εκκλησιαστικούς άρχοντες: «Ούτε εκείνος που ασκεί την
πολιτική εξουσία, ούτε εκείνος που ασκεί την πνευματική, θα μπορέσουν να τις
διαχειριστούν δίκαια, αν προηγουμένως δεν κυβερνήσουν τον εαυτό τους όπως
πρέπει» (Β΄ προς Κορινθίους, ομιλ. ΙΕ΄, ΕΠΕ 19, 418-420).
Βέβαια καταλήξαμε, η πολιτική του
αυτοκράτορα και οι ιδιοτροπίες του να διαμορφώνουν τη μοίρα των εκατομμυρίων
υπηκόων του και βλέπουμε πόσο είναι εύκολη η υπερβολή και η κατάχρηση της
εξουσίας, όσο η φύση του ανθρώπου θα είναι η ίδια και απαράλλακτη. Χαρακτηριστική
κατάχρηση εξουσίας, η αυτοκράτειρα Ευδοξία, η οποία κατάσχεσε παράνομα το κτήμα
της χήρας και ο αυστηρός έλεγχος από τον Χρυσόστομο. Επίσης, ο Μεδιολάνων
Αμβρόσιος δημόσια έλεγξε τον πανίσχυρο αυτοκράτορα Μ. Θεοδόσιο για τις
πολιτικές του πράξεις και του απαγόρευσε τη θ. κοινωνία, μέχρις ότου αυτός
δημόσια εξεδήλωσε τη μετάνοιά του.
Η αντίθεση ορισμένων Πατέρων στην εξουσία είναι
χαρακτηριστική. Ο Μ. Αθανάσιος αντιτάχθηκε στις αιρετικές αποκλείσεις του Μ.
Κωνσταντίνου και του διαδόχου του Κώνσταντα, ο Μ. Βασίλειος αντιτάχθηκε στον
Ουάλλη, ο Ιωάννης Χρυσόστομος στον Θεοδόσιο Β΄, ο Μάξιμος Ομολογητής στις
αιρετικές θέσεις των αυτοκρατόρων Ηράκλειου και Κώνσταντα. Ο Πατριάρχης
Νικόλαος Μυστικός λέγει: «Στις σιχαμερές διαταγές του βασιλιά δεν θα υπακούσει
ο χριστιανός».
3.- ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑ
Ένα μεγάλο πρόβλημα που απασχολεί την πολιτική
θεολογία είναι η σχέση Εκκλησίας και Πολιτείας. Με το θέμα αυτό ασχολείται το
Εκκλησιαστικό ή Κανονικό Δίκαιο. Από την ορθόδοξη άποψη οι σχέσεις μεταξύ Εκκλησιαστικής
εξουσίας και Πολιτικής εξουσίας δεν είναι αντίθετες, αλλά είναι διαφορετικές. Ο
Χρυσόστομος είναι χαρακτηριστικός: «Ουκ επ’ ανατροπή της κοινής
πολιτείας ο Χριστός τους παρ’ αυτού νόμους εισήγαγεν, αλλ’ επί διορθώσει
βελτίονι», δηλ. «Ο Χριστός έφερε στον κόσμο τους δικούς Του νόμους, όχι για
να ανατρέψει την συνηθισμένη πολιτική εξουσία, αλλά για να γίνει καλύτερη».
Αντίθετα η Δυτική σκέψη ακολουθεί τον ιερό Αυγουστίνο, που θεωρεί αντίθετες την
Εκκλησία και την Πολιτεία. Αντιπροσωπευτικός τύπος (κατά τον Αυγουστίνο) είναι
ο Άβελ για την Εκκλησία και ο Κάιν για την Πολιτεία (καλή – κακή). Συνέπεια
αυτού είναι η ύπαρξη του Παπικού Κράτους.
Σταδιακά
τα πράγματα ανάγκασαν τις δυο εξουσίες να συνεργάζονται και στην ουσία να
αλληλοεπηρεάζονται. Χαρακτηριστική είναι η παρατήρηση του εκκλησιαστικού
ιστορικού Σωκράτη του Σχολαστικού (+450): «Αν προσέξεις, θα παρατηρήσεις
πως παράλληλα βρίσκονται χρονικά και αναπτύσσονται τα πολιτικά κακά και οι
εκκλησιαστικές δυσχέρειες. Γιατί ή ταυτόχρονα θα βρεις να αυξάνουν ή τα μεν να
ακολουθούν τις δε και άλλοτε προηγούνται τα εκκλησιαστικά και ακολουθούν τα
πολιτικά, άλλοτε το αντίθετο. Έτσι ώστε δεν μπορείς να αποδώσεις την μεταξύ
τους χρονική ακολουθία στη σύμπτωση, αλλά οι δικές μας αμαρτίες είναι αιτία και
για την κατάπτωση και των δυο….. Κι
αυτά από τότε που άρχισε να χριστιανίζει η Πολιτεία». Η σύμπλεξη των δυο εξουσιών ήτανε τέτοια, που σε
ορισμένες περιπτώσεις υπήρξαν εμπλοκές. Έτσι:
Ο
Μ. Κων/νος χαρακτήριζε τον εαυτό του Υπερεπίσκοπο (Episcopus Episcoporum) και ως
«Επίσκοπο των εκτός της Εκκλησίας», δηλ. των εξωτερικών υποθέσεων της
Εκκλησίας. Ο Ιουστινιανός Α΄ γράφει σε μια Νεαρά: «Μέγιστα των ανθρώπων τα δώρα
Θεού, παρά της άνωθεν δεδομένα φιλανθρωπίας, ιερωσύνη τε και βασιλεία, η μεν
της θείας υπηρετουμένη, η δε των ανθρωπίνων εξάρχουσά τε και επιμελλουμένη και
εκ μιάς τε και της αυτής αρχής εκατέρα προϊούσα και τον ανθρώπινον κατακοσμούσα
βίον». Ο Λέων Γ΄ Ίσαυρος έλεγε: «είμαι ιερέας και βασιλέας». Παραδείγματα
συνεργασίας Εκκλησίας και Πολιτείας αναφέρθηκε παραπάνω ο ΠΓ΄ κανόνας της
Συνόδου της Καρθαγένης.
Συνεργάζονται
λοιπόν οι δυο αυτές εξουσίες (πρέπει να συνεργάζονται), αλλά δεν ταιριάζουν
απόλυτα μεταξύ τους, γιατί διαφέρουν. Πρώτος ο Κορδούης Όσιος,
εκκλησιαστικός σύμβουλος του Μ. Κων/νου σε επιστολή του στον αυτοκράτορα
γράφει: «Μην ανακατεύεσαι στα εκκλησιαστικά. Ούτε να μας συμβουλεύεις (στα
εκκλησιαστικά), αλλά μάλλον εσύ να μαθαίνεις γι’ αυτά από εμάς. Ο Θεός σου
έδωσε την πολιτική εξουσία. Σε μας την εκκλησιαστική». Ο Χρυσόστομος
λέει πιο καθαρά: «Ο Θεός έχει εμπιστευθεί στο βασιλιά τα επίγεια, στον ιερέα τα
επουράνια. Στον βασιλιά έχει εμπιστευθεί τα σώματα, στον ιερέα τις ψυχές. Ο
βασιλιάς χαρίζει τα χρήματα. Ο ιερέας καθαρίζει τα κατακάθια των αμαρτιών.
Εκείνος αναγκάζει. Αυτός παρακαλεί….. Εκείνος χρησιμοποιεί υλικά όπλα, αυτός
πνευματικά. Εκείνος πολεμάει τους βαρβάρους. Αυτός τους δαίμονες. Η ιερωσύνη
είναι πιο σεβαστή κι απ’ τη βασιλική αρχή….. Ο ιερέας στέκει μεταξύ του Θεού
και της ανθρώπινης φύσης, μας κατεβάζει τις θείες ευλογίες και ανεβάζει στον
ουρανό τις προσευχές μας….. Γι’ αυτό και το κεφάλι του βασιλιά ο Θεός το έβαλε
στα χέρια του ιερέα, διδάσκοντας ότι ο ιερέας είναι ανώτερος πνευματικά του
πολιτικού άρχοντα. Η
ιερωσύνη είναι τόσο ανώτερη απ’ τη βασιλεία, όσο το πνεύμα απ’ την ύλη, όσο ο
ουρανός απ’ τη γη και τα θεία από τα επίγεια». Κατά Χρυσόστομο, η μία επιβάλλεται με το φόβο και την ανάγκη, ενώ η
άλλη με την ελεύθερη συγκατάθεση και με τη συμφωνία της γνώμης. Ο πολιτικός
άρχοντας πιάνει τον μοιχό και τον τιμωρεί, του κόβει το κεφάλι, ενώ ο
εκκλησιαστικός δεν τον τιμωρεί, αλλά του κόβει το πάθος. Αλλά και στη διοίκηση
υπάρχει διαφορά. Η πολιτική εξουσία είναι μοναρχία, η εκκλησιαστική είναι
δημοκρατία (με το Συνοδικό σύστημα διοίκησης της Εκκλησίας).
Οι άρχοντες μερικές φορές ξεχνιούνται και κάνουν
κατάχρηση της εξουσίας τους, έτσι θέλουν να νομοθετήσουν και για την Εκκλησία (Ι.
Δαμασκηνός). Και: «ου
βασιλέων εστί νομοθετείν τη Εκκλησία». Ο ίδιος μεγάλος Πατέρας της Εκκλησίας αναφέρει αλλού: «Ου πείθομαι
βασιλικοίς κανόσι διατάττεσθαι την εκκλησίαν, αλλά πατρικαίς παραδόσεσιν
εγγράφοις τε και αγράφοις».
Η ταύτιση μάλιστα
Βασιλείας και Ιερωσύνης είναι χαρακτηριστική και υπάρχει π.χ. στα στοιχηρά
προσόμια του Εσπερινού της εορτής του αγίου Κωνσταντίνου, όπου καταγράφονται τα
κάτωθι:
Ιερεύς
τε χρισθείς και Βασιλεύς ελαίω,
εστήριξας την Εκκλησίαν του Θεού,
Βέβαια
ο Μ. Κωνσταντίνος ουδέποτε χρίστηκε Ιερέας. Αυτοανακηρύχθηκε, όπως αναφέρθηκε «Επίσκοπος
των εκτός» επόπτης των θρησκευτικών πραγμάτων, ανώτατος άρχων της Εκκλησίας
(Ευσέβιος, βίος Κων/νου Δ΄, 24). Είναι εκπρόσωπος του Θεού επί της γης «της
ουρανίου βασιλείας εικόνι κεκοσμημένος» (Ευσέβιος, Τριακονταετηρίς, Ι ΒΕΠΕΣ, τ.
24, σελ. 238), απόλυτος κυρίαρχος και λογοδοτεί μόνο στον επουράνιο αυθέντη. Aυτοανακηρύχθηκε δε «Επίσκοπος Επισκόπων»
χωρίς αντίδραση της Εκκλησίας. Η πολιτική, ότι ο αυτοκράτορας ενεργούσε ως
επίσκοπος επισκόπων βρήκε κατοχύρωση στη θεωρία για εξουσία «κατά την τάξιν
Μελχισεδέκ», του παλιού εκείνου αγενεαλόγητου άρχοντα, ο οποίος συγκέντρωσε
στον εαυτό του ταυτόχρονα βασιλεία και ιερωσύνη. Τούτο επαναλήφθηκε με τον
αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β΄, ο οποίος επευφημήθηκε από την Σύνοδο Κων/πολης του 448
με τις λέξεις: «πολλά τα έτη τω αρχιερεί βασιλεί» (ACO 2, 1,1,138,28), ο δε αυτοκράτορας
Μαρκιανός επευφημήθηκε στην Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο με παρόμοιες λέξεις «πολλά τα
έτη τω ιερεί, τω βασιλεί» (ACO,
2,1,2,157,29). Αυτή η θεώρηση έπαψε οριστικά να ισχύει μετά την Δ΄ Οικουμενική
Σύνοδο. Τα λόγια του Κορδούης Οσίου
προς τον βασιλέα Κωνστάντιο «μη τίθει σεαυτόν εις τα εκκλησιαστικά, μηδέ συ
περί τούτων ημίν παρακελεύου, αλλά μάλλον παρ’ ημών συ μάνθανε ταύτα, σοι
βασιλείαν ο Θεός ενεχείρησεν, ημίν τα της εκκλησίας επίστευσε» τελικά έγιναν συνείδηση και πίστη
της Εκκλησίας.
Οι
σχέσεις εκκλησιαστικών και πολιτικών αρχόντων στην πράξη ήταν διάφορες. Ήταν
ανάλογες με το μέτρο του ήθους των προσώπων, ιδίως των εκκλησιαστικών. Ο
κανόνας πάντως ήταν ο λόγος του Γρηγορίου
Θεολόγου: «το μέτρο για κάθε πνευματική προστασία των πιστών απ’ τους
κληρικούς είναι η αδιαφορία του ατομικού συμφέροντος και η δράση για το
συμφέρον των άλλων» και ο Ωριγένης
έλεγε: «οι πολιτικοί άρχοντες κατακυριεύουσι, ενώ οι εκκλησιαστικοί
εξυπηρετούσι». Παραδείγματα έχουμε πολλά:
Η Σύνοδος της Σαρδικής (342) με τους
Κανόνες Ζ΄ και Η΄ συνιστά στους επισκόπους να βοηθούν τους αδικουμένους
μεσιτεύοντας υπέρ αυτών με επιστολή προς τους πολιτικούς άρχοντες. Επίσης η
Σύνοδος της Καρθαγένης (419) προτρέπει τον αυτοκράτορα να ορίσει Έκδικο, που θα
τον βοηθήσουν για να προστατεύσει τους πτωχούς «κατά της των πλουσίων
τυραννίδος». Ο Μ. Βασίλειος
έλεγε: «τη φιλία με τον βασιλιά τη θεωρώ μεγάλο καλό, υπό τον όρο να βοηθάει
στη προαγωγή της ευσέβειας, χωρίς όμως αυτή τη θεωρώ ολέθρια». Ο αυτοκράτορας
Μ. Θεοδόσιος διέταξε τον επίσκοπο του Καλλινίκου να ξανακτίσει μια Συναγωγή,
που ο επίσκοπος ενθάρρυνε το ποίμνιό του να τη λεηλατήσει. Αναφέρθηκε παραπάνω
η περίπτωση Μ. Θεοδοσίου και Μεδιολάνων Αμβροσίου, καθώς και της Ευδοξίας με
τον Ι. Χρυσόστομο. Ο Πτολεμαϊδος Συνέσιος φέρθηκε με σθεναρή στάση στις αδικίες.
Ο Μ. Φώτιος τοποθετεί τον Πατριάρχη
στην ίδια θέση με τον αυτοκράτορα. Λέγει πως είναι ο πατριάρχης η έμψυχη και
ζωντανή εικόνα του Χριστού, ενώ για τον αυτοκράτορα λέγει πως πρέπει να είναι
«εν ζήλω θείω διαβόητος», αλλά πουθενά δεν αναφέρει ότι είναι εικόνα Θεού. Στην
Η΄ Οικουμενική (880) όρθιοι οι Συνοδικοί έψαλαν: «πολλά τα έτη στον υπερασπιστή της ορθοδόξου πίστεως….. είμαστε όλοι
δούλοι του αυτοκράτορα».
Σε ορισμένες περιπτώσεις πολιτικοί
άρχοντες ζητούσαν συμβουλές από τους εκκλησιαστικούς. Ο Πατριάρχης Αρσένιος αφόρισε τον αυτοκράτορα Μιχαήλ Παλαιολόγο
(1259) για αμαρτήματά του. Ο αυτοκράτορας απομάκρυνε τον πατριάρχη, αλλά τελικά
γονυπετής ζήτησε συγγνώμη από την Σύνοδο. Ο πατριάρχης Αθανάσιος Α΄ (1289) παρεμβαίνει στην κοινωνική πολιτική του
κράτους, θεωρώντας την αυτοκρατορία σαν μοναστήρι του. Την ίδια πολιτική
ακολούθησε και ο πατριάρχης Ιωάννης ΙΒ΄
(1304), οι δε πατριάρχες Νικόλαος
Μυστικός (925) και Μιχαήλ
Κηρουλάριος (1058), όταν παρενέβησαν σε καθαρώς πολιτικά θέματα, έχασαν τη
λαϊκή υποστήριξη. Ορισμένες φορές όμως κληρικοί ξεπέφτουν πνευματικά, γι’ αυτό
ο Ισίδωρος Πηλουσιώτης λέει: «άλλοτε
οι ιερείς σωφρονίζουν τους αυτοκράτορες, τώρα οι ιερείς φοβούνται τον
αυτοκράτορα για τις απρέπειές τους».
Η ταύτιση εκκλησιαστικής και πολιτικής
εξουσίας σε ένα και το αυτό πρόσωπο απαγορεύεται ρητά από τους Κανόνες της
Εκκλησίας. Ο ΣΤ΄ κανόνας των αγίων Αποστόλων είναι σαφέστατος: «Επίσκοπος ή
πρεσβύτερος ή διάκονος κοσμικάς φροντίδας μη λαμβανέτω. Ει δε μη, καθαιρίσθω».
Αλλά και άλλοι κανόνες διαλαμβάνουν το αυτό. Ο Ζ΄ κανόνας της Δ΄ Οικουμενικής
απαγορεύει τόσο κάθε κοσμικό αξίωμα, όσο και το στρατιωτικό αξίωμα στους
κληρικούς. «Τους άπαξ εν Κλήρω τεταγμένους και μοναστάς, ωρίσαμεν μήτε επί
στρατείαν, μήτε επί αξίαν κοσμικήν έρχεσθαι. Η τούτο τολμώντες…..
αναθεματίζεσθαι». Ο δε Λ΄ κανόνας των αγίων Αποστόλων απαγορεύει την εκλογή
επισκόπου με τη βοήθεια πολιτικού άρχοντα.
Παραβιάσεις των κανόνων αυτών έχουμε
σε ορισμένες περιπτώσεις: Παράδειγμα, η θέση του Αρχιεπισκόπου Κύπρου και ως θεσμικού παράγοντος της Πολιτείας.
Έτσι, και παρά την απαγόρευση από την Δ΄ Οικουμενική (ζ΄ κανόνας) της
ταυτόχρονης ύπαρξης κοσμικής και εκκλησιαστικής εξουσίας στο αυτό πρόσωπο, όμως
με το διάταγμα του αυτοκράτορα Ζήνωνα, του 488, ο Κύπρου αποκτούσε de
jure
και κοσμική
εξουσία και ο εκάστοτε Αρχιεπίσκοπος ήταν και ο τοποτηρητής του
Αυτοκράτορα στην Κύπρο και τούτο διήρκεσε επί 8 αιώνες! Σε επίρρωση αυτού, ο
Κύπρου απέκτησε το προνόμιο να φέρει πορφυρό αυτοκρατορικό μανδύα, να κρατεί
αυτοκρατορικό σκήπτρο, αντί ποιμαντορικής ράβδου και να υπογράφει με κόκκινο
μελάνη, προνόμια τα οποία διατηρούνται μέχρι και σήμερα. Η Πενθέκτη Οικουμενική
δεν επικύρωσε το διάταγμα, καθότι αυτοκρατορικό, αλλά και δεν απαγόρευσε την
διπλή αυτή ιδιότητα του Κύπρου, παρά τη σαφή παράβαση του ζ΄ κανόνα της Δ΄
Οικουμενικής (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. Η΄, σελ. 358). Το 1204 οι Φράγκοι
κατέλυσαν την αυτοκεφαλία της Κύπρου, η οποία εδόθη πάλι το 1572, επί Σελίμ Β΄,
στον Αρχιεπίσκοπο Τιμόθεο, το δε 1660 εδόθη στον Κύπρου και πάλιν η κοσμική
εξουσία, επί Μεχμέτ Δ΄, στον Αρχιεπίσκοπο Νικηφόρο.
Το ίδιο συνέβη και με τον Επίσκοπο Ρώμης, ο οποίος απέκτησε de facto, την διπλή αυτή ιδιότητα κοσμικού και
εκκλησιαστικού άρχοντα ήδη από το 600, με τον Ρώμης άγιο Γρηγόριο Α΄ Διάλογο,
που θεωρείται ο ηθικός ιδρυτής της κοσμικής εξουσίας των παπών, κάτι που
κατέστη επίσημα δεκτό από τον Ρώμης Στέφανο Γ΄, το 754, με την αναγνώριση παπικού κράτους από τη
συμφωνία με τον βασιλέα των Φράγκων Πεπίνο Γ΄. Σημειώνεται, ότι δεν υπήρξε πάλι
αντίδραση από την Εκκλησία, η οποία δέχτηκε τον Ρώμης Αδριανό Α΄, στη Ζ΄
Οικουμενική του 787 και τον Ιωάννη Η΄ στην Η΄ Οικουμενική του 880, με την διπλή
αυτή ιδιότητα. Επίσης, ο πατριάρχης Νικόλαος
Μυστικός (925) έγινε αντιβασιλέας, ο Ιωάννης
ΙΔ΄ Καλέκας (1347) έγινε επίτροπος στην αντιβασιλεία. Κατά την περίοδο της
Τουρκοκρατίας οι Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως υπήρξαν ταυτόχρονα εθνάρχες των
Ορθοδόξων και κατ’ αναλογία και όλοι οι τοπικοί επίσκοποι. Πρόσφατα η Ιστορία
αναφέρει την ύπαρξη της ιδιότητας του Αντιβασιλέα στον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Δαμασκηνό, καθώς και την διπλή
ιδιότητα του Αρχιεπισκόπου Κύπρου
Μακαρίου Γ΄ που ήταν ταυτόχρονα και Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Εκτός
όμως της συμμετοχής κληρικών, ως μελών της Εκτελεστικής εξουσίας , έχουμε και
διορισμούς κληρικών, ως μελών της Δικαστικής εξουσίας, παρά τις σαφείς
απαγορεύσεις των σχετικών Ι. Κανόνων. Συγκεκριμένα: Η σχετική αναδιοργάνωση του
κράτους που παρατηρείται στην εποχή του Ανδρόνικου Γ΄ Παλαιολόγου (1328-1341)
επεκτάθηκε και στον τομέα της δικαιοσύνης. Η διαφθορά των δικαστών ήταν γνωστή
και δημιουργούσε σοβαρά κοινωνικά προβλήματα. Ήδη από το 1296 ο Ανδρόνικος Β΄
Παλαιολόγος (1282-1328) προσπάθησε να την πατάξει, οργανώνοντας στην ΚΠολη ένα ανώτατο δικαστήριο από 12 δικαστές. Ο
Ανδρόνικος Γ΄ θεώρησε την ήττα του στον Πελεκάνο εν μέρει ως θεία τιμωρία για
την διαφθορά των δικαστών και αποφάσισε να προβεί σε σοβαρές μεταρρυθμίσεις. Το ανώτατο δικαστήριο αποτελέσθηκε από 4
δικαστές, 2 εκκλησιαστικούς και 2 κοσμικούς, διορισμένους από τον
αυτοκράτορα. Οι «καθολικοί κριταί των Ρωμαίων, όπως τους αποκάλεσαν, έδωσαν
όρκο ότι θα ήταν αδέκαστοι και θα δίκαζαν χωρίς προκαταλήψεις. Στη δικαιοδοσία
τους συμπεριλαμβάνονταν όλες οι υποθέσεις, και οι αποφάσεις τους ήταν
τελεσίδικες. Πολύ γρήγορα όμως έγινε φανερό ότι και αυτοί οι δικαστές ήταν
ευάλωτοι στη γενικότερη διαφθορά του δικαστικού συστήματος. Επίσης, η
αποκέντρωση που χαρακτήριζε τη βυζαντινή αυτοκρατορία των ύστερων χρόνων
επεκτάθηκε και στο ανώτατο αυτό δικαστήριο, έτσι ώστε στο τέλος του 14ου
αι. η δικαιοδοσία του περιορίσθηκε στην ΚΠολη. Ωστόσο, η μεταρρύθμιση επέζησε
ως το τέλος της αυτοκρατορίας. Ο τελευταίος καθολικός κριτής των Ρωμαίων ήταν ο
Γεννάδιος Σχολάριος (μετέπειτα Οικ. Πατριάρχης). Χαρακτηριστικό της δυνάμεως
και του κύρους της Εκκλησίας στην εποχή των Παλαιολόγων, είναι ότι στο ανώτατο αυτοκρατορικό δικαστήριο, κατά
τα τελευταία 130 χρόνια της βυζαντινής αυτοκρατορίας, μετείχαν και κληρικοί
( Ιστορία του Ελληνικού έθνους, τ. Θ΄, σελ. 150).
Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε,
ότι έργο του Πατριάρχη κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο ήταν να παρακολουθεί την
πνευματική ανάπτυξη της αυτοκρατορίας, αλλά μόνον ο αυτοκράτορας μπορούσε να
δώσει τη δύναμη του νόμου στις αποφάσεις του Πατριάρχη.
4.- ΣΥΝΟΨΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ
ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ
Με την αναγνώριση και τον σεβασμό
της χριστιανικής πίστης δημιουργούνται προβλήματα μεταξύ Εκκλησίας και
Πολιτείας, καθότι η θεολογική σκέψη αρχίζει να επηρεάζει την πολιτική ζωή. Ο
αυτοκράτορας πρέπει να έχει πρότυπο το Θεό, αν και είναι εύκολη η κατάχρηση της
εξουσίας, λόγω της αμαρτίας. Αλλά οι χριστιανοί πιστοί εφαρμόζοντας τις
επιταγές του Ευαγγελίου και των Πατέρων περιορίζουν τη κατάχρηση.
Η πολιτική εξουσία, που την όρισε ο
Θεός είναι «έννομη επιστασία» και απαραίτητη, για να περιορίζει το κακό και να
βοηθάει στο καλό. Ο χριστιανός πρέπει να υπακούει στην πολιτική εξουσία, εφ’
όσον δεν είναι αντίθετη στο νόμο του Θεού, άλλως αντιδρά μέχρι θανάτου.
Τον κακό άρχοντα δεν τον επιλέγει ο
Θεός, αλλά τον ανέχεται, όταν ο λαός
δεν ικανοποιείται με τους καλούς, ακριβώς για να εκτιμήσει ο ίδιος ο λαός την
άσχημη συμπεριφορά του και να ζητήσει τον καλό άρχοντα. Τόσο η πολυαρχία, όσο και η αναρχία στηλιτεύονται από τους Πατέρες.
Η Εκκλησία δεν είναι αντίθετη με την
Πολιτεία και πρέπει να συνεργάζεται με αυτή, αλλά διαφέρουν σε πάρα πολλά. Οι
πολιτικοί άρχοντες ενδιαφέρονται κυρίως για τα υλικά αγαθά και εξασκούν ενίοτε
και τη βία, ενώ οι εκκλησιαστικοί
άρχοντες ενδιαφέρονται κυρίως για τα πνευματικά αγαθά και χρησιμοποιούν την
απόλυτη ελευθερία. Γι’ αυτό δεν είναι
δυνατή η συνύπαρξη των δυο αυτών εξουσιών σε ένα και το αυτό πρόσωπο.
Αντίθετα οι χριστιανοί πιστοί, που είναι ταυτόχρονα και πολίτες, πρέπει να
εκπαιδεύονται και στη δημόσια και την πολιτική ζωή. Η δε «βασιλεία του Θεού», η
ιδεώδης πολιτεία πρέπει να είναι ο κύριος στόχος για τους πολίτες που είναι
ταυτόχρονα και χριστιανοί πιστοί.
Πάνω από όλα όμως ισχύει ο
ακρογωνιαίος λίθος, ότι κάθε εξουσία πρέπει να διέπεται από τους δικούς της
νόμους. Η μεν εκκλησιαστική εξουσία διέπεται από τους Ι. Κανόνες της Εκκλησίας,
οι οποίοι υπέρκεινται των νόμων της
Πολιτείας, η δε πολιτική εξουσία πρέπει να διέπεται από τους πολιτικού
νόμους, οι οποίοι δεν θα πρέπει να έρχονται σε σύγκρουση με τους θείους νόμους.
Για την υπεροχή των Κανόνων της
Εκκλησίας έναντι των πολιτικών νόμων έχουμε πολλές αναφορές:
Γ΄
Οικουμενική Σύνοδος: «Ει δε τις μαχόμενον τύπον τοις νυν ωρισμένοις
προσκομίσοι, άκυρον τούτον είναι έδοξε τη αγία πάση και οικουμενική συνόδω».
Δ΄
Οικουμενική Σύνοδος: «οι ενδοξώτατοι άρχοντες είπον. Τω θειωτάυω Δεσπότη
πάσης οικουμένης Μαρκιανώ, ήρεσε, μη κατά τα θεία γράμματα ή πραγματικούς
τύπους τα των οσιωτάτων επισκόπων προβαίνειν, αλλά κατά τους Κανόνες τους παρά
των αγίων Πατέρων νομοθετηθέντας. Η σύνοδος είπε. Κατά των Κανόνων, πραγματικόν
μηδέν ισχύσει. Οι Κανόνες των πατέρων
κρατείτωσαν. Και πάλιν δεόμεθα, ώστε αργήσαι αναντιρρήτως τα επί βλάβη των
Κανόνων πραγματικά, πραχθέντα τισίν εν πάση επαρχία, κρατήσαι δε τους Κανόνας
δια πάντων….. πάντες τα αυτά λέγομεν. Όλα τα πραγματικά αργήσει. Οι Κανόνες
κρατείτωσαν….. Κατά την ψήφον της αγίας συνόδου και εν ταις άλλαις επαρχίαις
απάσαις τα των Κανόνων κρατείτω».
Μ.
Φώτιος: «Οι τοις Κανόσιν εναντιούμενοι πραγματικοί τύποι,
άκυροι εισι». Και «Οι μεν γαρ, ήγουν οι Κανόνες, παρά βασιλέων και των
αγίων Πατέρων εκτεθέντες και στηριχθέντες, ως αι θείαι Γραφαί δέχονται. Οι
δε νόμοι, παρά βασιλέων μόνον εδέχθησαν ή συνετέθησαν και δια τούτο ου
κατισχύσουσι των θείων Γραφών, ουδέ των Κανόνων».
Οι Ι. Κανόνες της Εκκλησίας λοιπόν
υπέρκεινται των πολιτικών νόμων και επομένως αφού υπέρκεινται αυτών των
τελευταίων είναι αδύνατον να συμβαίνει το αντίθετο, που αποτελεί κραυγαλέα
αντίφαση, δηλ. η Εκκλησία να διοικείται από πολιτικούς νόμους. Τούτο σαφέστατα
προσδιορίζεται από τον μεγάλο Πατέρα της Εκκλησίας, τον Ι. Δαμασκηνό: «Δεν
δέχομαι η Εκκλησία να διοικείται με βασιλικά διατάγματα, αλλά με τις παραδόσεις
των πατέρων, τις προερχόμενες από τις άγιες Γραφές, καθώς και τις προφορικές».
5.- ΕΛΛΑΔΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ
ΚΑΙ ΚΡΑΤΟΣ
1.-
Είναι γνωστόν, ότι ο Απ. Παύλος κατά τα διάφορα ταξίδια του ανά την τότε «Οικουμένη»
πέρασε από διάφορες ελληνικές πόλεις (Σαμοθράκη, Νεάπολη, Αμφίπολη, Φίλιπποι,
Θεσσαλονίκη, Βέροια, Κόρινθος, Αθήνα, Μυτιλήνη, Σάμος, Κως, Ρόδος, κ.ά.),
δίδαξε, έγραψε επιστολές, ίδρυσε εκκλησιαστικές δικαιοδοσίες (Φιλίππων,
Θεσσαλονίκης, Βέροιας, Αθηνών, Κορίνθου), όπως δε και άλλοι απόστολοι (Πέτρος,
Ανδρέας, Μάρκος, Ιάκωβος, Βαρνάβας, κ.ά.) αυτές οι δικαιοδοσίες που ίδρυσε
αφορούσαν πόλεις και όχι κράτη. Έτσι στην ελληνική επικράτεια έχουμε επί
παραδείγματι την Εκκλησία των Πατρών, που ίδρυσε ο απόστολος Ανδρέας, την
Εκκλησία της Κορίνθου που ίδρυσε ο απόστολος Παύλος, την Εκκλησία των Θηβών,
που ίδρυσε ο απόστολος Λουκάς, την Εκκλησία της Κρήτης που ίδρυσε ο απόστολος
Τίτος, κ.ά. Πως λοιπόν και με ποιο δικαίωμα ανακηρύσσεται ιδρυτής της λεγόμενης
Εκκλησίας της Ελλάδος (φυλετικής Εκκλησίας) ο απόστολος Παύλος;
2.-
Οι εκκλησιαστικές δικαιοδοσίες, οι οποίες επισφραγίστηκαν με τις 4 πρώτες
Οικουμενικές Συνόδους είναι πέντε (η πενταρχία των Πατριαρχείων): Εκκλησία της
Ρώμης, Εκκλησία της Κων/πολης, Εκκλησία της Αλεξάνδρειας, Εκκλησία της
Αντιόχειας, Εκκλησία των Ιεροσολύμων. Μοναδική εξαίρεση εκκλησιαστικής
αυτονομίας δόθηκε στην Εκκλησία της Κύπρου από την Γ΄ Οικ. Σύνοδο.
Παρατηρείται, ότι όλες οι Εκκλησίες αφορούν πόλεις και όχι κράτη και δεν είναι
φυλετικές.
3.-
Οι Μητροπόλεις που υπήρχαν αρχικά στην Ελλάδα ήτανε έξη συνολικά:
1/
Μητρόπολη Κορίνθου, με δικαιοδοσία στην Αχαΐα, 2/ Μητρόπολη Θεσσαλονίκης, με
δικαιοδοσία στη Μακεδονία, 3/ Μητρόπολη Λάρισας με δικαιοδοσία στη Θεσσαλία, 4/
Μητρόπολη Γόρτυνας, με δικαιοδοσία στην Κρήτη, 5/ Μητρόπολη Νικόπολης, με
δικαιοδοσία στην Ήπειρο και 6/ Μητρόπολη Δυρραχίου με δικαιοδοσία στη Β.
Ήπειρο, υπάγονταν δε στην Εκκλησία της Ρώμης. Η Θράκη και τα νησιά του Αιγαίου
υπάγονταν στην Εκκλησία της Κων/πολης. Από τον 8ο αιώνα οι ανωτέρω 6
μητροπολιτικές περιοχές αποσπάσθηκαν από την διοίκηση της Εκκλησίας της Ρώμης
και υπήχθησαν με αυτοκρατορική διαταγή στην Εκκλησία της Κων/πολης.
4.-
Το 1833, με το Β.Δ. της 23 Ιουλίου, οι θιασώτες της εκκοσμικευμένης θεωρίας στο
νεοσύστατο ελληνικό κράτος, μετέφεραν τα προτεσταντικά πρότυπα, όπου
κυριαρχούσε η αρχή «cujus
regio, ejus religio» (ούτινος το κράτος, εκείνου και η
θρησκεία) και πέτυχαν την απόσχιση των Μητροπόλεων από την Εκκλησία της
Κωνσταντινούπολης και τις υπήγαγαν στη μοναρχική εξουσία του Βασιλιά,
δημιουργήσαντες την «Εκκλησίαν του Βασιλείου της Ελλάδος» με αρχηγό ένα
Ρωμαιοκαθολικό, τον Όθωνα !!! Το μόρφωμα, στο οποίο δυστυχώς δέχτηκαν να
μετάσχουν αρχιερείς, επί 17 χρόνια τελούσε σε σχίσμα με την μητέρα Εκκλησία της
Κων/πολης. Δυστυχώς την ανωτέρω προτεσταντική αρχή ενστερνίζονται και
υπερασπίζουν ακόμη και σήμερα έγκριτοι, υποτίθεται, θεολόγοι διακηρύσσοντες: «Μία
χώρα, ένα κράτος, μία Εκκλησία», προσπαθούν δε να το στηρίξουν σε Ι. Κανόνες (αλλά
ποιούς;). Η επί αιώνες όμως εκκλησιαστική κατάσταση τους διαψεύδει. Η Εκκλησία
της Κων/πολης ποιμαίνει τμήμα της Τουρκίας, την Εκκλησία της Κρήτης, τις
Μητροπόλεις της Δωδεκανήσου, το Άγιον Όρος, τα κράτη της Αμερικής, την
Αυστραλία και Ν. Ζηλανδία, τα κράτη της Βορείου, Κεντρικής και Δυτικής Ευρώπης
και τα κράτη της κεντρικής, ανατολικής και νοτίου Ασίας. Η Εκκλησία της
Αλεξάνδρειας ποιμαίνει όλα τα κράτη της Αφρικής. Η Εκκλησία της Αντιόχειας
ποιμαίνει στις επαρχίες της νοτίου Τουρκίας και στα κράτη της Συρίας, του
Λιβάνου και της Αραβίας. Η Εκκλησία των Ιεροσολύμων ποιμαίνει στα κράτη της
Ιορδανίας και του Ισραήλ και είναι η ανωτάτη εκκλησιαστική αρχή της
Αρχιεπισκοπής Σινά, που βρίσκεται στο κράτος της Αιγύπτου. Η Εκκλησία της
Ρωσίας ποιμαίνει στα κράτη της Ρωσίας, της Ουκρανίας, της Λευκορωσίας, του
Καζακστάν, Ουζμπεκιστάν, Κιργιστάν, Τατζικιστάν, Τουρκμενιστάν και Μολδαβίας.
Τα κράτη Τσεχίας και Σλοβακίας έχουν μια ποιμαίνουσα Εκκλησία. Πόθεν λοιπόν
τεκμαίρεται η ανωτέρω διατυπούμενη αρχή;
5.- Το 1850 η Εκκλησία της Κων/πολης
αναγνώρισε την έως τότε σχισματική Εκκλησία της Ελλάδος, ως την «Αυτοκέφαλη
Εκκλησία της Ελλάδος» με τον Συνοδικό Τόμο και με 7 κανονικούς όρους. Έτσι
ανωτάτη εκκλησιαστική αρχή καθορίζεται η Διαρκής Ιερά Σύνοδος ως προκαθημένη αρχή, πρόεδρος δε της
αρχής αυτής ορίστηκε ο «Ιερώτατος Μητροπολίτης Αθηνών», καθότι η Αθήνα
αποτελούσε την πρωτεύουσα του Ελληνικού Κράτους. Τούτο σημαίνει, ότι εάν δι’
οιανδήποτε λόγο η πρωτεύουσα μετατεθεί σε άλλη πόλη της ελληνικής επικράτειας,
π.χ. στην Πάτρα, πρόεδρος της ΔΙΣ θα είναι ο Μητροπολίτης Πατρών. Οι
Μητροπολίτες, όταν θα λειτουργούν στις επαρχίες τους θα μνημονεύουν «της Ιεράς
ημών Συνόδου», ο δε Πρόεδρος της Συνόδου «πάσης επισκοπής Ορθοδόξων». Στα δε
Δίπτυχα της Εκκλησίας, η Ιερά Σύνοδος θα μνημονεύει «του Οικουμενικού
Πατριάρχου» και των λοιπών Πατριαρχών και Αρχιεπισκόπων, καθώς και «πάσης
επισκοπής Ορθοδόξων». Ορίζεται επίσης ότι για τα γενικά εκκλησιαστικά θέματα η
ΔΙΣ θα αναφέρεται προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο, το οποίο θα συμπράττει και
θα παρέχει κάθε στήριγμα στην Εκκλησία της Ελλάδος. Με τον Τόμο του 1850
αποκαθίσταται η κανονική τάξη στη νέα Εκκλησία και απελευθερώνεται αυτή από
κάθε κοσμική εξουσία.
6.-
Με τους νόμους Σ΄/10.7.1852 και ΣΑ΄/24.7.1852 τίθεται τέρμα στα περί μη
αναμείξεως της κοσμικής εξουσίας στη διοίκηση της Εκκλησίας και ουσιαστικά
επαναφέρονται οι διατάξεις του Β.Δ. της 23.7.1833. Οι προσπάθειες απαλλαγής της
Εκκλησίας από τους δεσμούς της Πολιτείας με τον καταστατικό νόμο της 31.12.1923
δεν κράτησαν πάνω από 2 χρόνια, οπότε στις 26.9.1925 τροποποιήθηκε με νέον εναγκαλισμό της Εκκλησίας από την
Πολιτεία, ο οποίος με διάφορους τρόπους συνεχίσθηκε μέχρι σήμερα, οπότε
ισχύει ο νόμος 590/1977 «Περί καταστατικού χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος».
7.- Ο
τίτλος του Προέδρου της Ι. Συνόδου ήταν «Μητροπολίτης Αθηνών και Έξαρχος πάσης
Ελλάδος», τίτλος που δηλώνει την εξάρτηση από το Οικ. Πατριαρχείο. Αργότερα
(1923), ο τίτλος άλλαξε σε «Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Έξαρχος πάσης Ελλάδος»,
στη συνέχεια δε απαλείφθηκε η λέξη «Έξαρχος» και παρέμεινε ο τίτλος «Αρχιεπίσκοπος
Αθηνών και πάσης Ελλάδος». Αυτό δεν σημαίνει, ότι ο Αρχιεπίσκοπος είναι ο
Προκαθήμενος της Εκκλησίας της Ελλάδος, αλλά είναι απλά ο Αρχιεπίσκοπος της
επαρχίας των Αθηνών, δεν έχει δε το δικαίωμα παρουσίας σε άλλη Μητρόπολη χωρίς
την άδεια του οικείου Μητροπολίτη.
8.-
Σήμερα η λεγόμενη Εκκλησία της Ελλάδος είναι Ν.Π.Δ.Δ. και αποτελείται από δυο
τμήματα. Το ένα τμήμα περιέχει τις Μητροπόλεις της «Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της
Ελλάδος» (συνολικά 45) και το άλλο τμήμα περιέχει τις Μητροπόλεις του
Οικουμενικού Πατριαρχικού Θρόνου (συνολικά 36), οι οποίες δόθηκαν με την Πράξη
του 1928 από την Εκκλησία της Κων/πολης με εντολή διοικήσεως «επιτροπικώς» και
με ορισμένους όρους στην Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος. Στην ελληνική
επικράτεια υπάρχουν επίσης 1/ η ημιαυτόνομη Εκκλησία της Κρήτης με 9 συνολικά Μητροπόλεις
και Πρόεδρο της Ι. επαρχιακής Συνόδου τον Αρχιεπίσκοπο Κρήτης, 2/ Οι 5
Μητροπόλεις της Δωδεκανήσου με απευθείας εξάρτηση από το Οικ. Πατριαρχείο, 3/ Η
νήσος Πάτμος της οποίας επίσκοπος είναι ο ίδιος ο Οικ. Πατριάρχης και 4/ το
αυτοδιοίκητο Άγιο Όρος με επίσκοπο τον ίδιο τον Οικ. Πατριάρχη. Από ένα σύνολο
λοιπόν 95 εκκλησιαστικών επαρχιών, που υπάρχουν στην ελληνική επικράτεια, οι 45
μόνο ανήκουν αποκλειστικά στην αναγνωρισμένη από το 1850 «Αυτοκέφαλη Εκκλησία
της Ελλάδος» οι δε υπόλοιπες 50 ανήκουν στο Οικ. Πατριαρχείο.
9.-
Η «Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος» είναι μια Εκκλησία, η οποία διοικείται με
πολιτικούς νόμους και διατάγματα, κατά παράβαση των Ι. Κανόνων και των Πατέρων.
«Ου πείθομαι βασιλλικοίς κανόσι διατάττεσθαι την εκκλησίαν, αλλά
πατρικαίς παραδόσεσιν εγγράφοις τε και αγράφοις», δηλ. «Δεν δέχομαι να διοικείται με διατάγματα η Εκκλησία, αλλά με τις
παραδόσεις των πατέρων, τόσο τις γραπτές, όσο και τις προφορικές» αναφωνεί ο άγιος Ιωάννης ο
Δαμασκηνός στο έργο του «Προς τους διαβάλλοντας τας αγίας εικόνας». Αλλά και οι
Οικουμενικές Σύνοδοι αλλιώς καθορίζουν τις σχέσεις Κανόνων και Νόμων, όπως
αναφέρθηκε εκτενώς παραπάνω.
10.-
Έτσι, ο αποκαλούμενος χωρισμός Εκκλησίας και Κράτους από ορθοδόξου
εκκλησιαστικής πλευράς νοείται, ως η
ανεξαρτησία της Εκκλησίας από τον εναγκαλισμό του Κράτους και η αυτοδιοίκησή
της. Αυτό σε γενικές γραμμές σημαίνει. 1/ Η Εκκλησία ασχολείται με τα
πνευματικά, ενώ το Κράτος με τα κοσμικά (διαφορετικότητα και διάκριση στα του
Καίσαρα και στα του Θεού), 2/ Η Εκκλησία δεν διοικείται με πολιτικούς νόμους,
αλλά με τους Ι. Κανόνες της.