Η ΣΤ΄ Οικουμενική Σύνοδος συνεκλήθη
το 680 (7.11.680-17.11.681) στην ΚΠολη από τον Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Δ΄
Πωγωνάτο, με σκοπό την καταδίκη της αίρεσης του Μονοθελητισμού και
Μονοενεργητισμού. Στη Σύνοδο μετείχαν 174 Επίσκοποι, μεταξύ των οποίων οι:
ΚΠόλεως Γεώργιος, οι αντιπρόσωποι του Πάπα
Αγάθωνα, Πρεσβύτεροι Θεόδωρος και Γεώργιος και ο Διάκονος Ιωάννης, ο Αντιοχείας Μακάριος με τον μαθητή του
Στέφανο (που καθηρέθησαν ως αιρετικοί), ο νεοεκλεγείς Αντιοχείας Θεοφάνης, ο
αντιπρόσωπος του Αλεξανδρείας Πρεσβύτερος Πέτρος, ο αντιπρόσωπος του
Ιεροσολύμων Πρεσβύτερος Γεώργιος, τρεις Ιταλοί Επίσκοποι (Πόρτου, Πατέρνου,
Ρηγίου), οι Εφέσου Θεόδωρος, Ηρακλείας Σισίννιος, Κυζίκου Γεώργιος, Νικομηδείας
Πέτρος, Νικαίας Φώτιος, Χαλκηδόνος Ιωάννης κ.ά.
Οι εναπομείναντες Μονοφυσίτες
δίδασκαν, ότι ο Χριστός είχε μια θέληση και μια ενέργεια και η διδασκαλία αυτή
είναι γνωστή ως Μονοθελητισμός και Μονοενεργητισμός. Ο Αυτοκράτορας Ηράκλειος
στράφηκε σ’ αυτούς επωφελούμενος από την απελευθέρωσή τους από τους Πέρσες,
αλλά και από τον επαπειλούμενο Αραβικό κίνδυνο. Οι Μονοφυσίτες όμως εδέχοντο με
την προϋπόθεση να δεχτούν οι Ορθόδοξοι, ότι ο Χριστός έχει μια θέληση και μια
ενέργεια. Ο Ηράκλειος ζήτησε τη συμβουλή του Σύρου Πατριάρχη ΚΠόλεως Σέργιου, ο
οποίος συγκατένευσε και μάλιστα συμπαρέσυρε και τους Ρώμης Ονώριο, Φαράν
Θεόδωρο και Φάσιδος Κύρο.
Ο Ηράκλειος έπεισε τους Επισκόπους
βασιζόμενος στη διδασκαλία του Διονυσίου Αρεοπαγίτη για τη μια «θεανδρική
ενέργεια» του Χριστού. Γράφει ο άγιος Διονύσιος σε επιστολή του στον μοναχό
Γάιο (Δ΄): «Και το λοιπόν, ου κατά Θεόν
τα θεία δράσας, ου τα ανθρώπεια κατά άνθρωπον, αλλ’ ανδρωθέντος θεού, καινήν
τινα την θεανδρικήν ενέργειαν ημίν
πεπολιτευμένος». Κατά τον Αντιοχείας Σεβήρο πρόκειται για μια ενέργεια, ενώ
για τον άγιο Διονύσιο (ψευδο-Διονύσιο) είναι δυο, που εκφράζεται ως μια
θεανθρώπινη ενέργεια.
Μια
παραπλήσια διατύπωση βλέπουμε και στον δικό μας Καθηγητή Π. Χρήστου: Στο έργο
του, Εκκλησιαστική Γραμματολογία, καταγράφει: «Κατά ταύτα ο Χριστός, ως συνιστάμενος εκ δυο φύσεων, έχει δυο φυσικά
θελήματα, ως αποτελών δε ενιαίον πρόσωπον έχει ενιαίον γνωμικόν θέλημα, ενιαίαν
δύναμιν εκλογής». Στο κείμενο αυτό
υπάρχει μια σύγχυση. Ο Χριστός παρουσιάζεται έχοντας «ενιαίο πρόσωπο». Αυτή η
έκφραση είναι απαράδεκτη και φυσικά μπορεί να δημιουργήσει χίλιες δυο
παρερμηνείες και νεστοριανικές παραστάσεις. Το δόγμα της Χαλκηδόνας λέγει ότι ο
Χριστός έχει ένα πρόσωπο, ενώ το «ενιαίο» είναι κάτι άλλο και ανήκει μάλλον στο
Νεστοριανισμό. Έπειτα εκτός από το «ενιαίο», υπάρχει και «ενιαίο γνωμικό
θέλημα», οπότε ο Χριστός παρουσιάζεται να έχει τρία θελήματα: δυο φυσικά και
ένα «ενιαίο γνωμικό θέλημα». Η πατερική όμως θεολογία απορρίπτει το γνωμικό
θέλημα, ως θέλημα του Χριστού.
Ο
Ηράκλειος εξέδωσε το 638 διάταγμα, την «Έκθεση», με το οποίον επέβαλλε τον
Μονοθελητισμό και απηγορεύετο κάθε συζήτηση γύρω από τις δυο θελήσεις. Το
διάταγμα αποδέχθηκαν οι ΚΠόλεως Σέργιος, Αλεξανδρείας Κύρος, Αντιοχείας
Μακάριος, ενώ αντετάχθη ο Ιεροσολύμων Σωφρόνιος με τη Συνοδική επιστολή του 634,
την οποία Συνοδική αυτή επιστολή ενέκρινε
η Σύνοδος και την ψήφισε, ως αυθεντικό δογματικό κείμενο.
Εκτός του αγίου Σωφρονίου, αγώνα
κατά του Μονοθελητισμού ανέλαβε και ο άγιος Μάξιμος Ομολογητής με τη βοήθεια
της Ρώμης, στο πρόσωπο των Παπών Θεοδώρου Α΄, Ιωάννη Δ΄, που καταδίκασε την
αίρεση με τη Σύνοδο της Ρώμης το 641, Μαρτίνου Α΄, Ευγένιου Α΄ και Βιταλιανού, εκ
των οποίων ο τρίτος καταδίκασε τον Μονοθελητισμό στη Σύνοδο του Λατερανού το
649 και εκ του λόγου αυτού μαρτύρησε. Ο ΚΠόλεως Πέτρος είχε μάλιστα διακόψει
κοινωνία με τη Ρώμη, λόγω της απόρριψης της αίρεσης από αυτήν.
Ο νέος Αυτοκράτορας Κώνστας Β΄ και
αφού οι χώρες των Μονοφυσιτών είχαν καταληφθεί από τους Άραβες απέσυρε την
«Έκθεση» του Ηράκλειου, εκδίδοντας τον «Τύπον», που απαγόρευε κάθε θεολογική
συζήτηση για μια ή δυο θελήσεις, χωρίς όμως να επιτύχει ειρήνευση στη διαμάχη
αυτή.
Οι Πάπας Μαρτίνος και Μάξιμος Ομολογητής
συνελήφθησαν και δικάστηκαν στην ΚΠολη, γιατί αρνήθηκαν τον «Τύπον». Και οι δυο
εξορίσθηκαν και απέθαναν από τις κακουχίες. Μετά τη δολοφονία του Κώνσταντα Β΄,
ανέλαβε ο Κων/νος Δ΄ Πωγωνάτος, ο οποίος αποφάσισε τη σύγκλιση Οικουμενικής
Συνόδου το 680, για την καταδίκη του Μονοθελητισμού.
Στο
σημείο αυτό θα πρέπει να τονισθεί η συμβολή του Πάπα Αγάθωνα στην προετοιμασία
της Συνόδου. Έτσι καταγράφεται, ότι Ρώμης
άγιος Αγάθωνας (20 Φεβρουαρίου) (678-681), με την ευκαιρία που του δόθηκε, άσκησε και τόνισε ιδιαίτερα το Πρωτείο
εξουσίας. Επί ποιμαντορίας του καταργήθηκε η «λογία» (Κορ. Α΄ 16. 1) για την
επικύρωση της εκλογής του από τον Αυτοκράτορα. Έκτοτε, η επικύρωση δεν
συνοδευόταν από το τεράστιο χρηματικό ποσό που δινόταν στον Αυτοκράτορα για την
επικύρωση αυτή (σιμωνία;). Ενεργοποίησε την επιστολή του Κων/νου Δ΄ Πωγωνάτου,
για τη σύσταση θεολογικών επιτροπών Ανατολικών και Δυτικών και την επίλυση του
σχίσματος της Ραβέννας και της αίρεσης του Μονοενεργητισμού. Επ’ αυτών των
θεμάτων παρακαλούσε ο Αυτοκράτορας
τον Πάπα να συγκαλέσει Οικουμενική
Σύνοδο για την επίλυσή τους. Ο Πάπας δέχθηκε τη πρόταση και συγκάλεσε τοπική
Σύνοδο στη Ρώμη για την προετοιμασία της Οικουμενικής Συνόδου, η οποία
συνεκλήθη στην Κων/πολη ως ΣΤ΄ Σύνοδος και καταδίκασε τον Μονοθελητισμό και
Μονοενεργητισμό.
Η Σύνοδος ξεκίνησε τις εργασίες της στις
7 Νοεμβρίου 680 και τις τερμάτισε στις 16 Σεπτεμβρίου 681, καταδίκασε δε τον
Μονοθελητισμό, δηλ. ότι υπάρχει μια θέληση και μια ενέργεια στο Χριστό και αναθεμάτισε τους πρωτεργάτες Πάπα Ρώμης
Ονώριο Α΄, Πέργης Απέργιο και κάποιο Πολυχρόνιο, Πατριάρχες ΚΠόλεως Σέργιο,
Πύρρο, Παύλο, Πέτρο, Αλεξανδρείας Κύρο, Αντιοχείας Μακάριο και το μαθητή του
Στέφανο και Φαράν Θεόδωρο, μετά των οπαδών αυτών. Βάση της δογματικής
διδασκαλίας και θεολογίας της ΣΤ΄ Οικουμενικής αποτελεί η Δογματική και
Χριστολογική διδασκαλία του αγίου Μαξίμου, δηλ. ότι στο Χριστό υπάρχουν δυο
φυσικά θελήματα και ενέργειες και ότι δεν
υπάρχει γνωμικό θέλημα σ’ αυτόν.
Η Σύνοδος επικύρωσε τις προηγούμενες πέντε Οικουμενικές Συνόδους, θεώρησε δε
εαυτήν ως Οικουμενικήν. Εξέδωσε Όρο Πίστεως, στον οποίο καθορίζονται σαφώς οι
δυο φυσικές θελήσεις και οι δυο φυσικές ενέργειες του Χριστού «αδιαιρέτως,
ατρέπτως, αμερίστως, ασυγχύτως» λογιζόμενες. Δεν έχει δε κανένα γνωμικό
θέλημα, διότι τούτο (κατά τον άγιο Μάξιμο) είναι κατώτερος βαθμός ελευθερίας,
διότι επιτρέπει και τη «γνωμική» αμαρτία. Τη διδασκαλία του αγίου Μαξίμου (που
βασίζεται στους προ αυτού Πατέρες, κυρίως Μ. Αθανάσιο και Καππαδόκες)
ακολούθησε κατόπιν και ο άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός. Έτσι, στο ένα πρόσωπο του
Χριστού, τη θεότητα, αποδίδονται ιδιώματα των δυο φύσεων, της κτιστής και της
άκτιστης, της παθητής και της απαθούς. Η ένωση του Λόγου με τη σάρκα έγινε δια
μέσου του νου.
Ο Πάπας Λέων Β΄ βεβαίωσε και δέχθηκε
όλα όσα έκαμε η Σύνοδος και μάλιστα αναφέρει, ότι η Σύνοδος επικύρωσε, όσα
προηγούμενως είχε αποφασίσει παρόμοια Σύνοδος στη Ρώμη, αναθεματίζει δε και ο ίδιος τον προκάτοχό του Ονώριο «ο οποίος αυτή
την αποστολική (Ρωμαϊκή) Εκκλησία δεν φώτισε με τη διδασκαλία της αποστολικής παραδόσεως,
αλλά άφησε την άσπιλη πίστη να μιανθεί με τη βέβηλη προδοσία» (Mansi XI, 733A, 1055)! Οι Πάπες Ιωάννης Δ΄, Θεόδωρος
και άγιος Αγάθωνας παραβλέπουν την καταδίκη του, ως αιρετικού, ο δε Αδριανός Β΄
προσπαθεί να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα. Τελικά, η Α΄ Βατικανή σύνοδος
(1870) απάλλαξε τον Ονώριο της
κατηγορίας και κήρυξε το δόγμα, για το Παπικό «αλάθητο».
Ο επόμενος Αυτοκράτορας Ιουστινιανός
Β΄ Ρινότμητος υποστήριξε τα της ΣΤ΄ Οικουμενικής, ο ίδιος δε συγκάλεσε το 691
μεγάλη Σύνοδο από 215 Επισκόπους, οι οποίοι υπέγραψαν τις συνοδικές αποφάσεις
της ΣΤ΄ και ασχολήθηκαν μόνο με κανονικά ζητήματα, θεωρείται δε αυτή, ως συνέχεια
των Ε΄ και ΣΤ΄ Οικουμενικών Συνόδων, οι οποίες δεν εξέδωσαν κανένα κανόνα,
αναφέρεται δε ως Πενθέκτη Οικουμενική
ή συνέχεια της ΣΤ΄ Οικουμενικής. Εξέδωσε 102 Ι. Κανόνες, ορισμένοι των οποίων
καταφέρονται κατά πρακτικών της Εκκλησίας της Ρώμης (αγαμία κλήρου, νηστεία
Σαββάτου κ.λπ.), τους οποίους υπέγραψαν και οι αποκρισάριοι του Πάπα, πλην όμως
αργότερα οι Επίσκοποι Ρώμης δεν αποδέχτηκαν. Αναφέρεται, ότι όταν ο Πάπας
Κων/νος Α΄ επισκέφθηκε το 711 την ΚΠολη, ο Αυτοκράτορας Ιουστινιανός Β΄ τον
υποδέχτηκε γονατίζοντας μπροστά του,
προφανώς, ως ένδειξη υποταγής με την προοπτική της υπογραφής των Κανόνων της
Πενθέκτης. Πράγματι, ο Πάπας υπέγραψε τους μισούς Κανόνες της Πενθέκτης (αυτούς
που τον συνέφεραν), πάντως όχι και εκείνον, που έδιδε στον ΚΠόλεως τα ίσα
πρεσβεία τιμής με εκείνα της Ρώμης (λς΄ κανόνας).
Είναι αξιοσημείωτο, ότι η Σύνοδος
αυτή άλλαξε την αρχή χρονολόγησης, που υπήρχε μέχρι τότε και είχε καθιερωθεί
από την Α΄ Οικουμενική και ήταν από του θανάτου του Μ. Αλεξάνδρου. Έτσι: Η Εκκλησία μέχρι της Πενθέκτης Οικουμενικής
δεν είχε επίσημα καθορίσει σημείον αναφοράς ως αρχής χρονολόγησης. Βλέπουμε
βέβαια, στην Α΄ Οικουμενική τη χρονολόγηση από
Αλεξάνδρου. Έτσι, για πρώτη φορά στον γ΄ κανόνα της Πενθέκτης βρίσκουμε
αρίθμηση από Κτίσεως Κόσμου (και όχι
από Χριστού γεννήσεως) ως έτος 6199 από κτίσεως κόσμου (691 μ.Χ.), θέτουσα
έτσι, ως έτος κτίσεως του κόσμου, το έτος 5508 π.Χ: «….. ώστε, τους μεν δυσί γάμοις περιπαρέντας, και μέχρι της
πεντεκαιδεκάτης του διελθόντος Ιανουαρίου μηνός της παρελθούσης τετάρτης
Ινδικτιώνος, έτους εξακισχιλιοστού
εκατοστού εννενηκοστού εννάτου, δουλωθέντας τη αμαρτία, και μη εκνήψαι
ταύτης προελουμένους, καθαιρέσει κανονική υποβαλείν». Η αρίθμηση αυτή από
Κτίσεως Κόσμου διήρκεσε επί 1000 περίπου χρόνια, στην Ανατολή, μέχρις ότου, το
Πατριαρχείο ΚΠόλεως το άλλαξε (αλλάζοντας τον προσδιορισμό χρονολόγησης από
Κτίσεως Κόσμου σε χρονολόγηση από Χριστού γεννήσεως) με τον Κύριλλο Α΄ Λούκαρι.
Το ερώτημα είναι αν μια Πατριαρχική Σύνοδος μπορεί να αλλάξει χρονολόγηση, που
υπάρχει σε Κανόνα μιας Οικουμενικής Συνόδου.
Ο επόμενος Αυτοκράτορας Βαρδάνης
Φιλιππικός άλλαξε στάση προς το Μονοθελητισμό. Σύνοδος στην ΚΠολη (υπό τον
ΚΠόλεως Ιωάννη) καταδίκασε την ΣΤ΄ Οικουμενική και αποκατέστησε το Μονοθελητισμό.
Η Ρώμη αντέδρασε και η προσπάθεια απέτυχε. Ο νέος Αυτοκράτορας Αναστάσιος Β΄
συγκάλεσε Σύνοδο στην ΚΠολη, η οποία καταδίκασε το Μονοθελητισμό και
αποκατέστησε την ΣΤ΄ Οικουμενική.
Μεγάλο ρόλο στη Σύνοδο έπαιξε και η
εγκύκλιος του Ιεροσολύμων Σωφρόνιου (634-638), για την Χριστολογία των δυο
φύσεων, δυο θελήσεων και δυο ενεργειών, που είχε σαφέστατα διατυπωθεί στην
εγκύκλιό του αυτή. Σ’ αυτήν διατυπώνεται επίσης για πρώτη φορά ξεκάθαρα η θεότητα του αγίου Πνεύματος, ότι
είναι φως εκ φωτός, Θεός αληθινός εκ Θεού αληθινού, καθώς και η ομοουσιότητα με τον Πατέρα: «Πιστεύω τοίνυν, μακάριοι, καθάπερ αρχήθεν
πεπίστευκα, εις ένα Θεόν, πατέρα, παντοκράτορα, άναρχον παντελώς και αϊδιον,
πάντων ορατών τε και αοράτων ποιητήν. Και εις ένα Κύριον Ιησούν Χριστόν, τον
Υιόν του Θεού τον μονογενή, τον αϊδίως και απαθώς εξ αυτού γεννηθέντα του Θεού
και Πατρός και ουκ άλλην αρχήν ή τον Πατέρα γινώσκοντα, αλλ’ ουδέ αλλόθεν πόθεν
ή εκ του Πατρός την υπόστασιν έχοντα, φως εκ φωτός ομοούσιον, Θεόν αληθινόν εκ
Θεού αληθινού συναϊδιον. Εις εν Πνεύμα
άγιον, το εκ Θεού Πατρός εκπορευόμενον, το φως και Θεόν και αυτώ γνωριζόμενον,
και ον αληθώς Πατρί και Υιώ συναϊδιον, ομοούσιόν τε και ομόφυλον, και της αυτής
ουσίας και φύσεως, και ωσαύτως δε και θεότητος». Όσα αναφέρονται στην
εγκύκλιο αυτή έγιναν δεκτά από τους πατέρες της ΣΤ΄ Οικουμενικής.
Η Σύνοδος επίσης, για πρώτη φορά
αναφέρει δι’ εαυτήν ότι δογμάτισε «απλανώς» (και όχι «αλαθήτως»). Ο
όρος «απλανής και απλανώς» χρησιμοποιείται στην Ορθόδοξη παράδοση. Οι Σύνοδοι
και οι Πατέρες δογμάτισαν «απλανώς» και όχι «αλαθήτως». Πρβλ. Mansi XI, 632A: «όρον
εξεφώνησαν απλανή» και 632D: «και
τη των αγίων και εκκρίτων πατέρων απλανώς
ευθεία τρίβω κατακολουθήσασα……….».
Ο όρος πίστεως της Συνόδου
«Επομένη ταις τε αγίαις και Οικουμενικαίς
πέντε Συνόδοις και τοις αγίοις και εγκρίτοις Πατράσι και συμφώνως ορίζουσα,
ομολογεί τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, τον αληθινόν Θεόν ημών, τον ένα της
αγίας, ομοουσίου και ζωαρχικής Τριάδος, τέλειον εν θεότητι και τέλειον τον
αυτόν εν ανθρωπότητι, Θεόν αληθώς και άνθρωπον αληθώς τον αυτόν εκ ψυχής
λογικής και σώματος, ομοούσιον τω Πατρί κατά την θεότητα και ομούσιον ημίν τον
αυτόν κατά την ανθρωπότητα, κατά πάντα όμοιον ημίν χωρίς αμαρτίας.
τον προ αιώνων μεν εκ Πατρός γεννηθέντα κατά την θεότητα, επ’ εσχάτων δε των
ημερών τον αυτόν δι’ ημάς και δια την ημετέραν σωτηρίαν εκ Πνεύματος αγίου και
Μαρίας της παρθένου, της κυρίως και κατ’ αλήθειαν Θεοτόκου, κατά την
ανθρωπότητα. ένα και τον αυτόν Χριστόν, υιόν, κύριον, μονογενή, εν
δυο φύσεσιν ασυγχύτως, ατρέπτως, αχωρίστως, αδιαιρέτως γνωριζόμενον, ουδαμού
της των φύσεων διαφοράς ανηρημένης δια την ένωσιν, σωζομένην δε μάλλον της
ιδιότητος εκατέρας φύσεως, και εις εν πρόσωπον και μιαν υπόστασιν συντρεχούσης,
ουκ εις δυο πρόσωπα μεριζόμενον ή διαιρούμενον, αλλ’ ένα και τον αυτόν μονογενή
Θεού Λόγον, Κύριον Ιησούν Χριστόν, καθάπερ άνωθεν οι προφήται περί αυτού και
αυτός ημάς Ιησούς ο Χριστός εξεπαίδευσε και το των αγίων Πατέρων ημίν
παραδέδωκε σύμβολον.
Και
δυο φυσικάς θελήσεις, ήτοι θελήματα, εν αυτώ και δυο φυσικάς ενεργείας
αδιαιρέτως, ατρέπτως, αμερίστως, ασυγχύτως, κατά την των αγίων Πατέρων
διδασκαλίαν ωσαύτως κηρύττομεν.
και δυο μεν φυσικά θελήματα ουχ υπεναντία, μη γένοιτο, καθώς οι ασεβείς έφησαν
αιρετικοί, αλλ’ επόμενον το ανθρώπινον αυτού θέλημα και μη αντιπίπτον ή
αντιπαλαίον, μάλλον μεν ουν και υποτασσόμενον τω θείω αυτού και πανσθενεί
θελήματι «έδει γαρ το της σαρκός θέλημα κινηθήναι, υποταγήναι δε τω θελήματι τω
θεϊκώ», κατά τον πάνσοφον Αθανάσιον. ώσπερ γαρ η αυτού σαρξ, σαρξ
του Θεού Λόγου λέγεται και εστίν, ούτω και το φυσικόν της σαρκός αυτού θέλημα
ίδιον του Θεού Λόγου λέγεται και έστι, καθά φησίν αυτός «ότι καταβέβηκα εκ του
ουρανού, ουχ ίνα ποιώ το θέλημα το εμόν, αλλά το θέλημα του πέμψαντός με πατρός»,
ίδιον λέγων θέλημα αυτού το της σαρκός, επεί και η σαρξ ιδία αυτού γέγονεν.
ον γαρ τρόπον η παναγία και άμωμος εψυχωμένη αυτού σαρξ θεωθείσα ουκ ανηρέθη,
αλλ’ εν ιδίω αυτής όρω τε και λόγω διέμεινεν, ούτω και το ανθρώπινον αυτού
θέλημα θεωθέν ουκ ανηρέθη, σέσωσται δε μάλλον, κατά τον θεολόγον Γρηγόριον
λέγοντα, «το γαρ εκείνου θέλειν, του κατά τον Σωτήρα νοουμένου, ουδέ υπεναντίον
Θεώ θεωθέν όλον».
Δυο δε φυσικάς ενεργείας αδιαιρέτως,
ατρέπτως, αμερίστως, ασυγχύτως εν αυτώ τω Κυρίω ημών Ιησού Χριστώ τω αληθινώ
Θεώ ημών δοξαζόμενον, τουτέστι θείαν ενέργειαν και ανθρωπίνην ενέργειαν, κατά
τον θεηγόρον Λέοντα τρανέστατα φάσκοντα, «ενεργεί γαρ εκατέρα μορφή μετά της
θατέρου κοινωνίας όπερ ίδιον έσχηκε, του μεν Λόγου κατεργαζομένου τούτο όπερ
εστί του Λόγου, του δε σώματος εκτελούντος άπερ εστί του σώματος». Ου γαρ δήπου
μίαν δώσομεν φυσικήν την ενέργειαν Θεού και ποιήματος, ίνα μήτε το ποιηθέν εις
την θείαν αναγάγωμεν ουσίαν, μήτε μην της θείας φύσεως το εξαίρετον εις τον
τοις γενητοίς πρέποντα καταγάγωμεν τόπον. ενός γαρ και του αυτού τα
τε θαύματα και τα πάθη γινώσκομεν κατ’ άλλο και άλλο των εξ ων εστι φύσεων, και
εν αις το είναι έχει, ως ο θεσπέσιος έφησε Κύριλλος. Πάντοθεν γουν το ασύγχυτον
και αδιαίρετον φυλάττοντες, συντόμω φωνή το παν εξαγγέλομεν. ένα της
αγίας Τριάδος και μετά σάρκωσιν τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, τον αληθινόν
Θεόν ημών, είναι πιστεύοντες, φαμέν δυο αυτού τας φύσεις εν τη μια αυτού
διαλαμπούσας υποστάσει, εν η τα τε θαύματα και τα παθήματα δι’ όλης αυτού της
οικονομικής αναστροφής ου κατά φαντασίαν, αλλά αληθώς επεδείξατο, της φυσικής
εν αυτή τη μια υποστάσει διαφοράς γνωριζομένης τη μετά της θατέρου κοινωνίας
εκατέραν φύσιν θέλει τε και ενεργείν τα ίδια. καθ’ ον δη λόγον και
τα δυο φυσικά θελήματά τε και ενεργείας δοξάζομεν προς σωτηρίαν του ανθρωπίνου
γένους καταλλήλως συντρέχοντα.
Τούτων τοίνυν μετά πάσης πανταχόθεν
ακριβείας τε και εμμελείας παρ’ ημών διατυπωθέντων, ορίζομεν ετέρα πίστιν μηδενί εξείναι προφέρειν, η γουν συγγράφειν ή
συντιθέναι ή φρονείν ή διδάσκειν ετέρως. τους δε τολμώντας ή
συντιθέναι πίστιν ετέραν ή εθέλουσι επιστρέφειν εις επίγνωσιν της αληθείας εξ
Ελληνισμού ή εξ Ιουδαϊσμού ή γουν εξ αιρέσεως οίας ουν, ή καινοφωνίαν, ήτοι
λέξεως εφεύρεσιν, προς ανατροπήν εισάγειν των νυνί παρ’ ημών διορισθέντων,
τούτους, ει μεν επίσκοποι είεν ή κληρικοί, αλλοτρίους είναι τους επισκόπους της
επισκοπής και τους κληρικούς του κλήρου, ει δε μονάζοντες είεν ή λαϊκοί,
αναθεματίζεσθαι αυτούς».
Η
Σύνοδος εορτάζεται στις 13, 14 ή 18 Σεπτεμβρίου, καθώς και στις 23 Ιανουαρίου.
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ
1.-
Η ΣΤ΄ Οικουμενική Σύνοδος συγκλήθηκε για την καταδίκη του Μονοθελητισμού και
του Μονοενεργητισμού.
2.-
Η φροντίδα για τη σύγκλιση της Οικουμενικής Συνόδου ανατέθηκε από τον
Αυτοκράτορα στον Πάπα Ρώμης Αγάθωνα.
3.-
Ο Πάπας της Ρώμης φρόντισε, με την ευκαιρία που του δόθηκε, να ασκήσει το
πρωτείο εξουσίας σ’ όλη την Εκκλησία, όπως οι προ αυτού Πάπες.
4.-
Στην απόφαση της Συνόδου έχουμε καταδίκη του Πάπα Ρώμης Ονώριου Α΄, η οποία
ανεκλήθη από την Α΄ Βατικανή σύνοδο, διότι ήταν εμπόδιο στην καθιέρωση του
αλαθήτου του Πάπα από τη σύνοδο αυτή.
5.-
Για πρώτη φορά σε Οικουμενική Σύνοδο αναγνωρίστηκε επίσημα η Θεότητα του αγίου
Πνεύματος, καθώς και η ομοουσιότητά του με τον Πατέρα και ότι είναι και αυτό,
Φως εκ Φωτός και Θεός αληθινός εκ Θεού αληθινού
6.-
Η Σύνοδος αναφέρει ότι δογμάτισε «απλανώς» και δεν αναφέρει, ότι δογμάτισε
«αλαθήτως».
7.-
Η Πενθέκτη Σύνοδος καθιέρωσε για πρώτη φορά χρονολόγηση από Κτίσεως Κόσμου και
άλλαξε τη χρονολόγηση που ίσχυε μέχρι τότε και ήταν από του θανάτου του Μ.
Αλεξάνδρου.