Του κ. Ιω. Καρδάση, Χημικού - Οικονομολόγου
Από
τις 10 Απριλίου 428, όταν ο Αντιοχειανής θεολογική παιδείας και παραδόσεως Νεστόριος έγινε Αρχιεπίσκοπος
Κων/πόλεως, η θεολογική δράση του Αλεξανδρείας
Κυρίλλου επικεντρώθηκε στην
καταπολέμηση της διδασκαλίας του Νεστορίου και έτσι έγινε το κεντρικό θεολογικό
πρόσωπο στην Ιστορία της Εκκλησίας, έως την κοίμησή του (444) και μερικώς έως
την Ε΄ Οικουμενική σύνοδο (553).
Ο
Νεστόριος, θαυμαστής του Μοψουεστίας
Θεοδώρου, αρνήθηκε για την Παρθένο Μαρία τον χαρακτηρισμό – όρο Θεοτόκος
και απέδιδε σ’ αυτήν μόνο τον όρο Χριστοτόκος,
διότι θεωρούσε αδύνατη τη γέννηση του Θεού Λόγου από την (άνθρωπο) Μαρία.
Τις
αντιλήψεις αυτές του Νεστόριου, τις οποίες κήρυττε στην Κων/πολη, πληροφορήθηκε
ο Αλεξανδρείας Κύριλλος και αντέδρασε ακαριαία, διότι διέγνωσε κακοδοξία. Το
429 στην πασχάλια Ομιλία του, αλλά και στις επιστολές προς μοναχούς και προς
τον ίδιο το Νεστόριο, καταδικάζει την
κακοδοξία και εκθέτει συνοπτικά την Ορθόδοξη πίστη. Ενημερώνει τον Ρώμης Κελεστίνο Α΄, ο οποίος απορρίπτει
Συνοδικά (430) τις απόψεις του Νεστόριου και αναθέτει πάλι Συνοδικά τον χειρισμό του όλου θέματος στον Κύριλλο.
Η
ανάθεση αυτή έδωσε στον Κύριλλο το δικαίωμα να χρησιμοποιήσει το παπικό κάλυμμα (παπική τιάρα), πράγμα που
κληρονόμησαν έκτοτε όλοι οι Πατριάρχες Αλεξανδρείας μέχρι σήμερα (Ι. Φουντούλη:
Τελετουργικά θέματα, τ. Β΄, σελ. 179).
Ο
Νεστόριος επέμεινε στην κακοδοξία του, έχοντας στήριγμα τον Αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β΄ (υιό του Αρκάδιου)
(408-450), που θεωρούσε τον Κύριλλο
επικίνδυνο για την ειρήνη και την κεντρική διοίκηση στην πρωτεύουσα. Το
430, στη πασχάλια Ομιλία του, ο Κύριλλος, επιχείρησε να πείσει τον Νεστόριο,
εκθέτοντας και θεμελιώνοντας ευρύτερα την ορθή διδασκαλία περί των φύσεων του
Χριστού, απέστειλε δε και ειδική διατριβή για το Χριστολογικό θέμα στον ίδιο
τον Αυτοκράτορα.
Με
την κάλυψη του Ρώμης Κελεστίνου Α΄, ο Κύριλλος συνέταξε: Τα Δώδεκα Κεφάλαια (αναθεματισμούς), που όφειλε να υπογράψει ο
Νεστόριος, για να μη καθαιρεθεί. Το κείμενο παραδόθηκε στο Νεστόριο, που
αρνήθηκε τον διάλογο, αλλά και στους άλλους Επισκόπους της Ανατολής. Η
Αντιόχεια συμβούλευσε τον Νεστόριο να δεχθεί τον όρο Θεοτόκος, αλλά αυτός
επέμενε, ότι άλλος ο Ιησούς και άλλος ο Χριστός.
Ο
Νεστόριος έπεισε τον Αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β΄, τον επικαλούμενο Μικρό, για την
ανάγκη σύγκλισης Συνόδου, η οποία συγκλήθηκε τελικά στην Έφεσο στις 22 Ιουνίου
του 431. Ο Νεστόριος είχε την ελπίδα
να μην εξετασθούν όσα για τη διδασκαλία του περιλαμβάνονταν στα Δώδεκα Κεφάλαια
του Κυρίλλου, αλλά μόνο τα κατά του Απολιναρισμού (12ο Κεφάλαιο –
αναθεματισμός). Οι ανατολικοί (Αντιοχείας
Ιωάννης, Ιεροσολύμων Ιουβενάλιος κ.ά.) ενημερώθηκαν σχετικά από τους
Κύριλλο και Νεστόριο. Οι Αντιοχειανοί συμβούλευσαν στο δεύτερο την αποδοχή του
όρου Θεοτόκος. Μάταια όμως, διότι ο Νεστόριος επέμενε ότι το Χριστοτόκος είναι συμβιβαστικό και
αποκλείει τόσο την Αρειανική, όσο και την Απολιναριστική ερμηνεία.
Το
κύρος του Κυρίλλου ήταν αυξημένο, διότι οι Αιγύπτιοι, οι Μικρασιάτες, οι
Παλαιστίνιοι και οι Δυτικοί Επίσκοποι βρίσκονταν στο πλευρό του. Εναντίον του
ήταν ο Νεστόριος και η Αυτοκρατορική
Αυλή, ενώ οι Αντιοχειανοί ήταν ουδέτεροι, ειδικά δε με τα Δώδεκα Κεφάλαια,
που θεώρησαν ύποπτα για Απολιναρισμό και θεωρούσαν υπερβολικά υποτιμητική την
απαίτηση να τα υπογράψει ο Νεστόριος για να μη καταδικασθεί.
Στη
Σύνοδο είχαν κληθεί μόνο Μητροπολίτες και «ολίγοι» μόνον Επίσκοποι από κάθε
επαρχία - Μητρόπολη. Ο Κύριλλος, μόνος Μητροπολίτης με έξη επαρχίες και εκατό
περίπου Επισκοπές, είχε στο πλευρό του 46 Επισκόπους, γεγονός που επικρίθηκε.
Ως εκπρόσωπος του Αυτοκράτορα, για την τάξη, προσήλθε στην Έφεσο ο κόμης Κανδιδιανός, με εντολή όμως να μη λάβει
μέρος σε συζητήσεις «περί των δογμάτων».
Η
Σύνοδος της Ρώμης έστειλε δυο εκπροσώπους και ο Ρώμης Κελεστίνος έναν, με
εντολή να ακολουθούν τον Κύριλλο, που στη Σύνοδο επίσημα «διείπε» (κατείχε) και
τον «τόπον» (θέση) του Επισκόπου Ρώμης. Οι Δυτικοί έφθασαν στις 10 Ιουλίου,
αλλά και αυτών παρόντων, τα πρακτικά – αποφάσεις υπέγραφε πρώτος ο Κύριλλος. Ο
Νεστόριος προσήλθε στην Έφεσο «συν πολλή δυνάμει όχλων», και μόνο με ομόφρονες
Επισκόπους από την Κωνσταντινούπολη, αλλά και ο Κύριλλος δεν υστερούσε σε
«δύναμη όχλων» (με δύναμη 500 Παραβάλανων – ροπαλοφόρων μοναχών).
Στη
Σύνοδο συμμετείχαν 200 θεοφόροι Πατέρες από τους οποίους διακρίνονται οι
Αλεξανδρείας Κύριλλος, Αντιοχείας Ιωάννης, Ιεροσολύμων Ιουβενάλιος, οι
εκπρόσωποι του Ρώμης Κελεστίνου, Επίσκοποι Αρκάδιος και Προϊεκτος, με τον
Πρεσβύτερο Φίλιππο, Εφέσου Μέμνων, Κύπρου Ρηγίνος, Φιλίππων Φλαβιανός, Αγκύρας
Θεόδοτος, Καισαρείας Φίρμος, Μελιτινής Ακάκιος, Κύρου Θεοδώρητος κ.ά.
Η
Σύνοδος πραγματοποίησε την πρώτη συνεδρία στις 22 Ιουνίου 431 στον
Μητροπολιτικό Ναό της Μαρίας με πρόεδρο
τον Κύριλλο. Για την εσπευσμένη έναρξη της Συνόδου αντέδρασε ο Νεστόριος,
που ανέμενε τον Αντιοχείας Ιωάννη και τους «ανατολικούς» Επισκόπους (σύνολο 43),
αλλά και ο εκπρόσωπος του Αυτοκράτορα, που προσήλθε στην πρώτη συνεδρία, κατέθεσε την ένστασή του και αποχώρησε.
Επίσης δεν είχαν φθάσει και οι Δυτικοί Επίσκοποι.
Ο
Κύριλλος πιεζόταν από πολλούς εμπερίστατους Επισκόπους να αρχίσει η Σύνοδος,
αλλά και ο ίδιος επιθυμούσε ίσως να τελειώσει γρήγορα το θεολογικό έργο της
Συνόδου, πριν από την άφιξη των Ανατολικών, των οποίων την υποστήριξη ανέμενε
ο Νεστόριος. Για τη βιασύνη του αυτή, όχι μόνο κατηγορήθηκε, αλλά και καθαιρέθηκε
(με όλους τους Συνοδικούς) από τη σύναξη των περί τον Αντιοχείας Ιωάννη
Επισκόπων, μόλις αυτοί έφθασαν στην Έφεσο στις 27 Ιουνίου.
Στη
διάρκεια της πρώτης συνεδρίας έγινε δεκτή, από τους παρόντες Επισκόπους, η
θεολογία της Β΄ επιστολής Κυρίλλου προς Νεστόριο, όπου το δόγμα της καθ’
υπόστασιν ενώσεως (αληθινής δηλ. ενώσεως) των δυο φύσεων του Χριστού, η
καταδίκη της διδασκαλίας του Νεστόριου και η καθαίρεσή του. Τις αποφάσεις αυτές
υπέγραψαν τελικά 197 Επίσκοποι.
Ο
Κύριλλος προήδρευσε και στις επτά συνεδρίες της Συνόδου (μέχρι 31 Ιουλίου),
διότι (μέχρις ότου φθάσουν οι Δυτικοί Επίσκοποι) «επείχε» και «τον τόπον» του
Ρώμης, του πρώτου τη τάξει και διότι ο δεύτερος τη τάξει Νεστόριος και απείχε
των συνεδριών και ήταν υπόδικος. Στην τετάρτη συνεδρία (16-17 Ιουλίου), ο
Κύριλλος επέβαλε ακοινωνησία και αργία στον Αντιοχείας Ιωάννη και στους 34
Επισκόπους, που είχαν συγκροτήσει την αντικανονική («ακανονίστως») εναντίον
του συνέλευση.
Για
τα συμβάντα στην Έφεσο ενημέρωσαν τον Αυτοκράτορα ο Κανδιδιανός, ο Κύριλλος και
ο Ιωάννης. Ο Αυτοκράτορας κήρυξε άκυρες
τις αποφάσεις και των μεν και των δε και διέταξε κοινή συνεδρία. Ο Κύριλλος
δεν υπάκουσε και συνέχισε με τους περί αυτόν τις συνεδρίες, την 1η
Ιουλίου. Στις 22 Ιουλίου διάταγμα του Αυτοκράτορα κηρύσσει έκπτωτο τους
Κύριλλο, Νεστόριο και Εφέσου Μέμνονα και διατάσσεται αυστηρός κατ’
οίκον περιορισμός τους.
Μετά
από 3 μήνες εγκλεισμού, στις 31
Οκτωβρίου, χωρίς την άδεια των Αρχών, ο Κύριλλος διέφυγε από τη φυλακή και
αναχώρησε για την Αλεξάνδρεια, χωρίς βέβαια τη λήξη της Συνόδου και χωρίς
επικύρωση του έργου της Συνόδου από τον Αυτοκράτορα, ο οποίος, σύμφωνα με
τις εισηγήσεις, έκανε δεκτή μόνο την καθαίρεση του Νεστόριου, που αποτραβήχτηκε
στη μονή της μετανοίας του στην Αντιόχεια (μονή Ευπρεπίου), όπου έμεινε ως το
435, όταν διατάχθηκε η εξορία του.
Καταγράφεται,
ότι ο Κύριλλος, προκειμένου να προσεταιρισθεί τους αξιωματούχους της Αυλής και
τον ίδιο τον Αυτοκράτορα χρησιμοποίησε αφειδώς χρήματα. Διαβάζουμε στην Ιστορία
του Ελληνικού Έθνους: «Οι περισσότεροι (περί τους διακόσιους)
Επίσκοποι, τρομοκρατημένοι από τους ρωμαλέους μοναχούς, που συνόδευαν τον
Κύριλλο, καταδίκασαν, καθήρεσαν και αφόρισαν ερήμην τον Νεστόριο, χωρίς να
περιμένουν την άφιξη των Επισκόπων της Συρίας. Μετά την προσέλευση των τελευταίων,
ο Νεστόριος, με την υποστήριξη του εκπροσώπου του Αυτοκράτορος Κόμητος των
Δομεστίκων Κανδιδιανού, πέρασε στην αντεπίθεση. Οργάνωσε και αυτός σώμα
ροπαλοφόρων και σε αντισύνοδο καθήρεσε και αφόρισε τον Κύριλλο και τον Επίσκοπο
Εφέσου Μέμνονα. Αλλά ήταν ήδη αργά. Οι απεσταλμένοι του Πάπα, που κατέφθασαν
στο μεταξύ, συντάχθηκαν με τον Κύριλλο και, το σπουδαιότερο, τα τεράστια ποσά, που αφειδώς μοίρασε ο
Πατριάρχης Αλεξανδρείας σε αξιωματούχους της Αυλής είχαν ως αποτέλεσμα τη
μεταστροφή και του Αυτοκρατορικού ζεύγους» (τ. Ζ΄, σελ. 113). «Έμαθε (ο
Κύριλλος) την τέχνη της δολοπλοκίας, κολακείας, δωροδοκίας, ραδιουργίας και
εμπάθειας κοντά στο θείο του Θεόφιλο, Επίσκοπο Αλεξανδρείας» (385-412) (σελ.
409). «Οπωσδήποτε ο Νεστόριος δεν διέθετε τα μέσα επιβολής (υπερβολικό πλούτο,
δόλο, εμπάθεια) που διέθετε ο αντίπαλος του Κύριλλος» (σελ. 410). Διερωτάται
κανείς, πως τέτοιος πλούτος στα χέρια του Αλεξανδρείας. Η απάντηση: Ο
Αλεξανδρείας διέθετε μεγάλο εμπορικό στόλο, που διενεργούσε εμπόριο στη
Μεσόγειο: «Το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας (5ο αι.) διαθέτει αξιόλογο
εμπορικό στόλο. Για ένα ταξίδι στην Αδριατική διαθέτει πλοίο 20.000 μοδίων (600
περίπου τόννων) φορτωμένο με εμπορεύματα και ρευστό χρήμα αξίας 25.000 χρυσών
νομισμάτων» (σελ. 296).
Είναι γεγονός, ότι όλη αυτή η
έκρυθμη κατάσταση δημιούργησε σχίσμα
μεταξύ των Αλεξανδρινών και των Ανατολικών (Αντιοχειανών κλπ.), για την
άρση του οποίου έγιναν πολλές διαβουλεύσεις, που διήρκεσαν περίπου δυο χρόνια.
Ο Κύριλλος ζητούσε από τον Ιωάννη να ομολογήσει τον όρο Θεοτόκος και να
καταδικάσει τον Νεστόριο, ενώ ο Ιωάννης ζητούσε από τον Κύριλλο να παραμερίσει
τα 12 Κεφάλαια (αναθεματισμούς) ή τουλάχιστον να ανακαλέσει σημεία τους. Τη
διαμεσολάβηση ανέλαβαν ο Εμέσης Παύλος, ο Βεροίας Ακάκιος και άλλοι, με
ταυτόχρονη πίεση του Αυτοκράτορα προς τον Ιωάννη για ειρήνευση της Εκκλησίας,
το δε κείμενο – ομολογία συντάχθηκε από τον Κύρου Θεοδώρητο. Ο Κύριλλος συντάχθηκε με το κείμενο, που
περιελάμβανε βασικές θέσεις του, το δε κείμενο έμεινε στην ιστορία με το όνομα Έκθεσις Πίστεως των Διαλλαγών ή Όρος
των Διαλαγών και αποτελεί τον Όρο – απόφαση της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου
(Πισιδίας Μεθόδιου: «Το πρόσωπο του Ιησού Χριστού…..», σελ.100-101).
Ο
Ιωάννης έστειλε το κείμενο στον Κύριλλο, που τελικά το δέχθηκε και το
κυκλοφόρησε (Απρίλιο 433) με δική του Επιστολή (με τίτλο: «Ευφραινέσθωσαν οι ουρανοί και αγαλλιάσθω η γη») προς τον Ιωάννη,
ενώ δεν έπαυσαν οι ακραίοι Αλεξανδρινοί να εκτιμούν τη στάση του ως υπαναχώρηση
σε βάρος της αυστηρής Ορθοδοξίας. Τόσον
ο Κύριλλος, όσον και ο Ιωάννης διατύπωναν την άποψη, ότι αυτών η διδασκαλία
είχε επικυρωθεί, πρέπει δε να τονισθεί ότι έγιναν αμοιβαίες υποχωρήσεις για
να γεφυρωθεί το χάσμα και να εκλείψει το σχίσμα που είχε δημιουργηθεί. Τελικά βέβαια, ο κάθε ένας θεωρούσε τον
συμφωνηθέντα Όρο της Συνόδου σύμφωνο με τις δικές του απόψεις και θέσεις και
έτσι όλοι έμειναν ευχαριστημένοι με την ειρήνευση που επιτεύχθηκε στην Εκκλησία.
Παρενθετικά
αναφέρεται, ότι ο Κύριλλος, στη Σύνοδο
Ιεροσολύμων του 439, έκρινε μη αναγκαία τη Συνοδική καταδίκη των Ταρσού
Διόδωρου (+394) και του μαθητή του, του Μοψουεστίας Θεόδωρου (+428), δεδομένου
ότι και οι δυο είχαν πεθάνει σε κοινωνία
με την Εκκλησία. (Στ. Παπαδόπουλου, Ο Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας, σελ.
23-40 και 181-202).
Έτσι,
εκτός από την Έκθεση Πίστεως των Διαλλαγών, που υπεγράφη δια περιφοράς, δυο
χρόνια μετά τη λήξη της Συνόδου, κανένας άλλος Όρος, του τύπου των Α΄ και Β΄
Συνόδων υπεγράφη και τούτο διατυπώνεται στην παρακάτω δήλωση:
«Τούτων τοίνυν αναγνωσθέντων, ώρισεν η αγία Σύνοδος, ετέραν πίστιν μηδενί εξείναι προφέρειν ή
γουν συγγράφειν ή συντιθέναι, παρά την ορισθείσαν παρά των αγίων Πατέρων
των εν τη Νικαέων συναχθέντων πόλει συν αγίω Πνεύματι. Τους δε τολμώντας ή
συντιθέναι πίστιν ετέραν, ή γουν προκομίζειν ή προφέρειν τοις εθέλουσιν επιστρέφειν
εις επίγνωσιν της αληθείας, ή εξ Ελληνισμού ή εξ Ιουδαϊσμού ή γουν εξ αιρέσεως
οιασδηποτούν, τούτους, ει μεν είεν Επίσκοποι ή κληρικοί, αλλοτρίους είναι τους
Επισκόπους της Επισκοπής, και τους κληρικούς του κλήρου, ει δε λαϊκοί είεν,
αναθεματίζεσθαι. Κατά τον ίσον δε τρόπον, ει φωραθείεν τινες, είτε Επίσκοποι,
είτε κληρικοί, είτε λαϊκοί, ή φρονούντες ή διδάσκοντες τα εν τη προσκομισθείση
εκθέσει παρά Χαρισίου του Πρεσβυτέρου περί της ενανθρωπήσεως του μονογενούς
Υιού του Θεού, ήγουν τα μιαρά και διεστραμμένα του Νεστόριου δόγματα,
υποκείσθωσαν τη αποφάσει της Αγίας ταύτης και Οικουμενικής Συνόδου, ώστε
δηλονότι τον μεν Επίσκοπον αλλοτριούσθαι της Επισκοπής και είναι καθηρημένον,
τον δε κληρικόν ομοίως εκπίπτειν του κλήρου, ει δε λαϊκός τις είη, και ούτος
αναθεματιζέσθω, καθώς προείρηται» (Δ. Κοντοστεργίου, καθ. ΑΠΘ, «Αι
Οικουμενικαί Σύνοδοι», σελ. 77).
Η Γ΄ Σύνοδος, εκτός του μείζονος
εκκλησιαστικού ζητήματος και ουσιαστικού λόγου συγκλήσεως, που ήταν ο
Νεστοριανισμός, αντιμετώπισε και το ζήτημα του Πελαγιανισμού. Η Επίσκοποι έτσι καταδίκασαν τους οπαδούς των
Πελάγιου και Κελεστίου, οι οποίοι θεολογούσαν, πως ο άνθρωπος δύναται να σωθεί
χωρίς τη συνέργεια της θείας χάριτος. Πατέρες μάλιστα της Εκκλησίας, όπως ο
Ιωάννης Κασσιανός, μαθητής του Ιωάννη Χρυσοστόμου, διείδε και συγγένεια
αυτής της αιρέσεως με το Νεστοριανισμό, άποψη που ενστερνιζόταν και ο Κύριλλος
Αλεξανδρείας. O Πελαγιανισμός άλλωστε είχε ήδη καταδικαστεί από τοπικές
Συνόδους που έλαβαν χώρα στην Καρχηδόνα το 411 και 418, με αποτέλεσμα η Συνοδική, υπό της
Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου καταδίκη, να αποτελεί απλώς την επικύρωσή τους.
Στην
Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο δηλώθηκε πανηγυρικά (de facto) το πρωτείο εξουσίας του Πάπα Ρώμης,
στο πρόσωπο του Ρώμης Κελεστίνου: Πιθανότατα, ο Κύριλλος για να κλείσει
τα μάτια των Ρώμης Κελεστίνου Α΄ και του διαδόχου του Σίξτου Γ΄ (θεολογικά
ασήμαντων), παραδέχθηκε τις υπερφίαλες απόψεις τους, για το πρωτείο και ειδικά
του πρώτου στην Γ΄ Σύνοδο που κατετέθηκαν στη Σύνοδο, χωρίς ίχνος αντίδρασης: «Ουδενί αμφίβολόν εστι, μάλλον δε πάσιν τοις
αιώσιν εγνώσθη, ότι ο άγιος και μακαριώτατος Πέτρος, ο έξαρχος και κεφαλή των Αποστόλων, ο κίων της πίστεως, ο θεμέλιος της Καθολικής Εκκλησίας, από
του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, του Σωτήρος και Λυτρωτού του γένους του
ανθρωπίνου, τας κλεις της βασιλείας
εδέξατο. και αυτώ δέδοται η εξουσία του δεσμείν και λύειν τας
αμαρτίας, όστις έως του νυν και αεί εν τοις αυτού διαδόχοις και ζη και δικάζει.
τούτου τοιγαρούν κατά τάξιν ο διάδοχος και τοποτηρητής, ο άγιος και
μακαριώτατος Πάπας ημών Κελεστίνος,
ο Επίσκοπος, εις ταύτην την αγίαν Σύνοδον διαδόχους ημάς της αυτού παρουσίας
απέστειλεν…..» (αγίου Νεκταρίου: Τα αίτια του Σχίσματος, τ. Α΄, σελ.
143-144). Και όλα αυτά για να επιβεβαιωθεί η ασκούμενη (και όχι απλώς ρητορική)
πρωτοκαθεδρία του θρόνου της Αλεξάνδρειας έναντι της Κων/πολης, στο πρόσωπο του
Νεστόριου, αλλά και έναντι της Ρώμης στα πρόσωπα των μέτριων αυτών Παπών.
Βέβαια στη Δ΄ Οικουμενική οι ρόλοι αντεστράφησαν, η Ρώμη θριάμβευσε στο πρόσωπο
του Λέοντα Α΄ έναντι της Αλεξάνδρειας, στο πρόσωπο του Διόσκορου, που
αφορίσθηκε και έναντι της Κων/πολης με την άρνηση υπογραφής από τη Ρώμη του κη΄
κανόνα περί των ίσων πρεσβείων τιμής Ρώμης και Κων/πολης. Αλλά γιατί ανέχθηκαν
οι Πατέρες της Συνόδου την καταφανή άσκηση της εξουσίας από τον Πάπα; Ο άγιος
Νεκτάριος απαντά: «Η τοιαύτη γλώσσα του πρεσβυτέρου (Φιλίππου) απήρεσε λίαν
προς τους αγίους Πατέρας, αλλ’ η προς την ειρήνην της Εκκλησίας στοργή έθετο
κατά την στιγμήν εκείνην φυλακήν τοις
χείλεσιν αυτών, διότι τοις αντιπροσώποις περί εν μάλλον έμελλε, περί της
αρχής του Πάπα και εάν αυτή προσεβάλλετο,
αμ’ έπος ο της Συνόδου σκοπός ηδύνατο να ματαιωθή». Προφανώς βέβαια πρόκειται
περί της αρχής του Πάπα, όχι ως primus inter pares (πρώτος μεταξύ ίσων), αλλά ως primus sine paribus (πρώτος άνευ ίσων).
Η Σύνοδος συνέταξε και εξέδωσε 8 Ιερούς
Κανόνες, που αφορούν κυρίως διάφορα θέματα κληρικών και τις σχέσεις τους με τον
Νεστόριο. Ειδικά όμως, ο η΄ Κανόνας της Συνόδου αναγνωρίζει στην Εκκλησία της
Κύπρου το αυτοκέφαλον. Η Κύπρος διατελούσε πολιτικά υπό τον Δούκα της
Αντιόχειας, ο οποίος έστελλε Στρατηγόν για την άσκηση της διοίκησης. Τούτο εκμεταλλεύτηκε
ο Αντιοχείας και θέλησε να υπαγάγει, υπό την δική του εκκλησιαστική εξουσία και
την Κύπρο. Οι Κύπριοι Επίσκοποι αντέδρασαν, προσέφυγαν στη Σύνοδο, η οποία τους
δικαίωσε και διακήρυξε την αυτοκεφαλία της Εκκλησίας της Κύπρου.
Ο εκάστοτε Αρχιεπίσκοπος Κύπρου,
εκτός της εκκλησιαστικής εξουσίας κατέχει και την πολιτική εξουσία με διάταγμα
του Αυτοκράτορα Ζήνωνα: Έτσι, και παρά την απαγόρευση από την Δ΄ Οικουμενική
(ζ΄ κανόνας) της ταυτόχρονης ύπαρξης κοσμικής και εκκλησιαστικής εξουσίας στο
αυτό πρόσωπο, όμως με το διάταγμα του Αυτοκράτορα Ζήνωνα, του 488, ο Κύπρου αποκτούσε de jure και κοσμική εξουσία και ο εκάστοτε
Αρχιεπίσκοπος ήταν και ο τοποτηρητής του Αυτοκράτορα στην Κύπρο και τούτο
διήρκεσε επί 8 αιώνες! Σε επίρρωση αυτού, ο Κύπρου απέκτησε το προνόμιο να
φέρει πορφυρό αυτοκρατορικό μανδύα, να κρατεί αυτοκρατορικό σκήπτρο αντί
ποιμαντορικής ράβδου και να υπογράφει με κόκκινο μελάνη, προνόμια τα οποία
διατηρούνται μέχρι και σήμερα. Η Πενθέκτη Οικουμενική δεν επικύρωσε το
διάταγμα, καθότι αυτοκρατορικό, αλλά και δεν απαγόρευσε την διπλή αυτή ιδιότητα
του Κύπρου, παρά τη σαφή παράβαση του ζ΄ Κανόνα της Δ΄ Οικουμενικής (Ιστορία
του Ελληνικού Έθνους, τ. Η΄, σελ. 358). Το 1204 οι Φράγκοι κατέλυσαν την
αυτοκεφαλία της Κύπρου, η οποία εδόθη πάλι το 1572, επί Σελίμ Β΄, στον
Αρχιεπίσκοπο Τιμόθεο, το δε 1660 εδόθη στον Κύπρου και πάλιν η κοσμική εξουσία,
επί Μεχμέτ Δ΄, στον Αρχιεπίσκοπο Νικηφόρο.
Η Κύπρος, κατασταθείσα αυτοκέφαλος
με απόφαση της Γ΄ Οικουμενικής, καθίσταται η 6η Εκκλησία, η οποία
έχει ιδρυθεί από Οικουμενική Σύνοδο, πέραν των 5 Εκκλησιών (Ρώμης, ΚΠόλεως,
Αλεξανδρείας, Αντιοχείας, Ιεροσολύμων), οι οποίες αναγνωρίστηκαν από
Οικουμενικές Συνόδους (β΄ και γ΄ κανόνες της Β΄ και κη΄ της Δ΄). Όλες οι
μετέπειτα δημιουργηθείσες εκκλησιαστικές δικαιοδοσίες, είτε ονομάζονται
Πατριαρχεία, είτε Αρχιεπισκοπές (Ρωσίας, Βουλγαρίας, Σερβίας, Ρουμανίας,
Γεωργίας, Ελλάδας, Αλβανίας, Πολωνίας, Τσεχίας-Σλοβακίας, έχουν εκκρεμότητα, ως
προς την αναγνώριση τους, γιατί δεν έχουν καταστεί αυτοκέφαλες Εκκλησίες, από
Οικουμενική Σύνοδο, αλλά μόνο με πράξη του Οικουμενικού Πατριαρχείου ΚΠόλεως
(Συνοδικό Τόμο αυτοκεφαλίας).
Οι καταδικασθέντες Νεστοριανοί
εξεδιώχθησαν από την αυτοκρατορία και ειδικώς από τον Αυτοκράτορα Ζήνωνα (489)
και κατέφυγαν στην Περσία, όπου δημιουργήθηκε δική τους αιρετική Νεστοριανική
Εκκλησία, η οποία απεσχίσθη από το σώμα της Ορθοδόξου Εκκλησίας, για
δογματικούς, αλλά και πολιτικούς λόγους, μετά από απόφαση που έλαβαν κατά τη
Σύνοδο, που συγκλήθηκε από τον πρώτο Νεστοριανό Πατριάρχη Βαβαίο, το 498.
Συμπεράσματα
Η Γ΄ Οικουμενική Σύνοδος αποτελεί τη
Σύνοδο κατά την οποία «εμφαίνει ούτω την πρώτη βαθμίδα εις την Οικουμενικήν
διαμόρφωσην του Χριστολογικού δόγματος, καθ’ ήν απεκρούετο η υπό
εμπειρικοορθολογιστικού πνεύματος κυριαρχούμενη προσπάθεια επίλυσης του
χριστολογικού ζητήματος». Σκοπός της συνόδου υπήρξε η επίλυση του
αναφυέντος Χριστολογικού ζητήματος και σαν στόχο είχε «να περισώσει και να
αναδείξει την πίστη της Νίκαιας, ότι αυτός ο Θεός Λόγος είναι ο ενανθρωπήσας
και επιτελέσας ούτω την πραγματική λύτρωση και σωτηρία». Ταυτόχρονα όμως,
με την κοινή συμφωνία και πίστη της «Εκθέσεως πίστεως των διαλλαγών», επήλθε
και ουσιαστική δογματική σύγκλιση, ανάμεσα στις δύο μεγάλες θεολογικές σχολές
της Αντιοχείας και της Αλεξανδρείας. Μία πίστη στηριγμένη σε ένα δογματικό όρο
ο οποίος «δετυπούτο εν αριστοτεχνική συνθέσει των υγιών αρχών» (Ι.
Καλογήρου, Ιστορία των Δογμάτων, τ. Α΄, σελ. 189-198) των δύο θεολογικών
τάσεων.
Γι' αυτούς τους λόγους η επωνομαζόμενη και
«Πρώτη Σύνοδος της Εφέσου» «υπήρξε χωρίς αμφιβολία σταθμός στην ιστορία της
Ορθόδοξης θεολογίας» αφού «όχι απλώς καταδίκασε δύο γνωστούς της εποχής
αιρετικούς, αλλά κυρίως διότι με τη διδασκαλία της δόθηκε απάντηση σ’ ένα
ερώτημα το οποίο είχε τεθεί μερικές δεκαετίες πριν», ενώ «απετέλεσε την
απάντηση στο ερώτημα και την αραγή βάση πάνω στη οποία η εκκλησία θεμελίωσε τη
Χριστολογία και τη σωτηριολογία της» (Κ. Σκουτέρη, Ιστορία των Δογμάτων, τ.
Β΄, σελ. 748-749).
Παρατηρήσεις
1.- Η Σύνοδος ξεκίνησε με παρουσία
μόνον της Εκκλησίας της Αλεξάνδρειας και απουσία των άλλων Εκκλησιών, αλλά και
του εκπροσώπου του Αυτοκράτορα.
2.- Η Σύνοδος δεν περάτωσε τις
εργασίες της, δεδομένου, ότι ο Πρόεδρός της Κύριλλος φυλακίστηκε από την
Πολιτεία για 3 μήνες, καθαιρέθηκε δε από τη σύναξη των Ανατολικών και τελικά
διέφυγε στην Αλεξάνδρεια.
3.- Τα αποτελέσματα της Συνόδου, μετά
από δραματικές διαβουλεύσεις δυο περίπου ετών και αμοιβαίες υποχωρήσεις των
αντιθέτων μερών εγκρίθηκαν τελικά με τη σύνταξη του Όρου.
4.- Ο Αυτοκράτορας ούτε κήρυξε την έναρξη της Συνόδου, αφού η έναρξη υπήρξε
μονομερής ενέργεια του Κυρίλλου, ούτε τη λήξη, αφού επίσημη λήξη δεν υπήρξε.
5.- Ο Ρώμης Κελεστίνος, είχε
εξουσιοδοτήσει τον Κύριλλο να χειριστεί εν λευκώ το θέμα με το Νεστόριο, γι’
αυτό δεν υπήρξε καμία αντίδραση ή διαφορετική θεώρηση από τη Ρώμη.
6.- Η κάθε πλευρά (Αλεξάνδρεια και
Αντιόχεια) διατυμπάνιζε, ότι αυτής η θέση είχε πρυτανεύσει τελικά και μετά από
πιέσεις του αυτοκράτορα αποφεύχθηκε
μεγάλο σχίσμα στην Εκκλησία.
7.- Για πρώτη φορά εκδηλώνεται σε
Οικουμενική Σύνοδο πανηγυρικά και χωρίς αντίδραση των Πατέρων το πρωτείο
εξουσίας του Αρχιεπισκόπου Ρώμης. Αυτό θα εκδηλωθεί εντονότατα στην επόμενη Δ΄
Οικουμενική Σύνοδο με την άσκηση εξουσίας από τον πανίσχυρο πάπα Λέοντα Α΄.
8.- Η Εκκλησία της Κύπρου
αναγνωρίζεται από τη Σύνοδο, ως αυτοκέφαλη και ο Αρχιεπίσκοπός καθίσταται αργότερα
ταυτοχρόνως και φορέας της πολιτικής εξουσίας.