«[…] Και ο Μελχισεδέκ βασιλεύς Σαλήμ έφερεν έξω άρτον και οίνον· ήτο δε ιερεύς του Θεού του Υψίστου. Και ευλόγησεν αυτόν και είπεν, Ευλογημένος ο Άβραμ παρά του Θεού του Υψίστου, όστις έκτισε τον ουρανόν και την γήν· και ευλογητός ο Θεός ο Ύψιστος όστις παρέδωκε τους εχθρούς σου εις την χείρα σου. Και Άβραμ έδωκεν εις αυτόν δέκατον από πάντων» (Γένεση, 14:18-20).
Είναι μετά από την επιστροφή του Αβραάμ, όταν είχε πάει μαζί με 318 πάνοπλους δούλους του να ελευθερώσει τον ανιψιό του τον Λώτ, μετά από την αιχμαλωσία που υπέστη, όταν τέσσερα βασίλεια πολέμησαν εναντίον πέντε, μεταξύ αυτών και των βασιλείων των Σοδόμων και των Γομόρρων, στην περιοχή των οποίων είχε εγκατασταθεί ο Λώτ με την οικογένειά του. Όταν ο Αβραάμ επέστρεψε από την μάχη, τον συνάντησε ο Μελχισεδέκ, ο οποίος ήταν Ιερέας και Βασιλέας, ευλόγησε τον Αβραάμ και μάλιστα έλαβε και τα δέκατα. Αυτά δείχνουν ότι ο Μελχισεδέκ ήταν ανώτερος από τον Αβραάμ. Επίσης, ότι υπήρχαν (με ελάχιστες εξαιρέσεις), θεόπτες και πέρα από τον Αβραάμ, ο οποίος δέχτηκε και τις επαγγελίες του Θεού. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, κατατάσσει τον Μελχισεδέκ ανάμεσα στα φυσικά και ιστορικά πρόσωπα που έλαβαν θεογνωσία στην Παλαιά Διαθήκη.
«Έπειτα έδωσε και ευκαιρία μετανοίας και νέας διαγωγής που θα τον ευαρεστούσε, παρηγόρησε την λύπη του θανάτου με την διαδοχική γένεση, αύξησε με τους διαδόχους το γένος, ώστε στην αρχή το πλήθος των γεννωμένων να υπερτερούν κατά πολύ τον αριθμό εκείνων που πέθαιναν, και αντί του ενός Αδάμ, που δια του κάλλους του αισθητού φυτού έγινε ελεεινός και πενιχρός, έδειξε πολλούς άλλους που από τα αισθητά επλούτησαν κατά τρόπο μακάριο θεογνωσία και αρετή και γνώση και θεία ευμένεια. Μάρτυς είναι οι Σήθ, Ενώς, Νώε, Μελχισεδέκ, Αβραάμ, και όσοι άλλοι εμφανίσθηκαν ανάμεσα σε αυτούς και μετά από αυτούς, κατά το παράδειγμα εκείνων ή παραπλήσια μ’ εκείνους» (ΕΠΕ 8, 143).
Άλλη μια περίπτωση, είναι αργότερα ο Προφήτης Βαλαάμ, ο οποίος ήταν θεόπτης (Προφήτης), αλλά δεν ανήκε στον λαό του Κυρίου, όπως ορίζονταν στην Παλαιά Διαθήκη.
Στην δεύτερη αναφορά της Αγίας Γραφής, υπάρχει αναφορά όχι ακριβώς στο πρόσωπο του Μελχισεδέκ, αλλά στην τάξη της ιεροσύνης του. Προφητεύοντας ο Δαβίδ την έλευση του Μεσσία και τονίζοντας την ιερατική ιδιότητα που θα είχε, γράφει:
«Ώμοσεν ο Κύριος και δεν θέλει μεταμεληθή, συ είσαι Ιερεύς εις τον αιώνα κατά την τάξιν Μελχισεδέκ» (Ψαλμός 110:4 ή 109:4 κατά τους Εβδομήκοντα). Αυτά είναι τα λόγια του Κυρίου προς τον Κύριο του Δαβίδ. Διότι ο Ψαλμός ξεκινά ως εξής: «Είπεν ο Κύριος προς τον Κύριόν μου, κάθου εκ δεξιών μου, εωσού θέσω τους εχθρούς σου υποπόδιον των ποδών σου» (Ψαλμός 110:1). Τα λόγια αυτά, ο ίδιος ο Χριστός τα ερμήνευσε ότι αναφέρονται στο πρόσωπο του Μεσσία που λένε οι Γραφές, για τον ίδιο δηλαδή που τους τα έλεγε. Μάλιστα, φανέρωσε από αυτά τα χωρία, τις δύο τέλειες φύσεις του Μεσσία, του ανθρώπου (εφόσον είναι απόγονος του Δαβίδ), αλλά και του Θεού (εφόσον ο Δαβίδ τον αποκαλεί Κύριο και έτσι αποκαλούσαν, βάση του Νόμου, μόνο τον Θεό).
«Και ενώ ήσαν συνηγμένοι οι Φαρισαίοι, ηρώτησεν αυτούς ο Ιησούς, λέγων· Τι σας φαίνεται περί του Χριστού; τίνος υιός είναι; Λέγουσι προς αυτόν· Του Δαβίδ. Λέγει προς αυτούς· Πως λοιπόν ο Δαβίδ διά Πνεύματος ονομάζει αυτόν Κύριον, λέγων, Είπεν ο Κύριος προς τον Κύριόν μου, Κάθου εκ δεξιών μου εωσού θέσω τους εχθρούς σου υποπόδιον των ποδών σου; Εάν λοιπόν ο Δαβίδ ονομάζη αυτόν Κύριον, πως είναι υιός αυτού; Και ουδείς ηδύνατο να αποκριθή προς αυτόν λόγον· ουδ’ ετόλμησέ τις απ’ εκείνης της ημέρας να ερωτήση πλέον αυτόν» (Ματθαίος, 22:41-46).
Η Ιερωσύνη αναφέρεται στην ενανθρώπηση. Όπως ο Λόγος ενανθρώπησε εν χρόνω (έγινε άνθρωπος, δεν ήταν εξ αρχής άνθρωπος), έτσι και «έγινε Ιερεύς» εν χρόνω. Χαρακτηριστικά, αναφέρει ο Μ. Αθανάσιος: «Και πότε έγινεν εύσπλαχνος και πιστός Αρχιερεύς, παρά όταν έγινεν εις όλα όμοιος με τους αδελφούς;» (ΕΠΕ 2, σελ. 241). Ο απ. Παύλος γράφει: «Ούτω και ο Χριστός δεν εδόξασεν εαυτόν διά να γείνη Αρχιερεύς, αλλ’ ο λαλήσας προς αυτόν· Υιός μου είσαι συ, εγώ σήμερον σε εγέννησα· καθώς και αλλαχού λέγει· Συ είσαι Ιερεύς εις τον αιώνα κατά την τάξιν Μελχισεδέκ» (Εβραίους, 5:5-6).
Η τάξη κατά Μελχισεδέκ είναι ανώτερη από την μεταγενέστερη Ααρωνική τάξη. Και αυτή η τάξη προτυπώνει την μοναδική Ιερωσύνη του Χριστού στην εποχή της Καινής Διαθήκης. Παραπάνω διαβάσαμε ότι ο Μελχισεδέκ ευλόγησε τον Αβραάμ και τον δεκάτωσε, πράγμα που δείχνει την ανωτερότητα, όπως εξηγεί πολύ όμορφα ο απ Παύλος στην «προς Εβραίους επιστολή», και κυρίως στο κεφάλαιο 7.
Αναφορά στην Καινή Διαθήκη.
«Διότι ούτος ο Μελχισεδέκ, Βασιλεύς Σαλήμ, Ιερεύς του Θεού του Υψίστου, όστις συνήντησε τον Αβραάμ επιστρέφοντα από της καταστροφής των βασιλέων και ηυλόγησεν αυτόν, εις ον ο Αβραάμ εχώρισε και δέκατον από πάντων των λαφύρων, όστις πρώτον μεν ερμηνεύεται βασιλεύς δικαιοσύνης, έπειτα δε βασιλεύς Σαλήμ, το οποίον είναι βασιλεύς ειρήνης, απάτωρ, αμήτωρ, αγενεαλόγητος, μη έχων μήτε αρχήν ημερών μήτε τέλος ζωής, αλλ’ αφωμοιωμένος με τον Υιόν του Θεού, μένει Ιερεύς πάντοτε. Στοχασθήτε δε πόσον μέγας ήτο ούτος, εις ον ο Αβραάμ ο πΠτριάρχης έδωκε και δέκατον εκ των λαφύρων. Και όσοι μεν εκ των υιών του Λευΐ λαμβάνουσι την ιερατείαν, έχουσιν εντολήν να αποδεκατόνωσι τον λαόν κατά τον νόμον, τουτέστι τους αδελφούς αυτών, καίτοι εξελθόντας εκ της οσφύος του Αβραάμ· εκείνος δε όστις δεν εγενεαλογείτο εξ αυτών, εδεκάτωσε τον Αβραάμ, και ηυλόγησε τον έχοντα τας επαγγελίας· χωρίς δε τινός αντιλογίας το μικρότερον ευλογείται υπό του μεγαλητέρου. Και εδώ μεν θνητοί άνθρωποι λαμβάνουσι δέκατα, εκεί δε λαμβάνει ο μαρτυρούμενος ότι ζη. Και διά να είπω ούτω, διά του Αβραάμ και ο Λευΐ, όστις ελάμβανε δέκατα, απεδεκατώθη. Διότι εν τη οσφύϊ του πατρός αυτού ήτο έτι, ότε συνήντησεν αυτόν ο Μελχισεδέκ» (Εβραίους, 7: 1-10).
Στο παραπάνω απόσπασμα, επισημάναμε τα δύσκολα χωρία της περικοπής τα οποία προκαλούν ερωτηματικά, τα οποία με βάση τις πηγές μας, θα προσπαθήσουμε να διαλευκάνουμε παρακάτω. Πριν απαντήσουμε για τον Μελχισεδέκ, καλό είναι να αναφέρουμε πως τον έβλεπαν οι εκτόςΧριστιανικής πίστης.
Ο Μελχισεδέκ στους Γνωστικούς.
Ο Γνωστικισμός ήταν ένα ρεύμα φιλοσοφικό και θρησκευτικό, ήδη από την προ Χριστού εποχή, κατά βάση συγκρητιστικό, εφόσον υιοθετούσε επιλεκτικά στοιχεία Ελληνικά, Βαβυλωνιακά, Αιγυπτιακά, Ιρανικά, Ιουδαϊκά, και αργότερα και Χριστιανικά. Χαρακτηρίζεται θρησκευτικό, διότι η διδασκαλία του έχει αναφορά στον άνθρωπο, στον κόσμο, στον Θεό, και έχει μυστήρια. Μέσα σε αυτό το ρεύμα υπήρχαν πάρα πολλές διαφορετικές ομάδες. Συνήθως η κάθε ομάδα, λάμβανε την ονομασία της από το εκάστοτε αρχηγό της. Δια μέσου των αιώνων άλλαζε ονόματα και διδασκαλία. Έτσι, από τους Γνωστικούς της αρχαιότητας περάσαμε στους «Μασόνους» του Διαφωτισμού, και σήμερα ο Γνωστικισμός είναι γνωστός ευρύτερα με την ονομασία «Θεοσοφισμός».
Για τους Γνωστικούς, κατά βάση ο Μελχισεδέκ ήταν μία ουράνια δύναμη ανώτερη του Χριστού. Δεν ήταν άνθρωπος πραγματικά, αλλά ουράνια οντότητα. Για παράδειγμα, στον κοπτικό κώδικα 9 (ΙΧ) που ανευρέθηκε στο Nag- Hammadi της Αιγύπτου ,αναφέρεται ένα αποκαλυπτικό έργο με τον τίτλο ‘’Μελχισεδέκ’’ (πρβ. Ά τόμο Πατρολογίας Στ. Παπαδόπουλου, σελ. 207).
Σπανιότερα, ακούστηκε από κακόδοξους επηρεασμένους από διάφορες θεωρίες, η άποψη ότι ήταν το ίδιο το Άγιο Πνεύμα. Δεν είναι λίγες οι φορές που κάποιος αιρεσιάρχης στην αρχαιότητα ισχυρίστηκε ότι είναι ο Παράκλητος, όπως ο Γνωστικός Μάνης, ο Σίμων ο Μάγος που είναι γνωστός από τις «Πράξεις των Αγίων Αποστόλων», ο Μοντανός κλπ (πρβ. 16η Κατήχηση αγίου Κυρίλλου Ιεροσολύμων).
Ο άγιος Ιππόλυτος Ρώμης, αναφέρει ότι ο αιρετικός Γνωστικός Θεόδοτος έλεγε: «[…] δύναμιν τινά τον Μελχισεδέκ είναι μεγίστην, και τούτον είναι μείζονα του Χριστού […]» (ΒΕΠΕΣ 5, 334). Τα ίδια και ο Θεόδοτος ο Βυζάντιος (ίδιο έργο, σελ. 372).
Ο Καθηγητής Στ. Παπαδόπουλος, αναφέρει για κάποιον Ιέρακα που ήταν μάλιστα και Πρεσβύτερος στην Εκκλησία και έζησε τον τρίτο αιώνα. Αναφέρει ότι κατέληξε σε κακοδοξίες: «[…] μερικές κακοδοξίες του τον τοποθέτησαν εκτός Εκκλησίας. Μια από αυτές είναι ότι ταύτιζε το άγιο Πνεύμα με τον Μελχισεδέκ (Επιφανίου, Πανάριον, 67. Πατρολογία, Β’ τόμος, σελ. 106).
Ο Καθηγητής Π. Χρήστου, αναφέρει τα ίδια: «[…] ισχυριζόμενος ότι το Άγιον Πνεύμα ενεφανίσθη εν τω Μελχισεδέκ» (Β’ τόμος πατρολογίας, σελ. 917).
Ο Μελχισεδέκ στην κανονική Ραβινική γραμματεία.
Στην Ραβινική γραμματεία, ο Μελχισεδέκ είναι απόγονος του Σήμ , ενός από τους γιους του Νώε. Διαβάζουμε στην Wikipedia και στο λήμμα «Melchizedek», τα εξης: «Chazalic literature, unanimously identify Melchizedek as Shem son of Noah (Targum Yonathan to Genesis chap. 14, Genesis Rabbah 46: 7, Babylonian Talmud to Tractate Nedarim 32b). Σε δική μας μετάφραση: «Στην Ραβινική γραμματεία αναγνωρίζεται ο Μελχισεδέκ παμψηφεί ως ο Σήμ, γιός του Νώε». (Σημείωση: ο όρος «Chazalic», όπως ψάξαμε, είναι ένας γενικός όρος – ακρώνυμο- και αναφέρεται σε όλη την Ιουδαϊκή γραμματεία). Κατά τους Ραβίνους, η Ιερωσύνη δόθηκε με διαδοχή στον Μελχισεδέκ, μια διαδοχή που ξεκινά από τον Αδάμ. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με την άποψη του Θεόφιλου Αντιοχείας, ο οποίος γράφει: «Κατά δε τον αυτόν καιρόν εγένετο βασιλεύς δίκαιος ονόματι Μελχισεδέκ εν πόλει Σαλήμ, την νυν καλουμένη Ιεροσόλυμα· ούτος Ιερεύς εγένετο πρώτος πάντων Ιερέων του Θεού του Υψίστου» (ΒΕΠΕΣ 5, 43).
Ο Μελχισεδέκ στην απόκρυφη Ιουδαϊκή γραμματεία.
Ο Μελχισεδέκ παρουσιάζεται , να γεννάται μεν θαυματουργικά, αλλά είναι άνθρωπος. Έχει σημείο από το οποίο και μετά αρχίζει να υπάρχει, και η γέννησή του τοποθετείται πολύ μακριά από την εποχή του Αδάμ. Πατέρας του παρουσιάζεται ο Νηρέας, αδελφός του Νώε, και την Ιερωσύνη την έλαβε κατά διαδοχή από τον Ενώχ. Αυτά, αναφέρονται στο δεύτερο βιβλίο του Ενώχ ή διαφορετικά, στο «Βιβλίο μυστικών του Ενώχ», κείμενο «απόκρυφου Ιουδαϊκού προσανατολισμού», όπως χαρακτηρίζεται από τον Καθηγητή της Πατρολογίας Π. Χρήστου. Ο Καθηγητής Π. Χρήστου, αναφέρει σχετικά ότι το επίμαχο κείμενο: «[…] εγράφη από Ιουδαιοχριστιανόν συγγραφέα τον β’ αιώνα εις την Ελληνικήν». Ενώ λίγο παρακάτω, για την εκτενή παραλλαγή του δεύτερου αυτού βιβλίου του Ενώχ, γράφει: «Η εκτενής παραλλαγή αφιερώνει πολύ χώρον εις τον Μελχισεδέκ, τον οποίον παρουσιάζει να γεννάται θαυματουργικώς από τον αδελφόν του Νώε Νηρέα» (σελ. Β’ τόμος πατρολογίας, σελ. 214). Πιο συγκεκριμένα, στα κεφάλαια 69-73, που ονομάζονται και «Ύψωση του Μελχισεδέκ», εκεί σκιαγραφείται η ιερατική διαδοχή του Ενώχ. Ουσιαστικά, πρόκειται για μία μίξη Ιουδαϊκής παράδοσης με μυθολογικά στοιχεία.
Ο Μελχισεδέκ στον Φίλωνα τον Αλεξανδρέα.
Ο Φίλωνας ο Αλεξανδρεύς ή αλλιώς «ο Ιουδαίος», προσπάθησε να παντρέψει μέσα στην σκέψη του την Παλαιά Διαθήκη με την φιλοσοφία. Αποτέλεσμα αυτού, ήταν να προχωρήσει σε αλληγορική ερμηνεία της Παλαιάς Διαθήκης. Διαβάζουμε στην πατρολογία του καθηγητή Στ. Παπαδόπουλου: «Ο ελληνοτραφής Ιουδαίος στοχαστής καταφάσκει την πίστη των πατέρων του, αλλά το ελληνικό πνεύμα τον σαγηνεύει τόσο πολύ, ώστε αισθάνεται την ανάγκη να αναγάγει τα θεμελιώδη παλαιοδιαθηκικά θεολογικά στοιχεία σε φιλοσοφική σκέψη και σύνθεση, την οποία να εκτιμούν οι θύραθεν διανοούμενοι […] Ο Φίλων συστηματοποίησε την αλληγορική μέθοδο, την επεξέτεινε και την εφήρμοσε στους ανθρωπομορφισμούς της Π.Δ και στα περισσότερα κείμενά της […] ο Φίλων περισώζει παλαιοδιαθηκικά σχήματα, αλλά σκέπτεται φιλοσοφικά- ελληνικά» (Α’ τόμος, σελ. 336).
Ο Φίλων ο Αλεξανδρεύς, θεωρεί την διήγηση της Γένεσης συμβολική, και ταυτίζει τον Λόγο με τον Μελχισεδέκ. Διαβάζουμε στην wikipεdia, στο λήμμα «Melchizedek»: «Philo also identifies Melchizedek with the Logos as priest of God» (Jutta Leonhardt Jewish worship in Philo of Alexandria 2001 p216 “IIl 82). Σε δική μας μετέφραση: «Ο Φίλωνας επίσης ταυτίζει τον Μελχισεδέκ με τον Λόγο ως ιερά του Θεού».
Είναι φανερό ότι ο Φίλωνας δεν εκφράζει την γνήσια Ιουδαϊκή παράδοση. Για τους Χριστιανούς, ο Λόγος είναι Θεός, έχει υπόσταση, και είναι «ομοούσιος τω Πατρί». Για τον Φίλωνα, ο οποίος έχει σαφώς υιοθετήσει την έννοια «λόγος» από τους Στωικούς, είναι «ιδέα ιδεών», «δεύτερος Θεός», ένας ενδιάμεσος Θεού και ανθρώπων. Γίνεται φανερό η τεράστια διαφορά του «Λόγου» στο Χριστιανισμό και στην σκέψη του. Για την Χριστιανική πίστη, ο Λόγος γίνεται μεσίτης μόνο μετά την ενανθρώπιση, ακριβώς επειδή προσλαμβάνει αληθινά ολόκληρη την ανθρώπινη φύση.
Ο Μελχισεδέκ στον Ιουδαίο ιστορικό Ιώσηπο.
Ο Μελχισεδέκ αναφέρεται ως ιστορικό πρόσωπο στο έργο του Ιώσηπου «Ιουδαϊκές Αρχαιότητες», όπου γράφει: «So Abram, when he had saved the captive Sodomites, who had been taken by the Assyrians, and Lot also, his kinsman, returned home in peace. Now the king of Sodom met him at a certain place, which they called The King’s Dale, where Melchisedec, king of the city Salem, received him. That name signifies, the righteous king: and such he was, without dispute, insomuch that, on this account, he was made the priest of God: however, they afterward called Salem Jerusalem. Now this Melchisedec supplied Abram’s army in an hospitable manner, and gave them provisions in abundance; and as they were feasting, he began to praise him, and to bless God for subduing his enemies under him. And when Abram gave him the tenth part of his prey» (Ιουδαϊκές αρχαιότητες, 1ο βιβλίο, 10 κεφάλαιο). Ο Ιώσηπος, προσθέτει σε όσα ξέρουμε από την Γένεση, την φιλοξενία του Μελχισεδέκ και την παροχή αγαθών στον Αβραάμ και στον στρατό του. Καμία σοβαρή απόκλιση από το κείμενο της Γενέσεως.
Η χριστιανική διδασκαλία για το πρόσωπο του Μελχισεδέκ
Σε αυτό το κομμάτι, θα επιμείνουμε κυρίως στην περικοπή από την «προς Εβραίους επιστολή», και ειδικά στα χωρία που παρουσιάζουν ερμηνευτικά προβλήματα, πάντα μέσα από την Πατερική Παράδοση. Θα διαπιστώσουμε πόσο ανώτερες είναι οι Χριστιανικές ερμηνείες και η χριστιανική πίστη γενικότερα, σε σχέση με όσα διαβάσαμε παραπάνω.
Οι Άγιοι Πατέρες διδάσκουν, ότι η Παλαιά Διαθήκη πρέπει να ερμηνεύεται Χριστολογικά. Αυτό είναι το ερμηνευτικό κλειδί. Αν λείπει αυτό το πλαίσιο, τότε οδηγούμαστε σε πλάνες. Και με τον όρο «Χριστολογικά», εννοούν την ερμηνεία εκείνη που συνδέεται με την Ενανθρώπιση του Λόγου. Ο άγιος Μάξιμος, λέει στην διδασκαλία του επ’ αυτού: «Το μυστήριο της ενσάρκωσης του Λόγου έχει τη δύναμη όλων τωναινιγματικών λόγων και τύπων της Γραφής και όλη την γνώση των ορατών και νοητών δημιουργημάτων» (Τ. Φ 14, 479).
Στην περίπτωσή μας τώρα, αναφορικά με το πρόσωπο του Μελχισεδέκ, οτιδήποτε αινιγματικό λέγεται, φωτίζεται όταν ερμηνευθεί με βάση την ενανθρώπιση του Θεού Λόγου. Ο απ Παύλος στο κεφάλαιο 7 της «προς Εβραίους επιστολής», μιλάει για την Ιερωσύνη του Χριστού που είναι ανώτερη της Ιουδαϊκής. Όπως ο Μελχισεδέκ ήταν ανώτερος του μεγάλου Αβραάμ και η Ιερωσύνη του ανώτερη από την Ιερωσύνη που θα έδινε αργότερα ο Θεός στους απογόνους του Αβραάμ (στους υιούς Λευί), άλλο τόσο (και ασύγκριτα ακόμα ανώτερη) η Χριστιανική Ιερωσύνη από αυτή των Ιουδαίων. Και όπως γράψαμε παραπάνω, ο Λόγος δεν ήταν Ιερέας, αλλά έγινε Ιερέας κατά την σάρκωση. Ο Χριστός είναι ο Λόγος που ενανθρώπησε αληθινά, αδιαίρετα, άτρεπτα, και χωρίς να συγχέονται οι δύο φύσεις, σε μία υποστατική ένωση. Ο Απόστολος Παύλος είναι σαφής, ότι ο Μελχισεδέκ λειτουργεί ως τύπος του Χριστού, χωρίς να είναι ο ίδιος ο Χριστός φυσικά.
«Εάν λοιπόν η τελειότης υπήρχε διά Λευϊτικής Ιερωσύνης, διότι ο λαός επ’ αυτής έλαβε τον νόμον, τις χρεία πλέον να εγερθή άλλος Ιερεύς κατά την τάξιν Μελχισεδέχ, και ουχί να λέγηται κατά την τάξιν Ααρών;» (Εβραίους, 7:11). Ο Χριστός λοιπόν, είναι «άλλος Ιερεύς» κατά την τάξη του Μελχισεδέκ. «[…] κατά την ομοιότητα του Μελχισεδέκ εγείρεται άλλος Ιερεύς» (Εβραίους, 7:15). Το ότι ο Μελχισεδέκ πρόσφερε άρτο και οίνο δεν είναι τυχαίο. Τα δώρα αυτά είναι τύπος του Μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας που θα παρέδιδε αργότερα ο Χριστός στους Αποστόλους. Ο άγιος Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης, αναφερόμενος στην θεογνωσία στην προ Χριστού εποχή, γράφει: «[…] ο Μελχισεδέκ, ο οποίος ασκούσε την ιερατική του λειτουργία με ψωμί και κρασί,προτυπώνοντας τα θεία Μυστήρια» (ΕΠΕ 1,387).
Παράθεση των επίμαχων χωρίων και σχολιασμός τους.
Γράφει ο Απόστολος Παύλος αναφερόμενος στον Μελχισεδέκ: «[…] απάτωρ, αμήτωρ, αγενεαλόγητος, μη έχων μήτε αρχήν ημερών μήτε τέλος ζωής, αλλ’ αφωμοιωμένος με τον Υιόν του Θεού, μένει ιερεύς πάντοτε [..] Και εδώ μεν θνητοί άνθρωποι λαμβάνουσι δέκατα, εκεί δε λαμβάνει ο μαρτυρούμενος ότι ζη» (Εβραίους, 7:3- 8).
1. «απάτωρ, αμήτωρ, αγενεαλόγητος»:
Εφόσον το κύριο θέμα του Αποστόλου Παύλου είναι ο Χριστός και η Ιερωσύνη Του, πρέπει να εξομοιώσει τον τύπο, που είναι ο Μελχισεδέκ, ώστε να μοιάζει τυπικά με τον Χριστό, που είναι η ουσία. Το ότι αναφέρεται ο Μελχισεδέκ ως «απάτωρ, αμήτωρ, και αγενεαλόγητος», λειτουργεί σε δύο επίπεδα. Πράγματι, η Αγία Γραφή δεν λέει τίποτα για τους γονείς του και την γενεαλογία του, ούτε καν τα ονόματα. Αυτό δεν σημαίνει ότι πραγματικά δεν είχε πατέρα, μάνα, και γενεαλογικό δέντρο. Όπως γράφει ο π. Αντώνιος Αλεβιζόπουλος στο βιβλίο του «Η Ορθοδοξία μας», στην σελίδα 331 αναφέρει: «Η Παλαιά Διαθήκη δεν μας γνωρίζει τον πατέρα ή την μητέρα του Μελχισεδέκ, ούτε τη γενεαλογία του, για να είναι ‘’εξομοιωμένος προς τον Υιόν του Θεού’’, και να μένει ‘’Ιερεύς εις το διηνεκές’’, δηλαδή για πάντα». Από αυτήν την άποψη το λέει. Αυτά τα γνωρίσματα εκπληρώνονται πραγματικά στο πρόσωπο του Χριστού. Μάλιστα, δείχνουν και τις δύο τέλειες φύσεις Του. Χωρίς πατέρα φυσικό κατά την ανθρωπότητά Του, αλλά με Πατέρα φυσικό κατά την θεότητά Του. Χωρίς μητέρα φυσική κατά την θεότητά Του, αλλά με μητέρα φυσική κατά την ανθρωπότητά Του. Χωρίς γενεαλογία κατά την θεότητά Του, αλλά με γενεαλογία κατά την ανθρωπότητά Του. Κατά αυτόν τον τρόπο στα χωρία αυτά, γίνεται η εξομοίωση. Κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο, και εκφωνώντας εορταστικό λόγο για την γέννηση του Χριστού, λέει: «Το γράμμα υποχωρεί ενώ το πνεύμα αναδεικνύεται. Αι σκιαί απομακρύνονται και έρχεται εις την θέσιν των η αλήθεια. Ο τύπος του Μελχισεδέκ εκπληρώνεται. Ο αμήτωρ γίνεται απάτωρ. Ήτο αμήτωρ προηγουμένως και τώρα γίνεται απάτωρ» (ΕΠΕ 5, 39).
2. «μη έχων μήτε αρχήν ημερών μήτε τέλος ζωής»:
Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς διακρίνει μεταξύ ουσίας και ενέργειας στον Θεό, και γράφει ότι όλα όσα υπάρχουν ουσιωδώς στον Θεό, όπως η αθανασία, η απειρία, η οντότητα, είναι και αυτά άναρχα. Για να δειχτεί όμως η διαφορά μεταξύ αυτών των ποιοτήτων και του ίδιου του Θεού, ο Θεός είναι- σε σχέση με αυτά- Υπεράναρχος. Με την μέθεξη στην Άκτιστη Θεία ενέργεια κατά την θέωση, μετέχοντας ο άνθρωπος, γίνεται άναρχος και αυτός όπως ο Μελχισεδέκ. Συνεπώς, πέρα από την εξομοίωση που είπαμε παραπάνω (και εδώ, παρουσιάζεται καθαρά η Θεία φύση του Μεσσία) , ο Παλαμάς αναφέρει ότι όπως ο Μελχισεδέκ ως φυσικό πρόσωπο, επειδή ήταν θεόπτης, μετείχε στην άκτιστη χάρη του Θεού για αυτό και αναφέρεται ως «άναρχος» (γίνεται κατά χάρη ”άναρχος”, δεν είναι άναρχος από φυσικού του), το ίδιο συμβαίνει με κάθε θεόπτη και θεούμενο. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα:
«[…] έτσι ούτε υπεράναρχος θα μπορούσε να ονομασθεί, αν δεν είναι άναρχα έργα του Θεού η αθανασία, η απειρία, η οντότης και όσα υπάρχουν ουσιωδώς στον Θεό, όπως λέγει πάλι ο θείος Μάξιμος. Πως όμως με μέθεξη της χάριτος αυτής, κατά τον ίδιο άγιο, γίνεται άναρχος ο άνθρωπος, όπως ο Μελχισεδέκ, ο οποίος, σύμφωνα με τη μαρτυρία δεν είχε ούτε αρχή ημερών ούτε τέλος ζωής, και ο καθένας που ζει, σύμφωνα με τον Παύλο, τη θεία και αιώνια ζωή του Λόγου που κατοίκησε μέσα μας, αν δεν ήταν άναρχη η χάρη;» (ΕΠΕ 2, 597).
Δεν πρέπει να μας παραξενεύει ότι στην Παλαιά Διαθήκη η χάρη του Λόγου κατοικούσε στους θεούμενους. Δηλαδή, ο Λόγος έχει ουσιαστικό ρόλο (πέρα από την δημιουργία των κτιστών), ακόμα και πριν την σάρκωσή Του. Για του λόγου το αληθές, ο άγιος Μάξιμοςαναφέρει στην διδασκαλία Του: «Πριν από τη φανερή και σαρκική παρουσία Του, υπήρχε πνευματικά ο Λόγος του Θεού στους πατριάρχες και στους προφήτες κάνοντας προτύπωση των Μυστηρίων της παρουσίας Του» (Τ. Φ 14, 519). Ορίστε λοιπόν, που και ο Μελχισεδέκ προτυπώνει το Μυστήριο της παρουσίας του Χριστού ως ιερέα και βασιλιά της πνευματικής πια Σαλήμ (Ιερουσαλήμ), που είναι η Εκκλησία.
Στην «Εισαγωγή των έργων του αγίου Μάξιμου», στον Τ. Φ 14 και στην σελίδα 30, γράφει ο Καθηγητής Π. Χρήστου: «Με μία ένταση των πνευματικών λειτουργιών του ο άνθρωποςγίνεται όχι μόνο ατελεύτητος, αλλά και άναρχος· το ‘’μήτε αρχήν ημερών, μήτε ζωής τέλος έχειν, ως άναρχος και ατελεύτητος και παντελώς άπειρος, οία φύσει ο Θεός’’, δεν είναι γνώρισμα του Μελχισεδέκ μόνο, αλλά όλων των τελείων ανθρώπων, των οποίων τύπος είναι εκείνος. Γίνεται κατά χάρη, ό,τι είναι ο Θεός κατά φύση […]».
3. «Και εδώ μεν θνητοί άνθρωποι λαμβάνουσι δέκατα, εκεί δε λαμβάνει ο μαρτυρούμενος ότι ζη»:
Δηλαδή, οι Λευίτες παίρνουν το ένα δέκατο, μιας και ήταν η μόνη φυλή από τις δώδεκα του Ισραήλ που δεν είχε λάβει κληρονομιά. Εκεί όμως, δηλαδή στο περιστατικό της ευλογίας του Αβραάμ που αναφέρει ο απ. Παύλος, λαμβάνει δέκατα ο μαρτυρούμενος ότι είναι ζωντανός. Εδώ, κάποιος ίσως ισχυριστεί ότι ο Μελχισεδέκ είναι ζωντανός όταν τα έγραφε αυτά ο Απόστολος. Ζωντανός από την εποχή του Αβραάμ μέχρι τον Παύλο. Σε αυτό, παραθέτουμε την απάντηση του ίδιου του Χριστού: «Ότι εγείρονται οι νεκροί, και ο Μωϋσής εφανέρωσεν επί της βάτου, ότε λέγει Κύριον τον Θεόν του Αβραάμ και τον Θεόν του Ισαάκ και τον Θεόν του Ιακώβ. Ο δε Θεός δεν είναι νεκρών, αλλά ζώντων· διότι πάντες ζώσι εν αυτώ» (Λουκάς, 20: 37-38).
Ο Χριστός λοιπόν, κατατάσσει τον Αβραάμ, τον Ισαάκ, και τον Ιακώβ, στους ζώντες, αν και είχαν πεθάνει βιολογικά αιώνες πριν έρθει ο Χριστός, και αιώνες πριν τον Μωυσή. Και το είπε αυτό για να δείξει ότι ο βιολογικός θάνατος δεν είναι το τέλος της ύπαρξης, αλλά ένας πρόσκαιρος αποχωρισμός της ψυχής από το σώμα. Ζουν και υπάρχουν οι ψυχές και αναμένουν την ανάσταση του σώματός τους, ώστε να γίνουν και πάλι ψυχοσωματικές οντότητες, δηλαδή άνθρωποι.
Απάντηση σε ορισμένα πιθανά ερωτήματα.
1. Ο Μελχισεδέκ είναι ο Χριστός;
Απάντηση: Κατά την Αγία Γραφή, ο Μελχισεδέκ είναι τύπος του Χριστού, και η Ιερωσύνη του είναι προτύπωση της Ιερωσύνης του Χριστού. Ο τύπος δείχνει την ουσία, χωρίς να ταυτίζεται όμως μαζί της. Παραπάνω είδαμε σαφέστατα χωρία του απ Παύλου που μιλούν “για άλλο Ιερέα κατά την τάξη του Μελχισεδέκ”.
2. Προϋπήρχε ο Μελχισεδέκ;
Απάντηση: Όπως είδαμε, ο Μελχισεδέκ ήταν ένα ιστορικό φυσικό πρόσωπο που εντάσσεται στο χώρο (βασιλιάς Σαλήμ), και στον χρόνο (αναφέρεται παράλληλα με άλλα φυσικά πρόσωπα που βασίλευσαν συγκεκριμένη εποχή). Για παράδειγμα, ο Θεόφιλος Αντιοχείας αναφέρει: «Κατά δε τον αυτόν καιρόν εγένετο βασιλεύς δίκαιος ονόματι Μελχισεδέκ εν πόλει Σαλήμ, την νυν καλουμένη Ιεροσόλυμα· ούτος Ιερεύς εγένετο πρώτος πάντων Ιερέων του Θεού του Υψίστου» (ΒΕΠΕΣ 5, 43). Αφού έχει αναφέρει προηγουμένως άλλους βασιλείς γειτονικών χωρών, αναφέρει και τον Μελχισεδέκ. Ακόμα, και κατά την απόκρυφη Ιουδαϊκή παράδοση, εμφανίζεται ως γιος του Νηρέα, αδελφού του Νώε, ενώ κατά την κανονική Ραβινική παράδοση, είναι απόγονος του Σήμ. Και στις δύο περιπτώσεις δεν προϋπάρχει. Μόνο κατά τους Γνωστικούς προϋπήρχε, καθώς ήταν για αυτούς μια δύναμις του Θεού, ένας «αιώνας».
3. Μήπως ο Απόστολος Παύλος ήξερε τις απόκρυφες διδασκαλίες των Εβραίων για τον Μελχισεδέκ, και συνεπώς υπονοεί για την προΰπαρξη του, γράφοντας: «μη έχων μήτε αρχήν ημερών μήτε τέλος ζωής»;
Απάντηση: Ακόμα και αν ο απ. Παύλος ήξερε τις απόκρυφες διδασκαλίες των Εβραίων, και πάλι είναι αδύνατον να τις είχε χρησιμοποιήσει στο απόσπασμα, καθώς ακόμα και στην απόκρυφη παράδοση των Εβραίων, ο Μελχισεδέκ γεννάται από τον Νηρέα, αδελφό του Νώε. Δεν προϋπάρχει της ανθρωπότητας. Η χρονική απόσταση από τον Αδάμ μέχρι τον Νώε είναι 1640 χρόνια περίπου, κατά την μετάφραση των Εβδομήκοντα. Τέτοια είναι περίπου και η διαφορά Αδάμ- Μελχισεδέκ, αν τοποθετήσουμε τον Μελχισεδέκ στα χρόνια του Νώε (όπως τον τοποθετεί η απόκρυφη Ιουδαϊκή παράδοση). Αν τον τοποθετήσουμε στα χρόνια του Αβραάμ, όπως τον τοποθετεί η Παλαιά Διαθήκη, τότε η διαφορά Αδάμ- Μελχισεδέκ ανεβαίνει στα 3.300 χρόνια περίπου. Δηλαδή, μετά από 3.300 χρόνια από τον Αδάμ, γεννιέται ο Μελχισεδέκ.
4. Αν δεχτούμε ότι όσα λέει ο απ. Παύλος για τον Μελχισεδέκ που ηχούν παράξενα, τα λέει επειδή ο Μελχισεδέκ είναι τύπος του Χριστού και άρα εφαρμόζονται αυτά κατά γράμμα στον Χριστό, είναι δυνατόν να πούμε κατ’ επέκταση ότι και ο Χριστός προϋπήρχε κατά την ανθρωπότητά Του πριν την Ενανθρώπιση ;
Απάντηση: Ο Λόγος σαρκώνεται εν χρόνω. Δηλαδή, ο Θεός εισέρχεται μέσα στον χρόνο σε συγκεκριμένη εποχή στην ιστορία του ανθρωπίνου γένους, βυθίζεται στην ύλη, «γίνεται ύλη» κατά τον άγιο Ι. Δαμασκηνό, για να θεραπεύσει τον άνθρωπο, αλλά και για να ανακαινίσει την κτίση ολόκληρη στα έσχατα, κατά τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή. Πριν την σάρκωση, ο Θεός Λόγος, που γεννάται αχρόνως από τον Πατέρα, είναι άσαρκος. Στην εποχή της Παλαιάς Διαθήκης είναι άσαρκος ο Λόγος του Θεού. Όμως, αυτό ισχύει για μας που είμαστε εντός του χρόνου. Για μας ισχύει το «πριν», το «σήμερα», και το «αύριο». Δεν ισχύει για τον αιώνιο Θεό. Κατά την Πατερική διδασκαλία, ο Θεός έχει σχέσεις με τον κόσμο και το κτιστό γενικά μόνο κατά Ενέργεια και όχι κατά την Ουσία Του. Επομένως, η ουσία του Θεού δεν έχει καμία σχέση με αυτό το μέγεθος που λέμε «χρόνο», συνεπώς δεν υπάρχει χρόνος για τον Θεό. Τα πάντα είναι ένα αιώνιο «σήμερα». Από εκεί, πηγάζει και η έννοια του «λειτουργικού χρόνου» που έχουμε στην λατρεία της Εκκλησίας. Δεν θα επεκταθούμε σε αυτό όμως. Για να γίνει πιο κατανοητό, θα αναφέρουμε δύο παραδείγματα από την Αγία Γραφή, για να κατανοήσουμε ότι μπορεί μεν πριν την σάρκωση ο Λόγος να είναι άσαρκος, αλλά αυτό δεν εμποδίζει σε τίποτα τον Τριαδικό Θεό να έχει μέσα στην προαιώνια βουλή Του, την σάρκωση του δευτέρου προσώπου της Τριάδας. Για παράδειγμα, η Αγία Γραφή αναφέρει ότι ο Χριστός είναι ο αμνός που σφαγιάστηκε από την δημιουργία του κόσμου. «[…] του Αρνίου του εσφαγμένου από καταβολής κόσμου» (Αποκάλυψη, 13:8). Πως μπορεί να είναι εσφαγμένος πριν την ενανθρώπιση Του; Αυτό κατανοείται μόνο αν λάβουμε υπόψη μας όσα γράψαμε παραπάνω.
Επίσης, ο άνθρωπος είναι δημιούργημα κατά την εικόνα του Θεού. Παραθέτουμε ένα απόσπασμα από σχετική ομιλία του π. Α. Μυτιληναίου που αλιεύσαμε. «Τότε λοιπόν, τι είναι το κατ’ εικόνα; Και που αναφέρεται; Εις τους Πατέρες της Εκκλησίας μας και με βάση πάντοτε την Αγία Γραφή, άλλοτε αναφέρεται η εικόνα στην ψυχή· ότι είναι η λογική, ότι είναι η ελευθερία. Άλλοτε αναφέρεται εις το σώμα, και άλλοτε αναφέρεται και στα δυο, δηλαδή σε ολόκληρο τον άνθρωπο. Ότι η εικόνα είναι στον άνθρωπο. Αν όμως θέλετε να προσέξουμε λιγάκι το κείμενο, θα μας το πει. Ακούστε το. Και εποίησεν ο Θεός τον άνθρωπον, κατ’ εικόνα Θεού εποίησεν αυτόν. Έκανε ο Θεός τον άνθρωπο σύμφωνα με την δική Του εικόνα. Λοιπόν, τον άνθρωπο έκανε σύμφωνα με την δική Του εικόνα. Δεν λέει την ψυχή του ανθρώπου. Δεν λέγει το σώμα του ανθρώπου, αλλά λέγει τον άνθρωπο. Ώστε λοιπόν, η εικόνα του Θεού είναι σε ολόκληρο τον άνθρωπο […] ο Θεός δεν έκανε τον άνθρωπο κατά την δική Του εικόνα απλώς, αλλά κατά την εικόνα την θεανθρωπίνη Του. Εδώ είναι! Προσέξτε! Ποιος μας έφτιαξε; Μας έφτιαξε ο Θεός Λόγος. Χωρίς Αυτού, λέγει ο ευαγγελιστής Ιωάννης, ουδέ εν γέγονεν ο γέγονε. Τίποτα δεν έγινε από ότι έγινε στον κόσμον αυτόν – πολύ παραπάνω εγώ ο άνθρωπος. Ποιος με έφτιαξε; Ο Θεός Λόγος. Όταν με έφτιαξε, τι μοντέλο είχε; Τον Εαυτό Του. Τον Εαυτό Του είχε μοντέλο, εκείνο που θα έπαιρνε κάποτε, ανεξάρτητα αν ο άνθρωπος αμάρτανε ή δεν αμάρτανε. Και ποιο είναι το μοντέλο αυτό; Είναι αυτό που έκανε τον Αδάμ. Δεν έχει καμία σχέση ότι ο Αδάμ προηγήθη ιστορικά του Ιησού Χριστού. Αυτό το μοντέλο που είχε στο νου Του- ας μου επιτραπεί να το πω έτσι- ο Θεός Λόγος, το πήρε αργότερα, ώστε δεν έγινε ο Ιησούς Χριστός κατά την εικόνα του Αδάμ, άνθρωπος, αλλά έγινε ο Αδάμ κατά την εικόνα του Ιησού Χριστού». (Ομιλία π. Α. Μυτιληναίου, 13/02/1983).
* Αντί για «νου» που προσδίδει εγκέφαλο στον ασώματο Θεό, ταπεινά προτείνουμε την λέξη «βουλή». Ο π. Α. Μυτιληναίος το λέει ανθρωπομορφικώς και από συγκατάβαση στο ακροατήριό του.
Πηγές:
Αγία Γραφή σε μετάφραση Ν. Βάμβα
Παλαμάς Γρηγόριος, ΕΠΕ 8, «Κεφάλαια 150»
Παλαμάς Γρηγόριος, ΕΠΕ 2, «Γ’ Λόγος υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων»
Μ. Αθανάσιος, ΕΠΕ 2, «Β’ Λόγος κατά Αρειανών»
Παπαδόπουλος Στυλιανός, Πατρολογία Α’ και Β’ τόμοι
Παναγιώτης Χρήστου, Πατρολογία Β’ τόμος
Ιππόλυτος Ρώμης, ΒΕΠΕΣ τόμος 5, «Κατά Πασών Αιρέσεων»
Θεόφιλος Αντιοχείας, ΒΕΠΕΣ τόμος 5, «Προς Αυτόλυκο, Δεύτερο βιβλίο»
Μάξιμος Ομολογητής, Τόμος Φιλοκαλίας 14, «Περί θεολογίας, Εκατοντάδα Α’ και Β’»
Ισίδωρος Πηλουσιώτης, ΕΠΕ 1, «Επιστολή στον Παλλάδιο»
Γρηγόριος Θεολόγος, ΕΠΕ 5, «Λόγος εις τα Θεοφάνεια, δηλαδή εις την γέννηση του Σωτήρος
Wikipedia, λήμμα: «Melchizedec»