Ὀρθά ἔχει γραφεῖ ὅτι, στό Ἅγιον
Ὄρος µαθαίνει κανείς πώς τά πάντα συλλειτουργοῦν δοξάζοντας τόν Τριαδικό Θεό
καί τήν Κυρία Θεοτόκο. Ἐκεῖ, ἡ ποικιλία τῶν µορφῶν τῆς µοναχικῆς ζωῆς, ἡ
πλούσια βλάστηση, ἡ ἑτερότητα τοῦ κάθε µοναχοῦ, τό µέγεθος τῆς ἱστορικής
κληρονοµιάς πού φυλλάγεται, ὅλα κατορθώνουν καί συνυπάρχουν ἁρµονικά. Ἡ ἑτερότητα
καί διαφορά δέν συνιστοῦν διαίρεση, φθορά καί ἀποτυχία τῆς ζωῆς ὡς κοινωνίας.
Αὐτό θά μποροῦσε νά χαρακτηριστεῖ ὡς μιά μικρή Εἰσαγωγή στά ὅσα
θά κατατεθοῦν στή συνέχεια, σχετικά μέ τόν πνευματικό πλοῦτο τῆς Ἀθωνικῆς
κοινωνίας, τῆς Ἀθωνικῆς Πολιτείας, τοῦ Ἁγιορειτικοῦ Μοναχισμοῦ, πού ἐπαγγέλεται
διαχρονικῶς τήν «ὄντως ζωήν».
Τό Ἅγιον Ὄρος ἔχει ἀποκλιθεῖ ὡς τό «Περιβόλι τῆς Παναγίας», ὅπως
γνωρίζουν ὅλοι οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί, καί εἰδικά ὅσοι τό ἐπισκέπτονται κατά
καιρούς. Διαθέτει ἕνα μεγάλο πλοῦτο, ὄχι μόνο στό ἐπίπεδο τῆς φυσικῆς καλλονῆς,
ἀλλά κυρίως στό ἐπίπεδο τῆς ἐν Χριστῷ ἁγιοπνευματικῆς βιοτῆς. Τό ἔκπαγλο φυσικό
κάλλος συνδυαζόμενο μέ τήν πνευματική ὡραιότητα τοῦ ἰδιομόρφου αὐτοῦ τμήματος τῆς
ἑλληνικῆς γῆς, συνθέτουν ἕνα μοναδικό μεγαλεῖο, τό ὁποῖο προσεγγίζεται καλύτερα
διά τῆς σιωπῆς, ἡ ὁποῖα εἶναι ὄντως ἡ γλώσσα τοῦ μέλλοντος αἰῶνος.
Στήν Ἀθωνική Πολιτεία
βιώνεται ἡ ἁγιοπνευματική ζωή, μᾶλλον ἀναζητεῖται τό «περισσόν τῆς ζωῆς» (Ἰω. 10, 10), δηλαδή ἡ θέωση. Ἐκεῖ καλλιεργεῖται
συστηματικῶς ἡ ἀρετή καί ἐπιτυγχάνεται ἡ θεία ἕνωση διά τῆς «ἀλήστου μνήμης τοῦ Θεοῦ», ἀφοῦ ἀνακαινίζεται
τό «κατ᾿ εἰκόνα» καί πραγματοποιεῖται
(ὅσο εἶναι ἀνθρωπίνως δυνατόν) τό «καθ᾿ ὁμοίωσιν»
Θεοῦ. Μέσα ἀπό τήν καθημερινή ἄσκηση, τήν τήρηση τῶν θείων ἐντολῶν – μέ πρώτη
τήν ὑπακοή - σέ συνδυασμό μέ τήν ἀδιάλειπτη
μετοχή στή θεία Λατρεία, οἱ Ἁγιορεῖτες μοναχοί ἀπαρνοῦνται ὅσο γίνεται τόν «παλαιόν
ἄνθρωπον» καί «ἐνδύονται τόν νέον», τόν κατά Θεόν. Ἡ Χάρη τῆς Ὑπεραγίας
Θεοτόκου, Μητρός τοῦ Θεοῦ καί Ἐφόρου
τοῦ Ὄρους εἶναι ἔκδηλη στόν εὐλογημένο αὐτό τόπο, ὅπως μαρτυρεῖται πάνω ἀπό μία
χιλιετία τώρα, μέ τίς ἀμέτρητες διηγήσεις καί καταθέσεις Μοναχῶν γιά θαυμαστά
γεγονότα, στό ἐπίπεδο τοῦ ὁρατοῦ, καί τοῦ ἀοράτου, ὅπως λ.χ. ἐμφανίσεις τῆς
Κυρίας τοῦ Ὄρους, ἰάσεις ἀσθενῶν, ἐμπνεύσεις, ἐπιβραβεύσεις καί ἐνίοτε ἐπιπλήξεις
σέ τυχόν ἐπιλήσμονες τῶν καθηκόντων τους, κυρίως ὅμως ἐσωτερικές περιπτύξεις,
παραμυθίες καί δροσισμό καρδίας, πνευματικές ἐλλάμψεις καί φωτισμούς, πού
προσφέρει στούς ἀγωνιστάς ἡ Μητέρα τοῦ Φωτός. Ἡ Παναγία θεᾶται, εἴτε ὀφθαλμοφανῶς,
ὅπως τήν εἶδε ὁ Ὅσιος Ἀθανάσιος ὁ Κτίτωρ τῆς Μ. Λαύρας, εἴτε ἔσωθεν, πνευματικῶς,
προκειμένου νά ἐνισχύσει δαψιλῶς καί μητρικῶς τούς ἀγωνιστάς Μοναχούς, τούς οὐρανοδρόμους
καί οὐρανοπολῖτας, οἱ ὁποῖοι «ἠγήσαντο τά
πάντα ὡς σκύμβαλα ἵνα Χριστόν κερδίσωσι, τό ἄκρον τῶν ἐφετῶν» (Φιλιππ. 3,
8).
Ἡ Ἀθωνική
πολιτεία, ὡς τρόπος ζωῆς, ἀποτελεῖ τά «Ἅγια τῶν Ἁγίων» τῆς μυστικῆς, Ὀρθοδόξου
Θεολογίας. Καί εἶναι γνωστό, ὅτι ἡ Χαρισματική Θεολογία τῆς Ἐκκλησίας δέν εἶναι στοχασμοί περί Θεοῦ καί
διανοητικές ἐνασχολήσεις, ἀλλά ἐμπειρία τῆς ἁγιοπνευματικῆς δωρεᾶς πού
προχέεται χαρισματικῶς μέσα στήν Ἐκκλησία, ὅταν ζητηθεῖ ἀπό τά τέκνα της μέσῳ
καθαρᾶς προσευχῆς. Θεολόγος πραγματικός εἶναι αὐτός πού προσεύχεται ἀληθινά, ὅπως
ἔχει διατυπωθεῖ στήν πατερική μας Γραμματεία: «Εἰ θεολόγος εἶ, προσεύξῃ ἀληθῶς, καί εἴ ἀληθῶς προσεύξῃ, θεολόγος εἶ»
(Εὐαγρίου Ποντικοῦ, Λόγος Περί Προσευχῆς Ξ΄, MPG. 79, 1180 B).
Ἡ προσευχή τοῦ Ἁγίου Ὄρους συνιστᾶ καί
ἀποδεικνύει τήν πραγματική Θεολογία τῆς Ἐκκλησίας, πέραν τῆς Ἀκαδημαϊκῆς, πού
καί αὐτή ὑπάρχει στό Ἅγιον Ὄρος, καί λίαν
καλῶς. Ὅλο τό Ἅγιον Ὄρος «φλέγεται» καθημερινά ἀπό τίς συνεχεῖς καί
ἀκατάπαυστες προσευχές καί ἱκεσίες τῶν Μοναχῶν, αὐτές τίς προσευχές πού γίνονται κατά τίς
Εὐχαριστιακές Συνάξεις ἐντός τῶν Ναῶν, ἀλλά καί τίς ἰδιωτικές, «κατά μόνας» πραγματοποιούμενες
προσευχές, ὅπου οἱ πατέρες ἀναφέρονται «ἐνώπιος
ἐνωπίῳ» στόν Ζῶντα Θεό, μέ ταπεινό φρόνημα, μέ «συντετριμμένη καρδιά», μέ
καθαρή διάνοια μέ πόνο ψυχῆς καί ἀνύστακτη ἀγωνία γιά τήν σωτηρία ὅλου τοῦ
κόσμου καί τήν δική τους. Εἰδικά στήν «Ἔρημο
τοῦ Ἁγίου Ὄρους», ὅπως λέγεται ἡ περιοχή μετά τήν Σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννης μέχρι
τά ὅρια τῆς ἱερᾶς Μονῆς Μ. Λαύρας, ἐκεῖ καλλιεργεῖται περισσότερο ἡ Νοερά
προσευχή, ὡς ἀκοίμητη καί ἀσίγαστη ἔκφραση ἀληθοῦς Λατρείας τοῦ Θεοῦ. Καί εἶναι
γνωστό ὅτι ἡ ἐπίκληση τοῦ Ὀνόματος τοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ Χριστοῦ φέρνει ἐντός
τῆς καρδίας τήν ἄκτιστη Ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ καί δίνει στόν ἄνθρωπο τήν μοναδική
ἱκανότητα νά ἀποκτήσει ἐμπειρία τῆς θείας ζωῆς, μέθεξη τοῦ ἀκτίστου, γεύση τῶν
ἐπικήρων καί ἀφθάρτων ἀγαθῶν τῆς ἐπουρανίου ζωῆς ἀπό τόν κόσμο αὐτόν. Γιά τό
λόγο αὐτόν, ἡ προσευχή ὡς «ἀπόθεσις
νοημάτων» (βλ. Εὐαγρίου Ποντικοῦ, Λόγος
Περί Προσευχῆς, Ο΄, MPG. 79, 1181 CD) εἶναι τό πρώτιστο πνευματικό μέλημα τῶν Ἁγιορειτῶν Πατέρων. Καί
τά ἀποτελέσματά της θεαματικά, ἀφοῦ, «ἰσάγγελος γίνεται μοναχός διά τῆς ἀληθοῦς
προσευχῆς» (Εὐαγρ. Περί Προσευχῆς,
79, MPG. 1192 D). Οἱ Μοναχοί
προσεύχονται τή νύχτα, ὅταν οἱ ἐν τῷ κόσμῳ κοιμοῦνται. «Νυκτός μετά καρδίας
μου ἠδολέσχουν καί ἔσκαλλε τό πνεῦμα μου», γράφει ὁ προφητάναξ Δυΐδ (Ψαλμ. 76,7). Γενικῶς, ἡ
νυκτερινή προσευχή ὠφελεῖ πολύ τόν πιστό. Τή νύχτα, εὐκολώτερα κινεῖται ἡ
καρδιά καί «σκαλίζει» τό πνεῦμα. Ἡ νύχτα, ὅπως ὀρθά ἔχει εἰπωθεῖ, φανερώνει
κόσμους πού κρύβει τό φῶς. Γι᾿ αὐτό καί οἱ Μοναχοί κατά τή διάρκεια τῆς νύκτας,
μέ ἀδολεσχία καί θεία δίψα μελετοῦν τίς λεπτομέρειες τοῦ ἐσωτερικοῦ κόσμου καί
ἀφήνουν τό πνεῦμα τους νά «σκαλίζει», νά ἐρευνᾶ τούς κόσμους τοῦ πνευματικοῦ
στερεώματος. Τό «χρυσοῦν» στόμα τῆς Ἐκκλησίας θά πεῖ σχετικά: «Ἐννόησον ἡλίκον ἐστίν ἐν νυκτί βαθείᾳ, τῶν ἀνθρώπων καθευδόντων ἁπάντων
καί θηρίων καί κτηνῶν, βαθυτάτης ἡσυχίας
οὔσης, μόνον σέ ἐγερθέντα παρρησίᾳ διαλλέγεσθαι τῷ κοινῷ πάντων Δεσπότῃ. Γλυκύς
ὁ ὔπνος; Ἀλλ᾿ οὐδέν γλυκύτερον τῆς προσευχῆς. Ἄν κατ᾿ ἰδίαν αὐτῷ διαλεχθῇς,
πολλά ἀνύσαι δυνήσῃ, μηδενός ἐνοχλοῦντος σε, μηδέ ἐκκρούοντός σε τῆς δεήσεως· ἔχεις καί τόν καιρόν σύμμαχον
πρός τό ἐπιτυχεῖν ὧν θέλεις» (Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, Ἐγκώμιον εἰς τούς Ἁγίους Πάντας, ΕΠΕ, 36, 618-620).
Ἡ λεγομένη «μονολόγιστη εὐχή»,
δηλαδή τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ ἐλέησόν με», πού προφέρεται ἀκατάπαυστα ἀπό τούς
εὐλογημένους Ἀσκητές, τά «πτηνά» τοῦ Ἄθωνος,
συνιστᾶ τόν μεγαλύτερο πνευματικό πλοῦτο
τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἕναν πλοῦτο ἀστείρευτο καί ἀνεξάντλητο. Αὐτός ὁ πλοῦτος
τῆς προσευχῆς διαχέεται καί στόν κόσμο, διότι ἡ προσευχή τῶν Μοναχῶν σώζει τον
κόσμο, ἐπισπᾶ ταχύτερα τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ.
Στό
Ἅγιον Ὄρος, κυρίως στίς Μονές, τελεῖται ἡ θεία Λειτουργία σέ καθημερινή βάση,
διότι στή συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας (πολύ περισσότερο καί τῶν Μοναχῶν), ἡ θεία
Λειτουργία συνιστᾶ μιά «συνοδοιπορία» ἐγκοσμίων τῶν ἐπουρανίων, μιά ἕνωση τῶν κάτω καί τῶν ἄνω,
μιά κοινωνία ἀνθρώπων καί Ἀγγέλων, κεκοιμημένων καί ζώντων. Δέν ὑπάρχει
μεγαλύτερο, ὑψηλότερο καί ἱερότερο ἔργο στόν κόσμο ἀπό τήν θεία Εὐχαριστία πού
τελεῖται στούς Ὀρθοδόξους Ναούς!
Αὐτή συνιστᾶ τό κέντρο τῆς θείας Λατρείας, πού ἀποτελεῖ τήν πρώτη καί κύρια
προτεραιότητα τῶν Ὀρθοδόξων Μοναχῶν, οἱ ὁποῖοι ζοῦν τήν ἀγγελομίμητη πολιτεία,
διά τῆς ἀεννάου δοξολογίας τοῦ Θεοῦ. Στό Ἅγιον Ὄρος, ἡ θεία Λειτουργία τελεῖται
καθημερινά, ὅπως ἐλέχθη, σέ Μονές καί Σκῆτες, ὅπου ὑπάρχουν βεβαίως ἱερεῖς - ἱερομόναχοι.
Οἱ μοναχοί περισσότερο ἀπό ὅλους γνωρίζουν ὅτι ὅλες οἱ προσευχές καί οἱ ἀκολουθίες
τοῦ ἡμερησίου καί ἑβδομαδιαίου κύκλου εἶναι μιά προπαρασκευή γιά τόν ἑορτασμό τῆς
Ἡμέρας τοῦ Κυρίου, τῆς Κυριακῆς, γιά τή συμμετοχή στό Δεῖπνο Του. Γνωρίζουν ἐπίσης
ὅτι ἡ θεία λειτουργία καλεῖται ἀπό τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο «Σύνοδος οὐρανοῦ καί γῆς», ἤ «Εὐχαριστία»,
διότι, κατά τόν αὐτόν Πατέρα καί Οἰκουμενικό Διδάσκαλο, αὐτή ἀποτελεῖ ἀνάμνηση
πολλῶν εὐεργεσιῶν καί δείχνει τό ἀποκορύφωμα τῆς προνοίας τοῦ Θεοῦ γιά μᾶς καί
γενικά μᾶς προετοιμάζει ἀπό κάθε ἄποψη νά εὐχαριστοῦμε τόν Θεό. «Εὐχαριστία καλεῖται ὅτι πολλῶν ἐστιν εὐεργετημάτων
ἀνάμνησις, καί τό κεφάλαιον τῆς τοῦ Θεοῦ προνοίας ἐνδείκνυται καί διά πάντων
παρασκευάζει εὐχαριστεῖν». (Εἰς Ματθαῖον Ὁμιλία ΚΕ, 3, MPG. 57, 331). Αὐτή,
λοιπόν, ἡ Εὐχαριστία εἶναι ἡ μεγάλη τρυφή καί διασκέδαση τῶν Ἁγιορειτῶν Μοναχῶν.
Μέσα σ᾿ αὐτήν, διά τῆς θείας Μεταλήψεως, ἔχουν τήν εὐκαιρία, «κατατρυφῶντες τά θεῖα Μυστήρια» νά ἑνωθοῦν μέ τόν Θυσιαζόμενο Δεσπότη, τόν «προσφέροντα καί προσφερόμενον καί
προσδεχόμενον καί διαδιδόμενον», ἀλλά καί μέ τούς ἀδελφούς, τούς συγκροτοῦντας
τό Εὐχαριστιακόν σῶμα, καί ἔτσι νά προγευθοῦν τήν ἐσχατολογική πραγματικότητα τῆς
Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Δέν ὑφίσταται νῆψη καί ἄσκηση, ἀγῶνας καί πάλη πνευματική ἐντός
τῶν μοναστικῶν πλαισίων χωρίς θεία Εὐχαριστία, χωρίς θεία Κοινωνία! Ὅλα ἀπό ἐκεῖ
ἀρχίζουν καί ἐκεῖ καταλήγουν.
Σέ καθημερινό ἐπίπεδο, στόν εὐλογημένο καί
περίπυστο Ἄθωνα, διά τῆς ἐμπόνου καί ἐυτόνου ἀσκήσεως γίνεται συνεχῆς
καλλιέργεια τῶν ἀρετῶν, ἐκκοπή τῶν ψεκτῶν (=κατηγορημένων) παθῶν (ἤ μᾶλλον «μεταστοιχείωσις» αὐτῶν), σταδιακή ἀνάβαση
πρός τά ἄνω, διαρκῆς «λήθη τῶν κάτω», ἀπόρριψη τῶν κακῶν λογισμῶν. Εἶναι μιά συνεχῆς
πορεία ἐν μέσῳ ὠδίνων καί ὀδυνῶν, ἀπό τήν κάθαρση, στό φωτισμό καί τήν
χαρισματική θέωση, τήν «ἐν πᾶσι αἰσθήσει»
γεύση τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖ οἰ ἐργασίες, οἱ τέχνες καί τά διάφορα ἐργόχειρα γιά τή
συντήρηση τῶν Μονῶν καί τῶν Μοναχῶν θεωροῦνται «πάρεργα», ἀφοῦ τό κυρίως ἔργο εἶναι
ἡ πνευματική ἀνάβαση στό Θαβώρ τῆς θεωρίας. Στό Ἅγιον Ὄρος βιώνεται ὁ
πραγματικός χριστιανισμός, ὁ ὁποῖος, κατά τήν πατερική ἐμπειρία εἶναι «ζωή, μετοχή καί γνώση ἀκόρεστη. Ὅποιος
γεύεται τή γλυκύτητά του, ἡ ἐπιθυμία τῆς μετοχῆς γίνεται ἀκατάσχετη». (Βλ.
Μ. Καράμπελια, Ἐμπειρική βίωση τῆς θείας
γνώσης, ἐκδ. Σταμούλη, σελ. 395). Οἱ Μοναχοί ὀνομάζονται «μονότροποι», ὅπως
ἔγραφε ὁ Γέρων Θεόκλητος Διονυσιάτης, σχολιάζοντας Κείμενα τοῦ Ἁγίου Διαδόχου
Φωτικῆς. «Μονότροποι λέγονται οἱ μοναχοί,
πρός διάκρισιν ἀπό τούς πολυτρόπους καί πολυμερίστους λαϊκούς». (Διαδ.
Φωτικῆς, Τά Ἑκατόν γνωστικά
Κεφάλαια, Κείμενο, Μετάφραση, Σχόλια Θεοκλ. Μοναχοῦ, Διονυσιάτου, σελ.
118). Οἱ Μοναχοί στήν ἐπίγειο παροικία τους, «νήφωντες ἐν πᾶσι» (Β΄Τμ. 4, 5) ἕνα στόχο ἔχουν, τήν ἀπό τά ἐνταῦθα
πραγματοποιούμενη θεία ἕνωση, τήν χαρισματική κοινωνία τους μέ τόν ὑπερούσιο «Ἥλιο
τῆς δικαιοσύνης» διά τῶν μεθεκτῶν ἀκτίνων Του, τόν ἀκόρεστο κορεσμό τῆς «ὑπερκάλλου ἀγλαΐας» (Ἁγ. Γρηγορίου τοῦ
Παλαμᾶ). Γι᾿ αὐτό ἀναζητοῦν ἀποκλειστικῶς καί μόνο τήν εὐκαιρία γιά τήν μέθεξη
στή θεία ζωή, τήν μετοχή στά οὐράνια, τήν περιχώρηση στά ἄφθαρτα. Γι᾿ αὐτό ἀγωνίζονται
ἀδιαλείπτως καί καθημερινῶς, μέσα στήν ἡσυχία, ἀφοῦ ὁ φυσικός χῶρος τους τό
προσφέρει μέ ἄνεση, βιώνοντας ὅμως παράλληλα
τήν ἐσωτερική ἡσυχία, πού κατά τούς Πατέρες εἶναι «ἐπιστήμη τῶν λογισμῶν». Οἱ Ἁγιορεῖτες
Μοναχοί, ζῶντες «ἐν τῇ στρατείᾳ τῆς ἀγγελοειδοῦς
ζωῆς ἐν τῷ ὕψει τῆς οὐρανομιμήτου πολιτείας» (Βλ. Ἀκολουθία τοῦ Μ.
Σχήματος), ἀγωνίζονται νυχθημερόν, γιά νά κατασβέσουν μέ τήν προσευχή τήν ὑπαρξιακή
δίψα τοῦ θείου ἔρωτος τόν ὁποῖον ζοῦν καθημερινά. Καί μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ
εἰσέλθουν στό «θεῖο, ὑπέρφωτο γνόφο»,
γιά τόν ὁποῖον κάνουν λόγο τά Ἀρεοπαγιτικά συγγράμματα (Περί Μυστικῆς Θεολογίας
5, MPG. 3, 1045 D), «δι᾿ ἀβλεψίας καί ἀγνωσίας ἰδεῖν καί γνῶναι
καταξιοῦνται τόν ὑπέρ θέαν»… Εἶναι χαρακτηριστό ἕνα Τροπάριο τῆς Λιτῆς ἀπό
τήν Ἀκολουθία τῶν Ἁγιορειτῶν Πατέρων, τό ὀποῖο συνέταξε ὁ Ὅσιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης
καί τό ὁποῖο ἐκφράζει αὐτήν τήν πραγματικότητα. Ἐκεῖ, μεταξύ ἄλλων γράφει: «Πατέρες Πανόσιοι…εἰς τόν ὑπέρφωτον γνόφον καί τήν λεπτήν αὔραν τῆς ἐν τῷ Πνεύματι θεωρίας εἰσήλθετε, τό παχύ
νέφος διασχίσαντες τῆς ὕλης˙ καί δι᾿ ἀγνωσίας
καί ἀβλεψίας, ἰδεῖν καί γνῶναι, τόν ἀθεώρητον καί ἄγνωστον, ὡς δυνατόν ἀνθρώπῳ
κατηξιώθητε».
Πράγματι, ὅπως εὔστοχα ἔχει
λεχθεῖ, οἱ Μοναχοί εἶναι οἱ πλέον ἔξυπνοι ἄνθρωποι τοῦ κόσμου, ἀφοῦ κατορθώνουν
νά δίνουν στή ζωή τους αἰώνιες διαστάσεις καί νά ζοῦν - μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ πάντα – τήν Βασιλεία τοῦ
Θεοῦ στά ὅρια τῆς παρούσας ζωῆς.
Ὁ Ἁγιορείτικος Μοναχισμός κατεξοχήν ζεῖ τόν Ὀρθόδοξο Ἡσυχασμό. Τί
σημαίνει ὅμως «Ἡσυχασμός» καί τί εἶναι θεολογικά ἡ ἡσυχία, σύμφωνα μέ τήν
πατερική Παράδοση καί ἐμπειρία; Ὅπως ἐξηγεῖ ὁ καθηγητής τῆς Δογματικῆς τοῦ
ΑΠΘ Δ. Τσελεγγίδης, ἡ «ἡσυχία» ὡς ἀσκητικός ὅρος ἔχει κατεξοχήν ὑπαρξιακό καί
βιωματικό περιεχόμενο. Σημαίνει τήν εἰρήνη τοῦ ἔσω ἀνθρώπου, πού ἐγκαθίσταται
σ᾿ αὐτόν, ὅταν ὁ ἄνθρωπος δεῖ, βδελιχθεῖ
καί ἀφαιρέσει τό «εἰδεχθές προσωπεῖον»
(τήν ἀπαίσια μάσκα) του, πού συστάθηκε ἀπό τήν περιπλάνηση τοῦ νοῦ, ὅπως γράφει
ὁ μεγάλος θεωρητικός διδάσκαλος τῆς
ἡσυχίας, Ἁγιορείτης Πατήρ, ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς. (Βλ.
Εἰς τόν βίον τοῦ Ὁσίου Πέτρου τοῦ ἐν Ἄθω, ΕΠΕ, 8, 298). Ἡ
ἡσυχία συνδέεται ἄρρηκτα μέ τή νήψη τοῦ νοῦ, τήν πνευματική ἐγρήγορση,
καί τήν βιωματική ἐμπειρία ὅλων ἐκείνων τῶν καταστάσεων, πού πραγματώνονται στή νήψη κατά πνευματικό καί ἀνέκφραστο τρόπο. Κατά
συνέπεια, ἔργο τοῦ ἠσυχαστῆ εἶναι «ἡ φυλακή τῆς καρδίας» μέ τήν ἀγαπητική
τήρηση τῶν ἐντολῶν, τήν πνευματική καθαρότητα καί τήν μυστηριακή ζωή. Μέ τήν
τήρηση τῶν ἐντολῶν ἀποβάλλει ὁ ἡσυχαστής τόν νόμο τῆς ἁμαρτίας καί εἰσάγει στόν
ἑαυτό του τήν ἐποπτεία τοῦ νοῦ. Οἱ αἰσθήσεις του ἐλέγχονται μέ τήν ἐγκράτεια,
ἐνῶ τό παθητικό τῆς ψυχῆς κυριαρχεῖται ἀπό τήν ἀγάπη καί τό λογιστικό ἀπό τήν
νήψη, θά πεῖ καί πάλι ὁ θεωρητικός διδάσκαλος τῆς ἡσυχίας, ἅγιος Γρηγόριος ὁ
Παλαμᾶς. (Ὑπέρ τῶν ἱερῶς
ἡσυχαζόντων, Λόγος 1, 2, 2.)
Ὁ ἡσυχαστικός βίος παρέχει τήν λειτουργική δυνατότητα στήν θεία Χάρη νά «ἐπισκευάσει» τόν ἔσω ἄνθρωπο καί νά τόν διαμορφώσει πρός τό πρωτότυπο, παρέχοντάς του «ἀνθισμένο» τό ἀρχαῖο καί ἀπερίγραπτο κάλλος του. Ὅπως κατανοοῦμε, πρόκειται για την ὑψίστη ἐμπειρία τῆς ἁγιοπνευματικῆς ζωῆς τήν ὁποία καλεῖται ὁ χριστιανός νά ζήσει, καί τήν ζεῖ κατεξοχήν ὁ Μοναχός, μέσα στό περιρρέον κλίμα, τό ἡσυχαστικό.
Ὁ ἡσυχαστικός βίος παρέχει τήν λειτουργική δυνατότητα στήν θεία Χάρη νά «ἐπισκευάσει» τόν ἔσω ἄνθρωπο καί νά τόν διαμορφώσει πρός τό πρωτότυπο, παρέχοντάς του «ἀνθισμένο» τό ἀρχαῖο καί ἀπερίγραπτο κάλλος του. Ὅπως κατανοοῦμε, πρόκειται για την ὑψίστη ἐμπειρία τῆς ἁγιοπνευματικῆς ζωῆς τήν ὁποία καλεῖται ὁ χριστιανός νά ζήσει, καί τήν ζεῖ κατεξοχήν ὁ Μοναχός, μέσα στό περιρρέον κλίμα, τό ἡσυχαστικό.
Ὅλα τά ἀνωτέρω, βιούμενα στόν
ἱερό τόπο τοῦ Ἄθωνος, δικαιολογοῦν τήν ἐπωνυμία του ὡς «Κιβωτοῦ τῆς Ὀρθοδοξίας».
Αὐτός εἶναι ὁ πνευματικός πλοῦτος τοῦ Ἁγίου Ὄρους, γιά τόν ὁποῖο χαίρεται ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Δικαίως, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὁ Ἁγιορείτης Πατήρ
καί μεγάλος Θεολόγος τοῦ 14ου αἰ.
χαρακτηρίζει τό Ἅγιον Ὄρος «ἐπώνυμον
τῆς ἁγιωσύνης, μεθόριον μεταξύ κόσμου καί ὑπερκοσμίων καί ἐστία ἀρετῆς».
(ΕΠΕ, 2, 350). Δικαίως ὁ μεγάλος Ἅγιος
τοῦ 20ου αἰῶνος, Νεκτάριος ὁ ἐν Αἰγίνῃ ἐπεσκέπτετο συχνά τό Ἅγιον Ὄρος
χάριν ὠφελείας, παρακινώντας πρός τοῦτο καί πνευματικά του τέκνα, ὅπως βλέπουμε στήν ἀλληλογραφία του μέ τόν Γέροντα Δανιήλ
τόν Κατουνακιώτη (+1929) καί σέ ἄλλα κείμενά του. Δικαίως καί πολλοί
πνευματικοί πατέρες παρακινοῦν τούς πιστούς νά ἐπιδιώκουν τήν πνευματική τους ἄνωση,
προερχομένη ἐκ τῶν προσκυνημάτων στό Ἅγιον Ὄρος, ὅπου ἔχουν την εὐκαιρία νά
συνομιλήσουν μέ τούς «παθόντας καί εἴτα
μαθόντας τά θεῖα» ἐκλεκτούς καί σεβασμίους Πατέρες καί νά λάβουν
πνευματικές συμβουλές, ὄντως «ὑποθῆκες ζωῆς». Δικαίως τόσοι κατ᾿ ἔτος εὐλαβεῖς
προσκυνητές ἐκ τοῦ κόσμου προστρέχουν στό εὐλογημένο «Περιβόλι τῆς Παναγίας»,
γιά νά αἰσθανθοῦν, ἔστω ἀμυδρῶς, «Δρόσον Ἀερμων», νά ἐνστερνιστοῦν κάτι ἀπό τήν ὑψηλή πνευματικότητα τοῦ Ἄθωνος καί νά μεταφέρουν ἔπειτα στούς οἰκεῖους
τους «ἅ ἤκουσαν καί εἶδον», ἀφοῦ ἔγιναν
μάρτυρες μιᾶς «ἄλλης ζωῆς», μιᾶς «ἄλλης λογικῆς», μιᾶς ἄλλου εἶδους γνώσεως (τῆς
Θεογνωσίας), ἄγνωστης στούς ἀνθρώπους τῆς σημερινῆς, ὑλιστικῆς κοινωνίας…