Πολλές φορές πραγματοποιούνται συζητήσεις θρησκευτικού
περιεχομένου, όπου διάφοροι συζητητές επικαλούνται τη συμμετοχή τους στην
Εκκλησία ως μέλη του Σώματος του Χριστού και επομένως ως τέτοιοι έχουν κάθε
δικαίωμα να εκφέρουν τις απόψεις τους σε όλα τα αναφυόμενα εκκλησιαστικά
θέματα. Αλλά και σε διάφορα έντυπα, ακόμη και εκκλησιαστικά, αναφέρονται οι
απόψεις αυτές, το ίδιο δε ακούγεται από τον άμβωνα από αρκετούς ιεροκήρυκες
κληρικούς και λαϊκούς. Για παράδειγμα κυκλοφορούν άρθρα, όπου μεταξύ των άλλων
αναφέρονται: «Διότι Εκκλησία είμεθα όλοι εμείς, ο Ιερός Κλήρος και ο πιστός
λαός και βεβαίως και οι Μητροπολίται....». Εκείνο λοιπόν που παρατηρείται είναι
ο ορισμός που δίδεται στον όρο Εκκλησία, για τον οποίο θεωρείται ότι δεν απηχεί
τον ακριβή ορισμό, όπως η αγιογραφική και αγιοπατερική παράδοση παραθέτει και ο
οποίος ορισμός πράγματι κυκλοφορεί στο ευρύ κοινό του εκκλησιάσματος. Ως εκ
τούτου θα θέλαμε να υπενθυμίσουμε κάποια πράγματα σχετικά με τον όρο «Εκκλησία»
και να διευκρινίσουμε, το πώς ο Απ. Παύλος, αλλά και οι εξηγητές Πατέρες
οριοθετούν τον όρο αυτό.
Πρωτίστως πρέπει να ξεκαθαρισθούν οι έννοιες Εκκλησία
και Σώμα Χριστού, καθώς και το ποια είναι τα μέλη αυτού του Σώματος, ποια δεν
είναι, ποια είναι στην περιφέρεια, ποιοι είναι οι πιστοί, ποιοι οι άπιστοι,
ποιοι έχουν δικαίωμα λόγου ή διερμηνείας των ευαγγελικών ρημάτων, ποιοι μπορούν
να ορθοτομούν τον λόγο της αληθείας και να διδάσκουν το ευαγγέλιο της
δικαιοσύνης και ποιοι φθάνουν στον φωτισμό και τον δοξασμό, δηλ. στη θέα του
ίδιου του Θεού.
Όπως θα καταδειχθεί στην ανάλυση που θα ακολουθήσει, μέλη του Σώματος του
Χριστού είναι οι βαπτισμένοι «εν ύδατι και Πνεύματι», οι έχοντες
τουλάχιστον το χάρισμα της νοεράς προσευχής και έχοντες συνεχή μνήμη Θεού,
απολαμβάνοντες δε της απάθειας των αγίων και ευρισκόμενοι ήδη στην βασιλεία του
Θεού, όπως σαφώς το καθορίζει ο ίδιος ο Χριστός: «αμήν,
αμήν λέγω σοι, εάν μη τις γεννηθή εξ ύδατος και Πνεύματος, ου δύναται εισελθείν
εις την βασιλείαν του Θεού» (Ιω. 3.5).
Ως εκ τούτου κάθε κληρικός ή λαϊκός, η οποιοδήποτε εκκλησιαστικό σώμα ή Σύνοδος
της οποίας τα μέλη δεν έχουν τις ανωτέρω ελάχιστες προϋποθέσεις, δεν είναι μέλη
του Σώματος του Χριστού, μπορούν δε να ονομάζονται με άλλες ονομασίες, όπως επί
παραδείγματι πολύ προσεκτικά χρησιμοποιεί ο σεβαστός καθηγητής π. Γ.
Μεταλληνός, χαρακτηρίζοντας τους ανωτέρω, ότι αποτελούν «μέλη του
εκκλησιαστικού σώματος» ή ως «ο εκκλησιαστικός χώρος (κλήρος και λαός)» σε
καμία δε περίπτωση ως «Εκκλησία» ή ως «Σώμα Χριστού».
Ως εκ
τούτου θα πρέπει να ξεκαθαρισθούν οι έννοιες Εκκλησία και Σώμα Χριστού, καθώς
και το ποια είναι τα μέλη αυτού του Σώματος, ποια δεν είναι, ποια είναι στην
περιφέρεια, ποιοι είναι οι πιστοί, ποιοι οι άπιστοι, ποιοι έχουν δικαίωμα λόγου
ή διερμηνείας των ευαγγελικών ρημάτων, ποιοι μπορούν να ορθοτομούν τον λόγον
της αληθείας και να διδάσκουν το ευαγγέλιο της δικαιοσύνης και ποιοι φθάνουν
στον φωτισμό και τον δοξασμό, δηλ. στη θέα του ίδιου του Θεού.
Τη
σύνδεση της Εκκλησίας ως Σώματος του Χριστού πιστοποιεί ο Παύλος στις επιστολές
του. Χαρακτηριστικά γράφοντας στους Κορινθίους, που αποτελούν την Εκκλησία της
Κορίνθου λέγει: «Υμείς δε εστε σώμα Χριστού και μέλη εκ μέρους» (Κορ. Α΄ 12.27).
Θα πρέπει να σημειωθεί, ότι οι επιστολές του Παύλου απευθύνονται στους ήδη
μυημένους στα μυστήρια της Εκκλησίας και σε πάρα πολλά σημεία τους
επαναλαμβάνεται η σύνδεση των πιστών, ως μελών ενός και του αυτού σώματος, του
Σώματος του Χριστού, του οποίου κεφαλή είναι ο ίδιος ο Χριστός.
Από τα
Ευαγγέλια, τα τρία πρώτα, Ματθαίου, Mάρκου
και Λουκά απευθύνονται σε κατηχούμενους προ του βαπτίσματος. Μόνο το κατά
Ιωάννη απευθύνεται σε ήδη βαπτισμένους εν ύδατι και μάλιστα σε εκείνους που
έχουν ήδη το άγιον Πνεύμα εντός αυτών.
Με το
να γίνει κανείς μέλος του σώματος του Χριστού, γίνεται ναός του Θεού και
ταυτοχρόνως μένει εν τω Θεώ, σαν να είναι στο ναό Του. Σύμφωνα με τις Πράξεις
των Αποστόλων, ο Χριστός είπε στους μαθητές Του, ότι μετά από λίγο θα
βαπτιζόντουσαν εν αγίω Πνεύματι (Πράξεις 1.5). Αυτή Του την υπόσχεση εκπλήρωσε
κατά την Πεντηκοστή, όπου "...επλήσθησαν
άπαντες Πνεύματος Αγίου και ήρξαντο λαλείν ετέραις γλώσσαις καθώς το Πνεύμα
εδίδου αυτοίς αποφθέγγεσθαι» (Πράξεις 2. 3-4). Εδώ το «λαλείν εταίραις γλώσσαις» (γλωσσολαλείν) δεν συγχέεται με το «αποφθέγγεσθαι» (προφητεύειν). Πρώτα
λαμβάνει κάποιος το χάρισμα της γλωσσολαλιάς στην καρδιά του και μετά το
χάρισμα της προφητείας στη διάνοιά του.
Το
χάρισμα της γλωσσολαλιάς είναι το βάπτισμα εν αγίω Πνεύματι, το οποίο μπορεί να
οδηγήσει στην κατανόηση των Προφητών και του λόγου του Θεού με σκοπό την
προφητεία, δηλ. τη διερμηνεία του λόγου του Θεού. Επομένως υπάρχουν δυο είδη
βαπτισμάτων: α/ το βάπτισμα εν ύδατι και β/ το βάπτισμα εν Πνεύματι αγίω. Η
σειρά βαπτισμάτων δεν έχει καμία σημασία. Σήμερα προηγείται κατά κύριο λόγο το
βάπτισμα εν ύδατι και ακολουθεί (αν αυτό είναι δυνατό) το βάπτισμα εν Πνεύματι
αγίω. Μπορεί να γίνει όμως και αντίστροφα.
Ο
Παύλος πρώτα βαπτίσθηκε εν Πνεύματι αγίω (δοξάσθηκε) και μετά βαπτίσθηκε εν
ύδατι. Είπε ο Ανανίας: «Σαούλ αδελφέ, ο
Κύριος απέσταλκέ με Ιησούς ό οφθείς σοι εν τη οδώ ή ήρχου, όπως αναβλέψης και
πλησθής Πνεύματος Αγίου, και ευθέως απέπεσον από των οφθαλμών αυτού ωσεί
λεπίδες, ανέβλεψέ τε, και αναστάς εβαπτίσθη, και λαβών τροφήν ενίσχυσεν»
(Πράξεις 9. 17-19). Βεβαίως έλαβε το χάρισμα της γλωσσολαλιάς και της διερμηνείας
(προφητείας). Το ίδιο έγινε με τον εκατόνταρχο Κορνήλιο και την ακολουθία του.
Πρώτα βαπτίσθηκαν εν αγίω Πνεύματι, οπότε έλαβαν την δωρεά της γλωσσολαλιάς και
κατόπιν βαπτίσθηκαν εν ύδατι, ο δε Πέτρος εξήγησε στους αμφισβητούντες, οι
οποίοι δυσανασχέτησαν για το βάπτισμα των εθνικών, ότι αφού έλαβαν το Πνεύμα το
άγιον, τίποτα δεν κωλύει αυτούς να βαπτισθούν, διότι ένα τέτοιο κώλυμα θα ήτανε
αντίθετο με το θέλημα του Θεού, ο οποίος τους παρέσχε την δωρεά του αγίου
Πνεύματος (Πράξεις 10. 44-47).
Το μυστήριο
του Χρίσματος, δηλ. της σφραγίδας της δωρεάς του αγίου Πνεύματος είναι η απαρχή
της δυνατότητας να γίνει ο πιστός μέλος του σώματος του Χριστού και ναός του
Θεού. Η ελάχιστη προϋπόθεση για να γίνει κανείς μέλος του σώματος του Χριστού
είναι το βάπτισμα εν Πνεύματι αγίω, οπότε λαμβάνεται το χάρισμα της
γλωσσολαλιάς. Όλα τα υπόλοιπα χαρίσματα (διερμηνείας, προφητείας, διδασκαλίας
κλπ.) έπονται του χαρίσματος της γλωσσολαλιάς.
Το
ποιοι είναι μέλη του σώματος του Χριστού καθορίζεται σαφώς από τον Παύλο: «Και
ους μεν έθετο ο Θεός εν τη εκκλησία πρώτον αποστόλους, δεύτερον προφήτας,
τρίτον διδασκάλους, έπειτα δυνάμεις, είτα χαρίσματα ιαμάτων, αντιλήψεις,
κυβερνήσεις, γένη γλωσσών» (Κορ. Α΄ 12.28). Δηλαδή ελάχιστη προϋπόθεση για
να είναι κανείς μέλος του σώματος του Χριστού είναι να έχει το χάρισμα της
γλωσσολαλιάς (δηλ. τη νοερά προσευχή), έπειτα δέχεται τα υψηλότερα χαρίσματα:
διαχείριση, παροχή βοήθειας, θεραπεία, θαυματουργία, διδασκαλία, προφητεία,
αποστολικότητα.
Όλοι οι
υπόλοιποι δεν είναι μέλη του σώματος του Χριστού. Αυτοί είναι αφ’ ενός οι
ιδιώτες (Κορ. Α΄ 14.16), δηλ. ο πιστός λαός του Θεού, οι πιστοί (οι βαπτισμένοι
εν ύδατι), αφ’ ετέρου δε οι άπιστοι (οι μη βαπτισμένοι) και οι κατηχούμενοι. Το
όνομα «Χριστιανός» δίδεται σ’ όσους προσέρχονται προς κατήχηση, στους πιστούς,
καθώς βέβαια και στα μέλη του σώματος του Χριστού (αγίους).
Έτσι οι
άγιοι, μέλη του σώματος του Χριστού είναι βαπτισμένοι εν ύδατι και βαπτισμένοι
εν αγίω Πνεύματι και επομένως είναι τα εν ενεργεία μέλη του σώματος του Χριστού.
Ορισμένοι από αυτούς, οι οποίοι έχουν το χάρισμα της διδασκαλίας ή της
διερμηνείας (προφητείας) πρέπει να εισακούονται με προσοχή από τους υπόλοιπους.
Οι πιστοί, οι βαπτισμένοι εν ύδατι και όχι εν αγίω Πνεύματι (τα εν δυνάμει μέλη
του σώματος του Χριστού) είναι αυτοί που μετέχουν της μυστηριακής ζωής της
Εκκλησίας (όπως οι Απόστολοι προ της Πεντηκοστής) και κατέχουν ένα ειδικό τόπο
στην εκκλησία και λέγουν το «αμήν»
στις κατάλληλες στιγμές κατά τη διάρκεια των προσευχών (Κορ. Α΄ 14.16). Οι
άπιστοι (κατηχούμενοι) μετέχουν στη θ. λατρεία μέχρι και τα αναγνώσματα και
πριν από τη λειτουργία των πιστών, οπότε οφείλουν να αποχωρήσουν από την θ.
λατρεία. Άπιστοι θεωρούνται οι εξ εθνών προερχόμενοι, ενώ οι Ιουδαίοι
εθεωρούντο ακόμη ως πιστοί, εφ’ όσον δεν απέρριπταν πλέον εντελώς τον
ενανθρωπήσαντα Κύριον της Δόξης.
Στους
βαπτισμένους εν ύδατι δύναται να δοθεί το χάρισμα της γλωσσολαλιάς, μετά από
κατάλληλη προετοιμασία από πνευματικό πατέρα. Ο Παύλος λέγει χαρακτηριστικά,
ότι οι Κορίνθιοι ενώ έχουν πολλούς διδασκάλους εν Χριστώ, όχι όμως πολλούς
(πνευματικούς) πατέρες (Κορ. Α΄ 4.15).
Όλα τα
υψηλότερα χαρίσματα των βαπτισμένων εν αγίω Πνεύματι περιλαμβάνουν τα
χαμηλότερα, με χαμηλότερο αυτό της γλωσσολαλιάς. Ο Παύλος όμως λέγει, ότι
προτιμάει να λέγει πέντε λόγια (διδασκαλίες), κατανοητά για να καθοδηγήσει και
άλλους στην πίστη, παρά μύρια λόγια (γλωσσολαλιές, νοερές προσευχές), που
κανείς δεν θα τα καταλάβει (Κορ. Α΄ 14. 18-19). Επομένως ο βαπτισμένος εν αγίω
Πνεύματι και επομένως έχων το χάρισμα της γλωσσολαλιάς (προσευχής με την
καρδιά), δεν θα πρέπει να το κρατάει για τον εαυτό του, αλλά θα πρέπει να
διδάσκει τους άλλους (προσευχή με τη διάνοια), ώστε να οικοδομεί και τους
υπόλοιπους. Λέγει χαρακτηριστικά ο Παύλος: «Διόπερ
ο λαλών γλώσση προσευχέσθω ίνα διερμηνεύη. εάν γαρ προσεύχωμαι γλώσση, το
πνεύμα μου προσεύχεται, ο δε νους μου άκαρπος εστί. τι ουν εστι; προσεύξομαι τω
πνεύματι, προσεύξομαι δε και τω νοϊ. ψαλώ τω πνεύματι, ψαλώ δε και
τω νοϊ. επεί εάν ευλογήσεις τω πνεύματι, ο αναπληρών τον τόπον του ιδιώτου πως
ερεί το αμήν επί τη ση ευχαριστία, επειδή τι λέγεις ουκ οίδε; συ μεν καλώς
ευχαριστείς, αλλ’ ο έτερος ουκ οικοδομείται»(Κορ. Α΄ 14. 13-17). Δηλαδή:
Για τούτο, αυτός που έχει το χάρισμα της γλωσσολαλιάς, ας προσεύχεται για να
μπορεί να διερμηνεύει. Διότι εάν προσεύχομαι με την καρδιά μου, ο νους μου
προσεύχεται, αλλά η διάνοιά μου μένει άκαρπη. Τι πρέπει να γίνει λοιπόν; Θα
προσεύχομαι με το νου μου, αλλά θα προσεύχομαι και με τη διάνοιά μου, θα ψάλλω
με το νου μου αλλά θα ψάλλω και με τη διάνοιά μου. Διότι εάν με το νου
δοξολογείς το Θεό, τότε πως εκείνος που είναι πιστός θα πει το αμήν για την
ευχαριστία σου, αφού δεν ξέρει τι λες; εσύ καλώς ευχαριστείς, αλλά ο άλλος δεν
οικοδομείται.
Αλλά
ποια είναι η σημασία του «γέννη γλωσσών», του φωτισμού, του δοξασμού και της
αγιότητας; Μήπως η γλωσσολαλιά είναι η ομιλία ξένης γλώσσας, όπως διατείνονται
οι Πεντηκοστιανοί ή μήπως πράγματι υπήρξε, αλλά άπαξ και μόνον από τους
Αποστόλους; Θα γίνει προσπάθεια να παρουσιασθούν, όσο γίνεται απλούστερα όλα
αυτά σ’ εμάς τους ιδιώτες, δηλ. τους αποκαλούμενους πιστούς, οι οποίοι
νομίζουμε ότι ήμαστε μέλη της Εκκλησίας, δηλ. του σώματος του Χριστού επειδή
απλώς βαπτιστήκαμε, ενώ αυτή μας η ενέργεια μας δίνει τη δυνατότητα να γίνουμε
μέλη Αυτού, εφόσον βαπτισθούμε και εν αγίω Πνεύματι και φθάσουμε στη θέα του
ακτίστου φωτός, δηλ. στην αγιότητα. Οι αποκαλούμενοι πιστοί αποτελούν το
εκκλησίασμα, δηλ. τη σύναξη των πιστών, όπου κάποιος ή κάποιοι χαρισματούχοι θα
διερμηνεύουν τον λόγον της αληθείας και θα διδάσκουν το ευαγγέλιον της
δικαιοσύνης. Αυτή είναι η εκκλησία με την αρχική έννοια του όρου, ως σύναξη των
πιστών και όχι η Εκκλησία ως Σώμα Χριστού, που είναι η σύναξη των αγίων της.
Πως
όμως θα πραγματοποιηθεί αυτό; Οι μόνοι αρμόδιοι να μας οδηγήσουν σ’ αυτό το
δρόμο είναι οι πνευματικοί μας πατέρες και οι άγιοι της Εκκλησίας μας, οι
οποίοι μας μεταδίδουν το βίωμά τους και την εμπειρία που είχαν φθάνοντας στη
θέωση, δηλ. στη θέα του Θεού.
Έχει
οριοθετηθεί, ότι ο νους είναι το κέντρο της καρδιάς και αποτελεί τον οφθαλμό
της ψυχής. Ο άνθρωπος, ως εικόνα Θεού, έχει νου απαθή (χωρίς πάθη), όταν
βρίσκεται στην φυσική του κατάσταση. Αυτή είναι η κατά φύση κατάσταση του νου,
όπου βρίσκει τον εαυτό του ως αίτιο των πονηρών λογισμών, γνωρίζει τις αιτίες
των παθών και εξομολογείται στον Θεό τις αμαρτίες του.
Όταν ο
νους βρίσκεται σε παρά φύση κατάσταση, τότε λησμονεί την δικαιοσύνη του Θεού
και μάχεται με τους ανθρώπους, θεωρώντας ότι αυτοί τον αδικούν.
Όταν ο
νους βρίσκεται σε υπέρ φύση κατάσταση, τότε βρίσκει τους καρπούς του Αγ.
Πνεύματος και βρίσκεται σε κοινωνία με τον Θεό. Τότε θεωρείται ότι ενώνεται με
τον Θεό, έχει ζωή και καθίσταται σοφός και αγαθός. Ο Απ. Παύλος διερωτάται: «τις γαρ έγνω νουν Κυρίου, ος συμβιβάσει
αυτόν; ημείς δε νουν Χριστού έχομεν» (Α΄ Κορ. 2.16). Η ένωση του νου του
ανθρώπου με τον νου του Χριστού λέγεται φωτισμός και έλλαμψη ή θέωση. Τον
φωτισμό αυτό τον γεννάει η αγάπη προς τον Θεό, γι’ αυτό δεν υπάρχει τίποτε
μεγαλύτερο από την αγάπη προς τον Θεό. Η απομάκρυνση του νου από τον Θεό καλείται
νέκρωση του νου.
Το σώμα
για να ζήσει έχει ανάγκη της τροφής, η ψυχή για να ζήσει έχει ανάγκη της αρετής
και ο νους για να ζήσει έχει ανάγκη της προσευχής. Μόνον ο υγιής νους
πληροφορείται από τον Θεό. Ο Απ. Παύλος σαφώς το καθορίζει: «έκαστος εν τω ιδίω νοί πληροφορείσθω»
(Ρωμ. 14.5).
Η
θεραπεία του νου έχει σαν συνέπεια την θεραπεία της καρδιάς και της ψυχής και
επομένως την θεραπεία της όλης ύπαρξης του ανθρώπου.
Θεραπεία
του νου σημαίνει προφύλαξη του νου από την αμαρτία, την εγρήγορση του νου που
λέγεται νήψη. Νήψη σημαίνει άσκηση, εγκράτεια ψυχής και σώματος από πονηρούς
λογισμούς και βρώματα και ησυχία της ψυχής. Η τήρηση των θείων εντολών είναι
προϋπόθεση για την ανάσταση του νου. Απαιτείται αγάπη προς τον Θεό, συνεχής
μνήμη Θεού, μνήμη μαρτύρων και αγίων, υπέρβαση θανάτου, αυτομεμψία, ησυχία,
μελέτη, προσευχή αδιάλειπτη και εγκράτεια, οπότε ο νους, αφού περάσει από το
στάδιο της κάθαρσης, τελικά φωτίζεται από το Πνεύμα το Άγιον, οπότε ο πιστός
γίνεται ενεργό μέλος του σώματος του Χριστού, δηλ. της Εκκλησίας.
Η
έναρξη της θεραπείας ξεκινάει με την κάθαρση της καρδιάς, στην περίπτωσή μας
του κέντρου της, που είναι ο νους, το ξεβρώμισμά της με το άδειασμα του οχετού
των αμαρτημάτων στον πνευματικό πατέρα. Το ξεκίνημα λοιπόν της κάθαρσης του νου
γίνεται με την μετάνοια, την αλλαγή δηλ. του νου. Η μετάνοια ολοκληρώνεται με
την συναίσθηση της βρωμερής κατάστασης της ψυχής και η συναίσθηση αυτή οδηγεί
στο πένθος της ψυχής για την κατάντια της. Η εξαγόρευση των παθών της ψυχής
στον πνευματικό πατέρα-θεραπευτή ανοίγει τα μάτια της ψυχής στα μεγαλεία του
Θεού.
Τελικά,
ο νους με την αδιάλειπτη προσευχή στροβιλίζεται κυκλικά, συνεχώς
επιταχυνόμενος. Αυτή η ενέργεια του στροβιλισμού έρχεται σε επαφή με την θεία
ενέργεια και τότε ο νους φωτίζεται και στον άγιο (το μέλος του σώματος του
Χριστού) παραμένει συνεχώς φωτισμένος. Ορισμένες φορές αυτή η ενέργεια του
στροβιλισμού του νου φθάνει σε τόσο υψηλά επίπεδα επιτάχυνσης, ώστε υπάρχει
έκρηξη ενέργειας και σύζευξη προς την θεία ενέργεια, οπότε ο άγιος φθάνει στην
θεωρία, δηλ. στην θέα της θ. μακαριότητας και εκεί πλέον διαπιστώνει, ότι δεν
υπάρχει ομοιότητα μεταξύ κτιστού και ακτίστου. Η κατάσταση αυτή της θεωρίας,
δηλ. της θέας της θ. μακαριότητας δεν διαρκεί πολύ. Διαρκεί μόνον τόσο, όσο
χρειάζεται για την πρόσληψη της αλήθειας, για την απόκτηση της οποίας ο άγιος
βρίσκεται βυθισμένος στην νοερή προσευχή και στην απόλυτη αναισθησία και
απάθεια. Μετά την έκρηξη αυτή της έλλαμψης, ο άγιος επανέρχεται στην κατάσταση
του συνεχούς φωτισμού.
Ο
θεραπευθείς βρίσκεται στην κατάσταση της απάθειας. Σ’ αυτήν κάθε θλίψη προκαλεί
χαρά και κάθε χαρά γίνεται δεκτή με εγκράτεια. Ο νους, καθαρμένος από την
αμαρτία, βλέπει τα πάντα με το καθαρό μάτι της ψυχής και διακρίνει όλες τις
μεθοδείες του πονηρού, είτε βρίσκεται σε εγρήγορση, είτε υπνώτει. Τότε κατανοεί
πλήρως και τις Γραφές: «Τότε διήνοιξεν
αυτών τον νουν του συνιέναι τας γραφάς» (Λουκ. 24.45).
Η γνώση
αυτή του Θεού καθιστά τον άγιο, θεολόγο. Την θεολογία δεν την προσφέρει η γνώση
και η παιδεία, αλλά η ενέργεια του Αγ. Πνεύματος, που ενυπάρχει σε μια καθαρή
καρδιά. Ο καθαρμένος άνθρωπος γίνεται ολόκληρος σώμα και ψυχή θεολόγος. Η
αληθινή γνώση του Θεού γίνεται με την κάθαρση και τον φωτισμό του νου και όχι
με διαλογισμούς και συλλογισμούς ή ψυχαναλύσεις. Όπως για να ιδεί κανείς γύρω
του καθαρά, χρειάζεται την ύπαρξη του φυσικού φωτός, έτσι και για να ιδεί
κανείς το ίδιον φως του νου του, πρέπει να λάμψει το θείο Φως στο νου του,
άλλως υπάρχει σκότος σ’ αυτόν: «Σκόπει
ουν, μη το φως το εν σοι σκότος εστίν» (Λουκ. 11.35).
Αποτέλεσμα
της θεραπείας του νου είναι και η ελευθερία, όταν γνωρίσει την αλήθεια του
Θεού: «... και γνώσεσθαι την αλήθειαν,
και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς» (Ιω. 8.32).
Η
θεραπεία του νου έχει σαν συνέπεια, εκτός από την θεραπεία της ψυχής και την
θεραπεία του σώματος. Θεραπεία του σώματος δεν σημαίνει απαλλαγή του από τις
ασθένειες, αλλά απαλλαγή του από τα σωματικά πάθη που προκαλούν τις σωματικές
ασθένειες.
Οι
Πατριάρχες και οι Προφήτες της Π. Διαθήκης, οι Απόστολοι και οι Προφήτες της Κ.
Διαθήκης και οι διάδοχοί τους γνωρίζουν, ότι η θρησκεία είναι νόσος και ο
γενικός αρχίατρος της νόσου αυτής είναι ο Κύριος της Δόξης και της Μεγάλης
Βουλής Άγγελος. Αυτός θεράπευσε και προ της ενσάρκωσής του και μετά από αυτήν.
Ποια
είναι όμως η νόσος; Στον εγκέφαλο υπάρχει το κέντρο της λογικής, στην καρδιά το
κέντρο του νου. Η ενέργεια του νου εντός της καρδιάς στροβιλίζεται κυκλικά μέσα
στην καρδιά με την προσευχή (καρδιακή προσευχή). Όταν αυτός ο στροβιλισμός
ξεφύγει προς το κέντρο του εγκεφάλου (την λογική), τότε δημιουργείται
βραχυκύκλωμα μεταξύ καρδιάς και εγκεφάλου, οπότε τα νοήματα του εγκεφάλου, που
προέρχονται από τον περιβάλλοντα χώρο και κόσμο, γίνονται νοήματα της καρδιάς
και τότε εκδηλώνεται η ασθένεια της επίδρασης του περιβάλλοντος κόσμου στην
καρδιά και ο ασθενής προσβάλλεται από την ασθένεια του περιβάλλοντος κόσμου,
γίνεται δηλαδή δούλος του κόσμου και των παθών του.
Θρησκεία
είναι η ταύτιση ακτίστου (Θεού) με το κτιστό δηλ. η ταύτιση παραστάσεων του
ακτίστου με νοήματα της ανθρώπινης σκέψης, που είναι το θεμέλιο της λατρείας
των ειδώλων, η ταύτιση δε των περί Θεού νοημάτων και ρημάτων της Αγ. Γραφής με
το άκτιστο ανήκει και αυτή στον κόσμο της ειδωλολατρίας και είναι το θεμέλιο
όλων των αιρέσεων. Το να συγχέει λοιπόν κάποιος τις περί Θεού σκέψεις με τον
Θεό, είναι από Ορθόδοξη άποψη ειδωλολατρία, αλλά και από επιστημονική άποψη
αγραμματωσύνη.
Πίστη
είναι η συνεργασία του πιστού με το Πνεύμα το Άγιον, που εγκαινιάζει την
θεραπεία της ιδιοτελούς αγάπης στην καρδιά και την μεταβάλει σε ανιδιοτελή
αγάπη, η οποία «ου ζητεί τα εαυτής».
Η θεραπεία πραγματοποιείται λοιπόν σε τρία στάδια:
α/ της κάθαρσης της καρδιάς με την συντριβή της κατά
την εξομολόγηση και την σταδιακή απομάκρυνσή της από κάθε ηδονή και οδύνη,
β/ του φωτισμού του νου, του κέντρου αυτού της
καρδιάς, που επιτυγχάνεται με την συνεχή και αδιάκοπη μνήμη του Θεού, η
θεραπεία δε κορυφώνεται με το στάδιο
γ/ της θέωσης (δοξασμού) και της απάθειας (μη επιρροής
από πάθη) που συνοδεύει τους αγίους. Στο 3ο αυτό στάδιο ο παθών
διαπιστώνει:
1/ ότι δεν υπάρχει ομοιότητα κτιστού και ακτίστου και
2/ τον «Θεόν φράσαι αδύνατον, νοήσαι δε αδυνατώτερον»
(Άγ. Γρηγόριος Θεολόγος).
Εκκλησία
είναι το σώμα του Χριστού, κεφαλή δε είναι ο ίδιος ο Χριστός: «... ως και ο Χριστός κεφαλή της Εκκλησίας»
(Εφ. 5.23). Μέλη του σώματος είναι οι πιστοί: «Υμείς δε εστε σώμα Χριστού και μέλη εκ μέρους» (Α΄ Κορ. 12.27).
Σκοπός του Χριστιανού είναι ή θέωσή του, η οποία προϋποθέτει την κάθαρση της
καρδιάς (για τους ψυχικά άρρωστους), τον φωτισμό του νου (για τους
θεραπευόμενους) και την απάθεια (για τους θεραπευμένους). Η θεραπεία του
πάσχοντος μέλους ξεκινάει από την κάθαρση, η δε Εκκλησία είναι το νοσοκομείο
στο οποίον γίνεται η κάθαρση αυτή. Γενικός Αρχίατρος στο νοσοκομείο αυτό είναι
ο Χριστός: «Και περιήγεν όλην την
Γαλιλαίαν ο Ιησούς διδάσκων ... και θεραπεύων πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν εν
τω λαώ» (Ματθ. 4.23), ιατροί-θεραπευτές δε είναι οι επίσκοποι και οι
ιερείς-πνευματικοί. Το στάδιο της θέωσης είναι το στάδιο της απάθειας (της μη
προσβολής από τα πάθη), στο οποίον φθάνουν μόνον οι άγιοι. Κατά την διάρκεια
αυτή του δοξασμού, τα περί Θεού νοήματα και ρήματα καταργούνται: «... ότι ηρπάγη εις τον παράδεισον και ήκουσεν
άρρητα ρήματα...» (Β΄ Κορ. 12.4). Η κατάσταση αυτή δεν διαρκεί πολύ και
μετά την θέωση και την επιστροφή στην κατάσταση του φωτισμού επιστρέφουν γνώση,
προφητεία, πίστη, ελπίδα και επανενώνονται με την αγάπη, η οποία «ουδέποτε εκπίπτει» (Α΄ Κορ. 13.8). Ο
θεούμενος ούτε τρώγει, ούτε πίνει, ούτε κοιμάται, ούτε κουράζεται, δεν
επηρεάζεται από ζέστη ή κρύο και εάν κοιμηθεί (αποθάνει) ευρισκόμενος στην
κατάσταση αυτή, τότε το λείψανό του διατηρείται αιωνίως άφθαρτο. Όταν ο άγιος
κοιμηθεί ευρισκόμενος στην κατάσταση του φωτισμού, τότε το λείψανό του (τα οστά
του) ευωδιάζει.
Όπως
ειπώθηκε, στον θεούμενο υπάρχει στροβιλισμός της νοεράς προσευχής στην καρδιά
του και όσο ο στροβιλισμός αυξάνει, φθάνει σε ιλιγγιώδεις ταχύτητες, ρουφώντας
τον νου σαν σε μαύρη τρύπα. Φαίνεται ότι έχουν δίκαιο εκείνοι, που πιστεύουν,
ότι οι μαύρες τρύπες βρίσκονται όχι μόνον στα κέντρα των Γαλαξιών, δίνοντας σ’
αυτούς την κυκλική τους κίνηση, αλλά και σε μικροσκοπικά μεγέθη παντού στο
σύμπαν και ανάμεσά μας και μέσα μας.
Αυτοί
οι αυτόπτες μάρτυρες της δόξας του Θεού είναι οι μόνες αυθεντίες μέσα στην
Ορθόδοξη Εκκλησία. Αυτοί διατυπώνουν τους όρους της Πίστης, που οδηγούν στην
θεραπεία του «έσω ανθρώπου» και χρησιμεύουν ως σήματα κινδύνου να αποφεύγουν οι
πιστοί τους κομπογιαννίτες, που βουλιάζοντας στο τέλμα της ηθικολογίας, υπόσχονται
πολλά και δεν έχουν τίποτε να προσφέρουν στην προετοιμασία για την εμπειρία της
δόξας του Θεού, που όλοι θα ιδούν, είτε σαν παράδεισο, είτε σαν κόλαση.
Σημειώνεται πάντως εδώ, ότι άγιοι θεωρούνται όχι οι αναμάρτητοι ή οι
αλάνθαστοι, αλλά οι πλέον θεραπευμένοι.
Η
Θεολογία δεν είναι φιλοσοφικό σύστημα, αλλά θεραπευτική επιστήμη, εφαρμόζει δε
μια συγκεκριμένη θεραπευτική αγωγή. Ο εφαρμοστής αυτής της αγωγής (θεολόγος)
πρέπει να είναι ειδικός στις μεθοδείες του διαβόλου και πρέπει να έχει γνώση
περί Θεού, η οποία γίνεται μόνο με την θεωρία (θέα) του Θεού, θεολογεί δε, όχι
διανοητικώς, αλλά αλιευτικώς δηλ. με την ενέργεια του Αγ. Πνεύματος, καθότι: «Νους φανταζόμενος είναι ανίκανος δια την
θεολογίαν». Επίσης: εκείνος που έχει πάθη είναι αδύνατον «θεολογίας άπτεσθαι» (Αγ. Ιω. Σιναϊτης),
η δε προσευχή έχει άμεση σχέση με την θεολογία: «Ει θεολόγος ει, προσεύξη αληθώς. Και ει αληθώς προσεύχη θεολόγος ει»
(Άγ. Νείλος).
Η
θεραπευτική αγωγή προϋποθέτει τα εξής: ύπαρξη ορθής πίστης, αίσθηση της
ασθένειας και αυτογνωσία, θεραπευτή ιερέα-πνευματικό, ορθόδοξη μέθοδο
θεραπείας, άσκηση, αγάπη και εγκράτεια και τήρηση των εντολών. Ο δρόμος προς τη
θ. μακαριότητα περνάει μέσα από τα 9 ορόσημα-μακαρισμούς: ταπεινοφροσύνη,
πένθος, πραότητα, ενάρετη ζωή, ελεημοσύνη, κάθαρση καρδιάς, ειρήνευση, ομολογία
της πίστης και καταδίωξη λόγω αυτής της ομολογίας.
Τα
θεραπευτικά μέσα είναι: Η προσευχή και η νηστεία, η νήψη (δηλ. η κάθαρση της
καρδιάς), η αγρυπνία και η εγρήγορση και η θ. ευχαριστία.
Στα
ανωτέρω οριοθετήθηκε, ποιος είναι μέλος του σώματος του Χριστού και πως μπορεί
αυτό να επιτευχθεί. Στα επόμενα θα οριοθετηθεί πιο είναι το χαμηλότερο χάρισμα
που απαιτείται για την κατάταξη ενός καθαρμένου πιστού σε μέλος του σώματος του
Χριστού (άγιος), οπότε έχει λάβει το βάπτισμα του αγίου Πνεύματος και
αποκαλείται φωτισμένος (βλέποντας τον Χριστό «δι’ εσόπτρου εν αινίγματι», δηλ. θαμπά σε καθρέπτη) ή δοξασμένος
(βλέποντας Αυτόν «πρόσωπον προς πρόσωπον»).
Το
χαμηλότερο χάρισμα, όπως αυτά κατατάσσονται και οριοθετούνται από τον Παύλο
είναι «τα γένη γλωσσών», η
γλωσσολαλιά. Τι σημαίνει όμως γλωσσολαλιά και πως αυτή θα πρέπει να
χρησιμοποιηθεί από τον φωτισμένο για την οικοδομή των πιστών;
Με το «γένη γλωσσών» ο απόστολος Παύλος
προφανώς εννοεί προσευχή, απαγγελία ψαλμών και ψαλμωδία πνευματικών ύμνων και
ωδών: «..... αλλά πληρούσθαι εν Πνεύματι,
λαλούντες εαυτοίς ψαλμοίς και ύμνοις και ωδαίς πνευματικαίς, άδοντες και
ψάλλοντες εν τη καρδία υμών τω Κυρίω» (Εφεσ. 5. 18-19). Έτσι, άλλοι έχουν
το χάρισμα στο «γένη γλωσσών», ενώ
άλλοι έχουν επιπλέον το χάρισμα στην «ερμηνεία γλωσσών» : «μη πάντες διδάσκαλοι;» (Κορ. Α΄ 12.29). «Ζηλούτε δε τα πνευματικά, μάλλον δε ίνα προφητεύητε..... Θέλω δε πάντας
υμάς λαλείν γλώσσαις, μάλλον δε ίνα προφητεύητε. μείζων γαρ ο
προφητεύων ή ο λαλών γλώσσαις, εκτός ει μη διερμηνεύη, ίνα η εκκλησία οικοδομήν
λάβη» (14. 1,5). Από αυτό το χωρίο φαίνεται, ότι η προφητεία υπάρχει εξ
αιτίας του χαρίσματος της γλωσσολαλιάς, αυτό όμως το χάρισμα δεν μπορεί πάντα
να οδηγεί στην προφητεία. Παράδειγμα ο Κορνήλιος και η ακολουθία του, οι οποίοι
δεν προφήτευαν, αν και γλωσσολαλούσαν, που ήταν αποτέλεσμα του δοξασμού τους.
Όταν ο
Παύλος αναφέρει την επιθυμία του στο προηγούμενο χωρίο (Κορ. Α΄ 14.5) εννοεί
ότι αυτός, ο οποίος μόνο «λαλεί γλώσσαις», πρέπει να μάθει να διερμηνεύει τους
ψαλμούς και την καρδιακή προσευχή, δηλ. να τα μεταφέρει στη διάνοιά του
(λογικό, κέντρο του εγκεφάλου) και να τα αποδίδει δια του λόγου του, για να
εισακουσθούν. «Διόπερ ο λαλών γλώσση
προσευχέσθω ίνα διερμηνεύη, εάν γαρ προσεύχομαι γλώσση, το πνεύμα μου
προσεύχεται, ο δε νους μου άκαρπός εστι. τι ουν εστι; προσεύξομαι τω πνεύματι,
προσεύξομαι δε και τω νοϊ. ψαλώ τω πνεύματι, ψαλώ δε και τω νοϊ.
επεί εάν ευλογήσης τω πνεύματι, ο αναπληρών τον τόπον του ιδιώτου πως ερεί το
αμήν επι τη ευχαριστία; επειδή τι λέγεις ουκ είδε. συ μεν καλώς
ευχαριστείς, αλλ’ ο έτερος ουκ οικοδομείται. ευχαριστώ τω Θεώ μου πάντων υμών
μάλλον γλώσσαις λαλών. αλλ’ εν τη εκκλησία θέλω πέντε λόγους δια του
νοός μου λαλήσαι, ίνα και άλλους κατηχήσω ή μυρίους λόγους εν γλώσση» (Κορ.
Α΄ 14. 13-19). Πουθενά ο Παύλος δεν λέγει ότι κάποιος διερμηνεύει αυτό το
οποίον ο άλλος «λαλεί γλώσσαις». Διερμηνεύει κάποιος αυτά τα οποία ο ίδιος
«λαλεί γλώσσαις» στην καρδιά του. Παρακάτω ο Παύλος λέγει «είτε γλώσση τις λαλεί, κατά δυο ή το πλείστον τρεις, και ανά μέρος, και
εις διερμηνευέτω. εάν δε μη ή διερμηνευτής, σιγάτω εν εκκλησία,
εαυτώ δε λαλείτω και τω Θεώ» (Κορ. Α΄ 14. 27-28). Προφανώς ο διερμηνευτής
είναι εκείνος που έχει τη χάρη να μεταφέρει την καρδιακή του προσευχή (νοερά
προσευχή) στη διάνοιά του (το λογικό του) για να γίνει ακουστή από τους άλλους
για την οικοδομή τους.
Ο
Παύλος λυπήθηκε, γιατί μια ομάδα Κορίνθιων χαρισματούχων ασκούσαν την
γλωσσολαλιά (καρδιακή προσευχή), χωρίς να μεταφέρουν αυτή την προσευχή από την
καρδιά προς τη διάνοια (λογική), οπότε οι υπόλοιποι πιστοί δεν άκουγαν τίποτε.
Γι’ αυτούς ο Παύλος λέγει: «συ μεν καλώς
ευχαριστείς, αλλ’ έτερος ουκ οικοδομείται» (Κορ. Α΄ 14.17), «επεί
εάν ευλογήσης τω πνεύματι, ο αναπληρών τον τόπον του ιδιώτου πως ερεί το αμήν
επί τη ση ευχαριστία; επειδή τι λέγεις ουκ οίδε» (Κορ. Α΄ 14.16). Εάν
προσεύχεσαι με το νου (κέντρου της καρδιάς), δηλ. γλωσσολαλείς, πως θα πει το
αμήν ο απλός πιστός, αφού δεν ξέρει τι λέγει ο προσευχόμενος; Επίσης ο Παύλος
διακρίνει δυο είδη φωνών: αφανή φωνή, δηλ. φωνή που δεν ακούγεται («άδηλον φωνήν» Κορ. Α΄ 14.8) και φωνή
ακουστή με την γλώσσα. Έτσι εάν σε μια σύναξη προσεύχεται ο φωτισμένος με άδηλη
φωνή δεν οικοδομεί τους πιστούς, εάν η φωνή του δεν γίνεται ακουστή.
Όταν
όλο το σώμα των χαρισματούχων (το Σώμα του Χριστού) ασχολείται με την
διερμηνεία, την διδαχή και την προφητεία, τότε οι άπιστοι (κατηχούμενοι) και οι
ιδιώτες (πιστοί βαπτισμένοι και Ιουδαίοι αναγνωρίζοντες τον Ιησού ως Υιό του
Θεού) συνειδητοποιούν, ότι «τα κρυπτά της
καρδίας των φανερά γίνεται, ελεγχόμενοι και ανακρινόμενοι υπό πάντων» (Κορ.
Α΄ 14, 24-25). Αυτοί τότε διακρίνουν, ότι οι χαρισματούχοι αληθινά έχουν το Θεό
μέσα τους. Η τελική εμπιστοσύνη και υποταγή στη θεραπεία αυτών των πνευματικών
Πατέρων, οδηγεί στην εν αγίω Πνεύματι υιοθεσία και ένωση με το σώμα του
Χριστού, δηλ. στην υποδοχή του χαρίσματος της γλωσσολαλιάς.
Επομένως
το χάρισμα της γλωσσολαλιάς αποκτάται από εκείνους από τους πιστούς που δεν το
έχουν, ενώ το χάρισμα της διερμηνείας και της προφητείας αποκτάται από εκείνους
που έχουν ήδη το χάρισμα της γλωσσολαλιάς και εποικοδομούν τους άλλους, ενώ οι
ίδιοι με αυτό τον τρόπον έχουν άνοδο και ανέλιξη πνευματική, η οποία θα τους οδηγήσει
τελικά στην αγάπη, «ήτις ου ζητεί τα
εαυτής» (Κορ. Α΄ 13.5).
Για να
είναι λοιπόν κανείς μέλος του σώματος του Χριστού (δηλ. της Εκκλησίας) και
επομένως υιός του Θεού, πρέπει τουλάχιστον να έχει το χάρισμα της γλωσσολαλιάς:
«Ει δε τις Πνεύμα Χριστού ουκ έχει, ούτος
ουκ έστιν αυτού». Τώρα γίνεται κατανοητό, γιατί ο Ιωάννης αποκαλεί το άγιον
Πνεύμα «άλλον Παράκλητον», που σημαίνει παρηγορητή, μεσολαβητή ή συνήγορο.
Τόσον
οι προφήτες (Πατέρες της Εκκλησίας), όσο και το προφητεύειν που αναφέρονται στις
επιστολές του Παύλου, δεν αφορούν τους Προφήτες της Π. Διαθήκης. Στην Κ.
Διαθήκη οι προφήτες (δηλ. οι Πατέρες) κατέχουν στην Εκκλησία τη δεύτερη θέση
μετά τους Αποστόλους (Κορ. Α΄ 12.28) και τούτο διότι όπως και σε αυτούς (τους
Αποστόλους) απεκαλύφθη ο Χριστός και αυτοί (οι Πατέρες) έχουν φθάσει επίσης
στον δοξασμό. Δεν έχουν απλώς το χάρισμα των γλωσσών, αλλά της διδαχής και της
διερμηνείας και τούτο γιατί έχουν ήδη δοξασθεί.
«Τα γένη γλωσσών», η γλωσσολαλιά, δηλ. η
καρδιακή προσευχή ή νοερά προσευχή ή αδιάλειπτη προσευχή, που είναι συνδεδεμένη
με τη συνεχή μνήμη Θεού και προϋποθέτει τον φωτισμό, δηλ. το βάπτισμα στο άγιο
Πνεύμα και επομένως την τοποθέτηση του πιστού στο σώμα του Χριστού ως μέλους
αυτού (δηλ. ως μέλους της Εκκλησίας), αποτελεί το κέντρο της θεολογίας των
μεγάλων Πατέρων, ασκητών και ησυχαστών και οδηγεί προς την οδό της θ.
μακαριότητας και σωτηρίας και σε αντίθεση με εκείνους που υποβιβάζουν τη
σωτηρία σε πίστη στο Θεό, εμπιστοσύνη στα δόγματα και στις αξιομισθίες των
καλών έργων και της ηθικής.
Το σώμα
του Χριστού δεν οικοδομείται απλώς δια του βαπτίσματος, του χρίσματος ή της θ.
ευχαριστίας κλπ., αλλά δια των Αποστόλων και των Πατέρων (προφητών), οι οποίοι
γεννούν πνευματικά τέκνα εν Χριστώ, τα οποία ετοιμάζουν για την αποδοχή της νοεράς
και αδιάλειπτης προσευχής, βαπτίζοντες αυτούς στο Πνεύμα το άγιον. Μόνο μέσα σε
αυτά τα πλαίσια τα μυστήρια του βαπτίσματος, χρίσματος, θ. ευχαριστίας,
ιερωσύνης, μετανοίας, εξομολογήσεως κλπ. δεν είναι μαγεία.
Μετά
την περάτωση της ανωτέρω αναφοράς στην έννοια της Εκκλησίας ως Σώματος του
Χριστού παρατηρείται, ότι δεν υπάρχει άλλη ένωση με το Χριστό από αυτή που
επιτυγχάνεται με την κάθαρση του νου, τον φωτισμό του με το άγιο Πνεύμα (το
βάπτισμα εν αγίω Πνεύματι και έτσι την απόκτηση της ταυτότητας του μέλους της
Εκκλησίας) και τον δοξασμό (την απόκτηση της υιοθεσίας και την μετατροπή της
ιδιοτελούς αγάπης σε ανιδιοτελή) στην παρούσα ζωή. Η ορατή δομή της Εκκλησίας
είναι και η έκφραση της ενώσεως «ίνα πάντες εν ώσι» και ο εγγυητής, ότι
όλοι αυτοί που επιθυμούν, μπορούν να προχωρήσουν στη θεραπεία του νου που
προσφέρεται από τον Χριστό μέσω των αγίων Του. Εξ άλλου ο ίδιος ο Χριστός
οριοθετεί την δυνατότητα να δει κάποιος τον ίδιο το Θεό: «Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία, ότι αυτοί τον Θεόν όψονται» (Ματθ.
5.8).