Πέμπτη 26 Φεβρουαρίου 2015

Ἡ διαμόρφωση τῆς νηστείας τῆς Μεγ. Τεσσαρακοστῆς, Πρωτ. Δημ. Ἀθανασίου

         Η διαμόρφωση της περιόδου του Τριωδίου σχετίζεται με την δημιουργία της Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Στην Αρχαία Εκκλησία ο ρόλος της   Μ.Τεσσαρακοστής ήταν η προπαρασκευή των κατηχουμένων για την βάπτιση, που γινόταν το Μεγάλο Σάββατο.
         Οι 40 μέρες της νηστείας  ήταν γι΄αυτούς ο καιρός της μετανοίας και οι αγώνες κατά των παθών και των πειρασμών. Η ιστορική πορεία της καθιέρωσης της νηστείας αυτής έχει τους  εξής σταθμούς.
          Α. Μέχρι τον 3ο αιώνα η προπασχάλιος νηστεία ήταν μόνο δύο μέρες. Από τα μέσα του 3ου αιώνα η νηστεία επεκτάθηκε σε ολόκληρη την εβδομάδα ,χωρίς όμως να υπάρχει ομοιομορφία παντού ως προς την τήρησή της όπως μας πληροφορεί σχετική μαρτυρία του Αγίου Διονυσίου Αλεξανδρείας.
         Β. Από τον 4ο αιώνα στα Ιεροσόλυμα αρχίζει να διαμορφώνεται το λειτουργικό περιεχόμενο της εβδομάδος πριν  την Κυριακή του Πάσχα, που την ονόμαζαν από τότε Μεγάλη εβδομάδα. Από τότε η νηστεία του Πάσχα επεκτείνεται από έξι σε  σαράντα μέρες. Η αιτία της επέκτασης  της νηστείας οφείλονταν στην επιθυμία των Χριστιανών να μιμούνται την νηστεία του Χριστού στην έρημο, για να προετοιμάζονται καλύτερα για το Πάσχα. Οι 40 μέρες νηστείας καθιερώθηκαν για πρώτη φορά στην Συρία και από εκεί απλώθηκε σε όλο τον Χριστιανικό κόσμο. Την περίοδο του  4ου αιώνα παρατηρούνται, σύμφωνα με τον ερευνητή Κ. Μηλιαρά δύο αριθμήσεις. Η πρώτη είναι η Παλαιστινιακή και η δεύτερη η Αντιοχειακή. Το Παλαιστινιακό  σύστημα αριθμούσε έξι  εβδομάδες της Τεσσαρακοστής, περιλαμβάνοντας την Μεγάλη Εβδομάδα και τα Σάββατα και τις Κυριακές, μέχρι την Μ. Πέμπτη. Το Αντιοχειανό σύστημα εφαρμόστηκε στην Μικρά Ασία και στην Κων/πολη. Αυτό απέκλεισε από τις 40 μέρες της νηστείας τα Σάββατα και τις Κυριακές, παρατείνοντας έτσι τις εβδομάδες της νηστείας. Στην περιοχή όμως της Αντιόχειας ο Πατριάρχης Σεβήρος παρατείνει την νηστεία έως οκτώ εβδομάδες (8χ5=40), δίνοντας ένα νέο νόημα στην νηστεία.
          «Οι οκτώ εβδομάδες (ο αριθμός οκτώ είναι ο αριθμός της Ανάστασης) συμβολίζουν τον καθαρισμό των πέντε αισθήσεων. «Οι  γαρ τας πέντε αισθήσεις δι΄ων η αμαρτία λαμβάνει παρείσδυσιν ακοήν φημί και όρασιν και αφήν και γεύσιν και όσφρησιν,οκτάκις καθαίροντες τεσσαράκοντα ημέρας νηστεύουσιν,ίνα της μακαρίας εκείνης ημέρας τύχωσι της ογδόης και πρώτης» (Ι. Δαμασκηνού: Περί των αγίων νηστειών· Ανθρωπολογία Τριωδίου)
          Γ. Στο τέλος του 4ου αιώνα και στα Ιεροσόλυμα η νηστεία επεκτάθηκε από έξι σε οκτώ εβδομάδες, αλλά η Τεσσαρακοστή διακρίθηκε από την Μ. Εβδομάδα. Η Τεσσαρακοστή τελείωνε, όπως και σήμερα την Παρασκευή της έκτης εβδομάδος, πριν το Σάββατο του Λαζάρου. Στην Κων/πολη όμως αριθμούσαν τις περιόδους και όχι τις μέρες της νηστείας. Πέντε εβδομάδες για επτά μέρες και μια εβδομάδα για πέντε μέρες, διότι η Τεσσαρακοστή τέλειωνε την Παρασκευή της έκτης εβδομάδος. Αυτό το σύστημα διατηρείται και σήμερα.
          Δ. Όπως προαναφέρθηκε ο Πατριάρχης Σεβήρος καθόρισε οκτώ εβδομάδες νηστείας. Μετα την Δ' Οικουμενική Σύνοδο η όγδοη εβδομάδα νηστείας έγινε ιδιαίτερη νηστεία για τους Μονοφυσίτες (Αντιχαλκηδόνιους), προκειμένου να διακρίνονται από τους Χαλκηδόνιους. Αυτό το γεγονός έγινε αιτία έντονων διαφωνιών και αντιπαραθέσεων μεταξύ Χαλκηδονίων και Μονοφυσιτών στην Παλαιστίνη, όπου εκεί οι Ορθόδοξοι νήστευαν οκτώ εβδομάδες από τον 4ο αιώνα. Ο Άγ. Ιωάννης ο Δαμασκηνός έγραψε λόγο «περί των αγίων νηστειών» προτρέποντας τις δύο πλευρές να ειρηνεύσουν. Για να διαφοροποιηθούν οι Χαλκηδόνιοι από τους Μονοφυσίτες, καθιερώνεται η όγδοη εβδομάδα σαν μια προπαρασκευαστική εβδομάδα, η εβδομάδα της Τυροφάγου.
          Ε.Στην Κων/πολη από τον 6ο αιώνα αυξήθηκαν οι προπαρασκευαστικές εβδομάδες της Τεσσαρακοστής με την προσθήκη της Κυριακής του Ασώτου και της Κυριακής των Απόκρεω. Αυτά μνημονεύνονται σε χειρόγραφα της Ιεράς Μονής Δοχειαρίου και Μεγίστης Λαύρας καθώς και σε χειρόγραφα που υπάρχουν στην Εθνική βιβλιοθήκη. Επίσης ο Πατριάρχης Νικηφόρος (806-815) καθιερώνει την εβδομάδα της Τυρινής, απαγορεύοντας την εβδομάδα αυτή την κρεωφαγία, επιτρέποντας μόνο κατανάλωση γαλακτερών, για να τονίσει την διαφορά της νηστείας Μονοφυσιτών και Χαλκηδονίων. Όσον αφορά την Κυριακή του Τελώνου και Φαρισαίου, μνημονεύεται από τον όγδοο αιώνα και μετά. Η αιτία της επέκτασης των προπαρασκευαστικών εβδομάδων ήταν «προς σταδιακήν είσοδον εις την νηστεία και την βαθμιαία προπαρασκευήν του πιστού δια τον εορτασμόν της Αναστάσεως του Κυρίου» (Ξ.Παπαχαραλάμπους. Η αληθής νηστεία κατά το Τριώδιο. Αθήνα 1980).
          Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε ότι «η Παλαιστίνη συνδέεται με τον καταρτισμό και την ανάπτυξη της Μεγάλης Εβδομάδος, ενώ η Κων/πολη συνδέεται με την διαμόρφωση της δομής του Τριωδίου και των προπαρασκευαστικών εβδομάδων». (Dan Nicolae Obancea.-Ανθρωπολογία του Τριωδίου).
ΠΗΓΕΣ-ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ.
Α.Καλλίστου Μηλιαρά. Ιστορική επισκόπηση του Τριωδίου
Β.Ευαγγέλου Θεοδώρου. Η Μορφωτική αξία του ισχύοντος Τριωδίου
Γ. Dan Nicolae Obancea. Η ανθρωπολογία του Τριωδίου.Θες/νικη 2013.
Δ..Ξ.Παπαχαραλάμπους. Η αληθής νηστεία κατά το Τριώδιο.Αθήνα 1980).

Δευτέρα 23 Φεβρουαρίου 2015

Ἐξομολόγηση καί Πνευματική Πατρότητα, Ἰω. Καρδάση.

           Το μυστήριο της εξομολογήσεως είναι το ξεβρώμισμα της ψυχής από τον οχετό των αμαρτημάτων, αφού έχει προηγηθεί η συναίσθηση της διάπραξης αυτών των αμαρτημάτων και έχει επέλθει αλλαγή του νου (μετάνοια). Το μυστήριο αυτό του ξεπλύματος των αμαρτημάτων και της συγχωρήσεώς των είναι ένας επαναβαπτισμός, που μπορεί να επαναληφθεί άπειρες φορές («εβδομηκοντάκις επτά»). Με την εξομολόγηση ο πιστός λαμβάνει τα χαρίσματα του αγίου Πνεύματος ως ενίσχυση στον πνευματικό του αγώνα για την απαλλαγή από τις προσωπικές αμαρτίες, για την προαγωγή της πνευματικής του ζωής και τελικά για τον αγιασμό.
Η ιερή εξομολόγηση ήταν πράξη γνωστή στην Παλαιά Διαθήκη (Λευϊτ. 5. 5-6. Αριθ. 5. 5-7. Παροιμ. 28. 13). Γι' αυτό και οι άνθρωποι προσέρχονταν στον Ιωάννη τον Πρόδρομο και εξομολογούνταν τις αμαρτίες τους, ενώ εκείνος πιστοποιούσε την μετάνοιά τους με το βάπτισμα (Ματθ. 3. 5-6. Μάρκ. 1. 4-5).
Η πράξη αυτή συνεχίσθηκε και στη χριστιανική Εκκλησία- «πολλοί των πιστευσάντων ήρχοντο εξομολογούμενοι τας αμαρτίας αυτών και φανερώνοντες τας πράξεις αυτών» (Πράξ. 18. 18) με αποτέλεσμα να συγχωρούνται από τους Αποστόλους, σύμφωνα με την υπόσχεση του Κυρίου, πως θα δινόταν στους Αποστόλους η εξουσία αυτή (Ματθ. 16. 19, 18. 18). Αυτό εκπληρώθηκε μετά την Ανάσταση του Χριστoύ. Η συγχώρηση δεν βασιζόταν φυσικά στη δύναμη των Απoστόλων, αλλά «εν τω αίματι» του Κυρίου (Ιω. 20. 21-23. Ιω. Α΄ 1. 7). Αλλά και ο Ιάκωβος στην επιστολή του λέει χαρακτηριστικά: «εξομολογείσθε αλλήλοις τα παραπτώματα» (5. 16)
Ο εξομολόγος χρησιμοποιείται ως όργανο, ως υπηρέτης του Χριστού και οικονόμος των μυστηρίων του Θεού (Κορ. Α΄ 4. 1. πρβλ. Τίτ. 1. 7, Ιω. Α΄  1. 9 - 2. 2).
Στην αρχαία Εκκλησία, η εξομολόγηση γινόταν δημόσια στην ιερή σύναξη των πιστών, όπου βέβαια ήταν και το ιερατείο και ο επίσκοπος, ο οποίος έδινε την άφεση. «Όλους όσοι μετανοούν τους συγχωρεί ο Κύριος, εάν μετανοήσουν εις ενότητα Θεού και εις συνέδριον επισκόπου», λέγει χαρακτηριστικά ο άγιος Ιγνάτιος (Ιγν. Φιλαδ. 8. 1), ενώ η «Διδαχή» προτρέπει: «Εν Εκκλησία εξομολογήση τα παραπτώματά σου, και ου προσελεύση επί προσευχή σου εν συνειδήσει πονηρά, αύτη εστίν η οδός της ζωής» (Διδ. 4. 14).
Ο άγιος Κυπριανός τονίζει, πως ο αμαρτωλός γίνεται πάλι δεκτός στην εκκλησιαστική κοινωνία, δηλαδή στο μυστήριo της θείας ευχαριστίας «δια της επιθέσεως των χειρών του επισκόπου και του ιερατείου», αφού προηγουμένως εξομολογηθεί (Κυπρ. επιστ. 16. 2), δεν επιτρέπει την θεία κοινωνία σε κανένα, «εάν προηγουμένως ο επίσκοπος και το ιερατείο δεν επιθέσουν την χείρα επάνω του» (επιστ. 18. 2), η «άφεση», λέγει, που έγινε «δια των ιερέων» είναι «αρεστή στον Κύριο» (De lapsis 29).
Ο Ωριγένης θεωρεί σαν φυσικό επακόλουθο, «σύμφωνα με την εικόνα εκείνου που έδωσε την ιεροσύνη στην Εκκλησία, να αναδέχονται και οι λειτουργοί και ιερείς της Εκκλησίας τα αμαρτήματα του λαού και μιμούμενοι τον Διδάσκαλο, να παρέχουν στο λαό την άφεση των αμαρτιών» (Ωριγ. Εις Λευϊτ. Ομιλ. ν΄. 3).
Ο Μ. Βασίλειος αναφέρεται στην εξομολόγηση κατά την απoστoλική Εκκλησία (Πράξ. 19. 18) και συμπεραίνει πως «είναι ανάγκη να εξομολογούμεθα τα αμαρτήματα εις τους εμπεπιστευμένoυς την οικονομίαν των μυστηρίων του Θεού» (Κορ. Α΄ 4. 1), επειδή και οι πρώτοι Χριστιανoί «εξομολογούντο εις τους απoστόλoυς, οι οποίοι και εβάπτιζον άπαντες» (Μ. Βασιλ. Όροι κατ' επιτ. 288).
Ο άγιος Ιωάννης ο Xρυσόστoμoς αναφέρει για τους ιερείς: «Ενώ κατοικούν και περιφέρονται ακόμη εις την γην, ανέλαβον την διεύθυνσιν ουρανίων υποθέσεων με εξουσίαν που δεν έδωσεν ο Θεός ούτε εις τους αγγέλους, ούτε εις τους αρχαγγέλους. Δεν είπε πραγματικά προς τους αγγέλους, [όσα δέσετε εις την γην, θα είναι δεμένα και εις τους ουρανούς, και όσα λύσετε εις την γην, θα είναι λυμένα εις τους ουρανούς]... ο δεσμός όμως των ιερέων εγγίζει την ιδίαν την ψυχήν και διαβαίνει προς τους ουρανούς, και όσα ενεργούν κάτω οι ιερείς, τα επικυρώνει άνω ο Θεός. Ο Δεσπότης εγκρίνει την απόφασιν των δούλων. Μήπως δεν τους έδωσεν ολόκληρον την ουράνιον εξουσίαν; Τους είπεν: όποιων τας αμαρτίας κρατήσετε, θα είναι κρατημέναι» (Χρυσ. Περί Ιερωσ. Λόγος γ'. 5).
Η Ορθόδοξη λοιπόν Εκκλησία συνεχίζει αυτή την πρωτοχριστιανική παράδοση της εξομολόγησης ενώπιον του πνευματικού.
            Η εξομολόγηση λοιπόν είναι ένα από τα μυστήρια της Εκκλησίας, κατά το οποίο ο εξομολογούμενος στον Επίσκοπο ή στον πρεσβύτερο μετά από ειλικρινή μετάνοια, λαμβάνει άφεση των μετά το βάπτισμα αμαρτιών του. Απαραίτητο στοιχείο του μυστηρίου είναι η ειλικρινής μετάνοια και η εξαγόρευση των αμαρτιών μπροστά στον πνευματικό, ο οποίος διαβάζει απολυτική ευχή για την άφεση των αμαρτιών, σύμφωνα με την εντολή του Κυρίου προς τους Αποστόλους (Ματθ. 6. 19, 18. 18, Ιω. 20. 23). Η μόνη μη συγχωρητική αμαρτία είναι η βλασφημία κατά του Αγίου Πνεύματος, δηλαδή η αμετανοησία (όπως στην περίπτωση της αίρεσης), ο δε πνευματικός μπορεί να επιβάλει επιτίμια για την αφύπνιση και την πνευματική αγωγή του εξομολογούμενου. Η τελετουργία του μυστηρίου ποικίλλει κατά περίπτωση, αλλά η εξαγόρευση των αμαρτιών και η απολυτική ευχή είναι τα απαραίτητα στοιχεία της.
            Η εξομολόγηση γίνεται «κατ’ ιδίαν», όχι δημόσια. Ουδείς αναγκάζεται να εξομολογηθεί με μάρτυρες, ενώπιον θεάτρου, δηλαδή ενώπιον πολλών. Αλλά και οι ιερείς δεν «δημοσιεύουν», δεν κοινοποιούν, όσους καταφεύγουν σ’ αυτούς. Η συγχώρηση των αμαρτωλών γίνεται με διάκριση κρυφά. Στην εξομολόγηση ζητείται ομολογία των αμαρτημάτων και γι’ αυτό μοιάζει με δικαστήριο, το οποίο είναι «αμάρτυρον», χωρίς παρουσία μαρτύρων. Προπαντός στο δικαστήριο αυτό δεν έχουμε τιμωρία («κολασμόν»), αλλά συγχώρηση (PG 50, 658-659). Είναι πολύ χαρακτηριστικό μάλιστα ότι ο Χρυσόστομος έκανε ειδική ομιλία «Περί του μη δημοσιεύειν τα αμαρτήματα των αδελφών» (PG 51, 353-364).
            «Και δια τούτο βούλεται (= ο Θεός) σε ειπείν (= το αμάρτημα εξομολογούμενος), ουχ ίνα κολάση, αλλ’ ίνα συγχωρήση. ουχ ίνα αυτός μάθη την αμαρτίαν –πας γαρ ο ειδώς;- αλλ’ ίνα συ μάθης πόσον συγχωρεί χρέος….. Αν μη είπης του χρέους το μέγεθος, ουκ επιγινώσκεις της χάριτος την υπερβολήν. Ουκ αναγκάζω, φησίν, εις μέσον ελθείν σε θέατρον και μάρτυρας περιστήσαι πολλούς. Εμοί το αμάρτημα ειπέ μόνω κατ’ ιδίαν, ίνα θεραπεύσω το έλκος και απαλλάξω της οδύνης» (Εις τον πλούσιον και τον Λάζαρον 4: PG 48, 1012).
            Ένα μέρος των αμαρτωλών θεραπεύονται με το κήρυγμα, που αναφέρεται ανώνυμα σε αμαρτωλούς και αμαρτίες: «Τους ερχομένους εις το ιατρείον τούτο (= εις τον ναό) ου δημοσιεύομεν ημείς (= όπως γίνεται στα κοινά ιατρεία, όπου τις πληγές τις βλέπουν πολλοί)….. ενταύθα δε ουχ ούτως, αλλά μυρίους ορώντες κάμνοντας (= υποφέροντες από αμαρτίες-πάθη) λανθανόντως ποιούμεθα την θεραπείαν αυτών. Ου γαρ εις μέσον άγοντες ημαρτηκότας, ούτω δημοσιεύομεν αυτών τα αμαρτήματα, αλλά κοινήν άπασι προθέντες την διδασκαλίαν, τω των ακροωμένων συνειδότι καταλιμπάνομεν….. Πρόεισι μεν ουν φανερώς ο λόγος, εις δε το εκάστου συνειδός εγκαθιζόμενος λανθανόντως και την παρ’ εαυτού θεραπείαν παρέχει και πριν ή δημοσιευθήναι το νόσημα την υγιείαν πολλά ως επήγαγε» (Περί του μη δημοσιεύειν τα αμαρτήματα των αδελφών 3: PG 51. 356).  
            Όσον αφορά τους Κανόνες της Εκκλησίας, πράγματι υπάρχουν οι ΡΜΑ΄ της Καρθαγένης, όπου δεν επιτρέπεται στον ιερέα να κοινολογεί αμαρτήματα που δεν μπορεί να αποδείξει και οι ΛΔ΄ Μ. Βασιλείου και ΛΓ΄ Ιωάννη Νηστευτή, όπου δεν επιτρέπεται η κοινολόγηση αμαρτημάτων γυναικών. Όσον αφορά τη σχετική νεαρά του Ιουστινιανού, δεν την γνωρίζουμε, αλλά και εάν τη γνωρίζαμε θα είχε αξία μόνο για ιστορικούς λόγους, καθότι για την Εκκλησία οι κοσμικοί νόμοι θα πρέπει να είναι άνευ αξίας.
            Από τα ανωτέρω καταφαίνεται, ότι οι Κανόνες που θεσπίστηκαν αφορούν παραινέσεις για μη δημοσιοποίηση εξαγορευμένων αμαρτημάτων, γιατί η δημόσια εξαγόρευση ήταν πρακτική της αρχαίας Εκκλλησίας, η οποία σύντομα ατόνησε, γιατί παρουσιασθήκαν φαινόμενα αντεκδίκησης. Μια τέτοια παρόμοια τακτική ξαναζωντάνεψε τον 20ον αιώνα από τον άγιο Ιωάννη της Κροστάνδης, όπου μετά από άδεια της Ι. Συνόδου της Ρωσικής Εκκλησίας άσκησε την αρχαία αυτή πρακτική, όπου πριν από το «μετά φόβου Θεού.....» διέκοπτε τη θ. λατρεία προκειμένου για 10 περίπου λεπτά ο κάθε πιστός να εξαγορευθεί τα αμαρτήματά του στον διπλανό του (Ιακ. 5. 16) και ακολούθως από την Ωραία Πύλη εκφωνούσε τη συγχωρητική ευχή σηκώνοντας το επιτραχήλιό του, ενώ οι πιστοί έκυπταν την κεφαλή, κατά τη διάρκεια της εκφώνησης.
            Το συμπέρασμα είναι, ότι δεν υπάρχει Κανόνας, που να επιβάλει επιτίμια σε ιερέα που θα κοινολογήσει εξαγορευθέντα αμαρτήματα, οι δε καταγραφές του Ι. Χρυσοστόμου είναι και παραμένουν παραινέσεις. Μόνον ο ΚΖ΄ κανόνας του αγίου Νικηφόρου του Ομολογητή λέγει, ότι ο Πνευματικός δεν πρέπει να φανερώνει τις αμαρτίες των εξομολογουμένων και υπ' αυτήν την έννοια είναι ισχυρότερος των κανόνων του Μ. Βασιλείου, που αφορούν μόνον γυναίκες. Ο ΚH΄ του αγίου Νικηφόρου με την μη παραμονή των εξομολογηθέντων μετά την ευχή των κατηχουμένων, προφανώς δηλοποιεί εμμέσως στους υπολοίπους πιστούς το σοβαρό αμάρτημά του εξομολογηθέντα. Πάντως και ο ΚΖ΄ Νικηφόρου πάλιν προτρεπτικός (ή μάλλον αποτρεπτικός) είναι, δεν θέτει επιτίμιο στον Πνευματικό, ο οποίος κοινολογεί εξαγορευμένο αμάρτημα.
            Όσον αφορά τις εξομολογήσεις σε πρεσβύτερους έχουμε πολλούς κανόνες της αρχαίας, αλλά και της μεταγενέστερης  Εκκλησίας, που το οριοθετούν. Έτσι:
            Οι εξομολογήσεις δεν γίνονται από κληρικούς χωρίς άδεια του Επισκόπου (λθ΄ Αποστολικός).
            Η εξομολόγηση γίνεται σε πνευματικό και όχι σε μοναχό (ρβ΄ Πενθέκτης).
            Επιείκεια σε αυτοπροαίρετα προσερχόμενο σε εξομολόγηση (κθ΄ Νικηφόρου)
            Ο Επίσκοπος δύναται να αφορίσει εξομολογούμενο κλπ. (ρλβ΄ και ρλγ΄ Καρθαγένης).
            Επιτίμια κατά την εξομολόγηση (κη΄ Νικηφόρου).
            Πότε μετά την εξομολόγηση γίνονται δεκτοί στη θ. κοινωνία (β΄ Λαοδίκειας).
            Συμβουλές του εξομολόγου (κη΄ Νικηφόρου).
            Ως προς την πνευματική πατρότητα έχουμε να καταθέσουμε τα εξής:
            Η προσωνυμία πατέρας δίνεται αποκλειστικά στον Θεό: «και πατέρα μη καλέσητε υμών επί της γης. εις γαρ εστιν ο πατήρ υμών, ο εν τοις ουρανοίς» (Ματθ. 23.9). Στους ανθρώπους, μόνον κατά χάρη δίνεται αυτή η προσωνυμία. Είτε δίνεται στον φυσικό γεννήτορα, είτε στον πνευματικό αναγεννητή.
            Ο πνευματικός πατέρας είναι ο λειτουργός του μυστηρίου της μετανοίας και με την διακονία του αυτή βοηθάει στην αναγέννηση του αμαρτωλού. Όπως ο φυσικός πατέρας μας φέρνει στη ζωή, έτσι και ο πνευματικός πατέρας μας αναγεννάει, μας εισάγει στην κοινωνία της Εκκλησίας και μας χαρίζει την δυνατότητα να ζήσουμε την «εν Χριστώ ζωή».
            Ο πνευματικός πατέρας ως λειτουργός της μετανοίας πρέπει να έχει χαρίσματα, για να μπορεί να επιτελεί το ψυχοσωτήριο έργο του. Τέτοια είναι:
            1.- Η αγιότητα του βίου του.
            Πρέπει να βρίσκεται τουλάχιστον στην κατάσταση του «φωτισμού του νου», έχοντας συνεχή μνήμη Θεού και αισθανόμενος την ανάγκη της θεϊκής συγγνώμης για την αμαρτωλότητά του σύμφωνα με τον Παύλο: «ότι Χριστός Ιησούς ήλθεν εις τον κόσμον αμαρτωλούς σώσαι, ων πρώτος ειμί εγώ» (Α΄ Τιμ. 1. 15). Έχει βαθειά ταπείνωση και συντριβή, συνεχή άσκηση και προσευχή. Με λίγα λόγια πρέπει να γεύεται και να ζει την ζωή της άνω μακαριότητας (Άγ. Γρηγόριος Θεολόγος).
            2.- Πατέρας αγάπης
            Είναι πλημμυρισμένος από το χάρισμα της αγάπης, που συμπονεί και που συμπάσχει, που βοηθάει, θεραπεύει, σκεπάζει, ανασταίνει και σώζει.
            3.- Διάκριση και σύνεση
            Η διάκριση, δηλ. η γνώση του καλού και του κακού, των προθέσεων, των αμαρτημάτων και των λογισμών του θεραπευόμενου είναι φωτισμός του Αγίου Πνεύματος και είναι βασικό στοιχείο του έργου της εξομολόγησης.
            4.- Πνευματική θεραπεία
            Προϋποθέτει την ικανότητα της γνώσης της πνευματικής ιατρικής. Γίνεται διάγνωση του νοσήματος, επιχειρείται επέμβαση στα ψυχικά τραύματα και χορηγείται η κατάλληλη θεραπευτική αγωγή και όλα αυτά σύμφωνα με την ρήση: «ασθενούντας θεραπεύετε» (Ματθ. 10. 8).
            5.- Διδασκαλία και Παιδαγωγική
            Είναι διδάσκαλος και «παιδαγωγός εις Χριστόν». Διαφωτίζει, διδάσκει, κατηχεί, κατευθύνει, δεν επιβάλλει, αλλά γεννάει μεταδίδοντας το Πνεύμα. Παραδειγματίζει με την βιωτή του και με διάκριση επιβάλλει τις πνευματικές ασκήσεις (επιτίμια). Καθοδηγεί, ανορθώνει, στηρίζει, ενισχύει και δείχνει συγκατάβαση, συμπάθεια, φιλανθρωπία και στοργή προς την πάσχουσα ψυχή.
            Στον πνευματικό μας πατέρα εξομολογούμαστε τα πάντα, όχι μόνο τα πραχθέντα έργω ή λόγω, αλλά και ότι λογισμούς κατακλύζουν τον νου, αλλά ακόμη και τα κρύφια της καρδίας μας. Επ’ αυτών έχουμε τις καταγραφές δυο μεγάλων πατέρων της Εκκλησίας. Συγκεκριμένα:
            Μ. Βασίλειος:
Εξομολόγηση των πάντων: Στον πνευματικό μας πατέρα εξομολογούμαστε τα πάντα, όχι μόνο τα όσα πράττουμε, αλλά και τους λογισμούς μας «Μηδέν της ψυχής κίνημα απόκρυφον φυλάσσειν, αλλά απογυμνούν τα κρυπτά της καρδίας» (Όροι κατά πλάτος, κς΄, ΒΕΠΕΣ 53, 184).
Γρηγόριος Παλαμάς:
«Η αγάπη και υπακοή και ευπείθεια προς τους πνευματικούς πατέρες αναφέρεται προς τον Θεό κι’ όποιος απειθεί σ’ αυτούς προσκρούει στον Θεό των πατέρων, όπως αποφάνθηκε και ο Χριστός λέγοντας «όποιος ακούει εσάς ακούει εμένα, και όποιος αθετεί εσάς, αθετεί εμένα, εκείνος δε που αθετεί εμένα αθετεί αυτόν που με απέστειλε» (Εις τον άγιον Απόστολον και Ευαγγελιστήν Ιωάννην τον Θεολόγον, ΕΠΕ 11, 57).
«Θα φροντίσεις να έχεις σε όλη σου τη ζωή πνευματικό πατέρα, για να του εξομολογείσαι κάθε αμαρτία και κάθε λογισμό και να παίρνεις από αυτόν τη θεραπεία και την άφεση. Γιατί στους πνευματικούς πατέρες έχει δοθεί η εξουσία να λύνουν και να δεσμεύουν τις ψυχές. Αυτή τη χάρη και τη δύναμη έλαβαν από το Χριστό. Γι’ αυτό θα υπακούσεις σ’ αυτούς χωρίς καμία αντιλογία, για να μη χαθεί η ψυχή σου» (Δεκάλογος της κατά Χριστόν Νομοθεσίας, Φιλοκαλία Δ΄, 276).

 

Δευτέρα 16 Φεβρουαρίου 2015

Ἱερά Μνημόσυνα, Ἰω. Καρδάση

     Α/ Περί Μνημοσύνων γενικώς
Σύμφωνα με ομόφωνη αγιοπατερική μαρτυρία την οποία επιβεβαιώνει αδιάκοπη εκκλησιαστική παράδοση αιώνων, οι ειδικές ευχές για τους νεκρούς θεσπίστηκαν από τους αγίους Αποστόλους. H θέσπιση αυτή έχει δύο βασικά δογματικά  θεμέλια: α) την έννοια της Εκκλησίας ως κοινωνίας αγίων, που αποτελείται όχι μόνο από τους ζωντανούς αλλά και τους «κεκοιμημένους» χριστιανούς και β) την πίστη στη μεταθανάτια ζωή, την ανάσταση και την τελική κρίση.
Επιπλέoν, η διδασκαλία και η διαχρονική πράξη της Εκκλησίας, μας προτρέπουν να εκδηλώνουμε  τη μέριμνα μας για την ανάπαυση μιας ψυχής όχι μόνο με προσευχές, αλλά και με έργα αγάπης. Έτσι, οι Αποστολικές Διαταγές παραγγέλνουν να προσφέρονται στους φτωχούς ορισμένα από τα υπάρχοντα του νεκρού στη μνήμη του.  Και ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ερμηνεύοντας το κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο, συμβουλεύει να κάνουμε τέτοιες αγαθοεργίες, «ώστε, αν μεν ο νεκρός είναι αμαρτωλός, ν’ απαλλαγεί από τις αμαρτίες του· και αν είναι δίκαιος, να λάβει μεγαλύτερο μισθό και ανταπόδοση». Οι προσευχές, από το άλλο μέρος, για  τους νεκρούς περιλαμβάνουν τόσο την μνημόνευση των ονομάτων τους στις θείες λειτουργίες, όσο και την τέλεση ειδικών ακολουθιών, των μνημοσύνων.
Ήδη στις Αποστολικές Διδαχές βρίσκεται η διάκριση των μνημοσύνων σε «τρίτα», «ένατα», «τεσσαρακοστά» και ενιαύσια» (ετήσια), ανάλογα με το χρόνο τελέσεως τους από την ημέρα του θανάτου.
Πολλοί συμβολισμοί των επιμέρους μνημοσύνων αναφέρονται από τους Πατέρες. Οι κυριότεροι είναι οι εξής: Τα «τρίτα» συμβολίζουν την ανάσταση του Κυρίου μετά την τριήμερη παραμονή Του στον τάφο και τελούνται με την ευχή ν’ αναστηθεί και ο νεκρός στην ουράνια βασιλεία.  Τα «ένατα» τελούνται για τα εννέα τάγματα των άυλων αγγέλων, με την ευχή να βρεθεί κοντά τους η άυλη ψυχή του νεκρού. Τα «τεσσαρακοστά» τελούνται για την ανάληψη του Κυρίου, που έγινε σαράντα μέρες μετά την ανάστασή Του. Με την ευχή ν’ «αναληφθεί» και ο νεκρός, να συναντήσει το Χριστό στους ουρανούς και να ζήσει για πάντα μαζί Του. Τα «ενιαύσια» (ετήσια), τέλος, τελούνται την επέτειο ημέρα του θανάτου, σε ανάμνηση των γενεθλίων του νεκρού, καθώς, για τους πιστούς χριστιανούς, ημέρα της αληθινής γεννήσεως είναι η ημέρα του σωματικού θανάτου και της μεταστάσεως στην αιώνια ζωή. Μνημόσυνα, αντίστοιχα με τα παραπάνω, τελούνται τον τρίτο, έκτο και ένατο μήνα από την ημέρα του θανάτου («τρίμηνα», «εξάμηνα», «εννεάμηνα»).
Τη μεγαλύτερη ωφέλεια, πάντως, στους νεκρούς την προξενεί η τέλεση της θείας ευχαριστίας στη μνήμη τους, γιατί τότε, με τις μερίδες τους στο άγιο δισκάριο, «ενώνονται αόρατα με το Θεό και επικοινωνούν μαζί Του και παρηγορούνται και σώζονται και ευφραίνονται εν Χριστώ» (άγιος Συμεών Θεσσαλονίκης).
Εκτός από τα ειδικά για κάθε νεκρό μνημόσυνα, η Εκκλησία έχει στις καθημερινές ακολουθίες της, γενικές δεήσεις για τους «κεκοιμημένους», όπως είναι λ.χ. το νεκρώσιμο μέρος του μεσονυκτικού και οι σχετικές αναφορές στις εκτενείς του εσπερινού, του όρθρου και της θείας λειτουργίας. Έχει, επίσης, καθιερώσει και ειδικές ημέρες μνημοσύνων. Τα Σάββατα σχεδόν όλου του εκκλησιαστικού έτους, και ιδιαίτερα τα προηγούμενα των Κυριακών της Απόκρεω και της Πεντηκοστής (Ψυχοσάββατα), είναι αφιερωμένα στη μνήμη των νεκρών.
Πρέπει, τέλος, να σημειωθεί, αν και αυτονόητο, ότι η Εκκλησία τελεί μνημόσυνα μόνο για του χριστιανούς που κοιμήθηκαν μέσα στους κόλπους της. 
Ο άγιος Ι. Δαμασκηνός, ο μεγάλος άγιος και θεολόγος του 8ου αιώνα με το έργο του: «Περί των εν πίστει κεκοιμημένων», συνοψίζει τη διδασκαλία της Εκκλησία μας για τα μνημόσυνα και, χρησιμοποιώντας πλήθος πατερικών μαρτυριών, απαντά σε πολλά ερωτήματα, που σχετίζονται με την ιστορική προέλευση, τη σημασία και τη σκοπιμότητά τους. 
Σχετικός είναι και ο θεολογικός συμβολισμός των κολλύβων που προστίθενται σε κάθε μνημόσυνο. Το σιτάρι συμβολίζει την ταφή, την ανάσταση και την πέρα από τον τάφο  ζωή του ανθρώπου, καθώς, πέφτοντας στη γη, σαπίζει  και «πεθαίνει». Απ’ αυτόν το «θάνατό» του όμως βλασταίνει μια νέα ζωή.

            Β/ Αντίκρουση στους μη δεχομένους τα μνημόσυνα
            Η πλειονότητα των Προτεσταντών, αρνείται τα μνημόσυνα, ως Χριστιανική πρακτική. Επειδή έτσι διδάχθηκαν, νομίζουν ότι είναι μια πρακτική ξένη της Χριστιανικής Εκκλησίας. Όμως και εδώ κάνουν λάθος. Η Χριστιανική Εκκλησία, διατήρησε τα μνημόσυνα από πολύ παλιότερα! Από την ίδια την Ιουδαϊκή πίστη, της οποίας υπήρξε συνεχιστής και κληρονόμος. Στη μικρή αυτή μελέτη περί μνημοσύνων, θα δούμε στοιχεία από την Αγία Γραφή, που αποδεικνύουν ότι τα μνημόσυνα υπήρξαν σταθερή πρακτική της προχριστιανικής Εκκλησίας του Χριστού. Η παράδοση των μνημοσύνων είναι αρχαιοτάτη και βρίσκεται ήδη στην Π. Διαθήκη, αλλά και από τους πρώτους αποστολικούς χρόνους:
            Παλαιά Διαθήκη.
            Τωβίτ 4. 17.
            Υπάρχει η προτροπή «έκχεον τους άρτους σου επί τον τάφον των δικαίων», που υπαινίσσεται την τέλεση νεκροδείπνων στους τάφους ή την προσφορά ελεημοσυνών στους φτωχούς, προφανώς εις μνημόσυνο των απελθόντων. Το βιβλίο του Τωβίτ συμπεριλαμβάνεται στον κανόνα των 49 βιβλίων της Π.Δ.
            Μακκαβαίων Β΄ 12. 39-46:
            Μαρτυρείται η τέλεση θυσιών «περί αμαρτίας» υπέρ των «μετ’ ευσεβείας κοιμωμένων». Ο Ιούδας ο Μακκαβαίος έστειλε στο ναό των Ιεροσολύμων τα απαιτούμενα για να τελεσθεί θυσία για εκείνους που έπεσαν στον πόλεμο. «….. Κάτω από τα ρούχα του κάθε νεκρού βρέθηκαν μικρά ειδώλια των θεών της Ιάμνειας, που ο νόμος τα απαγόρευε στους Ιουδαίους….. Ο γενναίος Ιούδας…..συγκέντρωσε συνεισφορές από κάθε άντρα κι έστειλε στα Ιεροσόλυμα δυο χιλιάδες δραχμές ασήμι, για να χρηματοδοτήσει μια θυσία για την εξιλέωση της αμαρτίας. Αυτή τη θεάρεστη πράξη την έκανε επειδή πίστευε πως υπάρχει ανάσταση νεκρών. Γιατί αν δεν πίστευε ότι θ’ αναστηθούν αυτοί, που λίγο πριν είχαν σκοτωθεί, θα ήταν περιττό κι ανόητο να προσεύχεται γι’ αυτούς…..». Η συγγένεια με την σχετική, μεταγενέστερη βέβαια, χριστιανική πράξη είναι εμφανής. Το βιβλίο των Μακκαβαίων συμπεριλαμβάνεται στον κανόνα των 49 βιβλίων της Π.Δ.
            Απόστολος Παύλος (Τιμόθ. Β΄ 1. 16-18):
            «δώη έλεος ο Κύριος τω Ονησιφόρω οίκω, ότι πολλάκις με ανέψυξε και την άλυσίν μου ουκ επαισχύνθη, αλλά γενόμενος εν Ρώμη σπουδαιότερον εζήτησε με και εύρε, δώη αυτώ Κύριος ευρείν έλεος παρά Κυρίου εν εκείνη τη ημέρα και όσα εν Εφέσω διηκόνησε, βέλτιον συ γινώσκεις». Ο Ονησιφόρος είχε ήδη κοιμηθεί.
            Διονύσιος Αρεοπαγίτης (περί εκκλησιαστικής ιεραρχίας):
            «Έπειτα προχωρεί ο ιεράρχης και διαβάζει στο νεκρό ιερές ευχές και μετά την ευχή τον ασπάζεται και ο ιεράρχης και με τη σειρά όλοι όσοι είναι παρόντες. Η ευχή προκαλεί την θεαρχική αγαθότητα, για να συγχωρηθούν στο νεκρό όλα όσα έπραξε από ανθρώπινη αδυναμία και να καταταχθεί μέσα στο φως, στη χώρα όσων ζουν αληθινά, στους κόλπους του Αβραάμ, του Ισαάκ και του Ιακώβ, στον τόπο όπου απουσιάζει η οδύνη, η λύπη και ο στεναγμός» (τ. Α΄, κεφ. Ζ΄, παρ. 4). Έχουμε προσευχή να συγχωρεθούν αμαρτήματα μετά την κοίμηση του πιστού.
            Αποστολικές Διαταγές:
            (Βιβλίο Η΄, κεφ. μα΄): «υπέρ του αναπαυσαμένου εν Χριστώ αδελφού ημών δεηθώμεν, όπως ο φιλάνθρωπος Θεός, ο προσδεξάμενος αυτού την ψυχήν, παρίδη αυτώ παν αμάρτημα εκούσιό τε και ακούσιον….. Αυτός και νυν έπιδε επί τον δούλον σου τον δε…..».
            (Βιβλ. Η΄, κεφ. μβ΄): «Επιτελείσθω δε τα τρίτα των κεκοιμημένων εν ψαλμοίς και αναγνώσεσι και προσευχαίς δια τον δια τριών ημερών εγερθέντα και ένατα εις υπόμνησιν των περιόντων και των κεκοιμημένων και τεσσαράκοντα κατά τον παλαιόν τύπον, Μωυσήν γαρ ούτως ο λαός επένθησε και ενιαύσια υπέρ μνείας αυτού και διδότω εκ των υπαρχόντων αυτού πένησιν εις ανάμνησιν αυτού». Δεν αναφέρει βέβαια «διδότω ιερεύσι»
            (Βιβλ. Η΄, κεφ. μγ΄): «Ταύτα δε περί ευσεβών λέγομεν, περί γαρ ασεβών, εάν τα του κόσμου δως πένησιν ουδέν ονήσεις αυτόν…..».
            (Βιβλ. Η΄, κεφ. μδ΄): «εν δε ταις μνείαις αυτών καλούμενοι μετά ευταξίας εστιάσθε και φόβου Θεού, ως δυνάμενοι και πρεσβεύειν υπέρ των μεταστάντων».
            Το βιβλίο των Αποστολικών Διαταγών υπάρχει στον Κανόνα πε’  των αγίων Αποστόλων και στον ξ΄ κανόνα της Συνόδου της Λαοδίκειας. Ο κανόνας του Μ. Αθανασίου δεν περιλαμβάνει το βιβλίο αυτό, αλλά ούτε και ο λβ΄ κανόνας της Συνόδου της Καρθαγένης.
            Τελικά ο ξη΄ Κανόνας της Πενθέκτης Οικ. Συνόδου (691) παρουσιάζει την τελική και επικυρωμένη απόφαση με οικουμενικό κύρος. Δέχεται όλους τους παραπάνω κανόνες ως ορθούς, δηλ. και των αγίων Αποστόλων, όπου υπάρχει το βιβλίο των Αποστολικών Διαταγών, αλλά και της Καρθαγένης, όπου δεν υπάρχει!
            Ο άγιος Νικόδημος αγιορείτης αναφέρει για τις Διαταγές των Αποστόλων: «Και νυν καθώς ευρίσκονται τετυπωμέναι, δεν μοι φαίνεται να έχουν κανένα νόθον ή άτοπον» (Πηδάλιο, σελ. 117).
            Ιάκωβος αδελφόθεος (Λειτουργία):
            «Μνήσθητι Κύριε ο Θεός των πνευμάτων και πάσης σαρκός ων εμνήσθημεν και ων ουκ εμνήσθημεν Ορθοδόξων, εκεί αυτούς ανάπαυσον, εν χώρα ζώντων εν τη βασιλεία Σου, εν τη τρυφή του Παραδείσου, εν τοις κόλποις Αβραάμ, Ισαάκ και Ιακώβ, των Πατέρων ημών, ένθα απέδρα οδύνη και στεναγμός, ένθα επισκοπεί το φως του προσώπου Σου και καταλάμπει δια παντός….. εις εξιλασμόν των ημετέρων πλημμελημάτων και των του λαού αγνοημάτων, και εις ανάπαυσιν των προκεκοιμημένων ψυχών».
            Μάρκος απόστολος (Λειτουργία):
            «Και τούτων και πάντων τας ψυχάς ανάπαυσον, Δέσποτα….. Αυτός μεν ουν τας ψυχάς ανάπαυσον, Κύριε, και βασιλείας Ουρανών αξίωσον….. και ων εν τη σήμερον την υπόμνησιν ποιούμεθα».
            Πέτρος απόστολος (Λειτουργία):
            «Υπέρ ελπίδος και σωτηρίας και ρύσεως αυτών. Σοι αποδιδόντων τας ευχάς αυτών τω αιωνίω, ζώντι και αληθινώ Θεώ, τη ζωή και αναστάσει αυτών…..».
            Κλήμης Ρώμης (Λειτουργία):
            «Έτι δεόμεθά Σου, Κύριε….. των απ’ αιώνος Σοι ευαρεστησάντων Αγίων, Πατριαρχών, Προφητών….. Παρθένων, λαϊκών, και πάντων, ων αυτός επίστασαι τα ονόματα».
            Μ. Βασιλείου (Λειτουργία):
            «Του αγίου Ιωάννου Προδρόμου και Βαπτιστού, των αγίων ενδόξων και πανευφήμων Αποστόλων, και πάντων Σου των Αγίων, ων ταις ικεσίαις επίσκεψαι ημάς ο Θεός, και μνήσθητι πάντων των κεκοιμημένων επ’ ελπίδι αναστάσεως ζωής αιωνίου, και ανάπαυσον αυτούς όπου επισκοπεί το φως του προσώπου Σου».
            Τερτυλλιανός (De corona militis c. 3):
            «Ποιούμεν θυσίας και δεήσεις υπέρ των κεκοιμημένων, ποιούμεν ιδίως εν τη επετείω ημέρα των γενεθλίων».
            Ωριγένης (Εις Ρωμαίους, βιβλίο θ΄, 12):
            «ότι δίκαιον εστί και ωφέλιμον το ποιείν εν δημοσίαις προσευχαίς Μνημόσυνα υπέρ των αγίων».
            Κυπριανός Καρθαγένης (επιστολή 37).
            Βεβαιώνεται, ότι τα χρόνια αυτά οι Χριστιανοί θεωρούσαν αναπόφευκτο καθήκον να προσφέρουν θυσίες και να δέονται υπέρ των Μαρτύρων.
            Γρηγόριος Θεολόγος (επιτάφιος εις Καισάριον):
            «Ηκούσθη, φησί, κήρυγμα πάσης ακοής άξιον, και μητρός πάθος κενούται δι’ υποσχέσεως καλής και οσίας δούναι τα πάντα τω παιδί τον εκείνου πλούτον υπέρ εκείνου δώρον επιτάφιον….. τα μεν ουν παρ’ ημών τοιαύτα και τα μεν αποδεδώκαμε, τα δε δώσομεν τας δι’ έτους προσφέροντες τιμάς τε και μνήμας, οίγε τω βίω περιλειπόμενοι».
            Γρηγορίου Θεολόγου (Λειτουργία):
            «Χάρισαι τω λαώ σου την ομόνοιαν….. των κεκοιμημένων μνήσθητι…..».
            Κύριλλος Ιεροσολύμων (Θεία Μυσταγωγία, περί της μνήμης των κεκοιμημένων, Κατήχηση Ε΄ 9):
            «Είτα δεόμεθα και υπέρ των προκεκοιμημένων αγίων Πατέρων και Επισκόπων και πάντων απλώς των εν ημίν προκεκοιμημένων μεγίστην όνησιν πιστεύοντες έσεσθαι ταις ψυχαίς, υπέρ ων η δέησις αναφέρεται της αγίας και φρικωδεστάτης προκειμένης θυσίας….. οίδα γαρ πολλούς τούτο λέγοντας, τι ωφελείται ψυχή μετά αμαρτημάτων απαλλασσομένη τούδε του κόσμου, ή ου μετά αμαρτημάτων, εάν επί της προσευχής μνημονεύηται;….. τον αυτόν τρόπον και ημείς υπέρ των κεκοιμημένων αυτώ τας δεήσεις προσφέροντες, καν αμαρτωλοί ώσιν ου στέφανον πλέκομεν, αλλά Χριστόν εσφαγιασμένον υπέρ των ημετέρων αμαρτημάτων προσφέρομεν, εξιλεούμενοι υπέρ ημών και αυτόν φιλάνθρωπον».
            Αμβρόσιος Μεδιολάνων (De obitu Valentiniani n. LVI. De obitu Theodosii n. III. De excessu fratris sui Satyri in fine):
            «Προς Σε αναφέρομαι, Παντοδύναμε Κύριε, και Σοι συνιστώ ταύτην την αθώαν ψυχήν και υπέρ αυτής την εμήν προσφοράν προσφέρω Σοι, ω γένου ίλεως και ευμενής, δέξαι την προσφοράν του αδελφού και την θυσίαν του ιερέως».
            Επιφάνιος Κύπρου (Κατά αιρέσεων, κατά Αρείου αίρεσις, οε΄):
            «….. ωφελεί δε και η υπέρ αυτών γενομένη ευχή, ει και τα όλα των αιτημάτων μη αποκόπτοι, αλλ’ ουν γε δια το πολλάκις εν κόσμω σφάλλεσθαι ακουσίως τε και εκουσίως, ίνα το εντελέστερον σημανθή. Και γαρ δικαίων μνήμην και υπέρ αμαρτωλών. Υπέρ μεν αμαρτωλών υπέρ ελέους Θεού δεόμενοι, υπέρ δε δικαίων….. ότι αναγκαίως η Εκκλησία τούτο ποιεί (μέμνηται των κεκοιμημένων εν ταις λειτουργίαις) παράδοσιν λαβούσα παρά των Πατέρων…..».
            Αυγουστίνος Ιππώνος (De cura pro mortuis).
            Στο βιβλίο αυτό περί των τελουμένων λειτουργιών υπέρ των κεκοιμημένων αποδεικνύει την από της αρχής του Χριστιανισμού συνήθεια της Εκκλησίας να εύχεται και να προσφέρει θυσίες επί του ιερού θυσιαστηρίου υπέρ των κεκοιμημένων, την οποίαν αποδίδει σε άμεση Αποστολική παράδοση.
            Ιω. Χρυσόστομος (ερμηνεία προς Φιλιππησίους και Γαλάτας):
            «ει γαρ οι Έλληνες, φησί, συγκατακαίουσι τοις απελθούσι τα εαυτών, πόσσω γε μάλλον σε τον πιστόν συμπαραπέμψαι δει τω πιστώ τα οικεία, ουχ ίνα τέφρα γένωνται, καθά εκείνα και ταύτα, αλλ’ ίνα μείζονα τούτω περιβάλης την δόξαν και ει μεν αμαρτωλός ο τεθνηκώς η, ίνα τα αμαρτήματα λύση, ει δε δίκαιος, ίνα προσθήκη γένηται μισθού και ανταποδόσεως….. Επινοήσωμεν, φησί, τοις απελθούσιν, δώμεν αυτοίς την προσούσαν βοήθειαν, ελεημοσύνας, λέγω, και προσφοράς, και φέρει τούτοις πολλήν το πράγμα την όνησιν, και μέγα το κέρδος και την ωφέλειαν. Ου γαρ εική και ως έτυχε ταύτα νενομοθέτηται, και τη του Θεού Εκκλησία υπό των αυτού πανσόφων μαθητών παραδέδοται. Φημί δη το επί των φρικτών μυστηρίων ευχήν ποιείσθαι τον ιερέα υπέρ των εν πίστει κεκοιμημένων, ει μη ίσασιν αυτοίς πολύ το κέρδος εκ τούτου και πολλήν την ωφέλειαν. Είτα συν τούτοις ο πάνσοφος αύθις Νυσσαέων Γρηγόριος ούτω φησίν, ουδέ αλογίστως ουδέ ακερδώς υπό των του Χριστού κηρύκων και μαθητών παραδέδοται και εν τη του Θεού πανταχού εκκλησία διακεκράτηται, αλλά το πράγμα επωφελές και θεάρεστον, το μνήμην δηλονότι ποιείν επί της θείας και παμφαούς μυσταγωγίας των εν ορθή τη πίστει κεκοιμημένων…..». Ουδαμού αναφέρεται χρηματισμός δια το μνημόσυνο.
            Αναστάσιος Γ΄ Αντιοχείας (609, άγιος, κβ΄ ερώτηση):
            «Ποία αμαρτήματα συγχωρούνται μετά θάνατον δια λειτουργιών και ευχών και ελεημοσυνών των γινομένων υπέρ των κοιμηθέντων;». Λέγει, ότι μεγάλης ωφελείας εισί πρόξενα τα Μνημόσυνα τοις απεχομένοις πιστοίς.
            Άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός (Περί των εν πίστει κεκοιμημένων, τ. Α΄, σελ. 585-595):
            «Ίδατε γαρ τι φησίν η θεία Γραφή. «Ως Ιούδας ο Μακκαβαίος εν τη Σιών τη πόλει του Βασιλέως του Μεγάλου, υπηνίκα τεθανατωμένον είδε τον υπ’ αυτόν λαόν υπό αλλοφύλων εχθρών, ερευνήσας αυτών τους κόλπους και τούτων ένδοθεν ευρών ειδωλεία, εξιλασμόν αυτίκα υπέρ εκάστου τούτων προς τον οίκτον έτοιμον Κύριον προσενήνοχε, πανσεβώς ποιήσας και φιλαδέλφως λίαν….. οι τον του κόσμου γύρον ζωγρήσαντες μαθηταί του Σωτήρος και θείοι Απόστολοι, επί των φρικτών και αχράντων και ζωοποιών μυστηρίων μνήμην ποιείσθαι των πιστώς κοιμηθέντων εθέσπισαν…..». 
            Επίσης του ιδίου:
            «αν δεν το ήθελε ο Θεός, δεν θα μας έδινε το δικαίωμα να μνημονεύουμε τους πεθαμένους στη θεία Λειτουργία, να κάνουμε τα μνημόσυνα και τις άλλες τελετές στις τρεις ημέρες, στις εννέα, στις σαράντα, στο χρόνο. Πρακτική την οποίαν αποδέχεται στο σύνολό της η καθολική και αποστολική Εκκλησία και εφαρμόζει ο πιστός λαός του Θεού χωρίς καμμιά επιφύλαξη ή αμφισβήτηση. Αλλιώς, αν δηλ. αυτά ήταν μια κοροϊδία χωρίς κανένα όφελος, σε κάποιον από τους θεοφόρους αγίους Πατέρες θα ερχόταν η φώτηση να σταματήσει την πλάνη. Κανένας όμως, ούτε καν δικίμασε ποτέ να τα εξαλείψει. Και επί πλέον μάλιστα τα επικύρωσαν με την καθημερινή πράξη, τα επαύξησαν και πρόσθεσαν και καινούργια στοιχεία» (Περί των εν πίστει κεκοιμημένων, ΕΠΕ 4 175-177).
            Πενταπόλεως άγιος Νεκτάριος (Περί αθανασίας της ψυχής και ιερών μνημοσύνων, σελ. 120):
            «Γρηγόριος ουν ο Διάλογος ο της πρεσβυτέρας Ρώμης επίσκοπος, ανήρ, ως ίσασιν πάντες, εν αγιωσύνη και γνώσει εξάκουστος, ω, φασί, λειτουργούντι ουράνιος συνελειτούργει και θείος άγγελος. Ούτος ποτέ ανά την λίθινον πορείαν ποιούμενος, και στας εξεπίτηδες, ευχήν κραταιάν προς τον φιλόψυχον Κύριον υπέρ συγχωρήσεως αμαρτιών Τραϊανού του βασιλέως πεποίηκεν, ος παραυτίκα φωνής θεόθεν ενεχθείσης αυτώ επακήκοε τάδε φησάσης. Της ευχής σου, φησίν, επήκουσα και συγγνώμην Τραϊανώ δίδωμι, συ δε μηκέτι προσθής υπέρ ασεβών ευχάς προσενέγκαι μοι». Εδώ έχουμε συγχώρηση του ειδωλολάτρη αυτοκράτορα Τραϊανού, ο οποίος αποκεφάλισε ο ίδιος τον άγιο Ιγνάτιο Αντιοχείας!
            Επίσης για τον Μ. Αθανάσιο αναφέρει (σελ. 121):
            «Αθανάσιος αύθις ο πάνυ, εν τω εις κοιμηθέντας αυτού παναρμονίω λόγω, τάδε φησίν. Ότι καν εις αέρα ο εν ευσεβεία τελειωθείς κατατεθή, μη απαναίνου έλαιον και κηρούς, Χριστόν τον Θεόν επικαλεσάμενος, εν τω τάφω προσάψαι, δεκτά γαρ ταύτα τω Θεώ και πολλήν εξ αυτού φέροντα την αντίδοσιν. Το γαρ έλαιον και ο κηρός, ολοκαύτωσις, η δε γε θεία και αναίμακτος θυσία εξιλασμός, η δε προς τους πένητας ευποιϊα, προσθήκη πάσης αγαθής αντιδόσεως». Χρήματα στους πένητες και όχι στους ιερείς.
            Περί δε του αγίου Διονυσίου Αρεοπαγίτη αναφέρει:
            «Ο δε θείος Διονύσιος εν κεφ. ζ΄ (Περί εκκλ. ιεραρχίας, τ. Α΄ κεφ. ζ΄, σελ. 152) περί των επί τοις κεκοιμημένοις τελουμένων λέγει: «Είτα προσελθών ο θείος ιεράρχης, ευχήν ιεράν επί τω κεκοιμημένω ποιείται. Η μεν ουν ευχή της θεαρχικής αγαθότητος δείται, πάντα μεν αφείναι τα δι’ ανθρωπίνην ασθένειαν ημαρτημένα τω κεκοιμημένω, κατατάξαι δε αυτόν εν φωτί και χώρα ζώντων, εν κόλποις Αβραάμ και Ισαάκ, και Ιακώβ, εν τόπω, ου απέδρα οδύνη και λύπη και στεναγμός».