Πέμπτη 16 Απριλίου 2009

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΡΩΣΩΝ ΠΑΛΑΙΟΠΙΣΤΩΝ

Καθηγητοῦ Ἀντωνίου Μάρκου







Προλεγόμενα

Τό θέμα τῶν Ρώσων Παλαιοπίστων μελετᾶται ἀπό τόν γράφοντα ἀπό ἐτῶν, στά πλαίσια τῶν ἐρευνητικῶν ἐργασιῶν τοῦ Κέντρου Ἁγιολογικῶν Μελετῶν «Ὅσιος Συμεών ὁ Μεταφραστής» ἐπί τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας. Τά ἀποτελέσματα τῶν ἐργασιῶν αὐτῶν καί τῆς μελέτης ἐξαιρετικῶς ἐκτεταμένης βιβλιογραφίας, περιλαμβάνονται σέ τρία ἀνεξάρτητα μέν μεταξύ τους κείμενα, πλήν ἀλληλένδετα λόγῳ τοῦ κοινοῦ θέματος τό ὁποῖο διαπραγματεύονται. Τά κείμενα αὐτά – πρός τό παρόν τύποις ἀνέκδοτα, πλήν διαθέσιμα σέ ἡλετρονική μορφή - εἶναι τά ἀκόλουθα:

· «Εἰσαγωγή στήν Ἱστορία τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας» (σσ. 150).
· «Ρωσική Πολιτική καί Ἐκκλησιαστική Ἡγεσία» (σσ. 145).
· «Ἡ Ρωσική Ἐκκλησία τῶν Κατακομβῶν καί οἱ Ρώσοι Νεομάρτυρες» (σσ. 240).

Τό παρόν κείμενο περί τῶν Ρώσων Παλαιοπίστων ἀποτελεῖ βελτιωμένη μορφή εἰσηγήσεως, κατόπιν ἀναθέσεως, ἐνώπιον τῆς ὑπό τόν Σεβ. Μητροπ. Μεσογαίας καί Λαυρεωτικῆς κ. Κήρυκο Ἱερᾶς Μητροπολιτικῆς Συνόδου τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, παρουσίᾳ καί τοῦ Σεβ. Μητροπ. Κιτίου καί Ἐξάρχου Κύπρου κ. Παρθενίου, τῆς Δευτέρας 14ης/27ης Ὀκτωβρίου τ. ἔ. 2008, κατά τήν ὁποία ἔγινε δεκτός σέ ἀκρόαση ὁ Μακ. Πατριάρχης Μόσχας καί πάσης Ρωσίας κ. Ἀλέξανδρος, Προκαθήμενος τῆς Ρωσικῆς Παλαιορθοδόξου Ἐκκλησίας (τῆς Ἱεραρχίας Νοβοζιμπνόβσκαγια).

Τό παρόν κείμενο δέν ἐξαντλεῖ τό θέμα, διότι μόλις μετά τήν πτώση τοῦ Σοβιετικοῦ καθεστώτος (1989) οἱ Παλαιόπιστοι ἀπολαμβάνουν ἐλευθερίας καί εἰρήνης καί εἶναι σέ θέση νά παρουσιάσουν τίς θέσεις τους, νά γράψουν τήν δική τους ἐκδοχή τῆς θλιβερῆς ἱστορίας τοῦ Σχίσματος τοῦ 1653. Τό κείμενο πάντως ἀποτελεῖ βοήθημα γιά τόν ἐνδιαφερόμενο καί τόν ἐρευνητή καί διαπραγματεύεται τό θέμα μέ κάθε δυνατή ἀντικειμενικότητα.

Τό Σχίσμα στή Ρωσική Ἐκκλησία τοῦ ἔτους 1653
Τό Σχίσμα τοῦ 1653 στή Ρωσική Ἐκκλησία, ἄλλως Σχίσμα τῶν Παλαιοπίστων, παρ' ὅλο τόν θρησκευτικό του χαρακτήρα, εἶχε - παραδόξως - ἀρχή καθαρά πολιτική. Ἦταν συνέπεια τῆς τάσεως ἐπιστροφῆς στίς Βυζαντινές ρίζες τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησιαστικῆς Παραδόσεως, ἡ ὁποία ἄρχισε μέ τήν ἄνοδο στό Ρωσικό Θρόνο τῆς Δυναστείας τῶν Ρωμανώφ (1613) καί ἡ ὁποία τάση προκάλεσε σοβαρή φιλονικεία σχετικά μέ τήν αὐθεντία ἤ μή τῆς Ρωσικῆς Ὀρθοδοξίας. Πίσω ἀπό τά ἐξωτερικά αἴτια, τίς μεταρρυθμίσεις - δηλαδή - γιά τήν προσαρμογή τοῦ Ρωσικοῦ Τυπικοῦ μέ ἐκεῖνο τῶν πρεσβυγενῶν Ἐκκλησιῶν τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολῆς καί τίς διορθώσεις τῶν λειτουργικῶν βιβλίων - ὑπῆρχε τό καυτό ἐρώτημα, ἄν ἡ Ρωσική Ὀρθοδοξία εἶχε τό δικαίωμα νά ἐνεργεῖ σάν μοναδικός ἀρχηγός τῆς Ὀρθοδοξίας – σύμφωνα μέ τήν Θεωρία τῆς Τρίτης Ρώμης - ἤ ἄν ὁ ρόλος της ἦταν ρόλος συνεργάτη τῆς Δεύτερης Ρώμης – Κωνστα-ντινουπόλεως καί μάλιστα δευτερευούσης σημασίας.

Ἡ θεωρία τῆς Τρίτης Ρώμης
Ἡ Θεωρία τῆς Τρίτης Ρώμης ἐμφανίσθηκε ὅταν ἐπιτεύχθηκε ἡ ἀπελευθέρωση τῆς Ρωσίας ἀπό τήν Ταταρική Κατοχή καί ἡ συνένωση τῶν περισσοτέρων Ρωσικῶν Ἡγεμονιῶν κάτω ἀπό τήν Ἡγεμονία τῆς Μόσχας, γεγονότα πού ὑπέθαλψαν τόν Ρωσικό σωβινισμό, πολιτικό καί ἐκκλησιαστικό.
Μέχρι τόν 15ο αἰ. οἱ Ρῶσοι θεωροῦσαν τήν ΚΠόλη σάν παγκόσμιο κέντρο τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἡ προδοσία, ὅμως, τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως ἀπό τόν Βυζαντινό Αὐτοκράτορα καί τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη, κατά τήν ἑνωτική Σύνοδο Φερράρας - Φλωρεντίας (1439), προκάλεσε σοβαρή ἀναταραχή στή Ρωσία, ἡ ὁποία - ἐκτός ἀπό τήν ἀποκήρυξη τοῦ Λατινόφρονος Μητροπ. Ρωσίας Ἰσιδώρου - εἶχε καί ἄλλες σοβαρές συνέπειες. Ἡ Ἅλωση τῆς ΚΠόλεως ἀπό τούς Τούρκους (1453), θεωρήθηκε ἀπό τούς Ρώσους Ὀρθοδόξους σάν θεία τιμωρία καί ἡ Μόσχα - μόνη πλέον Χριστιανική πρωτεύουσα στήν Ἀνατολή - θεωρήθηκε διάδοχος τῆς ΚΠόλεως. Μάλιστα, μετά τόν γάμο τοῦ Μεγ. Ἡγεμόνα τῆς Μόσχας Ἰωάννη Γ' Βασίλιεβιτς (1462 – 1505) μέ τήν ἀνηψιά τοῦ τελευταίου Βυζαντινοῦ Αὐτοκράτορα Κωνσταντίνου ΙΑ’ Παλαιολόγου (+ 1453), τήν Ζωή - Σοφία Παλαιολογίνα (τό 1472), οἱ Ρῶσοι Ἡγεμόνες θεωροῦσαν τούς ἑαυτούς τους καί θεωροῦνταν ἀπό τούς ὑπηκόους τους νόμιμοι κληρονόμοι - διάδοχοι τῶν Βυζαντινῶν Αὐτοκρατόρων. Ἐπικράτησε, λοιπόν, ἡ ἰδέα, ὅτι ἡ Μόσχα ἦταν διάδοχος τῆς ΚΠόλεως καί εἶχε ὁρισθεῖ ἀπό τόν Θεό συνεχιστής τοῦ ἔργου της, τῆς διατηρήσεως - δηλαδή - προστασίας καί διαδώσεως τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως. Εἶναι χαρακτηριστικό, ὅτι ὁ Μητροπολίτης Ρωσίας Ζωσιμᾶς (1490 - 1494), ἀποκαλοῦσε τόν Μεγ. Ἡγεμόνα Ἰωάννη Γ' "νέο Αὐτοκράτορα Κωνσταντῖνο τῆς Νέας Κωνσταντινουπόλεως"!
Ἡ θεωρία τῆς Μόσχας - Τρίτης Ρώμης διατυπώθηκε ἀπό τόν Μοναχό Φιλόθεο, ἕνα τῶν λογίων Γερόντων τῆς Μονῆς τῶν Σπηλαίων τοῦ Πσκώφ, σέ ἐπιστολή του πρός τόν Μεγ. Ἡγεμόνα τῆς Μόσχας Βασίλειο Γ' Ἰβάνοβιτς (1505 -1533), γιό τοῦ Ἰωάννη Γ’ καί τῆς Ζωῆς – Σοφίας Παλαιολογίνας, τό 1510 - 11. " Ἡ Ἐκκλησία τῆς παλαιᾶς Ρώμης - ἔγραφε - ἔπεσε ἐξ αἰτίας τῆς αἱρεσεώς της, οἱ πύλες τῆς δεύτερης Ρώμης, τῆς Κωνσταντινούπολης, πελεκήθηκαν ἀπό τά τσεκούρια τῶν ἀπίστων Τούρκων, ἀλλά ἡ Ἐκκλησία τῆς Μόσχας, ἡ Ἐκκλησία τῆς Νέας Ρώμης, φωτίζει λαμπρότερα ἀπό τόν ἥλιο ὁλόκληρο τό σύμπαν. Εἶσαι ὁ παγκόσμιος Ἡγέτης ὅλων τῶν Χριστιανῶν. Νά κρατᾶς τά ἡνία μέ δέος πρός τόν Θεό. Φοβοῦ Αὐτόν πού σοῦ τά ἐμπιστεύθηκε. Δύο Ρῶμες ἔχουν πέσει, ἀλλά ἡ τρίτη στέκει σταθερά. Τέταρτη δέν πρόκειται νά ὑπάρξει. Τό Χριστιανικό σου βασίλειο δέν θά δοθεῖ σέ ἄλλον" (N. Zernov, «Οἱ Ρώσοι καί ἡ Ἐκκλησία τους», σελ. 58. Βλ. ἀκόμη V. Malinin, "Starets Eleazarova Monastyria Filofei i ego poslaniia", Κίεβο 1901, K. Medlin, "Moscow and East Rome", 1952 καί H. Schaeder, "Moskav das Dritte Rom", 1929).
Ἡ Θεωρία τῆς Τρίτης Ρώμης ἐνισχύθηκε ἀκόμη περισσότερο μέ τήν στέψη τοῦ Μεγ. Ἡγεμόνα τῆς Μόσχας Ἰωάννη Δ’ τοῦ Τρομεροῦ (1547 – 1584) σέ Τσάρο (παραφθορά τοῦ Καίσαρ) πασῶν τῶν Ρωσιῶν, δηλαδή Αὐτοκράτορα, ἀπό τόν Μητροπ. Μόσχας ἅγ. Μακάριο (1442 – 1463). Τήν πράξη αὐτή ἀναγνώρισε - σιμωνιακά, κατά τόν Γάλλο Ἀκαδημαϊκό Ἀνρύ Τρουαγιά - τό 1561 ὁ Πατριάρχης ΚΠόλεως Ἰωάσαφ. Ἡ Θεωρία τῆς Τρίτης Ρώμης κορυφώθηκε μέ τήν ἀνακήρυξη τοῦ Ρωσικοῦ Πατριαρχείου, τό 1589.
Γιά τήν ἐνίσχυση τῆς θεωρίας αὐτῆς κυκλοφόρησαν παραδόσεις ἀναλόγου πνεύματος. Μία ἀπό αὐτές ἀφορᾶ τήν Εὕρεση τῆς Παναγίας τοῦ Τιχβίν. Ἡ Εἰκόνα αὐτή κατά τήν παράδοση ἦταν ἔργο τοῦ Εὐαγγελιστή Λουκᾶ καί διασώθηκε στήν Ἀντιόχεια μαζί μέ τό Βιβλίο τῶν Πράξεων, ἀπ' ὅπου μεταφέρθηκε στήν ΚΠολη - τόν 5ο αἰ. - καί κατατέθηκε στόν περίφημο Ναό τῶν Βλαχερνῶν. Τό 1383 μέ τρόπο παράδοξο "χάθηκε" ἀπό τήν Βασιλεύουσσα καί βρέθηκε στή Ρωσία - στίς ὄχθες τῆς Λίμνης Λαντόγκας, κοντά στό χωριό Τιχβίν - ὅπου κτίσθηκε Ναός καί δημιουργήθηκε Μονή. (Κατά τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1917 ἡ Εἰκόνα διαφυλάχθηκε ἀπό πιστούς, μαζί μέ τά πολύτιμα ἀφιερώματά Της· τό 1943 φυγαδεύθηκε στίς Η.Π.Α. ἀπό τόν Ἀρχιεπίσκοπο Ρίγας Ἰωάννη Garkilavs καί κατατέθηκε στό Ρωσικό Ναό τοῦ ἁγ. Παντελεήμονος Argo Σικάγου· τό 2004 ἐπιστράφηκε ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Ἀμερικῆς (Metropolia) στό Πατριαρχεῖο Μόσχας καί κατατέθηκε στή Μονή τοῦ Τιχβίν, ἡ ὁποία ἐπαναλειτούργησε).
Ἄλλη παράδοση ἀφορᾶ τήν λευκή μίτρα (belui klobuk, ἀκριβέστερα λευκοῦ ἐπανωκαλύμμαυχου), ἡ ὁποία ἀποτελεῖ Σαβική ἐκδοχή τῆς λεγόμενης ψευδο - Κωνσταντίνιου δωρεᾶς. Σύμφωνα μέ ἕνα ἔργο τοῦ 1495 μέ τόν τίτλο «Ἱστορία τοῦ λευκοῦ ράσου», ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος ἔστειλε ἕνα λευκό ράσο στόν Πάπα Ρώμης ἅγ. Σίλβεστρο (+ 335), σάν σύμβολο τῆς εἰδικῆς ἐξουσίας του στήν Ἐκκλησία. Ἀργότερα ἕνας ἄλλος Πάπας τό ἐπέστρεψε στήν ΚΠολη, ἀπό ὅπου ὁ Πατριάρχης ἅγ. Φιλόθεος ὁ Κόκκινος τό παραχώρησε στόν Ἀρχιεπίσκοπο Νόβγκοροντ Βασίλειο, τόν 14ο αἰ. Ἡ παράδοση αὐτή προέρχεται ἀπό τήν γνωστή ἱστορική πλαστογραφία τοῦ 8ου αἰ. πού εἶναι γνωστή σάν «Κωνσταντίνεια Δωρεά», κατά τήν ὁποία ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος μεταφέροντας τήν Ρωμαϊκή πρωτεύουσα στήν Ἀνατολή, ἄφησε στόν Πάπα τήν πολιτική διακυβέρνηση τῆς Δύσεως, ἐνδεικτική τῆς ὁποίας ἦταν τό λευκό ράσο!
Ὁ πρῶτος πού χρησμοποίησε τήν λευκή μίτρα ἦταν ὁ Μητροπ. Ρωσίας ἅγ. Μακάριος (1442 – 1463). (Ἡ λευκή μίτρα - ἐπανωκαλύμμαυχο, σέ καμπύλη μορφή, ἀποτελεῖ σήμερα διακριτικό τοῦ Πατριάρχη Μόσχας· ἴδιου σχήματος, ἀλλά μαύρου χρώματος, εἶναι τό διακριτικό κάλυμμα τοῦ Καθολικοῦ - Πατριάρχη τῆς Γεωργίας· λευκό ἐπανωκαλύμμαυχο φέρουν ἐπίσης ὅλοι οἱ Μητροπολίτες τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας καί οἱ Προκαθήμενοι τῶν Σλαβικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν· στήν περίπτωση τοῦ Πατριάρχη Ρουμανίας, τό λευκό ἐπανωκαλύμμαυχο ἐπεκτάθηκε καί ἔγινε λευκό ράσο).
Οἱ ἐπιπτώσεις τῆς θεωρίας αὐτῆς στή γενικώτερη ἐκκλησιαστική ζωή τῆς Ἀνατολῆς ὑπῆρξαν σημαντικές. Στό ὄνομα αὐτῆς τῆς θεωρίας ἡ Ρωσική Ἐκκλησία σέ πολλές περιπτώσεις ὑπῆρξε ὄργανο στήν ὑπηρεσία τῆς κρατικῆς πολιτικῆς (Κ. Σαρδελῆ, "Θεοφάνης ὁ Ἕλληνας", σελ. 80). Ἡ θεωρία αὐτή, ὅπως παρατηρεῖ ὁ Ρῶσος διανοούμενος Παῦλος Evdokimov, "μετέβαλε τόν οἰκουμενικό μεσσιανισμό τοῦ Βυζαντίου σέ ἐθνικό μεσσιανισμό καί ἔπνιξε τήν οἰκουμενικότητα τῆς Ὀρθοδοξίας στά ὕδατα τοῦ Ρωσικοῦ σωβινισμοῦ" (P. Evdokimov, "Ἡ Ὀρθοδοξία", μετάφραση Τ. Μουρτζόπουλου, σελ. 57). Ὁ δέ Ρώσος Μυστικός Θεολόγος, Ποιητής και Φιλόσοφος Βλαδίμηρος Σολόβιεφ (1853 – 1900) τήν χαρακτηρίζει σάν «ἕνα Προτεσταντισμό ἐθνικῆς παράδοσης». (Βλ. γενικά Nicholas Zernov, “Moscow, the Trird Rome”, 1937).

Ἡ Ρωσική κοινωνία στίς παραμονές τοῦ Σχίσματος
Ἡ θεωρία τῆς Τρίτης Ρώμης- ἡ ὁποία, πρέπει νά σημειωθεῖ, ἦταν κοινή πίστη ὅλων τῶν Ρώσων τοῦ 17ου αἰ. - βρῆκε τήν τέλεια ἔκφρασή της σέ μία κίνηση τοῦ ἐφημεριακοῦ Κλήρου, ἡ ὁποία ἄρχισε κατά τήν βασιλεία τοῦ Τσάρου Ἀλεξίου (1645 - 1678). Σκοπός τῆς "Κινήσεως τῶν Ζηλωτῶν τῆς Εὐσεβείας" - τήν ὁποία ἀποτελοῦσαν Κληρικοί μέ παρρησία στή στηλίτευση τῶν κοινωνικῶν πληγῶν - ἦταν ἡ πνευματική ἀναγέννηση τοῦ Ρωσικοῦ λαοῦ, ὥστε νά μπορέσει νά ἀνταποκριθεῖ στή μεγάλη ἀποστολή τῆς Ρωσίας, στήν διατήρηση – δηλαδή – καί διάδοση τῆς Ὀρθοδοξίας στόν κόσμο.
Γύρω ἀπό τόν ἡγέτη τῆς Κινήσεως Πρωθιερέα Στέφανο Βονιφάτιεφ (Πνευματικό τοῦ Τσάρου, Προϊστάμενο τοῦ Καθεδρικοῦ Ναοῦ Εὐαγγ. Θεοτόκου Κρεμλίνου), εἶχαν συσπειρωθεῖ ὁ Ἐπίσκοπος Κολόμνας Παῦλος, ὁ Ἀρχιμανδρίτης καί ἔπειτα Πατριάρχης Νίκων, οἱ Πρωθιερεῖς Ἰωάννης Νερόνωφ (Προϊστάμενος τοῦ Καθεδρικοῦ Ναοῦ τῆς Παναγίας τοῦ Καζάν Μόσχας), Ἀββακούμ, Δανιήλ τῆς Κοστρόμα, Λογγῖνος τοῦ Μούρωμ, Δανιήλ τοῦ Τεμνικώφ, ὁ Ἱερέας Λάζαρος, ὁ Αὐλικός Θεόδωρος Ρτίτσεφ κ.ἄ. προσωπικότητες.
Ὁ Πρωθιερεύς Ἰωάννης Νερόνωφ (1591 - 1670), ἧταν Ἱερέας στήν περιοχή τοῦ Νίζνι Νόβγκοροντ. Τό 1632 ἔπεσε στή δυσμένεια τοῦ Τσάρου Μιχαήλ, ἐπειδή ἐπέκρινε τήν εἰσαγωγή ξένων συμβούλων στό Ρωσικό Κράτος. Ὅταν ἀνέβηκε στό Θρόνο ὁ Τσάρος Ἀλέξιος (1645) ἀποκαταστάθηκε καί διορίσθηκε Προϊστάμενος τοῦ Καθεδρικοῦ Ναοῦ τῆς Παναγίας τοῦ Καζάν στή Μόσχα. Τό 1650 ἔπεσε πάλι σέ δυσμένεια, διότι ἐπέκρινε τήν εἰσαγωγή στή διοίκηση λογίων ἀπό τό Κίεβο καί τό 1653 ἐξορίστηκε γιά τήν ἀντίδρασή του πρός τό πρόσωπο καί τίς μεταρρυθμίσεις τοῦ Πατριάρχη Νίκωνα. Τό 1655 ἐπέστρεψε στή Μόσχα μεταμφιεσμένος σέ μοναχό, ἀλλά τό 1657 δέχτηκε τίς μεταρρυθμίσεις καί διορίστηκε Ἀρχιμανδρίτης τῆς Μονῆς Περεγιασλάβλ.
Ἡ ἐπιρροή τῆς Κινήσεως στό λαό ἦταν τέτοια, ὥστε πολλοί πίστευαν, ὅτι μετά τόν θάνατο τοῦ Πατριάρχη Ἰωσήφ (1652), ὁ Στέφανος Βονιφάτιεφ θά ἀνέβαινε στόν Πατριαρχικό Θρόνο. Τήν ἐντύπωση αὐτή ἀνέτρεψε ὁ ἴδιος ὁ Τσάρος Ἀλέξιος, ὅταν εὐνόησε γιά τόν Θρόνο τόν Μητροπολίτη Νόβγκοροντ Νίκωνα, μετά ἀπό ὑπόδειξη μάλιστα τοῦ ἴδιου τοῦ Στεφάνου.
Ὁ Νίκων χαρακτηρίζεται ὡς ἡ μεγαλύτερη μορφή τῆς Ρωσικῆς Ἱεραρχίας (Dean Stanley). Λόγῳ τῶν μεγάλων προσόντων του ἀναδείχθηκε ταχύτατα καί ἀπό ἡγέτης μαχητικῆς ὁμάδος μοναχῶν (τό 1543), βρέθηκε Μητροπολίτης Νόβγκοροντ δύο χρόνια ἀργότερα (τό 1545), γιά νά τοῦ προσφερθεῖ ὁ Πατριαρχικός Θρόνος τό 1552.
Τό Σχίσμα τοῦ 1653 ὑπῆρξε ἀποτέλεσμα καί τῆς κοινωνικῆς καί πολιτιστικῆς καταστάσεως τῆς Ρωσικῆς κοινωνίας κατά τόν 17ο αἰ., καταστάσεως πού τήν χαρακτήριζε ἡ προσκόληση τῶν μαζῶν στόν τύπο τῆς λατρείας καί στό γράμμα τοῦ νόμου. Χαρακτηριστικά εἶναι ὅσα προβλέπει γιά τήν κοινωνική ζωή τῶν Ρώσων πιστῶν ὁ περίφημος Ντομοστρόϊ, ὁ κώδικας – δηλαδή – κοινωνικῆς καί θρησκευτικῆς συμπεριφορᾶς πού συνέταξε ὁ σύμβουλος τοῦ Τσάρου Ἰωάννη Δ’ τοῦ Τρομεροῦ Πρωθιερέας Σίλβεστρος (πιθανῶς καί μέ τήν συμμετοχή καί ἄλλων προσωπικοτήτων), σέ συνδιασμό μέ τά 100 Κεφάλαια, τά θέματα – δηλαδή – πού συνέταξε ὁ ἴδιος Τσάρος (μέ τήν βοήθεια τοῦ Πρωθιερέα Σιλβέστρου καί τοῦ Ἀλεξίου Ἀντάσεφ) καί τά ὁποῖα κλήθηκε νά ἐπιλύσει ἡ τοπική Σύνοδος τῆς Μόσχας τοῦ 1551 ὑπό τόν Μητροπ. Ρωσίας ἅγ. Μακάριο, ἡ ὁποία ἀκριβῶς ἀπό τά 100 κεφάλαια στά ὁποῖα κλήθηκε νά δώσει ἀπαντήσεις, ὀνομάσθηκε Σύνοδος τῶν 100 Κεφαλαίων (Ρωσιστί Στογκλάβ).
Ὁ Κώδικας κατά τόν H. Troyat, «ἐμφορεῖται ἀπό ἕνα περίεργο μεῖγμα μυστικισμοῦ καί τυχοδιωκτισμοῦ, κυνισμοῦ καί φιλανθρωπίας. Ἡ στεονομυαλιά καί ἡ ὑλιστική του αὐστηρότητα, τονίζεται ἀκόμη περισσότερο μέ τίς συνεχεῖς ἀναφορές στή Βίβλο. Ἐγχειρίδιο καλῶν τρόπων καί Ἱερά Σύνοψη, ὁδηγός μαγειρικῆς, ἀλμνάκ κηπου-ρικῆς καί πραγματεία πολιτισμένης ἀγωγῆς, ἀποτελεῖ κρᾶμα ὅπου τό ἱερό καί τό ἀνίερο δέν ξεχωρίζουν. Σύμφωνα μ’ αὐτή τήν μισο-εἰδολωλατρική μισο-Χριστιανική κατήχηση, ὁ Θεός ἀγαπᾶ τήν οἰκονομία, τήν καθαριότητα, τόν πλοῦτο, τήν ἐργασία, τήν συνοπτική δικαιοσύνη καί τήν ὑποταγή τοῦ σκλάβου στόν ἀφέντη, τῆς γυναῖκας στόν ἄνδρα, τοῦ γιοῦ στόν πατέρα» (H. Troyat, «Ἰβάν ὁ Τρομερός», σελ. 58).
Κατά τόν Κώδικα ὁ εὐσεβής κρατάει τήν ἀναπνοή του, ὅταν ἀσπάζεται τίς ἱερές εἰκόνες, γιά νά μήν τίς μολύνει μέ τήν ἀκαθαρσία τῶν σπλάχνων του! (μάλιστα μετά τήν προσευχή οἱ εἰκόνες πρέπει νά σκεπάζονται). Ὅταν χτυπάει μία πόρτα λέει ὑποχρεωτικά «εἰς τό Ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Οἱ γυναῖκες ἐκκλησιάζονται μόνον ὅταν τούς τό ἐπιτρέπουν οἱ ἐργασίες τους. Γιά τόν σωφρονισμό τῶν γυναικῶν ἐπιβάλλεται ἡ χρήση μαστιγίου, ἐνῶ ἀπαγορεύεται ἡ χρήση ράβδου ἤ μεταλλικοῦ ἀντικειμένου, ἀλλά ἡ χρήση πρέπει νά εἶναι διακριτική. Μακρυά ἀπό τά μάτια τῶν ξένων ὁ σύζυγος - ἀφέντης θά βγάλει τό πουκάμισο τῆς συζύγου του (διότι εἶναι πολύτιμο) καί θά τήν μαστιγώσει κατά τήν κρίση του, προσέχοντας ὅμως νά μήν διαταράξει τίς μεταξύ τους σχέσεις!!!
Ξυλοδαρμός συνιστᾶται καί στά παιδιά. Τό 17ο κεφάλαιο τοῦ Κώδικα συνιστᾶ στόν πατέρα -ἀφέντη: «Ἄν ἀγαπᾶς τόν γιό σου δέρνε τον καί μάλιστα συχνᾶ, στό τέλος θά καμαρώνεις γι’ αὐτόν… Μήν γελᾶς καί μήν παίζεις μαζί του… Νά τοῦ συντρίβεις τήν καρδιά ὅσο θά μεγαλώνει, γιατί ἄν αὐτή ἡ καρδιά σκληρύνει, δέν θά σέ ὑπακούει».
Στόν πιστό ἀπαγορεύεται ἀκόμη νά κόβει τά γένια καί τό μουστάκι του. Ἡ Σύνοδος τοῦ 1551 τό περιέλαβε στούς Κανόνες της καί ἀπέδωσε τό ἔθιμο στόν Εἰκονομάχο Βυζαντινό Αὐτοκράτορα Κωνστανῖνο Ε’ τόν Κοπρώνυμο καί τούς Λατίνους!
Ἡ κατάσταση τῆς Ρωσικῆς κοινωνίας τοῦ 17ου αἰ., φαίνεται καί ἀπό τά κρατοῦντα στόν τομέα τῆς Δικαιοσύνης. Ἐνῶ ὁ Κώδικας τοῦ Τσάρου Ἰωάννη Δ’ τοῦ Τρομεροῦ (1550) προέβλεπε τήν συμμετοχή στά δικαστήρια καί δικαστῶν ἐκλεγμένων ἀπό τίς κοινότητες, ἡ δωροληψία ἦταν πραγματική πληγή τῆς Ρωσικῆς κοινωνίας καί ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο ἀσκοῦνταν πρόσβαλε ἀκόμη καί τήν ἔννοια τῆς θρησκείας, ἀφοῦ πρίν ἀπό κάθε δίκη οἱ διάδικοι κατέθεταν χρήματα μπροστά στίς Ἅγιες Είκόνες!, «γιά τίς λαμπάδες», ἐνῶ τό Πάσχα τά κόκκινα αὐγά πρός τούς δικαστές συνοδεύονταν ἀπό εὐτραφῆ ἤ ἀδύνατα πουγκιά!
Ὁ Γερμανός Διπλωμάτης Ἐρρῖκος Φόν Στάντεν γράφει σχετικά: «Στήν πόρτα κάθε Γραμματείας καί Αἴθουσας Δικαστηρίου, στέκονταν δύο φρουροί πού ἐπέτρεπαν τήν εἴσοδο μόνον σέ ὅσους πλήρωναν… Ἡ Δικαιοσύνη βρισκόταν στά χέρια τῶν πλουσίων. Ὅποιος διέθετε περισσότερο χρήματα εἶχε δίκιο ἤ ἀθωόνονταν… Ἄν κάποιος πού εἶχε λεηλατήσει, δολοφονήσει ἤ κλέψει, ἔπαιρνε τήν περιουσία του καί κατέφευγε σέ μοναστήρι, ζοῦσε ἐκεῖ ἀνενόχηλητος, σάν νά βρισκόταν ἤδη στόν Παράδεισο» (H. Troyat αὐτ., σελ. 60).
Ἀκόμη, δέν εἶναι ἄμοιροι εὐθυνῶν γιά τήν δημιουργία τοῦ σχίσματος καί οἱ Κάτοχοι, μοναχικό ρεῦμα πού στήριζε τήν "ἐλέῳ Θεοῦ" ἀπολυταρχία τῶν Μεγ. Ἡγεμόνων - Τσάρων καί τῆς ὁποίας ἀπολυταρχίας μέρος ἦταν καί τό δικαίωμα τοῦ Μονάρχη νά ἐπεμβαίνει στά ἐσωτερικά τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ Κάτοχοι - ἐπειδή, ὅπως πίστευαν, ἡ ἑνότητα τοῦ Ἔθνους καί τῆς Ἐκκλησίας κινδύνευε ἀπό τήν "ἄλλη γνώμη" - ὑποστήριζαν τόν διωγμό τῶν αἱρετικῶν! Ἔτσι, ἀντιγράφωντας τήν Ἱερά Ἐξέταση τῶν Παπικῶν, ἀντιμετώπιζαν τούς αἱρετικούς μέ διωγμούς, βασανιστήρια καί τόν διά πυρᾶς θάνατο!
Σέ ἕνα τέτοιο κοινωνικό καί πνευματικό ὑπόβαρθο ἀναπτύχθηκαν οἱ προϋποθέσεις τοῦ Σχίσματος τοῦ 1653.

Τό θέμα τῆς διορθώσεως τῶν Λειτουργικῶν βιβλίων καί τῆς προσαρμογῆς τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Ἐθίμων
Τό θέμα τῆς διορθώσεως τῶν Λειτουργικῶν βιβλίων, ἀπασχόλησε τήν Ρωσική Ἐκκλησία ἤδη ἀπό τήν ἀρχή τοῦ 15ου αἰ. "Οἱ πάντες ἐγνώριζον τά σφάλματα τῶν Λειτουργικῶν βιβλίων - γράφει ὁ Καθηγητής Βλάσιος Φειδᾶς - ἀλλ' οὐδείς ἐτόλμα νά θέση χεῖρα ἐπί τῶν κειμένων, διά τόν φόβον τῶν ἀντιδράσεων ἐκ μέρους τοῦ ἀγραμμάτου Κλήρου καί λαοῦ, οἱ ὁποῖοι παρέμενον προσκεκολλημένοι εἰς τόν τύπον τῆς Θείας Λατρείας καί τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως καί ἀπεδοκίμαζον πᾶσαν τάσιν καινοτομίας ὁποθενδήποτε προερχομένην" (Βλ. Φειδᾶ, «Ἐκκλησιαστική Ἱστορία τῆς Ρωσίας», σελ. 275).
Πρῶτος ὁ Πατριάρχης ἅγ. Ἑρμογένης (1606 - 1612) πῆρε μέτρα γιά τά ὑπάρχοντα σφάλματα. Στή συνέχεια καί ὁ Πατριάρχης Ἰωάσαφ (1634 – 1640) ἔκανε βήματα πρός τήν κατεύθυνση τῆς διορθώσεως τῶν Ἐκκλησιαστικῶν – Λειτουργικῶν βιβλίων. Στή συνέχεια ὁ Τσάρος Μιχαήλ Θεοδώροβιτς ὥρισε ἐπιτροπή γιά τήν διόρθωση τῶν σφαλμάτων, τήν ὁποία ἀποτελοῦσαν ὁ Ἀρχιμανδρίτης Διονύσιος, ὁ μοναχός Ἀρσένιος καί ὁ Κληρικός Ἰωάννης Νασένσκυ. Τό ἔργο τῆς Ἐπιτροπῆς ἔγινε δεκτό μέ μεγάλες ἀντιδράσεις. Πρῶτος ἀντέδρασε ὁ λόγιος Λογγῖνος (1610) καί ἀκολούθησε ὁ Μητροπολίτης Ἰωνᾶς, μέ ἀποτέλεσμα οἱ διορθωτές νά καταδικασθοῦν ἀπό Σύνοδο (τό 1618) καί νά ὑποστοῦν διώξεις (ὁ ἀρχιμ. Διονύσιος ἀφορίστηκε, ἐξορίστηκε σέ μονή καί βασανίστηκε!).
Ὁ Πατριάρχης Ἰωσήφ (1642 – 1652) ὥρισε νέα ἐπιτροπή ἀποτελούμενη ἀπό τόν Πρωθιερέα τοῦ Τσερνίκωφ Μιχαήλ Ρογκώφ, τόν Ἰωάννη (Ἰωσήφ) Νασέντκυ, τόν ἀρχιμ. Σίλβεστρο, τόν Πρωθιερέα Ἀββακούμ κ. ἄ. Μέ τήν Ἐπιτροπή συνεργάσθηκαν διακεκριμένες προσωπικότητες τῆς ἐποχῆς ὅπως ὁ Πνευματικός τοῦ Τσάρου Στέφανος Βονιφάτιεφ, ὁ Μητροπολίτης Νόβγκοροντ Νίκων (ἔπειτα Πατριάρχης), ὁ Βογιάρος Θεόδωρος Ρτίστεφ, ὁ Πρωθιερέας Ἰωάννης Νερόνωφ, κ.ἄ.
Τό 1649 βρέθηκε στή Μόσχα ὁ Πατριάρχης Ἱεροσολύμων Παϊσιος, συνοδευόμενος ἀπό τόν λόγιο Ἀρσένιο τόν Γραικό. Ὁ Ἀρσένιος ἦταν ἕνας ἐκκλησιαστικός καιροσκόπος. Εἶχε πραγματοποιήσει μεγάλες σπουδές Φιλοσοφίας καί Ἰατρικῆς στή Δύση (στό Ἑλληνικό Γυμνάσιο τῆς Βενετίας, στό Οὐνιτικό Κολλέγιο τοῦ ἁγ. Ἀθανασίου καί στό Πανεπιστήμιο τῆς Πάδοβας,) καί εἶχε ἀσπαστεῖ τόν Ρωμαιοκαθολικισμό. Στή Βενετία μεταστράφηκε καί πάλι στήν Ὀρθοδοξία καί πέτυχε νά χειροτονηθεῖ Ἐπίσκοπος ἀπό τό Πατριαρχεῖο ΚΠόλεως. Δέν εἶναι γνωστό κάτω ἀπό ποιές συνθῆκες καί πού θεωρήθηκε κατάσκοπος ἀπό τούς Τούρκους, τό γεγονός πάντως εἶναι ὅτι γιά νά σώσει τήν ζωή του ἐξισλαμίσθηκε καί ὅταν κατάφερε νά διαφύγει, κατέφυγε μέσῳ Πολωνίας καί Βλαχίας στό Κίεβο, ὅπου διορίστηκε Καθηγητής τῆς Ἀκαδημίας τοῦ Μητροπ. Πέτρου Μογίλα. Τό 1646 τόν προσέλαβε σάν διερμηνέα του ὁ Πατριάρχης Ἱεροσολύμων Παϊσιος, χωρίς νά γνωρίζει τήν πραγματική του ταυτότητα, καί μαζί του πῆγε στή Μόσχα, ὅπου ὁ Ἀρσένιος ἐργάστηκε σάν Καθηγητής τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσας. Ὅταν ὁ Παϊσιος πληροφορήθηκε τήν πραγματικότητα τόν κατήγγειλε στίς Ρωσικές Ἀρχές καί ὁ Ἀρσένιος συνελήφθη καί ἐξορίστηκε στή Μονή Σολόβκι. Ἐκεῖ τόν γνώρισε ὁ τότε Ἡγούμενος καί ἔπειτα Πατριάρχης Νίκων, ὁ ὁποῖος μετά τήν ἀνάρρησή του στόν Πατριαρχικό Θρόνο τόν κάλεσε στή Μόσχα καί τοῦ ἀνέθεσε τήν μετάφραση – διόρθωση τῶν Λειτουργικῶν βιβλίων.
Ὅταν ὁ Πατριάρχης Παϊσιος διαπίστωσε τά μεταφραστικά σφάλματα πού ὑπῆρχαν στά Ρωσικά Ἐκκλησιαστικά – Λειτουργικά βιβλία, τά κατήγγειλε στόν Τσάρο Ἀλέξιο, τόν Πατριάρχη Ἰωσήφ καί τόν Μητροπ. Νίκωνα καί αὐτοί ἀναγκάστηκαν νά στείλουν τόν ἑλληνομαθῆ Μοναχό Ἀρσένιο Σουχάνωφ στήν Ἀνατολή, γιά νά μελετήσει τά ἔθιμα καί τίς παραδόσεις τῶν πρεσβυγενῶν Ὀρθοδόξων Πατριαρχείων.
Τό 1651 πῆγε στή Μόσχα ὁ Μητροπ. Ναζαρέτ Γαβριήλ καί ἐπέστησε στούς Ρώσους Ἡγέτες τήν προσοχή σέ ἔθιμα πού ἦσαν ἄγνωστα στή λοιπή Ὀρθοδοξία. Τό 1652 ὁ Πατριάρχης ΚΠόλεως ἅγ. Ἀθανάσιος ὁ Πατελάρος ἐπισκεπτόμενος τήν Ρωσία, διατύπωσε τίς ἴδιες παρατηρήσεις. Ὅταν οἱ πληροφορίες γιά τά ἰδιαίτερα ἔθιμα τῶν Ρώσων ἔφθασαν στό Ἅγιο Ὄρος, μοναχοί - μέ τήν εὐλογία τοῦ Πατριάρχη ΚΠόλεως Παρθενίου - ἔκαψαν δημόσια Ρωσικά Λειτουργικά βιβλία πού εἶχε φέρει στόν Ἄθωνα ὁ Ρῶσος Ἱερομόναχος Δαμασκηνός!
Ὁ Πατριάρχης Νίκων ἀνέθεσε τό ἔργο τῶν διορθώσεων σέ Ἕλληνες Κληρικούς. Τό 1653 ἐπέστρεψε στή Ρωσία ὁ Ἀρσένιος Σουχάνωφ. Στό "Προσκυνητάριο" πού ἐξέδωσε περιέγραψε τήν ἑνότητα τῶν Ὀρθοδόξων τῆς Ἀνατολῆς, οἱ ὁποῖοι - παρά τόν Ὀθωμανικό ζυγό - εἶχαν πλήρη ὁμοφωνία στή λατρεία, ἔκαναν τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ μέ τά τρία δάκτυλα καί ὄχι μέ τά δύο, ἔψαλλαν τρεῖς φορές τό Ἀλληλούϊα (ἤδη ἐπί τῶν ἡμερῶν τοῦ Ἕλληνα Μητροπολίτη Ρωσίας ἁγ. Φωτίου τοῦ Πελοποννησίου, ὁ Κλῆρος τοῦ Πσκώφ ὑποστήριζε, ὅτι τό "Ἀλληλούϊα" ἔπρεπε νά ψάλλεται δύο φορές), ἔκαναν τίς λιτανείες ἀπό δεξιά πρός τά ἀριστερά (τό θέμα προέκυψε κατά τά ἐγκαίνια τοῦ Καθεδρικοῦ Ναοῦ Κοιμ. Θεοτόκου Κρεμλίνου), κ.ἄ.

Ἡ δημιουργία τοῦ Σχίσματος
Θά πρέπει ἐκ προοιμίου νά ἀναλυθοῦν οἱ βασικές διαφορές μεταξύ Πατριάρχου Νίκωνος καί Τσάρου Ἀλεξίου.
Τόν Πατριάρχη Νίκωνα διέκρινε τό ὑπεράνω φυλετικῶν διακρίσεων καί ἐθνικῶν διαφορῶν οἰκουμενικό πνεῦμα τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἔτσι ἤθελε τίς μεταρρυθμίσεις γιά νά εὐθυγραμμίσει τήν Ἐκκλησία του μέ τήν οἰκουμενική Ὀρθοδοξία. Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά ὑπῆρχε ἡ προσπάθεια τοῦ Τσάρου Ἀλεξίου γιά ἕνωση ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων λαῶν, μέ σκοπό τήν ἐκδίωξη τῶν Τούρκων, ἕνωση πού ἐμπόδιζαν ἐκτός τῶν ἄλλων καί οἱ Λειτουργικές διαφορές, οἱ ὁποῖες - καί γι' αὐτό τόν λόγο - ἔπρεπε νά ἐξαλειφθοῦν.
"Οἱ ἐκκλησιαστικές μεταρρυθμίσεις - γράφει ὁ Μ. Ἀλεξανδρόπουλος - ἦταν περισσότερο ὑπόθεση κρατική· ἐκφράζαν τήν ἐπιθυμία τῆς Ρωσικῆς Ἡγεσίας νά εὐθυγραμμιστεῖ στούς ἐθιμολατρικούς τύπους καί στά ἱερά βιβλία μέ τήν ὑπόλοιπη Ὀρθοδοξία...
Δέν ἦταν, ἀπό τήν πλευρά τοῦ Τσάρου καί τοῦ Νίκωνα, χειρονομία φιλελληνισμοῦ, ὅπως ἔχουν γράψει κατά καιρούς κι ὅπως τήν ἑρμήνεψαν καί οἱ Παλαιόπιστοι, νιώθοντας νά θίγεται κατ' αὐτό τόν τρόπο ἡ ἐθνική τους φιλοτιμία. Ὁ Τσάρος καταλάβαινε πώς τό Ρωσικό Κρατός ἦταν τό μοναδικό πολιτικό στήριγμα τοῦ Ὀρθοδόξου κόσμου καί μέ τίς μεταρρυθμίσεις ἤθελε νά παραμερίσει ὅσα ἐμπόδια ἐξακολουθοῦσαν ἀκόμα νά ὑπάρχουν γιά μία πιό ἄρτια ἑνιαιοποίηση ὅλης τῆς Ὀρθοδοξίας μέ κέντρο τήν Ρ
ωσία" ("Ὁ Βίος τοῦ Πρωτόπαπα Ἀββακούμ", ἀπόδοση Μ. Ἀλεξανδρόπουλος, ἔκδοσις ΚΕΔΡΟΣ 1976, σελ. 17).
Σ’ αὐτό τό σημεῖο οἱ θέσεις τῶν δύο κεφαλῶν τῆς Ρωσίας (Τσάρου καί Πατριάρχη) συνέπιπταν. Ὁ Νικ. Ἀρσένιεφ ὁμιλεῖ γιά τήν «μεγάλη ἰδέα» πού εἶχε κυριεύσει τόσο τόν Πατριάρχη Νίκωνα, ὅσο καί τόν Τσάρο Ἀλέξιο, πού «ἦταν ἡ οἰκουμενικότητα τῆς Ἐκκλησίας καί ἡ ἀνάγκη προσαρμογῆς στή γενική συνήθεια ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, θυσιάζοντας τήν ἐντόπια παράδοση, ἀκόμη καί τήν μορφή τῶν πιό καταφανῶν λειτουργικῶν σχημάτων (ὅπως ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο γίνεται τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ), τήν ὁποία εἶχαν καθαγιάσει οἱ Πατέρες» (Νικ. Ἀρσένιεφ, «Ἡ Ἁγία Μόσχα», σελ. 75).
Ὅμως ὁ Νίκων, βασιζόμενος στή Βυζαντινή Ἐπαναγωγή, ἕναν κώδικα τοῦ 9ου αἰ. σχετικά μέ τίς σχέσεις Ἐκκλησίας καί Πολιτείας, ἀγωνίζονταν καί γιά τήν ἀνεξαρτησία τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας ἀπό τόν Τσαρισμό. Μέ δεδομένη ὅμως τήν πίστη τοῦ Ἀλεξίου, ὅτι ἦταν ἐκπρόσωπος τῆς ἐλέῳ Θεοῦ ἀπόλυτης μοναρχίας καί ὡς Τσάρος ἐκπρόσωπος τοῦ Χριστοῦ στή γῆ, ἡ σύγκρουση μεταξύ τῶν δύο ἀνδρῶν ἦταν ἀναμενόμενη καί ἐκδηλώθηκε κατά τήν ἀντιμετώπιση ὅσων δέν δέχτηκαν τίς μεταρρυθμίσεις τοῦ 1653, τῶν λεγομένων Παλαιοπίστων, οἱ ὁποῖοι διώχθηκαν μέ ἐξαιρετική σκληρότητα, ἀφοῦ θεωρήθηκαν ἐπαναστάτες κατά τοῦ θελήματος τοῦ Ἰδίου τοῦ Χριστοῦ. Κατά τόν π. Γ. Φλωρόφσκυ, ἡ σύγκρουση μεταξύ Νίκωνος καί Ἀλεξίου ἦταν τελικά σύγκρουση μεταξύ Ἱερωσύνης καί Βασιλείας καί κατέλειξε σέ βάρος τῆς πρώτης, τόσο βραχυπρόθεσμα (καταδίκη τοῦ Νίκωνος γιά ἀνυπακοή πρός τόν Ἄρχοντα ἀπό τήν Σύνοδο τοῦ 1666), ὅσο καί μακροπρόθεσμα (κατάργηση τοῦ Πατριαρχείου ἀπό τόν Μεγ. Πέτρο, 1721). (Βλ. Γ. Φλωρόφσκυ αὐτ. σελ. 152 καί Βλ. Φειδᾶ αὐτ. σελ. 217).
Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά ὑπῆρχε ὁ Ρωσικός σωβινισμός, ἡ θεωρία τῆς Τρίτης Ρώμης καί ἡ Κίνηση τοῦ Κλήρου ὑπέρ τῆς ἀνωτερότητας τῆς Ρωσικῆς Ὀρθοδοξίας. Ὁ Νίκων, σάν Ἡγέτης τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας γνώριζε, ὅτι δέν εἶχε τά μέσα νά πείσει τούς Ἀνατολικούς Ὀρθοδόξους, νά προσαρμοστοῦν αὐτοί στά Ρωσικά λειτουργικά ἔθιμα, γι' αὐτό προσπάθησε νά ἀναγκάσει τούς Ρώσους μέ ἕνα ἁπλό διάταγμα, νά ἐγκαταλείψουν αὐτοί τίς θέσεις τους .
Οἱ μεταρρυθμίσεις ἄρχισαν τήν Μεγάλη Τεσσαρακοστή τοῦ 1653, μέ μία ἐγκύκλιο τοῦ Πατριάρχη σύμφωνα μέ τήν ὁποία στό ἐξῆς στό Λειτουργικό Τυπικό θά ἀκολουθοῦνταν τά ἑλληνικά πρότυπα. Ἔτσι, τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ θά ἔπρεπε νά γίνεται μέ τά τρία καί ὄχι τά δύο δάκτυλα, τό "Ἀλληλούϊα" θά ἔπρεπε νά ψάλλεται τρεῖς ἀντί γιά δύο φορές, τό ὄνομα τοῦ Κυρίου θά ἔπρεπε νά γράφεται καί νά προφέρεται Ἰησοῦς καί ὄχι Ἰσοῦς, κ.ἄ.
Τό 1654 συγκλήθηκε στή Μόσχα Σύνοδος ὑπό τήν προεδρία τοῦ Νίκωνος, παρουσίᾳ τοῦ Τσάρου Ἀλεξίου, στήν ὁποία συμμετεῖχαν 10 Ἀρχιερεῖς, 11 Ἀρχιμανδρίτες καί Ἡγούμενοι, 13 κρατικοί ἀξιωματοῦχοι καί ἡ Σύγκλητος τοῦ Ρωσικοῦ Κράτους. Ἡ Σύνοδος τάχθηκε ὑπέρ τῆς διορθώσεως τῶν βιβλίων, μέ τήν ἀντιπαραβολή τῶν ρωσικῶν μεταφράσεων μέ τά ἑλληνικά πρώτυπα (γιά τόν σκοπό αὐτό ἀναπτύχθηκε ἀξιόλογη πρωτοβουλία γιά τήν συλλογή χειρογράφων· ὁ Ἀρσένιος Σουχάνωφ πέτυχε τήν συγκέντρωση 500 χειρογράφων καί οἱ Πατριάρχες Ἀλεξανδρείας καί Ἀντιοχείας ἔστειλαν στή Μόσχα ἄλλα 200 χειρόγραφα).
Ἀκόμη ἡ Σύνοδος ἀπηύθυνε στόν Πατριάρχη Ἱεροσολύμων Παϊσιο 26 ἐρωτήσεις γιά τό θέμα τῶν ἰδιαιτέρων Ρωσικῶν ἐθίμων. Ὁ Πατριάρχης Παϊσιος συγκάλεσε στά Ἱεροσόλυμα Σύνοδο 28 Ἀρχιερέων κ.ἄ. Κληρικῶν, μέ τήν ὁποία ἐνέκρινε τίς ἀποφάσεις τῆς Συνόδου τῆς Μόσχας.
Τό 1654 πῆγε στή Μόσχα ὁ Πατριάρχης Σερβίας Γαβριήλ καί τό 1655 ὁ Πατριάρχης Ἀντιοχείας Μακάριος. Καί οἱ δύο ἐργάστηκαν ὑπέρ τῆς διορθώσεως τῶν βιβλίων.
Τό 1655 συγκλήθηκε στή Μόσχα νέα Σύνοδος ἡ ὁποία ἐπικύρωσε τίς ἀποφάσεις τῶν δύο προηγουμένων, Μόσχας καί Ἱεροσολύμων.
Ἀκόμη, ὁ Νίκων ζήτησε μέ ἐπιστολή του σχετικά μέ τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, τήν γνώμη τῶν τότε παρεπιδημούντων στή Ρωσία Ἀνατολικῶν Ἀρχιερέων (τῶν Πατριαρχῶν Ἀντιοχείας Μακαρίου καί Σερβίας Γαβριήλ καί τῶν Μητροπολιτῶν Νικαίας καί Μολδοβλαχίας). Οἱ Ἀρχιερεῖς ἀπάντησαν ὁμόφωνα ὅτι γίνεται μέ τά τρία δάκτυλα, ὁ Πατριάρχης Μακάριος μάλιστα, δίδαξε δημόσια τούς πιστούς τόν σωστό τρόπο τελέσεως τοῦ σημείου τοῦ Σταυροῦ.
Ἡ ἀντίδραση πρός τήν Πατριαρχική Ἐγκύκλιο καί τίς ἀποφάσεις τῶν Συνόδων ὑπῆρξε πολύ σοβαρή. Ὁ Νίκων χαρακτηρίστηκε ἀποτυχημένος ποιμένας καί πολλοί στράφηκαν ἐναντίον του.
Πέντε χρόνια ἀργότερα (τό 1658), ὁ Νίκων ἦρθε σέ ρήξη μέ τόν ἴδιο τόν Τσάρο καί ἐνοχλημένος ἀπό τήν κατάσταση ἀποσύρθηκε στή Μονή τῆς Νέας Ἱερουσαλήμ, ἀφήνοντας γιά ὀκτώ χρόνια τήν Ρωσική Ἐκκλησία χωρίς Πατριάρχη.
Ἡ ἀπομάκρυνση τοῦ Νίκωνα ἄφησε στούς ἀντιπάλους του τήν εὐχέρεια τῶν κινήσεων. Ὁ Πρωθιερέας Ἀββακούμ ἀπό τήν ἐξορία του ἀποκαλοῦσε τόν Πατριάρχη "Ἀντίχριστον, υἱόν γεέννης, φίλον τοῦ Σατανᾶ καί τόν χείριστον τῶν ἀπ' αἰῶνος αἱρετικῶν· τό αὐτό ἔπραττον καί οἱ ὁμόφρονες τοῦ Ἀββακούμ, οἱ ὁποῖοι κατηγόρουν τόν Πατριάρχην διά 70 περίπου αἱρετικάς πλάνας" (Βλ. Φειδᾶ αὐτ. σελ. 280).

Ἡ Σύνοδος τοῦ 1666 - 1667
Τόν Ἀπρίλιο τοῦ 1666 συγκλήθηκε Σύνοδος στή Μόσχα, ἀποκλειστικά Ρώσων Ἐπισκόπων. Ἀπό τήν Σύνοδο αὐτή ἀποσχηματίσθηκε ὁ Πρωθιερέας Ἀββακούμ (ὁ ὁποῖος ἐξορίσθηκε γιά δεύτερη φορά) καί καταδικάσθηκαν οἱ Παλαιόπιστοι ὄχι γιά τίς θέσεις τους, ἀλλά γιά τήν ἀνυπακοή τους πρός τήν Ἐκκλησιαστική Ἀρχή.
Παρά τήν ἐθελούσια ἀπομάκρυνση τοῦ Νίκωνα, τό πρόβλημα τῶν μεταρρυθμίσεων παρέμενε καί ἔτσι ὁ Τσάρος Ἀλέξιος ζήτησε τήν συνδρομή τῶν Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς γιά τήν ἐπίλυσή του. Ἔτσι τό 1666 συγκλήθηκε στή Μόσχα μεγάλη Σύνοδος, στήν ὁποία προήδρευσαν οἱ Πατριάρχες Ἀλεξανδρείας Παϊσιος καί Ἀντιοχείας Μακάριος. Κύριος διοργανωτής τῆς Συνόδου αὐτῆς ἦταν ὁ Μητροπ. Γάζης Παϊσιος Λιγαρίδης (1609 – 1678).
Ὁ Παϊσιος χαρακτηρίζεται ἀπό τόν π. Γεώργιο Φλωρόφσκυ σάν «ἀναίσχυντος καιροσκόπος». Εἶχε χειροτονηθεῖ Διάκονος στή Ρώμη ἀπό τόν Οὐνίτη Μητροπ. Κιέβου Ραφαήλ (Κόρσακ, + 1641) καί στή συνέχεια δραστηριοποιήθηκε στά Ἱεροσόλυμα, ὅπου χειροτονήθηκε Μητροπ. Γάζης. Ὀργάνωσε τήν Σύνοδο τοῦ 1666 – 67 χρησιμοποιῶντας πλαστά ἔγγραφα πού τόν παρουσίαζαν σάν ἐκπρόσωπο τοῦ Πατριάρχη ΚΠόλεως Διονυσίου, γεγονός πού ἦταν γνωστό στόν Τσάρο Ἀλέξιο, ἀλλά ἀποσιωπήθηκε γιά λόγους σκοπιμότητος.
Ἡ Σύνοδος - πού κράτησε δύο χρόνια, ἀπό τήν 1η Δεκεμβρίου 1666, μέχρι τό καλοκαίρι τοῦ 1667 - οὐσιαστικά κατέστρεψε τά ὄνειρα καί τίς ἐλπίδες τῶν Ρώσων. Κατά τήν διάρκεια μιᾶς σειρᾶς δραματικῶν συνεδριάσεων, οἱ ἀρχηγοί τοῦ Ρωσικοῦ Κράτους, ἀλλά καί τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας, ἀποκήρυξαν ἐπίσημα τήν Θεωρία τῆς Τρίτης Ρώμης.
Ἡ πρώτη πράξη τῆς Συνόδου ἦταν ὁ ἀναθεματισμός τῶν πιστῶν στή Ρωσική Παράδοση, τόν Μάϊο τοῦ 1667. Ὁ Πρωθιερέας Ἀββακούμ (ἡγέτης τῆς ἀντιδράσεως) καί οἱ ὀπαδοί του, καταδικάστηκαν ἐπίσημα ἀπό τήν Σύνοδο.
Δεύτερη πράξη τῆς Συνόδου ἦταν ἡ τιμωρία τοῦ δημιουργοῦ τῆς ὅλης καταστάσεως. Ὁ Νίκων, ἄν καί οὐσιαστικά ἔδρασε ὑπέρ τῶν Ἀνατολικῶν Πατριαρχείων, καθαιρέθηκε καί φυλακίστηκε στή Μονή Ferapodov, μέ τήν κατηγορία τῆς "παρανόμου ἐγκαταλείψεως θέσεως" καί τῆς "ἀσεβείας πρός τόν Ἄρχοντα"! Στόν Θρόνο τόν διαδέχθηκε ὁ Πατριάρχης Ἰωάσαφ Β'.
Ἡ τρίτη καί σπουδαιότερη πράξη τῆς Συνόδου ἀφωροῦσε τήν ἀναθεώρηση τῆς Συνόδου τῶν Ἑκατό Κεφαλαίων (1551), ἡ ὁποία εἶχε διακηρύξει τήν ἀνωτερότητα τῆς Ρωσικῆς Ὀρθοδοξίας.
Ἡ πτῶση τοῦ Νίκωνα δέν μπορεῖ σέ καμμία περίπτωση νά θεωρηθεῖ σάν μία πτώση προσωπική. Μαζί του κατέρρευσε καί τό οἰκοδόμημα τῆς Μοσχοβίτικης Τσαροκρατίας, μέ τά ἰδανικά καί τίς ἐλπίδες του γιά ἕναν παγκόσμιο ρόλο τῆς Ρωσίας, ἐκεῖνο τῆς προστασίας καί διαδόσεως τῆς Ὀρθοδοξίας. Στό ἐξῆς ἡ Ρωσία, ἀπογοητευμένη ἀπό τήν ἀποτυχία της καί τήν στάση τῶν ὁμοδόξων της Ἀνατολικῶν, θά στραφεῖ πρός τήν Δύση καί θά ἀρχίσει νά τήν ἀντιγράφει (κυρίως τήν Προτεσταντική Γερμανία). Τό ἀποκορύφωμα τῆς παράλογης μανίας γιά ὁτιδήποτε Δυτικό, πού ἄρχισε μέ τήν βασιλεία τοῦ Πέτρου Α' τοῦ Μεγάλου, ὑπῆρξε ἡ Ἐπανάσταση τοῦ 1917, τό μοιραῖο ἀποτέλεσμα τῆς ἀρνήσεως τῆς Ρωσικῆς διανοήσεως, νά ἀκολουθήσει τήν παράδοση τῆς Ἁγίας Ρωσίας.

Οἱ Παλαιόπιστοι
Μεταξύ τῶν πρώτων πού ἀπέρριψαν τίς ἀποφάσεις τῆς Συνόδου τοῦ 1666 ἦσαν οἱ μοναχοί τῆς ἀκριτικῆς Μονῆς Σολόβκι, στό Βόρειο Παγωμένο Ὠκεανό, οἱ ὁποῖοι δέν δέχθηκαν τόν Ἡγούμενο πού διόρισε ὁ Τσάρος καί κατέστρεψαν τά νέα βιβλία. Ἡ ἀντίδραση τοῦ Τσάρου ὑπῆρξε δυναμική. Ἔστειλε στρατό καί μετά ἀπό πολιορκία 10 ἐτῶν! ἡ μονή καταλήφθηκε καί οἱ ἡγέτες τῆς στάσεως ἐκτελέστηκαν!
Στή Μόσχα ἐξεγέρθηκε τό Σύνταγμα Τιτώφ τῆς Ἀνακτορικῆς Φρουρᾶς, ὑπό τόν Πρίγκιπα Σοβάνσκυ καί τόν καταδικασμένο ἀπό τήν Σύνοδο τοῦ 1666 Νικήτα τόν Ἐρημίτη. Γιά τήν καταστολή τῆς ἐξεγέρσεως συγκλήθηκε στά Ἀνάκτορα Σύνοδος ὑπό τόν Πατριάρχη Νίκωνα, στήν ὁποία συμμετεῖχαν 14 Ἀρχιερεῖς, παρουσίᾳ τῆς Τσαρίνας Ναταλίας, χωρίς ὅμως ἀποτέλεσμα. Ὅταν οἱ αὐλικοί πέτυχαν νά μεθύσουν τούς στασιαστές, οἱ ἡγέτες συνελήφθησαν, ὁ μοναχός Νικήτας ἀποκεφαλίστηκε καί οἱ μοναχοί πού συμμετεῖχαν ἐξορίστηκαν!
Μεταξύ τοῦ ἀνωτέρου Κλήρου ὁ Ἐπίσκοπος Κολόμνας Παῦλος καί ὁ Πρωθιερέας Ἀββακούμ ἦσαν οἱ πλέον σημαντικοί ἀντιδραστικοί. Τότε διαπράχθηκε ἕνα πολύ σοβαρό λᾶθος στρατηγικῆς. Ὁ Νίκων στράφηκε κατά τῶν ἀντιπάλων του καί μέ τήν βοήθεια τῆς κρατικῆς μηχανῆς ἄρχισε τόν διωγμό τους, φανατίζοντας - ἔτσι - τούς ἀντιδραστικούς. Μεταξύ ἄλλων ὁ Ἐπίσκοπος Κολόμνας Παῦλος ἐξορίστηκε στήν περιφέρεια τοῦ Νόβγκοροντ καί τελικά κάηκε ζωντανός! καί ὁ Πρωθιερέας Ἀββακούμ στό Τομπόλσκ. Ὁ Νίκων καί τά ὄργανα τοῦ Κράτους ἔφτασαν σέ τέτοια ἀγριότητα, ὥστε ἔκοβαν τά δάκτυλα καί τίς γλῶσσες τῶν Παλαιοπίστων, γιά νά μήν κάνουν τόν Σταυρό τους μέ τόν παλαιό τρόπο! καί νά μήν μιλοῦν κατά τῶν μεταρ-ρυθμίσεων!
Μόνον κατά τήν περίοδο 1672 - 1691 σκοτώθηκαν ἤ κάηκαν ζωντανοί ἀπό τά Τσαρικά στρατεύματα, περισσότεροι ἀπό 20.000 Παλαιόπιστοι!

Ἡ σύλληψη τῆς Παλαιόπιστης ἡρωϊδας Μπογιαρίνια Μορόζοβα, ἁγίας τῶν Παλαιοπίστων (ζωγραφικός πίνακας). Διακρίνονται ὑψωμένα τα δύο δάκτυλα γιά τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, χαρακτηριστικό γνώρισμα τῶν Παλαιοπίστων.

Τό 1681 Σύνοδος στή Μόσχα ἀποφάσισε, ὅτι οἱ Παλαιόπιστοι ἔπρεπε νά διώκονται ἀπό τήν Πολιτεία, οἱ ναοί τους νά κατεδαφίζονται καί τά βιβλία τους νά μήν κυκλοφοροῦν. Τό 1714 ὁ Αὐτοκράτορας Πέτρος Α’ ὁ Μέγας (1682 – 1725), ἐπέβαλε στούς Παλαιοπίστους διπλάσιο φόρο, δέν ἔκανε δεκτή τήν μαρτυρία τους στά δικαστήρια καί ἀπαγόρευσε τόν διορισμό τους στό Δημόσιο. Ὅμως – πιθανῶς γιά νά μειώσει περισσότερο τήν ἐπιρροή τῆς ἐπίσημης Ρωσικῆς Ἐκκλησίας – τό 1721 διέταξε τόν Πρόεδρο τῆς Ἱερᾶς Συνόδου Μητροπ. Ριαζάν Στέφανο Ἰαβόρσκυ (Τοποτηρητής τοῦ Πατριαρχικοῦ Θρόνου 1700 - 1721, Πρόεδρος τῆς Συνόδου 1721 - + 1722), νά ἄρει τά κατά τῶν Παλαιοπίστων Ἀναθέματα.
Τό 1733 ἡ Αὐτοκράτειρα Ἄννα Ἰβάνοβνα (1730 - 1740), χρησιμοποίησε ἐναντίον τῶν Παλαιο-πίστων τόν Ρωσικό Στρατό.
Τά διωκτικά, ἀστυνομικά καί πολιτικο-οἰκονομικά μέτρα κατά τῶν Παλαιοπίστων καταργήθηκαν ἀπό τήν Αὐτοκράτειρα Αἰκατερίνη Β΄ τήν Μεγάλη (1762 – 1796).
Στό σημεῖο αὐτό πρέπει νά τονιστεῖ ἡ κοινωνική πλευρά τοῦ θέματος τῶν Παλαιοπίστων. "Ἑπόμενο ἦταν - γράφει ὁ Μ. Ἀλεξανδρόπουλος - μιά καί ἡ πρωτοβουλία ἐρχόταν ἀπό τά πάνω, οἱ ἐκκλησιαστικές μεταρρυθμίσεις καί τά μέτρα πού παίρνονταν γιά τήν ἐπιβολή τους, νά μποῦν στή λαϊκή συνείδηση, ὅπως κι ὅλες οἱ ἄλλες δραστηριότητες τοῦ κρατικοῦ κατα-ναγκασμοῦ, ἐξαιρετικά ὀξυμένες ἐκείνη τήν ἐποχή στή Ρωσία, ὅταν μέσα ἀπό τόν παλιό μεσαιωνικό κόσμο ἀνιχνεύονταν οἱ δρόμοι τῆς νέας ἐθνικῆς Ἱστορίας.
Ἡ ἀντίσταση τῶν λίγων στίς ἀρχές Κληρικῶν, ἀποχτοῦσε παλλαϊκό ἀντίλαλο καί οἱ ἡγέτες τοῦ ἀγώνα δέν ἄργησαν νά πάρουν, στή συνείδηση τῶν μαζῶν, διαστάσεις ἡρώων πού ἀγωνίζονταν γιά τά λαϊκά δίκαια. Στίς ἐξαιρετικά σκληρές συνθῆκες τῆς λαϊκῆς ζωῆς, τό ἀντιμεταρρυθμιστικό κίνημα ἔγινε πολύ γρήγορα μορφή διαμαρτυρίας τῆς μεγάλης μάζας τῶν πολυαρίθμων δεινῶν πού τήν μάστιζαν, κι ἀκριβῶς ἡ διαμα-ρτυρία κατά τῆς ἀδικίας ἔγινε ἕνα ἀπό τά ἁδρότερα γνωρίσματα τοῦ κινήματος τῶν Παλαιοπίστων, σάν κοινωνικοῦ - πιά - φαινομένου. Γιά τόν λόγο αὐτό... γιά τίς κρατικές Ἀρχές οἱ αἱρετικοί ἦταν τό ἴδιο μέ τούς ἐπαναστάτες...
" (Μ. Ἀλεξανδρόπουλου αὐτ. σελ. 19 - 20).
Ἄλλοι λόγοι γιά τήν διαφοροποίηση τῶν Παλαιοπίστων ἦταν οἱ ραγδαία εἴσοδος δυτικῶν στοιχείων στή Ρωσική Ἐκκλησία, ἀπό τήν Περίοδο τῶν Ταραχῶν καί μετά. Στόν τομέα τῆς Εἰκονογραφίας ἡ Ρωσία εἶχε κατακλυστεῖ μέ εἰκόνες δυτικῆς τεχνοτροπίας, σε σημεῖο ὥστε ὁ Πατριάρχης Νίκων νά προχωρήσει στήν κατάσχεση τῶν Φραγκικῶν εἰκόνων. Μέ τις εἰκόνες αὐτές ἀσχολήθηκε καί ὁ Πρωθιερέας Ἀββακούμ ὁ ὁποῖος τις χαρακτήριζε «ἀσυμβίβαστες μέ τήν ἐκκλησιαστική παράδοση». Τό ἴδιο ἴσχυε καί στόν τομέα τῆς ἐκκλησιαστικῆς Ἀρχιτεκτονικῆς καί Μουσικῆς. Εἶναι χαρακτηριστικό, ὅτι στή Μονή τοῦ ἁγ. Ἀνδρέα ἔψαλλε Πολωνική χορωδία μέ ἐκκλησιαστικό ὄργανο (ὑπό τήν διεύθυνση τοῦ Θεοδώρου Ρίτσεφ, 1625 – 1673), ὅπως καί στή Μονή τῆς Νέας Ἱερουσαλήμ μέ προσωπική ἐπίβλεψη τοῦ Νίκωνα! «Ὅλοι αὐτοί ἀκολουθοῦν τούς Λατινικούς κανόνες καί διατάξεις - ἔγραφε ὁ Πρωθιερέας Ἀββακούμ - κουνοῦν τά χέρια τους καί τά κεφάλια τους καί χτυποῦν τά πόδια τους γιά νά συνοδεύσουν τό ὄργανο, ὅπως συνηθίζουν οἱ Λατίνοι». (Ἀργότερα, κατά τήν βασιλεία τοῦ Τσάρου Θεοδώρου, ὁ Πολωνός Ν. Π. Ντιλέτσκυ κλήθηκε νά ὀργανώσει τήν ἐκκλησιαστική μουσική καί εἰσήγαγε ἔργα Ρωμαιοκαθολικῶν συνθετῶν, ἐνῶ προέκυψε πρόβλημα καί μέ τήν στιγμή τῆς μετουσιώσεως τῶν Τιμίων Δώρων, ἀφοῦ πολλοί Ρώσοι εἶχαν δεχτεῖ τις Δυτικές δοξασίες).
Ὁ Ἐπίσκοπος Καλούγας Παῦλος ὡς ἅγιος τῶν Παλαιοπίστων.

Κατά τόν Ν. Ἰ. Κωστομάρωφ (1817 – 1885, Οὐκρανό ἱστορικό) οἱ Παλαιόπιστοι, «δέν ἐνσάρκωναν τό παρελθόν, ἀλλά περισσότερο ἕνα ὄνειρο γιά τήν παλαιά Ρωσία». Ὁ Β. Κλιουτσέφσκυ (1841 – 1911, Καθηγητής τῆς Ἱστορίας στό Πανεπιστήμιο τῆς Μόσχας), μιλᾶ γιά «φανατισμό μέ πανικό». «Οἱ Παλαιόπιστοι - γράφει ὁ π. Γ. Φλωρόφσκυ - ὁραματίζονταν μία πραγματική γήϊνη πολιτεία, μία θεοκρατική οὐτοπία καί ἕναν χιλιασμό. Ἐπικρατοῦσε ἡ πίστη ὅτι τό ὄνειρο εἶχε ἤδη ἐκπληρωθεῖ καί ὅτι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶχε ἀναγνωριστεῖ ὡς τό Μοσχοβίτικο Κράτος. Ἴσως ὑπῆρχαν τέσσερεις Πατριάρχες στήν Ἀνατολή, ἀλλά ὁ ἕνας καί μόνος Ὀρθόδοξος Τσάρος βρίσκεται στή Μόσχα. Ὅμως τώρα κι αὐτή ἀκόμη ἡ προσδοκία διαψεύστηκε καί κλονίστηκε. Ἡ ἀποστασία τοῦ Νίκωνα δέν ἐνόχλησε τούς Παλαιοπίστους τόσο πολύ, ὅσο ἡ ἀποστασία τοῦ Τσάρου, πού ὅπως οἱ ἴδιοι πίστευαν ἔδωσε τό τελευταῖο ἀποκαλυπτικό χτύπημα στήν ὅλη διαμάχη» (π. Γ. Φλωρόφσκυ, «Σταθμοί τῆς Ρωσικῆς Θεολογίας», τ. Α’ , σελ. 157).
«Τήν περίοδο αὐτή - δίδασκε ὁ Παλαιόπιστος Διάκονος Θεόδωρος – δέν ὑπάρχει Τσάρος. Ἕνας Ὀρθόδοξος Τσάρος εἶχε κάποτε ἀπομείνει στή γῆ καί χωρίς ἐκεῖνος να τό γνωρίζει οἱ Δυτικοί αἱρετικοί σάν σκοτεινά σύννεφα ἐπισκίασαν αὐτόν τόν Χριστιανικό ἥλιο».

Ὁ Πρωθιερέας Ἀββακούμ κ.ἄ. Παλαιόπιστοι Ἡγέτες
Ὁ κύριος ἀντίπαλος τῶν μεταρρυθμίσεων τοῦ Πατριάρχου Νίκωνος Πρωθιερέας Ἀββακούμ γεννήθηκε τό 1620 (ἤ 1621), στό χωριό Γκριγκόροβο τοῦ Νίζνι Νόβγκοροντ. Ἦταν γιός τοῦ Ἱερέως Πέτρου καί τῆς Πρεσβυτέρας Μαρίας (μοναχῆς Μάρθας). Τό 1652, μέ ὑπόδειξη τοῦ Τσάρου Ἀλεξίου, ἀναδείχθηκε Πρωθιερέας καί στάλθηκε στό Γιούρεβετς τοῦ Βόλγα, γιά νά φροντίσει τά οἰκονομικά τοῦ Πατριαρχείου. Τρία ἀδέλφια τοῦ Ἀββακούμ ἀκολούθησαν ἀνακτορική καρριέρα (οἱ δύο ἦσαν Ἱερεῖς καί ὁ τρίτος ψάλτης τῆς Αὐλῆς).
Δυναμικό μέλος τῆς Κινήσεως τῶν Ζηλωτῶν τῆς Εὐσεβείας, ἐντάχθηκε σ' αὐτήν παρα-κινούμενος ἀπό τόν φίλο καί πνευματικό του πατέρα Πρωθιερέα Ἰωάννη Νερόνωφ.
Ὁ Πρωθιερέας Ἀββακούμ, ὁ Διάκονος Θεόδωρος κ.ἄ. Παλαιόπιστοι Ἡγέτες ὡς ἅγιοι τῶν Παλαιοπίστων.

Τό 1653 ἡγήθηκε τῆς ἀντιδράσεως κατά τῶν μεταρρυθμίσεων τοῦ Νίκωνος, μέ ἀποτέλεσμα νά συλληφθεῖ (τόν Αὔγουστο τοῦ 1653) καί νά ἐξορισθεῖ (μέ διαταγή τοῦ Νίκωνος), στή Γιακουτία, πέρα ἀπό τό ποταμό Λένα. Τελικά, μέ διαταγή τοῦ Τσάρου, περιορίστηκε στό Τομπόλσκ. Τό 1658, μετά τήν ἐθελούσια ἀπομάκρυνση τοῦ Νίκωνος, φίλοι τοῦ Ἀββακούμ (ὅπως ἡ Τσαρίνα Μαρία Ἰλίνισνα καί ἡ ἀδελφή τοῦ Τσάρου Μεγ. Πριγκίπισσα Εἰρήνη Μιχαήλοβνα), πέτυχαν κάποια καλύτερη μεταχείριση (ἐνῶ οἱ συγκρατούμενοί του ἀκρωτηριάστηκαν!) καί τήν ἀπελευθέρωσή του, τό 1664.
Στούς λίγους μῆνες τῆς ἐλευθερίας του ὁ Ἀββακούμ εἶχε τήν ἐλπίδα, ὅτι μέ τήν ἀπομάκρυνση τοῦ Νίκωνος ὁ Τσάρος θά ἄλλαζε στάση ἀπέναντι στίς μεταρρυθμίσεις, ἀλλά τήν ἴδια ἐλπίδα εἶχε καί ὁ Τσάρος γιά τόν Ἀββακούμ. Ὅμως ὁ Ἀββακούμ παρέμεινε ἀμετάπιστος καί τά κηρύγματά του θεωρήθηκαν ἐξαιρετικῶς ἐπικίνδυνα. Ἔτσι, τόν Δεκέμβριο τοῦ ἴδιο χρόνου (1664), συνελήφθη καί πάλι καί ἐξορίστηκε μέ τήν οἰκογένειά του στό Βορρᾶ. Τήν ἴδια περίοδο ὁ Πνευματικός του Ἰωάννης Νερόνωφ δήλωσε μετάνοια καί ὁ Τσάρος τόν διόρισε Ἀρχιμανδρίτη τῆς Μονῆς Περεγιασλάβλ!
Τόν Μάϊο τοῦ 1667 τόν παρουσίασαν στή μεγάλη Σύνοδο τῆς Μόσχας, ὅπου καταδικάστηκε. Τόν Αὔγουστο τοῦ 1667 τόν μετέφεραν στό φρούριο τοῦ Πουστοζόρσκ, ὅπου - τόν Ἀπρίλιο τοῦ 1682 - κάηκε ζωντανός, μέ διαταγή τοῦ Τσάρου Θεοδώρου Γ’ (1676 – 1682), γιοῦ τοῦ Ἀλεξίου. Τό 1672 - 73, στή φυλακή τοῦ Πουστοζόρσκ, ἔγραψε τήν αὐτοβιογραφία του. Τοῦ ἀποδίδονται ἄλλα 80 κείμενα (κηρύγματα, ὁμιλίες, ἐπιστολές καί ἀναφορές σέ ἐπίσημα πρόσωπα), στά ὁποῖα περιέχονται οἱ θέσεις του γιά τίς μεταρρυθμίσεις.
Ὁ Ἀββακούμ ἔβλεπε τήν Ρωσική Ἐκκλησία νά ὑποτάσσεται μέ τίς μεταρρυθμίσεις στά Ἑλληνικά Πατριαρχεῖα, τά ὁποῖα μέ τήν ὑποδούλωσή τους στούς Ὀθωμανούς καί προηγουμένως μέ τήν ἕνωση μέ τόν Ρωμαιοκαθολικισμό, εἶχαν χάσει -κατά τήν γνώμη του - τήν ὀρθή Πίστη. Πίστευε, ὅτι οἱ Ἕλληνες ὑψηλόβαθμοι Κληρικοί - πού ἔφταναν στή Ρωσία γιά νά ὑποστηρίξουν τίς μεταρρυθμίσεις, παίρνοντας ἀπό τόν Τσάρο μεγάλες χρηματικές βοήθειες - ἑτοίμαζαν γιά τήν Ρωσία μία καταστροφή παρόμοια μέ τήν Ἅλωση τῆς ΚΠόλεως (1453).
Γιά τόν ἑαυτό του πίστευε, ὅτι ἦταν ὁ "ἀταμάνος τοῦ Θεοῦ" καί γι' αὐτό ζητοῦσε ἀπό τόν Τσάρο τήν δικαιοδοσία πάνω στούς ἐχθρούς τῆς Πίστεως. "Νά μοῦ ἔδινες, Τσάρε Ἀφέντη - γράφει - ἐμένα τό ἐλεύθερο, κι ἐγώ σάν τόν Προφήτη Ἠλία θά τούς ξεμπέρδευα ὅλους σέ μία ὥρα μέσα" ("Ὁ Βίος...", σελ. 19, Βλ. ἀκόμη A. K. Borozdin, “Protop. Avvakum”, 1898).
Μαζί μέ τόν Ἀββακούμ κάηκε ζωντανός καί ὁ Διάκονος Θεόδωρος Ivanov, τοῦ Καθεδρικοῦ Ναοῦ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Μόσχας. Εἶχε συλληφθεῖ τό 1665 καί ἐξοριστεῖ μέ ἀπόφαση τῆς Συνόδου τοῦ 1666. Τό 1668 τόν ἐξόρισαν στό Πουστοζόρσκ, ὅπου ἔγραψε μία πραγματεία μέ τόν τίτλο, "Ἀπάντηση τῶν Ὀρθοδόξων ὑπερασπιστῶν τῆς θρησκείας γιά τό θέμα τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως καί ἄλλων δογμάτων".
Στή Σιβηρία τόν Πρωθιερέα Ἀββακούμ διαδέχθηκε ὁ Ἀρμένιος Ἰωσήφ Ἰστομέν, ὁ ὁποῖος τελικά τό 1693 συμφιλιώθηκε μέ τό Πατριαρχεῖο, οἱ μαθητές του ὅμως Δομετιανός, Ἀβράμιος, Ἰάκωβος καί Βασίλειος ἀσπάσθηκαν τό διά πυρός βάπτισμα!
Ἀπό τούς Παλαιοπίστους δεύτερης γεννιᾶς, χαρακτηριστικός εἶναι ὁ Ἀνδρέας Denisov. Γεννήθηκε τό 1674 καί τό 1691 δημιούργησε τό δικό του ἡσυχαστήριο στήν κοιλάδα τοῦ ποταμοῦ Vyg, τό Vygovskaia Pustin. Μέχρι τό 1730 πού πέθανε, ἀντιμετώπισε πολλές δοκιμασίες, λιμούς καί ταλαιπωρίες καί ἀποδείχθηκε δεινός θεολόγος καί ἱκανός διπλωμάτης στίς διαπραγματεύσεις μέ τίς Ἀρχές.

Οἱ Παλαιόπιστοι Πόποβτσυ (οἱ δεχόμενοι τήν Ἱερωσύνη)
Γιά τούς Παλαιοπίστους οἱ ἐκκλησιαστικές μεταρρυθμίσεις τοῦ Νίκωνος καί οἱ ἀποφάσεις τῆς Συνόδου τοῦ 1666 σηματοδότησαν τήν κατάρρευση τῆς Τρίτης Ρώμης καί ἀπέδειξαν, ὅτι ἡ Ρωσική Ὀρθοδοξία δέν ἦταν ἡγεμονικά ἀνώτερη, ἀλλά ἐπαρχιωτικά ἀκόλουθη τῆς Ἑλληνικῆς. Ὅσοι Παλαιόπιστοι συνέχισαν να δέχονται τήν Ἱερωσύνη, οἱ Πόποβτσυ, ἀρκέσθηκαν στή μή κοινωνία μέ τό Πατριαρχεῖο καί στήν ἐμμονή τους στή λεγόμενη Παλαιά Πίστη (Old Rite). Ἦσαν κυρίως πιστοί ἀστικῶν ἤ πυκνοκατοικημένων περιοχῶν, ἐνταγμένοι συνήθως σέ μία ἐνορία μέ ἐφημέριο. Αὐτό σήμαινε ὅτι εἶχαν ἐμπειρία λατρευτικῆς ζωῆς μέ Ἱερεῖς. Προέκυψαν ἀπό πιστούς πού ἀκολούθησαν τόν Ἱερέα τους ὁ ὁποῖος δέν δέχτηκε τίς μεταρρυθμίσεις. Ἔτσι ἡ ἐκκλησιαστική ζωή συνεχίστηκε ὅπως πρίν καί τά Μυστήρια τελοῦνταν κανονικά. Μέχρι τό 1846 δέν εἶχαν Ἐπίσκοπο, ἀλλά μόνον Ἱερεῖς πού εἶχαν φύγει ἀπό τό Πατριαρχεῖο. Οἱ Ἱερεῖς αὐτοί γίνονταν δεκτοί ἀπό τούς ἤδη ὑπάρχοντες Ἱερεῖς μέ Ὁμολογία Πίστεως καί Ἀναμύρωση (μέ τό Ἅγιο Μῦρο πού εἶχε καθαγιάσει ὁ Πατριάρχης Μόσχας Ἰωσήφ, ὁ τελευταῖος Ὀρθόδοξος Πατριάρχης Ρωσίας γιά τούς Παλαιοπίστους).
Τό 1800 ἕνα μέρος τῶν Πόποβτσυ ἑνώθηκε μέ τό Πατριαρχεῖο, διατηρῶντας τό λεγόμενο Παλαιό Τυπικό. Πρόκειται γιά τούς λεγομένους Γεντινόβερτσυ.
Σταδιακά διαμορφώθηκαν τρία κέντρα Παλαιοπίστων, τά ὁποῖα ἀποτέλεσαν (καί ἀποτελοῦν μέχρι σήμερα) πνευματικά καί διοικητικά κέντρα τριῶν Ἐπισκοπικῶν ὁμάδων. Πρόκειται γιά τήν Μονή Κοιμ. Θεοτόκου, στήν παραμεθόρια κοινότητα Μπελάγια Κρινίτσα τῆς περιοχῆς Τσερνοβίτσι τῆς Οὐκρανίας, ἕδρα τῆς ὁμώνυμης Ἱεραρχίας (Μπελοκρινίτσυ) τῆς Ρουμανίας, τό Κοιμητήριο Ρογκόζκογιε τῆς Μόσχας (Rogozhskoya Zastava), ἕδρα τῆς ἀδελφῆς Ἱεραρχίας Μπελοκρινίτσυ τῆς Ρωσίας, καί τήν πόλη Νοβοζύμπκωφ τῆς περιοχῆς τοῦ Μπριάνσκ, ὅπου εἶχε τήν ἕδρα της κατά τήν περίοδο μετά τήν διακυβέρνηση Κρουτσώφ (1963 – 2000) ἡ Ἱεραρχία Νοβοζιμπνόβσκαγια (ἡ ὁποία δέν βρίσκεται σέ κοινωνία μέ τίς δύο προηγούμενες).
Ἡ Ἱεραρχία Μπελοκρινίτσυ («Ρωσική Ὀρθόδοξος Παλαιοτυπική Ἐκκλησία – Russian Orthodox Old - Rite Church»), δημιουργήθηκε τό 1846 μέ τήν προσχώρηση στίς τάξεις τῶν Παλαιοπίστων τοῦ πρ. Ἀρχιεπισκόπου Σεράγιεβο Ἀμβροσίου (Popovich, + 1863). Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀμβρόσιος χειροτόνησε μόνος τόν Ἐπίσκοπο Κύριλλο Timofeev καί ἔτσι δημιουργήθηκαν τά δύο σώματα τῆς Ἱεραρχίας Μπελοκρινίτσυ, στή Ρωσία (τῆς ὁποίας σήμερα ἡγεῖται ὁ Μητροπολίτης Μόσχας καί πάσης Κορνήλιος Titov) καί στή Ρουμανία (τῆς ὁποίας σήμερα ἡγεῖται ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Μπελοκρινίτσυ καί Μητροπολίτης πάντων τῶν Παλαιορθοδόξων Χριστιανῶν Λεόντιος Izotov).
Τό 1923 ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Σαράτωφ Νικόλαος (Pozdnev,+ 1934) προσχώρησε στήν ὁμάδα τῶν Παλαιοπίστων πού δέν δέχτηκε τό 1846 τήν χειροτονία τοῦ Ἐπισκόπου Κυρίλλου ἀπό μόνο τόν Ἀρχιεπίσκοπο Ἀμβρόσιο. Τό 1929 μέ τήν προσχώρηση καί τοῦ Κατακομβίτη Ἐπισκόπου Στεφάνου (Rastorguev, + 1937), δημιουργήθηκε ἡ Ἱεραρχία Νοβοζιμπνόβσκαγια («Ρωσική Παλαιορθόδοξος Ἐκκλησία - Russian Old Orthodox Church»), τῆς ὁποίας σήμερα ἡγεῖται ὁ Πατριάρχης Μόσχας καί πάσης Ρωσίας Ἀλέξανδρος Kalinin.
Ἄλλη μεγάλη παράταξη τῶν Πόποβτσυ, πού ὅμως στερεῖται Ἱεραρχίας, εἶναι τῶν Ὀνουφριανῶν (ἀπό τόν Ἡγούμενο Ὀνούφριο τοῦ Νιζέγκοροντ).

Α. Ἡ Ἱεραρχία Μπελοκρινίτσυ.
Αὐτοπροσδιορίζεται ὡς "Ρωσική Ὀρθόδοξος Παλαιοτυπική Ἐκκλησία – Russian Orthodox Old - Rite Church". Τήν ἐπωνυμία Μπελοκρινίτσυ ἔχει λάβει ἀπό τό πνευματικό καί διοικητικό της κέντρο, τήν Μονή Κοιμ. Θεοτόκου στήν παραμεθόρια κοινότητα Μπελάγια Κρινίτσα τῆς περιοχῆς Τσερνοβίτσι τῆς Οὐκρανίας.
Λόγῳ τῶν διωγμῶν τῶν Παλαιοπίστων καί τῶν περιοριστικῶν μέτρων ἐναντίον τους ἀπό τούς Ρώσους Τσάρους καί Αὐτοκράτορες, χιλιάδες Παλαιόπιστοι προτίμησαν τήν αὐτοεξορία. Ἔτσι κατά τόν 18ο καί 19ο αἰ. περίπου 36.000 Παλαιόπιστοι ζοῦσαν στά ἐδάφη τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας καί περίπου 4.000 στή Μπελάγια Κρινίτσα τῆς σημερινῆς Οὐκρανίας, τότε κάτω ἀπό Αὐστριακή κατοχή.
Τό 1783 ἐκδόθηκαν μία σειρά εὐνοϊκῶν νόμων γιά τούς Παλαιοπίστους τῆς Αὐτοκρατορίας τῶν Ἀψβούργων ἀπό τόν Αὐτοκράτορα Ἰωσήφ Β’. Τό 1844 ὁ Αὐτοκράτορας Φερδινάνδος ἐπέτρεψε στούς Παλαιοπίστους νά καλέσουν ξένο Ἐπίσκοπο γιά τήν κάλυψη τῶν ἀναγκῶν τους. Ἀξιοποιῶντας αὐτή τήν ἄδεια οἱ Παλαιόπιστοι τῆς Μπελάγια Κρινίτσα ἐξουσιοδότησαν μετά ἀπό Σύναξη τούς Μοναχούς Παῦλο Velikodvorsky καί Ἀλύπιο Miloradov νά ἐπικοινωνήσουν μέ Ἐπισκόπους ἐκτός Ρωσικῆς Ἐκκλησίας. Δύο χρόνια ἀργότερα, τό 1846 ὁ Ὄσιπ Συμεώνοβιτς Goncharov, Ἀταμάνος τῶν Κοζάκων τοῦ Νεκρασώφ, ἔφερε τούς δύο μοναχούς σέ ἐπαφή μέ τόν ἐφησυχάζοντα στήν ΚΠολη Ἀρχιεπίσκοπο πρ. Σεράγιεβο Ἀμβρόσιο.
Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος πρ. Σεράγιεβο Ἀμβρόσιος ὡς ἅγιος τῶν Παλαιοπίστων.

Ὁ Ἀρχιεπ. Ἀμβρόσιος Popovich ἦταν Ἑλληνικῆς καταγωγῆς. Γεννήθηκε τό 1791 στήν περιοχή Αἴνου τῆς Θράκης καί ἦταν γιός τοῦ Ἱερέως Γεωργίου καί Σερβίδας μητέρας. Τό 1811 νυμφεύθηκε καί δέχθηκε τήν Ἱερωσύνη ἀπό τόν Μητροπ. Ματθαῖο. Τό 1814 ἀπεβίωσε ἡ Πρεσβυτέρα του καί ἔμεινε μόνος μέ τήν εὐθύνη τῆς ἀνατροφῆς ἑνός παιδιοῦ. Τό 1817 ἔγινε μοναχός στή Μονή Ἁγίας Τριάδος Χάλκης καί τό ἴδιο ἔτος ἀναδείχθηκε Ἡγούμενος τῆς ἱστορικῆς αὐτῆς μονῆς. Τό 1827 ὀνομάσθηκε Πρωτοσύγκελλος τῶν Πατριαρχείων ἀπό τόν Πατριάρχη Γρηγόριο ΣΤ’ καί τό 1835 χειροτονήθηκε Ἀρχιεπίσκοπος Σεράγιεβο τῆς Βοσνίας. Τό 1841 ἀνακλήθηκε ἀπό τό Πατριαρχεῖο, μετά ἀπό παρέμβαση τοῦ Σουλτάνου.
Οἱ συνομιλίες τῶν δύο Παλαιοπίστων Μοναχῶν μέ τόν Ἀρχιεπίσκοπο Ἀμβρόσιο ἔγιναν μέ τήν βοήθεια τοῦ Σέρβου Κωνσταντίνου Ἐφήμοβιτς. Ὁ Ἀμβρόσιος ἀποδέχθηκε τήν πρόταση νά ἀναλάβει τήν ἡγεσία τῶν Παλαιοπίστων τήν 15. 4. 1846. Στή συνέχεια διέφυγε ἀπό τήν ΚΠολη μεταμφιεσμένος σέ Κοζάκο καί μετά ἀπό ἕνα ἐπίπονο ταξείδι ἔφτασε στήν Τούλτσεα τῆς Ρουμανίας, ὅπου ἔγινε δεκτός ἀπό ἕνα σῶμα 500 Κοζάκων πολεμιστῶν, τούς μοναχούς τῆς Μονῆς Slava Russa, τόν Ἡγούμενο Μακάριο, τόν Ἱερομ. Ἀρκάδιο Λαυρέντιεβιτς καί πολλούς Παλαιοπίστους. Ἀπό ἐκεῖ μέσῳ Βιέννης ἔφτασε στή Μονή Κοιμ. Θεοτόκου, τῆς παραμεθόριας κοινότητας Μπελάγια Κρινίτσα, τῆς περιοχῆς Τσερνοβίτσι, τῆς τότε ὑπό Αὐστριακή κατοχή Οὐκρανίας, τήν 12. 10. 1846. Λίγες ἡμέρες ἀργότερα, τήν 28. 10. 1846, πραγματοποιήθηκε μεγάλη σύναξις τῶν Παλαιοπίστων, κατά τήν ὁποία ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀμβρόσιος ἀποφα-σίσθηκε νά γίνει δεκτός μέ Ὁμολογία Πίστεως καί χρήση Μύρου, κατά τά προβλεπόμενα ἀπό τόν 95ο Κανόνα τῆς Ἁγίας Στ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, μέ τόν τίτλο τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Μόσχας καί πάσης Ρωσίας. Ἡ ἀπόφαση αὐτή ὑλοποιήθηκε κατά τήν ἑορτή τοῦ ἁγ. Νικολάου (6. 12. 1846).
Κατά τήν ἑορτή τῶν Θεοφανείων τοῦ ἑπομένου ἔτους 1847, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀμβρόσιος χειροτόνησε μόνος τόν Ἐπίσκοπο Menos Κύριλλο Timofiev καί τόν Αὔγουστο τοῦ ἰδίου ἔτους μαζί μέ τόν ἐπ. Κύριλλο τόν Ἐπίσκοπο Slava Russa Ἀρκάδιο Lavredievich, δημιουργῶντας ἔτσι τήν Ἱεραρχία Μπελοκρινίτσυ.
Ὁ Ἐπίσκοπος Ἀρκάδιος Α’ γεννήθηκε τό 1809 στό Kunicinoe τῆς Μολδαβίας καί σέ ἡλικία μόλις 15 ἐτῶν διέφυγε μέ τούς γονεῖς του στό Ἰάσιο. Ἔζησε σάν δόκιμος στή Μονή Manolea τῆς Σουτσεάβας γιά δύο χρόνια, ἀλλά τελικά πῆρε τό σχῆμα τό 1829 στή Μονή Starodubie τῆς Ρωσίας. Τό 1834 ἐγκαταστάθηκε στή Μονή Οὐσπένιε τῆς Βράϊλας, ὅπου τό 1847 χειροτονήθηκε πρῶτος Ἐπίσκοπος Slava Russa. Τό 1854 συνελήφθη ἀπό τήν Ρωσική Στρατιωτική Ἀστυνομία, μέ διαταγή τοῦ Στρατηγοῦ Οὐσάκωφ, καί παρέμεινε φυλακισμένος γιά 27 χρόνια, μέχρι τό 1881. Ἀπεβιωσε τήν 18. 11. 1889 καί ἐνταφιάσθηκε στό Κοιμητήριο Ρογκόζκογιε τῆς Μόσχας.
Ὁ Ἐπίσκοπος Ἀρκάδιος Β’ , κατά κόσμον Ἀνδρέας Rodionovich Saposhnikov, γεννήθηκε τό 1810 στήν περιοχή τοῦ Τσερνίκωφ τῆς Οὐκρανίας. Τό 1826 μόνασε στή Μονή Λαβρέντιεφ τοῦ Starodubie, τῆς ὁποίας τό 1832 ἀναδείχθηκε Ἡγούμενος. Ὅταν τό 1839 οἱ Ρωσικές Ἀρχές κατέστρεψαν τήν Μονή, ὁ Ἡγούμενος Ἀρκάδιος ἀκολούθησε τόν ἐρημητικό βίο στή Slava Russa τῆς Τούλτσεας Ρουμανίας. Ἐπίσκοπος χειροτονήθηκε ἀπό τόν πρῶτο Ἐπίσκοπο Slava Russa Ἀρκάδιο Α’ τό 1854, λίγο πρίν τήν σύλληψη καί ἐξορία του. Ἀπεβίωσε τήν 11. 11. 1868 καί ἐνταφιάσθηκε στή Μονή Οὐσπάνια
Τήν χειροτονία τοῦ Ἐπισκόπου Κυρίλλου ὑπό μόνου τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀμβροσίου δέν δέχθηκε μερίδα Παλαιοπίστων (ἡ σημερινή Ἱεραρχία Νοβοζιμπνόβσκαγια. Βλέπε στή συνέχεια).
Ἡ προσχώρηση τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀμβροσίου στούς Παλαιοπίστους καί ἡ χειροτονία Ἐπισκόπων προκάλεσε τήν διπλωματική παρέμβαση τοῦ Τσάρου Παύλου Α’ πρός τήν Αὐτοκρατορική Κυβέρνηση τῆς Αὐστρίας, μέ ἀποτέλεσμα τήν σύλληψη καί ἐξορία τοῦ Ἀμβροσίου καί τό κλείσιμο τῆς Μονῆς Κοιμ. Θεοτόκου Μπελάγια Κρινίτσα (3. 3. 1848). Στή συνέχεια ἐνῶ ἡ μονή ἄνοιξε πρός τό τέλος τοῦ ἰδίου ἔτους, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀμβρόσιος παρέμεινε ἐξόριστος γιά 15 χρόνια, μέχρι τό τέλος τῆς ζωῆς του. Ἡ τελευταῖα ἐπιστολή πρός τό ποίμνιό του φέρει ἡμερομηνία 28. 10. 1863. Ἀπεβίωσε δύο ἡμέρες ἀργότερα (30. 10. 1863) καί ἐνταφιάσθηκε στό Ἑλληνικό Κοιμητήριο τῆς Τεργέστης.
Τό 1899 τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ὅρισε μία ἐπιτροπή μελέτης τῆς περιπτώσεώς του, ἡ ὁποία ἀποφάνθηκε γιά τήν ἐγκυρότητα τῶν χειροτονιῶν του.
Τό 1996 (11. 11) διακηρύχθηκε ἡ ἁγιότητά του ἀπό τήν Ἱεραρχία Μπελοκρινίτσυ, ὑπό τόν Μητροπολίτη Μόσχας καί πάσης Ρωσίας Ἀλύπιο καί τόν Ἀρχιεπίσκοπο Μπελοκρινίτσυ Λεόντιο. Τό 2000 τά Λείψανά του μεταφέρθηκαν στή Μονή Κοιμ. Θεοτόκου Μπελάγια Κρινίτσα.
Τόν Ἀρχιεπίσκοπο Ἀμβρόσιο διαδέχθηκε ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Κύριλλος Timofeev (4. 1. 1849 – 2. 12. 1873, ὁπότε καί ἀπεβίωσε). Ἐπί τῶν ἡμερῶν του, τό 1853, ἱδρύθηκε ἱδρύθηκε Ἀρχιεπισκοπή στή Μόσχα, μέ κέντρο τό Κοιμητήριο Ρογκόζκογιε (Rogozhskoya Zastava), παλαιό πνευματικό καθίδρυμα τῶν Παλαιοπίστων.
Τό ἔτος 1849 ἦταν ἔτος χειροτονιῶν γιά τήν Ἱεραρχία Μπελοκρινίτσυ. Τόν Ἰανουάριο τοῦ 1849 ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Κύριλλος χειροτόνησε τόν Ἐπίσκοπο Βράϊλας Ρουμανίας Ὀνούφριο Zhirov καί μέχρι τό τέλος τοῦ ἔτους ὑπῆρχαν 10 Ἀρχιερεῖς τῆς Ἱεραρχίας Μπελοκρινίστυ.
Ἀπό τό 1846 μέχρι τό 1988 ὁ Προκαθήμενος τῶν Παλαιοπίστων Μπελοκρινίτσυ ἔφερε τόν τίτλο τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Μόσχας καί πάσης Ρωσίας. Τό 1988, ἐπί Ἀρχιεπισκόπου Ἀλυπίου Gusev, υἱοθετήθηκε ὁ τίτλος τοῦ Μητροπολίτου Μόσχας καί πάσης Ρωσίας, ὁ ὁποῖος καί ἰσχύει μέχρι σήμερα.
Ἰδιαίτερο χαρακτηριστικό ἄμφιο τοῦ Μητροπολίτη τῶν Μπελοκρινίτσυ εἶναι ἡ λευκή μίτρα τήν ὁποία πρῶτος χρησιμοποίησε ὁ Μητροπ. Ρωσίας ἅγ. Μακάριος (1542 – 1563).
Κατά τήν κομμουνιστική περίοδο οἱ Παλαιόπιστοι Μπελοκρινίτσυ διώχθηκαν ὅπως ὅλοι οἱ Χριστιανοί τῆς Σοβιετικῆς Ἑνώσεως. Μάλιστα τό 1940, μόνο ἕνας Ἐπίσκοπος ἦταν ἐλεύθερος, ὁ ἐπ. Καλοῦγας Σάββας, ὁ ὁποῖος ἀνύψωσε μόνος του τόν Ἐπίσκοπο Σαμάρας Εἰρήναρχο σέ Ἀρχιεπίσκοπο Μόσχας καί πάσης Ρωσίας.
Μετά τήν κατάρρευση τοῦ Σοβιετικοῦ καθεστώτος (1989), ὁ Μητροπολίτης Ἀδριανός (9. 2. 2004 – 10. 8. 2005), προσπάθησε να ἔρθει σέ διάλογο τόσο μέ τό Πατριαρχεῖο Μόσχας, ὅσο καί μέ τήν Ρωσική Κυβέρνηση, ἀλλά ὁ αἰφνίδιος θάνατός του διέκοψε τήν προσπάθεια.
Ἤδη ἐπί τῶν ἡμερῶν τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Κυρίλλου (1849 - 1873), ἡ Ἱεραρχία Μπελοκρινίτσυ διαιρέθηκε γιά λόγους γεωγραφικούς σέ δύο ἀδελφά σώματα, σέ δύο Ἱεραρχίες πού δραστηριοποιοῦνταν καί συνεχίζουν νά δραστηριοποιοῦνται ἡ μία στή Ρουμανία καί ἡ ἄλλη στήν τότε Ρωσική Αὐτοκρατορία (ἔπειτα Σοβιετική Ἕνωση, σήμερα Ρωσική Ὁμοσπονδία).
Ἡ παρουσία τῶν Παλαιοπίστων στή Ρουμανία ἀνάγεται στίς ὁμαδικές μετακινήσεις Παλαιο-πίστων τοῦ 18ου αἰ. πρός τά ἐδάφη τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας. Τό 1724 σημειώνεται ἡ πρώτη ἐγκατάσταση Παλαιοπίστων στήν κοινότητα Λιποβένι τῆς Σουτσεάβας (ἀπ’ ὅπου καί ὀνομάσθηκαν Λιποβάνοι). Τό 1780 σημειώνεται μία δεύτερη ἐγκατάσταση στήν κοινότητα Κλιμαούτι τῆς Σουτσεάβας (σώζεται ἔγγραφο τοῦ Ἡγουμένου τῆς Ἡγεμονικῆς Μονῆς Πούτνα Ἰωάσαφ, μέ τό ὁποῖο ἐπιτρέπει στούς Παλαιοπίστους νά ἐγκατασταθοῦν στά μοναστηριακά ἐδάφη). Τό 1784 δημιουργήθηκε ἡ κοινότητα Fntana Alba – Μπελάγια Κρινίτσα – Λευκή Πηγή, στήν περιοχή τῆς Τούλτσεας.
Γενικά οἱ Παλαιόπιστοι τῆς Ρουμανίας στήν πορεία τους πρός τήν ἐλευθερία, ἀκολούθησαν τήν μετανάστευση τῶν Κοζάκων τοῦ Ἰγνάτιου Νεκράσωφ (18ος αἰ.).
Σήμερα, σύμφωνα μέ τήν ἀπογραφή του 2002, οἱ Παλαιόπιστοι Λιποβάνοι τῆς Ρουμανίας ἀριθμοῦν περίπου 36.000 ἄτομα.
Οἱ Προκαθήμενοι τῶν Ἱεραρχιῶν Μπελοκρινίτσυ μέχρι σήμερα εἶναι οἱ ἐξῆς:

Ἡ πρώτη Ἱεραρχία Μπελοκρινίτσυ
Ἀμβρόσιος Popovich
, πρ. Ἀρχιεπίσκοπος Σεράγιεβο (1835 – 1841), Ἀρχιεπίσκοπος Μόσχας καί πάσης Ρωσίας, 28. 10. 1846 – 26. 07. 1848. + 30. 10. 1873.
Κύριλλος Timofiev, Ἐπίσκοπος Menos (1847 – 1849), Ἀρχιεπίσκοπος Μόσχας καί πάσης Ρωσίας, 4. 1. 1849 - + 2. 12. 1873.

Προκαθήμενοι τῆς Ἱεραρχίας Μπελοκρινίτσυ τῆς Ρωσίας
(ἕδρα τό Κοιμητήριο Ρογκόζκογιε τῆς Μόσχας)
Σωφρόνιος, Ἐπίσκοπος Σιβηρίας, Ἀρχιεπίσκοπος Μόσχας καί πάσης Ρωσίας, 3. 10. 1849 – 1853. Καθαιρέθηκε τό 1853, ἀποκαταστάθηκε τό 1858, καθαιρέθηκε γιά δεύτερη φορά τό 1863.
Ἀντώνιος Shutov. Ἀρχιεπίσκοπος Βλαδιμήρ, 1853 – 1863. Ἀρχιεπίσκοπος Μόσχας καί πάσης Ρωσίας, 1863 - + 1881.
Σαββάτιος Levshin. Ἀρχιεπίσκοπος Μόσχας καί πάσης Ρωσίας, 16. 10.1898 - + 24. 10. 1915.
Μελέτιος Kartushin. Ἀρχιεπίσκοπος Μόσχας καί πάσης Ρωσίας, 30. 8. 1915 - + 1934.
Βικέντιος Nikitin, Ἐπίσκοπος Καυκάσου. Τοποτηρητής τοῦ Ἀρχιεπισκοπικοῦ Θρόνου, 1934 - + 12. 4. 1938 (ἀπεβίωσε στή φυλακή).
Σάββας, Ἐπίσκοπος Καλοῦγας, Σμολένσκ καί Μπριάνσκ (+ 1943). Ὁ μόνος ἐλεύθερος Ἐπίσκοπος τό 1940.
Εἰρήναρχος Parfenov. Ἀρχιεπίσκοπος Μόσχας καί πάσης Ρωσίας, 1940 – + 7. 3. 1952.
Φλαβιανός Slesarev. Ἀρχιεπίσκοπος Μόσχας καί πάσης Ρωσίας, 16. 3. 1952 - + 25. 12. 1960.
Ἰωσήφ Morzakov. Ἀρχιεπίσκοπος Μόσχας καί πάσης Ρωσίας, 9. 2. 1961 – + 3. 11. 1970.
Νικόδημος Latyshev. Ἀρχιεπίσκοπος Μόσχας καί πάσης Ρωσίας, 24. 10. 1971 - + 11. 2. 1986.
Ἀναστάσιος Kononov. Τοποτηρητής τοῦ Ἀρχιεπισκοπικοῦ Θρόνου, 14. 2. 1986 - + 9. 4. 1986.
Ἀλύπιος Gusev, Ἐπίσκοπος Κλίντσυ. Τοποτηρητής τοῦ Ἀρχιεπισκοπικοῦ Θρόνου, 13. 4.1986 – 6. 7. 1986. Ἀρχιεπίσκοπος Μόσχας καί πάσης Ρωσίας, 6. 7. 1986 – 24. 7. 1988. Μητροπολίτης Μόσχας καί πάσης Ρωσίας, 24. 7. 1988 - + 31. 12. 2003.
Ἀδριανός Chetvergov. Μητροπολίτης Μόσχας καί πάσης Ρωσίας, 9. 2. 2004 – 10. 8. 2005.
Ἰωάννης, Ἀρχιεπίσκοπος Κοστρόμας καί Γιαροσλάβ. Τοποτηρητής τοῦ Μητροπολιτικοῦ Θρόνου, 11. 8. 2005 – 18. 10. 2005.
Κορνήλιος Titov. Μητροπολίτης Μόσχας καί πάσης Ρωσίας, 18. 10. 2005 – σήμερα.
Ὁ Μητροπολίτης Μόσχας καί πάσης Ρωσίας Κορνήλιος.

Ἡ Ἱεραρχία τῶν Μπελοκρινίστυ στή Ρωσία ποιμαίνει 250 περίπου πολυάνθρωπες ἐνορίες στήν τέως Σοβιετική Ἕνωση, μέ ἕδρα τό Κοιμητήριο Ρογκόζκογιε τῆς Μόσχας.




Προκαθήμενοι τῆς Ἱεραρχίας Μπελοκρινίτσυ τῆς Ρουμανίας
(ἕδρα ἡ Βράϊλα τῆς Ρουμανίας )
Μέ τόν τίτλο «Ἀρχιεπίσκοπος Μπελοκρινίτσυ καί Μητροπολίτης πάντων τῶν Παλαιορθοδόξων Χριστιανῶν», ἀρχιεράτευσαν οἱ:
Ἀθανάσιος, 9. 5. 1874 - 1. 10. 1905.
Μακάριος, 10. 9. 1906 – 1921.
Νικηφόρος, 1. 10. 1924 – 15. 10. 1926.
Παφνούτιος, 9. 7. 1927 – 26. 3. 1939.
Σιλουανός, 1939 - 5. 1. 1941.
Ἰννοκέντιος, 1941 – 16. 2. 1943.
Τύχων, 30. 3. 1943 - 4. 3. 1968.
Ἰωάσαφ, 1968 – 2. 1. 1985.
Τίμων, 14. 7. 1985 – 21. 8. 1996.
Λεόντιος, 24. 10. 1996 – σήμερα.

Βιογραφικά Προκαθημένων

Μητροπολίτης Ἀθανάσιος (1874 - 1905).
Ὁ κατά κόσμον Ἀγγαῖος Φεοντοσίεβιτς, ἦταν γιά πολλά χρόνια ἐφημέριος στή Βράϊλα. Τήν 3. 6. 1871 χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος Βράϊλας ἀπό τόν Ἀρχιεπίσκοπο Κύριλλο καί τήν 9. 5. 1874 ἀνεδείχθηκε τρίτος Ἀρχιεπίσκοπος τῆς Ἱεραρχίας Μπελοκρινίτσυ Ρουμανίας. Ἀρχιεράτευσε 32 χρόνια καί ἀπεβίωσε τήν 1. 9. 1905, σέ ἡλικία 80 ἐτῶν. Ἐνταφιάσθηκε στή Μπελάγια Κρινίτσα.

Μητροπολίτης Μακάριος (1906 – 1921)
Ἦταν ἐφημέριος στό Ἰάσιο καί τήν 4. 7. 1900 χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος Τούλτσεα. Τήν 10. 9. 1906 φηφίσθηκε Ἀρχιεπίσκοπος ἀπό τόν Ἀρχιεπίσκοπο Μόσχας Ἰωάννη καί τούς Ἐπισκόπους Οὐραλίων Ἀρσένιο, Σλάβα Λεόντιο καί Νιζεγκοροντόντσκ Ἰννοκέντιο. Προτάθηκε γιά Ἀρχιε-πίσκοπος Μόσχας, ἀλλά δέν δέχθηκε. Ἀρχιεράτευσε 15 χρόνια καί ἀπεβίωσε τόν Ἰανουάριο τοῦ 1921, σέ ἡλικία 73 ἐτῶν. Ἐνταφιάσθηκε στή Μπελάγια Κρινίτσα.

Μητροπολίτης Νικηφόρος (1924 – 1926) Ὁ κατά κόσμον Νικηφόρος Feodotov ἦταν ἐφη-μέριος στό Ἰάσιο. Τήν 13. 10. 1919 χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος Τούλτσεα ἀπό τόν Ἀρχιεπίσκοπο Μακάριο. Διαδέχθηκε τόν Ἐπίσκοπο Λεόντιο στήν Ἐπισκοπή Σλάβας καί τήν 1. 10. 1924 ἀναδείχθηκε Ἀρχιεπίσκοπος. Ἀπεβίωσε τήν 15. 10. 1926, σέ ἡλικία 71 ἐτῶν, στή Μονή Οὐσπένιε, στή Σλάβα Ρούσα Τούλτσεας, ὅπου καί ἐνταφιάσθηκε.

Μητροπολίτης Παφνούτιος (1927 – 1939)
Ὁ κατά κόσμον Πέτρος Fedoseev, χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος Βράϊλας τήν 21. 11. 1926 καί τήν 9. 7. 1927 ἀναδείχθηκε Ἀρχιεπίσκοπος. Ἐπί τῶν ἡμερῶν του ἐπισκέφθηκε τήν Μπελάγια Κρινίτσα ὁ Βασιλιᾶς τῆς Ρουμανίας Κάρολος Β’. Ἀπεβίωσε τήν 26. 3. 1939, σέ ἡλικία 76 ἐτῶν, καί ἐνταφιάσθηκε στή Μπελάγια Κρινίτσα.

Μητροπολίτης Στέφανος (26. 6. 1939 – 1939)
Ἦταν ἐφημέριος στό Κίσενεφ τῆς Σοβιετικῆς Μολδαβίας καί τήν 28. 7. 1935 χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος Ἰσμαηλίας (σημερινή Οὐκρανία). Τήν 26. 6. 1939 ἀναδείχθηκε Ἀρχιεπίσκοπος γιά μικρό διάστημα, λόγῳ τῆς κακῆς του ὑγείας. Τό 1940 ἡ Μπελάγια Κρινίτσα προσαρτήθηκε στή Σοβιετική Ἕνωση, σάν ἐδαφος τῆς βόρειας Μπουκοβίνας. Τότε ἀποφασίσθηκε ἡ μεταφορά τῆς Ἀρχιεπισκοπικῆς Ἕδρας στή Βράϊλα τῆς Ρουμανίας, ἀλλά ἡ διατήρηση τοῦ τίτλου τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Μπελοκρινίτσυ. Τόν διαδέχθηκε ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Σιλουανός (+ 5. 1. 1941).

Μητροπολίτης Ἰννοκέντιος (1941 - 1943)
Ὁ κατά κόσμον Ἰωάννης Grigorievich γεννήθηκε τήν 23. 1. 1870. Ἀρχικά Ἐπίσκοπος Νιζεγκοροντόντσκ καί Κοστρόμας, στή συνέχεια ἀρχιεράτευσε στό Κίσενεφ, ἀπ’ ὅπου φηφίσθηκε Ἀρχιεπίσκοπος ἀπό τούς Ἐπισκόπους Σλάβα Σαββάτιο καί Ματζουρίας Τύχωνα τό 1941, σέ διαδοχή τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Σιλουανοῦ. Ὅταν τό 1941 ἡ Μπελάγια Κρινίτσα καταστράφηκε ἀπό τίς ἐχθροπραξίες, μετακινήθηκε στή Μονή Οὐσπένια Τούλτσεας. Ἀπεβίωσε τήν 16. 2. 1943 στή Βράϊλα.

Μητροπολίτης Τύχων (1943 – 1968)
Ὁ κατά κόσμον Τίτος Deevich Kachealkin γεννήθηκε τό 1879. Προηγουμένως Ἐπίσκοπος Ματζουρίας (ἀπό τό 1941), ἀρχιεράτευσε γιά λίγο στήν Τούλτσεα καί στή συνέχεια ἐκλέχθηκε Ἀρχιεπίσκοπος (30. 3. 1943). Κατά τήν ἀρχιερατεία του οἱ Παλαιόπιστοι τῆς Ρουμανίας διώχθηκαν ἀπό τό Καθεστώς τοῦ Στρατηγοῦ Ἀντωνέσκου καί ὁ ἴδιος κρατήθηκε σέ στρατόπεδο συγκεντρώσεως. Ἀπεβίωσε τήν 4. 3. 1968 καί ἐνταφιάσθηκε στόν περίβολο τοῦ Ναοῦ τῆς Ἁγίας Σκέπης στή Βράϊλα.

Μητροπολίτης Ἰωάσαφ (1968 – 1985)
Ὁ κατά κόσμον Ἰωάννης Timofey γεννήθηκε τό 1871. Τό 1958 χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος Σλάβας καί ἀργότερα ὀνομάσθηκε Ἀρχιεπίσκοπος Βράϊλας, ἀπό ὅπου ἀναδείχθηκε Μητρο-πολίτης τό 1968. Ἀπεβίωσε τήν 16. 2. 1985 καί ἐνταφιάσθηκε στόν περίβολο τοῦ Ναοῦ τῆς Ἁγίας Σκέπης στή Βράϊλα.

Μητροπολίτης Τίμων ( 1985 – 1996)
Ὁ κατά κόσμον Τιμόθεος Gavrila γεννήθηκε τό 1919 στήν περιοχή τῆς Κωνστάντζας, ὅπου καί χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος. Μητροπολίτης ἀναδείχθηκε τήν 14. 7. 1985. Ἦταν ὁ πρῶτος Παλαιόπιστος Προκαθήμενος πού ἐπισκέφθηκε τήν ἀδελφή Ἱεραρχία Μπελοκρινίστυ τῆς Ρωσίας (1991). Ἀπεβίωσε τήν 21. 8. 1996 καί ἐνταφιάσθηκε στόν περίβολο τοῦ ἐνοριακοῦ ναοῦ τοῦ χωριοῦ του Ghidaresti, ὅπου ἐφημέρευσε γιά πολλά χρόνια.

Μητροπολίτης Λεόντιος (1996 – σήμερα)
Ὁ σημερινός Προκαθήμενος τῆς Ἱεραρχίας τῶν Μπελοκρινίτσυ τῆς Ρουμανίας Μητροπολίτης Λεόντιος (Izot Lavrente), γεννήθηκε τό 1966 στή Σλάβα Ρούσα τῆς Τούλτσεας, ὅπου μόνασε στή Μονή Οὐσπένια. Τήν 11. 3. 1996 χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος Βράϊλας καί τήν 27. 11. 1996 ἀναδείχθηκε Μητροπολίτης. Τόν Ἀπρίλιο τοῦ 2000 μετέφερε τά λείψανα τοῦ Ἀρχιεπισκόπου πρ. Σεράγιεβο Ἀμβροσίου ἀπό τήν Τεργέστη καί τά κατέθεσε στό Ναό τῆς Ἁγίας Σκέπης Βράϊλας. Τόν Ἀπρίλιο τοῦ 2002 συναντήθηκε μέ τόν Πατριάρχη Ρουμανίας Θεόκτιστο. Τόν Αὔγουστο τοῦ ἰδίου ἔτους ἡ Ἐκκλησία του ἀναγνωρίσθηκε ἀπό τήν Ρουμανική Πολιτεία μέ τήν ἐπωνυμία «Παλαιοτυπική Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία τῆς Ρουμανίας».




Μπελάγια Κρινίτσα, τό κέντρο τῶν Παλαιοπίστων τῆς Ρουμανίας.








Β. Ἡ Ἱεραρχία Νοβοζιμπνόβσκαγια.
Αὐτοπροσδιορίζεται ὡς «Ρωσική Παλαιορθόδοξος Ἐκκλησία - Russian Old Orthodox Church». Ὀνομάσθηκε Νοβοζιμπνόβσκαγια ἀπό τήν πόλη Νοβοζύμπκωφ τῆς περιοχῆς τοῦ Μπριάνσκ, ὅπου εἶχε τήν ἕδρα της κατά τήν μετά τήν διακυβέρνηση Κρουτσώφ περίοδο (1963 – 2000).
Τό 1847 μία μεγάλη ὁμάδα Κληρικῶν καί λαϊκῶν Παλαιοπίστων, δέν δέχθηκε τήν χειροτονία τοῦ Ἐπισκόπου Κυρίλλου Timofeev ἀπό μόνο τόν Ἀρχιεπίσκοπο πρ. Σεράγιεβο Ἀμβρόσιο Popovich καί ἔμεινε ἐκτός Ἱεραρχίας Μπελοκρινίτσυ. Τό 1923 προσχώρησε στίς τάξεις της ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Σαράτωφ Νικόλαος (+ 1934, φωτό), ὁ ὁποῖος ἔγινε δεκτός μέ Ὁμολογία Πίστεως καί ἀναμύρωση, τήν 4. 11. 1923. Στόν ἀρχιεπ. Νικόλαο δόθηκε ὁ τίτλος τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Μόσχας, Σαρατώφ καί πάντων τῶν Παλαιορθοδόξων τῆς Ρωσίας.
Γιά τόν ἀρχιεπ. Νικόλαο ὑπῆρξε πρόβλημα ἐπειδή προέρχονταν ἀπό τήν Ζωντανή Ἐκκλησία (τήν πρώτη σχισματική κατάσταση στή Ρωσική Ἐκκλησία πού ὑποστηρίχθηκε ἀπό τήν Σοβιετική ἐξουσία) καί ἐπίσης ἐπειδή ὑπῆρχαν ἀμφιβολίες σχετικά μέ τό βάπτισμά του (ἐπειδή στή Ρωσική Ἐκκλησία ἴσχυε τό ράντισμα ἀπό τό 1818, μέ διάταγμα τοῦ Τσάρου Ἀλεξάνδρου Α’). Τά προβλήματα αὐτά τακτοποιήθηκαν ἀπό Σύνοδο πού συγκλήθηκε στή Μόσχα, τόν Μάϊο τοῦ 1924.
Ἀπό τίς πρώτες ἐνέργειες τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Νικολάου ἦταν ὁ Καθαγιασμός Μύρου, ὁ ὁποῖος ἔγινε τήν Μεγ. Πέμπτη τοῦ 1924 στό Ναό τοῦ ἁγ. Νικολάου στή Μόσχα. Μέχρι τότε οἱ Παλαιόπιστοι χρησιμοποιοῦσαν τό Μύρο πού καθαγίασε ὁ Πατριάρχης Μόσχας Ἰωσήφ (1642 – 1652), ὁ τελευταῖος γι’ αὐτούς Ὀρθόδοξος Πατριάρχης Ρωσίας.
Τό 1929 ἑνώθηκε μέ τόν Ἀρχιεπίσκοπος Νικόλαο ὁ Ἐπίσκοπος Στέφανος (+ 1937), ὁ ὁποῖος εἶχε χειροτονηθεῖ τό 1929 ἀπό Κατακομβίτες Ἱεράρχες τῶν Γεντινόβερτσυ (τῶν Παλαιοπίστων πού εἶχαν ἑνωθεῖ μέ τό Πατριαρχεῖο Μόσχας, διατηρῶντας τό παλαιό Τυπικό).
Τήν 18η Σεπτεμβρίου 1929 ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Νικόλαος καί ὁ Ἐπίσκοπος Στέφανος χειρο-τόνησαν στή Μόσχα τόν Ἐπίσκοπο Πανσόφιο, δημιουργῶντας ἔτσι τήν Ἱεραρχία Νοβοζιμπνόβσκαγια.
Τό ποίμνιο τῆς Ἱεραρχίας Νοβοζιμπνόβσκαγια διώχθηκε ἀπό τούς Σοβιετικούς μέ τήν ἴδια σφοδρότητα ὅπως καί οἱ λοιποί Χριστιανοί. Ἡ σφοδρότητα τῶν διωγμῶν φαίνεται καί ἀπό τίς διαρκεῖς μετακινήσεις τῆς ἕδρας τους: Μόσχα (1924 – 1955), Κουϊμπίσεφ κοντά στή Σαμάρα (1955 – 1963), Νοβοζύμπκωφ στήν περιοχή τοῦ Μπριάνσκ (1963 – 2000). Ἡ ἕδρα ἐπέστρεψε στή Μόσχα μετά τήν πτώση τοῦ Σοβιετικοῦ καθεστώτος, τό 2000.
Τό 2002 (3η Μαρτίου) ἡ Ἱεραρχία Νοβοζιμπνόβσκαγια προχώρησε στήν ἐπανίδρυση τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας (γιά τούς Παλαιοπίστους ἴσχυε ἡ κατάργηση τοῦ Πατριαρχείου ἀπό τόν Μεγάλο Πέτρο, τό 1700, καί ὄχι ἡ ἐπανίδρυσή του τό 1917 ἀπό τήν Πανρωσική Σύνοδο τῆς Μόσχας), μέ πρῶτο Πατριάρχη τόν μέχρι τότε Ἀρχιεπίσκοπο Μόσχας καί πάσης Ρωσίας Ἀλέξανδρο Kalinin.
Μετά τήν πτώση τοῦ Σοβιετικοῦ καθεστώτος (1989) δημιουργήθηκαν δύο σχίσματα:
Ἡ «Σλαβο - Γεωργιανή Παλαιορθόδοξη Ἐκκλησία». Δημιουργήθηκε στίς ἀρχές τῆς δεκαετίας τοῦ ΄90, ἀπό τούς Ἐπισκόπους Λεόντιο τοῦ Πέρμ καί Φλαβιανό τῆς Μόσχας. Σήμερα ἀριθμεῖ 3 Ἐπισκόπους.
Ἡ «Παλαιορθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας». Δημιουργήθηκε τό 1999 καί σήμερα ἀριθμεῖ 3 Ἐπισκόπους
Ἀπό τό 1924 μέχρι σήμερα Προκαθήμενοι τῆς Ἱεραρχίας Νοβοζιμπνόβσκαγια διετέλεσαν οἱ ἐξῆς:
Νικόλαος Pozdnev. Ἀρχιεπίσκοπος Μόσχας, Σαράτωφ καί πάσης Ρωσίας, 19. 12. 1923 –
+ 1. 9. 1934.
Στέφανος Rastorguev. Τοποτηρητής τοῦ Ἀρχιεπισκοπικοῦ Θρόνου, 1934 - Ἰούλιος 1935. Ἀρχιεπίσκοπος Μόσχας καί πάσης Ρωσίας, Ἰούλιος 1935 - 2. 9. 1937.
Μιχαήλ Kochetov. Ἀρχιεπίσκοπος Μόσχας καί πάσης Ρωσίας, Μάϊος 1938 – 6. 4. 1944.
Ἰωάννης Kalinin. Ἀρχιεπίσκοπος Μόσχας καί πάσης Ρωσίας, 14. 10. 1944 – 27. 8. 1955.
Ἐπιφάνιος Abramov. Ἀρχιεπίσκοπος Κουϊμπίσεφ, Μόσχας καί πάσης Ρωσίας, 5. 11. 1955 –
1963 (+ 1965).
Ἱερεμίας Matvievich. Ἀρχιεπίσκοπος Νοβοζύμπκωφ, Μόσχας καί πάσης Ρωσίας, 24. 3. 1963
– 17. 6. 1969.
Παῦλος Mashinin. Ἀρχιεπίσκοπος Μόσχας καί πάσης Ρωσίας, 27. 7. 1969 - Ἰούνιος 1977.
Βαρσανούφιος Ovsyannikov. Τοποτηρητής τοῦ Ἀρχιεπισκοπικοῦ Θρόνου, Ἰούν. 1977 – Σεπτ. 1979.
Γεννάδιος Antonov. Ἀρχιεπίσκοπος Μόσχας καί πάσης Ρωσίας, 23. 9. 79 – 2. 2. 1996.
Ἀρίσταρχος Kalinin. Ἀρχιεπίσκοπος Μόσχας καί πάσης Ρωσίας, Φεβρ. 1996 – Μάϊος 2000.
Ἀλέξανδρος Kalinin. Ἀρχιεπίσκοπος Μόσχας καί πάσης Ρωσίας, 9. 5. 2000 – 3. 3. 2002. Πατριάρχης Μόσχας καί πάσης Ρωσίας, 3. 3. 2002 – σήμερα.

Ὁ Πατριάρχης Μόσχας καί πάσης Ρωσίας Ἀλέξανδρος

Ἡ Ἱεραρχία Νοβοζιμπνόβσκαγια ποιμαίνει περίπου 60 μεγάλες ἐνορίες στήν τέως Σοβιετική Ἕνωση καί 4 στή Ρουμανία, μέ ἕδρα τό Zamoskvorech’ye τῆς Μόσχας.

Οἱ Παλαιόπιστοι Μπέζ Πόποβτσυ (οἱ μή δεχόμενοι Ἱερωσύνη)
Ὑπῆρξαν ὅμως καί Παλαιόπιστοι πού ἀπέρριψαν τήν Ἱερωσύνη, οἱ Μπέζ Πόποβτσυ. Γι’ αὐτούς, ἐφ’ ὅσον χάθηκε τό ὅραμα τοῦ παγκόσμιου ρόλου τῆς Ὀρθόδοξης Ρωσίας καί οἱ κεφαλές τῆς Ρωσίας - πολιτικές καί ἐκκλησιαστικές - ἀποστάτησαν ἀπό τήν Ὀρθοδοξία, μία μόνο ἐξήγηση ἦταν ἀποδεκτή: Ὁ Ἀντίχριστος εἶχε ἔρθει. «Ἡ ἀλήθεια ὑποχώρησε στούς λαμπρούς οὐρανούς καί τό Ἅγιο Βασίλειο εἶχε γίνει ὁ Τσαρισμός τοῦ Ἀντιχρίστου», σημειώνει π. Γ. Φλωρόφσκυ.
Γιά τούς Μπέζ Πόποβτσυ ἡ χρήση τοῦ νέου Τυπικοῦ στεροῦσε ἀπό τούς Κληρικούς (Ἐπισκόπους καί Ἱερεῖς) τήν Ἀποστολική Διαδοχή.
Οἱ Μπέζ Πόποβτσυ κατοικοῦσαν κατά κύριο λόγο σέ ἀγροτικές καί ἀπομακρυσμένες περιοχές καί ἦσαν συνηθισμένοι στή μόνιμη σχεδόν ἀπουσία τοῦ Ἱερέως, τόν ὁποῖο συνήθως ἔβλεπαν σέ γάμους, βαπτίσεις καί κηδείες. Οἱ πιστοί αὐτοί ἦσαν ἐξοικιωμένοι μέ τήν πρακτική τῶν Ἀκολου-θιῶν χωρίς Ἱερέα. Γι’ αὐτούς ἴσχυε τό «λογικό συμπέρασμα, ὅτι ἡ Ἱερωσύνη τελείωσε τήν ἀποστολή της μέ τήν ἔλευση τοῦ Ἀντιχρίστου. Ἡ Χάρη ἀπομακρύνθηκε ἀπό τόν κόσμο καί ἡ ἐπίγεια Ἐκκλησία μπῆκε σέ μία νέα μορφή ὕπαρξης: Στήν κατάσταση χωρίς Ἱερεῖς καί τήν ἀπουσία τῶν Μυστηρίων» (π. Γ. Φλωρόφσκυ, αὐτ. σελ. 158). Αὐτό τό σκεπτικό ὁδήγησε τούς Μπέζ Πόποβτσυ σέ ἄλλο συμπέρασμα: Ἀφοῦ ἡ Χάρις εἶχε χαθεῖ, ἡ σωτηρία πλέον ἐξαρτόνταν ἀπό τόν ἴδιο τόν ἄνθρωπο καί τά ἔργα του. Ἀναβίωσε ἔτσι ἡ αἵρεση τοῦ Πελαγιανισμοῦ (4ος αἰ.), πού δέχονταν ὅτι ὁ ἄνθρωπος σώζεται χάρις στίς δικές του ἠθικές προσπάθειες, χωρίς τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ πού μετέδιδαν τά Μυστήρια.
Στήν ἀπόρριψη τῆς Ἱερωσύνης συντέλεσαν καί οἱ καθαρά Δονατιστικές ἀπόψεις τῶν ἡγετῶν τῶν Μπέζ Πόποβτσυ. Οἱ Δονατιστές - 4ος αἰ., βόρειος Ἀφρική - ἀρνοῦνταν στούς πεπτωκότες (lapsi) τῶν διωγμῶν τήν διά μετανοίας ἐπιστροφή στήν Ἐκκλησία καί ἐξαρτοῦσαν τήν ἐγκυρότητα τῶν Μυστηρίων ἀπό τήν ἡθική καθαρότητα τῶν λειτουργῶν - Ἱερέων. Ὁμοίως οἱ Μπέζ Πόποβτσυ ἀρνοῦνταν στούς Ἱερεῖς τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας τήν δυνατότητα τῆς διά μετανοίας ἐπιστροφῆς στήν Παλαιά Πίστη, ἐφ’ ὅσον τέτοιοι Ἱερεῖς ἦσαν οὐσιαστικά ἄχρηστοι, ἀφοῦ δέν μποροῦσαν νά τελέσουν ἔγκυρα Μυστήρια.
Ἡ ἀπόρριψη τῆς Ἱερωσύνης εἶχε σάν συνέπεια τήν ἐξύψωση τῶν τελετουργικῶν τύπων σέ βάρος τῶν Μυστηρίων καί τῆς ἀσκήσεως - ἐξόδου ἀπό τόν κόσμο σέ βάρος τῆς κοινωνικῆς ζωῆς. Μέ αὐτό τό σκεπτικό κάποιες ὁμάδες Μπέζ Πόποβτσυ ἀπέρριψαν τόν γάμο (ἀφοῦ δέν ἄξιζε κἄν νά ζῆ κανείς σέ τέτοιους ἀποκαλυπτικούς καιρούς), ἄλλες ἔφυγαν στά δάση «κάνοντας μία ἔξοδο στήν Ἱστορία καί ζῶντας πέρα ἀπό τά σύνορά της» (π. Γ. Φλωρόφσκυ) καί μερικές ἀπέρριψαν καί τήν ἴδια τήν ζωή, δεχόμενες τό διά πυρός βάπτισμα – αὐτοκτονία.
Γιά τούς ὁπαδούς τοῦ διά πυρός βαπτίσματος, κάθε πιστός ἔπρεπε νά ἐπιζητεῖ ἕνα δεύτερο καθαρό Βάπτισμα στή φωτιά. Τήν θέση αὐτή εἰσήγαγε ὁ Ἱερέας Δομετιανός τοῦ Τιοῦμεν τό 1679 καί ἐφάρμοσε ὁ Εὐφρόσυνος Καπίτων.
Ὁ Δομετιανός συνδέονταν μέ τόν Πρωθιερέα Ἀββακούμ. Τό 1665 συνελήφθη καί ὁδηγήθηκε στή Μόσχα καί τό 1666 ἐξορίστηκε στό φρούριο τοῦ Πουστοζέρσκ. Ἀπελευθερώθηκε τό 1670 καί ἐγκαταστάθηκε στό Τιοῦμεν, ὅπου ἵδρυσε ἕνα ἐρημητήριο μέ Παλαιόπιστους συνασκητές. Ὅταν τό 1670 Τσαρικά στρατεύματα ἔφθασαν στήν περιοχή γιά νά διαλύσουν τήν κοινότητα, ὁ Δομετιανός καί οἱ ὀπαδοί του αὐτοπυρπολήθηκαν γιά νά μήν πέσουν στά χέρια τοῦ Ἀντιχρίστου.
Ὁ Καπίτων ἦταν ἐρημίτης, μεγάλος νηστευτής, δεμένος μέ ἁλυσίδες. Οἱ ὀπαδοί του ἔγιναν γνωστοί σάν «ἄθεοι ἐρημίτες»! Πρέσβευε τό μαστίγωμα καί τήν μέχρι θανάτου νηστεία! Ἀπό τούς μαθητές του ὁ Βασίλειος Hirsote Volosatyi ζητοῦσε ἀπό τούς πιστούς του νά ἐμπιστευτοῦν τά πάντα στή φωτιά καί ὁ Βαβύλας ὑποστήριζε, ὅτι «μόνο ὁ θάνατος μπορεῖ νά μᾶς σώσει»!
Ὁ Βαβύλας ἦταν ξένος στήν καταγωγή καί Λουθηρανός στήν ὁμολογία. Ἦρθε στή Ρωσία τό 1630 καί βαπτίσθηκε Ὀρθόδοξος. Ἀπό τούς πλέον σημαντικούς ὀπαδούς τοῦ Καπίτωνος στήν περιοχή τοῦ Καζάν καί τοῦ βορείου Βόλγα, συνελήφθη τό 1666 καί κάηκε ζωντανός.
Τό περί αὐτοκτονίας κήρυγμα γράφει ὁ π. Γ. Φλωρόφσκυ, «αὐτή ἡ θανατηφόρα ἀσθένεια, ἔγινε ξαφνικά κάτι πού ἔφθασε στά ὅρια μιᾶς φοβερῆς μυστικῆς ἐπιδημίας, ἔγινε ἕνα σύμπτωμα ἀποκαλυπτικοῦ τρόπου καί ἀπελπισίας» (αὐτ. σελ. 163).
Τό 1669 κυκλοφόρησε ἡ φήμη, ὅτι πλησίαζε τό τέλος τοῦ κόσμου, φήμη πού διέδιδε ὁ φυλακισμένος στό Πουστόζερο Διάκονος Θεόδωρος. Κάποιοι καθώρισαν τήν συντέλεια τό 1674 καί ἄλλοι τό 1691 ἤ 1692. Ἡ ἰδέα τῆς συντέλειας ὡδήγησε πολλούς Παλαιοπίστους σέ ὁμαδική αὐτοκτονία. Τήν 6η Ἰανουαρίου 1679 κάηκαν στό Τομπόλσκ 1.700 ἄτομα, τήν 24η Ὀκτωβρίου περισσότεροι ἀπό 300 στό Τιοῦμεν, τό 1680 περίπου 5.000 στό Γιαροσλάβ, τήν 4η Μαρτίου 1687 ὁ μοναχός Ἰγνάτιος κάηκε μαζί μέ 2.700 ὀπαδούς του καί ὁ μοναχός Ποιμένας μέ περίπου 1.000.
Οἱ ἀκραῖες αὐτές θέσεις τῶν Μπέζ Πόποβτσυ ὁδήγησαν πολλούς Παλαιοπίστους στούς μετριοπαθεῖς Πόποβτσυ καί ὁ μαθητής τοῦ Ἡγουμένου Δοσιθέου Πρεσβύτερος Εὐφρόσυνος ἀναγκάστηκε νά γράψει τήν «Ἀνασκευή τῆς πρόσφατης προτιμήσεως τῶν αὐτοκτονιῶν».
Σταδιακά ἀπό τό 1653 καί μετά δημιουργήθηκαν πολλές ὁμάδες Μπέζ Πόποβτσυ, κάποιες ἀπό τίς ὁποίες έξαφανίστηκαν στήν πορεία τοῦ χρόνου, ἐνῶ κάποιες ἄλλες ἔχουν ἐπιβιώσει. Κάποιες ἀπό αὐτές ἐξελίχθηκαν σέ μορφώματα προτεσταντικοῦ ἤ ἄλλου χαρακτῆρα. Ἐνδεικτικά ἀναφέρονται:
Οἱ Θεοδοσιανοί. Ἐμφανίσθηκαν τό 1770, μέ κέντρο τό Κοιμητήριο τῆς Μεταμ. Σωτῆρος Μόσχας. Ἐπωνομάσθηκαν ἀπό τόν Θεοδόσιο Βασίλεφ. οι ὁποῖοι ἀπορρίπτουν τόν γάμο. Ἀπό τήν δεκαετία τοῦ 1960 δραστηριοποιοῦνται ὡς «Ἕνωσις τῶν Χριστιανῶν Παλαιοπίστων τῆς κατά τοῦ Γάμου Ὁμολογίας τῶν Παλαιο-Πομεράνων».
Οἱ Τιτλοῦχοι. Ἀποσχίσθηκαν ἀπό τούς Θεοδοσιανούς, ἐπειδή ὑποστήριζαν τήν χρήση τοῦ τίτλου πού ἔθεσε ὁ Πιλάτος πάνω στόν Σταυρό τοῦ Κυρίου.
Οἱ ΠομεράνοιΔανιηλίτες ("Pomeranian Old - Orthodox Church"). Ἐπωνομάσθηκαν ἀπό τόν Δανιήλ Βίκουλιτς καί ἐμφανίσθηκαν στίς περιοχές τοῦ Ἀρχαγγέλου καί τῆς Καρελίας. Δέν δέχονται τόν γάμο καί τήν μνημόνευση τοῦ Τσάρου στίς Ἀκολουθίες.
Οἱ Νέο – Πομεράνοι. Ἀποσχίσθηκαν ἀπό τούς Πομεράνους, ἐπειδή δέχονται τόν Γάμο.
Οἱ Φιλιππιανοί, ἀπό τόν Μοναχό Φίλιππο. Ἀποσχίσθηκαν τό α’ μισό τοῦ 18ου αἰ. ἀπό τούς Πομεράνους. Δέν δέχονται τόν Γάμο καί πρεσβεύουν τό Βάπτισμα τοῦ πυρός (αὐτοπυρπόληση).
Οἱ Κοσμιανοί. Ἐπωνομάσθηκαν ἀπό τόν Μοναχό Κοσμᾶ. Δραστηριοποιοῦνται στίς περιοχές τοῦ Νίζνι Νόβγκοροντ, τοῦ Γιαροσλάβ καί τῆς Κοστρόμας.
Οἱ Ὁπαδοί τῆς Σωτηρίας. Ἀρνοῦνται ὅλα τά Μυστήρια καί δέχονται τήν αὐτοπυρπόληση.
Οἱ Παστουχοβίτες.
Οἱ Αὐτοβαπτιζόμενοι.
Οἱ Τροπάριοι.Ὀνομάζονται ἔτσι ἐπειδή δέχονται τήν μνημόνευση τοῦ Τσάρου στίς Ἀκολουθίες.
Οἱ Χλύστοι. Πρεσβεύουν τήν παράδοση τοῦ ἀνθρώπου στά σαρκικά πάθη, γιά νά ἔρθει σέ μετάνοια!
Οἱ Σκόπτσυ.
Οἱ Πνευματικοί Ἀγωνιστές (Duhodory).
Οἱ Μολοκάνοι.
Οἱ Ἀρνητές Διαβατηρίων (Beguny). Δέν χρησιμοποιοῦσαν χρήματα, ταυτότητες καί διαβατήρια, διότι κατά τήν γνώμη τους εἶχαν πάνω τους τήν σφραγίδα τοῦ Ἀντιχρίστου! Ὑπῆρξαν ὁμάδες Ἀρνητῶν Διαβατηρίων καί κατά τήν Σοβιετική περίοδο, οἱ ὁποῖες ἔχουν ἐπιβιώσει μέχρι σήμερα.

Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Οὔφα Ἀνδρέας καί οἱ Παλαιόπιστοι
Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀνδρέας τῆς Οὔφα (+ 1937), ἀπό τούς κύριους ἀντιπάλους τοῦ Σεργιανισμοῦ, εἶχε "ἰδιαίτερες" ἀπόψεις σχετικά μέ τό θέμα τῶν Ρώσων Παλαιοπίστων. Ἐπηρεασμένος ἀπό τόν Καθηγητή του στή Θεολογική Ἀκαδημία τῆς Μόσχας N. Kapterev, θεωροῦσε ὅτι ἡ προ - ἐπαναστατική Ρωσική Ἐκκλησία εἶχε ὑποπέσει στή "Νικωνιανή αἵρεση τοῦ Καισαροπαπισμοῦ", ἡ ὁποία αἵρεση ὁδήγησε τελικά στήν Ἐπανάσταση τοῦ 1917, στούς Ἀνακαινιστές τῆς "Ζωντανῆς Ἐκκλησίας" καί στό Σεργιανισμό. Συχνά ἀναφέροταν σέ "Νικωνιανούς" (γιά τό Πατριαρχεῖο Μόσχας) καί "παλαιο - Ὀρθοδόξους" (γιά τούς Παλαιοπίστους). Τήν κατάσταση τῶν Παλαιοπίστων δέν θεωροῦσε σχίσμα, ἀλλά δίκαιη ἀντίδραση κατά τῆς ὑποδουλώσεως τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας στήν αὐθαιρεσία τοῦ Τσάρου καί γι' αὐτό πίστευε ὅτι ἔπρεπε νά ἀρθοῦν τά ἐναντίον τους Ἀναθέματα!
Τόν Φεβρουάριο τοῦ 1917 - ἤδη Ἐπίσκοπος ἀπό τό 1907 - προήδρευσε στό Νίζνι Νόβγκοροντ τῆς Πανρωσικῆς Συνάξεως τῶν Γεντινόβερτσυ (τῶν Παλαιοπίστων πού εἶχαν ἑνωθεῖ μέ τήν ἐπίσημη Ρωσική Ἐκκλησία, διατηρῶντας τό τυπικό τους).
Τόν Σεπτέμβριο τοῦ 1917, ἐνῶ βρισκόταν στή Μόσχα συμμετέχοντας στήν Πανρωσική Σύνοδο, τόν πλησίασε ὡς ἐκπρόσωπος τῆς ὁμάδος τῶν Παλαιοπίστων Belgopopovtsi (πού δέχονταν Κληρικούς πού εἶχαν ἀποσκιρτίσει ἀπό τήν ἐπίσημη Ρωσική Ἐκκλησία, ἀλλά δέν εἶχαν Ἱεραρχία), ὁ Λέβ Ἀλεξέγιεβιτς Molekhonov. Οἱ Παλαιόπιστοι τῆς ὁμάδος αὐτῆς ἤθελαν τόν Ἀρχιεπίσκοπο Ἀνδρέα ὡς Ποιμενάρχη τους, ἀλλά ἡ "ἕνωση" αὐτή ἔπρεπε νά γίνει μέ συγκε-κριμένο τρόπο.
"Θά προσερχόμουν - γράφει ὁ ἴδιος ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀνδρέας - χωρίς ἄμφια στό Ναό τους, ἐπί τῆς ὁδοῦ M. Andronievskia τῆς Μόσχας. Θά μέ ὑποδέχονταν μέ τήν ἐρώτηση, "ποιός εἶστε;" Θά ἀπαντοῦσα ἀρχικά ὅτι εἶμαι Ἐπίσκοπος τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας καί στή συνέχεια θά διάβαζα τό Σύμβολο τῆς Πίστεως καί τήν Ὁμολογία Πίστεως πού διαβάζουν ὅσοι χειροτονοῦνται Ἐπίσκοποι. Μετά θά ἔπρεπε νά χρίσω τόν ἑαυτό μου μέ τό Ἅγιο Μῦρο πού οἱ ἴδιοι ὀνόμαζαν "Πατριαρχικό" (Σ. Σ. ἀπό τόν Πατριάρχη Ἰωσήφ [1642 -1652], τόν τελευταῖο Πατριάρχη Μόσχας πού ἀναγνωρίζεται ἀπό τούς Παλαιοπίστους ὡς Ὀρθόδοξος). Μέ αὐτό τόν τρόπο ἡ "πρόσληψή" μου θά εἶχε ὁλοκληρωθεῖ".
"Ὁ πνευματικός μου πατέρας - συνεχίζει ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀνδρέας - Ἀρχιεπίσκοπος Χαρκόβου Ἀντώνιος, γνώριζε τά πάντα σχετικά μέ τίς συνομιλίες αὐτές καί ὁ Πατριάρχης Τυχων ἦταν ἐνήμερος γιά καθετί. Καί οἱ δύο δέχονταν τίς προθέσεις μου".
Τόν Ἰανουάριο τοῦ 1919 οἱ Παλαιόπιστοι Γεντινόβερτσυ ἐξέλεξαν τόν Ἀρχιεπίσκοπο Ἀνδρέα Πρωθιεράρχη τους, μέ τόν τίτλο τοῦ Ἐπισκόπου Σατκίνσκ. Οἱ διωγμοί τῶν Μπολσεβίκων πού ἀκολούθησαν, διέκοψαν τίς ἐπαφές μέ τούς Belgopopovtsi.
Τό 1925, ἐνῶ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀνδρέας ἦταν ἐξόριστος στό Askhabad, τόν πλησίασε ὡς ἐκπρόσωπος τῶν Παλαιοπίστων Belgopopovtsi ὁ Ἀρχιμανδρίτης Κλήμης καί ἐπανέφερε τό θέμα. Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀνδρέας συμφώνησε, ὑπό τόν ὅρο ὁ ἀρχιμ. Κλήμης νά χειροτονηθεῖ Ἐπίσκοπος. "Ὁ Κλήμης - γράφει ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀνδρέας - δέχθηκε ὅλους τούς ὅρους μου καί τήν 28. 8. 1925 καί οἱ δύο συμπροσευχηθήκαμε σέ μία γνήσια Ὀρθόδοξη, μή Καισαρο - Παπική Ἐκκλησία. Ἀπό τήν πλευρά μου ἐκπλήρωσα κάθε τι γιά τό ὁποῖο εἶχα εὐλογία ἀπό τόν Πατριάρχη Τύχωνα. Τήν 3. 9. 1925, μαζί μέ τόν Ἐπίσκοπο Ρουφῖνο, χειροτονήσαμε σέ Ἐπίσκοπο τόν ἀρχιμ. Κλήμη".
Τελικά τόσο ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀνδρέας, ὅσο καί ὁ Ἐπίσκοπος Κλήμης, δέν ἔγιναν δεκτοί ἀπό τό ποίμνιο τῆς ὁμάδος αὐτῆς καί ὁ τελευταῖος προσχώρησε στήν ὁμάδα τῶν Παλαιοπίστων Μπελοκρινίστυ, ὅπου ἔγινε δεκτός μέ τόν βαθμό του.
Σύμφωνα μέ μία πληροφορία, ὅταν ἔμαθε ὁ Τοποτηρητής τοῦ Πατριαρχικοῦ Θρόνου Μητροπ. Κρουτίτσης Πέτρος τίς ἐξελίξεις αὐτές, ἔθεσε τόν Ἀρχιεπίσκοπο Ἀνδρέα σέ ἀργία. Ἀργότερα, τό 1927, ὅταν ὁ βοηθός τοῦ τελευταίου Ἐπίσκοπος Ἀντώνιος τοῦ Ust Katavsky πῆγε στή Μόσχα καί ἐρεύνησε τά ἀρχεῖα τῆς Συνόδου, δέν βρέθηκε τέτοιο ἔγγραφο, ὅπως βεβαίωσε καί ὁ Γραμματέας της Ἐπίσκοπος Πιτιρίμ τοῦ Δημητρώφ ("Spravka", φ. 1799, 27. 10. 27). Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀνδρέας πάντως δέν ἔλαβε ὑπ' ὄψη του τήν ἀργία, πραγματική ἤ μή.
Τό 1926 ἐπέτρεψε ἀπό τήν ἐξορία καί ἐγκαταστάθηκε στήν Οὔφα. Τόν Ἰούλιο τοῦ ἴδιου ἔτους ὁ Μητροπ. Σέργιος, ὡς ἐκπρόσωπος τοῦ Τοπορητητοῦ τοῦ Πατριαρχικοῦ Θρόνου Μητροπ. Πέτρου, ἔθεσε τόν Ἀρχιεπίσκοπο Ἀνδρέα σέ ἀργία γιά τό ἴδιο θέμα. Καί τήν ἀργία αὐτή ὁ Ἀρχιεπ. Ἀνδρέας δέν τήν ἔλαβε ὑπ' ὄψη του. Ἀντιθέτως, παρότρυνε τούς βοηθούς του Ἐπισκόπους Ἀντώνιο τοῦ Ust Katavsky (Milovidov) καί Πιτιρίμ τοῦ Νιζέγκοροντ (Ladygin, ἔπειτα Ἀρχιεπίσκοπο Γκλαζώφ, Μεγαλόσχημο Πέτρο), νά διερευνήσουν τήν ὑπόθεση.
Ἡ ἔρευνα τοῦ ἐπ. Ἀντωνίου στή Μόσχα ἀπέδειξε, ὅτι δέν ὑπῆρχε ἔγγραφο καταδίκης τοῦ Ἀρχιεπ. Ἀνδρέου ἀπό τόν Μητροπ. Πέτρο. Ὁ ἐπ. Πιτιρίμ πῆγε στό Γιαροσλάβ καί συναντήθηκε μέ τόν Μητροπ. Ἀγαθάγγελο, ὁ ὁποῖος τοῦ συνέστησε νά ἐκδικασθεῖ τό θέμα ἀπό τούς πλησιέστερους πρός τήν Οὔφα Ἐπισκόπους, τό λιγώτερο τρεῖς. Ἡ σύσταση τοῦ Μητροπ. Ἀγαθαγγέλου ὑλοποιήθηκε τήν 3. 2. 1927, ὅταν οἱ Ἐπίσκοποι Ἀββακούμ τῆς Παλαιᾶς Οὔφα, Ἀντώνιος τοῦ Ust Katavesky καί Πιτιρίμ τοῦ Νιζέγκοροντ συγκρότησαν ἐκκλησιαστικό δικαστήριο καί παρουσίᾳ τοῦ Ἀρχιεπ. Ἀνδρέα ἐκδίκασαν τήν ὑπόθεση. Ἡ ἀπόφαση τῶν τριῶν Ἀρχιερέων ὑπῆρξε ἀθωωτική καί παρουσιάσθηκε σέ Σύναξη Κλήρου καί λαοῦ τῆς Οὔφα, πού συγκλήθηκε ἀπό 3ης μέχρις 6η Φεβρουαρίου 1927.

Ἡ Κανονική θέση τῶν Παλαιοπίστων
Στήν ἱστορική πορεία ἔγιναν προσπάθειες γιά τήν θεραπεία τοῦ Σχίσματος τοῦ 1653, μέ τήν ἀπορρόφηση τῶν Παλαιοπίστων ἀπό τήν ἐπίσημη Ρωσική Ἐκκλησία καί τήν διατήρηση ἀπό πλευρᾶς τους τοῦ Παλαιοῦ Τυπικοῦ.
Τό 1721, μέ τήν ἵδρυση τῆς Ἁγίας Κυβερνῶσης Συνόδου ἀπό τόν Αὐτοκράτορα Πέτρο Α’ τόν Μεγάλο, ἤρθησαν τά κατά τῶν Παλαιοπίστων Ἀναθέματα τῆς Συνόδου τοῦ 1666, ἐπί προεδρείας τοῦ Μητροπολίτου Στεφάνου Ἰαβόρσκυ.
Τό 1929 τό ὑπό τόν Μητροπ. Σέργιο Σοβιετοποιημένο Πατριαρχεῖο Μόσχας, προχώρησε στήν ἄρση τῶν κατά τῶν Παλαιοπίστων Ἀναθεμάτων. Τό 1971 τό Πατριαρχεῖο Μόσχας ἀκύρωσε μέ ἐπισημότερο τρόπο τά κατά τῶν Παλαιοπίστων Ἀναθέματα.
Σύμφωνα μέ μία πηγή, παρόμοια ἀπόφαση πῆρε καί ἡ Νομαδική Σύνοδος τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας τῶν Κατακομβῶν, τό 1928.
Τό 1974 ἡ Ρωσική Ἐκκλησία τῆς Διασπορᾶς, ἐπί ἀρχιερατείας τοῦ Μητροπολίτου Φιλαρέτου, προχώρησε καί αὐτή στήν ἄρση τῶν κατά τῶν Παλαιοπίστων Ἀναθεμάτων. Μάλιστα ἡ Ρωσική Ἐκκλησία τῆς Διασπορᾶς ζήτησε ἐξ ὀνόματος τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας δημόσια συγγνώμη ἀπό τούς Παλαιοπίστους, γιά τά σφάλματα πού διαπράχθηκαν σέ βάρος τους. Τότε μεταφράστηκαν στήν Ἀγγλική γλῶσσα τά Λειτουργικά βιβλία τῶν Παλαιοπίστων.
Οἱ κινήσεις αὐτές – κινήσεις σκοπημότητας, μέ σκοπό τήν ἀπορρόφηση τῶν Παλαιοπίστων - δέν ἀπέδοσαν τά ἀναμενόμενα ἀποτελέσματα. Λ. χ. στίς Ἡνωμένες Πολιτείες τῆς Ἀμερικῆς μόνο μία κοινότητα Παλαιοπίστων, στό Ἔριε τῆς Πενσυλβάνιας, ἑνώθηκε μέ τήν Ρωσική Ἐκκλησία τῆς Διασπορᾶς. Ἐπί Μητροπολίτου Βιταλίου πάντως χειροτονήθηκε ἀπό τήν Ρωσική Ἐκκλησία τῆς Διασπορᾶς «παλαιοτυπικός» Ἐπίσκοπος γιά τούς Παλαιοπίστους (ὁ Ἐπίσκοπος Ἔριε Δανιήλ).

Ἡ σημερινή κατάσταση
Σήμερα οἱ Παλαιόπιστοι ἀριθμοῦν ἀπό 1.000.000 - 10.000.000 περίπου μέλη (τά στοιχεῖα εἶναι ἐξαιρετικά ἀσαφῆ) καί εἶναι διηρημένοι σέ δύο κύριες παρατάξεις, τούς Πόποβστυ (πού δέχονται τήν Ἱερωσύνη) καί Μπέζ Πόποβτσυ (πού δέν δέχονται τήν Ἱερωσύνη).
Μετά τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1917 δημιουργήθηκαν ἀξιόλογες κοινότητες Παλαιοπίστων στίς χώρες τοῦ Νέου Κόσμου, ὅπως στό Plamondon τῆς Ἀλμπέρτας, τό Woodburn τοῦ Ὄρεγκον, τό Ἔριε τῆς Πενσυλαβάνιας, τό Erskine τῆς Μινεσσότας, τήν Ἀλάσκα καί τό Σύδνεϋ τῆς Αὐστραλίας.

Διαφοροποιήσεις τῶν Παλαιοπίστων στό Ἐκκλησιαστικό Τυπικό καί τήν ἐκκλησιαστική ζωή
Πρακτικά, στήν καθημερινή ἐκκλησιαστική καί κοινωνική ζωή, οἱ Παλαιόπιστοι διαφοροποιοῦνται ἀπό τήν ἐπίσημη Ρωσική Ἐκκλησία, ἀλλά καί τήν ἁπανταχοῦ Ὀρθοδοξία, στά ἀκόλουθα σημεῖα:
Κάνουν τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ μέ τά δύο δάκτυλα καί ὄχι μέ τά τρία.
Ψάλλουν τό "Ἀλληλούϊα" δύο καί ὄχι τρεῖς φορές.
Στή Λειτουργία χρησιμοποιοῦν 7 μικρά πρόσφορα, ἀντί τῶν 5 πού χρησιμοποιεῖ ἡ ἐπίσημη Ρωσική Ἐκκλησία καί οἱ Σλαβικές Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, ὅπως καί ἡ Ρουμανική, καί τοῦ ἑνός πού χρησιμοποιοῦν οἱ Ἑλληνορθόδοξοι καί οἱ Ἀραβόφωνοι Ὀρθόδοξοι.
Χρησιμοποιοῦν τά Λειτουργικά βιβλία καί τίς μεταφράσεις τῆς Ἁγίας Γραφῆς κ.ἄ. ἐκκλησιαστικῶν ἔργων πού ὑπῆρχαν πρίν τήν μεταρρύθμιση τοῦ Πατριάρχου Νίκωνος.
Δέχονται τό Βάπτισμα τῶν τριῶν καταδύσεων καί ὄχι τό ράντισμα πού ἐπιβλήθηκε ἀργότερα στήν ἐπίσημη Ρωσική Ἐκκλησία (τό 1818, κατά τήν βασιλεία Ἀλεξάνδρου Α').
Εἶναι ἀντι - Οἰκουμενιστές.
Δέν χρησιμοποιοῦν πολυφωνική μουσική, ἀλλά μονοφωνική σλαβωνική.
Χρησιμοποιοῦν μόνο Παλαιορωσικές ἤ Βυζαντινές εἰκόνες καί ὄχι Ἀναγεννησιακές.
δέν γονατίζουν κατά τήν διάρκεια τῶν Ἀκολουθιῶν.
Ἡ διάρκεια τῶν Ἀκολουθιῶν τους εἶναι 2 - 3 φορές μεγαλύτερη ἀπό ἐκείνη τῆς ἐπίσημης Ρωσικῆς Ἐκκλησίας
Στίς περισσότερες ὁμάδες οἱ ἄνδρες διατηροῦν γενειάδα (σύμφωνα μέ τόν σχετικό Κανόνα τῆς Συνόδου τῶν 100 Κεφαλαίων).
Κάποιες ὁμάδες χρησιμοποιοῦν μέσα στό ναό παραδοσιακές στολές καί σέ ὅλες γενικῶς οἱ γυναῖκες χρησιμοποιοῦν μακριά φορέματα καί καλύματα τῆς κεφαλῆς.
Κάποιες ὁμάδες ἀπαγορεύουν τήν χρήση τσαγιοῦ καί καφέ, ἐνῶ ὅλες θεωροῦν τό κάπνισμα σάν μεγάλη ἁμαρτία.
Κάποιες ὁμάδες δέν συντρώγουν μέ ἄτομα ἄλλων ὁμολογιῶν, οὔτε χρησιμοποιοῦν τά εἴδη τους.
Πρίν τήν Θεία Κοινωνία τηροῦν αὐστηρή νηστεία, τουλάχιστον μιᾶς ἑβδομάδος.
Κατά τήν Ἐξομολόγηση ἐπιβάλλουν μεγάλα ἐπιτίμια.
Χρησιμοποιοῦν δερμάτινα καί ὄχι πλεκτά κομποσχοίνια.
Δέν ἀναγνωρίζουν τούς μετά τό 1666 Ἁγίους τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας, ἐνῶ ἀναγνωρίζουν δικούς τους (ὅπως τόν Πρωθιερέα Ἀββακούμ, τόν Ἐπίσκοπο Κολόμνας Παῦλο, τόν Ἀρχιεπίσκοπο πρ. Σεράγιεβο Ἀμβρόσιο, τήν Μπογιαρίνια Μορόζοβα, κ.ἄ.).

Βιβλιογραφία

«Ἱστορία τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας», μετάφρασις Θεοδ. Βαλλιάνου, 1851.
M. Bulgakov, “Ἱστορία τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας», τ. 1 – 4, 1857 – 1878.
Golubinskij E., “History of the Russian Church”, 1900 - 1917.
Contribution to our polemic with the Old believers”, COIDR, 1905.
Kapterv N. F., “Patriarch Nikon and his opponents in the correction of Church rituals”, 1913.
N. F. Kapterev, “Character of the relationships between Russia and the
Orthodox East in the XVI and XVII c
.”, 1914.
Zenkovsky S. , “The Old Believer Avvakum”, Indiana Slavic Studies, I, 1 - 51, 1956.
Zenkovsky S. A., "The ideology of the Denisovbrothers", Harvard Slavic Studies, III, 49 – 66, 1957.
Zenkovsky S. A., “The Russian Schism”, Russian Review, XVI, 37 – 58, 1957.
Kartasov A. V., “Outlines of the history of the Russian Church”,1959.
Pascal P., «Avvacum et les debuts du Rascol”, 1963.
Cherniavsky M., “The Old Believers and the New Religion”. Slavic Review 25:1 – 39, 1966.
Crummey O. R., “The Old Believers and the World of Antichrist; The Vyg
Community and the Russian State
”, 1970.
"Μεγάλη Σοβιετική Ἐγκυκλοπαίδεια", ἔκδοσις 1981, τόμος 26ος.
D. Bradbury, “The Russian Orthodox Church”, 1982.
Κ. Παπουλίδη, «Ἡ Ἐκκλησία στή νεώτερη Ρωσική Θεολογική σκέψη», 1988.
M. Garzaniti, “Il Christiano in Russia da Vladimir a Petro il Grande”, 1988.
Scheffel D. Z., “In the shadow of Antichrist: The Old Believers of Alberta”, 1991.
Meyendorff P., “Russia, ritual and reform – The Liturgical reforms of Nikon in the 17th c.”, 1991.
Peskov V., “Lost in the taiga: One Russian family's 50 year struggle for survival and religious freedom in the Siberian wilderness”, 1994.
Robson R. R., “Old Believers in Modern Russia”, 1995.
G. Vurgraft G. - Ushakov I. A., “The Old Believers: Figures, Subjects, Events and Symbols. An Encyclopedic Dictionary”, 1996.
Michels G. B., “At War with the Church: Religious Dissent in 17th c. Russia”. 1999.
Melnikov F. I., “Short history of the Old Orthodox (Old Ritualist) Church”, 1999.
Dmitrievskij A., “The correction of books under Patriarch Nikon and Patriarchs after him”, 2004.
A. N. Mouravieff, “A History of the Church of Russia”, 2004.
Zenkovsky S. A., “Russia’s Old Believers”, τόμοι 1 καί 2, 2006.
D. H. Shubin, “A History of Russian Christianity”, 2006.
Ἀντ. Μάρκου «Εἰσαγωγή στήν Ἱστορία τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας» (ἀνέκδοτο).
Τοῦ ἰδίου, «Πολιτική καί Ἐκκλησιαστική Ἱστορία τῆς Ρωσίας» (ἀνέκδοτο).
Τοῦ ἰδίου, «Ἡ Ρωσική Ἐκκλησία τῶν Κατακομβῶν καί οἱ Ρώσοι Νεομάρτυρες» (ἀνέκδοτο).



































































Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου