Πέμπτη 26 Δεκεμβρίου 2013

ΤΟ ΑΔΙΑΦΘΟΡΟ ΛΕΙΨΑΝΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΣΠΥΡΙΔΩΝΟΣ ἐπ. ΤΡΙΜΥΘΟΥΝΤΟΣ

          Σύμφωνα μέ  πληροφορία  πού διασώζει    βιογράφος τοῦ ἁγ. Σπυρίδωνος, Ἐπίσκοπος Πάφου Θεόδωρος, τό  ἀδιάφθορο Λείψανο τοῦ Ἁγίου παρέμεινε στήν Κύπρο  περί τά 300 ἔτη  μετά  τήν  μακαρία του κοίμηση. «Τούτου - γράφει  - τοῦ παραδόξου θαύματος (τῆς καταργήσεως, δηλαδή, τῶν εἰδώλων στήν Ἀλεξάνδρεια, διὰ τῆς παρουσίας τοῦ Ἁγίου, τὸ ὁποῖο ἀναφέρει προηγουμένως), μνημόσυνον ἐστι ἔτι καὶ νῦν ἐν τῇ πόλει τοῦ σεβασμίου Πατρὸς Τριμιθοῦντι, ἐπάνω τοῦ μέσου πυλῶνος, ἥγουν τῆς ἀρχοντικῆς θύρας τοῦ Ναοῦ, ἔνθα κεῖται τὸ τίμιον λείψανον τοῦ ἁγίου Πατρὸς ἡμῶν Σπυρίδωνος, εἰκῶν πᾶσαν τὴν διήγησιν ταύτην γεγραμμένην ἔχουσαν μετὰ καὶ ἄλλων τινῶν τῶν μὴ γεγραμμένων ἐνταῦθα».[1]
Ὁ ἐπ. Θεόδωρος ἀνέγνωσε  τόν Βίο τοῦ ἁγ. Σπυρίδωνος (ἄρα ἐπρόκειτο περί συναξαριστικοῦ κειμένου), κατά τήν ἑορτή τοῦ Ἁγίου τοῦ ἔτους 655.[2] «Τὸ παρὸν διήγημα - γράφει - πρώτως ἀνεγνώσθη ἐν τῇ αὐτῇ ἁγίᾳ τοῦ Θεοῦ ἐκκλησίᾳ, ἐν τῇ μνήμῃ τῆς ἡμέρας τοῦ ἁγίου Πατρὸς ἡμῶν Σπυρίδωνος, τῆς παρούσης τεσσρεσκαιδεκάτης ἱνδικτιῶνος, πεντεκαιδεκάτου δὲ ἔτους Κωνσταντίνου τοῦ φιλοχρίστου καὶ εὐσεβεστάτου ἡμῶν Βασιλέως καὶ δευτέρῳ ἔτει Κωνσταντίνου τοῦ θεοστέπτου καὶ εὐσεβεστάτου αὐτοῦ υἱοῦ».[3] Τό Λείψανο μεταφέρθηκε  στήν ΚΠολη πρός τό τέλος  τοῦ 7ου αἰ. λόγῳ  τῶν  Ἀραβικῶν ἐπιδρομῶν. Ὁ χρόνος τῆς μεταφορᾶς  τοποθετεῖται  μετά  τό 655, πιθανώτατα τό 691, ὅταν διατάχθηκε  ἀπό  τόν Αὐτοκράτορα Ἰουστινιανό Β’(685 - 695, 705 - 711), ὁμαδική μετανάστευση τῶν Κυπρίων.
Στήν ΚΠολη  τό  Λείψανο  κατατέθηκε  στήν  γυναικεία  Μονή τῆς  Θεοτόκου Κεχαριτωμένης, ἡ  ὁποία  βρισκόταν  κοντά  στήν  Μονή τοῦ  Φιλανθρώπου Χριστοῦ (Cod. Paris. gr. 1594, τοῦ 12ου αἰ.) καί εἶχε ἱδρυθεῖ στίς ἀρχές τοῦ 12ου αἰ.  ἀπό  τήν  Εἰρήνη Δούκαινα, σύζυγο τοῦ Αὐτοκράτορα Ἀλεξίου Α’  τοῦ Κομνηνοῦ (1081 – 1118). Ὁ Ρῶσος περιηγητής Ἀντώνιος τοῦ Νόβγκοροντ, ὁ  ὁποῖος  ἔγραψε  περί  τό  1200, ἀναφέρει ὅτι τό  εἶδε  κάτω  ἀπό  τό  θυσιαστήριο  τοῦ  ναοῦ  τῆς  Μονῆς  Ὁδηγητρίας. Στήν  συνέχεια - κατά  τήν  μαρτυρία  τῶν  ἐπίσης Ρώσων  περιηγητῶν Στεφάνου τοῦ Νόβγκοροντ (1350)  καί Ἰγνατίου τοῦ Σμολένσκ (1389 – 1405), καθώς  καί  τοῦ γραφέως Ἀλεξάνδρου (1393)  καί  τοῦ Διακόνου Ζωσιμᾶ (1419 – 1421) - τό Λείψανο μεταφέρθηκε  στόν  Ναό  τῶν  Ἁγίων Ἀποστόλων. Κατά τήν ἑορτή  τοῦ  Ἁγίου  τοῦ  ἔτους  1452, λίγους  μῆνες  πρίν  τήν  Ἅλωση  τῆς  ΚΠόλεως (29.5.1453), τελέσθηκε  στόν  Ναό  τῆς  τοῦ  Θεοῦ  Σοφίας  πανηγυρική  Θεία  Λειτουργία, προεξάρχοντος  ὡς  Λεγάτου  τοῦ  Πάπα τοῦ  Λατινόφρονος  Μητροπ. Ρωσίας Ἰσιδώρου, κατά  τήν  ὁποία «τὸ λείψανον τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος, τοῦ ὁποίου ἑωρτάζετο ἡ μνήμη, περιήγετο ἐν πομπῇ».
Τό  ἔτος  1456  τό  Λείψανο  τοῦ  Ἁγίου  μεταφέρθηκε  στήν  Κέρκυρα.[4] Ἀρχικά  ἐπικράτησε    ἄποψη, ὅτι  τό  Λείψανο  μετέφερε ἕνας  Ἱερεύς ὀνόματι Γεώργιος Καλοχαιρέτης, μαζί  μέ  ἐκεῖνο  τῆς  ἁγ. Θεοδώρας  τῆς  Αὐγούστας. Ἡ  ἀλήθεια  ἀποκαλύφθηκε στίς  ἀρχές  τοῦ  19ου  αἰ. (1808), μετά  τήν  ἀνακάλυψη καί  δημοσίευση παλαιῶν χειρογράφων, ἀναγομένων  στόν  15ο  αἰ.  Ὅπως σημειώνει ὁ Μητροπ. Κερκύρας Μεθόδιος Κοντοστάνος, στά Προλεγόμενα τῆς Ἀσματικῆς  Ἀκολουθίας  καί  τοῦ  Βίου  τοῦ ἁγ. Σπυρίδωνος, «τό ἱερό  καί  σεβάσμιο Λείψανο τοῦ ἁγ. Σπυρίδωνος, δέν μετακομίσθηκε στήν Κέρκυρα παρά τοῦ Ἱερέως Γεωργίου Καλοχαιρέτη, ὡς ἀνακριβῶς, ἴσως δέ καί ἐκ λόγων σκοπιμότητος ἀνεγράφη. Ἀλλά, ὡς ἐξάγεται ἐκ Δουκικοῦ Διατάγματος τοῦ Συμβουλίου τῶν Δέκα τῆς Βενετικῆς Δημοκρατίας, ἐκδοθέντος τήν 14η Μαΐου 1489, τό Ἱερό Λείψανο τοῦ Ἁγίου, παραλαβών αὐτό ἐκ τῆς Κωνσταντινουπόλεως… μετακόμισε εἰς Παραμυθιά τῆς Ἠπείρου, ὅπου καί παρέμεινε ἐπί χρονικό τι διάστημα, ὁ Ἱερεύς Γρηγόριος Πολύευκτος, (14) ὁ αὐτός δέ ἐκεῖθεν κατά τό ἔτος 1456, μετακόμισε αὐτό εἰς τήν Κέρκυρα. Ὁ αὐτός δέ Γρηγόριος Πολύευκτος, βρίσκοντας στήν Κέρκυρα τόν Ἱερέα Γεώργιο Καλοχαιρέτη, πρόσφυγα δέ καί τοῦτον καί συμπολίτη του, κληροδότησε εἰς αὐτόν τό Ἱερό Λείψανο τοῦ ἁγ. Σπυρίδωνος. Ὁ δέ Λουκᾶς Καλοχαιρέτης, ἕνας ἀπό τούς κληρονόμους καί «υἱὸς τοῦ Ἱερέως Γεωργίου Καλοχαιρέτη, ἐδωρήσατο τῇ ἰδίᾳ ἀνεψιᾷ Ἀσημίνῃ τὸ ἐπὶ τοῦ Λειψάνου μερίδιόν του»(!)». Ἔτσι τό Ἱερό καί Σεβάσμιο τοῦ Ἁγίου Λείψανο, Κύριος εἶδε ἐκ τίνος κρίματος ὑφαρπαγῆς, πέρασε εἰς τόν Λουκά Καλοχαιρέτη, διά δωρητήριου συμβόλαιου πού συντάχθηκε εἰς τήν Ἄρτα κατά τό ἔτος 1512, ὡς αντικείμενο προικοδοτήσεως (!) διά τούς ἑξῆς λόγους: «Ἔτι[πάλιν] ὁμολογῶ, τό Λείψανον τοῦ Ἀγίου Σπυρίδωνος, ὅπερ εὑρίσκεται εἰς τοὺς Κορφοὺς καὶ κατὰ κληρονομίαν εὑρέθη εἰς ἡμᾶς καὶ εἴχαμεν ἐξουσίαν, πάλιν χαρίζωμι τῆς ἄνωθεν είρημένης Ἀσημίνης τῆς ἀνεψιᾶς μου»! Ἡ δέ Ἀσημίνα, θυγατέρα τοῦ Φιλίππου, υἱοῦ τοῦ Γεώργιου Καλοχαιρέτη, ἔχουσα νόμιμη προῖκα (!!!) τό Ἱερό Λείψανο τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος, νυμφεύθηκε τόν Σταμάτιο Βούλγαρη. Διά διαθήκης δέ, χρονολογουμένης ἀπό 25ης Νοεμβρίου 1571, ὅρισε ὅπως τό Ἱερό Λείψανο τοῦ Ἁγίου διαμένει ὡς κληρονομιά εἰς τούς υἱούς της καί εἰς τούς ἀπογόνους τους…».
Κατά τό ἔτος 1489 ὁ Φίλιππος Καλοχαιρέτης ζήτησε νά μετακομισθεῖ τό Ἱερό Λείψανο τοῦ ἁγ. Σπυρίδωνος στήν Βενετία, ἐξέδωσε δέ τότε, στίς 14 Μαΐου 1489, Δουκικό Γράμμα ὁ «Αὐγουστῖνος Βαρβαρίκος, Ἐλέῳ Θεοῦ, Δοὺξ Βενετιῶν κ.λ.π., τοῖς εὐγενέσι καὶ σοφωτάτοις ἀνδράσιν Ἰωάννῃ Βαπτιστῇ Βαλαρέσσῳ Βαΐλῳ καὶ Καπιτάνῳ καὶ τοῖς Συμβούλοις τῶν Κορυφῶν…», περί ἀσφαλούς ἀποστολῆς τοῦ Ἱεροῦ Λειψάνου στήν Βενετία. Ἐπακολούθησε δέ καί δεύτερο τέτοιο. Ἀλλά ἡ μεταφορά τοῦ Ἱεροῦ Λειψάνου δέν πραγματοποιήθηκε. Δέν εἶναι ὅμως ακριβές, ότι «οἱ Κερκυραῖοι, λυπούμενοι ἐπὶ τούτῳ, ὁμοφώνως ἱκέτευσαν αὐτὸν (τὸν Φίλιππον) νὰ μὴ πραγμα-τοποιήσῃ τὸν σκοπὸν αὐτοῦ· εἰς δὲ τὰς ἱκεσίας ταύτας ἐνδούς ὁ Φίλιππος», ὑποχώρησε καί παρέμεινε τό ἱερό Λείψανο στήν Κέρκυρα.  
          Τό Λείψανο  τοῦ  ἁγ. Σπυρίδωνος παραμένει, ὅπως  εἶναι  γνωστό, ἀδιάφθορο, ἀλλά  δέν εἶναι ὁλόκληρο, διότι σέ  ἀνύποπτο χρόνο  ἀφαιρέθηκε    δεξιά  του. Τό Λείψανο  διατηρεῖ  τήν  σάρκα, τά  δόντια  καί  τούς  βολβούς  τῶν  ματιῶν.[5] Σχετικά  μέ  τήν  δεξιά  τοῦ  Ἁγίου, ὁ  Ρῶσος περιηγητής  Μπάρσκυ ἀναφέρει, ὅτι  κατά  τόν 17ο αἰ. βρίσκονταν  στήν  Ρώμη, σέ  κάποιον ναό  πρός τιμήν τῆς  Παναγίας. Ὁ  Ἰατροφιλόσοφος Νικ. Βούλγαρης (1634 – μετά  τό  1684), σέ  ἀφιερωτική  ἐπιστολή του πρός τόν Ρωμαιοκαθολικό Ἀρχιεπίσκοπο Κερκύρας Κάρολο Labia (1659 – 1682 †), κατά τήν ἔκδοση τῆς λεγόμενης «Ἀληθοῦς Ἐκθέσεως»,[6] τήν ὁποία καί συνέγραψε, «λέγει ὅτι ὁ δεξιός βραχίων τοῦ Ἁγίου τηρεῖται μετά μεγάλης εὐλάβειας στήν Ρώμη, ὅτι ἄδηλο εἶναι ἄν ἐπέμφθη αὐτόθι ἐκ Κερκύρας ἤ ἐκ Κωνσταντινουπόλεως ἤ ἐκ Κύπρου, ὅπου ἐνταφιάστηκε ὁ Ἅγιος καί ὅτι ἐκ τῶν πρός Χριστόδουλο τόν Βούλγαρη, ἑαυτοῦ ἀδελφό καί μετά ταῦτα Μέγα Πρωτόπαπα Κερκύρας (1673 – 1693), δοθεισῶν πληροφοριῶν παρά τῶν Μοναχῶν τοῦ Τάγματος τοῦ Ἁγίου Φιλίππου τοῦ Νερίου, ὅταν φοιτοῦσε στό ἐκεῖ ἐκπαιδευτήριο, δηλώνεται, ὅτι ὁ Πάπας Κλήμης Η΄ (1592 – 1605), δώρισε τό Λείψανο εἰς τόν Καρδινάλιο Βαρόνιο, πού τό ἀφιέρωσε στήν νέα ἐκκλησία τῶν μοναχῶν ἐκείνων».
        Ὁ Λ. Σ. Βροκίνης προσθέτει τίς ἑπόμενες πληροφορίες, σχετικά μέ τό ζήτημα τῆς δεξιᾶς τοῦ Ἁγίου, τίς ὁποίες ἔλαβε ἀπό τόν Κ. Βούλγαρη. Ὁ Κ. Βούλγαρης ζήτησε ἀπό τούς Ἱερεῖς τοῦ ἐν Ρώμῃ Ναοῦ τῆς Santa Maria νά δεῖ  τό λείψανο καί οἱ Ἱερεῖς τοῦ τό ἔδειξαν. Κατά τήν μαρτυρία του, «τὸ λείψανον τοῦτο εἶναι ἐγκεκλει-σμένον εἰς κωνοειδῆ, ἀλλ’ οὐχὶ βυζαντινῆς τέχνης, ἐπίχρυσον θήκην, ἔχουσαν ὕψος ἥμισυ περίπου μέτρον καὶ φέρουσαν εἰς τό βάθος τὴν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου ἀργυρᾶν. Δέν σώζεται δ’ ὁλόκληρος ὁ βραχίων… ἀλλ’ ὀστοῦν βραχίονος μὴ διατηροῦν περὶ αὐτὸ σάρκα ἤ δέρμα, καθὼς τὸ ἐν Κερκύρᾳ σεπτὸν λείψανον τοῦ Ἁγίου». Ὁ Κ. Βούλγαρης ζήτησε σχετικές πρός τό Λείψανο πληροφορίες καί ὁ «Padre G. Galenzio, Scrittore Latino della Biblioteca Vaticana» ἐγγράφως τόν βεβαίωσε, ὅτι ἔγγραφο δέν ὑπάρχει, ἀλλ’ ὅτι τό Λείψανο ὑπάρχει ἐκεῖ ἀπό τῆς συστάσεως τῆς Συναδελφότητας (τῶν Φιλιππίνων), «ποιεῖται δέ μνείαν αὐτοῦ ὁ Πάπας Παῦλος Ε΄ ἐν τῇ Βούλλᾳ δι’ ἧς ἐπικυροῖ τῷ 1612 τοὺς κανόνας καὶ τὸν ὀργανισμὸν τῆς Συναδελφότητος τοῦ Ὀρατορίου (Congregazione dell’ Oratorio)». Σύμφωνα πρός τήν μαρτυρία αὐτή τό ἐν λόγῳ Λείψανο μεταφέρθηκε κατ’ εὐθείαν ἀπό  την ΚΠολη στήν Ρώμη κατά τό μεταξύ τῶν ἐτῶν 1592 – 1605 διάστημα, δηλαδή μετά ἕνα καί ἤμισυ αἰῶνα μετά τήν μεταφορά τοῦ Σκηνώματος τοῦ Ἁγίου στήν Κέρκυρα (1456).

 

 

 

  

 

 

 



[1] Κεφ. 20.
[2]  Ὁ Κ. Κρουμβάχερ ἐκφράζει τήν γνώμη, ὅτι «τήν βιογραφία ἀνέγνωσε ὁ συγγραφέας αὐτῆς Θεόδωρος Ἐπίσκοπος Πάφου, κατά τήν ἑορτή τοῦ Αγίου τό 655, στό Ναό τῆς Τριμυθοῦντας»· «Ἀσματική Ἀκολουθία καί Βίος…», τοῦ Σ. Παπαγεωργίου, σελ. 110.
[4] Ἡ ἄποψη κατά τήν ὁποία ὁ Πρεσβύτερος Γεώργιος Καλοχαιρέτης, μετάφερε τό Λείψανο τοῦ Ἱεροῦ Σπυρίδωνος καί ἐκεῖνο τῆς ἁγ. Θεοδώρας τῆς Αὐγούστης ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη  στήν Κέρκυρα, διατυπώθηκε ἀπό τόν Νικόλαο Βούλγαρη, σέ ἔκθεσή του περί τοῦ ἱεροῦ Λειψάνου τοῦ ἁγ. Σπυρίδωνος, ἡ ὁποία δημοσιεύτηκε πρώτα Ἰταλικά  στήν Βενετία, τό 1669 (Vera relatione del thaumaturgo etc. Venetia MDCLXIX). Ὁ Βούλγαρης στηρίζει τήν ἄποψή του σέ διάφορα ἔγγραφα τῆς οἰκογένειάς του. Τήν ἄποψη ἐπαναλαμβάνει καί  ὁ Κερκυραῖος Ἱστορικός Ἀνδρεάς Μαρμορᾶς (Della Historia di Corfu, descritta da Andrea Marmora, nobile corcirese, libri otto – Venetia MDCLXXII, pp. 261 – 263), ὁ ὁποῖος μάλιστα, ἄγνωστο ἀπό πού ἀντλεῖ, σημειώνει καί τόν τρόπο μεταφορᾶς τῶν ἱερῶν Λειψάνων, «dentro sacchi di paglia, e postili sopra un giumento, dava a intendere a coloro, che l’ incotravano, che la soma era cibo della bestia». Ἡ περί τοῦ Πρεσβύτερου Γ. Καλοχαιρέτη μαρτυρία ἔμεινε ἀπρόσβλητη μέχρι τό ἔτος 1808, ὅταν ὁ Νομοδιδάσκαλος καί Θεολόγος Στ. Βλασόπουλος ἀνακοίνωσε  στόν Πρόεδρο τῆς Ἰονίου Γερουσίας,  μέ ἔγγραφό του τίς  22ας Ἰανουαρίου 1808, τά ἑξῆς: «Risulta da una Ducale del Consiglio de’ Dieci delli 14 Maggio 1489, che un certo Papa Gregorio Poliefto salvo dall’ incursione de’ barbari, che occuparono la Capitale del Greco Impero, unitamente ad altri corpi santi, anco il Protettor nostro (αγ. Σπυρίδωνα), di cui vuole far ricca di tanto tesoro la nostra Patria (Κέρκυρα). Da esso passarono tutte le Sante relique in potere di Giorgio Calochieretti, cui succesero i suoi tre figli, Filippo, Lucca e Marco, de’ quali i due primi ebbero di loro porzione il Santo (Σπυρίδωνα), ed il terzo ebber l’ altra reliquia di sa Theodora». Ἡ ἄποψη αὐτή κοινολογήθηκε ἰδιαίτερα ἀπό τό ἔτος 1909, ὅταν ἀσχολήθηκε μέ τήν ἀνωτέρω εἴδηση ὁ Λ. Βροκίνης. Ἀναίρεση τῶν ἀπόψεων τοῦ Βροκίνη ἀνέλαβε ὁ Ἱεροδιάκονος Γ. Γροπέτης, μετά πάροδο δεκαετίας (βλ. Γ. Γροπέτου, «Τά Λείψανα Σπυρίδωνος Τριμυθοῦντος καί Αὐγούστης Θεοδώρας ἐν Κέρκυρᾳ»· Περιοδικό «Ἡ Καινὴ Διδαχή», 1920). Περισσότερα σχετικά μέ τήν μεταφορά τοῦ Ἱεροῦ Λειψάνου τοῦ ἁγ. Σπυρίδωνος στήν Κέρκυρα βλ.  Νικ. Βουλγάρεως, «Ἀληθής ἔκθεση περί τοῦ ἐν Κερκύρᾳ θαυματουργοῦ Λειψάνου τοῦ ἁγ. Σπυρίδωνος…», Βενετία, 1880· «Περί τῶν ἐτησίως τελουμένων ἐν Κερκύρᾳ λιτανειῶν τοῦ θ. Λειψάνου τοῦ ἁγ. Σπυρίδωνος καί τῆς ἐν τοῦ ἔτους 1716 πολιορκίας τῆς Κέρκυρας ἱστορική ἐπιτομή, ἐκ ἐκδιδομένων καί ἀνέκδοτων ἐγγράφων ἐρανισθεῖσα ἀπό τόν Λαυρέντιο Σ. Βροκίκη», ἔκδοσις τρίτη, Κέρκυρα 1909.  
 
[5] Ἀπό αὐτό ἀποδεικνύεται ἀνακριβής ἡ πληροφορία τοῦ Λατινικού Συναξαρίου περί ἐξορύξεως τοῦ δεξιοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ Ἁγίου.
[6] Vera relatione del thaumaturgo di Corfu Spiridione il Santo, oue si vede anco come da Constantinopoli, quando, e per chi segue la Sua traslatione in quella metropoli, e come ne goda il iuspatronato la famiglia Bulgari, Consacrata all’ immortal merito dell’ illustriss. e reverendiss. monsig. Carlo Labia dignissimo archiuescouo di Corfu, da Nicolo Bulgari, dottor di filosofia, e medicina nob. Concirense. in Venetia, peri il Mortali. M. DC. LXIX. Con licenza de’ Superiori.
 

Δευτέρα 23 Δεκεμβρίου 2013

ΟΣΙΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ Ο ΚΟΛΛΥΒΑΣ, Ο ΕΝ ΣΚΙΑΘΩ

          Μέ τό ἱερό πρόσωπο τοῦ Ὁσίου Διονυσίου τοῦ Κολλυβᾶ ἀσχοληθήκαμε  μέ  παρότρυνση  τοῦ ἤδη μακαριστοῦ Καθηγητοῦ  τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς  τοῦ ΑΠΘ Ἰω. Φουντούλη, στά πλαίσια ἐργασίας  τοῦ  Κέντρου  μας  περί τοῦ Κινήματος τῶν Κολλυβάδων  καί  τῶν Κολλυβάδων Ὁσίων Πατέρων. Ἔτσι, ὅταν πληροφορηθήκαμε ὅτι  βρέθηκαν  τά  Τίμια  Λείψανά  του, σέ Εὐκτήριο  Οἶκο ἰδιοκτησίας  τοῦ ἐπιχειρηματία κ. Ἀρίστου Δωρίτη, τοῦ ζητήσαμε  μέ  ἐπιστολή  μας  τήν  διάθεση  ἀποτμήματος, τό  ὁποῖο  καιί εὐγενῶς  μᾶς  διέθεσε. (Ἡ σχετική  ἀλληλογραφεία φυλάσσεται  στό  ἀρχεῖο  μας). Τό  ἀπότμημα  αὐτό εὐλαβῶς  καταθέσαμε  καί  φυλάσσεται  στό  ἡμέτερο Παρεκκλήσιο  τῆς  Ὁσίας  Ξένης  τῆς  διά Χριστόν  Σαλῆς  Μάνδρας  Ἀττικῆς. Κατωτέρω  δημοσιεύουμε σύντομο  βιογραφικό  σημείωμα  τοῦ  Ὁσίου, "τυπωθέν ἐπί τῇ τελετῇ ὑποδοχῆς  τῆς  τιμίας  αὐτοῦ Κάρας  καί  καθιερώσεως  τῆς  ἱερᾶς  του  εἰκόνος, τῇ 12η Σεπτεμβρίου  2009".
 Ο Ὅσιος καὶ θεοφόρος πατὴρ ἡμῶν Διονύσιος, τοὐπίκλην Ἐπιφανιάδης, ὁ νεοφανὴς ἀσκητὴς τῆς Σκιάθου, ἐγεννήθη ἐν τῆ δασυσκίῳ αὐτῇ νήσῳ τῶν Βορείων Σποράδων ἐν ἔτει 1802 κατὰ τὴν λαμπροφόρον ἡμέραν τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἀναστάσεως. Γόνος τοῦ Βοεβόδα τῆς Σκιάθου Ἐπιφανίου Δημητριάδη, ἐν τῷ ἱερῷ Βαπτίσματι ἔλαβε τὴν κλῆσιν Δημήτριος. Ἐχρημάτισε διδάσκαλος τῶν Σκιαθίων παίδων καὶ συνέστησεν Ἑλληνικὸν Σχολεῖον ἐν Ναούσῃ Πάρου, ἔνθα ἦλθεν ὑπαντῆσαι τῷ σοφῷ διδασκάλῳ Ἠλίᾳ Γεωργιάδῃ καὶ λαβεῖν τὸ Μέγα Ἀγγελικὸν Σχῆμα ἐκ τῶν χειρῶν τοῦ Ὁσιωτάτου Ἱεροκήρυκος Κυρίλλου Παπαδοπούλου. Ἐλθὼν εἰς Ἅγιον Ὄρος ἐχειροτονήθη Ἱερεὺς τοῦ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου ἐν τῇ Μονῇ τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος. Εἰς Κωνσταντινούπολιν εἶτα  προσελήφθη ὡς σύμβουλος τοῦ Πατριάρχου Γρηγορίου τοῦ ΣΤ΄ καὶ ἀνέλαβε διδάσκαλος καὶ ἔφορος τοῦ Σχολείου τῆς Ξηρᾶς Κρήνης.
Ἐπανελθὼν εἰς Σκίαθον ἐχρημάτισεν Ἡγούμενος τῆς Μονῆς Εἰκονιστρίας, ἣν καὶ ἀνεκαίνισε μετὰ τῆς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Προδρόμου, τῆς ἐπονομαζομένης «τοῦ Παρθένη». Διὰ τοὺς ἐλεγκτικοὺς αὐτοῦ λόγους πρὸς τὸν τότε Βασιλέα ἐξορίσθη εἰς Ὕδραν καὶ Θήραν. Ἐν Θήρᾳ, ἔνθα ἐπὶ χρονικὸν διάστημα πλέον τοῦ ἡμίσεως ἔτους ἔσχεν συνεξόριστον τὸν αὐτοῦ ὁμότροπον Χριστοφόρον Παναγιωτόπουλον, τοὐπίκλην Παπουλᾶκον, μεθ’ οὗ ἐδίδασκον τὸν Θηραϊκὸν λαὸν πᾶσαν τὴν εὐσέβειαν καὶ τὴν ἐμμονὴν ἐν ταῖς πατρῴαις παραδόσεσι,  παρέμεινεν ἀσκούμενος θεοφιλῶς, ἐπὶ δέκα περίπου ἔτη. Ἐπανακάμψας εἰς Ὕδραν  ἐχρημάτισεν Ἡγούμενος ἐπ’ ὀλίγον τῆς ἐκεῖσε Μονῆς τοῦ Προφήτου Ἠλιοὺ ὡς καὶ τῆς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Νικολάου τῆς Λιμνιονίζης. Κατόπιν προσκλήσεως τοῦ Μητροπολίτου Σύρου Ἀλεξάνδρου Λυκούργου, ἐλθὼν ὁ Ὅσιος Γέρων Διονύσιος εἰς Σῦρον, ἐδόμησε περίλαμπρον Μονὴν τῆ Ὁσιομάρτυρι Παρασκευῇ, ἔνθα καὶ παρέμεινε ἱερουργῶν καὶ διδάσκων τὰ πλήθη  ἓξ καὶ δέξα πλήρεις ἐνιαυτούς.Τὰ πέντε ἔσχατα ἔτη τῆς ἐπὶ γῆς βιοτῆς αὐτοῦ ἔζησεν ἐν Σκιάθῳ, ἔνθα ἐδόμησεν εὐκτήριον οἶκον παρὰ τὸ ναΐδιον τοῦ Προφήτου Ἠλιού, ἔνθα καὶ τὸ ζῆν ὁσίως καὶ ἡσύχως ἐξεμέτρησε.
Ὁ Γέρων Διονύσιος διέλαμψεν ὡς φωστὴρ εὐσεβείας, χρηστοηθείας καὶ ἐλεγκτικοῦ κηρύγματος. Εἰρηνικός, εὐχόμενος, νήφων, ἱλαρὸς δότης, ἐλεήμων, φιλόξενος καὶ πλήρης Ὀρθοδόξου φρονήματος ἀνεδείχθη ἐφάμιλλος τῶν πάλαι Ὁσίων Πατέρων διὸ καὶ ἠξιώθη προορατικοῦ καὶ διορατικοῦ χαρίσματος. Ἡ θήκη τῶν τιμίων αὐτοῦ λειψάνων εὑρεθεῖσα ἄρτι ἐν τῷ ὑπὸ ἀνακαίνισιν εὐκτηρίῳ αὐτοῦ οἴκῳ ἀποθησαυρίζεται ἐν τῇ Μονῇ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Σκιάθου. Τμῆμα ἐκ τῆς τιμίας κάρας αὐτοῦ φυλάσσεται ἐντός περικαλλοῦς ἀργυρᾶς θήκης ἐν τῷ Ἱερῷ Ἐνοριακῷ Ναῷ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου Ἐμπορείου Θήρας. Ὡσαύτως, ἐν τῷ ἰδίῳ Ἱερῷ Ναῷ ἀποθησαυρίζεται καί ἱερά εἰκών τοῦ Ὁσίου Γέροντος, μετ’ ἐνθέτου ἀποτμήματος ἐκ τοῦ ἱεροῦ αὐτοῦ λειψάνου. Ἡ ἑορτή του τελεῖται κατ’ ἔτος τῇ 30ῇ Δεκεμβρίου (ἐκοιμήθη τῇ 30ῇ Δεκεμβρίου 1887).
Ὁ Ὅσιος Γέρων Διονύσιος ὁ ἐκ τῆς νήσου Σκιάθου καί ἐν Θήρᾳ ἐκλάμψας δέν ἔχει εἰσέτι καταταγεῖ ἐπισήμως εἰς τάς δέλτους τοῦ Ὀρθοδόξου ἑορτολογίου. Τιμᾶται ὑπό τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας, διδάσκει διά τοῦ βίου καί τῶν διδαχῶν του καί θαυματουργεῖ. Ἤδη διενεργοῦνται ὅλαι αἱ ἀπαραίτηται διαδικασίαι διά τήν ἐπίσημον ἔνταξιν αὐτοῦ εἰς τό ἑορτολόγιον καί ἀφ’ ἧς στιγμῆς αὕται ὁλοκληρωθοῦν, θά ἀνήκει καί εἰς τήν χορείαν τῶν τοπικῶν Ἁγίων τῆς Ἐπαρχίας Θήρας, μετά τοῦ Ἁγίου Ὁσιομάρτυρος Νεοφύτου τοῦ Ἀμοργίνου καί τοῦ Ὁσίου Πατρός Χριστοφόρου τοῦ Παπουλάκου.
Ταῖς αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις, Χριστέ, ὁ Θεός, ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς. Ἀμήν.
 
ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΑ

Ἦχος πλ. α΄. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
           λιοὺ καὶ Προδρόμου καὶ Χρυσοῤῥήμονος* ἀκολουθήσαντα τρίβοις ἐλέγχου, ἀνομιῶν* Βασιλέων δυσσεβῶν, ἀνευφημήσωμεν* ὡς κορωνίδα εὐλαβῶν* Σκιαθίων ἀσκητῶν,* ἀρτίως διαλαμψάντων* καὶ πρεσβευτὴν ἡμῶν θεῖον* πρὸς τὸν Δεσπότην, Διονύσιον.

 Ἕτερον ὅμοιον.
          Διονύσιε, γόνε Σκιάθου πάντιμε,* τῶν Κολλυβάδων Πατέρων τῆς εὐσεβείας κανὼν* καὶ ἀνόμων ὀλετήρ, λαμπρῶς σε μέλπομεν,* ὡς προσευχῆς καρδιακῆς* ἐνδιαίτημα σεπτὸν* καὶ χάριτος ἐκμαγεῖον,* τὰς διαθέρμους εὐχάς σου,* πρὸς τὸν Δεσπότην ἐξαιτούμενοι.

 Ἕτερον ὅμοιον.
           Κολλυβάδων Ὁσίων Πατέρων ἔσχατον,* Εἰκονιστρίας Σεμνείου τὸν προεστῶτα λαμπρῶς,* Διονύσιον, τιμήσωμεν ὡς πρόβολον* τῶν Σκιαθίων ἀσκητῶν* ἐκβοῶντες μυστικῶς·* ἀνόμους ὁ διελέγχων,* ἡμᾶς πληρώματος νόμου* ἀγάπης, δεῖξον ἐργαστήρια.

Σάββατο 21 Δεκεμβρίου 2013

ΟΣΙΟΣ ΠΑΡΘΕΝΙΟΣ ΤΗΣ ΧΙΟΥ (+ 1883)



Ἀρχιμανδρίτου Ἰωακεὶμ Ἱεροσολυμίτου τοῦ Χίου, Ὁ Ὅσιος Παρθένιος ὁ Χῖος, 1815 - 1883, Βίος-Θαύματα-Ἀκολουθία, β΄ ἔκδοσις, Ἱερουσαλὴμ 1995, σελ. 92-93, 33-34, 47-48, 51-52, 55-58.

Σύντομον Συναξάριον
(ἐκ τῆς ἱερᾶς Ἀκολουθίας Αὐτοῦ)

Οὖτος ὁ τοῦ Θεοῦ ἄνθρωπος ἦν ἐκ τῆς νήσου Χίου, γεννηθεὶς ἐν ἔτει ᾳωιε΄ (1815), ἐν χωρίῳ οὗ ἡ κλῆσις Δαφνών, ἐκ γονέων εὐσεβῶν, Μιχαὴλ καὶ Ἀντωνίας καλουμένων, τοὐπίκλην Φραγκοσκούφη ἤ Μενῆ. Τὴν γέννησιν τούτου καὶ τὴν μετέπειτα κατὰ Χριστὸν προκοπήν, προεῖπε τοῖς γονεῦσιν ὁ ἐν Ἁγίοις Μακάριος ὁ Κορίνθου, ἐπιθυμοῦσι σφόδρα τεκεῖν ἄρρεν, ἄτε μόνο θῆλυ κεκτημένοις. Ἀνδρωθεὶς ἐμνηστεύθη νεάνιδί τινι, ἥτις μεταστᾶσα τῶν τῆδε, προείλετο ἀκολουθῆσαι καὶ δουλεῦσαι τῷ Κυρίῳ· διὸ καὶ χαίρειν πᾶσιν εἰπών, προσῆλθε τῇ Ἱερᾷ ἤ Νέα κέκληται Μονή, ἔνθα τὸ Μοναχικὸν περιβληθεὶς Σχῆμα, ὠνομάσθη Παρθένιος, ἀντὶ Πολυδώρου. Ἔνθεν τὸ Ὄρος Πενθόδου καταλαβών, ὤκησεν ἔν τινι σπηλαίῳ, συντονωτάτης ἀσκήσεως ἀγῶνας ἀνύων, ἐν προσευχαῖς καὶ νηστείας καὶ παννύχοις στάσεσι Θεῷ ἀναγόμενος· καὶ καθάρας ἑαυτόν, ἐπλήσθη θείων ἐλλάμψεων καὶ μελλόντων τῇ γνώσει πλουτισθείς, προεῖπε πλείστοις τὰ ἐσόμενα, ὡς καὶ τὸν μέγαν σεισμὸν τὸν γεγονότα ἐν Χίῳ ἐν ἔτει ᾳωπα΄(1881). Καὶ τὴν τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Μάρκου ἱερὰν ἀνεγείρας Μονήν, ὅλος φῶς, ἀΰλῳ φωτοχυσίᾳ περιχεόμενος, ὡράθη ἐπαλλήλως τοῖς κενὰ κατ’ αὐτοῦ μελετήσασι. Καὶ πλείστοις ἄλλοις θαύμασι δοξασθείς, ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ τῇ η΄ (8ῃ) Δεκεμβρίου μηνός, ἐν ἔτει σωτηρίῳ ᾳωπγ΄ (1883) τοῖς ἀπ’ αἰῶνος Ἁγίοις συναφθείς.

Θαυμαστὰ καὶ Διδακτικὰ Περιστατικὰ ἐκ τοῦ Βίου τοῦ Ὁσίου
  ἅγ. Παρθένιος δὲν ἦτο Ἱερεύς, ἦτο ἁπλὸς Μοναχός. Τοῦτο ὅμως δὲν ἐμπόδιζε, ὅσους ἐφωτίζοντο ἀπὸ τὴν ἁγία ζωή Του, νὰ τὸν πλησιάζουν καὶ νὰ τοῦ ἐξομολογοῦνται τὶς ἁμαρτίες των. Ἐκεῖνος πάλι τοὺς ἄκουγε καὶ τοὺς συμβούλευε, ἐνῶ συγχρόνως τοὺς ἔλεγε: «Αὐτὰ σὰν συμβουλές, ἀλλὰ τὴν ἄφεσι θὰ τὴν λάβετε ἀπὸ τὸν Πνευματικὸ Ἱερέα, διότι ἡ Ἱερωσύνη λύνει καὶ δένει τὶς ἁμαρτίες».
Κάποτε, πῆγε ἕνας πιστὸς εὐλαβὴς καὶ ἐξωμολογήθη στὸν Ὅσιο. Ἐκεῖνος τὸν συμβούλευσε καὶ τὸν βοήθησε στὴν ἠθικὴ πάλη. Ἀλλὰ ὁ ἴδιος ξαναγύρισε πάλι καὶ εἶπε στὸν Ἅγιο τὴν ἴδια ἁμαρτία. Αὐτὸ ἐπανελήφθη πολλὲς φορές. Ὁ πιστὸς κάποτε τὸν ρώτησε «καὶ μέχρι πότε Γέροντα θὰ ἐπαναλαμβάνωνται τὰ ἴδια, ἀφοῦ μισῶ τὴν ἁμαρτία καὶ ὅμως ἐκείνη μὲ κυκλώνει;». Ὁ Ἅγιος τοῦ ἀπήντησε: «Αὐτὸ εἶναι ἀδελφὲ τοῦ Χριστοῦ διὰ τῆς υἱοθεσίας. Πατᾶμε στὴν γῆ καὶ βλέπομε στὸν οὐρανό. Αὐτὸ θὰ ἐπαναλαμβάνεται μέχρι ποὺ νὰ σὲ σκεπάσῃ ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ καὶ βγῇς νικητής. Ὡς τόσο γνώριζε, τὴν φωνὴ τοῦ Θεοῦ ποὺ λέει: «Ἔπεσες; Ἐγείρου. Τὸ πίπτειν ἀνθρώπινον. Τὸ ἐμμένειν σατανικόν». Ἡ ζωή μας εἶναι μία πάλη, ἕνας ἀγώνας καὶ μὴν ἀπελπίζεσαι, κανένας δὲν βγαίνει νικητὴς ἄν δὲν τελειώσῃ ὁ ἀγώνας. Ἡ ἀπόγνωσι τοῦ πιστοῦ εἶναι ἡ χαρὰ τῶν δαιμόνων καὶ ἡ μετάνοια ἡ χαρὰ τῶν Ἀγγέλων. Ἀγωνίζου ὅσο μπορεῖς, γιὰ νὰ πάρῃς τὸν στέφανο τῆς ζωῆς. Μὴν παραδίδῃς τὰ ὅπλα ὅταν πέφτῃς, νὰ ξαναεπιτεθῇς πάλι. «Οὐκ ἔστιν ἡπάλη ἡμῶν πρὸς αἷμα καὶ σάρκα, ἀλλὰ πρὸς τὰς ἀρχὰς καὶ ἐξουσίαςτοῦ σκότους». Ἀγωνίζου νὰ χαροποιήσῃς τοὺς Ἁγίους Ἀγγέλους».
«Καλὴ νίκη. Σὲ περιμένω νικητή», τοῦ εἶπε ὁ Ἅγιος καὶ τὸν προέπεμψε μέχρι τὴν εἴσοδο τῆς Μονῆς.
Ὅλα τὰ ἁμαρτήματα ὁ Ἅγιος τὰ ἐπιτιμοῦσε, ἀλλὰ ἰδιαίτερα τὴνβλασφημία. ῎Ελεγε: «ὅταν βλαστημᾷ ὁ ἄνθρωπος ἐπιτίθεται κατὰ τοῦἸδίου τοῦ Θεοῦ, ἐνῷ μὲ τὰ ἄλλα ἁμαρτήματα παραβαίνει τὸν Νόμο τοῦΘεοῦ. Ἄλλο νὰ ἐπιτίθεσαι ἐναντίον κάποιου καὶ ἄλλο νὰ παραβῇς τὴνπαραγγελία του».

Ἡ Κυριακὴ καὶ ὁ Ἅγιος
Μία γυναῖκα ἀντὶ νὰ πάῃ στὴν Ἐκκλησία τὴν Κυριακή, ἔκανε φιδὲ νὰ πάῃ στὸν Ὅσιο. «Γέροντα, σᾶς ἔφερα λίγο φιδέ», τοῦ εἶπε. «Σκουλήκια - τῆς ἀποκρίθηκε - «μοῦ ἔφερες! Τὴν ὥρα τῆς Λειτουργίας δὲν τὸν ζύμωσες; Ἄδειασέ τον». Ὁ καθαρὸς φιδὲς εἶχε γεμίσει σκουλήκια!
Παρόμοια περιστατικὰ πολλὰ συνέβησαν στὸν Ἅγιο. Στὸ χωριὸ Θολὸ Ποτάμι ὑπῆρχε ἡ οἰκογένεια Μονιώδη. Ἕνα παιδὶ τῆς οἰκογενείας ἔγινε Μοναχὸς στὸν Ἅγιο Μᾶρκο. Ἡ μητέρα τοῦ Μοναχοῦ ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρὸν μετέβαινε στὸ Μοναστῆρι νὰ δῇ τὸ παιδί της καὶ νὰ ζητήσῃ τὴν εὐχὴ τοῦ Ὁσίου. Πάντοτε δὲ κάτι προσέφερε στὸ Μοναστῆρι, σὰν μικρὸ δεῖγμα δωρεᾶς, ἀνάλογο τοῦ ἰσχνοῦ βαλαντίουτ ης. Κάποτε πῆγε φιδέ. Ὁ Ὅσιος Παρθένιος μόλις ἔπιασε στὸ χέρι του τὸν φιδέ, ἐχαμογέλασε καὶ τῆς λέει: «Τὸν φιδὲ ποὺ μᾶς ἔφερες τὸν ζύμωσες Κυριακὴ, ἡμέρα ἀφιερωμένη στὸν Θεό. Ὁ φιδὲς αὐτὸς δὲν εἶναι δεκτὸς στὸ Μοναστῆρι, πάρε τον καὶ πέταξέ τον στὸ δάσος».Ἔκπληκτη ἡ γραία Μονιώδη συνεμορφώθη πρὸς τὴν διαταγὴν τοῦὉσίου, διότι πράγματι ὁ φιδὲς ζυμώθηκε Κυριακή.
Μιὰ ἄλλη Κυριακὴ περνοῦσε ὁ Ἅγιος ἀπὸ τὴν Ἐνορία τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος τῶν Νερομύλων, κοντὰ ἀπὸ τὸ Παρεκκλήσιο τῶν Ἁγίων Σαράντα Μαρτύρων. Τότε βλέπει μὲ μεγάλη ἔκπληξι μερικοὺς ἐργάτες νὰ καταπατοῦν τὴν ἀργία τῆς Κυριακῆς καὶ νὰ κτίζουν. Στρέφεται τότε στὸν ἀρχιμάστορα, ὁ ὁποῖος ἦτο νοικοκύρης τοῦ σπιτιοῦ: «Ἔ, τοῦ λέει, σήμερα εἶναι Κυριακὴ, ἡμέρα ἀφιερωμένη στὸν Θεό, δὲν ἐργάζονται». Τότε ἐκεῖνος τοῦ ἀπαντάει εἰρωνικά: – «Οἱ παπάδες ποὺ ἡ δουλειά τους εἶναι νὰ ψάλλουν, πῶς δουλεύουν τὴν Κυριακή;». «Ἄντε - τοῦ λέει ὁἍγιος - καὶ τὸ σπίτι ἀπ’ ὅσο εἶναι, δὲν θὰ ἀνέβῃ παραπάνω». Πράγματι, ἄγνωστες παραμένουν οἱ αἰτίες, γιὰ τὶς ὁποῖες ἀπὸ τὴν ἄλλη μέρα ἡ ἀνοικοδόμησι ἐκείνου τοῦ σπιτιοῦ σταμάτησε. Μετὰ δὲν τὸ ἀγόρασε κανένας ἀπὸ τότε μέχρι σήμερα, ἀπὸ εὐλάβεια στὸν Ὅσιο, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸν φόβο τῆς προφητείας Του, ὅτι δὲν θὰ ἀνέβη παραπάνω. Μέχρι σήμερα σώζεται ἀτέλειωτο καὶ ἐρείπιο, ἐνῶ διδάσκει τὴν ἀργία τῆς Κυριακῆς καὶ τὸ προορατικὸ χάρισμα τοῦ Ἁγίου.

Ἐλεγκτὴς τῆς Παρανομίας
Μία μέρα ὁ Ἅγιος, προικισμένος ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ τὸ χάρισμα τῆςδιοράσεως, πλησίασε ἕναν Ἐπίτροπο μιᾶς ἐκκλησίας καὶ τοῦ εἶπε μὲ καταπληκτικὲς λεπτομέρειες τὶς καταχρήσεις τοῦ δικαιώματος τὸ ὁποῖο εἶχε. Ὁ Ἐπίτροπος αὐτὸς ἔκλεψε τὰ χρήματα τῆς ἐκκλησίας κατὰ τρόπον, ποὺ σὲ κανένα δὲν ἄφησε τὴν παραμικρὴ ὑποψία. Τότε ὁὍσιος τοῦ εἶπε καὶ πότε ἔκλεψε καὶ πόσα καὶ πῶς. Ὅλα τοῦ τὰ εἶπε. Τὸν παρακάλεσε γιὰ τὸ καλό του νὰ διορθωθῇ. Ὁ Ἐπίτροπος ἀρνήθηκε ὅτι ἔκλεβε, ἀλλὰ παρηγοροῦσε τὸν λογισμό του ὅ,τι ἔκλεβε γιὰ νὰ βοηθήση τὸ μικρὸ παιδί του ποὺ συγχρόνως τὸ σήκωνε στὰ χέρια του καὶ στὰ ροῦχα τοῦ παιδιοῦ εἶχε κρύψει τὰ χρήματα. Τότε ὁ Ὅσιος ἀπὸ τὸ χάρισμα τῆς διοράσεως προεῖδε τὴν ὀργὴ ποὺ ἐρχόταν. Καὶ προεῖπε: «Ὅποιος τἄχῃ πάνω του τὰ λεφτὰ τῆς ἐκκλησίας, ἐκεῖνος τραβῇ τὴν ὀργὴ τοῦ Θεοῦ ποὺ καταφθάνει». Δὲν πρόλαβε νὰ τελειώσῃ καὶ ἡ προφητεία του εἶχε πραγματοποιηθῆ. Ὁ Ἅγιος τὸ εἶχε προφητεύσει σὰν τιμωρία τοῦ πατέρα. Στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ κλέφτη-πατέρα τὸ ἄκακο παιδὶ ἦταν νεκρό. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἐνθυμίζει τὴν τιμωρία τοῦ Ἀνανία καὶ τῆς Σαπφείρας, ποὺ ἔπεσαν νεκροὶ ὅταν ἔλεγανψ έμματα στὸν Ἅγιο Ἀπόστολο Πέτρο! (βλ. Πράξ. ε΄ 1-12).

Λιβάνι τοῦ Διαβόλου
Ὁ ἅγ. Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης τὸ τσιγάρο ὀνομάζει «βρωμερότατον χόρτον» καὶ ὁ Ἅγιος Παρθένιος συνεβούλευε τοὺς προσκυνητὲς νὰ μὴν καπνίζουν καὶ ὀνόμαζε τὸ τσιγάρο, ἐφ’ ὅσον βλάπτει τὸ σῶμα - τὸν «ναὸ τοῦ Θεοῦ» - λιβάνι τοῦ διαβόλου. Πίσω ἀπ’ αὐτὸ κρύβεται ἡ προσπάθεια τοῦ Ἁγίου νὰ πείσῃ τοὺς ἀνθρώπους, ὅτι τὸ κάπνισμα εἶναι καταστροφὴ καὶ βλάβη στὸν ἀνθρώπινο ὀργανισμό, ἀλλὰ καὶ ἀπρέπεια στὴν συμπεριφορὰ τοῦ πιστοῦ. Ἡ ἀπρέπεια αὐτὴ εἶναι ἀσχημονία προκειμένου περὶ Ἱερέως. Ὅταν ὁ Ἅγιος Παρθένιος συνήντησε κάποιον Ἱερέα ποὺ κάπνιζε καὶ ἐκεῖνος τὸ ἀπέκρυπτε, εἶπε: «Ἐγὼ ξέρω μὲ τί λιβάνι λιβανίζεις! Καλύτερα νὰ μυρίζῃ μόνο λιβάνι ἤ μόνο τσιγάρο, γιατὶ λιβάνι καὶ τσιγάρο δὲν κάνουν ὄμορφη μυρωδιά».Ἤθελε νὰ πῇ ὁ Ἅγιος, ὅτι τὸ κάπνισμα στὸν Ἱερέα δὲν ἁρμόζει καὶ ἄν καπνίζῃ καλύτερα νὰ ἦτο λαϊκός. Ὅλοι παραδέχονται τὶς βλαβερὲς συνέπειες τοῦ καπνοῦ. Ἡ συμβουλὴ αὐτὴ τοῦ Ἁγίου εἴθε νὰ βοηθήσῃ ὅσους ἔχουν καλὴ θέλησι.

Ὑπακοὴ στὸν Ἐπίσκοπο
Ἕνας Ἱερεὺς πῆγε στὸν Ἅγιο Παρθένιο καὶ τοῦ παρεπονεῖτο γιὰ τὸν τότε Δεσπότη τῆς Χίου, τὸν μετέπειτα Νικοπόλεως καὶ Πρεβέζης, μακαριστὸν Ἀμβρόσιον Κωνσταντινίδην. Ἐνόμισε ὅτι θὰ εὕρισκε σύμφωνο τὸν Ἅγιο. «Γέροντα - τοῦ ἔλεγε - καὶ Σᾶς ἀκόμη ἔστειλε στὸν Τοῦρκο Διοικητή, εἶναι ἄνθρωπος χωρὶς φόβο Θεοῦ» καὶ ἄλλα παρόμοια. Τότε ὁ Ἅγιος Παρθένιος τοῦ ἀπάντησε, σὰν πνευματοφόρος καὶ θεοφόρος Πατήρ: «Πότε, Πάτερ μου, θὰ μάθωμε τὸ μάθημα τῆς Ὑπακοῆς; Πότε θὰ καταλάβωμε, ὅτι πρέπει νὰ ἐφαρμόζωμε τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ; Ἀντὶ νὰ κάθεσαι τώρα καὶ νὰ καταφέρεσαι κατὰ τοῦ Δεσπότη μας, ἔπρεπε νὰ εἶσαι γονατιστὸς ἐμπρὸς στὴν Εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ προσεύχεσαι ὑπὲρ αὐτοῦ. Τίποτα ἄλλο καλύτερο ἀπὸ αὐτὸ δὲν θὰ μποροῦσες νὰ κάνῃς». «Ἄν θέλῃς ὅποτε ἔρχεσαι ἐδῶ νὰ καταφέρεσαι κατὰ τοῦ Δεσπότη, δὲν ἐπιθυμῶ νὰ σὲ ξαναδῶ», τοῦ εἶπε αὐστηρὰ ὁ Ἅγιος,«διότι εὑρίσκεσαι πολὺ πίσω ἀπὸ τὴν πνευματικὴ ζωή. Μίλησε στὸν Χριστὸ γιὰ τὸν Δεσπότη καὶ τότε ἄλλος κόσμος, Πάτερ μου, θὰ βασιλεύσῃ στὴν καρδιά σου, ποὺ ἀκόμα φαίνεται δὲν τὸν γνωρίζεις...». «Δύο πράγματα μᾶς χρειάζονται - ἀπόσωσε ὁ Ἅγιος - παντοῦ καὶ πάντοτε: Προσευχὴ καὶ Ἀγάπη».
Ὁ Ἱερεὺς ἐκεῖνος ἔμεινε ἐκστατικὸς ἐμπρὸς στὸ μεγαλεῖο τῆς πνευματικῆς ἀκτινοβολίας τῶν λόγων τοῦ Ἁγίου. Μετὰ ὁ Ἅγιος τὸν συμβούλευσε νὰ πάῃ στὸν Δεσπότη καὶ νὰ πάρῃ συγχώρεσι. Ἐκεῖνος ἔτσι ἔπραξε, δὲν μπόρεσε νὰ ἀντισταθῇ στὸ ἐπιτίμιο καὶ στὴν ἐντολὴ τοῦ Ὁσίου, ὁ ὁποῖος τοῦ εἶχε πῆ «ὅσα ἐποίησε» ἀπὸ πολλῶν ἐτῶν, τὰ ὁποῖα καὶ ὁ ἴδιος ὁ Ἱερεὺς εἶχε λησμονήσει.
Μὲ τὸ προορατικό Του χάρισμα ὁ Ἅγιος εἰσχωροῦσε στὰ σκότη τοῦ παρελθόντος καὶ διέλυε τὴν ὁμίχλη τοῦ μέλλοντος. Τὸ χάρισμα αὐτὸ πάλι τῆς προοράσεως τὸ χρησιμοποιοῦσε ὁ Ἅγιος, γιὰ νὰ βοηθήσῃ ὅσους ἀπέκρυπταν τὰ ἁμαρτήματά τους, νὰ μετανοήσουν. Γι’ αὐτὸ καὶ σ’ αὐτὸν τὸν Ἱερέα, ὁ Ἅγιος ἐξηκρίβωσε τὸ ἁμάρτημα τῆς μνησικακίας εἰς τὸν Ἐπίσκοπόν του, τὴν ὁποίαν μνησικακία ὁ Ἅγιος Θαλάσσιος ὀνομάζει λέπραν τῆς ψυχῆς. Πολλὲς φορὲς δὲν πρόκειται μόνο περὶ ἀνυπακοῆς εἰς τὸν Ἐπίσκοπον, ἀλλὰ καὶ περὶ μνησικακίας. Ὁ Ὅσιος ὅμως ἐθεράπευσε τῆς ψυχικῆς αὐτῆς λέπρας τὸν Ἱερέα. Ἐὰν μνησικακοῦμεν, ἀσφαλῶς δὲν εἴμεθα μαθηταὶ τοῦ Χριστοῦ! Χριστιανὸς μὲ μῖσος ἠρνήθη τὸν Χριστόν. Ἐὰν δὲ οἱ Ἱερεῖς μνησικακοῦν καὶ διὰ τοῦτο δὲν ὑπακούουν εἰς τὸν Ἐπίσκοπον, «οὐαὶ καὶ ἀλλοίμονον»! Ἱερεὺς μὲ μῖσος ἠρνήθη τὸν Χριστὸν καὶ τὴν Ἱερωσύνην. «’Εὰν τὸ φῶς σκότος γένηται, τὸ σκότος πόσον;»!...Τί μεγάλη διαφορὰ μεταξὺ τοῦ Ἱερέως ἐκείνου καὶ τοῦ Ἁγίου Παρθενίου! Εἴθε νὰ ἀναδείξῃ ὁ Θεὸς καὶ σήμερον μιμητὰς τοῦ Ἁγίου!

 

Δευτέρα 16 Δεκεμβρίου 2013

ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΜΕΛΧΙΣΕΔΕΚ

Πηγή: ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΓΝΩΣΕΩΣ ΚΑΙ ΕΥΣΕΒΕΙΑΣ - π. Δημ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ
mel3          Το μυστηριώδες περί του προσώπου  του  Μελχισεδέκ, συνίσταται στο ότι οι αναφορές της Αγίας Γραφής γι' αυτόν είναι λίγες, αν  και  διαδραματίζει σπουδαίο ρόλο. Εξ αφορμής της έλλειψης στοιχείων, έχει γίνει αιτία  περιπλέκεται  με  διάφορα  μυθολογικά  στοιχεία  και  να  εξάπτει την φαντασία. Θα προσπαθήσουμε  με  βάση τις πηγές, να ρίξουμε  λίγο  φως, με  βάση την Χριστιανική Πίστη. Θα παρουσιάσουμε τις αναφορές του Μελχισεδέκ στην Αγία Γραφή, με  λίγα δικά μας σχόλια, θα  πούμε  λίγα  για το πως παρουσιάζεται στους αιρετικούς Γνωστικούς, στην απόκρυφη Ιουδαϊκή γραμματεία, στον Ιουδαίο Φίλωνα  τον Αλεξανδρέα, στον  Ιουδαίο ιστορικό Ιώσηπο  και στην Χριστιανική διδασκαλία.

Αναφορές στην Παλαιά Διαθήκη

 
          «[…] Και ο Μελχισεδέκ βασιλεύς Σαλήμ έφερεν έξω άρτον και οίνον· ήτο δε ιερεύς του Θεού του Υψίστου. Και ευλόγησεν αυτόν και είπεν, Ευλογημένος ο Άβραμ παρά του Θεού του Υψίστου, όστις έκτισε τον ουρανόν και την γήν· και ευλογητός ο Θεός ο Ύψιστος όστις παρέδωκε τους εχθρούς σου εις την χείρα σου. Και Άβραμ έδωκεν εις αυτόν δέκατον από πάντων» (Γένεση, 14:18-20).
          Είναι μετά από την επιστροφή του Αβραάμ,  όταν είχε πάει μαζί με 318 πάνοπλους δούλους του να ελευθερώσει τον ανιψιό του τον Λώτ, μετά από την αιχμαλωσία που υπέστη, όταν τέσσερα βασίλεια πολέμησαν εναντίον πέντε, μεταξύ αυτών και των βασιλείων των Σοδόμων και των Γομόρρων, στην περιοχή των οποίων είχε εγκατασταθεί ο Λώτ με την οικογένειά του. Όταν ο Αβραάμ επέστρεψε από την μάχη, τον συνάντησε ο Μελχισεδέκ, ο οποίος ήταν Ιερέας και Βασιλέας, ευλόγησε τον Αβραάμ και μάλιστα έλαβε και τα δέκατα. Αυτά δείχνουν ότι ο Μελχισεδέκ ήταν ανώτερος από τον Αβραάμ. Επίσης, ότι υπήρχαν (με ελάχιστες εξαιρέσεις), θεόπτες και πέρα από τον Αβραάμ, ο οποίος δέχτηκε και τις επαγγελίες του Θεού. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, κατατάσσει τον Μελχισεδέκ ανάμεσα στα φυσικά και ιστορικά πρόσωπα που έλαβαν θεογνωσία στην Παλαιά Διαθήκη.
«Έπειτα έδωσε και ευκαιρία μετανοίας και νέας διαγωγής που θα τον ευαρεστούσε, παρηγόρησε την λύπη του θανάτου με την διαδοχική γένεση, αύξησε με τους διαδόχους το γένος, ώστε στην αρχή το πλήθος των γεννωμένων να υπερτερούν κατά πολύ τον αριθμό εκείνων που πέθαιναν, και αντί του ενός Αδάμ, που δια του κάλλους του αισθητού φυτού έγινε ελεεινός και πενιχρός, έδειξε πολλούς άλλους που από τα αισθητά επλούτησαν κατά τρόπο μακάριο θεογνωσία και αρετή και γνώση και θεία ευμένεια. Μάρτυς είναι οι Σήθ, Ενώς, Νώε, Μελχισεδέκ, Αβραάμ, και όσοι άλλοι εμφανίσθηκαν ανάμεσα σε αυτούς και μετά από αυτούς, κατά το παράδειγμα εκείνων ή παραπλήσια μ’ εκείνους» (ΕΠΕ 8, 143).
Άλλη μια περίπτωση, είναι αργότερα ο Προφήτης Βαλαάμ, ο οποίος ήταν θεόπτης (Προφήτης), αλλά δεν ανήκε στον λαό του Κυρίου, όπως ορίζονταν στην Παλαιά Διαθήκη.
Στην δεύτερη αναφορά της Αγίας Γραφής, υπάρχει αναφορά όχι ακριβώς στο πρόσωπο του Μελχισεδέκ, αλλά στην τάξη της ιεροσύνης του. Προφητεύοντας ο Δαβίδ την έλευση του Μεσσία και τονίζοντας την ιερατική ιδιότητα που θα είχε, γράφει:
«Ώμοσεν ο Κύριος και δεν θέλει μεταμεληθή, συ είσαι Ιερεύς εις τον αιώνα κατά την τάξιν Μελχισεδέκ» (Ψαλμός 110:4 ή 109:4 κατά τους Εβδομήκοντα). Αυτά είναι τα λόγια του Κυρίου προς τον Κύριο του Δαβίδ. Διότι ο Ψαλμός ξεκινά ως εξής: «Είπεν ο Κύριος προς τον Κύριόν μου, κάθου εκ δεξιών μου, εωσού θέσω τους εχθρούς σου υποπόδιον των ποδών σου» (Ψαλμός 110:1). Τα λόγια αυτά, ο ίδιος ο Χριστός τα ερμήνευσε ότι αναφέρονται στο πρόσωπο του Μεσσία που λένε οι Γραφές, για τον ίδιο δηλαδή που τους τα έλεγε. Μάλιστα, φανέρωσε από αυτά τα χωρία, τις δύο τέλειες φύσεις του Μεσσία, του ανθρώπου (εφόσον είναι απόγονος του Δαβίδ), αλλά και του Θεού (εφόσον ο Δαβίδ τον αποκαλεί Κύριο και έτσι αποκαλούσαν, βάση του Νόμου, μόνο τον Θεό).
«Και ενώ ήσαν συνηγμένοι οι Φαρισαίοι, ηρώτησεν αυτούς ο Ιησούς, λέγων· Τι σας φαίνεται περί του Χριστού; τίνος υιός είναι; Λέγουσι προς αυτόν· Του Δαβίδ. Λέγει προς αυτούς· Πως λοιπόν ο Δαβίδ διά Πνεύματος ονομάζει αυτόν Κύριον, λέγων, Είπεν ο Κύριος προς τον Κύριόν μου, Κάθου εκ δεξιών μου εωσού θέσω τους εχθρούς σου υποπόδιον των ποδών σου; Εάν λοιπόν ο Δαβίδ ονομάζη αυτόν Κύριον, πως είναι υιός αυτού; Και ουδείς ηδύνατο να αποκριθή προς αυτόν λόγον· ουδ’ ετόλμησέ τις απ’ εκείνης της ημέρας να ερωτήση πλέον αυτόν» (Ματθαίος, 22:41-46).
Η Ιερωσύνη αναφέρεται στην ενανθρώπηση. Όπως ο Λόγος ενανθρώπησε εν χρόνω (έγινε άνθρωπος, δεν ήταν εξ αρχής άνθρωπος), έτσι και «έγινε Ιερεύς» εν χρόνω. Χαρακτηριστικά, αναφέρει ο Μ. Αθανάσιος: «Και πότε έγινεν εύσπλαχνος και πιστός Αρχιερεύς, παρά όταν έγινεν εις όλα όμοιος με τους αδελφούς;» (ΕΠΕ 2, σελ. 241). Ο απ. Παύλος γράφει: «Ούτω και ο Χριστός δεν εδόξασεν εαυτόν διά να γείνη Αρχιερεύς, αλλ’ ο λαλήσας προς αυτόν· Υιός μου είσαι συ, εγώ σήμερον σε εγέννησα· καθώς και αλλαχού λέγει· Συ είσαι Ιερεύς εις τον αιώνα κατά την τάξιν Μελχισεδέκ» (Εβραίους, 5:5-6).
Η τάξη κατά Μελχισεδέκ είναι ανώτερη από την μεταγενέστερη Ααρωνική τάξη. Και αυτή η τάξη προτυπώνει την μοναδική Ιερωσύνη του Χριστού στην εποχή της Καινής Διαθήκης. Παραπάνω διαβάσαμε ότι ο Μελχισεδέκ ευλόγησε τον Αβραάμ και τον δεκάτωσε, πράγμα που δείχνει την ανωτερότητα, όπως εξηγεί πολύ όμορφα ο απ Παύλος στην «προς Εβραίους επιστολή», και κυρίως στο κεφάλαιο 7.
Αναφορά στην Καινή Διαθήκη.
«Διότι ούτος ο Μελχισεδέκ, Βασιλεύς Σαλήμ, Ιερεύς του Θεού του Υψίστου, όστις συνήντησε τον Αβραάμ επιστρέφοντα από της καταστροφής των βασιλέων και ηυλόγησεν αυτόν, εις ον ο Αβραάμ εχώρισε και δέκατον από πάντων των λαφύρων, όστις πρώτον μεν ερμηνεύεται βασιλεύς δικαιοσύνης, έπειτα δε βασιλεύς Σαλήμ, το οποίον είναι βασιλεύς ειρήνης, απάτωρ, αμήτωρ, αγενεαλόγητος, μη έχων μήτε αρχήν ημερών μήτε τέλος ζωής, αλλ’ αφωμοιωμένος με τον Υιόν του Θεού, μένει Ιερεύς πάντοτε. Στοχασθήτε δε πόσον μέγας ήτο ούτος, εις ον ο Αβραάμ ο πΠτριάρχης έδωκε και δέκατον εκ των λαφύρων. Και όσοι μεν εκ των υιών του Λευΐ λαμβάνουσι την ιερατείαν, έχουσιν εντολήν να αποδεκατόνωσι τον λαόν κατά τον νόμον, τουτέστι τους αδελφούς αυτών, καίτοι εξελθόντας εκ της οσφύος του Αβραάμ· εκείνος δε όστις δεν εγενεαλογείτο εξ αυτών, εδεκάτωσε τον Αβραάμ, και ηυλόγησε τον έχοντα τας επαγγελίας· χωρίς δε τινός αντιλογίας το μικρότερον ευλογείται υπό του μεγαλητέρου. Και εδώ μεν θνητοί άνθρωποι λαμβάνουσι δέκατα, εκεί δε λαμβάνει ο μαρτυρούμενος ότι ζη. Και διά να είπω ούτω, διά του Αβραάμ και ο Λευΐ, όστις ελάμβανε δέκατα, απεδεκατώθη. Διότι εν τη οσφύϊ του πατρός αυτού ήτο έτι, ότε συνήντησεν αυτόν ο Μελχισεδέκ» (Εβραίους, 7: 1-10).
Στο παραπάνω απόσπασμα, επισημάναμε τα δύσκολα χωρία της περικοπής τα οποία προκαλούν ερωτηματικά, τα οποία με βάση τις πηγές μας, θα προσπαθήσουμε να διαλευκάνουμε παρακάτω. Πριν απαντήσουμε για τον Μελχισεδέκ, καλό είναι να αναφέρουμε πως τον έβλεπαν οι εκτόςΧριστιανικής πίστης.
Ο Μελχισεδέκ στους Γνωστικούς.
Ο Γνωστικισμός ήταν ένα ρεύμα φιλοσοφικό και θρησκευτικό, ήδη από την προ Χριστού εποχή, κατά βάση συγκρητιστικό, εφόσον υιοθετούσε επιλεκτικά στοιχεία Ελληνικά, Βαβυλωνιακά, Αιγυπτιακά, Ιρανικά, Ιουδαϊκά, και αργότερα και Χριστιανικά. Χαρακτηρίζεται θρησκευτικό, διότι η διδασκαλία του έχει αναφορά στον άνθρωπο, στον κόσμο, στον Θεό, και έχει μυστήρια. Μέσα σε αυτό το ρεύμα υπήρχαν πάρα πολλές διαφορετικές ομάδες. Συνήθως η κάθε ομάδα, λάμβανε την ονομασία της από το εκάστοτε αρχηγό της. Δια μέσου των αιώνων άλλαζε ονόματα και διδασκαλία. Έτσι, από τους Γνωστικούς της αρχαιότητας περάσαμε στους «Μασόνους» του Διαφωτισμού, και σήμερα ο Γνωστικισμός είναι γνωστός ευρύτερα με την ονομασία «Θεοσοφισμός».
Για τους Γνωστικούς, κατά βάση ο Μελχισεδέκ ήταν μία ουράνια δύναμη ανώτερη του Χριστού. Δεν ήταν άνθρωπος πραγματικά, αλλά ουράνια οντότητα. Για παράδειγμα, στον κοπτικό κώδικα 9 (ΙΧ) που ανευρέθηκε στο Nag- Hammadi της Αιγύπτου ,αναφέρεται ένα αποκαλυπτικό έργο με τον τίτλο ‘’Μελχισεδέκ’’ (πρβ. Ά τόμο Πατρολογίας Στ. Παπαδόπουλου, σελ. 207).
Σπανιότερα, ακούστηκε από κακόδοξους επηρεασμένους από διάφορες θεωρίες, η άποψη ότι ήταν το ίδιο το Άγιο Πνεύμα. Δεν είναι λίγες οι φορές που κάποιος αιρεσιάρχης στην αρχαιότητα ισχυρίστηκε ότι είναι ο Παράκλητος, όπως ο Γνωστικός Μάνης, ο Σίμων ο Μάγος που είναι γνωστός από τις «Πράξεις των Αγίων Αποστόλων», ο Μοντανός κλπ (πρβ. 16η Κατήχηση αγίου Κυρίλλου Ιεροσολύμων).
Ο άγιος Ιππόλυτος Ρώμης, αναφέρει ότι ο αιρετικός Γνωστικός Θεόδοτος έλεγε: «[…] δύναμιν τινά τον Μελχισεδέκ είναι μεγίστην, και τούτον είναι μείζονα του Χριστού […]» (ΒΕΠΕΣ 5, 334). Τα ίδια και ο Θεόδοτος ο Βυζάντιος (ίδιο έργο, σελ. 372).
Ο Καθηγητής Στ. Παπαδόπουλος, αναφέρει για κάποιον Ιέρακα που ήταν μάλιστα και Πρεσβύτερος στην Εκκλησία και έζησε τον τρίτο αιώνα. Αναφέρει ότι κατέληξε σε κακοδοξίες: «[…] μερικές κακοδοξίες του τον τοποθέτησαν εκτός Εκκλησίας. Μια από αυτές είναι ότι ταύτιζε το άγιο Πνεύμα με τον Μελχισεδέκ (Επιφανίου, Πανάριον, 67. Πατρολογία, Β’ τόμος, σελ. 106).
Ο Καθηγητής Π. Χρήστου, αναφέρει τα ίδια: «[…] ισχυριζόμενος ότι το Άγιον Πνεύμα ενεφανίσθη εν τω Μελχισεδέκ» (Β’ τόμος πατρολογίας, σελ. 917).
Ο Μελχισεδέκ στην κανονική Ραβινική γραμματεία.
Στην Ραβινική γραμματεία, ο Μελχισεδέκ είναι απόγονος του Σήμ , ενός από τους γιους του Νώε. Διαβάζουμε στην Wikipedia και στο λήμμα «Melchizedek», τα εξης: «Chazalic literature, unanimously identify Melchizedek as Shem son of Noah (Targum Yonathan to Genesis chap. 14, Genesis Rabbah 46: 7, Babylonian Talmud to Tractate Nedarim 32b). Σε δική μας μετάφραση: «Στην Ραβινική γραμματεία  αναγνωρίζεται ο Μελχισεδέκ παμψηφεί ως ο Σήμ, γιός του Νώε». (Σημείωση: ο όρος «Chazalic», όπως ψάξαμε, είναι ένας γενικός όρος – ακρώνυμο- και αναφέρεται σε όλη την Ιουδαϊκή γραμματεία). Κατά τους Ραβίνους, η Ιερωσύνη δόθηκε με διαδοχή στον Μελχισεδέκ, μια διαδοχή που ξεκινά από τον Αδάμ. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με την άποψη του Θεόφιλου Αντιοχείας, ο οποίος γράφει: «Κατά δε τον αυτόν καιρόν εγένετο βασιλεύς δίκαιος ονόματι Μελχισεδέκ εν πόλει Σαλήμ, την νυν καλουμένη Ιεροσόλυμα· ούτος Ιερεύς εγένετο πρώτος πάντων Ιερέων του Θεού του Υψίστου» (ΒΕΠΕΣ 5, 43).
Ο Μελχισεδέκ στην απόκρυφη Ιουδαϊκή γραμματεία.
Ο Μελχισεδέκ παρουσιάζεται , να γεννάται μεν θαυματουργικά, αλλά είναι άνθρωπος. Έχει σημείο από το οποίο και μετά αρχίζει να υπάρχει, και η γέννησή του τοποθετείται πολύ μακριά από την εποχή του Αδάμ. Πατέρας του παρουσιάζεται ο Νηρέας, αδελφός του Νώε, και την Ιερωσύνη την έλαβε κατά διαδοχή από τον Ενώχ. Αυτά, αναφέρονται στο δεύτερο βιβλίο του Ενώχ ή διαφορετικά, στο «Βιβλίο μυστικών του Ενώχ», κείμενο «απόκρυφου Ιουδαϊκού προσανατολισμού», όπως χαρακτηρίζεται από τον Καθηγητή της Πατρολογίας Π. Χρήστου. Ο Καθηγητής Π. Χρήστου, αναφέρει σχετικά ότι το επίμαχο κείμενο: «[…] εγράφη από Ιουδαιοχριστιανόν συγγραφέα τον β’ αιώνα εις την Ελληνικήν». Ενώ λίγο παρακάτω, για την εκτενή παραλλαγή του δεύτερου αυτού βιβλίου του Ενώχ, γράφει: «Η εκτενής παραλλαγή αφιερώνει πολύ χώρον εις τον Μελχισεδέκ, τον οποίον παρουσιάζει να γεννάται θαυματουργικώς από τον αδελφόν του Νώε Νηρέα» (σελ. Β’ τόμος πατρολογίας, σελ. 214). Πιο συγκεκριμένα, στα κεφάλαια 69-73, που ονομάζονται και «Ύψωση του Μελχισεδέκ», εκεί σκιαγραφείται η ιερατική διαδοχή του Ενώχ. Ουσιαστικά, πρόκειται για μία μίξη Ιουδαϊκής παράδοσης με μυθολογικά στοιχεία.
Ο Μελχισεδέκ στον Φίλωνα τον Αλεξανδρέα.
Ο Φίλωνας ο Αλεξανδρεύς ή αλλιώς «ο Ιουδαίος», προσπάθησε να παντρέψει μέσα στην σκέψη του την Παλαιά Διαθήκη με την φιλοσοφία. Αποτέλεσμα αυτού, ήταν να προχωρήσει σε αλληγορική ερμηνεία της Παλαιάς Διαθήκης. Διαβάζουμε στην πατρολογία του καθηγητή Στ. Παπαδόπουλου: «Ο ελληνοτραφής Ιουδαίος στοχαστής καταφάσκει την πίστη των πατέρων του, αλλά το ελληνικό πνεύμα τον σαγηνεύει τόσο πολύ, ώστε αισθάνεται την ανάγκη να αναγάγει τα θεμελιώδη παλαιοδιαθηκικά θεολογικά στοιχεία σε φιλοσοφική σκέψη και σύνθεση, την οποία να εκτιμούν οι θύραθεν διανοούμενοι […] Ο Φίλων συστηματοποίησε την αλληγορική μέθοδο, την επεξέτεινε και την εφήρμοσε στους ανθρωπομορφισμούς της Π.Δ και στα περισσότερα κείμενά της […] ο Φίλων περισώζει παλαιοδιαθηκικά σχήματα, αλλά σκέπτεται φιλοσοφικά- ελληνικά» (Α’ τόμος, σελ. 336).
Ο Φίλων ο Αλεξανδρεύς, θεωρεί την διήγηση της Γένεσης συμβολική, και ταυτίζει τον Λόγο με τον Μελχισεδέκ. Διαβάζουμε στην wikipεdia, στο λήμμα «Melchizedek»: «Philo also identifies Melchizedek with the Logos as priest of God» (Jutta Leonhardt Jewish worship in Philo of Alexandria 2001 p216 “IIl 82). Σε δική μας μετέφραση: «Ο Φίλωνας επίσης ταυτίζει τον Μελχισεδέκ με τον Λόγο ως ιερά του Θεού».
Είναι φανερό ότι ο Φίλωνας δεν εκφράζει την γνήσια Ιουδαϊκή παράδοση. Για τους Χριστιανούς, ο Λόγος είναι Θεός, έχει υπόσταση, και είναι «ομοούσιος τω Πατρί». Για τον Φίλωνα, ο οποίος έχει σαφώς υιοθετήσει την έννοια «λόγος» από τους Στωικούς, είναι «ιδέα ιδεών», «δεύτερος Θεός», ένας ενδιάμεσος Θεού και ανθρώπων. Γίνεται φανερό η τεράστια διαφορά του «Λόγου» στο Χριστιανισμό και στην σκέψη του. Για την Χριστιανική πίστη, ο Λόγος γίνεται μεσίτης μόνο μετά την ενανθρώπιση, ακριβώς επειδή προσλαμβάνει αληθινά ολόκληρη την ανθρώπινη φύση.
Ο Μελχισεδέκ στον Ιουδαίο ιστορικό Ιώσηπο.
Ο Μελχισεδέκ αναφέρεται ως ιστορικό πρόσωπο στο έργο του Ιώσηπου «Ιουδαϊκές Αρχαιότητες», όπου γράφει: «So Abram, when he had saved the captive Sodomites, who had been taken by the Assyrians, and Lot also, his kinsman, returned home in peace. Now the king of Sodom met him at a certain place, which they called The King’s Dale, where Melchisedec, king of the city Salem, received him. That name signifies, the righteous king: and such he was, without dispute, insomuch that, on this account, he was made the priest of God: however, they afterward called Salem Jerusalem. Now this Melchisedec supplied Abram’s army in an hospitable manner, and gave them provisions in abundance; and as they were feasting, he began to praise him, and to bless God for subduing his enemies under him. And when Abram gave him the tenth part of his prey» (Ιουδαϊκές αρχαιότητες, 1ο βιβλίο, 10 κεφάλαιο). Ο Ιώσηπος, προσθέτει σε όσα ξέρουμε από την Γένεση, την φιλοξενία του Μελχισεδέκ και την παροχή αγαθών στον Αβραάμ και στον στρατό του. Καμία σοβαρή απόκλιση από το κείμενο της Γενέσεως.
Η χριστιανική διδασκαλία για το πρόσωπο του Μελχισεδέκ
Σε αυτό το κομμάτι, θα επιμείνουμε κυρίως στην περικοπή από την «προς Εβραίους επιστολή», και ειδικά στα χωρία που παρουσιάζουν ερμηνευτικά προβλήματα, πάντα μέσα από την Πατερική Παράδοση. Θα διαπιστώσουμε πόσο ανώτερες είναι οι Χριστιανικές ερμηνείες και η χριστιανική πίστη γενικότερα, σε σχέση με όσα διαβάσαμε παραπάνω.
Οι Άγιοι Πατέρες διδάσκουν, ότι η Παλαιά Διαθήκη πρέπει να ερμηνεύεται ΧριστολογικάΑυτό είναι το ερμηνευτικό κλειδί. Αν λείπει αυτό το πλαίσιο, τότε οδηγούμαστε σε πλάνες. Και με τον όρο «Χριστολογικά», εννοούν την ερμηνεία εκείνη που συνδέεται με την Ενανθρώπιση του Λόγου. Ο άγιος Μάξιμος, λέει στην διδασκαλία του επ’ αυτού: «Το μυστήριο της ενσάρκωσης του Λόγου έχει τη δύναμη όλων τωναινιγματικών λόγων και τύπων της Γραφής και όλη την γνώση των ορατών και νοητών δημιουργημάτων» (Τ. Φ 14, 479).
Στην περίπτωσή μας τώρα, αναφορικά με το πρόσωπο του Μελχισεδέκ, οτιδήποτε αινιγματικό λέγεται, φωτίζεται όταν ερμηνευθεί με βάση την ενανθρώπιση του Θεού Λόγου. Ο απ Παύλος στο κεφάλαιο 7 της «προς Εβραίους επιστολής», μιλάει για την Ιερωσύνη του Χριστού που είναι ανώτερη της Ιουδαϊκής. Όπως ο Μελχισεδέκ ήταν ανώτερος του μεγάλου Αβραάμ και η Ιερωσύνη του ανώτερη από την Ιερωσύνη που θα έδινε αργότερα ο Θεός στους απογόνους του Αβραάμ (στους υιούς Λευί), άλλο τόσο (και ασύγκριτα ακόμα ανώτερη) η Χριστιανική Ιερωσύνη από αυτή των Ιουδαίων. Και όπως γράψαμε παραπάνω, ο Λόγος δεν ήταν Ιερέας, αλλά έγινε Ιερέας κατά την σάρκωση. Ο Χριστός είναι ο Λόγος που ενανθρώπησε αληθινά, αδιαίρετα, άτρεπτα, και χωρίς να συγχέονται οι δύο φύσεις, σε μία υποστατική ένωση. Ο Απόστολος Παύλος είναι σαφής, ότι ο Μελχισεδέκ λειτουργεί ως τύπος του Χριστού, χωρίς να είναι ο ίδιος ο Χριστός φυσικά.
«Εάν λοιπόν η τελειότης υπήρχε διά Λευϊτικής Ιερωσύνης, διότι ο λαός επ’ αυτής έλαβε τον νόμον, τις χρεία πλέον να εγερθή άλλος Ιερεύς κατά την τάξιν Μελχισεδέχ, και ουχί να λέγηται κατά την τάξιν Ααρών;» (Εβραίους, 7:11). Ο Χριστός λοιπόν,  είναι «άλλος Ιερεύς» κατά την τάξη του Μελχισεδέκ. «[…] κατά την ομοιότητα του Μελχισεδέκ εγείρεται άλλος Ιερεύς» (Εβραίους, 7:15). Το ότι ο Μελχισεδέκ πρόσφερε άρτο και οίνο δεν είναι τυχαίο. Τα δώρα αυτά είναι τύπος του Μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας που θα παρέδιδε αργότερα ο Χριστός στους Αποστόλους. Ο άγιος Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης, αναφερόμενος στην θεογνωσία στην προ Χριστού εποχή, γράφει: «[…] ο Μελχισεδέκ, ο οποίος ασκούσε την ιερατική του λειτουργία με ψωμί και κρασί,προτυπώνοντας τα θεία Μυστήρια» (ΕΠΕ 1,387).
Παράθεση των επίμαχων χωρίων και σχολιασμός τους.
Γράφει ο Απόστολος Παύλος αναφερόμενος στον Μελχισεδέκ: «[…] απάτωρ, αμήτωρ, αγενεαλόγητος, μη έχων μήτε αρχήν ημερών μήτε τέλος ζωής, αλλ’ αφωμοιωμένος με τον Υιόν του Θεού, μένει ιερεύς πάντοτε [..] Και εδώ μεν θνητοί άνθρωποι λαμβάνουσι δέκατα, εκεί δε λαμβάνει ο μαρτυρούμενος ότι ζη» (Εβραίους, 7:3- 8).
1. «απάτωρ, αμήτωρ, αγενεαλόγητος»:
Εφόσον το κύριο θέμα του Αποστόλου Παύλου είναι ο Χριστός και η Ιερωσύνη Του, πρέπει να εξομοιώσει τον τύπο, που είναι ο Μελχισεδέκ, ώστε να μοιάζει τυπικά με τον Χριστό, που είναι η ουσία. Το ότι αναφέρεται ο Μελχισεδέκ ως «απάτωρ, αμήτωρ, και αγενεαλόγητος», λειτουργεί σε δύο επίπεδα. Πράγματι, η Αγία Γραφή δεν λέει τίποτα για τους γονείς του και την γενεαλογία του, ούτε καν τα ονόματα. Αυτό δεν σημαίνει ότι πραγματικά δεν είχε πατέρα, μάνα, και γενεαλογικό δέντρο. Όπως γράφει ο π. Αντώνιος Αλεβιζόπουλος στο βιβλίο του «Η Ορθοδοξία μας», στην σελίδα 331 αναφέρει: «Η Παλαιά Διαθήκη δεν μας γνωρίζει τον πατέρα ή την μητέρα του Μελχισεδέκ, ούτε τη γενεαλογία του, για να είναι ‘’εξομοιωμένος προς τον Υιόν του Θεού’’, και να μένει ‘’Ιερεύς εις το διηνεκές’’, δηλαδή για πάντα». Από αυτήν την άποψη το λέει. Αυτά τα γνωρίσματα εκπληρώνονται πραγματικά στο πρόσωπο του Χριστού. Μάλιστα, δείχνουν και τις δύο τέλειες φύσεις Του. Χωρίς πατέρα φυσικό κατά την ανθρωπότητά Του, αλλά με Πατέρα φυσικό κατά την θεότητά Του. Χωρίς μητέρα φυσική κατά την θεότητά Του, αλλά με μητέρα φυσική κατά την ανθρωπότητά Του. Χωρίς γενεαλογία κατά την θεότητά Του, αλλά με γενεαλογία κατά την ανθρωπότητά Του. Κατά αυτόν τον τρόπο στα χωρία αυτά, γίνεται η εξομοίωση. Κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο, και εκφωνώντας εορταστικό λόγο για την γέννηση του Χριστού, λέει: «Το γράμμα υποχωρεί ενώ το πνεύμα αναδεικνύεται. Αι σκιαί απομακρύνονται και έρχεται εις την θέσιν των η αλήθεια. Ο τύπος του Μελχισεδέκ εκπληρώνεται. Ο αμήτωρ γίνεται απάτωρ. Ήτο αμήτωρ προηγουμένως και τώρα γίνεται απάτωρ» (ΕΠΕ 5, 39).
2. «μη έχων μήτε αρχήν ημερών μήτε τέλος ζωής»:
Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς διακρίνει μεταξύ ουσίας και ενέργειας στον Θεό, και γράφει ότι όλα όσα υπάρχουν ουσιωδώς στον Θεό, όπως η αθανασία, η απειρία, η οντότητα, είναι και αυτά άναρχα. Για να δειχτεί όμως η διαφορά μεταξύ αυτών των ποιοτήτων και του ίδιου του Θεού, ο Θεός είναι- σε σχέση με αυτά- Υπεράναρχος. Με την μέθεξη στην Άκτιστη Θεία ενέργεια κατά την θέωση, μετέχοντας ο άνθρωπος, γίνεται άναρχος και αυτός όπως ο Μελχισεδέκ. Συνεπώς, πέρα από την εξομοίωση που είπαμε παραπάνω (και εδώ, παρουσιάζεται καθαρά η Θεία φύση του Μεσσία) , ο Παλαμάς αναφέρει ότι όπως ο Μελχισεδέκ ως φυσικό πρόσωπο, επειδή ήταν θεόπτης, μετείχε στην άκτιστη χάρη του Θεού για αυτό και αναφέρεται ως «άναρχος» (γίνεται κατά χάρη ”άναρχος”, δεν είναι άναρχος από φυσικού του), το ίδιο συμβαίνει με κάθε θεόπτη και θεούμενο. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα:
«[…] έτσι ούτε υπεράναρχος θα μπορούσε να ονομασθεί, αν δεν είναι άναρχα έργα του Θεού η αθανασία, η απειρία, η οντότης και όσα υπάρχουν ουσιωδώς στον Θεό, όπως λέγει πάλι ο θείος Μάξιμος. Πως όμως με μέθεξη της χάριτος αυτής, κατά τον ίδιο άγιο, γίνεται άναρχος ο άνθρωπος, όπως ο Μελχισεδέκ, ο οποίος, σύμφωνα με τη μαρτυρία δεν είχε ούτε αρχή ημερών ούτε τέλος ζωής, και ο καθένας που ζει, σύμφωνα με τον Παύλο, τη θεία και αιώνια ζωή του Λόγου που κατοίκησε μέσα μας, αν δεν ήταν άναρχη η χάρη;» (ΕΠΕ 2, 597).
Δεν πρέπει να μας παραξενεύει ότι στην Παλαιά Διαθήκη η χάρη του Λόγου κατοικούσε στους θεούμενους. Δηλαδή, ο Λόγος έχει ουσιαστικό ρόλο (πέρα από την δημιουργία των κτιστών), ακόμα και πριν την σάρκωσή Του. Για του λόγου το αληθές, ο άγιος Μάξιμοςαναφέρει στην διδασκαλία Του: «Πριν από τη φανερή και σαρκική παρουσία Του, υπήρχε πνευματικά ο Λόγος του Θεού στους πατριάρχες και στους προφήτες κάνοντας προτύπωση των Μυστηρίων της παρουσίας Του» (Τ. Φ 14, 519). Ορίστε λοιπόν, που και ο Μελχισεδέκ προτυπώνει το Μυστήριο της παρουσίας του Χριστού ως ιερέα και βασιλιά της πνευματικής πια Σαλήμ (Ιερουσαλήμ), που είναι η Εκκλησία.
Στην «Εισαγωγή των έργων του αγίου Μάξιμου», στον Τ. Φ 14 και στην σελίδα 30, γράφει ο Καθηγητής Π. Χρήστου: «Με μία ένταση των πνευματικών λειτουργιών του ο άνθρωποςγίνεται όχι μόνο ατελεύτητος, αλλά και άναρχος· το ‘’μήτε αρχήν ημερών, μήτε ζωής τέλος έχειν, ως άναρχος και ατελεύτητος και παντελώς άπειρος, οία φύσει ο Θεός’’, δεν είναι γνώρισμα του Μελχισεδέκ μόνο, αλλά όλων των τελείων ανθρώπων, των οποίων τύπος είναι εκείνοςΓίνεται κατά χάρη, ό,τι είναι ο Θεός κατά φύση […]».
3. «Και εδώ μεν θνητοί άνθρωποι λαμβάνουσι δέκατα, εκεί δε λαμβάνει ο μαρτυρούμενος ότι ζη»:
Δηλαδή, οι Λευίτες παίρνουν το ένα δέκατο, μιας και ήταν η μόνη φυλή από τις δώδεκα του Ισραήλ που δεν είχε λάβει κληρονομιά. Εκεί όμως, δηλαδή στο περιστατικό της ευλογίας του Αβραάμ που αναφέρει ο απ. Παύλος, λαμβάνει δέκατα ο μαρτυρούμενος ότι είναι ζωντανός. Εδώ, κάποιος ίσως ισχυριστεί ότι ο Μελχισεδέκ είναι ζωντανός όταν τα έγραφε αυτά ο Απόστολος. Ζωντανός από την εποχή του Αβραάμ μέχρι τον Παύλο. Σε αυτό, παραθέτουμε την απάντηση του ίδιου του Χριστού: «Ότι εγείρονται οι νεκροί, και ο Μωϋσής εφανέρωσεν επί της βάτου, ότε λέγει Κύριον τον Θεόν του Αβραάμ και τον Θεόν του Ισαάκ και τον Θεόν του Ιακώβ. Ο δε Θεός δεν είναι νεκρών, αλλά ζώντων· διότι πάντες ζώσι εν αυτώ» (Λουκάς, 20: 37-38).
Ο Χριστός λοιπόν, κατατάσσει τον Αβραάμ, τον Ισαάκ, και τον Ιακώβ, στους ζώντες, αν και είχαν πεθάνει βιολογικά αιώνες πριν έρθει ο Χριστός, και αιώνες πριν τον Μωυσή. Και το είπε αυτό για να δείξει ότι ο βιολογικός θάνατος δεν είναι το τέλος της ύπαρξης, αλλά ένας πρόσκαιρος αποχωρισμός της ψυχής από το σώμα. Ζουν και υπάρχουν οι ψυχές και αναμένουν την ανάσταση του σώματός τους, ώστε να γίνουν και πάλι ψυχοσωματικές οντότητες, δηλαδή άνθρωποι.
Απάντηση σε ορισμένα πιθανά ερωτήματα.
1. Ο Μελχισεδέκ είναι ο Χριστός;
Απάντηση: Κατά την Αγία Γραφή, ο Μελχισεδέκ είναι τύπος του Χριστού, και η Ιερωσύνη του είναι προτύπωση της Ιερωσύνης του Χριστού. Ο τύπος δείχνει την ουσία, χωρίς να ταυτίζεται όμως μαζί της. Παραπάνω είδαμε σαφέστατα χωρία του απ Παύλου που μιλούν “για άλλο Ιερέα κατά την τάξη του Μελχισεδέκ”.
2. Προϋπήρχε ο Μελχισεδέκ;
Απάντηση: Όπως είδαμε, ο Μελχισεδέκ ήταν ένα ιστορικό φυσικό πρόσωπο που εντάσσεται στο χώρο (βασιλιάς Σαλήμ), και στον χρόνο (αναφέρεται παράλληλα με άλλα φυσικά πρόσωπα που βασίλευσαν συγκεκριμένη εποχή). Για παράδειγμα, ο Θεόφιλος Αντιοχείας αναφέρει: «Κατά δε τον αυτόν καιρόν εγένετο βασιλεύς δίκαιος ονόματι Μελχισεδέκ εν πόλει Σαλήμ, την νυν καλουμένη Ιεροσόλυμα· ούτος Ιερεύς εγένετο πρώτος πάντων Ιερέων του Θεού του Υψίστου» (ΒΕΠΕΣ 5, 43). Αφού έχει αναφέρει προηγουμένως άλλους βασιλείς γειτονικών χωρών, αναφέρει και τον Μελχισεδέκ. Ακόμα, και κατά την απόκρυφη Ιουδαϊκή παράδοση, εμφανίζεται ως γιος του Νηρέα, αδελφού του Νώε, ενώ κατά την κανονική Ραβινική παράδοση, είναι απόγονος του Σήμ. Και στις δύο περιπτώσεις δεν προϋπάρχει.  Μόνο κατά τους Γνωστικούς προϋπήρχε, καθώς ήταν για αυτούς μια δύναμις του Θεού, ένας «αιώνας».
3. Μήπως ο Απόστολος Παύλος ήξερε τις απόκρυφες διδασκαλίες των Εβραίων για τον Μελχισεδέκ, και συνεπώς υπονοεί  για την προΰπαρξη του, γράφοντας: «μη έχων μήτε αρχήν ημερών μήτε τέλος ζωής»;
Απάντηση: Ακόμα και αν ο απ. Παύλος ήξερε τις απόκρυφες διδασκαλίες των Εβραίων, και πάλι είναι αδύνατον να τις είχε χρησιμοποιήσει στο απόσπασμα, καθώς ακόμα και στην απόκρυφη παράδοση των Εβραίων, ο Μελχισεδέκ γεννάται από τον Νηρέα, αδελφό του Νώε. Δεν προϋπάρχει της ανθρωπότητας. Η χρονική απόσταση από τον Αδάμ μέχρι τον Νώε είναι 1640 χρόνια περίπου, κατά την μετάφραση των Εβδομήκοντα. Τέτοια είναι περίπου και η διαφορά Αδάμ- Μελχισεδέκ, αν τοποθετήσουμε τον Μελχισεδέκ στα χρόνια του Νώε (όπως τον τοποθετεί η απόκρυφη Ιουδαϊκή παράδοση). Αν τον τοποθετήσουμε στα χρόνια του Αβραάμ, όπως τον τοποθετεί η Παλαιά Διαθήκη, τότε η διαφορά Αδάμ- Μελχισεδέκ ανεβαίνει στα 3.300 χρόνια περίπου. Δηλαδή, μετά από 3.300 χρόνια από τον Αδάμ, γεννιέται ο Μελχισεδέκ.
4. Αν δεχτούμε ότι όσα λέει ο απ. Παύλος για τον Μελχισεδέκ που ηχούν παράξενα, τα λέει επειδή ο Μελχισεδέκ είναι τύπος του Χριστού και άρα εφαρμόζονται αυτά κατά γράμμα στον Χριστό, είναι δυνατόν να πούμε κατ’ επέκταση ότι και ο Χριστός προϋπήρχε κατά την ανθρωπότητά Του πριν την Ενανθρώπιση ;
Απάντηση: Ο Λόγος σαρκώνεται εν χρόνω. Δηλαδή, ο Θεός εισέρχεται μέσα στον χρόνο σε συγκεκριμένη εποχή στην ιστορία του ανθρωπίνου γένους, βυθίζεται στην ύλη, «γίνεται ύλη» κατά τον άγιο Ι. Δαμασκηνό, για να θεραπεύσει τον άνθρωπο, αλλά και για να ανακαινίσει την κτίση ολόκληρη στα έσχατα, κατά τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή. Πριν την σάρκωση, ο Θεός Λόγος, που γεννάται αχρόνως από τον Πατέρα, είναι άσαρκος. Στην εποχή της Παλαιάς Διαθήκης είναι άσαρκος ο Λόγος του Θεού. Όμως, αυτό ισχύει για μας που είμαστε εντός του χρόνου. Για μας ισχύει το «πριν», το «σήμερα», και το «αύριο». Δεν ισχύει για τον αιώνιο Θεό. Κατά την Πατερική διδασκαλία, ο Θεός έχει σχέσεις με τον κόσμο και το κτιστό γενικά μόνο κατά Ενέργεια και όχι κατά την Ουσία Του. Επομένως, η ουσία του Θεού δεν έχει καμία σχέση με αυτό το μέγεθος που λέμε «χρόνο», συνεπώς δεν υπάρχει χρόνος για τον Θεό. Τα πάντα είναι ένα αιώνιο «σήμερα». Από εκεί, πηγάζει και η έννοια του «λειτουργικού χρόνου» που έχουμε στην λατρεία της Εκκλησίας. Δεν θα επεκταθούμε σε αυτό όμως. Για να γίνει πιο κατανοητό, θα αναφέρουμε δύο παραδείγματα από την Αγία Γραφή, για να κατανοήσουμε ότι μπορεί μεν πριν την σάρκωση ο Λόγος να είναι άσαρκος, αλλά αυτό δεν εμποδίζει σε τίποτα τον Τριαδικό Θεό να έχει μέσα στην προαιώνια βουλή Του, την σάρκωση του δευτέρου προσώπου της Τριάδας. Για παράδειγμα, η Αγία Γραφή αναφέρει ότι ο Χριστός είναι ο αμνός που σφαγιάστηκε από την δημιουργία του κόσμου. «[…] του Αρνίου του εσφαγμένου από καταβολής κόσμου» (Αποκάλυψη, 13:8). Πως μπορεί να είναι εσφαγμένος πριν την ενανθρώπιση Του; Αυτό κατανοείται μόνο αν λάβουμε υπόψη μας όσα γράψαμε παραπάνω.
Επίσης, ο άνθρωπος είναι δημιούργημα κατά την εικόνα του Θεού. Παραθέτουμε ένα απόσπασμα από σχετική ομιλία του π. Α. Μυτιληναίου που αλιεύσαμε. «Τότε λοιπόν, τι είναι το κατ’ εικόνα; Και που αναφέρεται; Εις τους Πατέρες της Εκκλησίας μας και με βάση πάντοτε την Αγία Γραφή, άλλοτε αναφέρεται η εικόνα στην ψυχή· ότι είναι η λογική, ότι είναι η ελευθερία. Άλλοτε αναφέρεται εις το σώμα, και άλλοτε αναφέρεται και στα δυο, δηλαδή σε ολόκληρο τον άνθρωπο. Ότι η εικόνα είναι στον άνθρωπο. Αν όμως θέλετε να προσέξουμε λιγάκι το κείμενο, θα μας το πει. Ακούστε το. Και εποίησεν ο Θεός τον άνθρωπον, κατ’ εικόνα Θεού εποίησεν αυτόν. Έκανε ο Θεός τον άνθρωπο σύμφωνα με την δική Του εικόνα. Λοιπόν, τον άνθρωπο έκανε σύμφωνα με την δική Του εικόνα. Δεν λέει την ψυχή του ανθρώπου. Δεν λέγει το σώμα του ανθρώπου, αλλά λέγει τον άνθρωπο. Ώστε λοιπόν, η εικόνα του Θεού είναι σε ολόκληρο τον άνθρωπο […] ο Θεός δεν έκανε τον άνθρωπο κατά την δική Του εικόνα απλώς, αλλά κατά την εικόνα την θεανθρωπίνη Του. Εδώ είναι! Προσέξτε! Ποιος μας έφτιαξε; Μας έφτιαξε ο Θεός Λόγος. Χωρίς Αυτού, λέγει ο ευαγγελιστής Ιωάννης, ουδέ εν γέγονεν ο γέγονε. Τίποτα δεν έγινε από ότι έγινε στον κόσμον αυτόν – πολύ παραπάνω εγώ ο άνθρωπος. Ποιος με έφτιαξε; Ο Θεός Λόγος. Όταν με έφτιαξε, τι μοντέλο είχε; Τον Εαυτό Του. Τον Εαυτό Του είχε μοντέλο, εκείνο που θα έπαιρνε κάποτε, ανεξάρτητα αν ο άνθρωπος αμάρτανε ή δεν αμάρτανε. Και ποιο είναι το μοντέλο αυτό; Είναι αυτό που έκανε τον Αδάμ. Δεν έχει καμία σχέση ότι ο Αδάμ προηγήθη ιστορικά του Ιησού Χριστού. Αυτό το μοντέλο που είχε στο νου Του- ας μου επιτραπεί να το πω έτσι- ο Θεός Λόγος, το πήρε αργότερα, ώστε δεν έγινε ο Ιησούς Χριστός κατά την εικόνα του Αδάμ, άνθρωπος, αλλά έγινε ο Αδάμ κατά την εικόνα του Ιησού Χριστού». (Ομιλία π. Α. Μυτιληναίου, 13/02/1983).
* Αντί για «νου» που προσδίδει εγκέφαλο στον ασώματο Θεό, ταπεινά προτείνουμε την λέξη «βουλή». Ο π. Α. Μυτιληναίος το λέει ανθρωπομορφικώς και από συγκατάβαση στο ακροατήριό του.
Πηγές:
Αγία Γραφή σε μετάφραση Ν. Βάμβα
Παλαμάς Γρηγόριος, ΕΠΕ 8, «Κεφάλαια 150»
Παλαμάς Γρηγόριος, ΕΠΕ 2, «Γ’ Λόγος υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων»
Μ. Αθανάσιος, ΕΠΕ 2, «Β’ Λόγος κατά Αρειανών»
Παπαδόπουλος Στυλιανός, Πατρολογία Α’ και Β’ τόμοι
Παναγιώτης Χρήστου, Πατρολογία Β’ τόμος
Ιππόλυτος Ρώμης, ΒΕΠΕΣ τόμος 5, «Κατά Πασών Αιρέσεων»
Θεόφιλος Αντιοχείας, ΒΕΠΕΣ τόμος 5, «Προς Αυτόλυκο, Δεύτερο βιβλίο»
Μάξιμος Ομολογητής, Τόμος Φιλοκαλίας 14, «Περί θεολογίας, Εκατοντάδα Α’ και Β’»
Ισίδωρος Πηλουσιώτης, ΕΠΕ 1, «Επιστολή στον Παλλάδιο»
Γρηγόριος Θεολόγος, ΕΠΕ 5, «Λόγος εις τα Θεοφάνεια, δηλαδή εις την γέννηση του Σωτήρος
Wikipedia, λήμμα: «Melchizedec»
Ιώσηπος, «Ιουδαϊκές Αρχαιότητες», διαδικτυακός τόπος: http://www.ccel.org/ccel/ josephus/works/ files/ ant-1.htm