Πέμπτη 30 Απριλίου 2015

Βιβλική Κοσμολογία, Ἰω. Καρδάση.

ΣΤΕΡΕΩΜΑ
            «Και είπεν ο Θεός. γενηθήτω στερέωμα εν μέσω του ύδατος και έστω διαχωρίζον ανά μέσον ύδατος και ύδατος. Και εγένετο ούτως» (Γέν. 1. 6).
            «Γενηθήτω στερέωμα εν μέσω του ύδατος». Μετά τη διάκριση του φωτός από το σκότος και την εμφάνιση της ημέρας και της νύκτας, ακολουθεί, με δεύτερη δημιουργική εντολή του Θεού, ο χωρισμός της μάζας των υδάτων του χάους. Αυτός συντελείται με τη δημιουργία του στερεώματος, το οποίο, όπως και το φως ενωρίτερα, λαμβάνει αυτομάτως ύπαρξη με το θείο πρόσταγμα «γενηθήτω». Πρόκειται άλλως, για τη δημιουργία της ατμόσφαιρας.
            «Στερέωμα». Η λέξη στερέωμα  σημαίνει στερεό σώμα, έρεισμα. Στη μετάφραση των Ο΄ εννοείται μια στερεά υλική επιφάνεια, που διέρχεται από το κέντρο της μάζας των χαωτικών υδάτων και τη σχίζει οριζοντίως σε δυο επίπεδα, τα οποία κείνται το ένα πάνω στο άλλο και χωρίζουν τα ύδατα σε ουράνια και επίγεια.
            Σύμφωνα με τις επικρατούσες τότε κοσμολογικές αντιλήψεις των Εβραίων και άλλων αρχαίων λαών, το σύμπαν θεωρούνταν γεωκεντρικό και επίπεδο (δισδιάστατο). Το στερέωμα ήταν μια υλική κατασκευή με τοξοειδή θόλο, στερεά, συμπαγής και στεγανή για να συγκρατεί δίκην δεξαμενής τα ουράνια ύδατα, τα ύδατα του ανώτερου κοσμικού ωκεανού. Ήταν κάτι σαν «υπερώον», το οποίον έφερε πόρτες και παράθυρα –«θύρας» ή «πύλας»- και -«θυρίδας ή καταρράκτας», όπως τις αποκαλεί η Π. Διαθήκη- που άνοιγαν και έκλειναν κατά βούληση του Θεού και προς αγαλλίασή του, για να πέσει η βροχή ή το χιόνι στη γη και να πνεύσει ο άνεμος στη φύση. Σχετικές παραπομπές: «αύτη η πύλη του ουρανού» (Γέν. 28. 17), «θύρας ουρανού ανέωξεν» (Ψ. 77. 23), «ότι θυρίδες εκ του ουρανού ηνεώχθησαν» (Ησ. 24. 18), «οι καταρράκται του ουρανού ηνεώχθησαν» (Γέν. 7. 11), «ιδού ποιήσει Κύριος καταρράκτας εν ουρανώ» (Βασ. Δ΄  7. 2), «ποτίζων όρη εκ των υπερώων αυτού» (Ψ. 103. 3).
            Η θολωτή αυτή κατασκευή, που ήταν ευρέως γνωστή στους πρωτόγονους λαούς, ως σταθερός θόλος του ουρανού, είχε κίονες («στύλους» Ιώβ 26. 11), οι οποίοι ήταν θεμελιωμένοι στα άκρα της γης, ενώ άλλοι κίονες στερέωναν τη γη πάνω στα ύδατα της αβύσσου, του κατωτέρου κοσμικού ουρανού: «τω στερεώσαντι την γην επί των υδάτων» (Ψ. 135. 6). Σχετικές παραπομπές: «εγώ εστερέωσα τους στύλους αυτής (της γης)» (Ψ. 74. 4). «αυτός επί θαλασσών εθεμελίωσεν αυτήν (την γην) και επί ποταμών ητοίμασεν αυτήν» (Ψ. 23. 2). «ο στεγάζων εν ύδασιν τα υπερώα αυτού» (Ψ. 103. 3).
            Αυτή η αντίληψη της στερέωσης της γης πάνω σε ύδατα, υπό μία έποψη, αντανακλά σύγχρονες επιστημονικές απόψεις της Γεωφυσικής και της Γεωλογίας, των επιστημών δηλ. που ασχολούνται με τη φυσική διαμόρφωση της γης και γενικά με τη νομοτέλεια του φυσικού περιβάλλοντος. Σύμφωνα μ’ αυτές, κατά τα πρώτα στάδια της δημιουργίας της γης (του εδάφους δηλ.), η διάπυρη ρευστοποιημένη μάζα (το μάγμα), από την οποίαν συνίστατο, ψύχεται προοδευτικά και σχηματίζει τον αρχικό στερεό φλοιό της. Αυτός ο φλοιός εδράζεται ή ακριβέστερα επιπλέει επί του ρευστού εσωτερικού της γης, δηλ. επί του υγρού στοιχείου, αφού και το νερό είναι ρευστό. Υπ’ αυτή την έννοια η γη στερεώνεται όντως επί των υδάτων κατά τη βιβλική αντίληψη, όπως την εκφράζει και το αντίφωνον: «σήμερον κρεμάται επί ξύλου ο εν ύδασιν την γην κρεμάσας», στην ακολουθία της Μ. Πέμπτης. Και εδώ, η θεία αποκάλυψη επαληθεύεται από τα επιστημονικά δεδομένα.
            Βέβαια, η ανωτέρω ταύτιση του ύδατος με τη διάπυρη ρευστοποιημένη μάζα θεωρείται ακραία και δύσκολα μπορεί να γίνει πιστευτή, αν ακολουθήσει κανείς τη σύγχρονη Κοσμολογία, που και αυτή μπορεί να εξηγήσει με σχετικά μεγάλη ακρίβεια τις έξη ημέρες της Δημιουργίας. Έτσι, την 1η δημιουργική ημέρα έχουμε την έκλυση φωτός, ενέργειας και μεγάλης διαστολής του δημιουργουμένου σύμπαντος με τρομακτικά υψηλές θερμοκρασίες. Δηλ. έχουμε τη μετατροπή του χωροχρόνου σε ενέργεια, χωρίς δημιουργία ύλης. Πότε όμως αρχίζει η ενέργεια να μετατρέπεται σε ύλη;
            Τα πρώτα 300 εκ. χρόνια από τη μεγάλη Έκρηξη δεν υπάρχει ύλη. Στα 13.4 δις χρόνια πίσω αρχίζουν να σχηματίζονται τα πρώτα άτομα ύλης, όταν τα ελεύθερα ηλεκτρόνια άρχισαν να δεσμεύονται από τους πυρήνες πρωτονίων και νετρονίων, οπότε αυτά τα πρώτα άτομα με συντήξεις και συσσωματώσεις άρχισαν να δημιουργούν την ακατασκεύαστη ύλη μέσα σ’ ένα χάος συγκρούσεων, εξαερώσεων, ατμών, αερίων και συνεχών εκρήξεων και άρχισε να μορφοποιείται το στερέωμα και να διαχωρίζονται τα ουράνια σώματα με συσσωρεύσεις και απομακρύνσεις, με σκόνη και αέρια, οπότε και έχουμε τη δημιουργία των πρώτων ουρανίων σωμάτων, αστέρων, αστεροειδών, κομητών σε συσσωματώσεις Γαλαξιών και υποομάδων, όπως τα πλανητικά συστήματα, μέσα στα οποία υπάρχει και το δικό μας πλανητικό σύστημα. Έτσι, 3.7 δις χρόνια μετά την Έκρηξη έχουμε την δημιουργία των πρώτων αστέρων. 10 δις χρόνια πίσω λοιπόν αρχίζουν να εμφανίζονται οι πρώτοι αστέρες, 5 δις χρόνια πίσω το ηλιακό μας σύστημα, 4.6 δις χρόνια πίσω δημιουργείται η γη που πατάμε και 4.5 δις χρόνια πίσω η Σελήνη, που μας φωτίζει τη νύκτα. Η Σελήνη δημιουργείται από πρόσκρουση τεραστίου ουρανίου σώματος επί της Γης, κομμάτι δε από αυτήν αποσπάται και δημιουργεί ιδιαίτερο σώμα, τη Σελήνη. Η πρόσκρουση αυτή ήταν ευεργετική για τη Γη, γιατί παρέσυρε και μεγάλο τμήμα της ατμόσφαιράς της, το οποίον εάν διατηρείτο, τότε η Γη θα είχε την τύχη του Άρη, που είναι ένας νεκρός πλανήτης με εχθρική ατμόσφαιρα για τη ζωή. Αυτή είναι η 2η ημέρα της Δημιουργίας, που κράτησε (μαζί με την επόμενη 3η) περίπου 8.9 δις χρόνια, με τη δημιουργία της ύλης, αλλά χωρίς την εμφάνιση κάποιας ζωής.
            Την 2η λοιπόν δημιουργική ημέρα έχουμε την έναρξη σχηματοποίησης της ύλης και διαχωρισμού των ρευστών καταστάσεων (είτε νερών, είτε υγρών, είτε αερίων), οπότε αυτός ο διαχωρισμός συνεχίζεται πιο ξεκάθαρα την 3η ημέρα, όπου διαχωρίζονται σαφώς τα στερεά από τα υγρά και αποκαλύπτεται πλέον και η ξηρά και προκειμένου για τη γη, αυτός ο διαχωρισμός εμφάνισε αφ' ενός το στέρεο έδαφος και αφ’ ετέρου τη θάλασσα, τους ωκεανούς και τα ποτάμια. Ο Θεός τα είδε όλα αυτά και διαπίστωσε, ότι ήταν καλά (όχι βέβαια πολύ καλά).
            Στην Π. Διαθήκη το στερέωμα περιγράφεται, με βάση την οπτική παρατήρηση, ως λαμπερό ζαφείρι (Έξ. 24. 10), ως χυτό χάλκινο στιλπνό κάτοπτρο (Δευτ. 28. 23, Ιώβ 37. 18), ως δερμάτινο κάλυμμα (τέντα) και ως καμάρα: «Ο εκτείνας τον ουρανόν ωσεί δέρριν» (Ψ. 103. 2) και «ο στήσας ως καμάραν τον ουρανόν» (Ησ. 40. 22). Πρόκειται όμως περί απλών ποιητικών εκφράσεων και εικόνων, οι οποίες δεν απέχουν πολύ από την αντίληψη των αρχαίων Ελλήνων, οι οποίοι ομοίως εξελάμβανον ποιητικώς τον ουρανό ως στερεό σώμα («στερέμνιον»), ως συμπαγή μεταλλική μάζα, σιδηρά («σιδήρεον»), χάλκινη («χάλκεον») ή ορειχάλκινη («πολύχαλκον»), που έφερε στους ώμους του ο μυθικός γίγαντας Άτλας (Ομήρου Ιλιάδα, ε΄ 504, ρ΄ 425, Οδύσσεια, Α 54, Γ 2, Ο 329).
            Είναι φανερό, ότι εδώ ο βιβλικός συγγραφέας δεν χρησιμοποιεί το στερέωμα με μια κοσμολογική προοπτική, για να περιγράψει ένα κύριο συστατικό του υπό διαμόρφωση σύμπαντος. Ούτε αναφέρεται ασφαλώς σε μια νοητή επιφάνεια, πέραν της οποίας δεν υπάρχει η έλξη της γης και η οποία, καθώς εκτείνεται σφαιρικά γύρω από τη γη και στηρίζεται κυκλικά στην περιφέρειά της, προσδιορίζει το θόλο του ουρανού ή γενικότερα την ατμόσφαιρα ως συμπυκνωμένο σώμα (στιβάδα) αερίων και ατμών, που περιβάλλει τη γη. Με το στερέωμα απλώς περιγράφεται αυτό που ήταν τότε κοινώς γνωστό στον άνθρωπο από την καθημερινή εμπειρία του φυσικού κόσμου και συνδέονταν με τη θέση των αστέρων, το πέταγμα των πουλιών και τη βροχή. Είναι σαφές λοιπόν, ότι εκφράζεται κατά τον τρόπο του σκέπετεσθαι της εποχής του, χωρίς να έχει την πρόθεση να απαιτήσει πίστη σ’ αυτά (αν και κάποιοι Προτεστάντες, αλλά και Ορθόδοξοι το θεωρούν δόγμα Πίστεως). Σκοπός του δεν είναι να κάνει μάθημα αστρονομίας στον άνθρωπο, αλλά να τον διαβεβαιώσει ότι αυτό, που θεωρούσε τότε ως στερέωμα, δημιουργήθηκε από το Θεό. Αν έγραφε σήμερα, θα χρησιμοποιούσε ασφαλώς τη σύγχρονη επιστημονική ορολογία, αλλ’ η σωτηριώδης αλήθεια που θα μετέδιδε δεν θα άλλαζε ουσιαστικά. Φυσικά, ο Θεός μπορούσε να του αποκαλύψει πως ακριβώς δημιουργήθηκε το σύμπαν, ακόμη και με τη σύγχρονη ορολογία, κάνοντας λόγο για άτομα, άστρα, πλανήτες, έτη φωτός κ.τ.ό. κανείς όμως δεν θα ήταν σε θέση να καταλάβει έστω και μια συλλαβή απ’ αυτά.
                                                            ΓΕΩΚΕΝΤΡΙΚΟΤΗΤΑ                       

            Η γεωκεντρικότητα, δηλ. η αντίληψη, ότι η γη αποτελεί το κέντρο του Σύμπαντος αναφέρεται από τον βιβλικό συγγραφέα, αποτελούσε δε επί αιώνες (17 αιώνες μετά Χριστόν) θέση της Εκκλησίας. Αυτή η θέση άρχιζε να αλλάζει κυρίως, μετά την ψευδή ομολογία του Γαλιλαίου (για να σώσει τη ζωή του), το 1633, μπροστά στην Ι. Εξέταση, ότι αποκηρύσσει μετά βδελυγμίας την αιρετική θέση, ότι η γη κινείται!

                              ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
  ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΠΛΑΝΗΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ, ΤΗΝ ΑΚΙΝΗΣΙΑ ΤΗΣ ΓΗΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΘΕΣΗ ΤΗΣ
      ΣΤΟ ΚΕΝΤΡΟ ΤΟΥ ΣΥΜΠΑΝΤΟΣ
Η Ορθόδοξη Εκκλησία δεχόταν την άποψη, ότι ο ουράνιος θόλος περιστρέφεται, ενώ η Γη ως το κέντρο του σύμπαντος μένει ακίνητη. Τούτο μαρτυρούν, η Π. Διαθήκη και έξη (6) τουλάχιστον Μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας.
                Π. Διαθήκη
            Περιφορά του ήλιου γύρω απ’ τη γη:
            1/ «Πράγματι, ο ήλιος στάθηκε καταμεσής του ουρανού και δεν πήγαινε να δύσει, κι’ αυτό κράτησε σχεδόν μια μέρα» (Ιησ. Ναυή 10. 13).  
            2/ «κι ο ήλιος γρήγορος στην τροχιά του, κάνει τον κύκλο του ουρανού και ξαναγυρίζει στη θέση του σε μια μέρα» (Α΄ Έσδρας 34).
                Μ. Αθανάσιος (4ος αιώνας)
«γη δε ουκ αφ εαυτής ερήρεισται, αλλ’ επί μεν την των υδάτων ουσίαν συνέστηκεν, εμπεριέχεται δε και αύτη κατά το μέσον συνδεθείσα του παντός» (Λόγος κατά ειδώλων).
            Μ. Βασίλειος (4ος αιώνας)
            «Κυκλόσε περιτρέχει τα κατ’ ουρανόν κινούμενα» (Β.Ε.Π. τ. 51, σελ. 187).
            Αγ. Γρηγόριος Νύσσης (4ος αιώνας)
«..... Της τε κυκλοφορουμένης ουσίας δια της οξείας κινήσεως το νάστον της γης εν κύκλω περισφιγγούσης, του τε στερρού και ανενδότου δια της αμεταθέτου παγιότητος αδιαλείπτως επιτείνοντος των περί αυτήν κυκλουμένων την δίνησιν, ίση δε καθ’ εκάτερον των ταις ενεργείαις διεστηκότων η υπερβολή εναπειργάσθη, τη τε στασίμω φύσει και τη αστάτω περιφορά. Ούτε γαρ η γη της βάσεως μετατίθεται, ούτε ο ουρανός ποτε το σφοδρόν ενδίδωσι και υποχαλά της κινήσεως». (Περί κατασκευής ανθρώπου. Κεφ. α΄, παρ. 1).
            Αγ. Ιωάννης Δαμασκηνός (8ος αιώνας)
«Ημέρα εστίν ηλίου υπέρ γης φορά ή χρόνος, εν ω ο ήλιος υπέρ γης φέρεται. νυξ εστί σώματος της γης σκιά ή χρόνος, εν ω ο ήλιος υπό γην φέρεται. Νυχθήμερόν εστι  κόσμου περιστροφή» (Διαλεκτικά, κεφ. 68. Όροι διάφοροι).
Αγ. Γρηγόριος Παλαμάς (14ος αιώνας)
«Και τη μεν ακινήτω γη καθάπερ τινί κέντρω περιτιθείς ανωτάτω κύκλω, και συνδών πανσόφως δια των μέσων του αεικινήτου ουρανού, ίνα ο αυτός διαμένη κόσμος εστώς ομού και κινούμενος» (P. G. 151, 80).
Αγ. Συμεών Θεσσαλονίκης (15ος αιώνας)
«Ποιητήν ουρανού και γης, ορατών τε πάντων και αοράτων. Με αυτή τη φράση – η Εκκλησία – αποβάλλει κάθε επινόηση της αθεΐας. Καταργεί τη θρασύτητα εκείνων που πρεσβεύουν ότι ο ουρανός είναι προαιώνιος και ακόμη, ότι η ύλη είναι χωρίς αρχή, και ότι υπάρχουν στο Θεό κάποιες ιδέες, όπως έλεγε ο Πλάτωνας. Καταργεί δε και την πλάνη εκείνων που θεοποιούν τα άστρα και όσα βρίσκονται γύρω από τη γη, οι οποίοι αυτή τη γη και τα άλλα στοιχεία τα θεωρούν θεούς καταντώντας έτσι στην πολυθεΐα και πλανώντας και γύρω από τα υπόλοιπα κτίσματα» (Ερμηνεία εις το Σύμβολον της Πίστεως, P.G. 155, 757B).

 

 

Τετάρτη 22 Απριλίου 2015

Ἀρχαῖον κάλλος, Ἰω. Καρδάση

           Συχνά ακούγεται στις επικήδειες ακολουθίες το θαυμάσιο εκείνο ψαλμικό: «Ο πάλαι μεν, εκ μη όντων πλάσας με, και εικόνι σου θεία τιμήσας, παραβάσει εντολής δε πάλιν με, επιστρέψας εις γην εξ ης ελήφθην, εις το καθ΄ ομοίωσιν επανάγαγε, το αρχαίον κάλλος αναμορφώσασθαι». Εδώ, ο Δημιουργός του σύμπαντος κόσμου παρακαλείται να επαναφέρει τον κοιμηθέντα εις το καθ’ ομοίωσιν  και να τον αναμορφώσει και πάλι στην κατάσταση του «αρχαίου κάλλους».
            Η κατάσταση τόσον του «καθ’ ομοίωσιν», όσον και του «αρχαίου κάλλους» είναι η κατάσταση στην οποίαν δημιουργήθηκε ο Αδάμ και περιλαμβάνει όλη την περίοδο υπάρξεώς του μέχρι την παρακοή, είναι δηλαδή η περίοδος του προπτωτικού Αδάμ. Κατά την περίοδο αυτή ο Αδάμ είχε καθαρμένο τον νου, το κέντρο αυτό της καρδιάς και βρισκόταν στο στάδιο του φωτισμού του νου, είχε συνεχή μνήμη Θεού, δηλ. έβλεπε τον Χριστό «δι εσόπτρου εν αινίγματι» (Κορ. Α΄ 13.12), είχε δε την δυνατότητα, ένεκα της απόλυτης ελευθερίας που του εδόθη, είτε να ανέλθει στο στάδιο του δοξασμού και να ιδεί τον Δημιουργό του «πρόσωπον προς πρόσωπον» (Κορ. Α΄ 13.12), είτε να μολυνθεί από την αμαρτία και να εκπέσει της βασιλείας του Θεού, όπως και τελικά έγινε.
            Η λέξη «κάλλος» σημαίνει την ωραιότητα, την καλλονή, την ομορφιά, μεταφορικά δε την ωραιότητα και την αγνότητα της ψυχής του ανθρώπου, είναι δε η κατάσταση του Αδάμ προ της πτώσεως. Γι’ αυτό και προσευχόμαστε για να επανέλθει ο κοιμηθείς άνθρωπος στην αρχαία προπτωτική κατάσταση, στο αρχαίον κάλλος.
            Εύχεται λοιπόν η Εκκλησία για τον άνθρωπο να επανέλθει στο καθ’ ομοίωσιν, στο αρχαίο κάλλος, να επανέλθει στην κατάσταση τουλάχιστον του φωτισμού του νου, στην κατάσταση του προπτωτικού Αδάμ. Πότε όμως εύχεται να γίνει αυτό; Μα «εν εκείνη τη ημέρα», την ογδόη ημέρα, όπου καταργούνται: χώρος, χρόνος και ύλη. Πράγματι, τότε θα επανέλθει ο άνθρωπος στο καθ’ ομοίωσιν: Πότε; Κατά την διάρκεια της παραμονής του εν τω Άδει μετά την κοίμησή του; Είναι δυνατόν αυτό; Όχι μας λέγει η Εκκλησία: «εν τω Άδει ουκ έστη μετάνοια». Άρα, η μετάνοια και η επιστροφή του ανθρώπου στο καθ’ ομοίωσιν πρέπει να γίνει εν ζωή. Τότε γιατί εύχεται αυτό η Εκκλησία στην εξόδιο ακολουθία, αφού είναι αδύνατη η επάνοδος στο  καθ’ ομοίωσιν; Πρώτον, γιατί και τώρα δεν παύει η Εκκλησία να επικαλείται το έλεος του Θεού, ειδικά για τους αποθανόντες, που εν ζωή είχαν ξεκινήσει την μετάνοια και δεύτερον το ψάλλει για να συνειδητοποιηθεί αυτό από τους συγγενείς του τεθνεώτος και να αλλάξουν και αυτοί ζωή, να μετανοήσουν και αυτοί.
            Στην όγδοη λοιπόν ημέρα, όπου δεν θα υπάρχει χρόνος, χώρος και ύλη και όπου θα γίνει η β΄ εμφάνιση του Υιού του Θεού, τα σώματα των κεκοιμημένων θα επανασυντεθούν και η ψυχή τους θα επανενωθεί σε αυτά σε μια νέα κατάσταση.
            Το σώμα που θα αναστηθεί και θα ενωθεί με την ψυχή του, δεν θα είναι όπως αυτό που είχε εν ζωή, «Το αυτό και ουκ αυτό» (Ιω. Χρυσόστομος). Θα διατηρεί την φύση του, αλλά θα είναι άφθαρτο. Η θνητότητα και η φθορά του εξαφανίζονται, δεν θα πεινάει, δεν θα διψάει, δεν θα αρρωσταίνει, δεν θα έχει βάρος, δεν θα έχει ανάγκες και γενικά θα είναι ανώτερο από το σημερινό: «ούτω και η ανάστασις των νεκρών, σπείρεται εν φθορά, εγείρεται εν αφθαρσία. σπείρεται εν ατιμία, εγείρεται εν δόξη. σπείρεται εν ασθενεία, εγείρεται εν δυνάμει. σπείρεται σώμα ψυχικόν, εγείρεται σώμα πνευματικόν. έστι σώμα ψυχικόν, και έστι σώμα πνευματικόν» (Α΄ Κορ. 15.42-44). Εξ άλλου στην βασιλεία των ουρανών δεν συμμετέχουν σάρκα και αίμα. Το νέο σώμα θα είναι ένδοξο, θα λάμπει κατά το μέτρον της αρετής εκάστου.
            Ο Απ. Παύλος συμπληρώνει, ότι όσοι θα ζουν εκείνη την στιγμή, αυτοί δεν θα πεθάνουν για να αναστηθούν, αλλά θα αλλαγούν, δηλ. θα αποκτήσουν σώμα όπως αυτό του αναστημένου Χριστού: «ιδού μυστήριον υμίν λέγω. πάντες μεν ου κοιμηθησόμεθα, πάντες δε αλλαγησόμεθα, εν ατόμω, εν ριπή οφθαλμού, εν τη εσχάτι σάλπιγγι. σαλπίσει γαρ, και οι νεκροί εγερθήσονται άφθαρτοι, και ημείς αλλαγησόμεθα. δει γαρ το φθαρτόν τούτο ενδύσασθαι αφθαρσίαν και το θνητόν τούτο ενδύσασθαι αθανασίαν» (Α΄ Κορ. 15.51- 53).
            Εκείνη λοιπόν την ημέρα, η ποθούμενη από τους πιστούς ημέρα, η όγδοη ημέρα, η ατελεύτητη εκείνη περίοδος που θα διαρκέσει αιωνίως, θα είναι τελείως διαφορετική από εκείνη, που περιγράφεται στην ιστορία. Θα είναι μη περιγραπτή, αφού θα είναι εκτός ιστορίας, εκτός χρόνου, εκτός χώρου και εκτός ύλης. Άραγε θα είναι στην αυτή κατάσταση, όπως στην περίοδο του Αδάμ προ της πτώσεως; Ο Αδάμ δημιουργήθηκε εκτός ιστορίας, εκτός χρόνου, χώρου και ύλης ή εντός; Τότε ποια θα είναι η επαναγωγή στο αρχαίο κάλλος, αφού η όγδοη ημέρα εξομοιώνεται με εκείνη της τρυφής του Παραδείσου;
            Πριν από την Δημιουργία τι υπήρχε; Απάντηση: Τίποτε. Πότε άρχισε να γράφεται η ιστορία; Πριν την στιγμή της Δημιουργίας ούτε χρόνος, ούτε χώρος, ούτε ύλη υπήρχαν. Με την έναρξη της Δημιουργίας εμφανίσθηκαν χρόνος, χώρος και ύλη. Αυτό ακριβώς διδάσκει η χριστιανική πίστη, αυτό εξακριβώνει και η επιστήμη. Πριν από τη μεγάλη έκρηξη, από την οποία προήλθε το σύμπαν δεν υπήρχε τίποτε. Το θεμελιώδες στοιχείο του δόγματος περί της Δημιουργίας είναι «η εκ του μηδενός εις το είναι παραγωγή του δημιουργηθέντα κόσμου». Ούτε από προϋπάρχουσα ύλη, ούτε μέσα σε κάποιον άλλο χώρο, ούτε σε κάποιον ορισμένο χρόνο, ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο. «Όχι εν χρόνω, αλλά μετά του χρόνου έπλασεν ο Θεός τον κόσμον (Non in tempore, sed cum tempore, finxit Deus mundum)» (Άγ. Αυγουστίνος). «Συμφυής τω κόσμω και τοις εν αυτώ ζώοις τε και φυτοίς, η του χρόνου διέξοδος» (Μ. Βασίλειος: Εις την εξαήμερον). Ο Ιω. Χρυσόστομος παρατηρεί σ’ αυτό το «εν αρχή»: «ικανόν εστι πάντας των εναντίων τους πύργους καταβαλείν και εξ αυτών των βάθρων ανασπάσαι πάντας τους ανθρωπίνους λογισμούς», δηλ. μπορεί να καταβάλει όλη την αντίσταση των εχθρών και να εκριζώσει από αυτά τα θεμέλια όλους τους ανθρώπινους λογισμούς, οι οποίοι προβάλλονται για να αποδείξουν την αιωνιότητα της ύλης. Διότι αυτό το «εν αρχή» είναι ταυτόσημο προς το «ότε ουδέν υπήρχε»» (Ομιλία Β΄ εις την Γένεσιν, 4, ΕΠΕ 2, 42). Και ο Μ. Βασίλειος παρατηρεί: «Ουχί γαρ σχημάτων εστίν ευρέτης (=εφευρέτης), αλλ’ αυτής της φύσεως των όντων δημιουργός» είναι ο Θεός (Εις την εξαήμερον, ομιλ. Β΄, 3, PG 29, 33).  
            Είναι πολύ δύσκολο για τον ανθρώπινο νου να συλλάβει την έννοια της ανυπαρξίας και της δημιουργίας εκ του μηδενός. Ο Αριστοτέλης διατύπωσε το αξίωμα: «το ..... εκ μη όντων γίγνεσθαι αδύνατον» (Φυσικά Α΄ 187α, 34). Η ιδέα αυτή διατρέχει όλη την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, η οποία θεωρεί τον κόσμο αιώνιο, αγέννητο, αναλλοίωτο και άφθαρτο και βλέπει τα πάντα, ακόμη και τους θεούς να γεννιόνται από τον Ωκεανό ή το Χάος και θεωρεί την ύλη αιώνια. Στην αρχαία ελληνική σκέψη δημιουργία θεωρείται το «διακοσμεί την ..... ακόσμητον ύλην», όπως δέχεται ο Πλάτωνας στον «Τίμαιο». Ο δημιουργός είναι ο τεχνίτης και ο διακοσμητής προϋπάρχουσας άμορφης ύλης, στην οποίαν απλώς δίνει μορφή. 
            Ο Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος στην αρχή του Ευαγγελίου του κηρύσσει με παρρησία τη βαρυσήμαντη αλήθεια ότι χωρίς τον Υιό και Λόγο του Θεού «πάντα δι’ αυτού εγένετο, και χωρίς αυτού εγένετο ουδέ εν ο γέγονεν» (Ιω. 1.3). Δηλώνεται έτσι η υπό μόνου του Λόγου εκ του μηδενός δημιουργία όλων των όντων. Το ίδιο αναφέρει ο Παύλος: «..... Θεού του ζωοποιούντος τους νεκρούς και καλούντος τα μη όντα ως όντα» (Ρωμ. 4.17). Ο Θεός με την παντοδυναμία Του φέρνει στην ύπαρξη τα μη υπάρχοντα και ομιλεί και για εκείνα που δεν υπάρχουν στο παρόν, αλλά θα υπάρξουν στο μέλλον, σαν να υπήρχαν. Πριν δε να γεννηθεί το φως, απευθύνεται σ’ αυτό σαν να υπήρχε και το καλεί να έλθει στην ύπαρξη: «και είπεν ο θεός. γεννηθήτω φως. και εγένετο φως» (Γέν. 1.3). Ο άνθρωπος προσκαλεί τα ήδη υπάρχοντα, ο Θεός προσκαλεί και τα μη υπάρχοντα. Φανερώνεται έτσι, η απόλυτη κυριαρχία Του και η απεριόριστη δύναμή Του.
            Το «γεννηθήτω» του Θεού διαφέρει από οποιαδήποτε παρόμοια εντολή των ανθρώπων. Διότι ο λόγος του Θεού είναι δραστικός και αμέσως γίνεται έργο. Το παντοδύναμο πρόσταγμά Του φέρνει τον κόσμο από την ανυπαρξία στην ύπαρξη: «αινεσάτωσαν το όνομα Κυρίου, ότι αυτός είπε, και εγεννήθησαν, αυτός ενετείλατο, και εκτίσθησαν» (Ψαλμ. 148.5). Τα σύμπαντα δημιουργήθηκαν εκ του μηδενός από τον άπειρο Θεό. 
            Η αλήθεια της δημιουργίας του σύμπαντος εκ του μηδενός, την οποίαν σαφώς διδάσκει η Αγία Γραφή, ανεπτύχθη και στα έργα των πρώτων απολογητών και των Πατέρων της Εκκλησίας: Ο Θεόφιλος Αντιοχείας διακηρύσσει: «τα πάντα ο Θεός εποίησεν εξ ουκ όντων εις το είναι» (Προς Αυτόλυκον, Α΄ 4 και Β΄ 4), ο δε Μ. Αθανάσιος συνοψίζει τη σχετική διδασκαλία της πίστης στα εξής: «Ούτε αυτομάτως, δια το μη απρονόητα είναι, ούτε εκ προκειμένης ύλης, δια το μη ασθενή είναι τον Θεόν. αλλ’ εξ ουκ όντων και μηδαμώς υπάρχοντα τα όλα εις το είναι πεποιηκέναι τον Θεόν δια του Λόγου οίδεν ..... η ένθεος διδασκαλία και η κατά Χριστόν πίστις» (Περί της ενανθρωπήσεως του λόγου, 3, ΒΕΠΕΣ 30, 77).
            Ο λόγος των Αγίων Πατέρων, όπως έχει διατυπωθεί πριν από πολλούς αιώνες, φαίνεται να μεταφράζεται στην εποχή μας επακριβώς από τον λόγο των σύγχρονων κοσμολόγων. Τι να πούμε και για το λόγο της αγίας Γραφής, τον πρώτο στίχο της Γένεσης, που έχει γραφεί εδώ και περισσότερο από 3000 χρόνια; «Εν αρχή εποίησεν ο Θεός τον ουρανόν και την γην» (Γέν. 1.1). Μέσα στις ελάχιστες αυτές λέξεις, με τις οποίες αρχίζει η έκθεση της Δημιουργίας στην αρχή της Γένεσης, βρίσκονται οι τρεις συνιστώσες του κόσμου: Ο χρόνος («Εν αρχή»), ο χώρος («τον ουρανόν») και η ύλη («την γην»), η οποία τότε, στην αρχή: «ην αόρατος και ακατασκεύαστος» (Γέν. 1.2), ήταν στην αδιαμόρφωτη πρωταρχική της κατάσταση, πριν ακόμη σχηματίσει τα άτομα, τις χημικές ενώσεις κλπ. και πριν έλθει στη σημερινή της μορφή.
            Πόση έκπληξη και θαυμασμό πρέπει να δοκιμάζουν οι σύγχρονοι κοσμολόγοι, όταν διαπιστώνουν ότι οι καταπληκτικές τους έρευνες έρχονται μετά από τόσες χιλιάδες χρόνια να επαληθεύουν τα παμπάλαια αυτά και θεόπνευστα κείμενα που έγραψε ο θεόπτης Μωϋσής, που εκφράζουν αλάνθαστα όχι τις θεωρίες της σχετικότητας των ανθρώπων, αλλά την απόλυτη αλήθεια του Θεού!
            Σχετικά ο Μ. Βασίλειος παρατηρεί: Ο χρόνος αρχίζει με την δημιουργία του υλικού κόσμου: «Συναπαρτίζεται τω φθαρτώ τούτω κόσμω και η του παρραρέοντος (παροδικού) χρόνου φύσις». Βρίσκεται σε στενή σχέση με όσα φαίνονται, και φεύγει με όσα φθείρονται.
            Αρχίζει να υπάρχει με την δημιουργία των όντων και αποτελεί την προσδοκία και την ελπίδα για τα μέλλοντα (ΒΕΠ 56,98). Και σε άλλη ευκαιρία θα υπογραμμίσει: χρόνος είναι το διάστημα «το συμπαρεκτεινόμενον» με την ύπαρξη της δημιουργίας, μέσα στο οποίο καταμετρείται και καταγράφεται όλη η κίνηση (ΒΕΠ 52,181). Κατά τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης ο χρόνος είναι ένας χώρος, τον οποίο διαμορφώνει προκαταβολικά ο Δημιουργός, προκειμένου να τοποθετήσει μέσα σ’ αυτόν τα δημιουργήματα: «..... τους αιώνες και τον εν τούτοις τόπον οίον τι χώρημα δεκτικόν των γινομένων προκαταβαλλόμενος ο των όντων Δημιουργός, εν τούτοις κτίζει τα πάντα». Γιατί δεν είναι δυνατόν να υπάρχει κανένα από τα δημιουργήματα, που δημιουργήθηκαν, ή πρόκειται να δημιουργηθούν, έξω από τόπο και χρόνο (ΒΕΠ 67,92). Ως προς τη φύση του ο χρόνος είναι «ροώδης και παροδικός». Αυτή η ροή κάποτε θα σταματήσει. Και αυτό θα συμβεί, όταν δεν γεννιούνται πλέον άνθρωποι, επειδή θα έχει συμπληρωθεί ο αριθμός των ψυχών που έχει προβλέψει ο Θεός να γεννηθούν: «Δια τούτο και τον σύμμετρον τη κατασκευή των ανθρώπων χρόνον προκατενόησεν (ο Θεός), ώστε τη παρόδω των προορισθεισών ψυχών συναπαρτισθήναι την του χρόνου παράτασιν, και τότε στήναι την ροώδη κίνησιν του χρόνου, όταν μηκέτι φύηται δι’ αυτού το ανθρώπινον». Και όταν ολοκληρωθεί η δημιουργία των ανθρώπων, θα λήξει μαζί με αυτήν και ο χρόνος. Τότε θα γίνει η αναστοιχείωση του παντός και μαζί με την μεταβολή του σύμπαντος θα μεταμορφωθεί και θα μεταβληθεί και ο άνθρωπος «από του φθαρτού και γεώδους επί το απαθές και αϊδιον» (ΒΕΠ 65Α, 62,63). Ωστόσο μέσα στο χρόνο παρατηρείται το φαινόμενο της δημιουργίας και της φθοράς. Και «όταν παρέλθη μεν η του γενέσθαι χρεία, ..... παύσηται και η παροδική φύσις του χρόνου», αφού δεν θα διενεργείται πιά η δημιουργία και η φθορά. Τότε θα διακοπεί οριστικά ο εβδομαδιαίος κύκλος, με τον οποίο προσμετράται ο χρόνος, και στην συνέχεια θα αρχίσει η «Ογδόη εκείνη (ημέρα), ήτις εστιν ο εφεξής αιών, όλος μία ημέρα γενόμενος» (ΒΕΠ 66,47). 
            Επομένως, με την έναρξη της Δημιουργίας δημιουργείται ο χρόνος και ξεκινάει η Ιστορία. Από εκεί πέρα ξετυλίγεται όλο το σχέδιο της Δημιουργίας:
Την 1η ημέρα δημιουργείται το φως και ξεχωρίζει από το σκοτάδι, διακρίνεται δε η ημέρα από την νύκτα.
Την 2η ημέρα δημιουργείται το στερέωμα (που αποκαλείται ουρανός) και διαχωρίζονται τα νερά, εκείνα με την μορφή υδάτινου νερού «ο ην υποκάτω του στερεώματος» από εκείνα με την μορφή ατμού «του επάνω του στερεώματος» (Γέν. 1.6-7).
Την 3η ημέρα διαχωρίζονται τα νερά τα υποκάτω του στερεώματος από την ξηρά και έτσι δημιουργούνται η στερεά γη και η θάλασσα. Η δε γη βλάστησε με κάθε είδος φυτού (Γέν 1.9-13).
Την 4η ημέρα δημιουργήθηκαν οι δυο φωστήρες, ο ήλιος και η σελήνη για να φωτίζουν την γη και να καθορίζουν τις εποχές, τις ημέρες και τα έτη, καθώς και όλα τα άλλα αστέρια (Γέν. 1. 14-19).
Την 5η ημέρα δημιουργήθηκαν τα ψάρια στις θάλασσες, βγήκαν ζώα από αυτές στην ξηρά και δημιουργήθηκαν τα πτηνά και ο Θεός τα ευλόγησε να αυξηθούν (Γέν. 1.20-22).
Την 6η ημέρα δημιουργήθηκαν τα ζώα της ξηράς και τα ερπετά και τα ξεχώρισε κατά είδος. Κατόπιν έπλασε τον άνθρωπο «κατ’ εικόναν ημετέραν και καθ’ ομοίωσιν» και τον κατέστησε άρχοντα επί της γης «άρσεν και θήλυ εποίησεν αυτούς» και τους ευλόγησε λέγοντας: «αυξάνεσθε και πληθύνεσθε και πληρώσατε την γην και κατακυριεύσατε αυτής» (Γέν. 1.24-31). Την ημέρα αυτή πραγματοποιήθηκε το πρώτο σκέλος της πλάσης του ανθρώπου, δηλ. το «κατ’ εικόνα», χωρίς τη θέληση του ανθρώπου. .
Την 7η ημέρα ο Θεός αναπαύθηκε και την ημέρα αυτή την ευλόγησε (Γέν. 2.2-3). Την ημέρα αυτή της καταπαύσεως του Θεού πραγματοποιήθηκε το δεύτερο μέρος της πλάσης του ανθρώπου, δηλ. το «καθ’ ομοίωσιν» και βέβαια με τη θέληση του ανθρώπου και συντελέσθηκε η είσοδός στον Παράδεισο, από τον οποίον τελικά εξέπεσε. Η δημιουργία ξεκίνησε την Κυριακή και τελείωσε την Παρασκευή, η δε ημέρα η ευλογημένη της αναπαύσεως είναι το Σάββατο. Η 7η ημέρα είναι η ημέρα της ιστορίας της γης μετά την δημιουργία της, είναι η ημέρα κατά την οποίαν σαρκώθηκε ο Υιός και Λόγος του Θεού, είναι η ημέρα, που ζούμε σήμερα.
            Η 8η ημέρα είναι η ημέρα που καταργείται η Ιστορία, είναι η ημέρα της κατάργησης χρόνου, χώρου και ύλης, είναι η ημέρα της επικράτησης μιας νέας πνευματικής κατάστασης, είναι η ημέρα που δεν ομοιάζει με καμία από τις προηγούμενες επτά, είναι η ημέρα της Κρίσεως και της αιώνιας ζωής. Είναι η ημέρα, όπου ο άνθρωπος θα ενδυθεί ένα ένδυμα άφθαρτο, αιώνιο και θα βλέπει το Θεό, είτε ως Φως, όταν ως τέτοιο τον έβλεπε την 7η ημέρα, είτε ως φωτιά, όταν ως τέτοια τον έβλεπε την 7η ημέρα.
            Άραγε υπήρχαν όντα πριν την Δημιουργία του σύμπαντος; Οι άγγελοι είναι όντα δημιουργηθέντα προ της δημιουργίας του σύμπαντος; Ναι, οπότε έχουμε δυο δημιουργίες. Μια δημιουργία άϋλων κτιστών όντων και μια δημιουργία υλικών κτιστών όντων και οντοτήτων. Στη Γένεση υπάρχει η καταγραφή: «η δε γη ην αόρατος και ακατασκεύαστος και σκότος επάνω της αβύσσου, και πνεύμα Θεού επεφέρετο επάνω του ύδατος» (1.2). Οι περισσότεροι Πατέρες της Εκκλησίας αναφέρουν, ότι το πνεύμα του Θεού είναι το πνεύμα το Άγιο. Υπάρχουν όμως και Πατέρες που διατείνονται, ότι το πνεύμα Θεού είναι άγγελοι. Αναφέρεται, ότι οι άγγελοι διατάχθηκαν να προσκηνύσουν την εικόνα του Θεού, τον άνθρωπο. Όσοι αρνήθηκαν εξέπεσαν από την χορεία των αγγέλων και απετέλεσαν τη χορεία των δαιμόνων. Η έκπτωση των αγγέλων είναι το αυτό με την κοίμηση του ανθρώπου, όπου μετά την κοίμηση δεν υπάρχει μετάνοια (συγκεκριμένα, έναρξη μετανοίας).

Τρίτη 21 Απριλίου 2015

ΦΩΣ ΑΚΤΙΣΤΟΝ, Ἰω. Καρδάση

         Η Εκκλησία πέρα από τον Αναστάντα Χριστό, τον Οποίον δέχεται ως «το άχρονον φως (το οποίον) εκ τάφου σωματικώς πάσιν επέλαμψεν» (Ι. Δαμασκηνός) δεν γνωρίζει κανένα άλλο ειδικότερα φως, που μάλιστα να κατέρχεται θαυματουργικώς άνωθεν, να το παίρνουν στις λαμπάδες τους οι πάντες, να το φωτογραφίζουν και να το βιντεοσκοπούν!... Για ένα τέτοιο φως ούτε νύξη δεν κάνουν οι μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας (Μ. Βασίλειος, Γρηγόριος Θεολόγος, Ιω. Χρυσόστομος, Γρηγόριος Νύσσης, M. Αθανάσιος, Κύριλλος Ιεροσολύμων, Κύριλλος Αλεξανδρείας, Μάξιμος Ομολογητής, Ι. Δαμασκηνός, Μ. Φώτιος, Συμεών Θεολόγος, Γρηγόριος Παλαμάς κ.ά.).
            Ειδικότερα, για ό,τι λέμε «άγιον φως» πρέπει να διακρίνουμε δυο έννοιες που περιέχει η ονομασία. Η μια έννοια αφορά:
            α/ το κατά κυριολεξίαν άγιον φως, που δεν είναι φυσικό (αλλά υπερφυσικό στην υπόσταση και θείο) και ως εκ τούτου άκτιστο και
            β/ το φως που είναι στην ουσία του φυσικό και γίνεται κατά χάριν άγιο και ως εκ τούτου κτιστό.
            Το άκτιστο φως αποτελεί ενέργεια του Θεού και γίνεται αισθητό μόνο σε ελάχιστους που έχουν τις προϋποθέσεις. Το κτιστό φως είναι φυσικό φως, το οποίον ανάβεται από ανθρώπους σε λαμπάδες και που καθίσταται φως άγιο, αφού αγιασθεί, είτε από τον ιερό χώρο του ναού (όπως οι εικόνες), είτε από σχετική ευχή του ιερέα (όπως το φως της Αναστάσεως, το νερό του Αγιασμού, το λάδι του Ευχελαίου, του αγίου Μύρου κ.λπ.) και φυσικά γίνεται αισθητό και δεκτικό από όλους.  
            Το πρώτο, το άκτιστο, το άυλο και ουράνιο φως εμφανίζεται μόνο σε ιερά και καταξιωμένα πρόσωπα, τα οποία αποδείχτηκαν τέτοια με την όλη βιωτή και πνευματική προετοιμασία τους. Ως εκ τούτου είναι πολύ εγωιστικά ανθρωποκεντρική, επιπόλαιη και αθεολόγητη η πρακτική εκείνων που νομίζουν, ότι αυτό το θείο φως έρχεται ορισμένη μέρα και ώρα σε ένα πανίερο χώρο γίνεται αισθητό από όλους αδιακρίτως, δικαίους και αδίκους, αμαρτωλούς και εξαγνισμένους, πιστούς ή απίστους, αδιάφορους τουρίστες, παντοειδείς περίεργους, Ορθόδοξους και ετερόδοξους, είρωνες της Πίστης και φανατικούς αλλόθρησκους! Σαν να είναι δηλαδή, κάτι που έρχεται να εντυπωσιάσει και έτσι να επιβάλλει, θέλουμε δεν θέλουμε την Πίστη, άσχετα βέβαια και αδιάφορα από την ελεύθερη βούληση του ανθρώπου κι’ από το, ηθικά, δεκτικό του περιεχόμενο. Τότε όμως ποια αξία θα είχε αυτή η αναγκαστική Πίστη που θα είχαμε όλοι μας; Θα οδηγούσε όχι βέβαια σε ευσέβεια, αλλά σε -υποτιμητική, της χριστιανικής προσωπικότητας- αποδοχή εκείνου που, χωρίς τη θέλησή μας, μας επιβλήθηκε άνωθεν ως προαποφασισμένη μοίρα μας!
            Η διδασκαλία της Εκκλησίας είναι τελείως αντίθετη με την άκριτη θέαση του ακτίστου φωτός. Τούτο το φως δεν είναι για τα μάτια του οιουδήποτε, αλλά για τα μάτια τα προετοιμασμένα για τη θέασή του και απαιτεί προϋποθέσεις: ακλόνητη και ελευθερόβουλη εμπιστοσύνη στο Θεό, αγώνας για εξαγνισμό, στόχευση αγιότητας του βίου, καθημερινά έμπρακτη βίωση της ανιδιοτελούς αγάπης και ό,τι γενικεύει η Γραφή στην έννοια «καθαρότητα της καρδίας». Είναι φως υπερφυσικό, έλλαμψη άκτιστης ενέργειας του Θεού, που προσφέρεται σε κάθε άξιο να τη δεχτεί, «την του φωτός θέαν ορατήν τοις Χριστοειδέσιν» (Διονύσιος Αρεοπαγίτης). Εξ άλλου μόνον «οι καθαροί τη καρδία όψονται» του ακτίστου φωτός, «καθαρθώμεν τας αισθήσεις και οψόμεθα τω απροσίτω φωτί της Αναστάσεως. Χριστόν εξαστράπτοντα…» (Ι. Δαμασκηνός). Αλλά και ο Γρηγόριος Παλαμάς επεξηγεί, ότι πρόκειται για «απλανή φωτοφάνεια» που έρχεται ως δώρο «τοις φωτιζομένοις θείως» και αλλαχού: «τοις θεοειδέσι μόνοις γενομένοις καθοράται». Αλλά και ο Γρηγόριος Θεολόγος είναι κατηγορηματικός: «ολίγοις όσον εστίν θεωρούμενον. οίμαι δε ουδέ ολίγοις». Δηλ. ούτε ολίγοι είναι άξιοι της θέας του ακτίστου φωτός, ει μη μόνον ελάχιστοι !

Τετάρτη 8 Απριλίου 2015

Χαρμόσυνη Ἑβδομάδα, Ἰω. Καρδάση

            Γιατί χτυπούν πένθιμα οι καμπάνες την Μεγάλη Εβδομάδα; Γιατί στολίζονται οι Εκκλησιές με πένθιμες κορδέλες; Γιατί φοράνε μαύρα άμφια οι ιερείς; Ποιόν πεθαμένο θρηνούμε; Μήπως τον Κύριο της ζωής και του θανάτου; Αυτό μας διδάσκουν οι Πατέρες μας ή μήπως όλα αυτά είναι ξενόφερτα δυτικά πρότυπα, που μπόλιασαν την Ορθόδοξη Παράδοσή μας; Που είναι τα πορφυρά άμφια, που έφεραν οι ιερείς κατά τη χαρμόσυνη αυτή Μ. Εβδομάδα; Σ’ αυτή την εβδομάδα δεν ταιριάζει το πένθος, δεν ταιριάζει ο οδυρμός, δεν ταιριάζει ο συναισθηματισμός. Όλα είναι φωτεινά, όλα είναι χαρούμενα. Ένα είναι το θλιβερό. Οι δικές μας αστοχίες, οι δικές μας αδικίες, οι δικές μας αμαρτίες. Γι’ αυτές υπέφερε Εκείνος, γι’ αυτές σταυρώθηκε Εκείνος. Γι’ αυτές να κλαίμε, όχι για Εκείνον. Δεν έχει ανάγκη τη συμπόνια μας, δεν έχει ανάγκη τα δάκρυά μας, εμείς Τον έχουμε ανάγκη, εμείς Τον χρειαζόμαστε. Δεν παύει να υπάρχει και στο Σταυρό και στον Τάφο. Είναι ο Υιός και Λόγος του Θεού και πάντοτε και τώρα και εις τον αιώνα.
            Κυριακή Βαΐων το βράδυ η Εκκλησία μας ανάβει τα φώτα της χαράς και όχι του πένθους: «Τα Πάθη τα σεπτά η παρούσα ημέρα ως φώτα σωστικά ανατέλλει τω κόσμω» (Κάθισμα Μ. Δευτέρας). Που υπάρχει λοιπόν πένθος με άπλετο φως; Φτάνει η ώρα του δοξασμού: «Νυν εδοξάσθη ο Υιός του ανθρώπου» (Ιω. 13. 31). Βεβαιώνει ο Κύριος: Λυπόσασθε για μένα. Αυτή η λύπη να μετατραπεί σε χαρά: «Υμείς λυπήσθε. Αλλ’ η λύπη υμών εις χαράν γενήσεται» (Ιω. 16. 20). Αρχίζουμε να φυτεύουμε το δέντρο της ζωής, το Σταυρό. Δεν κλαίμε για τη σταύρωση του Χριστού, κλαίμε για τη μη σταύρωση τη δική μας. Μας καλεί να σταυρωθούμε και εμείς αρνούμεθα. Καλεί την Εκκλησία του να σταυρωθεί, όχι να σταυρώσει, γιατί όταν Αυτή σταυρώνεται τότε θεολογεί, τότε μεγαλουργεί, τότε παράγει αγίους: («ει τις θέλει οπίσω μου ελθείν, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού και ακολουθείτω μοι» Ματθ. 16. 24). Ας διερωτηθούμε, απαρνούμεθα τον βρωμερό εαυτό μας; Κουβαλάμε τον σταυρό μας; Τον ακολουθούμε σηκώνοντας αυτό το βάρος; Αν όχι τότε να κλαίμε γοερά για το κατάντημά μας. Αν ναι, τότε να αγαλλόμεθα συσταυρούμενοι με Αυτόν. Δεν κλαίμε γι’ Αυτόν που σταυρώνεται, κλαίμε για εμάς που Τον σταυρώνουμε.
            Μ. Δευτέρα. Κλαίμε για τη διεφθαρμένη Αιγύπτια. Δυο σταυρούς έστησε η μοιχαλίδα. Του άντρα της, που κηλίδωσε την τιμή του και του πανέμορφου Ιωσήφ που προσπάθησε να διαφθείρει την αγνότητα. Σταυρώνεται ο Ιωσήφ και παραμένει απαθής και καθίσταται η προτύπωση του Κυρίου του («Της Αιγυπτίας γαρ τότε ταις ηδοναίς μη δουλεύσας, αντεδοξάζετο παρά του βλέποντος τας των ανθρώπων καρδίας και νέμοντος στέφος άφθαρτον» κοντάκιο Μ. Δευτέρας). Κλαθμός για την Αιγύπτια, χαρά για τον Ιωσήφ. Κλαίμε γοερά για τους Φαρισαίους (για μας δηλαδή), πιο γοερά από ότι για τους αθέους.
            Μ. Τρίτη. Κλαίμε για τις μωρές παρθένες, δηλαδή για την αδιαφορία, για μας τους καλούς, τους ηθικούς, τους ακριβείς τηρητές της ευλάβειας και του νόμου, των νηστειών, των μεγαλόσταυρων, των θυμιαμάτων, των στυγνών και στεγνών, αλλά των αποκοιμωμένων στη μακαριότητά μας: «Εν καιρώ της εργασίας ρεμβόμενος» (αίνος Μ. Τρίτης). Χαιρόμαστε για τους «εν εγρηγόρσει», για τους «εν νήψει» ευρισκομένους, τους εισερχόμενους στο Νυμφώνα, δηλ. για τους εν Παραδείσω ευρισκομένους, τους θεούμενους, τους δοξασμένους: «Τον Νυμφώνα Σου βλέπω, Σωτήρ μου κεκοσμημένον». Κλαίει η πόρνη για την αθλιότητά της: «Αμαρτιών μου τα πλήθη και κριμάτων Σου αβύσσους» και ζητάει το έλεον: «Εκ του βορβόρου των έργων μου ρύσαι με». Κλαίει αυτή και χαιρόμαστε εμείς, γιατί αυτή η συντριβή φέρνει τη λύτρωση: «Εκείνην ευθύς εδικαίωσας, ημίν δε συγχώρησιν δώρησαι». Αυτή στον Παράδεισο, εμείς σε ποιόν Άδη βρισκόμαστε;
            Μ. Τετάρτη. Η πόρνη θρηνεί, δάκρυα χαράς, αγάλλονται οι Ουρανοί για τη μετάνοια, η δούλη γίνεται μαθήτρια του Λυτρωτή, ο μαθητής γίνεται δούλος  των παθών: «Φιλαργυρίαν νοσήσας εσκοτίζετο», αρρώστια η φιλαργυρία. Χαιρόμαστε για την πόρνη, λυπούμαστε για το μαθητή. Την προδοσία πολλοί αγάπησαν, τον προδότη κανένας: «Η μεν έχαιρε κενούσα το πολύτιμον, ο δε έσπευδε πωλήσαι τον ατίμητον» (αίνος Μ. Τετάρτης). Η πόρνη γίνεται μαθήτρια, ο μαθητής γίνεται πόρνος!
            Μ. Πέμπτη. Θλίψη για την άρνηση του Πέτρου, η αποθέωση του εγωισμού στο ψέμα: «Ουκ οίδα τον άνθρωπο» (Λουκ. 26. 72), αλλά από την άλλη δάκρυα χαράς για τη μετάνοια. «Εξελθών έξω, έκλαυσε πικρώς».Τι μας διδάσκει; Την ανάστασή μας μετά το πέσιμο στην αμαρτία: «Ανάστησον ημάς πεσόντας τη αμαρτία» (αίνος δ΄ ήχου). Θλίψη για τη σύλληψη Εκείνου, θλίψη για τον προδότη. Χαρά για τη σταθερή πορεία Εκείνου προς το Σταυρό: «Εστήριξε το πρόσωπον αυτού του πορεύεσθαι εις Ιεροσόλυμα…..» (Λουκ. 9. 51). Χαρά για τη μεταμέλεια του προδότη: «Ήμαρτον παραδούς αίμα αθώον», μετανόησε ο προδότης, αλλά δεν ολοκλήρωσε τη μετάνοια, κατά τον Χρυσόστομο, δεν ζήτησε τη συγγνώμη. Άραγε τη ζήτησε στον Άδη, όταν έσπευσε να πάει με τον απαγχονισμό του, μιας και ήξερε ότι θα περίμενε Εκείνον που είχε προδώσει (Ωριγένης); «Σήμερον κρεμάται επί ξύλου ο εν ύδασι την γην κρεμάσας». Σχήμα οξύμωρο. Ο ποιητής του Σύμπαντος κρεμασμένος στο Σταυρό! Μια ταμπέλα συμπληρώνει τον εμπαιγμό: «Ιησούς Ναζωραίος Βασιλεύς Ιουδαίων» (ΙΝΒΙ). Έτσι περιφέρεται στους Ναούς; Ναι, δυστυχώς, σύμφωνα με τα παπικά πρότυπα. Άλλα λέγει όμως ο Ψαλμός: «Ο δε παράνομος λαός τω σταυρώ προσήλωσε τον Κύριον της δόξης». Ποια λοιπόν ταμπέλα αρμόζει στην Ορθόδοξη Παράδοση; «Ο Βασιλεύς της Δόξης» (ΟΒΤΔ). «Τετέλεσθαι», τελείωσε το έργο Μου. Χαρά ανείπωτη, άνοιξε ο δρόμος της λύτρωσης για μας. Πορεύεται στον Άδη για τη ύστατη προσφορά. Την διδασκαλία στους επί αιώνες ευρισκόμενους εκεί: «εν ω και τοις εν φυλακή πνεύμασι πορευθείς εκήρυξεν» (Πέτρου Α΄ 3. 19). Ποιος τον ακολουθεί; Ένας πολύ αμαρτωλός, ένας ληστής που κέρδισε τον Παράδεισο με την παραδοχή και τη μετάνοια. Την παραδοχή, ότι είναι ο Κύριος της ζωής και του θανάτου. Τη μετάνοια για την πρότερη ζωή του. Ο Παράδεισος κερδίζεται, όταν από τα βάθη της καρδιάς ανακράξουμε: «Μνήσθητί μου Κύριε εν τη βασιλεία σου». Χαρμόσυνη η ημέρα αυτή, οι πύλες του Άδη ανοίγουν, ο διάβολος καταπατείται και ο θάνατος καταργείται (και όχι το αντίθετο, όπως διαβάζουμε, λανθασμένα βέβαια, στην ακολουθία των μνημοσύνων!). Τι πιο χαρμόσυνο γεγονός!
            Μ. Παρασκευή. Θλίψη για τους σταυρωτές, για τους τότε, αλλά και για τους τωρινούς, που Τον ξανασταυρώνουν και τον διαπομπεύουν: «ανασταυρούντας ευατοίς τον υιόν του Θεού και παραδειγματίζοντας» (Εβρ. 6. 6). Γιατί ο Χριστός ξανασταυρώνεται και θα ξανασταυρώνεται μέχρι της συντέλειας του αιώνος τούτου του απατεώνος και θα παραπονείται για την αχαριστία: «Λαός μου τι εποίησα και τι μοι ανταπέδωκας;» (αντίφωνο Μ. Παρασκευής). Σε ποιόν λοιπόν ταιριάζει η θλίψη; Σ’ Εκείνον ή σ’ εμάς τους σταυρωτές; Τίποτε δεν αφήνουμε όρθιο. Μοιράζουμε ακόμη και τα ρούχα του, όπως ψάλλει ο Δαβίδ: «Διεμερήσαντο τα ιμάτιά μου ευατοίς και επί τον ιματισμόν μου έβαλον κλήρον» (21. 19). Προχωρήσαμε ακόμη περισσότερο. Ξεσκίσαμε τον άρραφο χιτώνα Του. Ο κλαυθμός και ο οδυρμός ταιριάζει λοιπόν σ’ εμάς. Ενώ Εκείνος σταυρώθηκε για να έχουμε εμείς στρωμένο το δρόμο προς τον Παράδεισο: «….. εν η επί του Ζωοποιού Ξύλου κρεμάμενος, τω ευγνώμονι ληστή την εις τον Παράδεισον ωδοποιήσας είσοδον και θανάτω θάνατον ώλεσας…..» (ευχή Μ. Βασιλείου), για να μπορέσουμε να περάσομε με ασφάλεια την Ερυθρά Θάλασσα, που μας χωρίζει από την Αίγυπτο της αμαρτίας, «ίνα, τον παλαιόν αποθέμενοι άνθρωπον, τον νέον ενδυσώμεθα» (ευχή Μ. Βασιλείου). Ασύλληπτη προσφορά.
            Μ. Σάββατο. Ο Κύριος των Δυνάμεων στον τάφο τρεις ημέρες! Τρεις ημέρες στη κοιλιά του κήτους και ο Ιωνάς, η προτύπωση του Δεσπότη: «και ην Ιωνάς εν τη κοιλία του κήτους τρεις ημέρας και τρεις νύκτας» (Ιωνάς 2. 1). Αντέδρασε ο Ιωνάς στην εντολή του Θεού για τη σωτηρία των Νινευϊτών (των μελλοντικών κριτών) και έλαβε τη μισθαποδοσία. Ήθελε το Θεό αποκλειστικά δικό του. Προσοχή λοιπόν στο σύνδρομο αυτό. Ο Κύριος της δόξης είναι για όλους, πιστούς και απίστους. Λύπη για τους σταυρωτές, χαρά για τον ληστή («τω ευγνώμονι») και τον εκατόνταρχο, λύπη για την καπηλεία του Σταυρού των Αρχιερέων, χαρά για την προσφορά του Μεγάλου Αρχιερέα, λύπη για τις αμαρτίες μας, που δεν έχουν τέλος, χαρά για τη σωτηρία του Σταυρού. Αμαρτάνουμε συνεχώς και συνεχώς σταυρώνουμε Εκείνον, αλλά και μυριάδες Χριστούς. Η προτροπή του Χριστού σ’ εμάς είναι μια και μοναδική: «μη κλαίετε επ’ εμέ, πλην εφ’ εαυτάς κλαίετε και επί τα τέκνα υμών» (Λουκ. 23. 28). Ποιο είναι λοιπόν το κάλεσμα στη σωτηρία; Η συσταύρωση με το Χριστό και μόνο, όλα τα υπόλοιπα είναι εκ του πονηρού: «ο παλαιός ημών άνθρωπος συνεσταυρώθη ίνα καταργηθή το σώμα της αμαρτίας….. ειδότες ότι Χριστός εγερθείς εκ νεκρών ουκέτι αποθνήσκει, θάνατος αυτού ουκέτι κυριεύει» (Ρωμ. 6. 6-9).