Τετάρτη 29 Απριλίου 2009

Η ΡΩΣΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ
(1917 – 1927)

Καθηγητοῦ Ἀντωνίου Μάρκου

Περιεχόμενα
1. Ἡ Εὕρεση τῆς Εἰκόνας τῆς Παναγίας τῆς Κολόμνας.
2. Ἡ ἐσχατολογική θεώρηση τῆς Ἐπαναστάσεως.
3. Ἡ σύγκρουση Πίστεως καί Ἀθεϊας (1917 - 1922).
4. Ἡ Πανρωσική Σύνοδος τοῦ 1917 - 1918.
5. Ἡ "Ζωντανή Ἐκκλησία".
6. Ὁ Πατριάρχης Τύχων (+ 1925).
7. Ἀπό τόν θάνατο τοῦ Τύχωνος (1925) στή Σοβιετοποίηση τοῦ Πατριαρχείου (1927).

Π Ρ Ο Λ Ε Γ Ο Μ Ε Ν Α
Ἡ παροῦσα ἐργασία εἶναι ἀπολύτως ἱστορική - ἐρευνητική, ἀποκλειστικῶς ἱστορικοῦ χαρακτῆρα καί δέν ἄπτεται κανενός σχετικοῦ πολιτικοῦ θέματος. Ὁ συγγραφέας - ἐρευνητής παραθέτει τά σχετικά στοιχεῖα, ὅπως αὐτά προκύπτουν ἀπό τίς πηγές, χωρίς νά τοποθετεῖται ὁ ἴδιος πάνω στίς θέσεις πού διατυπώνονται.
Ἡ ἐργασία διαπραγματεύεται ἕνα πολύ σημαντικό θέμα τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας τοῦ 20οῦ αἰ. Τήν Ρωσική Ἐκκλησία τῶν Κατακομβῶν. Στήν παρούσα μορφή προέκυψε μετά ἀπό ἔρευνα καί μελέτη γιά μία περίοδο πλέον τῶν 25 ἐτῶν (1979 - 2005). Στόν παρόντα 'Ιστοχώρο δημοσιεύεται τμηματικά, γιά τήν εὐχερέστερη χρήση της ἀπό τούς ἐνδιαφερομένους (τό παρόν κείμενο εἶναι τό θεματικά πρῶτο τῆς σειρᾶς).
Ἡ Ρωσική Ἐκκλησία τῶν Κατακομβῶν αὐτοπροσδιορίζεται ὡς ἡ ἱστορική συνέχεια τῆς Ρωσικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μετά τό 1927. Γιά τήν πρώτη Ἱεραρχία τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας τῶν Κατακομβῶν, ἡ ὁποία ἦταν ἡ πλειοψηφία τῶν Ρώσων Ἱεραρχῶν τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, τό ἐκκλησιαστικό σχῆμα πού δημιουργήθηκε μέ τήν Διακήρυξη νομιμοφροσύνης πρός τό Σοβιετικό καθεστώς τοῦ Μητροπολίτου Νίζνι Νόβγκοροντ Σεργίου (Ἀντιπροσώπου τοῦ Τοποτηρητοῦ τοῦ Πατριαρχικοῦ Θρόνου τῆς Μόσχας Μητροπολίτου Κρουτίτσης Πέτρου), γνωστό ἔκτοτε ὡς Πατριαρχεῖο Μόσχας, ἦταν μία κατάστασις σχισματική, ἐλεγχόμενη ἀπό τό ἀθεϊστικό Σοβιετικό Κράτος.
Ἡ πρώτη ἐπαφή τοῦ γράφοντος μέ τήν Ρωσική Ἐκκλησία τῶν Κατακομβῶν πραγματοποιήθηκε τό 1979, ὅταν ἦρθε στήν Ἑλλάδα ὁ Ὁμολογητής Μοναχός καί Θεολόγος τῆς Ἐκκλησίας τῶν Κατακομβῶν Ἀντώνιος (κατά κόσμον Ἀλέξανδρος Ἀντρέγιεβιτς Τσέρνωφ, Μεγαλόσχημος Ἐπιφάνιος, + 1994). Ἡ γνωριμία τοῦ γράφοντος μέ τόν Μοναχό Ἐπιφάνιο ἀποτέλεσε πραγματική εὐλογία, διότι ὁ μακαριστός Μοναχός ἔθεσε στή διάθεσή μου ἀξιόλογα σχετικά κείμενά του, στήν ἀγγλική γλῶσσα, πολλά τῶν ὁποίων μεταφράστηκαν στήν ἑλληνική καί δημοσιεύθηκαν, σέ μία μεγάλη σειρά 37 πολυσέλιδων ἄρθρων μέ τόν γενικό τίτλο "Ἐκκλησία Κατακομβῶν ἐν Ρωσίᾳ" Κ.Γ.Ο.», τόμοι 1982 - 1989).
Πέραν τῶν ὑπαρχόντων στή σχετική βιβλιογραφία, ἄλλα στοιχεῖα γιά τήν Ρωσική Ἐκκλησία τῶν Κατακομβῶν καί τούς Ρώσους Νεομάρτυρες προέκυψαν μέσῳ προσωπικῶν συνεντεύξεων μέ Ἑλληνο - Πόντιους πιστούς, πρόσφυγες ἀπό τήν τέως Σοβιετική Ἕνωση (λ.χ. τῆς ἐνορίας ἁγ. Δημητρίου Ἀχαρνῶν Ἀττικῆς γιά τήν Μάτουσκα Ἑλένα τοῦ Καυκάσου, κ.ἄ.).
Μετά τήν κατάρρευση τοῦ Σοβιετικοῦ καθεστῶτος, προέκυψαν πολλά στοιχεῖα - τόσο γιά τήν Ἐκκλησία τῶν Κατακομβῶν, ὅσο καί γιά τούς Ἁγίους Νεομάρτυρες - καί ἐμφανίσθηκαν πολλοί πού αὐτοσυστήθηκαν σάν Κατακομβῖτες Ἐπίσκοποι καί Κληρικοί. Ἡ ἐγκυρότητα τῶν στοιχείων αὐτῶν ἐλέγχεται καί ἡ γνησιότητα τῆς Ἀποστολικῆς Διαδοχῆς τῶν Κληρικῶν αὐτῶν ἀμφισβητεῖται. Στήν ἴδια τήν τέως Σοβιετική Ἕνωση, μία ὁμάδα Κατακομβιτῶν συνήθως ἀμφισβητεῖ τίς ἄλλες. Ἀκόμη, ὅταν ἡ Ρωσική Ἐκκλησία τῆς Διασπορᾶς ἐπενέβη στά Ρωσικά ἐκκλησιαστικά πράγματα, στή δεκαετία τοῦ ’80, δέν ἀναγνώρισε καμμία Κατακομβίτικη Ἱεραρχία, ἀλλά προχώρησε στή χειροτονία δικῶν της Ἐπισκόπων, γιά τόν ἔλεγχο τοῦ χώρου τῶν Κατακομβῶν.
Στήν ἐργασία περιλαμβάνονται βελτιωμένα κείμενα πού δημοσιεύθηκαν σέ διάφορα περιοδικά, στό "Εἰκονογραφημένο Ἁγιολόγιο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας" τοῦ Ἐπισκόπου Γαλακτίωνος Γκαμίλη (τοῦ ὁποίου ὁ γράφων εἶχε τήν εὐθύνη συγγραφῆς τῶν κειμένων καί τήν ἐπιμέλεια τῆς ἑλληνικῆς καί ἀγγλικῆς ἐκδόσεως), στό ἡμέτερο "Ρωσικό Ἁγιολόγιο" (2005) καί σέ ἄλλα ἔντυπα.
Κάποια ἀπό τά κείμενα αὐτά παρουσιάσθηκαν καί σάν εἰσηγήσεις, κατά τήν διάρκεια εἰδικῶν ἐκδηλώσεων.
Τό θέμα τῆς Ἐκκλησίας τῶν Κατακομβῶν ἀναπτύσσεται καί καλύπτεται, ἀρχικῶς μέ βάση τά κείμενα τοῦ Μοναχοῦ Ἐπιφανίου (λ. χ. "Tserkov' Katakombnaya na Zemlye Rossijskoj", MS 1980, κ.ἄ.) καί στή συνέχεια ὑποβοηθητικῶς μέ στοιχεῖα ἀπό τήν ἑλληνική καί κυρίως τήν ξένη σχετική βιβλιογραφία (ἀναφέρεται παρενθετικῶς στό κείμενο), ὥστε νά ἔχει στήν διάθεσή του τό ἐνδιαφερόμενο ἑλληνόφωνο κοινό, μία κατά τό δυνατό πλήρη ἐργασία γιά τό θέμα αὐτό.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Γιά τήν πληρέστερη ἐνημέρωση τοῦ ἀναγνώστη θεωροῦμε ἀναγκαῖα τήν μελέτη τῶν εἰσαγωγικῶν στό θέμα τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας τῶν Κατακομβῶν ἐργασιῶν μας:
α. «Συνοπτική Ἱστορία τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας, 980 - 1917».
β. «Ρωσική Πολιτική καί Ἐκκλησιαστική Ἡγεσία, 980 - 1917» καί
γ. «Τό Ρωσικό Ἁγιολόγιο».
Πέραν αὐτῶν καί τῆς ἐκεῖ σημειουμένης βιβλιογραφίας (πλέον τῆς ἀναφερομένης στό παρόν κείμενο), ἐλήφθησαν ὑπ’ ὅψιν καί οἱ ἀκόλουθες πηγές:

Α. Ρωσική Ἐπανάσταση – Λένιν – Στάλιν.
V. Serge, «Memories of a Revolutionary”, 1963.
Β. Wolfe, «Three who made the Revolution”, 1966.
J. Reed, “Ten days that shook the world”, 1966.
T. Rimlott, “The Russian Revolution”, 1986.
Β. Ἰλ. Λένιν, «Ἅπαντα», Ἐκδόσεις ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ, 1975 - 1987.
Γ. Λούκατς, «Ἡ σκέψη τοῦ Λένιν», 1990.
R. Service, “Lenin”, 2000.
D. Downing, “Βλαντίμηρ Ἴλιτς Λένιν», 2003.
Isaak Deutsher, “Στάλιν, πολιτική βιογραφία”, μτφ. Μ. Δρίβα, 1971.
Τοῦ ἰδίου, “Stalin”, 1966.
Δ. Βολογκόνωφ, «Θρίαμβος καί Τραγωδία: Πολιτικό πορτραῖτο τοῦ Ἰ. Β. Στάλιν», 1989.
J. Brooman, “Stalin and the Soviet Union”, 1989.
Σ. Ἀ. Τσίπκο, «Οἱ πηγές τοῦ Σταλινισμοῦ», 1990.
Ἀ. Ἰ. Κοράντης, «Χίτλερ – Στάλιν», 1991.
Λούντωφ Μαρτένς, «Μία ἄλλη ματιά στό Στάλιν», μτφ. Στ. Σφακιανούδης, 1997.
J. Laver, “Joseph Stalin”, 1994.
Ed. Radzinsky, “Stalin”, 1997.
D. Downing, “Ἰωσήφ Στάλιν”, 2003.

Β. Σχέσεις Ρωσικῆς Ἐκκλησίας – Σοβιετικῆς Πολιτείας – Διωγμοί.
M. Spinka, “The Church and the Russian Revolution”, 1927.
Τοῦ ἰδίου, “The Church in the Soviet Russia”, 1956.
N. S. Timasheff, “Religion in Soviet Russia”, 1943.
Ch. Shawalschy, “Ὁ κατά τῆς Ἐκκλησίας διωγμός καί ἡ ἐξάπλωσις τῆς ἀθεϊας ἐν τῆ Σοβιετικῆ Ρωσίᾳ», μτφ. Ἀριστ. Μουσικίδου, 1949.
A. A. Bogolepov, “ The Statutes of the Russian Orthodox Church of 1945”, 1959.
B. Czesniak, “The Russian Revolution and Religion”, 1959.
W. B. Stroyen, “Communist Russia and the Russian Orthodox Church, 1943 - 1962”, 1967.
W. Fletcher, « Religion and Soviet foreign policy, 1945 - 1970”, 1973.
Christian Committee for the defence of believers’ rights in the USSR”, τόμοι 1 – 12, Μόσχα 1978 – 79, ἀνατύπωσις στό Σάν Φρανσίσκο ΗΠΑ, Φεβρ. 1978 - Ἰαν. 1980.
W. Alexeyev, “The Russian Orthodox Church, 1927 - 1945: Repression and Revival”, στό “Religion in Communist lands”, τ. 7ος, 1979.
Σολ. Νινίκα, «Ἡ θρησκεία εἰς τήν Ρωσίαν», 1968.
Τοῦ ἰδίου, «Ἡ ἔκθεσις Φουρώφ»,1981.
Τοῦ ἰδίου, «Ἡ Ἐκκλησία καί ἡ Περεστρόϊκα», 1990.
Τοῦ ἰδίου, «Ἡ πνευματική ἀντίστασις τοῦ Ρωσικοῦ λαοῦ», 1991.
C. Dahm, «Ἑκατομμύρια Ρῶσοι πιστεύουν στό Θεό», 1979.
«Τό μαρτύριο καί ἡ μαρτυρία τῆς Ὀρθοδοξίας στή Ρωσία σήμερα», ἔκδοσις ΤΟ ΠΕΡΙΒΟΛΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ, 1985.
μ. Μητροφάνους Χιλανδαρινοῦ, «Ἁγία Ρωσία στή Σοβιετική Ἕνωση», 1989.
Τ. Γκορίτσεβα, «Ἡ ἀθέατη πλευρά τῆς Ρωσίας», 1989.
Τῆς ἰδίας, «Εἶναι ἐπικίνδυνο νά μιλᾶς γιά τόν Θεό», ἔκδοσις ΤΗΝΟΣ.
«Ρωσία, Μηνύματα καί Ἐκκλήσεις», ἔκδοσις Μ. Παρακλήτου, 1991.
Ἀθ. Δεληκωστόπουλου, «Οἱ σάλπιγγες τῆς Ἱεριχούς καί τά τείχη τοῦ Κρεμλίνου», 1993.
Lev Regelson, “Tragediya Russkoj Tserkvi, 1917 - 1945”, ἔκδοσις 1996.

Γ. Ρωσική Ἐκκλησία τῶν Κατακομβῶν – Ἅγιοι Νεομάρτυρες.
Alfred Gustavson, “The Catacomb Church”, 1960.
J. Swan, “A biography of Patriarch Tikhon”, 1964.
W. Fletcher, “The Russian Orthodox Church underground, 1917 - 1970”, 1971.
Protopresbyter Michael Polski, “The New Martyrs of Russia”, 1972.
Μοναχοῦ Ἐπιφανίου Chernov, “Tserkov Katakombnaya na Zemlye Rossijskoi”, 1980.
M. Andreyev, “Russia’s Catakomb Saints”, 1982.
D. Pospielovsky, “The Russian Church and the Soviet Regime, 1917 - 1982”, 1984.
Ft. Demetrios Sepfes, "The Royal Martyr Sisters - Empress Alexandra and Grand Duchess Elizabeth".
Μοναχῆς Εὐγενίας Rymarenko, “Remembrances of Ortina Staretz Hieroschemamonk Nectary”, Περιοδικό «Orthodox Life”, τ. 36/3, 1986.
Edvard Radzinsky, "Ὁ τελευταῖος Τσάρος - ἡ ζωή καί ὁ θάνατος τοῦ Νικολάου ΙΙ", 1993.
Μ. Ε. Gubonin, “Akty Svyateishago Tatriarkha Tikhona”, 1994.
Σόλ. Νινίκα, "Οἱ Νέοι Μάρτυρες τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας", 1994.
Ἐπισκόπου Ἀμβροσίου von Sivers, “Katakombnaya Tserkov – Kochuyushcij Sobor, 1928 g.”, στό “Russkoye Pravosviye”, ἀριθμ. 3 (7), 1997.
Vl. Moss, “Metropolitan Sergius and the first Church Revolution”, 1998.
Τοῦ ἰδίου, “Sergianism as an Ecclesiological Heresy”, 2000.
Τοῦ ἰδίου, “The Church that Stalin Built”, 2000.
Τοῦ ἰδίου, “The MP’s Canonisation of the Holy New Martyrs of Russia”, 2000.
Τοῦ ἰδίου, “The Orthodox Church at the crossroads – from 1900 to the present day”, 2001.
Τοῦ ἰδίου, “The seal of Antichrist in Soviet and post-Soviet Russia”, 2001.
Τοῦ ἰδίου, “The Russian Golgotha”, τ. 1ος , 2006.

Α. Εἰσαγωγικές Παρατηρήσεις.

Παρά τήν πνευματική ἀναγέννηση τοῦ 18ου καί 19ου αἰ., ἡ Ρωσική Ἐκκλησία μπῆκε στό στίβο τῆς πάλης μέ τίς δυνάμεις τίς ἀθεϊας μέ καθόλου καλές προοπτικές. Ἡ ἄρνηση τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς δέν ἦταν χαρακτηριστικό μόνο τῆς ἄρχουσας τάξης καί τῶν διανοουμένων, ἀλλά καί τῶν ἐξαθλιομένων λαϊκῶν μαζῶν. Τούς ἄρχοντες - πλήν ἐλαχίστων ἐξαιρέσεων - σπανίως ἐνδιέφεραν πνευματικά θέματα, ἀλλά ἡ συσώρρευση πλούτου σέ βάρος τῶν μαζῶν καί οἱ διασκεδάσεις, σάν μέσο κοινωνικῆς ἀνόδου. Οἱ διανοούμενοι σπανίως εἶχαν τό σθένος τῆς ἀντιδράσεως στή μόδα τῆς ἀθεϊας. Καί ὁ λαός ζοῦσε πιεσμένος κάτω ἀπό τεράστια κοινωνικά προβλήματα, πού δέν τοῦ ἐπέτρεπαν κἄν νά σκεφθεῖ περί πνευματικῆς ζωῆς ἤ νά διαμορφώσει ἐν Χριστῷ προσωπικότητα. Ἔτσι, ἀκόμη καί ἡ διάθεση ἀπό τήν Ἐκκλησία, μόνο γιά τήν περίοδο 1886 - 1895, 3. 279. 145 ρουβλίων γιά τά ἐκκλησιαστικά σχολεῖα, ἦταν πολύ μικρή γιά τά δεδομένα τῶν Ρωσικῶν ἀναγκῶν.
Στό τελευταῖο συντελοῦσε καί ἡ κατάσταση τοῦ ἐφημεριακοῦ Κλήρου. Μέ τήν Ἱεραρχία ὑποταγμένη στό Κράτος, οἱ 4 Θεολογικές Ἀκαδημίες καί οἱ 57 Ἱερατικές Σχολές, δέν ἔφταναν γιά τήν ἐκπαίδευση τῶν 125.000 περίπου Ρώσων Κληρικῶν. Αὐτό, σέ συνάρτηση μέ τά ἄλλα προβλήματα πού ἀντιμετώπιζε ὁ Ρῶσος Κληρικός (τήν χαμηλή κοινωνική θέση, τήν ἔλλειψη κύρους, τήν ἀδυναμία μπροστά στούς κρατικούς ὑπαλλήλους, κ.ἄ.), ἦταν ἕνα ἀκόμη ἀρνητικό στοιχεῖο στή Ρωσική ἐκκλησιαστική ζωή.
Ἡ Αὐτοκρατορία μέ τίς προτεσταντικές της ἀντιλήψεις εἶχε ἐπηρεάσει σημαντικά καί τήν Ἐκκλησία. Μέ τήν προώθηση στήν Ἱεραρχία ἀτόμων ἐκπαιδευμένων στήν Οὐκρανία, δημιουργήθηκε μία ξερή, σχολαστική Θεολογία, ἡ ὁποία εἶχε σάν ἀποτέλεσμα τήν αὔξηση τῆς ἀπόστασης μεταξύ ἐκκλησιαστικῆς διοικήσεως καί ἁπλοῦ λαοῦ καί τήν δυσφορία τοῦ πιστοῦ στήν Ὀρθόδοξη Μοσχοβίτικη Παράδοση Κλήρου, ὁ ὁποῖος πίστευε στήν ἀξιοποίηση τῶν ἔργων τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καί στή μεταφορά τοῦ πνευματικοῦ πλούτου τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολῆς σέ ὅλα τά στρώματα τοῦ Ρωσικοῦ λαοῦ. Ὅμως ἡ προσπάθεια αὐτή - ὅπως ἐκφρά-στηκε ἀπό τούς Στάρετς τῆς Ὄπτινα καί τό "Σλαύφιλο Κίνημα" τοῦ Ἀλεξίου Χομιάκωφ (+ 1860) - δέν ἔφερε οὐσιαστικά ἀποτελέσματα.
«Ὅταν ὁ Πέτρος Α’ – γράφει ὁ N. Giliarov - Platonov, Σλαβόφιλος ἐκδότης τοῦ 19ου αἰ. (1824 – 1887) - ἐκδίδει τό Διάταγμα πού ἀπαγορεύει στούς μοναχούς νά κρατοῦν στά κελλιά τους πένα καί μελάνι, ὅταν αὐτό τό ἴδιο Διάταγμα λέει ὅτι ὁ ἐξομολόγος πρέπει νά ἀναφέρει στό δημόσιο κατήγορο τά παραπτώματα πού τοῦ ἀποκαλύφθηκαν στήν Ἐξομολόγηση, τότε ὁ Κλῆρος θά πρέπει νά καταλάβει ὅτι ἀπό ἐκεῖ καί πέρα ἡ κρατική ἐξουσία παρεμβάλεται ἀνάμεσα σ’ αὐτούς καί τόν λαό».
"Ὁ Χριστιανισμός στή Ρωσία - γράφει ὁ Μοναχός Ἐπιφάνιος - περίμενε τήν κρίση, τήν σύγκρουση μέ τίς δυνάμεις τῆς ἀθεϊας. Οἱ Χριστιανοί, τά συνειδητά μέλη τῆς Ἐκκλησίας, γνώριζαν ὅτι ἡ σύγκρουση δέν θά εἶχε ἁπλά πολιτικό χαρακτῆρα, ἀλλά θά ἦταν διωγμός ἐναντίον τοῦ Θεοῦ καί τῶν πιστῶν Του. Ἦσαν ἕτοιμοι νά δοῦν τούς δυτικοποιημένους Ρώσους νά καταρρέουν, μόλις οἱ ἐπαναστάτες θά πρόσφεραν ὑποσχέσεις γιά ἄνετη ζωή, ἔστω καί μέ ἀντάλλαγμα τήν ἀποστασία ἀπό τόν Θεό. Ἦταν σίγουροι γιά τήν φρικωδέστερη θρησκευτική σύγκρουση πού γνώρισε ποτέ ἡ ἀνθρωπότητα, ἀλλά προχώρησαν χωρίς δειλία πρός αὐτή, διότι πίστευαν στά λόγια Ἐκείνου πού εἶπε γιά τήν Ἐκκλησία Του, ὅτι "καί πύλαι Ἅδου οὐ κατισχύσουσιν Αὐτῆς" ("Κ.Γ.Ο." τ. 1983, σελ. 365).

Μέρος Πρῶτο
Η ΡΩΣΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1917

1. Ἡ Εὕρεση τῆς Εἰκόνας τῆς Παναγίας τῆς Κολόμνας
Τήν πτῶση τῆς Αὐτοκρατορίας, τήν ὁποία σήμανε ἡ παραίτηση τοῦ Τσάρου Νικολάου Β' (τήν 2α Μαρτίου 1917), σημάδεψε ἕνα σχεδόν ἄγνωστο - ἀλλά ἰδιαίτερης σημασίας - γεγονός. Κατά τόν Μοναχό Ἐπιφάνιο, "τό μυστήριον τῆς ἀνομίας", ἤδη ἐνεργούμενο στίς ἡμέρες μας (Σ. Σ. ἐννοεῖ τό 1917), ἔχει φθάσει στό σημεῖο ὅπου, "ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται" (Θεσσ. 2, 7· Σ. Σ. Κατά τόν Π. Ν. Τρεμπέλα, ἡ ἑρμηνευτική ἀπόδοση τοῦ χωρίου ἔχει ὡς ἑξῆς: "Τώρα εἶναι εἰς ἐνέργειαν ἡ δύναμις τοῦ κακοῦ καί τῆς ἀνομίας, ἡ ὁποία εἰς μεγάλον βαθμόν παραμένει κεκρυμμένη καί δέν ἐφανερώθη ἀκόμη ὁλόκληρος, ὑπάρχει δέ κάποιος ὁ ὁποῖος ἐμποδίζει τόν ἄνομον νά φανερωθῆ. Καί ἡ φανέρωσις τοῦ ἀνόμου θά ἀναβληθῇ μόνον μέχρις ὅτου αὐτός, ὅπου κατά Θείαν Πρόνοιαν παρεμποδίζει τήν ἐμφάνισίν του, φύγει ἀπό τό μέσον").
Ἡ ἐπαλήθευση τοῦ προηγουμένου χωρίου ἔγινε μέ ἕνα ἀπτό καί φανερό τρόπο, τήν 3η ἀπογευματινή τῆς 2ας Μαρτίου 1917, τήν στιγμή κατά τήν ὁποία ὁ Τσάρων πασῶν τῶν Ρωσιῶν Νικόλαος Β' παραιτήθηκε καί ἐμπιστεύθηκε στή θέληση τοῦ Ρωσικοῦ λαοῦ τίς συνέπειες τῆς παραίτησίς του. Τήν ἴδια ἀκριβῶς στιγμή, τήν ἴδια ἡμέρα καί ὥρα, ἔλαβε χώρα ἕνα γεγονός τό ὁποῖο δέν ἔγινε ἀντιληπτό ἀπό τούς ἀνθρώπους τοῦ κόσμου. Ἔλαβε χώρα μέ ἀπόλυτη ἡσυχία καί μόνον λίγοι ἄνθρωποι ὑπῆρξαν μάρτυρές του.
Στό χωριό Κολομένσκογιε τῆς περιοχῆς Κολόμνας, κοντά στή Μόσχα, μέ ἀφορμή μία ἀποκάλυψη τῆς Ὑπεραγίας θεοτόκου, γινόταν μία ἔρευνα γιά τήν ἀνεύρεση τῆς Θαυματουργοῦ Εἰκόνος τῆς Παναγίας, "Τῆς ἀπό θανάτου διασωζούσης". Τό 1812 ἡ Εἰκόνα αὐτή ἦταν ἐπικεφαλῆς τῆς στρατιᾶς πού ἀνάγκασε τόν Ναπολέοντα νά ἐγκαταλείψει τά Ρωσικά ἐδάφη. Ἀλλά κατόπιν, ὅπως συμβαίνει σέ παρόμοιες περιπτώσεις, καί αὐτή ἡ θαυματουργή εἰκόνα λησμονήθηκε, σάν νά "χάθηκε". Μόνον μετά ἀπό 105 χρόνια, μία εὐσεβής χήρα μέ τό ὄνομα Εὐδοκία, δέχθηκε ἀποκάλυψη νά ἑρευνήσει γιά τήν Εἰκόνα στό χωριό Κολομένσκογιε.
Πράγματι ἡ Εὐδοκία ἑρεύνησε καί τήν βρῆκε, παρουσία ἑνός Διακόνου, σέ ἕνα ὑπόγειο πού φυλάσσονταν παλαιές εἰκόνες. Ἡ Εὕρεση τῆς Εἰκόνας ἔγινε τήν 3η μ.μ. τῆς 2ας Μαρτίου 1917. Τήν ἴδια ἀκριβῶς στιγμή πού ὁ Τσάρος ὑπέγραφε τήν παραίτησή του, ἡ Βασίλισσα τῶν Οὐρανῶν ἔκανε τήν ἐμφάνισή Της στήν Κολόμνα, σάν νά ἀναλάμβανε τόν Ρωσικό Θρόνο, διότι ἡ Θεοτόκος στήν εἰκόνα εἰκονίζεται καθισμένη σέ θρόνο, νά φέρει τήν πορφύρα καί τό σκῆπτρο τῶν Ρώσων Ἡγεμόνων!
Παρά ταῦτα, δέν δόθηκε στό γεγονός ἡ δέουσα προσοχή, οὔτε ἀπό τόν λαό, οὔτε ἀπό τήν φιλελεύθερη Κυβέρνηση, οὔτε ἀκόμη καί ἀπό τήν Ἐκκλησία, διότι φόβος εἶχε καταλάβει τήν Ρωσία καί τήν Ἐκκλησία της καί τίς ἐμπόδιζε νά δοῦν τήν δύναμη τῆς πίστεώς τους. Ἡ Εὕρεση τῆς Εἰκόνος τιμήθηκε σέ στενό κύκλο μέ τήν Ἀκολουθία τῶν Χαιρετισμῶν καί τελικά ἡ Εἰκόνα ἦρθε στά χέρια τῶν Μπολσεβίκων καί σήμερα βρίσκεται σέ μία Πινακοθήκη μέ τήν ἐπιγραφή, "Ἡ Ἐθνικοαπελευθερωτική Εἰκόνα τῆς Θεοτόκου". (Περιοδικό "Κ.Γ.Ο.", τ. 1983, σελ. 38 - 39).
Σύμφωνα μέ τήν μαρτυρία τοῦ Μοναχοῦ Ἐπιφανίου, ἡ Εὐδοκία δέχθηκε καί τήν προφητεία σύμφωνα μέ τήν ὁποία, ἄν ἡ Εἰκόνα λιτανεύονταν ἑπτά φορές γύρω ἀπό τό Κρεμλίνο, αὐτό δέν θά ἔπεφτε στά χέρια τῶν Μπολσεβίκων. Ἡ Εὐδοκία μόνη της περιέφερε τήν Εἰκόνα - μέ πολλούς κινδύνους - τρεῖς φορές, ἀλλά δέν βρῆκε ἀνταπόκριση στήν προσπάθειά της. Ἔτσι τό Κρεμλίνο ἔπεσε, ὅπως καί ἡ Εἰκόνα, στά χέρια τῶν ἐπαναστατῶν.
Ἡ Παναγία τῆς Κολόμνας (τῆς ὁποίας ἔχουν φιλοτεχνηθεῖ πολλά ἀντίγραφα), τιμᾶται ὡς Βασιλεύουσσα κατά τήν εὕρεσή Της, τήν 2α Μαρτίου (Ἀντ. Μάρκου, "Τό Ρωσικό Ἁγιολόγιο", σελ. 108).

2. Ἡ ἐσχατολογική θεώρηση τῆς Ἐπαναστάσεως
Τήν Ὀκτωβριανή Ἐπανάσταση τοῦ 1917, μέ τήν ὁποία ἀνατράπηκε ὄχι τό Τσαρικό καθεστώς, ἀλλά ἡ φιλελεύθερη Κυβέρνηση Κερένσκυ, κατά τόν Μοναχό Ἐπιφάνιο οἱ Ρῶσοι πιστοί τήν εἶδαν καί τήν ἑρμήνευσαν κάτω ἀπό τό ἐσχατολογικό φῶς τῆς Ἀποκαλύψεως καί τήν συσχέτισαν μέ τό ἀκόλουθο ἐδάφιο:
"Καί ὅτε ἤνοιξε τήν σφραγῖδα τήν τετάρτην, ἤκουσα φωνήν τοῦ τετάρτου ζώου λέγοντος ἔρχου· καί εἶδον καί ἰδού ἵππος χλωρός καί ὁ καθήμενος ἐπάνω αὐτοῦ, ὄνομα αὐτῷ θάνατος, καί ἅδης ἠκολούθει μετ' αὐτοῦ· καί ἐδόθη αὐτῷ ἐξουσία ἐπί τό τέταρτον τῆς γῆς, ἀποκτεῖναι ἐν ρομφαίᾳ καί ἐν λιμῷ καί ἐν θανάτῳ καί ὑπό τῶν θηρίων τῆς γῆς" (Ἀποκ. 6, 7 - 8).
Τό προηγούμενο ἐδάφιο ἐκπληρώθηκε κατά τούς Ρώσους κατά τόν 20ό αἰ., μέ τήν ἐπιβολή τοῦ ἀθέου ὁλοκληρωτικοῦ καθεστῶτος στή Ρωσία. Τήν ἄποψη αὐτή ἐνισχύουν καί πλῆθος προφητικῶν κειμένων, ἀπό τά ὁποῖα ἀναφέρουμε τά πλέον χαρακτηριστικά:
Ἑκατό χρόνια πρίν τήν Ἐπανάσταση, ὁ μεγάλος Ἅγιος τῆς Ρωσικῆς Ὀρθοδοξίας, ὁ ὅσ. Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ (+ 1833), εἶπε σχετικά:
"Σύντομα ὁ Ἀντίχριστος θά ἀφαιρέσει τούς σταυρούς ἀπό τίς ἐκκλησίες καί οἱ ναοί τοῦ Θεοῦ θά γίνουν ἄντρα ληστῶν. Τόσος πολύς Χριστιανικός λαός θά πάθει, ὥστε οἱ Ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ, δέν θά προλαβαίνουν νά παίρνουν τίς ψυχές τῶν παθόντων... Ἡ δοκιμασία θά εἶναι μεγάλη, τόσο πού ὅμοιά της δέν ἔχει ξαναγίνει ἀπό τήν δημιουργία τοῦ κόσμου, οὔτε καί τά ἐπαναληφθεῖ".
Ἀκόμη ὁ ὅσ. Σεραφείμ λίγο πρίν κοιμηθεῖ (1833), ἔγραψε μία ἐπιστολή, ἔγραψε πάνω στό φάκελλο «Γιά τόν Τσάρο στή βασιλεία τοῦ ὁποίου θά δοξασθῶ», τόν σφράγισε μέ πέντε κέρινες σφραγίδες (!) καί τόν ἔδωσε στήν νεαρή τότε σύζυγο τοῦ πνευματικοῦ του τέκνου Νικολάου Μοτοβόλωφ Ἕλενα. Ἑβδομήντα χρόνια ἀργότερα ἡ γερόντισσα πλέον Ἕλενα ἔδωσε τόν φάκελλο στόν Τσάρο Νικόλαο Β’, ὁ ὁποῖος ἐπισκέφθηκε τό Σάρωφ γιά τίς τελετές διακηρύξεως τῆς ἁγιότητος τοῦ ὁσ. Σεραφείμ (1903). Ἄν καί δέν ἔγινε ποτέ γνωστό τό περιεχόμενο τῆς ἐπιστολῆς πιστεύεται, ὅτι ἐκεῖ ὁ Ὅσιος εἶχε καταγράψει τήν ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι προφητεία του γιά τό μέλλον τῆς Ἁγίας Ρωσίας.
Ἀπό προφορική παράδοση ἡ προφητεία τοῦ ἁγ. Σεραφείμ εἶχε φθάσει καί στήν διά Χριστόν Σαλή Παρασκευή (Πάσα) τοῦ Ντιβίγιεβο, ἡ ὁποία καί τήν μετέφερε προσωπικῶς στούς Τσάρους, ὅταν τήν ἐπισκέφθηκαν στό κελλί της τό 1903, κατά τήν διάρκεια τῶν ἴδιων τελετῶν.
Ὁ ἴδιος Ἅγιος εἶχε ὁρίσει καί τήν διάρκεια τῆς δοκιμασίας στά 70 χρόνια, προφητεία πού ἐπαληθεύθηκε μέ ἀκρίβεια ἔτους, ἀφοῦ ἀπό τήν Ὀκτωβριανή Ἐπανάσταση (1917), μέχρι τήν κατάρρευση τοῦ κομμουνιστικοῦ καθεστώτος (1989), πέρασαν περίπου 70 χρόνια!
Τό 1979 ὁ Μοναχός Ἐπιφάνιος ἀνέφερε στόν γράφοντα, ὅτι σύμφωνα μέ τίς προφητείες πνευματοφόρων Γερόντων τῆς Ἐκκλησίας τῶν Κατακομβῶν, ὁ Κομμουνισμός θά κατέρρεε «κατά τήν βασιλεία τοῦ 8ου Τσάρου» καί ὅτι «ὁ Τσάρος πού θά καταργοῦσε τόν Κομμουνισμό θά λέγονταν Μιχαήλ»!
Ἡ ἐπαλήθευση αὐτῆς τῆς προφητείας ὑπῆρξε καταπληκτική. Ὁ Κομμουνισμός κατέρρευσε κατά τήν «βασιλεία» τοῦ 8ου Σοβιετικοῦ Ἡγέτη, τοῦ Μιχαήλ Γκορμπατσώφ !
"Τά προηγούμενα - γράφει ὁ Μοναχός Ἐπιφάνιος - εἶπε ὁ ἅγ. Σεραφείμ στίς ἀρχές τοῦ 19ου αἰ. καί ἀμέσως σάν κώδωνες κινδύνου ἄρχισαν νά ἀκούγονται οἱ φωνές τῶν πνευματοφόρων Πατέρων τῆς Ρωσίας, δηλαδή τῶν Στάρετς τῆς Ὄπτινα καί τοῦ Γκλίνσκ, τῶν Μητροπολιτῶν Γρηγορίου τῆς Πετρουπόλεως καί Φιλαρέτου τῆς Μόσχας, κ.ἄ. Ἀλλά, ἁλλοίμονον, "Κύριε, τίς ἐπίστευσεν τῇ ἀκοῇ ἡμῶν καί ὁ βραχίων τοῦ Θεοῦ τίνι ἀπεκαλύφθη; (Ἰω. 12, 38 καί Ἡσαϊου 53, 1)".
Τό 1907, δέκα μόλις χρόνια πρίν τήν Ἐπανάσταση, ὁ ἅγ. Ἰωάννης τῆς Κροστάνδης, μιλῶντας στίς ἀδελφές τῆς Μονῆς Λεουσάνσκ, εἶπε:
"Μία ἀπαίσια περίοδος ἔρχεται, τόσο ἀπαίσια πού δέν μπορεῖτε νά φαντασθῆτε".
Στό σημεῖο αὐτό ἡ Ἡγουμένη τῆς Μονῆς, ἡλικίας 80 ἐτῶν, ρώτησε: "Λοιπόν, πότε θά γίνει αὐτό, Πάτερ;"
"Ἐμεῖς - ἀπάντησε ὁ Ἅγιος - δέν θά ζήσουμε νά τήν δοῦμε, ἀλλά αὐτές - εἶπε καί ἔδειξε τίς μοναχές - θά ζήσουν καί θά τήν δοῦν".
Πράγματι, ὁ ἅγ. Ἰωάννης καί ἡ Ἡγουμένη κοιμήθηκαν μετά ἀπό λίγο, ἐνῶ οἱ μοναχές πρόλαβαν τήν Ἐπανάσταση, ὑπέστησαν διωγμούς καί εἶδαν τήν μονή τους νά διαλύεται. (Βλ. γενικά "Ἰωάννης τῆς Κροστάνδης", ἔκδοσις Μονῆς Παρακλήτου·· Π. Μπότση, "Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κροστάνδης - Τό πνευματικό του πορτραῖτο"· τοῦ ἰδίου "Ἁγίου Ἰωάννη τῆς Κραστάνδης "Ἡ ἐν Χριστῷ ζωή μου", τόμοι Α', Β' καί Γ').
Μία σημαντική πληροφορία γιά τήν Ἐκκλησία τῶν "ἐσχάτων ἡμερῶν", διασώθηκε ἐπίσης ἀπό τόν Μοναχό Ἐπιφάνιο καί ἀφορᾶ τόν ὅσ. Ἀμβρόσιο, Στάρετς τῆς Ὄπτινα. Ὁ ὅσ. Ἀμβρόσιος τρεῖς φορές εἶδε τό ἴδιο ὅραμα, ἕνα τεράστιο σπήλαιο ὅπου - μπροστά σέ μία εἰκόνα τῆς Παναγίας - προσεύχονταν χιλιάδες ἄνθρωποι! Ὅταν ρωτήθηκε γιά τήν πιθανή ἑρμηνεία τοῦ ὁράματος, ἀπάντησε ὅτι "ἴσως ὅλα αὐτά σημαίνουν τά ἔσχατα χρόνια, τήν ἐποχή τοῦ Ἀντιχρίστου, ὅταν οἱ πιστοί τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, θά ἔχουν κρυφτεῖ σέ σπήλαια"!
Θά πρέπει νά σημειωθεῖ ἐδῶ, ὅτι τόσο στή Ρωσία, ὅσο καί στό ἐξωτερικό, ὑπῆρχε διάχυτη ἡ ἄποψη ὅτι τό 1917 ἐγκαθιδρύθηκε στή Ρωσία ἕνα ἀντίχριστο καθεστώς, ὡς πρός τό σύστημα, τήν θεωρία καί τήν ζωή. Ἕνα καθεστώς ἀπρόσωπου (κολεκτιβικοῦ) Ἀντιχρίστου, τό ὁποῖο προετοίμαζε τήν ἔλευση τοῦ πραγματικοῦ, τοῦ προσώπου, Ἀντιχρίστου. Ἀκόμη, ἦταν διάχυτη ἡ πίστη ὅτι στή Ρωσία ἐκπληρώθηκε ὁ λόγος τοῦ Ἀποστόλου Παύλου γιά τούς πιστούς, ὅτι θά εἶναι "ἐν ἐρημίαις πλανώμενοι καί ὄρεσι καί σπηλαίοις καί ταῖς ὀπαῖς τῆς γῆς" (Ἑβρ. 11, 38).
Ἐκτός ἀπό τόν Στάρετς Ἀμβρόσιο καί ὁ Στάρετς Ἀνατόλιος Α' (1824 - 1894), προεῖπε γιά τήν ἐπερχόμενη ἐπανάσταση καί γιά τήν καταστροφή τῆς Ἁγίας Ρωσίας.
Μία ἄλλη πληροφορία σχετική μέ τά ἐπερχόμενα στή Ρωσία δεινά, προέρχεται ἀπό τόν Φιλόσοφο Β. Σ. Σολόβιεφ (1853 - 1900· κατά τόν π. Γ. Φλωρόφσκυ, ἦταν "μυστικός, ποιητής καί θεολόγος, ἴσως ὁ πιό προικισμένος καί ὁ περισσότερο πηγαῖος φιλόσοφος τῆς Ρωσίαςαὐτ. σελ. 404), ὁ ὁποῖος ἀντιπροσωπεύοντας τόν Ὀρθόδοξο Ρωσικό ἐπιστημονικό κόσμο, ἕνωσε τήν φωνή του μέ τίς ἄλλες προφητικές φωνές πνευματοφόρων Ρώσων Πατέ-ρων. Ἡ περιγραφή ἀνῆκει στόν φίλο καί βιογράφο του V. L. Velichenco:
"Ἐδῶ καί ὀκτώ χρόνια - γράφει τό 1893 - (Σ. Σ. ἐννοεῖ τό 1885) ὁ Σολόβιεφ μιλοῦσε γιά τήν ἐπικείμενη ἔλευση τοῦ Ἀντιχρίστου, πρῶτα σάν κολλεκτιβικοῦ, δηλαδή συλλογικοῦ, Ἀντιχρίστου καί ἔπειτα ἐνσαρκωμένου σέ ἕνα πρόσωπο, μέ τήν ἴδια σχολαστική ἡρεμία, μέ τήν ὁποία ἕνας γεωλόγος ὁμιλεῖ γιά τήν ἀλλαγή τῶν σχηματισμῶν ἤ ἕνας μετεωρολόγος γιά τίς κλιματικές ἀλλαγές...
Ἕνα μῆνα πρίν τόν θάνατό του, τόν Ἰούνιο τοῦ 1900, ἐνῶ κάθοταν κάποιο ἀπόγευμα στό σπίτι του, μέ πῆρε ξαφνικά ἰδιαιτέρως καί μοῦ εἶπε, ὅτι μόλις εἶχε αἰσθανθεῖ ἕνα παράξενο θρησκευτικό συναίσθημα καί ὅτι ἤθελε νά προσευχηθεῖ κατά τήν διάρκεια μιᾶς Θείας Λειτουργίας. Τοῦ ἀπάντησα, ὅτι φυσικά θά μποροῦσε νά ἀπολαύσει ἐκεῖνο ὅπου ἐπιθυμοῦσε, πηγαίνοντας στό ναό τῆς ἐνορίας του. Ἡ ἀπάντησή του ἐκείνη τήν στιγμή μου φάνηκε παράξενη.
"Φοβοῦμε - εἶπε - ὅτι θά πάρω μαζί μου ἔξω ἀπό τόν ναό, κάτι πού δέν θέλω, ἕνα αἴσθημα δυσαρέσκειας. Θά εἶναι παράξενο γιά μένα νά δῶ τό θριαμβευτικό ὕφος τῆς Θείας Λειτουργίας, ἐνῶ αἰσθάνομαι τό πόσο κοντά εἶναι οἱ στιγμές πού οἱ πιστοί θά συγκεντρώνονται καί πάλι γιά προσευχή στίς Κατακόμβες, ἐπειδή ἡ Πίστη θά διώκεται, μέ μικρότερη - ἴσως - ἀγριότητα ἀπό ὅ,τι στήν ἐποχή τοῦ Νέρωνα, ἀλλά μέ ἕνα πλέον πανοῦργο καί ἄγριο τρόπο, μέ ψεύδη, διακωμωδήσεις καί παραποιήσεις.
Ναί, δέν εἴμαστε πολύ μακριά ἀπό αὐτή τήν περίοδο... Δέν βλέπεις τί ἔρχεται; Ἐγώ βλέπω, ἔχω δεῖ ἐδῶ καί πολύ καιρό".
(V. L. Velishenco, "Soloviev's Biography").
Στό Βίο τοῦ ὁσ. Νεκταρίου Στάρετς τῆς Ὄπτινα (+ 1928), ὑπάρχουν σχετικές προφητικές ρήσεις. "Χαλεποί καιροί ἔρχονται σύντομα - εἶχε πεῖ κάποτε - στόν κόσμο ὁ ἀριθμός ἑξι ἔχει περάσει καί ὁ ἀριθμός ἑπτά πλησιάζει... Ἄν δέν μετανοήσουμε καί δέν ἐπιστρέψουμε στόν Θεό, τότε ὄχι μόνο ἡ Ρωσία, ἀλλά ὁλόκληρη ἡ Εὐρώπη θά καταρρεύσει"! ("Ὅσιος Νεκτάριος...", σελ. 85).
Ὁ λόγιος Σέργιος Νεῖλος - ὁ ὁποῖος συνεδόταν πνευματικά μέ τόν Στάρετς Νεκτάριος - ἔχει διασώσει στό Ἡμερολόγιό του ἕνα χαρακτηριστικό ἐνύπνιο τοῦ ὁσίου Γέροντος, τό βράδυ τῆς 16ης πρός 17η Μαρτίου 1910, στό ὁποῖο φαίνεται ἡ πάλη Χριστιανισμοῦ καί ἀθεϊας, ἀλλά καί ἡ τελική νίκη τῆς Πίστεως.
"Ὁ π. Νεκτάριος τοῦ εἶπε - γράφει - ὅτι τόν εἶχε συνταράξει ἕνα φοβερό ὄνειρο, πού τό ἔβλεπε σχεδόν ὅλο τό βράδυ καί μάλιστα ἦταν ἀσυνήθιστα ζωντανό.
"Τί εἴδατε;" τόν ρώτησε ὁ Σέργιος Νεῖλος μέ ξεχωριστό ἐνδιαφέρον.
"Εἶδα μίαν ἐπανάσταση στή Ρωσία, μία φοβερή ἐξέγερση. Θά χρειαζόταν πολλή ὥρα, γιά νά σᾶς τό διηγηθῶ μέ ὅλες τις λεπτομέρειες· θά σᾶς πῶ τά κυριώτερα:
Εἶδα μία τεράστια πεδιάδα στήν ὁποία γινόταν μιά φοβερή μάχη, ἀνάμεσα σέ ὀρδές ἀπό ἀθέους ἀποστάτες καί ἔνα μικρό στρατό Χριστιανῶν. Ὅλοι οἱ ἀποστάτες ἦσαν καλά ὁπλισμένοι καί πολεμοῦσαν σύμφωνα μέ τούς κανόνες τῆς στρατιωτικῆς ἐπιστήμης, ἐνῶ οἱ Χριστιανοί ἦσαν ἄοπλοι. Ἡ κατάληξη αὐτῆς τῆς ἄνισης μάχης μποροῦσε εὔκολα νά προβλεφθεῖ. Ἡ στιγμή τῆς τελικῆς νίκης τῶν ἀποστατῶν πλησίαζε. Ντυμένοι γιορτινά μαζί μέ τίς γυναῖκες καί τά παιδιά τους, πανηγύριζαν προκαταβολικά τήν νίκη τους.
Ξαφνικά ὅμως μία ἀσήμαντη στόν ἀριθμό ὁμάδα Χριστιανῶν, ἀνάμεσα στούς ὁποίους ἔβλεπα γυναῖκες καί παιδιά, ἔκαναν μία γενναία ἐπίθεση στούς ἐχθρούς τοῦ Θεοῦ καί ἀμέσως τό πεδίο τῆς μάχης γέμισε ἀπό πτώματα τοῦ ἄθεου στρατοῦ. Τό ἀμέτρητο πλῆθος εἶχε ἐξοντωθεῖ καί μάλιστα, πρός μεγάλη μου ἔκπληξη, χωρίς τήν βοήθεια τῶν ὅπλων. Ρώτησα τότε ἕνα Χριστιανό στρατιώτη:
"Πῶς καταφέρατε νά νικήσετε αὐτήν τήν ἀμέτρητη στρατιά":
"Ὁ Θεός βοήθησε", μοῦ ἀπάντησε.
"Ναί, ἀλλά μέ ποιά μέσα;" - ρώτησα πάλι - "ἀφοῦ δέν εἴχατε κανένα ὅπλο;"
"Μέ ὁτιδήποτε βρέθηκε στά χέρια μας", μοῦ ξαναεῖπε ὁ στρατιώτης"
(αὐτ. σελ. 149 - 150).
Ὁ Μοναχός τῆς Ὄπτινα Τερέντιος ἔχει καταχωρήσει στό δικό του Ἡμερολόγιο: "Ὁ Στάρετς Νεκτάριος προανήγγειλε πώς θά γίνει ἐπανάσταση, θά δολοφονήσουν τόν Τσάρο, θά καταστρέψουν τήν Ὄπτινα καί θά φέρουν τά κοπάδια τους μέσα στή Σκήτη" (αὐτ. σελ. 150 - 151).
Τήν δολοφονία τοῦ Τσάρου Νικολάου Β' ὁ μακάριος Στάρετς τήν προεῖπε μέ τρόπο πολύ χαρακτηριστικό. "Τό ἔτος 1918 - εἶπε - θά εἶναι ἀκόμη χειρότερο. Ὁ Τσάρος καί ὁλόκληρη ἡ οἰκογένειά του θά βασανισθοῦν καί θά δολοφονηθοῦν. Μία εὐσεβής ψυχή (Σ. Σ. μᾶλλον πρόκειται γιά τόν ἴδιο τόν Στάρετς Νεκτάριο), εἶδε ἕνα ἀποκαλυπτικό ὄνειρο:
Ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός καθόταν σ' ἕνα Θρόνο καί γύρω Του ἦταν οἱ Δώδεκα Ἀπόστολοι. Ἐν τῷ μεταξύ φρικτά βάσανα καί θρῆνοι ἀκούγονταν ἀπό τήν γῆ. Τότε ὁ Ἀπόστολος Πέτρος ρώτησε τόν Χριστό:
"Κύριε, πότε θά πάψουν αὐτά τά βάσανα;"
Καί ὁ Κύριος τοῦ ἀπάντησε: "Θά τούς ἀφήσω μέχρι τό 1922, ἀλλ' ἄν δέν μετανοήσουν καί δέν συνέλθουν, θά καταστραφοῦν".
Αἴφνης ὁ Τσάρος παρουσιάστηκε μπροστά στό Θρόνο τοῦ Χριστοῦ μέ στεφάνι Μεγαλομάρτυρος!
"Μάλιστα - βεβαίωσε ὁ Στάρετς - αὐτός ὁ Τσάρος θά γίνει Μεγαλομάρτυρας
" (αὐτ. σελ. 85).
Τέλος, σέ ἐρώτηση τῆς Μοναχῆς Ταϊσίας τῆς Μονῆς Κασίρσκι τῆς Μόσχας, τόν Αὔγουστο τοῦ 1918, "ἄν οἱ Μπολσεβίκοι διαλύσουν τά μοναστήρια καί ἄν οἱ μοναχοί καί οἱ μοναχές διασκορπιστοῦν", ὁ Γέροντας ἀπάντησε: "Ναί, εὐλογημένη μου, θά διασκορπιστοῦν. Τά μοναστήρια τώρα εἶναι σέ μεγάλο κίνδυνο. Ἀκόμη καί ἡ Ὄπτινά μας εἶναι καταδικασμένη νά κλείσει" (αὐτ. σελ. 159).
Στό Βίο τῆς ἁγ. Ματρώνας τῆς Μόσχας (+ 1952), ὑπάρχουν χαρακτηριστικές προφητικές ἀναφορές γιά τά ἐπερχόμενα στή Ρωσία δεινά. Ἀπό μικρή ἤδη ἡλικία ἡ πνευματοφόρος ἀόματος εἶχε προεῖπε γιά τήν Ἐπανάταση. "Θά ληστεύουν - ἔλεγε - καί θά ἀφανίζουν τίς ἐκκλησίες καί θά καταδιώκουν ὅλους χωρίς ἐξαίρεση".
Στόν τοπικό γαιοκτήμονα τοῦ χωριοῦ Σέμπινο, τόν Γιανκώφ, εἶχε συστήσει νά πουλήσει τά ὑπάρχοντά του καί νά φύγει στό ἐξωτερικό, ὅμως δέν εἰσακούσθηκε. Ἔτσι ὁ Γιακώφ εἶδε τήν λεηλασία τοῦ κτήματός του καί ὁ ἴδιος θανατώθηκε!
Εἶναι χαρακτηριστικός ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο προεῖπε τήν δολοφονία τοῦ Τσάρου Νικολάου Β'. Κάποτε, παιδί ἀκόμα, ζήτησε ἀπό τήν μητέρα της ἕνα μεγάλο φτερό κότας. Ὅταν ἐκείνη τῆς τό ἔφερε, τό μάδησε καί τῆς εἶπε: "Βλέπεις, μητέρα, αὐτό τό φτεράκι;" "Τί νά δῶ, Ματρωνοῦλα, ἀφοῦ τό ἔχεις μαδήσει;" τῆς ἀπάντησε ἡ μητέρα της. "Ἔτσι θά μαδήσουν καί τόν πατερούλη μας τόν Τσάρο", ἀπάντησε ἡ Ματρώνα προφητικά!
"Ἐμφάνιζε παραστατικά - γράφει ὁ Βίος της - πῶς θά μοιράζουν τά ἐδάφη, θά ἀρπάζουν ἄπληστα τούς κλήρους, μόνο καί μόνο γιά νά πάρουν τούς περισσότερους καί πώς τελικά ὅλοι θά τούς ἀφήσουν καί θά φύγουν, τραβώντας ὁ καθένας τήν πορεία του, διότι ἡ γῆ δέν θά χρειάζεται κανέναν πιά"! ("Ἡ ἁγ. Ματρώνα τῆς Μόσχας", μετάφραση Ἱερομ. Δορυμέδοντος Σουχίνιν, σελ. 20 - 21).
Νεομάτυρας Ἐπίσκοπος Βασίλειος τοῦ Καργκοπόλ (+ 1938), εἶχε πεῖ χαρακτηριστικά: "Βλέπω τήν Ἐπανάσταση σάν κάτι πού θά στερήσει τήν Ἐκκλησία ἀπό τά δικαιώματά Της... Ἡ Ἐκκλησία θά διωχθεῖ... Σέ ὅλα αὐτά βλέπω ἕνα ταχύτατο ἐρχομό τοῦ Ἀντιχρίστου".

3. Ἡ σύγκρουση Πίστεως καί Ἀθεϊας (1917 - 1922)
Παρά τήν πνευματική ἀναγέννηση τοῦ 18ου καί 19ου αἰ., οἱ ἀπόψεις τῶν Κατόχων πού εἶχαν ἐπικρατήσει στήν ἐκκλησιαστική ζωή καί πρακτική - δηλαδή, ἡ στήριξη τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας ἀπό τήν Ἐκκλησία καί ἡ κατοχή περιουσίας - ἀπόψεις τίς ὁποίες εἶχαν πολεμήσει μεγάλες πνευματικές προσωπικότητες, ὅπως ὁ Φωτιστής τῶν Ρώσων ἅγ. Μάξιμος ὁ Γραικός, εἶχαν δημιουργήσει στή Ρωσική Ἐκκλησία κατά τίς παραμονές τῆς Ἐπαναστάσεως τοῦ 1917, πολλά προβλήματα, τό "βασικότερο τῶν ὁποίων - κατά τόν Ἀθ. Δεληκωστόπουλο - ἦταν ἡ ἔνταξή Της στόν κρατικό μηχανισμό τῆς ἀπολυταρχικῆς Αὐτοκρατορίας καί ἑπομένως ἡ ἀπό αὐτόν χρησιμοποίησή Της γιά σκοπούς "ξένους πρός τό λαό". Ἱστορικά εἶναι ἀναμφισβήτητη ἡ συμμαχία τῆς Μεγαλο - Ἡγεμονικῆς καί ἔπειτα τῆς Τσαρικῆς ἐξουσίας μέ τήν Ἐκκλησία, ἤδη ἀπό τά πρῶτα χρόνια τῆς Μητροπόλεως Κιέβου. Θά πρέπει νά τονισθεῖ ὅμως, ὅτι ἡ Ρωσική Ἐκκλησία σάν θεσμός μέ τίς δικές Της πνευματικές καί περιουσιακές προϋποθέσεις καί συμφέροντα, ἐπιζητοῦσε σέ κάθε δεδομένη εὐκαιρία νά κάνει δική Της πολιτική. (Ἔτσι) οἱ συγκρούσεις Της μέ τήν ἐξουσία ἦσαν ἀνάλογες μέ τήν αὔξηση τῆς πολυσχιδοῦς δυνάμεώς Της. Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά τό Ρωσικό Κράτος πολλές φορές συμπεριεφέρθη πρός τήν Ἐκκλησία μέ ἰδιάζουσα σκληρότητα, ὁσάκις ἡ προβολή κάποιου συμφέροντός Της ἐνοχλοῦσε τήν κοσμική ἐξουσία" (Ἀθ. Δεληκοστώπουλου αὐτ. σελ. 88).
Σχετικές εἶναι καί οἱ ἀπόψεις τοῦ A. Buevski γιά τήν ἐκκλησιαστική μεταρρύθμιση τοῦ Πέτρου Α' ("The Juornal of the Moscow Patrirchate", φ. 11/1985).
Ἡ ταύτιση τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας μέ τό προεπαναστατικό Τσαρικό καθεστώς, δημιούργησε μία κατάσταση καθόλου εὐνοϊκή γιά τόν πνευματικό Της προσανατολισμό. Κάτι ἀντίστοιχο μέ τήν ἐξαθλίωση τῶν ἀγροτῶν - ἐργατῶν καί τήν χλιδή τῶν ἀνωτέρων τάξεων, συνέβαινε καί στό χῶρο τῆς Ἐκκλησίας. Τό 1905 λ.χ. τό εἰσόδημα τοῦ Πρωθιερέως ἦταν περίπου 5. 700 ρούβλια καί τοῦ Ἱερέως στήν Ἁγία Πετρούπολη 2.000 ρούβλια, τήν στιγμή πού ὁ μισθός τοῦ Δικηγόρου ἦταν 5. 000 ρούβλια, τοῦ Καθηγητοῦ Πανεπιστημίου 3.000 καί τοῦ ἐργάτη 366! Τήν ἴδια στιγμή οἱ Ἱερεῖς τῶν ἐπαρχιῶν στεροῦνταν καί τῶν ἐλαχίστων προσόδων, ἀφοῦ οἱ ἐπίσης πάμπτωχοι χωρικοί ἀδυνατοῦσαν νά τούς συντηρήσουν (Y. I. Kiryanov, "The living standards of workers in Russia", 1979, σελ. 108).
Ἀποτέλεσμα τῆς προηγουμένης καταστάσεως ἦταν οἱ Ἱερεῖς τῆς ὑπαίθρου νά πρωτοστατοῦν στίς λαϊκές ἐξεγέρσεις (ὅπως ἐκείνες τοῦ 1861 κατά τῆς δουλοπαροικίας καί τοῦ 1905), ἐνῶ κάποιοι ἀπό αὐτούς ὑποστήριξαν καί τούς Μπολσεβίκους, γοητευμένοι ἀπό τό μαρξιστικό σύνθημα "ἀπό τόν καθένα ἀνάλογα μέ τίς ἱκανότητές του, στόν καθένα ἀνάλογα μέ τίς ἀνάγκες του" (A. F. Siskin, "Μαρξιστική Ἠθική"· μετάφραση Β. Καμπίτση, σελ. 7).
"Στούς καιρούς τῶν λαϊκῶν ταραχῶν - γράφουν οἱ B. Lobachiov καί V. Pravotorov - πού τίς προκαλοῦσαν ἡ πεῖνα, οἱ φορολογικές ἐπιβαρύνσεις καί οἱ ἀντιδραστικές μεταρρυθμίσεις, ἡ ὀργή τῶν ἐξεγερμένων ἔπεφτε, κατά κανόνα, ἐξίσου στούς κοσμικούς καί στούς πνευματικούς ἄρχοντες. Γιά τόν ἀγρότη πού ἐργαζόταν στά κτήματα τοῦ μοναστηριοῦ, τά πράγματα δέν ἦσαν καλύτερα ἀπ' ὅτι γιά ἐκεῖνον πού ἐδούλευε σέ τσιφλίκι. Ἡ σκλαβιά εἶναι πάντα σκλαβιά" (Ἀθ. Δεληκωστόπουλου αὐτ. σελ. 86 – 87).
Ἡ Ἐκκλησιαστική Διοίκηση, ἐκτός ἐλαχίστων ἐξαιρέσεων ἀποκομένη ἀπό τό ἐκκλησιαστικό ποίμνιο, πῆρε κατά καιρούς ἀποφάσεις πού ἐξέθεσαν τήν Ἐκκλησία ὡς θεσμό καί δημιούργησαν τό ὑπόβαθρο τοῦ διωγμοῦ Της ἀπό στούς ἀθεϊστές. Λ. χ. κατά τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1905*, ἡ Σύνοδος πιεζόμενη ἀπό τά Ἀνάκτορα, κάλεσε τόν λαό νά "ὑψωθεῖ ὡς ἰσχυρό τεῖχος προστασίας τοῦ Τσάρου, τῆς Ρωσικῆς Πατρίδος καί τοῦ Χριστιανικοῦ τρόπου ζωῆς"! πράξη γιά τήν ὁποία ὁ Λένιν ταύτισε τήν Ἐκκλησία μέ τό μοναρχικό καθεστώς. (Βλ. "Vladimir Ilych Lenin, Pages from his life - The first Russian Revolution 1905 - 1907", Μόσχα 1990, σελ. 3 - 11).
Γιά τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1905 ὁ Ἱερεύς Γρηγόριος Πετρώφ* ἔγραψε στήν Ἀπολογία του πρός τόν Μητροπ. Πετρουπόλεως Ἀντώνιο τά ἀκόλουθα: " Ὅταν στίς 9 Ἰανουαρίου 1905 ὁ λαός, τό μεγάλο αὐτό ἀθῶο παιδί, μέ λάβαρα καί σταυρούς καί εἰκόνες ζήτησε ἀπό τό Κράτος δικαιοσύνη καί ἀλήθεια, σάν ἀπάντηση τοῦ δόθηκε ἡ φρικώδης σφαγή! Ὅταν δέ ἡ δολοφονία αὐτή τοῦ λαοῦ ἔκανε τόν κόσμο νά αἰσθανθεῖ φρίκη καί ξεσήκωσε διεθνῆ ἀντίδραση, ἡ Σύνοδος δέν ἀντιπαρῆλθε σιωπηλή πρό τῆς συμφορᾶς αὐτῆς. Ἡ Σύνοδος πλησίασε στή θλιβερή σκηνή τῶν θερμῶν ἀκόμη πτωμάτων, σταμάτησε μπροστά τους καί προχώρησε σέ διάψευση».
Τίς φωνές ἀντιδράσεως πρός αὐτή τήν ἀπό κάθε ἄποψη ἀπαράδεκτη κατάσταση, ἡ Ἐκκλησιαστική Διοίκηση προσπαθοῦσε νά φιμώσει κάνοντας ἀδικαιολόγητη χρήση τοῦ πνευματικοῦ ὅπλου τοῦ ἀφορισμοῦ, λ. χ. τοῦ ἰδιαιτέρως ἀγαπητοῦ στό Ρωσικό λαό κλασσικοῦ συγγραφέα Λέοντος Τολστόϊ (βλ. G. I. Petrov, "The excommunication of Tolstoy", 1978 καί S. I. Pozoysky, "On the history of Tolstoy's excommunication", 1979).
Εἶναι χαρακτηριστικά ὅσα γράφει γιά τήν γενική κατάσταση στήν προεπαναστατική Ρωσία στήν ἴδια Ἀπολογία του ὁ Ἱερεύς Γρηγόριος Πετρώφ . "Εἶναι γνωστό - γράφει - πῶς ἡ ἐκτίμηση καί ὁ σεβασμός πρός τήν Χριστιανική Θρησκεία καί πρός τήν Ἐκκλησία, ἀκολουθεῖ τήν γενική ἐκτίμηση τῆς κοινωνίας πρός τίς θεμελιώδεις ἀξίες τῆς ζωῆς. Αὐτός εἶναι ὁ λόγος πού ἀκούει κανείς, πολύ συχνά, στίς ἡμέρες μας, βαρύτατες κατηγορίες κατά τῆς θρησκείας, κατά τοῦ Θεοῦ, κατά τοῦ Εὐαγγελίου καί κατά τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ κατηγορίες αὐτές, ὅσο πικρές καί καυστικές κι' ἄν φαίνονται, εἶναι - γιά νά εἴμαστε εἰλικρινεῖς - κατά μέγα μέρος ἀληθινές καί δίκαιες... Μπροστά στήν ἀπαράδεκτη αὐτή κοινωνική, πολιτική καί πνευματική κατάσταση, ἡ σιωπή τῆς Ἐκκλησίας εἶναι βαρύτατο ἔγκλημα. Ἡ στάση τοῦ ἀνωτέρου Ρωσικοῦ Ἱερατείου, πού ἐπιδοκιμάζει μέ τήν σιωπή του ὅλες τίς φρικαλεότητες τῶν Ἀρχόντων, δέν εἶναι τίποτα ἄλλο παρά δουλική ὑποταγή στό σημερινό ἀπολυταρχικό κράτος...
Βρισκόμαστε στή θλιβερή θέση νά διαπιστώσουμε πώς Χριστιανισμός στήν οὐσία δέν ὑπάρχει! Δέν ὑπάρχει Χριστιανική νομοθεσία. Δέν ὑπάρχει Ὀρθόδοξη Χριστιανική νομοθεσία. Δέν ὑπάρχει χριστιανικός τρόπος δοοικήσεως. Δέν ὑπάρχει οὔτε Χριστιανική κοινωνία, οὔτε Χριστιανική Πολιτεία... Διαστρεβλώθηκε ἡ ἀληθινή θρησκεία καί στή θέση της μπῆκαν ἡ ἀνόητη δεισιδαιμονία καί οἱ χυδαίες προλήψεις... Τό ἀνώτερο Ἱερατεῖο ὑποτάχθηκε πλήρως στίς πολιτικές Ἀρχές κι ἔγινε τυφλό ὄργανό τους. Ὑπῆρξαν, βέβαια, καί οἱ ἐξαιρέσεις, ὅπου μέ προφητική δύναμη καί παρρησία ἡ Ἐκκλησία μίλησε στούς Ἄρχοντες τήν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ
..................................................................................................................................................................................
*Ἡ Ἐπανάστση τοῦ 1905 ἄρχισε μέ γενική ἀπεργία τῶν ἐργατῶν πού ζητοῦσαν βελτίωση τῶν ὅρων τῆς ζωῆς τους. Στή συνέχεια, στήν Ἁγία Πετρούπολη, πῆρε μορφή πολιτικῆς ἐξεγέρσεως, χωρίς συγκεκριμένα αἰτήματα. Τήν 9η Ἰανουαρίου 1905, χιλιάδες λαοῦ μέ θρησκευτικά σύμβολα, ρωσικές σημαίες, ἀλλά καί φωτογραφίες τοῦ Τσάρου Νικολάου Β' συγκεν-ρώθηκαν στήν πλατεία μπροστά στά Χειμερινά Ἀνάκτορα. Κάτω ἀπό τήν ἐπιρροή πολύ κακῶν συμβούλων ὁ Νικόλαος ὄχι μόνον δέν ἐμφανίσθηκε στόν ἐξώστη τοῦ Ἀνακτόρου, ἀλλά ἀντίθετα διέταξε τήν ἐπέμβαση τοῦ στρατοῦ μέ ἑκατοντάδες θύματα (περίπου 1.000)!

**Ὁ Ἱερεύς Γρηγόριος Πετρώφ ἦταν κατά τόν Νικ. Ψαρουδάκη, "μία ἀπό τίς ἡρωϊκότερες μορφές τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας τῆς Τσαρικῆς ἐποχῆς καί ἴσως ὅλης τῆς Χριστιανοσύνης τῆς ἐποχῆς μας. Γίγας πραγματικός πνευματικῆς δύναμης, ἅπραξε στά στιβαρά χέρια του τίς ἀνησυχίες καί τούς πόνους τοῦ αἰῶνα μας καί μέ ἡρωϊκή παρρησία προφήτη ἐστηλίτευσε καί ἐκαυτηρίασε τήν προδοσία καί τόν συμβιβασμό τῶν ἀστοχριστιανῶν ἡγετῶν τῆς Ἐκκλησίας" ("Ἡ Ἀπολογία τοῦ Πετρώφ", ἔκδοσις "Χριστιανικῆς Δημοκρατίας", 1966, σελ. 3).
Μέ τό βιβλίο του "Τό Εὐαγγέλιο ὡς βάσις τοῦ βίου", ἄσκησε σοβαρή κριτική στήν κοινωνική, πολιτική καί ἐκκλησιαστική ζωή τῆς προεπαναστατικῆς Ρωσίας, μέ ἀποτέλεσμα νά ὁδηγηθεῖ ἐνώπιον Ἐκκλησιαστικοῦ Δικαστηρίου καί νά καθαιρεθεῖ! Ἀγωνιζόμενος γιά τίς ἀπόψεις του, μετά τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1917 πῆρε τόν δρόμο τῆς αὐτοξορίας καί πέθανε αὐτοεξόριστος. Μετάφραση τῆς Ἀπολογίας του δημοσιεύθηκε στό Περιοδικό τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων "Νέα Σιών" (τ. 11ος, 1911).

οἱ περιπτώσεις ὅμως αὐτές ὑπῆρξαν - δυστυχῶς - πολύ σπάνιες. Ὁ γενικός κανόνας ἦταν ἡ ὑποταγή τοῦ Ἱερατείου, κατά τό "πᾶσα ἐξουσία ἀπό Θεοῦ ἐστιν". Τίθεται ὅμως τό ἐρώτημα, κάθε ἐξουσία; Πῶς πρέπει νά ἐννοήσουμε τήν ἐξουσία; Διότι καί ἡ αὐθαιρεσία καί ὁ δεσποτισμός καί ἡ ἀπάνθρωπη τυρρανία παρουσιάζονται σάν ἐξουσίες. Ὅλες λοιπόν οἱ ἐξουσίες εἶναι ἀπό τόν Θεό; Οἱ κύριοι τῶν δούλων εἶχαν ἐξουσία πάνω τους καί ἡ διευθύνουσα οἶκο ἀνοχῆς πάνω στήν δυστυχισμένη κοπέλα πού τῆς πούλησαν. Ἡ ἐξουσία αὐτή εἶναι τοῦ Θεοῦ;...
Τό ὑποδουλομένο Ἱερατεῖο γιά τόν Θεό μιλοῦσε καί φιλοσοφοῦσε, ὅμως τόν κράτησε μακρυά ἀπό τήν ζωή τοῦ λαοῦ, ἀπό τόν κοινωνικό ὀργανισμό, ἀπό τό Κράτος. Ἔστι δημιουργήθηκε μία ἰδιαίτερη μορφή ἀθεϊας, ἡ πρακτική, ἡ ἐφαρμοσμένη ἀθεϊα...
Γνήσιος ἐκπρόσωπος αὐτῆς τῆς πρακτικῆς ἀθεϊας πού ἀναπτύχθηκε μέσα στήν Ἐκκλησία μας, εἶναι ὁ θλιβερῆς μνήμης Κ. Πομπεντονότσεφ... Στήν Ἐκκλησία τοῦ Πομπεντονότσεφ ὑπάρχουν βέβαια λέξεις καί φράσεις Χριστιανικές, τό περιεχόμενό τους ὅμως εἶναι ἐντελῶς ἀντίθετο. Ξένο πνεῦμα, κάθε ἄλλο παρά ἐκκλησιαστικό, εἰσχώρησε στήν Ἐκκλησία. Ὁ Χριστός καί τό Εὐαγγέλιο δέν εἶναι πιά ὁ σκοπός στήν κοσμικοποιημένη Ἐκκλησία τοῦ Πομπεντονότσεφ, δέν εἶναι πιά ἡ κινητήρια δύναμή της. Ὁ Χριστός καί τό Εὐαγγέλιο ἔγιναν ἁπλᾶ ὄργανα, μέσα, γιά σκοπούς ξἐνους πρός τήν Χριστιανική διδασκαλία. Μάλιστα - γιά νά μιλήσουμε πιό καθαρά - τό Εὐαγγέλιο δέν χρειάζεται καθόλου στήν ψευδοεκκλησία τοῦ Πομπεντονότσεφ. Διότι ἔχει φύγει τόσο πολύ ἡ Ἐκκλησία αὐτή ἀπό τόν δρόμο τοῦ Θεοῦ, ὥστε τό Εὐαγγέλιο μόνο γιά νά τήν ἐλέγχει θά μποροῦσε νά βρίσκεται στά χέρια της.
Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Πομπεντονότσεφ ἐξ ἀνάγκης καί διότι δέν μπορεῖ νά κάνει ἀλλοιῶς παραδέχεται - ἔστω τυπικά - τό Εὐαγγέλιο. Στήν οὐσία ἡ δεσποτοκρατία τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Πομπεντονότσεφ, εἶναι μία καθαρή ἀντιγραφή τοῦ Παπισμοῦ. Ἀντί, δηλαδή, νά φέρουμε τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, φέραμε τήν βασιλεία τοῦ Πάπα, τῶν Ἀρχιερέων καί τῶν διαφόρων ἐκκλησιαστικῶν ἀξιωματούχων. Τυπικά μόνον ἀσκητές καί μοναχοί οἱ Ἀρχιερεῖς, ζητοῦν παρηγοριά στήν ἐξουσία καί στίς ἀπολαύ-σεις τοῦ κόσμου πού κάποτε εἶχαν ἀποκηρύξει... Γιά τά θέλγητρα τῆς ἐξουσίας καί γιά τήν προσωπική τους κοσμική προβολή καί καρριέρα, γιά τήν ὁποία χρησιμοποιοῦν σάν μέσο τήν Ἐκκλησία, τά θυσιάζουν ὅλα. Καί τήν ἀξιοπρέπεια τῆς Ἐκκλησίας καί τήν ἀνεξαρτησία Της καί τό Εὐαγγέλιο καί τόν Ἴδιο τόν Χριστό...
Δέν ὑπάρχει βέβαια σέ μᾶς Παπισμός, ὑπάρχει ὅμως Καισαρο-παπισμός. Μάλιστα ὁ δικός μας βρίσκεται καί στόν Κώδικα τῶν Νόμων (τ. Ι, VII. 42), ὅπου ὁ Αὐτοκράτορας ὀνομάζεται "Κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας". "Κεφαλή" μάλιστα μέ κεφαλαῖο γράμμα! Τῆς ἀληθινῆς ὅμως Ἐκκλησίας κεφαλή εἷναι ὁ Χριστός. Στόν Παπισμό κεφαλή εἶναι ὁ Πάπας, σέ μᾶς κεφαλή εἶναι ὁ Αὐτοκράτορας. Πιό μεγάλη ὑποδούλωση καί πιό μεγάλος ἐξευτελισμός τῆς Ἐκκλησίας δέν μποροῦσε νά γίνει. Αὐτό δέν εἶναι βασιλεία τῶν Ἀρχιερέων, εἶναι βασιλεία τῶν Ἀρχιερέων πού εἶναι ὑπηρέτες τῆς Πολιτείας..
." (Βλ. γενικά, "Ἡ Ἀπολογία τοῦ Πετρώφ", ἔκδοσις "Χριστιανικῆς Δημοκρατίας", 1966).
Ὑπό τό φῶς αὐτῶν τῶν δεδομένων οἱ Μπολσεβίκοι εἶδαν τήν Ρωσική Ἐκκλησία ὄχι μόνον σάν ἰδεολογικό, ἀλλά καί σάν πολιτικό ἀντίπαλο. «Τό Κόμμα - ἔγραψε ὁ Στάλιν – δέν μπορεῖ νά παραμείνει οὐδέτερο μπροστά στή Θρησκεία. Διεξάγει ἕναν ἀντιθρησκευτικό ἀγῶνα ἐναντίον κάθε θρησκευτικῆς προκατάληψης» ("Works", τόμος 10ος, σελ. 132). Ἔτσι, σέ πρώτη φάση προσπάθησαν νά πετύχουν τήν φυσική Της ἐξόντωση, τήν πλήρη καταστροφή Της, τήν διαγραφή Της ἀπό τήν κοινωνικό - πολιτική πραγματικότητα πού ἤθελαν νά ἐπιβάλλουν. Αὐτό προσπάθησαν νά τό πετύχουν μέ τόν φοβερό διωγμό πού ἐξαπέλυσαν καί μέ μία σειρά νόμων πού ἔφερναν τήν Ἐκκλησία στό περιθώριο τῆς ζωῆς τῆς Σοβιετικῆς κοινωνίας. Μετά ἀπό μία πενταετία περίπου (1917 - 1922), ἡ προσπάθεια αὐτή ἀπέτυχε, διότι ὁ διωγμός καί ἡ δήμευση τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας - τελικά - ἀπάλλαξε τήν Ἐκκλησία ἀπό τά καιροσκοπικά Της στοιχεῖα καί τόνωσε τήν ἁγνή, ἁπλή, λαϊκή πίστη.
Στή συνέχεια οἱ Σοβιετικοί προσπάθησαν νά ἐντάξουν τήν Ἐκκλησία στό δικό τους κρατικό μηχανισμό καί νά τήν κάνουν ὄργανο τῆς δικῆς τους ἐξουσίας (1922 "Ζωντανή Ἐκκλησία", 1927 Διακήρυξη Μητροπ. Σεργίου).
Μία ἀπό τίς πρῶτες πράξεις τῶν Μπολσεβίκων μόλις κατέλαβαν τήν ἐξουσία (Ὀκτώβριος 1917), ἦταν ἡ ἔκδοση τοῦ "Διατάγματος γιά τήν γῆ", μέ τό ὁποῖο ἐθνικοποιήθηκε ὅλη ἡ γῆ, ἀσφαλῶς καί ἡ ἐκκλησιαστική - μοναστηριακή ("The Nationalisation of monastery property in Soviet Russia (1917 - 1921)", Μόσχα 1975, σελ. 113, 120, 132 καί 178). Ὅμως οἱ Μπολσεβίκοι δέν πῆραν τήν γῆ ἀπό τήν Ἐκκλησία γιά νά τήν καλλιεργήσουν, ἀλλά γιά νά ἀποδυναμώσουν τήν Ἐκκλησία. Ἔτσι ἡ γῆ - κατεστραμμένη ἀπό τήν ἐγκατάλειψη καί τόν Ἐμφύλιο Πόλεμο - ἐρήμωσε καί ξέσπασε φοβερή πεῖνα. Ὑπολογίζεται, ὅτι τό 1922 ὑπῆρχαν στήν Ρωσία 30 περίπου ἑκατομμύρια πεινασμένοι ἄνθρωποι! Μέ πρόσχημα τήν ἐξεύρεση χρημάτων γιά τήν ἀγορά τροφίμων, "ἄρχισε μία συστηματική πλέον καί ὄχι περιστασιακή ἐκστρατεία ἐξοντώσεως τῆς Ρωσικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας" (Ἀθ. Δεληκωστόπουλου αὐτ. σελ. 92).
Μετά τήν ληστεία τῶν πολυτίμων ἐκκλησιαστικῶν κειμηλίων (κυρίως εἰκόνων, ἀπό τίς ὁποίες πολλές κατέληξαν σέ ἀγορές τῆς Δύσεως), οἱ Μπολσεβίκοι δήμευσαν τά Ἱερά Σκεύη. Προηγουμένως ὁ Πατριάρχης Τύχων εἶχε διαθέσει στό Σοβιετικό Κράτος, ὅτι δέν εἶχε σχέση μέ τήν λατρεία, ὅταν ὅμως ἄρχισαν οἱ ἀρπαγές Ἱερῶν Σκευῶν, ἀφόρισε τούς ἱερόσυλους.
Ἡ ἀντίδραση στή δήμευση τῶν Ἱερῶν Σκευῶν ἀποτέλεσε ἀφορμή γιά συστηματικό διωγμό τῶν πιστῶν, Κληρικῶν καί λαϊκῶν. Πρός τό τέλος τοῦ 1922 τά θύματα τοῦ διωγμοῦ αὐτοῦ εἶχαν φθάσει τίς 8.000! (μεταξύ αὐτῶν ἦταν καί ὁ Μητροπ. Πετρουπόλεως Βενιαμίν). Τήν 19. 3. 1922 ὁ Λένιν ἔστειλε ἀπόρρητη ἐπιστολή στό Β. Μ. Μολότωφ, στήν ὁποία μεταξύ ἄλλων ἔγραφε καί τά ἀκόλουθα:
" Γιά μᾶς, αὐτή ἀκριβῶς ἡ στιγμή δέν εἶναι μόνο ἐξαιρετικά εὐνοϊκή, ἀλλά καί γενικά ἡ μοναδική στιγμή, πού ἔχουμε 99 πιθανότητες στίς 100 νά συντρίψουμε τόν ἐχθρό (τήν Ἐκκλησία) καί νά κατοχυρώσουμε τίς θέσεις μας γιά πολλές δεκαετίες. Αὐτή ἀκριβῶς τήν στιγμή, καί μόνο αὐτή, ὅταν στίς περιοχές τοῦ λιμοῦ τρῶνε ἀνθρώπους καί στούς δρόμους εἶναι πεταμένα ἑκατοντάδες - ἄν ὄχι χιλιάδες - πτώματα, μποροῦμε (καί εἴμαστε ὑποχρεωμένοι) νά προβοῦμε στήν ἀφαίρεση τῶν ἐκκλησιαστικῶν κειμηλίων μέ τίς πιό σκληρές, τίς πιό ἀμείλικτες ἐνέργειες, χωρίς νά διστά-ζουμε νά συντρίψουμε ὁποιαδήποτε ἀντίσταση...
Ὅσο μεγαλύτερος θά εἶναι ὁ ἀριθμός τῶν ἀντιδραστικῶν Κληρικῶν καί ἀστῶν πού θά καταφέρουμε νά ἐκτελέσουμε μέ αὐτή τήν αἰτιολογία, τόσο τό καλύτερο. Πρέπει νά δώσουμε σήμερα ἕνα τέτοιο μάθημα σ' αὐτούς τούς πολίτες, ὥστε γιά πολλές δεκαετίες νά μή σκεφθοῦν κάν νά προβάλουν κάποια ἀντίσταση
" ("Ἡ Σταυροφορία τῶν Μπολσεβίκων" στά "Νέα τῆς Μόσχας", φ. Σεπτ. 1990, σελ. 9).
Τό προηγούμενο ἐπιβεβαιώνεται καί ἀπό τήν οἰκονομική διάσταση τοῦ θέματος. Ἡ δήμευση τῶν Ἱερῶν Σκευῶν ἀπέφερε στή Σοβιετική Κυβέρνηση μόνον ἑνάμισυ ἑκατομμύριο ρούβλια, τήν στιγμή πού εἶχε στή διάθεσή της τά κοσμήματα τοῦ Ρωσικοῦ Στέμματος (ἀξίας πλέον τοῦ ἑνός δισεκατομμυρίου ρουβλίων), καθώς καί ἐκεῖνα τοῦ Μουσείου τοῦ Κρεμλίνου (ἀξίας περίπου 300 ἑκατομμυρίων).
Γιά τόν διωγμό κατά τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας ὁ Καθηγητής τοῦ Πανεπιστημίου τῆς Ὀξφόρδης Ἐπίσκοπος Διοκλείας Κάλλιστος Ware γράφει: «Ἀπό τό 1917 καί ἐφεξῆς, οἱ Ὀρθόδοξοι καί οἱ ἄλλοι Χριστιανοί βρέθηκαν μπροστά σέ μία κατάσταση, πού ὅμοιά της δέν ὑπῆρξε στήν Ἱστορία τοῦ ἀρχέγονου Χριστιανισμοῦ. Ἡ Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία, ἄν καί κατά καιρούς καταδίωκε τούς Χριστιανούς, ὅμως δέν ἦταν κατά καμία ἔννοια ἀθεϊστικό κράτος, προσανατολισμένο στήν καταπίεση αὐτῆς τῆς ἴδιας τῆς ἰδέας τῆς θρησκείας. Οἱ Ὀθωμανοί Τοῦρκοι, πιστοί τοῦ ἑνός Θεοῦ, ἀν καί δέν ἦσαν Χριστιανοί, φάνηκαν ἀρκετά ἀνεκτικοί ἀπέναντι στήν Ἐκκλησία. Ὁ Σοβιετικός Κομμουνισμός ὅμως, λόγῳ τῶν βασικῶν του ἀρχῶν, ἦταν στραμμένος σέ μία ἐπιθετική καί στρατευμένη ἀθεϊα. Δέν τοῦ ἀρκοῦσε ἕνας ουδέτερος χωρισμός Ἐκκλησίας καί Πολιτείας, ἀλλά ἐπεζήτησε μέ ὅλα τά μέσα, εὐθέα καί πλάγια, νά ἀναποδογυρίσει ¨ολη τήν ὀργανωμένη ἐκκλησιαστική ζωή καί νά ἐξαλείψη κάθε θρησκευτική πίστη» (Καλλίστου Ware, «Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία», ἔκδοσις ΑΚΡΙΤΑΣ, 1996, σελ. 235).
"Ἐκτιμᾶται - γράφει ὁ Ἀθ. Δεληκωστόπουλος - ὅτι κατά τούς διωγμούς τῆς Ἐκκλησίας αὐτῆς ἐπί Λένιν καί Στάλιν περίπου 50.000 Ὀρθόδοξοι Ἱερεῖς, μοναχοί καί μοναχές ἐθανατώθησαν ἤ πέθαναν στήν ἐξορία καί στίς φυλακές κάτω ἀπό φρικτές συνθῆκες" (αὐτ. σελ. 96).
Μία εἰκόνα τοῦ διωγμοῦ αὐτοῦ προκύπτει ἀπό ἑλληνικό κείμενο τοῦ 1919 (τό δημοσιεύουμε προσαρμοσμένο γλωσσικά): "Τά μαρτύρια, τά ὁποῖα ὑφίστανται τά δυστυχισμένα αὐτά θύματα, εἶναι τόσο πολυάριθμα, ὥστε νά ὑπερτεροῦν καί τῶν βασανιστηρίων τῆς Ἱερᾶς Ἐξετάσεως. Ἔτσι π.χ. τούς φυλακισμένους βάζουν γυμνούς σέ καιρό χειμῶνος μέσα σέ παγωμένο νερό, ἔπειτα τούς ἀνυψώνουν στούς ἰστούς τῶν πλοίων, ὅπου οἱ δυστυχεῖς παγώνουν!
Ἄλλους τούς ρίχνουν στούς λέβητες τῶν ἀτμοπλοίων, μέσα στούς ὁποίους βράζουν! Ἄλλων βγάζουν τά μάτια, κόβουν τήν μύτη, τά χέρια καί τά πόδια, βγάζουν τά νύχια, ράβουν ἐπωμίδες στούς γυμνούς τους ὤμους, γδέρνουν τό σῶμα τους καί περιχύνουν τόν τράχηλο μέ βρασμένο μολύβι! Στίς γυναῖκες κόβουν τούς μαστούς! Καί μή ἀρκούμενοι σ' αὐτά οἱ Μπολσεβίκοι, ἔχουν ἐπινοήσει μηχάνημα γιά νά σπαράσουν τά θύματά τους!
Μετά τήν κατάληψη τοῦ Κιέβου ἀπό τούς Ἑρυθρούς, περισσότεροι τῶν 2.000 ἀνθρώπων ὑπέστησαν τέτοια βασανιστήρια. Στό Κυβερνεῖο τοῦ Αἰκατερίενμπουργκ οἱ Μπολσεβίκοι σκότωσαν 42 Ἱερεῖς καί πολυάριθμους δικαστές, ἀφοῦ προηγουμένως τούς ὑπέβαλαν σέ σκληρά βασανιστήρια. Οἱ Ἱερεῖς πολλῶν ἐκκλησιῶν κρεμάστηκαν, οἱ εἰκόνες κάηκαν, οἱ δέ ναοί τοῦ Θεοῦ μετατράπηκαν σέ οἴκους διαφθορᾶς.
Στή Χερσῶνα σφαγιάσθηκαν 169 Ἑλληνικές οἰκογένειες. Δέν λυπήθηκαν οὔτε τίς γυναίκες, οὔτε τούς γέροντες, οὔτε τά παιδιά...
(Ἀ. Τηλλυρίδη," Ἕνα ἱστορικό κείμενο τοῦ 1919 - Μία φωνή κραυγῆς ἀπό τούς διωγμούς τῆς Ἐκκλησίας στή Ρωσία"· Ἐφημερίδα "Ἐκκλησιαστική Ἀλήθεια", φ. 3, 1 - 16 Σεπτ. 1991).

4. Ἡ Πανρωσική Σύνοδος τοῦ 1917 - 1918
Ὅταν κατέρρευσε ἡ Αὐτοκρατορία, τήν Ἄνοιξη τό 1917, ἡ Ρωσική Ἐκκλησία - παρά τούς αἰώνες τῆς ὑποταγῆς Της στό Κράτος - βρέθηκε μέ μεγάλη ἐξωτερική δύναμη. Στίς ἀρχές τοῦ 20οῦ αἰ. οἱ Ὀρθόδοξοι πιστοί ἦσαν τό 69, 5 % τοῦ πληθυσμοῦ, δηλαδή περίπου 87, 3 ἑκατομμύρια. Τό 1905 ὑπῆρχαν 67 Ἐπισκοπές (ἡ μία στή Βόρεια Ἀμερική), μέ 48.375 ναούς καί 103. 473 Κληρικούς. Ἐπί πλέον ὑπῆρχαν 20. 199 Ἱερομόναχοι (ὁ λεγόμενος "μαῦρος Κλῆρος"), 267 ἀνδρικά καί 208 γυναικεία μοναστήρια (συνολικά, μαζί μέ τά Ἡσυχαστήρια, ἔφθαναν τά 1.026), μέ 20.000 περίπου μοναχούς καί 60.000 μοναχές. Λειτουργοῦσαν 4 Θεολογικές Ἀκαδημίες, 57 Ἱερατικές Σχολές μέ 19. 348 ἱεροσπουδαστές καί 184 Ἐκκλησιαστικές Σχολές ἀρρένων. Παράλληλα ἡ Ἐκκλησία διατηροῦσε 25. 478 σχολεῖα κατωτέρας καί μέσης ἐκπαιδεύσεως. (Βλ. "The distribution of the Empire's population among the principal confessions", Ἁγία Πετρούπολις 1901, σελ. 2 - 3 καί "A humble report of the Chief Procurator of the Holy Synod, Orthodox Faith Depaertment, for 1905 - 1907", Ἁγία Πετρούπολις 1910, σελ. 7· Ἐπίσης P. N. Ziryanov, "The Orthodox Church in the early 20th c.", Μόσχα 1988, σελ. 167).
Ἕνα τῶν σπουδαιοτέρων ἐκκλησιαστικῶν αἰτημάτων τῆς ἐποχῆς ἦταν ἡ ἀνεξαρτησία τῆς Ἐκκλησίας ἀπέναντι στό Κράτος, ἀνεξαρτησία πού κυρίως καταργήθηκε ἀπό τόν Μεγ. Πέτρο, μέ τήν κατάργηση τοῦ Πατριαρχείου καί τήν θεσμοθέτηση τῆς Συνόδου (1721).
Ἤδη τό 1906 ὁ Τσάρος Νικόλαος Β' εἶχε δεχθεῖ πρόταση γιά τήν σύγκληση Πανρωσικῆς Συνόδου καί συστάθηκε 50μελής Ἐπιτροπή γιά τήν μελέτη τοῦ θέματος. Τά συμπεράσματα τῆς μελέτης συμπεριλήφθηκαν σέ τρεῖς ὀγκώδης τόμους (1906 - 1907), μέ ἐμφανή τήν ἐπιθυμία ἀνασυστάσεως τοῦ Πατριαρχείου.
Μετά τήν παραίτηση τοῦ Τσάρου Νικολάου Β' καί τήν ἀνάληψη τῆς διακυβερνήσεως ἀπό τήν Κυβέρνηση Ἀ. Κερένσκυ, Κυβερνητικός Ἐπίτροπος στή Σύνοδο διορίσθηκε ὁ Λβώφ, ὁ ὁποῖος ἀντικατέστησε τά "ἀντιδραστικά" μέλη (τούς Μητροπολίτες Πετρουπόλεως Πιτιρίμ καί Μόσχας Μακάριο καί τόν Ἐπίσκοπο Τομπόλσκ Βαρνάβα), διατηρῶντας στή θέση τους τόν Ἀρχιεπίσκοπο Βλαδιμήρ Σέργιο καί τόν Ἔξαρχο τῆς Γεωργίας Πλάτωνα.
Τό Διάταγμα γιά τήν σύγκληση Πανρωσικῆς Συνόδου ὑπέγραψε ὡς Πρόεδρος τῆς Συνόδου ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Σέργιος, τά προβλήματα - ὅμως -γιά τήν ἐπιτυχία τοῦ ἐγχειρήματος διεκπεραίωσε ὁ διάδοχος τοῦ Μακαρίου στό Θρόνο τῆς Μόσχας Ἀρχιεπίσκοπος Βίλνας Τύχων.
Ἡ Σύνοδος συγκλήθηκε τήν 15η Αὐγούστου 1917 στή Μόσχα, στόν Καθεδρικό Ναό Κοιμ. Θεοτόκου Κρεμλίνου, ὑπό τήν προεδρία τοῦ ἔχοντος τά πρεσβεία Μητροπ. Κιέβου Βλαδιμήρου (Ἱερομάρτυρος, + 1918), παρουσία τοῦ Κερένσκυ καί μελῶν τῆς Κυβερνήσεως. Ἡ σύγκλησή της ὠφειλόταν κυρίως στόν Καθηγητή Ἀντώνιο Καρτασώφ, ὁ ὁποῖος τόν Ἰούνιο τοῦ 1917 ἔγινε Ὑπουργός Θρησκευμάτων, ἀρνούμενος ταυτόχρονα τόν τίτλο τοῦ Ἐπιτρόπου τῆς Συνόδου. Οἱ συνεδριάσεις ἔγιναν κυρίως στό Ναό τοῦ Σωτῆρος, μέ τήν συμμετοχή 564 μελῶν (10 Μητροπολιτῶν, 69 Ἀρχιεπισκόπων καί Ἐπισκόπων, 165 Ἱερέων, Διακόνων καί Ὑποδιακόνων, 20 Μοναχῶν καί 209 λαϊκῶν). Οἱ ἐργασίες τῆς Συνόδου διήρκεσαν μέχρι τό θέρος τοῦ 1918.
Τῶν τακτικῶν ἐργασιῶν τῆς Συνόδου προήδρευσε μετά ἀπό ψηφο-φορία (407 ὑπέρ καί 30 κατά), ὁ Μητροπολίτης Τύχων (ὁ ὁποῖος εἶχε ἤδη ἀναδειχθεῖ ἀπό τήν Σύνοδο Μητροπολίτης Κρουτίτσης καί Κολόμνας), μέ συμπροέδρους τούς Ἀρχιεπισκόπους Νόβγκοροντ Ἀρσένιο καί Χαρκόβου Ἀντώνιο, τόν Πρωτοπρεσβύτερο Νικόλαο Liobymov καί τόν Καθηγητή Ἐφραίμ Trybenkoy.
Ἤδη ἀπό τήν ἀρχή τῆς Συνόδου τά μέλη της διασπάσθηκαν σέ τρεῖς βασικές παρατάξεις. Τήν συντηρητική μέ ἡγέτη τόν Ἀρχιεπίσκοπο Χαρκόβου Ἀντώνιο (ἔπειτα Πρωθιεράρχη τῆς Ρωσικῆς Διασπορᾶς, + 1936), ἡ ὁποία ὑποστήριζε τήν παλινόρθωση τοῦ Τσαρισμοῦ καί τῆς Δυναστείας τῶν Ρωμανώφ· τήν κεντρώα μέ ἡγέτες τόν Πρίγκιπα Εὐγένιο Τρουμπέτσκοϊ (1863 - 1920) καί τόν Καθηγητή καί ἔπειτα Κληρικό Σέργιο Μπουλγκάκωφ· καί τήν ριζοσπαστική τῆς ὁποίας ἡγοῦντο Καθηγητές τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Ἀκαδημιῶν (τήν τελευταῖα παράταξη ἐνίσχυε ἡ "Πανρωσική Ἕνωση Δημοκρατικοῦ Ὀρθοδόξου Κλήρου καί Λαοῦ", τῆς ὁποίας ἡγεῖτο ὁ ἔπειτα ἡγέτης τῆς "Ζωντανῆς Ἐκκλησίας" Πρωθιερεύς Ἀλέξανδρος Βεντένσκυ· ἡ Ἕνωση ζητοῦσε ἐκκλησιαστικές καί οἰκονομικές μεταρρυθμίσεις, ἀπομάκρυνση τῶν Ἐπισκόπων καί ἀνάληψη τῆς διοικήσεως ἀπό μέλη τῆς Ἑνώσεως, κ.ἄ.).
Τίς μακρές συζητήσεις γιά τήν ἐπανίδρυση ἤ μή τοῦ Πατριαρχείου, ἐπίσπευσαν οἱ ραδγαῖες πολιτικές ἐξελίξεις. Κατά τήν κρίσιμη ψηφοφορία τῆς 30ης Ὀκτωβρίου 1917, ἐπί 317 παρόντων μελῶν, ψήφισαν 265, ἀπό τούς ὁποίους 141 ὑπέρ καί 112 κατά τῆς ἐπανιδρύσεως τοῦ Πατριαρχείου. Στή συνέχεια ἡ Σύνοδος προχώρησε σέ ἐκλογή Πατριάρχου, μέ πρόταση τοῦ Καθηγητοῦ Σοκόλωφ. Κατά τήν πρώτη ψηφοφορία ἐξελέγησαν 25 ὑποψήφιοι! ἀπό τούς ὁποίους ἔλαβαν ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Χαρκόβου Ἀντώνιος 101 ψήφους, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Νόβγκοροντ Ἀρσένιος 27 καί ὁ Μητροπολίτης Κρουτίτσης Τύχων 25. Κατά τήν δεύτερη ψηφοφορία ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀντώνιος πῆρε 159 ψήφους, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀρσένιος 148 καί ὁ Μητροπολίτης Τύχων 125.
Ἡ τελική ἐκλογή ἔγινε μέ κλῆρο, ἐνώπιον τῆς Εἰκόνος τῆς Πανα-γίας τοῦ Βλαδιμήρ. Ἐκλεκτός τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ δέν ἦταν ὁ ἐκλεκτός τοῦ σώματος τῆς Συνόδου Ἀρχιεπίσκοπος Ἀντώνιος, ἀλλά ὁ Μητροπολίτης Τύχων. Ὅπως γράφτηκε χαρακτηριστικά, "δέν ἐξελέγη ὁ "ἐξυπνότερος" Ἀρχιεπίσκοπος Ἀντώνιος, οὔτε ὁ "αὐστηρότερος" Ἀρχιεπίσκοπος Ἀρσένιος, ἀλλά ὁ "μετριοπαθής" καί "εὐγενής" Μητροπολίτης Τύχων" (ἀπό τόν Βίο τοῦ Ἱερομάρτυρος Βίκτωρος Ἐπισκόπου Βιάτκας, + 1934). Ἀναδείχθηκε Πατριάρχης Μόσχας καί πάσης Ρωσίας μέ κλῆρο πού τράβηξε ὁ γηραιός Ἱερομόναχος Ἀλέξιος καί παρέδωσε στόν προεδρεύοντα Μητροπ. Κιέβου Βλαδίμηρο.
Ὁ Τύχων ἐνθρονίσθηκε στή Μητρόπολη τῆς Ρωσικῆς Ὀρθοδοξίας, τόν Καθεδρικό Ναό Κοιμ. Θεοτόκου Κρεμλίνου, τήν 29η Νοεμβρίου 1917.
Ἡ ἐκλογή τοῦ Τύχωνος δυσαρέστησε τόν Ἀρχιεπίσκοπο Ἀντώνιο (ὁ ὁποῖος στή συνέχεια διέφυγε στή Δύση καί ἡγήθηκε τῆς Ρωσικῆς Διασπορᾶς) καί τήν "Ἕνωση Δημοκρατικοῦ Ὀρθοδόξου Κλήρου καί Λαοῦ", ἡ ὁποία δέν ἀναγνώρισε τόν Τύχωνα καί προχώρησε στή διοργάνωση τῆς "Ζωντανῆς Ἐκκλησίας".
Πέραν τῆς ἐπανιδρύσεως τοῦ Πατριαρχείου, ἡ Σύνοδος ἀποφάσισε:
Τήν καθιέρωση ὡς ἀνωτάτου διοικητικοῦ ὀργάνου τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας, ἡ ὁποία ἔπρεπε νά συνέρχεται τουλάχιστον μία φορά κάθε τριετία. Γιά τήν ἐνδιάμεση περίοδο τήν διοίκηση ἀσκοῦσαν ἡ Διαρκής Ἱερά Σύνοδος καί τό Ἀνώτατο Ἐκκλησιαστικό Συμβούλιο (στό ὁποῖο συμμετεῖχαν Ἐπίσκοποι, Κληρικοί καί λαϊκοί), ὑπό τήν προεδρία τοῦ Πατριάρχη.
Τήν αὐτονομία τῆς ἐνορίας, τό ἀμετάθετο τῶν Ἐφημερίων καί τίς ἁρμοδιότητες τῶν λαϊκῶν.
Τήν τόνωση τοῦ Θείου Κηρύγματος. Ὄχι μόνον οἱ Ἐπίσκοποι, ἀλλά καί οἱ προσοντοῦχοι Κληρικοί καί λαϊκοί, θά ἔπρεπε νά κηρύτουν τόν θεῖο λόγο ὄχι μόνο κατά τήν Λειτουργία τῆς Κυριακῆς, ἀλλά μέ κάθε λειτουργική – λατρευτική εὐκαιρία, τό κήρυγμα δέ θά ἔπρεπε νά γίνεται στήν γλῶσσα τῶν ἐκκλησιαζομένων καί ὄχι ἀποκλειστικά στή Ρωσική.
Τήν διακήρυξη τῆς ἁγιότητας τῶν Νεομαρτύρων τοῦ ἀθεϊστικοῦ διωγμοῦ. Ἀπό τήν ἀρχή τῆς Ἐπαναστάσεως, πολλοί Ὀρθόδοξοι - κληρικοί καί λαϊκοί - μαρτύρησαν γιά τήν πίστη τους στό Θεό καί τήν Ἐκκλησία Του. Ὁ Πατριάρχης Τύχων καί ἡ Σύνοδος ἐκφράζοντας τήν συνείδηση τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας, διακήρυξαν τήν μαρτυρική ἰδιότητα τῶν Νεομαρτύρων καί καθιέρωσαν τήν 25η Ἰανουαρίου ὡς ἡμέρα μνήμης τους (ἡμέρα μαρτυρίου τοῦ Πρωτομάρτυρος τῆς Ρωσικῆς Ἱεραρχίας Μητροπ. Κιέβου Βλαδιμήρου, + 25. 1. 1918).
Τόν Ἀφορισμό τῶν Μπολσεβίκων. Ὁ Ἀφορισμός ἐξαπολύθηκε τήν 18η Ἰανουαρίου 1918, κατά τόν Π. Ν. Τρεμπέλα, "κατά τῆς Κυβερνήσεως τῶν Σοβιέτ καί πάντων τῶν ἐπικοινωνούντων πρός αὐτήν" (Π. Ν. Τρεμπέλα, "Τό αὐτοκέφαλον τῆς ἐν Ἀμερικῇ Metropolia", σελ. 6).
"Καθημερινῶς - ἔγραφε ὁ Πατριάρχης Τύχων στή σχετική Ἐγκύκλιο - ἀκούωμεν διά τά ἀνήκουστα ἐγκλήματα καί αἱματοχυσίας, θύματα τῶν ὁποίων εἶναι ἀθῶοι ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι εἰς τίποτε δέν ἔπταισαν παρά μόνον εἰς τό ὅτι ἔπραξαν τό καθῆκον των ἀπέναντι εἰς τόν Θεόν καί τήν πατρίδα. Ἐκεῖνοι ὅπου ὑπόσχονται νά ἐπαναφέρουν εἰς τήν Ρωσίαν τήν τάξιν καί τήν δικαιοσύνην, σκορπίζουν παντοῦ τό ἔγκλημα καί τήν βίαν, ἐναντίον ὅλων καί ἰδιαιτέρως τῆς Ἁγίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας...
Συνέλθετε, ἀνόητοι. Παύσατε τά ἐγκλήματά σας...
Συμφώνως μέ τήν ἐξουσίαν τήν ὁποίαν ἔχουμε ἀπό τόν Θεό, ἀπαγορεύουμε τήν συμμετοχήν σας εἰς τά Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας. Σᾶς ἀναθεματίζουμε, ἄν εἶστε ἀκόμη Χριστιανοί, ἄν καί ἀπό τήν γέννησίν σας εἶσθε μέλη τῆς Ἐκκλησίας
..." (γιά τόν Ἀφορισμό βλ. ἐπίσης: N. Zernov, "Οἱ Ρῶσοι καί ἡ Ἐκκλησία τους", 1972· καί C. Dahm, "Ἑκατομμύρια Ρῶσοι πιστεύουν στόν Θεό", 1979).
Ὁ Ἀφορισμός σάν πνευματικό ὅπλο δέν ἀπέδωσε ἀποτελέσματα, διότι ἀπευθύνονταν σέ ἀθέους. Ἀντίθετα, ἀποτέλεσε ἀφορμή γιά κλιμάκωση τῶν διωγμῶν καί (ἀργότερα, τόν Αὔγουστο τοῦ 1922) γιά τήν σύλληψη τοῦ Τύχωνος (ἄλλες αἰτίες ἦταν ἡ ἄρνηση τοῦ Πατριάρχη νά συνεργαστεῖ μέ τήν Σοβιετική Κυβέρνηση, ἡ κριτική του γιά τήν ἀτιμωτική γιά τήν Ρωσία Συνθήκη τοῦ Μπέστ - Λίτοβσκ, ἡ ἀντίθεσή του στή δήμευση τῶν ἐκκλησιαστικῶν σκευῶν, κ.ἄ.).
Τήν ἀμέσως ἑπομένη ἡμέρα τοῦ Ἀφορισμοῦ (19. 1. 1918), ἡ Σοβιετική Κυβέρνηση ἔθεσε τό θέμα τῆς εἰσαγωγῆς τοῦ Νέου Ἡμερολογίου στή Σοβιετική Ἕνωση. Μέ ἀπόφασή της τῆς 24. 1. 1918, ἡ 31η Ἰανουαρίου ὀνομάσθηκε 14η Φεβρουαρίου. Ἡ ἀντίδραση της Ἐκκλησίας ὑπῆρξε ἄμεση. Πέντε ἡμέρες μετά τήν κυβερνητική ἀπόφαση (29. 1. 1918), συνῆλθαν σέ κοινή συνεδρίαση ὑπό τόν Πατριάρχη Τύχωνα, δύο τμήματα τῆς Πανρωσικῆς Συνόδου, τό Τμῆμα Θείας Λατρείας καί τό Τμῆμα Σχέσεων Ἐκκλησίας - Πολιτείας. Κατά τήν συνεδρίαση παρουσιάσθηκαν δύο σχετικές εἰσηγήσεις τῶν Καθηγητῶν S. S. Glagolev καί I. I. Sokolov, ἀπό τίς ὁποίες καμμία δέν ἐνθάρρυνε τήν ἀλλαγή. Τελικά ἡ Σύνοδος ἀποφάσισε ὅτι:
α. Δέν ὑπάρχει λόγος γιά τήν Ἐκκλησία νά μήν ἔχει ἕνα ξεχωριστό ἡμερολόγιο, διαφορετικό ἀπό ἐκεῖνο τῆς Πολιτείας.
β. Ἡ Ἐκκλησία, ὄχι ἁπλῶς μπορεῖ νά διατηρήσει τό Ἰουλιανό Ἡμερολόγιο, ἀλλά ἐπί τοῦ παρόντος εἶναι ἀδύνατο νά μετακινηθεῖ ἀπό αὐτό.
γ. Ἡ εἰσαγωγή τοῦ Νέου Ἡμερολογίου στή Ρωσική Ἐκκλησία, θά διασπάσει τήν ἑνότητα μέ τίς ἄλλες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες. Κάθε ἀλλαγή τοῦ ἡμερολογίου μπορεῖ νά γίνει μόνο μέ συμφωνία ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν.
δ. Δέν εἶναι δυνατόν νά συνδεθεῖ τό Ὀρθόδοξο Πάσχα μέ τό Γρηγοριανό Ἡμερολόγιο.
στ. Ἀναγνωρίζεται, ὅτι τό Ἰουλιανό Ἡμερολόγιο εἶναι ἀστρονομικά ἐσφαλμένο. Αὐτό ἐπισημάνθηκε ἤδη ἀπό τήν Σύνοδο τῆς ΚΠόλεως τοῦ 1583. Ἐν τούτοις εἶναι λανθασμένο νά πιστεύεται, ὅτι τό Γρηγοριανό Ἡμερολόγιο εἶναι καλύτερο γιά ἐκκλησιαστική χρήση.
(Βλ. γενικά Πρωθιερέως Ἀλεξάνδρου Lebedev, "St. Patriarch Tikhon and the Calendar uestion").
Μετά τήν ἐξέλιξη αὐτή ἡ Σοβιετική Κυβέρνηση δέν ἐφάρμοσε τήν ἀπόφασή της περί ἀλλαγῆς τοῦ ἡμερολογίου.
Τό 1983, ὁ Νομπελίστας Ρῶσος συγγραφέας Ἀλέξανδρος Σολζενίτσιν, σέ διάλεξή του στήν Αἴθουσα Χίλτχολ τοῦ Λονδίνου, κατά τήν διάρκεια τῆς ἀπονομῆς τοῦ Βραβείου Τέμπλτον, εἶπε τά ἐξής χαρακτηριστικά σχετικά μέ τήν σύγκρουση Πίστεως καί Ἀθεϊας στή Σοβιετική Ρωσία: "Ἄν κάποιος μέ παρακαλέσει σήμερα νά κατονομάσω, ὅσο γίνεται συντομώτερα, τήν βασική αἰτία αὐτῆς τῆς ἐξολοθρευτικῆς Ἐπαναστάσεως πού κατεβρόχθισε περίπου 60.000.000 ἀνθρώπους, δέν θά μποροῦσα νά ἐκφρασθῶ ἀκριβέστερα ἀπό τό ἐπαναλάβω: Οἱ ἄνθρωποι λησμόνησαν τόν Θεό· ἀπό ἐκεῖ ἔρχονται ὅλα τά κακά" ("Τό μαρτύριο καί ἡ μαρτυρία τῆς Ὀρθοδοξίας στή Ρωσία σήμερα", μετάφρασις Ἡσυχίου Μοναχοῦ, Ἔκδοσις "Τό Περιβόλι τῆς Παναγίας", 1985, σελ. 109).

5. Ἡ "Ζωντανή Ἐκκλησία"
Τήν πάλη μεταξύ Χριστιανισμοῦ καί Ἀθεϊας στή Ρωσία μετά τό 1917, διακρίνουν τρία στάδια. Κατά τήν διάρκεια τοῦ πρώτου οἱ Μπολσεβίκοι ἐκδήλωσαν τήν λανθασμένη γιά τήν Ἐκκλησία γνώμης τους, πού ἦταν συνέπεια τῆς ὑλιστικῆς τους τοποθετήσεως. Πίστευαν, ὅτι θά κατέ-στρεφαν τήν Ἐκκλησία, ἄν κατέστρεφαν τήν οἰκονομική Της βάση καί ἄν ἐξαπέλυαν τρομοκρατία καί διωγμό.
Κατά τόν Παπικό Ἱερέα Γεώργιο...*, ὁ μελετητής καί μεταφραστής τοῦ Μάρξ Β. Στεπάνωφ εἶχε γράψει χαρακτηριστικά: "Χρειαζόμαστε ἕναν ἀγῶνα ἀδυσώπητο ἐναντίον ὅλων ἀνεξαιρέτως τῶν Κληρικῶν, εἴτε Πάστορες λέγονται, εἴτε Ἀββάδες, εἴτε Ραββίνοι, εἴτε Πατριάρχες, εἴτε Μουλ-άδες, εἴτε Πάπες. Γιά μία ὡρισμένη περίοδο, αὐτός ὁ ἀγῶνας πρέπει νά μετατραπεῖ σέ ἀγώνα ἐναντίον τοῦ Θεοῦ, εἴτε λέγεται Ἰαχωβᾶ, εἴτε Ἰησοῦς, εἴτε Βούδας, εἴτε Ἀλλάχ"!
Ὁ διωγμός κατά τῆς Ἐκκλησίας εἶχε ἀρχίσει ἤδη ἀπό τό 1917. Μέχρι τό 1919 οἱ περίφημοι Ναοί τοῦ Κρεμλίνου εἶχαν κλεισθεῖ, ὅπως καί τά ἐκκλησιαστικά τυπογραφεία, 28 Ἱεράρχες εἶχαν φονευθεῖ (μέ πρῶτο τόν ἔχοντα τά πρεσβεία τῆς Ἀρχιερωσύνης Μητροπ. Κιέβου Βλαδίμηρο)
....................................................................................................................................................................
*Ὁ Γεώργιος..., Ρωμαιοκαθολικός Ἱερεύς καί Καθηγητής Πανεπιστημίου μέ σπουδές Θεολογικές, Κοινωνιολογικές καί Ἰατρικές, ἦταν ἕνας ἀπό τούς ἡγέτης τῆς "Χριστιανικῆς Ἀντιστάσεως", μιᾶς Ρωμαιοκαθολικῆς ἀντιστασιακῆς ὀργανώσεως κατά τῶν Γερμανῶν. Ἔδρασε στήν Ἀνατολική Εὐρώπη καί τήν Ρωσία ἐμφανιζόμενος ἄλλοτε σάν γιατρός, ἄλλοτε σάν ὑγειονομικός ἐπιθεωρητής καί ἄλλοτε σάν ἐργάτης, ὑδραυλικός καί καθηγητής! Ὅπως ἔγραψε ὁ ἴδιος γιά τό θέμα αὐτό, ἀπό τό 1941 ἄλλαξε ἐννιά φορές ὄνομα καί τρεῖς ἰθαγένειες!
Τά ἀπομνημονεύματά του ἐκδόθηκαν μετά τόν Πόλεμο στό Λονδίνο ἀπό τόν Οἶκο A. M. Heath, μέ τόν τίτλο "Through God's underground". Στήν Ἑλλάδα ἐκδόθηκαν σέ μετάφραση Δ. Βαλληνδρᾶ ἀπό τίς Ἐκδόσεις Δαμασκός, μέ πρόλογο τοῦ τότε ἀρχιμ. Ἱερωνύμου Κοτσώνη (ἔπειτα Ἀρχιεπισκόπου), μέ τόν τίτλο "Αὐτοί δέν ὑπέκυψαν".
........................................................................................................................................................................
καί χιλιάδες Κληρικοί εἶχαν φονευθεῖ, ἐξορισθεῖ ἤ φυλακισθεῖ. Ἀπό τούς χιλιάδες ναούς τῆς Ρωσίας πολλοί καταστράφηκαν ἤ ἄλλαξαν χρήση, καθώς καί οἱ περισσότερες τῶν μονῶν πού μετετράπηκαν σέ στρατόπεδα ἤ ἄσυλα.
Ἀπό τό 1919 μέχρι τό 1922 τά ἄφθαρτα Λείψανα 63 Ἁγίων ἀφαιρέθηκαν ἀπό τούς τόπους λατρείας, διακωμωδήθηκαν, ὑποβλήθηκαν σέ δῆθεν ἐπιστημονικές ἐξετάσεις, παρουσιάσθηκαν σάν μούμιες ἤ καί πλαστά, ἄλλα καταστράφηκαν (λ.χ. τοῦ ἁγ. Ἀρτεμίου τοῦ Βέρκολα) καί ἄλλα
ἐκτέθηκαν σέ ἀντιθρησκευτικά μουσεῖα (λ.χ. τοῦ ἁγ. Ἀλεξάνδρου τοῦ Σβίρ, τοῦ ὁποίου τό Λείψανο σώθηκε στό Μουσεῖο Ἀνατομίας τῆς Στρατιωτικῆς Ἰατρικῆς Ἀκαδημίας τοῦ Λένινγκραντ, ἐπειδή ὁ Ἀκαδημαϊκός Πέτρος Πέτροβιτς Ποκρύσκιν εἶχε τό θάρρος νά ὁμολογήσει, ὅτι "τό Λείψανο τοῦ ἁγ. Ἀλεξάνδρου τοῦ Σβίρ ἀποτελεῖ ἀναμφισβήτητα ἱστορικό γεγονός, ἡ θέση τοῦ ὁποίου εἶναι σέ μία ἐκκλησία" καί νά ζητήσει "νά ληφθοῦν μέτρα γιά τήν διαφύλαξη αὐτοῦ τοῦ ἐθνικοῦ ἱστορικοῦ θησαυροῦ" (Βλ. Περιοδικό "The Orthodox Word", ἀφιερωματικό τεύχος 236 - 237, Μαϊου - Αὐγούστου 2004).
Ἡ Σοβιετική Νομοθεσία τοῦ 1918, ὅπως προαναφέρθηκε, δέν δήμευση ἁπλῶς τήν ἐκκλησιαστική περιουσία, ἀλλά ἀπέκλεισε τήν Ἐκκλησία ἀπό τήν κοινωνική ζωή τοῦ Σοβιετικοῦ Κράτους.
Τό 1922 (23/11), ὁ Λένιν δημοσίευσε τόν νόμο "Περί χωρισμοῦ Ἐκκλησίας καί Κράτους". Ὁ νόμος αὐτός περιόριζε τήν Ἐκκλησία στά αὐστηρῶς τελετουργικά Της καθήκοντα καί ἀπαγόρευε τήν διδασκαλία τῶν Θρησκευτικῶν στά σχολεῖα (θρησκευτικά μαθήματα μποροῦσαν νά διδάσκονται μόνον ἰδιωτικῶς, σέ ὁμάδες μαθητῶν ὄχι ἄνω τῶν τριῶν!). Ἡ Ἐκκλησία στεροῦνταν τῆς περιουσίας Της, καθώς καί τοῦ δικαιώματος νά ἀποκτήσει περιουσία στό μέλλον. Οἱ θρησκευτικές ὀργανώσεις ἀπαγορεύτηκαν καί ἔπαψαν νά θεωροῦνται νομικά πρόσωπα.
Προηγουμένως, τό 1921, ἡ Σοβιετική Κυβέρνηση - μέ πρόσχημα τόν λιμό πού εἶχε ἐνσκύψει, συνεπείᾳ τῆς Ἐπαναστάσεως καί τοῦ Ἐμφυλίου Πολέμου - προχώρησε στή δήμευση τῶν ἐκκλησιαστικῶν σκευῶν (26 Φεβρουαρίου). Ἡ ἀντίδραση τοῦ Τύχωνος ὑπῆρξε σθεναρή καί ἀπείλησε μέ ἀφορισμό τούς ἀσεβεῖς λαϊκούς καί μέ καθαίρεση τούς Κληρικούς. Ἡ ἀντίδραση στή δήμευση προκάλεσε 231 δίκες 738 κατηγορουμένων, ἀπό τούς ὁποίους οἱ 44 ἐκτελέσθηκαν (μεταξύ αὐτῶν καί ὁ Ἱερομάρτυρας Μητροπ. Πετρουπόλεως Βενιαμίν). Ὁ Richard Pipes ἀριθμεῖ σέ 28 τούς Ἐπισκόπους, 1.215 τούς Κληρικούς καί περίπου 8.000 τούς λαϊκούς πού ἐκτελέστηκαν λόγῳ τῆς ἀντιδράσεως στή δήμεσυση (Richard Pipes, “Russia under the Bolshevik regime, 1919 - 1924”, 1995, σελ. 355).
Ἐνῶ τό Σοβιετικό Σύνταγμα τοῦ 1918, στό ἄρθρο 13, προέβλεπε «τήν ἐλευθερία θρησκευτικῆς καί ἀντιθρησκευτικῆς προπαγάνδας»,
Ὅμως, παρά τά προηγούμενα - τόν διωγμό, τόν χωρισμό τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τό Κράτος, τήν δήμευση τῆς ἐκκλησιστικῆς περιουσίας καί τῶν ἱερῶν σκευῶν - ἡ Ἐκκλησία δέν κατέρρευσε. Ἀντίθετα, οἱ διωγμοί τόνωσαν τό φρόνημα τῶν πιστῶν μελῶν Της (σέ σημεῖο νά ἀναδεικνύονται καθημερινά νέοι Μάρτυρες) καί ἡ δήμευση τῆς περιουσίας Της τήν ἀπάλλαξε ἀπό τά τυχόν καιροσκοπικά μέλη Της. Ἔτσι οἱ ἀθεϊστές ἀναγκάσθηκαν τό 1922 νά προχωρήσουν στήν ὑλοποίηση τοῦ δευτέρου σταδίου τῆς κατά τοῦ Χριστιανισμοῦ καί τῆς Ἐκκλησίας πάλης τους, μέ τήν δημιουργία μιᾶς κρατικῆς "Ἐκκλησίας", πού θά ἔπλητε τήν κανονική Ἐκκλησία μέ σχίσματα καί διαιρέσεις. Γιά νά ἐπιτύχει ὅμως τό σχέδιο αὐτό, ἔπρεπε νά ἐξουδετερωθεῖ ὁ κύριος ἀντίπαλος - ἐκφραστής τῆς κανονικότητας καί τῆς ἑνότητας τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας, ὁ Πατριάρχης Τύχων.
Τό θέμα τῆς Σοβιετοποιήσεως τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας εἶχε τεθεῖ ἤδη ἀπό τό 1921 ἀπό τόν Σοβιετικό ἀξιωματοῦχο Lunacharsky. Γιά δεύτερη φορά τέθηκε ἀπό τόν Τρότσκυ, σέ κοινή συνεδρίαση μέ τούς Στάλιν, Μολότωφ καί Καμένεφ, τήν 2. 4. 1922. Σήμερα, μετά τήν πτώση τοῦ Σοβιετικοῦ καθεστῶτος, ὅλοι οἱ μελετητές τῶν πηγῶν συμφωνοῦν ὅτι τά σχέδια γιά τήν ὀργάνωση τῆς Ζωντανῆς Ἐκκλησίας ἐξυφάνθυκαν ἀπό τίς Σοβιετικές Μυστικές Ὑπηρεσίες.
Ἡ ἐφαρμογή τῆς Σοβιετοποιήσεως ἄρχισε τό 1922 στό Λένινγκραντ, ὅταν ὁ τοπικός Σοβιετικός Ἡγέτης Ζηνόβιεφ συνέστησε στόν Πρωθιερέα Ἀλέξανδρο Βεντένσκυ καί στήν ὁμάδα του (τούς Ἀνακαινιστές τῆς Πανρωσικῆς Συνόδου τοῦ 1917 – 18) νά ἀναλάβουν τήν διοίκηση τῆς Ρωσι- κῆς Ἐκκλησίας, ὥστε νά ἐπιτευχθεῖ μία συμφωνία (κονκορδάτο) μεταξύ Αὐτῆς καί τῆς Σοβιετικῆς Κυβερνήσεως.
Τήν 24. 3. 1922 οἱ Ἀνακαινιστές Ἡγέτες Κρασνίτσκυ, Βεντένσκυ, Μπέλκωφ, Μπογιάρσκυ κ.ἄ. δημοσίευσαν στήν «Ἀλήθεια τῆς Πετρουπόλεως» («Petrogradskaia Pranda”) ἕνα κείμενο μέ τό ὁποῖο ὑποστήριζαν τήν Σοβιετική Κυβέρνηση στό θέμα τῆς δημεύσεως τῶν Ἱερῶν Σκευῶν. Τήν ἴδια χρονική στιγμή ὁ Πατριάρχης Τύχων, ὁ ὁποῖος ἦταν σέ κατ’ οἶκον περιορισμό ἀπό τήν 19. 3. 1922, κλήθηκε νά καταθέσει στήν δίκη 54 πιστῶν πού εἶχαν ἀντιδράσει στή δήμευση. Ὁ Πατριάρχης, στήν προσπάθειά του νά σώσει τούς κατηγορουμένους, ἀνέλαβε ὁ ἴδιος τήν εὐθύνη τῆς ἀντιδράσεως καί σέ ἐρώτηση τοῦ προέδρου τοῦ δικαστηρίου ἄν ἀναγνωρίζει τούς νόμους τοῦ Σοβιετικοῦ Κράτους ἀπάντησε «ναί, τούς ἀναγνωρίζω, ὑπό τήν προϋπόθεση ὅτι δέν ἀντιστρατεύονται τούς κανόνες τῆς εὐσεβείας». Πάνω σ’ αὐτό ὁ Ἀλέξανδρος Σολζενίτσιν ἔγραψε: «Ὦ, ἄν καθένας ἀπαντοῦσε ἔτσι, ὅλη ἡ Ἱστορία μας θά ἦταν διαφορετική» (Ἀλ. Σολζενίτσιν, «Ἀρχιπέλαγος Γκούλαγκ», τ. 1ος, σελ. 348).
Ἡ θέση αὐτή τοῦ Τύχωνος ἀντιμετωπίσθηκε ἀπό τίς δύο τάσεις τῆς τότε Ρωσικῆς Ἱεραρχίας διαφοροτρόπως. Ἡ συντηρητική πλευρά ὑπό τόν Ἀρχιεπ. Βολοκολάμσκ Θεόδωρο θεώρησε ὅτι μέ τήν ὁμολογία αὐτή ὁ Πατριάρχης «τό εἶχε τραβήξει πολύ». Ἀντίθετα ἡ προοδευτική πλευρά ὑπό τόν Ἀρχιεπίσκοπο Ἰλαρίωνα τοῦ Βερέϊ θεωροῦσε ὅτι ὁ Πατριάρχης «ἔπρεπε νά τό τραβήξει περισσότερο».
Τό κύριο πρόβλημα τῆς Σοβιετικῆς ἐξουσίας ἐκείνη τήν χρονική στιγμή ἦταν ἡ φιλομοναρχική δραστηριότητα τῆς ὑπό τόν Μητροπ. Ἀντώνιο Κραποβίτσκυ Ρωσικῆς Ἐκκλησίας τῆς Διασπορᾶς. Ὁ Πατριάρχης Τύχων διακρινόμενος γιά τήν μετριοπάθειά του, ἀπέφυγε ἐπιμελῶς κινήσεις πού θά ἐπέτρεπαν στούς Σοβιετικούς νά χαρακτηρίσουν τήν Ρωσική Ἐκκλησία ἀντιδραστική, Τσαρική ἤ φιλομοναρχική. Ἤδη ἀπό τό 1919 εἶχε ἀναγνωρίσει τήν Σοβιετική Κυβέρνηση σάν νόμιμη Κυβέρνηση τοῦ Ρωσικοῦ Κράτους, ὑπό τήν προϋπόθεση ὅτι ἡ Ἐκκλησία θά ἀπολάμβανε τῆς αὐτονομίας - ἐσωτερικῆς ἐλευθερίας Της.
Τήν 3. 5. 1922 τό προεδρεῖο τῆς Σοβιετικῆς Μυστικῆς Ἀστυνομίας G.P.U. ( οἱ Ustinsky, Menzitinsky, Yagoda, Samsonov καί Krasikov), ἀποφάσισε νά ζητηθεῖ ἀπό τόν Τύχωνα νά ἀποκηρύξει ἐντός 24 ὡρῶν τήν Ρωσική Ἐκκλησία τῆς Διασπορᾶς καί νά καθαιρέσει τούς ἡγέτες, ἄλλως θά συληφθεῖ (“Istochnik” ἀριθμ. 3, 1995, σελ. 116). Ἡ ἀπόφαση αὐτή διαβιβάστηκε στό Πολιτικό Γραφεῖο καί ἐξετάστηκε παρουσίᾳ τοῦ Λένιν, τήν 4. 5. 1922.
Τήν 5. 5. 1922 ὁ Τύχων συγκάλεσε τήν Ἱερά Σύνοδο καί τό Ἀνώτατο Ἐκκλησιαστικό Συμβούλιο καί τήν ὑπ’ ἀριθμ. 347 ἀπόφαση διακήρυξε, ὅτι «οὔτε ἡ ἐπιστολή τῆς Συνόδου τοῦ Κάρλοβιτς, οὔτε ἡ ἀποστολή της (Σ.Σ. στήν ὀργάνωση τῆς Γένοβας), ἐκφράζουν τήν Ρωσική Ἐκκλησία», διέταξε τήν διάλυση τῆς Ἀνωτάτης Ἐκκλησιαστικῆς Διοικήσεως τῆς «ἐν τῆ ἐξορίᾳ» Ἐκκλησίας καί ἔθεσε τούς Ρώσους πρόσφυγες τῆς Δυτ. Εὐρώπης ὑπό τήν δικαιοδοσία τοῦ Μητροπ. Παρισίων Εὐλογίου. Ἡ ἀπόφαση αὐτή δέν ἔγινε δεκτή ἀπό τήν περί τόν Μητροπ. Ἀντώνιο Σύνοδο τοῦ Κάρλοβιτς, παρά τήν ἔκδοσή της ὅμως ὁ Τύχων ἀνακρίθηκε ἀπό τήν Μυστική Ἀστυνομία τό ἴδιο βράδυ καί τήν ἑπομένη συνελήφθη.
Τήν 12. 5. 1922 οἱ Ἀνακαινιστές Πρωθιερεῖς Βεντένσκυ, Μπέλκωφ καί Καλινόφσκυ ἐπισκέφθηκαν τόν Πατριάρχη Τύχωνα, κρατούμενο στό Μετόχιο τῆς Ἁγίας Τριάδος, καί τοῦ ζήτησαν νά παραιτηθεῖ. Ὁ Τύχων ὄχι μόνο δέν δέχτηκε, ἀλλά ὅρισε ἀντιπρόσωπό του τόν Μητροπ. Ἀγαθάγγελο τοῦ Γιαροσλάβ, κάτι γιά τόν ὁποῖο ἐνημέρωσε ἐπίσημα τόν Ἐπίτροπο Μ. Ἰ. Καλίνιν, στόν ὁποῖο ὅμως οἱ Σοβιετικές Ἀρχές δέν ἐπέτρεψαν νά ἔρθει στή Μόσχα. Ἀντίθετα οἱ Ἀνακαινιστές τόν ἐπισκέφθηκαν στή Μονή τῆς Τόλγας ὅπου ζοῦσε καί τόν πίεσαν νά τούς παρα-δώσει τήν διοίκηση τοῦ Πατριαρχείου, ἀλλά ἀπέτυχαν στήν προσπάθειά τους. Τελικά τήν 18. 5. 1922 οἱ Ἀνακαινιστές ἡγέτες - μέ τήν ὑποστήριξη τῶν Σοβιετικῶν Ἀρχῶν - ἔπεισαν τόν Τύχωνα νά τούς παραδώσει τήν διοίκηση, μέχρι τήν ἄφιξη τοῦ Μητροπ. Ἀγαθαγγέλου. Τό σχετικό ἔγγραφο τοῦ Πατριάρχη ἦταν σαφέστατο: «Τά ὑποσημειούμενα πρόσωπα ἐντέλλονται νά ἀναλάβουν καί νά παραδώσουν στόν Σεβ. Μητροπ. Ἀγαθάγγελο, ἀμέσως μετά τήν ἄφιξή του, ὅλες τίς Συνοδικές ὑπηρεσίες, μέ τήν συμπαράσταση τοῦ Γραμματέως Νουμέρωφ» (J. S. Curtiss, “The Russian Church and the Soviet State”, 1953, σελ. 159 - 160).
Τήν ἑπομένη 19. 5. 1922 οἱ Ἀνακαινιστές πέτυχαν τήν μεταφορά τοῦ Τύχωνος στή Μονή Ντόνσκοϊ καί ἐγκαταστάθηκαν στήν Πατριαρχική κατοικία, τό Μετόχιο τῆς Ἁγίας Τριάδος καί τήν 29. 5. 1922 δημιουργήθηκε ἐπίσημα ἡ «Ζωντανή Ἐκκλησία».
Ἕνα ἀπό τά πρῶτα προβλήματα πού εἶχαν νά ἀντιμετωπίσουν οἱ Ἀνακαινιστές ἦταν ἡ κανονική θέση τοῦ Μητροπ. Ἀγαθαγγέλου, τόν ὁποῖο ἀνέλαβε νά πείσει
ὁ εἰδικός Πράκτορας E. A. Tuchkov. Μετά ἀπό ἕνα μῆνα ἄκαρπων διαπραγματεύσεων ὁ Μητροπ. Ἀγαθάγγελος δημοσίευσε τήν ὑπ’ ἀριθμ. 214/5. 6. 1922 Ἐγκύκλιό του μέ τήν ὁποία αἰφνιδίασε τήν Σοβιετική πλευρά. Στήν ἐγκύκλιό του ὁ Ἀγαθάγγελος κατηγοροῦσε τούς Ἀνακαινιστές γιά ἀνατροπή τῆς δογματικῆς καί ἠθικῆς διδασκαλίας τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, καθώς καί τῶν Ἱερῶν Κανόνων καί τοῦ Τυπικοῦ τῶν Ἱερῶν Ἀκολουθιῶν καί ἔδινε στούς Ἐπισκόπους τό δικαίωμα νά διοικοῦν τίς Ἐπισκοπές τους ἀνεξαρτήτως, μέχρι τήν ἀποκατάσταση μιᾶς κανονικῆς Ἀνωτάτης Ἐκκλησιαστικῆς Διοικήσεως (Gubonin αὐτ. σελ. 219 -221). Ἀμέσως μετά τήν κυκλοφορία τῆς ἐγκυκλίου ὁ Μητροπ. Ἀγαθάγγελος συνελήφθη καί ἐξορίστηκε στήν περιοχή τοῦ Narymsk.
Τήν 16. 6. 1922 ἀναγνώρισαν τήν «Ζωντανή Ἐκκλησία» τρεῖς Ἀρχιερεῖς: Ὁ Μητροπ. Βλαδιμήρ Σέργιος καί οἱ Ἀρχιεπίσκοποι Νιζέγκοροντ Εὐδό-ιμος καί Κοστρόμας Σεραφείμ.
Ἡ Σοβιετική Κυβέρνηση ὑποστήριξε τούς Ἀνακαινιστές μέ τήν σύλληψη καί ἐξορία τῶν πλέον σημαντικῶν ἀντιπάλων τους καί μέ τήν παραχώρηση σ’ αὐτούς τῶν 2/3 τῶν ἐνοριῶν πού λειτουργοῦσαν ἀκόμη.
Ὁ Τύχων μεταφέρθηκε στίς φυλακές Ταγκάνκα τήν 5. 8. 1922, κατηγορούμενος γιά κριτική τῆς Συνθήκης τοῦ Μπρέστ - Λίτοβοσκ, ἀντίδραση στή δήμευση τῶν Ἱερῶν Σκευῶν, κ.ἄ. Ὅμως, ὁ Πατριάρχης εἶχε ἐπικρίνει τήν Συνθήκη μέ ἐπιστολή του τόν Φεβρουάριο τοῦ 1918! Οἱ Σοβιετικοί "θυμήθηκαν" αὐτή τήν δημόσια κριτική τέσσερα χρόνια ἀργότερα, διότι ἔπρεπε νά ἐξουδετερώσουν τό κύριο ἐμπόδιο τῶν σχεδίων τους.
Τήν ἴδια χρονική στιγμή ὁ σφοδρός ἀντίπαλος τῶν Ἀνακαινιστῶν στήν περιοχή τῆς Πετρουπόλεως Μητροπ. Βενιαμίν συνελήφθη γιά τό θέμα τῆς δημεύσεως τῶν Ἱερῶν Σκευῶν, δικάστηκε, καταδικάστηκε καί ἐκτελέστηκε (12. 8. 1922). Στή θέση του διορίστηκε ἀπό τούς Ἀνακαινιστές ὁ Ἐπίσκοπος Ἀλέξιος Symansky (ὁ ὁποῖος τό 1943 διαδέχτηκε τόν Σέργιο ὡς Πατριάρχης Μόσχας).
Τήν 29. 4. 1923 οἱ Ἀνακαινιστές συγκάλεσαν Σύνοδο (τήν κατ’ αὐτούς Β’ Πανρωσική) στήν ὁποία συμμετεῖχαν 560 μέλη, ἀπό τά ὁποῖα τά 73 ἦσαν Ἐπίσκοποι! Ἡ Σύνοδος αὐτή ἀπό τήν ἀρχή ἐμφανίσθηκε χωρισμένη σέ τέσσερεις ὁμάδες: Τήν «Ζωντανή Ἐκκλησία» τοῦ Πρωθιερέως Βλαδιμήρου Κρασίνσκυ, τήν «Ἀρχαία Ἀποστολική Ἐκκλησία» τοῦ Πρωθιερεώς Ἀλεξάνδρου Βεντένσκυ, τήν «Ἀναγεννημένη Ἐκκλησία» τοῦ Ἐπισκόπου Ἀντωνίνου καί τούς ὁπαδούς τοῦ Πατριάρχου Τύχωνος.
Ἡ Σύνοδος τοῦ 1923 ἀρχικά διακήρυξε ὅτι στή Σοβιετική Ἕνωση δέν ὑφίστανται θρησκευτικοί διωγμοί, διότι ἡ Σοβιετική Κυβέρνηση ἐργάζοταν γιά τήν ἐπικράτηση τοῦ ἰδεώδους τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ὑπό τήν ἡγεσία τοῦ Λένιν! οἱ Ἀνακαινιστές δέ δήλωσαν "ἕτοιμοι νά ὑποστηρίξουν τόν Κομμουνισμό, ἐπειδή ἔθετε σέ ἐφαρμογή τό κοινωνικό κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου"! (Ν. Zernov αὐτ. σελ. 179). Στή συνέχεια ἐξήγγειλε διάφορες μεταρρυθμίσεις, ὅπως τήν εἰσαγωγή τοῦ Γρηγοριανοῦ - Νέου Ἡμερολογίου, τήν εἰσαγωγή τοῦ θεσμοῦ τῶν ἐγγάμων Ἐπισκόπων καί τήν εἰσαγωγή τοῦ β' γάμου τῶν Κληρικῶν! Ἀκόμη ἀπορρίφθηκε ὁ Μοναχισμός σάν θεσμός ξένος πρός τήν Ἐκκλησία καί κατ’ οἰκονομίαν ἐπιτράπηκε ἡ λειτουργία μοναστηρίων - ἡσυχαστηρίων ἔξω ἀπό τίς πόλεις, μέ τήν μορφή ἐργατικῶν κοινοτήτων.
Ἡ «Σύνοδος» προχώρησε ἀκόμη στήν καθαίρεση τοῦ Πατριάρχου Τύχωνος - τήν ὁποία ὑπέγραψαν 46 Ἐπίσκοποι, ἀρκετοί κάτω ἀπό τήν πίεση τῆς Μυστικῆς Ἀστυνομίας - στήν καταδίκη τῆς Συνόδου τοῦ Κάρλοβιτς, καθώς καί στήν ἄρση τοῦ Ἀναθέματος τοῦ 1918, ἐνῶ τήν διοίκηση τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας ἀνέλαβε Σύνοδος ὑπό τήν προεδρεία τοῦ Μητροπ. Εὐδοκίμου καί ὁ Ἐπίσκοπος Ἀντωνῖνος ὀνομάσθηκε Μητροπολίτης Μόσχας καί πάσης Ρωσίας.
Ὁ Ἐπίσκοπος Ἀντωνῖνος Granovsky (1869 – 1927) ἐξαιρετικά νεωτεριστικῶν ἀπόψεων, ὑποχρεώθηκε σέ παραίτηση μετά τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1905, διότι δέν μνημόνευε τόν Τσάρο κατά τήν Θεία Λειτουργία, τό δέ 1907 διακήρυξε ὅτι τό Τσαρικό καθεστώς ἦταν σατανικό. Τό 1921 ὑποχρεώθηκε ἀπό τόν Πατριάρχη Τύχωνα σέ νέα παραίτηση, διότι εἰσήγαγε καινοτομίες στήν λατρεία. Τό 1922 κατέθεσε σάν μάρτυρας κατηγορίας στήν δίκη τῶν 54 πιστῶν πού δικάσθηκαν στή Μόσχα, γιά τό θέμα τῆς δημεύσεως τῶν Ἱερῶν Σκευῶν. Μετά τήν «Σύνοδο» τοῦ 1923 ἀποκόπηκε ἀπό τήν Ζωντανή Ἐκκλησία καί δημιούργησε δική του ἀνεξάρτητη δικαιοδοσία στήν ὁποία ἐφάρμοσε τίς καινοτομίες του: Κατάργησε τούς τίτλους τοῦ Μητροπολίτου, τοῦ Ἀρχιεπισκόπου, τοῦ Πρωθιερέως καί τοῦ Ἀρχιδιακόνου (ὁ ἴδιος ὀνομάστηκε Ἐπίσκοπος), κατάργησε ἐπίσης τόν σάκκο καί τήν μίτρα ἀπό τά ἀρχιερατικά ἄμφια (ἐπιτράπηκε μόνο τό ὠμοφόρειο, τό ἐγκόλπιο καί ἡ ράβδος), εἰσήγαγε τό Νέο Ἡμερολόγιο καί τήν καθομιλουμένη ρωσική γλῶσσα στή λατρεία, ἔγραψε δύο νέες «Λειτουργίες» πού τελοῦνταν στό κέντρο τοῦ ναοῦ καί κοινωνοῦσε τούς πιστούς χωριστά τῶν δύο εὐχαριστιακῶν εἰδῶν (ἄρτου καί οἶνου). Τό σχίσμα του διαλύθηκε μετά τόν θάνατό του τό 1927.
Παράλληλα μέ τίς δραστηριότητες τῆς «Ζωντανῆς Ἐκκλησίας» ὁ κρατούμενος Πατριάρχης Τύχων δέχονταν καθημερινά τίς πιέσεις τοῦ πράκτορος Tuchkov γιά συνεργασία μέ τό καθεστώς, ἐνῶ ἡ δίκη του εἶχε ὁριστεῖ γιά τήν 17. 6. 1923.
Τήν 11. 6. 1923 ὁ Πρόεδρος τῆς Ἀντιθρησκευτικῆς Ἐπιτροπῆς Γιαροσλάβσκυ, σέ ἐπιστολή του πρός τόν Στάλιν καί τό Πολιτικό Γραφεῖο τόνιζε ὅτι ἡ ἀνάκριση τοῦ Τύχωνος ἔπρεπε νά συνεχιστεῖ σέ καθημερινή βάση, μέχρι νά ἀντιληφθεῖ ὅτι ἡ καταδίκη μποροῦσε νά ἀποφευχθεῖ ἄν:
· Ἔκανε εἰδική δήλωση μετανοίας γιά τά ἀδικήματα πού εἶχε διαπράξει κατά τῆς Σοβιετικῆς ἐξουσίας καί τῶν μαζῶν τῶν ἐργατῶν καί ἀγροτῶν.
· Δήλωνε ὅτι στό ἐξῆς θά ἦταν νομιμόφρων πρός τήν Σοβιτική ἐξουσία.
· Διαχώριζε τόν ἐαυτό του ἀπό κάθε ἀντεπαναστατική ὀργάνωση, ὅπως τήν λευκή Φρουρά καί τίς μοναρχικές ὀργανώσεις, θρησκευτικές καί πολιτικές.
· Ἐξέφραζε τήν ἀρνητική του θέση ἀπέναντι στή Σύνοδο τοῦ Κάρλοβιτς. Καί
· Συμφωνοῦσε σέ μερικές καινοτομίες ἐκκλησιαστικοῦ ἐνδιαφέροντος, ὅπως στήν εἰσαγωγή τοῦ Νέου Ἡμερολογίου. (N. N. Pokrovsky – S. G. Petrov, “Arkhivy Kremlia: Politburo I Tserkov, 1922 - 1925”, 1997, σελ. 282 - 284).
Ἤδη ἀπό τίς ἀρχές Ἰουνίου 1923 ὁ Τύχων ἦταν ἀσθενής καί εἶχε μεταφερθεῖ στό νοσοκομεῖο τῶν φυλακῶν. Ἐκεῖ, λόγῳ τῆς μονομερούς ἐνημερώσεως πού εἶχε ἀπό τήν Σοβιετική πλευρά, κατέλειξε στό συμπέρασμα ὅτι τό σχίσμα τῆς «Ζωντανῆς Ἐκκλησίας» εἶχε ἐπικρατήσει καί ἐπειδή ἔκρινε ὅτι μεταξύ τῶν δύο ἐχθρῶν, τοῦ Κομμουνισμοῦ καί τῶν Ἀνακαινιστῶν, κατά τήν δεδομένη στιγμή ὁ δεύτερος ἦταν περισσότερο ἐπικίνδυνος γιά τήν Ἐκκλησία, ἀποφάσισε νά δώσει στούς Σοβιετικούς αὐτά πού τοῦ ζητοῦσαν, γιά νά ἀπελευθερωθεῖ καί νά ἀντιμετωπίσει τό σχίσμα. Ἔτσι τήν 16. 6. 1923 κυκλοφόρησε τήν «Δήλωση Μετανοίας» του (Ἐφημερίδα "Ἰσβέστια", φ. 27. 6. 1923), μετά τήν ὁποία ἀπελευθερώθηκε, τήν 27. 6. 1923 (Gubonin αὐτ. σελ. 280 καί 286).
Κάποιοι ἐρευνητές ἀποδίδουν τήν ἀπελευθέρωση τοῦ Τύχωνος στό γεγονός, ὅτι τόν Ἰούνιο τοῦ 1923 τό Πολιτικό Γραφεῖο ἀναγνώρισε ὅτι ὁ Λένιν δέν μποροῦσε νά ἀσκεῖ πλέον τά καθήκοντά του καί τόν ἀντικατέστησε μέ τόν A. Pykov. Ἀπό τίς πρώτες ἐνέργειες τοῦ Pykov ἦταν νά ὑποσχεθεῖ στόν Πατριάρχη τήν χαλάρωση τῶν πιέσεων πρός τίς θρησκευτικές ὀργανώσεις, τήν μείωση τῆς φορολογίας Κλήρου καί ναῶν καί τήν ἀπελευθέρωση κάποιων Ἱεραρχῶν, ὑποσχέσεις τίς ὁποίες τήρησε. (A. Latychev, “Provyesti besposhadnij Massovij Terror Protiv Popov”, “Argumenty I Fakty” 28, 1996).
Ἀμέσως μετά τήν ἀπελευθέρωσή του ὁ Τύχων συγκάλεσε Σύνοδο τῶν παρεπιδημούντων στή Μόσχα Ἐπισκόπων, μέ σκοπό τήν ἀνανέωση τῆς ἐμπιστοσύνης πρός τό πρόσωπό του. Ἡ Σύνοδος συνεδρίασε στό Ναό τοῦ ἁγ. Μιχαήλ τῆς Μονῆς τοῦ ἁγ. Δανιήλ καί ἡ ἐμπιστοσύνη πρός τόν Πατριάρχη ἀνανεώθηκε, κυρίως χάρις στήν ὑποστήριξη τῶν λεγομένων Δανιηλιτῶν Ἐπισκόπων, τῶν περί τόν Ἡγούμενο τῆς μονῆς Ἀρχιεπίσκοπο Θεόδωρο τοῦ Βολοκολάμσκ.
Τήν περίοδο αὐτή στό πατριαρχικό περιβάλλον, σχετικά μέ τό θέμα τῶν σχέσεων μέ τό καθεστώς, ἐπικρατοῦσαν δύο τάσεις: Μία συντηρητική ὑπό τόν Ἀρχιεπ. Θεόδωρο τοῦ Βολοκολάμσκ (πού θεωροῦσε κάθε σκέψη γιά σχέσεις ἀδιανόητη) καί μία προοδευτική ὑπό τόν Ἀρχιεπ. Ἰλαρίωνα τοῦ Βερέϊ (πού θεωροῦσε ἀπαραίτητη τήν ἔναρξη διαλόγου γιά τήν συμφωνία πάνω στό εἶδος τῶν σχέσεων).
Ὁ Τύχων καταδίκασε τήν "Ζωντανή Ἐκκλησία" μέ τήν ἀπό 15. 7. 1923 Ἐγκύκλιό του καί τόν ἀπό 2. 4. 1924 Ἀφορισμό. Κατά τόν Π. Ν. Τρεμπέλα, "ὁ Ἀφορισμός του κατά τῆς "Ζώσης Ἐκκλησίας", διά τοῦ ὁποίου ἐκηρύχθησαν πᾶσαι αἱ πράξεις καί τά μυστήρια τά τελούμενα ὑπό "λειτουργῶν" της, ἄνευ χάριτος, καθίστα κατακρίτους τούς μετέχοντας αὐτῶν". (Βλ. σχετικά: Π. Ν. Τρεμπέλα, "Τό αὐτοκέφαλον τῆς ἐν Ἀμερικῇ Metropolia"· Ἐφημερίδα "Ἐκκλησιαστική Ἀλήθεια", φ. 22ας καί 29ης Σεπτ. 1923· καί V. Emhardt, "Religion in Soviet Russia", 1929).
Ἡ καταδίκη τῆς «Ζωντανῆς Ἐκκλησίας» ἀπό τόν Πατριάρχη εἶχε σάν ἀποτέλεσμα τήν μεταστροφή τῶν περισσοτέρων ἐνοριῶν καί τήν σταδιακή συρίκνωση καί τελικά διάλυση τῶν Ἀνακαινιστῶν.
Ἡ ἀπελευθέρωση τοῦ Τύχωνα ἔγινε δεκτή ἀπό τόν λαό μέ ἐνθουσιώδεις ἀντιδράσεις, σέ σημεῖο ὥστε τήν 8. 12. 1923 οἱ Ἀρχές νά ἀπαγορεύσουν τό μνημόσυνό του! Τήν ἴδια περίοδο ὁ Τύχων ἀναγνωρίζονταν σάν κανονική κεφαλή τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας ἀπό ὅλες τίς τοπικές Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, ἐκτός ἀπό τά Πατριαρχεῖα ΚΠόλεως (ὁ Πατριάρχης Γρηγόριος Ζ’ ἀναγνώριζε τούς Ἀνακαινιστές) καί Ἀλεξανδρείας.
Παρά τήν ἀπέλευθέρωσή του ὁ Πατριάρχης συνέχισε νά δέχεται ἰσχυρές πιέσεις ἀπό τήν Σοβιετική πλευρά πάνω σέ συγκεκριμένα ἐκκλησιαστικά ζητήματα, δηλαδή τήν μνημόνευση τῶν Σοβιετικῶν ἡγετῶν, τήν ἕνωση μέ τούς Ἀνακαινιστές καί τήν εἰσαγωγή τοῦ Νέου Ἡμερολογίου.
Α. Ἀρχικά ζητήθηκε ἀπό τόν Τύχωνα ἡ μημόνευση τῶν Σοβιετικῶν Ἡγετῶν στή Θεία Λειτουργία, ἀλλά ἐκεῖνος δέχτηκε τήν δέηση «ὑπέρ τῆς Ρωσικῆς χώρας καί τῶν Ἀρχῶν αὐτῆς», ἀρνούμενος ταυτόχρονα κάθε ἀνάμιξη τῆς Πολιτείας στίς ἐσωτερικές ὑποθέσεις τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως στόν διορισμό τῶν Ἐπισκόπων, συνεπικουρούμενος ἀπό τόν Ἀρχιεπ. Ἰλαρίωνα τοῦ Βερέϊ.
Β. Στή συνέχεια οἱ Σοβιετικές Ἀρχές ἐπέμεναν στήν ἕνωση τοῦ Πατριάρχη μέ τούς Ἀνακαινιστές, θέμα γιά τό ὁποῖο ὑπῆρξε διάσταση μεταξύ τῶν στενῶν συνεργατῶν τοῦ Τύχωνος, ἀφοῦ ὁ ἀρχιεπ. Θεόδωρος τοῦ Βολοκολάμσκ θεωροῦσε κάτι τέτοιο ἀδιανόητο, ἐνῶ ὁ ἀρχιεπ. Ἰλαρίων τοῦ Βερέϊ ἐπέμενε στήν ἀνάγκη ἐνάρξεως διαλόγου. Ὁ Πατριάρχης ἐνδιαφερόμενος γιά τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας υἱοθέτησε τήν δεύτερη ἄποψη καί διόρισε Ἐπιτροπή Διαλόγου ἀποτελούμενη ἀπό τούς Ἀρχιεπισκόπους Σεραφείμ Alexandrov, Τύχωνα Obolensky καί Ἰλαρίωνα Troisky.
Τόν Σεπτέμβριο τοῦ 1923 συνεδρίασαν στή Μονή Ντόνσκοϊ 27 Ἐπίσκοποι, γιά νά ἐξετάσουν τήν πρόοδο τοῦ Διαλόγου, ὁ ὁποῖος - παρά τίς Πατριαρχικές προθέσεις – εἶχε ἀποβεῖ ἄκαρπος, διότι ἡ "Ζωντανή Ἐκκλησία" συγκάλεσε τόν Αὔγουστο τοῦ 1923 μία νέα Σύνοδο, κατά τήν ὁποία ἐπίσημα ἀρνήθηκε τήν ἐπιστροφή της στούς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως εἶχε ζητήσει ὁ Πατριάρχης. Ἀρκετά πάντως στελέχη της, ὅπως ὁ Πρωθιερεύς Κρασνίτσυ, ἑνώθηκαν μέ τόν Πατριάρχη.
Μεταξύ ἐκείνων πού ἐπέστρεψαν, ἦταν καί ὁ Μητροπ. Σέργιος, ὁ ὁποῖος ζήτησε ἀπό τόν Πατριάρχη καί τήν Ἐκκλησία δημόσια συγγνώμη, σέ ἔνδειξη μάλιστα τῆς ἀποκαταστάσεώς του ὁ ἴδιος ὁ Τύχων προσωπικά τοῦ ἐπέστρεψε τό ἀρχιερατικό ἐγκόλπιο καί τά λοιπά διακριτικά τοῦ ἐπισκοπικοῦ του ἀξιώματος Preemvstvennost Grekka”, σελ. 7 - 9) . Ὅμως ὁ πνευματοφόρος Στάρετς Νεκτάριος τῆς Ὄπτινα (+ 1928), ὅταν πληροφορήθηκε τό γεγονός, εἶπε προφητικά: "Τό δηλητήριο τοῦ νεωτερισμοῦ βρίσκεται ἀκόμη μέσα του". Τά λόγια αὐτά ἐπαληθεύθηκαν ὅταν τό 1927 ὁ Σέργιος ὑπέταξε τό Πατριαρχεῖο στό ἀθεϊστικό καθεστώς. Γιά τήν "Ζωντανή Ἐκκλησία" ὁ ἴδιος Στάρετς εἶχε πεῖ χαρακτηριστικά:
"Δέν ὑπάρχει ἡ Θεία Χάρη ἐκεῖ. Ἐπαναστατῶντας ἐναντίον τοῦ νομίμου Πατριάρχου Τύχωνος, οἱ Ἐπίσκοποι καί οἱ Ἱερεῖς τῆς "Ζωντανῆς Ἐκκλησίας" ἔχουν στερηθεῖ τήν Θεία Χάρη κι ἔχουν χάσει σύμφωνα μέ τούς Κανόνες τό Ἱερατικό τους ἀξίωμα. Γι' αὐτό ἡ Λειτουργία πού κάνουν εἶναι βλασφημία"! ("Ὅσιος Νεκτάριος..." σελ. 157. Καί I. Kontsevich, “Optina Pustin I ee vremia”, 1971, σελ. 546).
"Ἀκόμη - γράφεται στόν Βίο του - ἀπαγόρεψε στά πνευματικά του παιδιά νά εἰσέρχονται στίς ἐκκλησίες τῶν νεωτεριστῶν. Ἄν ὑπῆρχαν θαυματουργές εἰκόνες σ'αὐτές τίς ἐκκλησίες, τούς ἔλεγε πώς μπαίνοντας μέσα πρέπει νά πηγαίνουν κατευθείαν στήν εἰκόνα καί οὔτε μέ τήν σκέψη, οὔτε μέ τίς κινήσεις νά συμμετέχουν στίς ἐκεῖ τελούμενες Ἀκολουθίες. Ἀκόμη καί τά κεριά πού θ' ἄναβαν στή θαυματουργό εἰκόνα, ἔπρεπε νά τά φέρουν ἀπό τό σπίτι τους ἤ ἀπό κάποια κανονική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία" ("Ὅσιος Νεκτάριος...", σελ. 157).
Γιά τήν σθεναρή στάση κατά τῆς "Ζωντανῆς Ἐκκλησίας", τόσο τοῦ Στάρετς Νεκταρίου, ὅσο καί τῆς Μονῆς Ὄπτινα, τό περίφημο αὐτό κέντρο πνευματικῆς καθοδηγήσεως στήν προεπανασταστική καί ἐπαναστατική Ρωσία διαλύθηκε ἀπό τίς Σοβιετικές Ἀρχές, καθώς καί ἡ γυνακεία Μονή Σαμορντῖνο (τοῦ μακαρίου Στάρετς Ἀνβροσίου).
Ἤδη ἀπό τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1917, ἡ γῆ τῆς Μονῆς εἶχε ἀρχίσει σταδιακά νά δημεύεται. Ὅσοι μοναχοί μποροῦσαν νά ἐργασθοῦν δημιούργησαν ἕναν γεωργικό συνεταιρισμό. Τελικά ἡ Μονή ἔκλεισε τήν Κυριακή τῶν Βαϊων τοῦ 1923. Ὁ Ἐπίσκοπος Μιχαῖας μέ τούς διακονητές του, ὁ Ἡγούμενος Ἰσαάκιος καί ὁ Οἰκονόμος Παντελεήμων συνελήφθησαν. Τήν περίοδο ἐκείνη ἡ Μονή εἶχε περίπου 250 μοναχούς! Οἱ ἀθεϊστές ζήτησαν ἀπό τούς μοναχούς νά ἀποκηρύξουν τήν μοναχική τους ἰδιότητα, γιά νά παραμείνουν! καί ὅταν κανείς δέν δέχθηκε, τούς ἐπέτρεψαν νά πάρουν μόνο "δύο ἀλλαξιές ροῦχα, λίγα πιατικά καί τίποτα ἄλλο"! Ἡ Μονή μετατράπηκε σέ "ἀναπαυτήριο πολιτῶν"! ("Ὅσιος Νεκτάριος...", σελ. 204 - 205).
Γ. Τό θέμα τῆς εἰσαγωγῆς τοῦ Νέου Ἡμερολογίου, ὅπως ἔγραψε ὁ ἴδιος ὁ Τύχων, τέθηκε ἀπό τήν Σοβιετική Κυβέρνηση πολλές φορές καί συνδιάσθηκε μέ τήν ὑπόσχεση γιά περισσότερη ἐλευθερία τῆς Ἐκκλησίας.
Τήν ἴδια περίοδο (Ἰούνιος 1923), συγκλήθηκε στήν ΚΠολη τό ὑπό τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη Μελέτιο Δ' Μεταξάκη λεγόμενο Πανορθόδοξο Συνέδριο, στό ὁποῖο - ἐκτός τῶν ἄλλων καινοτομιῶν - ἀποφασίσθηκε καί ἡ εἰσαγωγή τοῦ Γρηγοριανοῦ - Νέου Ἡμερολογίου. Τό Συνέδριο ὁλοκλήρωσε τίς ἐργασίες του τήν 10. 6. 1923. Τήν ἑπομένη (11. 6. 1923), ὁ Ἑβραϊκῆς καταγωγῆς Πρόεδρος τῆς Ἀντιθρησκευτικῆς Ἐπιτροπῆς τῆς Σοβιετικῆς Ἑνώσεως G. Yaroslavsky, ζήτησε μέ ἀναφορά του πρός τόν Στάλιν καί τό Πολιτικό Γραφεῖο νά πιεστεῖ ὁ Πατριάρχης Τύχων "νά ἐκφράσει τήν συμφωνία του σέ ὁρισμένες μεταρρυθμίσεις ἐκκλησιαστικοῦ ἐνδιαφέροντος, π. χ. τοῦ Νέου Ἡμερολογίου". Ὁ λόγος τῆς κυβερνητικῆς ἐπιμονῆς γιά συμφωνία τοῦ Τύχωνος προκύπτει ἀπό σημείωμα τοῦ ἰδίου Σοβιετικοῦ ἀξιω-ματούχου, μέ ἴδια ἡμερομηνία. "Ἡ συμφωνία τοῦ Τύχωνος ἀκόμη καί σέ μία ἀπό αὐτές τίς μεταρρυθμίσεις, θά τόν κάνει "αἱρετικό", ἕναν νεωτεριστή στά μάτια τῶν Ὀρθοδόξων"! (Βλ. N. N. Pokrovsky - S. G. Petrov, "Arkhivy Kremlia: Politbyro i Tserkov, 1922 - 1925", Μόσχα 1997, τ. 1ος, σελ. 282 - 284).
Τήν 2. 10. 1923 ὁ Τύχων συγκάλεσε μία μικρή Σύνοδο Ἐπισκόπων καί ἀποδέχθηκε τήν ἀλλαγή τοῦ Ἡμερολογίου. Ἡ ἀπόφαση αὐτή προέκυψε ἀπό τήν ἐλλειπῆ καί μονομερή ἐνημέρωση τόσο τοῦ Πατριάρχη, ὅσο καί τῶν λοιπῶν Ἀρχιερέων (μποροῦσαν νά διαβάσουν μόνο Σοβιετικές ἐφημερίδες), γιά τό λεγόμενο Πανορθόδοξο Συνέδριο τῆς ΚΠόλεως. Δέν γνώριζαν, ὅτι στό Συνέδριο δέν συμμετεῖχαν τά λοιπά Πατριαρχεῖα καί οἱ Σλαυϊκές Ἐκκλησίες καί ἐπίσης ὅτι οἱ Ρῶσοι Ἀρχιερεῖς πού συμμετεῖχαν - οἱ Ἀρχιεπίσκοποι Ἀλέξανδρος καί Ἀναστάσιος (Πρωθιεράρχης τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας τῆς Διασπορᾶς ἀπό τό 1936 μέχρι τό 1965) - δέν συμφώνησαν μέ τίς ἀλλαγές. Μόλις οἱ σημαντικές αὐτές λεπτομέρειες ἔγιναν γνωστές τηλεγραφικά ἀπό τόν ἀρχιεπ. Ἀναστάσιο, ὁ Πατριάρχης Τύχων - λαμβάνοντας σοβαρῶς ὑπ' ὄψη τήν ἀντίδραση τοῦ Ρωσικοῦ λαοῦ καί τῆς Ρωσικῆς Διασπορᾶς - ἀκύρωσε τήν ἀπόφαση. (M. E. Gubonin, "Akty Svia-teishago Patriarkha Tikhona", Μόσχα 1994, σελ. 299 - 300, 335).
Τό 1924, ὁ Πρωθιεράρχης τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας τῆς Διασπορᾶς Μητροπ. Ἀντώνιος (σύμφωνα μέ τόν Μοναχό Ἐπιφάνιο μέ ὑπόδειξη ἤ ἐνθάρρυνση τοῦ Πατριάρχου Τύχωνος), πραγματοποίησε μία περιοδεία διαρκείας ἑννέα μηνῶν κατά τῆς εἰσαγωγῆς τοῦ Νέου Ἡμερολογίου, στίς τοπικές Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες καί τό Ἅγιο Ὄρος (παρά τήν ἀπαγόρευση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου). Κατά τήν περίοδο αὐτή ἐπισκέφθηκε τούς φίλους του Πατριάρχες Ἀλεξανδρείας Φώτιο, Ἀντιοχείας Γρηγόριο, Ἱεροσολύμων Δαμιανό καί Σερβίας Δημήτριο, μέ σημαντικά ἀποτελέσματα.
Στό μόνο τμῆμα τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας στό ὁποῖο ἴσχυσε ἡ ἡμερολογιακή ἀλλαγή ἦταν ἡ Ἀρχιεπισκοπή Φιλλανδίας*, ἡ ἐξέλιξη αὐτή ὅμως ἦταν συνέπεια τῆς ἐπεμβάσεως τοῦ Πατριάρχου ΚΠόλεως Μελετίου Μεταξάκη.
Ἡ "Ζωντανή Ἐκκλησία" διαλύθηκε κατά τήν διάρκεια μιᾶς θεατρικῆς Συνόδου, τόν Ὀκτώβριο τοῦ 1926.

Ἐπιλογή Βιβλιογραφίας:
A. I. Vedenskij, “Cerkov Patriarha Tyhona”, 1923.
B. V. Titlinov, “Novagia Cerkov”, 1924.
.................................................................................................................................................................... *Τόν Φεβρουάριο τοῦ 1921 ὁ Πατριάρχης Τύχων παραχώρησε αὐτονομία στήν Ἀρχιεπισκοπή Φιλλανδίας, ἡ ὁποία πάντως παρέμενε τμῆμα τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας. Τήν 9. 6. 1922 ὁ Πατριάρχης ΚΠόλεως Μελέτιος Δ' ὁ Μεταξάκης, μέ πρόσχημα τήν σύλληψη καί φυλάκιση τοῦ Τύχωνος, ἐπενέβη στή Φιλλανδία (ἀλλά καί στήν Πολωνία καί τίς Βαλτικές Χώρες) καί τήν ὑπήγαγε στή δικαιοδοσία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Τήν 14. 11. 1923, μετά τήν ἀπελευθέρωσή του, ὁ Πατριάρχης Τύχων καί ἡ ὑπ' αὐτόν Σύνοδος, μετά ἀπό εἰσήγηση τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Φιλλανδίας Σεραφείμ, ἀνανέωσε τήν ὑπαγωγή της στό Πατριαρχεῖο Μόσχας.
Τήν ἀπόφαση αὐτή ἀμφισβήτησε ἔμπρακτα ὁ Μελέτιος Μεταξάκης, ἔτσι μέχρι σήμερα ἡ Ἀρχιεπισκοπή Φιλλανδίας ὑπάγεται στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, ὡς αὐτόνομος Ἐκκλησία, καί χρησιμοποιεῖ ὄχι μόνον τό Νέο Ἡμερολόγιο, ἀλλά καί τό Δυτικό Πασχάλιο.
Ἡ ἀλλαγή τοῦ ἡμερολογίου στή Φιλλανδία προκάλεσε - ἐκτός τῶν ἄλλων - καί τήν διάλυση τῆς περιωνύμου Μονῆς Βαλαάμ - ἡ ὁποία τότε ἀριθμοῦσε περί τούς 600 μοναχούς, ὑπό τόν Ἡγούμενο Παυλῖνο - μέ ἐξορίες καί διωγμούς τῶν ἀντιδρώντων μοναχῶν.

6. Ὁ Πατριάρχης Τύχων (+ 1925)
Ὁ Πατριάρχης Τύχων ὑπῆρξε χωρίς ἀμφιβολία ἡ μεγαλύτερη προσωπικότητα τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας κατά τόν 20ό αἰ. Ἱεράρχης μέ σημαντική θεολογική κατάρτιση, δύναμη καί παρρησία, διοικητικές ἱκανότητες καί ἀναγνωρισμένη ἀρετή καί πνευματικότητα, ἀνέλαβε τήν διοίκηση τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας στήν πλέον δύσκολη στιγμή τῆς ἱστορίας Της.
Ὁ κατά κόσμον Βασίλειος Ἰβάνοβιτς Μπελάβιν, γεννήθηκε τήν 19. 1. 1865 στό Τροπέτς τῆς περιοχῆς Πσκώφ καί ἦταν γιός Ἱερέως. Τά ἐγκύκλια γράμματα παρακολούθησε στό τοπικό ἐνοριακό σχολεῖο καί στή συνέχεια φοίτησε στήν Ἱερατική Σχολή τῆς Ἐπισκοπῆς καί στήν Ἀκαδημία τῆς Πετρουπόλεως, ἀπό ὅπου ἀποφοίτησε μέ ἄριστα σέ ἡλικία 23 ἐτῶν καί διορίστηκε ἀμέσως Καθηγητής στό Ἐκκλησιαστικό Σεμινάριο τοῦ Πσκώφ. Τό 1891 ἔγινε μοναχός μέ τό ὄνομα Τύχων καί τό 1897, σέ ἡλικία μόλις 33 ἐτῶν, χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος Λούμπλιν, βοηθός τῆς Ἐπισκοπῆς Βαρσοβίας. Τό 1898 μετατέθηκε στήν ἱεραποστολική ἕδρα τῆς Ἀλάσκας καί τό 1900 διορίστηκε στήν Ἐπισκοπή Βορείου Ἀμερικῆς. Τό 1905, σέ ἀναγνώριση τῶν ἱεραποστολικῶν του ὑπηρεσιῶν, ὀνομάσθηκε Ἀρχιεπίσκοπος καί τό 1907 διορίσθηκε σέ μία τῶν ἀρχαιοτέρων ἑδρῶν τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας, τήν Ἐπισκοπή Γιαροσλάβ καί Ροστώβ.
Ὁ πόλεμος τοῦ 1914 τόν βρῆκε νά ποιμαίνει τήν Ἐπισκοπή Βίλνας. Ἡ περιοχή του ὑπῆρξε θέατρο πολεμικῶν συγκρούσεων, μέ ἀποτέλεσμα τήν δεινή κακοπάθεια τοῦ λαοῦ. Κατά τήν περίοδο αὐτή ὁ ἀρχιεπ. Τύχων βρῆκε τήν εὐκαιρία νά δείξει τά φιλάνθρωπα αἰσθήματά του, χάρις στά ὁποῖα ἔγινε εὑρύτατα γνωστός, μέ ἀποτέλεσμα νά διοριστεῖ ἀπό τόν Τσάρο Νικόλαο Β' μέλος τῆς Ἱερᾶς Συνόδου. Σ' αὐτή τήν θέση τόν βρῆκε ἡ Ἐπανάσταση τοῦ 1917. Τήν 19. 6. 1917 ὀνομάσθηκε Ἀριεπίσκοπος Κρουτίτσης καί Κολόμνας. Τήν 14. 8. 1917 ἡ Πανρωσική Σύνοδος τόν ὀνόμασε Μητροπ. Μόσχας καί τήν ἑπομένη 15. 8. 1917 τόν ἀνέδειξε Πρόεδρό της, μέ ψήφους 564 ἔναντι 33.
Τίς μακρές συζητήσεις στή Σύνοδο γιά τήν ἐπανίδρυση ἤ μή τοῦ Πατριαρχείου, ἐπίσπευσαν οἱ ραδγαῖες πολιτικές ἐξελίξεις. Κατά τήν κρίσιμη ψηφοφορία τῆς 30ης Ὀκτωβρίου 1917, ἐπί 317 παρόντων μελῶν, ψήφισαν 265, ἀπό τούς ὁποίους 141 ὑπέρ καί 112 κατά τῆς ἐπανιδρύσεως
τοῦ Πατριαρχείου. Στή συνέχεια ἡ Σύνοδος προχώρησε σέ ἐκλογή Πατριάρχη, μέ πρόταση τοῦ Καθηγητή Σοκόλωφ. Κατά τήν πρώτη ψηφοφορία ἐξελέγησαν 25 ὑποψήφιοι! μέ πρώτους τόν Ἀρχιεπίσκοπο Χαρκόβου Ἀντώνιο μέ 101 ψήφους, τόν Ἀρχιεπίσκοπο Νόβγκοροντ Ἀρσένιο μέ 27 καί τόν Μητροπολίτη Κρουτίτσης Τύχωνα μέ 23. Κατά τήν δεύτερη ψηφοφορία ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀντώνιος πῆρε 159 ψήφους, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀρσένιος 148 καί ὁ Μητροπολίτης Τύχων 125.
Ἡ τελική ἐκλογή ἔγινε μέ κλῆρο, ἐνώπιον τῆς Εἰκόνος τῆς Παναγίας τοῦ Βλαδιμήρ. Ἐκλεκτός τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ δέν ἦταν ὁ ἐκλεκτός τοῦ σώματος τῆς Συνόδου Ἀρχιεπίσκοπος Ἀντώνιος, ἀλλά ὁ Μητροπολίτης Τύχων, τόν ὁποῖο ἀνέδειξε Πατριάρχη Μόσχας καί πάσης Ρωσίας ὁ κλῆρος πού τράβηξε ὁ γηραιός Ἱερομόναχος Ἀλέξιος καί παρέδωσε στόν προεδρεύοντα Μητροπ. Κιέβου Βλαδίμηρο.
Ὁ Μητροπ. Τύχων ἀποδέχτηκε τήν ἐκλογή λέγοντας τά ἀκόλουθα: "Στό ἐξῆς μέσα στά καθήκοντά μου θά εἶναι καί ἡ μέριμνα γιά ὅλες τίς ἐκκλησίες τῆς Ρωσίας, γιά τίς ὁποίες θέ πρέπει νά πεθαίνω καθημερινά. Βρίσκω δύναμη στό γεγονός, ὅτι δέν ἐπιδίωξα τήν ἐκλογή. Ἦρθε σέ μένα ὄχι κατά τό θέλημα τῶν ἀνθρώπων, ἀλλά κατά τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἐλπίζω, ὅτι Αὐτός πού μέ κάλεσε, θά μέ βοηθήσει μέ τήν εὐλογία Του".
Ὁ Τύχων ἐνθρονίσθηκε Πατριάρχης τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας στή Μητρόπολη τῆς Ρωσικῆς Ὀρθοδοξίας, τόν Καθεδρικό Ναό Κοιμ. Θεοτόκου Κρεμλίνου, τήν 29η Νοεμβρίου 1917. Μέχρι τήν ἐνθρόνισή του ἔμεινε στή Λαύρα τῆς Ἀγίας Τριάδος - ἁγ. Σεργίου (τῆς ὁποίας ὁ ἑκάστοτε Πατριάρχης εἶναι Ἡγούμενος), προετοιμαζόμενος γιά τήν νέα του διακονία. Γιά τήν τελετή βρέθηκαν παλαιά πατριαρχικά ἄμφια στό ἀσύλητο, ἀκόμη, πλούσιο σκευοφυλάκιο τῶν Πατριαρχείων, ὅπως ἡ ράβδος τοῦ Μητροπ. Ρωσίας ἁγ. Πέτρου καί τό χαρακτηριστικό λευκό κάλυμμα κεφαλῆς τοῦ Πατριάρχου Νίκωνος. Τήν Πατριαρχική ράβδο ἐνεχείρησε στό νέο Πατριάρχη ὁ ἔχων τά πρεσβεία τῆς Ἀρχιερωσύνης Μητροπ. Κιέβου Βλαδίμηρος. Μετά τήν ἐνθρόνιση ὁ Τύχων ἡγήθηκε μιᾶς μεγάλης λιτανείας γύρω ἀπό τό Κρεμλίνο, ραντίζοντας τά τείχη μέ ἁγιασμό.
Ἡ ἐκλογή τοῦ Τύχωνος δυσαρέστησε τόν Ἀρχιεπίσκοπο Ἀντώνιο Κραποβίτσκυ (ὁ ὁποῖος στή συνέχεια διέφυγε στή Δύση καί ἡγήθηκε τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας τῆς Διασπορᾶς) καί τήν "Ἕνωση Δημοκρατικοῦ Ὀρθοδόξου Κλήρου καί Λαοῦ", ἡ ὁποία δέν ἀναγνώρισε τόν Τύχωνα καί προχώρησε στή διοργάνωση - σχίσμα τῆς "Ζωντανῆς Ἐκκλησίας" (ὅπως περιγράφεται προηγουμένως).
Ὁ Τύχων ἤθελε τήν Ρωσική Ἐκκλησία ἀπολύτως ἀνεξάρτητη ἀπό τήν Σοβιετική Πολιτεία καί γι' αὐτό δέν ταυτίσθηκε ὁ ἴδιος σάν πρόσωπο καί σάν ἡγέτης τῆς Ἐκκλησίας μέ τόν Τσαρισμό καί τήρησε ἀποστάσεις ἀπό τήν φιλομοναρχική πλευρά τῆς ὁποίας ἡγεῖτο ὁ Μητροπ. Ἀντώνιος Κραποβίτσκυ.
Τήν 9. 12. 1923 ἔγινε ἡ πρώτη ἀπόπειρα κατά τῆς ζωῆς του, ὅταν δύο ἔνοπλοι μπῆκαν στήν Πατριαρχική κατοικία καί σκότωσαν τόν στενό συνεργάτη του Μοναχό Ἰακώβ Πολοζώφ. Ἔγινε πλέον φανερό, ὅτι ἡ ζωή τοῦ Τύχωνος κινδύνευε. Ὁ στενός του φίλος Ἐπίσκοπος Μάξι-μος τοῦ Σερπούχωφ (τότε λαϊκός γιατρός), διέσωσε πληροφορίες καί γιά ἄλλες ἀπόπειρες (τήν 22. 12. 1924) μία ὁπλισμένη γυναῖκα μπῆκε στό γραφεῖο τοῦ Πατριάρχη, μέ ἀποτέλεσμα νά κινδυνέψει ἡ ζωή κάποιου ἄλλου ἀτόμου· ἄλλοτε ὁ ἐπίδοξος δολοφόνος γύριζε μέσα στό δωμάτιό του χωρίς νά τόν βλέπει, ἐμποδιζόμενος ἀπό μία ἀνώτερη δύναμη! καί συνήθως τοῦ ἔστελναν δηλητηριασμένα φάρμακα).
Πρός τό τέλος τῆς ζωῆς του οἱ πιέσεις τῆς Κυβερνήσεως γιά συνεργασία ἦσαν καθημερινές. Εἶναι χαρακτηριστικά τά ἀκόλουθα λόγια του: "Θά ἦταν καλύτερα γιά μένα νά ἔμενα στήν φυλακή. Ὑποτίθεται, ὅτι εἶμαι ἐλεύθερος, ἀλλά δέν μπορῶ νά κάνω ἀπολύτως τίποτα. Διορίζω ἕναν Ἐπίσκοπο στό Νότο καί αὐτοί τόν παίρνουν στόν Βορρᾶ· στέλνω ἕναν ἄλλο στή Δύση καί αὐτοί τόν πᾶνε στήν Ἀνατολή"!
Τήν 12. 1. 1925 ὁ Πατριάρχης μπῆκε σέ μία κλινική, διότι παρουσίαζε καρδιολογικά προβλήματα καί ἔπασχε ἀπό ἄσθμα. Παρά τήν κατάσταση τῆς ὑγείας του δεχόταν καθημερινά τούς συνεργάτες του καί ἀσκοῦσε τά καθήκοντά του. Κάποτε τόν ἐπισκέφθηκε ὁ μυστικός πράκτορας Touchakov καί τοῦ παρουσίασε ἕνα σχέδιο παραιτήσεως ἀπό τόν Θρόνο. Ταυτόχρονα τοῦ πρόσφεραν ἄνετη διαμονή στόν εὔκρατο Νότο γιά ἀνάπαυση. Ὁ Τύχων ἀρνήθηκε λέγοντας: "Σύντομα θά ἔχω ἀφθονία χρόνου γιά ἀνάπαυση, τώρα πρέπει νά δουλέψω".
Ὁ Τύχων παρά τήν ἀσθένειά του, δέν ἐγκαταλείφθηκε ἀπό τίς πευματικές του δυνάμεις, ἀλλά δεχόταν καθημερινά τούς συνεργάτες του καί ἐκτελοῦσε τά πατριαρχικά του καθήκοντα. Ἦταν ἀπόλυτα προσγειωμένος στήν κατάσταση τῆς χώρας του καί πολύ νωρίς διέκρινε τάσεις συνεργασίας μέ τό καθεστώς σέ κάποια μέλη τῆς Ἱεραρχίας. Γιά τοῦτο πρῶτος καλλιέργησε τήν ἰδέα τῆς "καθόδου" τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας στίς Κατακόμβες. Ἤδη μέ ἀπόφασή του ἀπό τό 1920, εἶχε ἐπιτρέψει τήν ἀνεξάρτητη δραστηριότητα τῶν Ἐπισκόπων. Ἡ περίπτωση τοῦ Ἐπισκόπου Μαξίμου τοῦ Σερπούχωφ (ἡ ὁποία περιγράφεται σέ ἄλλο σημεῖο), καθώς καί ἡ χειροτονία μυστικῶν Ἀρχιερέων ἀπό τόν ἴδιο ἤ μέ ἐντολή του ἀπό ἄλλους Ἀρχιερεῖς (1.000 περίπου, σύμφωνα μέ τόν Μοναχό Ἐπιφάνιο), ἀποδεικνύουν τήν ἀγωνία του γιά τήν διάσωση τῆς ἀνεξαρτησίας τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς Ἀποστολικῆς Της Διαδοχῆς. Πέρα ἀπό αὐτά, ἀντιλαμβανόμενος ὅτι μετά τόν θάνατό του θά ἦταν ἀδύνατη ἡ σύγκληση Συνόδου γιά τήν ἐκλογή Πατριάρχη, ὑπέδειξε γραπτῶς τρεῖς Μητροπολίτες γιά τήν θέση τοῦ Τοποτηρητή τοῦ Πατριαρχικοῦ Θρόνου (Κύριλλο τοῦ Καζάν, Ἀγαθάγγελο τοῦ Γιαροσλάβ καί Πέτρο τοῦ Κρούτισκ).
Ὁ Πατριάρχης Τύχων κοιμήθηκε τήν 25η Μαρτίου 1925, δηλητηρισμένος ἀπό πράκτορες τῆς Μυστικῆς Ἀστυνομίας (κατά τήν ὁμολογία τοῦ Ἐπισκόπου Μαξίμου τοῦ Σερπούχωφ). Δύο ἡμέρες πρίν, τήν Κυριακή 23η Μαρτίου, τέλεσε τήν τελευταῖα του Θεία Λειτουργία καί χειροτόνησε τόν Ἐπίσκοπο Ἐφραίμωβ Σέργιο (ἔπειτα Ἐπίσκοπο Μπουζουλούκ, Ἱερομάρτυρα, ὁ ὁποῖος κατασπαράχθηκε ζωντανός ἀπό ἀρουραίους ! τό 1930). Τά τελευταῖα του λόγια ἦταν: "Ἡ νύχτα θά εἶναι βαθειά καί θά διαρκέσει πολύ" (κατά τόν διακονητή του Κωνσταντῖνο Panshkevich).
Τό γεγονός τῆς δολοφονίας του προκύπτει - ἐκτός ἀπό τήν μαρτυρία τοῦ Ἐπισκόπου Μαξίμου - καί ἀπό τήν αὐτοβιογραφία τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Πιτιρίμ Λαντίγκιν (Μεγαλοσχήμου Πέτρου, + 1957), τήν ὁποία διέσωσε ὁ Μοναχός Ἐπιφάνιος. Τίς σχετικές πληροφορίες ὁ ἀρχιεπ. Πιτιρίμ τίς εἶχε πάρει ἀπό τούς δύο διακονητές τοῦ Τύχωνος, τούς ὁποίους γνώριζε ἀπό παλιά, καί ὁ Μοναχός Ἐπιφάνιος τίς κατέγραψε ὅταν διάβασε τήν χειρόγραφη αὐτοβιογραφία τοῦ Πιτιρίμ, τήν ὁποία ἔγραψε λίγο πρίν τυφλωθεῖ.
Κατά τόν ἀρχιεπ. Πιτιρίμ ὅλα ἄρχισαν τό βράδυ τῆς παραμονῆς τῆς ἑορτῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου (24. 3. 1925), ὅταν ὁ Πατριάρχης Τύχων ξεκίνησε γιά τόν Καθεδρικό Ναό, γιά νά χοροστατήσει στόν ἑσπερινό. Τότε ἐμφανίσθηκε ὁ Μητροπ. Τβέρ Σεραφείμ (Ἀλεξάντρωφ, ἤδη μυημένος στό σχέδιο σοβιετοποιήσεως τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας, στή συνέχεια συνεργάτης τοῦ Μητροπ. Σεργίου), ὁ ὁποῖος τόν ἐμπόδισε νά βγεῖ μέ τό αἰτιολογικό, ὅτι ἦταν ἀσθενής καί ἐπέμενε νά καλέσουν ἕναν γιατρό. Παρά τίς ἀντιρρήσεις τοῦ Τύχωνος ἐμφανίσθηκε ἕνας "γιατρός", τόν ἐξέτασε, τοῦ σύστησε νά ξαπλώσει καί ζήτησε ἀπό τόν ἕναν ἀπό τούς διακονητές νά τόν συνοδεύσει στό πλησιέστερο φαρμακεῖο, ὅπου ἕνα "φάρμακο" ἑτοιμάσθηκε ἀμέσως. Μόλις ὁ Πατριάρχης πῆρε τό "φάρμακο" κατέρρευσε! Ὅταν ἔφθασε ὁ προσωπικός του γιατρός, τόν βρῆκε ἀναί-σθητο καί σ' αὐτή τήν κατάσταση τόν μετέφερε μέ ἀσθενοφόρο στό νοσοκομεῖο. Ἐκεῖ, παρά τίς προσπάθειες τῶν γιατρῶν, ὁ Τύχων κατέλειξε, τήν 3η πρωϊνή τῆς 25ης Μαρτίου 1925.
Ἡ δολοφονία τοῦ Τύχωνος προκύπτει καί ἀπό τό ἰατρικό ἀνακοινωθέν τοῦ θανάτου του τό ὁποῖο ὑπογράφηκε στή Μονή Ντόνσκοϊ, ἐνῶ ὁ Πατριάρχης ἀπεβίωσε στό νοσοκομεῖο, καί σύμφωνα μ’ αὐτό ὁ θάνατός ἐπῆλθε τήν 11: 45 τῆς 25. 3. 1925.
Ἡ κηδεία του ἦταν κάτι τό πρωτοφανές γιά τήν ταραγμένη ἐκείνη ἐποχή.
Παρά τίς κυβερνητικές ἀπαγορεύσεις ῶν δημοσίων λατρευτικῶν ἐκδηλώσεων, οἱ καμπάνες ὅλων τῶν ναῶν τῆς Μόσχας κτυποῦσαν πένθιμα καί ἑκατοντάδες χιλιάδες πιστῶν παρακολούθησαν τόν ἐνταφιασμό του στή Μονή Ντόνσκοϊ, συμμετεχόντων 58 Ἐπισκόπων. Τό Λείψανο τοῦ Πατριάρχου κατατέθηκε στόν χειμερινό ναό τῆς Μονῆς.
Τόν Μάϊο τοῦ 1991, μετά τήν ἐπιστροφή τῆς Μονῆς στό Πατριαρχεῖο Μόσχας, κατά τήν διάρκεια ἐργασιῶν μετά ἀπό πυρκαγιά, βρέθηκε ὁ τάφος τοῦ μαρτυρικοῦ Πατριάρχου καί τήν 19. 2. 1992 ἀνακομίσθηκε τό Λείψανό του, τό ὁποῖο βρέθηκε ἀδιάφθορο. Εἶναι χαρακτηριστικό, ὅτι ἄφθαρτα βρέθηκαν καί τά ἄμφια του, ἀκόμη καί τά φύλλα δάφνης πού ὑπῆρχαν στό φέρετρο (εἶχε κηδευθεῖ τήν Κυριακή τῶν Βαϊων τοῦ 1925). Σύμφωνα μέ αὐτόπτες μάρτυρες στό ἄφθαρτο Λείψανο τοῦ ἁγ. Τύχωνος μποροῦσε κανείς νά διακρίνει μέ εὐκολία τά χαρακτηριστικά τοῦ προσώπου του, ἐνῶ ἡ εὐωδία του ἦταν καταπληκτική.
Τήν 23. 3. 1992 περίπου 50 Πατριαρχικοί Ἐπίσκοποι - μέ προεξάρχοντα τόν Πατριάρχη Ἀλέξιο Β’ - συμμετεῖχαν στή μεταφορά τοῦ Λειψά-νου στό Καθολικό τῆς Μονῆς, ὅπου καί σήμερα φυλάσσεται.
Ἡ ἁγιότητά του διακηρύχθηκε Συνοδικά πρῶτα ἀπό τήν Ρωσική Ἐκκλησία τῆς Διασπορᾶς καί ἔπειτα ἀπό τό Πατριαρχεῖο Μόσχας. (Περιοδικό "Πληροφόρηση" Μητροπ. Δημητριάδος, φ. Ἰουλίου - Αὐγούστου 1992, σελ. 3).
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 25η Μαρτίου καί ἡ Ἀνακομιδή τοῦ Λειψάνου του τήν 19η Φεβρουαρίου.


Ἐπιλογή Βιβλιογραφίας:
B. V. Titlinov, “Novagia Cerkov”, 1924.
J. Swan, “A biography of Patriarch Tikhon”, 1964.
Μ. Ε. Gubonin, “Akty Svyateishago Tatriarkha Tikhona”, 1994.
M. I. Vostrisev, “Svjatitel Tyhon – Put Petriarha Moskov – Skogo I Byseja Rossii”, 1994.
"Ὁ ἅγ. Τύχων Πατριάρχης Μόσχας καί πάσης Ρωσίας", στή ρωσική, ἔκδοσις τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας, 1995.
π. Δημ. Serfes, “The life and works of St. Tikhon the Confessor, Patriarch of Moscow”, ἀχρονολόγητο.

7. Ἀπό τόν θάνατο τοῦ Τύχωνος (1925) στή Σοβιετοποίηση τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας (1927).
Ὁ Πατριάρχης Τύχων πρίν τόν θάνατό του, ἀναγνωρίζοντας τό ἀδύνατο τῆς συγκλήσεως Συνόδου γιά τήν ἐκλογή νέου Πατριάρχη, ὑπέδειξε γιά τήν θέση τοῦ Τοποτηρητή τοῦ Πατριαρχικοῦ Θρόνου τρεῖς Ἀρχιερεῖς, τούς Μητροπολίτες Κύριλλο τοῦ Καζάν, Ἀγαθάγγελο τοῦ Γιαροσλάβ καί Πέτρο τοῦ Κρούτισκ. Κατά τήν στιγμή τοῦ θανάτου του ἐλεύθερος βρέθηκε ὁ Μητροπ. Πέτρος, ὁ ὁποῖος καί ἀνέλαβε τήν διοίκηση τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας, μέ ἀπόφαση συνάξεως 58 Ἐπισκόπων, ὅσων συμμετεῖχαν στήν κηδεία τοῦ Τύχωνος.
Ἀναφερόμενος ὁ Πρωθιερεύς Βίκτωρ Ποτάπωφ στή μυστική Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῶν Κατακομβῶν γράφει: "Οἱ δυνατότητες τῆς δημιουργίας μυστικῆς Ἱεραρχίας, κατεβλήθησαν ἤδη ἀπό τήν τοπική Σύνοδο τοῦ 1917 - 18 καί ἀπό τόν Πατριάρχη Τύχωνα, διά μιᾶς δημιουργικῆς πρωτοβουλίας του στό χῶρο τοῦ Κανονικοῦ Δικαίου. Ἡ πρωτοβουλία αὐτή συνίστατο στό ἐξῆς: Γιά τήν θέση τοῦ Τοποτηρητή τοῦ Πατριαρχικοῦ θρόνου, διώρισε τρεῖς ὑποψηφίους διαδόχους του, τῶν ὁποίων τά ὀνόματα ἐκρατήθησαν μυστικά. Ὁ ἕνας ἐξ αὐτῶν μάλιστα, ὁ μετέπειτα Τοποτηρητής Μητροπολίτης Πέτρος (Πολιάνσκυ), κατά τήν στιγμή τῆς ἐπικυρώσεως τῆς ὑποψηφιότητός του, δέν εἶχε ἀκόμη κἄν χειροτονηθεῖ" ("Τό μαρτύριο καί ἡ μαρτυρία τῆς Ὀρθοδοξίας στή Ρωσία σήμερα", μετάφρασις Ἡσυχίου Μοναχοῦ, ἔκδοσις "Τό Περιβόλι τῆς Παναγίας", 1985, σελ. 206). Πράγματι ὁ Μητροπ. Πέτρος χειροτονήθηκε βοηθός Ἐπίσκοπος ἀπό τόν Πατριάρχη Τύχωνα, τήν 20. 7. 1920.
Ἡ ἀνάληψη τῆς διοικήσεως τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας ἀπό τόν Μητροπ. Πέτρο, δέν ἔγινε ὁμόφωνα δεκτή. Ὁ Ἀρχιεπ. Ἀνδρέας τῆς Οὔφα, μέ τό αἰτιολογικό ὅτι οἱ Ἱεροί Κανόνες (76ος Ἀποστολικός καί 23ος τῆς Ἀντιοχείας), δέν ἐπέτρεπαν μυστικές διαδικασίες, συνέχισε νά διοικεῖ τήν Ἐπισκοπή του ἀνεξαρτήτως τῆς κεντρικῆς ἐκκλησιαστικῆς διοικήσεως. Ἀκόμη, ἐπειδή ὁ Μητροπ. Πέτρος (ὅπως προηγουμένως καί ὁ Πατριάρχης Τύχων), δέν ἔχαιρε τῆς ἐμπιστοσύνης μέρους τοῦ Κλήρου, τῶν μοναχῶν καί τοῦ λαοῦ, διότι θεωροῦνταν ἀνοικτός σέ πιθανή διαπραγμάτευση μέ τήν Σοβιετική ἐξουσία, ἐμφανίσθηκαν μυστικές ἐκκλησιαστικές κοινότητες μέ δική τους Ἱεραρχία, προερχόμενη ἀπό τούς Δανιηλίτες Ἐπισκόπους τοῦ Ἀρχιεπ. Θεοδώρου τοῦ Βολοκολάμσκ (Ἡγουμένου τῆς Μονῆς τοῦ ἁγ. Δανιήλ Μόσχας) καί τίς χειροτονίες τοῦ Ἀρχιεπ. Ἀνδρέα τῆς Οὔφα (A. Smirnov, “Ugasshiye nepominayushchie v betge vremeni”, ἀριθμ. 40, 1998, σελ. 175).
Ἡ πρώτη ἀνάγκη τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας κατά τήν δεδομένη χρονική στιγμή, ἦταν ἡ σύγκληση Συνόδου γιά τήν ἐκλογή Πατριάρχου, ἀλλά πάνω σ’ αὐτό οἱ ἀντιρρήσεις τῆς Σοβιετικῆς ἐξουσίας ἦσαν ἐξαιρετικά ἰσχυρές, ἐφ’ ὅσον ἤθελαν μία Ἐκκλησία πού νά ἔλκει τήν νομιμότητά της ἀπό τήν Κυβέρνηση ἤ σέ ἄλλη περίπτωση ἕνα νέο σχίσμα πού θά τήν ἀποδυνάμωνε ἀκόμη περισσότερο. Αὐτό σύμφωνα μέ τήν θέση τοῦ θεωρητικοῦ τοῦ Κομμουνιστικοῦ Κόμματος τῆς Σοβιετικῆς Ἑνώσεως I. I. Skvortsov - Stepanov, τήν ὁποία εἶχε διατυπώσει ἤδη ἀπό τό 1922. «Ἄν καί τά σχίσματα στήν Ἐκκλησία ἦταν μέσα στά ἐνδιαφέροντα τοῦ Κομμουνισμοῦ, κύρια ἀρχή παραμένει ἡ ἐχθρότητα πρός κάθε θρησκεία καί ὁ ἀγῶνας ἐναντίον ὅλων τῶν θρησκειῶν» (D. Pospielovsky, “The Russian Church”, σελ. 91).
Μέ τήν εὐκαιρία τῆς ἀλλαγῆς στή διοίκηση τοῦ Πατριαρχείου οἱ Ἀνακαινιστές ἐπιχείρησαν - μέ τήν ὑποστήριξη τῶν Σοβιετικῶν Ἀρχῶν - ἕνωση μέ τό Πατριαρχεῖο, κατά τήν προετοιμασία τῆς νέας Συνόδου τους πού συγκάλεσαν τό Φθινώπωρο τοῦ 1923. Οἱ προσπάθειες αὐτές προσέκρουσαν στόν Μητροπ. Πέτρο ὁ ὁποῖος μέ δημόσια διακήρυξή του τήν 28. 7. 1925 ἔθεσε τόν ὅρο μιᾶς πραγματικῆς ἑνώσεως: Τήν ἐν μετανοίᾳ ἐπιστροφή τῶν Ἀνακαινιστῶν στήν Ἐκκλησία ἀπό τήν Ὁποία ἀποσχίσθηκαν. Μετά ἀπό τήν ἐξέλιξη αὐτή ὁ Μητροπ. Πέτρος κατηγορήθηκε ἀνοικτά ἀπό τόν Βεντένσκυ (ὁ ὁποῖος εἶχε ἤδη χειροτονηθεῖ Ἐπίσκοπος) κατά τήν Β’ Σύνοδο τῶν Ἀνακαινιστῶν ὡς φιλομοναρχικός καί οἱ προσπάθειες γιά ἕνωση διακόπηκαν.
Ἀπό τήν πλευρά της ἡ Σοβιετική Κυβέρνηση ζητοῦσε ἀπό τόν Μητροπ. Πέτρο μέσῳ τοῦ Πράκτορος Tuchkov συνομιλίες γιά τήν νομιμοποίηση τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας ὑπό τούς ὅρους τῆς κυκλοφορίας μιᾶς διακηρύξεως νομιμοφροσύνης μέ προσχεδιασμένο περιεχόμενο, τῆς καθαιρέσεως ὅλων τῶν Ἐπισκόπων πού ἦσαν ἀνεπιθύμητοι γιά τίς Ἀρχές, τῆς καταδίκης τῶν Ἐπισκόπων τῆς Διασπορᾶς καί τῆς συμμετοχῆς τῆς Κυβερνήσεως στίς μελλοντικές δραστηριότητες τῆς Ἐκκλησίας, μέ Κυβρνητικό Ἐπίτροπο τόν Tuchkov. Τούς ὅρους αὐτούς ὁ Μητροπ. Πέτρος ἀπέρριψε πλήρως καί ἐπίσης ἀρνήθηκε νά ὑπογράψει τό σχέδιο διακηρύξεως νομιμοφροσύνης πού τοῦ προτάθηκε (Gubonin αὐτ. σελ. 402).
Μετά ἀπό τίς ἐξελίξεις αὐτές ὁ Μητροπ. Πέτρος ἀντιλήφθηκε, ὅτι ἡ θέση του (καί πιθανῶς καί ἡ ζωή του), ἦταν ἐξαιρετικά ἐπισφαλής. Ἔτσι τήν 5. 12. 1925 συνέταξε μία διαθήκη πού θά ἴσχυε σέ περίπτωση θανάτου του καί τήν ἐπομένη 6. 12. 1925 μία δεύτερη πού θά ἴσχυε σέ περίπτωση συλλήψεώς του. Σύμφωνα μέ μία πηγή ὁ Μητροπ. Πέτρος στήν πρώτη διαθήκη μνημόνευε γιά τήν θέση τοῦ Ἀντιπροσώπου τοῦ Τοποτηρητοῦ τοῦ Πατριαρχικοῦ Θρόνου τούς Μητροπολίτες Νίζνι Νόβγκοροντ Σέργιο καί Κιέβου Μιχαήλ καί τόν Ἀρχιεπ. Ροστώφ Ἰωσήφ (τόν ἔπειτα Μητροπ. Πετρουπόλεως) καί στή δεύτερη τούς Μητροπολίτες Κύριλλο τοῦ Καζάν, Ἀγαθάγγελο τοῦ Γιαροσλάβ, Ἀρσένιο τοῦ Νόγκοροντ καί Σέργιο τοῦ Νίζνι Νόβγκοροντ.
Τήν 9. 12. 1925 συνεδρίασε ἡ Ἀντιθρησκευτική Ἐπιτροπή τοῦ Κομμουνιστικοῦ Κόμματος καί ἀποφάσισε τήν ἀπομάκρυνση τοῦ Μητροπ. Πέτρου ἀπό τήν ἡγεσία τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας. Τήν ἑπομένη 10. 12. 1925 ὁ Μητροπ. Πέτρος τέθηκε σέ κατ’ οἶκον περιορισμό καί τήν 12. 12. 1925 συνελήφθη καί φυλακίσθηκε στίς ἐσωτερικές Φυλακές Λουμπιάνκα τῆς Μόσχας. Μαζί του συνελήφθησαν κ. ἄ. Ἀρχιερεῖς τῶν ἰδίων μ’ αὐτόν ἀπόψεν ὅπως οἱ Ἀρχιεπίσκοποι Νικόλαος τοῦ Βλαδιμήρ, Παχώμιος τοῦ Τσερνίκωφ, Προκόπιος τῆς Χερσῶνος καί Γουρίας τοῦ Ἰρκούτσκ καί οἱ Ἐπίσκοποι Παρθένιος τοῦ Ἀνανίεβσκ, Δαμασκηνός τοῦ Γκλούκωφ, Τύχων τοῦ Κομέλ καί Βαρσανούφιος τοῦ Καργκοπόλ.
Μετά τήν ἀπομάκρυνση τοῦ Μητροπ. Πέτρου, οἱ Σοβιετικοί ὑποκίνησαν μία Ἀρχιερατική διαμάχη γιά τήν ἀνάληψη τῆς διοικήσεως τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας, δύο Ἐπισκοπικῶν ὁμάδων, μιᾶς ὑπό τόν Μητροπ. Νίζνι Νόβγκοροντ Σέργιο καί μία ὑπό τόν Ἀρχιεπίσκοπο Αἰκατερίενμπουργκ Γρηγόριο.
Τήν 14. 12. 1925 ὁ Μητροπ. Σέργιος μέ μία δήλωσή του γνωστοποίησε τήν ἀνάληψη ἀπ’ αὐτόν τῆς διοικήσεως τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας, σύμφωνα μέ τήν διαθήκη τοῦ Μητροπ. Πέτρου, ἀλλά οἱ Σοβιετικές Ἀρχές ἀπαγόρευσαν τήν ἀπομάκρυνσή του ἀπό τήν ἕδρα του. Ἔτσι τήν 22. 12. 1925 μία ὁμάδα 9 Ἀρχιερέων ὑπό τόν Ἀρχιεπ. Γρηγόριο συνεδρίασε στή Μονή Ντόνσκοϊ καί ἀποφάσισε τήν δημιουργία ἑνός προσωρινοῦ Ἀνωτάτου Ἐκκλησιαστικοῦ Συμβουλίου, μέ σκοπό τήν σύγκληση μιᾶς κανονικῆς Συνόδου. Οἱ Γρηγοριάτες - ὅπως ὀνομάσθηκαν - διακήρυξαν τήν πλήρη ὑπακοή καί νομιμοφροσύνη τους πρός τήν Σοβιετική Κυβέρνηση καί ἐπίσης ὅτι ἡ ἕνωση τῶν Ἀνακαινιστῶν μέ τό Πατριαρχεῖο δέν ἦταν ἐφικτή (Πρωτ. Vladislav Tsypin, “ Russkaya Tserkov, 1925 - 1938”, 1999, σελ. 33).
Οἱ Γρηγοριάτες ἀναγνωρίστηκαν ἀπό τήν Σοβιετική Κυβέρνηση τήν 2. 1. 1926 καί τήν 7. 1. 1926 ἡ Ἐφημερίδα «Ἰζβέστια» δημοσίευσε ἐπιστολή τοῦ Ἀρχιεπ. Γρηγορίου μέ τήν ὁποία εὐχαριστοῦσε τίς Σοβιετικές Ἀρχές.
Τήν 14. 1. 1926 ὁ Μητροπ. Σέργιος ζήτησε ἐγγράφως ἐξηγήσεις ἀπό τόν Ἀρχιεπ. Γρηγόριο. Ὁ Γρηγόριος ἀπάντησε τήν 17. 1. 1926 τονίζοντας, ὅτι ἐνῶ ἀναγνώριζε τά δικαιώματα τῶν τριῶν ὑποψηφίων Τοποτηρητῶν πού εἶχε ὁρίσει ὁ Πατριάρχης Τύχων, ἐν τούτοις δέν ἀναγνώριζε στόν ἴδιο κάποιο δικαίωμα, διότι ἡ προσωπική ἀλληλογραφία (τοῦ Μητροπ. Πέτρου μέ τόν Μητροπ. Σέργιο), δέν ἦταν ὑπεράνω τῶν Ἱερῶν Κανόνων. Σέ ἀπάντηση ὁ Μητροπ. Σέργιος ἔθεσε τήν 29. 1. 1926 σέ ἀργία τόν Ἀρχιεπ. Σέργιο καί τούς περί αὐτόν Ἀρχιερεῖς καί κήρυξε ἄκυρες τίς μετά τήν 22. 12. 1925 χειροτονίες τους (Gubonin αὐτ. σελ. 429).
Τήν 1. 2. 1926 οἱ Γρηγοριάτες πέτυχαν νά συναντήσουν τόν Μητροπ. Πέτρο στή φυλακή καί τοῦ ζήτησαν νά τούς ἀναθέσει τήν διοίκηση τοῦ Πατριαρχείου, ἀφοῦ ὁ Μητροπ. Σέργιος δέν μποροῦσε νά ἔρθει στή Μόσχα καί οἱ ἄλλοι δύο ὑποψήφιοι Ἀντιπρόσωποι τοῦ Τοποτηρητοῦ (Μιχαήλ τοῦ Κιέβου καί Ἰωσήφ τοῦ Ροστώφ), ἀρνήθηκαν νά ἀναλάβουν καθήκοντα, ἀλλά ὁ Μητροπ. Πέτρος δέν ἐνέδωσε.
Τήν 4. 2. 1926 ὁ Μητροπ. Πέτρος ἀσθένησε καί μεταφέρθηκε στό νοσοκομεῖο τῶν Φυλακῶν Λουμπιάνκα τῆς Μόσχας. Τότε ξέσπασε ἕνας πραγματικός ἐμφύλιος πόλεμος μεταξύ τῶν Γρηγοριατῶν καί τῶν Σεργιανιστῶν, γιά τήν κατάληψη τῆς διοικήσεως τοῦ Πατριαρχείου. Αὐτό δέν εἶναι ἄσχετο μέ τήν ἀπόφαση τῶν Yaroslavsky καί Tuchkov γιά τήν δημιουργία νέου σχίσματος, γιά μεγαλύτερη ἀποδυνάμωση τῆς Ἐκκλησίας. Ταυτόχρονα οἱ Σοβιετικοί ἀπελευθέρωσαν τόν Μητροπ. Ἀγαθάγγελο, δεύτερο ὑποψήφιο Τοποτηρητή τοῦ Θρόνου, καί τόν ἔπεισαν νά δεχθεῖ τήν διοίκηση, πράγμα πού ὁ Ἀγαθάγγελος ἔκανε τήν 24. 4. 1926 ἀπό τό Πέρμ, κατά τήν ἐπιστροφή του ἀπό τήν ἐξορία. Προηγουμένως, τήν 22. 4. 1926, ὁ Μητροπ. Πέτρος ἀπέσυρε τήν ὑποστηριξή του ἀπό τούς Γρηγοριάτες.
Τήν ἀνάληψη τῆς διοικήσεως ἀπό τόν Μητροπ. Ἀγαθάγγελο ὁ Μητροπ. Σέργιος προσπάθησε νά ἀξιοποιήσει ὑπέρ τῶν σκοπῶν του καί μέ τήν πίεση τοῦ πράκτορος Tuchkov προσπάθησε νά πείσει τόν γηραιό Μητροπολίτη νά παραιτηθεῖ ὑπέρ αὐτοῦ. Ὅμως, ὅταν τελικά παραιτήθηκε ὁ Ἀγαθάγγελος, τήν 12. 6. 1926, τό ἔκανε ὑπέρ τοῦ Μητροπ. Πέτρου, ὅπως μαρτυρεῖ ὁ Ἐπίσκοπος Πέτρος Λαντίγκιν.
Πιό συγκεκριμένα ὁ ἐπ. Πέτρος ρώτησε τόν Μητροπ. Ἀγαθάγγελο ποιόν ἔπρεπε νά μνημονεύουν ἄν στό μέλλον ὁ Μητροπ. Κύριλλος, ἀλλά οὔτε καί ὁ Μητροπ. Πέτρος ἀνελάμβαναν καθήκοντα Τοποτηρητοῦ. «Ὑπάρχει ἀκόμη ὁ Μητροπ. Ἰωσήφ - ἀπάντησε ὁ Μητροπ. Ἀγαθάγγελος - πρώην τοῦ Οὔγκλιτς καί τώρα τῆς Πετρουπόλεως. Ὁρίσθηκε ἀπό τόν Πατριάρχη Τύχωνα σάν ὑποψήφιος σέ περίπτωση θανάτου τοῦ Πατριάρχη, ἐμοῦ, τοῦ Κυρίλου καί τοῦ Ἀντωνίου» (“Vospominank Katakomdnago Skhiepiskopa Petra (Ladygina)”, σελ. 200). Ἡ μαρτυρία αὐτή τοῦ Μητροπ. Ἀγαθαγγέλου ὁδηγεῖ στό συμπέρασμα, ὅτι ὁ Πατριάρχης Τύχων εἶχε συντάξει καί ἄλλη διαθήκη, πρίν τήν ἔξοδο τοῦ Μητροπ. Ἀντωνίου Κραποβίτσκυ ἀπό τήν Σοβιετική Ρωσία καί τήν δημιουργία τῆς Συνόδου τοῦ Κάρλοβιτς.
Τελικά τήν 13. 6. 1926 ὁ Μητροπ. Σέργιος, μέ ἐπιστολή του πρός τόν Μητροπ. Ἀγαθάγγελο ἀρνήθηκε νά παραδώσει τήν διοίκηση ὄχι μόνο στόν ἴδιο, ἀλλά ἀκόμη καί στόν Μητροπ. Πέτρο, ὁ ὁποῖος ἀπό τόν τόπο τῆς ἐξορίας του σέ ἐπιστολή του πρός τόν Μητροπ. Ἀγαθάγγελο (17. 4. 1926), ἔγραφε: "Θεωρῶ ὑποχρέωσή μου νά παραμείνω Τοποτηρητής, ἀκόμη καί ἄν πρόκειται νά φυλακισθῶ".
Τήν 10. 6. 1926 ὁ Μητροπ. Σέργιος μέ ἐπιστολή του πρός τούς Ἐπισκόπους, τόν Κλῆρο καί τόν λαό τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας, "ἐγνώριζε τήν ἐπιτυχίαν τῶν διαπραγματεύσεών του μετά τῆς Σοβιετικῆς Κυβερνήσεως, ἐτόνιζε τάς ἀντιθέσεις μεταξύ τοῦ Κομμουνισμοῦ καί τῆς Ἐκκλησίας, διεκήρυττε τήν ἀπόφασιν διατηρήσεως τῆς ὀρθῆς πίστεως καί ὑπισχνεῖτο ἀναγνώρισιν τοῦ πολιτικοῦ καθεστώτος, χωρίς ἀνάμιξιν εἰς τά πολιτικά ζητήματα, ἐνῶ παραλλήλως παρεδέχετο καί τήν ἀντισοβιετικήν πολιτικήν δραστηριότητα τῆς Ἐκκλησίας Κάρλοβιτς" (Βλ. Φειδᾶ αὐτ. σελ. 343). Τόν ἴδιο μῆνα (Ἰούνιο 1926) ὁ Μητροπ. Σέργιος συνελήφθη.
Τήν ἴδια περίοδο ὁ ἐξόριστος στό Στρατόπεδο Σολόβκι Ἀρχιεπ. Ἰλαρίων τοῦ Βερέϊ, μέ τήν σύμπραξη τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Κορνηλίου Sobolev καί τοῦ Ἐπισκόπου Παυλίνου Kroshechkin, συνέταξε μία ἐπιστολή πρός ὅλους τούς Ἀρχιερεῖς τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας, σχετικά μέ τήν ἐκλογή Πατριάρχου μέςῳ τῆς συλλογῆς ὑπογραφῶν. Μέχρι τόν Νοέμβριο τοῦ 1926 72 Ἀρχιερεῖς εἶχαν ὑπογράψει ὑπέρ τοῦ Μητροπ. Κυρίλου. Μεταξύ αὐτῶν ἦταν καί ὁ Μητροπ. Σέργιος! ὁ ὁποῖος συνελήφθη τήν 13. 12. 1926, ὁρίζοντας ἐκπροσώπους του τόν Μητροπ. Ἰωσήφ καί τούς Ἀρχιεπισκόπους Αἰκατερίενμπουργκ Κορνήλιο καί Ἀστραχάν Θαδδαῖο.
Ὑπάρχουν σοβαρές μαρτυρίες ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Μητροπ. Σέργιος κατέδωσε τό σχέδιο στίς Σοβιετικές Ἀρχές καί ἠ σύλληψή του ἦταν μέρος τοῦ προγράμματος ἁλώσεως τοῦ Πατριαρχείου πού ἦταν ἤδη σέ ἐξέλιξη.
Τήν 8. 12. 1926 ὁ Μητροπ. Ἰωσήφ τῆς Πετρουπόλεως ἀνέλαβε τήν διοίκηση τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας, ὡς Ἀντιπρόσωπος τοῦ Τοποτηρητοῦ Μητροπ. Πέτρου, σύμφωνα μέ τήν διαθήκη τοῦ τελευταίου τοῦ προηγουμένου ἔτους, ἀλλά καί τήν ἀνάθεση τοῦ Μητροπ. Σεργίου (Gubonin αὐτ. σελ. 422). Ὅμως οἱ Σοβιετικές Ἀρχές τόν ὑποχρέωσαν νά μετακινηθεῖ στό Γιαροσλάβ καί ἔτσι ὁ Μητροπ. Ἰωσήφ ἐμπιστεύθηκε τήν διοίκηση στούς Ἀρχιεπισκόπους Κορνήλιο Sobolev τοῦ Αἰκατερίενμπουργκ, Θαδδαῖο Uspensky τοῦ Ἀστραχάν καί Σεραφείμ Samoilovich τοῦ Οὔγκλιτς. Κατά τήν δεδομένη χρονική στιγμή ἐλεύθερος ἦταν ὁ Ἀρχιεπ. Σεραφείμ καί ἔτσι ἀνέλαβε καθήκοντα τήν 29. 12. 1926.
Μέ τήν ἔναρξη τοῦ 1927 οἱ πιέσεις τῶν Σοβιετικῶν Ἀρχῶν ἐπί τῶν ἡγετικῶν φυσιογνωμιῶν τοῦ Ἐπισκοπικοῦ σώματος τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας ἐντάθηκαν. Ἤδη τόν Δεκέμβριο τοῦ 1926 ὁ Πράκτορας Tuchkov ἐπισκέφθηκε τόν Μητροπ. Πέτρο, κρατούμενο στή φυλακή τοῦ Σούζνταλ, καί τοῦ ζήτησε νά παραιτηθεῖ ἀπό τήν θέση τοῦ Τοποτηρητοῦ, ἀλλά ἐκεῖνος ἀρνήθηκε. Ἀντίθετα τήν 1. 1. 1927 καί ἐνῶ βρισκόταν στό Πέρμ καθ’ ὁδόν πρός τόν τόπο ἐξορίας του στή Σιβηρία, μέ δεδομένη τήν ἀδυναμία τοῦ Μητροπ. Ἰωσήφ νά ἀναλάβει καθήκοντα, ἀνανέωσε τήν ἐντολή του πρός τόν Μητροπ. Σέργιο. Ἔκτοτε ὁ Μητροπ. Πέτρος δέν εἶχε καμμία ἀπ’ εὐθείας ἐπαφή μέ τήν Ἐκκλησιαστική Διοίκηση.
Τόν Μάρτιο τοῦ 1927 ὁ ἐκπρόσωπος τοῦ Μητροπ. Ἰωσήφ Ἀρχιεπ. Σεραφείμ κλήθηκε στή Μόσχα, ὅπου ἀνακρίθηκε ἐπί τριήμερο. Ἐκεῖ τοῦ προτάθηκε νά ἡγηθεῖ μιᾶς Συνόδου τῆς ὁποίας τά μέλη εἶχαν ἤδη προεπιλεγεῖ ἀπό τήν Μυστική Ἀστυνομία, μετά τῶν συμπαθοῦντων τήν Σοβιετική ἐξουσία Ἀρχιερέων. Ὁ Σεραφείμ ἀρνήθηκε καί παρουσίασε μία δική του σύνθεση, στήν ὁποία περιλαμβάνονταν καί ὁ Μητροπ. Κύριλλος. Στή συνέχεια οἱ Σοβιετικοί στράφηκαν στούς Μητροπολίτες Κύριλλο καί Ἀγαθάγγελο καί τούς πρότειναν νά ἀναλάβουν τήν διοίκηση μέ τούς ἴδιου ὅρους, ἀλλά ἐκεῖνοι δέν δέχτηκαν. Εἶναι χαρακτηριστικός ὁ διάλογος μεταξύ τοῦ Μητροπ. Κυρίλλου καί τοῦ Πράκτορος Tuchkov:
«Ἄν πρόκειται νά μετακινήσουμε κάποιο Ἱεράρχη - ζήτησε ὁ Tuchkov - θά μᾶς βοηθήσεις σ’ αὐτό».
«Ναί - ἀπάντησε ὁ Μητροπολίτης - ἄν ὁ Ἱεράρχης εἶναι ἔνοχος γιά ἐκκλησιαστικό ἀδίκημα. Σέ ἄλλη περίπτωση θά τοῦ πῶ εὐθέως, ὅτι ἔτσι μέ διέταξαν οἱ Ἀρχές, ἐγώ δέν ἔχω τίποτα ἐναντίον σου».
«Ὄχι - ἐπέμενε ὁ Tuchkov - ἐσύ πρέπει νά βρεῖς ἕναν ἐπαρκή λόγο γιά νά τόν μετακινήσεις, σάν ἀπό δική σου πρωτοβουλία».
«Εὐγένιε Νικολάγιεβιτς - ἀνταπάντησε ὁ Κύριλλος - δέν εἶσαι τό πυροβόλο, οὔτε ἐγώ ἡ ὀβίδα πού θά καταστρέψει τήν Ἐκκλησία» (Regelson αὐτ. σελ. 413).
Στό σημεῖο αὐτό ὁ ἀγώνας μεταξύ Ρωσικῆς Ἐκκλησίας (πού ὑπερασπίζονταν τήν ἀνεξαρτησία της) καί Σοβιετικῆς ἐξουσίας (πού ἤθελε τήν ὑπαγωγή - καταστροφή της), εἶχε φτάσει σέ κομβικό σημεῖο, διότι παρά τήν ἀνυπαρξία Ἐκκλησιαστικῆς Διοικήσεως καί τοῦ γεγονότος, ὅτι 117 Ἐπίσκοποι βρίσκονταν στή φυλακή ἤ τήν ἐξορία, ἡ πνευματική ἐξουσία τῆς Ἐκκλησίας δέν βρίσκοταν ποτέ σέ ὑψηλότερο ἐπίπεδο. Κατά τήν E. Lopeshanskaya «ἡ Ἐκκλησία εἶχε γίνει κράτος ἐν κράτει…Ἡ ἐπιρροή καί καί ἡ ἐξουσία τοῦ φυλακισμένου καί ἐξορίστου Κλήρου ἦταν πολύ μεγαλύτερη ἀπό ἐκείνη τοῦ Κλήρου κάτω ἀπό τούς Τσάρους» (V. Moss, “The Russian Golgatha”, σελ. 82).
Τήν 20. 3. 1926 ὁ Μητροπ. Σέργιος ἀπελευθερώθηκε καί ὁ ἀντιπρόσωπος τοῦ ἐκτοπισμένου Μητροπ. Ἰωσήφ Ἀρχιεπ. Σεραφείμ τοῦ Οὔγκλιτς παρέδωσε σ’αὐτόν τήν ἐντολή διοίκησεως, σύμφωνα μέ τήν ἀπό 1. 1. 1927 ἐντολή τοῦ Μητροπ. Πέτρου. Ὁ Ρωμαιοκαθολικός συγγραφέας Dienber γράφει σχετικά:
« Ἡ ἀπελευθέρωση τοῦ Μητροπ. Σεργίου κατά τήν δεδομένη στιγμή κατά τήν ὁποία ὁ διωγμός κατά τῆς Ἐκκλησιας σέ ὁλόκληρη τήν Ρωσία ἦταν σέ πλήρη ἀνάπτυξη καί ἡ συμμετοχή του στήν ὑπόθεση τῆς ἐκλογῆς τοῦ Μητροπ. Κυρίλλου - γιά τήν ὁποία μία μεγάλη σειρά Ἀρχιερέων εἶχε ἐξοριστεῖ - ἀναμφισβήτητη, αὐτομάτως προκάλεσε ἀνησυχία ἡ ὁποία αὐξήθηκε τήν 9. 4. 1927 μέ τήν ἀπελευθέρωση τοῦ Ἐπισκόπου Παυλίνου Kroshechkin καί μέ τήν συγκρότηση νέας Συνόδου, τήν 25. 4. 1927.
Μετά τά προηγούμενα προέκυπτε ἡ βεβαιότητα, ὅτι μεταξύ τοῦ Μητροπ. Σεργίου καί τῆς Σοβιετικῆς Κυβερνήσεως εἶχε προκύψει κατά τήν διάρκεια τῆς φυλακίσεώς του κάποιο εἶδος συμφωνίας πού ἔθετε αὐτόν καί τούς περί αὐτόν Ἐπισκόπους, σέ θέση διαφορετική ἀπό τούς λοιπούς Ἀρχιερεῖς. Ὁ Μητροπ. Σέργιος ἀπέκτησε τό δικαίωμα νά ζῆ στή Μόσχα, δικαίωμα πού δέν εἶχε πρίν τήν σύλληψή του. Ὅταν τά ὀνόματα τῶν Ἐπισκόπων πού κλήθηκαν νά συμμετάσχουν στή Σύνοδο ἔγιναν γνωστά, κανείς πλέον δέν εἶχε ἀμφιβολίες γιά τήν συμφωνία μεταξύ τοῦ Μητροπ. Σεργίου καί τῆς Σοβιετικῆς Ἐξουσίας. Τήν Σύνοδο ἀποτέλεσαν (Σ.Σ. ἀρχικῶς) οἱ κάτωθι:
Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Σίλβεστρος Bratanovsky, πρ. Ἀνακαινιστής.
Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀλέξιος Symansky, πρ. Ἀνακαινιστής, διορισμένος ἀπό τήν «Ζωντανή Ἐκκλησία» στήν ἕδρα τῆς Πετρουπόλεως, μετά τήν ἐκτέλεση τοῦ Μητροπ. Βενιαμίν Kazansky.
Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Φίλιππος Gumilevsky, πρ. σχισματικός (εἶχε ἀποστατήσει ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί εἶχε προσχωρήσει στή σέκτα τῶν Beglopopovets).
Ὁ Μητροπολίτης Σεραφείμ Alexandrov τοῦ Τβέρ, ἕνα πρόσωπο τοῦ ὁποίου οἱ σχέσεις μέ τήν GPU ἦταν γνωστές σέ ὅλη τήν Ρωσία καί τόν ὁποῖο κανείς δέν ἐμπιστεύοταν
» (Regelson αὐτ. σελ. 415 καί Gubonin αὐτ. 407).
Τήν 20. 5. 1927 ἡ Μυστική Ἀστυνομία ἀναγνώρισε τήν «Ἁγία Πατριαρχική Σύνοδο» τοῦ Μητροπ. Σεργίου. Εἶναι χαρακτηριστικό, ὅτι ἕνας τῶν πλέον θερμῶν ὑποστηρικτῶν τοῦ νέου ἐκκλησιαστικοῦ σχήματος, ὁ Ἐπίσκοπος Μητροφάνης τοῦ Aksaisk εἶχε παλαιότερα δηλώσει, ὅτι «ἡ νομιμοποίηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς διοικήσεως εἶναι σημεῖο ἑτεροδοξίας».
Ἡ πρώτη κίνησις τοῦ Μητροπ. Σεργίου ἦταν ἡ ἀποστολή σέ ὅλους τούς Ἀρχιερεῖς εἰδικῆς ἐπιστολῆς, ἡ ὁποία συνόδευε ἕνα ἔντυπο δηλώσεως νομιμοφροσύνης πρός τήν Σοβιετική Κυβέρνηση, τό ὁποῖο εἶχε συνταχθεῖ ἀπό τήν Μυστική Ἀστυνομία. Ἡ ἴδια ἐπιστολή μέ τό ἔντυπο στάλθηκε καί στούς πρόσφυγες Ἐπισκόπους τῆς Διασπορᾶς, ἀπό τούς ὁποίους ὁ μέν Μητροπ. Παρισίων Εὐλόγιος ὑπέγραψε, οἱ δέ περί τόν Μητροπ. Ἀντώνιο Ἀρχιερεῖς (στούς ὁποίους εἶχε δοθεῖ προθεσμία μέχρι τήν 15. 10. 1927), τήν 9. 9. 1927 ἀνακοίνωσαν τήν διακοπή σχέσεων μέ τό ὑπό τόν Μητροπ. Σέργιο Πατριαρχεῖο Μόσχας. Σέ ἀπάντηση ὁ Μητροπ. Σέργιος ἀπέκοψε τούς Ἐπισκόπους τῆς Διασπορᾶς ἀπό τό Πατριαρχεῖο.
Τήν 16. 7. 1927 ὁ Μητροπ. Σέργιος δημοσίευσε τήν περίφημη Διακήρυξή του ἡ ὁποία κατέληγε ὡς ἐξῆς: "Ἐπιθυμοῦμε νά εἴμεθα Ὀρθόδοξοι, ἀλλά νά βλέπουμε καί τήν Σοβιετική Ἕνωση σάν πατρίδα μας, τῆς ὁποίας οἱ θρίαμβοι καί οἱ ἐπιτυχίες εἶναι καί δικές μας, καθώς καί οἱ ἀποτυχίες της ἀποτυχίες μας".
Κάτω ἀπό τό προηγούμενο λογοτεχνικό σχῆμα, κρυβόταν ἡ ὑποδούλωση τῆς Ἐκκλησίας στήν ἀθεϊστική Πολιτεία, διότι - ὅπως ἔγραψαν σέ ἀνοικτή διαμαρτυρία τους (τῆς 27. 9. 1927), οἱ κρατούμενοι στό Στρατόπεδο Σολόβκι Ἐπίσκοποι, Κληρικοί καί λαϊκοί, "ἡ Ἐκκλησία δέν μπορεῖ νά διακηρύξει, ὅτι ὅλοι οἱ θρίαμβοι καί οἱ ἐπιτυχίες τῆς Πολιτείας εἶναι καί δικοί Της. Κάθε Κυβέρνηση μπορεῖ νά πάρει περιπτωσιακά, χωρίς καμμία ἐγγύηση, ἄδικες καί σκληρές ἀποφάσεις, οἱ ὁποῖες μποροῦν νά γίνουν ὑποχρωτικές γιά τήν Ἐκκλησία, μέ τήν μέθοδο τοῦ ἐξαναγκασμοῦ, ἀλλά ἡ Ἐκκλησία δέν μπορεῖ νά τίς ἐπιδοκιμάσει ἤ νά χαρεῖ γι'αὐτές.
Ἕνα ἀπό τά ἔργα τῆς παρούσης Κυβερνήσεως εἶναι ἡ ἐξάλειψη κάθε θρησκείας. Ἡ ἐπιτυχία τῆς Κυβερνήσεως πρός αὐτή τήν κατεύθυνση, δέν μπορεῖ νά ἀναγνωρισθεῖ ἀπό τήν Ἐκκλησία καί σάν δική Της ἐπιτυχία
" (Regelson αὐτ. σελ. 431 – 432).
Σέ μία ἀνοικτή ἐπιστολή Ρώσων πιστῶν πού δημοσιεύθηκε στό Ἰταλικό Περιοδικό "Russia Christiana" (φ. Αὐγ. 1972), γράφονται τά ἐξῆς σχετικά μέ τήν Διακήρυξη: "Οἱ σχέσεις μεταξύ τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας καί τοῦ Σοβιετικοῦ Κράτους ἔχουν σάν βάση τήν "Διακήρυξη" τοῦ Μητροπ. Σεργίου, τῆς 29. 7. 1927. Ἡ "Διακήρυξη" αὐτή θεμελιώνεται στήν ἰδέα, ὅτι ἡ πρόοδος τῆς Ἐκκλησίας ἐξαρτᾶται κατ' εὐθεῖαν ἀπό τήν νομιμόφρονα στάση Της ἀπέναντι στό νέο πολιτικό, οἰκονομικό καί κοινωνικό καθεστώς τῆς χώρας. Ἀπό μία πρώτη ἄποψη φαίνεται, ὅτι ἡ "Διακήρυξη" καλεῖ τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας σέ μία ζωή ἐξαιρετικά πνευματική, κεκαθαρμένη ἀπό κοσμικούς καί πολιτικούς συμβιβασμούς, ἀπό τούς ὁποίους ὑπέφερε ἡ Ἐκκλησία κατά τό παρελθόν.
Ἡ "Διακήρυξη" ὅμως δέν μιλάει καθόλου γιά τό ἐξῆς σπουδαῖο ζήτημα: Τήν σπουδαιότητα τῆς ἰδεολογίας τοῦ Κομμουνιστικοῦ Κόμματος. Ὁ Μητροπ. Σέργιος λησμόνησε νά τονίσει τόν ἀποκλειστικό ρόλο τῆς ἰδεολογίας τοῦ Κόμματος στή διαμόρφωση τῆς νέας ζωῆς τοῦ Ἔθνους. Ἐν τούτοις, οἱ Μπολσεβῖκοι δέν ἔκρυψαν ποτέ τήν ἀπόλυτη ἀντίθεση τῆς δικῆς τους ἰδεολογίας ἀπέναντι σέ ὁποιαδήποτε ἄλλη. Καί ἔτσι ἦρθε τό ἀποτέλεσμα τῆς "Διακηρύξεως": Ὅλοι ὅσοι δέν ἦσαν σύμφωνοι μ' αὐτήν, θεωρήθηκαν ἀπό τό Κράτος ὄχι σάν ἀντίπαλοι ἰδεολογικοί, ἀλλά σάν ἀντίπαλοι πολιτικοί...
Μία Ἐκκλησία πού ἐνεργεῖ σύμφωνα μέ τίς ἐπιθυμίες τοῦ Κράτους καί ὑπακούει στίς ὑπαγορεύσεις του, πρέπει νά θεωρεῖται σάν κρατική Ἐκκλησία. Δέν πρόκειται λοιπόν περί Ἐκκλησίας ὑπό τό Σοβιετικό καθεστώς, ἀλλά περί Ἐκκλησίας τοῦ Σοβιετικοῦ καθεστῶτος, δηλαδή μιᾶς Σοβιετικῆς Ἐκκλησίας...
Ὑπό τό φῶς αὐτῶν πού ἀναφέραμε, δέν ἐκπλήσσεται κανείς ὅταν βλέπει τήν διοικοῦσα Ἱεραρχία νά ἀπαρνεῖται τούς Μάρτυρες καί Ὁμο-λογητές τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας, τό ἀναρίθμητο αὐτό πλῆθος τῶν Ἁγίων πού τήν φωτίζουν καί τήν δοξάζουν. Πιστεύουμε, ὅτι οἱ ἅγιοι καί αὐθεντικοί Ἐπίσκοποί μας - ὁ Βλαδίμηρος, ὁ Πέτρος, ὁ Κύριλλος, ὁ Ἰωσήφ, ὁ Βενιαμίν καί τόσοι ἄλλοι, γνωστοί καί ἄγνωστοι, μοναχοί καί λαϊκοί, μέ τόν Πατριάρχη Τύχωνα ἐπικεφαλῆς - στέκονται ἐμπρός στό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ γιά νά τοῦ ἀποδώσουν δόξα καί νά πρεσβεύουν γιά τήν Ρωσική Ἐκκλησία, γιά τήν Ρωσική γῆ, γιά ὁλόκληρο τόν κόσμο
..." (Σολ. Νινίκα, "Πίσω ἀπό τό Παραπέτασμα", σελ. 94 - 105).
Κατά τόν Βλ. Φειδᾶ, "ἡ Διακήρυξις τοῦ Σεργίου προεκάλεσεν σοβαράς ἀντιδράσεις μεταξύ τῶν Ἱεραρχῶν, 17 δέ μεταξύ τούτων παρητήθησαν, ἐνῶ ἔτεροι διεμαρτυρήθησαν. Οἱ ἐν τῇ ἐξορίᾳ ἀπηύθυνον ἀνοικτήν ἐπιστολήν (27. 9. 1927), δι' ἧς ἐδέχοντο μέν τήν πολιτικήν τοποθέτησιν τῆς Διακηρύξεως, ἀλλά δέν ἐδέχοντο τάς φράσεις δι' ὧν ἡ Ἐκκλησία παρουσιάζετο ὡς ὄργανον τῆς Πολιτείας, διεμαρτύροντο δέ διά τήν τηρηθεῖσαν σιγήν περί τόν Νόμον τοῦ χωρισμοῦ Ἐκκλησίας καί Κράτους καί διά τήν παράλειψιν πάσης μνείας περί ἐκκλησιαστικῆς αὐτονομίας" (αὐτ. σελ. 344).
Τήν Διακήρυξη τοῦ Μητροπ. Σεργίου συνυπέγραψαν ὁ Μητροπολίτης Σεραφείμ τοῦ Τβέρ, οἱ Ἀρχιεπίσκοποι Σίλβεστρος τῆς Βολόγδας, Ἀλέξιος τοῦ Χουτίν, Ἀνατόλιος τῆς Σαμάρας, Παῦλος τῆς Βιάτκας καί Φίλιππος τοῦ Σβενίγκοροντ καί ὁ Ἐπίσκοπος Κωνσταντῖνος τοῦ Σούμι. (Al. Gustavson, "The Catacomb Church", σελ. 62).
Ὁ Παπικός Κληρικός Γεώργιος..., γράφει τά ἀκόλουθα τόσο γιά τήν "Ζωντανή Ἐκκλησία", ὅσο καί γιά τήν Διακήρυξη τοῦ Μητροπ. Σεργίου καί τό Σοβιετοποιημένο Πατριαρχεῖο Μόσχας:
"Ὅταν τό 1920, ὕστερα ἀπό τόσες ἐκτελέσεις Ἱερέων καί μοναχῶν ἀπό τόν ἐπαναστατημένο ὄχλο κι ἀπό τήν πυρπόληση ὅλων σχεδόν τῶν ἐκκλησιῶν, οἱ ἀθεϊστές εἶδαν πώς ἡ πλειοψηφία τοῦ Ρωσικοῦ λαοῦ ἐξακολουθοῦσε νά πιστεύει, σκέφτηκαν νά κάνουν κάτι ἄλλο. Βλέποντας πώς εἶναι ἀδύνατον νά ἐξαφανίσουν τήν Ἐκκλησία, κατάστρωσαν ἕνα σχέδιο γιά νά ἐξασφαλίσουν τουλάχιστον τόν ἔλεγχό Της. Ἡ Κυβέρνηση μάζεψε τότε μερικούς φιλόδοξους Κληρικούς, πού ἦταν ἕτοιμοι νά πουλήσουν τήν συνείδησή τους κι ἔφτιαξε τήν περίφημη "Ζωντανή Ἐκκλησία". Ἀρχηγό ἔβαλε κάποιον Κληρικό Σέργιο, πού προσφέρθηκε νά ἀναλάβει αὐτό τό "ἀξίωμα".
Τί ἦταν στήν πραγματικότητα αὐτή ἡ ὀργάνωση, τό ἔγραψε καθαρά ἡ κυβερνητική ἐφημερίδα "Ἐργάτης τῆς Μόσχας": "Σκοπός μας δέν εἶναι νά ξαναζωντα-νέψουμε τήν Ἐκκλησία, ἀλλά νά τήν καταργήσουμε καί μαζί μ'αὐτήν νά ξεριζώσουμε κάθε θρησκεία"! Ὁ Σέργιος, ὅμως, μέσα σ' ἕνα χρόνο δήλωσε μετάνοια γιά τήν ἀποστασία του καί ἡ "Ζωντανή Ἐκκλησία" διαλύθηκε ἀπό ἔλλειψη ὀπαδῶν...
Ἀκριβῶς ἐκείνη τήν περίοδο (1940), εἶχα ἀρχίσει μία ἐντατική μελέτη πάνω στίς σύγχρονες ρωσικές ἀπόψεις γιά τήν θρησκεία. Ἀπό τήν μελέτη αὐτή γρήγορα ἔβγαλα τό συμπέρασμα, ὅτι ἕνα εἶδος σχιζοφρένιας εἶχε προσβάλλει τήν ἰθύνουσα τάξη στήν Ρωσία. Μποροῦσε κανείς νά διακρίνει τρεῖς διαφορετικές ἀποχρώσεις: Μία ὁμάδα παραδεχόταν ψυχρά καί κυνικά τήν ἄποψη πού μοῦ εἶχε περιγράψει ὁ Πρεσβευτής (μέ ἕναν ἐλιγμό νά ἀτονίσουν σιγά - σιγά οἱ ἀντιθρησκευτικοί νόμοι). Μία δεύτερη ὁμάδα πίστευε, ὅτι ὁ ἀθεϊσμός ἔπρεπε ὁπωσδήποτε νά γίνει ὁ ἀκρογωνιαῖος λίθος τῆς Μαρξιστικῆς πίστεως καί πώς ὁ πόλεμος κατά τῆς Ἐκκλησίας ἔπρεπε νά συνεχισθεῖ.
Μία τρίτη ὁμάδα ἀναγνώριζε τήν ἀνάγκη πώς ἡ θρησκεία ἔπρεπε νά δοθεῖ στόν πνευματικά πεινασμένο λαό, αὐτό ὅμως ἔπρεπε νά γίνει ἀπό μία δική τους "Ἐκκλησία", πού θά ἦταν σέ θέση νά προσαρμόσει τήν θρησκευτική διδασκαλία ἔτσι, ὥστε νά μήν ἔρχεται ποτέ σέ ἀντίθεση μέ τούς πολιτικούς σκοπούς τοῦ Κράτους...
Ὁ Σέργιος, ὁ γέρο - ἀποστάτης τοῦ 1920, τώρα ἔγινε σπουδαῖο πρόσωπο (1941). Ἐγκαταστάθηκε μέσα στήν Γερμανική Πρεσβεία, μόλις ἔφυγε ὁ Πρεσβευτής τῶν Ναζί. Ἔκανε μία ὁμιλία ἀπό τό ραδιόφωνο, προσκαλώντας τούς εὐσεβεῖς Χριστιανούς νά βοηθήσουν στόν καινούργιο πόλεμο. Οἱ ἀθεϊστές διασκέδαζαν βλέποντας τίς προσπάθειες πού κατέβαλε μέσα ἀπό τό Κυβερνητικό του Γραφεῖο, γιά νά ἔρθει σέ φιλική συννενόηση μέ τίς ἐκκλησίες. Προϊστάμενος τοῦ Γραφείου αὐτοῦ ἦταν ἕνα ἀπό τά ἡγετικά στελέχη τῆς "Ἑνώσεως Στρατευμένων Ἀθέων", πού τώρα εἶχε τάχα φύγει ἀπό τήν ὀργάνωση
". ("Κ.Γ.Ο." τ. 1989, σελ. 336 - 337).