Σάββατο 19 Νοεμβρίου 2011

ΠΑΡΑΚΛΗΣΙΣ ΑΓ. ΒΛΑΣΙΟΥ, ΓΕΡΑΣΙΜΟΥ ΚΑΙ ΜΑΚΑΡΙΟΥ

ΠΑΡΑΚΛΗΤΙΚΟΣ ΚΑΝΩΝ
ΕΙΣ ΤΟΥΣ ΑΓΙΟΥΣ
ΒΛΑΣΙΟΝ ΕΠΙΣΚΟΠΟΝ ΣΕΒΑΣΤΕΙΑΣ
ΓΕΡΑΣΙΜΟΝ ΤΟΝ ΕΝ ΚΕΦΑΛΛΗΝΙΑ
καί
ΜΑΚΑΡΙΟΝ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΝ ΚΟΡΙΝΘΟΥ
τούς τιμωμένους εἰς Τρίκαλα Κορινθίας
Ποίημα Ἀντωνίου Μάρκου (2011)
Κέντρον Ἁγιολογικῶν Μελετῶν «Ὅσιος Συμεών ὁ Μεταφραστής»


ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Ὁ παρών Παρακλητικός Κανών πρός τούς Ἁγίους ΒΛΑΣΙΟ Ἐπίσκοπο Σεβαστείας (+ 316, 11η Φεβρουαρίου), ΓΕΡΑΣΙΜΟ τῆς Κεφαλληνίας (+ 1579, 16η Αὐγούστου καί 20η Οκτωβρίου) καί ΜΑΚΑΡΙΟ Ἀρχιεπίσκοπο Κορίνθου (+ 1805, 17η Ἀπριλίου), τούς τιμωμένους στά Τρίκαλα Κορινθίας, «ἐποιήθη εἰς μνήμην» τοῦ μακαριστοῦ πατρός μου Ἰωάννου Εὐαγγέλου Μάρκου (Κάτω Τρίκαλα 1936 – Μάνδρα Ἀττικῆς 2010), τόν  Αὔγουστο  τοῦ  2011, στά  Τρίκαλα  Κορινθίας.
Τά Τρίκαλα εἶναι ὁ μεγαλύτερος οἰκισμός τῆς ἀνατολικῆς πλευρᾶς τοῦ Ὄρους Ζήρεια (ἀρχ. Κυλλήνη, ὑψόμ. 2.376 μ.). Κατά τήν Τουρκοκρατία ἦταν τό διοικητικό καί οἰκονομικό κέντρο τῆς περιοχῆς, λόγῳ τῆς ἐγκαταστάσεως ἐκεῖ τῆς Βυζαντινῆς ἀρχοντικῆς οἰκογενείας τῶν Νοταραίων. Εἶναι κτισμένα σέ τρεῖς συνοικίες καί σέ ὑψόμετρο ἀπό 900 – 1.100 μ. Τά τελευταῖα χρόνια ἀποτελοῦν ἐκλεκτό χειμερινό (καί ὄχι μόνο) ὀρεινό προορισμό καί διαθέτουν ἀξιόλογη τουριστική ὑποδομή.
Στά Κάτω Τρίκαλα ἐνδιαφέρον παρουσιάζει ὁ Ναός τοῦ ἁγ. Δημητρίου, ὁ ὁποῖος κτίστηκε ἀπό τούς Νοταραίους τό 1697 καί διασώζει τοιχογραφίες τοῦ 18ου αἰ. Στά Μεσαῖα Τρίκαλα ὑπάρχει ἡ Μονή τῆς Κοιμ. Θεοτόκου, τήν ὁποία ἵδρυσε περί τό 1700 ὁ Μητροπ. Κορίνθου Γρηγόριος Γ’ Νοταρᾶς. Στά Ἄνω Τρίκαλα, τέλος, ὑπάρχει τό Ἀρχοντικό τῶν Νοταραίων (δυστυχῶς ὄχι ἀναστηλωμένο), ὁ Ναός τοῦ ἁγ. Νικολάου (ὁ ὁποῖος ἀνακαινίστηκε ἀπό τούς Νοταραίους τό 1805) καί ὁ νέος Προσκυνηματικός Ναός τοῦ ἁγ. Γερασίμου. Πάνω ἀπό τά Ἄνω Τρίκαλα βρίσκεται ἐπίσης καί ἡ ἱστορική μεταβυζαντινή Μονή τοῦ ἁγ. Βλασίου (γιά τήν ὁποία γίνεται λόγος στή συνέχεια).
Ἀπό τήν οἰκογένεια τῶν Νοταραίων προῆλθαν ὀνομαστοί Προεστοί τῆς Τουρκοκρατίας, λόγιοι Κληρικοί καί Ἀρχιερεῖς, οἱ Ἅγιοι Γεράσιμος Κεφαλληνίας καί Μακάριος Κορίνθου (γιά τούς ὁποίους γίνεται ἀναφορά στή συνέχεια), καθώς καί οἱ Πατριάρχες Ἱεροσολύμων Δοσίθεος καί Χρύσανθος.
Δοσίθεος Β’ Νοταρᾶς εἶναι μία τῶν μεγαλυτέρων προσωπικοτήτων τοῦ Μεσαιωνικοῦ Ἑλληνισμοῦ. Λόγιος Ἱεράρχης, διακρίθηκε κυρίως γιά τούς ἀγώνες του κατά τῶν Παπικῶν καί ὑπέρ τῆς ἑλληνικότητος τῶν Ἱερῶν Προσκυνημάτων τῶν Ἱεροσολύμων, ἔργο τό ὁποῖο συνέχισε ὁ ἀνηψιός καί διάδοχός του Χρύσανθος Νοταρᾶς, ἐπίσης λόγιος, μέ διακεκριμένες σπουδές σέ Πανεπιστήμια τῆς Εὐρώπης.
Ὁ ἅγ. Βλάσιος (+ 316) καί ἡ Μονή του στά Τρίκαλα.
Ὁ ἅγ. Βλάσιος ἦταν Ποντιακῆς καταγωγῆς καί ἔζησε στά χρόνια τοῦ Αὐτοκράτορος Λικινίου (308 – 323 μ.Χ.). Ὁ Ἅγιος σκοῦσε «ἀναργύρως» τό ἰατρικό ἐπάγγελμα. Μάλιστα, ὄχι μόνο προσέφερε δωρεάν στούς ἀσθενεῖς τήν ἰατρική του βοήθεια, ἀλλά κάλυπτε καί τά ἔξοδα τῆς νοσηλείας τους! Ἡ φιλανθρωπική του αὐτή διάθεση πήγαζε ἀπό τήν πίστη του στόν Ἕνα Θεό καί ἀπό τίς γνώσεις του πάνω στήν Ἁγία Γραφή. Ἔτσι ἡ τοπική Ἐκκλησία τῆς Σεβαστείας τόν ἐνέταξε στίς τάξεις τοῦ Κλήρου Της καί στή συνέχεια τόν ἐξέλεξε Ἐπίσκοπό Της.
Ἀγωνιζόμενος ὁ Ἅγιος γιά τήν σωτηρία τοῦ ποιμνίου του, δέν σταμάτησε νά ἀγωνίζεται καί γιά τήν δική του ἐν Χριστῶ τελείωση. Γι’ αὐτό προτίμησε νά ἐγκατασταθεῖ σέ ἐρημικό σπήλαιο, ὅπου νηστεύων, ἀγρυπνών καί προσευχόμενος, ἀναδείχθηκε θαυματουργός καί δοχεῖο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Μάλιστα τόσο πολύ προόδευσε στήν ἀρετή, ὥστε κοντά του ἡμέρευαν τά ἄγρια ζῶα!
Γιά τήν Χριστιανική του πίστη καί τήν δραστηριότητά του, ὁ Ἅγιος συνελήφθη ἀπό τόν Ἔπαρχο Ἀγρικόλαο καί ὑποβλήθηκε σέ φρικτά βασανιστήρια: Ὑπέστη ξυλοδαρμό, τόν κρέμασαν στό τιμωριτικό ξύλο (ὅπου τοῦ ξέσχισαν τά πλευρά) καί τόν ἔριξαν στήν παρακείμενη λίμνη (ἐκεῖ πού μαρτύρησαν οἱ Ἅγιοι 40 Μάρτυρες), ὅμως ὁ Ἅγιος διασώθηκε θαυματουργικά μέ τήν δύναμη τοῦ Χριστοῦ καί ἔτσι ἀποκεφαλίστηκε καί ἔλαβε τόν μαρτυρικό στέφανο. Μαζί του ἀποκεφαλίστηκαν 9 γυναῖκες (εἶχαν συληφθεῖ διότι τόν ἀκολουθοῦσαν στό δρόμο τοῦ μαρτυρίου του καί ἄλειφαν μέ τό αἷμα του τά σώματά τους!) καί 2 παιδιά.
Ὁ ἅγ. Βλάσιος θεραπεύει κυρίως παθήσεις τοῦ λαιμοῦ καί τοῦ λάρυγγος («λαιμόν Βλάσιος ἐκκοπείς διά ξίφους, ἀλγοῦσι λαιμοῖς ρευμάτων εἴτγει βλάβας»). Στήν ΚΠολη ἡ πρός τιμήν του Σύναξη τελοῦνταν σέ Μαρτύριο, πού ἦταν κοντά στό Μαρτύριο τοῦ ἁγ. Ἀποστόλου Φιλίππου.
Στά Τρίκαλα ἡ μνήμη του συνδέεται μέ τήν εὕρεση τῆς θαυματουργοῦ Εἰκόνος του, περί τό 1300 – 1400, σέ σπήλαιο πού βρίσκεται 500 μ. ἀπό τό σημερινό μοναστήρι, σέ πελώριο καί ἀπότομο βράχο καί σέ ὑψόμετρο 1.400 μ. στήν πλαγιά τῆς Φλαμπουρίτσας (τοῦ Ὄρους Ζήρεια). Σχετικά μέ τήν ἵδρυση καί τήν πρώϊμη ἱστορία τῆς Μονῆς, δέν ὑπάρχουν γραπτά μνημεῖα, ἡ προφορική παράδοσις ὅμως διασώζει τά ὀνόματα τῶν Μοναχῶν Παντελεήμονος καί Δανιήλ, ὡς ἱδρυτῶν τοῦ πρώτου ναΐσκου.
Ἡ εὑρεθεῖσα εἰκόνα τοῦ ἁγ. Βλασίου εἶναι διαστάσεων 30 Χ 25 ἑκ. καί φέρει ἀργυρή ἐπένδυσι, ἡ ὁποία ἔγινε μέ δαπάνη τῆς οἰκογενείας Χ. Ἰ. Παπαλέκα τό 1829. (Ἡ εἰκόνα αὐτή, λόγῳ τῆς μεγάλης ἱστορικῆς καί κειμηλιακῆς της ἀξίας, ἐκτίθεται σέ προσκύνηση μόνο κατά τήν ἑορτή τοῦ Ἁγίου καί ἐπίσης κατά τήν ἑορτή τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ). Μία δεύτερη θαυματουργή εἰκόνα τοῦ Ἁγίου, διαστάσεων 100 Χ 60 ἑκ., ἀντίγραφο τῆς προηγουμένης, τοῦ 19ου αἰ., μέ ἀργυρή ἐπένδυσι πού ἔγινε τό 1920, «δαπάναις Παναγιώτου καί Μαρίας Β. Νικολοπούλου», βρίσκεται σέ θρόνο μέσα στό ναό. Μεταξύ τῶν ἀφιερωμάτων πού κοσμοῦν αὐτή τήν εἰκόνα, εἶναι καί ἕνα ἐγκόλπιο τοῦ Ἀρχιεπισκόπου καί Ἀντιβασιλέως Δαμασκηνοῦ Παπανδρέου, τοῦ ἀπό Μητροπ. Κορινθίας.
Τόν 17ο αἰ. στή θέση τοῦ ἀρχικοῦ ναΐσκου ἱδρύθηκε ὁ σημερινός ναός τῆς Μονῆς. Πρόκειται γιά μονοθάλαμο καί χαμηλό ναό, μικρῆς ἀρχιτεκτονικῆς ἀξίας, ὁ ὁποῖος ὅμως φέρει ἐξαιρετικῆς τέχνης μεταβυζαντινό ξυλόγλυπτο τέμπλο καί εἰκόνες Κρητικῆς Σχολῆς. Καί τά δύο προέρχονται ἀπό τό ἐργαστήριο τοῦ Σκορδίλη (Αἴγιο, 1620 – 1680). Σάν δωρητής μνημονεύεται κάποιος Γρηγόριος (ἐνδεχομένως ὁ ἔπειτα Μητροπ. Κορίνθου Γρηγόριος Γ’ Νοταρᾶς).
Κάποια ἱστορική στιγμή (πιθανῶς μετά τήν ἐγκατάσταση τῶν Νοταραίων στά Τρίκαλα), ἀποθησαυρίστηκαν στή Μονή ἡ Κάρα καί πολλά τῶν Λειψάνων τοῦ Ἁγίου. Ὅμως ἡ ἀντιπαράθεση τῶν Νοταραίων μέ τήν Μονή (ἡ ὁποία εἶχε ἤδη γίνει Σταυροπηγιακή, ὅπως ἀποδεικνύει Σιγγίλιο τοῦ Πατριάρχου Ἱερεμία Γ’, τοῦ 1716), ὁδήγησε στήν κλοπή τῶν Λειψάνων καί στήν πώλησή τους στό Πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων! Ἀπό τά Λείψανα αὐτά ἐπέστρεψε στή Μονή ἕνα δάκτυλο καί μέρος τῆς ἐπιγονατίδος, ὁ Τρικαλίτης Πατριάρχης Ἱεροσολύμων Χρύσανθος Νοταρᾶς (1707 – 1735). (Γιά τήν ἱστορία ἀναφέρουμε, ὅτι ἡ Κάρα τοῦ Ἁγίου σημερα βρίσκεται στή Μονή Κωνσταμονίτου καί ἡ δεξιά του στή Μονή Διονυσίου Ἁγίου Ὄρους, χωρίς νά διευκρινίζεται πῶς βρέθηκαν ἐκεῖ. Ἀποτμήματα τῶν Λειψάνων τοῦ Ἁγίου βρίσκονται ἐπίσης στή Μονή ἁγ. Θεοδοσίου Ἄργους, στόν ὁμώνυμο Μητροπολιτικό Ναό Ἀχαρνῶν Ἀττικῆς καί στό Ἱερό Παρεκκλήσιο ὁσ. Ξένης τῆς διά Χριστόν Σαλῆς Μάνδρας Ἀττικῆς. Ἀκόμη στή Γερμανία, στό ὁμώνυμο Ρωμαιοκαθολικό Ἀββαεῖο τοῦ «Μαύρου Δάσους» Βαυαρίας, βρίσκεται μεγάλο μέρος τῶν Λειψάνων τοῦ Ἁγίου. Τά Λείψανα αὐτά πιθανῶς κλάπηκαν ἀπό τούς Σταυροφόρους τό 1204, κατά τήν πρώτη Ἅλωση τῆς ΚΠόλεως).
Ἡ Μονή στήν ἀκμή της εἶχε 70 μοναχούς καί σημαντική κτηματική περιουσία (ἡ Παναγία ἡ Καθολική Κάτω Τρικάλων καί ἡ Παναγία ἡ Κορφιώτισσα Καμαρίου, ἦταν μετόχια της). Ἔτσι μπόρεσε νά ἀσκήσει φιλανθρωπικό καί ἐκπαιδευτικό (κρυφό σχολειό) στά δύσκολα χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας, παρά τήν ἐχθρική στάση τῶν Νοταραίων, οἱ ὁποῖοι κατά τήν περίοδο τῆς βασιλείας τοῦ Ὄθωνα, πέτυχαν τήν διάλυσή της καί τήν οἰκειοποίηση τῆς περιουσίας της, ἐπί Ἀνδρέου Νοταρᾶ. Ἔκτοτε ἡ Μονή παρήκμασε καί τό 1928 ὁ τελευταῖος μοναχός της Δομέτιος Κασόρης τήν μετέτρεψε σέ γυναικεία, μέ τήν ἐγκατάσταση τῆς ἀνηψίας του Θέκλας Σταυροπούλου, ἡ ὁποία εἶναι ἡ πρώτη Ἡγουμένη τῆς νέας περιόδου ζωῆς τῆς Μονῆς. Τήν Γερόντισσα Θέκλα διαδέχθηκε ἡ Γερόντισσα Βλασία Μάρκου (τῆς οἰκογενείας τοῦ γράφοντος), ἡ ὁποία ἡγουμένευσε μέχρι τόν θάνατό της, στά τέλη τῆς δεκαετίας τοῦ ’80. Τό 1986 ἐγκαταστάσθηκε στή Μονή νέα ἀδελφότητα, ὑπό τήν Καθηγουμένη Γερόντισσα Εὐφροσύνη. Ἡ νέα ἀδελφότητα ἔκανε σημαντικές κτηριακές ἐπεμβάσεις (ἀνέγερση δύο Παρεκκλησίων, νέας πτέρυγας κελλίων, τράπεζας γιά τούς προσκυνητές, μνημειακῆς εἰσόδου, τοῦ μετοχίου τοῦ ἁγ. Δημητρίου, κ.λ.π.) καί συνεχίζει τήν πορεία τῆς ἱστορικῆς Μονῆς στόν 21ο αἰ.
Ἡ παρουσία τῆς Μονῆς τοῦ Ἁγίου ἔχει συντελέσει στή διάδοση τῆς μνήμης καί τοῦ ὀνόματός του στήν εὑρύτερη περιοχή, τῆς ὁποίας πολλοί κάτοικοι φέρουν τό ὄνομά του, ὁ δέ ἐπιβλητικός Μητροπολιτικός Ναός τοῦ Ξυλοκάστρου (πού κτίσθηκε πάνω σέ παλαιότερο ναΐσκο πού εἶχαν κτίσει οἱ Νοταραῖοι), τιμᾶται ἐπίσης στή μνήμη του.
Ὁ ἅγ. Γεράσιμος τῆς Κεφαλληνίας (+ 1579).
Ἕνας τῶν ἀδιαφθόρων Ἁγίων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, μεγάλη μοναστική μορφή τοῦ 16ου αἰ. Ὁ ἅγ. Γεράσιμος ὁ Νοταρᾶς, γεννήθηκε στά Τρίκαλα τό 1509 καί ἔτυχε ἱκανῆς παιδείας. Φύσει φιλομόναχος καί φιλέρημος, μετά ἀπό μία μεγάλη προσκυνηματική περιοδεία στή Ζάκυνθο, τήν λοιπή Ἑλλάδα καί τήν ΚΠολη, μόνασε στό Ἅγιο Ὄρος, ὅπου ἔλαβε τό Ἀγγελικό Σχῆμα. Μία δεύτερη μεγάλη προσκυνηματική περιοδεία τόν ἔφερε στούς Ἁγίους Τόπους, ὅπου δέχθηκε τήν Ἱερωσύνη ἀπό τόν Πατριάρχη Ἱεροσολύμων Γερμανό Β'. Ὑπηρέτησε σάν ἐφημέριος τοῦ Παναγίου Τάφου 12 χρόνια καί μιμούμενος τόν Κύριο νήστευσε 40 ἡμέρες στήν ἔρημο τοῦ Ἰορδάνη! Ἀφοῦ προσκύνησε στό Ὄρος Σινᾶ καί στά Πατριαρχεία Ἀλεξανδρείας καί Ἀντιοχείας, ἐπέστρεψε μέσῳ Κρήτης στή Ζάκυνθο καί ἔζησε ἐκεῖ ἀσκητικά 5 χρόνια. Τελικά ἐγκαταστάθηκε στήν Κεφαλονιά, ὅπου ἵδρυσε τήν Μονή τῶν Ὁμαλῶν.
Ὑπῆρξε μεγάλος ἀσκητής (γιά διάστημα 30 ἐτῶν δέν γεύθηκε ψωμί)! Ἔλαβε ἀπό τόν Θεό τό χάρισμα κατά τῶν δαιμόνων καί τῆς θεραπείας τῶν "ὀχλουμένων ὑπό πνευμάτων ἀκαθάρτων" καί ἀναδείχθηκε θαυματουργός.
Κοιμήθηκε εἰρηνικά τήν 15η Αὐγούστου 1579. Τό Λείψανό του ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο τό 1581 καί σήμερα φυλάσσεται στή Μονή του, σέ ἀργυρή λάρνακα. Ἡ ἁγιότητά του διακηρύχθηκε τό 1622 ἀπό τόν Ἔξαρχο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου Μητροπολίτη Φιλαδελφείας Γαβριήλ. Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 16η Αὐγούστου (μετετέθη λόγῳ τῆς ἑορτῆς τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου) καί ἡ Ἀνακομιδή τοῦ Λειψάνου του τήν 20η Ὀκτωβρίου.
Στά Ἄνω Τρίκαλα ἔχει ἀνεγερθεῖ πρός τιμήν τοῦ ἁγ. Γερασίμου μεγάλος Προσκυνηματικός Ναός, κοντά στό Ἀρχοντικό τῶν Νοταραίων. Στό Ναό αὐτό φυλάσσεται ἀπότμημα τοῦ Ἱεροῦ Λειψάνου τοῦ Ἁγίου, τό ὁποῖο προσφέρθηκε ἀπό τήν Ἱερά Μητρόπολη Κεφαλληνίας στήν Ἱερά Μητρόπολη Κορίνθου, ἐπί ἀρχιερατείας τῶν Μητροπολιτῶν Προκοπίου καί Παντελεήμονος ἀντιστοίχως.
Πρός τιμήν τοῦ ἁγ. Γερασίμου κτίσθηκε ἀπό τούς Νοταραίους μία μονόκλιτη, ξυλόστεγη Βασιλική, στό Ξυλόκαστρο, στήν ἔξοδο πρός Τρίκαλα. Ὁ Ναός αὐτός ἀνακαινίστηκε τό 1954 καί εἶναι διακοσμημένος μέ ψηφιδωτά, παλαιοχριστιανικό μαρμάρινο τέμπλο τοῦ Μ. Νουκάκη καί εἰκόνες τοῦ Φ. Κόντογλου.
Ὁ ἅγ. Μακάριος Νοταρᾶς, Ἀρχιεπίσκοπος Κορίνθου (+ 1805)
Ὁ Γεννάρχης τῆς Φιλοκαλικῆς Ἀναγεννήσεως στήν Ἑλλάδα, τίς Παραδουνάβιες Ἡγεμονίες καί τήν Ρωσία. Ὁ Μιχαήλ Νοταρᾶς γεννήθηκε στά Τρίκαλα τό 1731 καί μαθήτευσε κοντά στόν Κεφαλλήνιο Διδάσκαλο Εὐστάθιο, ὡς προστατευόμενος τοῦ Μητροπ. Κορίνθου Παρθενίου Μετά ἀπό μία ἀποτυχημένη προσπάθεια νά μονάσει στή Μονή τοῦ Μεγάλου Σπηλαίου, διαδέχθηκε τόν δάσκαλό του στή Σχολή τῆς Κορίνθου, ὅπου δίδαξε γιά ἕξη χρόνια. Τό 1764 διαδέχθηκε τόν Μητροπ. Παρθένιο στόν Ἀποστολικό Θρόνο τῆς Κορίνθου, ἐκλεγείς ἀπό τήν τάξη τῶν λαϊκῶν, σέ ἡλικία 34 ἐτῶν, μέ τό ὄνομα Μακάριος.
Ὁ ἅγ. Μακάριος ὡς Ἐπίσκοπος, ὅπως σημειώνει ὁ βιογράφος του ἅγ. Ἀθανάσιος ὁ Πάριος, «εἴτε ἐξ ἀμελείας, εἴτε ἐξ ἀπαιδευσίας, εἴτε καὶ διά τά δύο τῶν προκατόχων του ποιμένων, ἐξηχρειωμένην ηὗρε τὴν Ἐκκλησίαν ὅλην, τουτέστι τὴν ἐπαρχίαν, καὶ γεμάτη ἀπὸ ἀταξίαν καὶ παρανομίας. Διό καί σπουδήν μεγάλην καί ἐπιμέλειαν ἔβαλε… νά τήν ἀνακαινίσῃ καί εἰς τὸ κρεῖττον νά τήν ἀναμορφώσῃ».
Ἐπιδόθηκε ἔτσι ὁ Ἅγιος σέ ἕνα σημαντικό γιά τήν ἐποχή του ποιμαντικό καί διδακτικό ἔργο, τό ὁποῖο ὅμως διακόπηκε ἀπό τά λεγόμενα Ὀρλωφικά (1770), ὁπότε ὁ Ἅγιος ἀποφεύγοντας τήν ὀργή καί τήν ἐκδίκηση τῶν Τούρκων καί τῶν Ἀλβανῶν, διέφυγε μέ τήν οἰκογένειά του στή Βενετοκρατούμενη Ζάκυνθο.
Ἡ κίνηση αὐτή τοῦ Ἁγίου εἶχε σάν ἀποτέλεσμα νά χάσει τόν Θρόνο του, διότι ὁ Πατριάρχης Θεοδόσιος Β’ (1769 – 1773), διατάχθηκε ἀπό τήν Τουρκική Κυβέρνηση νά προχωρήσει στήν πλήρωση τῶν κενῶν Ἐπισκοπικῶν ἑδρῶν τῆς ἐπαναστατημένης Πελοποννήσου. (Μητροπολίτης τότε Κορίνθου χειροτονήθηκε τόν Ἀπρίλιο τοῦ 1771 ὁ Γαβριήλ, μέχρι τότε Πρωτοσύγκελος τῆς Μητροπόλεως Νικαίας). Τότε ζητήθηκε ἀπό τόν ἅγ. Μακάριο ἡ παραίτησή του ἀπό τήν Ἐπισκοπή του. Στήν ἀπαντητική ἐπιστολή του μέ ἡμερομηνία 6 Μαΐου 1771, ὁ Ἅγιος μέ πολύ σεβασμὸ δηλώνει, ὅτι ἀδυνατεῖ νά ὑποβάλει τήν παραίτηση πού τοῦ ζητήθηκε, διότι τόν ἐμποδίζουν οἱ Ἱεροὶ Κανόνες, ἀφοῦ κατ’ αὐτούς θά «συναποβάλῃ» καί τήν Ἀρχιερωσύνη. Ἀναφερόμενος καί σέ ἄλλα συναφή ζητήματα, στό τέλος ζητᾶ ἀπό τήν Μητέρα Ἐκκλησία νά τοῦ παράσχει τήν συγγνώμη Της.
Μετά τήν ὁριστική ἀπώλεια τῆς ἕδρας του, διανοίγεται γιά τόν πάνσεπτο Ἱεράρχη ἕνα εὐρύτερο στάδιο Χριστιανικῆς προσφορᾶς. Ὡς φλογερός Ἀπόστολος τοῦ Κυρίου, δέν περιορίζει πλέον τήν δράση του μέσα στά ὅρια μιᾶς ἐπαρχίας, ἀλλά ἐπεκτείνει τήν θεάρεστη ποιμαντική του δραστηριότητα σέ εὐρύτερους ὁρίζοντες. Ἀπό τήν Ζάκυνθο ἀρχικά μετέβη στά Ὁμαλά τῆς Κεφαλληνίας, γιά νά προσκυνήσει τό ἀδιάφθορο Λείψανο τοῦ συγγενοῦς του ἁγ. Γερασίμου. Στή συνέχεια ἔζησε ἀσκητικά στή Ζάκυνθο (γιά τρία χρόνια), στήν Ὕδρα (στήν ἐρημητική Μονή τῆς Παναγίας, ὅπου συναντήθηκε καί συνδέθηκε πνευματικά μέ τόν ἅγ. Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη καί τόν ἅγ. Ἀθανάσιο τόν Πάριο, τόν ὁποῖο καί χειροτόνησε Ἱερέα) καί στήν Χίο. Τό 1777 ὁ θεῖος Μακάριος ἔφθασε στὸ Ἅγιο Ὄρος καί ἐγκαταστάθηκε στὸ Κελλί τοῦ ἁγ. Ἀντωνίου, τοῦ συμπατριώτου του Γέροντος Δαβίδ.
Ἐκεῖνο τόν καιρό ἡ Ἀθωνική Πολιτεία σπαρασσόταν ἀπό ἔριδες καί διαμάχες σχετικά μέ τήν ἡμέρα τελέσεως τῶν μνημοσύνων. Ἄλλοι ἀπό τούς Πατέρες, ἀκολουθώντας τήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ὑποστήριζαν ὅτι δέν ἐπιτρέπεται ἡ τέλεση Μνημοσύνων κατά τήν Κυριακή, ἐνῶ ἄλλοι δέχονταν τό ἀντίθετο. Ἐξ αὐτῆς ὅμως τῆς διαφωνίας αὐτῆς, προέκυψαν σφοδρές ἔριδες καί ἀντιθέσεις, οἱ ὁποῖες ἐπεκτάθηκαν καί σέ ἄλλα θέματα τῆς Ἐκκλησίας. Ἐπρόκειτο γιά τό πνευματικό Κίνημα τῶν Κολλυβάδων (ὅπως χλευαστικά ὀνομάστηκαν ἀπό τούς ἀντιπάλους τους, οἱ πιστοί στήν ἐκκλησιαστική παράδοση Πατέρες).
Τό Κίνημα τῶν Κολλυβάδων - στό ὁποῖο ὁ ἅγ. Μακάριος ἀναμίχθηκε ἐνεργά καί τοῦ ὁποίου ἀναδείχθηκε ἡγετική φυσιογνωμία (μαζί μέ τόν ἅγ. Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη καί τόν ἅγ. Ἀθανάσιο τόν Πάριο) - ἐνσάρκωνε τήν ἀνάγκη ἐπιστροφῆς τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς στήν Πατερική Παράδοση. Γιά τόν λόγο αὐτό τόσο ὁ ἅγ. Μακάριος, ὅσο καί οἱ λοιποί Κολλυβάδες Πατέρες, ἔστρεψαν τό ἐνδιαφέρον τους σέ δύο βασικούς τομεῖς: Στή μελέτη τῶν Πατερικῶν ἔργων καί τήν συχνή Θεία Κοινωνία τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων. Ἔτσι γεννήθηκε ἡ Φιλοκαλία τῶν Ἱερῶν Νηπτικῶν (τῆς ὁποίας ἡ Σλαβωνική μετάφραση ἀπό τόν ἅγ. Παΐσιο Βελιτσκόφσκυ, ἔφερε τήν λεγόμενη Φιλοκαλική Ἀναγέννηση στή Ρωσία καί τίς Παραδουνάβιες Ἡγεμονίες) καί ἡ πρακτική τῆς συνεχούς («οὐχί ἀπροϋποθέτου») Θείας Κοινωνίας (ὁ Ἅγιος μεταλάμβανε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, «πρῶτον ἡμέραν παρ’ ἡμέραν, ὕστερον πρός τό τέλος καθ’ ἑκάστην»).
Λόγῳ τῶν ταραχῶν καὶ τῶν ἐκτροπῶν ποὺ σημειώθηκαν στό Ἅγιο Ὄρος, φοβούμενος ὁ Ἅγιος γιά τήν ἴδια του τήν ζωή, ἐπέστρεψε στή Χίο καί μετά ἀπό σύντομη ἐκεῖ παραμονή, ἀναχώρησε γιά τήν Πάτμο, ὅπου ἵδρυσε τό Κάθισμα τῶν Ἁγίων Πάντων. Μετά τήν διανομή τῆς πατρικῆς του περιουσίας, ὁ εὐκλεής Ἱεράρχης ἐπανῆλθε στή Χίο καὶ ἀπό ἐκεῖ μετέβη στή Σμύρνη, γιά νά συναντήσει τόν Ἰ. Μαυροκορδάτο. Ἀπό τήν Σμύρνη ὁ ἁγιώτατος Πατὴρ ἐπέστρεψε στή Χίο τό 1793 καί ἐγκαταστάθηκε στό ἐρημητήριο τῶν ἁγ. Ἀποστόλων Πέτρου καί Παύλου, στίς βορειοδυτικές παρυφές τοῦ Βροντάδου. Ἔμεινε ἐκεῖ ἀγωνιζόμενος μέχρι τήν κοίμησή του, τό 1905.
Ἡ ἀνακομιδή τῶν τιμίων Λειψάνων του ἔγινε τό 1808. Σήμερα τό μεγαλύτερο μέρος τους φυλάσσεται στή Νέα Μονή Χίου καί ἀποτμήματά τους στίς Ἱερές Μονές Παναγίας Κορφιωτίσσης Καμαρίου καί ἁγ. Βλασίου Τρικάλων Κορινθίας.

Ἱερεύς ἄρχεται τῆς Παρακλήσεως μέ τήν δοξολογικήν ἐκφώνησιν:
Εὐλογητός ὁ Θεός ἡμῶν, πάντοτε, νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων.
χορός: μήν.
μή ὑπάρχοντος Ἱερέως, ἡμεῖς τό:
Δι’ εὐχῶν τῶν Ἁγίων Πατέρων ἡμῶν, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ὁ Θεός, ἐλέησον καί σῶσον ἡμᾶς, Ἀμήν.
Ψαλμός ρμβ’ (142).
Κύριε εἰσάκουσον τῆς προσευχῆς μου, ἐνώτισαι τήν δέησίν μου ἐν τῇ ἀληθείᾳ Σου, εἰσάκουσον μου ἐν τῇ δικαιοσύνῃ Σου καί μή εἰσέλθης εἰς κρίσιν μετά τοῦ δούλου Σου, ὅτι οὐ δικαιωθήσεται ἐνώπιόν Σου, πᾶς ζῶν. Ὅτι κατεδίωξεν ὁ ἐχθρός τήν ψυχήν μου, ἐταπείνωσεν εἰς γῆν τήν ζωήν μου. Ἐκάθισέ με ἐν σκοτεινοῖς, ὡς νεκρούς αἰῶνος καί ἠκηδιάσεν ἐπ’ ἐμέ τό πνεῦμα μου, ἐν ἐμοί ἐταράχθη ἡ καρδία μου. Ἐμνήσθην ἡμερῶν ἀρχαίων, ἐμελέτησα ἐν πᾶσι τοῖς ἔργοις Σου, ἐν ποιήμασι τῶν χειρῶν Σου ἐμελέτων. Διεπέτασα πρός Σέ τάς χείρας μου, ἡ ψυχή μου ὡς γῆ ἄνυδρός Σοι. Ταχύ εἰσακουσόν μου, Κύριε, ἐξέλιπε τό πνεῦμα μου. Μή ἀποστρέψης τό πρόσωπόν Σου ἀπ’ ἐμοῦ καί ὁμοιωθήσομαι τοῖς καταβαίνουσιν εἰς λάκκον. Ἀκουστόν ποίησόν μου τό πρωΐ τό ἔλεός Σου, ὅτι ἐπί Σοί ἤλπισα. Γνώρισόν μοι, Κύριε, ὁδόν ἐν ἧ πορεύσομαι, ὅτι πρός Σέ ἦρα τήν ψυχήν μου. Ἐξελοῦ με ἐκ τῶν ἐχθρῶν μου, Κύριε, πρός Σέ κατέφυγον, δίδαξόν με τοῦ ποιεῖν τό θέλημά Σου, ὅτι Σύ εἶ ὁ Θεός μου. Τό Πνεῦμα Σου τό ἀγαθόν ὁδηγήσει με ἐν γῇ εὐθείᾳ, ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός Σου, Κύριε, ζήσεις με. Ἐν τῇ δικαιοσύνῃ Σου ἐξάξεις ἐκ θλίψεως τήν ψυχήν μου καί ἐν τῷ ἐλέει Σου ἐξολοθρεύσεις τούς ἐχθρούς μου. Καί ἀπολεῖς πάντας τούς θλίβοντας τήν ψυχήν μου, ὅτι ἐγώ δοῦλος Σου εἰμί.
Καί εὐθύς ψάλλεται τετράκις ἐξ’ ὑπαμοιβῆς, μετά τῶν οἰκείων στίχων:
Θεός Κύριος καί ἐπέφανεν ἡμῖν, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου.
Στίχ. α’. ξολολογεῖσθε τῷ Κυρίῳ καί ἐπικαλεῖσθε τό ὄνομα τό Ἅγιον Αὐτοῦ.
Θεός Κύριος καί ἐπέφανεν ἡμῖν…
Στίχ. β’. Πάντα τά ἔθνη ἐκύκλωσάν με καί τῷ ὀνόματι Κυρίου ἠμυνάμην αὐτούς.
Θεός Κύριος καί ἐπέφανεν ἡμῖν…
Στίχ. γ’. Παρά Κυρίου ἐγένετο αὕτη καί ἔστι θαυμαστή ἐν ὀφθαλμοῖς ἡμῶν.
Θεός Κύριος καί ἐπέφανεν ἡμῖν…
Εἶτα τά παρόντα Τροπάρια.
χος δ’. Ὁ ὑψωθείς ἐν τῷ Σταυρῷ. Ταῖς τῶν Πατέρων ἱκεσίαις, Οἰκτῆρμον, Ἱερομάρτυρος Βλασίου Ἱεράρχου, Γερασίμου Ὁσίου τε καί Μακαρίου ὁμοῦ· πέμψον τά ἐλέη Σου ἐπί λαόν ἀσεβοῦντα καί παραπικραίνοντα, Σέ τόν τῶν ὅλων Δεσπότην· αὐτούς προσάγωμεν γάρ ὡς πρεσβευτάς, ὡς κεκτημένους τήν χάριν Σου, Κύριε.
Δόξα. Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τούς ἐν Τρικάλοις Πατέρας καί Ἁγίους τιμήσωμεν, ὁμοῦ τῷ Γερασίμῳ Ἱερομάρτυρα Βλάσιον, σύν θείῳ Μακαρίῳ Νοταρᾶ· αὐτοί γάρ τῆς Τριάδος ἐρασταί, ἀναδειχθέντες ἀγῶσι πνευματικοῖς, ἀξίως ἐκομίσαντο τά βραβεῖα. Δόξα, οὗν, ἐκβοήσωμεν αὐτοῖς, δόξα τῷ ἀναδείξαντι, δόξα τῷ ἐν Ἁγίοις θαυμαστῷ, Χριστῷ τῷ Θεῷ ἡμῶν.
Καί νῦν. Ἀπολυτίκιον Παναγίας Κορυφιωτίσσης. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθείς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Τῇ Θεοτόκῳ ὡς μητρί ἐκβοῶμεν, οἱ τυραννούμενοι ἐχθροῦ δυναστείᾳ, τῇ θεϊκῇ Σου σκέπασον ἀγάπῃ ἡμᾶς· σπεῦσον, Κόρη, ῥύσασθαι τῶν τοῦ Βελίαρ παγίδων καί τῆς καταθλίψεως καί τῆς δαιμόνων μανίας· Σοῦ γάρ ὑπάρχει ἡ Εἰκών τῆς Κορυφῆς, ἡμῶν προστάτις, σκέπη τε καί ἀντίληψις.
Ψαλμός ν’ (50).
λέησόν με, ὁ Θεός, κατά τό μέγα ἔλεός Σου καί κατά τό πλῆθος τῶν οἰκτηρμῶν Σου, ἐξάλειψον τό ἀνόμημά μου. Ἐπί πλεῖον πλῦνόν με ἀπό τῆς ἀνομίας μου καί ἀπό τῆς ἁμαρτίας μου καθάρισόν με. Ὅτι τήν ἀνομίαν μου ἐγώ γινώσκω καί ἡ ἁμαρτία μου ἐνώπιόν μου ἐστι διά παντός. Σοί μόνῳ ἥμαρτον καί τό πονηρόν ἐνώπιόν Σου ἐποίησα· ὅπως ἄν δικαιωθῆς ἐν τοῖς λόγοις Σου καί νικήσῃς ἐν τῷ κρίνεσθαί Σε. Ἰδοῦ γάρ ἐν ἀνομίαις συνελήφθην καί ἐν ἁμαρτίαις ἐκίσσησέ με ἡ μήτηρ μου. Ἰδοῦ γάρ ἀλήθειαν ἠγάπησας, τά ἄδηλα καί τά κρύφια τῆς σοφίας Σου ἐδήλωσάς μοι. Ῥαντιεῖς μέ ὑσσώπῳ καί καθαρισθήσομαι, πλυνεῖς με καί ὑπέρ χιόνα λευκανθήσομαι. Ἀκουτιεῖς μοι ἀγαλλίασιν καί εὐφροσύνην, ἀγαλλιάσονται ὀστέα τεταπεινωμένα. Ἀπόστρεψον τό πρόσωπόν Σου ἀπό τῶν ἁμαρτιῶν μου καί πάσας τάς ἀνομίας μου ἐξάλειψον. Καρδίαν καθαράν κτίσον ἐν ἐμοί ὁ Θεός καί πνεῦμα εὐθές ἐγκαίνισον ἐν τοῖς ἐγκάτοις μου. Μή ἀπορρίψῃς με ἀπό τοῦ προσώπου Σου καί τό Πνεῦμα Σου τό Ἅγιον μή ἀντανέλῃς ἀπ’ ἐμοῦ. Ἀπόδος μοι τήν ἀγαλλίασιν τοῦ σωτηρίου Σου καί πνεύματι ἡγεμονικῷ στήριξόν με. Διδάξω ἀνόμους τάς ὁδούς Σου καί ἀσεβεῖς ἐπί σέ ἐπιστρέψουσιν. Ῥῦσαι με ἐξ αἱμάτων ὁ Θεός, ὁ Θεός τῆς σωτηρίας μου, ἀγαλλιάσεται ἡ γλῶσσα μου τήν δικαιοσύνην Σου. Κύριε, τά χείλη μου ἀνοίξεις καί τό στόμα μου ἀναγγελεῖ τήν αἴνεσίν Σου. Ὅτι, εἰ ἠθέλησας θυσίαν, ἔδωκα ἄν, ὁλοκαυτώματα οὐκ εὐδοκήσεις. Θυσίᾳ τῷ Θεῷ πνεῦμα συντετριμμένον, καρδίαν συντετριμμένην καί τεταπεινωμένην ὁ Θεός οὐκ ἐξουδενώσει. Ἀγάθυνον, Κύριε, ἐν τῇ εὐδοκίᾳ Σου τήν Σιών καί οἰκοδομηθήτω τά τείχη Ἱερουσαλήμ. Τότε εὐδοκήσεις θυσίαν δικαιοσύνης, ἀναφοράν καί ὁλοκαυτώματα. Τότε ἀνοίσουσιν ἐπί τό θυσιαστήριόν Σου μόσχους.
Εἶτα ψάλλομεν ἐξ ὑπαμοιβῆς, πραείᾳ τῇ φωνῇ καί ἐν εὐλαβείᾳ, τόν παρόντα Κανόνα, οὗ ἡ ἀκροστιχίς, «ΤΡΙΑΔΑ ΠΑΤΕΡΩΝ ΤΡΙΚΑΛΩΝ ΥΜΝΩ. ΑΝΤΩΝΙΟΣ».
δή α’. Ἦχος πλ. δ’. Ὁ Εἱρμός. Ὑγράν διοδεύσας.
γιοι τοῦ Θεοῦ, πρεσβεύσατε ὑπέρ ἡμῶν.
Τριάδα Πατέρων ἐπιφανῶν, ὑμνήσωμεν πάντες, αὐτοῖς προσπίπτοντες οἱ πιστοί· αἰτούμενοι θείας βοηθείας παρά Κυρίου, αὐτῶν ταῖς δεήσεσι.
γιε τοῦ Θεοῦ Βλάσιε, πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν.
ῶσιν καί ὑγείαν δίδου ἡμῖν, ὦ Βλάσιε μάκαρ, Ὀρθοδόξων ὁ βοηθός, τῇ γάρ ἐν Τρικάλοις Μονῇ Σου, πάντες προσφεύγωμεν ἐν περιστάσεσι.
γιε τοῦ Θεοῦ Γεράσιμε, πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν.
ασιν δώρησαι τῶν ψυχῶν, ἅμα καί σωμάτων, ὁ τῶν Τρικάλων γόνος λαμπρός καί Κεφαλληνίας ὁ προστάτης καί τῶν δαιμόνων διῶκτης Γεράσιμε.
Θεοτοκίον. Ὑπεραγία Θεοτόκε σῶσον ἡμᾶς.
νασσα, Κόρη, τῶν οὐρανῶν, πρεσβείαις Πατέρων εὐσπλάχνως πρόσβλεψον ἐφ’ ἡμᾶς, τούς κατακλυσμῶ τῆς ἁμαρτίας, παρασυρθέντας εἰς βάθη κολάσεως.
δή γ’. Ὁ Εἱρμός. Οὐρανίας ἀψίδος.
γιε τοῦ Θεοῦ Μακάριε, πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν.
Δυνάμει Πνεύματος, Πάτερ, οὐρανοφάντωρ Μακάριε, λόγοις Σοῖς ἡμᾶς καταρδεύεις, ὅθεν στερέωσον, ἐν τῇ ἀγάπῇ Χριστοῦ, ὑπέρ ἡμῶν τοῦ παθόντος καί τῶν Μυστηρίων Του ἀξίους ποίησον.
γιε τοῦ Θεοῦ Βλάσιε, πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν.
Αὐγαῖς θείου ἐλέους καθικετεύομεν, Βλάσιε, πᾶσι αὐγασθῆναι τοῖς πόθῳ πρός Σέ προσφεύγουσι· τῇ ἐν Τρικάλοις Μονῇ καί τῇ σεπτῇ Σου Εἰκόνι, τοῦ λαβεῖν τήν ἴασιν ταῖς Σαῖς δεήσεσι.
γιε τοῦ Θεοῦ Γεράσιμε, πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν.
Πάτερ θείε τοῖς πόθῳ ὑπό τήν σκέπην Σου σπεύδοντας καί γονυκλινῶς αἰτουμένοις τήν Σήν ἀντίληψιν, μή ἐπιλάθου, φωστήρ Κεφαλληνίας, Σῶν τέκνων καί τῶν ὁμοχώρων Σου, κλεινέ Γεράσιμε.
Θεοτοκίον. Ὑπεραγία Θεοτόκε σῶσον ἡμᾶς.
νυμνοῦμεν, Παρθένε, τά Σά θαυμάσια ψάλλοντες, χαῖρε τῶν παρθένων ἡ δόξα, ἡμῶν τό στήριγμα. Τῇ ἱκεσίᾳ, Σεμνῇ, τῶν ἐν Τρικάλοις Πατέρων, πάντας περιφρούρησον, ὦ Κορυφιώτισσα.
Διάσωσον ταῖς τῶν Πατέρων πρεσβείαις Παντελεήμων, ὅτι πάντες κατόπιν Σοῦ αὐτοῖς καταφεύγομεν, ὡς ἔχοντας τήν πρός Σέ παρρησίαν.
πίβλεψον ἐπικαμπτόμενος Θεοτόκου καί τῶν Πατέρων ταῖς λιταῖς Οἰκτῆρμον, ἐφ’ ἡμᾶς τούς ἀσθενεῖς καί λύτρωσαι τόν λαόν Σου.
Ἱερεύς τήν κάτωθι δέησιν, ἡμῶν ψαλλόντων τό Κύριε ἐλέησον δωδεκάκις:
λέησον ἡμᾶς, ὁ Θεός, κατά τό μέγα ἔλεός Σου, δεόμεθά Σου, ἐπάκουσον καί ἐλέησον.
τι δεόμεθα, ὑπέρ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου ἡμῶν (δεῖνος) καί πάσης τῆς ἐν Χριστῶ ἡμῶν ἀδελφότητος.
τι δεόμεθα, ὑπέρ ἐλέους, ζωῆς, εἰρήνης, ὑγείας, σωτηρίας, ἐπισκέψεως, συγχωρήσεως καί ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν, πάντων τῶν εὐσεβῶν καί Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν.
τι δεόμεθα καί ὑπέρ τῶν δούλων τοῦ Θεοῦ… (καί μνημονεύονται τά ὀνόματα τῶν ὑπέρ ὧν ἡ Ἱερά Παράκλησις τελεῖται).
τι ἐλεήμων καί φιλάνθρωπος Θεός ὑπάρχεις καί Σοί τήν δόξαν ἀναπέμπομεν, τῷ Πατρί καί τῷ Υἱῷ καί τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι, νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων.
Ὁ χορός. μήν.
Κάθισμα. Ἦχος β’. Τά ἄνω ζητῶν.
Πατέρων τῇ πρεσβείᾳ νῦν προσπίπτωμεν, οἱ ἐν πόνοις ψυχῆς καί θλίψεσι ὑπάρχοντες καί δι’ αὐτῶν αἰτούμεθα τό τοῦ Κυρίου ἄμετρον ἔλεος καί τήν ταχεῖαν Τούτου συνδρομήν καί τήν βεβαίαν Αὐτοῦ ἀντίληψιν.
δή δ’. Ὁ Εἱρμός. Εἰσακήκοα Κύριε.
γιε τοῦ Θεοῦ Μακάριε, πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν.
Τόν τῆς Χίου προστάτην καί Τρικάλων γόνον τόν ἐνδοξώτατον, ἀνυμνήσωμεν θεόφρονες, τόν οὐρανοβάμονα Μακάριον.
γιε τοῦ Θεοῦ Βλάσιε, πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν.
Εὐλογοῦμεν Κυρίου σεπτόν θεράποντα Βλάσιον, τῇ Εἰκόνι του προσπίπτοντες τῇ θαυματουργῷ κατασπαζόμενοι.
γιε τοῦ Θεοῦ Γεράσιμε, πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν.
ῦσαι πάντας τούς πόθῳ πρός Σέ προσφεύγοντας Ὅσιε, τῇ δυνάμει τῇ τοῦ Πνεύματος, τῶν ἐνεργειῶν τῶν τοῦ ἀλάστορος.
Θεοτοκίον. Ὑπεραγία Θεοτόκε σῶσον ἡμᾶς.
Πανύμνυτε Μῆτερ, τῇ Σῇ προνοίᾳ προσπίπτομεν, τήν βεβαίαν Σου αἰτούμενοι καί ἀναγκαῖαν πᾶσιν ὑποστήριξιν.
δή ε’. Ὁ Εἱρμός. Φώτισον ἡμᾶς.
γιε τοῦ Θεοῦ Μακάριε, πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν.
Νεῦσον πρός ἡμᾶς τοῖς προσπίπτουσι Σή χάριτι καί ἐπόμβρησον ἡμῖν τόν ἱλασμόν, τοῖς ἱκέταις Σου, Μακάριε θεόληπτε.
γιε τοῦ Θεοῦ Βλάσιε, πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν.
Τεῖχος νοερόν ταῖς εὐχαῖς Σου ἡμῖν ὕψωσον, τοῦ Βελίαρ καταργῶν τάς προσβολάς, ὡς τοῦ Κυρίου ἀρχιθύτης, Πάτερ Βλάσιε.
γιε τοῦ Θεοῦ Γεράσιμε, πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν.
ῦσαι πειρασμῶν καί κινδύνων ταῖς πρεσβείαις Σου, τούς προστρέχοντας Σῇ σκέπῃ καί ναῷ, ἐν ὅ ἄφθορον τό σκῆνος Σου, Γεράσιμε.
Θεοτοκίον. Ὑπεραγία Θεοτόκε σῶσον ἡμᾶς.
άτρευσον ἡμῶν καί ἐπούλωσον τά τραύματα, ἐπικαμπτόμενη Πατέρων ταῖς λιταῖς, τῷ Υἱῷ Σου δέ μεσίτευσον, Πανύμνητε.
δή στ’. Ὁ Εἱρμός. Τήν δέησιν.
γιε τοῦ Θεοῦ Μακάριε, πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν.
Κορίνθου μέν ἀνεδείχθης ἀρχιθύτης τε καί ποιμήν τῶν λογικῶν προβάτων καί Κολλυβάδων ἡγέτης καί Χίου θεῖος προστάτης, ἡμῶν δέ τό καύχημα· διό Σύ, Πάτερ ἀγαθέ, τά νῦν προσπίπτομεν, θεῖε Μακάριε.
γιε τοῦ Θεοῦ Βλάσιε, πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν.
πέλασον ἀφ’ ἡμῶν πᾶσαν λῦμιν, Βλάσιε σεπτέ Ἱεράρχα, ὡς εἰληφός πλουσίαν τήν χάριν, τοῦ θεραπεύειν τά πάθη καί τραύματα καί τάς ὀδύνας τῆς σαρκός καί τῆς ψυχῆς τήν σκοτόμαιναν, Ἔνδοξε.
γιε τοῦ Θεοῦ Γεράσιμε, πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν.
Λῦσον πειρασμῶν τόν κλοιόν, Πάτερ Γεράσιμε, Σαῖς ἐμπύροις πρός Θεόν ἱκεσίαις, τῆς ἀφθαρσίας γάρ ἐκομίσω τήν χάριν καί δωρεάν τήν τοῦ Πνεύματος, Ὅσιε· διό ὡς προστάτης ἀληθῶς τῆς Ἑπτανήσου καί Τρίκκης τεμίμησαι.
Θεοτοκίον. Ὑπεραγία Θεοτόκε σῶσον ἡμᾶς.
ραῖος ἧν ὁ καρπός τῆς γαστρός Σου, ὁ Πανοικτῆρμον Κύριος, Παρθένε· Αὐτόν δυσώπησον δεόμεθα, Κόρη, τούς ἐλεῆσαι ἡμᾶς τούς προστρέχοντας, ὑπό τήν σκέπην τήν σεπτήν, Σοῦ τῆς Μητρός Του, Μαρία Θεόνυμφε.
Διάσωσον ταῖς τῶν Πατέρων πρεσβείαις Παντελεήμων, ὅτι πάντες κατόπιν Σοῦ αὐτοῖς καταφεύγομεν, ὡς ἔχοντας τήν πρός Σέ παρρησίαν.
πίβλεψον ἐπικαμπτόμενος Θεοτόκου καί τῶν Πατέρων ταῖς λιταῖς Οἰκτῆρμον, ἐφ’ ἡμᾶς τούς ἀσθενεῖς καί λύτρωσαι τόν λαόν Σου.
Ἱερεύς μνημονεύει ὡς δεδήλωται, ἡμῶν ψαλλόντων τό Κύριε ἐλέησον δωδεκάκις καί μετά τήν ἐκφώνησιν:
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Προστασία τῶν Χριστιανῶν.
Μεσιτείᾳ τῆς Μητρός Σου, Πολυέλεε, ἱκεσίαις τε Πατέρων καί δεήσεσι, τῷ Σῷ λαῷ ἐπίβλεψον καί σῶσον ἡμᾶς· ἡμάρτομέν Σοι, Ἀγαθέ, καί παροργίζομεν ἀεί, τήν Σήν ἀγαθότητα· δέχου τήν μεσιτείαν τῆς ἀχράντου Μητρός Σου, ἐπικαμπτόμενος, Σωτήρ, αὐτῶν ταῖς δεήσεσι.
Καί εὐθύς τό Προκείμενον.
Δίκαιος ὡς φοῖνιξ ἀνθήσει καί ὡσεί κέδρος ἡ ἐν τῷ Λιβάνῳ πληθυνθήσεται.
Στίχος: Πεφυτευμένοι ἐν τῷ οἴκῳ Κυρίου, ἐν αὐλαῖς τοῦ Θεοῦ ἡμῶν ἐξανθήσουσιν.
Δίκαιος ὡς φοῖνιξ ἀνθήσει καί ὡσεί κέδρος ἡ ἐν τῷ Λιβάνῳ πληθυνθήσεται.
Ὁ Ἱερεύς: Καί ὑπέρ τοῦ καταξιωθῆναι ἡμᾶς τῆς ἀκροάσεως τοῦ ἁγίου Εὐαγγελίου, Κύριον τόν Θεόν ἡμῶν ἱκετεύσωμεν.
Ὁ χορός: Κύριε ἐλέησον (γ’).
Ὁ Ἱερεύς: Σοφία. Ὀρθοί ἀκούσωμεν τοῦ ἁγίου Εὐαγγελίου. Εἰρήνη πᾶσι.
Ὁ χορός: Καί τῷ πνεύματί σου.
Ὁ Ἱερεύς: κ τοῦ κατά Ἰωάννην ἁγίου Εὐαγγελίου, τό ἀνάγνωσμα. Σοφία, πρόσχωμεν.
Ὁ χορός: Δόξα Σοι, Κύριε, δόξα Σοι.
Εἶπεν ὁ Κύριος τοῖς ἑαυτοῦ μαθηταῖς. Ταῦτα ἐντέλλομαι ὑμῖν, ἵνα ἀγαπᾶτε ἀλλήλους. Εἰ ὁ κόσμος ὑμᾶς μισεῖ, γινώσκετε ὅτι ἐμέ πρῶτον ὑμῶν μεμίσηκεν. Εἰ ἐκ τοῦ κόσμου ἦτε, ὁ κόσμος ἄν τό ἴδιον ἐφίλει. Ὅτι δέ ἐκ τοῦ κόσμου οὐκ ἐστέ, ἀλλ’ ἐγώ ἐξελεξάμην ὑμᾶς ἐκ τοῦ κόσμου, διά τοῦτο μισεῖ ὑμᾶς ὁ κόσμος. Μνημονεύεται τοῦ λόγου, οὗ ἐγώ εἶπον ὑμῖν. Οὐκ ἔστι δοῦλος μείζων τοῦ κυρίου αὐτοῦ. Εἰ ἐμέ ἐδίωξαν, καί ὑμᾶς διώξωσιν. Εἰ τόν λόγον μου ἐτήρησαν, καί τόν ὑμέτερον τηρήσουσιν. Ἀλλά ταῦτα πάντα ποιήσουσιν ὑμῖν διά τό ὄνομά μου, ὅτι οὐκ οἴδασι τόν πέμψαντά με. Εἰ μή ἦλθον καί ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον. Νῦν δέ πρόφασιν οὐκ ἔχουσι περί τῆς ἁμαρτίας αὐτῶν. Ὁ ἐμέ μισῶν καί τόν Πατέρα μου μισεῖ. Εἰ τά ἔργα μή ἐποίησα αὐτοῖς, ἅ οὐδείς ἄλλος πεποίηκεν, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον. Νῦν δέ καί ἑωράκασι καί μεμισήκασι καί ἐμέ καί τόν Πατέρα μου. Ἀλλ’ ἵνα πληρωθῆ ὁ λόγος ὁ γεγραμμένος ἐν τῷ νόμῳ αὐτῶν, ὅτι ἐμίσησάν με δωρεάν. Ὅταν δέ ἔλθη ὁ Παράκλητος, ὅν ἐγώ πέμψω ὑμῖν παρά τοῦ Πατρός, τό Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὅ παρά τοῦ Πατρός ἐκπορεύεται, ἐκεῖνος μαρτυρήσει περί ἐμοῦ. Καί ὑμεῖς δέ μαρτυρεῖτε, ὅτι ἀπ’ ἀρχῆς μετ’ ἐμοῦ ἐστε. Ταῦτα λελάληκα ὑμῖν, ἵνα μή σκανδαλισθῆτε. Ἀποσυναγώγους ποιήσουσιν ὑμᾶς, ἀλλ’ ἔρχεται ὥρα ἵνα πᾶς ὁ ἀποκτείνας ὑμᾶς, δόξῃ λατρείαν προσφέρειν τῷ Θεῷ. (ιε’ 17 – 27 καί ιστ’ 1 - 2).
Ὁ χορός: Δόξα Σοι, Κύριε, Δόξα Σοι.
Εἶτα ψάλλομεν. Ἦχος β’.
Δόξα.
Πατέρων ταῖς πρεσβείαις, λιταῖς τε, Ἐλεῆμον, ἐξάλειψον τά πλήθη τῶν ἐμῶν ἐγκλημάτων.
Καί νῦν.
Ταῖς τῆς Θεοτόκου πρεσβείαις, Ἐλεῆμον, ἐξάλειψον τά πλήθη τῶν ἐμῶν ἐγκλημάτων.
Στίχ. λεῆμον, ἐλέησόν με ὁ Θεός κατά τό μέγα ἔλεός Σου καί κατά τό πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν Σου ἐξάλειψον τό ἀνόμημά μου.
χος πλ. β’. Ὅλην ἀποθέμενοι.
Δεῦτε τούς Πατέρας νῦν, τούς ἐν Τρικάλοις, ἐν ὕμνοις καί ὡδαῖς τιμήσωμεν, οἱ αὐτοῖς προσπίπτοντες μετά πίστεως· τῷ Θεῷ οὗτοι γάρ, ὑπέρ λαοῦ ἅπαντος, μετά ζέσεως προσδέονται, ἐπικαλούμενοι ἐφ’ ἡμᾶς Κυρίου τό ἔλεος καί Τούτου τήν σωτήριον ἐπί τοῖς δεομένοις βοήθειαν· χαίρετε βοῶντες, δοχεῖα τοῦ Κυρίου ἐκλεκτά καί τῆς Αὐτοῦ παρατάξεως στρατιῶται τίμιοι.
Εὐθύς ἐκφωνεῖται ὑπό τοῦ Ἱερέως ἡ λιτανευτική ἱκεσία:
Σῶσον ὁ Θεός τόν λαόν Σου καί εὐλόγησον τήν κληρονομίαν Σου. Ἐπίσκεψαι τόν κόσμον Σου ἐν ἐλέει καί οἰκτιρμοῖς, ὕψωσον κέρας Χριστιανῶν Ὀρθοδόξων καί κατάπεμψον ἡμῖν τά ἐλέη Σου τά πλούσια.
Πρεσβείαις τῆς Παναχράντου Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καί Ἀειπαρθένου Μαρίας.
Δυνάμει τοῦ Τιμίου καί Ζωοποιοῦ Σταυροῦ.
Προστασίαις τῶν Τιμίων, Ἐπουρανίων Δυνάμεων Ἀσωμάτων.
κεσίαις τοῦ Τιμίου, Ἐνδόξου Προφήτου Προδρόμου καί Βαπτιστοῦ Ἰωάννου.
Τῶν Ἁγίων Ἐνδόξων καί Πανευφήμων Ἀποστόλων.
Τῶν ἐν Ἁγίοις Πατέρων ἡμῶν, Μεγάλων Ἱεραρχῶν καί Οἰκουμενικῶν Διδασκάλων: Βασιλείου τοῦ Μεγάλου, Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καί Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου· Ἀθανασίου καί Κυρίλλου, Ἰωάννου τοῦ Ἐλεήμονος, Πατριαρχῶν Ἀλεξανδρείας· Νικολάου Ἐπισκόπου Μύρων τῆς Λυκίας καί Σπυρίδωνος Ἐπισκόπου Τριμυθοῦντος, τῶν Θαυ ματουργῶν.
Τῶν ἁγίων, ἐνδόξων καί καλλινίκων Μαρτύρων.
Τῶν Ἁγίων ἐνδόξων Μεγαλομαρτύρων Γεωργίου τοῦ Τροπαιοφόρου, Δημητρίου τοῦ Μυροβλύτου, Θεοδώρου τοῦ Τήρωνος καί Θεοδώρου τοῦ Στρατηλάτου.
Τῶν ἁγίων Ἱερομαρτύρων Χαραλάμπους καί Ἐλευθερίου.
Τῶν Ὁσίων καί Θεοφόρων Πατέρων ἡμῶν.
Τῶν Ἁγίων Βλασίου Ἐπισκόπου Σεβαστείας, Γερασίμου τοῦ ἐν Κεφαλληνίᾳ καί Μακαρίου Ἀρχιεπισκόπου Κορίνθου.
(Τοῦ Ἁγίου τοῦ Ναοῦ, ἐφ’ ὅσον δέν ἐμνημονεύθη ἐν τοῖς ἄνω).
Τῶν Ἁγίων καί Δικαίων Θεοπατόρων Ἰωακείμ καί Ἄννης.
(Τῶν Ἁγίων τῆς ἡμέρας).
Καί Πάντων Σου τῶν Ἁγίων.
κετεύομέν Σε, Μόνε Πολυέλεε Κύριε, ἐπάκουσον ἡμῶν τῶν ἁμαρτωλῶν δεομένων Σου καί ἐλέησον ἡμᾶς.
Ὁ χορός: Κύριε ἐλέησον (12).
Καί ἐπισφραγίζει ὁ Ἱερεύς μετά τῆς δοξολογικῆς ἐκφωνήσεως:
λέει καί οἰκτιρμοῖς καί φιλανθρωπίᾳ τοῦ Μονογενοῦς Σου Υἱοῦ, μεθ’ Οὗ εὐλογητός εἶ, σύν τῷ Παναγίῳ καί Ἀγαθῷ καί Ζωοποιῷ Σου Πνεύματι, νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων.
Ὁ χορός: μήν.
Καί ἀποπληροῦμεν τάς λοιπάς ὠδάς τοῦ Κανόνος:
δή ζ’. Ὁ Εἱρμός. Οἱ ἐκ τῆς Ἰουδαίας.
γιε τοῦ Θεοῦ Μακάριε, πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν.
Νέον ἐν Ἱεράρχαις, Πατέρα Κολλυβάδων καί τῶν ἐν Χίῳ μιδάδων τόν πρύτανην, Μακάριον τιμῶμεν, εὐλογοῦντες δέ ψάλλομεν· ὁ Μακαρίου καί ἡμῶν Θεός εὐλογητός εἶ.
γιε τοῦ Θεοῦ Βλάσιε, πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν.
μνοῦμεν Σεβαστείας τόν θεῖον ἀρχιθύτην καί τῶν Τρικάλων τά νῦν, τόν ἄμισθον προστάτην, προχέοντα τοῖς πᾶσι ἰάματα τοῖς ψάλλουσι· ὁ τοῦ Βλασίου καί ἡμῶν Θεός εὐλογητός εἶ.
γιε τοῦ Θεοῦ Γεράσιμε, πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν.
Μνήμην τοῦ Γερασίμου, τοῦ Νοταράδων γόνου καί Ἐκκλησίας Πατρός, Ὀρθόδοξοι τιμῶμεν, αὐτός γάρ ἰαμάτων, παρά Κυρίου τῆς χάριτος ἔτυχεν· ὁ Γερασίμου καί ἡμῶν Θεός εὐλογητός εἶ.
Θεοτοκίον. Ὑπεραγία Θεοτόκε σῶσον ἡμᾶς.
Ναός Σου Θεοτόκε, καί ἡ ἐν Καμαρίῳ Κορυφιωτίσσης Μονή, ἄμισθον ἰατρεῖον πέλει νοσημάτων, διό εὐγνωμόνως καί ψάλλομεν· ὁ τῶν Πατέρων ἡμῶν Θεός εὐλογητός εἶ.
δή η’. Ὁ Εἱρμός. Τόν Βασιλέα τῶν οὐρανῶν.
γιε τοῦ Θεοῦ Μακάριε, πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν.
ς Ἱεράρχην τῆς Ἐκκλησίας τιμῶμεν καί ὡς Πατέρα τῶν Κολλυβάδων προφρόνως καί ὡς Τρικάλων, Μακάριε, τόν προστάτην.
γιε τοῦ Θεοῦ Βλάσιε, πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν.
νοιξον, Πάτερ, τῆς εὐσπλαχνίας τήν πύλην τήν τοῦ Κυρίου, Βλάσιε ταῖς εὐχαῖς Σου, ἐπί τοῖς δούλοις Αὐτοῦ καί τοῖς ἱκέταις.
γιε τοῦ Θεοῦ Γεράσιμε, πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν.
Νικῆσαι ὅλως τάς προσβολάς τοῦ Βελίαρ, τύχοιμεν πάντες πρεσβείαις Γερασίμου, τοῦ ἐκ Τρικάλων Κορίνθου ὁρμηθέντος.
Θεοτοκίον. Ὑπεραγία Θεοτόκε σῶσον ἡμᾶς.
Τιμᾶσθαι πρέπον Σόν τόκον Θεοτόκε, τόν ἀπαλλάξαντα ἀρᾶς τῶν Προπατόρων γένος ἀνθρώπων, Χριστόν τόν Ζωοδότην.
δή θ’. Ὁ Εἱρμός. Κυρίως Θεοτόκον.
γιε τοῦ Θεοῦ Μακάριε, πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν.
ς μέγας Ἱεράρχης καί ἐν Ὁσίοις μέγας, παρ’ Ὀρθοδόξων τιμᾶσθω Μακάριος, ὁ Κολλυβάδων Πατήρ τε καί πρόμαχος.
γιε τοῦ Θεοῦ Βλάσιε, πρέσβευε ὑπέρ ὑμῶν.
Νικῆσαι τοῦ Βελίαρ, πρεσβείαις Ἱεράρχου καί ἱκεσίαις Βλασίου ἐλπίζομεν, ὡς τοῦ Κυρίου θεράποντος γεγονότος.
γιε τοῦ Θεοῦ Γεράσιμε, πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν.
δεῖν τῆς Βασιλείας Κυρίου τῷ ἀπροσίτῳ, ζωοποιῷ τε φωτί νῦν αἰτούμεθα, ταῖς Γερασίμου ἐνθέρμοις δεήσεσι.
γιοι τοῦ Θεοῦ, πρεσβεύσατε ὑπέρ ἡμῶν.
ρμήσατε, Πατέρες, ψυχάς ἡμῶν εἰς ὅρμον καί εἰς λιμένα ἀσφαλῆ καί σωτήριον, ταῖς Σαῖς πρεσβείαις πρός Κύριον, Ἅγιοι.
Θεοτοκίον. Ὑπεραγία Θεοτόκε σῶσον ἡμᾶς.
Σῶσον ἡμᾶς, Παρθένε, πρεσβείαις τῶν Πατέρων καί τόν Υἱόν Σου εὐσυμπάθητον ποίησον, Σοί μεσιτείᾳ πρός Κύριον τόν Μέγαν.
Καί εὐθύς, τοῦ Ἱερέως θυμιῶντος τό Ἱερόν Θυσιαστήριον καί τόν εὐσεβῆ λαόν, ψάλλονται τά παρόντα Μεγαλυνάρια:
ξιον ἐστιν ὡς ἀληθῶς, μακαρίζειν Σε τήν Θεοτόκον, τήν ἀειμακάριστον καί παναμώμητον καί μητέρα τοῦ Θεοῦ ἡμῶν. Τήν τιμιωτέραν τῶν Χερουβείμ καί ἐνδοξοτέραν ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ, τήν ἀδιαφθόρως Θεόν Λόγον τεκοῦσαν, τήν ὄντως Θεοτόκον Σέ μεγαλύνομεν.
Χαῖροις τῶν Πατέρων παρεμβολή, κώμης τῶν Τρικάλων ἡ προστάτης καί βοηθός, Βλάσιε μάκαρ, σύν θείῳ Γερασίμῳ, ὁμοῦ τῷ Μακαρίῳ τῷ οὐρανόφρονι.
Βλάσιε Πάτερ Θαυματουργέ, ἡμᾶς τούς προσιόντας τῇ Εἰκόνι Σου τῇ σεπτῇ, τῇ ἀποκειμένῃ εἰς τήν ἐν Τρικάλοις Μονήν Σου τήν ἁγίαν, πάντας περίσωζε.
Γεράσιμον τόν θεῖον πάντες πιστοί, τῆς Κεφαλληνίας τόν προστάτην καί ὁδηγόν, τόν παρά Κυρίου κατά δαιμόνων χάριν, πλουσίαν εἰληφότα, νῦν εὐφημήσωμεν.
Μακάριον Τρικάλων γόνον λαμπρόν, Χίου τόν προστάτην, Κολλυβάδων ὑφηγητήν, Ἀχράντων Μυστηρίων τῆς Θείας Κοινωνίας, διδάσκαλον τόν μέγαν, νῦν ἀνυμνήσωμεν.
Πατέρες οὐρανόφρονες τήν ἡμῶν πτωχήν ἱκεσίαν προσδεχόμενοι, ἐφ’ ἡμᾶς πλουσίαν ἐπομβρήσατε τήν χάριν τοῦ Παρακλήτου, ὡς δοχεῖα Αὐτοῦ ἔντιμα.
Κράζωμεν εὐγνωμόνως χαῖρε Ἁγνῆ, ὅτι εὐαρεστῆσαι τῇ Εἰκόνι Σου τῇ σεπτῇ, τῇ ἀποκειμένῃ Μονῇ Κορυφιωτίσσης, δοξάζοντες τήν θείαν οἰκονομίαν Σου.
Τό Μεγαλυνάριον τοῦ Ἁγίου τοῦ Ναοῦ ἤ τοῦ Ἁγίου τῆς ἡμέρας. Καί κλείομεν μετά τοῦ
Πᾶσαι τῶν Ἀγγέλων αἱ στρατιαί, Πρόδρομε Κυρίου, Ἀποστόλων ἡ δωδεκάς, οἱ Ἅγιοι Πάντες μετά τῆς Θεοτόκου, ποιήσατε πρεσβείαν εἰς τό σωθῆναι ἡμᾶς.
Τό Τρισάγιον καί τά Τροπάρια ταῦτα.
χος πλ. β΄.
λέησον ἡμᾶς, Κύριε, ἐλέησον ἡμᾶς, πάσης γάρ ἀπολογίας ἀποροῦντες, ταύτην Σοι τήν ἱκεσίαν, ὡς Δεσπότῃ, οἱ ἁμαρτωλοί προσφέρομεν, ἐλέησον ἡμᾶς.
Δόξα.
Κύριε ἐλέησον ἡμᾶς, ἐπί Σοί γάρ πεποίθαμεν. Μή ὀργισθῆς ἡμῖν σφόδρα, μηδέ μνησθῆς τῶν ἀνομιῶν ἡμῶν. Ἀλλ’ ἐπίβλεψον καί νῦν ὡς εὔσπλαχνος καί λύτρωσαι ἡμᾶς ἐκ τῶν ἐχθρῶν ἡμῶν. Σύ γάρ εἶ Θεός ἡμῶν καί ἡμεῖς λαός Σου, πάντες ἔργα χειρῶν Σου καί τό ὄνομά Σου ἐπικεκλήμεθα.
Καί νῦν.
Τῆς εὐσπλαχνίας τήν πύλην ἄνοιξον ἡμῖν, εὐλογημένη Θεοτόκε, ἐλπίζοντες εἰς Σέ μή ἀστοχήσομεν, ῥυσθείημεν διά Σοῦ τῶν περιστάσεων, Σύ γάρ ἡ σωτηρία τοῦ γένους τῶν Χριστιανῶν.
Τό Ἀπολυτίκιον τῶν Ἁγίων. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τούς ἐν Τρικάλοις Πατέρας καί Ἁγίους τιμήσωμεν, ὁμοῦ τῷ Γερασίμῳ Ἱερομάρτυρα Βλάσιον, σύν θείῳ Μακαρίῳ Νοταρᾷ· αὐτοί γάρ τῆς Τριάδος ἐρασταί, ἀναδειχθέντες ἀγῶσι πνευματικοῖς, ἀξίως ἐκομίσαντο τά βραβεῖα· δόξα, οὗν, ἐκβοήσωμεν αὐτοῖς, δόξα τῷ ἀναδείξαντι, δόξα τῷ ἐν Ἁγίοις θαυμαστῷ, Χριστῷ τῷ Θεῷ ἡμῶν.
Εἶτα ὁ Ἱερεύς τήν Ἐκτενῆ Δέησιν, ἡμῶν ψαλλόντων τό λιτανευτικόν Κύριε ἐλέησον, τρίς (3) μεθ’ ἑκάστην δέησιν, ἐξαιρέσει τῆς πέμπτης δεήσεως, μεθ’ ἧν ψάλλεται τοῦτο τεσσαράκοντα (40).
λέησον ἡμᾶς ὁ Θεός, κατά τό μέγα ἔλεός Σου, δεόμεθά Σου, ἐπάκουσον καί ἐλέησον.
τι δεόμεθα, ὑπέρ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου ἡμῶν (δεῖνος) καί πάσης τῆς ἐν Χριστῶ ἡμῶν ἀδελφότητος.
τι δεόμεθα, ὑπέρ ἐλέους, ζωῆς, εἰρήνης, ὑγείας, σωτηρίας, ἐπισκέψεως, συγχωρήσεως καί ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν, πάντων τῶν εὐσεβῶν καί Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν.
τι δεόμεθα καί ὑπέρ τῶν δούλων τοῦ Θεοῦ… (καί μνημονεύονται τά ὀνόματα τῶν ὑπέρ ὧν ἡ Ἱερά Παράκλησις τελεῖται).
τι δεόμεθα, ὑπέρ τοῦ διαφυλαχθῆναι τήν ἁγίαν Ἐκκλησίαν (ἤ Μονήν) καί πόλιν (ἤ νῆσον) ταύτην καί πᾶσαν πόλιν καί χώραν, ἀπό ὀργῆς, λοιμοῦ, λιμοῦ, σεισμοῦ, καταποντισμοῦ, πυρός, μαχαίρας, ἐπιδρομῆς ἀλλοφύλων, ἐμφυλίου πολέμου καί αἰφνιδίου θανάτου. Ὑπέρ τοῦ ἵλεων, εὐμενῆ καί εὐδιάλλακτον γενέσθαι τόν Ἀγαθόν καί Φιλάνθρωπον Θεόν ἡμῶν, τοῦ ἀποστρέψαι καί διασκεδάσαι πᾶσαν ὀργήν καί νόσον, τήν καθ’ ἡμῶν κινουμένην καί ῥύσασθαι ἡμᾶς ἐκ τῆς ἐπικειμένης δικαίας Αὐτοῦ ἀπειλῆς καί ἐλεῆσαι ἡμᾶς.
τι δεόμεθα, ὑπέρ τοῦ εἰσακοῦσαι Κύριον τόν Θεόν, φωνῆς τῆς δεήσεως ἡμῶν τῶν ἁμαρτωλῶν καί ἐλεῆσαι ἡμᾶς.
πάκουσον ἡμῶν, ὁ Σωτήρ ἡμῶν, ἡ ἐλπίς πάντων τῶν περάτων τῆς γῆς καί τῶν ἐν θαλάσσῃ μακράν καί ἵλεως, ἵλεως γενοῦ ἡμῖν, Δέσποτα, ἐπί ταῖς ἁμαρτίαις ἡμῶν καί ἐλέησον ἡμᾶς. Ἐλεήμων γάρ καί Φιλάνθρωπος Θεός ὑπάρχεις καί Σοί τήν δόξαν ἀναπέμπομεν, τῷ Πατρί καί τῷ Υἱῷ καί τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι, νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς ἀιῶνας τῶν αἰώνων.
Ὁ χορός: μήν.
Ὑπό τοῦ Ἱερέως Ἀπόλυσις. Καί τῶν Χριστιανῶν ἀσπαζομένων τήν Εἰκόνα τῶν Ἁγίων καί χριομένων δι’ ἁγίου ἐλαίου, ψάλλονται τά παρόντα Τροπάρια:
χος β’. Ὅτε ἐκ τοῦ ξύλου.
Δεῦτε τήν τριάδα τήν σεπτήν, τῶν ἐν Τρικάλοις Πατέρων, πάντες τιμήσωμεν, Βλάσιον τόν ἔνδοξον, σύν Μακαρίῳ ὁμοῦ Γερασίμῳ καί εἴπωμεν αὐτοῖς μελωδοῦντες, χαίρετε τρισόλβιοι Τριάδος πρόμαχοι, Πατέρες, Ἐκκλησίας φωστῆρες καί ἡμῶν προστάται ἐν ἀνάγκαις, πάντων τε Ὀρθοδόξων οἱ ἀμύντορες.
Τήν πᾶσαν ἐλπίδα μου, εἰς Σέ ἀνατίθημι, Μῆτερ τοῦ Θεοῦ, φύλαξόν με ὑπό τήν σκέπην Σου.
Ὁ Ἱερεύς:
Δι’ εὐχῶν τῶν Ἁγίων Πατέρων ἡμῶν, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ὁ Θεός, ἐλέησον καί σῶσον ἡμᾶς, Ἀμήν.













Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου