Παρασκευή 24 Ιουνίου 2011

ΑΙΡΕΤΙΚΕΣ ΣΕΚΤΕΣ ΣΤΗ ΔΥΣΗ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΠΡΩΪΜΟ ΜΕΣΑΙΩΝΑ (Η'- Ι αι.)

Πηγή: Ιστοσελίδα Ι. Μ. Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου Θεσσαλονίκης.

Εισαγωγή
Μέχρι πριν λίγες δεκαετίες η Δυτική ιστοριογραφία, επηρεασμένη από την Ρωμαιοκαθολική προπαγάνδα, θεωρούσε τον πρώιμο Μεσαίωνα, ως την περίοδο της Παπικής ουτοπίας. Οι Πάπες είχαν καταφέρει να ιδρύσουν το Παπικό κράτος, είχαν εξαλείψει τις αιρέσεις, είχαν εκχριστιανίσει τους βάρβαρους. Εν ολίγοις είχαν επιφέρει στη Δυτική Ευρώπη ομοιομορφία στην πίστη, με προεξάρχοντα και αδιαμφισβήτητο «εκπρόσωπο του Θεού» τον Πάπα και μόνη παραφωνία τους Γραικούς και τις κακοδοξίες τους. Η προπαγάνδα αυτή ούτε καν πλησίαζε την πραγματικότητα.
Για το θέμα της ίδρυσης του Παπικού κράτους κατά την περίοδο αυτή και την αναίρεση της Ρωμαιοκαθολικής άποψης επί του θέματος, παραπέμπουμε τον αναγνώστη στο έργο, "Οι Φράγκοι ως παράγοντας εξέλιξης της Δυτικής Ευρώπης". Το παρόν κεφάλαιο θ’ ασχοληθεί με την αναίρεση της θέσης των Παπικών, ότι τον Μεσαίωνα εξαλείφθηκαν οι αιρέσεις στη Δύση και συγκεκριμένα θα επιχειρηθεί να φανεί μέσα από την παρούσα ενότητα ότι τον ΙΑ’ αιώνα, δεν συμβαίνει επανεμφάνιση ή αναγέννηση των αιρέσεων, αλλά τα αιρετικά κινήματα, τα οποία δεν σταμάτησαν την δράση τους κατά την διάρκεια της περιόδου, εισέρχονται σε μία νέα εποχή, η οποία εξαρτήθηκε από τις εξελίξεις μέσα στην ίδια Παπική Εκκλησία.
Ήδη από τα μέσα του ΙΘ’ αι. η Σχολή του Ιστορικού Υλισμού ασχολήθηκε με την μελέτη των λαϊκών αιρετικών κινημάτων του Μεσαίωνα, θέλοντας να βρει σ’ αυτά ιστορικά παραδείγματα, που θα δικαίωναν την θεωρία περί πάλης των τάξεων. Η Φεουδαρχική Δύση παρείχε πρόσφορο έδαφος για την καλλιέργεια παρόμοιων απόψεων στους ιστορικούς. Η εργασία, λοιπόν, αυτής της Σχολής παρέσυρε αναγκαστικά και τους υπόλοιπους ιστορικούς στην έρευνα του αντικειμένου, προς αντιμετώπιση των συμπερασμάτων της και εύρεση της κατάλληλης ερμηνείας των πηγών. Τα κινήματα αυτά ονομάστηκαν λαϊκά αιρετικά και εκλαμβάνονται ως τμήματα της μεσαιωνικής Δυτικής κοινωνίας. Όπως όμως θα φανεί μέσα από την περιγραφή των πηγών, επρόκειτο για underground κινήματα, με όλα τα χαρακτηριστικά των Γνωστικών σεκτών, των οποίων υπήρξαν συνεχιστές.
Οι Προτεστάντες ιστορικοί, με πρωτοπόρο τον Henry Charles Lea, ανακάλυψαν με έκπληξη ότι μπορούσαν να δώσουν ιστορικό βάθος στην αρνητική στάση τους έναντι του Παπισμού, και να βρουν, αν όχι τους ιδεολογικούς προγόνους τους – η ανυποληψία μερικών από τις αιρέσεις αυτές και η δυαρχία άλλων είναι τα μόνα απαγορευτικά γι’ αυτή την κατηγορία των αιρετικών – πάντως τους άμεσους εμπνευστές, αλλά και τα θύματα της Ιεράς Εξέτασης, των οποίων την υπεράσπιση και δικαίωση έχουν μονοπωλήσει.
Από την έρευνα και αυτού του ιστορικού θέματος δεν μπορεί να λείπει η πολιτική σκοπιμότητα. Έτσι, δεν είναι τυχαίο ότι σε ορισμένους κύκλους σήμερα, η αναβίωση της μελέτης των Γνωστικών αιρετικών κινημάτων και της άμεσης συνέχειάς τους, της αίρεσης των Καθαρών, έχει συνδεθεί και συνοδεύει την ανανέωση του ενδιαφέροντος για τον πολιτισμό και την κουλτούρα της περιοχής της Languedoc.

Προϋποθέσεις κατανόησης των Δυτικών πηγών
Ο κύριος λόγος, ο οποίος υποβοήθησε την επικράτηση της Παπικής προπαγάνδας, αφορά τις ελλείψεις που παρουσιάζουν οι Δυτικές πηγές της περιόδου. Οι Σκοτεινοί Αιώνες πήραν το όνομά τους δικαιολογημένα. Το χάσμα των πηγών είναι αγεφύρωτο και ναι μεν σε παλαιότερες εποχές και Σχολές σκέψης παρείχε την δυνατότητα του στοχασμού, αλλά με βάσει την σύγχρονη αντίληψη και τις σύγχρονες επιστημονικές μεθόδους, απαιτούνται πειστικές απαντήσεις που πρέπει να βγουν μέσα από εξαντλητικές συζητήσεις. Και οι συζητήσεις που αφορούν το θέμα δεν έχουν ακόμη τελειώσει.
Πέραν της έλλειψης των πηγών, προσοχή απαιτείται στον τρόπο της μελέτης των υπαρχόντων και διαθέσιμων πληροφοριών. Η προσοχή δεν αφορά βέβαια τον πολεμικό χαρακτήρα των χρονογραφιών έναντι των αιρέσεων. Αυτός είναι δεδομένος και φυσικός. Αφορά τις αντιλήψεις των χρονογράφων σχετικά με τον τρόπο κατανόησης των αιρέσεων, των γεγονότων και της ιστορίας εν γένει. Πρώτη προϋπόθεση για την κατανόηση των αντιλήψεων των χρονογράφων του Μεσαίωνα, είναι ο ρεαλισμός τους. Οι διανοούμενοι του Μεσαίωνα είναι ρεαλιστές με μια έννοια διάφορη της σημερινής. Πίστευαν ότι για κάθε στοιχείο που συνθέτει την πραγματικότητα υπάρχει και μια αντίστοιχη ιδέα. Η θεωρία αυτή ήταν απόρροια της σημαντικής επίδρασης του Πλατωνισμού, ως στοιχείο της κλασσικής παιδείας, του θεμέλιου του Δυτικού τρόπου σκέψης.
Τι συνεπάγεται ο ρεαλισμός του Μεσαίωνα; Συνεπάγεται το ότι η πραγματικότητα καθορίζεται από τον αφηρημένο κόσμο του πνεύματος και κατά συνέπεια αυτό που μπορεί να διανοηθεί είναι υπαρκτό. Σε μια μεταγενέστερη εποχή, η παραπάνω αντίληψη πέρασε στην Καρτεσιανή λογική και διατυπώθηκε κατά το περίφημο «cogito ergo sum». Με το ίδιο σκεπτικό ο Άνσελμος Καντερβουρίας μπόρεσε να σκαρφιστεί μία απόδειξη περί της ύπαρξης του Θεού, επιχειρηματολογώντας ότι, εφόσον μπορούσε να οριστεί (ο Θεός) ως αυτό του οποίου δεν υπήρχε κάτι μεγαλύτερο, τότε υπάρχει, διότι αν δεν υπήρχε, τότε θα υπήρχε κάτι άλλο, το οποίο θα εκλαμβάνονταν ως το μεγαλύτερο πάντων, οπότε αυτό και θα ήταν Θεός. Σε τελική ανάλυση, αυτό που είπε ο Άνσελμος ήταν ότι είναι αδύνατο να πιστεύει κάποιος στον Θεό χωρίς να πιστεύει στη ύπαρξή του, αλλά τόσο για τον Άνσελμο, όσο και για το μεγαλύτερο ποσοστό των διανοούμενων του Μεσαίωνα, η ύπαρξη της ιδέας συνεπάγονταν και την ύπαρξη της οντότητας.
Στον χώρο της ιστοριογραφίας-χρονογραφίας αυτό σήμαινε ότι μόνο τα γεγονότα, των οποίων διασώζεται η μνήμη διά της καταγραφής, συνέβησαν. Αν κανένας δεν γνώριζε, αν κάποιο γεγονός είχε συμβεί ή όχι, τότε αυτό δεν είχε συμβεί στην πραγματικότητα. Συνεπώς, ο ιστορικός-χρονογράφος του Μεσαίωνα ήταν αυτός που όχι απλώς αποφάσιζε ποια γεγονότα θα διασώσει στην συγγραφή του, αλλά αυτός που καθόριζε την παρελθούσα πραγματικότητα. Φυσικά, η κλασσική παιδεία του Μεσαίωνα περιορίζονταν μόνο στην αποδοχή των αντιλήψεων του Πλάτωνα και όχι αυτών του Θουκυδίδη. Κατά έναν περίεργο τρόπο, σύγχρονοι ιστορικοί αναθεματίζουν την συγκεκριμένη αντίληψη των μεσαιωνικών προκατόχων τους, διότι θεωρούν ότι στέρησε τις πηγές από την πλήρη καταγραφή των γεγονότων, από την άλλη πάλι συνεχίζουν να θεωρούν ότι γεγονότα που δεν καταγράφηκαν, δεν συνέβησαν, ακόμη και αν επηρέασαν μεταγενέστερες εξελίξεις, ανεξήγητες λόγω της απόρριψης των γεγονότων. Με αυτό τον τρόπο, η μερίδα αυτή των ιστορικών, ουσιαστικά συνεχίζει την μεσαιωνική παράδοση. Και είναι αυτή η συγκεκριμένη αντίληψη, που βοήθησε τα μέγιστα στην διασπορά και επικράτηση της παπικής προπαγάνδας.
Η παραπάνω αντίληψη είχε και μια δεύτερη επίδραση στον τρόπο που αντιμετώπιζε την πραγματικότητα ο μεσαιωνικός ιστορικός-χρονογράφος. Μέσα στα έργα τους η διαχωριστική γραμμή μεταξύ αυτού που είχε συμβεί και μεταξύ αυτού που έπρεπε να έχει συμβεί, είναι αρκετά θολή. Ως συνέπεια τα γεγονότα μπερδεύονται με τον συμβολισμό τους και η πραγματικότητα με την ερμηνεία της. Συνεπώς, δεν περιγράφει την εκκλησιαστική πραγματικότητα όπως είναι, αλλά σε μια εξιδανικευμένη μορφή της. Η απουσία των αιρέσεων από τις πηγές είναι η αναγκαία ερμηνεία για να συμπληρωθεί η Παπική ουτοπία.
Μια τρίτη προϋπόθεση για την κατανόηση του τρόπου γραφής της Ιστορίας κατά τον πρώιμο Μεσαίωνα, είναι ο συνυπολογισμός της πατρωνίας. Αν και οι αυλές του Μεσαίωνα δεν φημίζονταν για την αρωγή τους στην λογοτεχνία, ειδικότερα για την ιστοριογραφία ήταν σκανδαλιστικά απλόχερες. Όταν, λοιπόν, ο ιστορικός-χρονογράφος συνέθετε την Ιστορία του, είχε κατά νου την αφιέρωση του έργου του σε κάποιον ισχυρό και υπολόγιζε ότι θα του αποφέρει ανάλογα κέρδη. Έτσι, σημαντική δημιουργική ενέργεια αναλίσκονταν στην κολακεία. Ακόμη και μεγάλα ονόματα της θεολογίας της Δύσης, όπως ο Αλκουΐνος, ξεπερνούν το όριο της γελοιότητας στην προσπάθειά τους να κολακέψουν τον πάτρωνά τους. Αν, λοιπόν, σκεφτεί κανείς ότι αποδέκτες πολλών έργων, όχι μόνο θεολογικών, ήταν οι Πάπες ή κάποιοι ισχυροί ευγενείς Επίσκοποι, στην προστασία των οποίων προσέβλεπε ο συγγραφέας με απελπισία, καταλαβαίνει ότι το κείμενο έπρεπε να είναι έτσι γραμμένο και να αναφέρει γεγονότα, τα οποία θα βοηθούσαν ν’ ανοίξει το πουγκί διάπλατα και με ευχαρίστηση.
Γίνεται κατανοητό, λοιπόν, ότι όταν ο ιστορικός-χρονογράφος του Μεσαίωνα ασχολείται με μία αίρεση, δεν το κάνει πάντα, επειδή τον αφορά η περιγραφή αυτών των ίδιων των γεγονότων, αλλά η εξύμνηση των κατορθωμάτων του προστάτη του. Και αν θέλουμε να εμβαθύνουμε, τότε οφείλουμε να πούμε ότι η μεσαιωνική ιστοριογραφία-χρονογραφία είχε ως αντικείμενό της την αριστοκρατία, τους Βασιλείς και τα πολεμικά τους κατορθώματα. Ελάχιστα έως καθόλου την απασχόλησαν οι κατώτερες κοινωνικές τάξεις, ο λαός και η Ιστορία του. Αυτή η νοοτροπία διατηρήθηκε στην Δύση μέχρι τον Κ’ αι. οπότε και η κληρονομιά των Marx και Weber κατάφερε να τραβήξει την προσοχή των Δυτικών ιστορικών στον λαό και την κοινωνία.
Τα παραπάνω αρκούν για να ερμηνεύσουν την έλλειψη αναφορών των πηγών στις αιρέσεις. Αν, όμως, σταματούσε εδώ ο λόγος, έμμεσα θα παρέχονταν ελαφρυντικά στον Παπισμό για την στάση του. Τα αμαρτήματα του Παπισμού είναι μεγάλα και δεν περιορίζονται μόνο στην διαστρέβλωση της πραγματικότητας, διαστρέβλωση, η οποία δεν θα ήταν αναγκαία αν δεν υπήρχαν συγκεκριμένες ελλείψεις και σφάλματα στους χειρισμούς των Φράγκων, ώστε να παρουσιάζεται ανάγκη συγκάλυψης. Δύο είναι τα θανάσιμα σφάλματα των Φράγκων την περίοδο αυτή και αφορούν το θέμα.

Στοιχεία κατανόησης του Παπισμού
Στο σημείο αυτό θα γίνει μια μικρή παρέκβαση, ώστε να καθορισθεί η έννοια του Παπισμού, τον πρώιμο Μεσαίωνα, έννοια διαφορετική από την ύστερη. Επίσης θα δοθούν κάποια περιληπτικά ιστορικά για να θυμηθεί ο αναγνώστης τις συνθήκες που επικρατούσαν τον Ζ’ και Θ’ αι. στη Δύση. Αναλυτικότερα εξετάζονται τα θέματα στο έργο, "Οι Φράγκοι ως παράγοντας εξέλιξης της Δυτικής Ευρώπης".
Με την πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, εισέβαλαν στις δυτικές επαρχίες στίφη βαρβάρων. Από αυτά οι Φράγκοι, οι μόνοι βάρβαροι, οι οποίοι δέχτηκαν τον Χριστιανισμό ως Ορθοδοξία, κατέλαβαν τις Ρωμαϊκές επαρχίες στη Γερμανία και βόρεια Γαλατία και σταδιακά επεξέτειναν κυριαρχία τους μέχρι την Ιβηρική χερσόνησο και την βόρεια Ιταλία. Στις επαρχίες τις οποίες κατέκτησαν εγκαθίδρυσαν ένα στρατοκρατικό καθεστώς, το οποίο αργότερα εξελίχθηκε σε φεουδαρχία. Άφησαν τις λαμπρές Ρωμαϊκές πόλεις να πέσουν σε μαρασμό, την στιγμή που οι ίδιοι διοικούσαν από τις villa τους. Μαζί με τις Ρωμαϊκές πόλεις έσβησε και ο Ελληνο-Ρωμαϊκός πολιτισμός και η Δύση υπέπεσε σε μια νέα εποχή βαρβαρότητας και αγραμματοσύνης, συνεπακόλουθης της αναγκαστικής υποτέλειας των Ρωμαϊκών πληθυσμών στην ταξική ανωτερότητα των Φράγκων.
Οι Φράγκοι δεν περιόρισαν την κυριαρχία τους στο πολιτικό μόνο επίπεδο, αλλά την επεξέτειναν και στο εκκλησιαστικό. Έτσι, στις επαρχίες που βρίσκονταν υπό την κυριαρχία τους αντικαθιστούσαν τους Ρωμαίους Επισκόπους με Φράγκους, κατ’ αποκλειστικότητα αριστοκρατικής καταγωγής. Ωστόσο, η αριστοκρατία της εποχής ήταν καθαρά η στρατιωτική κάστα, αμόρφωτη και αθεολόγητη, οπότε στις επαρχίες της Φραγκίας επήλθε έκπτωση σχεδόν άγνοια της θεολογίας, μαζί με την γενική αγραμματοσύνη. Ότι έλλειπε από την παιδεία των Φράγκων συμπληρώνονταν από την δίψα τους για νέες κατακτήσεις, νέα εδάφη, νέες επαρχίες. Η επεκτατικότητά τους εκδηλώθηκε και σε εκκλησιαστικό-διοικητικό επίπεδο. Όταν ο Καρλομάγνος κατάφερε να υποτάξει το μεγαλύτερο μέρος της Δυτικής Ευρώπης υπό την κυριαρχία του, η πλειοψηφία των δυτικών Επισκόπων ήταν Φράγκοι.
Εκτός της αγραμματοσύνης οι Φράγκοι Επίσκοποι υστερούσαν και σε ποιότητα ζωής. Η αλληλογραφία του αγίου Βονιφατίου με την Ρώμη είναι διαφωτιστική. Ο Άγιος ενημερώνει για την πορεία του ιεραποστολικού του έργου στη Γερμανία, ταυτόχρονα παραπονείται για το λουμπέν κατεστημένο των Φράγκων Επισκόπων. Στην πλειοψηφία τους ήταν υπόλογοι για τα αμαρτήματα της πορνείας, της μέθης, της σιμωνίας. Ταυτόχρονα, ήταν φορείς των προηγούμενων εθνικών ειδωλολατρικών τους προκαταλήψεων, τις οποίες δεν μπόρεσαν ν’ αποβάλλουν, πολύ δε περισσότερο ν’ αντιμετωπίσουν θεολογικά σε μια συλλογική εκκλησιαστική προσπάθεια. Αν και έγιναν Σύνοδοι επί Συνόδων, η βαρβαρική υπερηφάνεια των Φράγκων δεν ήταν διατεθειμένη να δεχθεί ούτε την εκκλησιαστική αρμοδιότητα του Πατριαρχείου της Ρώμης, ούτε τις συστάσεις του Ρωμαίου Πατριάρχη.
Έτσι η Ρώμη σταδιακά απομονώθηκε. Η εκκλησιαστική αρμοδιότητά της περιορίστηκε στη πόλη της Ρώμης, καθώς και στις λίγες επαρχίες, όσες επέτρεπαν οι Φράγκοι Βασιλείς στον Πάπα να διαχειρίζεται. Αυτός ο περιορισμός της πνευματικής εξουσίας του Πάπα στην συγκεκριμένη περιοχή, ονομάστηκε αργότερα Παπικό κράτος, χωρίς να υπάρχουν την εποχή εκείνη άμεσες πολιτικές βλέψεις εκ μέρους του Ποντίφηκα. Ότι στερήθηκε σε εκκλησιαστική εξουσία ο Ρωμαίος Πατριάρχης, το έλαβε σε πνευματική. Οι Ρωμαϊκοί πληθυσμοί, εθισμένοι στην αγιότητα των προηγούμενων Ρωμαίων Επισκόπων τους, δεν μπορούσαν ν’ ανεχθούν την παραβατική συμπεριφορά των Φράγκων. Έτσι, προσέβλεπαν στην Ρώμη για πνευματική καθοδήγηση και καθώς είχαν στερηθεί την πολιτική ελευθερία και αυτοδιοίκησή τους, αποδέχθηκαν τον Επίσκοπο Ρώμης, ως εθνάρχη τους. Η άρνηση αυτή των Ρωμαϊκών πληθυσμών να δεχθούν την αλλοιωμένη από τους Φράγκους τοπική Επισκοπική εξουσία, γέννησε τον αντικληρικαλισμό της εποχής και το αίτημα για την επιστροφή στην Αποστολικότητα, καθώς οι Φράγκοι Επίσκοποι στερούνταν όχι της Αποστολικής Διαδοχής, αλλά της μίμησης της ζωής των Αποστολών. Αυτή η μίμηση της ζωής των Αποστόλων, η μίμηση της ζωής του Χριστού, έγινε το αίτημα του εκκλησιάσματος και κυριάρχησε στις εκκλησιαστικές έριδες της Δύσης.
Το αίτημα της αποστολικότητας στον πρώιμο Μεσαίωνα δεν έχει ερμηνευθεί στις πραγματικές του διαστάσεις. Και δεν θα μπορούσε, βέβαια, να γίνει αυτό, διότι οι Φράγκοι επικυρίαρχοι δεν ενδιαφέρονταν για τα αιτήματα της μάζας. Ήταν απασχολημένοι με την κατάστρωση των σχεδίων, για την επιβολή της δικής τους πολιτικής βούλησης. Έτσι, για ν’ αποκοπεί η Δυτική Εκκλησία από την Ανατολική, οπότε να σταματήσουν οι Ρωμαίοι της Δύσης να ζητούν ηθικούς και πνευματικούς Επισκόπους και ν’ αποδεχτούν τους επιβεβλημένους από την αριστοκρατία, το επιτελείο του Καρλομάγνου κήρυξε την «Εκκλησία των Γραικών», την Ορθόδοξη Εκκλησία, ως αιρετική. Αλλά ήταν το ίδιο επιτελείο, αυτό το οποίο εισήγαγε τις αιρετικές δοξασίες του Παπισμού στην Δύση. Οι αιρετικές διδασκαλίες των θεολόγων του Καρλομάγνου δεν έγιναν δεκτές από την Ρώμη. Παρέμενε συνδεδεμένη με την Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία και σε ενότητα με τα υπόλοιπα Πατριαρχία. Για δύο περίπου αιώνες οι Φράγκοι προσπαθούσαν να επιβάλλουν την πολιτική τους στο Πατριαρχείο της Ρώμης, με την χρήση του θεσμού του αντι-Πάπα και την εγκατάσταση αχυρανθρώπων κάποιες φορές στον θρόνο, ύστερα από εισβολές των Γερμανών Βασιλέων στην αιώνια πόλη. Τελικά, το 1009 αντικατέστησαν οριστικά τους Ρωμαίους Πάπες με Φράγκους και προχώρησαν σε σχίσμα με τα υπόλοιπα Πατριαρχεία.
Άρα, όταν μιλάμε στον πρώιμο Μεσαίωνα για Παπισμό, εννοούμε το σύνολο των πολιτικο-θεολογικών αντιλήψεων και επιδιώξεων των Φράγκων Επισκόπων, οι οποίες αργότερα επιβλήθηκαν και στην ίδια την Ρώμη και απέσπασαν την Δυτική Εκκλησία από την οικουμενική ενότητα και κοινωνία με τις υπόλοιπες. Κατά την Ορθόδοξη οπτική, η θέση των Παπικών ότι στον πρώιμο Μεσαίωνα δεν υπάρχουν αιρέσεις στη Δύση, είναι λάθος εξ ορισμού, διότι την περίοδο αυτή γεννιέται και επεκτείνεται η παναίρεση του Παπισμού. Αν εκτιμήσει κάποιος την αίρεση του filioque που υιοθετήθηκε πρώτα από τους αυλικούς θεολόγους τους Καρλομάγνου, βλέπει ότι όχι μόνο υπήρχε αίρεση την εποχή, αλλά μάλιστα και δυαρχική αίρεση, διότι το filioque, δεχόμενο ότι το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται και εκ του Πατρός, ουσιαστικά εισάγει την δυαρχία μέσα στην Αγία Τριάδα. Βέβαια, η δυαρχία αυτή δεν έχει καμιά σχέση σε θεωρητικό επίπεδο με την δυαρχία των Μανιχαίων, όπως και να χει όμως παραμένει δυαρχία. Αυτό θα το θυμηθούμε σε επόμενο κεφάλαιο, όταν θα προσπαθήσουμε να βρούμε την συνέχεια της δυαρχικής παράδοσης στη Δύση.

Η κατανόηση της αίρεσης στη Δύση
Πέραν όμως από την εισαγωγή της αίρεσης, οι Φράγκοι με τον Παπισμό τους βαρύνονται με την εξαφάνιση της παιδείας και κατ’ επέκταση των θεολογικών σπουδών. Έτσι στέρησαν την Δυτική Εκκλησία ή τουλάχιστον το κομμάτι αυτής, μεγάλο ή μικρό, όσο βρίσκονταν υπό την κατοχή τους, από την δυνατότητα να μπορεί ν’ αντιληφθεί τι είναι ορθό και τι αιρετικό. Δηλαδή, οι ορθοτομούντες τον λόγο της αληθείας στη Δύση και πιο συγκεκριμένα οι Φράγκοι Επίσκοποι, δεν μπορούσαν να διακρίνουν την αίρεση, εφόσον οι ίδιοι δεν κατείχαν ούτε την Ορθοδοξία, ούτε την ορθοπραξία. Η μικρή ελίτ των αυλικών θεολόγων του Καρλομάγνου ήταν απασχολημένη, αφενός με την καταπολέμηση του Υιοθετισμού, που είχε εισβάλει από την Ισπανία, και αφετέρου με την τροποποίηση της θεολογίας, ώστε να προκύψουν αιρετικοί οι Γραικοί. Αλλά στην παρούσα σειρά κειμένων δεν μας απασχολούν οι αιρέσεις που ανεφύησαν μέσα στην Εκκλησία, πλην των Γνωστικών, και στον συγκεκριμένο τόπο και χρόνο, αυτών που ονομάζονται «λαϊκές» αιρέσεις.
Πως καθορίζονταν, όμως η αίρεση στη Δύση. Συζητήθηκε στο "Οι Φράγκοι ως παράγοντας εξέλιξης της Δυτικής Ευρώπης" το θέμα των θεμελίων της Δυτικής σκέψης. Ένας από τους σημαντικότερους ανθρώπους που επέδρασαν στον τρόπο που σκέφτονταν οι Δυτικοευρωπαίοι τον Μεσαίωνα, ήταν ο Ισίδωρος της Σεβίλλης (570-636). Στο έργο του "Ετυμολογίαι" καθόρισε την αίρεση, ως επιλογή γνώμης, σε αντίθεση με την εκκλησιαστική, η οποία είναι πίστη παραδεδομένη στην Εκκλησία από τους Αποστόλους: «Έτσι, η αίρεση προέρχεται από τα Ελληνικά με την έννοια της επιλογής, εφόσον κάθε ένας [αιρετικός] αποφασίζει με την ελεύθερη θέλησή του ο,τιδήποτε θέλει να πιστέψει. Αλλά δεν επιτρέπεται σε μας να πιστεύουμε κάτι βάσει της δικής μας θέλησης ή να διαλέγουμε να πιστεύουμε αυτό που κάποιος άλλος πίστεψε με την ελεύθερη θέλησή του. Έχουμε την αυθεντία των Αποστόλων, οι οποίοι δεν επέλεξαν να πιστέψουν κάτι σύμφωνα με την θέλησή τους, αλλά μετέδωσαν πιστά στα έθνη την διδασκαλία που έλαβαν από τον Χριστό [1]».
Με βάσει, λοιπόν, αυτό τον ορισμό, αιρετικός είναι όποιος διαλέγει να πιστέψει κάτι διαφορετικό από αυτό που κηρύττει η Εκκλησία. Αλλά αυτός ήταν ένας πολύ αόριστος ορισμός και δεν βοηθούσε τους αγράμματους Φράγκους Επισκόπους να καταλάβουν, ποιοι ήταν αιρετικοί και ποιοι όχι. Για να μπορέσουν να ξεχωρίσουν έπρεπε να γνωρίσουν την θεολογία σε βάθος. Όταν αργότερα ο θρόνος της Ρώμης κατακτήθηκε από τους Γερμανούς αίρεση έγινε η αποστασιοποίηση από την γνώμη του Πάπα [2], ως ελεύθερη μετάφραση του ορισμού του Ισίδωρου της Σεβίλλης.
Την νομική κατοχύρωση της άποψης του Πάπα ως κριτήριο Ορθοδοξίας παρείχε ο Γρατιανός, κανονολόγος στην Μπολόνια τον ΙΒ’ αι. Στην δεύτερη αναθεώρηση του έργου του "Concordia discordatium canonum", γνωστού ως "Decretum", υπερασπίζεται την ανωτερότητα και την ισχύ της Παπικής εξουσίας. Για την αίρεση ως ασυμφωνία με τον Πάπα ασχολείται στο Decretum II C(ausa). XXIV, Q(uestio). I, c(anones). 12 & 15. Εκεί δηλώνει ότι η ενότητα της Εκκλησίας λογίζεται μόνο διά μέσου του Αποστόλου Πέτρου και όποιος αφίσταται από αυτήν την ενότητα δεν θεωρείται αφιερωμένος, αλλά απεχθής. Φυσικά, επικαλούμενος τον Απόστολο Πέτρο, αποδίδει την αρμοδιότητα στον ίδιο τον Πάπα [3].
Θέλοντας να δώσουν οι Παπικοί ιστορικό βάθος στην καινοτομία του αλάθητου του Πάπα, ουδέποτε κατηγόρησαν τους Ρωμαίους Πάπες για αίρεση, αν και οι τελευταίοι βρίσκονταν σε συμφωνία και κοινωνία με τους «Γραικούς», τους οποίους καταδίκαζαν οι θεολόγοι του Καρλομάγνου. Έτσι, οι Πάπες του Ι’ αι. κατηγορούνται από τους Παπικούς για ηθικά παραπτώματα, η περίοδος αυτή χαρακτηρίστηκε «πορνοκρατία», ώστε η κατάληψη της Ρώμης από τους Γερμανούς να παρουσιάζεται ως σωτήρια παρέμβαση, αλλά αποφεύχθηκε η επισύναψη της κατηγορίας του αιρετικού, ακόμη και όταν απέρριπταν το filioque.
Μόλις τον ΙΓ’ αι. ο Robert Grosseteste (1175-1253), Άγγλος σχολαστικός θεολόγος και Επίσκοπος στο Lincoln, ωραιοποίησε τον ορισμό της αίρεσης, ώστε να μην δημιουργεί αντιδράσεις ως προς την συμφωνία με τον Πάπα: «Αίρεση είναι μια άποψη επιλεγμένη από την ανθρώπινη αντίληψη σε αντίθεση με την Αγία Γραφή, δημόσια ομολογημένη και πεισματικά υπερασπισμένη [4]»
Την εποχή που διατυπώθηκε η παραπάνω φράση, η Δυτική Εκκλησία αδυνατώντας να ελέγξει το κύμα των αιρετικών κινημάτων, αλλά και των διαφωνιών εντός των κόλπων της που εξέφραζαν την αντίδραση στις καινοτομίες του Πάπα, προχώρησε στην δημιουργία της Ιεράς Εξέτασης. Αλλά αυτό θα μας απασχολήσει σε επόμενο κεφάλαιο. Εκείνο που ενδιαφέρει στην παρούσα ενότητα είναι η κατανόηση, ερμηνεία και αναίρεση της Παπικής θέσης, ότι οι αιρέσεις είχαν καταπολεμηθεί τον πρώιμο Μεσαίωνα. Αυτό που συνάγεται από την μέχρι τώρα εξέταση του θέματος είναι ότι, όχι μόνο δεν είχαν καταπολεμηθεί, αλλά ούτε καν αναγνωριστεί. Ακόμη περισσότερο, κατά την Ορθόδοξη οπτική, οι ίδιοι οι φορείς της καταπολέμησης της αίρεσης έγιναν εισηγητές της στο πρόσωπο των Φράγκων Επισκόπων.
Για τα αίτια των αιρέσεων έχουν διατυπωθεί διάφορες θεωρίες, οι οποίες θα προκαλούσαν το γέλιο στον μεσαιωνικό άνθρωπο. Αυτός πίστευε σύμφωνα με την εκκλησιαστική άποψη, ότι αιτία των αιρέσεων είναι ο διάβολος και οι μηχανουργίες του που σκοπό έχουν ν’ απομακρύνουν τον άνθρωπο από την ορθή πίστη και την Εκκλησία. Αιτίες, πάλι, της πτώσης του ανθρώπου στην αίρεση είναι η ανθρώπινη υπερηφάνεια, η σφαλερότητα, και η άγνοια [5]. Αυτό προκύπτει από την εξής μεσαιωνική αντίληψη: Κανείς δεν είναι δυνατόν να παραμένει στην αίρεση με καθαρή συνείδηση, από την στιγμή που του παρουσιάζεται η αλήθεια. Αν, λοιπόν, κάποιος επιμένει πεισματικά να το κάνει, τότε αποκλείει κάθε ελπίδα σωτηρίας, εκπίπτει της χάριτος και αποκόπτεται από το σώμα της εκκλησιαστικής κοινωνίας. Μέχρι εδώ η μεσαιωνική σκέψη στη Δύση μπορεί ν’ ανεχθεί την αίρεση, εφόσον αυτή είναι προσωπική επιλογή.
Στην συνέχεια, όμως η αίρεση αντιμετωπίστηκε ως αρρώστια. Αυτό οφείλονταν κυρίως, στην προσπάθεια προσηλυτισμού που καταβάλλονταν από τους ίδιους τους αιρετικούς. Η μετάδοση της αίρεσης ήταν απαράδεκτη για τον μεσαιωνικό άνθρωπο, διότι μετέδιδε την καταδίκη. Ο αιρετικός, ο οποίος έκανε προσηλυτισμό, θεωρούνταν εγκληματίας, όπως και οι μάγοι που προσπαθούσαν με γητείες να βλάψουν τους συνανθρώπους τους.
Αλλά η αμαρτία, στην σκέψη του μεσαιωνικού ανθρώπου ήταν συνυφασμένη με την αρρώστια. Ο Rabanus Maurus Magnentius (780-856), θεολόγος της Καρολίγγειας Αυλής και Αρχιεπίσκοπος Mainz, έγραψε στο De Universo Libri XXII: «Λέπρα είναι η λανθασμένη διδασκαλία των αιρετικών και λεπροί είναι οι αιρετικοί, οι οποίοι βλασφημούν τον Ιησού Χριστό [6]».
Η σύγκριση είναι πολύ συχνή στα μεσαιωνικά κείμενα και δείχνει ότι τόσο η αίρεση, όσο και η λέπρα εκλαμβάνονταν ως ηθικό και σωματικό σύμπτωμα της ίδιας διαταραχής. Η εμφάνιση των λεπρών αντικατοπτρίστηκε στην εμφάνιση των επαιτών αιρετικών. Ο τύπος του αιρετικού του Μεσαίωνα γεννήθηκε μέσα από αυτή την διαδικασία [7]. Κατόπιν τούτου, ο αιρετικός έγινε εν δυνάμει φορέας κάθε απεχθούς και μιαρής πράξης. Προς υπεράσπιση της υποτιθέμενης «αθωότητας» των αιρετικών έναντι «άδικων» κατηγοριών από μέρους του εκκλησιαστικού και πολιτικού κατεστημένου, έχει διατυπωθεί η άποψη: «Από την στιγμή που ζούμε ακόμη σε έναν κόσμο ο οποίος δεν διστάζει ν’ αποδώσει την πιο εκπληκτική οργιαστική συμπεριφορά σχεδόν σε κάθε ομάδα, η οποία με ελευθεριάζοντα τρόπο θέτει εαυτήν σε αντίθεση με τις αποδεκτές αξίες, η επίκληση αυτών των θεωρήσεων με σκοπό την εξήγηση της σκανδαλοθηρικής διάθεσης των χρονογράφων φαντάζει ως μη απαραίτητη [8]».
Ο Robert Moore δείχνει να παραβλέπει ότι οι εν λόγω ομάδες, εκμεταλλευόμενες τον κιτρινισμό της εποχής, αλλά και την ανεξήγητη ανοχή της Χριστιανικής κοινωνίας, διαφημίζουν οι ίδιες τον ελευθεριάζοντα και προκλητικό τρόπο με τον οποίο αντιτίθενται σε κοινά αποδεκτές αξίες, κυρίως για λόγους άγρας νέων οπαδών, δικαιώνοντας θα λέγαμε την υπ’ αυτού χαρακτηρισμένη σκανδαλοθηρική διάθεση των χρονογράφων.
Η τάση των χρονογράφων να επαναλαμβάνουν τις κατηγορίες των παλαιότερων εκκλησιαστικών συγγραφέων οφείλεται σε δύο αιτίες. Πρώτον, το γενικό εκπαιδευτικό έλλειμμα του πρώιμου Μεσαίωνα δεν γέννησε τους απαραίτητους εκκλησιαστικούς άνδρες, ικανούς να προσφέρουν κάτι καινούργιο στην ήδη υπάρχουσα εκκλησιαστική γραμματεία. Δεν γράφτηκαν αντιαιρετικά έργα. Η καταγραφή των αιρέσεων αφέθηκε στους χρονογράφους, οι οποίοι επιφορτισμένοι μεν, χωρίς διαπιστευτήρια δε, δεν μπορούσαν να πρωτοτυπήσουν. Δεύτερον, δεν είχαν καινούργιο υλικό. Αν κάποιος μελετήσει τα σύγχρονα νέο-Εποχίτικα κινήματα θα καταλάβει ότι λίγα έχουν αλλάξει στις διδασκαλίες και τις πρακτικές κατά την μετάβαση από τα γνωστικά στα νέο-Γνωστικά κινήματα. Κατά συνέπεια, οι χρονογράφοι του Μεσαίωνα είχαν μπροστά τους τις ίδιες ή παρόμοιες διδασκαλίες και τις ίδιες ή παρόμοιες πρακτικές, τις οποίες αντιμετώπισαν και οι παλαιότεροι εκκλησιαστικοί αντιαιρετικοί συγγραφείς. Η μεσαιωνική καταγραφή μαρτυρεί για την συνέχιση του ίδιου αρχαίου ψεύδους.
Εφόσον, ο εχθρός του ανθρωπίνου γένους δεν έπαψε στιγμή να πολεμά την Εκκλησία, δεν υπάρχει περίπτωση να διήλθε χρονικό διάστημα χωρίς να εμφανίζονται αιρέσεις, άσχετα αν αυτές καταγράφηκαν στο σύνολό τους ή όχι. Υπό αυτήν την έννοια πρέπει ν’ αντιλαμβάνει ο ιστορικός το Αποστολικό «δεῖ γάρ καί αἱρέσεις ἐν ὑμῖν εἶναι, ἵνα οἱ δόκιμοι φανεροί γένωνται ἐν ὑμῖν» (Α’ Κορ. 11.19) και όχι υπό την έννοια της αναγκαστικά ταυτόχρονης ανάπτυξης και εξέλιξης Χριστιανισμού-αιρέσεων.

Μαγεία και αίρεση
Στην Δύση, υπήρχε ένας ακόμη λόγος για να συνδεθεί η αίρεση με την μαγεία, εκτός της συζήτησης περί της εφαρμογής της θανατικής ποινής. Μπορεί οι Δυτικοί ιεραπόστολοι να είχαν καταφέρει να εκχριστιανίσουν τους παγανιστές βόρειους λαούς της Ευρώπης, οι διάδοχοί τους, όμως, δεν πέτυχαν την εκρίζωση όλων των παγανιστικών στοιχείων από την θρησκευτική ζωή των νεοφώτιστων. Μέχρι το τέλος της βασιλείας του Καρλομάγνου, μόνο τα βόρειο ανατολικά σύνορα της Ευρώπης παρέμεναν ακατήχητα, οι εκτάσεις δηλαδή που κατοικούνταν από τους Σλάβους.
Οι νεοφώτιστοι λαοί κατοικούσαν κυρίως στα βόρεια Γερμανικά εδάφη, με αποτέλεσμα η εκκλησιαστική διοίκηση να ασκείται από τους Φράγκους Επισκόπους. Έχει ξανασυζητηθεί το θέμα της χαμηλής πνευματικής ποιότητας των Επισκόπων αυτών. Αδυνατώντας και οι ίδιοι να απαλλαγούν ολοκληρωτικά από τις δεισιδαιμονίες των λαών τους, δεν μπόρεσαν να απαλλάξουν και το ποίμνιό τους από αυτές. Και ο λόγος ήταν ότι για να πετύχει κάτι τέτοιο έπρεπε και οι ίδιοι οι λαοί, οι ίδιοι οι άνθρωποι ν’ απαρνηθούν ολόψυχα τις προηγούμενες θρησκευτικές πεποιθήσεις τους. Φαίνεται, λοιπόν, ότι οι βόρειοι βαρβαρικοί λαοί δεν επιδίωκαν κάτι τέτοιο. Ας μην ξεχνάμε ότι ο εκχριστιανισμός τους ήταν κάποιες φορές προϊόν πολιτικής σκοπιμότητας. Ο Καρλομάγνος κατάφερε να υποτάξει το μεγαλύτερο μέρος των Γερμανικών φυλών και να επιβάλει αναγκαστικά την αποστολή ιεραποστόλων.
Με μια απλή σύγκριση, φαίνεται η μεγάλη διαφορά στον εκχριστιανισμό του Ελληνορωμαϊκού και του Γερμανικού κόσμου. Στην Ελληνιστική Ανατολή οι εκχριστιανιθέντες λαοί δέχτηκαν ολόψυχα τον Χριστιανισμό και απαρνήθηκαν τις προηγούμενες ειδωλολατρικές συνήθειές τους, με αποτέλεσμα η προηγούμενη θρησκεία να σβήσει. Αν οι ίδιοι οι άνθρωποι δεν απαρνούνταν την προηγούμενη θρησκεία, κατανοώντας ότι πρόκειται για δεισιδαιμονία και προκατάληψη, κανένα εκκλησιαστικο-πολιτικό κατεστημένο δεν θα μπορούσε να τους το επιβάλει. Και αυτό φαίνεται από την αποτυχία στο ζήτημα, του ισχυρότερου βάρβαρου Βασιλιά που πέρασε από την Ευρώπη, του Καρλομάγνου. Ας το κατανοήσουν οι όψιμοι παγανιστές. Κανείς δεν μπορεί να εξαλείψει εντελώς τις θρησκευτικές πεποιθήσεις ενός λαού, αν δεν το θέλει ο ίδιος ο λαός. Και η μεγαλύτερη απόδειξη είναι η διατήρηση και αύξηση του Χριστιανισμού σε καιρούς διωγμών, παλαιών και νέων.
Υπάρχει σημαντική διαφορά στην ψυχοσύνθεση των εθνικών ομάδων, δηλαδή Ελληνορωμαίων και Γερμανών. Οι Ελληνορωμαίοι εμποτισμένοι με τον Ελληνιστικό πολιτισμό, απαιτούσαν την ικανοποίηση των μεταφυσικών προβληματισμών τους. Οι Γερμανοί, έχοντας εξέλθει μόλις από τα πυκνά και σκοτεινά δάση της βόρειας Ευρώπης, με εξημμένη την φαντασία τους και επηρμένη την διάθεσή τους εξαιτίας του λαμπρού πολιτισμού τον οποίο είχαν κατακτήσει, ζητούσαν την ηθική ικανοποίηση και συνάμα ηθική δικαίωση των πράξεών τους. Είχαν φέρει μαζί τους και όλη την συμμορία των μυθικών πλασμάτων (hobits, goblins, trolls κ.α.) που συνέθεταν την Γερμανική μυθολογία. Δεν είχαν, όπως φαίνεται, την διάθεση ν’ αποχωριστούν την παρέα τους. Βέβαια, δεν θα τα τιμούσαν με την προηγούμενη θρησκευτική ευλάβεια, τουλάχιστον στα φανερά, αλλά μπορούσαν να τα ξαναζωντανεύουν με νοσταλγία στις διηγήσεις τους.
Πολλά στοιχεία των προηγούμενων προλήψεων επέζησαν στην καθημερινότητα τους, όπως για παράδειγμα στα ονόματα των ημερών. Έτσι η ημέρα του Wuotan έγινε Wednesday, η μέρα του Thor έγινε Thursday κ.λπ. Σκοτεινά πλάσματα της Γερμανικής μυθολογίας προσαρμόστηκαν στα νέα δεδομένα. Για παράδειγμα οι αιμοδιψείς στρίγγλες, πρόγονοι των βρικολάκων, έγιναν μάγισσες με σκουπόξυλα και κυκλικούς χορούς υπό το σεληνόφως. Το 893 μ.Χ. ο Πάπας Φορμόζος (891-896) έγραψε στον Αρχιεπίσκοπο Κολονίας Γερμανό, ότι η Εκκλησία του Χριστού μαστίζεται από τις πανουργίες των παγανιστών και των αιρετικών [9].
Η ύπαρξη φιλοσοφικής παιδείας στον Ελληνορωμαϊκό κόσμο, βοήθησε να παραμείνουν διακριτές οι δύο παραδόσεις, ο Γνωστικισμός και ο Ερμητισμός. Αντίστοιχα, η έλλειψη φιλοσοφικής παιδείας των νεοφώτιστων Γερμανικών λαών, υποβοήθησε να καταργηθούν τα διακριτά όρια και να υπεισέλθουν στοιχεία της μιας παράδοσης στην άλλη, καθώς δεν μπόρεσε να εντοπιστεί η διαφορά στο φιλοσοφικό υπόβαθρο των δύο ρευμάτων. Έτσι, μετά από συγκριτιστική επεξεργασία, το πρόσωπο της Ηρωδιάδας (εννοείται της κόρης της Σαλώμης, η οποία με τον χορό της έπεισε τον Ηρώδη να εκτελέσει τον Τίμιο Πρόδρομο), συνδέθηκε με την Άρτεμη και την Holda ή Bertha κι έγινε χοράρχισα, η πρώτη μάγισσα που σέρνει τον χορό. Ο Ratherius (890-974) Επίσκοπος Βερόνας συνάντησε την εποχή του μια αιρετική ομάδα που πίστευε ότι της εκχωρήθηκε τον ένα τρίτο του κόσμου, για να την λατρεύει:
«Τι να πω γι’ αυτούς τους ασεβείς, που χωρίς να σκέφτονται καθόλου την σωτηρία της αθάνατης ψυχής τους, αποδίδουν τιμές στην Ηρωδιάδα, την φόνισσα του Πρόδρομου και Βαπτιστού του Χριστού και την αναγνωρίζουν σαν κυρίαρχο, όχι σαν θεά τους. Μέσα στην θλιβερή παράνοιά τους ισχυρίζονται ότι το ένα τρίτο του κόσμου είναι υποκείμενο της κυριαρχίας της. Σαν να ήταν αυτή η πρέπουσα ανταμοιβή για τον φόνο του Προφήτη. Είναι ξεκάθαρο ότι οι δαίμονες έβαλαν το χέρι τους στο ζήτημα, οι οποίοι με τις κολασμένες εμφανίσεις τους εξαπατούν τις δυστυχισμένες γυναίκες, και κάποιες φορές και άντρες, που αξίζουν πιο αυστηρή τιμωρία από τις γυναίκες [10]».
Δεν μπορούμε να μην θυμηθούμε τον αντίστοιχο Βογομιλικό μύθο που συναντήσαμε, όταν παρουσιάζαμε την Βογομιλική γραμματεία και την ιστορία του Σισσίνιου και να μην κάνουμε τους αναγκαστικούς συνειρμούς. Φαίνεται, λοιπόν, ότι η περιοχή της Βερόνα δέχονταν τις ίδιες γνωστικές επιδράσεις οι οποίες θα συμμετείχαν στον σχηματισμό της Βογομιλικής γραμματείας.
Το πιο κραυγαλέο σημείο συνάντησης του Ερμητισμού και του Γνωστικισμού στη Δύση, υπάρχει στη γραμματεία περί του Christian Rosenkreuz ή επί το ελληνικότερο Χριστιάνου Ροδόσταυρου, ιδρυτή της μυστικής εταιρείας των Ροδοσταύρων, απόγονου του οίκου των Germelschausen, των Γερμανών προστατών των Καθαρών στην Θουριγγία. Με αυτή την ιστορία θ’ ασχοληθούμε σε επόμενο κεφάλαιο.
Οι απαράδεκτες από Χριστιανική άποψη πρακτικές εισέβαλαν στις Αυλές των φεουδαρχών. Έτσι, την εποχή του Λουδοβίκου του Ευσεβή (814-840), κάθε φεουδάρχης που σέβονταν τον εαυτό του είχε στην υπηρεσία του και έναν αστρολόγο. Ο πρώτος Φράγκος Πάπας Συλβέστρος Β’, κατά κόσμον Γερβέρτος του Ωριλλάκ (Gerbert d’ Aurillac, 999-1003), προσωπικός διδάσκαλος και εγκάθετος του Γερμανού Αυτοκράτορα Όθωνος του Γ’, φημολογείτο ότι ήταν μεγάλος μάγος [11]. Ο λαός της Ρώμης ξεσηκώθηκε το 1001 μ.Χ. εναντίον του και τον εξόρισε στην Ραβέννα. Ο Όθωνας αναγκάστηκε να εκστρατεύσει τρεις φορές εναντίον της Ρώμης για να καταφέρει το 1002 να τον επαναφέρει στην θέση του. Γίνεται, δηλαδή, φανερό ότι η κατάληψη του Πατριαρχείου Ρώμης από τους Φράγκους Πάπες ήταν συνδυασμός γητείας και Γερμανικής λόγχης.
Παρά την μερική σύμπλευση μαγείας και αίρεσης η τιμωρία των δύο αυτών περιπτώσεων αντιμετωπίζονταν διαφορετικά από τον νόμο. Στην περίπτωση της αίρεσης προηγούνταν συνεχής νουθεσία και παρότρυνση σε μετάνοια, πριν επιβληθεί κάποια ελαφριά ποινή, κυρίως ποιμαντικού χαρακτήρα. Η πρώτη περίπτωση θανατικής καταδίκης αιρετικού στην Δύση, θα συμβεί στην επόμενη περίοδο, μόλις το 1022, όταν πια οι Φράγκοι Πάπες επέβαλαν στην Δυτική Εκκλησία την αίρεση του Παπισμού.
Στα πλαίσια της ποιμαντικής αντιμετώπισης των αιρετικών δοξασιών και των παγανιστικών προλήψεων, ο Regino Ηγούμενος στο Prüm, συμπεριέλαβε στο έργο του "De synodalibus causis et disciplinis ecclesiasticis libri duo", γραμμένο το 906, ένα προγενέστερο κείμενο γνωστό ως Canon Episcopi (από την πρώτη λέξη του κειμένου “Episcopi”). Ο Regino εκδιώχθηκε από το μοναστήρι το 899 και μπήκε στην υπηρεσία του Αρχιεπισκόπου Trier, Radbod, στον οποίο αφιέρωσε το βιβλίο του, μια συλλογή Κανόνων προηγούμενων Συνόδων και καπιτουλαρίων. Το Canon Episcopi καπιτουλάριο τα Καρολίγγιας περιόδου και αναφέρει συγκεκριμένες παγανιστικές και αιρετικές πεποιθήσεις:
«Οι Επίσκοποι και οι υφιστάμενοί τους πρέπει να εργάζονται με όλη την δύναμή τους για να ξεριζώσουν εντελώς από τις ενορίες τους την ολέθρια τέχνη της μαγείας και της κακουργίας που εφευρέθηκε από τον διάβολο και αν βρουν κάποιον άντρα ή γυναίκα που ακολουθούν αυτήν την κακία, να τον αφορίσουν από το ποίμνιό τους εντελώς ατιμασμένους. … Δεν πρέπει να παραβλέπεται το γεγονός ότι μερικές κακόβουλες γυναίκες που έχουν διαστραφεί από τον διάβολο, παραπλανημένες από δαιμονικές φαντασίες και παραισθήσεις, πιστεύουν και εμπλέκονται σε ίππευση συγκεκριμένων θηρίων μαζί με την Άρτεμη, την θεά των ειδωλολατρών, και αμέτρητο πλήθος γυναικών διασχίζουν μεγάλες αποστάσεις γης, κατά την νεκρική σιγή της νύκτας, ώστε υπακούοντας στις διαταγές της αφέντρας τους, συναθροίζονται στην λατρεία της συγκεκριμένα βράδια. Αλλά εύχομαι να ήταν μόνο αυτές που χάνονται στην απιστία και να μην τραβούσαν άλλους στην καταστροφή. Διότι, αμέτρητο πλήθος, απατημένο από την κακοδοξία, πιστεύει ότι είναι αλήθεια, και πιστεύοντάς το, ξεφεύγει από την ορθή πίστη και εμπλέκεται στα ψέματα των παγανιστών, νομίζοντας ότι υπάρχει κάποια άλλη θεότητα ή δύναμη, εκτός από τον Θεό. Έτσι, οι ιερείς σε όλες τις εκκλησίες πρέπει να διδάσκουν με όλη τους την επιμονή τους ανθρώπους, ότι πρέπει να γνωρίζουν ότι όλα αυτά είναι λάθος και ότι τέτοια φαντάσματα επιφορτίζονται στο νου των ασεβών και όχι από θεϊκό αλλά κακόβουλο πνεύμα [12]».
Γίνεται, λοιπόν, φανερό ότι μέχρι το τέλος του Θ’ αι. οι Φράγκοι Επίσκοποι, όχι απλώς δεν είχαν καταφέρει να εξοβελίσουν τις ειδωλολατρικές συνήθειες των συμπατριωτών τους, όπως είχαν πράξει οι Ρωμαίοι προκάτοχοί τους, αλλά έχαναν «αμέτρητο πλήθος» από τις ενορίες τους.
Από όσα αναφέρθηκαν παραπάνω και όπως θα αποδειχθεί από τα γεγονότα που θα εκτεθούν παρακάτω, γίνεται αντιληπτό ότι θέσεις όπως αυτή του R. I. Moore: «Παρ’ όλα αυτά, η αίρεση ήταν ένα νέο φαινόμενο στον ανερχόμενο πολιτισμό της Δυτικής Ευρώπης στον κεντρικό Μεσαίωνα και η αντίδραση των συγχρόνων που την βρήκαν όχι μόνο σοκαριστική, αλλά και αφύσικη συζητιέται ακόμα ευρέως [13]», είναι κενό γράμμα και βαθύτατα επηρεασμένες από την παπική προπαγάνδα παλαιότερων εποχών.

Οι καταγεγραμμένες αιρέσεις

α. Η Σύνοδος της Ρώμης το 745.
Την εποχή του ιεραποστολικού έργου του αγίου Βονιφατίου εμφανίστηκαν στηΓερμανία δύο αιρετικοί Ιερείς, ο Αδελβέρτος και ο Κλήμης. Ο Αδελβέρτος ήταν απλοϊκής καταγωγής, δεν έρεε στις φλέβες του αριστοκρατικό αίμα, ήταν αμόρφωτος, αλλά κάποια στιγμή ανακάλυψε ότι διέθετε τον κατάλληλο μαγνητισμό, ώστε να ξεκινήσει καριέρα ψευδοπροφήτη. Προφασιζόμενος Αποστολική ταπείνωση, συνδυάζοντας κήρυγμα και εμφάνιση, εντυπωσίαζε τα πλήθη, οπότε αποφάσισε να κάνει την ζωή του ευκολότερη, δεδομένων των σκληρών συνθηκών διαβίωσης της Δυτικής Ευρώπης του πρώιμου Μεσαίων, εκμεταλλευόμενος την αφέλεια, απλοϊκότητα και ευπιστία των χωρικών, όπως και την έλλειψη ποιμαντικού ενδιαφέροντος από τις Εκκλησιαστικές Αρχές στις επαρχίες των Φράγκων. Ξεκίνησε την δράση του από την περιοχή της Soissons και σύντομα σχηματίστηκε γύρω του συνάθροιση.
Ο Επίσκοπος του απαγόρευσε να κηρύττει στις εκκλησίες, αλλά αυτό δεν ήταν πρόβλημα για τον Αδελβέρτο. Πραγματικά, υπάκουσε και σταμάτησε να κηρύττει εντός των ναών. Έστησε σταυρούς στους αγρούς και ξεκίνησε υπαίθριο «ευαγγελισμό». Όπου οι αριθμοί των ακροατών, αυξάνονταν οι σταυροί γίνονταν εντευκτήρια με τις εισφορές των χωρικών που τον παρακολουθούσαν.
Η επιτυχία του κηρύγματος του Αδελβέρτου οφείλονταν σε απλά αίτια. Οι απλοί χωρικοί δύσκολα μπορούσαν να ενταχθούν στο εκκλησίασμα μιας Επισκοπής, όπου στις ανώτερες Ιερατικές βαθμίδες είχαν θρονιαστεί οι Φράγκοι αριστοκράτες. Οι τελευταίοι φρόντιζαν να θυμίζουν με την επιδεικτική συμπεριφορά τους την διαφορά κοινωνικής θέσης τους. Μα πάνω από όλα την διαφορά της εθνικής καταγωγής τους. Στις Επισκοπές είχαν εγκατασταθεί από τους φεουδάρχες για να ελέγχουν τον Γαλατο-Ρωμαϊκό πληθυσμό, που όντας υπόδουλος στους Φράγκους, προσέβλεπε στον Χριστιανισμό με νοσταλγία ενθυμούμενος το πρότερο Ρωμαϊκό μεγαλείο.
Οι Φράγκοι Επίσκοποι δεν ενδιαφέρονταν να μεριμνήσουν ποιμαντικά για την σωτηρία του ποιμνίου τους. Προείχε η διοίκηση της επαρχίας. Συνεπώς, το κήρυγμα του Αδελβέρτου, απευθυνόμενο κυρίως στο συναίσθημα, ενός συναισθηματικά φορτισμένου πλήθους, εκπεφρασμένο στον περιβάλλοντα χώρο της καθημερινότητας των χωρικών, την στιγμή που η επίσημη Εκκλησιαστική Αρχή είχε αποξενωθεί από αυτούς, είχε μεγάλη απήχηση.
Ακριβώς επειδή το κήρυγμα του Αδελβέρτου απευθύνονταν στον συναισθηματισμό του ακροατηρίου του, ήταν οι γυναίκες αυτές που συγκεντρώθηκαν πρώτα γύρω του. Αλλά για ν’ ανοίξει το πουγκί έπρεπε η συναισθηματική φόρτιση που προκαλούνταν από την ακρόαση, να συνοδεύεται και από τα απαραίτητα θαύματα. Οι οπαδοί του τού απέδιδαν πολλά σημεία, κυρίως θαυματουργικές θεραπείες. Έχοντας τόσο μεγάλη επιρροή και έλεγχο επί των οπαδών του, κατά το μεγαλύτερο ποσοστό γυναίκες και τον απαραίτητο αμοραλισμό, ώστε να στηρίξει την καριέρα ενός ψευδοπροφήτη, είναι δύσκολο να μην πιστέψει κάποιος τις κατηγορίες του Πάπα Ζαχαρία για ανήθικες πράξεις.
Αλλά καμιά καριέρα δεν στηρίζεται χωρίς την απαραίτητη διαφήμιση. Έτσι κυκλοφόρησαν ιστορίες αγιότητας ανάμεσα στους οπαδούς του, αγιότητας αποδεδειγμένης από τι υποτιθέμενες πνευματικές του δυνάμεις. Λέγονταν, ότι όταν βρίσκονταν ακόμη στην κοιλιά της μητέρας του είχε λάβει την Χάρη του Αγίου Πνεύματος και γεννήθηκε άγιος, ως σκεύος εκλογής. Λίγο πριν την γέννησή του, η μητέρα του ονειρεύτηκε ότι ένας μόσχος είχε βγει από την δεξιά πλευρά της, σημάδι ότι το βρέφος είχε λάβει την Χάρη. Μέσα από αυτήν την φημολογία, επιδιώκονταν ο παραλληλισμός με τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου και αυτό είναι ένδειξη της νοητικής αστάθειας του Αδελβέρτου, καθώς η λατρεία των οπαδών του, του δημιούργησε παραισθήσεις μεγαλείου και προσπαθούσε να μεταστρέψει τις εντυπώσεις για την ψευτο-αγιότητά του σε εντυπώσεις θεϊκότητας.
Σιγά-σιγά η τρέλα του μεγάλωσε. Ισχυρίστηκε ότι Ιταν ισαπόστολος και τα πρώην εντευκτήρια έγιναν ναοί αφιερωμένοι σ’ αυτόν. Άγγελος υποτίθεται ότι έφερε και του παρέδωσε θαυματουργικά Λείψανα από τις εσχατιές της γης. Οι υπερφυσικές δυνάμεις του τον προίκισαν με σοφία, ώστε όσοι πίστευαν σ’ αυτόν δεν χρειαζόταν να εξομολογηθούν, εφόσον γνώριζε τα μύχια τη καρδιάς τους. Μετέδιδε την αγιότητα προσφέροντας τα κομμένα νύχια του και τις τρίχες της κεφαλής του, φυσικά με το αζημίωτο. Ένας μεσαιωνικός Σάι Μπάμπα.
Ισχυρίζονταν ότι γνώριζε τα ονόματα τωνΑαγγέλων: Ουριήλ, Ραγουήλ, Τωβιήλ, Μιχαήλ, Αδινός, Τωβίας, Σαβαώθ και Σημιήλ. Η Αγγελολογία του δείχνει και την Γνωστικής προέλευσης, επί το απλοϊκότερο βέβαια, διδασκαλία του. Μάλιστα, σημαίνει και την ύπαρξη κάποιας εσωτερικής απόκρυφης γνώσης, διότι κάποια από τα ονόματα δεν συναντώνται στην Χριστιανική γραμματεία, αλλά στην απόκρυφη.
Κυκλοφορούσε μια επιστολή την οποία υποτίθεται ότι είχε λάβει από τον ίδιο τον Χριστό. Πρόβαλε με αυτόν τον τρόπο την προσωπική αποκάλυψη της γνώσης που έλαβε, άλλο ένα σημείο της Γνωστικής τάσης του. Ταυτόχρονα, πρόσφερε και ένα είδος απόκρυφου αναγνώσματος στους οπαδούς του, σύντομο και απλό, σύμφωνο πάντα με τις κακοδοξίες του. Η επιστολή εστάλη από τον άγιο Βονιφάτιο στη Ρώμη. Σώζεται η αρχή μόνο της επιστολής:
«Εις το όνομα του Θεού. Αρχίζει η επιστολή του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, του Υιού του Θεού, η οποία έπεσε από τον ουρανό στην Ιερουσαλήμ».
Τέτοιες πτώσεις απόκρυφων κειμένων από τον ουρανό, συναντώνται και σε άλλες Γνωστικές σέκτες, όπως για παράδειγμα η Βίβλος του Ηλξαίου, την οποία είχε φέρει ο Αλκιβιάδης [14] στη Ρώμη τον Γ’ αι.
Με τον Αδελβέρτο συνδέθηκε και το όνομα του Κλήμη. Αυτός ήταν ένας αιρετικός, ο οποίος απέρριπτε τον Χριστιανισμό, διότι του φαίνονταν αυστηρός. Εξέφραζε περισσότερο έναν λιμπερτινισμό, αλλά δεν είναι και πολλά γνωστά γι’ αυτόν, ώστε να βγουν ασφαλή συμπεράσματα. Τελικά οι δυο του τράβηξαν το ενδιαφέρον του αγίου Βονιφατίου, ο οποίος έγραψε αρχικά γι’ αυτούς στον Πάπα Γρηγόριο Γ’ (731-741). Με την διαδοχή του από τον Πάπα Ζαχαρία (741-752) ξεκίνησε και η διαδικασία αντιμετώπισης της αίρεσης. Με την έγκριση του Ζαχαρία και υπό την αιγίδα των Μαγιορδόμων της Φραγκίας, Πεπίνου του Βραχύ (του μετέπειτα Βασιλιά, 752-768) και Καρλομάνου, οι οποίοι μόλις είχαν διαδεχθεί τον πατέρα τους Κάρολο Μαρτέλο το 741, συγκροτήθηκε Σύνοδος στην Soissons, στις 3 Μαρτίου του 744, για να ελέγξει τις δραστηριότητες του Αδελβέρτου. Η Σύνοδος αποφάσισε να την κανονική καταδίκη του και την καύση των σταυρών που είχε στήσει. Ο Πάπας Ζαχαρίας τον έθεσε σε αργία, αν και αμφέβαλλε αν είχε χειροτονηθεί κανονικά.
Ο Αδελβέρτος δραπέτευσε και συνέχισε να κηρύττει. Την επόμενη χρονιά συγκλήθηκε στη Γερμανία Τοπική Σύνοδος Επισκόπων για την ρύθμιση των προβλημάτων της εκεί Εκκλησίας, υπό την αιγίδα του Καρλομάνου, Μαγιορδόμου της Αυστρασίας. Στην Σύνοδο αυτή ο Αδελβέρτος και ο Κλήμης ανακηρύχθηκαν αιρετικοί, αλλά κι αυτό δεν ήταν αρκετό. Στις 25 Οκτωβρίου του 745 συνεκλήθη Σύνοδος στη Βασιλική του Λατεράνου στη Ρώμη, για την λήψη δραστικότερων μέτρων. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε αυτή την Σύνοδο δεν παραβρέθηκαν ούτε ο κατήγορος άγιος Βονιφάτιος, ούτε οι κατηγορούμενοι Αδελβέρτος και Κλήμης. Ο άγιος Βονιφάτιος έστειλε αγγελιοφόρο, τον Δενεχάρδο, Ιερέα της Επισκοπής στο Mainz.
Ακολουθεί η μετάφραση των πρακτικών της Συνόδου, τα οποία αποτελούν και την πηγή για την ιστόρηση των παραπάνω. (Το Λατινικό κείμενο έχει εκδοθεί από M. Tangl, "Die Briefe des heiligen Bonifatius und Lullius στο Monumenta Germaniae Historica, Epistolae Selectae 1, S. Bonifatii et Lulli Epistolae", Βερολίνο 1916, σσ. 108-120. Αγγλική μετάφραση στο Ephraim Emerton, "The Letters of Saint Boniface", New York 1954)...
 Ο Αδελβέρτος δεν ήταν μεταρρυθμιστής. Ήταν εκμεταλλευτής και ζώντας μέσα σε παραισθήσεις Αποστολικού μεγαλείου, τρελάθηκε, διότι πίστεψε στα ίδια τα ψέματά του. Οι αποφάσεις που παρθήκαν κατά των δύο αιρετικών ήταν ποιμαντικού χαρακτήρα. Αφαίρεση του Ιερατικού αξιώματος και αφορισμός. Σκοπό είχαν τον σωφρονισμό των πλανεμένων και την προστασία των πιστών. Είναι εντυπωσιακό το ότι, ενώ ο άγιος Βονιφάτιος ζήτησε αυστηρότερη ποινή, η Σύνοδος αποφάσισε τελικά να δώσει την ευκαιρία στους αιρετικούς να μετανοήσουν. Αλλά αυτό δεν έγινε.

Μια αντιπροσωπεία σταλμένη από τον Πεπίνο στον Πάπα Ζαχαρία το 746 μ.Χ. ανέφερε ότι ο Αδελβέρτος συνέχιζε ακόμη την δράση του. Ο Πάπας τότε διέταξε να συγκληθεί συμβούλιο και να εξεταστεί η υπόθεση. Αν ο Αδελβέρτος κρίνονταν ένοχος, έπρεπε να παρουσιαστεί ενώπιον του.
Δεν υπάρχει κάποια αναφορά για το αν συγκλήθηκε συμβούλιο και τι αποφάσισε. Στον Βίο του Αγίου Βονιφατίου, γραμμένο από κάποιον Ανώνυμο του Mainz [15], αναφέρεται ότι ο Αδελβέρτος είχε εγκλεισθεί στο Αββαείο της Fulda και δραπέτευσε. Στο δρόμο δέχτηκε επίθεση ληστών και δολοφονήθηκε [16]. Η σέκτα του ήταν προσωποπαγής. Οι διδασκαλίες του δεν απασχόλησαν ξανά την Εκκλησία, μετά τον θάνατό του.
β. Η Θεόδα του Mainz (847 μ.Χ.)
Το 847 μ.Χ. αναφέρεται η δράση της Θεόδα (ή Thiota) στην περιοχή του Mainz. Αυτή εμφανίστηκε στα γύρω χωριά ως προφήτιδα. Ήταν γέννημα θρέμμα Γερμανίδα. Ισχυριζόταν ότι είχε λάβει ειδική αποκάλυψη από τον Θεό, ότι γνώριζε τα μυστικά της θείας βουλήσεως, ακόμη και την ακριβή ημερομηνία της Δευτέρας Παρουσίας. Πιο συγκεκριμένα δίδασκε ότι το τέλος του κόσμου έφτανε και μάλιστα θα γινόταν την ίδια χρονιά.
Πολλοί άνθρωποι, άνδρες και γυναίκες, πίστεψαν τις ψευτοπροφητείες της και σύντομα δημιουργήθηκε γύρω της ομάδα πιστών. Οι προφητείες της ήταν επικερδείς, καθώς δέχονταν πλήθος δωρεών από τους οπαδούς της. Ανάμεσά τους συγκαταλέχθηκαν και μέλη του Κλήρου. Προφανώς αυτό ήταν και η αιτία για την άμεση αντίδραση της Εκκλησίας. Συνελήφθη και οδηγήθηκε στο Mainz για ανάκριση. Συγκλήθηκε συμβούλιο προεδρεύοντος του Αρχιεπισκόπου, όπου παρίσταντο και πολλοί Ιερείς. Όταν ρωτήθηκε από πού έμαθε και κήρυττε τις ανοησίες, απάντησε ότι την είχε διδάξει κάποιος Ιερέας. Επρόκειτο βέβαια για γέννημα της φαντασίας της. Δεν δόθηκε πολύ σημασία στην περίπτωσή της, διότι ήταν φανερό ότι η γυναίκα δεν ήταν στα συγκαλά της. Της απαγορεύθηκε να κηρύττει κι υποβλήθηκε σε δημόσια μαστίγωση. Δεν είναι γνωστό τι απέγινε. Το σίγουρο είναι ότι σταμάτησε να κηρύττει και δεν απασχόλησε ξανά τις Αρχές.
Η ιδιαιτερότητα της περίπτωσης της Θεόδα είναι ότι ξεκινά μια μακρά σειρά γυναικών προφητισσών, που λαμβάνουν ειδική και προσωπική αποκάλυψη. Μέσω αυτής, είτε μαθαίνουν κάποιο κρυμμένο μυστικό και το αποκαλύπτουν στον κόσμο, είτε αναλαμβάνουν να μεταφέρουν την βούληση του Θεού στους συνανθρώπους τους. Στην σειρά των προφητισσών συγκαταλέγονται η Βιλλελμίνα της Βοημίας, η οποία έδρασε στο Μιλάνο τον ΙΓ’ αι., η Αικατερίνη της Σιένα τον ΙΔ’ αι., η γνωστή Ιωάννα της Λωρραίνης τον ΙΕ’ αι., η Άννα Χάτσινσον που έδρασε στις αρχές του ΙΖ’ στον Νέο Κόσμο, κυρίως στη περιοχή της Μασαχουσέτης. Τα παραδείγματα δείχνουν την σπανιότητα των προφητισσών στον αιρετικό κόσμο. Η περίπτωση της Θεούδα είναι μία καινοτομία. Ναι μεν υπήρχαν προφήτισσες και σε άλλες αιρετικές ομάδες, όπως στον Μοντανισμό, αλλά βρίσκονταν υπό την ηγεσία κάποιου αιρεσιάρχη. Εδώ έχουμε την έναρξη της αυτόνομης δράσης των γυναικών στην διάδοση των αιρέσεων.
Οπωσδήποτε είχε χάρισμα στην εξαπάτηση, όπως και ο Αδαλβέρτος, χάρισμα το οποίο απευθύνονταν στο αλλοιωμένο θρησκευτικό συναίσθημα, σε συνδυασμό με την αβεβαιότητα και το φόβο για το μέλλον. Ταυτόχρονα φρόντιζε να ικανοποιεί την δίψα των ακροατών της για εκδίκηση και ανταπόδοση και αποκατάσταση των κοινωνικών αδικιών, επαγγελλόμενη γρήγορη άφιξη του τέλους του κόσμου και των βασάνων του, εκμεταλλευόμενη τις επαγγελίες του Κυρίου για την μέλλουσα ζωή. Το φαινόμενο είναι γνωστό την σύγχρονη εποχή και δεν χρειάζεται περεταίρω ανάλυση.
Τα σχετικά με την Θεόδα αναφέρονται στα Χρονικά της Φούλντα[17], στο τμήμα εκείνο που είναι γραμμένο από τον Ροδόλφο (πέθανε το 865), μοναχό του αβαείου και μαθητή του Ραμπάνου Μαύρου. Επίσης από τον Σιγεβέρτο (1030-11120), μοναχό στο αβαείο του Γκεμπλω [18].
• γ. Ο Burgand του Μπορντώ
Η επόμενη περίπτωση αφορά επίθεση σε ναούς, ως ακραία εκδήλωση κάποιου ακατανόητου θρησκευτικού ενθουσιασμού. Το ίδιο αιώνα ο Burgand, δρώντας στην περιοχή του Μπορντώ, την περίοδο της Αρχιεπισκοπίας του Frotaire (860-876), συγκέντρωσε κοντά του ομάδα οπαδών κι επιδίδονταν σε βανδαλισμούς ναών. Εισέβαλαν σε εκκλησίες, μόλυναν την Αγία Τράπεζα και έκλεβαν τα άγια δισκοπότηρα, τα δισκάρια και το Μύρο που φυλάσσονταν σε αυτές. Δεν είναι γνωστά τα κίνητρα των πράξεών τους, ούτε η διδασκαλία του Burgand. Τα περιστατικά αναφέρονται στην αλληλογραφία του Πάπα Νικολάου του Α’ (858-867) και του Αρχιεπισκόπου Μπορντώ [19].
• δ. Ο Βιλγάρδος της Ραβέννα.
Περίπου το 970 μ.Χ. εμφανίστηκε στη Ραβέννα κάποιος σχολάρχης, ο οποίος προσπάθησε να δώσει χριστιανικό κύρος στο έργο των κλασσικών Ρωμαίων συγγραφέων Ιουβενάλιου, Βιργίλιου και Οράτιου και να τα εξισώσει με τα έργα των Πατέρων. Στους ίδιους του συγγραφείς επιχείρησε να προσδώσει Αποστολικό κύρος. Τα σχετικά με αυτόν αναφέρονται από τον Ροδόλφο τον Φαλακρό (Rodulfus Glaber, 985-1047), περιφερόμενο μοναχό, καθώς γύρισε αρκετά αβαεία (Saint-Léger-de-Champeaux, Cluny, Saint-Germain en Auxerre) και δεν στέριωσε σε κανένα. Στο έργο του Historiarum libri quinque ab anno incarnationis DCCCC usque ad annum MXLIV[20], αναφέρει δύο περιπτώσεις αιρετικών, του Βιλγάρδου της Ραβέννα και του Λεοτάρδου που θα εξεταστεί παρακάτω. Η αφήγηση για τον Βιλγάρδο είναι η εξής:
«Επίσης την εποχή αυτή, ένα σκάνδαλο, όχι διαφορετικό από το προηγούμενο (σσ. εννοεί την περίπτωση του Λεουτάρδου), εμφανίστηκε στην Ραβέννα. Κάποιος άνδρας, ονόματι Βιλγάρδος, ασχολείτο με προθυμία, αλλά όχι με σύνεση, με τις φιλολογικές σπουδές, διότι ήταν πάντα συνήθεια των Ιταλών να προτιμούν αυτή από τις άλλες τέχνες. Τότε, μια νύχτα, όταν φουσκωμένος από υπερηφάνεια για την γνώση της τέχνης του είχε αρχίσει ν’ αποκαλύπτει τον εαυτό του πιο πολύ άφρονα παρά σοφό, δαίμονες με την μορφή των ποιητών Βιργιλίου, Οράτιου και Ιουβενάλιου εμφανίσθηκαν σ’ αυτόν, παριστάνοντας ότι είναι ευγνώμονες για την αγάπη με την οποία είχε αφιερωθεί στις σπουδές των έργων τους και την υπηρεσία της διατήρησης της κληρονομιάς τους. Του υποσχέθηκαν ακόμη, ότι σύντομα θα μοιραστεί την φήμη τους. Διεφθαρμένος από τις δαιμονικές απάτες, άρχισε να διδάσκει με πομπώδες ύφος πολλά αντίθετα στην Αγία Πίστη και ισχυρίστηκε ότι τα λόγια των ποιητών πρέπει να γίνονται πιστευτά σε όλες τις περιπτώσεις. Αλλά αποκαλύφθηκε ότι ήταν αιρετικός και καταδικάστηκε από τον Πέτρο, Αρχιεπίσκοπο της πόλης [21].
Ανακαλύφθηκαν και πολλοί άλλοι, οι οποίοι υιοθέτησαν αυτήν την επικίνδυνη διδασκαλία, σε όλη την Ιταλία και πέθαναν επίσης με σπαθί και πυρά. Πράγματι την ίδια περίοδο μερικοί κατευθύνθηκαν από τη νήσο της Σαρδηνίας – όπου αφθονούν τέτοιοι τύποι – για να μολύνουν τους κατοίκους της Ισπανίας, αλλά εξαλείφθηκαν από τους Καθολικούς. Αυτά, σύμφωνα με την προφητεία του Αποστόλου Ιωάννη, στην οποία είπε ότι ο Σατανάς θα ξαμολυθεί όταν περάσουν χίλια χρόνια. Με αυτό θ’ ασχοληθούμε στο τρίτο βιβλίο».
Οι κακοδοξία του Βιλγάρδου ήταν διανοουμενίστικη αίρεση. Ξεκινούσε από τον ενθουσιασμό του κλασσικού φιλόλογου που αγαπούσε υπερβολικά τις σπουδές του. Αν το θέμα έμενε εκεί δεν υπήρχε πρόβλημα. Αλλά όταν η αγάπη του Βιλγάρδου για τους κλασσικούς συνδυάστηκε με την αλαζονεία - η οποία έπεται τέτοιων σπουδών, όταν δεν καταπολεμείται η εισαγωγική περηφάνια και το αίσθημα ανωτερότητας έναντι των αμαθών - και τον οδήγησε να θεωρεί τους κλασσικούς που γνώριζε ανώτερους από τους Πατέρες, τους οποίους δεν γνώριζε. Συνήθως σε τέτοιες περιπτώσεις, ο πλανεμένος για να ξεπεράσει το πρόσκομμα που δημιουργείται από το ειδωλολατρικό υπόβαθρο των κλασσικών, τους «βλέπει» σε όραμα σεσωσμένους.
Δεν ήταν η πρώτη φορά που συνέβη κάτι τέτοιο. Η ανάμιξη της κλασσικής φιλολογίας στην Δύση και της φιλοσοφίας στην Ανατολή, στην θεολογική μέθοδο είχε προκαλέσει προβλήματα, συζητήσεις και διενέξεις και σε κάποιες περιπτώσεις ακολούθησαν και καταδίκες. Έτσι για παράδειγμα, ο Lupus Servatus, Ηγούμενος του Αββαείου στην Ferrières-en-Gâtinais αναφέρει ότι, την εποχή που οι Καρολίγγιοι ήρθαν για πρώτη φορά σ’ επαφή με τους Λατίνους κλασσικούς, κάποιος ενθουσιασμένος Ιερέας από το Mainz ισχυρίζονταν ότι ο Κικέρων, ο Βιργίλιος και οι άλλοι ποιητές, είχαν ελευθερωθεί από τον Χριστό, κατά την κάθοδό Του στον Άδη [22].
Τι είχε συμβεί; Με την κατάκτηση Δης δυτικής Ευρώπης από τους Μεροβίγγιους, οι ελευθέριες τέχνες καταργήθηκαν. Η απόφαση αυτή ήταν χρησιμοθηρική. Οι Μεροβίγγιοι όντες βάρβαροι, δεν ήθελαν αφενός μεν η μιλιταριστική τους κάστα να εξευγενιστεί με την κλασσική παιδεία και να χάσει το αξιόμαχο και ετοιμοπόλεμό της. Θεωρούσαν τους μορφωμένους Ρωμαίους αδύναμους. Αφετέρου ήθελαν να χάσουν οι υπόδουλοι Γαλατο-Ρωμαίοι την εθνική τους συνείδηση. Έτσι, απαγόρευσαν την σπουδή της Ελληνο-Ρωμαϊκής παιδείας και την εφαρμογή των ελευθερίων τεχνών, που είχαν την ρίζα τους σ’ αυτές. Κατέλαβαν της ανώτερες και ανώτατες εκκλησιαστικές θέσεις και ήλπιζαν να χαλιναγωγήσουν τους ανώτερους πολιτιστικά υπόδουλους με την εξαφάνιση του πολιτισμού τους. Το ίδιο γίνεται και σήμερα στο όνομα της ενωμένης Ευρώπης.
Ο Καρλομάγνος κατάλαβε ότι η αγραμματοσύνη του ίδιου και της Αυλής του δεν μπορούσε να στηρίξει τις αυτοκρατορικές του αξιώσεις. Έτσι επέτρεψε την εφαρμογή των ελευθερίων τεχνών και την σπουδή μόνο του Λατινικού τμήματος του Ελληνο-Ρωμαϊκού πολιτισμού. Κατέστησε την Λατινική γλώσσα επίσημη γλώσσα του κράτους του, αλλά επέβαλε βασιλικό έλεγχο με την δημιουργία σχολής μόνο στην Γερμανική Αυλή. Γι’ αυτό κι εντοπίζονται τόσα πολλά περιστατικά στην περιοχή του Mainz. Οι λόγιοι αυλικοί του δεν μπορούσαν να κρύψουν την χαρά τους, ως παιδιά που έλαβαν ένα καινούργιο παιχνίδι. Και βέβαια, αν επρόκειτο μόνο για παιχνίδι, όπως στην περίπτωση του Αρχιμήδη, ο οποίος τρέχοντας γυμνός στους δρόμους των Συρακουσών φώναζε «Εύρηκα, εύρηκα», τότε δεν θα υπήρχε πρόβλημα. Αλλά οι ανεκπαίδευτοι Φράγκοι, μέσα στην νεοφώτιστη έπαρσή τους προσπάθησαν να επιβάλουν την χρήση των κλασσικών σπουδών στην θεολογία και δημιούργησαν τις Καρλομάγνειες αιρέσεις, τον μετέπειτα Παπισμό.
Ο Βιργίλιος ήταν ιδιαίτερα αποδεκτός από τους Λατινο-Φράγκους. Ήδη από τον τέταρτο αιώνα είχαν γραφεί κέντονες με αποσπάσματα από τα έργα του. Αντίστοιχα και στην Ανατολή γράφονταν τέτοιοι κέντονες με στίχους από τον Όμηρο. Δεν υπήρχε κάποιο πρόβλημα σ’ αυτό, ακόμη και όταν ο άγιος Αυγουστίνος επιβεβαίωσε την άποψη, ότι η τέταρτη Εκλογή του Βιργιλίου προφήτευε την Παρθένο Μαρία και την Βασιλεία του Χριστού. Ο άγιος Αυγουστίνος είχε επιβεβαιώσει την Χριστολογία του Βιργιλίου [23] και οι Φράγκοι θεωρούσαν τον Αυγουστίνο κορυφαίο θεολόγο. Συνεπώς, γι’ αυτούς ο Βιργίλιος ήταν θεόπνευστος. Το είχε επιβεβαιώσει και ο Πέτρος Αβελάρδος (1079-1142), λέγοντας πως ούτε ο ποιητής, ούτε η Σίβυλλα είχαν επίγνωση, παρ’ όλα αυτά φωτίστηκαν από το Άγιο Πνεύμα [24].
Αργότερα, το 1210 μια πλειάδα λογίων, ο υποδιάκονος Γουίλλιαμ του Poitou, ο Υποδιάκονος Βερνάρδος, ο Ιερέας του Corbeil Στέφανος, ο Ιερέας στη Chelles Στέφανος, ο Ιερέας στο Uncinis Ιωάννης, ο Ιερέας στη Liré Ούλριχ, Ο Πέτρος του Αγ. Χλοδοβάλδου και ο Διάκονος στο παλαιό Corbeil Στέφανος, υποστήριζαν μεταξύ άλλων, ότι ο Οβίδιος είχε την ίδια θεοπνευστία με τον άγιο Αυγουστίνο [25]. Μαζί τους καταδικάστηκε και ο χρυσοχόος Γουίλλιαμ ο ψευδο-προφήτης. Αυτοί όλοι, βέβαια, καταδικάστηκαν ως Αλβιγήνοι. Είναι όμως σημαντικό να τονίσουμε, ότι ανάμεσα στις απόψεις τους ήταν και το θέμα της θεοπνευστίας των κλασσικών. Και αυτό θα φανεί παρακάτω.
Ένα σύγχρονο ανάλογο μπορούμε να βρούμε στην αγιοποίηση του Βίκτωρος Ουγκώ από τους οπαδούς της βιετναμέζικης σέκτας Cao Dai ή Μεγάλης Θρησκείας της Τρίτης Περιόδου της Αποκαλύψεως και Σωτηρίας.
Εκ πρώτης όψεως φαίνεται ότι η κακοδοξία του Βιλγάρδου δεν αφορά το θέμα των Γνωστικών ή «λαϊκών» αιρέσεων. Ο ίδιος όμως ο Ροδόλφος ο Φαλακρός το συνδέει με ένα ξέσπασμα αίρεσης στη Σαρδηνία και μεταφορά από κει στην Ισπανία. Οι φράση του «όπου αφθονούν τέτοιοι τύποι», δεν συμμαρτυρεί ότι οι αιρέσεις είχαν εκλείψει. Ωστόσο γίνεται προσπάθεια να θολώσει το τοπίο στην αναφορά του Ροδόλφου. Από την μια ο Lea [26] προσπαθεί να συνδέσει τους οπαδούς του Βιλγάρδου με τους Καθαρούς κι έτσι να εξηγήσει την δημοτικότητα των ιδεών του. Ειδάλλως παραμένει μυστήριο, πως μια διδασκαλία που κανονικά θα έπρεπε να είναι θέμα ακαδημαϊκών συζητήσεων, έγινε λαϊκή πεποίθηση.
Σε αντίθεση με τον Lea, o Arno Borst[27] θεωρεί ότι λόγω χρονικής απόστασης ο Ροδόλφος μπέρδεψε τους αιρετικούς της Σαρδηνίας με τους αιρετικούς του Monteforte και ότι δεν υπάρχει ένδειξη Καθαρισμού στην διδασκαλία του Βιλγάρδου. Αλλά ο Ροδόλφος έγραψε μόλις λίγες δεκαετίες αργότερα και δεν δικαιολογείται το μπέρδεμα που προβάλλει ο Borst. Έπειτα, είδαμε ότι μεταξύ των Καθαρών υποστηρίζονταν η θεοπνευστία των κλασσικών, οπότε η διδασκαλία του Βιλγάρδου είχε στοιχεία Καθαρισμού. Προκύπτει, λοιπόν, ότι η αναφορά του Ροδόλφου δεν είναι πλήρης και ότι ο Βιλγάρδος, πολύ πιθανόν, να δίδασκε και άλλα, τα οποία δεν διασώθηκαν.
Ενδέχεται, λοιπόν, αυτό που διατηρεί η αναφορά του Ροδόλφου να είναι ένα πρώιμο στάδιο στην διάδοση των αιρετικών διδασκαλιών, οι οποίες θα γίνουν αργότερα γνωστές ως Καθαρισμός. Πρόκειται για την εποχή, που ο Βογομιλισμός γεννιέται στην Βουλγαρία, ο Παυλικιανισμός έχει εξαπλωθεί στη Σικελία και η Σαρδηνία ήταν ο επόμενος ενδιάμεσος σταθμός στην εξάπλωση της δυαρχίας από τα ανατολικά.
Παυλικιανοί στη Σικελία. Κανονικά η καταχώρηση για την ύπαρξη Παυλικιανών στην Σικελία θα έπρεπε να περιληφθεί στο οικείο κεφάλαιο, πολύ δε περισσότερο επειδή η Νότια Ιταλία την εποχή αυτή είναι Βυζαντινή επικράτεια. Αλλά επειδή ενδέχεται να συνδέεται με την ύπαρξη αιρετικών αγνώστου ταυτότητας στη Σαρδηνία, αναφέρεται εδώ. Σε αυτό προσμετρείται και το ότι η πληροφορία προέρχεται από Δυτική πηγή και για την ακρίβεια δύο Δυτικές πηγές. Η πρώτη είναι τα Annales Barenses, τα Χρονικά του Μπάρι. Μέχρι την κατάληψη της Νότιας Ιταλίας από τους Νορμανδούς το 1071, το Μπάρι ήταν καπετανάτο, δηλ. έδρευε σε αυτό ο κατεπάνος διοικητής όλης της περιοχής.
Το 1041 κατεπάνος ήταν ο Μιχαήλ Δουκειανός. Την χρονιά αυτή οι Νορμανδοί κατέλαβαν το Αμαλφί και προήλαυναν προς Νότο. Ο Μιχαήλ κάλεσε ενισχύσεις από την Σικελία. Μεταξύ τους υπήρχε και ομάδα Παυλικιανών. Η πληροφορία είναι η εξής:
«Τότε ήρθε από την Σικελία στην Λομβαρδία ο Μιχαήλ ο Πρωτοσπαθάριος και κατεπάνος… τον μήνα Μάιο, έχοντας συγκεντρώσει τις Ελληνικές δυνάμεις σε έναν τόπο, στο Mons Maior, κοντά στον ποταμό Aufidius, η μάχη ξεκίνησε με το χάραμα της τέταρτης ημέρας. Εκεί, χάθηκαν πολλοί Nalulichi (= Ανατολικοί) και Obsequianoi (= Οψικιανοί), Russi (= εννοείται η φρουρά των Βαράγγων που ήταν σε μεγάλο ποσοστό Ρώσσοι), Trachici (Θράκες), Καλαβροί και Λομβαρδοί, και κόσμος από το κατεπανάτο.
Υποχωρώντας από κει με σύγχυση και λίγους άνδρες, οι υπόλοιποι μισοζώντανοι, από τον φόβο των βάρβαρων Νορμανδών, ο Μιχαήλ έγραψε στη Σικελία και ήρθαν οι άθλιοι Μακεδόνες οι ίδιοι και Παυλικιανοί και Καλαβροί [28]».
Η πληροφορία διασταυρώνεται και από δεύτερη πηγή, το έργο του Γουλιέλμου της Απουλίας, Gesta Roberti Guiscardi. Το έργο γράφτηκε μισό αιώνα μετά, κατά παραγγελία του Πάπα Ουρβάνου του Β’ (1088-1099). Η ανάμνηση των Παυλικιανών παρέμενε ακόμη ζωντανή.
«Ανάμεσα στους Έλληνες ήταν και κάποιοι, των οποίων οι αιρετικές δοξασίες έκαναν όσους τους άκουγαν να μαίνονται [29], και από αυτό πήραν το όνομά τους. Αυτοί έλεγαν ότι ο Πατέρας υπέφερε μαζί με τον Υιό επάνω στον σταυρό, κι έκαναν το σημείο του σταυρό στο μέτωπο, με το ένα δάκτυλο [30]».
Για το πότε μεταφέρθηκαν οι Παυλικιανοί στην Σικελία δεν υπάρχει ακριβής πληροφόρηση. Μια πιθανότητα είναι να μετέβησαν εκεί στην εποχή που το νησί ήταν αραβοκρατούμενο και οι ίδιοι ήταν σύμμαχοι με τους Άραβες.
Η Καλαβρία και η Σικελία, τον Ι’ αι. ήταν η βυζαντινή μεθόριος, το σημείο συνάντησης του Βυζαντίου με την Δύση. Πιο συγκεκριμένα ήταν ο νότιος θαλάσσιος δρόμος για την μετάβαση στην Δύση, ανθρώπων και ιδεών. Είναι πολύ πιθανόν, μέσω των αναφορών αυτών, ν’ ανιχνεύεται μια πρώιμη μετάδοση του Μανιχαϊσμού, μέσω Σικελίας-Σαρδηνίας. Αυτή η μαρτυρία έχει σημαντική αξία, καθότι εντοπίζει τοπικά και χρονικά μια προδρομική συνάντηση των δυαρχικών Ανατολής και Δύσης και μάλιστα από έναν παλαιότερο δρόμο. Στην συνέχεια, η κατάληψη της Καλαβρίας και Σικελίας από τους Νορμανδούς, απαγόρευσε την περαιτέρω χρήση αυτού του διαύλου επικοινωνίας και ανάγκασε στην δημιουργία του βόρειου δρόμου, μέσω Δαλματίας-Λομβαρδίας, όπως είδαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο. Μέσα από αυτές τις πληροφορίες, μάλιστα, γίνεται γνωστό πως μεταδόθηκε η μανιχαϊκή δυαρχία στην Ισπανία. Σε μεταγενέστερα κεφάλαια θα δούμε την εξάπλωση και εξέλιξη των πρώτων εισβολών.
• ε. Ο Λεουτάρδος της Chalons.
Με την εκπνοή της χιλιετίες εμφανίστηκε ακόμα ένας ψευδοπροφήτης στην Γαλατία, ο Λεουτάρδος. Πρόκειται για την δεύτερη καταγραφή του Ροδόλφου, στο ίδιο έργο:
«Περίπου στο τέλος του έτους 1000, εμφανίσθηκε στην Γαλατία, σε ένα χωριό που καλείται Vertus, στην επαρχία της Châlons, ένας χωρικός ονόματι Λεουτάρδος. Όπως έδειξε η εξέλιξη του θέματος, θα μπορούσε να λογισθεί ως απεσταλμένος του Σατανά. Η πεισματάρικη τρέλα του ξεκίνησε έτσι: Κάποια φορά δούλευε ως ξυλουργός μόνος του στο χωράφι και μόλις είχε τελειώσει μια εργασία, όταν, εξαντλημένος από την προσπάθεια, αποκοιμήθηκε και του φάνηκε ότι ένα μεγάλο σμήνος από μέλισσες εισήλθε στο σώμα του από τα απόκρυφα. Αυτές οι ίδιες μέλισσες, όπως βγήκαν από το στόμα του με βόμβο, τον βασάνισαν με τα κεντριά τους˙ και καθώς ήταν πολύ ενοχλημένος από αυτό για καιρό, φάνηκε σαν να του μιλούσαν, αναγκάζοντας τον να κάνει πράγματα ακατόρθωτα στους ανθρώπους.
Εν τέλει, σηκώθηκε κουρασμένος και πήγε σπίτι του. Έδιωξε την γυναίκα του, λες και επέβαλε τον χωρισμό η εντολή του Ευαγγελίου˙ ύστερα, προχωρώντας ακόμη παραπέρα, εισήλθε στην εκκλησία σαν να επρόκειτο να προσευχηθεί, άδραξε και έσπασε σε κομμάτια τον σταυρό και την εικόνα του Σωτήρα. Αυτοί που παρακολουθούσαν τα τεκταινόμενα τρέμοντας από φόβο, πίστεψαν ότι ήταν τρελός, όπως και ήταν˙ και καθώς οι χωριάτες είναι επιρρεπείς στις πλάνες, τους έπεισε ότι αυτά έγιναν κατόπιν θαυματουργικής αποκάλυψης από τον Θεό.
Αλλά παρασύρθηκε τόσο πολύ στην πλάνη, στερημένος κάθε ωφέλειας ή αλήθειας, και στην επιθυμία του να παριστάνει τον μορφωμένο, δίδασκε τα αντίθετα απ’ όσα διδάσκει ένας μορφωμένος, διότι έλεγε ότι είναι άχρηστη και ανοησία η προσφορά της δεκάτης. Και όπως οι άλλες αιρέσεις κρύβονται πίσω από την Αγία Γραφή, στην οποία αντιτίθενται, ώστε να ενεργούν πιο πανούργα εξαπάτηση, και αυτός επίσης κήρυξε ότι οι προφήτες είπαν κάποια σωστά, αλλά και πράγματα, τα οποία δεν πρέπει να γίνονται πιστευτά. Σύντομα, η φήμη του, σαν να ήταν ένας πιστός και λογικός άνδρας, οδήγησε κοντά του μια μικρή ομάδα απλών ανθρώπων.
Αλλά ο πολυμαθέστατος Gebuin [31] – ο γηραιός Επίσκοπος στου οποίου την επαρχεία ζούσε ο άνθρωπος – μαθαίνοντάς τα, διέταξε να προσαχθεί ενώπιον του. Όταν ο Επίσκοπος ρώτησε τον Λεουτάρδο γι’ αυτά, που κατά τις φήμες, είχε πει και πράξει, ο άνθρωπος άρχισε να κρύβει το δηλητήριο της κακίας του, ορκιζόμενος ότι δεν εννοούσε ότι μπορούσε να ερμηνεύσει την Αγία Γραφή αφ’ εαυτού του. Αλλά ο σοφός Επίσκοπος, ακούγοντας ανάρμοστα λόγια – ή καλύτερα ό,τι ήταν πραγματικά πρόστυχο και αξιοκατάκριτο – ξεκαθάρισε ότι ο τρελός είχε γίνει αιρετικός˙ ανακάλεσε τους εν μέρει εξαπατημένους από την τρέλα και τους επανατοποθέτησε πιο σταθερά στην καθολική πίστη. Ο Λεουτάρδος, συνειδητοποιώντας ότι είχε παραμεριστεί τελείως και στερημένος της κολακείας του κόσμου, αυτοκτόνησε πέφτοντας σ’ ένα πηγάδι [32]».
Έχει πολύ σωστά παρατηρηθεί ότι η περιοχή της Châlons-sur-Marne παρουσίασε συμπτώματα αίρεσης τρεις φορές μέσα σε λίγες δεκαετίες. Ξεκινώντας από την περίπτωση του Λεουτάρδου, ακολουθεί η περίπτωση των αιρετικών που ξεκίνησαν από την περιοχή κι έφτασαν να διδάσκουν στο Arras, κατά την παρατήρηση του Επισκόπου Ρογήρου Α’ και πάλι όταν ο διάδοχος του Ρογήρου έγραψε στον Wazo της Λιέγης, το 1040, ζητώντας συμβουλές για την αντιμετώπιση των χωρικών που διατηρούσαν τις δοξασίες των Μανιχαίων [33].
Το σμήνος με τις μέλισσες έχει τον δικό του συμβολισμό στην Δύση, ο οποίος ξεκινά από την άποψη του Βέδα, ότι οι μέλισσες συμβολίζουν τους Πατέρες, τους ερμηνευτές των Γραφών που παράγουν το μέλι της ερμηνείας του λόγου του Θεού μέσα από τα κείμενά τους [34]. Αυτό που ήθελε να τονίσει ο Λεουτάρδος με το περιστατικό ήταν η υποτιθέμενη έμπνευσή του από το Άγιο Πνεύμα.
Όμως, στην αντιαιρετική γραμματεία το περιστατικό έχει διαφορετική ερμηνεία. Για πρώτη φορά συναντάται κάτι παρόμοιο στο έργο του Γρηγορίου Τουρώνης, Historia Francorum:
«Κάποιος άνδρας από την Bourges, όπως ομολόγησε ο ίδιος αργότερα, πήγε βαθειά μέσα στο δάσος να κόψει ξύλα για να κάνει σανίδες που χρειαζόταν για κάποια εργασία και ένα σμήνος από μύγες τον περικύκλωσε, με αποτέλεσμα να τρελαθεί για δυο χρόνια˙ αυτό πρέπει να θεωρηθεί ότι ήταν κακία σταλμένη από τον διάβολο. Μετά πέρασε από τις γειτονικές πόλεις και πήγε στην επαρχία της Αρελάτης κι εκεί φορούσε δέρματα και προσεύχονταν όπως οι αφιερωμένοι και για να τον ξεφτιλίσει ο εχθρός του έδωσε την δύναμη της μαντείας.
Μετά από αυτό σηκώθηκε κι έφυγε από τον τόπο που αναφέρθηκε με σκοπό να γίνει πιο ειδικός στην κακία και ήλθε στην περιοχή της Gévaudan, παρουσιάζοντας τον εαυτό του ως σπουδαίο και δεν φοβόταν να πει ότι είναι ο Χριστός. Πήρε μαζί του μια γυναίκα που την παρουσίαζε ως αδελφή του και της έδωσε το όνομα Μαρία. Πλήθος κόσμου συναθροίστηκε κοντά του. Έφερναν τους αρρώστους και με το άγγιγμά του τους θεράπευε. Όσοι προσέρχονταν του πρόσφεραν χρυσό και ασήμι και άλλα στολίδια. Αυτά τα επιδείκνυε στους φτωχούς για να τους εξαπατά ευκολότερα και ρίχνοντας τον εαυτό του στο έδαφος και προσευχόμενος με την γυναίκα που αναφέρθηκε, ύστερα σηκωνόταν και διέταξε τους παρευρισκόμενους να τον λατρεύουν με την σειρά.
Προείπε το μέλλον και ανήγγειλε ότι ασθένεια θα έρχονταν σε μερικούς, σε άλλους απώλειες και σε άλλους υγεία. Αλλά όλα τα έκανε με τέχνες και ταχυδακτυλουργίες δαιμονικές. Πολλοί άνθρωποι παραπλανήθηκαν από αυτόν, όχι μόνο λαϊκοί, αλλά και Επίσκοποι της εκκλησίας. Περισσότεροι από τρεις χιλιάδες κόσμος τον ακολουθούσε. Στο μεταξύ άρχισε να φθείρει και να λεηλατεί αυτούς που συναντούσε στο δρόμο˙ την λεία ωστόσο την έδινε σε όσους δεν είχαν τίποτα. Απειλούσε με θάνατο Επισκόπους και πολίτες, διότι αρνούνταν να τον λατρεύσουν. Μπήκε στη Le Velay και πήγε στον τόπο που καλείται Puy και σταμάτησε με όλο το συμφερτό στις εκκλησίες εκεί κοντά, παρατάσσοντας την γραμμή της μάχης για να κάνει πόλεμο με τον Αυρήλιο που ήταν τότε Επίσκοπος.
Στέλνοντας αγγελιοφόρους μπροστά, γυμνούς ανθρώπους που χόρευαν κι έπαιζαν ανήγγειλε τον ερχομό του. Ο Επίσκοπος παραξενεύτηκε κι έστειλε ανθρώπους να ρωτήσουν τι ήταν αυτά τα καμώματά του. Ένας απ’ αυτούς, ο αρχηγός, γονάτισε για να αγκαλιάσει τα γόνατά του και να ελέγξει την διάβαση και ο τσαρλατάνος διέταξε να τον πιάσουν και να τον φθείρουν. Αλλά ο άλλος αμέσως τράβηξε το σπαθί του και τον έκοψε και αυτός ο Χριστός που έπρεπε να ονομαστεί Αντίχριστος, έπεσε νεκρός.
Πάντως οι άνθρωποι που ξεγελάστηκαν και πίστεψαν σ’ αυτόν από τις πλάνες του διαβόλου ποτέ δεν ήρθαν στα συγκαλά τους. Πάντα επέμεναν ότι αυτός ο άνθρωπος ήταν ο Χριστός κατά κάποιο τρόπο και ότι η Μαρία είχε μερίδιο της θεϊκής του φύσης, Ακόμη περισσότερο σε όλη την Γαλατία εμφανίστηκαν πολλοί που προσέλκυσαν φτωχές γυναίκες κοντά τους με κόλπα και τις εξαπάτησαν να παραληρούν με ενθουσιασμό και ν’ ανακηρύξουν τους αρχηγούς τους αγίους κι έδιναν εντυπωσιακές παραστάσεις μπροστά στους ανθρώπους. Έχω δει πολλούς τέτοιους και τους ξεσκέπασα και προσπάθησα να τους συνεφέρω από την πλάνη [35]».
Αυτά συνέβησαν στα τέλη του Στ’ αι. και από ό,τι φαίνεταιΓο γνωστικισμός αυξάνονταν στις επαρχίες της Γαλατίας που είχαν κατακτηθεί από τους Φράγκους. Αυτό που ενδιαφέρει από την παραπάνω διήγηση είναι η φαινομενολογία του σμήνους από μύγες, ως έκφραση ή αισθητική απόδοση της δαιμονικής κατάληψης. Στην περίπτωση του Λεουτάρδου αν και φαίνονται μέλισσες, ωστόσο η είσοδος στο σώμα από τα ακάθαρτα μέρη υπονοεί ότι επρόκειτο επίσης για δαιμονική κατάληψη. Αυτό είναι εμφανές αν συγκριθεί με ένα άλλο περιστατικό.
Ο μοναχός Ανδρέας του Αβαείου στο Fleury, γράφει στο έργο του Miracula sancti Benedicti, ένα σμήνος δαιμόνων, μετά την δίκη των αιρετικών στην Ορλεάνη [36], προσπάθησε να εισβάλει στο μοναστήρι μέσα από τις τουαλέτες. Εμποδίστηκε από την ράβδο του Αγ. Βενέδικτου να παρεισφρήσει στα κελιά των μοναχών [37]. Η δαιμονική είσοδος από ακάθαρτες τοποθεσίες είναι γνωστό περιγραφικό σχήμα. Έτσι όταν ο Ροδόλφος μιλά ή ο Λεουτάρδος είδε μέλισσες, στην πραγματικότητα ήταν δαιμονική λεγεώνα, και το σχήμα μύγα-μέλισσα αντιστοιχεί στο σχήμα, λύκος με προβιά προβάτου.
Δεύτερο σημείο, άξιο προσοχής, είναι η πρώτη ενέργεια του Λεουτάρδου, μετά τον δαιμονισμό του. Έδιωξε την γυναίκα του. Οι Pfister, Borst και Lea [38] εξάγουν το συμπέρασμα ότι είχε επηρεαστεί από δυαρχικά δόγματα, στα οποία το διαζύγιο ήταν το πρώτο βήμα προς την τελειότητα. Επίσης η απόρριψη της Παλαιάς Διαθήκης, ως πηγή αποκάλυψης είναι ένα ακόμη δείγμα πρώιμου Καθαρισμού ή ύστερου Μανιχαϊσμού.
Η διδασκαλία του περί αποφυγής της δεκάτης είναι ένδειξη του αντικληρικαλισμού του. Δεν υπάρχει κάτι καινούργιο σ’ αυτό. Όπως είδαμε τα περισσότερα Γνωστικά κινήματα εμφάνιζαν σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό τέτοιου είδους χρήσιμο αντικληρικαλισμό και απόρριψη της επίσημης Εκκλησίας. Υπάρχει χρησιμότητα σ’ αυτό. Προφανώς, φρόντιζαν να οικειοποιηθούν όσα εμπόδιζαν από τους πιστούς να προσφέρουν στην Εκκλησία. Σ’ αυτή την τακτική είναι αδύνατο να βρούμε κάποιο «ευγενικό» αίτημα για μεταρρύθμιση και όσα άλλα ευφάνταστα περί Αποστολικού ιδεώδους, ή αντίθεσης στην διαφθορά των Ιερέων. Η προσφορά στην Εκκλησία ήταν σύμφωνη με το Αποστολικό ιδεώδες, οπότε αν κάποιος ήθελε να μιμηθεί την πρώτη Αποστολική εποχή, θα έπρεπε ν’ ασχοληθεί με άλλα θέματα της Δυτικής Εκκλησίας, όπως τα καινοφανή δόγματα, περί filioque, πρωτείου κλπ. και όχι με την δεκάτη. Συνεπώς το Αποστολικό ιδεώδες είναι πρόσχημα, χωρίς να μπορούμε να πούμε με σιγουριά ότι το χρησιμοποιούσαν εκείνη την εποχή οι αιρεσιάρχες. Προβάλλεται κατά κόρον από τους σύγχρονους ερμηνευτές κατά τα προτεσταντικά πρότυπα. Αλλά στο θέμα θα επανέλθουμε όταν μπούμε στην μελέτη των μεγάλων αιρετικών κινημάτων των επόμενων αιώνων.
Γενικές αναφορές σε αίρεση
Εκτός από τα παραπάνω περιστατικά, υπάρχουν στις πηγές γενικές αναφορές και καταδίκες αιρετικών, χωρίς, όμως, να δίνονται περισσότερα στοιχεία για το τι είδους αίρεση ακολουθούσαν, ποιες πλανεμένες διδασκαλίες, και τι αντίκτυπο είχαν στην κοινωνία.
α. Το 731 μ.Χ. οΠπάπας Γρηγόριος ο Γ’ (731-741) έγραψε στουΕ επισκόπους της Βαυαρίας προειδοποιώντας τους για τον κίνδυνο των αιρετικών και την ανάμιξη του Χριστιανισμού με τελετές των ειδωλολατρών. Την ίδια χρονιά επανέλαβε την προειδοποίησή του στον κόσμο της Γερμανίας, γενικά [39]. Συμβούλευσε τους Χριστιανούς να είναι σταθεροί στην πίστη τους και να μην δίνουν σημασία στους πλανεμένους Ιερείς, στους αιρετικούς και στις κακοδοξίες των Ιρλανδών. Οι Ιρλανδοί, όπως μπορεί να δει ο αναγνώστης στο έργο "Οι Φράγκοι ως παράγοντας εξέλιξης στη Δύση", ήταν πολύτιμοι βοηθοί της Ρωμαϊκής Εκκλησίας, στα χρόνια της παρακμής του τμήματος της Ευρώπης, το οποίο βρίσκονταν στα χέρια των Φράγκων. Φαίνεται, όμως ότι αργότερα είχε εμφιλοχωρήσει κάποια πλάνη στην διδασκαλία τους, εκπροσώπηση της οποίας ήταν ο Κλήμης, ο καταδικασμένος και αφορισμένος από την Σύνοδο του 745.
β. Η αλληλογραφία του αγ. Βονιφατίου περιέχει αρκετές γενικόλογες αναφορές σε αίρεση. Το 722 μ.Χ. ο Πάπας Γρηγόριος Β’ (715-731) ενημερώνει σε επιστολή του τον αγ. Βονιφάτιο, ότι στην ανατολική όχθη του Ρήνου υπάρχουν πολλοί που φέρουν το όνομα των Χριστιανών, αλλά τηρούν την ειδωλολατρική πίστη[40].
γ. Την περίοδο 733-735, κατά την διάρκεια μιας ιεραποστολής στην Βαυαρία, όταν δούκας ήταν ο Ουγοβέρτος (725-735), ο αγ. Βονιφάτιος ήρθε αντιμέτωπος με τον Heremwulf, έναν σχισματικό αιρετικό (schismaticum haeretica), του οποίου η δράση είχε αρκετή επιτυχία ανάμεσα στους απλούς ανθρώπους. Ο αγ. Βονιφάτιος τον καταδίκασε και τον αφόρισε από την Εκκλησία, διορθώνοντας και επαναφέροντας όσους είχαν πλανηθεί από τις κακοδοξίες του. Η πληροφορία από την βιογραφία του μαθητή του Βιλιβάλδου [41].
δ. Ο ίδιος βιογράφος αναφέρει αίρεση σε σχέση με την φιλονικία του αγ. Βονιφατίου και του Δούκα της Βαυαρίας Οδίλου. Κατηγορεί τον Οδίλο για πράξεις επιβλαβείς για την Εκκλησία. Όπως και σε άλλες Φράγκικες περιοχές, ο τοπικός φεουδάρχης κανόνιζε τις χειροτονίες κληρικών και Επισκόπων. Ο αγ. Βονιφάτιος πέτυχε να πείσει τον Δούκα και τους δικούς του να ξεφύγουν από την injusta haereticae falsitatis secta. Η αίρεση σε αυτή την περίπτωση δεν είχε να κάνει με δογματικές διαφορές αλλά με τον Καισαροπαπισμό των φεουδαρχών [42].
ε. Ο Πάπας Γρηγόριος Γ’ επιστέλλεται άλλη μια φορά το 737 για τον κίνδυνο Γερμανών αιρετικών. Ο διάδοχός του Πάπας Ζαχαρίας αναφέρει αιρετικό Ιερέα στην Βαυαρία το 744 μ.Χ. Η πολυσυζητημένη Σύνοδος που πραγματοποιήθηκε την 21η Απριλίου του 742, καταδίκασε τους πλανεμένους Ιερείς που εξαπατούσαν τον κόσμο. Επειδή παρακάτω η απόφαση της Συνόδου καταδικάζει και καθαιρεί Ιερείς και Διακόνους, ένοχους για πορνεία ή μοιχεία, είμαστε υποχρεωμένοι ν’ αποδεχθούμε την διάκριση. Η πρώτη καταδίκη αφορά πράγματι αιρετικούς.
στ. Στα τέλη Οκτωβρίου του 731, ο Πάπας Ζαχαρίας συγχαίρει τον αγ. Βονιφάτιο για την επιτυχία της δράσης του κατά των «omnibus commonitionibus eius oboeridiretis et falsos et scismaticos et homicidas et fornicarios a vobis expelleretis sacerdotes [43]».
ζ. Την 1η Μαΐου του 748, ο Πάπας Ζαχαρίας απάντησε σε επιστολή του αγ. Βονιφατίου, μέσω της οποίας του ζητούσε συμβουλές για την αντιμετώπιση της ηθικής έκπτωσης των Φράγκων κληρικών και Επισκόπων. Από την απάντηση του Πάπα Ζαχαρία φαίνεται ότι η Φράγκικη Εκκλησία βρίσκονταν σε πλήρη αναρχία. Ψεύτικοι Ιερείς, οι οποίοι δεν είχαν χειροτονηθεί ποτέ από Επίσκοπο, αλλά ήταν περισσότεροι από τους κανονικούς Ορθοδόξους, περιφέρονταν τελούντες Μυστήρια. Απαιτούσαν πληρωμή σε χρήμα ή είδος για τις υπηρεσίες τους και ήταν λαοφιλείς. Κήρυτταν στους αγρότες στους αγρούς και όχι σε ναούς. Το βάπτισμά τους ήταν αντικανονικό και τις περισσότερες φορές δεν είχε προηγηθεί κατήχηση [44]. Ο Πάπας συμβούλευσε την σύγκληση νέας Συνόδου για την αντιμετώπιση του θέματος.
Από την επιστολή του αγ. Βονιφατίου το 751, στην οποία αναφέρει την ίδρυση του αβαείου στη Φούλντα, προκύπτει ότι η προταθείσα Σύνοδος δεν πραγματοποιήθηκε. Οι πλανεμένοι και αντικανονικοί Ιερείς βρίσκονταν παντού στην Φράγκικη επικράτεια, ακόμη και στην ίδια την Πριγκιπική Αυλή [45]. Εξαιτίας της επιρροής τους στην Αυλή των Φράγκων, ο αγ. Βονιφάτιος κινδύνευσε να εξοριστεί. Αναγκάστηκε, λοιπόν, να κοινωνήσει μαζί τους. Ο Πάπας Ζαχαρίας απάντησε ότι καλό ήταν τέτοιου είδους κληρικοί ν’ αποφεύγονται, αλλά εφόσον αυτό ήταν αδύνατο, ας τους συναναστρέφονταν, μήπως και σώσει την ψυχή τους[46].
Οι ελπίδες τουΠπάπα Ζαχαρία δεν πραγματοποιήθηκαν. Οι αντικανονικοί και αιρετικοί Φράγκοι Ιερείς κι Επίσκοποι δεν παρέμειναν μόνο στα ηθικά παραπτώματα, αλλά έπεσαν και σε μεγάλα δογματικά σφάλματα. Στο ίδιο πνεύμα εκκλησιαστικής οικονομίας με αυτό του Πάπα Ζαχαρία, κινήθηκε έναν αιώνα αργότερα και η επιστολή του Πάπα Ιωάννου του Η’ προς την Η’ Οικουμενική Σύνοδο, στην οποία παρακαλούσε να του επιτραπεί η διά της πειθούς προσπάθεια ν’ απαλειφθεί το fiioque, αλλά «μετ’ επιεικείας και οικονομίας», το οποίο filioque «οὐκ ἔστι παγιωθέν ἐκ πολλῶν ἐνιαυτῶν καί διά ταῦτα κάλως ἔχειν ἔδοξεν ἡμῖν, ἵνα μή μετά βίας ἀναγκασθῇ τις παρ’ ἡμῖν ἐᾶσαι τήν προσθήκην, ἥν ἔφθασεν ἐν τῷ συμβόλῳ προσθεῖναι [47]». Ο Πάπας διαβεβαίωσε τον Μέγα Φώτιο ότι στην Ρώμη δεν είχε εισαχθεί η αιρετική προσθήκη [48]. Φοβόταν, όμως, μήπως εκείνη την ταραγμένη και δύσκολη για το Πατριαρχείο της Ρώμης περίοδο, περίοδο κατά την οποία Πάπες και αντι-Πάπες διαδέχονταν ο ένας τον άλλο, με τους Ελληνόφιλους Πάπες να καταλήγουν συνήθως δολοφονημένοι, φοβόταν όχι για την ζωή του, αλλά μήπως οι Φράγκοι επιβάλλουν το filioque με την βία. Η Η’ Οικουμενική Σύνοδος έλαβε σοβαρά υπόψη της την παράκληση του Πάπα και καταδίκασε μεν οποιαδήποτε προσθήκη στο Σύμβολο, δεν καταδίκασε, όμως, τους Φράγκους, ως αιρετικούς, πράγμα πρωτοφανές για τα πρακτικά και τους όρους των Συνόδων.
η. Στα έργα του Αλκουίνου αναφέρονται πολλές φορές αιρέσεις, αλλά οι αναφορές, εκτός της περιπτώσεως του Υιοθετισμού ή των «σφαλμάτων των Γραικών», είναι τόσο γενικόλογες, ώστε δεν φαίνεται ότι αντιμετωπίζει κάποιο συγκεκριμένο γεγονός. Μάλλον αντιγράφει παλιούς καταλόγους αιρέσεων.
θ. Το 827 μ .Χ.επίσκοπος Ansegis της Sens δημοσίευσε ένα καπιτουλάριο, στο οποίο καταδίκαζε τις προλήψεις, όπως η λατρεία ανύπαρκτων Αγγέλων και η απόδοση πίστης σε βιβλία και επιστολές πεσμένα από τον ουρανό. Ο Πάπας Νικόλαος Α’ (857-867) απαγόρευσε στους αιρετικούς να κατηγορούν τους Ορθόδοξους Επισκόπους, αλλά αυτή η κίνηση πρέπει να ενταχθεί μέσα στην πάλη Ρωμαίων και Φράγκων Επισκόπων για την διατήρηση της Ορθοδοξίας του Πατριαρχείου Ρώμης. Με ακριβώς το αντίθετο πνεύμα ο μισέλληνας Πάπας Φορμόζος (891-6) έγραψε το 893 στον Αρχιεπίσκοπο Κολωνίας Γερμανό, παραπονούμενος ότι η Εκκλησία μαστίζονταν από τις πρακτικές των ειδωλολατρών και των ψευτο-Χριστιανών. Ως τέτοιους πρέπει να εννοούσε του Ρωμαίους Πάπες, οι οποίοι τον καταδίκασαν τρεις φορές μετά θάνατον και τρεις φορές οι Φραγκόφιλοι τον αποκατέστησαν. Ένα γαϊτανάκι, το οποίο κάνει δύσκολη την εξακρίβωση του τι νοούνταν ως αίρεση στα γραπτά των Φράγκων.
ι. Το 858 μ.Χ. ο επίσκοπος της Ορλεάνης Walter, εξέδωσε διατάξεις στους αρχιδιακόνους της επαρχίας του να εξετάσουν περιπτώσεις αιρετικών δοξασιών στον κλήρο. Οι Ιερείς όφειλαν να συμμορφωθούν στο Σύμβολο της Πίστης που τους έστελνε [49]. Είναι αξιοπρόσεκτο ότι στη Ομολογία Πίστεως, την οποία παραθέτουμε στην σημείωση, δεν αναφέρεται πουθενά το Άγιο Πνεύμα, οπότε δεν μπορούμε να βγάλουμε άμεσα συμπεράσματα για την θέση της Ορλεάνης απέναντι στο filioque. Έμμεσα, μπορούμε να υποθέσουμε ότι o Walter, αφενός δεν ήθελε να παρουσιάσει Ομολογία Πίστεως χωρίς το filioque, αφετέρου δεν ήθελε να προκαλέσει αντιδράσεις του πολυπληθούς Γαλατο-Ρωμαϊκού στοιχείου, το οποίο παρέμενε πιστό στο Σύμβολο της Νίκαιας και στο Πατριαρχείο της Ρώμης.
ια. Η επόμενη κατηγορία για αίρεση προέρχεται από τον πολύ Hincmar της Reims και απευθύνονταν στον συνονόματο ανιψιό του, Επίσκοπο Laon. Το πρόβλημα, ωστόσο τον δύο ήταν ενδοεκκλησιαστικό, αφορούσε τις σχέσεις με τους τοπικούς φεουδάρχες, το έκκλητο του Πάπα και την απεργία των Ιερέων που ανήγγειλε ο Hincmar της Laon. Δεν χρειάζεται να εξεταστεί εδώ [50].
ιβ. Στα Χρονικά του Ζαντέν (αβαείο στην εκβολή του Ρήνου) υπάρχει ακόμη μια καταγραφή αίρεσης αυτόν τον αιώνα στην Βεστφαλία:
«Ένας βροχερός και εξαιρετικά θυελλώδης χειμώνας και τον Ιανουάριο, την 21η του μηνός, ακούστηκε βροντή και παρομοίως τον μήνα Φεβρουάριο, την 17η, ακούστηκε δυνατή βροντή και μια ασυνήθιστη ηλιακή ζέστη καψάλισε την γη˙ κι έγιναν σεισμοί σε πολλά μέρη του κόσμου˙ και μια φωτιά σε σχήμα δράκου έγινε ορατή στον αέρα. Την ίδια χρονιά εμφανίστηκε αίρεση. Την ίδια χρονιά, την πέμπτη νύχτα πριν τα Χριστούγεννα ακούστηκε δυνατή βροντή, και έλαμψε αστραπή και με πολλούς τρόπους η μιζέρια και η αθλιότητα της ανθρωπότητας αύξανε καθημερινά [51]».
ιγ. Στις 28 Αυγούστου του 881, ο  πάπας Ιωάννης Η’ έστειλε επιστολή στον κλήρο της Ραβέννα, συνιστώντας να συλλάβουν κάποιον Μαϊμβέρτο, διασπορέα πλανών [52].
ιδ. Στο τέλος το Ι’ αι. στο επιτάφιο ποίημα του Notger, επισκόπου Λιέγης αναφέρονται τα εξής:
«Καθοδήγησε και δίδαξε τον κλήρο στα λατινικά και τον λαό στην καθομιλουμένη με την γλυκύτητα του λόγου του, τρυφερό γάλα που περιποιείται στερεή τροφή στους υγιείς. Οι αιρέσεις υπέκυψαν πρόθυμα στα κτυπήματα αυτού του ρωμαλέου στρατιώτη του Χριστού. Απάτη, προσποιητή πίστη και ψέματα το βαλαν στα πόδια, κι όταν πιάστηκαν, έτρεμαν σαν να βρίσκονταν ενώπιον της Κρίσης του καλού και του κακού [53]».
ιε. Στις 26 Ιουνίου του 909 μ.Χ. έ γινε σύνοδος στην Trosly κοντά Soissons. Σ’ αυτή προήδρευε ο Αρχιεπίσκοπος Hervé της Rheims. Αυτός παρατήρησε ότι είχε σταθεί αδύνατο να συγκληθεί Σύνοδος για πολλά χρόνια εξαιτίας τριών προβλημάτων, της εισβολής των βαρβάρων, των πολιτικών προβλημάτων του βασιλείου και της λύμης των ψευτο-Χριστιανών, τα οποία αναγνώρισε ως τιμωρία του κόσμου εξαιτίας των αμαρτιών τους[54].
ιστ. Το 987 ο ηγούμενος Abbo του Fleury έγραψε επιστολή στον Αρχιεπίσκοπο Bourges, για να τον προειδοποιήσει για την αίρεση, προσθέτοντας μια ασυνήθιστη συμβουλή:
«Μην επιτρέψεις στον εαυτό σου να γίνει αιρετικός, για κανένα λόγο, διότι όποιος απομακρύνεται από την πίστη που η Καθολική Εκκλησία διατηρεί από τους Αποστόλους, μάταια μετανοεί για τις αμαρτίες του [55]»
ιζ. Ο ίδιος ηγούμενος απηύθυνε ένα φυλλάδιο στον ιδρυτή της δυναστείας των Καπετίδων στην Γαλλία, Ούγο Καπέτο (987-996) και στο γιο του Ροβέρτο Β’ (972-1031), με τίτλο Apologeticus ad Hugonem et Rodbertum Reges Francorum[56]. Σ’ αυτό προέτρεπε τους Βασιλείς ν’ αντιμετωπίσουν το πρόβλημα της αίρεσης: «Διώξτε κάθε αίρεση μακριά από το βασίλειο, ώστε ο Θεός να σας φυλάει σε αιώνια ειρήνη [57]». Σ’ αυτό όφειλαν ν’ ακολουθήσουν το παράδειγμα των παλαιών Χριστιανών Αυτοκρατόρων. Ο Ροβέρτος Β’ ξεπέρασε τους παλαιούς Αυτοκράτορες, διότι ήταν ο πρώτος Βασιλιάς που διέταξε την εκτέλεση των αιρετικών της Ορλεάνης, το 1022.
Τα περιστατικά επαρκούν για να καταλάβουμε ότι, εν τέλει κατά τον πρώιμο Μεσαίωνα οι αιρέσεις δεν εξαφανίστηκαν. Οι αναφορές στις πηγές είναι αρκετές, υστερούν όμως τόσο στην ποσότητα των πληροφοριών που παρέχουν, όσο και στην ποιότητα. Παρ’ όλα αυτά, είναι ευδιάκριτη η ύπαρξη αιρετικών κινημάτων και εντός της Δυτικής Εκκλησίας, αλλά και στις ακρώρειές της˙ αιρέσεις διαδεδομένες στον απλό κόσμο, με τα χαρακτηριστικά των Γνωστικών. Στους επόμενους αιώνες οι αναφορές των πηγών αυξάνονται με καταιγιστικό ρυθμό, ώστε δίνουν την εντύπωση ότι συνέβη αναβίωση των αιρέσεων. Δεν πρόκειται για κάτι τέτοιο. Η νεοϊδρυθείσα Παπική Εκκλησία, καταλαμβάνοντας τον Θρόνο της Ρώμης, επέβαλε της δικές της καινοτομίες, αυτές που μεγαλαυχώντας ονόμασε μεταρρυθμίσεις. Για την επιβολή τους έπρεπε να καταπνίξει κάθε αντίσταση και αντίδραση από τους Ορθοδόξους, τους οποίους θεωρούσε αιρετικούς. Έτσι στόχος της έγινε κάθε κίνημα που αντιτίθονταν στην πολιτική της, χαρακτηριζόμενο αιρετικό δικαίως ή αδίκως. Όντας σε στενή συνεργασία με τους Τεύτονες φεουδάρχες, από τους κόλπους των οποίων προέρχονταν σύσσωμη η νέα εκκλησιαστική διοίκηση, επέβαλε την θανατική καταδίκη στους διαφωνούντες. Δύο πολύτιμα εργαλεία στην επιβολή της Παπικής πολιτικής ήταν οι εντός Χριστιανικού εδάφους Σταυροφορίες, όπως Αλβιγηνική και η Δ’ Σταυροφορία κατά της Κωνσταντινούπολης και η Ιερά Εξέταση. Αυτά θα εξεταστούν λεπτομερώς στο επόμενο κεφάλαιο.

________________________________________
[1] Isidori Hispalensis, Etymologiarum sive originum Libri XX VIII 3.2-3: “Inde ergo haeresis, dicta Graeca voce, ex interpretatione electionis, qua quisque arbitrio suo ad instituenda, sive ad suscipienda quaelibet ipse sibi elegit. Nobis vero nihil ex nostro arbitrio inducere licet, sed nec eligere quod aliqui de arbitrio suo induxerit. Apostolos Dei habemus auctores, qui nec ipsi quicquam ex suo arbitrio, quod inducerent, elegerunt, sed acceptam a Christo disciplinam fideliter nationibus adsignaverunt” ed. W. N. Lindsay, Oxford University Press 1911, vol. 1 p. 312.
[2] Ο H. Kaminsky διαφωνεί στο The Problematics of Later- Medieval Heresy, Husitvi-Reformane-Renasence, ed. J. Panek et al. (1994, essays for F. Smahel), pp. 132-54.
[3] Lenherr, Exkommunicationsgewalt, 22, στίχοι 28-31 (στην έκδοση Friedberg, Decretum, 967.33-36): “ Quicumque ergo ab unitate ecclesie, que per Petrum intelligitur, fuerit alienus, execrare potest, consecrare non valet, excommunicationis vel reconciliationis potestatem non habet”. Για την ερμηνεία των παραπάνω εδαφίων και την στήριξη της παπικής εξουσίας μέσω αυτών Henri Maisonneuve, Etudes sur le origins de l’ Inquisition, (αναθ. εκδ.) pp. 65-79. Επίσης Anders Winroth, The making of Gratians Decretum, Cambridge University Press 2000, pp. 34-76.
[4] Matthaei Parisiensis Monachi Sancti Albani, Chronica Majora s.a. 1253 Rs 57e, ed. H. Richards Luard, London 1880, vol. iv p. 401: “heresies est sentential humano sensu electa, scripture sacre contraria, palam edocta, pertinaciter defense”.
[5] Πολλές αναφορές σε μεσαιωνικές πηγές σχετικά με τις απόψεις για τα αίτια των αιρέσεων και την περιγραφή του τύπου του αιρετικού δίνει ο Jeffrey Russel, Interpretations of the origins of Medieval Heresy, Medieval Studies 25 (1963), 26-33.
[6] Rhabanus Maurus, De universe libri XXII, Liber VI, PL 111.137-80.
[7] Για τον τύπο του αιρετικού κατά τον Μεσαίωνα, H Grundmann, Der Typus des Ketzers in mittelalterichen Anschauung, Kultur- und Universalgeschichte, Festschrift für Walter Goetz (1927), pp 91-107.
[8] Robert I. Moore, The Birth of Popular Heresy, University of Toronto 1995 (1st ed. 1975), p. 5.
[9] Jeffrey Russel, Dissent and Reform in the middle ages, University of California Press 1965, p. 177.
[10] Ratherius Veroniensis, Preloquia, ed. Martene & Durand 9.798: “Quis enim eorum, qui hodie in talibus usque ad perditionem animae in tantum decipiuntur, ut etiam eis quas ait Gen. (έμεινε αμετάφραστο, αλλά παραπέμπει στον Γεννέδιο της Μασσαλιάς, συγγραφέα του Ε’ αι.), herodiam illam baptistae Christi interfectricem, quasi reginam imo deam proponent; asserentes, tertiam totius mundi partem illi traditam: quasi haec merces fuerit prophetae occisi, cum potius sint daemones, talibus praestigiis infelices mulierculas, hisque multum vituperabiliores viros, quia perditissimos, decipientes” . Παρουσίαση του μύθου της Ηρωδιάδος στο Jacob Ludwig Carl Grimm, Teutonic Mythology, vol. 1 p. 283.
[11] Jeffrey Russel, Witchcraft in the middle ages, Cornell University 1972, p. 71.
[12] Reginonis abbatis Prumiensis, De synodalibus causis et disciplinis ecclesiasticis II.45. Αναπαράγεται από Burchardus Wortatiensis Episcopus, Collectarium canonum ή αλλιώς Decretum I.94 & X.29. Πρόκειται για την σύντομη εκδοχή. Η παραπάνω αναφερόμενη είναι η εκτεταμένη εκδοχή, η οποία βρίσκεται στα Regino, II.364 (PL 132.352-3) & Burchard, X.1 & XIX. Η αγγλική μετάφραση από Henry Charles Lea, Materials toward a History of Witchcraft, Philadelphia 1939, vol. I pp. 178-180. Το λατινικό κείμενο επίσης στο Joseph Hansen, Quellen und Untersuchungen zur Geschichte des Hexenwahns und der Hexenverfolgung im Mittelalter, Bonn 1901, pp. 38-9. “Ut episcope episcoporumque ministry omnibus viribus elabore student ut perniciosam et a diabolo inventam sortilegam et maleficam artem penitus ex parochiis suis eradant, et si aliquem virum aut feminam huiuscemodi sceleris sectatorem invenerint, turpiter dehonestatum de parochiis suis eiciant. … retro post Satanam conversae, daemonum illusionibus et phantasmatibus seductae, credunt se et profitentur nocturnis horis cum Diana paganorum dea et innumera multitudine mulierum equitare super quasdam bestias, et multa terrarium spatial intempesate noctis silentio pertransire, eiusque iussionibus velut dominae obedire, et certis noctibus ad eius servitium evocari. Sed utinam hae solae in perfidia sua perissent, et non multos secum in infidelitatis interitum pertraxissent. Nam innymera multitude hac falsa opinione decepta haec vera esse credit, et credendo a recta fide deviat et inem errorem paganorum revolvitur, cum aliquid divinitatis aut numinis extra unum esse arbitratur. Quapropter sacerdotes per ecclesias sibs commissas populo cum omni instantia praedicare debent ut noverint haec omnimodis falsa esse, et non a divino sed malign spiritu talia phantasmata mentibus infidelium irrogari, …”
[13] R. I. Moore, The Birth of Popular Heresy, p. 6.
[14] Παραπέμπουμε στο 4.2 Ιουδαίζοντα συστήματα για τις σχετικές πληροφορίες.
[15] Βίοι του Αγ. Βονιφατίου έχουν γραφεί από τον Βιλιβάλδο, που είναι και ο πιο αξιόπιστος διότι γράφηκε λίγο μετά τον θάνατό του, από τον Othloh του Emmaram, τον Radbod, και επίσης υπάρχει και το Passio Sancti Bonifacii. Όλα αυτά τα έργα συμπεριλαμβανονται στη σειρά MGH, ed. Wilhelm Levinson.
[16] Vita Sancti Bonifatii, ed. G. H. Pertz, MGH SS 2 p. 355
[17] MGH SS 1 p. 365.
[18] Chronica, MGH SS 6 p. 339.
[19] PL 119.1124.
[20] Λατινικό κείμενο: Martin Bouquet, Recueil des Historiens de France, vol. X, pp. 23-4. & PL 142.611-698. Αγγλική μετάφραση: Rodulfus Glaber, The Five Books of the Histories, ed. J. France, Oxford 1989. Γαλλική μετάφραση: Fr. Raoul Glaber: Les cinq livres de ses histories II.XI, XII, ed. Maurice Prou, Collection de Textes pour server à l’ etude et à l’ enseignement de l’ histoire, Paris 1866, I.
[21] Ο Πέτρος ο Στ’ ήταν αρχιεπίσκοπος Ραβέννας μεταξύ των ετών 927-971, οπότε η δράση του Βιλγάρδου πρέπει να τοποθετηθεί μεταξύ αυτών των χρονικών ορίων. Γίνεται ευρέως αποδεκτή η ημερομηνία 970, ίσως γιατί δεν πρέπει να φαίνεται ότι έδρασε επί μακρόν χωρίς ν’ ασχοληθούν μαζί του οι αρχές. Arno Borst, Die Katharer, Schriften der Monumenta Germaniae Historica XII, Stuttgard 1953. p. 74 n. 6.
[22] Domenico Comparetti, Virgilio nel medio evo, Livorno 1872, vol. 1 p. 113.
Loup de Ferrieres, ed. L. Levillain, en Les classiques de l’ histoire de France 20 (Paris 1964), vol. 1 p. 70.
[23] H. Fichtenau- D. A. Keiser, Ketzer und Professoren: Haeresie und Vernunftglaube im Hochmittelalter, München 1992, s. 16. Αγγλική μετάφραση, Heretics and Scholars in the Middle Ages, 1000- 1200, The Pennsylvania State University 1998.
[24] Petrus Abaelaelardus, Theologia Christiana I 127-8.
[25] Caesarii Heisterbacensis, Dialogus Miraculorum V.22, ed. J Strange, Cologne-Bonn-Brussels 1851, vol. 1 p. 304. Αγγλικλή μετάφραση, H. E. Scott-C.C. Swinton Bland, The Dialogue of Miracles, London 1929, vol. 1 p. 348.
[26] Henry Charles Lea, History of the Inqisition in the Middle Ages, vol. I p. 108.
[27] Arno Borst, Die Katharer, p. 74 n. 6.
[28]Annales Barenses, MGH SS 9 p.248.
[29] «Cum Graecis aderant quidam quos pessimus error, Fecerant amentes et ab ipso nomen haabebant” . Λογοπαίγνιο-αναφορά στον Μάνη.
[30] Λατινικό κείμενο Guillermi Apuliensis, Gesta Roberti Guiscardi, MGH SS 9 p. 239. Ιταλική μετάφραση La Geste de Robert Guiscard par Guillaume de Puille, ed. M. Matthias, Teste e Monumenti 4 (1961).
[31] Πρόκειται μάλλον για τον Gebuin II επίσκοπο στην Châlons-sur-Marne (991-1004). Αλλά αν ληφθεί υπόψη η λάθος χρονολόγηση του Ροδόλφου, που τοποθετεί τον θάνατο του Gebuin I το 1007, ενώ πέθανε το 991, τότε ο συγγραφέας εννοεί τον πρώτο επίσκοπο της επαρχίας με αυτό το όνομα και τα γεγονότα είναι προγενέστερα του 1000. Σχετ. Paul Alpandéry, De quelques faits de prophétisme dans les sects latines antérieures au Joachimisme, en Revue d’ histoire des religions 52 (1905), 185.
[32] Rodulfus Glaber, The Five Books of the Histories, ed. J. France, pp. 88-91.
[33] Αυτές οι περιπτώσεις θα εξεταστούν στο επόμενο κεφάλαιο.
[34] Henri de Lubac, Exégèse medieval, 2: Les quatre sens de l’ écriture, Paris 1959. Αγγλική μετάφραση, E. M. Macierowski, Medieval Exegesis: The four Senses of Scripture, Edibourgh 2000, vol. 2 p.163.
[35] Gregorii episcope Turonensis, Libri Historiarum X X.25, ed. Bruno Kursch – Wilhelm Levinson, MGH Scriptores Rerum Merovigiarum 1, Hannover 1951. Αγγλική μετάφραση, Ernest Brehaut, Columbia University Press 1916, 245-6.
[36] Θα μας απασχολήσει στο επόμενο κεφάλαιο.
[37] Thomas Head (trans), Andrew of Fleury and the Peace League of Burges, Essays on the Peace of God: The Church and the People in Eleventh-Century France, Historical Reflections 14/3 (1987), University of Waterloo, p. 522.
[38] Christian Pfister, Etudes sur le règne de Robert le Pieux, Paris 1885, p.330. Arno Borst, Die Katharer, p. 73, H.C.Lea, History of the Inquisition, vol. 1 p.108.
[39] Mansi XII.280 & 282.
[40] M. Tangl, Die Briefe…, s.30, Ephraim Emerton, The Letters…, p.42
[41] MGH SS 2 s. 345: “Hisque omnibus rite confectis, Baguariorum temporibus Hugoberti ducis adiit terras, praedicationisque stadium apud eos diligentissime exercuit, et multas considerando circuit ecclesias; tantoque divinae fortitudinis zelo armatus est, ut quondam quidem scismaticum heretica pravitate deceptum, nomine Eremvulfum, iuxta canonum decreta damnavit atque abiecit, et populum a perversa sectae eius idololatria correxit, et ad fraters sub suae dioceseos gubernationis constitutos rursus migravit, iuxta illud apostolic: cupiditatem abens veniendi ad fraters”
[42] MGH SS 2 s. 346: “Sed quia sanctus vir iam Deo b infantia deditus, iniuriam domini sui non ferens, supradictum ducem cunctumque vulgus ab iniusta hereticae falsitatis seca et fornicaria sacerdotum deception cohercuit; et provinciam Baguariorum, Odilone duce consentiene, in quattuor divisit parrochias, quattuorque his praesidere fecit episcopos, quos ordinatione scilicet facta, in episcopatus gradum sublevavit”.
[43] Επιστολή 61, ed. M. Tangl, Die Briefe…, s. 125.
[44] Επιστολή 80, ed. M. Tangl, Die Briefe…, s. 172.
[45] Επιστολή 86, ed. M. Tangl, Die Briefe…, s. 192-3: “falsos autem sacerdotes, hypochritas et seductores populorum vel corrigerem ad viam salutis vel declinarem et abstinerem a commonione ipsorum; quod ex parte servavi et ex parte custodire et implore non potui. Spiritaliter implevi sacramentum, quia in consensum et in consilium illorum non venit anima mea. Corparaliter autem ab eis omnino abstinere non potui, dum venissem ad principem Francorum cogente aecclesiarum necessitate, cum tales ibi repperi, quales nolui. Sed tamen in sancta commonione corporis Christi illis non communicavi”.
[46] Επιστολή 87, ed. M. Tangl, Die Briefe…, s. 195: “si quos vero seductores episcopos aut pseudopresbiteros, vel quosque a recto fidei tramite deviantes repperises, nulla tibi cum eis esset communion. Quod te deo solaciante usque ad presens spiritaliter servasse confesus es. Vel si omnino propter principalem et humanum favorem gentis Francorum, dum ad eos accessisses, corporaliter abstineri non valuisti cogente necessitate ecclesiarum Dei, et tamen in eorum consilio et consensus communionis anima tua non est coinquinata. Itaque propter hoc, quod cum eis conversatus es non consentiens iniquitati eorum, nullum tibi est detrimentum coram Deo. Te enim prediccante si oboedirent, salvi essent;”
[47] Mansi XVII.525
[48] Mansi XVII.525
[49] CAPITULA A WALTERIO REVERENDO PONTIFICE COMPRESBITERIS PROMULGATA IN SINODO APUD BULLENSEM FUNDUM ii. ORDINACIONIS SUE ANNO VIII. KAL. IUNII CELEBRATA. en MGH, Capitularia Episcoporum 1. s. 188: “Ut per archidiakonos vita, intellectus et doctrina cardinalium presbiterum investigetur. Vita scilicet modestie et sobrietatis ac stadium religiose conversationis in cunctis eorum actibus. Intellectus vero, quomodo sit ydoneus unusqusque suos fraters in fide sancte trinitatis erudire, ut credant patrem et filium et spiritum sanctum unum esse deum omnipotentem, aeternum, invissibilem, qui creavit celum et terram, mare et omnia, que in eis sunt, et unam esse deitatem et substantiam et maiestatem in tribus personis patris et filii et spiritus sanctii. Et quemadmodum filius dei incarnates est de spiritu sancto et Maria simper virgine pro salute et reparation humani generis, passus, sepultus et tercia die resurrexit et ascendit in cellos et quomodo iterum venturus sit in maiestate divina indicare vivos ac mortuos secundum merita propria, et quia una erit resurrection mortuorum, et quod impii propter scelera sua cum diabolo in ignem etrnum mittantur et iusti cum Christo et cum sanctis angelis in vitam eternam. In doctrina vero, qualiter eos, qui tardiores sunt de fide, spe et caritate ceterisque virtutibus, verbo et probabili exemplo, eos, qui indigent, posit instruere secundum evangelicam et apostolicam atque canonicam instructionem, qualiter indeclinabiliter vivant et a quibus viciis eos oporteat abstinere, ne cum diabolo in eternam dampnationem demergantur”
[50] Λεπτομέρειες στο James Prichard, The Life and Times of Hincmar, Archbishop of Rheims, Oxford 1899.
[51] Annales Xantenses 738. ed. G. H. Pertz, MGH SS 2 p. 226: “Hiemps pluvialis et ventosa valde, et mense Ianuario 12, Kal. Februarii tonitruum auditum est, similiterque mense Februarii 14. Kal. Martii tonitruum est auditum magnum, et nimis ardor solis terram urebat; et quibusdam partibus terrae motus factus est; et ignis forma draconis in aere visus est. Eodem anno heretica pravitas orta est. Eodem anno quinta nocte ante natale Domini fragor tonitrui magni auditus est, et fulguris visus, et multis modis miseria et calamitas hominum cotidie augebatur”
[52] Mansi XVII.220
[53] Aegidii Aurelianensis, Gesta Episcoporum Leodiensium L.2, ed. G. Weitz, MGH SS XXV, s.62:
“Vulgari plebem, clerum sermon LatinoErudit et satiat magna dylcedine  verbi,Lac teneris prebens solidamque valentibus escamSponte cadunt herese sub forti milite CristiFraus et ficta fides, tumor et commenta fugantur,Et deprensa tremunt tamquam sub iudice morum”
Γενικά το ποίημα εκτιμάται ως γνήσια ιστορική πηγή και μάλιστα ως βίος του Notger. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η αναφορά στην αίρεση είναι πραγματική και όχι λογοτεχνικός τόπος. Κάτι τέτοιο ήταν πολύ σπάνιο. Βλ. σχ. J. Russell, Dissent and Reform, p. 179 & p. 302 n. 49.
[54] Thomas-Marie-Joseph Gousset, Le actes de la province ecclésiastique de Reims, Reihms 1842, t. 1 563ff : “Quoniam per aliquot annos, partim infestation paganorum, partim etiam gravissimis regni pertubationibus, ac quoromdam falsorum christianorum infestationibus praepediti, juxta decreta canonum nequivimus congregari: nunc quia, annuente Domino, nobis congregandi facultas juxta decreta canonum multoites horum judicio cognita veritate,…”
[55]Aimoino Floracensi Monacho, Vitae sancti Abbonis Floriacensis, ed. G. Martin – A. Boquet, Recueil des Historiens des Gaules et de la France t.X p. 333: “Nunquam ergo, fiery haereticus ullo modo acquiesces, quia inaniter de peccatis poenitentiam agit, qui eam fidem impugnat, quam sub sanctis Apostolis Catholica tenuit Ecclesia”.
[56] PL 139.461-
[57] PL 139.462-3: “…domini nostril, Hugo et Rotberte, clarissimi reges, si in terra viventium Christo vultis esse haeredes et cohaeredes, et de regno vestro omnem haereticam pravitatem depellite, ut Deus vos custodiat in aeterna pace”.































Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου