Κυριακή 3 Μαΐου 2009

ΡΩΣΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ (3)
Η Α’ ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ (1589 - 1700)

Καθηγητοῦ Ἀντωνίου Μάρκου

Περιεχόμενα

1. Ἡ ἵδρυση τοῦ Ρωσικοῦ Πατριαρχείου (1589).
2. Ἡ Περίοδος τῶν Ταραχῶν - Ἡ Δυναστεία τῶν Ρωμανώφ.
3. Τό Σχίσμα τοῦ 1653 – Οἱ Παλαιόπιστοι.
4. Πολιτική καί Ἐκκλησιαστική Ἡγεσία.
Α. Τσάροι τῆς Ρωσίας (1589 – 1682).
Β. Πατριάρχες Μόσχας καί πάσης Ρωσίας (1589 – 1700).
5. Μοναχισμός.
6. Ἱεραποστολή.
7. Ἁγιολογική Κίνηση.

1. Ἡ ἵδρυση τοῦ Ρωσικοῦ Πατριαρχείου (1589).
Οἱ πρῶτες σοβαρές τάσεις ἀνεξαρτητοποιήσεως τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας ἀπό τήν Μητέρα Ἐκκλησία τῆς ΚΠόλεως, ὑπῆρξαν συνέπεια τῆς ἐμφανίσεως τῆς θεωρίας τῆς Τρίτης Ρώμης. Ἡ ἄποψη, ὅτι ὁ Ρῶσος Τσάρος, σάν διάδοχος τῶν Βυζαντινῶν Αὐτοκρατόρων, ἔπρεπε νά στέφεται ἀπό Πατριάρχη καί ὄχι ἀπό Μητροπολίτη, ὁδήγησε στήν ἀνάγκη ἀνυψώσεως τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας σέ Πατριαρχεῖο. (Παρόμοια ἄποψη ὁδήγησε στήν ἀντικανονική ἀνύψωση τῆς Σερβικῆς Ἐκκλησίας σέ Πατριαρχεῖο, ἀπό τόν Σέρβο Τσάρο Στέφανο Δουσάν).
Ἤδη τό 1586 ὁ Πατριάρχης Ἀντιοχείας Ἰωακείμ, ἐνῶ βρισκόταν στή Ρωσία γιά τήν συλλογή ἐλεημοσυνῶν, δέχθηκε σχετική πρόταση τοῦ Τσάρου Θεοδώρου, τήν ὁποία - κατά τήν ἐπιθυμία τοῦ Τσάρου - ἀνέλαβε νά μεταφέρει στούς λοιπούς Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς.
Ὁ Τσάρος Θεόδωρος Α' Ἰβάνοβιτς (1584 – 1598), γιός τοῦ Ἰωάννη Δ' τοῦ Τρομεροῦ καί τῆς πρώτης του συζύγου Ἀναστασίας Ρωμάνοβνας, ἦταν ἀδυνάτου χαρακτῆρα, ἀλλά ἰδιαίτερα εὐσεβής. Κατά τήν βασιλεία του οὐσιαστικά κυβερνοῦσε ὁ ἀδελφός τῆς συζύγου του Βόρις Γκουντουνώφ. Στό Βόριδα, ἐκτός ἄλλων, ἡ Ρωσία ὀφείλει τήν ἵδρυση τοῦ Πατριαρχείου της.
Τό 1588 ἐπισκέφθηκε τήν Ρωσία γιά τούς ἴδιους λόγους ὁ Πατρι;aρχης ΚΠόλεως Ἱερεμίας Β' ὁ Τρανός. Μετά ἀπό μία ἐντυπωσιακή ὑποδοχή, οἱ Ρῶσοι - παρακάμπτοντας τήν διπλωματία τῆς ἐποχῆς - ζήτησαν ἀπό τόν Ἱερεμία (τοῦ ὁποίου ἡ θέση κάτω ἀπό τόν Σουλτάνο ἦταν ἰδιαίτερα ἐπισφαλής), νά ἀναλάβει Πατριάρχης τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας.
Ὁ Ἱερεμίας (σύμφωνα πάντα κατά τήν Ρωσική ἄποψη), δέχθηκε μετά ἀπό συνομιλίες μεγάλης διάρκειας, ἀναγνωρίζοντας ἔμπρακτα τό δικαίωμα τῶν Ρώσων νά ἔχουν Πατριάρχη. Αὐτό, ὅπως ἦταν φυσικό, καταγράφτηκε καί ὁποιαδήποτε ἀναίρεσή του ἦταν ἀδύνατη, ἄν ὄχι καί ἐπικίνδυνη. Οἱ Ρῶσοι ἀφοῦ πέτυχαν τόν σκοπό τους, ἄρχισαν ἔντεχνα νά παρουσιάζουν νέους ὅρους, πού ἔκαναν τήν πρόταση λιγώτερο ἐλκυστική. Διευκρίνισαν, ὅτι δέν ἦταν δυνατόν νά ἀφαιρεθεῖ ὁ Θρόνος τῆς Μόσχας ἀπό τόν Μητροπολίτη Ἰώβ καί πρόσφεραν στόν Πατριάρχη τήν ἐπαρχιακή ἕδρα τοῦ Βλαδιμήρ. Ταυτόχρονα ἄλλοι λόγοι - ὅπως ἡ ἰδιομορφία τοῦ κλίματος, ἡ διαφορά στά ἤθη, τά ἔθιμα καί τήν γλῶσσα, ἡ διαφορά στό Τυπικό, οἱ μεγάλες Ἀκολουθίες - ἀνάγκασαν τόν Ἱερεμία νά ὑποδείξει τήν ἀνάγκη ἐκλογῆς Ρώσου Πατριάρχη. Τελικά, τήν 26η Ἰανουαρίου 1589, ὁ Ἱερεμίας ἀνύψωσε τόν Μητροπολίτη Ἰώβ στή θέση τοῦ Πατριάρχη Μόσχας. Μεταξύ ἄλλων τό ἐγκαθιδρυτικό ἔγγραφο περιεῖχε καί τά ἀκόλουθα:
"Ἐπειδή ἡ παλαιά Ρώμη κατέρρευσε ἐξ αἰτίας τῆς αἱρέσεως τοῦ Ἀπολλιναρίου καί ἐπειδή ἡ ΚΠόλις, ἡ δεύτερη Ρώμη, εἶναι τώρα ὑπό τήν κατοχή τῶν ἀθέων Τούρκων, τό μεγάλο βασίλειο, ὦ εὐσεβέστατε Τσάρε, εἶναι ἡ τρίτη Ρώμη. Ξεπερνᾶ κάθε ἄλλο στήν εὐλάβεια καί ὅλα τά Χριστιανικά Βασίλεια συνέρχονται τώρα ὑπό τήν ἐξουσία σου. Εἶσαι ὁ μοναδικός Χριστιανός Ἄρχοντας στόν κόσμο, ὁ κύριος ὅλων τῶν πιστῶν Χριστιανῶν"!
Ὅπως γίνεται ἀμέσως ἀντιληπτό, ὁ Ἱερεμίας ὑπέγραψε τό ἴδιο σχεδόν κείμενο μέ τήν ἐπιστολή τοῦ μ. Φιλοθέου τοῦ Πσκώφ, τήν ὁποία ἀπηύθυνε στόν Μεγ. Ἡγεμόνα Βασίλειο Γ' Ἰβάνοβιτς, στήν ὁποία περιέχεται ἡ πρώτη διατύπωση τῆς θεωρίας τῆς τρίτης Ρώμης. Τήν ἵδρυση τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ ὀνομάζει πολιτική ἐνέργεια.
Ἡ ἀπόφαση τοῦ Ἱερεμία ἐπικυρώθηκε ἀπό τήν Πανορθόδοξη Σύνοδο τῆς ΚΠόλεως, τοῦ 1593, ἀπό τήν ὁποία δόθηκε στό Πατριαρχεῖο Μόσχας ἡ πέμπτη θέση στήν ἱεραρχία τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας.

2. Τό Σχίσμα τοῦ 1653 – Οἱ Παλαιόπιστοι
Περί τοῦ Σχίσματος τοῦ 1653 καί τοῦ θέματος τῶν Παλαιοπίστων, βλέπε σχετικό αὐτοτελές ἄρθρο.

3. Πολιτική καί Ἐκκλησιαστική Ἡγεσία.
Α. Τσάροι πασῶν τῶν Ρωσιῶν (1584 – 1682).
1598 Τέλος τῆς Δυναστείας τῶν Ρούρικ.
1598 – 1613. Περίοδος τῶν Ταραχῶν.
1598 – 1605 Δυναστεία τῶν Γκουντουνώφ.
1598 – 1605 ΒΟΡΙΣ Γκουντουνώφ.
1605 ΘΕΟΔΩΡΟΣ Β’ Γκουντουνώφ.
1605 – 1606 ψευδο – ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Α’ (διεκδικητής).
1606 – 1610 ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ Δ’ Σούϊσκυ.
1610. Συμβούλιο τῶν Ἑπτά Βογιάρων.
1610 – 1612 ψευδο – ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Β’ (διεκδικητής).
1613. Ἀρχή τῆς Δυναστείας τῶν Ρωμανώφ.
1613 – 1645 ΜΙΧΑΗΛ Θεοδώροβιτς.
1645 – 1676 ΑΛΕΞΙΟΣ Μιχαήλοβιτς.
1676 – 1682 ΘΕΟΔΩΡΟΣ Γ’ Ἀλεξέγιεβιτς.
1682 – 1689 ΣΟΦΙΑ Ἀλεξέγιεβνα, Ἀντιβασίλισσα, Ἐπίτροπος Πέτρου Α’.
1682 – 1696 ΙΩΑΝΝΗΣ Ε’ Ἀλεξέγιεβιτς, συμβασιλεύς Πέτρου Α’.

Β. Ἡ Περίοδος τῶν Ταραχῶν (1598 – 1613) .
Ἡ περίοδος τῆς Ρωσικῆς Ἱστορίας ἀπό τόν θάνατο τοῦ Τσάρου Θεοδώρου Α’ Ἰβάνοβιτς (1598), μέχρι τήν ἀνάδειξη τοῦ Τσάρου Μιχαήλ Ρωμανώφ (1613), ὀνομάζεται "Περίοδος τῶν Ταραχῶν", διότι κατά τήν περίοδο ἐκείνη ἡ Ρωσία βρέθηκε στή δύνη τῆς ἀναρχίας καί τῆς ξένης (Πολωνικῆς) κατοχῆς.
Μέ τόν θάνατο τοῦ Τσάρου Θεοδώρου Α’, γιοῦ τοῦ Ἰωάννη Δ’ τοῦ Τρομεροῦ (1598), ἔφτασε τό τέλος τῆς Δυναστείας τῶν Ρούρικ, ἡ ὁποία κυβέρνησε τήν Ρωσία γιά 750 χρόνια (860 - 1598/1610). Ὁ οὐσιαστικός κυβερνήτης τῆς Ρωσίας κατά τήν βασιλεία τοῦ Θεοδώρου, ὁ ἀδελφός τῆς συζύγου του Εἰρήνης Βόρις Γκουντουνώφ, ἀναδείχθηκε Τσάρος ἀπό Ἐθνοσυνέλευση, μετά ἀπό πρόταση τοῦ Πατριάρχη Ρωσίας ἁγ. Ἰώβ (1589 – 1605).

Τσάρος Βόρις Θεοδώροβιτς Γκουντουνώφ (1598 – 1605), κατάγοταν ἀπό τήν ἀρχοντική οἰκογένεια τοῦ Ταταρικῆς καταγωγῆς Πρίγκιπα Chet, πού εἶχε μεταναστεύσει στίς ἀρχές τοῦ 14ου αἰ. ἀπό τήν Χρυσή Ὀρδή στήν Κοστρόμα, ὅπου ἵδρυσε τήν Μονή Ὑπάτιεφ. Πατέρας του ἦταν ὁ Θεόδωρος Ἰβάνοβιτς Γκουντουνώφ Κριβόϋ καί μητέρα του ἡ Στεφανίδα. Ἡ ἀνακτορική του καρριέρα ἄρχισε κατά τήν βασιλεία τοῦ Ἰωάννη Δ’ τοῦ Τρομεροῦ (γιά πρώτη φορά μνημονεύεται στό 1570 σάν βασιλικός τοξότης).
Κατά τόν Νικόλαο Ζέρνωφ, «ὁ Βόρις εἶχε τήν μυστικότητα, τήν αὐτοκυριαρχία καί τήν ἐκδικητικότητα τοῦ Μογγόλου. Ὅλους τούς ὑπωπτεύονταν, ἀλλά καί κανένας δέν τόν ἐμπιστεύοταν. Ἀναδείχθηκε κατά τήν διάρκεια τῆς κυριαρχίας τοῦ Ἰβάν τοῦ Τρομεροῦ, ὅπου, ἀνάμεσα στούς εὐτελεῖς συνενόχους τοῦ Τσάρου, ξεχώριζε αὐστηρός, πνευματώδης καί ἐλκυστικός. Ὁ ἴδιος δέν διέπραξε βαναυσότητες, οὔτε κρίματα, ἀλλά οὔτε καί κατέκρινε ὅσους τά ἐκτελοῦσαν. Ὁ Ἰβάν συνεδέθη μέ τόν νεαρό Βόρι πολύ καί ὁ νέος διετήρησε μέ ἐξαιρετική τέχνη τήν εὔνοια τοῦ Τσάρου. Ἦταν ἐπίσης ὁ μοναδικός Αὐλικός πού ἔδειχνε ἐκτίμηση καί καλωσύνη στόν μικρό Θεόδωρο, ἀποσκοπῶντας νά παντρέψη τήν ὡραία τοῦ ἀδελφή Εἰρήνη μέ τόν ἀνίσχυρο Ἡγεμόνα» (Ν. Ζέρνωφ, «Οἱ Ρῶσοι καί ἡ Ἐκκλησία τους», σελ. 83).
Τό 1570 ἤ 1571 ὁ Βόρις ἐνίσχυσε τήν θέση του στήν Αὐλή νυμφευόμενος τήν Μαρία Γρηγορίεβνα Σκουράτοβα – Μπέλσκαγια, κόρη τοῦ ἀγαπημένου ἀξιωματούχου τοῦ Τσάρου Ἰωάννη Μαλιοῦτα Σκουράτωφ (τοῦ στραγγαλιστή τοῦ Μητροπ. Ρωσίας ἁγ. Φιλίππου Β’). Τό 1580 ὁ Τσάρος Ἰωάννης ἐπέλεξε τήν ἀδελφή τοῦ Βόριδος Εἰρήνη Θεοδώροβνα (1557 – 1603), γιά σύζυγο τοῦ 14ετούς γιοῦ του Θεοδώρου καί μέ τήν εὐκαιρία αὐτή ὁ Βόρις ὀνομάστηκε Βογιάρος.
Ὁ Τσάρος Ἰωάννης στήν ἐπιθανάτια κλήνη του ὅρισε ἕνα συμβούλιο γιά τήν προστασία καί καθοδήγηση τοῦ γιοῦ καί διαδόχου του Θεοδώρου (πού ἦταν ἀσθενικῆς κράσεως καί μειωμένων προσόντων). Ἀνάμεσα στά ἄλλα μέλη στό συμβούλιο συμμετεῖχαν ὁ Βόρις Γκουντουνώφ, ὁ Θεόδωρος Ρωμανώφ (ἔπειτα Πατριάρχης Φιλάρετος) καί ὁ Βασίλειος Σούϊσκυ (ἔπειτα Τσάρος Βασίλειος Δ’).
Πεθαίνοντας ὁ Τσάρος Ἰωάννης ἄφησε ἕναν ἀκόμη γιό, τόν Δημήτριο (1581 – 1591), ἡλικίας 3 ἐτῶν, πού εἶχε ἀποκτήσει ἐκτός γάμου μέ τήν τελευταῖα - ἕβδομη κατά σειρά - εὐνοουμένη του Μαρία Ναγκόϋ. Μετά τόν θάνατό του τό Συμβούλιο ἐγκατέστησε τόν μικρό Πρίγκιπα καί τήν μητέρα του στό Οὔγκλιτς, ὅπου τό 1591 ὁ 10ετής Δημήτριος πέθανε κάτω ἀπό ἀδιευκρίνιστες συνθῆκες. Μία ἐπίσημη ἐπιτροπή πού διερεύνησε τήν ὑπόθεση, μέ ἐπικεφαλής τόν Βασίλειο Σούϊσκυ, κατέληξε στό συμπέρασμα ὅτι ὁ μικρός Πρίγκιπας ἔκοψε τόν λαιμό του κατά τήν διάρκεια μιᾶς ἐπιληπτικῆς κρίσεως, ἡ μητέρα του ὅμως ἐπέμενε ὅτι δολοφονήθηκε ἀπό πράκτορες τοῦ Βόριδος, γιά νά ἀποκλειστεῖ ἡ ἄνοδός του στό Θρόνο. Τελικά ἡ ὑπόθεση ξεχάστηκε καί ἡ Τσαρίνα Μαρία ὑποχρεώθηκε νά γίνει μοναχή.
Τό σῶμα τοῦ μικροῦ Πρίγκιπα ἐνταφιάσθηκε στόν Καθεδρικό Ναό τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος, ἀπό ὅπου ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο τό 1606, μετά ἀπό σειρά θαυμάτων, καί μεταφέρθηκε στόν Καθεδρικό Ναό τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ, στό Κρεμλίνο τῆς Μόσχας, ὅπου οἱ τάφοι τῶν Τσάρων. Ἡ Ρωσική Ἐκκλησία τιμᾶ τόν νεαρό Τσάρεβιτς Δημήτριο ὡς Ἅγιο. Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 15η Μαϊου καί ἡ Ἀνακομιδή τοῦ Λειψάνου του τήν 3η Ἰουνίου.
Μέ τήν εὐκαιρία τῆς στέψεως τοῦ Τσάρου Θεοδώρου Α’ Ἰβάνοβιτς, τήν 31η Μαϊου 1584, ὁ Βόρις τιμήθηκε μέ νέα ἀξιώματα καί μετά τόν θάνατο τοῦ θείου τοῦ Τσάρου Νικήτα Ρωμανόβιτς (τόν Αὔγουστο τοῦ ἴδιου ἔτους), ἀναδείχθηκε οὐσιαστικός κυβερνήτης τῆς Ρωσίας. Ἡ ἀντίδραση ἄλλων Βογιάρων γιά περιορισμό τῆς ἐξουσίας του, καθώς καί τοῦ Μητροπ. Ρωσίας Διονυσίου Β’ (1581 - 1587), (πού προσπάθησε νά χωρίσει τόν Τσάρο Θεόδωρο ἀπό τήν ἄτεκνη Τσαρίνα Εἰρήνη, γιά νά περιοριστεῖ ἡ ἐπιρροή τοῦ Βόριδος), εἶχαν σάν ἀποτέλεσμα τήν ἐξουδετέρωση τῶν ἀντιπάλων του καί τήν ἐκθρόνιση τοῦ Μητροπολίτη.
Κατά τήν περίοδο αὐτή – τῆς βασιλείας τοῦ Θεοδώρου - ὁ Βόρις πέτυχε τήν ἀνακατάληψη πολλῶν Ρωσικῶν πόλεων τῆς δυτικῆς Ρωσίας πού κατεῖχαν οἱ Σουηδοί, ἐνθάρρυνε τήν ἐγκατάσταση Ἄγγλων καί ἄλλων ξένων ἐμπόρων, προώθησε τήν Ρωσική ἐπέκταση πρός τήν Σιβηρία, ἵδρυσε πόλεις - φρούρια κυρίως στά ἀνατολικά, γιά τήν ὑπεράσπιση τῆς Ρωσίας ἀπό τίς Ταταρικές ὀρδές (Σαμάρα, Σαράτωφ, Βορονέζ, Τσαρίτσιν, κ.ἄ.), πέτυχε τήν ἀνακήρυξη τοῦ Ρωσικοῦ Πατριαρχείου καί μέ νόμο τοῦ 1587 ἀπαγόρευσε τήν μετακίνηση τῶν χωρικῶν ἀπό τήν γῆ τους.
Ὁ Τσάρος Θεόδωρος Α’ Ἰβάνοβιτς ἀπεβίωσε ἄτεκνος τήν 7. 1. 1598 καί μαζί του ἔσβησε καί ἡ Δυναστεία τῶν Ρούρικ. Παρά τά ἀναμενόμενα ὁ πανίσχυρος Βόρις δέν ἐπιδίωξε τήν ἄνοδό του στό Θρόνο, ἀλλά ἔδειξε τήν προτίμησή του νά ἀποσυρθεῖ σέ μοναστήρι. Τήν ἐκλογή του πρότεινε ὁ Πατριάρχης Ρωσίας ἅγ. Ἰώβ (1589 – 1605) καί τελικά μία Ἐθνοσυνέλευση πού συγκλήθηκε τήν 17. 2. 1598 ἀνέδειξε Τσάρο τόν Βόριδα τήν 21. 2. 1598 (στέφθηκε τήν 1η Σεπτεμβρίου τοῦ ἴδιου ἔτους).
Σάν Τσάρος ὁ Βόρις, νικητής τοῦ Ρωσο-Σουηδικοῦ Πολέμου τοῦ 1590 – 1595, προσπάθησε νά ἀνοίξη δρόμο πρός τήν Βαλτική Θάλασσα, κατακτῶντας τήν Λιθουανία μέ διπλωματικά μέσα (χωρίς ἐπιτυχία), ἀνέπτυξε φιλικές σχέσεις μέ τίς Σκανδιναβικές χῶρες, ἐπέτρεψε τήν λειτουργία Λουθηρανικῶν κοινοτήτων στά Ρωσικά ἐδάφη καί ἐνθάρρυνε τήν ἐγκατάσταση ξένων δασκάλων, στέλνοντας παράλληλα Ρώσους γιά σπουδές στό ἐξωτερικό.
Ἡ βασιλεία τοῦ Βόριδος σημαδεύτηκε ἀπό ἕνα φοβερό λιμό (1601 – 1603), κατά τήν διάρκεια τοῦ ὁποίου ἐμφανίσθηκε ἕνα διεκδικητής τοῦ Θρόνου πού ὑποστήριζε ὅτι ἦταν ὁ Δημήτριος Ἰβάνοβιτς, γιός τοῦ Τσάρου Ἰωάννη Δ’ τοῦ Τρομεροῦ, πού εἶχε διαφύγει τόν θάνατο ἀπό τούς πράκτορες τοῦ Βόριδος. Ὁ διεκδικητής αὐτός ἔμεινε στήν Ἱστορία σάν ψευδο-Δημήτριος Α’ καί κυβέρνησε τήν Ρωσία σάν Τσάρος κατά τήν περίοδο 1605 – 1606.
Ἡ βασιλεία τοῦ Βόριδος σημαδεύτηκε ἐπίσης ἀπό τίς διώξεις τῶν ἀντιπάλων του Βογιάρων, πολλοί ἀπό τούς ὁποίους ὑποχρεώθηκαν νά μονάσουν, γιά νά μήν ἔχουν δικαιώματα στό Θρόνο (λ.χ. ἡ οἰκογένεια Ρωμανώφ).
Ὁ Τσάρος Βόρις, ἀναμφίβολα ἕνας τῶν μεγαλυτέρων Ρώσων Ἡγεμόνων, ἀπεβίωσε μετά ἀπό σύντομη ἀσθένεια τήν 13. 4. 1605, ἀφήνοντας τόν Θρόνο στό γιό του Θεόδωρο Β’ (1605).

Τσάρος Θεόδωρος Β’ Γκουντουνώφ (1605), γεννήθηκε στή Μόσχα τό 1589 καί ἦταν γιός τοῦ Τσάρου Βόριδος Γκουντουνώφ (1598 – 1605) καί τῆς Μαρίας Γρηγορίεβνας Σκουράτοβας – Μπέλσκαγιας, κόρης τοῦ ἀγαπημένου ἀξιωματούχου τοῦ Τσάρου Ἰωάννη Δ’ Μαλιοῦτα Σκουράτωφ (τοῦ στραγγαλιστή τοῦ Μητροπ. ἁγ. Φιλίππου Β’). Ἐξαιρετικῶν φυσικῶν καί διανοητικῶν προσόντων (ὁ πρῶτος χάρτης τῆς Ρωσίας ὑπῆρξε ἔργο του), ἔλαβε τήν ἀνώτερη δυνατή μόρφωση τῆς ἐποχῆς του καί συμμετεῖχε στή διεκπεραίωση τῶν κυβερνητικῶν ὑποθέσεων, κυρίως ἐκείνων πού ἀφοροῦσαν τήν ἐξωτερική πολιτική.
Ὅταν ἀπεβίωσε ὁ πατέρας του ὁ Θεόδωρος ἦταν μόλις 16 ἐτῶν καί κυκλωμένος ἀπό Βογιάρους που μισοῦσαν θανάσιμα τήν οἰκογένειά του. Τήν 1. 6. 1605 ἡ ἐμπροσθοφυλακή τοῦ ψευδο-Δημητρίου Α’ ἔφτασε στή Μόσχα καί ἀπό τό διάγγελμα πού διαβάστηκε στήν Κόκκινη Πλατεία ἔγινε φανερή ἡ τύχη τοῦ νεαροῦ Τσάρου, ὁ ὁποῖος στραγγαλίστηκε μαζί μέ τήν μητέρα του Τσαρίνα Μαρία τήν 10. 6. 1605.

ψευδο – Δημήτριος Α’ (1605 – 1606) ἐμφανίστηκε στό ἱστορικό προσκήνιο τό 1600, ὅταν ἐντυπωσίασε τόν Πατριάρχη Ρωσίας ἅγ. Ἰώβ (1589 – 1605) μέ τήν εὐφράδεια καί τήν πολυμάθειά του. Τό ἴδιο ἔτος ὁ Τσάρος Βόρις Γκουντουνώφ (1598 – 1605) διέταξε τήν σύλληψη καί τήν ἀνάκρισή του, ἀλλά ὁ ψευδο-Δημήτριος πέτυχε νά καταφύγει στόν Ἡγεμόνα τοῦ Ὄστρογκ Κωνσταντῖνο καί ἀργότερα νά τεθεῖ στήν ὑπηρεσία τῶν Λιθουανῶν Ἡγεμόνων Wishniowiecki.
Ὁ ψευδο-Δημήτριος ὑποστήριζε ὅτι ἦταν ὁ γιός τοῦ Τσάρου Ἰωάννη Δ’ τοῦ Τρομεροῦ καί τῆς Μαρίας Ναγκόϋ, πού εἶχε διαφύγει τήν δολοφονία ἀπό πράκτορες τοῦ Βόριδος Γκουντουνώφ. Στήν πραγματικότητα ἦταν ὁ φυγάδας μοναχός τῆς Μονῆς Τσουντώφ τῆς Μόσχας Γρηγόριος Ὀτρέπιτς, σύμφωνα μέ καταγγελία τοῦ Πατριάρχη Ρωσίας ἁγ. Ἰώβ. Ἐμφανίσθηκε τό 1604 στήν Πολωνία, ὅπου προσυλητίσθηκε στόν Ρωμαιοκαθολικισμό, καί χρησιμοποιήθηκε ἀπό μερικούς Βογιάρους καί γαιοκτήμονες καί κυρίως ἀπό τούς Ἰησουῖτες, γιά νά ἐπιβληθεῖ στή Ρωσία καί μαζί του ὁ Ρωμαιοκαθολικισμός.
Ὁ ψευδο-Δημήτριος Α’ ἡγούμενος ἑνός μικροῦ στρατεύματος πού ἐνισχύθηκε ἀπό δυσαρεστημενους Βογιάρους καί Κοζάκους κατευθύνθηκε ἐναντίον τῆς Μόσχας καί μετά τόν ξαφνικό θάνατο τοῦ Βόριδος Γκουντουνώφ (13. 4. 1605), στέφθηκε Τσάρος τήν 21. 7. 1605 ἀπό ἕναν ἐπίσης Λατινόφρονα Πατριάρχη τῆς ἐπιλογῆς του, τόν Ἕλληνα Ἰγνάτιο, ἀφοῦ ἐκθρόνισε τόν Πατριάρχη Ἰώβ.
Ὁ ψευδο-Δημήτριος Α’ ἀμέσως μετά τήν στέψη του, πῆγε νά προσκυνήσει στόν τάφο τοῦ ὑποτιθέμενου πατέρα του Τσάρου Ἰωάννη Δ’ τοῦ Τρομεροῦ καί ἐπισκέφθηκε στό μοναστήρι πού μόναζε τήν Τσαρίνα Μαρία Ναγκόϋ πού τόν δέχτηκε σάν γιό της. Στή συνέχεια ἔδωσε χάρη στίς ἀριστοκρατικές οἰκογένειες πού εἶχαν διωχθεῖ ἀπό τόν Βόριδα Γκουντουνώφ (ὅπως στούς Σουϊσκυ, Γκολίτσιν καί Ρωμανώφ), ἐκτέλεσε τήν οἰκογένεια Γκουντουνώφ καί ἔδωσε ἐντολή νά χειροτονηθεῖ Μητροπολίτης Ροστώφ ὁ ἰσχυρός ἄνδρας τῶν Ρωμανώφ, ὁ Θεόδωρος - Φιλάρετος.
Στόν ἐξωτερικό τομέα ὁ ψευδο-Δημήτριος Α’ στηρίχθηκε στήν Πολωνο-Λιθουανική Συμμαχία καί σχεδίασε πόλεμο κατά τῶν Ὀθωμανῶν. Στά δημόσια ἔγγραφα ὑπέγραφε σάν Αὐτοκράτορας τῆς Ρωσίας, ἕναν αἰῶνα πρίν τήν υἱοθέτηση τοῦ τίτλου ἀπό τόν Πέτρο Α’ τόν Μέγα.
Τήν 8.5. 1606 νυμφεύθηκε τήν Μαρίνα Mniszech (στήν οἰκογένεια τῆς ὁποίας εἶχε ὑποσχεθεῖ πρίν τήν ἀνάρρησή του τό Νόβγκοροντ, τό Πσκώφ καί τό Σμολένσκ), χωρίς προηγουμένως νά ἀσπαστεῖ τήν Ὀρθόδοξη Ὁμολογία. Τό γεγονός αὐτό προκάλεσε τήν ἀντίδραση τῶν συντηρητικῶν Βογιάρων, τοῦ Κλήρου καί τοῦ λαοῦ καί συντέλεσε στήν πτώση του, δύο ἑβδομάδες μετά τό γάμο του. Μία συνωμοσία μέ ἀρχηγό τόν Βογιάρο Βασίλειο Σουϊσκυ πέτυχε τήν ἀνατροπή (μέ τήν κατηγορία τῆς ὁμοφυλοφιλίας καί τοῦ προσυλητισμοῦ τῆς χώρας στό Ρωμαιοκαθολικισμό) καί τήν δολοφονία του (τήν 17. 5. 1606). Μαζί του σκοτώθηκαν 3 Καρδινάλιοι, 27 Φράγκοι δάσκαλοι καί 3.000 περίπου Πολωνοί καί Ρώσοι τῆς Αὐλῆς του. Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι τό νεκρό σῶμα τοῦ δολοφονημένου ψευδο-Δημητρίου Α’ κάηκε καί οἱ στάχτες του ἐκτοξεύτηκαν μέ κανόνι πρός τήν πλευρά τῆς Πολωνίας!
Κατά τήν Περίοδο τῶν Ταραχῶν διεδραμάτησαν ρόλο καί οἱ Ἰωάννης Ζαρούτσκυ καί Προκόπιος Λιαπούνωφ.

Ἰωάννης Μαρτίνοβιτς Ζαρούτσκυ ἦταν τυχοδιώκτης Κοζάκος Ἀταμάνος. Κατά τήν περίοδο 1606 – 1607 πῆρε μέρος στήν ἐξέγερση τοῦ δουλοπάροικου Ἰω. Μπολοτνίκωφ κατά τοῦ Τσάρου Βασιλείου Δ’ Σουϊσκυ (1606 – 1610) καί μετά τήν κατάστολή της διέφυγε στήν Πολωνία καί ἐντάχθηκε στίς δυνάμεις τοῦ ψευδο-Δημητρίου Α’ καί τοῦ ὑποστηρικτή του Πολωνοῦ Βασιλιᾶ Σιγισμούνδου Γ’ Wasa. Διοργάνωσε τό στράτευμα τοῦ ψευδο-Δημητρίου Α’ καί συμμετεῖχε σέ ὅλες τίς μάχες του, μέ ἀποτέλεσμα νά ὀνομαστεῖ Βογιάρος.
Μετά τόν θάνατο τοῦ ψευδο-Δημητρίου Α’ νυμφεύθηκε τήν χῆρα του Μαρίνα καί προσπάθησε νά ἀνεβάσει στό Ρωσικό Θρόνο τόν γιό της Ἰωάννη. Τόν Ἰανουάριο τοῦ 1611 ἑνώθηκε μέ τόν Α’ Λαϊκό Ἀπελευθερωτικό Στρατό τοῦ Προκόπιου Λιαπούνωφ, τοῦ ὁποίου τελικά ὀργάνωσε τήν δολοφονία. Ὅταν ὁ Ἡγέτης τοῦ Β’ Λαϊκοῦ Ἀπελευθερωτικοῦ Στρατοῦ Πρίγκιπας Δημ. Ποζάρσκυ κάλεσε τούς Ρώσους σέ ἀνυπακοή πρός τήν ψευδο-Τσαρίνα Μαρίνα, τόν γιό της Ἰωάννη καί τόν Ζαρούτσκυ, αὐτοί ὑποχρεώθηκαν νά καταφύγουν στό Ἀστραχάν, ἐνῶ ὁ Ποζάρσκυ ἀπελευθέρωνε τήν Μόσχα (1612).
Τό 1614 ὁ λαός τοῦ Ἀστραχάν ἐξεγέρθηκε κατά τῶν φυγάδων καί αὐτοί κινήθηκαν πρός τά Οὐράλια, ὅπου συνελήφθησαν ἀπό Κοζάκους καί παραδώθηκαν στήν Κυβέρνηση τοῦ νέου Τσάρου Μιχαήλ Ρωμανώφ. Τό ἴδιο ἔτος 1614 ὁ Ζαρούτσκυ καί ὁ ἐπίδοξος Τσάρος Ἰωάννης ἐκτελέστηκαν στή Μόσχα, ἐνῶ ἡ Μαρίνα ἀπεβίωσε στή φυλακή.

Προκόπιος Πέτροβιτς Λιαπούνωφ κατάγοταν ἀπό τόν Ἡγεμονικό Οἶκο τῶν Ρούρικ. Μετά τόν θάνατο τοῦ Τσάρου Βόριδος Γκουντουνώφ (1605), ὁ Προκόπιος καί ὁ ἀδελφός του Ζαχαρίας τάχθηκαν μέ τό μέρος τοῦ ψευδο-Δημητρίου Α’. Τό 1606 ὁ Προκόπιος πῆρε μέρος στήν ἐξέγερση τοῦ Ἰω. Μπολοτνίκωφ καί μετά τήν καταστολή της ἦρθε στή Μόσχα καί τέθηκε στήν ὑπηρεσία τοῦ Τσάρου Βασιλείου Δ’ Σουϊσκυ (1606 – 1610), ὁ ὁποῖος τόν ἔκανε μέλος τῆς Δοῦμας (Βουλῆς) τῶν Βογιάρων, τό 1607.
Κατά τήν περίοδο 1608 – 1610 ὁδήγησε τόν τακτικό Ρωσικό στρατό κατά τῶν ἐξεγερμένων χωρικῶν τοῦ Ριαζάν καί τῶν ὑποστηρικτῶν τοῦ ψευδο-Δημητρίου Β’. Τόν Ἰούλιο τοῦ 1610 συμμετεῖχε στήν ἐκθρόνιση τοῦ Βασιλείου Δ’ Σουϊσκυ. Ὅταν οἱ Πολωνοί κατέλαβαν τήν Μόσχα (1611), ἐμπνεόμενος ἀπό τά πατριωτικά κηρύγματα τοῦ Πατριάρχη Ρωσίας ἅγ. Ἑρμογένη (+ 1612), διοργάνωσε τόν Α’ Λαϊκό Ἀπελευθερωτικό Στρατό καί σημείωσε ἀρκετές ἐπιτυχίες κατά τῶν εἰσβολέων. Ἀτυχῶς δολοφονήθηκε ἀπό τόν Κοζάκο Ἀταμάνο τυχοδιώκτη Ἰω. Ζαρούτσκυ, τήν 1. 8. 1611. Τήν ἰδέα του γιά δημιουργία Λαϊκοῦ Ἀπελευθερωτικοῦ Στρατοῦ υἱοθέτησε ὁ Πρίγκιπας Δημ. Ποζάρσκυ, ὁ ὁποῖος τελικά ἀπελευθέρωσε τήν Μόσχα ἀπό τούς Πολωνούς, τήν 22α Ὀκτωβρίου 1612, ἐπικεφαλής τοῦ Β’ Λαϊκοῦ Ἀπελευθερωτικοῦ Στρατοῦ.

Τσάρος Βασίλειος Δ’ Σούϊσκυ (1606 – 1610), κατάγοταν ἀπό τήν Ἡγεμονική Οἰκογένεια τοῦ Νίζνι Νόβγκοροντ καί ἦταν ἀπό τούς συνεργάτες τοῦ Τσάρου Βόριδος Γκουντουνώφ, χρησιμοποιήθηκε μάλιστα γιά τήν κάλυψη τῆς δολοφονίας τοῦ νεαροῦ Τσάρεβιτς Δημητρίου, γιοῦ τοῦ Τσάρου Ἰωάννη Δ’ τοῦ Τρομεροῦ καί τῆς Μαρίας Ναγκόϋ, ἀπό πράκτορες τοῦ Βόριδος. Μετά τόν θάνατο τοῦ Βόριδος καί τήν ἀνάρρηση τοῦ γιοῦ του Θεοδώρου Β’, ὁ Βασίλειος ὑποστήριξε τόν ψευδο-Δημήτριο Α’ γιά τόν ἀνατρέψει στή συνέχεια καί νά στεφτεῖ ὁ ἴδιος Τσάρος, τήν 19. 5. 1606. Βασίλευσε μέχρι τήν 19. 7. 1610, μέ πολλή μικρή ἤ καί καθόλου ἐξουσία καί ἀναγνώριση. Τό 1610 καθαιρέθηκε ἀπό τούς Πρίγκιπες Βοροτίνσκυ καί Μστισλάβσκυ, ὑποχρεώθηκε νά γίνει μοναχός καί τελικά μεταφέρθηκε αἰχμάλωτος στήν Πολωνία, ὅπου ἀπεβίωσε φυλακισμένος στό κάστρο τοῦ Γκοτσίνιν, κοντά στή Βαρσοβία, τό 1612.

ψευδο-Δημήτριος Β’ (1610 – 1612) ἐμφανίσθηκε τό 1608 ὑποστηριζόμενος ἀπό τούς Πολωνούς εὐγενεῖς καί τό 1610 οἱ δυνάμεις τοῦ Βασιλιά τῆς Πολωνίας Σιγισμούνδου Γ' κατέλαβαν τήν Μόσχα. Καί αὐτός ὑποστήριζε, ὅτι ἦταν ὁ χαμένος γιός τοῦ Τσάρου Ἰωάννη Δ’ τοῦ Τρομεροῦ καί τῆς Μαρίας Ναγκόϋ. Τελικά ὅμως ὁ Πολωνός Βασιλιᾶς κράτησε γιά τόν ἑαυτό του τό δικαίωμα στό Ρωσικό Θρόνο καί ἀπέσυρε τήν ὑποστήριξή του ἀπό τόν διεκδικητή. Ἔτσι κατά τήν περίοδο ἀπό 6. 9. 1610 μέχρι 4. 11. 1612, Τσάρος τῆς Ρωσίας εἶχε ἀνακηρυχτεῖ ὁ Βασιλιᾶς τῆς Πολωνίας Σιγισμούνδος Γ’ καί στή θέση του κυβέρνησε τήν χώρα τό Συμβούλιο τῶν Ἑπτά Βογιάρων, δηλαδή οἱ ἐξῆς ἐκπρόσωποι τῶν σπουδαιοτέρων Ρωσικῶν οἰκογενειῶν:
Θεόδωρος Ἰβάνοβιτς Mstislavsky.
Ἰωάννης Μιχαήλοβιτς Vorotynsky (Μάρτιος 1611).
Μιχαήλ Θεοδώροβιτς Nagoy (ἀπό Μάρτιο 1611).
Ἀνδρέας Βασίλιεβιτς Trubetskoy.
Βασίλειος Βασίλιεβιτς Golistyn (8. 4. 1611).
Ἰωάννης Συμεώνοβιτς Kurakin (ἀπό 8. 4. 1611).
Βόρις Μιχαήλοβιτς Lykov – Obolensky.
Ἰωάννης Νικήτις Romonov καί
Θεόδωρος Ἰβάνοβιτς Sheremetiev.

Τό γόητρο τοῦ Ρωσικοῦ Κράτους σώθηκε ἀπό τόν ἡρωϊκό Πατριάρχη ἅγ. Ἑρμογένη. Ἀρνούμενος νά συνεργαστεῖ μέ τούς κατακτητές καί τούς συνεργάτες τους, πέθανε στή φυλακή ἀπό ἀσιτία, τήν 17η Φεβρουαρίου 1612. Τόν ἴδιο χρόνο - σάν ἀποτέλεσμα τοῦ κηρύγματός του καί τῶν ποιμαντικῶν του ἐπιστολῶν - ἦρθε ἀπό τόν Βόλγα ἕνας στρατός ἐθελοντῶν, κάτω ἀπό τήν ἡγεσία τοῦ λαϊκοῦ Κοσμᾶ Μίνιν ἀπό τό Νίζνι Νόβγκοροντ καί τοῦ Πρίγκιπα Δημ. Ποζάρσκυ, ἐπικεφαλῆς τοῦ ὁποίου εἶχε τεθεῖ ἡ θαυματουργός Εἰκόνα τῆς Πανα-γίας τοῦ Καζάν. Τήν 22α Ὀκτωβρίου ἐλευθερώθηκε ἡ Μόσχα καί τήν 26η τό Κρεμλῖνο. Σέ ἀνάμνησι τοῦ γεγονότος αὐτοῦ θεσπίσθηκε ἡ ἐτήσια ἑορτή τῆς ἁγίας εἰκόνος τῆς Παναγίας τοῦ Καζάν, τήν 22α Ὀκτωβρίου.
Ὁ Ἐθνικός ἥρωας Κοσμᾶς Μίνιν ἦταν ἐπίτροπος μιᾶς ἐκκλησίας τοῦ Νίζνι Νόβγκοροντ καί κρεοπώλης στό ἐπάγγελμα. Ὅταν ἐμφανίσθηκε στόν ὕπνο του ὁ Κτίτορας τῆς Ἁγίας Ρωσίας ὅσ. Σέργιος τοῦ Ραντονέζ καί τοῦ ζήτησε νά ὀργανώσει ἕναν ἀπελευθερωτικό στρατό, ὁ Κοσμᾶς πούλησε ὅλη τήν περιουσία του γιά νά ἐξασφαλίσει οἰκονομικούς πόρους καί ἀπευθύνθηκε στήν ἐνορία του, γιά νά κινητοποιήσει τούς συπατριώτες του.
Γιά 16 μῆνες 30.000 Πολωνοί πολιόρκησαν τήν Λαύρα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Τό 1610 διορίσθηκε Ἀρχιμανδρίτης τῆς Λαύρας ὁ ἅγ. Διονύσιος (+ 1633). Ὁ κατά κόσμον Δαβίδ Θεοδώροβιτς Zobninovskii ὑπῆρξε ἀξιόλογη μορφή τῆς ἐποχῆς του. Ἦταν ἔγγαμος Ἱερεύς στό χωριό Rzhev καί μετά τόν θάνατο τῆς συζύγου του ἔγινε μοναχός στή Μονή Bogoroditskii, ὅπου ἀναδείχθηκε Ἀρχιμανδρίτης καί μέ τήν ἰδιότητα αὐτή συνεργάσθηκε μέ τόν Πατριάρχη ἅγ. Ἑρμογένη. Ὅταν διορίσθηκε Ἀρχιμανδρίτης τῆς Λαῦρας τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἡ Λαύρα ἦταν ἔρημη καί γεμάτη πτώματα. Ὁ Διονύσιος μέ τήν βοήθεια τοῦ ὑποτακτικοῦ του Ἀβραμίου Palitsyn ἀναστήλωσε τήν Λαύρα καί μέ ἐπιστολές του παρακίνησε τούς διχασμένους Ρώσους νά ἐναντιωθοῦν στούς εἰσβολεῖς. Μετά τήν ἀποκατάσταση τῆς τάξεως, ἐπί πρωθιεραρχείας τοῦ Πατριάρχου Φιλαρέτου, ὁ Διονύσιος ἦταν τό κέντρο ἑνός κύκλου πνευματικῆς ἀνανεώσεως.
Ἀπό 17. 4. 1611 – 22. 7. 1613 συνεδρίασε μία μεγάλη Ἐθνοσυνέλευση 700 ἐκπροσώπων τῶν Ρωσικῶν πόλεων, ἡ ὁποία ἀνέβασε τελικά στό Ρωσικό Θρόνο τόν 16ετή Μιχαήλ Ρωμανώφ. Ἡ Δυναστεία τῶν Ρωμανώφ εἶχε μόλις ἀρχίσει.

Ἐπιλογή Βιβλιογραφίας:
D. I. Ilovaisky, “The Troubled Period of the Muscovite Realm”, 1894.
S. I. Platonon, “Sketches of the Great Anarchy in the realm of Moscow”, 1899.
D. V. Tsvyeltev, “Tsar Vasily Shuisky”, 1901 - 1903 .
S. F. Platonov, "The Time of Troubles", μετάφραση J. T. Alexander, ἔκδοσις University Press of Kansas, 1970.
R. G. Skrynnikov, “Boris Godunov”, Μόσχα 1978/1983.
S. L. Chester Dunning, “Russia’s First Civil War: The Time of Troubles and the founding of the Romanov Dynasty”.
Ἀντ. Μάρκου, "Ἡ Παναγία τοῦ Καζάν - Ἡ Προστάτιδα τῶν Ὀρθοδόξων Λαῶν", 2000.
Β. Βoytan, "Ὁ ἅγ. Μάρτυς Τσάρεβιτς Δημήτριος"· Περιοδικό "Orthodox Life", τ. 27ος, φ. 1ο.

Γ. Ἡ Δυναστεία τῶν Ρωμανώφ
Τσάρος Μιχαήλ Θεοδώροβιτς (1613 – 1645), ὁ πρῶτος τῆς Δυναστείας τῶν Ρωμανώφ, γεννήθηκε τήν 12. 7. 1596 καί ἦταν γιός τοῦ Βογιάρου Θεόδωρου Νικήτιτς Ρωμανώφ (ἔπειτα Πατριάρχη Ρωσίας Φιλάρετου, 1619 – 1633) καί τῆς Ξένης Σεστόβας (μοναχῆς Μάρθας). Ἐκλέχθηκε Τσάρος πασῶν τῶν Ρωσιῶν τήν 21. 2. 1613, σέ ἡλικία 16 ἐτῶν, ἀπό Ἐθνοσυνέλευση 700 περίπου ἐκπροσώπων τῶν Ρωσικῶν πόλεων. Ἡ ἐκλογή τοῦ ἀνακοινώθηκε τήν 24. 3. 1613 στή Μονή Ὑπάτιεφ τῆς Κοστρόμας, ὅπου μόναζε ἡ μητέρα του μοναχή Μάρθα. Ἀρχικά ὁ νεαρός Μιχαήλ δέν ἀποδέχτηκε τήν ἀπόφαση τῆς Ἐθνο-συνελεύσεως, ἀλλά κάμφθηκε ὅταν οἱ Βογιάροι γονάτισαν μπροστά του καί τόν κατέστησαν ὑπεύθυνο τῶν συνεπειῶν τῆς ἀρνήσεώς του.
Ὁ Μιχαήλ ἐνθρονίστηκε Τσάρος πασῶν τῶν Ρωσιῶν τήν 22. 7. 1613. Ὑπολογίζοντας πολύ στή συνδρομή τῶν Ἐθνοσυνελεύσεων συνέχισε τίς ἐργασίες ἐκείνης πού τόν ἀνέδειξε (1613 - 15) καί συγκάλεσε ἄλλες ἕξι (1616 – 18, 1619, 1620 – 22, 1632 – 34, 1637 καί 1642). Πρώτη του προσπάθεια ἦταν ἡ ἐξουδετέρωση τῶν ληστοσυμμοριῶν πού λυμαίνονταν τήν χώρα καί ἡ σύναψη εἰρήνης μέ τήν Πολωνία καί τήν Σουηδία, κάτι πού ἐπιτεύχθηκε μέ τίς Συνθῆκες τοῦ Στόλμποβο (17. 2. 1617) καί τοῦ Ντεουλῖνο (1. 12. 1618). Κατά τήν περίοδο 1619 – 1633 οὐσιαστικός κυβερνήτης τῆς Ρωσίας ἦταν ὁ πατέρας του Πατριάρχης Φιλάρετος, ὁ ὁποῖος ἄσκησε μέ ἐπιτυχία τά κυβερνητικά καθήκοντα μέ τόν τίτλο τοῦ Μεγάλου Ἄρχοντα.
Ὁ Μιχαήλ νυμφεύθηκε δύο φορές, τό 1624 τήν Μαρία Βλαντιμήροβνα Ντολγκορούκοβνα (ἡ ὁποία ἀπεβίωσε τέσσερεις μῆνες μετά τόν γάμο) καί τό 1626 τήν Εὐδοξία Στρέσνεβα (1608 – 1645), μέ τήν ὁποία ἀπέκτησε δέκα παιδιά.
Ἀπό τήν νεανική του ἡλικία ἀντιμετώπιζε κινητικά προβλήματα καί πρός τό τέλος τῆς ζωῆς δέν μποροῦσε νά περπατήσει καθόλου. Ἀπεβίωσε τήν 12. 7. 1645 ἀπό κατάθλιψη, ὅταν δέν προχώρησε ὁ προτεινόμενος γάμος τῆς κόρης του Εἰρήνης μέ τόν Πρίγκιπα Βαλδεμάρο τῆς Δανίας, ἐπειδή ὁ τελευταῖος ἀρνήθηκε νά ἀσπαστεῖ τήν Ὀρθοδοξία.

Τσάρος Ἀλέξιος Μιχαήλοβιτς (1645 -1676) γεννήθηκε τήν 8. 3. 1629 στή Μόσχα καί ἦταν γιός τοῦ Τσάρου Μιχαήλ Θεοδώροβιτς Ρωμανώφ (1613 – 1645) καί τῆς Εὐδοκίας Στρέσναγια. Σέ ἡλικία 16 ἐτῶν ἔμεινε ὀρφανός ἀπό πατέρα, κάτω ἀπό τήν προστασία (μᾶλλον ἐπιρροή) τοῦ ἰσχυροῦ Βογιάρου Βόριδος Μοροζώφ, ὁ ὁποῖος τό 1648 τόν νύμφευσε μέ τήν Μαρία Μιλοσλάβσκαγια – Πριγκίπισσα Ταταρικῆς καταγωγῆς - καί στή συνέχεια – δέκα ἡμέρες ἀργότερα - νυμφεύθηκε ὁ ἴδιος τήν ἀδελφή της Ἄννα, γιά νά βρίσκεται μέσα στήν Τσαρική Οἰκογένεια καί νά ἀσκεῖ κυβερνητική ἐξουσία.
Τό 1648 – 1649 μία στάση τοῦ κατάπισμένου λαοῦ ἀνάγκασε τόν Ἀλέξιο νά ἀπομακρύνει τήν Μοροζώφ καί νά τόν ἐξορίσει στή Μονή τοῦ ἁγ. Κυρίλου τῆς Λευκῆς Λίμνης, διατηρῶντας ὅμως ἀλληλογραφία μαζί του.
Μέ τήν Μαρία Μιλοσλάβσκαγια ὁ Ἀλέξιος ἀπέκτησε 13 παιδιά (μεταξύ αὐτῶν καί τόν Τσάρο Ἰωάννη Ε’). Μετά τόν θάνατό της, τό 1669, νυμφεύθηκε τήν Ναταλία Κυρίλοβνα Ναρίτσκινα, μέ τήν ὁποία ἀπέκτησε ἄλλα τρία παιδιά (μεταξύ αὐτῶν καί τόν ἔπειτα Αὐτοκράτορα Πέτρο Α’ τόν Μέγα).
Τό 1649 δημοσίευσε τόν νέο Νομικό Κώδικα, ὁ ὁποῖος προέκυψε ἀπό τήν ἕνωση τοῦ Βυζαντινοῦ Νομοκάνονα καί τοῦ Κώδικα τοῦ Τσάρου Ἰωάννη Δ’ τοῦ Τρομεροῦ. Μέ τήν μεταρρύθμιση αὐτή κατάργησε πολλά προνόμια τῶν εὐγενῶν (μεταξύ αὐτῶν καί τήν ἐξαίρεσή τους ἀπό τήν θανατική ποινή πού ἴσχυε μέχρι τότε).
Τό 1653 συγκάλεσε στή Μόσχα Ἐθνοσυνέλευση γιά τήν διοργάνωση τοῦ πολέμου κατά τῆς Πολωνίας καί τήν ἐξεύρεση οἰκονομικῶν πόρων γιά τήν διεξαγωγή του. Τελικά ὁ πόλεμος κατά τῆς Πολωνίας (1654) ὑπῆρξε ἐπιτυχῆς, ἀφοῦ ἀνακατέλαβε τό Σμολένσκ καί ἐδάφη τῆς δυτικῆς Οὐκρανίας. Ἀντιμετώπισε ἐπίσης τίς ἐπαναστάσεις τοῦ Νόβγκοροντ καί τοῦ Πσκώφ.
Στόν ἐκκλησιαστικό τομέα ὁ Ἀλέξιος ἦταν ἐξαιρετικά εὐσεβής. Ὁ Νικ. Ἀρσένιεφ τόν χαρακτηρίζει «θεοφοβούμενο» καί περιγράφει δύο δημόσιες ἐκκλησιαστικές στιγμές τοῦ Τσάρου: Τήν ἐπιστροφή του ἀπό τήν νικηφόρα ἐκστρατεία στήν Πολωνία καί τήν μεταφορά τῶν Λειψάνων τοῦ Μητροπ. Ρωσίας. Ἱερομ Φιλίππου Β’. «Στήν καρδιά τοῦ χειμῶνα, ἐπιστρέφοντας ἀπό τήν νικηφόρα ἐκστρατεία του στήν Πολωνία, πλησιάζει στή Μόσχα καί ἀρχίζει ἐπίσκεψη στό μοναστήρι τοῦ Νόβο Ντεβίτσι. Στή συνάντηση φέρνουν τίς εἰκόνες πρός αὐτόν κι αὐτός τίς προσκυνᾶ μέ τρεῖς βαθειές μετάνοιες, γονατίζοντας καί σχεδόν ἀκουμπώντας τό μέτωπο στό χιόνι. Ὅλος ὁ Κλῆρος ὅλων τῶν ναῶν τῆς πρωτεύουσας, ἔχοντας μπροστά σταυρούς, ἐκκλησιαστικά λάβαρα καί δύο Πατριάρχες (τόν Πατριάρχη Μόσχας καί τόν φιλοξενούμενό του Πατριάρχη Ἀντιοχείας), ἔχει λάβει σχηματισμό ἱερόπρεπης πομπῆς καί πρόσμενε τόν Τσάρο κοντά στά ὀχυρώματα γῆς τῆς πόλεως. Ὄντας ἀκόμη σέ ἀπόσταση ἀπό κεῖ, ὁ Τσάρος ἀφήνει τό ἔλκυθρό του καί προχωρεῖ πεζός στή συνάντηση τῆς πομπῆς.
Ἀκόμη πιο συγκινητική ἦταν ἡ θεοφοβούμενη ταπεινοσύνη μέ τήν ὁποία ὁ Τσάρος Ἀλέξιος προσῆλθε τό 1652 στή συνάντηση τῶν Λειψάνων τοῦ ἁγ. Μητροπολίτου Φιλίππου τῆς Μόσχας – θανατωμένου μέ διαταγή τοῦ Ἰβάν τοῦ Τρομεροῦ - ὅταν τά ἅγια Λείψανα ὅδευαν σέ μεταφορά τους γιά τήν Μόσχα. Μέ αὐτό τόν τρόπο του ὁ Τσάρος ἤθελε νά προσφέρει μία πράξη μετανοίας δημόσια καί στό ὄνομα τῆς Ρωσικῆς Μοναρχίας, ἀπέναντι στό θανατωμένο μεγάλο Ἅγιο, ὑπερασπιστή τῆς ἀληθείας, θῦμα μιᾶς ἱερόσυλης ἀπανθρωπιᾶς» (Νικ. Ἀρσένιεφ, «Ἡ Ρωσική Εὐσέβεια», 1973, σελ. 70).
Ὁ Ἀλέξιος ἀνέδειξε μεταξύ τῶν πρώτων συμβούλων του τόν ἔπειτα Πατριάρχη Νίκωνα (τό 1649 χειροτονήθηκε Μητροπ. Νόβγκοροντ, τό 1651 διορίστηκε α’ σύμβουλος τοῦ Τσάρου καί τό 1652 ἀναδείχθηκε Πατριάρχης), κατά τήν ἀρχιερατεία τοῦ ὁποίου ἔγινε ἡ λειτουργική μεταρρύθμιση καί προέκυψε τό Σχίσμα τοῦ 1653.
Ὁ Ἀλέξιος ἦταν ἐκπρόσωπος τῆς ἐλέῳ Θεοῦ ἀπόλυτης μοναρχίας καί θεωροῦσε τόν Τσάρο σάν ἐκπρόσωπο τοῦ Χριστοῦ στή γῆ. Αὐτό σέ συνάρτηση μέ τήν «μεγάλη ἰδέα» πού εἶχε κυριεύσει τόσο τόν Πατριάρχη Νίκωνα, ὅσο καί τόν ἴδιο, πού «ἦταν ἡ οἰκουμενικότητα τῆς Ἐκκλησίας καί ἡ ἀνάγκη προσαρμογῆς στή γενική συνήθεια ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, θυσιάζοντας τήν ἐντόπια παράδοση, ἀκόμη καί τήν μορφή τῶν πιο καταφανῶν λειτουργικῶν σχημάτων (ὅπως ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο γίνεται τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ), τήν ὁποία εἶχαν καθαγιάσει οἱ πατέρες» (Νικ. Ἀρσένιεφ αὐτ., σελ. 75), ὁδήγησε στήν ἀντιμετώπιση τῶν Παλαιοπίστων μέ ἐξαιρετική σκληρότητα, ἀφοῦ θεωρήθηκαν ἐπαναστάτες κατά τοῦ θελήματος τοῦ Ἰδίου τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ Ἀλέξιος συμφιλιώθηκε μέ τόν Νίκωνα τό 1671 καί ἐπιτράπηκε στόν τελευταῖο νά ἐπιστρέψει στή Μόσχα, ὅμως ἀπεβίωσε τό 1681 χωρίς νά ἔχει ἐπιστρέψει. Ὁ Τσάρος Ἀλέξιος ἀπεβίωσε τό 1676, χωρίς οἱ δύο παλαιοί φίλοι καί ἔπειτα ἀντίπαλοι, νά ἀνταλλάξουν τόν ἀσπασμό τῆς συγχωρήσεως.

Εἰδική Βιβλιογραφία:
G. Kotoshikhin, “On Russia during the reign of Alexey Mikhailovich”.

Τσάρος Θεόδωρος Γ’ Ἀλεξέγιεβιτς (1676 – 1682), ἦταν πρεσβύτερος γιός τοῦ Τσάρου Ἀλεξίου Μιχαήλοβιτς καί τῆς Τσαρίνας Μαρίας Μιλοσλάβσκαγιας. Ἀνέβηκε στό Ρωσικό Θρόνο τό 1676, σέ ἡλικία 16 ἐτῶν. Ἔλαβε ἐξαιρετική παιδεία ἀπό τόν λόγιο μοναχό Συμεών τοῦ Πολότσκ καί μιλοῦσε Λατινικά καί Πολωνικά. Ἵδρυσε Ἀκαδημία Ἐπιστημῶν στή Μονή Zaikonospasky. Ἦταν ὁ πρῶτος πού εἰσήγαγε στή Ρωσική Αὐλή τό ξύρισμα τῆς γενειάδας.
Ἀπό τούς συγχρόνους του περιγράφεται ἄσχημος καί τελικά παράλυτος, μᾶλλον ἀπό σκορβοῦτο. Νυμφεύθηκε δύο φορές. Τό 1680 τήν Οὐκρανή Πριγκίπισσα Ἀγάθη Συμεώνοβα Γκρουσέφσκαγια (ἡ ὁποία ἀπεβίωσε τό 1681, κατά τήν γέννηση τοῦ Τσάρεβιτς Ἠλία μαζί μέ τόν νεογνό) καί τό 1682 τήν Πριγκίπισσα Μάρθα Ματίεβνα Ἀπράκσινα (1667 – 1716). Ἀπεβίωσε τρεῖς μῆνες μετά τόν δεύτερο γάμο του χωρίς νά ἀφήσει διάδοχο.

Δ. Πατριάρχες Μόσχας καί πάσης Ρωσίας (1589 – 1700).
Κατά τήν α’ Πατριαρχική περίοδο τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας (1589 – 1700) ἀρχιεράτευσαν οἱ Πατριάρχες ἅγ. Ἰώβ (1589 – 1605), Ἰγνάτιος (1605 – 1606), ἅγ. Ἑρμογένης (1606 – 1612), Φιλάρετος (1619 – 1633), Ἰωάσαφ Α’ (1634 – 1640), Ἰωσήφ (1640 – 1642), Νίκων (1642 – 1658), Ἰωάσαφ Β’ (1667 – 1672), Πιτιρίμ (1672 – 1673), Ἰωακείμ (1674 – 1690) καί Ἀδριανός (1690 -1700).

Πατριάρχης ἅγ. Ἰώβ (1589 – 1605), ἀναδείχθηκε πρῶτος Πατριάρχης Ρωσίας ἀπό Μητροπολίτης Μόσχας, κατά τά διαλαμβανόμενα στήν ἵδρυση τοῦ Ρωσικοῦ Πατριαρχείου, τήν 23. 1. 1589 καί τήν 26. 1. 1589 ἐνθρονίσθηκε στόν Καθεδρικό Ναό Κοιμ. Θεοτόκου Κρεμλίνου. Γιά νά τονισθεῖ ἡ Πατριαρχική - πλέον - ἀξία τῆς ἕδρας τῆς Μόσχας, οἱ ἕδρες τοῦ Νόβγκοροντ, τοῦ Ροστώβ, τῆς Κρουτίτσης καί τοῦ Καζάν ἀνυψώθηκαν σέ Μητροπόλεις καί οἱ ἕδρες τοῦ Τβέρ, τοῦ Σούζνταλ, τῆς Βολόγδας, τοῦ Νίζνι Νόβγκοροντ, τοῦ Σμολένσκ καί τοῦ Ριαζάν σέ Ἀρχιεπισκοπές, ἐνῶ ἱδρύθηκαν οἱ Ἐπισκοπές Ἀστραχάν (1602), Πσκώφ καί Καρελίας.
Ὁ ἅγ. Ἰώβ ἦταν ἄνθρωπος τῆς προσευχῆς, νηστευτής καί ἐξαιρετικά φιλακόλουθος καί ἱεροπρεπῶς μεγαλοπρεπής. Τελοῦσε τήν Θεία Λειτουργία καθημερινά καί ἀπήγγελε τό Εὐαγγέλιο ἀπό στήθους. Διακήρυξε τήν ἁγιότητα τοῦ διά Χριστόν Σαλοῦ Βασιλείου τῆς Μόσχας (1588), τοῦ ὁσ. Ἰωσήφ τοῦ Βολοκολάμσκ (1591), τῶν ἁγίων Γουρία καί Βαρσανουφίου Ἀρχιεπισκόπων Καζάν (1595) καί τοῦ ἁγ. Ἀντωνίου τοῦ Ρωμαίου (1598) καί μετέφερε στή Μονή Σολόβκι τά Λείψανα τοῦ προκατόχου του ἁγ. Φιλίππου Β’ Μητροπ. Μόσχας, πρός τιμήν τοῦ ὁποίου θέσπισε τοπική ἑορτή.
Ἀτυχῶς ὁ ἐξαιρετικός αὐτός Ποιμενάρχης ἀναμίχθηκε στήν πολιτική, ὑποστηρίζοντας τόν Βόριδα Γκουντουνώφ, στήν ἄνοδο τοῦ ὁποίου στό Θρόνο τῆς Μόσχας (1598) ἔπαιξε σημαντικό ρόλο. Μετά τόν θάνατο τοῦ Βόριδος καί τήν ἐμφάνιση τοῦ ψευδο-Δημητρίου Α’, ἀντιτάχθηκε στόν σφετεριστή μέ ἀποτέλεσμα νά ἐκθρονισθεῖ καί νά ἐγκλειστεῖ στή μονή τῆς μετανοίας του. Μετά τήν πτώση καί τόν θάνατο τοῦ ψευδο-Δημητρίου καί τήν ἔκπτωση τοῦ Πατριάρχου Ἰγνατίου (1605 – 1606), ὁ νέος Τσάρος Βασίλειος Ἰβάνοβιτς Σουϊσκυ τοῦ ζήτησε νά ἐπανέλθει στό Θρόνο του, ἀλλά ὁ ἅγ. Ἰώβ - γέρων πλέον καί τυφλός - δέν δέχθηκε, ἀλλά πρότεινε τόν Μητροπ. Καζάν ἅγ. Ἑρμογένη.
Τήν 20. 2. 1607, κατά τήν διάρκεια ἐκκλησιαστικῆς ἐκδηλώσεως στόν Καθεδρικό Ναό Κοιμ. Θεοτόκου, ζήτησε δημόσια συγγνώμη γιά τά σφάλματά του ἐπί τῶν ἡμερῶν τοῦ Βόριδος Γκουντουνώφ, εὐλόγησε τόν λαό μαζί μέ τόν νέο Πατριάρχη ἅγ. Ἑρμογένη καί ἀποσύρθηκε στή μονή τῆς μετανοίας του, ὅπου κοιμήθηκε εἰρηνικά τήν 19η Ἰουνίου τοῦ ἰδίου ἔτους. Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 5η Ἀπριλίου. Ἡ ἁγιότητά του διακηρύχθηκε τό 1989, μέ τήν εὐκαιρία τῆς συμπληρώσεως 400 ἐτῶν ἀπό τῆς ἱδρύσεως τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας. Τά Λείψανά του φυλάσσονται στόν Καθεδρικό Ναό Κοιμ. Θεοτόκου Κρεμλίνου.

Πατριάρχης Ἰγνάτιος (1605 – 1606) ἦταν Ἑλληνικῆς καταγωγῆς. Πιθανῶς γεννήθηκε στήν Κύπρο περί τό 1540. Σύμφωνα μέ μία πηγή ἦταν Ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου καί ἀναγκάστηκε νά ἐγκαταλείψει τήν ἔδρα του λόγῳ τῶν διώξεων τῶν Τούρκων, ὁπότε κατέφυγε στή Ρωσία τό 1595. Σύμφωνα μέ ἄλλη πηγή (τόν Ἐπίσκοπο Ἐλασσῶνος Ἀρσένιο), ἦταν Ἐπίσκοπος Ἱερισσοῦ, προερχόμενος ἀπό τό Ἅγιο Ὄρος, καί πῆγε στή Ρωσία γιά τήν στέψη τοῦ Τσάρου Θεοδώρου Ἰβάνοβιτς, ὡς ἐκπρόσωπος τοῦ Πατριαρχείου Ἀλεξανδρείας.
Φύσει τυχοδιώκτης ὁ Ἰγνάτιος συνδέθηκε μέ τόν τότε ἰσχυρό ἄνδρα καί ἔπειτα Τσάρο Βόριδα Γκουντουνώφ. Ἦταν ὁ μοναδικός τῶν Ἱεραρχῶν τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας πού συντάχθηκε μέ τόν διεκδικητή ψευδο-Δημήτριο, τόν ὁποῖο μάλιστα ὑποδέχθηκε στήν Τοῦλα καί συνόδευσε στή Μόσχα. Μετά τήν ἄρνηση τοῦ Πατριάρχη Ἰώβ νά ἀναγνωρίσει τόν ψευδο-Δημήτριο καί τήν ἐκθρόνισή του, ἀναδείχθηκε Πατριάρχης ὁ Ἰγνάτιος. Ἐξαιρετικά Λατινόφρων δέν ἀντέδρασε στό γάμο τοῦ ψευδο-Δημητρίου μέ τήν Ρωμαοκαθολική Πριγκίπισσα Μαρίνα, τήν στιγμή πού ἐπιφανεῖς Ἐπίσκοποι, Κληρικοί κ. ἄ. παράγοντες ἀντέδρασαν καί διώχθηκαν.
Τήν 17. 5. 1606 ἐκδηλώθηκε κίνημα τῶν Βογιάρων κατά τοῦ ψευδο-Δημητρίου, ὁ ἴδιος φονεύθηκε (καί μαζί του 3 Καρδινάλιοι, 27 Φράγκοι δάσκαλοι καί 3.000 περίπου Πολωνοί καί Ρώσοι τῆς Αὐλῆς του) καί ἀναδείχθηκε Τσάρος ὁ Βασίλειος Ἰβάνοβιτς Σούϊκυ. Τήν ἀμέσως ἑπομένη 18. 5. 1606 ὁ νέος Τσάρος καθαίρεσε τόν Πατριάρχη καί τόν φυλάκισε στή Μονή Τσουντώφ, ὅπου καί ἀπεβίωσε τό 1611.

Πατριάρχης ἅγ. Ἑρμογένης (1606 – 1612), ἦταν ἐφημέριος τοῦ Ναοῦ ἁγ. Νικολάου τοῦ Καζάν, κατά τήν Εὕρεση τῆς ὁμωνύμου Εἰκόνος τῆς Παναγίας. Τό 1582 ἀναδείχθηκε Ἀρχιμανδρίτης τῆς Μονῆς Μεταμ. Σωτῆρος Καζάν καί τό 1589 χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος. Ἐπί τῶν ἡμερῶν του ἡ ἕδρα τοῦ Καζάν ἀνυψώθηκε σέ Μητρόπολη. Τό 1594 ἔγραψε τά σχετικά μέ τήν Εὕρεση τῆς Εἰκόνος τῆς Παναγίας καί τό 1591 βάπτισε μέρος τοῦ Μωαμεθανικοῦ Ταταρικοῦ πληθυσμοῦ. Τό 1592 μετέφερε ἀπό τήν Μόσχα στό Καζάν τά Λείψανα τοῦ β' Ἀρχιεπισκόπου τῆς πόλεως ἁγ. Γερμανοῦ καί τά κατέθεσε στό Ναό Κοιμ. Θεοτόκου, μέ εὐλογία τοῦ Πατριάρχου ἁγ. Ἰώβ (1589 - 1605). Τό 1595 ἀνακόμισε τά ἀδιάφθορα Λείψανα τοῦ ἁγ. Γουρία α' Ἀρχιεπισκόπου Καζάν καί τοῦ ἁγ. Βαρσανουφίου Ἐπισκόπου Τβέρ. Τό 1606 ἐπί πατριαρχείας Ἰγνατίου ὑποχρεώθηκε ἀπό τόν ψευδο-Δημήτριο Α’ νά συμμετάσχει σέ συνεδρίαση τῆς Συγκλήτου, κατά τήν ὁποία ἀνακοινώθηκε ὁ γάμος τοῦ ψευδο-Δημητρίου μέ τήν Ρωμαιοκαθολική Μαρίνα Mniszech. Στό γάμο αὐτό ὁ Μητροπ. Ἑρμογένης ἀντιτάχθηκε μέ σθένος μέ ἀποτέλεσμα νά ἐξοριστεῖ ἀπό τήν Μόσχα, μαζί μέ τόν Ἐπίσκοπο Κολόμνας Ἰωσήφ. Τήν 17. 5. 1606 ἐκδηλώθηκε κίνημα τῶν Βογιάρων κατά τοῦ ψευδο-Δημητρίου, ὁ ἴδιος φονεύθηκε (καί μαζί του 3 Καρδινάλιοι, 27 Φράγκοι δάσκαλοι καί 3.000 περίπου Πολωνοί καί Ρώσοι τῆς Αὐλῆς του) καί ἀναδείχθηκε Τσάρος ὁ Βασίλειος Ἰβάνοβιτς Σούϊκυ.
Τήν ἀμέσως ἑπομένη 18. 5. 1606 ὁ νέος Τσάρος καθαίρεσε τόν Λατινόφρονα Πατριάρχη Ἰγνάτιο, τόν φυλάκισε στή Μονή Τσουντώφ (ὅπου καί ἀπεβίωσε τό 1611) καί ἀνέδειξε Πατριάρχη τόν ἅγ. Ἑρμογένη. Γιά νά διδάξει τήν ταπείνωση ὁ νέος Πρωθιεράρχης, μπῆκε στήν Μόσχα "καθήμενος ἐπί ὄνου"!
Ἐπί τῆς πατριαρχίας του ἐμφανίσθηκε ὁ ψευδο-Δημήτριος Β’ (1610 – 1612), ὁ ὁποῖος ἐπικράτησε ὑποστηριζόμενος ἀπό πολλούς δυσαρεστημένους Ρώσους καί Κοζάκους καί ἀναγνωρίστηκε ἀπό τήν Τσαρίνα Μαρίνα, τόν Ἡγεμόνα Μίνσεκ καί τούς Ἰησουϊτες, οἱ ὁποῖοι εἶχαν τήν ἐλπίδα ὅτι ὁ νέος σφετεριστής θά ὁδηγοῦσε τήν Ρωσία στόν Παπισμό.
Γιά νά ἀντιμετωπίσει τήν κατάσταση ὁ Τσάρος Βασίλειος ἀνέθεσε τήν ἡγεσία τοῦ στρατοῦ στόν ἀνηψιό του Σκοπίν καί ἀναγκάστηκε νά ζητήσει τήν βοήθεια τῆς Σουηδίας, ὅμως – παρά τήν ἐξουδετέρωση τοῦ ψευδο-Δημητρίου Β’ - ἡ συμμαχία μέ τήν Σουηδία προκάλεσε Πολωνο-Ρωσικό πόλεμο καί τήν ἀνατροπή τοῦ Τσάρου Βασιλείου (Ἐθνοσυνέλευση τῆς 17. 7. 1610).
Καθ’ ὅλη τήν διάρκεια τῆς κρίσεως ὁ Πατριάρχης Ἑρμογένης τήρησε αὐστηρά Ὀρθόδοξη καί πατριωτική στάση. Μετά τήν πτώση τοῦ Τσάρου Βασιλείου πρότεινε τήν ἐκλογή τοῦ Βογιάρου Βασιλείου Γκολίτσιν ἤ τοῦ νεαροῦ Μιχαήλ Θεοδώροβιτς Ρωμανώφ, ἀλλά οἱ Βογιάροι τάχθηκαν ὑπέρ τοῦ Λαδίσλα, γιοῦ τοῦ Πολωνοῦ Βασιλέως Σιγισμοῦνδου, στόν ὁποῖο πρόσφεραν τόν Θρόνο τῆς Μόσχας, πράξη στήν ὁποία ὁ Πατριάρχης Ἑρμογένης ἀντιτάχθηκε μέ σθένος, ἀρνούμενος νά στέψει ἕναν ἀλλοεθνή Ρωμαιοκαθολικό Τσάρο τῆς Ὀρθόδοξης Ρωσίας.
Τόν Δεκέμβριο τοῦ 1610 ὁ Πατριάρχης Ἑρμογένης ἔστειλε ἐπιστολές σέ ὅλες τίς Ρωσικές πόλεις, καλῶντας τούς πολίτες σέ ἀντίσταση κατά τῶν Πολωνῶν. Ὅταν ἕνα στράτευμα ἐθελοντῶν κάτω ἀπό τήν ἡγεσία τοῦ Προκοπίου Λιαπούνωφ ἄρχισε νά πλησιάζει τήν Μόσχα, ὁ Πατριάρχης πιέστηκε νά τόν ἀφορίσει, ἀλλά ἀρνήθηκε μέ ἀποτέλεσμα νά φυλακιστεῖ στή Μονή Τσουντώφ. Κρατούμενος ἐκεῖ πληροφορήθηκε γιά ἕνα νέο στράτευμα κάτω ἀπό τήν ἡγεσία τοῦ Κοσμά Μίνιν καί τοῦ Πρίγκιπα Ποζάρσκυ, τούς ὁποίους εὐλόγησε νά ἐλευθερώσουν τήν πατρίδα.
Τελειώθηκε μαρτυρικά φυλακισμένος στή Μονή Τσουντώφ, τήν 17η Ἰανουαρίου 1612, ἀπό τήν πεῖνα καί τίς κακουχίες. Τήν 22α Ὀκτωβρίου 1612 ὁ Ποζάρσκυ μπῆκε θριαμβευτικά στό Κρεμλῖνο, κάτω ἀπό τήν σκέπη τῆς Εἰκόνας τῆς Παναγίας τοῦ Καζάν, καί ἀμέσως συγκάλεσε Ἐθνοσυνέλευση μέ δέκα ἐκπροσώπους κάθε πόλεως. Αὐτή ἡ Ἐθνοσυνέλευση ἀνέδειξε τήν 21η Φεβρουαρίου 1613 Τσάρο τῆς Ρωσίας τόν 16ετῆ Μιχαήλ Θεοδώροβιτς Ρωμανώφ.
Ὁ Πατριάρχης Ἑρμογένης ἀναδείχθηκε "μετά θάνατον" θαυματουργός. Τό Λείψανό του ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο τό 1662 καί κατατέθηκε στόν Καθεδρικό Ναό τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου στό Κρεμλίνο, ὅπου καί σήμερα φυλάσσεται. Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 17η Φεβρουαρίου καί ἡ Ἀνακομιδή τοῦ Λειψάνου του τήν 12η Μαϊου.

Ἀπό τόν θάνατο τοῦ Πατριάρχου ἁγ. Ἑρμογένη μέχρι τήν ἐκλογή τοῦ Πατριάρχου Φιλάρετου, τίς ὑποθέσεις τοῦ Πατριαρχείου διαχειρίσθηκε ὁ Μητροπ. Κρουτίτσης Ἰωνᾶς (Ἀρχαγγέλσκυ, + 1621).

Πατριάρχης Φιλάρετος (1619 – 1633), κατά κόσμον Θεόδωρος Νικίτις Ρωμανώφ , ἦταν πρῶτος ἐξάδελφος τοῦ Τσάρου Θεοδώρου Ἰβάνοβιτς (1584 - 1598), κατά τήν βασιλεία τοῦ ὁποίου διακρίθηκε σάν στρατιωτικός (στόν πόλεμο κατά τοῦ Βασιλιά τῆς Σουηδίας Ἰωάννη Γ’, 1590) καί διπλωμάτης (στίς διαπραγματεύσεις μέ τούς ἐκπροσώπους τοῦ Αὐτοκράτορα Ροδόλφου Β’ τῆς Ἁγίας Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, 1593 – 1594). Ἀγαπητός καί ἰσχυρός Βογιάρος (ὀνομάσθηκε τό 1583 ἀπό τόν Ἰωάννη Δ’ τόν Τρομερό), ἦταν ἕνας ἀπό τούς τρεῖς ὑποψηφίους γιά τόν Θρόνο, τό 1598, ὅταν τελικά ἐκλέχθηκε ὁ Βόρις Γκουντουνώφ. Λίγο μετά, τό 1601, ὁ Βόρις κατηγόρησε τούς Ρωμανώφ γιά συνωμοσία καί ὑποχρέωσε τόν Θεόδωρο καί τήν σύζυγό του Ξένη Σεστόβα νά γίνουν μοναχοί (μέ τά ὀνόματα τοῦ Φιλαρέτου καί τῆς Μάρθας).
Ὁ Φιλάρετος σάν μοναχός ἔμεινε περιορισμένος στή Μονή Ἀντωνίεφ - στό Ρωσικό Βορρᾶ - μέχρι τό 1605, ὁπότε ὁ ψευδο-Δημήτριος Α’ τόν ἀνέδειξε Μητροπολίτη Ροστώφ. Τό 1609 ὁ ψευδο-Δημήτριος Β’ τόν ὀνόμασε Πατριάρχη Ρωσίας. Κατά τήν περίοδο 1610 – 1618 ἦταν κρατούμενος στήν Αὐλή τοῦ Βασιλιά τῆς Πολωνίας Σιγισμούνδου, ἐπειδή ἀρνήθηκε νά ἀναγνωρίσει τόν γιό του Λαδίσλα σάν Τσάρο τῆς Ρωσίας. Τό 1613 μία Ἐθνοσυνέλευση ἀναγόρευσε τόν 16ετή γιό του Μιχαήλ Τσάρο τῆς Ρωσίας. Ἀπελευθερώθηκε μέ τήν Συνθήκη τῆς 13. 2. 1619 καί ἐπέστρεψε στή Ρωσία, ὅπου ἐνθρονίσθηκε Πατριάρχης τήν 2α Ἰουνίου.
Σάν Πατριάρχης ὁ Φιλάρετος ἐνθάρρυνε τήν ἔκδοση θεολογικῶν ἔργων, ἵδρυσε τήν περίφημη Πατριαρχική Βιβλιοθήκη, ἵδρυσε ἐπίσης Ἱερατική Σχολή στή Μόσχα καί θέσπισε τήν λειτουργία Ἱερατικῶν Σχολῶν σέ κάθε Ἐπισκοπή. Ὅμως τό κύριο χαρακτηριστικό τῆς Πατριαρχίας του ἦταν ὅτι μέχρι τόν θάνατό του, τό 1633, ὑπῆρξε ὁ οὐσιαστικός κυβερνήτης τῆς Ρωσίας, στό πλάϊ τοῦ ἀδυνάτου χαρακτήρος γιοῦ του Τσάρου Μιχαήλ. Ἡ Αὐλή του ἦταν τό ἴδιο μεγαλοπρεπής μέ ἐκείνη τοῦ Τσάρου, στίς δημόσιες ἀκροάσεις κάθοταν σέ θρόνο ὅπως καί ὁ Τσάρος γιός του καί συνυπέγραφε μαζί του τά κρατικά διατάγματα, ἐνῶ ἔφερε τόν τίτλο τοῦ Μεγάλου Ἄρχοντα.
Κατά τόν Καθηγητή Βλ. Βειδᾶ, «ἡ πατριαρχία τοῦ Φιλαρέτου ὑπῆρξε εὐεργετική τόσον διά τήν Ἐκκλησίαν τῆς Ρωσίας, ὅσον καί διά τάς σχέσεις Ἐκκλησίας καί Πολιτείας. Ὁ Φιλάρετος ἀνέλαβεν οὐσιαστικῶς τήν διοίκησιν καί τοῦ κράτους, τήν ὁποίαν ἤσκησεν μετά μεγίστης ἀποφασιστικότητος καί διορατικότητος. Περιωρίσθησαν οἱ καταχρήσεις τῶν τοπικῶν διοικητῶν, ἐβελτιώθησαν τά ἔσοδα τοῦ Κράτους, ἐνισχύθησαν αἱ βιοτεχνικαί καί βιομηχανικαί δραστηριότητες, εὐνοήθησαν αἱ ἐμπορικαί πρωτοβουλίαι καί γενικώτερον ἐτέθη αὐστηρά τάξις εἰς τόν δημόσιον βίον.
Ἡ εὐρεῖα ἀνάμιξις τοῦ Πατριάρχου Φιλαρέτου εἰς τά πολιτικά πράγματα ὑπό τήν ἰδιότητα τοῦ πατρός τοῦ Τσάρου, δέν ἦτο δυνατόν νἀ ἐξαφανίση τήν ἰδιότητα τοῦ Πατριάρχου, διό κατά τήν περίοδον αὐτήν θά ἠδύνατο νά γίνη λόγος διά τήν διαμόρφωσιν ἑνός ἰδιοτύπου Παποκαισαρισμοῦ, ὁ ὁποῖος ἐπηρέασσε βαθύτατα καί τάς ἀντιλήψεις περί τῶν σχέσεων Ἐκκλησίας καί Πολιτείας τοῦ Πατριάρχου Νίκωνος
» (Βλ. Φειδᾶ αὐτ. σελ. 264 – 265).
Στόν Φιλάρετο ὀφείλεται ἐκτός ἄλλων καί ἡ ἀναδιοργάνωσις τοῦ Ρωσικοῦ Στρατοῦ μέ τήν βοήθεια ξένων ἀξιωματικῶν.
Κατά τόν Νικόλαο Ζέρνωφ, «ἡ ἀσυνήθιστη θέση τοῦ Φιλαρέτου ὕψωσε τό ἀξίωμα τοῦ Πατριάρχη σέ βαθμό πού ποτέ δέν εἶχε φτάσει προηγουμένως καί ὁ ὀρίζοντας τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐπιρροῆς ἐπεκτάθηκε εὐρύτατα. Ἀλλά τά ἀποτελέσματα, ὅσον ἀφορᾶ τήν πνευματική πλευρά, ἦταν ἀρνητικά. Ἡ Ἐκκλησία ἔχασε τήν ταυτότητά της. Ὁ Μέγας Ἱεράρχης μιλοῦσε μέ φωνή πολιτικοῦ ἀρχηγοῦ σέ μία ἐποχή πού ἡ Κυβέρνηση ἐπεδίωκε μία ἀντιδραστική πολιτική καί ὅταν τό Ἔθνος εἶχε ἀπελπιστική ἀνάγκη ἀπό τήν καθοδήγηση μιᾶς φωτισμένης καί ἀνεξάρτητης Χριστιανικῆς γνώμης» (Ν. Ζέρνωφ, «Οἱ Ρώσοι καί ἡ Ἐκκλησία τους», σελ. 104).

Πατριάρχης Ἰωάσαφ Α' (1634 - 1640), ἦταν μοναχός τῆς Μονῆς Σολόβκι καί τό 1621 ἔγινε Ἡγούμενος τῆς Μονῆς τῶν Σπηλαίων τοῦ Πσκώφ. Τό 1627 χειροτονήθηκε Ἀρχιεπίσκοπος Πσκώφ. Ἐπιλέχθηκε σάν διάδοχος τοῦ Πατριάρχου Φιλαρέτου, ζῶντος τοῦ τελευταίου, σάν εὐνοούμενος τοῦ Τσάρου Μιχαήλ Θεοδώροβιτς.
Ἦταν συνετός Ἱεράρχης. Ἐξέδωσε 23 ἐκκλησιαστικά βιβλία καί κατέβαλε προσπάθεια γιά λειτουργική μεταρρύθμιση. Τό 1638 ἀπαγόρευσε τήν πολυφωνική μουσική. Ἀπεβίωσε εἰρηνικά τό 1640 καί ἐνταφιάστηκε στόν Καθεδρικό Ναό Κοιμ. Θεοτόκου Κρεμλίνου.

Πατριάρχης Ἰωσήφ (1642 - 1652) ἦταν ταπεινῆς καταγωγῆς καί ἐλλιποῦς μορφώσεως. Ἐξελέγη Πατριάρχης ἀπό Ἡγούμενος τῆς Μονῆς Σιμώνωφ, τήν 27. 3. 1642, μέ κλῆρο τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, μεταξύ ἕξι ὑποψηφίων πού εἶχε ἐπιλέξει ὁ Τσάρος Μιχαήλ Θεοδώροβιτς. Σάν χαρακτήρας ἦταν ζηλότυπος καί πλεονέκτης καί δέν κατέλειπε ἀγαθή μνήμη. Ἐπί τῶν ἡμερῶν του (1649) ὁ Τσάρος Ἀλέξιος Μιχαήλοβιτς περιόρισε τά δικαστικά, διοικητικά καί οἰκονομικά δικαιώματα τῶν Ἐπισκόπων καί δημιουργήθηκε ἡ «Κίνησις τῶν ζηλωτῶν τῆς εὐσεβείας». Ἀπεβίωσε τήν 15. 3. 1652. Γιά τούς Παλαιοπίστους εἶναι ὁ τελευταῖος Ὀρθόδοξος Πατριάρχης Μόσχας καί μόνο τό Ἅγιο Μῦρο πού καθαγίασε εἶναι δεκτό ἀπό αὐτούς.
Ὁ Πατριάρχης Νίκων (1652 - 1666) κατά τόν Dean Stanley, Ἄγγλο ἐρευνητή τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας, εἶναι ἡ μεγαλύτερη μορφή τῆς Ρωσικῆς Ἱεραρχίας. Γεννήθηκε τό 1605 σέ οἰκογένεια χωρικῶν, στό χωριό Βαλμάνοβο τοῦ Νίζνι Νόβγκοροντ καί ἦταν ἔγγαμος Ἱερεύς. Ὅταν ἔχασε τά τρία του παιδιά, μόνασε μέ τήν σύζυγό του, ἀκολουθῶντας ὁ ἴδιος αὐστηρό βίο στό νησί Ἀνζέρσκυ τῆς Λευκῆς Θάλασσας. Τό 1643 διορίστηκε Ἡγούμενος τῆς Μονῆς Kozherersky καί τό 1646 γνωρίστηκε μέ τόν Τσάρο Ἀλέξιο, ὁ ὁποῖος τόν ἀνέδειξε Ἡγούμενο τῆς Μονῆς Νοβοσπάσκυ τῆς Μόσχας. Σάν Ἀρχιμανδρίτης συμμετεῖχε στήν Κίνηση τῶν Ζηλωτῶν τῆς Εὐσεβείας, κάτω ἀπό τήν ἡγεσία τοῦ Πρωθιερέως Ἰωάννη Νερόνωφ. Τό 1648 χειροτονήθηκε Μητροπολίτης Νόβγκοροντ καί τό 1652 ἀναδείχθηκε Πατριάρχης Μόσχας, σέ διαδοχή τοῦ Πατριάρχη Ἰωσήφ (1642 – 1652). Μεταξύ ἄλλων διακήρυξε Συνοδικῶς καί τήν ἁγιότητα τοῦ προκατόχου του Μητροπ. Μόσχας ἁγ. Φιλίππου Β’ (+ 1569), θύματος τοῦ Τσάρου Ἰωάννη Δ’ τοῦ Τρομεροῦ, καί μετέφερε τά Λείψανά του στόν Καθεδρικό Ναό Κοιμ. Θεοτόκου Κρεμλίνου.
Ἐπί τῶν ἡμερῶν του δημιουργήθηκε τό Σχίσμα τοῦ 1653, μέ ἀποτέλεσμα μεταξύ ἄλλων καί τήν κρίση στίς σχέσεις του μέ τόν Τσάρο, μέ ἀποτέλεσμα το 1658 νά καταθέσει τά ἀρχιερατικά ἐμβλήματα καί νά ἀποσυρθεῖ στή Μονή τῆς Ἀναλήψεως. Ἀπό τήν Σύνοδο τοῦ 1666 καταδικάστηκε σέ σωματικό περιορισμό στή Μονή Φεραπόντωφ. Ἀπεβίωσε τό 1681, ἐνῶ τοῦ εἶχε ἐπιτραπεῖ νά ἐπιστρέψει στή Μόσχα.

Πατριάρχης Ἰωάσαφ Β' (1667 - 1672), ἦταν ἕνας ἐξαιρετικά φιλειρηνικός καί μετριοπαθής μοναχός, Ἀρχιμανδρίτης τῆς Μονῆς τῆς Γεννήσεως τοῦ Κυρίου Νόβγκοροντ ἀπό τό 1654 καί ἀπό τό 1656 τῆς Λαύρας τῆς Ἁγίας Τριάδος - ἁγ. Σεργίου. Ἐπιλέχθηκε σέ διαδοχή τοῦ Πατριάρχου Νίκωνος, ἀκριβῶς λόγῳ τοῦ φιλειρηνικοῦ του χαρακτῆρα, τήν 10. 2. 1667. Συμμετεῖχε στή Σύνοδο τοῦ 1666, ἡ ὁποία καταδίκασε τόν Πατριάρχη Νίκωνα, παρά τό γεγονός ὅτι ὁ ἴδιος προσωπικά ἔκανε δεκτές τίς μεταρρυθμίσεις του.
Ἐπί τῆς πρωθιεραρχίας του συγκλήθηκε ἡ τοπική Σύνοδος τοῦ 1667, ἡ ὁποία ἀπέβλεπε στή μεταρύθμιση τοῦ καθόλου ἐκκλησιαστικοῦ βίου τῆς Ρωσίας. Ὁ Πατριάρχης Ἰωάσαφ Β’ ἐξέδωσε κανόνες σχετικά μέ τόν μοναχικό βίο, αὔξησε τίς Ἐπισκοπές καί πέτυχε τήν ἄρση τοῦ μοναστηριακοῦ διατάγματος τοῦ 1649, μέ τό ὁποῖο οἱ Ἐπίσκοποι στεροῦνταν συγκεκριμένων διοικητικῶν καί δικαστικῶν δικαιωμάτων. Ἀπεβίωσε εἰρηνικά τήν 11. 2. 1672 καί ἐνταφιάστηκε στόν Καθεδρικό Ναό τῆς Ἀναλήψεως Κρεμλίνου.

Πατριάρχης Πιτιρίμ (1672 - 1673), ἀπό τήν 6. 8. 1664 ἦταν Μητροπολίτης Νόβγκοροντ. Ἀργότερα σάν Μητροπολίτης Κρουτίτσης διοίκησε τήν Ρωσική Ἐκκλησία κατά τούς χρόνους τῆς ἐθελούσιας ἀπομάκρυνσις τοῦ Πατριάρχη Νίκωνα, χωρίς τήν ἔγκριση κανενός. Ὑπῆρξε βασικός κατήγορος κατά τοῦ Νίκωνα, κατά τήν Σύνοδο τοῦ 1666, ἔχοντας ἐλπίδα νά ἐκλεγεῖ στή θέση του. Τελικά Πατριάρχης Μόσχας ἀναδείχθηκε τό 1762, σέ διαδοχή τοῦ Ἰωάσαφ Β’. Ἀπεβίωσε ἕνα χρόνο ἀργότερα, τό 1673.

Πατριάρχης Ἰωακείμ (1674 - 1690), κατά κόσμον Ἰωάννης Σοβέλωφ, γεννήθηκε τό 1621 στό Μοζάϊσκ, σέ οἰκογένεια μικροευγενῶν, νυμφεύθηκε καί ἀκολούθησε στρατιωτική σταδιοδρομία. Ὅταν χήρευσε σέ ἡλικία 35 ἐτῶν, ἔγινε μοναχός στή Μονή Μεγιγόριε τοῦ Κιέβου. Τό 1657 ὁ Πατριάρχης Νίκων τόν ἐγκατέστησε στήν Οὐκρανική Μονή τοῦ ἁγ. Ἀνδρέου τῆς Μόσχας. Ὅταν ὁ Νίκων ἦρθε σέ ρήξη μέ τόν Τσάρο Ἀλέξιο καί ἀποχώρησε ἀπό τήν ἐκκλησιαστική διοίκηση, ὁ ἐξαιρετικά φιλόδοξος Ἰωακείμ συντάχθηκε μέ τούς ἐχθρούς του, μέ ἀποτέλεσμα τό 1662 νά γίνει Οἰκονόμος τῆς Βασιλικῆς Μονῆς τοῦ Σωτῆρος τοῦ Νέου καί τό 1664 νά δεχθεῖ τήν Ἱερωσύνη καί νά ἀναδειχθεῖ Ἀρχιμανδρίτης τῆς Μονῆς τοῦ Θαύματος.
Ὁ Ἰωακείμ εἶχε βλέψεις στόν Πατριαρχικό Θρόνο τῆς Μόσχας καί γιά τοῦτο ὑπῆρξε ἀπό τούς βασικούς κατηγόρους τοῦ Νίκωνος στή Σύνοδο τοῦ 1666, ἀλλά τελικά ὁ Τσάρος Ἀλέξιος προέκρινε γιά τήν θέση τοῦ Πατριάρχη τόν γηραιό Πιτιρίμ, ἀπό τόν ὁποῖο ὅμως κλήθηκε ὁ Ἰωακείμ νά τόν βοηθήσει στήν ἐκκλησιαστική διοίκηση. Τό 1672 ὁ Ἰωακείμ χειροτονήθηκε Μητροπ. Νόβγκοροντ καί τελικά τό 1774 ἀναδείχθηκε Πατριάρχης.
Ὁ Πατριάρχης Ἰωακείμ ἔδρασε περισσότερο σάν στρατιωτικός πού θέλει νά ἐπιβάλει τήν πειθαρχία, παρά σάν ποιμένας μέ ποιμαντικά καί πνευματικά ἐνδιαφέροντα. Ἐκτός ἄλλων ἀποκατέστησε τά δικαστικά καί φορολογικά δικαιώματα τοῦ Κλήρου (Σύνοδος τοῦ 1675), πέτυχε τήν κατάργηση τοῦ Μοναστηρικοῦ Γραφείου τό ὁποῖο διαχειρίζοταν τά ἐκκλησιαστικά κτήματα (1677), ἀντιτάχθηκε στήν αὔξηση τῶν Ἐπισκοπικῶν Ἑδρῶν (γιά νά μήν μειωθεῖ τό κύρος τῶν Ἐπισκόπων ἀπό τόν μεγάλο ἀριθμό τους) καί ἀπαγόρευσε τήν σύνταξη Ἀκολουθιῶν χωρίς τήν προσωπική του ἔγκριση.
Σάν πρ. στρατιωτικός ἀντιμετώπιζε τούς αἱρετικούς καί τούς σχισματικούς σάν ἐπαναστάτες καί ὄχι σάν πλανωμένους καί ἔτσι κατεδίωξε τούς Παλαιοπίστους μέ ἰδιαίτερη σκληρότητα. Ἠδη σάν Μητροπ. Νόβγκοροντ εἶχε προακλέσει στρατιωτική ἐπέμβαση κατά τῆς Μονῆς Σολόβκι, προπυργίου τῆς λεγομένης Παλαιᾶς Πίστεως. Σάν Πατριάρχης τό 1677 κατάργησε τήν μνήμη τῆς ἁγ. Ἄννας τοῦ Κασίν, διότι σύμφωνα μέ μία πηγή ἔκανε τόν σταυρό της μέ τά δύο δάκτυλα, τό 1679 θέσπισε τήν ὀρκομωσία τῶν χειροτονουμένων κατά τῆς Παλαιᾶς Πίστεως καί μέ τήν Σύνοδο τοῦ 1682 ἀπαγόρευσε τά ἐρημητήρια καί τούς ἰδιωτικούς ναούς τῶν Παλαιοπίστων, ζήτησε ἀπό τίς Ἀρχές τήν ἀναζήτηση καί τήν σύλληψή τους καί ἐπέβαλε τήν δωρεάν ἀνταλλαγή παλαιῶν μέ νέα λειτουργικά βιβλία. Τό 1682 διέταξε τόν διά πυρός θάνατο τῶν κρατουμένων στό φρούριο τοῦ Πουστόζερσκ Παλαιοπίστων ἡγετῶν Πρωθιερέως Ἀββακούμ, Ἱερέως Λαζάρου, Διακόνου Θεοδώρου καί Μοναχοῦ Ἐπιφανίου. Ἀκόμη τό 1685 πέτυχε τήν ἔκδοση διατάγματος πού ἔθετε τούς Παλαιοπίστους ἐκτός νόμου.
Ἀπολύτως ἐχθρικός καί πρός τήν Δύση, πέτυχε τό 1675 τήν ἔκδοση διατάγματος ἀπό τόν Τσάρο Θεόδωρο πού ἀπαγόρευε τήν δυτική ἐνδυμασία καί κόμμωση! Τό ἴδιο ἔτος ἐπέβαλε ἔλεγχο στή εἰκονογραφία, γιά νά ἀποτρέψει τίς δυτικές ἐπιρροές καί τήν εἰσαγωγή τῆς Παπικῆς τεχνοτροπίας.
Τό 1679 προσπάθησε νά ἱδρύσει μία αὐστηρῶς Ὀρθόδοξη Θεολογική Σχολή στή Μόσχα καί γιά τόν λόγο αὐτό ζήτησε τήν ἀποστολή Καθηγητῶν ἀπό τά Ἀνατολικά Πατριαρχεῖα.
Στόν πολιτικό τομέα μετά τόν θάνατο τοῦ Τσάρου Θεοδώρου (1682), συντάχθηκε μέ τήν Ἀντιβασίλισσα Σοφία, ἐπίτροπο τῶν ἀνηλίκων Πέτρου Α’ καί Ἰωάννη Ε’.
Τό 1690 πέτυχε τήν ἐκδίωξη τῶν Ἰησουϊτῶν ἀπό τήν Ρωσική ἐπικράτεια. Ἀπεβίωσε τό ἴδιο ἔτος.

Πατριάρχης Ἀδριανός (1690 - 1700), κατά κόσμον Ἀνδρέας, γεννήθηκε τό 1626 στή Μόσχα. Τό 1686 ἦταν Ἀρχιμανδρίτης τῆς Μονῆς Τσουντώφ, ὅταν χειροτονήθηκε Μητροπολίτης Καζάν ἀπό τόν Πατριάρχη Ἰωακείμ. Πατριάρχης Μόσχας ἀναδείχθηκε τό 1690, κατά τήν βασιλεία τοῦ Μεγάλου Πέτρου - μέ τίς μεταρρυθμίσεις τοῦ ὁποίου ἦταν ἀντίθετος - ὑποστηριζόμενος ἀπό τήν Βασιλομήτορα Ναταλία Κυρίλοβνα. Συντηριτικῶν ἀπόψεων, ὑποστήριξε τήν συλλογή ἀντιλατινικῶν ἔργων «Ἀσπίς Πίστεως», τοῦ Ἐπισκόπου Ἀθανασίου τοῦ Χολμογκόρσκ (1682 – 1702). Σέ μία πράξη ἀμφισβητήσεως τῆς Πατριαρχικῆς ἀξίας ὁ Μέγας Πέτρος τοῦ ἀρνήθηκε τό δικαίωμα τῆς ἰκεσίας ὑπέρ τῶν θυμάτων τῆς Ἡγεμονικῆς δυσμένειας. Ἀσθενικῆς κράσεως, ἀπεβίωσε τό 1700. Ὑπῆρξε ὁ τελευταῖος Πατριάρχης Ρωσίας τῆς Α’ Πατριαρχικῆς Περιόδου τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας (1589 - 1700).

5. Μοναχισμός
Τό κείμενο εἶναι ὑπό ἐπεξεργασία.

6. Ἱεραποστολή.
Τό κείμενο εἶναι ὑπό ἐπεξεργασία.

7. Ἁγιολογική Κίνηση.
Κατά τήν Α’ Πατριαρχική Περίοδο τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας (1589 – 1700), στό χορό τῶν Μαρτύρων καί Ἁγίων Ἡγεμόνων ἐντάσσεται μόνον ὁ Τσάρεβιτς Δημήτριος Ἰβάνοβιτς (+ 1591), δολοφονημένος γιός τοῦ Τσάρου Ἰωάννη Δ’ τοῦ Τρομεροῦ.
Ἅγιοι Ἱεράρχες. Πέραν τῶν Ἁγίων Πατριαρχῶν Ρωσίας Ἰώβ (+ 1609) καί Ἑρμογένη (+ 1612), μνημονεύονται ὁ ἅγ. Ἀθανάσιος Πατριάρχης ΚΠόλεως (Πατελάρος, + 1656, ὁ ὁποῖος κοιμήθηκε στή Ρωσία καί τό ἀδιάφθορο Λείψανό του σήμερα φυλάσσεται στό Χάρκοβο τῆς Οὐκρανίας), ὁ ἅγ. Πέτρος Μητροπ. Κιέβου (Μογίλας, + 1646), ὁ ἅγ. Ἰωσήφ Μητροπ. Ἀστραχάν (+ 1672), ὁ ἅγ. Θεοδόσιος Ἀρχιεπ. Τσερνίκωφ (+ 1696) καί ὁ ἅγ. Συμεών Μητροπ. Σμολένσκ (+ 1699).
Ὅσιοι Πατέρες. Μνημονεύονται οἱ Ὅσιοι Θεοδόσιος τῆς Τότμας (+ 1568), Θεράπων τῆς Μόνζας (+ 1597), Βασσιανός τοῦ Πετρόμσκ (+ 1599), Βασίλειος τῆς Μαγκάζεα (+ 1600), Μαρτύριος τοῦ Ζελένσκ (+ 1603), Σέργιος τοῦ Σουκχτώφ (+ 1609), Ἀντώνιος τοῦ Λεοχόνωφ (+ 1611), Γαλακτίων τῆς Βολόγδας (+ 1612), Ἰωσήφ τοῦ Ζαονίκιεφ (+ 1612), Εὐφρόσυνος τῆς Γαλάζιας Λίμνης (+ 1612), Τρύφων τῆς Βιάτκας (+ 1612), Εἰρήναρχος τοῦ Ροστώβ (+ 1616), Πολύκαρπος τοῦ Μπριάνσκ (+ 1621), Μακάριος τοῦ Ζαμπίν (+ 1623), Βασσιανός τοῦ Τικχσέν (+ 1624), Εἰρήναρχος τοῦ Σολόβκι (+ 1628), Ἰώβ τοῦ Μεζέν (+ 1628), Διονύσιος τοῦ Ραντονέζ (+ 1633), Νικόδημος τῆς Κόζας (+ 1640), Σίμων τοῦ Βολοκολάμσκ (+ 1641), Ἰώβ τοῦ Ποτσάεφ (+ 1651), Λεωνίδας τοῦ Οὐστενμπένσκ (+ 1654), Ἐλεάζαρος τοῦ Σολόβκι (+ 1656), Κορνήλιος τοῦ Περεγιασλάβλ (+ 1693), Συμεών τοῦ Βερχότσκ (+ 1694) καί Δαλμάτιος τῆς Σιβηρίας (+ 1697).
Κατά τήν ἴδια περίοδο ἀκμάζουν οἱ διά Χριστόν Σαλοί Ὅσιοι Προκόπιος τῆς Βιάτκας (+ 1627) καί Ἀνδρέας τῆς Τότμας (+ 1673).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου