Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου
Ξένη Δημοσίευσις - Το κείμενο καταχωρείται σε μονοτονικό σύστημα γιά λόγους τεχνικούς.
Ο οσιώτατος Πατήρ ημών Γεώργιος γεννήθηκε στην Κερμίρα της Καππαδοκίας το 1809. Οι γονείς του ήταν πλούσιοι, όχι μόνο από αρετές, αλλά και από αγαθά του Θεού, τα οποία σκορπούσαν στους φτωχούς με την καρδιά τους. Ο πατέρας του ονομαζόταν Ιορδάνης και ήταν από την Κερμίρα, η δε μητέρα του λεγόταν Μαρία και ήταν από το Γκέλβερι (Καρβάλη, πατρίδα του Αγίου Γρηγορίου του Ναζιανζηνού).
Αφού απέκτησαν δύο παιδιά, τον Γαβριήλ (Χατζη-Γεώργη) και τον Αναστάσιο, μετά ζούσαν πιο πνευματικά και αγαπημένοι σαν αδέλφια (ζούσαν εν παρθενία). Η μητέρα του, η Μαρία, είχε ασκητικό πνεύμα από μικρή, διότι είχε αδελφή Μοναχή, Ασκήτρια, την οποία επισκεπτόταν και αργότερα με τα παιδιά της. Στον μικρό λοιπόν Γαβριήλ που άκουγε τις διάφορες διηγήσεις από την θεία τους για τους Ασκητάς, άναψε η επιθυμία στην παιδική του καρδιά να γίνει Μοναχός και προσπαθούσε να μιμηθή τους Ασκητές με αυστηρές νηστείες και προσευχές.
Ο πατέρας του, ο Ιορδάνης, ήταν ευλαβής και αυτός και ασχολείτο με το εμπόριο και τον περισσότερο καιρό τον περνούσε στα ταξίδια. Αυτό φυσικά έδινε την ευκαιρία στη Μαρία να ζή απλά, να μη «μεριμνά και τυρβάζει περί πολλά», να παίρνει τον μικρό Γαβριήλ - επειδή είχε περισσότερη ευλάβεια - και να αγρυπνεί με άλλες γυναίκες πότε στις σπηλιές και πότε στα εξωκκλήσια. Μπορούμε δε να πούμε, ότι και το γάλα της ευλογημένης αυτής Μάνας, που θήλαζε ο Γαβριήλ, ήταν ασκητικό.
Όταν μεγάλωσε λίγο ο Γαβριήλ, πήγε στο σχολείο, αλλά δεν μπορούσε να μάθει γράμματα, ενώ ήταν πολύ έξυπνος. Φαίνεται ήταν οικονομία Θεού, για να μάθη με θεϊκό τρόπο γράμματα το αγιασμένο αυτό παιδί. Τέσσερα ολόκληρα χρόνια παιδεύτηκε στο σχολείο ο μικρός Γαβριήλ και δεν κατόρθωσε ούτε να συλλαβίζει. Επειδή τον μάλωναν οι γονείς του και ο δάσκαλος, εύρισκε ευκαιρία και έφευγε στις σπηλιές. Εκεί δε στην Κερμίρα ή Κερμίλ, ήταν η σπηλιά με τα αποτυπώματα του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου, όπου κατέφευγε πολλές φορές ο μικρός Γαβριήλ. Νήστευε δε πολύ και προσευχόταν, κάνοντας πολλές μετάνοιες εδαφιαίες, και όταν ένωθε εξάντληση, έτρωγε χόρτα από αυτά που φύτρωναν στο βουνό.
Κάποτε μάλιστα είχε απουσιάσει ένα μήνα, είχε έρθει σε επαφή με Ασκητές πού έμεναν γύρω στις σπηλιές, αι ασκήτευε και αυτός κοντά τους σε μια σπηλιά. Τον βρήκαν μετά οι γονείς του και έκτοτε δεν τον μάλωναν που δεν μπορούσε να μάθει γράμματα.
Μια μέρα, του είπε η μητέρα του με καλωσύνη :
"Γαβριήλ, παιδί μου, πήγαινε στην εκκλησία και παρακάλεσε την Παναγία να σε βοηθήσει να μάθεις γράμματα".
Στην ενορία ους υπήρχε Θαυματουργός Εικόνα της Θεοτόκου. Ο μικρός Γαβριήλ, αφού έκανε τριήμερο νηστεία και πολλές μετάνοιες εδαφιαίες -με τις ώρες- , ξεκίνησε νύχτα για την εκκλησία να προσευχηθή, για να μην τον ιδούν οι άνθρωποι. Μόλις έφτασε στο Νάρθηκα, έπεσε στο κατώφλι της θύρας του Ναού και με ευλάβεια και με δάκρυα προσκύνησε απ' έξω, διότι η θύρα ήταν κλειστή. Ενώ παρακαλούσε την Παναγία, «δώσε μου, Βασίλισσα του Ουρανού, να μάθω γράμματα!», ξαφνικά άνοιξαν οι πόρτες της εκκλησίας και μπήκε η Θεοτόκος και παίρνοντας τον μικρό από το χέρι, τον έφερε στην Εικόνα του Χριστού και είπε : «Υιέ μου, δώσε στον μικρό Γαβριήλ να μάθη γράμματα». Κι όπως έλεγε αργότερα ο ίδιος : "Μ' αυτά τα λόγια μ' ευλόγησε με το χέρι Της, μ' ασπάστηκε και είπε : «Τώρα, έμαθες γράμματα».
Και μετά μπήκε στην βόρεια πύλη του Ιερού.
Βλέποντας ο Γαβριήλ ότι δεν βγαίνει, πήγε εκεί. Έψαξε σε όλη την εκκλησία, αλλά δεν μπόρεσε να Την βρεί! Ήλθε μετά η ώρα της Ακολουθίας, έφτασε και ο νεωκόρος για να σημάνη και βλέπει τα πόρτες ανοιχτές και τον Γαβριήλ μέσα στον Ναό! Τα έχασε και ρώτησε με έκπληξη !
"Πως βρέθηκες εδώ";
Ο Γαβριήλ του διηγήθηκε με λεπτομέρεια όλα όσα συνέβησαν. Ο νεωκόρος για να διαπιστώσει την αλήθεια, του έδωσε ένα βιβλίο να διαβάσει και ο Γαβριήλ άρχισε να διαβάζει ωραία και καθαρά. Τότε ο νεωκόρος του είπε :
"Πράγματι, Εκείνη η γυναίκα ήταν η Παναγία"!
Μετά από αυτό το θείο γεγονός, που έμαθε γράμματα με θεϊκό τρόπο ο μικρός, οι γονείς του και όλοι οι συγγενείς του τον είχαν σε ευλάβεια. Ο Γαβριήλ όμως και πάλι πήγαινε στις σπηλιές και ακήτευε, μάζευε δε και τους φίλους του και έκτιζαν μικρό μοναστηράκι με Ναό και κελλάκια, έχοντας τον Γαβριήλ για Ηγούμενο.
Σε ηλικία δεκατεσσάρων χρόνων ακολούθησε και αυτός τους συγγενείς του στην Κωνσταντινούπολη, γιατί είχαν μάθει ότι τούρκεψε ο θείος του που έμενε εκεί. Καθώς περνούσε από ένα ερημικό τόπο, του είπε ο λογισμός ότι θα έβρισκε εκεί ερημίτες να τους πει να προσευχηθούν για τον θείο του που τούρκεψε. Άφησε λοιπόν τους συντρόφους του και έψαχνε στο δάσος, αλλά δεν βρήκε κανένα ασκητή. Έχασε όμως και τους συντρόφους του και λυπημένος παρακαλούσε τον Άγιο Γεώργιο να τον βοηθήσει. Ξαφνικά, του παρουσιάζεται ο Άγιος με στολή αξιωματικού, με φωτεινό πρόσωπο και του λέει :
"Στ' αλήθεια έχασες τον δρόμο Γαβριήλ";
"Ναι, τον έχασα", απάντησε ο μικρός.
"Έλα μαζί μου", του είπε ο Άγιος Γεώργιος και τον πήρε στο άλογό του, πρόφθασε αμέσως τους συντρόφους του, οι οποίοι θαύμασαν και δόξασαν τον Θεό!
Μόλις έφτασαν στην Κωνσταντινούπολη, επισκέφτηκε μαζί με τους συγγενείς του τον θείο του, με πολύ πόνο. Ο θείος του είχε μεγάλη θέση στην Αυλή του Σουλτάνου Μαχμούτ Β' (1808-1839). Κάποτε, επειδή είχε διατάξει να γίνουν διάφορα έργα στην πατρίδα του, οι Αρμένιοι τον φθόνησαν και τον συκοφάνησαν στους Τούρκους. Για να αποφύγει δε τον θάνατο που τον περίμενε, δυστυχώς Τούρκεψε. Επόμενο ήταν να του έχει μεγαλύτερη εμπιστοσύνη μετά ο Σουλτάνος.
Ενώ έφυγαν οι άλλοι για την πατρίδα τους, μετά από τις συμβουλές τους για να μετανόηση ο θείος του, ο Γαβριήλ παρέμεινε στην Κωνσταντινούπολη κοντά του και προσευχόταν πολύ. Έκανε δε σκληρούς αγώνες για να επιστρέψει ξανά στο Χριστιανισμό, όχι μόνο ο θείος του, αλλά και ένας Ιερέας μαζί με μερικούς άλλους, που είχαν Τουρκέψει και εκείνοι από φόβο.
Οι θερμές προσευχές του Γαβριήλ, με τις νηστείες και τις πολλές εδαφιαίες μετανοίες, βοήθησαν για την θεία επέμβαση και έγιναν καταρχάς κρυφοί Χριστιανοί και αργότερα έφυγαν στην Σμύρνη. Και ο μεν θείος του έγινε νεοκώρος σ' ένα ναό και αγωνιζόταν φιλότιμα με πολλή μετάνοια και αναπαύθηκε τη Λαμπροφόρο ημέρα της Αναστάσεως. Ο δε Ιερέας μαζί με τους άλλους αγωνίστηκαν και αυτοί φιλότιμα, με συντριβή και μετάνοια αναπαύθηκαν, Χριστιανοί, στη Σμύρνη.
Το διάστημα των τεσσάρων ετών που παρέμενε στην Αυλή του Σουλτάνου ο Γαβριήλ, έπεσε στην αντίληψή του Σουλτάνου η ασκητική ζωή του νεαρού και θαύμαζε! Ένας νεαρός να μη συγκινείται καθόλου από τις ανθρώπινες δόξες και τις κοσμικές απολαύσεις! Να αναπαύεται σε ένα σκοτεινό υπόγειο και να τρώει μια φορά την ημέρα από μια χούφτα βρεγμένο κριθάρι! Όλη τη νύχτα να προσεύχεται και να κάνει μετάνοιες, ώρες, συνέχεια! Απορούσε για όλα αυτά ο Σουλτάνος και έλεγε στους Αυλικούς του: «Ποιός έμαθε σε αυτόν το νεαρό έτσι να νηστεύει και να προσεύχεται;». Η αγία ζωή του μικρού Γαβριήλ είχε αλλοιώσει και αυτόν τον Σουλτάνο ακόμη και έγινε κρυφός Χριστιανός.
Ο Γαβριήλ (ο μετέπειτα Χατζη-Γεώργης) έλεγε αργότερα τα εξής: «Ο Σουλτάνος Μαχμούτ αγαπούσε κατόπιν τους Χριστιανούς. Ενώ πριν οι Χριστιανοί δεν μπορούσαν να επιδιορθώσουν ούτε ένα ερειπωμένο ναό, ούτε να κτίσουν εκ νέου, αυτός εξέδωσε μετά περί τα 2.000 φιρμάνια προς ανέγερση νέων Ναών κ.λπ. Δώρισε ακόμη και δύο μεγάλες εικόνες του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου (τον οποίο ευλαβείτο) και του πατρός αυτού, του Προφήτου Ζαχαρίου, καθώς και έναν ασημένιο πολυέλαιο. Εκτός απ' αυτά, έδειξε μεγάλη εύνοια και στο Πατριαρχείο Ιεροσολύμων, που χρωστούσε στους Εβραίους 36 χιλιάδες λίρες χρυσές. Ο Σουλτάνος απαίτησε όλα τα έγγραφα αυτού του χρέους και τα κατέστρεψε και διέταξε αυστηρά τους Εβραίους να μην απαιτήσουν στο εξής το χρέος αυτό από το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων. Άλλαξε δε και πολλά άλλα Τουρκικά έθιμα και βοηθούσε πολύ τους Χριστιανούς. Επόμενο ήταν να τον θανατώσουν οι Τούρκοι και να πουν ότι πέθανε».
Τον Γαβριήλ, λοιπόν, μετά από την παραμονή του στην Πόλη επί τέσσερα χρόνια και την επιστροφή των άλλων στο Χριστό, σε ηλικία 18 χρόνων, τον απασχολούσε ποιά έντονα η δίκη του σωτηρία και παρακαλούσε με δάκρυα την Παναγία, συνέχεια μέρα νύχτα, να τον βγάλει από την Αυλή του Σουλτάνου και να του δείξει οδόν σωτηρίας.
Κάποτε, ενώ βρισκόταν στη Θεία Λειτουργία στο Ναό του Πατριαρχείου, μπροστά στην ψηφιδωτή εικόνα της Θεοτόκου, που βρίσκεται πίσω από την Πατριαρχική καθέδρα, με δάκρυα παρακαλούσε την Παναγία να τον οδηγήσει. Όταν τελείωσε η Θεία Λειτουργία, αυτός δεν βγήκε έξω μαζί με τους άλλους, αλλά παρακαλούσε και στη συνέχεια με πολλή πίστη και απλότητα παιδική την Παναγία, να τον πληροφορήσει τι να κάνει. Για μια στιγμή, όπως διηγείτο, βλέπει τη Βασίλισσα των Ουρανών να έρχεται απ' την εικόνα κοντά του, ντυμένη με ολόλαμπρη λευκή ενδυμασία και να τον ρωτά!
"Τι θέλεις";
"Θέλω να σταθώ"! απάντησε ο Γαβριήλ.
Η Θεοτόκος του λέει.
"Πήγαινε στην εξωτερική πύλη του Φαναρίου, στην αποβάθρα, όπου θα δεις ένα Μόναχο, με αυτόν να πας στο Άγιον Όρος".
Αφού είπε αυτά η Παναγία, ξαναμπήκε στην εικόνα Της.
Ο Γαβριήλ μετά έτρεξε χαρούμενος προς την αποβάθρα και είδε ένα σεβάσμιο Μοναχό, αδύνατο, με άσπρη μακριά γενειάδα. Ήταν ο Ηγούμενος της Μονής Γρηγορίου, ο Γρηγόριος, από το Άγιον όρος. Ο Γαβριήλ πέφτει στα πόδια του και τον παρακαλεί να τον πάρει μαζί του στον Άθωνα. Αλλά ο Αγιορείτης Ηγούμενος του λέει.
"Από τους Αγίους Πατέρες και τις διατάξεις των Πατριαρχών απαγορεύεται να παίρνουμε στον Άθωνα, όχι μόνο παιδιά σαν εσένα, αλλά και αυτούς που ακόμη δεν έχουν γένια. Έτσι είναι και μη μιλάς, στον Άθωνα δεν μπορείς να έρθεις προς το παρόν".
Όταν άκουσε την άρνηση του, πόνεσε πολύ ο Γαβριήλ και αναγκάστηκε τότε να του διηγηθεί πώς είδε την Παναγία και ότι αυτή του είπε να πει στον Ηγούμενο νά τον πάρει στον Άθωνα. Αλλά ο Γέροντας, δυστυχώς, με κανένα τρόπο δεν ήθελε να δεχθεί να τον πάρει στο Άγιον Όρος, ούτε έδωσε καμία προσοχή στην εύνοια της Κυρίας Θεοτόκου, η Οποία μπορεί να ενεργεί και αντίθετα με τις ανθρώπινες διατάξεις, όσο καλές και αν φαίνονται.
Όλα αυτά έγιναν παρουσία του Καπετάνιου του πλοίου, ο οποίος είπε στον Γαβριήλ.
"Να μπεις, παιδί μου, κρυφά στο πλοίο και να φανερωθείς στο Γέροντα, όταν φθάσουμε στον Άθωνα".
Από την Κωνσταντινούπολη ο Γαβριήλ έφυγε το 1828 και μετά από λίγες ημέρες έφθασε το πλοίο στη Μονή του Γρηγορίου. Βγήκε και ο Γαβριήλ και έπεσε στα πόδια του Ηγουμένου λέγοντας, "η Παναγία με έφερε στο Άγιον Όρος» και έτρεχαν δάκρυα από τα μάτια του. Ο Ηγούμενος όμως και πάλι δεν ήθελε να τον πάρει στη Μονή, απέφευγε ακόμη και να τον βλέπει. Αλλά οι Πατέρες της Μονής έκαμψαν τον Ηγούμενο και τον δέχτηκε. Του έδωσαν αμέσως το διακόνημα του παραμάγειρα και διακονούσε πρόθυμα και αγωνιζόταν φιλότιμα στα πνευματικά.
Ήταν ακόμη αρχάριος, όταν έτυχε και η Πανήγυρη της Μονής, του Αγίου Νικολάου. Λόγω της κακοκαιρίας όμως δεν μπόρεσαν να ψαρέψουν και οι Πατέρες ήταν στεναχωρημένοι που δεν θα είχαν ψάρια να φιλέψουν τους πανηγυριώτες. Αλλ' ο Γαβριήλ δεν στεναχωρέθηκε γι αυτό, γιατί θεωρούσε πολύ απλό για τον Άγιο Νικόλαο να τα οικονομήσει. Παρακάλεσε λοιπόν τον Άγιο Νικόλαο και πετάχτηκαν θαυματουργικώς στον Αρσανά της Μονής αρκετά μεγάλα και καλά ψάρια, την παραμονή της Εορτής. Οι αδελφοί τα ανέβασαν στη Μονή με χαρά και τα ετοίμασαν δοξάζοντας τον Θεό.
Μετά από αυτό το θείο γεγονός, ο Γαβριήλ έφυγε για τα Καυσοκαλύβια, για αν μην τον ευλαβούνται οι Πατέρες της Μονής. Είχε παραμείνει στη Μονή Γρηγορίου περίπου δύο μήνες. Εκεί, είχε μάθει ότι είναι ένας έμπειρος Πνευματικός στην Σκήτη των Καυσοκαλυβίων, ο Παπά-Νεόφυτος «Καραμανλής», συμπατριώτης του, μεγάλος βιαστής και με πολλή χάρη Θεού.
Πήγε λοιπόν και τον βρήκε στον Άγιο Γεώργιο στα Καυσοκαλύβια.
Ο Παπά-Νεόφυτος μόλις είδε τον νεαρό Γαβριήλ τον δέχτηκε με χαρά, γιατί έβλεπε την Χάρη του Θεού στο πρόσωπο του νέου ζωγραφισμένη. Επειδή όμως ήταν πολύς Τούρκικος στρατός και στο Άγιον Όρος την εποχή εκείνη, λόγω της Επαναστάσεως (1821-1830), τον άφησε τον Γαβριήλ στη σπηλιά του Οσίου Νήφωνος, όπου ασκήτευε και ο ίδιος τον περισσότερο καιρό, για να προφυλάξει τον νέο από τους βαρβάρους Τούρκους. Εκεί στην σπηλιά, αγωνίστηκε σκληρά, με φιλότιμο, τέσσαρα χρόνια, χωρίς να βλέπει άνθρωπο, εκτός από τον Γέροντά του που τον επισκεπτόταν και τον κοινωνούσε τα Άχραντα Μυστήρια.
Όταν πια είχε ηλικιωθεί, είχε ελαττωθεί κάπως και ο Τούρκικος στρατός και επέστρεψε στη Σκήτη κοντά στον Γέροντά του, τον Παπά-Νεόφυτο, στην Καλύβη του Αγίου Γεωργίου, όπου έμεναν και άλλοι εννέα παραδελφοί του.
Ενώ ήταν ακόμη δόκιμος ο Γαβριήλ, όμως παρουσίαζε σημεία προχωρημένου Μοναχού! Ήταν δηλαδή ασυρματιστής του Θεού.
Κάποτε λοιπόν, ενώ προσευχόταν, άκουσε την φωνή του Γέροντά του να τους λέει : «Καλογέρια μου, σώστε με!».
Έτρεξε αμέσως και το είπε στον μεγαλύτερο παράδελφό του, αλλά εκείνος δυστυχώς τον μάλωσε.
"Άντε πήγαινε, πλανεμένε, κάνε τον κανόνα σου, που άκουσες την φωνή του Γέροντα"!
Έκανε υπακοή ο Γαβριήλ και πήγε στο κελλί του. Μόλις όμως, άρχισε την προσευχή του, ξανά ακούει τον Γέροντα πιο έντονα, με σπαρακτική φωνή να λέει : «Καλογέρια μου, σώστε με! Βρίσκομαι κοντά στον Σταυρό, που είναι στον Ζυγό, πριν την Κερασιά και κινδυνεύω. Βοηθείστε με!».
Πηγαίνει πάλι ο Γαβριήλ στον παραδελφό του και του λέει :
"Ο Γέροντάς μας κινδυνεύει και βρίσκεται ψηλά στο Σταυρό".
Εκείνος όμως τον μάλωσε πιο πολύ αυτή τη φορά.
"Τόσο πλανεμένος είσαι; Ακούς την φωνή του Γέροντα από το Σταυρό"; (Απόσταση δύο ώρες με καλό καιρό).
Τότε ο Γαβριήλ με πόνο τον παρακάλεσε.
"Κάνε, Πάτερ μου, ένα κομποσχοίνι με σταυρούς και δώσε προσοχή και θα δείς".
Μόλις λοιπόν άρχισε και εκείνος να κάνει ένα - δυο σταυρούς, λέγοντας την ευχή, άκουσε την σπαρακτική φωνή του Γέροντά τους. Αμέσως τύλιξαν βέργες με σχοινιά γύρω στα πόδια τους, για να μην βουλιάζουνε στα χιόνια και ξεκίνησαν.
Έκαναν περίπου μισή μέρα για να ανέβουν στο σημείο που βρισκόταν ο Γέροντας, γιατί είχε πολλά χιόνια. Αφού ένα μέτρο ήταν χαμηλά στα Καυσοκαλύβια, πόσο μάλλον ψηλά στο Σταυρό!
Ο Παπά-Νεόφυτος, όπως επέστρεφε από ταξίδι, χειμώνα και με κακοκαιρία, ανεβαίνοντας από την Αγία Άννα προς την Κερασιά, κοντά στον Σταυρό, είχε πια αποκάμει από την κούραση και όπως ήταν πολύ το χιόνι, ένα μπόϊ, βούλιαζε και δεν μπορούσε πια να βγεί.
Hταν έφτασαν τα καλογέρια του, τον βρήκαν σχεδόν νεκρό, παραχωμένο στα χιόνια. Τον πήραν αμέσως, όπως ήταν ξυλιασμένος και τον μετέφεραν κατ' αρχάς στην Κερασιά, για να συνέλθει. Αλλά αυτό που έσωσε τον Γέροντα, μου λέει ο λογισμός, δεν ήταν η ζέστη και τα ζεστά που του πρόσφεραν ανθρωπίνως, αλλά η θερμή προσευχή του Γαβριήλ.
Αφού έγινε καλά ο Παπά-Νεόφυτος, κατέβηκαν στα Καυσοκαλύβια, στον Άγιο Γεώργιο και μετά από λίγο εκάρη Μοναχός ο Γαβριήλ, εκεί στην Καλύβη τους και μετονομάστηκε Γεώργιος και αργότερα από το προσκύνημά του στους Αγίους Τόπους πήρε το «Χατζή-Γεώργης».
Επειδή είχε αυξηθεί η συνοδεία του Παπά-Νεόφυτου στα Καυσοκαλύβια, ανέβηκαν στην Κερασιά, για να έχουν και περισσότερη ησυχία. Κατ' αρχάς παρέμειναν τέσσερα χρόνια στο Κελί των Αγίων Αποστόλων, μέχρι που ετοίμασαν το Μεγάλο Κελί του Αγίου Δημητρίου και Αγίου Μηνά, όπου χωρούσε όλη η Αδελφότητα. Εκεί στην Κερασιά ο Παπά-Νεόφυτος είχε δει όραμα και έβαλε το αυστηρό τυπικό της διαρκούς νηστείας και αδιαλείπτου προσευχής. Μετά άφησε τον Πατέρα Γεώργιο, τον Χατζή-Γεώργη, για Γέροντα, το 1848, και εκείνος πήρε κελλί στις Καρυές, Σιμωνοπετρίτικο, του Αγίου Νικολάου, για να διευκολύνωνται οι προσκυνηταί και να βοηθάει περισσότερες πονεμένες ψυχές, σαν χαρισματούχος Πνευματικός που ήταν.
Οι Πατέρες της Συνοδίας του στην Κερασιά, ένιωθαν μεγάλη σιγουριά πνευματική και στον Χατζή-Γεώργη, γιατί είχε κάνει ο ίδιος υποτακτικός προηγουμένος και μπορούσε να καταλάβει τους υποτακτικούς. Χρησιμοποιούσε την εκοπή του θελήματος με το πατρικό πνεύμα, δηλαδή, να κόβει άλλοτε τον εγωισμό τον παιδικό και άλλοτε να φρενάρει τον ενθουσιασμό.
Με άλλα λόγια, κλάδευε με διάκριση και δεν κουτσούρευε αδιάκριτα. Επειδή ο Γέροντας είχε αγιότητα, τα καλογέρια του υποτάσσονταν από ευλάβεια και όχι από φόβο.
Στον εαυτό του δε, ήταν πολύ σκληρός και συνέχεια αύξανε την άσκησή του. Έλεγε ο Γέροντας: «Όταν καταγίνεται κανείς με νηστεία - αγρυπνία- προσευχή, εξαντλούνται οι σωματικές δυνάμεις και η σάρκα στενάζει και παραπονιέται στην δυσκολία και στον κόπο της ασκητικής ζωής. Τότε είναι που πρέπει να γίνει κανείς πιο προσεκτικός και στον πόλεμο των λογισμών -γιατί τότε έρχονται στην μνήμη οι μέρες της κοσμικής ζωής - για να μην εμποδιστεί στον δρόμο της σωτηρίας του και απωλέσει την ψυχή του».
Μετά από πολύχρονους τέτοιους αγώνες, επόμενο ήταν να εξαντληθεί, αλλά και να εξαϋλωθεί. Ενώ του πονούσαν τα πόδια από την ορθοστασία κατά την προσευχή και ιδίως τα γόνατα από τις πολλές γονυκλισίες και γενικά όλο το κορμί του από την άσκηση, ο Γέροντας συνέχιζε το αυστηρό του τυπικό και δεν έπαιρνε ποτέ φάρμακα. Έλεγε δε στους υποτακτικούς του και στους επισκέπτες : «Το καλύτερο φάρμακο είναι η συχνή Μετάληψη των Αχράντων του Χριστού Μυστηρίων. Η συχνή Εξομολόγηση και η Θεία Μετάληψη είναι η σπουδαιότερη και απαραίτητη προϋπόθεση για την επίγεια πνευματική αγαλίαση και την ουράνια ευφροσύνη». Και τους ανέφερε και το εξής παράδειγμα :
Ένας Ερημίτης ρώτησε τον διάβολο.
"Ποια είναι τα πιο φοβερά πράγματα στην ζωή σας";
Απάντησε ο διάβολος.
"Είναι φοβερά και ανυπόφορα για μας".
"Ποιά είναι αυτά"; ρώτησε ο Γέροντας.
"Να ποιά είναι. Το Μυστήριο του Βαπτίσματος, με το οποίο χάνουμε εντελώς την εξουσία και το δικαίωμα πάνω σας. Ο Σταυρός, ο οποίος μας βασανίζει, μας διώχνει και μας αφανίζει και ιδίως η Κοινωνία. Η Κοινωνία - συνέχισε ο διάβολος - είναι πιο φοβερή για μας και από την γέενα του πυρός. Όχι μόνο δεν μπορούμε να πλησιάσουμε εκείνον που άξια έχει κοινωνήσει, αλλά φοβώμαστε και να τον αντικρύσουμε ακόμη. Αλλά όμως, όσο κι αν αυτά είναι θανάσιμα για μας, εμείς ευγνωμονούμε τους ανθρώπους, που με τις απροσεξίες τους και τις αμαρτωλές συνήθειές τους, από μόνοι τους απομακρύνουν την ενέργεια των Μυστηρίων από τον εαυτό τους. Κι έτσι μόνοι τους μας δίνουν το δικαίωμα να κυριεύσουμε τις καρδιές τους». Με την διήγηση αυτή ο Χατζή-Γεώργης έδινε να καταλάβουν πιο ζωντανά, πόσο σπουδαία είναι στους Χριστιανούς τα Άγια Μυστήρια.
Για τον εαυτό του δε ο Γέροντας, για να υπομένει με χαρά τους κόπους και τους πόνους της ασκήσεως για την σωτηρία της ψυχής του, έφερνε πάντα στην μνήμη του το εξής περιστατικό που του είχε διηγηθεί ο Γέροντάς του Παπά-Νεόφυτος:
Κάποτε, ένας άρρωστος έχασε την υπομονή του και φώναζε προς τον Κύριο ζητώντας να τον απαλλάξει από τους φρικτούς πόνους. Του παρουσιάζεται τότε ένας Άγγελος και του λέει.
"Ο Πανάγαθος Θεός άκουσε την προσευχή σου και θα κάνει το αίτημά σου, με τον όρο όμως πως αντί ένα χρόνο ζωής με βάσανα στην γη, με τα οποία κάθε άνθρωπος, σαν τον χρυσό στην φωτιά, καθαρίζεται από την αμαρτία, θα δεχθείς να περάσεις τρεις ώρες στην κόλαση. Επειδή η ψυχή σου χρειάζεται να καθαρισθεί με την δοκιμασία της αρρώστιας, θα έπρεπε να υποστείς την ασθένεια άλλον ένα χρόνο. Αυτό σου φαίνεται δύσκολο, σκέψου όμως και τι θα πει κόλαση, όπου πηγαίνουν όλοι οι αμαρτωλοί! Γι' αυτό δοκίμασε, αν θέλεις, μόνο για τρεις ώρες και μετά, με τις προσευχές της Αγίας Εκκλησίας θα σωθείς".
Ο άρρωστος σκέφτηκε, «ένας χρόνος βάσανα στη γη είναι πολύ μακρύς! Καλύτερα να κάνω υπομονή τρεις ώρες παρά ένα χρόνο».
"Συμφωνώ για τρεις ώρες στην κόλαση", είπε στον Άγγελο.
Ο Άγγελος τότε, πήρε απαλά στα χέρια του την ψυχή του, την άφησε στην κόλαση και απομακρύνθηκε λέγοντας.
"Μετά τρεις ώρες θα επιστρέψω".
Το παντοτινό σκοτάδι που κυριαρχούσε εκεί, το στρίμωγμα, οι φωνές των κολασμένων που έφταναν στα αυτιά του και η άγρια όψη τους, όλα αυτά προξενούσαν στον δυστυχισμένο φοβερό τρόμο και λύπη. Παντού έβλεπε και άκουγε βάσανα. Πουθενά φωνή χαράς στην απέραντη άβυσσο της κολάσεως. Μόνο τα φλογισμένα μάτια των δαιμόνων φαίνονταν μέσα στο σκοτάδι, έτοιμα να τον σπαράξουν.
Άρχισε να τρέμει ο ταλαίπωρος και να φωνάζει, αλλά στις φωνές και τις κραυγές του απαντούσε μόνο η άβυσσος. Του φαινόταν πως ολόκληροι αιώνες βάσανα είχαν περάσει και από στιγμή σε στιγμή περίμενε να έρθει προς αυτόν ο Άγγελος, αλλά αυτό δεν γινόταν.
Τελικά, απελπισμένος πως δεν θα έβλεπε ποτέ τον Παράδεισο, άρχισε να βογγά και να κλαίει, αλλά κανείς δεν νοιαζόταν γι' αυτόν. Οι αμαρτωλοί στην κόλαση σκέφτονταν μόνο τον εαυτό τους και χαίρονταν οι δαίμονες για τα βάσανά τους.
Αλλά να, που η γλυκιά λάμψη του Αγγέλου φάνηκε στην άβυσσο. Με παραδεισένιο χαμόγελο στάθηκε ο Άγγελος πάνω από τον βασανισμένο και ρώτησε.
"Πως είσαι άνθρωπε";
"Δεν πίστευα ότι και στους Αγγέλους μπορούσε να υπάρχει ψεύδος"! Ψιθύρισε με σβησμένη φωνή ο βασανισμένος.
"Τι θα πεί αυτό"; ρώτησε ο Άγγελος.
"Πως τι θα πεί; - συνέχισε ο ταλαίπωρος - Υποσχέθηκες να με πάρεις από εδώ μετά από τρεις ώρες και από τότε, χρόνια, ολόκληροι αιώνες μου φαίνεται πως πέρασαν με αφόρητα βάσανα".
"Ευλογημένε, τι χρόνια, τι αιώνες; - είπε έκπληκτος ο Άγγελος - μόνο μια ώρα έχει περάσει από τότε που έφυγα και πρέπει να μείνεις εδώ ακόμη δυο ώρες".
"Πως; Δύο ώρες; Ωχ! Δεν μπορώ να βαστάξω, δεν έχω δύναμη! Αν είναι δυνατόν κι αν είναι θέλημα Κυρίου, σε ικετεύω, πάρε με από εδώ. Καλύτερα στη γη να υποφέρω χρόνια, μέχρι την ημέρα της Κρίσεως, μόνο βγάλε με από την κόλαση! Λυπήσου με"! Φώναξε βογγώντας ο βασανισμένος, υψώνοντας τα χέρια προς τον Άγγελο.
"Καλά - απάντησε ο Άγγελος - ο καλός Θεός σαν Φιλόστοργος Πατέρας θα σε ελεήσει".
Με αυτά τα λόγια ανοίγει τα μάτια του και βλέπει πως, όπως και πριν, βρισκόταν στο κρεββάτι της αρρώστιας.
Με τέτοιους λογισμούς ο Γέροντας έκανε όλες του τις αισθήσεις να είναι νεκρωμένες, γιατί το ενδιαφέρον της σωτηρίας της ψυχής ταπεινώνει το σώμα και νεκρώνει τα πάθη. Μετά από τέτοια υπερφυσική άσκηση που έκανε ο Γέροντας και από τέτοια υπομονή και καρτερία που έδειχνε στους φρικτούς πόνους και από τέτοιους ταπεινούς λογισμούς που έφερνε, ώστε να πιστεύει ότι ήταν πολύ αμαρτωλός και έπρεπε να καθαριστεί η ψυχή του με τους πόνους των ασθενειών, ενώ ήταν αγιασμένος εκ κοιλίας μητρός, επόμενο ήταν να του δοθεί άφθονη η Χάρις του Θεού και να μην αρρωσταίνει ποτέ, σε όλη του την ζωή.
Ο πατήρ Γεώργιος πολύ λυπόταν, όταν κάποιος στα πρώτα βήματα της καλογερικής, μόλις άρχισε τον αγώνα για την σωτηρία της ψυχής του, έχανε το θάρρος του και κλονιζόταν και μη υπομένοντας τους αγώνες υπέκυπτε στον πειρασμό και εγκατέλειπε το Μοναχικό Σχήμα και τον Αγιασμένο Άθωνα, χωρίς να συναισθάνεται την σοβαρότητα των υποσχέσεών του στο Θεό. Έλεγε δε πως πρέπει με ταπεινοφροσύνη και υποταγή να δεχώμαστε κάθε δοκιμασία και θλίψη που μας στέλνει ο Θεός, για να καθαριστεί εντελώς η ψυχή μας από τις εν γνώσει και αγνοία αμαρτίες.
Όσους έβλεπε ο Γέροντας να είναι κυριευμένοι από την ακηδία, τους παρηγορούσε και πνευματικά τους νουθετούσε. Και σε εκείνους που δεν ήθελαν να σηκώσουν τον Σταυρό της Μοναχικής ζωής και ήθελαν να εγκαταλείψουν το Άγιον Όρος, ο Γέροντας διηγείτο το ακόλουθο γεγονός.
Ένας Αθωνίτης, που είχε το διορατικό χάρισμα, έβλεπε όλα τα στίφη των δαιμόνων, από τα οποία το ένα ήταν σιχαμερώτερο από το άλλο. Ανάμεσα όμως σε όλα, ένα φαίνονταν τόσο σιχαμερό, που αηδίαζε κανείς μόνο και να το βλέπει! Ο Ασκητής το κοίταζε και αναρρωτιόταν από πού να προερχόταν αυτή η φοβερή ασχήμια του.
"Γιατί μας κοιτάζεις τόσο παράξενα, Καλόγερε"; Ρώτησε με σατανική ερωνία ένας δαίμονας. "Όλοι αυτοί που βλέπεις είναι εκείνοι που πειράζουν τους Καλογήρους και με κάθε τρόπο προσπαθούν να τους εμποδίσουν στην σωτηρία τους, προξενώντας ακηδία με την σκέψη των συγγενών και της πατρίδας και βάζοντας λογισμούς να αφήσουν το Όρος και να γυρίσουν στον κόσμο. Αυτούς που φεύγουν από εκεί και πετάνε τα ράσα, σε μένα πέφτει να τους κουβαλώ στους ώμους ως το καράβι και αυτοί είναι που μου έφαγαν έτσι τον λαιμό και την πλάτη. Και αφού τους κουβαλήσω στο καράβι, ταξιδεύω και εγώ μαζί τους στον κόσμο"!
Ο Γέροντας σταυροκοπήθηκε και όλα χάθηκαν.
Ο Χατζη-Γεώργης συμβούλευε ανάλογα τον καθένα, με διάκριση και παρηγορούσε τις ψυχές και βοηθούσε με τις καρδιακές του προσευχές. Το πρόσωπό του ακτινοβολούσε από την αγία του ζωή και σκορπούσε Θεία Χάρη στις πονεμένες ψυχές. Η φήμη του αγίου Γέροντα είχε φθάσει παντού και έτρεχαν από παντού οι άνθρωποι για να ωφεληθούν πνευματικά. Από το πρωί μέχρι το βράδυ, μάζευε τον πόνο των πονεμένων και θέρμαινε τις καρδιές τους με την αγάπη του την πνευματική, που έμοιαζε με ανοιξιάτικη λιακάδα. «Η καλή μέρα φαίνεται από το πρωί».
Έφυγε από την πατρίδα του μικρό παιδάκι, άφησε τους γονείς του για την αγάπη του Χριστού, έβγαλε την αγάπη του απ' την μικρή οικογένεια και έτσι απέκτησε θεϊκή αγάπη, ώστε να νιώθει όλο τον κόσμο αδέρφια του και έγινε παιδί της μεγάλης οικογένειας, του Αδάμ - του Θεού !
Δεν είχε σχέδια δικά του, γι' αυτό τον πέρασε ο Θεός στο θείο Του σχέδιο, τον έκανε Πνευματικό Πατέρα. Επειδή είχε γνωρίσει την μεγάλη αξία του Αγγελικού Σχήματος, δεν επιθύμησε άλλα αξιώματα. Πολλοί ήθελαν να γίνουν υποτακτικοί του και ιδίως ανήλικα παιδιά που δεν τα δέχονταν στα Μοναστήρια, αλλά ο Χατζη-Γεώργιος τα λυπόταν και τα κρατούσε, από ηλικίας δέκα πέντε χρόνων και τα προστάτευε σαν στοργικός πατέρας, αλλά και σαν καλή μάνα. Για να νομίζουν μάλιστα και αυτά ότι έχουν δήθεν γένια και να χαίρονται, τα μουτζούρωνε με κάπνα. Παρόλο που ήταν πολλά μικρά παιδιά στη Συνοδεία του, όχι μόνο δεν δημιουργούσαν δυσκολία στο αυστηρό Χατζη-Γεωργιάτικο τυπικό, αλλά αντιθέτως οι μικροί ξεπερνούσαν τους μεγάλους στην άσκηση. Εν όλω ήταν 30 αδελφοί. Είχαν φτάσει μέχρι 50 στο Κελλί του Αγίου Δημητρίου και Αγίου Μηνά. Μέσα στη Συνοδεία του, πάντα θα είχε 6-7 μικρούς από Μοναστήρια ή από άλλες Συνοδείες, μέχρι να βγάλουν τα πραγματικά γένια και τα πνευματικά φτερά κοντά στον Άγιο Γέροντα.
Επειδή ήταν πολύ θερμή η πνευματική ατμόσφαιρα του Χατζη-Γεώργη, διάχυτη η Χάρις του Θεού και θερμαίνονταν οι Πατέρες πνευματικά, επόμενο ήταν να μην τους χρειάζονταν πολλές υλικές τροφές και θερμίδες. Η συνηθισμένη τους τροφή ήταν ξηροί καρποί και μέλι. Αρτύσιμα ποτέ δεν έτρωγαν, ούτε και λαδερά. Το δε Πάσχα, αντί για αυγά, έβραζαν πατάτες και τις έβαφαν κόκκινες. Όλες τις Άγιες ημέρες, οι Χατζη-Γεωργιάτες τις χαίρονταν πνευματικά και όχι με καλά φαγητά. Η Χάρις του Θεού τους δυνάμωνε και σωματικά και ήταν υγιέστατοι.
Εάν καμιά φορά κρυολογούσε ένας αδελφός, θέρμαινε λίγο τον φούρνο ο Γέροντας και όταν ταπεινωνόταν η θερμοκρασία, δοκίμαζε με το χέρι του και τότε έμπαινε μέσα ο κρυολογημένος αδελφός και γινόταν καλά. Εάν πάλι τύχαινε να πάθει κάτι άλλο, τον έβαζε μπροστά στο προσκυνητάρι και έκαναν ολονύκτια προσευχή, παρακαλούσαν την Παναγία και στο τέλος της Θείας Λειτουργίας έπαιρνε την Θεία Κοινωνία, αντί για φάρμακο και γινόταν καλά. Εκτός εάν ήταν κανένα Γεροντάκι στα τελευταία του και υπέφερε, οπότε το έπαιρνε ο Χριστός κοντά Του, για να το ξεκουράσει πια αιώνια.
Είχε μεγάλη παρρησία στον Θεό ο άγιος Γέροντας, όπως και οι Πατέρες της Συνοδείας του, διότι είχαν γίνει σαν Άγγελοι. Φυσικά, οι περισσότεροι ήταν και από πριν Αγγελάκια, πόσο μάλλον στη συνέχεια με την υπερφυσική άσκηση που έκαναν! Είχαν εξαϋλωθεί κατά κάποιον τρόπο και πετούσαν ψηλά. Ο νους τους βρισκόταν πάντα στον Θεό.
Είχε δε και άλλους υποτακτικούς ηλικιωμένους, περίπου εκατό, σε άλλα κελλιά γύρω του, επειδή δυσκολεύονταν να προσαρμοστούν στο αυστηρό Χατζη-Γεωργιάτικο τυπικό, τους οποίους οικονομούσε και στα απαραίτητα, για να είναι αμέριμνοι και να κάνουν προσευχή για την σωτηρία τους και για την σωτηρία όλου του κόσμου. Από τους ηλικιωμένους αυτούς οι περισσότεροι ήταν Ρώσοι.
Τελευταία, είχαν κοινοβιάσει και τρεις -τέσσερις, καλομαθημένοι, κινούμενοι από εγωισμό, για να θεωρούνται και αυτοί κατά κάποιο τρόπο γνήσια τέκνα του Χατζη-Γεώργη. Επηρέασαν δε και μερικούς αδελφούς της Συνοδίας σιγά-σιγά, καθώς κι έναν λόγιο Μοναχό Θεοφάνη, Μολδαβό στην καταγωγή και παραπονέθηκαν στην Ι.Μ. ης Λαύρας, για να αλλάξει το αυστηρό τυπικό του ο Χατζη-Γεώργης, επειδή αυτοί οι τρεις-τέσσερεις δεν μπορούσαν να προσαρμοστούν!
Ο άγιος Γέροντας υπήκουσε αμέσως στη Μονή και έκτοτε κατέλυαν λάδι κάθε Σαββατοκύριακο και έβραζαν και λάχανα.
Κάποτε ένας μεγάλος αγριόχοιρος έμπαινε στον κήπο τους και τους κατάστρεφε τα λάχανα, και τα καλογέρια το ανέφεραν στον Γέροντα. Εκείνος τους είπε να παρακολουθήσουν και μόλις τον ειδούν, να τον ειδοποιήσουν. Ένα βράδυ λοιπόν, την στιγμή που έσπαζε τον φράχτη το θηρίο για αν μπει, έτρεξαν και το είπαν στον Γέροντα. Ο Χατζη-Γεώργης, μόλις το είδε, το σταύρωσε και εκείνο έμεινε ακίνητο επί τόπου. Το έπιασε μετά από το αυτί ο Γέροντας, και ο αγριόχοιρος τον ακολούθησε σαν αρνάκι μέχρι τον σταύλο, όπου και τον έκλεισε για κανόνα τρεις ώρες νηστικό. Μετά από τρεις ώρες, άνοιξε τον σταύλο, τον άφησε ελεύθερο και του είπε : «Ευλογημένο ζώο, δεν σου φτάνει ολόκληρος Άθωνας και έρχεσαι εδώ και καταστρέφεις αυτά τα λίγα λάχανα, με τα οποία περιμένουν τόσες ψυχές να τραφούν; Πήγαινε τώρα στο καλό και άλλη φορά μην ξανάρθεις, γιατί θα σου βάλω διπλό κανόνα». Πράγματι, από τότε δεν ξαναφάνηκε.
Φυσικά, αυτό δεν ήταν κάτι το σπουδαίο στην ώριμη πια πνευματική κατάσταση του Γέροντα, αφού είχε κάνει και άλλα πολλά, πιο μεγάλα και στην παιδική του ηλικία και ως δόκιμος Γαβριήλ.
Ένα δε παρόμοιο με αυτό που ανέφερα είχε συμβεί και στα Καυσοκαλύβια. Έμπαινε και εκεί στον κήπο τους ένας αγριόχοιρος και τους έκανε ζημιά. Ο Παπα-Νεόφυτος έστειλε τον Γαβριήλ να τον πιάσει, να τον δέσει με το λουρί του και να τον φέρει, όπως και έγινε. Έδωσε τότε εντολή ο Γέροντας να τον ταϊσουν με ρίζες και χόρτα, να του φτιάξουν παχνί στον σταύλο, και είπε στον αγριόχοιρο: «Όποτε πεινάς, να έρχεσαι εδώ να σε ταϊζουν τα Καλογέρια και να μην καταστρέφεις τους κήπους των Πατέρων της περιοχής». Ο αγριόχοιρος πια ήταν οικότροφος και όποτε πεινούσε, πήγαινε για συσσίτιο στο Κελλί τους.
Άλλοτε πάλι, από την Κερασιά ο Γέροντας είχε πάει με τον υποτακτικό του Αβραάμ ψηλά στον Άθωνα, για κάτι χρειαζούμενα ξύλα. Αφού έκοψαν αρκετά, άπλωσε το σκοινί, τα στοίβαξε και λέει στον Πατέρα Αβραάμ να τα φορτωθεί.
Εκείνος παραξενεύτηκε, γιατί ήταν πολλά - ούτε τέσσερα ζώα δεν θα μπορούσαν να τα μεταφέρουν - αλλά πίστευε στην αγιότητα του Γέροντά του και κάθησε να τα φορτωθεί. Ο Χατζη-Γεώργης σταύρωσε το φορτίο και βοήθησε τον Αβραάμ να σηκωθεί. Έλεγε δε αργότερα ο ίδιος : «Λες και είχα στην πλάτη μου ένα ελαφρό πάπλωμα».
Είχε και το διορατικό χάρισμα ο Γέροντας, δηλαδή πνευματική τηλεόραση. Πολλές φορές, άφηνε ξαφνικά την δουλειά του και βγαίνοντας στο δρόμο πλησίαζε ανθρώπους που έρχονταν σε απόγνωση και τους παρηγορούσε και τους βοηθούσε να σωθούν.
Στο πρόσωπο του Χατζη-Γεώργη έβλεπαν οι άνθρωποι θεϊκή λιακάδα και εύκολα άνοιγαν τις πονεμένες τους καρδιές και θεραπεύονταν. Όλοι μιλούσαν με θαυμασμό και ευλάβεια για τον Γέροντα. Έλληνες και Σλαύοι Αγιορείτες τον παραδέχονταν για την ασκητικότητά του και την αγιότητα που σκορπούσε και ακτινοβολούσε στον Άθωνα.
Θεοφώτιστες ήταν οι νουθεσίες του και η φιλοξενία του Αβραμιαία! Διπλή τροφή προσέφερε στους επισκέπτας. Είχε και δύο Πνευματικούς στην Συνοδία του για να εξομολογούν τους προσκυνητάς, τον Παπα-Ισαάκ και τον Παπα-Αντώνη.
Το εργόχειρό τους ήταν η Αγιογραφία. Ένας από τους σπουδαίους Αγιογράφους ήταν και ο ευλαβέστατος Ιερομόναχος Μηνάς. Έκαναν δε και άλλα εργόχειρα, αλλά δεν έπαυαν να εργάζονται και νοερώς την αδιάλειπτη προσευχή. Όσους Πατέρες έβλεπε να αγαπούν περισσότερο από τους άλλους τις μετάνοιες και την προσευχή, τους απάλλασσε από τα διακονήματα και τους έλεγε να κάνουν συνέχεια προσευχή και μετάνοιες για όλο τον κόσμο, επειδή ο Άγιος Γέροντας ενδιαφερόταν και για την σωτηρία των ψυχών όλου του κόσμου.
Προσπαθούσε ακόμη να βαπτίσει και Τούρκους, όπως και βάπτισε με την Χάρη του Θεού. Μεταξύ αυτών ήταν και ένας Τμηματάρχης Αγάς του Αγίου Όρους, τον οποίο βάπτισε μετά από πολλή προσευχή και νηστεία που έκανε ο Γέροντας, γιατί ο Αγάς αυτοταλαντευόταν.
Παρόλο που έκανε συνέχεια σκληρή άσκηση, εν τούτοις όμως ήταν υγιής και περπατούσε τόσο ελαφρά, θαρρείς και πετούσε. Τα μάτια του ήταν φωτεινά και πάντα ανοιχτά. Το πρόσωπό του έλαμπε και είχε ένα γλυκό κοκκινωπό χρώμα. Ο λαιμός του έγερνε με το κεφάλι του σαν ψωμωμένο στάχυ. Είχε μέτριο ανάστημα, ήταν λεπτός και αποτελείτο σχεδόν από κόκκαλα, νεύρα και δέρμα, γιατί τις σάρκες του τις θυσίασε με την άσκηση στον Θεό από φιλότιμο. Χαιρόταν στις αγρυπνίες και τρεφόταν απ' αυτές πνευματικά. Όλοι ξεκουράζονται στο κρεββάτι και ο Χατζη-Γεώργης ξεκουραζόταν στο στασίδι όρθιος. Το κελλί του σχεδόν δεν τον έβλεπε, γιατί την νύχτα τον έβλεπε η εκκλησία και την ημέρα οι πονεμένοι άνθρωποι.
Οι υποτακτικοί του δεν τον κούραζαν, γιατί είχαν ωριμότητα πνευματική, παρόλο που ήταν και μικροί στην ηλικία. Με μια ματιά που έριχνε ο Γέροντας στα καλογέρια, πριν του πουν τους λογισμούς τους, αυτός τους διάβαζε τους λογισμούς τους, καθώς και τις καρδιές τους, με το διορατικό του χάρισμα.
Κάποτε, είχε προβλέψει κι ένα ατύχημα που θα συνέβαινε στην οικογένεια του Τσάρου και έγραψε στον Τσάρο να μην περάσει την τάδε ημέρα από την τάδε γέφυρα με το οικογενειακό του αμάξι. Ο Τσάρος, όταν διάβασε το γράμμα του Γέροντα, χαμογέλασε και είπε: «Ο Καλόγηρος θέλει καμία ευλογία, στείλε του μερικά ρούβλια». Μετά όμως από έξι μήνες, καθώς περνούσε με το αμάξι του, οικογενειακώς, ακριβώς από το σημείο και την ημέρα που του είχε προσδιορίσει ο Γέροντας, τουμπάρισε το αμάξι του, αλλά δεν έπαθαν τίποτα, γλύτωσαν όλοι εκ θαύματος! Τότε θυμήθηκε τα προφητικά λόγια του Χατζη-Γεώργη και κατάλαβε πως σώθηκαν με τις ευχές του. Έκτοτε ο Τσάρος τον είχε σε πολλή ευλάβεια και του έστελνε επίσημους ανθρώπους για να τον συμβουλεύωνται.
Επόμενο όμως ήταν να δημιουργήσει ζήλειες σε μερικούς Ρώσους Μοναχούς το ότι πήγαιναν οι Ρώσοι στον Χατζη-Γεώργη, που ήταν Έλληνας και δεν πήγαιναν να συμβουλευτούν αυτούς που ήταν Ρώσοι. Έστελναν δε και ευλογίες στον Γέροντα πολλοί Ρώσοι που θεραπεύονταν με τις προσευχές του. Επειδή όμως ζούσε πολύ ασκητικά με την Συνοδία του, τις έδινε και αυτός ευλογία στους άλλους συνασκητάς ή σε φτωχούς με αφθονία. Γι' αυτό και είχε επικρατήσει να λένε: «Δίνει σαν Χατζη-Γεώργης», όταν κανείς σκορπούσε ευλογίες με απλοχεριά στους φτωχούς.
Ο ίδιος ο Γέροντας ήταν μονοχίτων, μ' ένα ζωστικό (αντερί) και ένα παντελόνι. Περπατούσε πάντα ξυπόλυτος και μόνο στο Ναό φορούσε κάτι χονδρές κάλτσες. Ο Καλός Θεός όμως τον θέρμαινε με την πολλή αγάπη Του, αφού και ο πιστός δούλος Του αγωνιζόταν φιλότιμα για την αγάπη του Χριστού. Αλλιώς δεν εξηγείται ανθρωπίνως, να ζη κανείς ψηλά στην Κερασιά, όπου κατεβάζει ο Άθωνας πολύ κρύο και να περνάει χειμώνα σχεδόν γυμνός και με ελάχιστη λιτή τροφή!
Όσοι γνώρισαν τον Γέροντα τον ευλαβούνταν ως Άγιο, όπως φυσικά και ήταν Άγιος. Μάλιστα, πολλοί ευλαβείς προσκυνηταί Ρώσοι έπαιρναν φωτογραφίες του Χατζη-Γεώργη και τις πήγαιναν στους αρρώστους στην Ρωσία, οι οποίοι τις ασπάζονταν με πίστη και θεραπεύονταν. Οι φωτογραφίες του Χατζη-Γεώργη βρίσκονταν στα εικονοστάσια των Ρώσων μαζί με τις εικόνες των Αγίων. Και οι πονεμένοι άνθρωποι τον επικαλούνταν στις προσευχές τους και βοηθούσε ο Άγιος Γέροντας με την Χάρη του Θεού, όπως οι Άγιοι, ενώ βρισκόταν ακόμη στην Κερασιά του Άθωνος.
Όλα αυτά όμως τα θαυμαστά σημεία, μεζί με τήν ευλάβεια των ανθρώπων, ακόμη και του Τσάρου, στο πρόσωπο του Χατζη-Γεώργη, είχαν δημιουργήσει, όπως ανέφερα, μεγάλη ζήλεια με φθόνο σε ορισμένους Ρώσους Αγιορείτας. Γι' αυτό τον συκοφάντησαν στους Έλληνες ότι δήθεν αγαπάει την Ρωσία και τον Τσάρο ο Χατζη-Γεώργης, ενώ αυτοί αγαπούσαν τάχα την Ελλάδα! Βρέθηκαν δυστυχώς τότε μερικοί καχύποπτοι Έλληνες και τα πίστεψαν, γιατί εκείνη την εποχή υπήρχαν ανθρώπινα μίση, επειδή υπήρχε και προπαγάνδα Ρωσική. Οι σχέσεις όμως του Αγίου Γέροντα με τους Ρώσους, ήταν καθαρά πνευματικές.
Την ίδια εποχή είχε πέσει και ένας άλλος πειρασμός μεταξύ Ελλήνων και Ρώσων στην Ι.Μ. Αγίου Παντελεήμονος, διχόνοια μεγάλη. Είχαν καλέσει τον Γέροντα Χατζη-Γεώργη, για να τους συμφιλιώσει και εκείνος πηγαινοερχόταν δύο μήνες και έκανε προσευχή. Μετά είδε σε όραμα την Παναγία να μοιράζει εξ ίσου ευλογίες στους Έλληνες και στους Ρώσους και κατάλαβε ο Γέροντας από το όραμα αυτό, ότι έπρεπε να μείνουν και οι Έλληνες και οι Ρώσοι στο Μοναστήρι του Αγίου Παντελεήμονος και να έχουν αγάπη. Οι σκανδαλοποιοί όμως που υπήρχαν στη Μονή του Αγίου Παντελεήμονος και των δύο παρατάξεων, επειδή δεν τους συνέφερε η ειρήνη και η αγάπη, όχι μόνο δεν υπάκουσαν στην συμβουλή του Γέροντα Χατζη-Γεώργη, που ήταν επιθυμία της Παναγίας, αλλά και συμφώνησαν να τον διώξουν από την Μονή, για να συνεχίσουν τις προστριβές τους, όπως και έγινε.
Ο Γέροντας επέστρεψε στην Κερασιά, αλλά και εκεί είχε συνέχεια πόλεμο και από Ρώσους και από Έλληνες. Οι Ρώσοι που ζήλευαν, επειδή πήγαιναν στον Χατζη-Γεώργη, τον Έλληνα, επίσημοι Ρώσοι και τον συμβουλεύονταν, συκοφαντούσαν τον Χατζη-Γεώργη στους Έλληνες ότι είναι φιλορώσος ο Γέροντας. Ορισμένοι δε καχύποπτοι Έλληνες, επειδή ήταν ερεθισμένη η κατάσταση τότε, τα πίστεψαν, όπως ανέφερα και διέλυσαν την Αγγελική Αδελφότητα του Χατζη-Γεώργη από την Κερασιά. Άφησαν μόνο έναν Ιερομόναχο Μηνά και άλλους τρεις Μοναχούς, Έλληνες, τον Γαβριήλ, Βικέντιο και Συμεών στον Άγιο Δημήτριο.
Οι μεγάλοι Πατέρες σκόρπισαν σε διάφορα μέρη του Αγίου Όρους από δυο-δυο και από τρεις-τρεις. Εδώ στην Κουτλουμουιανή Σκήτη είχαν έρθει τρεις Πατέρες από την Συνοδεία του Χατζη-Γεώργη, ο Πατήρ Αβραάμ, ο Πατήρ Ισαάκ και ο Πατήρ Γεώργιος, ο οποίος πήγε στην πατρίδα του, την Ράχωβα της Βορείου Ηπείρου και έφερε και δύο αδέρφια του κατά σάρκα στην Συνοδεία τους, τον Περικλή (Πατέρα Λουκά) και τον Γεράσιμο και έγιναν Μοναχοί στην Καλύβη τους, στον Άγιο Γεράσιμο. Αργότερα προστέθηκε και ο Στόγιας Γεράσιμος, ο κοντοχωριανός τους, από το Πληκάτι της Κονίτσης, ο οποίος πολλά μου διηγήθηκε γύρω από την αγία ζωή του παπππού του Χατζη-Γεώργη. Πιο πάνω από τις Καρυές, όπου αρχίζει η Καψάλα, στο Κελλί του Αγίου Γεωργίου «Φανερωμένου», έμεναν άλλοι έξι Χατζη-Γεωργιάτες με Γέροντα τον μεγαλύτερο παραδελφό τους, τον ευλαβέστατο Πατέρα Ευλόγιο. Επίσης, κοντά στην Μονή Κουτλουμουσίου, στο Κελλί «Άγιοι Θεόδωροι», ήταν άλλοι δύο.
Ο Γέροντας Χατζη-Γεώργης όμως είχε και την ευθύνη των μικρών. Πήγε στη πρώτη του μετάνοια, στην Ι.Μ. Γρηγορίου και έκτισε ένα κελλί του Αγίου Στεφάνου, ψηλά στο δάσος και σύμμασε όλα τα μικρά Καλογέρια της Συνοδείας του, σαν καλός Πατέρας και σαν στοργική μάνα και τα προστάτευε. Επειδή όμως υπήρχαν πολλοί εργάτες κοσμικοί στο Γρηγοριάτικο δάσος, που ξύλευαν, ο Γέροντας έλεγε στους μικρούς (Μοναχούς), όχι μόνο να μην συζητάνε με κοσμικούς, αλλά και να τους αποφεύγουν. Όταν λοιπόν βρίσκονταν σε διακόνημα στην περιοχή τους και έβλεπαν κοσμικούς, τα μικρά Καλογέρια κρύβονταν στα κλαριά και έλεγαν την ευχή, μέχρι εκείνοι να απομακρυνθούν.
Δυστυχώς όμως, αυτό το εκμεταλλεύτηκαν πάλι ορισμένοι και ξανά συκοφαντούν τον άγιο Γέροντα στη Μονή Γρηγορίου λέγοντας: «Ο Χατζη-Γεώργης έχει κι άλλους πολλούς Μοναχούς κρυμμένους στο βουνό, τους οποίους δεν έχει γραμμένους στη Μονή και κρύβει τα σχέδιά του». Επόμενο ήταν να μπουν σε λογισμούς οι Γρηγοριάτες και να τον διώξουν από την περιοχή τους. Ο Γέροντας τότε αναγκάστηκε να φιλοξενηθεί στον υποτακτικό του Πατέρα Ευλόγιο, στον Άγιο Γεώργιο «Φανερωμένο» και μετά πήρε το Ρώσικο κελλί του Αγίου Στεφάνου στην Καψάλα.
Δεν έπαψαν όμως και από εκεί, δυστυχώς, να βάζουν σκλάνδαλα οι άνθρωποι που τον ζήλευαν και τον φθονούσαν, μέχρι που έπεισαν και την Ιερά Κοινότητα του Αγίου Όρους και υπέγραψαν την εξορία του Χατζη-Γεώργη, να διωχθεί δηλαδή από το Άγιο Όρος! «Η Ιερά Κοινότης δια πράξεως αυτής ληφθείσης τη 27η Οκτωβρίου του 1882 έτους εν τη ΝΒ' συνεδρία αυτής, ίνα παραλίπωμεν τας προγενεστέρας, προέβη τη αιτήσει της Ιεράς Μονής του Ρωσικού εις την έξωσιν του Έλληνος Χατζη-Γεωργίου εκ του Ρωσικού Κελλίου «΄Αγιος Στέφανος», ως μη συμμορφουμένου προς τα καθεστώτα του Ιερού ημών τόπου».
Έφθασε λοιπόν ο άνθρωπος του Θεού Πατήρ Γεώργιος στον τόπο της εξορίας του, στον Μαρμαρά, στην Κωνσταντινούπολη, πληγωμένος και αποχωρισμένος πια από τα πνευματικά του παιδιά και από το Περιβόλι της Παναγίας, το Άγιο Όρος.
Ενώ πετούσε σαν σταυραετός ψηλά στον Άθωνα, δυστυχώς όμως, μερικά ζωηρά παιδιά, όχι της Συνοδείας του, αλλά ξένα, συνέχεια του έσπαζαν τα φτερά και του χαλούσαν την φωλιά, μέχρι που τον φυγάδευσαν τον Χατζη-Γεώργη. «Το αγκωνάρι όμως, όπου κι αν πεταχτεί, πάλι για αγκωνάρι θα χρησιμοποιηθεί». Είχε βρει ένα ερημωμένο Μοναστήρι, κοντά στην Κωνσταντινούπολη, στο Μαρμαρά, του Αγίου Ερμολάου και Αγίου Παντελεήμονος και εκεί συνέχισε πάλι την ασκητική ζωή του.
Η παρουσία του Χατζη-Γεώργη στην Κωνσταντινούπολη, εκείνη την εποχή, ήταν βάλσαμο θεϊκό στις ψυχές των πονεμένων Χριστιανών, διότι υπέφεραν πολύ από τον βάρβαρο Σουλτάνο Αβδούλ-Χαμίτ κατά το 1883. Ο άγιος Γέροντας δεν σκορπούσε μόνο θεϊκή παρηγοριά στις πονεμένες ψυχές, αλλά και θεράπευε πονεμένα σώματα με την χάρη του Θεού που διέθετε, έκανε θαύματα! Ακόμη και η ζώνη του θαυματουργούσε! Άρρωστοι την φορούσαν και θεραπεύονταν, γυναίκες που κινδύνευαν στον τοκετό ζητούσαν την ζώνη του αγίου Γέροντα και μόλις την ζώνονταν, αμέσως ελευθερώνονταν και διαμονισμένοι απαλλάσσονταν από τα δαιμόνια.
Εκεί στον Μαρμαρά, τον είχε επισκεφθεί και ο υποτακτικός του πατήρ Συμεών και ο Γέροντας του έδωσε μία ευλογία, για να επισκευάσει τα ερρειπωμένα κελλιά του Αγίου Δημητρίου και Αγίου Μηνά. Αυτό φυσικά ήταν στο τυπικό του Χατζη-Γεώργη, να δίνει ευλογίες τις ευλογίες που του έδιναν και ο ίδιος να είναι πάντα πιο φτωχός από τους φτωχούς. Μ' αυτόν όμως τον τρόπο, πλούτισε πνευματικά και έγινε αρχοντόπουλο, δηλαδή παιδί του Θεού. Σε αυτό φυσικά βοήθησε και η φιλότιμή του άσκηση, την οποία συνέχισε μέχρι τον τελευταίο χρόνο της ζωής του, τον οποίο πέρασε στο κρεββάτι. Του πονούσε πια όλο το σώμα του και περισσότερο τα πόδια του και δεν μπορούσε να περπατήσει. Ενώ οι σωματικές του δυνάμεις τον άφησαν, αυτός όμως την άσκησή του δεν την άφηνε ούτε κι από το κρεββάτι. Ούτε και ο κόσμος ο πονεμένος τον άφηνε, γιατί υπήρχε μεγάλη ανάγκη κι έτρεχαν οι πονεμένοι για βοήθεια, για πνευματικές συμβουλές. Ο άγιος Γέροντας και από το κρεββάτι του πόνου, ενδιαφερόταν για τον πόνο των άλλων.
Πολύ του είχε συμπαρασταθεί του Γέροντα ο Ιερομόναχος Παρθένιος (Ρώσος) από την Κερασιά, ο οποίος είχε σωθεί από τον Χατζη-Γεώργη από βέβαιο θάνατο και μετά έγινε υποτακτικός του και τον είχε σε ευλάβεια τον Γέροντα. Η όλη όμως συμπεριφορά του Ρώσου Ιερομόναχου Παρθενίου είχε ερεθίσει και αυτή πολύ την όλη εκείνη κατάσταση, για την εξορία του Χατζη-Γεώργη. Διότι ο Ιερομόναχος Παρθένιος, επειδή αγαπούσε λίγο την δόξα και ήθελε να αναδειχθεί, χρησιμοποιούσε το όνομα του Οσίου Χατζη-Γεώργη, σε όλες του τις ενέργειες, εκμεταλλευόμενος την αγιότητα του Γέροντα και δημιουργούσε προβλήματα. Αλλά όμως και τον αγαπούσε και παρέμεινε δίπλα του στα τελευταία της ζωής του.
Ο Άγιος Πατέρας, μέχρι την τελευταία στιγμή τηςζωής του, είχε το νου του φωτεινό και συμβούλευε με θεία διαύγεια. Μεταξύ των άλλων που έρχονταν για βοήθεια πνευματική, τον επισκέφτηκαν στα τελευταία του και άνθρωποι που είχαν ανάγκη οικονομική, γιατί νόμιζαν πως θα είχε στην τράπεζα πολλά χρήματα. Ο Χατζη-Γεώργης τότε από το κρεββάτι, δείχνοντας με το χέρι του τον Ουρανό, τους είπε: «Εκεί είναι η τράπεζά μου, εδώ δεν έχω χρήματα. Μόνο ένα χρέος έχω ακόμη». Εννοούσε να παραδώσει την ψυχή του στα χέρια του Θεού. Μετά ζήτησε και κοινώνησε και ανεπαύθει εν Κυρίω στις 17 Δεκεμβρίου του 1886 (παλαιό εορτολόγιο) και ετάφη στο Μπαλουκλή, στο Ναό της Ζωοδόχου Πηγής της Θεοτόκου, στον ίδιο τάφο που είχε θαφτή και ο αδελφός του Αναστάσιος, τρία χρόνια πριν από την κοίμηση του Γέροντα.
Εκείνες δε τις ημέρες στο Άγιον Όρος ήταν στο κρεββάτι και ο Παπα-Νεόφυτος (κουρά του Παπα-Νεόφυτου του Καραμανλή), ο παράδελφός του, που έμενε στα Κατουνάκια, στην Καλύβη της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Ενώ το Γεροντάκι ήταν στο κρεββάτι και κοίταζε ψηλά, ξαφνικά έγινε εκτός εαυτού κι έχασε τις αισθήσεις του! Σε λίγο, αφού συνήλθε, λέει :
"Τώρα δα, ήμουν στην Κωνσταντινούπολη, στου Χατζη-Γεώργη".
"Και τι μας έφερες από εκεί"; τον ρώτησε ο υποτακτικός του παπα-Ιγνάτιος.
"Να, σας έφερα κόλλυβα".
"Και τι σου είπε"; συνέχισε να ρωτάει ο παπα-Ιγνάτιος.
"Μου είπε, σε τρεις ημέρες, θα έρθω για σένα", απάντησε ο Γέροντας κι έπαψε να μιλάει.
"Εμείς - έλεγε ο παπα-Ιγνάτιος - δεν δώσαμε σημασία στα λόγια του Γέροντα".
Αλλά προς έκπληξη των υποτακτικών του ο παπα-Νεόφυτος, χωρίς να έχει καμία αρρώστεια, εκτός από την γεροντική εξάντληση, πράγματι, μέσα σε τρεις ημέρες, δηλαδή στις 20 Δεκεμβρίου 1886, παρέδωσε ειρηνικά και αυτός την ψυχή του, ενώ ο Χατζη-Γεώργης είχε φύγει στους Ουρανούς στις 17 Δεκεμβρίου 1886, ακριβώς την ημέρα και την ώρα που είχε δει το όραμα ο παπα-Νεόφυτος.
Με την εντολή του Παναγιώτατου Πατριάρχου Ιωακείμ Γ' έγινε επίσημη Ακολουθία από τον Επίσκοπο Δυρραχίου Βησσαρίωνα και ολόκληρο τον κλήρο και εκφωνήθηκε συγκινητικός επικήδειος. Συνόδευσε τον Άγιο Γέροντα Χατζη-Γεώργη πολύ πλήθος λαού, ανάμεσά τους υπήρχαν παιδιά - αγόρια και κορίτσια - μαθητές του Σχολείου, τους οποίους ο μακαρίτης, όσο ζούσε, πολύ βοήθησε.
Όλοι πόνεσαν που έχασαν τον προστάτη τους, ακόμη και οι Τούρκοι, διότι και πολλοί από αυτούς είχαν ευεργετηθεί και θεραπευθεί από διάφορες αρρώστιες, και τον είχαν σε ευλάβεια. Τον αποκαλούσαν μάλιστα οι Τούρκοι «μπιζίμ μπαμπά» τον Χατζη-Γεώργη, δηλαδή «Πατέρα μας».
Ο Χατζη-Γεώργης είχε πολλή αγάπη για όλους, άδολη. Ήταν πάντοτε ειρηνικός, ανεξίκακος και συγχωρούσε. Είχε μεγάλη καρδιά, γι' αυτό όλα και όλους τους χωρούσε, όπως ήταν. Είχε εξαϋλωθεί κατά κάποιον τρόπο. Ζώντας την Αγγελική ζωή, έγινε Άγγελος και πέταξε στους Ουρανούς, διότι δεν κρατούσε τίποτα, ούτε ψυχικά πάθη ούτε υλικά πράγματα. Όλα τα πετούσε, γι' αυτό και πέταξε ψηλά.
Επειδή ο άγιος Γέροντας είχε ταλαιπωρηθεί άδικα από ανθρώπους, πιστεύω να αξιώθηκε διπλό Στεφάνι από τον Χριστό, του Οσίου και του Μάρτυρος. Αν και σε αυτήν την περίπτωση, όταν δηλαδή βασανίζεται κανείς από Χριστιανούς, είναι οδυνηρότερος ο πόνος, γιατί οι άνθρωποι του Θεού πονάνε πιο πολύ για την σκληρή συμπεριφορά των άλλων, που δεν αρμόζει σε Χριστιανούς. Από τα λίγα λοιπόν που ανέφερα πιο πάνω, μπορεί να καταλάβει κανείς την Αγιότητα του Οσίου Πατρός Γεωργίου (Χατζη-Γεώργη)! Ο Άγιος Πατέρας φυσικά, προσπαθούσε να ζεί στην αφάνεια, όπως συνήθως και οι Άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας μας, γι' αυτό αδικείται με τα λίγα αυτά που γνωρίζω και γράφω.
Δεν έχει σημασία που η Εκκλησία μας ακόμη δεν τον έχει ανακηρύξει Άγιο, για να του δώσει το φωτοστέφανο. Αυτό που έχει μεγάλη σημασία είναι η φωτεινή ζωή του Γέροντα, το απλό και άκακο σιωπηλό του παράδειγμα. Ήταν γεμάτος από αρετές και από δυνάμεις θεϊκές, τις οποίες διέθετε μαζί με τον εαυτό του για να βοηθάει τους συνανθρώπους του.
Κήρρυτε Χριστό και από μακριά. Έκανε θαύματα, έβλεπε οράματα θεϊκά και είχε και το διορατικό χάρισμα. Πολλή χάρη Θεού, η οποία και τον πρόδωσε! Όταν έγινε η εκταφή των Ιερών Λειψάνων του, άρρητη ευοδία σκόρπισε από τα Άγιά του Λείψανα!
Ο Ιερομόναχος Παρθένιος έδωσε μερικά ευλογία σε Ρώσους ευλαβείς και τα επίλοιπα τα είχε τότε στο Χειλιανδαρινό Κελλί του, στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου, στις Καρυές.
Εύχεσθε να βρεθούν για να πάρουμε και εμείς λίγη ευλογία από τα Άγια Λείψανα, μια που δεν ζούσαμε στην εποχή του, για να ευλογηθούμε από τον ίδιο. Αμήν.
Όσιε του Θεού Γεώργιε, ρίξε ένα ευσπλαγχνικό βλέμμα και σ' εμένα τον ταλαίπωρο Παΐσιο.
«Άξιόν Εστιν» τη 11η Ιουνίου 1983.
Κουτλουμουσιανό Κελλί «Παναγούδα», Άγιον Όρος.
Δόξα τω Θεώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου