Σάββατο 21 Ιανουαρίου 2012

ΣΥΝΑΞΙΣ ΤΩΝ 35 ΑΓΙΩΝ ΑΝΤΩΝΙΩΝ

Καθηγητοῦ Ἀντωνίου  Μάρκου

Ἡ  ἰδέα  τῆς  συντάξεως  κειμένου  γιά  τήν  Σύναξη  τῶν  35 Ἁγίων  Ἀντωνίων, ἀνῆκει  στόν  ἐκλεκτό  φίλο, ἁγιόφιλο  καί  φιλακόλουθο  κ. Βασίλειο  Λαδόπουλο (ἕπεται Ἀκολουθία στήν  Σύναξη  τῶν  35  Ἁγίων  Ἀντωνίων). Σύμφωνα μέ τούς ἐν χρήσει Συναξαριστές, οἱ Ἅγιοι πού φέρουν τό ὄνομα ΑΝΤΩΝΙΟΣ ἀριθμοῦνται σέ 35. Πρόκειται γιά τούς ἐξῆς Ἁγίους:
   1. ΑΝΤΩΝΙΟΣ Μάρτυρας, ὁ Μακκαβαῖος (2ος αἰ. π.Χ.)· 1η Αὐγούστου.
   2. ΑΝΤΩΝΙΟΣ Μάρτυρας· ἄνευ ὑπομνήματος· 25η Φεβρουαρίου.
   3. ΑΝΤΩΝΙΟΣ, ἕνας τῶν 7 Παίδων τῆς Ἐφέσου· 4η Αὐγούστου.
   4. ΑΝΤΩΝΙΟΣ Ὅσιος, ὁ Μέγας (+ 356)· 17η Ἰανουαρίου.
   5. ΑΝΤΩΝΙΟΣ Μάρτυρας, τῆς Ἀγκύρας (4ος αἰ.)· 7η Νοεμβρίου.
   6. ΑΝΤΩΝΙΟΣ Ὅσιος, τῆς Γεωργίας, ὁ Στυλίτης (6ος αἰ.)· 19η Ἰανουαρίου.
   7. ΑΝΤΩΝΙΟΣ Ὁσιομάρτυρας, ὁ Κοραϊσίτης (8ος αἰ.)· 19η Ἰανουαρίου.
   8. ΑΝΤΩΝΙΟΣ Ἅγιος, Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης (+ 844)· 2α Νοεμβρίου.
   9. ΑΝΤΩΝΙΟΣ Ὅσιος, ὁ Νέος, τῆς Βιθυνίας (+ 865)· 1η Δεκεμβρίου.
10. ΑΝΤΩΝΙΟΣ Ἅγιος, Πατριάρχης ΚΠόλεως (+ 895)· 12η Φεβρουαρίου.
11. ΑΝΤΩΝΙΟΣ Ἅγιος, Ἐπίσκοπος Σάρδεων (10ος αἰ.)· 23η Αὐγούστου.
12. ΑΝΤΩΝΙΟΣ  Ὅσιος, ἐκ  τῶν  κτητόρων  τῆς  Ἱ. Μ. Βατοπεδίου  (10ος - 11ος αἰ.)· 17η Δεκ. 
13. ΑΝΤΩΝΙΟΣ Ὅσιος, τοῦ Κιέβου (+ 1073)· 10η Ἰουλίου.
14. ΑΝΤΩΝΙΟΣ Ὅσιος, τῆς Βεροίας (12ος αἰ.)· 17η Ἰανουαρίου.
15. ΑΝΤΩΝΙΟΣ Ὅσιος, ὁ Ρωμαῖος (+ 1147)· 3η Αὐγούστου  καί 17η Ἰανουαρίου.
16. ΑΝΤΩΝΙΟΣ Ὅσιος, τοῦ Ντίμσκ Ρωσίας (+ 1224)· 24η Ἰουνίου καί 17η Ἰανουαρίου.
17. ΑΝΤΩΝΙΟΣ  Ἅγιος, Ἀρχιεπίσκοπος  Νόβγκοροντ  Ρωσίας (+ 1231)· 10η Φεβρουαρίου.
18. ΑΝΤΩΝΙΟΣ Ὅσιος, τοῦ Μέσσι Γωργίας (13ος αἰ.)· 16η Μαρτίου.
19. ΑΝΤΩΝΙΟΣ  Ὁσιομάρτυς, ὁ  Ζωγραφίτης (+ 1279/1280)· 22α Σεπτ. καί 4η Ὀκτωβρίου.
20. ΑΝΤΩΝΙΟΣ Μάρτυρας, τῆς Λιθουανίας (+ 1347)· 14η Ἀπριλίου.
21. ΑΝΤΩΝΙΟΣ Ὅσιος, τοῦ Κράσνι Χόλμ Ρωσίας  (+ 1481)· 17η Ἰανουαρίου.
22. ΑΝΤΩΝΙΟΣ Ὅσιος, τοῦ Σίγια Ρωσίας  (+ 1556)· 7η Δεκεμβρίου.
23. ΑΝΤΩΝΙΟΣ Ὅσιος, τῆς  Μονῆς ἁγ. Νικολάου Καρελίας (+ 1418)· 18η Ἀπριλίου.
24. ΑΝΤΩΝΙΟΣ Ὅσιος, κτίτωρ Ἱ. Μ. ἁγ. Στεφάνου Μετεώρων (15ος αἰ.)· 17η Ἰανουαρίου.
25. ΑΝΤΩΝΙΟΣ  Ὁσιομάρτυς, ὁ  Καρεώτης  (+ 1516)· 4η Φεβρουαρίου.
26. ΑΝΤΩΝΙΟΣ Ἅγιος, Ἐπίσκοπος Βολόγδας Ρωσίας  (+ 1588)· 26η Ὀκτωβρίου.
27. ΑΝΤΩΝΙΟΣ Ὅσιος, τῆς Μαύρης Λίμνης Ρωσίας (16ος αἰ.)· 17η Ἰανουαρίου.
28. ΑΝΤΩΝΙΟΣ Ὅσιος, τῆς Βολόγδας Ρωσίας (17ος αἰ.)· 23η Ἰουνίου καί 17η Ἰανουαρίου.
29. ΑΝΤΩΝΙΟΣ Ὅσιος, τοῦ Λεοχνώφ  Ρωσίας  (+ 1611/13)· 17η Φεβρουαρίου.
30. ΑΝΤΩΝΙΟΣ Ὅσιος, τῆς Λίμνης Κόζα Ρωσίας  (+ 1634)· 7η Ἰουνίου.
31. ANTΩΝΙΟΣ, Ὅσιος, ὁ  Ἡσυχαστής, τῶν  Καρπαθίων  (+ 1714)· 23η Νοεμβρίου.
32. ΑΝΤΩΝΙΟΣ Ἅγιος, Μητροπολίτης Τομπόλσκ Σιβηρίας (+ 1740)· 27η Μαρτίου.
33. ΑΝΤΩΝΙΟΣ Νεομάρτυρας, ὁ Ἀθηναῖος (+ 1774)· 5η Φεβρουαρίου.
34. ΑΝΤΩΝΙΟΣ  Ἅγιος, Μητροπολίτης  Χονδίδης  Γεωργίας  (+ 1815)· 13η Ὀκτωβρίου.
35. ΑΝΤΩΝΙΟΣ Ὅσιος, Στάρετς τῆς Ὄπτινα Ρωσίας  (+ 1865)· 7η Αὐγούστου.

Στή συνέχεια δημοσιεύονται σύντομα συναξαριστικά σημειώματα τῶν Ἁγίων Ἀντωνίων (κατά χρονολογική  σειρά), τά ὁποῖα συνετάγησαν μέ βάση τόν «Νέο Συναξαριστή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», τοῦ Ἱερομ. Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου καί ἄλλες πηγές:

Μάρτυρας ΑΝΤΩΝΙΟΣ ὁ Μακκαβαῖος (2ος αἰ. π. Χ.).
Ὁ ἅγ. μ. Ἀντώνιος καί οἱ ἀδελφοί του Ἀβείμ, Γουρίας, Ἐλεάζαρ, Εὐσέβων, Ἀχείμ (ἤ Σαμωνᾶς) καί Μάρκελλος, οἱ Μακκαβαῖοι, μαρτύρησαν κατά τήν βασιλεία τοῦ Σελευκίδη Βασιλέως τῆς Συρίας Ἀντιόχου τοῦ Ἐπιφανοῦς (175 – 164 π. Χ.), ἐπιγόνου τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου, ὁ ὁποῖος εἶχε ὑποδουλώσει τό Ἰουδαϊκό ἔθνος, ὅταν ὁ Ἀντίοχος ἐπέβαλε τήν χοιροφαγία στούς Ἑβραίους. Μαζί τους μαρτύρησαν ἡ μητέρα τους ἁγ. Σολομονή καί ὁ διδάσκαλός τους ἅγ. Ἐλεάζαρος.
Ὁ μ. Ἀντώνιος, δεύτερος ἡλικιακά μεταξύ τῶν ἀδελφῶν, μαρτύρησε στόν καταπέλτη, ἀφοῦ προηγουμένως ἔσχισαν τίς σάρκες του μέ σιδερένια νύχια. Παρέδωσε τήν ψυχή του στόν Θεό λέγοντας στόν τύραννο: «Σύ μέν, ἀλάστωρ, ἐκ τοῦ παρόντος ἡμᾶν ζῇν ἀπολύεις, ὁ δέ τοῦ κόσμου Βασιλεύς ἀποθανόντας ἡμᾶς ὑπέρ τῶν Αὐτοῦ νόμων, εἰς αἰώνιον ἀναβίωσιν ζωῆς ἡμᾶς ἀναστήσει» (Β’ Μακ. 7, 9).
Ἡ μνήμη τῶν Ἁγίων Μακκαβαίων τιμᾶται τήν 1η Αὐγούστου. Λείψανα τῶν Ἁγίων δέν ἔχουν διασωθεῖ, ἐνῶ τῆς μητέρας τους ἁγ. Σολομονῆς τό Λείψανο διασώζεται ἄφθαρτο, κατατεθημένο στόν Πατριαρχικό Ναό τοῦ ἁγ. Γεωργίου, στό Φανάρι ΚΠόλεως.

Μάρτυρας ΑΝΤΩΝΙΟΣ.
Ἀναφέρεται στούς Συναξαριστές χωρίς ὑπόμνημα, μόνον μέ τήν ἔνδειξη «ἐπ’ ἐσχάρας ἐκταθείς τελειοῦται».
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 25η Φεβρουαρίου.

Ἅγιος ΑΝΤΩΝΙΟΣ, ἕνας τῶν Ἑπτά Παίδων τῆς Ἐφέσου.
Οἱ Ἅγιοι Ἑπτά Παῖδες τῆς Ἐφέσου Μαξιμιλιανός, Ἐξακουστωδιανός, Ἰάμβλιχος, Μαρτινιανός, Διονύσιος, Ἀντώνιος (ἤ Ἀντωνῖνος) καί Κωνσταντῖνος (ἤ Ἰωάννης), ἀποσύρθηκαν σέ μία σπηλιά ἀνατολικά τῆς πόλεως, γιά νά ἀποφύγουν τόν διωγμό τοῦ Αὐτοκράτορος Δεκίου (250). Κατά τήν παράδοση στό σπήλαιο αὐτό εἶχε κοιμηθεῖ ἡ ἁγ. Μαρία ἡ Μαγδαληνή. Ἐκεῖ τελειώθηκαν ἀπό ἀσιτία, ὅταν ὁ Δέκιος διέταξε νά κλείσουν τήν εἴσοδο τοῦ σπηλαίου.
Διακόσια περίπου χρόνια ἀργότερα, περί τό 446, κατά τήν βασιλεία τοῦ Αὐτοκράτορος Θεοδοσίου Β’ τοῦ Μικροῦ καί ἐνῶ ὁ Χριστιανισμός εἶχε ἐπικρατήσει στήν Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία, ἐμφανίσθηκε μία αἵρεση πού δέν δέχοταν τήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν. Ὁ Θεός ὅμως οἰκονόμησε νά ἐπανέλθουν στήν ζωή οἱ Ἑπτά Παῖδες, ὅταν ὁ ἰδιοκτήτης τοῦ κτήματος πού βρίσκοταν ἡ σπηλιά Ἀδάτιος (ἤ Ἀδόλιος), ἀποφάσισε νά φτιάξει μία μάνδρα γιά τά κοπάδια του καί ἔβγαλε τίς πέτρες πού ἔφραζαν τήν εἴσοδο τῆς σπηλιᾶς. Τότε οἱ νέοι ἐπανῆλθαν στήν ζωή, σάν νά ξυπνοῦσαν ἀπό ὕπνο καί ἔστειλαν τόν Ἰάμβλιχο στήν πόλη νά ἀγοράσει τρόφιμα.
Τό θαυμαστό γεγονός πιστοποιήθηκε ἀπό τόν Ἐπίσκοπο καί τόν Ἔπαρχο τῆς πόλεως, ὥστε ὁ Αὐτοκράτορας Θεοδόσιος πῆγε στήν Ἔφεσο καί ἔπεσε στά πόδια τῶν νέων, οἱ ὁποῖοι τοῦ διηγήθηκαν τήν ἱστορία τους, πρίν κοιμηθοῦν καί πάλι μέχρι τήν κοινή ἀνάσταση. Συγκλονισμένος ὁ Αὐτοκράτορας διέταξε τά κατασκευασθοῦν χρυσές λάρνακες γιά νά κατατεθοῦν τά Λείψανά τους, ἀλλά οἱ Ἅγιοι μέ ἐμφάνισή τους ζήτησαν νά ἐνταφιαστοῦν στό δάπεδο τοῦ σπηλαίου.
Ἡ μνήμη τους τιμᾶται κοινῶς τήν 4η Αὐγούστου. (Κάποιοι Συναξαριστές τούς μνημονεύουν καί τήν 22α Ὀκτωβρίου, ἀλλά κατά τόν ἅγ. Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη, ἡ δεύτερη αὐτή μνημόνευσή τους ἀποτελεῖ ἀνώφελη ἐπανάληψη).

Ὅσιος ΑΝΤΩΝΙΟΣ ὁ Μέγας (+ 356).
Ὁ Καθηγητής τῆς Ἐρήμου. Γεννήθηκε περί τό ἔτος 250 στό χωριό Κόμα (σημ. Κιμάν ἀλ - Ἀριάς) τῆς Μέσης Αἰγύπτου, ἀπό γονεῖς πλουσίους καί εὐσεβεῖς Χριστιανούς. Στήν ἡλικία τῶν 20 ἐτῶν ἔμεινε κύριος τῆς πατρικῆς περιουσίας, ὅταν οἱ γονεῖς του ἀπεβίωσαν. Ἀκούοντας τότε τήν Εὐαγγελική ρήση, «εἰ θέλεις τέλειος εἶναι, ὕπαγε πώλησόν σου τά ὑπάρχοντα καί δός πτωχοῖς καί δεῦρο ἀκολούθει μοι» (Ματθ. 19, 21), μοίρασε τά ὑπάρχοντά του στούς ἐνδεεῖς καί κράτησε μόνον τά ἀπαραίτητα γιά τήν ἀποκατάσταση τῆς ἀδελφῆς του. Ἀργότερα, ὅταν ἄκουσε τά λόγια τοῦ Κυρίου, «μή οὗν μεριμνήσητε εἰς τήν αὔριον» (Ματθ. 6, 34), ἔδωσε καί τά ὑπόλοιπα καί ἀφοῦ ἐμπιστεύθηκε τήν ἀδελφή του σέ ἕναν ἐνάρετο ἄνθρωπο, ἔφυγε ἀπό τόν κόσμο καί ἀσπάσθηκε τόν ἀσκητικό βίο.
Ἐπειδή τότε δέν ὑπῆρχε ὀργανωμένος μοναχικός βίος, ὁ Ἅγιος ἐγκαταστάθηκε σ’ ἕνα ἀπομονωμένο μέρος καί ἄρχισε νά ἀγωνίζεται γιά τήν ἀπόκτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καθαιρόμενος μέ τήν προσευχή, τήν νηστεία, τήν ἀγρυπνία, τήν σωματική ἄσκηση καί τήν μελέτη τῶν Ἁγίων Γραφῶν. Ἐκεῖ δέχθηκε τίς ἐπιθέσεις τῶν πονηρῶν δαιμόνων καί ἔγινε ἔμπειρος ἀγωνιστής τοῦ ἀοράτου πολέμου, ὥστε νά μπορεῖ ἀργότερα νά κατευθύνει τούς ἀρχαρίους μοναχούς.
Γιά νά αὐξήσει ὁ Ἅγιος περισσότερο τήν ἄσκησή του, κατέφυγε σέ ἕναν ἀπό τούς ἀρχαίους Αἰγυπτιακούς τάφους καί ἐκεῖ ἐπιδόθηκε σέ μεγαλύτερες καί πιό ἐπίπονες ἀσκήσεις, δεχόμενος νέες ἐπιθέσεις ἀπό τούς δαίμονες. Ἔπειτα, μετά ἀπό 15 χρόνια ἀγώνων, ἀποφάσισε νά ἀποσυρθεῖ στήν ἔρημο καί ἐγκαταστάθηκε σέ ἕνα ἐγκαταλελειμμένο φρούριο στήν ἀνατολική ὄχθη τοῦ Νείλου, ὅπου δέν δέχονταν καμμία ἀνθρώπινη παρουσία καί παρηγοριά, μόνον λίγη τροφή πού τοῦ πετοῦσαν πάνω ἀπό τό τεῖχος κάθε ἕξι μῆνες!
Ὅταν ὁ Ἅγιος ἄρχισε νά δέχεται μαθητές, ἵδρυσε δύο μοναστήρια, ἕνα στήν ἀνατολική ὄχθη τοῦ Νείλου, κοντά στό Πισπίρ, καί ἕνα στήν δυτική, στήν περιοχή τῆς Ἀρσινόης.
Ἔμπειρος στόν πνευματικό ἀγῶνα ὁ Ἅγιος, ἀναδείχθηκε μεγάλος διδάσκαλος τῆς μοναχικῆς πολιτείας καί ὀνομάσθηκε ἀπό τήν Ἐκκλησία Καθηγητής τῆς Ἐρήμου καί Μέγας. Στολισμένος μέ πολλά τάλαντα καί ἐλεημένος ἀπό τόν Θεό μέ πλούσια Ἁγιοπνευματικά χαρίσματα, ὑπῆρξε ὁ πρῶτος Μοναστικός Πατέρας καί μεγάλος ὑπερασπιστής τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως (τότε ὑπῆρχε ἡ αἵρεσις τοῦ Ἀρειανισμοῦ καί ὁ Ἅγιος γιά νά ὑπερασπισθεῖ τήν Α’ Οἰκουμενική Σύνοδο τῆς Νικαίας καί τόν διωκόμενο Μεγ. Ἀθανάσιο, ὑποχρεώθηκε νά μεταβεῖ στήν Ἀλεξάνδρεια). Μαθητής καί βιογράφος του ὑπῆρξε ὁ ἅγ. Ἀθανάσιος ὁ Μέγας, Ἀρχιεπίσκοπος Ἀλεξανδρείας, τότε Διάκονος, ὁ ὁποῖος κατέγραψε τόν θαυμαστό βίο του καί μᾶς τόν παρέδωσε σάν κειμήλιο μεγάλης πνευματικῆς καί ἠθικῆς ἀξίας.
Χάρις στόν Μέγα Ἀντώνιο, «ἡ ἔρημος μετεβλήθη εἰς πόλιν, κατοικημένη ἀπό πλῆθος μοναχῶν, οἱ ὁποῖοι ἀπέταξαν τόν κόσμο, ὥστε νά μιμηθοῦν τήν Ἀγγελική ζωή» (Μεγ. Ἀθανασίου, «Βίος καί Πολιτεία τοῦ ὁσ. Ἀντωνίου», 14, 7, ΕΠΕ 11, 47). Μαζί του διατηροῦσαν ἀλληλογραφία ὁ τότε Αὐτοκράτορας Μέγας Κωνσταντῖνος καί οἱ γιοί του.
Ὁ Ἅγιος κοιμήθηκε εἰρηνικά τήν 17η Ἰανουαρίου 356 καί ἐνταφιάσθηκε στήν ἔρημο, γιά νά μήν ταριχευθεῖ τό σῶμα του κατά τήν συνήθεια τῶν Αἰγυπτίων. Ὅπως διέσωσε ὁ βιογράφος του Μέγας Ἀθανάσιος, "τῶν ἀδελφῶν (ἐνν. τῶν μοναστηρίων του) βιαζομένων μεῖναι αὐτόν παρ' αὐτοῖς, κακεῖ τελειωθῆναι, οὐκ ἠνέσχετο, διά πολλά μέν, ὡς αὐτός καί σιωπῶν ἐνέφαινε, καί διά τοῦτο δέ μάλιστα. Οἱ Αἰγύπτιοι τά τῶν τελευτώντων σπουδαίων σώματα, καί μάλιστα τῶν Ἁγίων Μαρτύρων, φιλοῦσι μή θάπτειν καί περιελίσσειν ὀθονίοις, μή κρύπτειν δέ ὑπό γῆν, ἀλλ' ἐπί σκιμποδίων τιθέναι καί φυλάττειν ἔνδον παρ' ἑαυτοῖς, νομίζοντες ἐν τούτῳ τιμᾶν τούς ἀπελθόντας. Ὁ δέ Ἀντώνιος πολλάκις περί τούτου καί Ἐπισκόπου ἠξίου παραγγέλειν τοῖς λαοῖς· ὁμοίως καί λαϊκούς ἐνέτρεπε καί γυναιξίν ἐπέπληττε λέγων, μήτε νόμιμον, μήτε ὅλως ὅσιον εἶναι τοῦτο. Καί γάρ τά τῶν Πατριαρχῶν καί τά τῶν Προφητῶν σώματα μέχρι νῦν σώζεται εἰς μνήματα· καί αὐτό δέ τό τοῦ Κυρίου σῶμα εἰς μνημεῖον ἐτέθη... Τί γάρ μεῖζον ἤ ἁγιώτερον τοῦ Κυριακοῦ σώματος; Πολλοί οὗν ἀκούσαντες ἔκρυψαν ὑπό γῆν λοιπόν καί ηὐχαρίστουν τῷ Κυρίῳ καλῶς διδαχθέντες".
Λίγο  μετά  τήν  κοίμηση  τοῦ  ἁγ. Ἀντωνίου (περί  τό  361/363), πάνω  στόν  τάφο  του  δημιουργήθηκε  ἀπό  μαθητές  του  ἕνας  μοναστικός  πυρήνας, ὁ  ὁποῖος  κατά  τόν  5ο  αἰ.  εἶχε  γίνει  γνωστή  μονή.  Τόν  7ο  καί  8ο  αἰ.    μονή  καταλήφθηκε  ἀπό  τούς  Μελχίτες, ἐνῶ  μέχρι  σήμερα  ἀποτελεῖ  ἕνα  ἀπό  τά  πιο  γνωστά  προσκυνήματα  τῆς  Κοπτικῆς  Ἐκκλησίας.  Οἱ  τοιχογραφίες  πού  σώζονται  σήμερα, Κοπτικῆς  τέχνης,  ἀνάγονται  στί  1232/1233.
Τά Λείψανα τοῦ ἁγ. Ἀντωνίου ἀνακαλύφθηκαν στήν Αἰγυπτιακή ἔρημο, μετά ἀπό ὅραμα, τό ἔτος 561 καί μεταφέρθηκαν στήν Ἀλεξάνδρεια, ἀπ’ ὅπου περί τό 635, λόγῳ τῆς προελάσεως τῶν Ἀράβων, μεταφέρθηκαν στήν ΚΠολη. Σύμφωνα μέ μία Δυτική συναξαριστική παράδοση περί τό 1070, ἕνας ἄρχοντας τῆς Γαλλικῆς πόλεως Ντωφινέ τά μετέφερε στήν πατρίδα του, ὅπου καί σήμερα φυλάσσονται, στό ὁμώνυμο Ρωμαιοκαθολικό προσκύνημα. Οἱ λόγοι τῆς μεταφορᾶς αὐτῆς δέν ἀναφέρονται. Νέος Συναξαριστής…», τ. Ἰανουαρίου, σελ. 193).
Σύμφωνα μέ ἄλλη Δυτική συναξαριστική παράδοση, τόν 10ο – 11ο αἰ. μεταφέρθηκαν σέ μία Ἐπισκοπή ἔξω ἀπό τήν Βιέννη καί ἀπό ἐκεῖ τόν 15ο αἰ. στή Γαλλία, στόν Ρωμαιοκαθολικό Ναό τοῦ ἁγ. Ἰουλιανοῦ Ἀρελάτης. Σήμερα Λείψανα τοῦ ἁγ. Ἀντωνίου φυλάσσονται, πέραν τῶν δύο προηγουμένως ἀναφερομένων Ρωμαιοκαθολικῶν προσκυνημάτων, στήν Λαύρα τοῦ ἁγ. Ἀλεξάνδρου Νέβσκι Ἁγίας Πετρουπόλεως καί στόν Ἱ. Ν. ἁγ. Ἰωσήφ Γουάτον Ἰλλινόις Η.Π.Α. Ἀπότμημα Λειψάνων κάποιου ἁγ. Ἀντωνίου, φυλάσσεται καί στήν Μονή ἁγ. Κων/νου Καλαμῶν.
Ἡ μνήμη τοῦ Καθηγητοῦ τῆς Ἐρήμου τιμᾶται τήν 17η Ἰανουαρίου.

Μάρτυρας ΑΝΤΩΝΙΟΣ τῆς Ἀγκύρας (4ος αἰ.).
Ἦταν γιός τῶν Χριστιανῶν ὁμολογητῶν Μελάσιππου καί Κασσίνης, οἱ ὁποῖοι μαρτύρησαν στήν Ἄγκυρα μετά ἀπό φοβερά βασανιστήρια, ἀπό τόν Ἰουλιανό τόν Παραβάτη (361 – 363). Ὅταν ὁ Ἀντώνιος εἶδε τό μαρτύριο τῶν γονέων του, ἀγανακτισμένος ἔφτυσε στό πρόσωπο τόν Αὐτοκράτορα, μέ ἀποτέλεσμα νά ὑποβληθεῖ καί ὁ ἴδιος σέ βασανιστήρια (τοῦ πέρασαν στούς ἀστραγάλους σχοινιά μέ βαριές πέτρες, τόν κάθησαν σέ πυρακτωμένο κάθισμα καί τόν διαπόμπευσαν σέ ὅλη τήν πόλη μέ μία πέτρα στόν λαιμό) καί τελικά νά ἀποκεφαλισθεῖ. Τό μαρτύριό του ἔφερε στήν θεογνωσία 40 παιδιά, τά ὁποῖα μαρτύρησαν κι αὐτά γιά τήν Χριστιανική Πίστη.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 7η Νοεμβρίου.

Ὅσιος ΑΝΤΩΝΙΟΣ τῆς Γεωργίας, ὁ Στυλίτης (6ος αἰ.).
Γεωργιανός στήν καταγωγή, ὑπῆρξε μαθητής τοῦ μεγάλου ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Ζαντέν (7η Μαΐου). Ἔζησε ἐρημιτικά στό Ὄρος Μαρτκόφι, κοντά στήν Τιφλίδα καί ὅταν ἀργότερα ἵδρυσε μονή, ἀνέβηκε γιά περισσότερη ἄσκηση σέ στύλο. Μετά θάνατον ἀναδείχθηκε θαυματουργός.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 19η Ἰανουαρίου.

Ὁσιομάρτυρας ΑΝΤΩΝΙΟΣ Ραβάχ, ὁ Κοραϊσίτης (8ος αἰ.).
Ὁ ἅγ. Ἀντώνιος ἔζησε κατά τόν 8ο αἰ. καί ἦταν Μουσουλμάνος στό θρήσκευμα. Κατάγοταν ἀπό τό Χαλέπι τῆς Συρίας καί κατοικοῦσε στή Δαμασκό, κοντά στήν Μονή τῆς ἁγ. Θεοδώρας. Μεταστράφηκε στόν Χριστιανισμό μετά ἀπό τρεῖς ἐμφανίσεις τῆς ἁγ. Θεοδώρας καί μετά ἀπό κάποια θαυμαστές φανερώσεις τῆς χάριτος πού ἐπισκίαζε τά Τίμια Δῶρα. Βαπτίσθηκε στόν ποταμό Ἰορδάνη, ὅπου καταυγάσθηκε ἀπό οὐράνιο φῶς. Ἔπειτα πῆγε στήν Αἴγυπτο καί τελικά ἐπέστρεψε στήν Συρία, ὅπου καταγγέλθηκε σάν ἀρνησίθρησκος, φυλακίσθηκε καί τελικά δικάσθηκε ἀπό τόν Χαλίφη Χαρούν Ἐλ Ρασίντ (786 – 809) καί καταδικάσθηκε σέ θάνατο μέ ἀποκεφαλισμό.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 19η Ἰανουαρίου.
Ὁ πρωτότυπος Βίος τοῦ ὁσιομ. Ἀντωνίου ὑπάρχει στά Ἀραβικά καί σέ Αἰθιοπική καί Γεωργιανή μετάφραση (Analecta Bolandiana 31, 1912 καί 33, 1944), ἡ λειτουργική του ὅμως μνήμη ὑπάρχει μόνο στούς Γεωργιανούς Συναξαριστές (βλ. Garitte, Calendrier, σελ. 136).

Ἅγιος ΑΝΤΩΝΙΟΣ Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης (+ 844).
Ἦταν συγγενής τῆς ὑπερμάχου τῆς Ὀρθοδοξίας ἁγ. Θεοδώρας τῆς Αὐγούστας καί ἀδελφός τῆς μοναχῆς Αἰκατερίνης, Ἡγουμένης τῆς μονῆς στήν ὁποία μόναζε ἡ κόρη τῆς ἁγ. Θεοδώρας Θεοπίστη.
Ἔγινε νωρίς μοναχός καί πῆρε ἱκανή θεολογική παιδεία. Ἀναδείχθηκε Μητροπολίτης Δυρραχίου λίγο πρίν τήν ἔναρξη τῆς β' Εἰκονομαχίας ἀπό τόν Λέοντα Ε' τόν Ἀρμένιο (815). Ὑπῆρξε ὑπέρμαχος τῆς τιμῆς τῶν Ἁγίων Εἰκόνων (σώζονται δύο σχετικές ἐπιστολές του πρός τόν ὅσ. Θεόδωρο τόν Στουδίτη) καί γι'αὐτό βασανίσθηκε καί ἐξορίσθηκε ἀπό τόν Λέοντα. Τό 820, μέ τήν ἄνοδο στόν Θρόνο τοῦ Μιχαήλ Β' ἀνακλήθηκε ἀπό τήν ἐξορία καί μετά τήν ἀναστήλωση τῶν Ἁγίων Εἰκόνων (843), ἀναδείχθηκε Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης.
Κοιμήθηκε εἰρηνικά, λίγους μῆνες μετά τήν ἄνοδό του στόν Θρόνο τῆς Θεσσαλονίκης, τήν 2α Νοεμβρίου 844, καί ἐνταφιάσθηκε σέ Παρεκκλήσιο τῆς Βασιλικῆς τοῦ ἁγ. Δημητρίου.
Στόν Βίο τῆς ὁσ. Θεοδώρας τῆς Θεσσαλονίκης ἀναφέρεται, ὅτι "μετά τεσσαράκοντα ἕξ ἔτη ἀπό τῆς αὐτοῦ πρός Κύριον ἐκδημίας, ἕτερον ἡμῶν Πρόεδρον τόνδε τόν βίον μεταλλάξαντος καί ἐν τῷ τάφῳ τοῦ Ἀντωνίου κἀκεῖνου καταθέσθαι θελήσαντες, εὕρομεν τό πανάγιον Ἀντωνίου σῶμα μεθ' ὧν κεκόσμητο ἀρχιερατικῶν ἐπίπλων σχεδόν ἅπαν ὁλόκληρον καί ἀμείωτον, ὅπερ ἅγιον Λείψανον μέχρι τοῦ νῦν Χριστός εἰς δόξαν αὐτοῦ διαφυλάττει σῶον καί ἀδιάλυτον" (Κέντρου Ἁγιολογικῶν Μελετῶν Ἱ. Μητροπ. Θεσσαλονίκης, "Ὁ Βίος τῆς Ὁσιομυροβλύτιδος Θεοδώρας τῆς ἐν Θεσσαλονίκῃ", 1991, σελ. 102). Σήμερα δέν ὑπάρχουν πληροφορίες γιά τήν τύχη του.
Ἡ μνήμη του δέν μνημονεύεται σέ παλαιούς Συναξαριστές, ἀλλά ἀνανεώθηκε πρόσφατα στήν Θεσσαλονίκη καί τιμᾶται τήν 2α Νοεμβρίου.

Ὅσιος ΑΝΤΩΝΙΟΣ ὁ Νέος, τῆς Βιθυνίας (+ 865).
Περιώνυμος ἀσκητής τοῦ Ὀλύμπου τῆς Βιθυνίας. Κατάγοταν ἀπό τά Ἱεροσόλυμα, ὅπου γεννήθηκε τό 785. Κατά κόσμον εἶχε μία λαμπρή ἐξέλιξη καί διορίσθηκε ἀπό τόν Αὐτοκράτορα Μιχαήλ Β’ ( 820 – 829), διοικητής τοῦ Θέματος τῶν Κιβυραιωτῶν (Μ. Ἀσία). Τελικά ἀσπάσθηκε τόν μοναχικό βίο στό περιώνυμο μοναστικό κέντρο τοῦ Ὀλύμπου, ὅπου ἀγωνιζόμενος ἀποφάσισε νά ἀσκηθεῖ στήν ὑπακοή καί γι’ αὐτό ὑπετάγη σέ κοινόβιο τῆς Κίου τῆς Βιθυνίας.
Κοιμήθηκε εἰρηνικά σέ ἡλικία 85 ἐτῶν, σέ μονή τῆς ΚΠόλεως. Ἐλεημένος τά χαρίσματα τῶν ἰάσεων καί τῆς προφητείας, ὑπηρέτησε ὅσους εἶχαν ἀνάγκη τῆς βοηθείας του.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 1η Δεκεμβρίου.

Ἅγιος ΑΝΤΩΝΙΟΣ Πατριάρχης ΚΠόλεως (+ 895).
Πρόκειται περί τοῦ Ἀντωνίου Β’ τοῦ Καυλέα, Πατριάρχου ΚΠόλεως κατά τήν περίοδο 893 – 895, ἄν καί ὁ ἅγ. Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης δέχεται, ὅτι πρόκειται περί τοῦ Ἀντωνίου Γ’, Στουδίτου μοναχοῦ, ὁ ὁποῖος πατριάρχευσε κατά τήν περίοδο 974 – 979) καί κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 983.
Οἱ γονεῖς τοῦ ἁγ. Ἀντωνίου κατάγονταν ἀπό τήν Φρυγία, ἀλλά εἶχαν ἐγκατασταθεῖ στήν ΚΠολη κατά τήν περίοδο τῆς Εἰκονομαχίας. Φλεγόμενος ἀπό τόν ζῆλο τῆς ἀφιερώσεως ὁ Ἅγιος, ἔγινε μοναχός στήν Μονή τοῦ Στουδίου, ὅπου δέχθηκε τήν Ἱερωσύνη καί ἀναδείχθηκε Ἡγούμενος. Διακρινόμενος γιά τήν ἀρετή του, ἐξελέγη Πατριάρχης τό 893, σέ γεροντική ἡλικία, καί διακρίθηκε γιά τό φιλόπτωχο καί εἰρηνικό του πνεῦμα (προσπάθησε νά φέρει εἰρήνη στήν Ἐκκλησία, τήν Ὁποία συγκλόνιζαν οἱ ἀντιπαλότητες τῶν ὀπαδῶν τῶν ἁγ. Φωτίου καί ἁγ. Ἰγνατίου). Κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 895.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 12η Φεβρουαρίου.

Ἅγιος ΑΝΤΩΝΙΟΣ Ἐπίσκοπος Σάρδεων (10ος αἰ.).
Ἔζησε κατά τήν ἐποχή τοῦ Πατριάρχου ΚΠόλεως ἁγ. Νικολάου τοῦ Μυστικοῦ (16η Μαΐου), ὁ ὁποῖος ἔτρεφε γι’ αὐτόν μεγάλη ἐκτίμηση. Ἡ μνήμη του ἀναφέρεται μόνον σ’ ἕνα χειρόγραφο (Σ. Εὐστρατιάδου, «Ἁγιολόγιον», σελ. 49) καί τιμᾶται τήν 23η Αὐγούστου.
Ὅσιος ΑΝΤΩΝΙΟΣ ὁ Βατοπεδινός (10ος - 11ος αἰ.).

Ἕνας τῶν τριῶν Ὁσίων Κτητόρων τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Βατοπεδίου Ἁγίου Ὄρους.
Κατά τήν παράδοση τήν Μονή ἵδρυσαν κατά τόν 10ο αἰ., οἱ εὐγενεῖς ἄρχοντες ἀπό τήν Ἀδριανούπολη Ἀθανάσιος, Νικόλαος καί ΑΝΤΩΝΙΟΣ, οἱ ὁποῖοι συνδέθηκαν μέ τόν Ὅσιο Ἀθανάσιο τόν Ἀθωνίτη, ὅταν αὐτός ἔκτιζε τήν Μεγίστη Λαύρα. Ἀπό τήν μελέτη τῶν πηγῶν προκύπτει, ὅτι πρῶτος Ἡγούμενος τῆς Μονῆς ἦταν ὁ ἅγ. Νικόλαος (ὑπογράφει γιά τελευταῖα φορά τό ἔτος 1012, ὁπότε καί κοιμήθηκε). Δεύτερος Ἡγούμενος ἦταν ὁ ὅσ. Ἀθανάσιος (ὑπογράφει γιά τελευταῖα φορά τό ἔτος 1048). Ὁ ὅσ. Ἀντώνιος εἶναι ὁ χρονολογικά τρίτος Ἡγούμενος τῆς Μονῆς.
Ὁ κοινός τάφος τῶν Ὁσίων Κτητόρων βρίσκεται στό δεξιό μέρος τοῦ Μεσονυκτικοῦ τοῦ Καθολικοῦ τῆς Μονῆς.
Ἡ μνήμη τοῦ ὁσ. Ἀντωνίου καί τῶν συνασκητῶν του τιμᾶται τήν 17η Δεκεμβρίου.
Ὅσιος ΑΝΤΩΝΙΟΣ τοῦ Κιέβου (+ 1073).
Ὁ θεμελιωτής τοῦ Ρωσικοῦ Κοινοβιακοῦ Μοναχισμοῦ. Γεννήθηκε τό 983 στό Λιοῦμπετς τῆς Οὐκρανίας καί θέλοντας νά ἀφιερωθεῖ στόν Θεό, πῆγε μέσῳ ΚΠόλεως στό Ἅγιο Ὄρος, ὅπου κοινοβίασε στήν Ἱερά Μονή Ἐσφιγμένου. Ἐκεῖ, μετά ἀπό ἄσκηση πολλῶν ἐτῶν, δέχθηκε οὐράνια ἀποκάλυψη νά ἐπιστρέψει στήν πατρίδα του Ρωσία.
Ὁ Ὅσιος ἔφθασε στό Κίεβο τό 1013 καί ἐγκαταστάθηκε σέ σπήλαιο τῆς περιοχῆς τοῦ Μπερέστεβο, κατά τήν βασιλεία τοῦ Μεγ. Βλαδιμήρου. Ὅταν μετά τόν θάνατο τοῦ πρώτου αὐτοῦ Χριστιανοῦ Ἡγεμόνα τῆς Ρωσίας (1015), ἀνέβηκε στόν θρόνο ὁ γιός του Σβιατοσλάβος καί ἄρχισε τόν διωγμό τῶν Χριστιανῶν, ὁ Ὅσιος ὑποχρεώθηκε νά ἐπιστρέψει στό Ἅγιο Ὄρος, ὅπου ἐγκαταβίωσε στό Ὄρος τῆς Σαμάρειας, ἐντός τῶν ὁρίων τῆς Μονῆς Ἐσφιγμένου.
Μετά τήν ἄνοδο στό θρόνο τοῦ φιλοθέου Γιαροσλάβου (1019), ὁ ὅσ. Ἀντώνιος δέχθηκε νέα ἀποκάλυψη καί ἐπέστρεψε στή Ρωσία (ὁριστικά τήν φορά αὐτή) καί ἐγκαταστάθηκε στό σπήλαιο ὅπου εἶχε ἀσκηθεῖ ὁ ἔπειτα Μητροπ. Ρωσίας Ἰλαρίων (1051). Μέ τήν πρόσληψη ὑποτακτικῶν (τοῦ ὁσ. Νίκωνος ἀρχικά καί τοῦ ὁσ. Θεοδοσίου στήν συνέχεια), ἱδρύθηκε ἡ περιώνυμη Λαύρα τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου, τῆς ὁποίας τό Πατερικό ἀποτελεῖ σημαντικό μνημεῖο τῆς πρώϊμης Ρωσικῆς Ἐκκλησιαστικῆς Γραμματείας, ἀναδείχθηκε δέ πνευματικό φυτώριο δεκάδων Ἁγίων καί μεγάλων μορφῶν τῆς Ρωσικῆς Ὀρθοδοξίας.
Ὁ ὅσ. Ἀντώνιος κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 1073 καί κατά τήν ἐπιθυμία του ἐνταφιάσθηκε στό σπήλαιό του, ὅπου τό Λείψανό του φυλάσσεται καί σήμερα.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 10η Ἰουλίου.

Ὅσιος ΑΝΤΩΝΙΟΣ τῆς Βεροίας (12ος αἰ.).
Γόνος ἐπιφανοῦς καί εὐσεβοῦς οἰκογενείας τῆς Βεροίας, μόνασε σέ μονή τῆς Πιερίας καί τελικά ἀσκήθηκε ἐπί πενήντα χρόνια σέ ἀπρόσιτο σπήλαιο τῆς κοιλάδας τοῦ Ἀλιάκμονα, στήν περιοχή τῆς Σκήτης τοῦ Τιμίου Προδρόμου, ὅπου ἀγωνιζόμενος κατά τῶν παθῶν καί τῶν δαιμόνων, ἔφθασε σέ μεγάλα μέτρα ἀρετῆς.
Κοιμήθηκε εἰρηνικά σέ ἡλικία 90 ἐτῶν καί τό σῶμα του ἔμεινε ἄταφο στό σπήλαιό του. Λίγο καιρό ἀργότερα κάποιοι κυνηγοί, εἶδαν ἕνα ἄνθρώπινο χέρι νά τούς γνέφει ἀπό τήν εἴσοσο τῆς σπηλιᾶς (!) καί μπαίνοντας βρῆκαν ἀδιάφθορο τό Λείψανο τοῦ Ἁγίου. Ἀμέσως εἰδοποιήθηκε ὁ Ἐπίσκοπος Βεροίας καί ἦρθε νά παραλάβει τό Λείψανο, ἀλλά κάτοικοι τῆς Πιερίας ἀπήτησαν νά τό παραλάβουν αὐτοί, χάριν εὐλογίας τοῦ τόπου τους. Ἔτσι τό Λείψανο τοποθετήθηκε πάνω σέ μία ἄμαξα πού τήν ἔσερναν δύο βόδια καί τά ζῶα ἀφέθηκαν ἐλεύθερα νά ὁδηγηθοῦν ἀπό τήν Θεία Πρόνοια. Τότε τά βόδια κατευθύνθηκαν στήν Βέροια καί σταμάτησαν μπροστά στό πατρικό σπίτι τοῦ Ἁγίου, ὅπου ἀργότερα ὑψώθηκε ναός πρός τιμήν του.
Σήμερα τό μεγαλύτερο μέρος τῶν Λειψάνων τοῦ Ἁγίου φυλάσσεται στήν Βέροια καί ἀπότμημά τους στήν Ἱερά Μονή Κύκκου Κύπρου. Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 17η Ἰανουαρίου.

Ὅσιος Ἀντώνιος ὁ Ρωμαῖος (+ 1147).
Ἦταν Ρωμαϊκῆς καταγωγῆς, ἐξ’ οὗ καί ἡ προσωνυμία Ρωμαῖος. Γεννήθηκε στήν Ρώμη τό 1067, ἀπό γονεῖς Ὀρθοδόξους κατά τήν πίστι καί πλούσιους σέ ὑλικά ἀγαθά. Ἔτυχε καλῆς παιδείας καί γνώριζε Ἑλληνικά καί Λατινικά. Μετά τόν θάνατο τῶν γονέων του καί σέ ἡλικία 17 ἐτῶν, μοίρασε τήν περιουσία του σέ δύο μερίδια καί ἀφοῦ ἔδωσε τό ἕνα στούς πτωχούς, τό ἄλλο τό ἔκλεισε σέ ἕνα ξύλινο βαρέλι καί τό ἔρριξε στήν θάλασσα! Στήν συνέχεια ἔγινε μοναχός σέ μία μοναστική κοινότητα τῆς Ἰταλικῆς ὑπαίθρου. Ἐκεῖ ἀσκήθηκε ἐπί μία 20ετία, μέχρι τόν διωγμό τῶν Ὀρθοδόξων ἀπό τήν Παπική ἐξουσία (τό ἔτος 1054 εἶχεν συμβεῖ ἡ ἀπόσχισι τοῦ Παπισμοῦ ἀπό τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας). Τότε ὁ Ὅσιος μετά ἀπό περιπλάνησι, ἀναγκάσθηκ νά ζητήσει καταφύγιο σέ ἕνα βράχο, στήν ἀκτή τῆς Τυρρηνικῆς Θαλάσσης, ὅπου συνέχισε τήν ἄσκησί του κάτω ἀπό ἰδιαιτέρως δύσκολες συνθήκες.
Ὁ ὅσ. Ἀντώνιος ὁ Ρωμαῖος θεωρεῖται θεμελιωτής τοῦ Μοναχισμοῦ στήν περιοχή τῆς Ρωσικῆς ἐμπορικῆς δημοκρατίας τοῦ Νόβγκοροντ. Σύμφωνα μέ ἰσχυρή συναξαριστική παράδοσι, ἔφθασε στήν βόρεια Ρωσία κάτω ἀπό τίς ἀκόλουθες θαυμαστές συνθήκες, μέ τρόπο θαυματουργικό καί παράδοξο: Τήν 5η Σεπτεμβρίου τοῦ ἔτους 1105, μετά ἀπό ἕνα ἔτος ἀσκήσεως τοῦ Ὁσίου ἐπί τοῦ βράχου, μία παράξενη θύελλα παρέσυρε τόν βράχο ἔξω ἀπό τήν Μεσόγειο, στόν Ἀτλαντικό Ὠκεανό, καί μέσῳ τῆς Βόρειας καί τῆς Βαλτικῆς Θάλασσας, τοῦ ποταμοῦ Νέβα, τῆς Λίμνης Λαντόγκας καί τοῦ ποταμοῦ Βολκώφ, τόν ἔφερε στό Νόβγκοροντ!
Ὅταν ὁ Ὅσιος πληροφορήθηκ, ὅτι βρίσκεται μεταξύ Ὀρθοδόξων, παρουσιάσθηκε στόν Ἐπίσκοπο τῆς πόλεως ἅγ. Νικήτα (τόν ἀρχικῶς ἔγκλειστο στά Σπήλαια τοῦ Κιέβου, + 1109) καί ζήτησε τήν εὐλογία του νά ἐγκατασταθεῖ ἐκεῖ καί νά ἱδρύσει μονή πρός τιμήν τοῦ Γεννεθλίου τῆς Θεοτόκου (διότι εἶχε φθάσει ἀπό τήν Ἰταλία κατά τόν Ἑσπερινό τῆς Ἑορτῆς, μέσα σέ μία μόνο ἡμέρα!). Ὁ ἅγ. Νικήτας δέχθηκε μέ ἐγκαρδιότητα τόν ἀπροσδόκητο ἐπισκέπτη καί θεώρησε τήν παρουσία του καί τόν παράδοξο τρόπο τῆς ἀφίξεώς του σάν εὐλογία Θεοῦ γιά τούς νεοφωτίστους πληθυσμούς τῆς περιοχῆς. Ἕνα ἔτος μετά τήν ἄφιξί του στό Νόβγκοροντ, κάποιοι ψαράδες βρῆκαν στόν ποταμό καί τό βαρέλι μέσα στό ὁποῖο εἶχε διαφυλάξει ὁ ὅσιος τό μισό τῆς περιουσίας του! Μέ τά χρήματα αὐτά ὁ Ὅσιος ἀνήγειρε τήν Μονή τῆς Γεννήσεως τῆς Θεοτόκου, ὅπου συνέχισε τήν ἄσκησί του, θεσπίζοντας καί τήν ἔκτοτε φιλάνθρωπη καί ἐλεήμονα τάξι τῆς ἀδελφότητας. Δέχθηκε τήν Ἱερωσύνη ἀπό τόν διάδοχο τοῦ ἁγ. Νικήτα, Ἐπίσκοπο ἅγ. Νήφωνα.
Τό ἔτος 1117 ὁ Ὅσιος ἀνήγειρε πέτρινο ναό στήν μονή, ὁ ὁποῖος ἁγιογραφήθηκε τό 1125 καί σώζεται μέχρι σήμερα. Τό ἔτος 1131 ὁ Ὅσιος χειροθετήθηκε Ἡγούμενος τῆς Μονῆς ἀπό τόν ἅγ. Νήφωνα.
Κοιμήθηκε εἰρηνικά τήν 3ην Αὐγούστου 1147 καί ἐνταφιάσθηκε ἀπό τόν ἅγ. Νήφωνα. Μετά τήν κοίμησί του ὁ βράχος τῆς ἀσκήσεώς του, τά ἄμφιά του καί ἕξι εἰκόνες πού εἶχε φέρει μαζί του, τιμήθηκαν ἰδιαίτερα ἀπό τόν πιστό λαό. Ὁ Βίος του ἐγράφη ἀμέσως μετά τήν κοίμησί του, ἀπό τόν διάδοχό του Ἱερομ. Ἀνδρέα.
Τό Λείψανο τοῦ ὁσ. Ἀντωνίου ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο τήν πρώτη Παρασκευή μετά τήν ἑορτή τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων Πέτρου καί Παύλου, ἡμέρα κατά τήν ὁποία καί τιμᾶται ἡ Ἀνακομιδή του. Σήμερα φυλάσσεται κατατεθημένο στόν περίφημο Καθεδρικό Ναό τῆς Ἁγίας Σοφίας τοῦ Νόβγκοροντ. Ἡ ἁγιότητά του διακηρύχθηκε τό ἔτος 1597, κατόπιν πρωτοβουλίας τοῦ Ἡγουμένου τῆς Λαύρας Ἁγίας Τριάδος - ἁγ. Σεργίου Ἀρχιμανδρίτου Κυρίλλου, ὁ ὁποῖος εἶχε θεραπευθεῖ θαυματουργικά ἀπό τόν Ὅσιο.
Ἡ μνήμη τιμᾶται τήν 3η Αὐγούστου καί τήν 17η Ἰανουαρίου καί ἡ Ἀνακομιδή τοῦ Λειψάνου του τήν πρώτη Παρασκευή μετά τήν ἑορτή τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων Πέτρου καί Παύλου.

Ὅσιος ΑΝΤΩΝΙΟΣ τοῦ Ντίμσκ Ρωσίας (+ 1224)
Γεννήθηκε στό Νόβγκοροντ, περί τό ἔτος 1157 καί ἀσπάσθηκε τόν μοναχικό βίο ὑπό τόν ὅσ. Βαρλαάμ τοῦ Χουτίνσκ (6η Νοεμβρίου), στήν μονή του. Ἀγωνιζόμενος θεαρέστως ἀναγκάσθηκε νά ἐγκαταλείψει τήν μετάνοιά του, ὅταν κατά τήν κοίμησή του ὁ ὅσ. Βαρλαάμ τόν ὑπέδειξε γιά διάδοχό του στήν ἡγουμενεία (σύμφωνα μέ μία παράδοση ὁ ὅσ. Ἀντώνιος εἶχε πάει γιά προσκύνημα στήν ΚΠολη καί ἐπέστρεψε στήν μονή κατά τήν κοίμηση τοῦ ὁσ. Βαρλαάμ). Τότε ὁ Ὅσιος ἐγκαταστάθηκε στίς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Ντίμσκ, στήν περιοχή τοῦ Τιχβίν, ὅπου ἵδρυσε μονή καί ἔμεινε ἐκεῖ ἀγωνιζόμενος μέχρι τό τέλος τῆς ζωῆς του.
Κοιμήθηκε εἰρηνικά τήν 24η Ἰουνίου 1224. Τό 1330 τό τίμιο Λείψανό του ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο. Ἔκτοτε ὁ Ὅσιος ἀναδείχθηκε θαυματουργός. Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 24η Ἰουνίου καί τήν 17η Ἰανουαρίου.
Ἅγιος ΑΝΤΩΝΙΟΣ Ἀρχιεπίσκοπος Νόβγκοροντ Ρωσίας  (+ 1231).

Μνημονεύεται κατά τήν Σύναξη τῶν Ἁγίων τοῦ Νόβγκοροντ τήν 10η Φεβρουαρίου, τήν 4η Ὀκτωβρίου καί τήν Τρίτη Κυριακή μετά τήν Πεντηκοστή, καθώς καί τήν 8η Ὀκτωβρίου, ἡμέρα τῆς κοιμήσεώς του, τό 1231, χωρίς ἰδιαίτερο ὑπόμνημα.
Κατά τήν Ρωσική Συναξαριστική παράδοση, τήν 4η Ὀκτωβρίου 1439, ἐμφανίσθηκε στόν Ἀρχιεπίσκοπο Νόβγκοροντ ἅγ. Ἰωάννη (7η Σεπτεμβρίου), ὁ προκάτοχός του ἅγ. Εὐθύμιος (11η Μαρτίου) καί τοῦζ ζήτησε νά τιμᾶται κατά τήν ἑορτή τοῦ ἁγ. Ἱεροθέου Ἐπισκόπου Ἀθηνῶν, ἡ μνήμη τῶν δικαίων πού ἔχουν ἐνταφιασθεῖ στόν Καθεδρικό Ναό τῆς Ἁγίας Σοφίας (Ἱεραρχῶν, Ἡγεμόνων καί λαϊκῶν). Μετά τήν κοίμηση τοῦ ἁγ. Ἰωάννη καί τήν εὕρεση τοῦ ἀδιαφθόρου λειψάνου του, ἄρχισε νά τιμᾶται ἡ Σύναξις τῶν Ἁγίων Ἱεραρχῶν τοῦ Νόβγκοροντ, μεταξύ τῶν ὁποίων καί τοῦ Ἀρχιεπισκόπου ἁγ. Ἀντωνίου (+ 1231).
Ὁσιομάρτυς ΑΝΤΩΝΙΟΣ ὁ Ζωγραφίτης (+ 1279/1280).

Ἕνας τῶν 26 Ὁσιομαρτύρων καί Μαρτύρων τῆς Μονῆς Ζωγράφου Ἁγίου Ὄρους, οἱ ὁποῖοι τελειώθηκαν μαρτυρικά ἀπό τούς Λατινόφρονες Ἑνωτικούς, ὅταν οἱ τελευταῖοι προσπαθοῦσαν διά τῆς βίας τῶν ὅπλων νά ἐπιβάλλουν τήν ἕνωση Ὀρθοδοξίας καί Παπισμοῦ, μετά τήν ψευδο-Σύνοδο τῆς Λυῶνος (1274).
Ἀπό τούς ἀδελφούς τῆς Μονῆς Ζωγράφου 22 Πατέρες – κυρίως ἀσθενεῖς καί ἡλικιωμένοι, πού δέν μποροῦσαν νά διαφύγουν στά δάση – καί 4 λαϊκοί, κλείσθηκαν στόν πύργο τῆς Μονῆς καί ἐκεῖ κάηκαν ζωντανοί, ὅταν οἱ Λατινόφρονες ἔβαλαν φωτιά στόν πύργο. Μαζί μέ τόν Ἡγούμενο Θωμᾶ κάηκαν οἱ Μοναχοί Βαρσανούφιος, Κύριλλος, Μιχαίας, Σίμων, Ἱλαρίων, Ἰάκωβος, Ἰάκωβος (ἄλλος), Ἰώβ, Κυπριανός, Σάββας, Μαρτινιανός, Κοσμᾶς, Σέργιος, Μηνᾶς, Ἰωάσαφ, Ἰωαννίκιος, Παῦλος, ΑΝΤΩΝΙΟΣ, Εὐθύμιος, Δομέτιος καί Παρθένιος. Τά ὀνόματα τῶν λαϊκῶν παραμένουν ἄγνωστα στούς ἀνθρώπους, εἶναι ὅμως γνωστά στόν Θεό, γιά τήν ἀλήθεια τοῦ Ὁποίου θυσιάσθηκαν.
Τό ἔτος 1873 στήν αὐλή τῆς Μονῆς ὑψώθηκε μνημεῖο πρός τιμήν τῶν Ἁγίων αὐτῶν Ὁσιομαρτύρων καί Μαρτύρων.
Ἡ μνήμη τοῦ Ὁσιομάρτυρος Ἀντωνίου καί τῶν συναθλητῶν του τιμᾶται τήν 22α Σεπτεμβρίου καί τήν 10η Ὀκτωβρίου.
Ὅσιος ΑΝΤΩΝΙΟΣ τοῦ Μέσσι Γεωργίας (13ος αἰ.).
Ὁ ἅγ. Ἀντώνιος Ναοχρέβδλιτζε - Γεωργιανῆς καταγωγῆς, καταγόμενος ἀπό τό Μέσσι τῆς νότιας Γεωργίας - ἤκμασε κατά τούς χρόνους τοῦ Βασιλέως Δημητρίου Β’ (1271 – 1289) καί διακρίθηκε στό κήρυγμα τοῦ χριστιανικοῦ λόγου στούς εἰδωλολατρικούς πληθυσμούς τῆς περιοχῆς. Γιά τόν λόγο αὐτό ἐκτιμήθηκε ἀπό τόν Βασιλέα καί τούς Πρίγκιπες καί ὀνομάσθηκε «Ἥλιος τῶν Ἰβήρων».
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 16η Μαρτίου.

Μάρτυρας ΑΝΤΩΝΙΟΣ τῆς Λιθουανίας (+ 1347).
Ὁ Μάρτυρας Ἀντώνιος καί οἱ σύν αὐτῷ Ἅγιοι Μάρτυρες Ἰωάννης καί Εὐστάθιος, ἦσαν ὑπηρέτες στήν Αὐλή τοῦ Ἡγεμόνα Ὄλγκερντ τῆς Λιθουανίας. Κατά τήν ἐποχή ἐκείνη ἡ Λιθουανία ἦταν ἀκόμη χώρα εἰδωλολατρική, ἀλλά οἱ τρεῖς αὐλικοί ἔγιναν κρυφά Χριστιανοί ἀπό τόν Ἱερέα Νέστορα, πνευματικό τῆς Πριγκίπισσας Μαρίας Γιαροσλάβνας. Ὅταν ἡ προσχώρησή τους στόν Χριστιανισμό ἔγινε γνωστή στόν Ἡγεμόνα, αὐτός τούς φυλάκισε.
Ὁ μ. Ἀντώνιος τελειώθηκε μέ ἀπαγχονισμό τήν 14η Ἰανουαρίου 1347. Λίγο ἀργότερα, τήν 24η Ἀπριλίου τοῦ ἰδίου ἔτους, τελειώθηκε ἐπίσης μέ ἀπαγχονισμό ὁ κατά σάρκα ἀδελφός του μ. Ἰωάννης (ὁ μ. Εὐστάθιος, συγγενής τῶν προηγουμένων ἁγ. Μαρτύρων, τελειώθηκε ἐπίσης μέ ἀπαγχονισμό, τήν 13η Δεκεμβρίου 1347).
Τά Λείψανα τῶν τριῶν Μαρτύρων ἐνταφιάσθηκαν στόν Ναό τοῦ ἁγ. Νικολάου Βίλνας. Δύο χρόνια ἀργότερα, ἡ δρῦς στήν ὁποία εἶχαν κρεμασθεῖ κόπηκε καί στήν θέση της ὑψώθηκε ἡ Ἁγία Τράπεζα τοῦ πρός τιμήν τους ναοῦ. Τό 1374, ὁ Βούλγαρος κληρικός τῆς Ἐκκλησίας τῆς ΚΠόλεως Κυπριανός Τσάπμλακ, ἔπειτα Μητροπ. Ρωσίας (Ἅγιος, 16η Σεπτεμβρίου), ἔδωσε στόν διδάσκαλό του ἅγ. Φιλόθεο τόν Κόκκινο, Οἰκουμενικό Πατριάρχη (11η Ὀκτωβρίου), μέρος τῶν Λειψάνων τῶν Μαρτύρων. Ἡ θαυματουργία τῶν Λειψάνων αὐτῶν ὁδήγησε τόν ἅγ. Φιλόθεο στήν ἐπίσημη διακήρυξη τῆς ἁγιότητός τους (ἡ Ρωσική Ἐκκλησία τούς ἐνέγραψε στό Ἁγιολόγιό της, κατά τήν Σύνοδο τῆς Μόσχας τοῦ 1549). Κατά τόν Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο τά Λείψανα τῶν Μαρτύρων μεταφέρθηκαν στήν Μόσχα, ἀπ’ ὅπου μετά τό τέλος τοῦ Β’ Παγκοσμίου Πολέμου (1946), ἐπέστρεψαν καί πάλι στήν Λιθουανία καί κατατέθηκαν στήν Ἱερά Μονή Ἁγίου Πνεύματος Βίλνιους, ὅπου καί σήμερα φυλάσσονται.
Ἡ μνήμη τοῦ Μάρτυρος Ἀντωνίου καί τῶν συναθλητῶν του τιμᾶται τήν 14η Ἀπριλίου.

Ὅσιος ΑΝΤΩΝΙΟΣ τοῦ Κράσνι – Χόλμ Ρωσίας (+ 1481).
Ρωσικῆς καταγωγῆς, ἦταν Ἱερομόναχος τῆς Μονῆς τοῦ ἁγ. Κυρίλλου τῆς Λευκῆς Λίμνης καί μέ τήν εὐλογία τοῦ μεγάλου αὐτοῦ Μοναστικοῦ Πατρός τῆς Ρωσικῆς Θηβαΐδος, ἔζησε ἐρημητικά στήν περιφέρεια τοῦ Τβέρ, στήν περιοχή τοῦ Κράσνι Χόλμ, στίς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Μολόγκα, ὅπου ἔκτισε ἕνα ξύλινο παρεκκλήσιο καί ἕνα κελλί γιά τόν ἑαυτό του.
Ὅταν βρέθηκε πάνω σ’ ἕνα δένδρο ἡ εἰκόνα τοῦ ἁγ. Νικολάου ἀρχιεπ. Μύρων, ἵδρυσε μονή μέ τήν συνδρομή τοῦ εὐγενοῦς Ἰβάν Νελεντίνσκ, τό ἔτος 1461. Ἡ μονή συντόμως ἐξελίχθηκε σέ μοναστικό κέντρο, διότι ἡ φήμη τῆς ἁγιότητος τοῦ ὁσ. Ἀντωνίου ἔφερε στήν ὑπακοή του πολλούς μοναχούς. Ἀργότερα, μέ τήν συνδρομή τοῦ Βογιάρου Ἀθανασίου, ὁ Ὅσιος ὕψωσε πέτρινο ναό πρός τιμήν τοῦ ἁγ. Νικολάου, τόν ὁποῖο ἀποπεράτωσε ὁ διάδοχός του Ἡγούμενος Γεράσιμος.
Κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 1481, ἐλεημένος ἀπό τόν Θεό μέ ἁγιοπνευματικά χαρίσματα. Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 17η Ἰανουαρίου.

Ὅσιος ΑΝΤΩΝΙΟΣ ὁ Μετεωρίτης (15ος αἰ.).

Βασιλικῆς καταγωγῆς, ἦταν υἱός τῆς Αὐτοκράτειρας τοῦ Βυζαντίου Μαρίας Καντακουζηνῆς (κοιμήθηκε μετά τό 1359) καί ἐγγονός τοῦ Αὐτοκράτορα Ἰωάννου Στ’ τοῦ Καντακουζηνοῦ καί τοῦ Δεσπότη τῆς Ἠπείρου Νικοφόρου Β’ Ὀρσίνι (+ 1359). Τό βασιλικό του ἐπώνυμο μνημονεύεται σέ σημείωμα λειτουργικοῦ χειρογράφου καί στ΄ ἀφιερωτήριο γράμμα τῆς Κάρας τοῦ ἁγ. Χαραλάμπους στήν Μονή τοῦ ἁγ. Στεφάνου (1413).
Κατά τό πρῶτο μισό τοῦ 15ου αἰ. ἵδρυσε στά Μετέωρα τήν Ἱερά Μονή τοῦ ἁγ. Στεφάνου, τῆς ὁποίας διετέλε ἡγούμενος. Ἔζησε θεοφιλῶς καί κοιμήθηκε εἰρηνικά.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 17η Ἰανουαρίου.
Ὁσιομάρτυς ΑΝΤΩΝΙΟΣ ὁ Καρεώτης (+ 1516).

Ὁ κατά κόσμον Ὀνούφριος καταγόταν ἀπό τήν Οὐκρανία καί στήν νεότητά του διέπραξε φόνο. Ὅταν μετανόησε, ἐπέλεξε τήν διά τοῦ μοναχικοῦ βίου μετάνοια καί ἐγκαταβίωσε στήν Ἱερά Μονή Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου στό Σούπρασλ. Ἐκεῖ «ἔθεσε ἑαυτόν» στήν ὑπακοή τοῦ ἐναρέτου Ἱερομονάχου Παφνουτίου (Σέγκεν, + 1510), ἀπό τόν ὁποῖο ἔλαβε τό Μεγάλο καί Ἀγγελικό Σχῆμα μέ τό ὄνομα Ἀντώνιος. Ὅμως κατά τόν βιογράφο του, ἡ μνήμη τοῦ φόνου πού εἶχε διαπράξει ἦταν πάντω νωπή στήν μνήμη του καί ἔτσι ἀποφάσισε νά πάει στό Ἅγιο Ὄρος, μέ ἀπώτερο σκοπό νά μαρτυρήσει.
Στόν Ἄθωνα ἐγκαταστάθηκε στό Κελλί τοῦ ἁγ. Σάββα Α’ Ἀρχιεπισκόπου Σερβίας, τό γνωστό ὡς Τυπικαριό, καί ἐπιδόθηκε σέ μεγάλες ἀσκήσεις προετοιμασίας γιά τό μαρτύριο. Ὅταν αἰσθάνθηκε ἕτοιμος πνευματικά πῆγε στήν Θεσσαλονίκη καί μπῆκε στόν περίφημο Ναό τῆς Παναγίας Ἀχειροποιήτου, τόν ὁποῖοι οἱ Ὀθωμανοί εἶχαν μετατρέψει σέ τζαμί, καί προσευχήθηκε κάνοντας τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ. Αὐτό εἶχε σάν συνέπεια νά συλληφθεῖ ἀπό τούς Μουσλμάνους, νά βασανισθεῖ καί τελικά νά ὑποστεῖ τόν διά πυρᾶς θάνατο. Μάλιστα οἱ Μουσουλμάνοι σκόρπισαν τίς στάχτες του, γιά νά μήν τίς τιμήσουν οἱ Χριστιανοί.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 4η Φεβρουαρίου.
Ὅσιος ΑΝΤΩΝΙΟΣ τοῦ Σίγια Ρωσίας  (+ 1556).
Ὁ ὅσ. Ἀντώνιος (γνωστός μέ τήν προσωνυμίαν «τοῦ Σίγια», ἀπό τόν ποταμό Σίγια τῆς βορείου Ρωσίας, ὅπου ἀσκήθηκε), γεννήθηκε τό ἔτος 1447 στήν περιοχή τοῦ Ἀρχαγγέλου, στό μικρό χωριό Κέχτ, ἀπό γονεῖς εὐσεβεῖς χωρικούς (τόν Νικηφόρο καί τήν Ἀγάθη) καί κατά τό Ἅγιο Βάπτισμα ὀνομάσθηκε Ἀνδρέας.
Ὁ Ἀνδρέας μεγάλωσε κοντά στούς εὐσεβεῖς γονεῖς του καί ἔλαβε τήν μόρφωσιν τήν ὁποίαν ἡ ἐποχή του μποροῦσε νά προσφέρη σέ ἕνα πτωχό νέο, ἔμαθε ὅμως καί τήν τέχνη τῆς Ἁγιογραφίας. Στήν ἡλικία τῶν 25 ἐτῶν οἱ γονεῖς τοῦ νέου ἀναπαύθηκαν καί τότε ὑποχρεώθηκε νά ἐγκατασταθῆ στό Νόβγκοροντ, ὅπου τέθηκε στήν ὑπηρεσία ἑνός ἄρχοντα, ὁ ὁποῖος ἀργότερα τόν ἐνύμφευσε μέ τήν θυγατέρα του. Ὅμως τό θέλημα τοῦ Θεοῦ ἦταν διαφορετικό. Ἕνα ἔτος μετά τόν γάμο ἡ νεαρή σύζυγος ἐπεβίωσε καί ἔτσι ὁ Ἀνδρέας ἐπέστρεψε στό Κέχτ, διαμοίρασε τήν πατρική του περιουσία στούς πτωχούς καί ἀσπάσθηκε τόν μοναχικό βίο.
Ἀρχικά ὑπετάγη στόν ὅσ. Παχώμιο (+ 1515), στήν Μονή τῆς Θείας Μεταμορφώσεως, τήν ὁποία εἶχε ἱδρύσει στόν ποταμόν Κένα. Μάλιστα στήν ἀπόφασι αὐτή τόν ὁδήγησε ἡ κατ’ ὄναρ ἐμφάνισις τοῦ Καθηγητοῦ τῆς Ἐρήμου ὁσ. Ἀντωνίου τοῦ Μεγάλου.
Στό κοινόβιο τοῦ Σωτῆρος ὁ ἀγωνιστής τοῦ Θεοῦ ἐπιδόθηκε σέ μεγάλες ἀσκήσεις καί τό ἔτος 1508 ἀξιώθηκε τοῦ Μεγάλου καί Ἀγγελικοῦ Σχήματος καί τοῦ μοναχικοῦ ὀνόματος τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου, ἀργότερα δέ κρίθηκε ἄξιος καί τοῦ χαρίσματος τῆς Ἱερωσύνης. Σύντομα ὅμως ὁ Ἅγιος τοῦ Θεοῦ, φλεγόμενος ἀπό τόν πόθο τῆς ἐρημητικῆς ζωῆς καί τῆς ἐν ἡσυχίᾳ διαβιώσεως, ζήτησε καί ἔλαβε τήν εὐλογία τοῦ Γέροντά του Ὁσίου Παχωμίου καί ἀναχώρησε ἀπό τήν Μονή, ἀκολουθούμενος ἀπό τούς συμμοναστές του Ἀλέξανδρο καί Ἰωακείμ, οἱ ὁποῖοι εἶχαν καί αὐτοί ὑψηλές πνευματικές ἀναζητήσεις.
Πρῶτος σταθμός τῶν τριῶν ἐρημιτῶν ὑπῆρξε ὁ ποταμός Ἔμσα. Ἐκεῖ οἱ πατέρες ὕψωσαν ἕνα ξύλινο παρεκκλήσιο πρός τιμήν τοῦ ἁγ. Νικολάου καί ἔζησαν ἐπί ἑπτά ἔτη, ἀγωνιζόμενοι σέ καλύβες ἀπό κορμούς δένδρων. Ἀργότερα ἡ συνοδεία ἔφθασε τούς ἑπτά μοναχούς, ἀλλά οἱ χωρικοί τῆς περιοχῆς δέν ἤθελαν μοναχούς στήν περιφέρειά τους καί ἔτσι ἡ συνοδεία ἀναχώρησε γιά τό ἄγνωστο.
Ὁ Ὅσιος Ἀντώνιος καί οἱ λοιποί πατέρες, ὁδηγούμενοι ἀπό ἕναν κυνηγό, ἔφθασαν στόν ποταμό Σίγια, στή λίμνη Μιχαήλωφ. «Ἡ τοποθεσία αὐτή – γράφει ὁ Ρωσικός Βίος τοῦ Ἁγίου - ἦτο πλέον ἀπομεμακρυσμένη καί ἐρημική, ἀπ’ αὐτήν εἰς τήν ὁποίαν εἶχον ἐγκατασταθεῖ προηγουμένως. Γύρω της ὑπῆρχον ἀδιάβατες χαράδρες καί πυκνά δάση, βάλτοι καί λόχμες, βρυώδεις τοποθεσίες καί ἀσταθή ἔλη, ὅπου κατοικοῦσαν ἄγρια θηρία, ἀρκοῦδες καί λύκοι, μαζί μέ ἐλάφια, λαγούς καί ἀλεποῦδες, σέ τόσο μεγάλο πλῆθος πού ἐσχημάτιζαν ἀγέλες. Πολλές καί βαθιές λίμνες ὑπῆρχαν διάσπαρτες τριγύρω καί ὁλόκληρη ἡ τοποθεσία περιβάλλοταν γύρω – γύρω, σάν μέ προστατευτικό τεῖχος, ἀπό νερά».
Σ’ αὐτό τόν ὄμορφο καί ἡσυχαστικό τόπο, ἀναπαύθηκε ὁ Ὅσιος μέ τήν συνοδεία του καί τό ἔτος 1520 ἵδρυσαν μονή πρός τιμήν τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἐνῶ ὁ Ὅσιος ἦταν στήν ἡλικία τῶν 42 ἐτῶν. Ἡ μονή ἱδρύθηκε ἐπἰσημα τό ἔτος 1544, ἀπό τόν Μεγάλο Ἡγεμόνα τῆς Μόσχας Βασίλειο Γ’ Ἰβάνοβιτς (πατέρα τοῦ Τσάρου Ἰβάν Δ’ τοῦ Τρομεροῦ). Τότε ἀνεγέρθηκε ὁ ναός τῆς Ἁγίας Τριάδος, στόν ὁποῖο ὁ Ὅσιος ἁγιογράφησε τήν ἐφέστια εἰκόνα), καθώς καί οἱ ναοί τοῦ Εὐαγγελισμοῦ καί τοῦ ἁγ. Σεργίου τοῦ Ραντονέζ καί τό Παρεκκλήσιο τοῦ ἁγ. Ἀποστόλου Ἀνδρέου. Ἡ νέα μονή ὀργανώθηκε αὐστηρῶς ἐπί κοινοβιακῆς βάσεως καί ἐπί τῶν ἀρχῶν τοῦ μοναχικοῦ ρεύματος τῶν Ἀκτημόνων. Οἱ μοναχοί ζοῦσαν ἀπό τήν ἐργασία τους (κυρίως τήν κοπή δένδρων καί τήν καλλιέργεια τῆς γῆς). Πολλές φορές μοναδική τους τροφή ἦσαν οἱ καρποί τοῦ δάσους, ὁπότε τούς ἐπεσκέπτετο θαυματουργικῶς ἡ βοήθεια τοῦ Θεοῦ.
Ὅταν οἱ ὑπό τήν πνευματική καθοδήγησι τοῦ Ὁσίου μοναχοί ἔφθασαν τούς 70, ἐκεῖνος ἔφυγε στήν ἔρημο, ἀκολουθούμενος ἀπό ἕναν διακονητή. Νέος τόπος ἀσκήσεώς του ἦταν μία ἐρημική νησίδα τῆς λίμνης Ντούντνιτσα, ἀνάμεσα σέ παρθένα δάση. Ἐκεῖ οἱ δύο ἀναχωρῆτες ἔζησαν καλλιεργῶντας σιτάρι. Τόν χειμῶνα ἡ καλύβη τους ἦταν θαμένη ἀπό τά χιόνια καί τό καλοκαίρι τούς κατέτρωγαν τά ἔντομα. Ἀργότερα ὁ Ὅσιος μετακινήθηκε σέ πλέον μακρυνή τοποθεσία, στήν λίμνη Ποντούν, ὅπου συνέχισε τήν ἄσκησή του.
Ὁ Ὅσιος ἐγκατέλειψε τήν ἐρημία του, μόνο κάτω ἀπό τήν πίεσι τῶν ἀδελφῶν. Ἐπιστρέφοντας στήν μονή καί ἐλεημένος μέ τά χαρίσματα τῶν ἰάσεων καί τῆς προοράσεως, αὔξησε τήν πνευματική του ἐργασία καί εὐεργετοῦσε διά τῶν ἁγίων του εὐχῶν τούς ἀδελφούς καί τούς προσερχομένους σ’ αὐτόν.
Κοιμήθηκε εἰρηνικά τήν 7η Δεκεμβρίου 1556, σέ ἡλικία 79 ἐτῶν. Προηγουμένως εἶχεν ζητήσει ἀπό τούς ἀδελφούς νά πετάξουν τό σῶμα του στούς βάλτους, κάτι τό ὁποῖο βεβαίως δέν ἔκαναν, ἀλλά τό ἐνταφίασαν στά δεξιά τοῦ Ἱεροῦ Βήματος τοῦ Ναοῦ τῆς Ἁγίας Τριάδος. Συντόμα ὁ τάφος ἀναδείχθηκε πηγή ἰαμάτων, τῶν προσερχομένων μετά πίστεως καί αἰτουμένων τῶν πρσεβειῶν του. Τό ἔτος 1579 (23 ἔτη μετά τήν μακαρία του κοίμηση), ὁ Ἡγούμενος τῆς Μονῆς ἀρχιμ. Πιτιρίμ καί οἱ ἀδελφοί, ὑπέβαλαν αἴτηση πρός τόν Τσάρο Ἰβάν Δ’ τόν Τρομερό, γιά τήν διακήρυξη τῆς ἁγιότητός του. Τό ἴδιο ἔτος ὁ Τσάρος καί ἡ Ἐκκλησιαστική Ἀρχή τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας, ἐπί ἀρχιερατείας τοῦ Μητροπολίτου Μόσχας Ἀντωνίου (1572 – 1581), διεκήρυξαν τήν διαπιστωμένη καί μαρτυρουμένη ἁγιότητα τοῦ Ἱεροῦ Πατρός, μέ ἡμέρα μνήμης του τήν 7ην Δεκεμβρίου.
Ὁ ὅσ. Ἀντώνιος τοῦ Σίγια θεωρεῖται προστάτης τῶν Ἁγιογράφων. Μετά τήν Ἐπανάστασι τοῦ 1917, δέν ὑπάρχουν πληροφορίες γιά τήν τύχη τῶν ἱερῶν Λειψάνων του.

Ὅσιος ΑΝΤΩΝΙΟΣ τῆς Μονῆς ἁγ. Νικολάου Καρελίας (+ 1418).
Ὁ Ὅσιος Ἀντώνιος καί ὁ ἀδελφός του Φῆλιξ, κατάγονταν ἀπό πλούσια οἰκογένεια τοῦ Νόβγκοροντ (εἶναι γνωστό μόνον τό ὄνομα τῶν γονέων τους, ὀνομάζονταν Νικόλαος καί Μάρθα )καί ἦσαν γνωστοί γιά τήν εὐσέβεια καί τήν φιλανθρωπία τους. Ὅταν κατά παραχώρησιν Θεοῦ πνίγηκαν στήν Λευκή Θάλασσα (τό 1418), ἐνταφιάσθηκαν στήν Ἱερά Μονή ἁγ. Νικολάου Καρελίας, τήν ὁποία εἶχε ἱδρύσει κοντά στήν πόλη τοῦ Ἀρχαγγέλου ὁ Ἱεραπόστολος τῆς Καρελίας ὅσ. Εὐθύμιος ὁ Φωτιστής (+ 1435). Ἔτσι ἡ μνήμη τους συνδέθηκε μέ τήν μνήμη τοῦ ὁσ. Εὐθυμίου καί τιμῶνται μαζί του τήν 18η Ἀπριλίου.
Σύντομα πάνω ἀπό τόν τάφο τῶν δικαίων ἀδελφῶν ὑψώθηκε ἕνα παρεκκλήσιο καί τό 1719 κτίσθηκε ναός ἀφιερωμένος στήν Ὑπαπαντή τοῦ Κυρίου.
Ὅσιος ΑΝΤΩΝΙΟΣ Ἐπίσκοπος Βολόγδας  Ρωσίας  (+ 1588).
Ὑπῆρξε μαθητής τοῦ ὁσ. Γερασίμου τῆς Μονῆς τοῦ Βολντίνο (1η Μαΐου), τόν ὁποῖο διαδέχθηκε στήν ἡγουμενία τῆς μονῆς. Διακρινόμενος γιά τήν ἁγιότητα τοῦ βίου του, τό 1586 ἀναδείχθηκε Ἐπίσκοπος Βολόγδας καί Πέρμ, ἀλλά κοιμήθηκε εἰρηνικά μετά ἀπό διετία, τό 1588. Τά τίμια λείψανά του φυλάσσονται στόν Καθεδρικό Ναό τῆς Βολόγδας.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 26η Ὀκτωβρίου.

Ὅσιος ΑΝΤΩΝΙΟΣ τῆς Μαύρης Λίμνης Ρωσίας  (16ος αἰ.).
Ὁ ὅσ. Ἀντώνιος τῆς Μαύρης Λίμνης (ρωσ. Τσερνοζέρσκ), ἵδρυσε μία μονή πρός τιμήν τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου στήν Μαύρη Λίμνη τῆς περιοχῆς τοῦ Νόβγκοροντ, ὄχι μακρυά ἀπό τήν πόλη τοῦ Τσερνοποβέτς. Ἡ μονή ἦταν ἱδρυμένη σέ ἕνα νησί τῆς λίμνης, πρός τήν πλευρά τοῦ Σίρσκ.
Δέν διασώθηκε τό ἔτος τοῦ θανάτο του. Ἡ μονή καταστράφηκε δύο φορές - τό 1581 ἀπό τούς Λιθουανούς καί τό 1682 ἀπό τούς Σουηδούς - καί διαλύθηκε τό 1764, κατά τήν βασιλεία τῆς Αἰκατερίνης Β’ τῆς Μεγάλης (1762 – 1796).
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 17η Ἰανουαρίου.

Ὅσιος ΑΝΤΩΝΙΟΣ τῆς Βολόγδας  Ρωσίας  (17ος αἰ.).
Μνημονεύεται ἀπό τόν Νέο Συναξαριστή τήν 23η Ἰουνίου καί τήν 17η Ἰανουαρίου, σάν διάδοχος τοῦ ὁσ. Ἰωσήφ τοῦ Βολοκολάμσκ (+ 1612), στήν ἡγουμενία τῆς Μονῆς τῆς Εἰκόνος τοῦ Βλαδιμήρ στήν Βολόγδα, χωρίς ἰδιαίτερο ὑπόμνημα.

Ὅσιος ΑΝΤΩΝΙΟΣ τοῦ Λεοχνώφ  Ρωσίας  (+ 1611/1613).
Ἦταν γόνος πλούσιας καί ἐπιφανοῦς οἰκογενείας Βογιάρων τοῦ Τβέρ. Φλεγόμενος ἀπό τήν νεότητά του γιά τόν ἐρημιτικό καί ἡσυχαστικό βίο, νέος ἐγκατέλειψε τήν πατρική του ἑστία καί ἐγκαταβίωσε σ’ ἕνα δάσος, ὅπου ζοῦσε καλλιεργῶντας σίκαλι γιά τό ψωμί του καί λίγα λαχανικά.
Ἀγωνιζόμενος ὑπερμέτρως ἀξιώθηκε τήν ἡμέρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς ἐμφανίσεως θείου Ἀγγέλου, ὁ ὁποῖος τοῦ ἔδωσε ἐντολή νά μεταβεῖ στό Λεοχνώφ, μία τοποθεσία στήν περιοχή τοῦ Νόβγκοροντ. Ἐκεῖ ὁ Ὅσιος βρῆκε ἀσκούμενο τόν Ἱερομ. Ταράσιο, ἀπό τόν ὁποῖο δέχθηκε τό Μεγάλο καί Ἀγγελικό Σχῆμα καί μαζί του ἵδρυσε μονή, τῆς ὁποίας πρῶτος ἡγούμενος ἀνέλαβε ὁ ὅσ. Ἀντώνιος. Ἀναδείχθηκε θαυματουργός καί ἐλεήθηκε μέ τό προφητικό χάρισμα (τό 1564 προφήτευσε τήν ἥττα τῶν Ρώσων ἀπό τούς Λιθουανούς).
Ἀπεβίωσε στό Νόβγκοροντ, σέ ἡλικία 80 ἐτῶν, ὅπου τόν εἶχε μεταφέρει τό 1611 ὁ Ἀρχιεπίσκοπος τῆς πόλεως, γιά νά τόν προ-φυλάξει ἀπό τούς εἰσβολεῖς Πολωνούς. Τότε καταστράφηκε καί ἡ μονή του. Μετά τήν ἀποκατάσταση τῆς τάξεως καί τήν ἄνοδο στόν Ρωσικό Θρόνο τοῦ Μιχαήλ Θεοδώροβιτς Ρωμανώφ (1613), ἐμφανίσθηκε στόν ὑποτακτικό του Γρηγόριο καί τοῦ ζήτησε νά ἀνακαινίσει τήν μονή καί νά μεταφέρει ἐκεῖ τά λείψανά του.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 17η Φεβρουαρίου.

Ὅσιος ΑΝΤΩΝΙΟΣ τῆς Λίμνης Κόζα Ρωσίας  (+ 1634).
Καταγόμενος ἀπό τό χωριό Πριλούκ, πού βρίσκεται στίς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Ὄνεγκα, στήν βόρεια Ρωσία, ἔγινε μαθητής τοῦ ὁσ. Σεραπίωνος, κτίτορος τῆς Μονῆς τῶν Θεοφανείων τῆς λίμνης Κόζα, στήν περιοχή τοῦ Ἀρχαγγέλου. Σέ ἕνα ταξείδι του στή Μόσχα μαζί μέ τόν Γέροντά του, δέχθηκε τήν Ἱερωσύνη ἀπό τόν ἅγ. Ἰώβ, πρῶτο Πατριάρχη Ρωσίας (19η Ἰουνίου). Τότε ὁ ἁγιώτατος Πατριάρχης ἔδωσε στόν ὅσ. Σεραπίωνα εὐλογία νά ἱδρύσει τήν μονή του καί νά ἀναλάβει τήν ἡγουμενία, ἀλλά ὁ Ὅσιος μέχρι τό τέλος τῆς ζωῆς του δέν ὀνομάσθηκε Ἡγούμενος.
Μετά τήν κοίμηση τοῦ ὁσ. Σεραπίωνος ὁ ὅσ. Ἀντώνιος ἡγουμένευσε μέ σοφία καί σύνεση γιά 23 χρόνια. Εἶχε τήν συνήθεια νά ἀποσύρεται κατά καιρούς καί νά ἡσυχάζει κοντά στόν ἐρημίτη ὅσ. Νικόδημο. Κοιμήθηκε εἰρηνικά τήν 7η Ἰουνίου 1634. Πρίν τήν κοίμησή του δέχθηκε τό Μεγάλο καί Ἀγγελικό Σχῆμα μέ τό ὄνομα Ἀβραάμ.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 7η Ἰουνίου.
Ὅσιος ΑΝΤΩΝΙΟΣ ὁ Ἡσυχαστής, τῶν  Καρπαθίων (+ 1714).
Ρουμανικῆς καταγωγῆς, γεννήθηκε στήν περιοχή τῶν Καρπαθίων, στό χωριό Βίλτσεα καί ἀπό τά παιδικά του χρόνια ἀγάπητε τήν μοναστική ἀφιέρωση, γι’ αὐτό καί πολύ νέος κοινοβίασε στήν Σκήτη Ἰεζέρουλ, ὅπου δέχθηκε τό Μεγάλο καί Ἀγγελικό Σχῆμα καί ἀσκήθηκε πολλά χρόνια στήν κοινοβιακή ζωή. Τό ἔτος 1690, μέ τήν εὐλογία τοῦ ἡγουμένου τῆς Σκήτης, ἔφυγε στό παρακείμενο Ὄρος Ἰεζέρουλ, γιά νά ἀσκηθεῖ στόν ἐρημητικό βίο. Ἔζησε ἀγωνιζόμενος σέ σπήλαιο, ὅπου γιά τρία χρόνια σκάλιζε στόν βράχο ἕνα παρεκκλήσιο! Ὅταν τό παρεκκλήσιο ὁλοκληρώθηκε, ἐγκαινιάσθηκε ἀπό τόν Ἐπίσκοπο Ρίμνικ Βίλτσεα Ἰλαρίωνα. Ἔτσι ὁ Ὅσιος ἀπέκτησε τήν δυνατότητα νά λειτουργεῖ κάποιος Ἱερομόναχος τῆς Σκήτης στό σπήλαιό του, γιά νά μπορεῖ νά μεταλαμβάνει τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων.
Κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 1714, μετά ἀπό 25 χρόνια ἐρημητικῆς ζωῆς, κατά τά ὁποῖα ὁδήγησε πολλούς καλοπροαιρέτους στήν μετάνοια καί τήν ἐν Χριστῷ ζωή.
Ἡ ἁγιότητά του διακηρύχθηκε ἀπό τό Πατριαρχεῖο Ρουμανίας τό 1992. Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 23η Νοεμβρίου.
Ἅγιος ΑΝΤΩΝΙΟΣ Μητροπολίτης Τομπόλσκ Σιβηρίας  (+ 1740).
Ὁ κατά κόσμον Ἀνδρέας Σταχόφσκυ, γεννήθηκε σέ Ἱερατική οἰκογένεια τῆς περιοχῆς τοῦ Τσερνίκωφ τῆς Οὐκρανίας, τό 1670. Σπούδασε στήν Θεολογική Ἀκαδημία τοῦ Κιέβου, μέ Καθηγητή τόν ἅγ. Ἰωάννη Μαξίμοβιτς, ὁ ὁποῖος τόν πῆρε μαζί του καί τοῦ ἀνέθεσε διάφορες ἐκκλησιαστικές διακονίες. Μετά τήν μετάθεση τοῦ ἁγ. Ἰωάννη στήν Μητρόπολη Τομπόλσκ, τόν διαδέχθηκε στήν Ἐπισκοπή Τσερνίκωφ, ψήφῳ κλήρου καί λαοῦ καί μέ τήν ἔγκριση τοῦ Τσάρου Πέτρου Α’ τοῦ Μεγάλου. Ὅταν ὑποστήριξε μία ἐξέγερση Κοζάκων κατά τῶν μεταρρυθμίσεων τοῦ Πέτρου, ἔπεσε στήν δυσμένειά του καί μετατέθηκε στήν Μητρόπολη Τομπόλσκ (1721).
Συνεχίζοντας τό ἱεραποστολικό ἔργο τοῦ προκατόχου του ἁγ. Ἰωάννη, ἀνύψωσε τήν Θεολογική Σχολή τοῦ Τομπόλσκ σέ Ἀκαδημία, ἵδρυσε τήν Ρωσο-Μογγολική Σχολή, ἔφερε Ἱεροκήρυκες μοναχούς ἀπό τήν Οὐκρανία καί ἔστειλε Ἱεραποστόλους μέχρι τήν χερσόνησο τῆς Καμτσάκας! Κατά τήν σιτοδεία τοῦ 1738 συγκέντρωσε μεγάλες ποσότητες σταριοῦ, τίς ὁποίες διέθετε σέ χαμηλή τιμή, γιά νά πατάξει τήν αἰσχροκέρδια, καί συγκρούσθηκε μέ τούς τοπικούς μεγαλοκτηματίες, ἀλλά καί τήν διοίκηση.
Γιά τήν καλύτερη διαποίμανση τῆς ἀχανοῦς Σιβηρίας, προκάλεσε Συνοδική ἀπόφαση γιά τήν δημιουργία τῆς Ἐπισκοπῆς τοῦ Ἰρκούτσκ, στήν ὁποία ἐξελέγη Ἐπίσκοπος ὁ ἅγ. Ἰννοκέντιος (26η Νοεμβρίου).
Κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 1740. Ἡ ἁγιότητά του διακηρύχθηκε Συνοδικά τό 1984. Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 27η Μαρτίου καί τήν 10η Ἰουλίου, κοινῶς μετά Πάντων τῶν Ἁγίων τῆς Σιβηρίας.

Νεομάρτυρας ΑΝΤΩΝΙΟΣ ὁ Ἀθηναῖος (+ 1774).
Ἦταν γιός πτωχῶν Χριστιανῶν τῆς Ἀθήνας καί σέ ἡλικία 12 ἐτῶν μπῆκε στήν ὑπηρεσία ἑνός Τουρκαλβανοῦ, γιά νά βοηθήσει τήν οἰκογενειά του. Κατά τά Ὀρλωφικά (1770), πουλήθηκε ἀπό τόν ἀφέντη του σέ κάποιο Ὀθωμανό, ὁ ὁποῖος τόν πίεσε νά ἐξισλαμισθεῖ, ἀλλά ὁ νέος δέν ἐνέδωσε. Διαδοχικά πουλήθηκε σέ πέντε Μουσουλμάνους ἀφέντες (ὁ ἕνας πιο σκληρός ἀπό τόν ἄλλο) καί τελικά τόν ἀγόρασε ἕνας Χριστιανός καζαντζής στήν ΚΠολη.
Τό 1774 καί ἐνῶ ἦταν 16 ἐτῶν, ἀναγνωρίσθηκε ἀπό κάποιον ἀπό τούς προηγούμενους ἀφέντες καί κατηγορήθηκε ψευδῶς, ὅτι εἶχε ἀρνηθεῖ τό Ἰσλάμ καί εἶχε δραπευτεύσει ἀπό τό σπίτι του. Ὁ νέος (πού εἶχε εἰδοποιηθεῖ τήν προηγουμένη ἀπό οὐράνιο Ἄγγελο γιά τό ἐπικείμενο μαρτύριό του), ἐπέδειξε θαυμαστή καρτερία στίς πιέσεις, τούς ξυλοδδαρμούς καί τήν φυλακή καί τελικά ἀποκεφαλίστηκε, μέ διαταγή τοῦ Σουλτάνου Ἀβδούλ Χαμίτ.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 5η Φεβρουαρίου.
Ἅγιος ΑΝΤΩΝΙΟΣ Μητροπολίτης Χονδίδης Γεωργίας  (+ 1815).
Γεννήθηκε στήν οἰκογένεια τῶν Γεωργιανῶν Πριγκίπων τοῦ Ἐγκρισί (ἡ ἀδελφή του Μαριάμ νυμφεύθηκε τόν Βασιλέα τῆς Ἰμερέτης Σολομῶντα τόν Μεγάλο) καί ἡ οἰκογένειά του τόν ἑτοίμαζε γιά διπλωματική σταδιοδρομία, γι’ αὐτό ἔτυχε λαμπρῆς παιδείας καί ἔμαθε καί τίς γλώσσες τῶν ἐπιδόξων κατακτητῶν τῆς Γεωργίας, Τούρκων καί Περσῶν.
Ἤδη ἀπό τίς ἀρχές τοῦ 17ου αἰ. οἱ Πρίγκιπες τοῦ Ἐγκρισί τοποθετοῦσαν μέλος τῆς οἰκογενείας τους στήν Ἐπισκοπική Ἕδρα τῆς Χονδίδης, ἀλλά ὁ Νικόλαος, ἕνας τῶν πρεσβυτέρων ἀδελφῶν τοῦ Ἀντωνίου, δέν διακρίνονταν γιά τήν θεοσέβειά του καί ἔτσι προκρίθηκε ὁ Ἀντώνιος. Ἀποδεχόμενος τήν ἐκλογή ὁ Ἀντώνιος πῆγε στήν Μονή τοῦ Μαρτβιλί καί ἄρχισε νά ἀγωνίζεται μαζί μέ τούς μοναχούς, ὥστε νά προσθέσει στήν παιδεία του καί τήν κατά Χριστόν παιδεία.
Ἐπίσκοπος χειροτονήθηκε τό 1761 καί σύντομα ἐντυπωσίασε ὅλους, ἀκόμη καί τόν Καθολικό (Πατριάρχη) τῆς Γεωργίας, μέ τήν εὐφράδεια τοῦ λόγου του. Ἀγωνίσθηκε ἀκόμη γιά τήν πνευματική ἀνασυγκρότηση τῶν μονῶν καί τήν κατάργηση τῆς δουλείας. Τό ἔτος 1768 ὀνομάσθηκε Μητροπολίτης, ἀλλά συνέχισε νά ζῆ σάν μοναχός καί νά ἀγωνίζεται γιά τήν σωτηρία τοῦ ποιμνίου του. Κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 1815. Στήν Γεωργιανή εἰκονογραφία συνήθως εἰκονίζεται μαζί μέ τό πνευματικό του ἀνάστημα Ὅσιο Ἰακώβ.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 13η Ὀκτωβρίου.
Ὅσιος ΑΝΤΩΝΙΟΣ Στάρετς τῆς Ὄπτινα Ρωσίας  (+ 1865).
Ὁ Ἀντώνιος Πουτίλωφ, φλεγόμενος ἀπό τήν παιδική του ἡλικία ἀπό τόν πόθο τῆς μοναχικῆς ἀφιερώσεως, ἀφοῦ ὑπέφερε πολλά ἀπό τούς Γάλλους τοῦ Ναπολέοντα (1812), κατέφυγε τελικά στό δάσος τοῦ Ροσλάβλ μαζί μέ τόν κατά σάρκα ἀδελφό του, ἔπειτα Στάρετς τῆς Ὄπτινα γ. Μωϋσῆ. Τό ἔτος 1821, ὅταν ὁ Ἐπίσκοπος Καλούγας Φιλάρετος (ἔπειτα Μητροπ. Κιέβου), ἵδρυσε στήν Ὄπτινα τήν Σκήτη τοῦ Τιμίου Προδρόμου, οἱ δύο ἡσυχαστές ἀδελφοί κλήθηκαν νά τήν ἐπανδρώσουν.
Μετά τόν διορισμό τοῦ Στάρετς Μωϋσέως ὡς Ἡγουμένου τῆς Μονῆς (1825), ὁ Στάρετς Ἀντώνιος ἀνέλαβε τήν πνευματική ἐποπτεία τῆς Σκήτης. Ἐπί τῶν ἡμερῶν του ἡ Σκήτη ἀναδείχθηκε «προθάλαμος τῶν οὐρανῶν»! Ὁ Ὅσιος θεωροῦσε τόν ἑαυτό του ἰσοβίως ὑποτακτικό τοῦ Στάρετς Μωϋσέως. Ἀγωνιζόμενος ὑπερμέτρως πέτυχε τήν μετάδοση στούς μοναχούς, ἀλλά καί στούς λαϊκούς πού ἔρχονταν στήν Σκήτη, τοῦ Ἡσυχαστικοῦ καί Φιλοκαλικοῦ πνευματος τοῦ ὁσ. Παϊσίου Βελιτσκόφσκυ. Παρά τίς ἀσθένειές του ἦταν μεγάλος ἀγωνιστής καί βιαστής τῆς ψυχικῆς του σωτηρίας. Μετά τήν κοίμηση τοῦ Στάρετς Μωϋσέως (1862), τόν ἀκολούθησε συντόμως στήν μακαριότητα τῶν οὐρανῶν, τήν 7η Αὐγούστου 1865.
Ἡ ἁγιότητά του διακηρύχθηκε κοινῶς μετά τῶν λοιπῶν Στάρετς τῆς Ὄπτινα τό 1990, ἀρχικῶς ἀπό τήν Ρωσική Ἐκκλησία τῆς Διασπορᾶς καί στήν συνέχεια ἀπό τό Πατριαρχεῖο Μόσχας (1996 καί 2000).
Ἡ μνήμη του τιμᾶται κατά τήν κοίμησή του, τήν 7η Αὐγούστου, καί κοινῶς μετά τῶν λοιπῶν Στάρετς τήν 11η Ὀκτωβρίου.























































































































Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου