Παρασκευή 30 Σεπτεμβρίου 2011

Η ΑΝΤΙΠΑΛΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΘΡΟΝΩΝ

Ιω. Καρδάση, Χημικού -  Οικονομολόγου

Ο όρος "θρόνος", στο Κανονικό Δίκαιο της Εκκλησίας, χρησιμοποιείται κυρίως για να δηλώσει μια συγκεκριμένη τοπική Εκκλησία. Το περιεχόμενο του όρου δηλώνει, όχι μόνο τη συγκεκριμένη τοπική Εκκλησία (π.χ. θρόνος της Εκκλησίας της ΚΠολης), αλλά και το σύνολο της διοικητικής δικαιοδοσίας της συγκεκριμένης Εκκλησίας, δηλ. και τις επαρχίες της δικαιοδοσίας. Οι θρόνοι μπορεί να είναι Επισκοπές, Αρχιεπισκοπές, Μητροπόλεις ή Πατριαρχεία, που κατατάσσονται σε συγκεκριμένη τάξη πρωτοκαθεδρίας. Με την πάροδο των αιώνων και τον τελικό διοικητικό σχηματισμό των τοπικών Εκκλησιών, ως θρόνοι θεωρούνται κυρίως πλέον οι έδρες των Πατριαρχείων, εις τα οποία τελούνται κατ’ έτος οι θρονικές εορτές, επ’ ονόματι των Αποστόλων, ιδρυτών των θρόνων αυτών. Οι Κανόνες της Εκκλησίας κατοχυρώνουν τα δίκαια των θρόνων και την κανονική λειτουργία τους. Η έννοια των θρόνων παρουσιάστηκε στην Εκκλησία αμέσως μετά την Β΄ Οικουμενική Σύνοδο (381).
Κατά την Αποστολική εποχή (1ο αιώνα), οι Απόστολοι είχαν ορισθεί από τον ιδρυτή της Εκκλησίας, ως οικουμενικοί Επίσκοποι και ασκούσαν το λειτούργημα της Επισκοπής με τη βοήθεια των μαθητών και των συνεργατών τους και των τοπικών Πρεσβυτέρων και Διακόνων. Ο τίτλος Επίσκοπος στην Κ.Δ. αποδίδεται και στους Πρεσβυτέρους, τους προεστούς, τους έχοντες το προβάδισμα μεταξύ των Πρεσβυτέρων κάθε τοπικής Εκκλησίας, το ίδιο δε φαινόμενο παρατηρείται και στις πηγές της μεταποστολικής εποχής. Η σύγχυση αυτή δεν είναι άσχετη προς τις ειδικές συνθήκες, οι οποίες επικράτησαν κατά την Αποστολική εποχή και κατά την πρώτη μετά το θάνατο των Αποστόλων γενεά, κατά την οποίαν οι όροι Επίσκοποι και Πρεσβύτεροι εναλλάσσονται για να δηλώσουν τους φορείς της ίδιας εξουσίας. Πιθανότατα, στην περίοδο αυτή ο τίτλος Επίσκοπος περιοριζόταν μόνο στους κατά τόπους προεστούς Πρεσβυτέρους, γιατί οι διάδοχοι των Αποστόλων στο Αποστολικό λειτούργημα της Επισκοπής, που προερχόταν κυρίως από τους στενούς και δοκιμασμένους συνεργάτες τους, έφεραν τον τίτλο του Προφήτη ή του Αποστόλου (π.χ. εβδομήκοντα), ιδιαίτερα μετά το θάνατο των μαθητών του Κυρίου.
Οι μαθητές και διάδοχοι των Αποστόλων, οι οποίοι ως συνεργάτες τους ήταν γνωστοί και επώνυμοι στις τοπικές Εκκλησίες της πρώιμης μεταποστολικής εποχής, δηλώνονταν και με την απλή παράθεση του ονόματός τους (Κλήμης, Ιγνάτιος, Πολύκαρπος κ.ά.), χωρίς την παράθεση του τίτλου τους. Ωστόσο, όταν τελικά εγκαταστάθηκαν στην τοπική Εκκλησία, που ήταν το κέντρο του Αποστολικού τους έργου, ο τίτλος Επίσκοπος χρησιμοποιήθηκε αποκλειστικά από αυτούς και από όσους αυτοί χειροτόνησαν στις τοπικές Εκκλησίες της περιοχής ευθύνης τους. Αυτό συνέβη κυρίως στις αρχές του 2ου αιώνα, οπότε ο τίτλος Επίσκοπος ταυτίζεται με το φορέα της Αποστολικής Διαδοχής και εξουσίας σε κάθε τοπική Εκκλησία, όπως φαίνεται από τις επιστολές του Αντιοχείας Ιγνάτιου. Τότε αποσαφηνίστηκε η τρίπτυχη ανάπτυξη των βαθμών του ανώτερου κλήρου (Επίσκοπος–Πρεσβύτερος–Διάκονος) σε κάθε τοπική Εκκλησία. Προς το τέλος του 2ου αιώνα άρχισε η ανάπτυξη των ενοριών, στις οποίες ποίμαναν Πρεσβύτεροι με εντολή του Επισκόπου. Όταν αναπτύχθηκαν χριστιανικές κοινότητες πλησίον των πόλεων, όπου ποίμαναν Επίσκοποι, αυτοί μπορούσαν να χειροτονήσουν Επισκόπους υπαγόμενους σε αυτούς, χωρίς καμιά άλλη αυτονόμησή τους (Χωροεπίσκοποι).
Το ανωτέρω τρίπτυχο (Επίσκοπος-Πρεσβύτερος-Διάκονος) παρέμεινε αναλλοίωτο, για τους δυο πρώτους αιώνες, ενώ άρχισε να χρησιμοποιείται ο τίτλος του Αρχιεπισκόπου, ως τίτλος τιμής για τους Επισκόπους μεγάλων πόλεων. Τέτοιο παράδειγμα υπάρχει (κατά τον ιστορικό Σωκράτη) με πόλεις όπως: Άγκυρα, Αδριανούπολη, Ακυληϊα (Τεργέστη), Αλεξάνδρεια, Αντιόχεια Πισιδίας, Αντιόχεια Συρίας, Έφεσος, Θεσσαλονίκη, Ικόνιο, Ίσπαλη (Σεβίλλη), Καισάρεια Καππαδοκίας, Καισάρεια Παλαιστίνης, Καρχηδόνα, Κορδούη (Κόρδοβα), Κόρινθος, Κωνσταντινούπολη, Λαοδίκεια Συρίας, Λούγδουνο (Λυών), Μασσαλία, Μεδιόλανο (Μιλάνο), Νικομήδεια, Νικόπολη, Νύσσα, Ρώμη, Σεβάστεια, Συρακούσες, Τάραντας, Ταρσός κ.ά. Ο τίτλος Αρχιεπίσκοπος με τη σημασία του πρώτου των Επισκόπων και όχι σαν τίτλος τιμής, χρησιμοποιήθηκε αρχικά για τον Επίσκοπο Αλεξανδρείας και στο διάστημα από την Β΄ μέχρι την Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο και από τους Επισκόπους ΚΠόλεως, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων. Μεταξύ αυτών ξεχώρισαν ιδιαιτέρως τρεις ισχυρότατες πόλεις, των οποίων οι Επίσκοποι έχαιραν ιδιαίτερης τιμής. Είναι ο Επίσκοπος Ρώμης, της πρώτης Αποστολικής καθέδρας του Αποστόλου Πέτρου, ο Επίσκοπος Αλεξανδρείας, την Εκκλησία της οποίας ίδρυσε ο Απόστολος Μάρκος, μαθητής του Πέτρου και ο Επίσκοπος Αντιοχείας, την οποίαν Εκκλησία ίδρυσε πάλι ο Απόστολος Πέτρος. Οι τρεις αυτές Επισκοπές αποκαλούνται και «Πετρίνιοι Θρόνοι».
Στην πορεία της διάρθρωσης της διοίκησης της ενιαίας Εκκλησίας, παρουσιάστηκε η ανάγκη, όπως οι Επίσκοποι πόλεων μιας επαρχίας υπαχθούν σε μια ενιαία διοίκηση, αυτήν του Επισκόπου της πρωτεύουσας της Επαρχίας, η οποία πρωτεύουσα ονομάσθηκε Μητρόπολη και κατ’ ακολουθίαν ο Επίσκοπος αυτής Μητροπολίτης. Τότε εισήχθη και το Μητροπολιτικό σύστημα διοίκησης της Επαρχίας, στο οποίον οι Επίσκοποι της Επαρχίας με την κεφαλή αυτής, τον Μητροπολίτη, αποτελούσαν τη Σύνοδο της Μητρόπολης. Αυτό το Μητροπολιτικό σύστημα διοίκησης εισήχθη με την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο (325).
Μετά την Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο εισήχθη το Πατριαρχικό διοικητικό σύστημα, όπου όλες οι Μητροπόλεις με τις Επισκοπές μιας ευρύτατης διοικητικής περιφέρειας υπήχθησαν στον Επίσκοπο της πρωτεύουσας της μεγάλης αυτής διοικητικής περιφέρειας, ο οποίος απέκτησε τον τίτλο του Πατριάρχη. Τέτοιοι τίτλοι απενεμήθησαν σε πέντε από τους Επισκόπους της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας: Των Επισκόπων Ρώμης, Κωνσταντινούπολης, Αλεξάνδρειας, Αντιόχειας και Ιεροσολύμων, τίτλοι οι οποίοι διατηρήθηκαν μέχρι σήμερα. Κατά καιρούς, ο τίτλος αυτός είχε δοθεί και σε Επισκόπους άλλων πόλεων (Καρχηδόνας κ.ά.), αλλά τελικά δεν επικράτησαν. Οι Πατριάρχες των πέντε αυτών μεγάλων εκκλησιαστικών περιοχών της Χριστιανοσύνης, αναδείχθηκαν οι πέντε διοικητικές κεφαλές του εκκλησιαστικού σώματος και είχαν απόλυτη ανεξαρτησία στα όρια της δικαιοδοσίας τους. Αργότερα, ο τίτλος του Πατριάρχη, αλλά χωρίς τα Πατριαρχικά δίκαια, δόθηκε σε αρχηγούς αυτοκεφάλων Εκκλησιών, όπως Βουλγαρίας, Ρωσίας, Σερβίας, Ρουμανίας, Γεωργίας. Εν τούτοις, οι νέοι αυτοί Πατριάρχες δεν έχουν την ίδια κανονική κατοχύρωση προς τα πρεσβυγενή Πατριαρχεία, αφ’ ενός μεν γιατί δεν έχουν τιμηθεί με εξαιρετικά «πρεσβεία τιμής», αφ’ ετέρου δε γιατί δεν έχουν ανακηρυχθεί με απόφαση Οικουμενικής Συνόδου, γι’ αυτό και είναι δυνατή η κατάργησή τους, ενώ τούτο δεν μπορεί να συμβεί με τα πρεσβυγενή.
Κατά την διάρκεια των 20 αιώνων εκκλησιαστικής ζωής έγιναν προσπάθειες από την πρώτη Αποστολική καθέδρα της Ρώμης, για υπέρβαση των πρεσβείων τιμής και επέκτασή τους και σε πρεσβεία διακονίας και εξουσίας, ούτως ώστε να διαταραχθεί η, από τις Οικουμενικές Συνόδους, θεσπισθείσα τάξη της Πενταρχίας και η αναγνώριση της καθέδρας αυτής, ως της μοναδικής ανωτάτης εξουσίας της Εκκλησίας, στην οποία δέον όπως υπάγονται όλες οι άλλες δικαιοδοσίες και τούτο με πρόφαση την στήριξη στην πρωτοκαθεδρία του Αποστόλου Πέτρου έναντι των άλλων Αποστόλων. Η απαίτηση αυτή, η οποία ανέκυψε στην καθέδρα αυτή ήδη από τον 1ο αιώνα και συνεχίζεται μέχρι σήμερα ,δεν έχει γίνει επίσημα αποδεκτή από τις υπόλοιπες τέσσερεις Πατριαρχικές δικαιοδοσίες.
Οι πέντε αυτές Αποστολικές καθέδρες, ήτοι της Ρώμης (του Αποστόλου Πέτρου), της ΚΠολης (του Αποστόλου Ανδρέα), της Αλεξάνδρειας (του Αποστόλου Μάρκου), της Αντιόχειας (του Αποστόλου Πέτρου) και των Ιεροσολύμων (του Αποστόλου Ιακώβου), αποκαλούνται θρόνοι και είναι οι μόνες που τελούν, κατά παράδοση, τελετές προς τιμήν των ιδρυτών των θρόνων αυτών, οι οποίες καλούνται θρονικές εορτές. Ουδεμία άλλη εκκλησιαστική δικαιοδοσία (Επισκοπή, Αρχιεπισκοπή, Μητρόπολη, Πατριαρχείο) δικαιούται να επικαλείται επιτέλεση θρονικής εορτής, παρ’ όλον ότι οι Απόστολοι ίδρυσαν εκκλησιαστικές δικαιοδοσίες και σε άλλες πόλεις της τότε Οικουμένης. Π.χ. είναι ανεπίτρεπτη, αν μη και ύποπτη, η επιτέλεση θρονικής εορτής της Εκκλησίας της Ελλάδος, ως δήθεν ιδρυθείσης από τον Απόστολο Παύλο.
Είναι γνωστόν, ότι ο Απ. Παύλος κατά τα διάφορα ταξίδια του ανά την τότε «Οικουμένη» πέρασε από διάφορες ελληνικές πόλεις (Σαμοθράκη, Νεάπολη, Αμφίπολη, Φίλιπποι, Θεσσαλονίκη, Βέροια, Κόρινθος, Αθήνα, Μυτιλήνη, Σάμος, Κως, Ρόδος, κ.ά.), δίδαξε, έγραψε επιστολές, ίδρυσε εκκλησιαστικές δικαιοδοσίες (Φιλίππων, Θεσσαλονίκης, Βέροιας, Κορίνθου), όπως δε και άλλοι Απόστολοι (Πέτρος, Ανδρέας, Μάρκος, Ιάκωβος, Βαρνάβας, κ.ά.) αυτές οι δικαιοδοσίες που ίδρυσε αφορούσαν πόλεις και όχι κράτη. Έτσι στην Ελληνική επικράτεια έχουμε επί παραδείγματι την Εκκλησία των Πατρών, που ίδρυσε ο Απόστολος Ανδρέας, την Εκκλησία της Κορίνθου που ίδρυσε ο Απόστολος Παύλος, την Εκκλησία των Θηβών, που ίδρυσε ο Απόστολος Λουκάς, την Εκκλησία της Κρήτης που ίδρυσε ο Απόστολος Τίτος, κ.ά. Στην Αθήνα, ο Παύλος δεν ίδρυσε εκκλησιαστική δικαιοδοσία, δεν κατέστησε Επίσκοπο, δεν έγραψε επιστολή. Πως λοιπόν και με ποιο δικαίωμα ανακηρύσσεται ιδρυτής της λεγόμενης Εκκλησίας της Ελλάδος (φυλετικής Εκκλησίας, ιδρυθείσας από τον Όθωνα) ο Απόστολος Παύλος;
Έτσι, παρατηρούμε, ότι στις Οικουμενικές Συνόδους και στην εν γένει Εκκλησιαστική Ιστορία, έχουμε τους εξής σταθμούς στους εκκλησιαστικούς βαθμούς και τίτλους, καθώς και στην εν γένει εκκλησιαστική τάξη:
1.- Στους Αποστολικούς χρόνους και μέχρι την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο, έχουμε τη δημιουργία των τριών εκκλησιαστικών βαθμών (του Διακόνου, του Πρεσβυτέρου και του Επισκόπου). Ο Επίσκοπος είναι η ανώτερη Εκκλησιαστική Αρχή μιας πόλεως και της γύρω περιοχής της, ενώ αναπτύχθηκε και ο θεσμός του Χωροεπισκόπου, δηλ. ενός Επισκόπου ποιμαίνοντος ύπαιθρο χώρα, τρόπον τινά βοηθό του Επισκόπου της πόλης που ανήκει η ύπαιθρος χώρα, χωρίς καμία διοικητική δικαιοδοσία ή δικαίωμα χειροτονίας Πρεσβυτέρου η Διακόνου (ιγ΄ κανόνας Αγκύρας, 314, ιδ΄ Νεοκαισαρείας, 315). Ο θεσμός αυτός με την πάροδο του χρόνου ατόνησε.
2.- Με την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο (325) εισάγεται επίσημα ο θεσμός του Μητροπολίτη, δηλ. του Επισκόπου μιας πιο ευρύτερης εκκλησιαστικής περιοχής, της Μητρόπολης, στην οποίαν υπάγονται οι Επίσκοποι μικρότερων πόλεων και περιοχών και οι οποίοι συγκροτούν, μαζί με τον Μητροπολίτη, την Επαρχιακή Σύνοδο της Μητρόπολης (δ΄, ς΄, ζ΄, Α΄ Οικουμενικής). Αξιοσημείωτο είναι, ότι οι Προκαθήμενοι των Αποστολικών Θρόνων Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ρώμης αναφέρονται ως Επίσκοποι και υπερτερούν των υπ’ αυτών Μητροπολιτών (ς΄ κανόνας). Στον ζ΄ κανόνα για πρώτη φορά αναφέρεται ο Επίσκοπος της Αιλίας Καπιτωλίνας (δηλ. των Ιεροσολύμων), παρ’ όλον ότι υπήγετο στον Μητροπολίτη Καισαρείας της Παλαιστίνης. Στην Α΄ Σύνοδο δεν αναφέρεται καθόλου ο ΚΠόλεως, καθότι δεν είχε ιδρυθεί ακόμη η Νέα Ρώμη και ο Επίσκοπος Βυζαντίου υπήγετο στη Μητρόπολη Ηρακλείας. Έτσι στη Σύνοδο αυτή αρχίζει να σχηματοποιείται η σειρά των θρόνων: Ρώμης, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων. Επίσης στη Σύνοδο αυτή αρχίζει να εμφανίζεται η σύγκρουση των θρόνων με την επιβολή του Όρου της Αλεξάνδρειας από τον Μ. Κων/νο, αντί εκείνου της Αντιόχειας, με το απλό σκεπτικό, ότι η Αλεξάνδρεια ήταν η ισχυρότερη και πλουσιότερη πόλη της Αυτοκρατορίας, το μεγαλύτερο λιμάνι και η πόλη με τρομερή πνευματική ανάπτυξη, ένα είδος κλασσικής Αθήνας.
3.- Στις μετά την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο και μέχρι τη Β΄ Οικουμενική Σύνοδο (381), συγκροτηθείσες τοπικές Συνόδους Γάγγρας (340), Αντιόχειας (341), Σαρδικής (347) και Λαοδίκειας (364), δεν υπάρχει μεταβολή στο εκκλησιαστικό διοικητικό σύστημα και παραμένει ο θεσμός του Επισκόπου και του Μητροπολίτη, εμφανίζεται δε πάλιν ο Χωροεπίσκοπος στον ι΄ κανόνα της Αντιοχείας. Στον γ΄ κανόνα της Σαρδικής πρωτοεμφανίζεται το έκκλητο, το οποίον μπορούν να ασκήσουν Επίσκοποι, όταν κατακρίνονται από άλλους συνεπισκόπους τους, οπότε μπορούν να καταφύγουν στον Επίσκοπο Ρώμης (από αγάπη και τιμή στη μνήμη του Αποστόλου Πέτρου), οπότε εάν αυτός κρίνει το παράπονο ορθό, δύναται να αναπέμψει την υπόθεση προς επανάκριση από τους πλησιόχωρους Επισκόπους της επαρχίας του κατακριθέντα. Παρόμοιος είναι και ο δ΄ της Σαρδικής, όπου την καθαίρεση ενός Επισκόπου από πλησιόχωρους Επισκόπους πρέπει να επικυρώσει ή να ακυρώσει τελικά ο Επίσκοπος Ρώμης. Επίσης και ο ε΄ της αυτής Συνόδου διαλαμβάνει για τον κατηγορούμενο Επίσκοπο, ότι μετά τη δευτέρα κρίση μπορεί εκ νέου να καταφύγει στον Ρώμης, ώστε αν θελήσει να αναψηλαφηθεί η υπόθεσή του, να αποστείλει αντιπροσώπους του σε νέα Σύνοδο, που θα κρίνει πάλι τον Επίσκοπο. Σημειωτέον, ότι δεν υπάρχει κανόνας για παρόμοιες περιπτώσεις, που να ασκείται έκκλητο από τον Αλεξανδρείας ή τον Αντιοχείας, οπότε το έκκλητο του Ρώμης, με τους ανωτέρω τρεις κανόνες της Συνόδου της Σαρδικής (γ΄, δ,΄ ε΄) παραμένει και ισχύει για τους Επισκόπους ολοκλήρου της τότε Εκκλησίας.
4.- Στη Β΄ Οικουμενική Σύνοδο (381) έχουμε οριοθέτηση των δικαιοδοσιών των Επισκόπων Αλεξανδρείας, Ανατολής, Αντιόχειας, Ασίας, Πόντου και Θράκης (β΄ κανόνας), χωρίς να αναφέρεται ο Ρώμης, καθότι η δικαιοδοσία αυτού ήταν η πρώτη που είχε καθορισθεί και δεν υπήρχαν εμπλοκές. Δικαιολογία γι’ αυτό τον κανόνα είναι η επέμβαση του Αλεξανδρείας Πέτρου Β΄ στην χειροτονία του ΚΠόλεως Μάξιμου το 381, που θεωρήθηκε εισπήδηση σε ξένη εκκλησιαστική δικαιοδοσία, η δε απομάκρυνση του ΚΠόλεως Γρηγορίου Θεολόγου ήταν το επιστέγασμα της συνδυασμένης πάλης των θρόνων Ρώμης και Αλεξάνδρειας κατά του νεοεμφανιζόμενου θρόνου της ΚΠόλεως. Απότοκος της ανάδειξης του νέου αυτού θρόνου είναι, ότι στη Σύνοδο αυτή με τον γ΄ κανόνα αυτής («Τον μεν ΚΠόλεως Επίσκοπον έχειν τα πρεσβεία της τιμής μετά τον της Ρώμης Επίσκοπον, δια το είναι αυτήν Νέαν Ρώμην»), έχουμε για πρώτη φορά την εμφάνιση του Επισκόπου ΚΠόλεως να καταλαμβάνει την 2η θέση μετά τον Ρώμης, ως προς τα πρεσβεία τιμής, οπότε διαμορφώνεται η τελική κατάταξη των θρόνων, που ισχύει μέχρι σήμερα: Ρώμη, ΚΠολη, Αλεξάνδρεια, Αντιόχεια, Ιεροσόλυμα. Η εμφάνιση για πρώτη φορά του Επισκόπου ΚΠόλεως και η τοποθέτησή του προ του της Αλεξανδρείας και μετά τον Ρώμης, ενώ ικανοποιεί τη Ρώμη, δεν ικανοποιεί την Αλεξάνδρεια, η οποία μετατίθεται στην 3η θέση στην τάξη της τιμής. Η σύγκρουση των θρόνων έχει ήδη αρχίσει και παίρνει διαστάσεις.
5.- Στις δυο τοπικές Συνόδους, τις μεταξύ της Β΄ και Γ΄ Οικουμενικών Συνόδων διεξαχθείσες, η ΚΠόλεως (394) και η Καρθαγένης (418) δεν βλέπουμε μεταβολές στους θεσμούς Επισκόπων, Αρχιεπισκόπων και Μητροπολιτών, ούτε στους Επισκόπους των 5 μεγάλων εκκλησιαστικών δικαιοδοσιών. Στην τελευταία Σύνοδο (ριβ΄ κανόνας) καταγράφεται η διχόνοια μεταξύ του Ρώμης Ιννοκεντίου Α΄ και του Αλεξανδρείας Κυρίλλου Α΄ και το Σχίσμα μεταξύ των Εκκλησιών αυτών εξ αφορμής της καταδίκης και εξορίας του ΚΠόλεως Ιωάννη Χρυσόστομου: «Ήρεσεν έτι μην, ώστε περί της διχονοίας της Ρωμαϊκής και Αλεξανδρινής Εκκλησίας, προς τον αγιώτατον Πάπαν Ιννοκέντιον γραφήναι, όπως εκατέρα Εκκλησία προς αλλήλας ειρήνην φυλάξωσιν, ην Κύριος παραγγέλλει». Εδώ, σημειώνεται, ότι είναι η πρώτη φορά, που ο Επίσκοπος Ρώμης αναφέρεται με την προσηγορία Πάπας. Η διχόνοια αυτή αργότερα τερματίσθηκε, μέχρι του σημείου στην Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο, ο Αλεξανδρείας Κύριλλος Α΄ (μέγας θεολόγος) να «σέρνει κυριολεκτικά από τη μύτη» τον Ρώμης Κελεστίνο Α΄ (αθεολόγητο) και να θριαμβεύει ο θρόνος της Αλεξάνδρειας επί του θρόνου της Ρώμης.
6.- Στην Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο (431) τίποτε δεν πήγε σωστά. Η Σύνοδος ξεκίνησε με απουσία των άλλων Εκκλησιών (Ρώμης, ΚΠόλεως, Αντιοχείας, Ιεροσολύμων) και με άρνηση του Αυτοκράτορα Θεοδόσιου Β΄ να κηρύξει την έναρξη και τούτο, διότι ο Κύριλλος εβιάζετο να καθαιρέσει τον ΚΠόλεως Νεστόριο και έτσι στο πρόσωπό του να κτυπήσει το θρόνο της ΚΠολης, που είχε υπερσκελίσει εκείνον της Αλεξάνδρειας με το γ΄ κανόνα της Β΄ Συνόδου. Αργότερα, στους Συνοδικούς προστέθηκαν εκείνοι της Ρώμης, που συμφώνησαν με τον Κύριλλο. Οι «Ανατολικοί» Επίσκοποι Αντιόχειας και Ιεροσολύμων ήρθαν αργότερα, έμαθαν την έναρξη της Συνόδου, αντέδρασαν και με πρωτοβουλία του Αντιοχείας Ιωάννη Α΄ καθαίρεσαν σε ξεχωριστή σύνοδο τον Κύριλλο. Τότε ο Κύριλλος και οι περί αυτόν επέβαλαν ακοινωνησία και αργία στον Ιωάννη και τους περί αυτόν. Ο Θεοδόσιος Β΄ πληροφορηθείς τα τεκταινόμενα, κήρυξε όλες τις αποφάσεις άκυρες και τον Κύριλλο έκπτωτο, καθότι τον θεωρούσε επικίνδυνο άνθρωπο, προς τούτοις δε τον έθεσε στη φυλακή. Εν συνεχεία, ο Κύριλλος δραπέτευσε και έφυγε για την Αλεξάνδρεια, οπότε η Σύνοδος αυτή ούτε άρχισε ποτέ, ούτε έληξε ποτέ και δημιουργήθηκε Σχίσμα μεταξύ Αλεξάνδρειας και Αντιόχειας για δυο τουλάχιστον χρόνια. Τελικά, με διαμεσολαβήσεις άλλων Επισκόπων και εκατέρωθεν υποχωρήσεις και συνδιαλλαγές δημοσιεύθηκε κείμενο με το όνομα «Έκθεσις Πίστεως των Διαλλαγών», που απετέλεσε τελικά τον Όρο της Γ΄ Οικουμενικής και έτσι τερματίσθηκε το Σχίσμα. Αυτό το μικρό ιστορικό δείχνει τη μάχη της πρωτοκαθεδρίας του θρόνου της Αλεξάνδρειας έναντι των άλλων θρόνων και την τελική της επιτυχία. Επίσης στη Σύνοδο αυτή πρωτοεμφανίζεται και κατοχυρώνεται η αυτοκεφαλία της Εκκλησίας της Κύπρου, οπότε οι Επίσκοποι Κωνσταντίας Ρηγίνος, Κυρίνης Ζήνων και Σόλων Ευάγριος αυτονομούνται από τον εναγκαλισμό του θρόνου της Αντιόχειας, η οποία προσπαθούσε να ασκήσει διοίκηση πάνω στην Εκκλησία της Κύπρου, με το αιτιολογικό ότι οι Κύπριοι εκχριστιανίσθηκαν από τους Αντιοχείς, η δε πολιτική εξουσία εξασκείτο από τον Δούκα της Αντιόχειας. Είναι η πρώτη και μοναδική περίπτωση Εκκλησίας, που η αυτοκεφαλία της έχει δοθεί με απόφαση Οικουμενικής Συνόδου. Είναι ένα ακόμη αποτέλεσμα της πάλης των θρόνων Αλεξάνδρειας και Αντιόχειας, με επικράτηση του πρώτου. Στη μάχη αυτή, η Αλεξάνδρεια για να επιτύχει το στόχο της και για να κλείσει τα μάτια των Ρώμης Κελεστίνου Α΄ και Σίξτου Γ΄ (θεολογικά ασήμαντων), παραδέχθηκε τις υπερφίαλες απόψεις τους για το πρωτείο και ειδικά του πρώτου στη Σύνοδο αυτή, που κατέθεσε τα παρακάτω, μέσω του αντιπροσώπου του, χωρίς ίχνος αντίδρασης από τους Πατέρες: «Ουδενί αμφίβολόν εστι, μάλλον δε πάσιν τοις αιώσιν εγνώσθη, ότι ο άγιος και μακαριώτατος Πέτρος, ο έξαρχος και κεφαλή των Αποστόλων, ο κίων της πίστεως, ο θεμέλιος της Καθολικής Εκκλησίας, από του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, του Σωτήρος και Λυτρωτού του γένους του ανθρωπίνου, τας κλεις της βασιλείας εδέξατο. και αυτώ δέδοται η εξουσία του δεσμείν και λύειν τας αμαρτίας, όστις έως του νυν και αεί εν τοις αυτού διαδόχοις και ζη και δικάζει. τούτου τοιγαρούν κατά τάξιν ο διάδοχος και τοποτηρητής, ο άγιος και μακαριώτατος Πάπας ημών Κελεστίνος, ο επίσκοπος, εις ταύτην την αγίαν σύνοδον διαδόχους ημάς της αυτού παρουσίας απέστειλεν…..». Και όλα αυτά για να επιβεβαιωθεί η ασκούμενη (και όχι απλώς ρητορική) πρωτοκαθεδρία του θρόνου της Αλεξάνδρειας έναντι της ΚΠολης, στο πρόσωπο του Νεστόριου, αλλά και έναντι της Ρώμης στα πρόσωπα των μέτριων αυτών Παπών. Βέβαια στη Δ΄ Οικουμενική οι ρόλοι αντεστράφησαν, η Ρώμη θριάμβευσε στο πρόσωπο του Λέοντα Α΄ έναντι της Αλεξάνδρειας, στο πρόσωπο του Διόσκορου που αφορίσθηκε, και έναντι της ΚΠολης, με την άρνηση υπογραφής από τη Ρώμη του κη΄ κανόνα περί των ίσων πρεσβείων τιμής Ρώμης και Κων/πολης.
7.- Στο μεσοδιάστημα μεταξύ της Γ΄ και Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου έχουμε μια Σύνοδο, που έμεινε στην Ιστορία με το όνομα «ληστρική», ονομασθείσα έτσι από τον Ρώμης Λέοντα Α΄, επειδή οι Πατέρες δεν έκανα δεκτή την επιστολή του προς τον ΚΠόλεως Φλαβιανό (Τόμος του Λέοντα) και έτσι αμαύρωσαν (λήστεψαν) το θείο του δίκαιο. Η Σύνοδος αυτή συγκλήθηκε στην Έφεσο το 449, με πρόεδρο τον Αλεξανδρείας Διόσκορο, μολονότι η επιστολή Θεοδοσίου Β΄ συνιστούσε εκ περιτροπής προεδρία στους Ιεροσολύμων Ιουβενάλιο και Καισαρείας Θαλάσσιο. Στη Σύνοδο αυτή εμφανίζονται οι προθέσεις του Αλεξανδρείας Διόσκορου να γίνει κύριος της Οικουμένης, αλλά εδώ φάνηκε και ο καιροσκοπισμός του Ρώμης Λέοντα Α΄ να γίνει αυτός κυριάρχης, πράγμα που πέτυχε τελικά στην επόμενη Δ΄ Οικουμενική, η οποία υπήρξε ο θρίαμβος του Παπισμού στην Εκκλησιαστική Ιστορία. Μεταξύ των θρόνων αυτών, το θύμα υπήρξε ο ΚΠόλεως Φλαβιανός. Ο Αλεξανδρείας στη «ληστρική» αυτή Σύνοδο επιτέθηκε ταυτόχρονα κατά Ρώμης, ΚΠόλεως και Αντιόχειας και επιτυγχάνει την αλλαγή της τάξης πρεσβείων τιμής θέτοντας νέα σειρά: Ρώμη, Αλεξάνδρεια, Αντιόχεια, Ιεροσόλυμα, ΚΠολη. Ο Ρώμης έλαβε το μέρος της ΚΠολης, από αντίδραση στην Αλεξάνδρεια. Η Σύνοδος αυτή δεν συγκαταριθμείται στις Συνόδους της Εκκλησίας και η νέα σειρά των θρόνων δεν ίσχυσε. Πάντως, η Δ΄ Οικουμενική δεν αποκήρυξε τη «ληστρική», τουλάχιστον για δογματικούς λόγους.
8.- Η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος (451) είναι η Σύνοδος της αποθέωσης της παντοδυναμίας του θρόνου της Ρώμης, τόσο στη θεολογία με την επικράτηση της Λεόντιας θεολογίας έναντι της Κυρίλλειας, όσο και με το πρωτείο της πρωτοθρόνου Αποστολικής καθέδρας της Ρώμης. Έτσι, στην προτροπή του Αυτοκράτορα Μαρκιανού για σύνταξη νέου Χριστολογικού Όρου και παρά την αρχική αντίδραση των Πατέρων, συντάχθηκε Όρος Πίστεως, ο οποίος για το πρόσωπο του Χριστού περιείχε τη φράση, «εκ δυο φύσεων νοούμενον». Ο Όρος αυτός, που τελικά ονομάστηκε αρχικός Όρος επιδοκιμάσθηκε έντονα από τους Πατέρες, (πλην των Παπικών), οι οποίοι απαίτησαν την άμεση υπογραφή, χωρίς καμία τροποποίηση, διότι «το Άγιον Πνεύμα τον όρον υπηγόρευσεν, ο όρος Ορθόδοξος εστίν» και ζήτησαν να υπογραφεί αμέσως και μάλιστα «επί των Ευαγγελίων», όποιος δε δεν υπέγραφε θεωρείται αιρετικός Νεστοριανός. Οι Παπικοί αντέδρασαν (ουσιαστικά δε ολίγοι Πατέρες), διότι: α/ περιείχε τη φράση: «εκ δυο φύσεων», που θεωρήθηκε Μονοφυσιτίζουσα, β/ δεν περιείχε την παραμικρή φράση από τον Τόμο, γ/ είχε έντονα Κυρίλλειο χαρακτήρα. Έτσι, με τη σύμπραξη του Μαρκιανού, που απείλησε να μεταφέρει τη Σύνοδο στη Ρώμη, οι Πατέρες τροποποίησαν τον αρχικό Όρο και την επίμαχη φράση την διατύπωσαν, «εν δυο φύσεσιν….. γνωριζόμενον». Είναι χαρακτηριστικό, ότι από τα διασωθέντα κείμενα, το ελληνικό κείμενο του όρου περιέχει την πρώτη φράση, ενώ το λατινικό τη δεύτερη! Επίσης στη Σύνοδο αυτή υπήρξε θρίαμβος του Παπικού πρωτείου από τους Πατέρες με την παραδοχή, ότι ο Απόστολος Πέτρος μιλάει δια του Λέοντα, ότι ο Λέων είναι ο μακαριώτατος άνδρας όλων των Εκκλησιών και ότι είναι ο Αρχιεπίσκοπος πάσης της Οικουμένης. Στη Σύνοδο αυτή έγινε και μια μικρή αναβάθμιση του θρόνου της ΚΠολης έναντι εκείνου της Ρώμης, όπου με τον κη΄ κανόνα, η νέα Ρώμη, «των ίσων απολαύουσαν πρεσβείων τη πρεσβυτέρα Βασιλίδι Ρώμη και εν τοις εκκλησιαστικοίς ως εκείνην μεγαλύνεσθαι πράγμασι, δευτέραν μετ’ εκείνην υπάρχουσαν». Στον ανωτέρω κανόνα, για πρώτη φορά έχουμε αναφορά στη λέξη «θρόνος» για τους Επισκόπους και των 5 μεγάλων εκκλησιαστικών δικαιοδοσιών της Αυτοκρατορίας. Τον κανόνα αυτό, η Ρώμη αρνήθηκε να τον υπογράψει και ουδέποτε τον αναγνώρισε. Με τον ανωτέρω κανόνα εισάγεται ο τίτλος του Αρχιεπισκόπου δια τον ΚΠόλεως, ο δε τίτλος αυτός αφορά και τους υπόλοιπους 4 θρόνους, σύμφωνα με τον λ΄ κανόνα. Επίσης προσδιορίζεται, ότι ο Αρχιεπίσκοπος ΚΠόλεως διοικεί τους Μητροπολίτες Πόντου, Ασίας και Θράκης, καθώς και εκείνους των γειτονευουσών αυτών περιοχών της βαρβαρικής (π.χ. Αλανία, Ρωσία κ.ά.).
9.- Στο μεσοδιάστημα μεταξύ της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου (451) και της Ε΄ (553) πρωτοεμφανίζεται ο τίτλος του Πατριάρχη, ο οποίος απεδίδετο αρχικά στους Αρχιεπισκόπους Ρώμης και ΚΠόλεως και αργότερα και στους υπόλοιπους Αρχιεπισκόπους των θρόνων, η δε προσαγόρευση Οικουμενικός Πατριάρχης, αρχικά για τον Αρχιεπίσκοπο ΚΠόλεως στο πρόσωπο του Ιωάννη Β΄ (518-520), αργότερα χρησιμοποιήθηκε και τυπικά από τον Αρχιεπίσκοπο ΚΠόλεως Ιωάννη Δ΄ Νηστευτή (582-595), παρά τις έντονες διαμαρτυρίες του Αρχιεπισκόπου Ρώμης Γρηγορίου Α΄ Διάλογου (590-604) στον Αυτοκράτορα Μαυρίκιο. Πάντως ο Ρώμης Αδριανός Α΄ προσφώνησε τον ΚΠόλεως Ταράσιο, ως Οικουμενικό Πατριάρχη κατά την Ζ΄ Οικουμενική το 787. Έκτοτε, ο τίτλος Οικουμενικός Πατριάρχης, για τον Αρχιεπίσκοπο ΚΠόλεως παραμένει ως σήμερα αναλλοίωτος. Από την άλλη, ο εκκλησιαστικός τιμητικός τίτλος Πάπας χρησιμοποιήθηκε από τον 3ο αιώνα κυρίως για τον Αρχιεπίσκοπο Αλεξανδρείας και από τον 5ο αιώνα και από τον Αρχιεπίσκοπο Ρώμης, αλλά και από άλλους Αρχιεπισκόπους, Επισκόπους και Ιερείς. Σήμερα τον τίτλο αυτό τον κατέχουν αποκλειστικά ο Αρχιεπίσκοπος Ρώμης και ο Αρχιεπίσκοπος Αλεξανδρείας. Ο Ρώμης κατά καιρούς έχει προσθέσει και άλλους τιμητικούς τίτλους: Επίσκοπος Ρώμης, Βικάριος του Χριστού, διάδοχος του κορυφαίου των Αποστόλων, άκρος Αρχιερέας της Δύσεως, Πατριάρχης της Δύσεως, Πριμάτος της Ιταλίας, Αρχιεπίσκοπος και Μητροπολίτης της επαρχίας της Ρώμης, αρχηγός του κράτους του Βατικανού, δούλος των δούλων του Θεού. Ο δε Αλεξανδρείας έχει και τον τίτλο: Αυτού θειοτάτη Μακαριότης ο Πάπας και Πατριάρχης της Μεγάλης πόλεως Αλεξανδρείας, Λιβύης, Πενταπόλεως, Αιθιοπίας, πάσης γης Αιγύπτου και πάσης Αφρικής, Πατήρ Πατέρων, Ποιμήν Ποιμένων, Αρχιερεύς Αρχιερέων, τρίτος και δέκατος των Αποστόλων και Κριτής της Οικουμένης.
10.- Μετά τη Σύνοδο της Χαλκηδόνας (451) η αντίδραση εναντίον της, αλλά και εναντίον του Τόμου του Λέοντα εντάθηκε, καθότι θεωρείτο, ότι η διδασκαλία του αγίου Κυρίλλου είχε πληγεί και έπρεπε να αποκατασταθεί χωρίς συμβιβασμό. Ο Αντιοχείας Σεβήρος ανέπτυξε ένα τύπο Μονοφυσιτισμού πολύ κοντά στη Χριστολογία του αγίου Κυρίλλου. Απέρριψε, όπως και άλλοι τον όρο της Χαλκηδόνας, ως νεωτερισμό, αλλά ήταν πρόθυμος να αναγνωρίσει τη θεωρητική διάκριση μεταξύ των δυο φύσεων εν Χριστώ. Η Σύνοδος της Χαλκηδόνας είχε δεχτεί ως πλήρη μέλη της τον Κύρου Θεοδώρητο, τον Μοψουεστίας Θεόδωρο και τον Εδέσσης ΄Ιβα, αλλά παρ’ όλα αυτά η Ε΄ Σύνοδος μετά από 100 χρόνια τους καταδίκασε, για να ικανοποιηθούν οι Μονοφυσίτες, παρ’ όλη τη σφοδρή αντίδραση του Ρώμης Βιγίλιου. Η Σύνοδος εκτός της καταδίκης των τριών ανωτέρω κεφαλών, αναθεμάτισε το πρόσωπο και τα συγγράμματα του Ωριγένη και τα συγγράμματα Δίδυμου και Ευάγριου. Επίσης καθήρεσε τον Πάπα Βιγίλιο, τον οποίον αποκατέστησε ο Ιουστινιανός, όταν το επόμενο έτος υπέγραψε τα πρακτικά της Συνόδου (δηλαδή ακύρωσε την απόφαση της Συνόδου!) και τον απέστειλε στη Ρώμη, καθ’ όδόν όμως απεβίωσε. Τα πρακτικά της Συνόδου και τις αποφάσεις της αναγνώρισε και ο διάδοχος του Βιγίλιου, Πελάγιος Α΄, ως και οι μετά από αυτόν Πάπες. Εκείνο όμως το οποίον είναι μεγαλύτερης σημασίας είναι, ότι κατά την διάρκειας της μακράς ιστορίας της αντιπαλότητας μεταξύ της σκέψης των Σχολών Αλεξάνδρειας και Αντιόχειας, οι Αντιοχειανοί είχαν τώρα να υποστούν το μεγαλύτερό τους κτύπημα: Η διδασκαλία τους καταδικάσθηκε από μια Οικουμενική Σύνοδο. Οι Αυτοκράτορες Μαρκιανός και Πουλχερία με την υποταγή τους στον Πάπα Λέοντα, ο Ιουστινιανός με την εχθρική στάση του προς το ελληνικό πνεύμα και ο Ηράκλειος με τη στάση του έναντι των μονοφυσιτών στη Μ. Ανατολή συνέβαλαν στην παρακμή του ελληνικού πνεύματος και γενικότερα της ελληνικής ακτινοβολίας, αλλά και στη συρρίκνωση του Βυζαντίου. Πάντως η Σύνοδος, μολονότι δεν αποτελεί το τελικό συμπέρασμα της Χριστολογίας (γιατί είναι μόνο η μια φάση της), προχώρησε περισσότερο ακόμη προς τις αντιχαλκηδόνιες Εκκλησίες. Έτσι τελικά, στην Ε΄ Σύνοδο έχουμε θρίαμβο της Αλεξάνδρειας έναντι της Ρώμης και της Αντιόχειας και ανατροπή της κατάστασης, που είχε δημιουργηθεί στην προηγούμενη Δ΄.
11.- Στην ΣΤ΄ Οικουμενική Σύνοδο (681) έχουμε καταδίκη του Μονοθελητισμού και Μονοενεργητισμού και των φορέων των αιρέσεων αυτών, τους οποίους η Σύνοδος αυτή αναθεμάτισε. Σ’ αυτούς συγκαταλέγονται 6 Πατριάρχες: Ρώμης Ονώριος, ΚΠόλεως Σέργιος, Πύρρος, Παύλος, Πέτρος, Αλεξανδρείας Κύρος και ένας Επίσκοπος, ο Φαράν Θεόδωρος. Στη Σύνοδο αυτή έχουμε θρίαμβο του Παπισμού, στο πρόσωπο του Ρώμης Αγάθωνα, με τη βοήθεια του Παπόφιλου Αυτοκράτορα Κων/νου Δ΄ Πωγωνάτου. Ο Αυτοκράτορας στήριξε το Παπικό πρωτείο και ανέθεσε στον Πάπα Αγάθωνα τη σύγκλιση της ΣΤ΄ Οικουμενικής Συνόδου, στην οποία έγινε δεκτή η επιστολή Αγάθωνα, όπως στην Δ΄ είχε γίνει δεκτός ο Τόμος Λέοντα Α΄. Ο Πάπας Αγάθωνας (678-681) άσκησε και τόνισε ιδιαίτερα το Πρωτείο. Επί ποιμαντορίας του καταργήθηκε η «λογία» (Κορ. Α΄ 16. 1), για την επικύρωση της εκλογής του από τον Αυτοκράτορα. Έκτοτε, η επικύρωση δεν συνοδευόταν από το τεράστιο χρηματικό ποσό που δινόταν στον Αυτοκράτορα για την επικύρωση αυτή (σιμωνία;). Ενεργοποίησε την επιστολή του Κων/νου Δ΄ Πωγωνάτου, για τη σύσταση θεολογικών επιτροπών Ανατολικών και Δυτικών και την επίλυση του σχίσματος της Ραβέννας και της αίρεσης του Μονοενεργητισμού. Επ’ αυτών των θεμάτων παρακαλούσε ο Αυτοκράτορας τον Πάπα να συγκαλέσει Οικουμενική Σύνοδο, για την επίλυσή τους. Ο Πάπας δέχθηκε τη πρόταση και συγκάλεσε τοπική Σύνοδο στη Ρώμη, για την προετοιμασία της Οικουμενικής Συνόδου, η οποία συνεκλήθη στην ΚΠολη ως ΣΤ΄ Σύνοδος και καταδίκασε τον Μονοθελητισμό και Μονοενεργητισμό. Έτσι, στη Σύνοδο αυτή έχουμε επιβολή της Ρώμης, έναντι όλων των άλλων Πατριαρχείων και τελικό κτύπημα κατά των Αντιχαλκηδόνιων Εκκλησιών.
12.- Η Πενθέκτη Οικουμενική (691) συνεκλήθη από τον Αυτοκράτορα Ιουστινιανό Β΄ τον Ρινότμητο και εξέδωσε αποκλειστικά κανόνες των δυο προηγουμένων Συνόδων Ε΄ και ΣΤ΄, οι οποίες δεν είχαν εκδώσει κανόνες. Στη Σύνοδο αυτή έχουμε την επίσημη αναφορά στους τίτλους Μητροπολίτης και Πατριάρχης στον ζ΄ κανόνα αυτής, αλλά και σε άλλους κανόνες της. Με τον λς΄ κανόνα της ανανεώνει τον κη΄ κανόνα της Δ΄ περί του Κωνσταντινουπόλεως θρόνου, ως «των ίσων απολαύειν πρεσβείων του της πρεσβυτέρας Ρώμης θρόνου και εν τοις εκκλησιαστικοίς ως εκείνον μεγαλύνεσθαι πράγμασιν, δεύτερον μετ’ εκείνον υπάρχοντα, μεθ’ ο της Αλεξανδρέων Μεγαλοπόλεως αριθμείσθω θρόνος, είτα ο Αντιοχείας, και μετά τούτον, ο της των Ιεροσολυμιτών πόλεως». Με τον λθ΄ κανόνα αυτής επιβεβαιώνεται για μια ακόμη φορά, η αυτοκεφαλία της Εκκλησίας της Κύπρου και η ανάδειξη και χειροτονία του Αρχιεπισκόπου αυτής αποκλειστικά από τους δικούς της Επισκόπους.
13.- Στην Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδο (787) κατά της Εικονομαχίας, δεν φαίνεται μεταβολή στο εκκλησιαστικό καθεστώς των θρόνων, εκτός μόνον της de facto αναγνώρισης της διπλής ιδιότητας του Πάπα της Ρώμης, ως εκκλησιαστικού, αλλά και κοσμικού άρχοντος, χωρίς την επιβολή οιασδήποτε ποινής ή άλλης ενέργειας, βάσει των κανόνων της Εκκλησίας, τούτο δε επικυρώνεται από την παρουσία του Πάπα Αδριανού Α΄ (δια των αντιπροσώπων αυτού, Πέτρου Αρχιπρεσβυτέρου Ρώμης και Πέτρου Πρεσβυτέρου και Ηγουμένου της Ι.Μ. αγίου Σάββα Ρώμης) στην Σύνοδο αυτή. Σημειώνεται εδώ, ότι η Εκκλησία της Ρώμης είχε επιτύχει υπό τον Πάπα Στέφανο Γ΄, να αναγνωρισθεί ως αυτόνομο κράτος το 754 από τον Βασιλέα των Φράγκων Πεπίνο Γ΄ τον Βραχύ (715-768, πατέρα του Καρλομάγνου) με συγκεκριμένη εδαφική κυριαρχία, θεσμούς και λειτουργίες εξουσιαστικής επιβολής στις διεθνείς σχέσεις. Η respublica romana μετετράπη από τον Πάπα Στέφανο και τον Πεπίνο σε Patrimonium Petri και ο Φράγκος Βασιλιάς σε Patricius Romanus (Μητροπολίτη Πισιδίας Μεθόδιου, "Έλληνες και Λατίνοι", σελ. 74). Έκτοτε και μέχρι του Σχίσματος του 1054, η Εκκλησία της Ρώμης δεν παύει να εμφανίζεται σε όλες τις Συνόδους, όπου έλαβε μέρος, να έχει Προκαθήμενο, κατέχοντα τόσο την εκκλησιαστική, όσο και την κοσμική εξουσία.
14.- Τέλος η Η΄ Οικουμενική Σύνοδος (όπως η ίδια αυτοαποκαλείται, 879) συντέλεσε στην εκ νέου προσέγγιση Ρώμης και ΚΠολης, η διένεξη των οποίων για την ανάρρηση του Φωτίου στον θρόνο της δεύτερης και την ιεραποστολή στη Βουλγαρία, τις είχε διχάσει. Στη Σύνοδο αυτή καταδικάστηκε επίσης και η προσθήκη του Φιλιόκβε στο Σύμβολο της Πίστης. Η Σύνοδος αυτή είναι η τελευταία Σύνοδος της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, στην οποίαν φαίνεται, ότι όλοι οι θρόνοι ευρίσκονται εν ομονοία.
Από την όλη πορεία της Εκκλησιαστικής Ιστορίας εμφαίνεται, ότι στην καταπολέμηση των διαφόρων αιρέσεων εμφιλοχώρησε και η διαπάλη μεταξύ των θρόνων για την πρωτοκαθεδρία. Η μόνη αδιαμφισβήτητη πρωτοκαθεδρία θεωρείται και παραμένει εισέτι, εκείνη του θρόνου της Ρώμης, ως της πρώτης Αποστολικής καθέδρας του Πρωτοκορυφαίου Αποστόλου Πέτρου. Παρ’ όλα αυτά ο δευτερόθρονος εκείνος και κατόπιν τριτόθρονος της Αλεξανδρείας πολλάκις προσπάθησε να υπερσκελίσει εκείνον της Ρώμης. Αλλά και μεταξύ των άλλων θρόνων υπήρξε διαμάχη. Έτσι:
1.- Στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο, όπου ενυπάρχουν μόνον τρεις θρόνοι: Ρώμης, Αλεξάνδρειας, Αντιόχειας, η διαμάχη βρίσκεται μεταξύ Αλεξάνδρειας και Αντιόχειας με νικητή την Αλεξάνδρεια.
2.- Στη Β΄ Οικουμενική Σύνοδο, ενυπάρχουν και οι πέντε θρόνοι με τη σειρά που υπάρχει μέχρι σήμερα: Ρώμη, ΚΠολη, Αλεξάνδρεια, Αντιόχεια, Ιεροσόλυμα. Εδώ έχουμε νίκη της ΚΠολης επί της Αλεξάνδρειας.
3.- Στη Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο έχουμε πλήρη θρίαμβο της Αλεξάνδρειας έναντι της Ρώμης και της Αντιόχειας.
4.- Στη Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο έχουμε πλήρη θρίαμβο της Ρώμης έναντι της Αλεξάνδρειας και μικρή ανύψωση της ΚΠολης.
5.- Στην Ε΄ Οικουμενική Σύνοδο έχουμε ήττα της Ρώμης και της Αντιόχειας και άνοδο της Αλεξάνδρειας.
6.- Στην ΣΤ΄ Οικουμενική Σύνοδο, η Ρώμη κατατροπώνει την Αλεξάνδρεια και γίνεται ουσιαστικά επικυρίαρχος στους άλλους θρόνους, κάτι που θα διαρκέσει μέχρι και σήμερα, ακόμη και μετά το Σχίσμα.
Όλες οι παραπάνω εναλλαγές επιτελούνται κυρίως μεταξύ Ρώμης και Αλεξάνδρειας και δευτερευόντως με τους άλλους θρόνους και μπορεί να παρατηρήσει κανείς, ότι κυρίως αναφέρονται σε διαμάχες μεταξύ των λεγομένων «Πετρίνειων Θρόνων», Ρώμης, Αλεξάνδρειας, Αντιόχειας. Ο θρόνος των Ιεροσολύμων φαίνεται να μην εμπλέκεται στις διαμάχες. Η κρίση μεταξύ Ρώμης και ΚΠολης αρχίζει να εμφανίζεται κυρίως στην εποχή του Μ. Φωτίου και μετέπειτα κορυφώνεται με την εγκατάσταση Φράγκων Παπών στη Ρώμη με αποθέωση την κρίση του 1054 με τους αλληλοαφορισμούς. Μετά το Σχίσμα αρχίζει να βαθαίνει το χάσμα μεταξύ Ανατολής και Δύσης με διαχωρισμό των θρόνων αφενός της Ρώμης και αφετέρου των υπόλοιπων τεσσάρων δικαιοδοσιών. Προσπάθεια επανένωσης, το 1439, απέτυχε, αλλά δημιούργησε μια άλλη κατάσταση, εκείνη της Ουνίας, δηλ. μιας πλασματικής ένωσης των πέντε θρόνων υπό την επικυριαρχία του Ρώμης. Προσπάθειες συνένωσης των πέντε θρόνων έγιναν σ’ όλη τη μέχρι τώρα πορεία της Εκκλησίας και συνεχίζονται με αμφίβολα αποτελέσματα, καθ’ ότι η Ρώμη εξακολουθεί να στηρίζεται στο πρωτείο εξουσίας και όχι στο πρωτείο τιμής, που της έχει παραχωρηθεί, τιμής ένεκεν, από τις Οικουμενικές Συνόδους, ως της πρώτης Αποστολικής καθέδρας, του Αποστόλου Πέτρου.









Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου