Δευτέρα 12 Οκτωβρίου 2009

ΟΙ ΟΣΙΟΙ ΠΑΡΘΕΝΙΟΣ (+ 1905) ΚΑΙ ΕΥΜΕΝΙΟΣ (+ 1920)
ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΚΟΥΔΥΜΑ ΚΡΗΤΗΣ

Καθηγητοῦ Ἀντωνίου Μάρκου

Προλεγόμενα
Γιά τούς νεοφανεῖς Ὁσίους αὐταδέλφους Παρθένιο καί Εὐμένιο τῆς Μονῆς Κουδουμᾶ, ἐκδόθηκε τό 2000 ἕνα τεύχος 42 σελίδων, στή σειρά τῶν ἐκδόσεων τοῦ Περιοδικοῦ «Ὀρθόδοξος Πνοή» (ἐπισήμου δημοσιογραφικοῦ ὀργάνου τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Γ.Ο.Χ. Μεσογαίας καί Λαυρεωτικῆς). Τό κείμενο αὐτό ἀπευθύνονταν στόν ἁπλό λαό τοῦ Θεοῦ καί κυκλοφόρησε μέ τήν ἐλπίδα νά συντελέσει στή διάδοση τῆς μνήμης τῶν Ὁσίων.
Σάν βοηθήματα χρησιμοποιήθηκαν δύο κείμενα πού κυκλοφοροῦν γιά τούς Ὁσίους. Τό πρῶτο ἀνῆκει στόν Μητροπ. Γορτύνης καί Ἀρκαδίας καί ἔπειτα Ἀρχιεπίσκοπο Κρήτης (Ν. Ε.) Τιμόθεο καί ἔχει τίτλο «Ἡ Ἱερά Μονή Κουδουμᾶ καί Παρθένιος ὁ σύγχρονος Ἅγιος». Τό κείμενο αὐτό ἔχει τήν μορφή λαϊκοῦ θρησκευτικοῦ ἀναγνώσματος, μέ ἀποτέλεσμα νά ὑστερεῖ κάπως στήν ἀκρίβεια τῶν στοιχείων. Τό δεύτερο κείμενο ἀνῆκει στόν Μητροπ. Γορτύνης καί Ἀρκαδίας (Ν. Ε.) Κύριλλο καί περιλαμβάνεται στό «Κρητικό Λειμωνάριο». Ἔχει τυπική συναξαριστική μορφή καί διακρίνεται γιά τήν ἀκρίβεια τῶν στοιχείων του.
Στά σημεῖα πού μεταξύ τῶν δύο κειμένων παρατηροῦνται διαφορές, προτιμήθηκε ἡ παράθεση καί τῶν δύο ἀπόψεων, ἐνῶ γενικά τηρήθηκε ἡ ἱστορική συνέχεια τοῦ δευτέρου.
Ἀκόμη, στά σημεῖα πού οἱ μακάριοι Γέροντες σχετίζονται μέ τόν Ἀγῶνα τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων χριστιανῶν, χρησιμοποιήθηκαν τά ἀρχεῖα τῶν Περιοδικῶν «Τά Πάτρια» καί «Κύρηξ Γνησίων Ὀρθοδόξων», καθώς καί προσωπικές μαρτυρίες Ὀρθοδόξων πιστῶν τῆς Κρήτης.
Στό Ἡγούμενο τῆς Μονῆς Κουδουμᾶ ἀρχιμ. Μακάριο Πιταροκοίλη, τόν Θεολόγο ἀπό τό Ρέθυμνο Στυλ. Παπαδογιαννάκη καί τόν ἁγιόφιλο καί φιλακόλουθο συνεργάτη Ἰωάννη Ἀντωνίου, ἐκφράζονται θερμές εὐχαριστίες γιά τήν προσφορά τους καί ἀπό τήν θέση αὐτή.

Ἡ Μονή Κουδουμᾶ
Ἡ Θεομητορική Μονή Κουδουμᾶ κατέχει σημαντική θέση μεταξύ τῶν ἱστορικῶν μονῶν τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης. Βρίσκεται στή νότια πλευρά τῶν Ἀστερουσίων Ὀρέων, κάτω ἀκριβῶς ἀπό τήν ψηλότερη κορυφή τους, τόν Κόφινα (1. 231 μ.). Ἡ περιοχή τῆς μονῆς, ἐρημική καί ἀπρόσιτη (μόλις πρίν λίγα χρόνια ἕνας χωματόδρομος ἀντικατέστησε τό ὀρεινό μονοπάτι), διατηρεῖ τό μοναδικό δάσος πεύκων τῶν Ἀστερουσίων, ἀφοῦ κατά τήν Τουρκουκρατία καί αὐτά - ὅπως καί τά ἄλλα Κρητικά βουνά - ἦσαν καταφύγιο ἐπαναστατῶν καί οἱ κατακτητές γιά νά τούς ἐξουδετερρώσουν ἔκαιγαν τά δάση, γιά στερήσουν ἀπό τούς «χαϊνιδες» τήν φυσική τους κάλυψη.
Τό ἔτος ἱδρύσεως τῆς μονῆς δέν μπορεῖ νά ὑπολογιστεῖ, ἀφοῦ δέν σώθηκαν οἰκοδομικά λείψανα ἤ γραπτά μνημεῖα. Ἡ νεώτερη πάντως περίοδος τῆς ἱστορίας της ἀρχίζει τό 1879 μέ τήν ἐγκατάσταση ἐκεῖ τῶν Ὁσίων αὐταδέλφων Παρθενίου καί Εὐμενίου, οἱ ὁποῖοι τήν ἀνακαίνισαν «ἐκ βάθρων». Τήν ἐρρειπωμένη μονή «ἀνακάλυψε» ὁ ὅσ. Παρθένιος, ὁ ὁποῖος μάλιστα κλήθηκε ἀπό τήν Παναγία νά μείνει ἐκεῖ καί νά ἐλπίζει στή βοήθειά Της. Ὅταν κατά τήν διάρκεια οἰκοδομικῶν ἐργασιῶν βρέθηκε μέσα σε ξεροπήγαδο ἡ θαυματουργή εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Κουδουμιανῆς ἤ Πλακίωτισσας, οἱ Ὅσιοι Γέροντες πείσθηκαν γιά τήν Θεομητορική βοήθεια καί δημιούργησαν ἀδελφότητα. Ὁ ἀρχικά σπηλαιώδης ναός τῆς μονῆς διαμορφώθηκε σέ ρυθμό Βυζαντινό καί ἐγκαινιάσθηκε τό 1894 ἀπό τόν Ἐπίσκοπο Λάμπης καί Σφακίων Εὐμένιο.
Σύμφωνα μέ τήν ἐπικρατέστερη ἄποψη ἡ μονή πῆρε τό ὄνομά της ἀπό ἕνα δέντρο τό ὁποῖο φύεται στήν περιοχή καί στήν τοπική διάλεκτο ὀνομάζεται «κουδουμουλιᾶ», οἱ δέ καρποί του «κούδουμα».
Στίς ἀρχές τοῦ 20ου αἰ. ἡ μονή εἶχε 120 μοναχούς καί δοκίμους καί σημαντική κτηματική περιουσία στόν κάμπο τῆς Μεσαρᾶς (τό μετόχι τοῦ ἁγ. Νικολάου, κ.ἄ.). Ἀργότερα τά κτήματα τῆς μονῆς δόθηκαν γιά ἀποκατάσταση ἀκτημόνων καί προσφύγων.
Κατά τήν διάρκεια τῆς Γερμανικῆς κατοχῆς ἡ μονή πρόσφερε μεγάλες ὑπηρεσίες στήν Ἀντίσταση, λόγῳ τῆς γεωγραφικῆς της θέσεως, κυρίως μέ τήν φυγάδευση Ἑλλήνων καί συμμάχων στρατιωτικῶν στή Μέση Ἀνατολή. Μαρτυρεῖται μάλιστα καί θαυματουργική ἐπέμβαση τῆς Παναγίας, ἡ Ὁποία ράπισε Γερμανό ἀξιωματικό πού τόλμησε νά κοιμηθεῖ πάνω στήν Ἁγία Τράπεζα τοῦ ναοῦ!
Εἶναι ἄξιο ἀναφορᾶς, ὅτι τό 1924 ἡ μεγάλη ἀδελφότητα τῆς μονῆς δέν δέχτηκε τήν εἰσαγωγή τῆς Παπικῆς καινοτομίας τοῦ Νέου Ἡμερολογίου, ἀλλά παρέμεινε πιστή στήν ἑορτολογική παράδοση τῆς Ὀρθοδοξίας. Μάλιστα ἡ ἀγρυπνία τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ τό 1937 – κατά τήν ὁποία ὁ Θεός παραχώρησε τό μεγάλο θαῦμα τῆς Δ’ Ἐμφανίσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, τήν δεύτερη αὐτή «θεόθεν βεβαίωση» τῆς ἱερότητος τοῦ ἀγῶνος τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων – εἶχε ὀργανωθεῖ «ἀπό τούς αὐστηρούς καί ἀσκητικούς Γεροντάδες τῆς Μονῆς Κουδουμᾶ» (Περιοδικό «Τά Πάτρια»).
Τήν ἀδελφότητα τῆς Μονῆς Κουδουμᾶ διέλυσε τό 1945, λόγῳ τῆς ἐμμονῆς της στήν Γνησία Ὀρθοδοξία, ὁ Ἐπίσκοπος Γορτύνης καί Ἀρκαδίας καί μετέπειτα Ἀρχιεπίσκοπος Κρήτης (Ν. Ε) Εὐγένιος Ψαλιδάκης. Τότε κάποιοι ἀπό τούς μοναχούς της βρῆκαν καταφύγιο στήν Ἱ. Μ. Μεταμ. Σωτῆρος Κουβαρᾶ Ἀττικῆς, τοῦ Κρητός Ὁμολογητοῦ τῆς Ὀρθοδοξίας Ἐπισκόπου Βρεσθένης Ματθαίου (Καρπαθάκη, ἔπειτα Ἀρχιεπισκόπου Γ.Ο.Χ. Ἀθηνῶν, + 1950).
Ἡ Μονή Κουδουμᾶ πανηγυρίζει τήν 15η Αὐγούστου καί συγκεντρώνει μεγάλο ἀριθμό προσκυνητῶν ἀπ’ ὅλη τήν Κρήτη, οἱ ὁποῖοι ἔρχονται νά προσκυνήσουν τήν θαυματουργή εἰκόνα τῆς Παναγίας καί τά χαριτόβρυτα Λείψανα τῶν Ὁσίων Γερόντων Παρθενίου καί Εὐμενίου, πολλοί μάλιστα παραμένουν ἐργαζόμενοι γιά τό μοναστῆρι.

Ἡ παιδική ἡλικία καί ἡ νεότητα τῶν Ὁσίων
Οἱ Ὅσιοι αὐτάδελφοι Παρθένιος καί Εὐμενιος γεννήθηκαν στήν Τουρκοκρατούμενη Κρήτη, στό χωριό Πιτσίδια Ἡρακλείου, ἀπό γονεῖς εὐσεβεῖς Χριστιανούς, τόν Χαρίτωνα Χαριτάκη καί τήν Μαρία, τό γένος Ἀνδρουλάκη, ἀπό τό χωριό Λοχριᾶ Ἀμαρίου Ρεθύμνου. Ὁ ὅσ. Παρθένιος (κατά κόσμον Νικόλαος), γεννήθηκε τό 1829 καί ὁ ὅσ. Εὐμένιος (κατά κόσμον Ἐμμανουήλ) τό 1835.
Κατά τήν παιδική ἡλικία οἱ μετέπειτα ἀσκητές εἶχαν διαφορές στό χαρακτῆρα. Ὁ νεώτερος Ἐμμανουή εἶχε κλήση πρός τόν κόσμο καί ἔτσι ἔμαθε τά λίγα γράμματα πού εἶχαν τήν δυνατότητα νά τοῦ προσφέρουν ἡ δύσκολη ἐποχή καί ἡ πτωχή του οἰκογένεια. Ὁ μεγαλύτερος Νικόλαος ἀντίθετα, «ἔμοιαζε μεγάλος – κατά τόν ἀρχιεπ. Τιμόθεο - σοβαρός καί πνευματικός ἄνθρωπος. Τά λόγια του καί ἡ συμπεριφορά του δέν ἦσαν ἀνάλογα μέ τήν ἡλικία του. Οἱ δικοί του καί οἱ χωριανοί πολλά διηγοῦντο γιά τήν ζωή τοῦ μικροῦ Νικολάου, πού δικαιολογοῦν τήν ἐξέλιξή του ἀργότερα σέ μία πρωτοφανῆ ἁγιότητα» (Μητροπ. Γορτύνης καί Ἀρκαδίας Τιμοθέου, «Ἡ Ἱερά Μονή Κουδουμᾶ καί Παρθένιος ὁ σύγχρονος Ἅγιος», ἀχρονολόγητο. Στό ἐξῆς Ἀρχιεπ. Τιμόθεος).
Ἡ μετέπειτα ζωή τῶν δύο ἀδελφῶν ἀπέδειξε, ὅτι ἦσαν - ἰδίως ὁ Νικόλαος – «ἀφορισμένοι ἐκ κοιλίας μητρός» (Γαλ. 1, 15). «Πρῶτο θαῦμα στή ζωή τῶν πολλῶν θαυμάτων – χαρακτηρίζει ὁ Ἀρχιεπ. Τιμόθεος – τήν διάσωσή του ἀπό πνιγμό ἤ τραυματισμό, ὅταν ἔπεσε σ’ ἕνα βαθύ πηγάδι τῆς περιοχῆς, ἀπ’ ὅπου τόν ἔβγαλαν ἀπολύτως ὑγιῆ οἱ ἔντρομοι χωρικοί».
Ἕνα ἄλλο θαυμαστό γεγονός, σχετικό μέ τό προορατικό χάρισμα τοῦ μετέπειτα ὁσίου Ἡγουμένου Παρθενίου, ἀφορᾶ τήν διάσωσή του ἀπό βέβαιο πνιγμό στή θάλασσα, ὅταν ναυάγησε τό καϊκι στό ὁποῖο ἐπέβαινε. Τό 1852, ὁ τότε ἡλικίας 25 ἐτῶν Νικόλαος, προσλήφθηκε ἀπό τόν ἀνάδοχό του Σφακιανό Καπετάνιο Ἀνδρουλῆ Κούνδουρο ἤ Χατζῆ Στρατῆ, γιά νά ἐκπαιδευθεῖ στό ναυτικό ἐπάγγελμα (μέχρι τότε ὁ Νικόλαος ἦταν βοσκός). Μετά ἀπό ὑπηρεσία τριῶν ἐτῶν ὁ Νικόλαος, προφασιζόμενος «πῶς θέλει νά πάρει τά ροῦχα του ἀπό τό χωριό», ἄφησε τό πλοῖο, τό ὁποῖο στό ἀμέσως ἑπόμενο ταξείδι ναυάγησε, μέ ἀποτέλεσμα νά πνιγεῖ ὅλο τό πλήρωμα καί φυσικά καί ὁ ἀνάδοχός του!
Στή διαμόρφωση τῆς πνευματικῆς προσωπικότητας τῶν δύο ἀδελφῶν, ἐκτός ἀπό τίς ἔμφυτες κλήσεις, σημαντικό ρόλο ἔπαιξε καί τό περιβάλλον μέσα στό ὁποῖο ἡ Θεία Πρόνοια οἰκονόμησε νά ἀνδρωθοῦν, ἕνα περιβάλλον πλούσιο σέ μνήμες καί πνευματικές προκλήσεις.
Οἱ Καλοί Λιμένες, φιλόξενος ὅρμος κατάλληλος γιά ἐλλημενισμό, σχετικά κοντά στό χωριό τους, συνδέεται μέ τίς ἐπισκέψεις τοῦ Ἀποστόλου Παύλου στήν Κρήτη. «Μόλις τε παραγενόμενοι αὐτήν (τήν Κρήτη) – γράφει ὁ Εὐαγγελιστής Λουκᾶς στίς Πράξεις, 27, 8 - ἤλθομεν εἰς τόπον τινά καλούμενον Καλούς Λιμένας, ὧ ἐγγύς ἧν πόλις Λασαῖα». (Τό 1911, στή θέση τοῦ Ἱεροῦ Βήματος τῆς μεγάλης Παλαιοχριστιανικῆς Βασιλικῆς πού εἶχε ἀνασκαφθεῖ στήν περιοχή, ὁ Κων. Καρτεράκης ἔκτισε μικρό ναό ἀφιερωμένο στόν Ἀπόστολο Παῦλο. Βλ. Σ. Γ. Σπανάκη, «Κρήτη…», σελ. 286).
Στά Μάταλα, ἐπίνειο τῆς Μινωϊκῆς Φαιστοῦ, ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἀποβιβάσθηκε στήν πορεία του πρός τήν πρωτεύουσσα τῆς τότε Ρωμαϊκῆς ἐπαρχίας τῆς Κρήτης, τήν Γόρτυνα. (Σήμερα στήν παλαιά ἐκκλησία τῆς Κοιμ. Θεοτόκου, σώζονται δύο μαρμάρινες Ἅγιες Τράπεζες μέ παλαιοχριστιανικά σὐμβολα, καθώς καί κιονόκρανα ναοῦ πού ἀνέγεται στή Βυζαντινή περίοδο. Βλ. Σ. Γ. Σπανάκη αὐτ., σελ. 393).
Ἀνάμεσα σ’ αὐτές τίς δύο περιοχές, στήν ὀρεινή περιοχή τῆς Χαρκοκεφάλας, τό περίφημο Ἁγιοφάραγγο μέ τά ἀρχαῖα ἀσκητήρια καί τόν κατάγραφο Βυζαντινό Ναό τοῦ ἁγ. Ἰωάννη τῆς Σπηλιᾶς, ἀποτελεῖ μία διαρκή ὑπόμνηση τοῦ ἀσκητικοῦ ἰδεώδους.
Στήν ἴδια περιοχή, στό ἀπόκρημνο Τραχήλι, βρίσκεται τό σπήλαιο - ἀσκητήριο τῶν Ὁσίων Εὐτυχίου, Εὐτυχιανοῦ καί Κασσιανῆς «τῶν ἐν Ράξῳ». (Πρόκειται γιά αὐταδέλφους ἀγνώστου καταγωγῆς καί χρόνου ἀκμῆς. Ὁ ἅγ. Εὐτύχιος μνημονεύεται Ἐπίσκοπος Γορτύνης, ὁ ὁποῖος ἐκδιώχθηκε ἀπό τήν ἕδρα του σέ κάποιο διωγμό καί ἔζησε τό ὑπόλοιπο τῆς ζωῆς του συνασκούμενος μέ τούς ἀδελφούς του ἁγίους Εὐτυχιανό καί Κασσιανή σέ σπήλαιο τῆς ἐρημικῆς Ράξου, στήν περιοχή τῆς Μονῆς Ὁδηγητρίας, ὅπου σήμερα φυλάσσονται τά Λείψανά τους. Τόν 10ο αἰ. ὁ Φωτιστής τῆς Κρήτης ἅγ. Ἰωάννης ὁ Ξένος, διαμόρφωσε στό σπήλαιο ναό πρός τιμήν τους. Τιμῶνται τήν 17η Αὐγούστου. Βλ. Τίτου Συλλιγραδάκη Μητροπ. Ρεθύμνης, «Κρῆτες Ἅγιοι», σελ. 125 – 130 καί 241).
Σέ ἄμεση γειτνίαση μέ τήν γεννέτειρα τῶν Ὁσίων βρίσκεται ἡ ἱστορική Μονή Ὁδηγητρίας. Κοντά στούς μοναχούς της ἄκουσαν οἱ ἔπειτα ἀναχωρητές τίς πρῶτες μοναχικές διηγήσεις. (Ἡ Μονή ἦταν Πατριαρχικό Σταυροπήγιο. Ὁ Ναός της, διμάρτυρη Βασιλική κατά τά κρατοῦντα στήν Κρήτη, εἶναι ἀφιερωμένος στό Γεννέθλιο τῆς Παναγίας καί τούς Ἁγίους Ἀποστόλους. Στή βόρεια πύλη τοῦ τείχους τῆς μονῆς εἶναι χαραγμένη ἡ χρονολογία 1568. Σημαντικό μνημεῖο εἶναι ὁ Πύργος τοῦ Ξωπατέρα, ὁ ὁποῖος συνδέεται μέ τήν πατριωτική δράση τοῦ Μοναχοῦ Ἰωάσαφ - Ἰωάννη Μαρκάκη ἤ Ξωπατέρα. Ἡ Μονή καταστράφηκε ἀπό τούς Τούρκους τό 1827 καί τό 1866. Σήμερα λειτουργεῖ σάν ἀνδρικό κοινόβιο, ὑπαγόμενο στή Μητρόπολη Γορτύνης καί Ἀρκαδίας. Βλ. Σ. Γ. Σπανάκη αὐτ., σελ. 136 – 139).
Ἡ πλούσια – τέλος - ἁγιολογική παράδοση τῆς εὑρύτερης περιοχῆς τῆς Μεσαρᾶς, ἔχει κι αὐτή σημαντικό μερίδιο στή διαμόρφωση τῆς πνευματικῆς προσωπικότητας τῆς ὁσιακῆς δυάδας. Μέ πρῶτο τόν ἅγ. Ἀπόστολο Τίτο, πρῶτο Ἐπίσκοπο Κρήτης, μέ τήν περιοχή συνδέονται οἱ ἐξῆς Ἅγιοι: Ἀνδρέας ὁ Ποιητής (4η Ἰουλίου) καί Πέτρος ὁ Νέος (16η Ἰουλίου), Ἀρχιεπίσκοποι Κρήτης. Εὐμένιος (18η Σεπτεμβρίου), Φίλιππος (8η Σεπτεμβρίου) καί Κύριλλος Ἱερομάρτυρας (14η Ἰουλίου), Ἐπίσκοποι Γορτύνης. Καί οἱ Ὅσιοι Μεθόδιος τῆς Νηβρύτου (25η Ἰουνίου), Νικόλαος ὁ Κουρταλιώτης (1η Σεπτεμβρίου), Ἰωάννης ὁ Ξένος (20η Σεπτεμβρίου) καί Χαραλάμπης τῆς Καλυβιανῆς (23η Αὐγούστου).

Κοινοβιάτες Μοναχοί καί Ἀναχωρητές
Πρῶτος ἀσπάσθηκε τόν μοναχικό βίο ὁ Νικόλαος, τό 1856, στήν ἱστορική μονή τοῦ ἁγ. Ἀντωνίου τῶν Ἀπεζανῶν, μετά τόν θάνατο τοῦ πατέρα του. (Πρόκειται γιά παλαιό μοναστήρι πρός τιμήν τοῦ ἁγ. Ἀντωνίου τοῦ Μεγάλου. Κατά τήν παράδοση, ὁ σωζόμενος Βυζαντινός Ναός τοῦ Ἁγίου στό Ἁγιοφάραγγο, εἶναι ἡ ἀρχική θέση τῆς μονῆς. Καταστράφηκε ἀπό τούς Τούρκους το 1827 καί τό 1866. Σήμερα λειτουργεῖ σάν ἀνδρικό κοινόβιο, ὑπαγόμενο στή Μητρόπολη Γορτύνης καί Ἀρκαδίας. Διασώζει ἀξιόλογα κειμήλια καί Λείψανα 16 Ἁγίων. Βλ. «Μνημεῖα Ἑλληνικῆς Ἱστορίας» τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν, τ. 1ο καί Σ. Γ. Σπανάκη αὐτ., σελ. 136 – 139).
Τό ἑπόμενο ἔτος 1857 τόν ἀκολούθησε καί ὁ Ἐμμανουήλ. Προηγουμένως, ὅπως διέσωσε ἡ τοπική παράδοση, οἱ δύο νέοι προσπάθησαν νά πείσουν τήν μητέρα τους νά τούς δώσει τήν εὐχή της νά μονάσουν. Ὁ Στυλιανός Παπαδογιαννάκης (Θεολόγος Καθηγητής στό Ρέθυμνο), περιγράφει ἐναργέστατα τό θαυμαστό γεγονός τό ὁποῖο παραχώρησε ὁ Θεός γιά νά πειστεῖ ἡ μητέρα.
«Ἡ μητέρα – γράφει στίς σημειώσεις του γιά τόν ὅσ. Γεννάδιο τῶν Ἀκουμίων- μία ἡμέρα ἤθελε νά ζυμώσει ψωμί καί νά τό ψήσει εἰς τόν φοῦρνο. Ἐστενοχωρεῖτο ὅμως διότι δεν εἶχε ξύλα νά τόν κάψει καί ἦταν δύσκολο ἐκείνη τήν ἡμέρα νά μαζέψει. Ὁ Παρθένιος τότε τῆς λέγει: «Ζύμωσε, μητέρα, καί θά εὑρεθοῦν καί τά ξύλα». Ζυμώνει ἡ μητέρα, πλάθει τό ψωμί καί ἔρχεται ὥρα διά τό ἄναμα τοῦ φούρνου. Δέν βλέπει ξύλα. Σκέπτεται, ὅτι θά χάσει τό ψωμί καί εἶναι γεμάτη ἀγωνία. «Ξεσκέπασε τόν φοῦρνο, μητέρα – λέγει ὁ Παρθένιος – καί βάλε τό ψωμί». Ἡ μητέρα ὑπακούει καί ἐκτελεῖ. Ὁ Παρθένιος κατόπιν σταυρώνει τόν φοῦρνο καί μέ τήν δύναμη τοῦ Θεοῦ τό ψωμί ψήθηκε χωρίς ξύλα. Συγκινημένη καί δακρυσμένη λέγει τότε ἡ μητέρα: «Παιδιά μου, δέν εἶμαι ἄξια νέ μένετε στό σπίτι μου. Πρέπει νά φύγετε καί ὅπου σᾶς φωτίσει ὁ Θεός πηγαίνετε». Ἔφυγαν τότε καί πῆγαν στό μοναστήρι καί ἁγίασαν.
Στή Μονή Ἀπεζανῶν οἱ νεαροί ἀδελφοί δοκιμάσθηκαν δύο χρόνια. Τό 1858 ἀναχώρησαν γιά τήν Μονή Ὁδηγητρίας (στήν ἐπαρχία Καινουργίου), ὅπου τό 1864, μετά ἀπό δοκιμασία ἕξι ἐτῶν ἔγιναν ρασοφόροι. Τότε ὁ Νικόλαος ὀνομάσθηκε Νέστωρ καί ὁ Ἐμμανουήλ Εὐμένιος. Τό ἴδιο ἔτος ὁ ὅσ. Εὐμένιος χειροτονήθηκε Διάκονος ἀπό τόν Μητροπ. Κρήτης Μελέτιο.
Τό 1866, κατά τήν μεγάλη ἐπανάσταση τῶν Κρητῶν κατά τῶν Τούρκων, ζήτησαν ἀπό τόν Ἡγούμενο Γεράσιμο Μανιδάκη τό Μεγάλο καί Ἀγγελικό Σχῆμα, «διά τό ἀβέβαιον τῶν καιρῶν». Ὁ Ἡγούμενος Γεράσιμος δέχθηκε καί τούς ἔδωσε τό σχῆμα μέ ἀνάδοχο τόν φυγάδα Ἡγούμενο τῆς Μονῆς ἁγ. Γεωργίου Γοργολαϊνη Ἀγαθάγγελο. Τότε ὁ μ. Νέστωρ ὀνομάσθηκε Παρθένιος.
Γιά περισσότερη ἡσυχία οἱ εὐλογημένοι αὐτάδελφοι ἐγκαταβίωσαν σέ ἐξάρτημα τῆς μονῆς, στό περίφημο Ἡσυχαστήριο τοῦ Μάρτσαλλου, ὅπου ἀσκήθηκαν περισσότερο ἀπό δέκα χρόνια. Μέ σκληρή ἐργασία οἱ ἀδελφοί ἀνακαίνισαν παλαιά κτίσματα (ὅπως τά ἐξωκκλήσια τοῦ Εὐαγγελισμοῦ καί τῆς ἁγ. Κυριακῆς) καί διαμόρφωσαν κήπους. Κατά τήν περίοδο ἐκείνη, τό 1875, ὁ Διάκονος Εὐμένιος χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος στή Σίβα Ἡρακλείου, ἀπό τόν Ἐπίσκοπο Γορτύνης Γρηγόριο. Ἡ Ἱερωσύνη τοῦ ὁσ. Εὐμενίου ἔδωσε στούς δύο ἀδελφούς τήν δυνατότητα τῆς συχνῆς μυστηριακῆς συμμετοχῆς.
Ἡ διαμονή «ὑπό τήν σκέπην τῆς Παναγίας τοῦ Μάρτσαλλου» διακόπηκε, ὅταν οἱ ἀσκούμενοι «ἀπεφάσισαν – κατά τόν Μητροπ. Κύριλλο – νά τόν ἐγκαταλείψουν καί νά ἀναζητήσουν ἕτερον ἡσυχαστήριον, ἐπειδή οἱ ἐν Ὁδηγητρίᾳ ἀδελφοί ἦσαν ὀλίγοι καί συχνότατα ἀνεκάλουν τούς δύο ἀδελφούς πρός ἐργασίαν εἰς τήν Μονήν, διαταράττοντες οὔτω τήν ἡσυχίαν αὐτῶν» (Βλ. Μητροπ. Κυρίλλου, Συναξάριο τῶν Ὁσίων στό «Κρητικό Λειμωνάριο», σελ. 449).
Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Τιμόθεος ἀποδίδει τήν φυγή τῶν πατέρων «στίς ἀνθρώπινες ἀδυναμίες καί τήν ζήλεια», μέ τήν ὁποία μικρόψυχοι καί φθονεροί ζητοῦν εὐκαιρίες νά καταστρέφουν, νά συκοφαντοῦν καί νά ματαιώνουν τά καλά ἔργα».
Οἱ Ὅσιοι αὐτάδελφοι ἐγκατέλειψαν τόν Μάρτσαλλο τό 1878 καί κινήθηκαν ἀνατολικά, ἀναζητῶντας νέο τόπο καταφυγῆς. Κατά τήν διάρκεια τῆς ἀναζητητικῆς τους πορείας, βρῆκαν γιά μικρό διάστημα φιλοξενία κοντά στόν Μοναχό Γεράσιμο, μοναδικό κάτοικο τοῦ ἐρημητηρίου τοῦ ἁγ. Ἰωάννη, στήν περιοχή τῶν Καπετανιανῶν, καί γιά ἕνα χρόνο περίπου ἀσκήθηκαν στό σπήλαιο τοῦ ἁγ. Ἀντωνίου καί στό Βαμβακόσπηλιο, στήν ἴδια περιοχή, ἀπ’ ὅπου ἡ προσέλευση χωρικῶν τούς ἀνάγκασε νά ἀπομακρυνθοῦν.

Ἡ νέα Μονή Κουδουμᾶ
Ἡ Μονή Κουδουμᾶ ἦταν ἕνας σωρός ἐρρειπίων, ὅταν ἔφθασε ἐκεῖ ὀ ὅσ. Παρθένιος, τό 1879. Τό παμπάλαιο μοναστήρι μέ τόν σπηλαιώδη ναό εἶχε καταστραφεῖ - μᾶλλον ἀπό πειρατές – καί ὁ χρόνος μέ τά στοιχεῖα τῆς φύσεω ς εἶχαν συμπληρώσει τό καταστρεπτικό ἔργο ἔκείνων.
Ὁ ὅσ. Παρθένιος διανυκτέρευση στήν ἀκτή, δίπλα στά ἐρρείπια καί τήν μοναδική πηγή νεροῦ πού ὑπάρχει στήν περιοχή. Τότε, κατά τήν παράδοση, ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος μέ ἐμφάνισή Της τόν κάλεσε νά μείνει ἐκεῖ καί νά ἐλπίζει στή βοήθειά Της. Ὁ Ὅσιος ὑπάκουσε καί ἐγκαταστάθηκε μέ τόν ἀδελφό του Ἱερομόναχο Εὐμένιο, ἀρχίζοντας τό τιτάνιο ἔργο τῆς ἀνοικοδομήσεως τῆς Μονῆς, μέ βοηθούς καί συμπαραστάτες τόν Ζαχαρία Ἀϊνικολιώτη καί ἕναν μοναχό τοῦ ἀσκητηρίου τοῦ ἁγ. Ἰωάννη, τόν Χατζῆ Λυχνᾶ.
Τό ἔργο αὐτό ἦταν τεράστιο, ὄχι μόνο γιά τήν ἐποχή τῶν Ὁσίων, ἀλλά καί γιά τήν δική μας, ἀφοῦ σχετικά πρόσφατα τό μοναστήρι ἀπέκτησε ἀμαξιτό δρόμο, ὁ ὁποῖος ἀντικατέστησε τήν διαρκείας τριῶν ὡρῶν πορεία ἀπό ὀρεινό μονοπάτι. Μέ τήν θερμή τους πίστι καί τήν ἐπίπονη ἐργασία τους οἱ μακάριοι Γέροντες ἀντιμετώπισαν τήν δυσκολία μεταφορᾶς τῶν ὑλικῶν καί τήν ἔλλειψη οἰκονομικῶν μέσων. Σύντομα ἀνακαινίσθηκε ὁ Ναός τῆς Παναγίας (τόν ὁποῖο ἐγκαινίασε τό 1894 ὁ Ἐπίσκοπος Λάμπης καί Σφακίων Εὐμένιος), κτίσθηκαν κελλιά καί λοιπές κτηριακές ἐγκαταστάσεις γιά τούς μοναχούς καί τούς προσκυνητές, διαμορφώθηκαν κῆποι, κ.ἄ. Ὅμως τό ἔργο πού ἀνέξειξε τήν νέα Μονή Κουδουμᾶ ἦταν τό πνευματικό.
Ἡ ἁγιότητα τῶν Ὁσίων Γερόντων καί ἡ εὕρεση τῆς θαυματουργῆς εἰκόνας τῆς Παναγίας τῆς Κουδουμιανῆς ἤ Πλακιώτισσας (πού βρέθηκε σέ ξεροπήγαδο μαζί μέ διάφορα ἱερά σκεύη), ἔφεραν στό χῶρο πολλούς ἐραστές τοῦ μοναχικοῦ βίου. Πρῶτος μνημονεύεται ὁ Ζαχαρίας Τσαγκαράκης ἀπό τόν Χάρακα Μονοφατσίου καί ἀκολούθησαν δύο συγγενεῖς τῶν Ὁσίων Γερόντων, οἱ Ἱερομόναχοι Ἰγνάτιος καί Μελέτιος τῆς Μονῆς Ἀπεζανῶν (παιδιά τῆς ἀδελφῆς τους Καλλιόπης).
Ἡ νέα Μονή Κουδουμᾶ ὀργανώθηκε κατά τό κοινοβιακό σύστημα, χάρις στίς πολύτιμες ὑπηρεσίες τοῦ Ἁγιορείτη Ἱεροδιακόνου Γρηγορίου Χρυσουλάκη, ὁ ὁποῖος προέρχονταν ἀπό τήν Μονή Βατοπεδίου. Θεσπίσθηκε τό ἄβατο γιά ὅλους τούς λαϊκούς, ἀκόμη καί τούς δοκίμους, στούς χώρους τῶν μοναχῶν. Ἀπαγορεύθηκε ἡ κρεωφαγία καί τηρήθηκε τό σύστημα τῆς ἀπόλυτης ὑπακοῆς. Τό 1905, κατά τήν κοίμηση τοῦ ὁσ. Παρθενίου, ἡ μονή ἀριθμοῦσε 120 μοναχούς καί δοκίμους!
«Εἴχαμε αὐστηρό Γέροντα - ἔλεγε συχνά ὁ ὅσ. Γεννάδιος τῶν Ἀκουμίων (+ 1983) - ὁ ὁποῖος συχνά μᾶς ὑπενθύμιζε: «Ὅποιος θέλει νά κάνει τό δικό του θέλημα, νά φύγει, δέν εἶναι γιά τό μοναστήρι. Ἐδῶ χρειάζεται ὑπακοή. Θά γίνεται τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί ὄχι ὅ,τι θέλει ὁ καθένας» (ἀπό τήν σημειώσεις γιά τόν μακάριο Γέροντα τοῦ Θεολόγου Στυλ. Παπαδογιαννάκη).
Αὐστηρός στό θέμα τῆς ὑπακοῆς ὁ ὅσ. Παρθένιος, ἔβαλε κάποτε τόν ἀνηψιό του Ἱερομόναχο Μελέτιο νά πετάξει στή θάλασσα ἕναν τενεκέ χαλβά, τόν ὁποῖο εἶχε ἀγοράσει μέν γιά τούς ἀδελφούς, ἀλλά χωρίς εὐλογία!

Οἱ χαρισματοῦχοι ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ
Ὁ ὅσ. Παρθένιος ἦταν πρότυπο φιλακολουθίας, μεγάλος ἐγκρατευτής (ποτέ δέν κατέλυσε κρέας ἤ οἰνοπευματώδη ποτά), μέ ἕνα καί μοναδικό ράσο (τό ὁποῖο ὁ ἴδιος «ἔπλενε» στή θάλασσα!) καί μέ τόν ὕπνο του περιορισμένο, πάνω σ’ ἕνα χόρτινο στρῶμα! Πρόσφερε στό Θεό μία ζωῆς προσευχῆς, ξενιτείας, θυσίας, ἀγάπης καί ἀφιερώσεως καί ἔλαβε ἀπό τόν Θεό τά Ἁγιοπνευματικά χαρίσματα τῆς προοράσεως, τῆς παραμυθίας (παρηγορίας) καί τῶν θαυμάτων.
Γενιές ὁλόκληρες εὐσεβῶν Κρητῶν διηγοῦνται ἐξαίσια γεγονότα, τῶν ὁποίων ὑπῆρξαν αὐτόπτες ἤ αὐτήκοοι μάρτυρες. «Ἡ παράδοσις καί πολλοί ἐκ τῶν ἐπιζώντων – γράφει ὁ Μητροπ. Κύριλλος – διηγοῦνται πολλά ἐκ τῶν θαυμάτων τῶν Ὁσίων Πατέρων, ὡς θεραπεῖαι ἀσθενῶν, ἐπιδημικῶν νόσων, κ.λ.π.» («Κρητικόν Λειμωνάριον», σελ. 450).
Ὁ ὅσ. Παρθένιος ἔλαβε ἀπό τόν Θεό τήν ἐξουσία πάνω στή φύση καί στόν κόσμο τῶν ζώων. Διηγοῦνται, ὅτι κάποτε παρουσιάστηκε πρόβλημα λειψυδρίας, ὅταν ξυλοκόποι ἔκοβαν στό βουνό τήν ἀπαραίτητη γιά τήν ἀνέγερση τοῦ μοναστηριοῦ ξυλεία. Ὁ Ὅσιος τότε, γιά νά μήν διακοπεῖ ἡ ἐργασία στόν δύσβατο καί ἀφιλόξενο ἐκεῖνο τόπο, σάν ἄλλος Μωϋσῆς, ἀνέβλυσε νερό ἀπό τόν βράχο μέ τήν προσευχή του καί τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ!
Ἄλλοτε, οἱ κάτοικοι τοῦ χωριοῦ Κεραμέ Ρεθύμνης (στά ὅρια τῆς ἱστορικῆς Μονῆς Πρέβελη), κάλεσαν τούς Γέροντες νά ἐπισκεφθοῦν τήν περιοχή τους καί νά προσευχηθοῦν γιά τήν ἀπαλλαγή τους ἀπό τήν φοβερή μάστιγα τῆς ἀκρίδας. Οἱ Ὅσιοι αὐτάδελφοι πράγματι ἀνταποκρίθηκαν στό αἴτημα αὐτό, πῆγαν, λειτούργησαν, ἔκαναν Ἁγιασμό καί ὅταν ὁ ὅσ. Παρθένιος εὐλόγησε μέ τόν Τίμιο Σταυρό τόν λαό καί τήν περιοχή, «οἱ ἀκρίδες ἔγιναν ἕνα μεγάλο σύννεφο, ὑψώθηκαν σέ μεγάλη ἀπόσταση καί σάν νά τίς κυνηγοῦσε δυνατός ἀέρας, ἐτράβηξαν στήν θάλασσα καί ἐπνίγηκαν»! (Ἀρχιεπ. Τιμοθέου αὐτ.). Σέ ἀνάμνηση τοῦ θαύματος αὐτοῦ οἱ κάτοικοι τοῦ Κεραμέ προσφέρουν κάθε χρόνο στή Μονή Κουδουμᾶ (τήν 15η Αὐγούστου), «ἑκατό ὀκάδες λάδι καί ἑκατό ὀκάδες ἐλιές»!
Ἄλλο θαῦμα τοῦ ὁσ. Παρθενίου ἀναφέρεται στή θεραπεία ὄγκου πού εἶχε παρουσιαστεῖ στό λαιμό τῆς Πρεσβυτέρας τοῦ Ἱερέως Δημητρίου Βεργετάκη, ἀπό τόν Κρουσςῶνα Ἡρακλείου. Ὅταν ὁ Ὅσιος τήν εὐλόγησε τῆς εἶπε: «Ἡ Παναγία θά σέ γιατρέψει, ἀλλά νά μήν μαλώνεις τόν παπά πού ἔρχεται ἐδῶ». Ἀποκάλυψε ἔτσι καί τόν κρυφό γογγυσμό της γιά τίς συχνές ἀποδημίες τοῦ συζύγου της στή Μονή καί ταυτόχρονα τήν θεράπευσε.
Ὁ ὅσ. Παρθένιος ἀξιώθηκε δύο ἐμφανίσεων τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Τήν πρώτη φορά ἡ Παναγία τοῦ ἐμφανίσθηκε σέ ὅραμα - τό πρῶτο βράδυ πού κοιμήθηκε στά ἐρρείπια τῆς μονῆς - καί τοῦ ἔδωσε ἐντολή νά μείνει ἐκεῖ καί νά ἐλπίζει στή βοήθειά Της. Γιά τήν δεύτερη φορά μαρτυρεῖ ὁ ὅσ. Γεννάδιος τῶν Ἀκουμίων:
«Ὅταν ἐπρωτοκτίζετο ὁ Κουδουμᾶς, ὁ γ. Παρθένιος συναντοῦσε πολύ μεγάλες δυσκολίες. Ὀρεινός και ξηρός ὁ τόπος, ἄνυδρος καί οἰκονομικά μέσα ἐλάχιστα. Ἐσκέφθη λοιπόν πρός στιγμήν νά φύγει καί νά μήν κτίσει ἐκεῖ τό μοναστήρι. Ἐπαρουσιάσθηκε τότε ἡ Παναγία καί τοῦ λέγει: «Παρθένιε, μή στενοχωρῆσαι γιά τίς δυσκολίες καί τήν φτώχεια τοῦ τόπου. Ἐγώ θά φωτίζω τούς ἀνθρώπους, ἀπ’ ὅλους τούς δρόμους νά ἔρχωνται στό μοναστήρι. Θά σᾶς φέρνουν τά πρῶτα τους προϊόντα. Δέν θά ὑποφέρετε καί δέν θά σᾶς ἀφήσω νά πεινάσετε» (Στυλ. Παπαδογιαννάκη αὐτ.).
Πρός τό τέλος τῆς ζωῆς του μία βασανιστική ἀσθένεια καθήλωσε τόν μακάριο Γέροντα. Τά φάρμακα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης δέν ἀπέδωσαν καί ὁ γιατρός Ἀλέξανδρος Παπαχατζάκης νά τρώει ὁ Γέροντας κρέας καί ψάρι, γιά νά βελτιωθεῖ ἡ κατάστασή του. Ὅμως, «ὁ Γέρων Παρθένιος - γράφει ὁ Μητροπ. Κύριλλος - ἵνα μή δώση κακόν παράδειγμα εἰς τούς ἀδελφούς καί κρεοφαγήσωσιν, ἐπροτίμησε νά ὑποφέρη τρεφόμενος μέ ὄρυζαν βραστήν ἄνεϋ ἐλαίου τάς νηστησίμους ἡμέρας» («Κρητικόν Λειμωνάριον», σελ. 450).
Ὁ ὅσ. Παρθένιος κοιμήθηκε εἰρηνικά τήν 5η Σεπτεμβρίου 1905, ἡμέρα Κυριακή, μετά ἀπό ἀσκητική ζωή 49 ἐτῶν. Προηγουμένως προεῖδε τόν θάνατό του καί παρέδωσε τήν ἡγουμενεία στόν κατά σάρκα ἀδελφό του ὅσ. Εὐμενίου. Ἀναχώρησε γιά τήν ἄνω Ἱερουσαλήμ προετοιμασμένος μέ τήν ἐξομολόγηση καί τήν Θεία Κοινωνία. Κατά τήν ἐπιθυμία του ἐνταφιάστηκε μέ τό ράσο του καί τήν ζώνη του. Κατά τήν ἀνακομιδή του – τήν ὁποία πραγματοποίησε τό 1909 ὁ Ἐπίσκοπος Ἀρκαδίας Βασίλειος Μαρκάκης – τά Λείψανά του βρέθηκαν εὐωδιάζοντα καί «ἀναδίδοντα ἁγιαστικήν χάριν εἰς τούς προσκυνοῦντας αὐτά» («Κρητικόν Λειμωνάριον», σελ. 451).
Ὁ ὅσ. Εὐμένιος, «ἀκολουθῶν τό παράδειγμα τοῦ προκατόχου του – γράφει ὁ Μητροπ. Κύριλλος - ἐσυνέχισε τό ἁγιαστικόν ἔργον διαποιμένων τήν Ἱεράν Μονήν, νηστεύων, προσευχόμενος καί ἐξομολογῶν τούς εὐσεβεῖς προσκυνητάς, οἵτινες προσήρχοντο ἐξ’ ὅλης τῆς Κρήτης, διά νά ἐξομολογηθοῦν, νά κοινωνήσουν καί νά λάβουν τήν ἄφεσιν τῶν ἁμαρτιῶν των» («Κρητικόν Λειμωνάριον», σελ. 451). Κοιμήθηκε τήν 12η Σεπτεμβρίου 1920, σέ ἡλικία 85 ἐτῶν, μετά ἀπό ἡγουμενεία 16 ἐτῶν καί συνολική μοναχική ζωή 63 ἐτῶν.
Τά χαριτόβρυτα Ἱερά Λείψανα τῶν Ὁσίων Παρθενίου καί Εὐμενίου φυλάσσονται στή Μονή Κουδουμᾶ καί ἐκτίθενται σέ προσκύνηση κατά τήν περίοδο τῆς νηστείας τοῦ Δεκαπενταύγουστου. Μία τῶν πλευρῶν τοῦ ὁσ. Παρθενίου φυλάσσεται στό Ἐπισκοπεῖο τῆς ἁγ. Αἰκατερίνης, τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Γ.Ο.Χ. Μεσογαίας καί Λαυρεωτικῆς. Ἐπίσης μία τῶν πλευρῶν βρίσκεται ἀποθησαυρισμένη στό Παρεκκλήσιο τῆς ὁσ. Ξένης τῆς διά Χριστόν Σαλῆς Μάνδρας Ἀττικῆς. Ἀποτμήματα τοῦ Λειψάνου αὐτοῦ ἔχουν δωρηθεῖ στίς Μονές ἁγ. Γερασίμου Λουτρακίου Κορινθίας, ἁγ. Κυπριανοῦ καί Ἰουστίνης Φυλῆς Ἀττικῆς, ἁγ. Παρασκευῆς Μαζίου Μεγάρων, ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ Ἔτνας Καλιφορνίας καί Μεταμ. Σωτῆρος Σλατιοάρας Μολδαβίας (Ρουμανίας).
Ἡ μνήμη τῶν Ὁσίων Παρθενίου καί Εὐμενίου τιμᾶται τήν 10η Ίουλίου, ἡμέρα ἐγκαινίων τοῦ πρώτου πρός τιμήν τους ναοῦ, ὁ ὁποῖος ἀναγέρθηκε στό χῶρο τῆς μονῆς τους.

Ἄλλοι ἀσκητές τῆς Μονῆς Κουδουμᾶ
Τό πνευματικό ἐπίπεδο τῆς Μονῆς Κουδουμᾶ, παρά τόν μεγάλο ἀριθμό τῶν ἀδελφῶν, ὑπῆρξε ἀνάλογο τῶν Ὁσίων ἱδρυτῶν της. Μεταξύ τῶν ἐναρέτων πατέρων τῆς Μονῆς, Ὁ Μητροπ. Τίτος μνημονεύει τόν ὅσ. Γεράσιμο ἀπό τό χωριό Μουρνέ ἁγ. Βασιλείου Ρεθύμνης, τοῦ ὁποίου «ἔθεσαν Λείψανα εἰς τά ἐγκαίνια τῆς Ἁγίας Τράπεζας τοῦ νέου ναοῦ» («Κρῆτες Ἅγιοι», σελ. 227).
Ὁ ὅσ. Γεννάδιος τῶν Ἀκουμίων μόνασε στή Μονή Κουδουμᾶ τό 1901, σέ ἡλικία 17 ἐτῶν. Ἔμεινε στό μοναστήρι 18 χρόνια, μέχρι τό 1918, ὁπότε μέ εὐλογία τοῦ Ἡγουμένου ὁσ. Εὐμενίου πῆγε στό χωριό του Ἀκούμια Ρεθύμνου καί ἀσκήτεψε στό ἐρημητήριο τῆς ἁγ. Ἄννας γιά 65 χρόνια. Κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 1983, ἐλεημένος μέ τά χαρίσματα τῆς προοράσεως, τῆς προφητείας καί τῶν θαυμάτων.
Ὁ ἴδιος ὁ ὅσ. Γεννάδιος διηγεῖτο, ὅτι «ἄλλος ἀσκητής τοῦ Κουδουμᾶ, ἐπερνοῦσε ξυπόλυτος ἀπό ἕνα χωριό, πού τότε οἱ γυναῖκες ἔβγαζαν τόν ψωμί ἀπό τόν φούρνο. Ζήτησε ψωμί καί πρόθυμα οἱ εὐσεβεῖς γυναῖκες τοῦ πρόσφεραν. Φεύγοντας ὁ μοναχός ἄφησε μία σπάνια εὐωδία, πού μ’ ἔκπληξη αἰσθάνθηκαν οἱ γυναῖκες. Δεῖγμα τοῦτο ἀσφαλῶς τῆς χάριτος καί ἁγιότητος τοῦ μοναχοῦ».
Ἀκόμη, σύμφωνα μέ μαρτυρία τοῦ ἰδίου τοῦ ὁσ. Γενναδίου, ἀλλά καί κατοίκων τῶν Καπετανιανῶν, ζοῦσε μέχρι καί μετά τόν Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ἕνας τουλάχιστον ὑπεραιωνόβιος ἀσκητής στήν περιοχή, χωρίς μόνιμο τρόπο διαμονῆς. Τόν ἀσκητή αὐτό εἶχε κατ’ ἐπανάληψη ἀναζητήσει ὁ ὅσ. Γεννάδιος, «ὁ μοναχός ὅμως, φωτιζόμενος ἀπό τόν Θεό, ἔφευγε καί ἐπήγαινε σέ ἄλλο μέρος. Ὕστερα ἀπό πολλές προσπάθειες, μή ἐπιτυγχάνοντας τοῦ σκοποῦ του, ἐγκατέλειψε τήν προσπάθεια αὐτή πιστεύοντας, ὅτι δέν ἦταν θέλημα Θεοῦ ἡ συνάντησις, γιά τήν ἀναξιότητά του».

Ἡ Μονή Κουδουμᾶ καί ὁ Ἀγῶνας τῶν Γ.Ο.Χ. Κρήτης
Εἶναι ἄξιο ἀναφορᾶς, ὅτι τό 1924 ἡ μεγάλη ἀδελφότητα τῆς Μονῆς κουδουμᾶ δέν δέχτηκε τήν εἰσαγωγή τῆς Παπικῆς καινοτομίας τοῦ Νέου Ἡμερολογίου, ἀλλά παρέμεινε πιστή στήν ἑορτολογική παράδοση τῆς Ὀρθοδοξίας. Ὁ ζηλωτής τῶν πατρώων παραδόσεων μακαριστός Ἱερεύς Κωνσταντίνος Σπυριδάκης ἀπό τό χωριό Ἀσῆμι Μονοφατσίου (+ 1962), ὁ ὁποῖος ὑπῆρξε μαθητής τῶν Ὁσίων Γερόντων, πῆρε σαφεῖς κατευθύνσεις ἀπό αὐτούς καί γιά τό ἡμερολογιακό ζήτημα.
Τό ἔτος 1889 ἐπισκέφθηκε τό χωριό του ὁ ὅσ. Παρθένιος, γιά νά μάθει τόν μικρό Ἐμμανουήλ (αὐτό ἦταν τό κοσμικό ὄνομα τοῦ π. Κωνσταντίνου), νά φροντίζει μελίσσια. Κάποια στιγμή ὁ Γέροντας εἶπε στόν μικρό:
«Μανωλάκι, παδιί μου, νά σοῦ πῶ μία παραγγελιά;»
«Νά μοῦ πεῖς, Γέροντα, νά μοῦ πεῖς», ἀποκρίθηκε ὁ μικρός.
«Μία αἵρεσις, παιδί μου, θά ἔλθει στήν Ἐκκλησία μας καί δέν θά εἶναι ἀρεστή στό Θεό. Καί σύ πού θἆσαι τότε Ἱερέας νά μήν τήν δεχθεῖς. Νά μήν τήν δεχθεῖς, παιδί μου».
«Ὄχι, Γέροντα – εἶπε ὁ μετέπειτα ἀγωνιστής κληρικός – δέν θά τήν δεχθῶ, στό ὑπόσχομαι». Καί μέ τόν παιδικό του ἐνθουσιασμό πρόσθεσε: «Καί νά μέ κρεμάσουν ἀκόμα δέν θά τήν δεχθῶ»!
Ἔπειτα ρώτησε τόν Ὅσ. Παρθένιο: «Πότε θά γίνει αὐτό Γέροντα;»
«Μά, ἀπό σήμερα, παιδί μου, ἡ πρώτη πού θά φέρει ἀναταραχή στήν Ἐκκλησία, αὐτή θά εἶναι».
Τό 1924 ὁ Ἐμμανουήλ ἦταν Ἱερεύς μέ τό ὄνομα Κωνσταντίνος, ἐφημέριος στό χωριό του. Ἦρθε ἡ αἵρεσις τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, υἱοθετήθηκε ἡ Παπική καινοτομία τοῦ Νέου Ἡμερολογίου γιά τήν προώθησή της καί ἦρθε ἀναταραχή στήν Ἐκκλησία καί διχάσθηκε ὁ ἁπλός λαός. Ὁ παπά - Κωστῆς ὅμως, ὁ πάμπτωχος μέ τά ἑπτά παιδιά, κράτησε τήν ὑπόσχεσή του πρός τόν ὅσ. Παρθένιο καί δέν ἀπομακρύνθηκε ἀπό τήν ἑορτολογική παράδοση τῆς Ὀρθοδοξίας, παρά τίς δελεαστικές προτάσεις, ἀλλά καί τούς διωγμούς, ἀπό τούς ἐπιχώριους Ἐπισκόπους Γορτύνης καί Ἀρκαδίας Βασίλειο Μαρκάκη καί Εὐγένιο Ψαλιδάκη. (Βλ. σχετικά Περιοδικό «Τά Πάτρια», τ. 6ος, σελ. 102 – 106).
Τό 1937 παραχωρήθηκε ἀπό τόν Θεό τό μεγάλο θαῦμα τῆς Δ’ Ἐμφανίσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, κατά τήν διάρκεια ἀγρυπνίας τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων, στό Ὄρος Κόφινας, πάνω ἀπό τήν Μονή Κουδουμᾶ. Ἡ ἀγρυπνία αὐτή εἶχε ὀργανωθεῖ «ἀπό τούς αὐστηρούς καί ἀσκητικούς Γεροντάδες τῆς Μονῆς Κουδουμᾶ» (Περιοδικό «Τά Πάτρια», τ. 6ος). Σύμφωνα μέ δημοσίευμα τοῦ Περιοδικοῦ «Τά Πάτρια», ἡ Γερόντισσα Κορνηλία Γωνιωτάκη, Ἡγουμένη τῆς Μονῆς ἁγ. Εἰρήνης Κρουσσῶνος Ἡρακλείου, πνευματικό τέκνο τοῦ λειτουργοῦ κατά τήν ἀγρυπνία Ἱερέως Δημητρίου Βεργετάκη, διηγήθηκε τά ἐξῆς:
«Ὁ παπᾶ - Δημήτρης μᾶς διηγήθηκε πῶς βρέθηκε ὡς λειτουργός, τό ἀξέχαστο ἐκεῖνο βράδυ τῆς 14ης Σεπτεμβρίου 1937. Σέ μία σπηλιά κοντά στή Μονή Κουδουμᾶ, ἀσκήτευε ἕνας μεγάλος, ἀλλά ἄγνωστος τούς πολλούς ἀσκητής. Ἐκεῖνος εἰδοποίησε τόν παπᾶ - Δημήτρη νά παρευρεθῆ στόν Κόφινα, κατά τήν ἑορτή τοῦ Τιμίου Σταυροῦ» (Περιοδικό «Τά Πάτρια», τ. 6ος, σελ. 99).
Τήν ἀδελφότητα τῆς Μονῆς Κουδουμᾶ διέλυσε τό 1945, λόγῳ τῆς ἐμμονῆς της στήν Γνησία Ὀρθοδοξία, ὁ Ἐπίσκοπος Γορτύνης καί Ἀρκαδίας καί μετέπειτα Ἀρχιεπίσκοπος Κρήτης Εὐγένιος Ψαλιδάκης. Τότε κάποιοι ἀπό τούς μοναχούς της βρῆκαν καταφύγιο στήν Ἱ. Μ. Μεταμ. Σωτῆρος Κουβαρᾶ Ἀττικῆς, τοῦ Κρητός Ὁμολογητοῦ τῆς Ὀρθοδοξίας Ἐπισκόπου Βρεσθένης Ματθαίου (Καρπαθάκη, ἔπειτα Ἀρχιεπισκόπου Γ.Ο.Χ. Ἀθηνῶν, + 1950), σέ συνοδείες Ζηλωτῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους καί σέ ἄλλες μονές τοῦ Ἑλλαδικοῦ χώρου.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου