Του κ. Ιω. Καρδάση, Χημικού - Οικονομολόγου
Α. ΓΕΝΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ
Η ταύτιση εκκλησιαστικής και πολιτικής εξουσίας σε ένα και το αυτό πρόσωπο,
απαγορεύεται ρητά από τους Κανόνες της Εκκλησίας. Ο s΄ Κανόνας των Αγίων
Αποστόλων είναι σαφέστατος: «Επίσκοπος ή Πρεσβύτερος ή Διάκονος κοσμικάς
φροντίδας μη αντιλαμβανέτω. Ει δε μη, καθαιρείσθω». Αλλά και άλλοι Κανόνες
διαλαμβάνουν το αυτό. Ο ζ΄ Κανόνας της Δ΄ Οικουμενικής απαγορεύει, τόσο κάθε
κοσμικό αξίωμα, όσο και το στρατιωτικό αξίωμα στους κληρικούς: «Τους άπαξ
εν Κλήρω τεταγμένους και μοναστάς, ωρίσαμεν μήτε επί στρατείαν, μήτε επί αξίαν
κοσμικήν έρχεσθαι. Ή τούτο τολμώντας, και μη μεταμελουμένους ώστε επιστρέψαι
επί τούτο, ο δια Θεόν πρότερον είλοντο, αναθεματίζεσθαι». Ο δε λ΄ Κανόνας
των Αγίων Αποστόλων απαγορεύει την εκλογή Επισκόπου με τη βοήθεια πολιτικού
Άρχοντα. Πλην όμως υπάρχουν περιπτώσεις, στις οποίες η Εκκλησία τουλάχιστον
ανέχτηκε τη συνύπαρξη αυτή, είτε γιατί της επιβλήθηκε ή για γενικότερους λόγους
πολιτικής σταθερότητας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Δυο, από αυτές τις
καταστάσεις επιζούν μέχρι και σήμερα:
Ο σπόρος για την δημιουργία του Παπικού Κράτους τοποθετείται στις αρχές του
7ου αιώνα, με τον Πάπα Ρώμης άγιο Γρηγόριο Α΄ το
Διάλογο, τον Μέγα (590-604, μν. 12 Μαρτίου), η δε ανάγκη των καιρών ώθησε τον
Πάπα άγιο Γρηγόριο να ασχοληθεί και με τα θέματα που αφορούσαν την πολιτική
εξουσία, προσπαθώντας να αναπληρώσει το υπάρχον κενό. Ο άγιος Γρηγόριος Α΄
θεωρείται λοιπόν ως ο ηθικός ιδρυτής της κοσμικής εξουσίας των Παπών,
κοσμική εξουσία που προέκυψε ως φυσικό δικαίωμα της ακάματης μέριμνας των Παπών
να προφυλάξουν τη Ρώμη και την Ιταλία από τις επιδρομές των βαρβάρων, αφού στην
πράξη συγκροτημένη πολιτική εξουσία δεν υπήρχε.
Η πρεσβυτέρα Ρώμη κατά τον 8ο αιώνα, αντιμετώπιζε τον πολιτικό
και κοινωνικό κατακερματισμό της Δύσης σε πλήθος από βαρβαρικά βασίλεια,
ηγεμονίες, δουκάτα, κομητείες, όπου ο κάθε είδους Άρχοντας αξίωνε να καθορίζει
αυτός την ορθότητα της πίστης των υπηκόων του. Με αυτά τα δεδομένα ήταν μάλλον
αδύνατο για την Εκκλησία της Ρώμης να εγγυηθεί και να διασώσει, μόνο με το
εκκλησιαστικό της κύρος, την καθολικότητα των εκεί τοπικών Εκκλησιών. Οδηγήθηκε
έτσι στη λύση να αναλάβει η ίδια και ρόλο πολιτικής εξουσίας,
ώστε να είναι ικανή να επιβάλλει την ορθοφροσύνη με μέσα κοσμικής
αποτελεσματικότητας.
Η επόμενη προσπάθεια πρόσκτησης και πολιτικής εξουσίας από τον Πάπα της
Ρώμης, έγινε επί Γρηγορίου Β΄ (715-731) (αγίου από τον
Παπισμό) και πέτυχε. Ο Πάπας επωφελούμενος από την αδυναμία της αυτοκρατορικής
φρουράς του Λέοντα Γ΄ Ίσαυρου (717-741), εξηγέρθη, έσπασε τις
εικόνες του Αυτοκράτορα, εκδίωξε τον Νομάρχη Ρώμης και τον Έξαρχο της Ραβέννας
και δραττόμενος της ευκαιρίας κηρύσσεται από τον Ρωμαϊκό λαό, τιμητικός
επίτροπος της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας. Αυτό το τιμητικό αξίωμα έγινε η
πρώτη αφετηρία και το πρώτο βήμα στις βαθμίδες του Βασιλικού Θρόνου, στον
οποίο έκτοτε κάθισαν οι Πάπες, ενώσαντες τη βασιλική και κοσμική
εξουσία μαζί με την εκκλησιαστική (αγίου Νεκταρίου, "Τα αίτια του
Σχίσματος," τ. Α΄, σελ. 185-186).
Λίγο αργότερα η Εκκλησία της Ρώμης πέτυχε, υπό τον Πάπα Στέφανο Γ΄
(752-757), να αναγνωρισθεί ως αυτόνομο κράτος το 754 από τον Βασιλέα
των Φράγκων Πεπίνο Γ΄ τον Βραχύ (715-768), πατέρα του Καρλομάγνου, με
συγκεκριμένη εδαφική κυριαρχία, θεσμούς και λειτουργίες εξουσιαστικής επιβολής
στις διεθνείς σχέσεις. Η respublica romana μετετράπη από τον Πάπα Στέφανο και
τον Πεπίνο σε Patrimonium Petri και ο Φράγκος Βασιλιάς σε Patricius Romanus
(Μητροπολίτη Πισιδίας Μεθόδιου, "Έλληνες και Λατίνοι," σελ. 74).
Έτσι, ο Πεπίνος επέστρεψε στην Αγία Έδρα όλες τις εκτάσεις της που της
είχαν διαρπαγεί και με επίσημο βασιλικό έγγραφο, το οποίο ο ίδιος κατέθεσε στο
βωμό του αγίου Πέτρου, επικύρωνε την προσφορά στην Εκκλησία της Ρώμης και τους
Ρωμαίους Ποντίφηκες. Με αυτό τον τρόπο επισημοποιούταν η σύσταση
του κράτους της Εκκλησίας της Ρώμης, που περιλάμβανε τις εξής
περιοχές: το Δουκάτο της Ρώμης, τη Ραβέννα, το Κoμμάκιο και τα εδάφη μεταξύ των
Απεννίνων Ορέων και τη θάλασσα, από το Φουρλί προς Βορρά μέχρι το Jesi και τη
Σινιγάλη προς Ανατολάς, αποτελεί δε επανάκτηση των εδαφών, που ανήκαν ανέκαθεν
στην Εκκλησία της Ρώμης. Το 787, ο Καρλομάγνος (768-814), υιός
του Πεπίνου, αύξησε την έκταση του Παπικού κράτους προσφέροντας στον Πάπα Αδριανό
Α΄ (772-795) και νέα εδάφη. Από το 754 λοιπόν αρχίζει η
κοσμική εξουσία των Παπών, η οποία διαρκεί μέχρι και σήμερα, αν και το
1929 έγινε νέα συμφωνία με την Ιταλική κυβέρνηση όπου περιοριζόταν το Παπικό
κράτος, στα όρια της πόλης του Βατικανού - Stato della Citta del Vaticano (π.
Ν. Βιδάλη: "Οι Ρωμαίοι Ποντίφηκες", σελ. 161-163, 166-168).
Η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία της Ανατολής δεν αναγνώρισε αυτή την
περίοδο τη νέα αυτή ιδιότητα των Παπών (de jure), πλην όμως με το χρόνο
την αποδέχτηκε, εφ’ όσον κατέστη γεγονός αναμφισβήτητο (defacto).
Το ίδιο συνέβη και με την Ορθόδοξη Εκκλησία της Ανατολής. Έτσι
για 300 ακριβώς χρόνια, μέχρι το Σχίσμα (754-1054), οι Εκκλησίες Ανατολής και
Δύσης αποτελούσαν την Μια, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, παρ’ ότι ο
Ρωμαίος Ποντίφηκας, εκτός της εκκλησιαστικής, κατείχε και την πολιτική εξουσία.
Αλλά και μετά το Σχίσμα δεν διεκόπη η επικοινωνία Ορθοδοξίας και Παπισμού, εκ
του γεγονότος της διπλής αυτής ιδιότητας του Πάπα της Ρώμης.
Βέβαια, είναι γνωστόν, ότι οι Κανόνες της Εκκλησίας απαγορεύουν τη διπλή
κατοχή εκκλησιαστικού και πολιτικού αξιώματος υπό του ιδίου προσώπου. Τόσον οι
s΄, πα΄ και πγ΄ κανόνες των Αγίων Αποστόλων, όσον και ο ζ΄ κανόνας της Δ΄
Οικουμενικής Συνόδου καθορίζουν, ότι η άσκηση εκκλησιαστικής και κοσμικής
εξουσίας από το ίδιο πρόσωπο, ρητώς απαγορεύεται με επακόλουθη την ποινή της καθαίρεσης
του προσώπου αυτού, από τον εκκλησιαστικό βαθμό που κατέχει (διακόνου,
πρεσβυτέρου, επισκόπου).
Η de facto αναγνώριση της διπλής ιδιότητας του Πάπα της Ρώμης από την
Εκκλησία, χωρίς την επιβολή οιασδήποτε ποινής ή άλλης ενέργειας, είναι πλέον
γεγονός και επικυρώνεται από την παρουσία του Πάπα Αδριανού Α΄
(δια των αντιπροσώπων του, Πέτρου Αρχιπρεσβυτέρου Ρώμης και Πέτρου
Πρεσβυτέρου και Ηγουμένου της Ι.Μ. αγίου Σάββα Ρώμης), στην Ζ΄ Οικουμενική
Σύνοδο της Νικαίας το 789, κατά της Εικονομαχίας και του Πάπα Ιωάννη Η΄
(872-882), (δια των αντιπροσώπων του, Πρεσβυτέρων Πέτρου, Καρδινάλιου και
"τοποτηρητή του αγιώτατου Πάπα Ρώμης", Παύλου και Ευγενίου),
στην Η΄ Οικουμενική Σύνοδο της ΚΠόλεως υπό του Μ. Φωτίου, το 879, όπου
απαγορεύθηκε η προσθήκη του filioque στο Σύμβολο Πίστης και όλες αυτές οι
συμμετοχές έγιναν, χωρίς καμία διαμαρτυρία, για το θέμα της διπλής αυτής
ιδιότητας.
Έτσι, τόσο η Πολιτεία (Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία της Ανατολής), όσον και η
Εκκλησία της Ανατολής (ΚΠόλεως, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας, Ιεροσολύμων), δέχτηκαν
την διπλή αυτή ιδιότητα του Πάπα της Ρώμης, η οποία είχε κατακυρωθεί από τους
Αυτοκράτορες της Δύσης Πεπίνο Α΄ και Κάρολο Α΄ τον Μέγα και αυτό έγινε
προφανώς, για πολιτικούς, αλλά και ουσιαστικούς λόγους και έχει πλέον
κατοχυρωθεί θεσμικά.
Γ. ΤΑΥΤΙΣΗ ΤΩΝ ΕΞΟΥΣΙΩΝ ΣΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΗ
Αλλά, η ίδια αυτή κατάσταση συνέβη και στην Ανατολή και ισχύει μέχρι σήμερα,
κατά παράβαση των ανωτέρω Κανόνων και αφορά στην αυτοκέφαλη Εκκλησία της
Κύπρου.
Το καθεστώς της Εκκλησίας της Κύπρου, που είχε καθιερωθεί από την Γ΄
Οικουμενική της Εφέσου του 431 και επικυρώθηκε με τον λθ΄ Κανόνα της Πενθέκτης
Οικουμενικής του 692, την όριζε ως αυτοκέφαλη Εκκλησία, που δεν υπαγόταν σε
καμία ανώτερη Εκκλησιαστική Αρχή. Η επικύρωση του προνομίου αυτού κρίθηκε
απαραίτητη από την Πενθέκτη, επειδή είχε προηγηθεί η απόπειρα του Ιουστινιανού
Β΄ Ρινότμητου (685-695), να μεταφέρει τους Κυπρίους στον Ελλήσποντο, το
691. H περιοχή του Ελλησπόντου κανονικά υπαγόταν στη δικαιοδοσία του
Πατριαρχείου ΚΠόλεως και έτσι έπρεπε να τονιθεί, ότι οι Κύπριοι και μετά τη
μεταφορά τους, θα διατηρούσαν την αυτοκέφαλη Εκκλησία τους.
Η Πενθέκτη Οικουμενική δεν επικύρωσε τα προνόμια που είχε παραχωρήσει στην
Εκκλησία της Κύπρου ο Αυτοκράτoρας Ζήνωνας (474-491), το 488,
γιατί η επικύρωση τους ανήκε στην αποκλειστική αρμοδιότητα του εκάστοτε
Αυτοκράτορος. Πάντως δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι αν προέκυπτε οποιαδήποτε
αμφισβήτησή τους, ο Ιουστινιανός Β΄ δεν θα είχε καμία αντίρρηση στην επικύρωσή
τους. Αξίζει να αναφερθεί, ότι τα προνόμια, που παραχωρήθηκαν
στον Αρχιεπίσκοπο Κύπρου, το 488 (το δικαίωμα, δηλαδή: 1. να
φορεί πορφυρά άμφια, στις εκκλησιαστικές τελετές· 2. να κρατεί
αυτοκρατορικό σκήπτρο και όχι ποιμαντορική ράβδο· 3. να
υπογράφει με κόκκινο μελάνι, όπως ο Αυτοκράτορας), υποδήλωναν τη δυνατότητα
του Αρχιεπισκόπου να ασκεί κοσμική εξουσία και ότι τα προνόμια αυτά
διατηρούνται ως σήμερα.
Το αυτοκέφαλο της Εκκλησίας της Κύπρου δεν επηρεάσθηκε από τις Αραβικές
επιδρομές. Μετά όμως την ανάκτηση της Κύπρου από τους Βυζαντινούς το 965, οι
Αυτοκράτορες συνήθιζαν να προτείνουν υποψηφίους για τη θέση
του Αρχιεπισκόπου στην Σύνοδο (αφού ο Αρχιεπίσκοπος αποτελούσε τον
αντιπρόσωπο του Αυτοκράτορα και ήταν φορέας και της πολιτικής εξουσίας).
Οι Βυζαντινοί Αυτοκράτορες δεν μπορούσαν να επεμβαίνουν στην εκλογή των
Αρχιεπισκόπων, κατά την περίοδο που η Αυτοκρατορία δεν ήλεγχε τη νήσο, αλλά
μια τέτοια επέμβαση ακόμη και στην περίοδο κατά τα τέλη του 9ου αι. και
τις αρχές του 10 αι. όπου υπήρχε κάποιας μορφής Βυζαντινή κυριαρχία, δεν ήταν
νοητή, αφού οι Βυζαντινοί κυβερνούσαν την Κύπρο ύστερα από πρόσκληση των
κατοίκων της. Μετά το 965 όμως η Βυζαντινή κυριαρχία της νήσου ήταν αποτέλεσμα
κατακτήσεως και η διοίκηση μπορούσε να ασκηθεί ανεξάρτητα από τις επιθυμίες των
Κυπρίων και του Αρχιεπισκόπου τους (δηλαδή, στην πράξη υπήρχε δυαρχία).
Φαίνεται μάλιστα, ότι κατά την περίοδο αυτή υπήρξαν διαφωνίες ανάμεσα στους
Βυζαντινούς διοικητές και στους εκάστοτε Αρχιεπισκόπους, πράγμα που οδήγησε
στην απόφαση να επιλεγεί ως έδρα του διοικητή η Λευκωσία, ενώ οι Αρχιεπίσκοποι
παρέμειναν στην Κωνσταντία. Αλλά ούτε και αυτό δεν έλυσε το πρόβλημα που είχε
ανακύψει και έτσι οι Αυτοκράτορες κατέφυγαν στην τακτική να προτείνουν
οι ίδιοι τους υποψηφίους για το αξίωμα του Αρχιεπισκόπου (ως φορέα
και της πολιτικής εξουσίας της Αυτοκρατορίας στην Κύπρο).
Η επιθυμία της Βυζαντινής διοίκησης μετά το 965 να μειώσει τις εξουσίες του
Αρχιεπισκόπου, όπως αποδεικνύεται μαρτυρεί για την κοσμική εξουσία
που ασκούσε ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου, που αποτελούσε φυσική απόρροια των
προνομίων που είχε παραχωρήσει στην Εκκλησία της Κύπρου ο Αυτοκράτορας Ζήνωνας.
Η κατάλυση των Βυζαντινών Αρχών τον 7ο αι. και η ουδετεροποίηση της
Κύπρου, είχαν ως επακόλουθο να καταστεί η Εκκλησία ο μοναδικός φορέας
της Αυτοκρατορικής εξουσίας στην Κύπρο. Οι κληρικοί διέθεταν
διοικητική πείρα και, το κυριότερο, είχαν το πλεονέκτημα να εκπροσωπούν τη
Βυζαντινή νομιμότητα. Οι διοικητικοί μηχανισμοί των Επισκοπών θα
πρέπει να έπαιζαν πρωτεύοντα ρόλο, αλλά θα πρέπει να υπήρχαν και κοσμικά
αξιώματα, που είτε προέρχονταν από την πρωτοβυζαντινή περίοδο, είτε είχαν
αναπτυχθεί ως απομιμήσεις των συγχρόνων τους Βυζαντινών επαρχιακών διοικητικών
θεσμών ("Ιστορία του Ελληνικού Έθνους", τ. Η΄, σελ. 358-359).
Έτσι, και παρά την απαγόρευση από την Δ΄ Οικουμενική (ζ΄ Κανόνας), της
ταυτόχρονης ύπαρξης κοσμικής και εκκλησιαστικής εξουσίας στο αυτό πρόσωπο, όμως
με το διάταγμα του Αυτοκράτορα Ζήνωνα, του 488, ο Κύπρου αποκτούσε
dejure και κοσμική εξουσία και ο εκάστοτε Αρχιεπίσκοπος ήταν και ο
τοποτηρητής του Αυτοκράτορα στην Κύπρο και τούτο διαρκεί (με μια μικρή
διακοπή) επί 10 αιώνες! Η Πενθέκτη Οικουμενική δεν επικύρωσε το διάταγμα,
καθότι Αυτοκρατορικό, αλλά και δεν απαγόρευσε την διπλή αυτή ιδιότητα του
Κύπρου, παρά τη σαφή παράβαση του ζ΄ Κανόνα της Δ΄ Οικουμενικής. Το 1204 οι
Φράγκοι κατέλυσαν την αυτοκεφαλία της Κύπρου, η οποία εδόθη πάλι το 1572, επί
Σελίμ Β΄, στον Αρχιεπίσκοπο Τιμόθεο, το δε 1660 εδόθη στον Κύπρου και πάλιν η
κοσμική εξουσία, επί Μεχμέτ Δ΄, στον Αρχιεπίσκοπο Νικηφόρο.
Η ταύτιση λοιπόν της εκκλησιαστικής και κοσμικής εξουσίας στο αυτό πρόσωπο
του Αρχιεπισκόπου Κύπρου, δεν στάθηκε εμπόδιο στην παρουσία του σε όλες τις
Οικουμενικές Συνόδους (Ε΄, ΣΤ΄, Πενθέκτη, Ζ΄, Η΄), χωρίς καμία διαμαρτυρία, για
την παραβίαση των Κανόνων.
Δ. ΑΛΛΕΣ ΠΑΡΕΚΚΛΙΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΑΝΟΝΑ
Οι ανωτέρω περιπτώσεις αποτελούν παραβάσεις των Κανόνων, πλην όμως αναγνωρίσθηκαν
από την Εκκλησία, η οποία στη χειρότερη περίπτωση τις ανέχθηκε και στην
καλύτερη τις επευλόγησε. Υπάρχουν όμως και περιπτώσεις, όπου η Εκκλησία
αντέδρασε στην εξάσκηση και των δυο εξουσιών από το ίδιο πρόσωπο. Έτσι, έχουμε
την περίπτωση του Πατριάρχη Νικόλαου Μυστικού (925), όπου
έγινε Αντιβασιλέας, όπως και του Ιωάννη ΙΔ΄ Καλέκα (1347),
όπου έγινε επίτροπος στην αντιβασιλεία. Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας οι
Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως υπήρξαν ταυτόχρονα Εθνάρχες των Ορθοδόξων και κατ’
αναλογία και όλοι οι τοπικοί Επίσκοποι. Πρόσφατα, η Ιστορία αναφέρει την ύπαρξη
της ιδιότητας του Αντιβασιλέα στον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Δαμασκηνό,
καθώς και την διπλή ιδιότητα του Αρχιεπισκόπου Κύπρου Μακαρίου Γ΄,
που ήταν ταυτόχρονα και Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, κάτι όμως, που
εμπίπτει στην θεσμοθετημένη εξάσκηση και της κοσμικής εξουσίας
από τον Αρχιεπίσκοπο Κύπρου.
Ε. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Από την εν γένει περιγραφείσα κατάσταση φαίνεται, ότι ενώ από τους Ιερούς
Κανόνες καταδικάζεται η ταυτόχρονη εξάσκηση εξουσίας (εκκλησιαστικής και
κοσμικής) από το αυτό πρόσωπο, σε δυο περιπτώσεις, η Εκκλησία τουλάχιστον
ανέχθηκε την διπλή αυτή ιδιότητα, για διάφορους λόγους και κυρίως, για το ότι
αυτή η επιταγή απέρρεε από Αυτοκρατορικές εντολές. Πάντως με αυτή την παράβλεψη
των Κανόνων έχει καταστεί πλέον θεσμός, στο ότι ο μεν Πάπας της Ρώμης μπορεί να
ασκεί και κοσμική εξουσία, αλλά και ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου υπάγεται στο ίδιο
καθεστώς και μάλιστα το έχει εξασκήσει πολλάκις κατά το παρελθόν, αλλά και
πρόσφατα, χωρίς να έχουν δημιουργηθεί, διαχρονικά, αντιδράσεις, παρά μόνον από
όσους αγνοούν ιστορικά γεγονότα και καταστάσεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου