ΠΕΡΙ ΜΑΡΙΟΛΑΤΡΕΙΑΣ
Σειρά: Παπισμός και Ορθοδοξία
Ιωάννη Καρδάση, Χημικού-Οικονομολόγου
1. ΄Ασπιλη σύλληψη
Η βασική έμφαση βρίσκεται πάντοτε στη Χριστολογία και τη Σωτηριολογία. Υπό το πρίσμα τούτο η Παναγία ονομάζεται Θεοτόκος και παίρνει την πιο υψηλή θέση μεταξύ όλων των κτιστών όντων. Με άλλα λόγια δεν προηγείται η εξουσία κάποιας θεάς ή κάποιας αυτοδύναμης φυσικής θεότητας που δημιουργεί όλα αυτά τα θαυμαστά πράγματα για την ανθρωπότητα, αλλά ο Υριαδικός Θεός οδηγεί την κτίση στον υψηλό της προορισμό και μέσα σε τούτη την οικονομία η Μαρία, ένας κοινός άνθρωπος, γίνεται το υπέρτατο όργανο για την επιτέλεση τούτου του σχεδίου. Η προτεραιότητα λοιπόν ανήκει σε τούτο το σχέδιο και όχι στο πρόσωπο της Μαρίας. Επειδή η Μαρία εντάσσεται στην οικονομία αυτή, παίρνει την υψηλή θέση που της ταιριάζει και η ένταξη γίνεται κατά χάρη για την ανθρωπότητα και για τη δική της καταξίωση. Ως όργανο κατά χάρη δέχεται στους κόλπους της και ως μητέρα του Θεού, τον ίδιο τον Λόγο και για πρώτη φορά η κτίση ενώνεται με τον Θεό κατ’ ουσίαν. Η ανθρώπινη φύση δηλαδή, που προσφέρει η Θεοτόκος, είναι η μοναδική κτιστή πραγματικότητα που ενώνεται κατ’ ουσίαν με τον Θεό. Γι’ αυτό ακριβώς η ανθρώπινη αυτή φύση δεν έχει καμιά «ιδιοσύστατη υπόσταση» και γίνεται ενυπόστατη στην υπόσταση του Θεού Λόγου. Αν είχε δική της υπόσταση, η Τριάδα έπρεπε να γίνει τετράδα, αλλά κατά την Ορθόδοξη θεολογία τέτοια δυνατότητα δεν υπάρχει, όπως ο ίδιος ο Θεός δεν μπορεί να εκπέσει στο μη ον. Η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος με σαφήνεια ορίζει: «Τιμάν και μεγαλύνειν εμάθομεν πρώτον μεν και κυρίως και αληθώς την του Θεού Γεννήτριαν και τας αγίας και αγγελικάς Δυνάμεις και τους ενδόξους Μάρτυρας, αλλά και τους αγίους άνδρας και τούτων αιτείν τας πρεσβείας».
Αντίθετα, στον Παπισμό, το πρόσωπο της Μαρίας εξαίρεται καθ’ εαυτό και όχι κατ’ αρχήν σε σχέση με το Χριστολογικό δόγμα. Έτσι πριν από την ενανθρώπηση ή ακόμα και μετά, η Μαρία έχει μια ιδιαίτερη σχέση προς το Θεό και όχι τη σχέση που έχει όλη η κτίση προς το δημιουργό της. Έτσι στη Μαρία υπάρχει άμωμη σύλληψη, που σημαίνει ότι είναι εκτός της νομικής ενοχής που βαραίνει ολόκληρο το ανθρώπινο γένος εξαιτίας της παράβασης του Αδάμ. Η Μαρία είναι αμέτοχη σε τούτο το ρύπο και την ενοχή, ώστε να μπορέσει να γίνει άξιο όργανο της θείας πρόνοιας. Η διδασκαλία αυτή εισήχθη τον 12ον αιώνα από δυο Βρετανούς μοναχούς, τους Έντμερτ και Όσμπερτ, το δε 1140 θεσπίστηκε και σχετική εορτή. Το δόγμα αυτό της άσπιλης σύλληψης της Θεοτόκου θεσπίστηκε το 1854 από τον Πάπα Πίο Θ΄, με συνέπεια μια έντονη τάση απόδοσης υπερβολικών τιμών στη Θεοτόκο, που φθάνει τα όρια της λατρείας, με τιμητικούς τίτλους, όπως «συλλυτρώτρια, «μητέρα της Εκκλησίας», «μεσίτρια πασών των χαρίτων» κ.ά.
2. Η Αναμαρτησία
Άλλη μια κακοδοξία του Παπισμού είναι και η αναμαρτησία της Θεοτόκου, η οποία στηρίζεται στο χωρίο του Λουκά «χαίρε κεχαριτωμένη, ο Κύριος μετά σου» (1. 28) και ερμηνευόμενο το «κεχαριτωμένη», ότι σημαίνει αναμαρτησία της Θεοτόκου, ως πεπληρωμένης χαρίτων. Πλην όμως άλλως αναλύει το θέμα ο Παύλος, ο οποίος είναι σαφής: «….. και ούτως εις πάντας ανθρώπους ο θάνατος εισήλθεν, εφ' ω πάντες ήμαρτον» (Ρωμ. 5. 12). Αντίθετα μάλιστα, πολλοί εκ των συγγραφέων και Πατέρων της Εκκλησίας αναφέρουν, ότι η Θεοτόκος δεν ήταν απαλλαγμένη ατελειών και αδυναμιών. Π.χ. οι: Ωριγένης, Κύριλλος, Μ. Βασίλειος, Θεοφύλακτος και Αμφιλόχιος λέγουν ότι η Θεοτόκος σκανδαλίσθηκε κατά το επί του σταυρού πάθος του Χριστού, ερμηνεύοντες το του Λουκά: «και σου δε αυτής την ψυχήν διελεύσεται ρομφαία» (2. 35), κατά το οποίο λογισμοί αμφιβολιών και διακρίσεων θα κατελάμβαναν τη Θεοτόκο, αντικρύζουσα τον Υιό της και Θεό επί του σταυρού. Κατά τον Αλεξανδρείας Κύριλλο: «ό,τι και αυτήν την του Κυρίου μητέρα το αδοκήτως συμβεβηκός εσκανδάλισε και της οικείας λοιπόν μητρός σκανδάλω περιπεσούσης και λογισμών αταξίαις εμπερφυμένης, πως ουκ έδει προνοείν τον Κύριο;» (Μ. 74. 661). Επίσης, ο Χρυσόστομος ερμηνεύοντας την απαίτηση της Θεοτόκου να θαυματουργήσει κατά τον εν Κανά γάμο λέγει ερμηνεύοντας το χωρίο Ιω. 2. 4: «Εβούλετο γαρ και εκείνοις καταθέσθαι χάριν και εαυτήν λαμπροτέραν ποιήσαι δια του παιδός. Και τάχα τι και ανθρώπινον έπασχε, καθάπερ και οι αδελφοί αυτού «Δείξον σεαυτόν τω κόσμω» βουλόμενοι την από των θαυμάτων δόξαν καρπώσασθαι….. Επειδή γαρ εικός ην και ακούσασαν παρά του παιδός μη βούλεσθαι μηδέ ούτω πεισθήναι, αλλ’ αξιούν εαυτήν πανταχού των πρωτείων, άτε μητέρα ούσαν» (ομιλία εις το κατά Ιω. 21. 2). Με τα λόγια του ο Χριστός προστατεύει και βοηθάει τη μητέρα του από της κενοδοξίας, διότι εξ αυτής παρακινήθηκε να ζητήσει από τον Υιό της να θαυματουργήσει. Λέγει σχετικά ο Ζηγαβηνός: «Δι’ ων είπε κατήσχυνε ηρέμα τον φιλόδοξον αυτής σκοπόν και το τυραννικόν πάθος της κενοδοξίας απήλασε» (ερμηνεία εις το κατά Ματθ. 12. 50, Μ. 129. 393). Αλλά και στην άλλη περίπτωση, κατά την οποία «Έτι δε αυτού λαλούντος τοις όχλοις ιδού η μήτηρ και οι αδελφοί αυτού ειστήκεισαν έξω, ζητούντες αυτώ λαλήσαι….. και εκτείνας την χείρα αυτού επί τους μαθητάς αυτού είπεν. ιδού η μήτηρ μου και οι αδελφοί μου…..» (Ματθ. 12. 46-50), όπου ο Κύριος απήντησε ότι αδελφοί του είναι οι ποιούντες το θέλημα του ουράνιου Πατέρα. Ο Ι. Χρυσόστομος δικαιολογώντας την απάντηση του Κυρίου λέγει, ότι η Παρθένος στην περίπτωση αυτή «εβούλετο ενδείξασθαι τω δήμω (=στο λαό), ότι κρατεί (=επιβάλλεται) και αυθεντεί (=κάνει κουμάντο) του παιδός, ουδέν ουδέπω περί αυτού μέγα φανταζομένη. Διό και ακαίρως προσήλθεν. Όρα γουν και αυτής και εκείνων (των αδελφών) την απόνοιαν (=παράλογη ενέργεια)». Και άλλοι ερμηνευτές τα παρόμοια ερμηνεύουν.
3.- Η Μετάσταση
Η κοίμηση της Θεοτόκου καταρχήν είναι πραγματική και η μετάσταση είναι μια ιδιαίτερη και κατά χάρη ενέργεια του Θεού για να φυλάξει αλώβητο το σκεύος της κυοφορίας του Θεού Λόγου από τη «διαφθορά» του θανάτου. Τούτη όμως η θεϊκή ενέργεια δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια κατά πρόληψη πραγμάτωση της ανάστασης. Η Θεοτόκος μπαίνει στο βασίλειο της ζωής αναστημένη χάρη στις συνέπειες της κατά χάρη αγιότητας, που αφορά όλους τους ανθρώπους και όχι ως ένα προνομιούχο ον που απαλλάχτηκε από το προπατορικό αμάρτημα κατά τη σύλληψή του.
Για την Θεοτόκο και τη μετάστασή της έχουμε μαρτυρίες αγίων της Εκκλησίας μας:
1/ ο άγιος Επιφάνιος Κύπρου στο έργο του: «περί της αειπαρθενίας της Θεοτόκου» αναφέρει: «Πέραν του δέοντος ου χρη τιμάν τους αγίους, αλλά τον αυτών Δεσπότην. Παυσάσθω τοίνυν η πλάνη των πεπλανημένων. Ούτε γαρ Θεός η Μαρία, ούτε απ’ ουρανού έχουσα το σώμα, αλλ’ εκ συλλήψεως ανδρός και γυναικός, κατ’ επαγγελίαν δε, ώσπερ ο Ισαάκ, οικονομηθείσα». 2/ ο άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός στις τρεις ομιλίες του που αφιερώνει στην εορτή της Κοιμήσεως είναι σαφέστατος: Ρωτάει π.χ. στη δεύτερη ομιλία απευθυνόμενος προς τον τάφο της Παναγίας: «Συ δε, τάφων ιερών ιερώτατε, μετά τον ζωαρχικόν του Δεσπότου τάφον….. πού η ζωοτόκος πηγή; πού το πολυπόθητον σώμα της Θεοτόκου και πολυέραστον;» Και ο τάφος απαντά: «Τι ζητείτε εν τάφω την προς τα ουράνια μετεωρισθείσαν σκηνώματα; Τι με της φθοράς ευθύνας εισπράττεις; Ου μοι δύναμις τοις θείοις αντιτείνειν κελεύσμασι. Τας σινδόνας καταλιπόν το σώμα το ιερόν τε και άγιον….. ανάρπαστον οίχεται δορυφορούντων Αγγέλων και Αρχαγγέλων και πασών των Ουρανίων Δυνάμεων» (Εγκώμιον εις την πάνσεπτον κοίμησιν της Θεομήτορος, σελ. 164-166).
3/ ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς καταγράφει στο έργο του: Λόγος «εις την Κοίμησιν»: «Δια τούτο το γεννήσαν εικότως σώμα συνδοξάζεται τω γεννήματι δόξη θεοπρεπεί και συνανίσταται». Και φθάνοντας στις λεπτομέρειες περιγράφει πώς, όπως στον τάφο του Χριστού, έτσι και στον τάφο της Παρθένου, οι μαθηταί δεν βρήκαν παρά μόνο «τας σινδόνας και τα εντάφια» (σελ. 208). 4/ ο άγιος Νικόλαος Καβάσιλας, στο έργο του: «Η Θεομήτωρ» καταγράφει: «Ήταν όμως ανάγκη η παναγία εκείνη ψυχή να χωρισθή από το υπεράγιο εκείνο σώμα. Και χωρίζεται βέβαια και ενώνεται με την ψυχή του Υιού της, με το πρώτο φως ενώνεται το δεύτερο. Και το σώμα, αφού έμεινε για λίγο στη γη, αναχώρησε και αυτό μαζί με την ψυχή. Γιατί έπρεπε να περάση από όλους τους δρόμους από τους οποίους πέρασε ο Σωτήρας, να λάμψη και στους ζωντανούς και στους νεκρούς, να αγιάση δια μέσου όλων την ανθρώπινη φύση και να λάβη αμέσως μετά τον αρμόζοντα τόπο. Το δέχθηκε έτσι για λίγο ο τάφος, το παρέλαβε δε και ο ουρανός, αυτό το πνευματικό σώμα, την καινή γη, το θησαυρό της δικής μας ζωής, το τιμιώτερο από τους Αγγέλους, το αγιώτερο από τους Αρχαγγέλους. Ξαναδόθηκε έτσι ο θρόνος στον βασιλιά, ο παράδεισος στο ξύλο της ζωής, ο δίσκος στο φως, στον καρπό το δένδρο, η μητέρα στον Υιό, αξία καθόλα αντιπρόσωπος του ανθρωπίνου γένους» (σελ. 215-217).
5/ ο άγιος Μάρκος Εφέσου καταγράφει σε τροπάριό του (s΄ ωδή πλ. δ΄ ήχου): «Νέκρωσιν η της ζωής Μήτηρ δέχεται, και τάφω τεθείσα, μετά τριττήν ημέραν ευκλεώς εξανίσταται, εις αιώνας τω Υιώ συμβασιλεύουσα, και αιτούσα την των πταισμάτων ημών άφεσιν». 6/ ο άγιος Νικόδημος Αγιορείτης, καταγράφει στο έργο του: «Απολογία»: «Και νυν η Κυρία Θεοτόκος ως μήτηρ Θεού, αμέσως μετά Θεόν ούσα και ασυγκρίτως υπερβάσα όχι μόνον ανθρώπους, αλλά και αυτάς τας πρώτας και ανωτάτας τάξεις των Αγγέλων, Χερουβίμ και Σεραφίμ, δι’ εαυτής διανέμει τον πλούτον όλων των εκ Θεού χαρισμάτων και θείων ελλάμψεων εις όλους, Αγγέλους τε ομού και ανθρώπους, καθώς όλη κοινώς η του Χριστού φρονεί Εκκλησία» (σελ. 268).
Τα περί της κοιμήσεως διαλαμβάνει και η Συνοδική Επιστολή της Συνόδου Ιεροσολύμων του 1672: «Όμοιόν τι θεωρούμεν την σήμερον, ότι ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός σηκώνεται από τον θρόνον του, όπου καθέζεται εκ δεξιών της μεγαλωσύνης του Πατρός, ευγένει και περνά όλους τους ουρανούς, δια να προϋπαντήση το μέγα πρόσωπον εκείνο, την μεγάλην βασίλισσαν, την μεγάλην σουλτάναν, την Παναγίαν μας, την κυρίαν μας, την ιδίαν του μητέρα. Δια τούτο και αι ακολουθούσαι αυτώ ουράνιαι δυνάμεις ερωτώσι, καθώς λέγει ο σοφός Σολομών εις το άσμα των ασμάτων κεφ. η΄, «τις αύτη η αναβαίνουσα από της ερήμου λελευκανθισμένη, και στηριζομένη επί τον αδελφιδόν αυτής;» (Άσμα ας. 8. 5) τουτ’ έστι, ποία είναι τούτη, οπού αναβαίνει από τον ορατόν κόσμον, τόσον ωραία και εύμορφη, έχουσα τόσην εξουσίαν εις τον βασιλέα μας, οπού της ομοιάζει ωσάν να ήτον αδελφιδός; Και ταύτα τούτοι λέγοντες και ερωτώντες, και τον βασιλέα και την βασίλισσαν προσκηνούσιν….. Ούτω και εις την Παναγίαν, ήτις αν καλά και αμαρτίαν δεν είχε, πλην είχεν εν εαυτή τα φυσικά, και ως άνθρωπος υπέκειτο τω θανάτω, όμως είχεν από τον Θεόν τοιαύτην χάριν, όπου αν είχε θέλει, δεν απόθενε, μόνον έτζι ζώσα επήγαινεν εις τους ουρανούς, πλην ουκ εβούλετο….. Τι πράγμα είναι εκείνο, όπου να ημπορή να φαίνεται δια μεγάλον σημείον εις τον ουρανόν, όπου κατοικεί ο Θεός, εκεί οπού παραστέκονται αι άγιαι δυνάμεις; Άλλο δεν είναι παρά η Παναγία. όπου ήτον μεγάλον σημείον εις την γην, επειδή εγέννησε Θεόν ενανθρωπήσαντα, και γεννήσασα έμεινεν άφθορος και παρθένος. και έτσι λέγεται σημείον εν τω ουρανώ, διατί με το σώμα αναβαίνει εις τον ουρανόν. και αν καλά και εμπήκεν εις το μνημείον το άχραντόν της εκείνο σκήνος, πλην εις τρεις ημέρας μετεστάθη εις ουρανούς μετά σώματος, καθώς και ο Χριστός ανελήφθη. διατί; Ότι μεγάλην εξουσίαν και απ’ αυταίς έχει ταις δυνάμεσι» (Ρωμανίδη Ι. Δογματική Θεολογία, τ. Β΄, σελ. 347-349).
Ο Παπισμός το 1950, με διάταγμα του πάπα Πίου ΙΒ΄, ανακήρυξε σε δόγμα την ενσώματη μετάσταση της Θεοτόκου. Εφ’ όσον η Θεοτόκος ήταν απαλλαγμένη από το προπατορικό αμάρτημα, κατ’ αναπότρεπτη αναγκαιότητα δεν μπορούσε ο θάνατος να ασκήσει πάνω της τη διαλυτική του δύναμη και έτσι το σώμα της Θεοτόκου παρέμεινε αδιάφθορο, γιατί δεν ασκούσε καμία δύναμη η αμαρτία. Επομένως δεν μπορούσε η Παναγία να πεθάνει. Όλα αυτά, αλλά και αυτή η ίδια η Μετάσταση δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως δόγμα, καθότι δεν μαρτυρείται ούτε από την Αγία Γραφή, ούτε από την Παράδοση της Εκκλησίας και έτσι τείνει να αμφισβητείται ακόμη και από ορισμένους Ορθόδοξους ερευνητές.
Ειδικά το θέμα της μετάστασης της Θεοτόκου αναφέρεται στο αποκαλούμενο απόκρυφο: «Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου λόγος εις την κοίμησιν της αγίας Θεοτόκου», το οποίον ανήκει στην κατηγορία: «Ορθόδοξα απόκρυφα (ψυχωφελείς διηγήσεις-ψευδεπίγραφα)». Γενικώς, απόκρυφα είναι γραπτά έργα, τα οποία δεν έγιναν δεκτά στον κανόνα της αγίας Γραφής από την Εκκλησία, ορισμένα δε από αυτά χαρακτηρίστηκαν «δευτεροκανονικά», άλλα «αναγνωστέα», άλλα «γνωστικά» κ.λπ. Γενικά, διαιρούνται σε τρεις μεγάλες κατηγορίες: 1/ Γνωστικά, τα οποία στο σύνολό τους απορρίπτονται, 2/ Ιουδαιοχριστιανικά, τα οποία δεν γίνονται δεκτά, γιατί περιορίζουν το χριστιανικό μήνυμα στο λαό της Π. Διαθήκης και 3/ Ορθόδοξα, τα οποία είτε ενσωμάτωσαν ήδη υπάρχουσες παραδόσεις, για τη ζωή προσώπων της Κ. Διαθήκης, είτε κατασκεύασαν φανταστικές ιστορίες, κατά το πλείστον αφελείς και τις δημοσίευσαν κάτω από το όνομα ενός υποτιθέμενου ιερού συγγραφέα, για να «ωφελήσουν» ψυχικά τους χριστιανούς αναγνώστες. Είναι δηλαδή χριστιανικά ψευδεπίγραφα εξωβιβλικά κείμενα.
Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου λόγος εις την κοίμησιν της αγίας Θεοτόκου. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι διηγήσεις της ζωής και, ιδιαίτερα, της κοίμησης της Παναγίας, από τις οποίες σώζονται 67 χειρόγραφα με διάφορες παραλλαγές, σε πολλές γλώσσες: συριακή, κοπτική, αραβική, αιθιοπική, αρμενική, σλαβική κ.λπ. Το κυριότερο είναι το ανωτέρω, που τοποθετείται στον 5ο ή 6ο αιώνα και επηρέασε ιδιαίτερα την παράδοσή μας για τα γεγονότα της Κοίμησης της Παναγίας, την οποία γιορτάζουμε στις 15 Αυγούστου. Το περιεχόμενο του βιβλίου αυτού έγινε δεκτό από τους χριστιανούς και εκεί αναφέρεται η περίφημη μεταφορά των αποστόλων «επί νεφελών» για να παραστούν στην ταφή της Θεοτόκου, η απόπειρα κάποιων μεθυσμένων Ιουδαίων να βεβηλώσουν το άγιο σώμα Της κ.ά. Από τα κείμενα αυτά ξέρουμε και για την ανάληψη της Θεοτόκου, καθώς και για την παράδοση της ζώνης Της (της Αγίας Ζώνης), κατά την ώρα της ανάληψής Της, στα χέρια του αγίου αποστόλου Θωμά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου