Η
ανάπτυξη της διδασκαλίας του αγίου Ισαάκ του Σύρου περί των τριών γνώσεων, μας
δίδει την δυνατότητα να προχωρήσουμε και να δούμε το θέμα της γνώσεως του Θεού κατά τον αγιορείτη
άγιο, Γρηγόριο Παλαμά. Όταν ο άνθρωπος ανέλθη από την σαρκική γνώση στην ψυχική
και από την ψυχική στην πνευματική, τότε ορά τον Θεό και αποκτά την γνώση του
Θεού, που είναι η σωτηρία του. Η γνώση του Θεού, όπως θα αναπτυχθή κατωτέρω,
δεν είναι εγκεφαλική, αλλά υπαρξιακή, δηλαδή όλη η ύπαρξη του ανθρώπου
πληροφορείται αυτήν την θεογνωσία. Αλλά για να φθάση ο άνθρωπος σ’ αυτήν την
γνώση, πρέπει να προηγηθή κάθαρση της καρδιάς, δηλαδή θεραπεία της ψυχής, του
νοός και της καρδίας. «Μακάριοι οι
καθαροί τη καρδία ότι αυτοί τον Θεόν όψονται» (Ματθ. ε’, 8).
Ας δούμε όμως τα πράγματα αναλυτικότερα:
Όπως έχει σημειωθή, ο Βαρλαάμ ισχυριζόταν, ότι η γνώση του Θεού δεν είναι
υπόθεση θεωρίας του Θεού, αλλά υπόθεση της νοήσεως του ανθρώπου. Μπορούμε,
έλεγε, να αποκτήσουμε την θεογνωσία με την φιλοσοφία, γι’ αυτό τους Προφήτας
και τους Αποστόλους, που έβλεπαν το άκτιστο Φως, κατέτασσε σε κατώτερη θέση από
τους φιλοσόφους. Το άκτιστο Φως το ονόμαζε αισθητό, κτιστό και «χείρον της
ημετέρας νοήσεως». Όμως, ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, φορεύς της Παραδόσεως και
άνθρωπος της αποκαλύψεως, υποστήριζε τα αντίθετα. Στην θεολογία του
παρουσιάζεται η διδασκαλία της Εκκλησίας, σύμφωνα με την οποία, το άκτιστο Φως, δηλαδή η όραση του Θεού,
δεν είναι απλώς συμβολική όραση, δεν είναι αισθητή και κτιστή, ούτε κατωτέρα
της νοήσεως, αλλά είναι θέωση. Δια
της θεώσεως ο άνθρωπος αξιώνεται να δη τον Θεό. Και αυτή η θέωση δεν είναι
αφηρημένη κατάσταση, αλλά ένωση του ανθρώπου με τον Θεό. Δηλαδή ο άνθρωπος
θεωρώντας το άκτιστο Φως, το βλέπει γιατί ενώνεται με τον Θεό, το βλέπει με
τους εσωτερικούς οφθαλμούς και με αυτούς ακόμη τους σωματικούς οφθαλμούς, οι
οποίοι έχουν μετασκευασθή από την ενέργεια του Θεού. Επομένως, η θεωρία είναι ένωση του ανθρώπου με τον
Θεό. Και αυτή η ένωση είναι γνώση του Θεού. Τότε ο άνθρωπος αξιώνεται να
γνωρίση τον Θεό. Και αυτή η γνώση είναι υπέρ την ανθρωπίνην γνώσιν και υπέρ την
αίσθησιν.
Όλη αυτήν την θεολογία ο άγιος την αναπτύσσει σποραδικά σε όλα του τα έργα. Επειδή
όμως δεν έχουμε την πρόθεση στο κεφάλαιο αυτό να παρουσιάσουμε συστηματικά όλη
την διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου σχετικά με την γνώση του Θεού, γι’ αυτό θα
περιορισθούμε στην ανάλυση των κεντρικών σημείων της διδασκαλίας του, όπως
παρουσιάζεται στο βασικό του έργο «Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων» (βλ. Πατερικαί
εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς», Γρηγορίου Παλαμά έργα, τόμος 2ος, Θεσσαλονίκη
1982, ΕΠΕ). Και πάλι πρέπει να προστεθή, ότι δεν θα παρουσιάσουμε όλη την
διδασκαλία, όπως εκτίθεται στο έργο αυτό «Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων», αλλά τα
κεντρικά σημεία. Αμέσως μετά το χωρίο θα παρατίθεται η σελίδα του βιβλίου στο
οποίο παραπέμπουμε.
Χαρακτηριστικό χωρίο στο οποίο παρουσιάζεται συνοπτικά η διδασκαλία αυτή του
αγίου είναι το ακόλουθο: «Ο δε πάσαν την προς τα κάτω σχέσιν της οικείας αφελών
ψυχής και εκ πάντων απολυθείς δια της των εντολών τηρήσεως και της εκ ταύτης
απαθείας, υπερβάς πάσαν γνωστικήν ενέργειαν δι’ εκτενούς και ειλικρινούς και
αΰλου προσευχής, κακεί δι’ ενώσεως αγνώστου καθ’ υπεροχήν περιλαμφθείς τω
απροσίτω φέγγει, μόνος ούτος, φως γεγονώς και δια του φωτός θεώμενος και φως
ορών εν τη του φωτός εκείνου θέα τε και απολαύσει, και το υπερφαές και
απερινόητον όντως γινώσκει του Θεού, ουχ υπέρ την νοητικήν μόνην δύναμιν του
νου, την ανθρωπίνην ταύτην, δοξάζων τον Θεόν – πολλά γαρ και των κτιστών υπέρ
αυτήν εισιν-, αλλά και υπέρ την υπερφυεστάτην ένωσιν εκείνην, δι’ ης μόνης τοις
των νοητών επέκεινα ο νους ενούται «εν θειοτέρα μιμήσει των υπερουρανίων νόων»
(σελ. 522-524).
Στο χωρίο αυτό φαίνεται η κεντρική διδασκαλία του αγίου. Για να φθάση ο
άνθρωπος στην θεωρία του ακτίστου Φωτός χρειάζεται να αποκόψη κάθε σχέση της
ψυχής προς τα κάτω, να αποσπασθή από όλα, με την τήρηση των εντολών του
Χριστού, και με την απάθεια, που έρχεται από την τήρηση των εντολών, να υπερβή
κάθε γνωστική ενέργεια «δι’ εκτενούς και ειλικρινούς και αΰλου προσευχής».
Επομένως, απαιτείται προηγουμένως η θεραπεία του ανθρώπου, η οποία
επιτυγχάνεται με τις εντολές του Χριστού και με την ελευθέρωση της ψυχής από
την αμαρτωλή σχέση με όλα τα κτιστά. Ο άνθρωπος περιλάμπεται με το απρόσιτο
φέγγος «δι’ ενώσεως αγνώστου καθ’ υπεροχήν». Ορά τον Θεό δια της ενώσεως. Έτσι
γίνεται φως και θεάται δια του φωτός. «... φως γεγονώς και δια του φωτός
θεώμενος...». Βλέποντας το άκτιστο Φως γνωρίζει τον Θεό, αποκτά γνώση Θεού,
αφού τότε το «υπερφαές και απερινόητον όντως γινώσκει του Θεού».
Αυτήν την διδασκαλία αναπτύσσει ο άγιος και σε άλλα σημεία του μνημονευθέντος
έργου του.
Η όραση του Θεού, η θεωρία του ακτίστου Φωτός, δεν είναι μια αισθητική όραση,
αλλά είναι θέωση του ανθρώπου. Μιλώντας για την όραση του Θεού στον Μωϋσή «εν
είδει και ου δι’ αινιγμάτων», υπενθυμίζει το χωρίο του αγίου Μαξίμου του
Ομολογητού ότι «θέωσιν, την κατ’ είδος ενυπόστατον έλλαμψιν, ήτις ουκ έχει
γένεσιν, αλλ' επινόητον εν τοις αξίοις φανέρωσιν, και την υπέρ νουν και λόγον
εν τω αφθάρτω των όντων αιώνι μυστικήν ένωσιν προς τον Θεόν...» (σελ. 618). Η όραση λοιπόν του ακτίστου Φωτός είναι
θέωση του ανθρώπου. Ορά τον Θεό δια της θεώσεως και όχι δια της
καλλιεργείας της λογικής. Η όραση του ακτίστου Φωτός ονομάζεται θεοποιός δωρεά.
Δεν είναι δωρεά της κτιστής ανθρωπίνης φύσεως, αλλά του Αγίου Πνεύματος. «Ούτως
η θεοποιός δωρεά του Πνεύματος φως εστιν απόρρητον και φως ποιεί θείον τους
πλουτήσαντας αυτήν, ου φωτός μόνον πληρώσασα τούτους αϊδίου, αλλά και γνώσιν
και ζωήν θεοπρεπή χαρισάμενη» (σελ. 634). Έτσι, η όραση του Θεού δεν είναι
εξωτερική, αλλά γίνεται δια της θεώσεως (σελ. 458).
Η θέωση αυτή είναι ένωση και κοινωνία με τον Θεό. Κατά τον άγιο, η θεωρία του
ακτίστου Φωτός δεν είναι αφαίρεση απλώς και απόφαση, αλλά ένωση και εκθέωση.
«Ούκουν αφαίρεσις και απόφασις μόνη εστίν η θεωρία, αλλ’ ένωσις και εκθέωσις,
μετά την αφαίρεσιν πάντων των κάτωθεν τυπούντων τον νουν, μυστικώς και
απορρήτως χάριτι γινομένη του Θεού, μάλλον δε μετά την απόπαυσιν ή και μείζόν
εστι της αφαιρέσεως» (σελ. 186). Η θεωρία του ακτίστου Φωτός είναι μέθεξη και
«θεουργός κοινωνία» (σελ. 1858, 188 και 190). Έτσι, η θεωρία του Φωτός είναι
ένωση, έστω κι αν δεν είναι διαρκής στους ατελείς, η δε του Φωτός ένωση είναι
όραση. «Η γουν του φωτός τούτου θεωρία ένωσίς εστιν, ει και μη διαρκής τοις
ατελέσιν∙ η δε του φωτός ένωσις τι γε άλλο ή όρασίς εστιν;» (σελ. 478).
Ο άγιος Γρηγόριος κάνει λόγο για την έκσταση. Αλλά αυτή η έκσταση, στην πατερική
διδασκαλία, δεν έχει καμμιά σχέση με την έκσταση της Πυθείας και των άλλων
θρησκειών. Έκσταση είναι όταν ο νους προσευχόμενος αποθέτη τις σχέσεις του προς
τα όντα, πρώτα «προς τα αισχρά και πονηρά και τα φαύλα πάνθ’ απλώς, είτα τας
προς τα μέσως έχοντα...» (σελ. 476). Η έκσταση είναι κυρίως απομάκρυνση από το
κοσμικό και σαρκικό φρόνημα. Με την ειλικρινή προσευχή, ο νους «εξίσταται των
όντων πάντων» (σελ. 476). Αυτή η έκσταση είναι υψηλοτέρα της κατ’ αφαίρεσιν
θεολογίας, δηλαδή της στοχαστικής θεολογίας, και προσιδιάζει μόνον σ’ αυτούς
που απέκτησαν την απάθεια, αλλά δεν είναι ακόμη ένωση, «εάν μη ο παράκλητος εν
υπερώω των φυσικών ακροτήτων καθημένω τω προσευχομένω και προσδοκώντι την
επαγγελίαν του Πατρός επιλάμψη άνωθεν και δια της αποκαλύψεως προς την του
φωτός αρπάση θεωρίαν» (σελ. 476-478). Με άλλα λόγια η έκσταση, που είναι η αδιάλειπτη νοερά προσευχή κατά την
οποία ο νους του ανθρώπου έχει μνήμη αδιάλειπτη του Θεού και δεν έχει καμμιά
σχέση με τα πάθη και τον λεγόμενο κόσμο της αμαρτίας, δεν είναι ακόμη ένωση με
τον Θεό. Η ένωση αυτή του ανθρώπου με
τον Θεό γίνεται, όταν έλθη ο Παράκλητος στον προσευχόμενο, που κάθεται στο
υπερώο των φυσικών ακροτήτων και αναμένει την επαγγελία του Θεού, και τον
αρπάζει στην θεωρία του ακτίστου Φωτός. Η έλλαμψη του Θεού είναι εκείνη που
δείχνει την ένωση του Θεού με τον άνθρωπο.
Η όραση, η θέωση και η ένωση με τον Θεό είναι εκείνα που προσφέρουν την
υπαρξιακή γνώση του Θεού στον άνθρωπο. Τότε ο άνθρωπος αποκτά την πραγματική γνώση του Θεού. Η
θεοποιός δωρεά του Παναγίου Πνεύματος που είναι Φως απόρρητο καθιστά θείο φως
αυτούς που την απέκτησαν και όχι μόνον τους γεμίζει με το αΐδιο Φως «αλλά και
γνώσιν και ζωήν θεοπρεπή χαρισάμενη» (σελ. 634). Ο άνθρωπος σ’ αυτήν την
κατάσταση αποκτά την γνώση του Θεού. Στην διδασκαλία του Βαρλαάμ, ότι ο Θεός
γνωρίζεται από τους θεωρητικότατους από όλα τα όντα, δηλαδή από τους
φιλοσόφους, και ότι η γνώση του Θεού «δια νοεράς φωτοφανείας... ουδαμώς εστιν
αληθής» (σελ. 564), ο άγιος Γρηγόριος απαντά ότι «ουκ εκ των όντων μόνον ο Θεός
γινώσκεται, αλλά και εκ των καθ’ υπεροχήν μη όντων, τουτέστι των ακτίστων, προς
δε και δια φωτός αιωνίου και των όντων πάντων υπερανωκισμένου». Αυτή η γνώση
προσφέρεται από τώρα στους αξίους, δια του ακτίστου Φωτός, εν είδει αρραβώνος
«και κατά το άληκτον αιώνα περιαυγάζοντας αυτούς αλήκτως». Ακριβώς γι’ αυτόν
τον λόγο η θεωρία των αγίων είναι αληθινή, «και ο μη αληθή λέγων ταύτην Θεού
θείας γνώσεως εκπέπτωκεν» (σελ. 564-566). Έτσι, όποιος παραγνωρίζει και
παραθεωρεί την θεωρία του Θεού, που προσφέρει την αληθινή γνώση, αυτός εκπίπτει
από την θεία γνώση, αγνοεί στην πραγματικότητα τον Θεό.
Αυτά δείχνουν ότι η όραση του Θεού, η θέωση, η ένωση και η γνώση του Θεού είναι
στενά συνδεδεμένα μεταξύ τους. Δεν μπορούν να νοηθούν ανεξάρτητα. Η διάσπαση
αυτής της ενότητος απομακρύνει τον άνθρωπο από την γνώση του Θεού. Η βάση της
ορθοδόξου γνωσιολογίας είναι η έλλαμψη και αποκάλυψη του Θεού μέσα στην
κεκαθαρμένη καρδιά του ανθρώπου.
Όπως φάνηκε, αυτή η θεογνωσία είναι πέρα από την ανθρώπινη γνώση. Η θεωρία του
ακτίστου Φωτός είναι υπέρβαση πάσης γνωστικής ενεργείας και γίνεται «υπέρ
όρασιν και γνώσιν» (σελ. 508). Επειδή η θεωρία του ακτίστου Φωτός προσφέρεται
στις καρδιές των πιστών και των τελείων, γι’ αυτό και «υπερέχει του φωτός της
γνώσεως» (σελ. 448). Και δεν υπερέχει μόνον του φωτός της ανθρωπίνης γνώσεως
«της από των ελληνικών μαθημάτων», αλλά το Φως της θεωρίας αυτής διαφέρει και
«της από των θείων Γραφών γνώσεως», αφού το φως των Γραφών παρομοιάζεται με
λύχνο που φέγγει σε τόπο σκοτεινό, ενώ η θεωρία του ακτίστου Φωτός μοιάζει με
το άστρο το λαμπρό που λάμπει την ημέρα, δηλαδή με τον ήλιο, «εν ημέρα λάμποντι
φωσφόρω, ος εστιν ο ήλιος» (σελ. 448). Η Χάρη της θεώσεως είναι υπέρ φύσιν
αρετή και υπέρ την ανθρώπινη γνώση (σελ. 616).
Η θεωρία του ακτίστου Φωτός και η εξ αυτής προερχομένη γνώση δεν είναι εξέλιξη
της λογικής δυνάμεως, δεν είναι τελείωση της λογικής φύσεως, όπως ισχυριζόταν ο
Βαρλαάμ, αλλά είναι υπεράνω της λογικής. Είναι γνώση, που προσφέρεται από τον
Θεό στους καθαρούς στην καρδιά. Εκείνος που ισχυρίζεται, ότι το θεοποιό δώρο
είναι εξέλιξη της λογικής φύσεως, αυτός αντιτίθεται στο Ευαγγέλιο του Χριστού.
Εάν ήταν φυσικό δώρο η θέωση, τότε όλοι έπρεπε να ήταν θεοί, άλλος λιγότερο και
άλλος περισσότερο. Όμως «υπέρ φύσιν γίνονται οι άγιοι θεούμενοι», γεννώνται εκ
του Θεού, σ’ αυτούς έδωσε ο Θεός εξουσία «τέκνα Θεού γενέσθαι» (σελ. 620-622).
Η θεωρία του ακτίστου Φωτός, που προσφέρει την γνώση του Θεού στον άνθρωπο,
είναι κατ’ αίσθησιν και υπέρ αίσθησιν. Οι σωματικοί οφθαλμοί μετασκευάζονται
και έτσι βλέπουν το άκτιστο Φως, «το απόρρητον, το απρόσιτον, το άϋλον, το
άκτιστον, το θεοποιόν, το αΐδιον», που είναι «η λαμπρότης της θείας φύσεως, η
δόξα της θεότητος, η της ουρανίου βασιλείας ευπρέπεια» (σελ. 606). Το Φως αυτό
είναι αθέατο στην αίσθηση, εάν δεν μετασκευασθή από το Πνεύμα το Άγιο. «Οράς ως
αθέατον ην εκείνο το φως τη αισθήσει μη μετασκευασθείση δια του Πνεύματος;»
(σελ. 454). Οι Απόστολοι είδαν το άκτιστο Φως, όπως λέγει ο άγιος Μάξιμος, του οποίου
την διδασκαλία παραθέτει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, «τη εναλλαγή των κατ’
αίσθησιν ενεργειών, ην αυτοίς το Πνεύμα ενήργησεν» (σελ. 454).
Η θεωρία του ακτίστου Φωτός και η γνώση που προέρχεται από αυτή είναι, όχι
μόνον υπέρ την φύσιν και υπέρ την ανθρωπίνην γνώσιν, αλλά κα υπέρ την αρετήν. Η
αρετή και η μίμηση του Θεού μας προετοιμάζει προς την θεία ένωση, αλλά αυτήν
την απόρρητη ένωση τελετουργεί η Χάρη. «Αρετή μεν γαρ πάσα και η εφ’ ημίν του
Θεού μίμησις προς την θείαν ένωσιν επιτήδειον ποιείται τον κεκτημένον, η δε
χάρις αυτήν τελετουργεί την απόρρητον ένωσιν» (σελ. 616).
Έτσι η θέωση, που είναι ο σκοπός της πνευματικής ζωής, είναι εμφάνεια, φανέρωση
του Θεού στην καθαρή καρδιά του ανθρώπου. Αυτή η θέα του ακτίστου Φωτός είναι
εκείνη που δημιουργεί την πνευματική ευφροσύνη στην ψυχή. Διότι, κατά τον άγιο
Γρηγόριο τον Παλαμά, γνώρισμα του Φωτός εκείνου είναι η εγγινομένη στην ψυχή
κατάπαυση των μη καλών ηδονών και παθών, των λογισμών ειρήνη και κατάσταση,
ανάπαυση και πνευματική χαρά, περιφρόνηση της δόξης των ανθρώπων, ταπείνωση που
είναι συνδεδεμένη με απόρρητη αγαλλίαση, μίσος του κόσμου, έρως των ουρανίων,
μάλλον δε μόνον του Θεού των ουρανών, θέα του ακτίστου Φωτός έστω κι αν σκεπάση
κανείς τα μάτια ή τα εξορύξη (σελ. 634).
Από τα προηγούμενα φαίνεται καθαρά, ότι το τέλος της θεραπείας του ανθρώπου
είναι η θέα του ακτίστου Φωτός. Επειδή όμως γίνεται λόγος στο κεφάλαιο αυτό
περί της θεωρίας, νομίζω πως είναι καλό να παρουσιασθή και η διδασκαλία του
αγίου, ότι υπάρχουν πολλοί βαθμοί θεωρίας. Λέγει ο άγιος, ότι της θεωρίας αυτής
υπάρχει αρχή και τα μετά την αρχή, που διαφέρουν κατά το αμυδρότερο και το
τηλαυγέστερο, δεν υπάρχει όμως τέλος, γιατί η πρόοδος αυτής, καθώς επίσης και
της εν αποκαλύψει αρπαγής, συνεχίζεται επ’ άπειρον . Γιατί άλλο είναι η έλλαμψη
και άλλο η διαρκής θέα του Φωτός και άλλο η θέα των εν τω Φωτί πραγμάτων.
Χαρακτηριστικά γράφει ο άγιος: «Της δε θεωρίας ταύτης εστί και αρχή και τα μετά
την αρχήν, κατά τε το αμυδρότερον και τηλαυγέστερον διαφέροντα προς άλληλα,
τέλος δ’ ουμενούν∙ επ’ άπειρον γαρ η πρόοδος αυτής, ωσαύτως και της εν
αποκαλύψει αρπαγής∙ άλλο γαρ έλλαμψις και άλλο διαρκής φωτός θέα, και άλλο των
εν τω φωτί πραγμάτων, εν ω και τα μακράν γίνεται υπ’ οφθαλμούς και τα μέλλοντα
ως όντα δείκνυται» (σελ. 478). Υπάρχουν λοιπόν βαθμοί θεωρίας και κατ’ επέκταση
βαθμοί γνώσεως.
Στο σημείο αυτό νομίζω πως είναι καλό να δούμε και την διδασκαλία του οσίου
Πέτρου Δαμασκηνού, περί των οκτώ πνευματικών θεωριών (Φιλοκαλία Γ’, 32-33).
Κατά τον όσιο Πέτρο Δαμασκηνό υπάρχουν οκτώ πνευματικές θεωρίες, δηλαδή οκτώ
βαθμοί θεωρίας. Οι επτά πρώτες είναι του αιώνος τούτου, ενώ η ογδόη είναι
εργασία του μέλλοντος αιώνος. Πρώτη θεωρία είναι η γνώση των θλίψεων και
πειρασμών του βίου τούτου. Δευτέρα θεωρία η γνώση των «ημετέρων πταισμάτων και
των του Θεού ευεργεσιών». Τρίτη, η γνώση των δεινών προ του θανάτου και μετά
τον θάνατο. Τετάρτη η κατανόηση της διαγωγής του Κυρίου Ιησού στον κόσμο αυτόν
και των Μαθητών Του και των άλλων αγίων, δηλαδή τα έργα και λόγια των μαρτύρων
και των οσίων Πατέρων. Πέμπτη, η γνώση της φύσεως και της αλλοιώσεως των
πραγμάτων. Έκτη, η θεωρία των όντων, δηλαδή η γνώση και η κατανόηση των
αισθητών κτισμάτων του Θεού. Εβδόμη, η κατανόηση των νοητών κτισμάτων του Θεού,
δηλαδή των αγγέλων. Ογδόη η γνώση του Θεού, δηλαδή η θεολογία.
Επομένως η θεωρία έχει πολλά στάδια και βαθμούς και πολλά προηγούνται, για να
φθάση κανείς στην θεωρία του ακτίστου Φωτός, που είναι «η καλλονή του μέλλοντος
αιώνος», «το βρώμα των επουρανίων». Η μνήμη του θανάτου, που είναι χάρισμα από
τον Θεό, η αδιάλειπτη προσευχή, η έμπνευση για να τηρήση κανείς ολοκληρωτικά
τις εντολές του Χριστού, η γνώση της πνευματικής μας πτωχείας, δηλαδή η
κατανόηση των αμαρτιών και των παθών μας και η ακολουθούσα αυτήν μετάνοια,
είναι βαθμοί θεωρίας. Όλα αυτά γίνονται με την ενέργεια της θείας Χάριτος.
Βέβαια η τελεία θεωρία είναι η θέα του ακτίστου Φωτός, που και αυτή διακρίνεται
στην θέα και την διαρκή θέα, όπως λέγει ο άγιος Γρηγόριος.
Έτσι η κάθαρση που γίνεται με την Χάρη του Θεού δημιουργεί τις απαραίτητες
προϋποθέσεις για να φθάση κανείς στην θεωρία, που είναι κοινωνία με τον Θεό,
θέωση του ανθρώπου και γνώση του Θεού. Η ασκητική μέθοδος της Εκκλησίας οδηγεί
σ’ αυτό το σημείο. Δεν γίνεται με ανθρώπινα κριτήρια και δεν σκοπεύει να κάνη
τον άνθρωπο «καλόν καγαθόν», αλλά να τον θεραπεύση τελείως και να αποκτήση
κοινωνία με τον Θεό. Όσο ο άνθρωπος βρίσκεται μακράν της κοινωνίας και ενώσεως
με τον Θεό, δεν έχει ακόμη επιτύχει την σωτηρία του. Ο ασκούμενος πνευματικά
και θεωρών το άκτιστο Φως λέγεται στην γλώσσα των Πατέρων «θεούμενος». Την έκφραση αυτή την χρησιμοποιεί ο άγιος Διονύσιος ο
Αρεοπαγίτης, ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός και επαναλαμβάνει, όπως είδαμε
προηγουμένως, ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς (σελ. 620).
Η θεραπεία της ψυχής, του νου, της καρδιάς οδηγεί τον άνθρωπο στην θέα του Θεού
και τον καθιστά γνώστη της θείας ζωής και αυτή η γνώση είναι σωτηρία του
ανθρώπου.
Διάπυρη πρέπει να είναι η προσευχή να μας αξιώση ο Θεός να φθάσουμε σ’ αυτήν
την θεογνωσία. Η προτροπή είναι σαφής:
«Δεύτε αναβώμεν εις το όρος Κυρίου,
και εις τον οίκον του Θεού ημών,
και θεασώμεθα την δόξαν της Μεταμορφώσεως αυτού,
δόξαν ως μονογενούς παρά Πατρός∙
φωτί προσλάβωμεν φως∙
και μετάρσιοι γενόμενοι τω πνεύματι,
Τριάδα ομοούσιον υμνήσωμεν εις τους αιώνας».
(Δοξαστικόν Λιτής Μεταμορφώσεως)
Ενταύθα ανιστάμεθα και ψάλλομεν:
Μετεμορφώθης εν τω όρει Χριστέ ο Θεός,
δείξας
τοις μαθηταίς σου την δόξαν σου,
Καθώς
ηδύναντο. Λάμψον και ημίν τοις αμαρτωλοίς,
Το
φως σου το αΐδιον∙ πρεσβείαις της Θεοτόκου,
φωτοδότα
δόξα σοι».
(Απολυτίκιον Μεταμορφώσεως)
(ΠΗΓΗ: Ναυπάκτου Ιερόθεος)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου